Καθώς οι καπιταλιστές έχουν μια τεράστια ικανότητα να ενσωματώνουν τα πάντα στο οικονομικό σύστημά τους, προσπαθούν επίσης να ιδιοποιηθούν τις γνώσεις και να καταργήσουν κάθε όριο στην εκμετάλλευση της φύσης. Το δόγμα στο οποίο πιστεύουν είναι το εξής: «Τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε χρήμα». Έτσι, μεγαλοφυείς οικονομολόγοι υπολόγισαν ότι «οι υπηρεσίες που μας προσφέρει η φύση» ανέρχονται στα 16 έως 54 τρισεκατομμύρια δολάρια! Με αυτόν τον τρόπο, όμως, μπερδεύουν την οικονομική αξία με τον πλούτο.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Περί καπιταλισμού και νυχτερίδων
«Συνεπώς, η εργασία δεν είναι η μοναδική πηγή των αξιών χρήσης που παράγει, του υλικού πλούτου. Είναι ο πατέρας τους και η γη είναι η μητέρα τους». Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο» (1867)
T
* Ο Jean-Marie Haribey είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Bordeaux-IV. Τελευταίο έργο του που έχει εκδοθεί: «La Richesse, la Valeur et l’ Inestimable. Fondements d’une critique socio-écologique de l’ économie capitaliste» (Les Liens qui libèrent, Παρίσι, 2013).
ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 TEYXOΣ 76
diplomatique
Του Jean-Marie Harribey*
ο ξέρατε; Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι νυχτερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες αξίζουν 22,9 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Πώς κατέληξαν σε αυτό το τόσο εντυπωσιακό ποσό; Υπολογίζοντας πόσες ποσότητες εντομοκτόνων γίνεται δυνατόν να εξοικονομηθούν, δεδομένου ότι οι νυχτερίδες τρέφονται με επιβλαβή για τον άνθρωπο έντομα. Όσον αφορά δε τα έντομα που γονιμοποιούν τα φυτά μεταφέροντας τη γύρη, εξασφαλίζουν σε αυτή τη χώρα όφελος 190 δισ. δολάρια ετησίως. Tο μεγαλύτερο μερίδιο αυτού του ποσού αντιστοιχεί στη συνεισφορά των μελισσών (153 δισ.). Η δε αξία της φωτοσύνθεσης που πραγματοποιούν τα γαλλικά δάση υπολογίζεται με βάση την τιμή του τόνου αερίων τού άνθρακα στις διεθνείς αγορές δικαιωμάτων ρύπων.1 Από πού προέρχεται αυτή η πρακτική, που συνίσταται στο να αποδίδεται στη φύση μια οικονομική αξία, η οποία στηρίζεται στη χρησιμοποίηση από τον άνθρωπο των ευεργετημάτων που του προσφέρει; Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η εξάντληση των φυσικών πόρων έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, πανικόβλητοι μπροστά στην έκταση της καταστροφής και εμφορούμενοι από καινοφανή ζήλο, επιδιώκουν την εισαγωγή τού περιβαλλοντικού παράγοντα στα νεοκλασικά οικονομικά τους μοντέλα, τα οποία, μέχρι πολύ πρόσφατα, αγνοούσαν εντελώς το περιβάλλον και θεωρούσαν ότι η φύση είναι ανεξάντλητη. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πρόκειται δε για ένα ζήτημα που δεν οφείλεται στη συγκυρία: οι ρίζες του βρίσκονται στις
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο όριο εκμετάλλευσης των ανθρώπινων όντων χωρίς να υπονομεύσει τις προοπτικές της επέκτασής του
κοινωνικές και τις οικολογικές αντιφάσεις που οδηγήθηκαν στα άκρα κατά τη διάρκεια αυτής της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Από τη μια πλευρά, η υποτίμηση της εργατικής δύναμης σε σχέση με την παραγωγικότητά της οδηγεί σε μια κατάσταση υπερπαραγωγής στους περισσότερους βιομηχανικούς τομείς. Ωστόσο οι κατέχοντες που αποτελούν τις εύπορες τάξεις πλουτίζουν σε εξοργιστικό βαθμό χάρη στις φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν και στα απίστευτα υψηλά εισοδήματα που αποκομίζουν από τον χρηματοοικονομικό τομέα. Από όλα αυτά προκύπτουν μια ανεργία που έχει λάβει ενδημικές διαστάσεις, ακραία εργασιακή ανασφάλεια, συρρίκνωση της κοινωνικής προστασίας και ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Από την άλλη πλευρά, η απεριόριστη συσώρρευση κεφαλαίου προσκρούει στα όρια που της θέτει ο πλανήτης: απειλεί την ισορροπία των οι-
κοσυστημάτων, εξαντλεί πολλούς φυσικούς πόρους, πλήττει τη βιοποικιλότητα, η οποία φτωχαίνει διαρκώς, δημιουργεί πλήθος πηγών ρύπανσης και απορρυθμίζει το κλίμα. Από τις δύο κατηγορίες αντιφάσεων καθίσταται μακροπρόθεσμα αδύνατον να επιβληθεί στους εργαζόμενους να παράγουν ολοένα μεγαλύτερη οικονομική αξία και αυτή με τη σειρά της να μετατρέπεται σε χρήμα μέσα στην αγορά. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα ορισμένο όριο εκμετάλλευσης των ανθρώπινων όντων χωρίς να υπονομεύσει τις προοπτικές της επέκτασής του. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο όριο εκμετάλλευσης της φύσης χωρίς να φθείρει ή και να καταστρέψει την υλική βάση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η χρηματοοικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007 γκρέμισε την αυταπάτη ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας θα μπορούσε να απελευθερωθεί τόσο από τους κοινωνικούς όσο και από τους φυσικούς περιορισμούς, μετατρεπόμενος σε μια ενδογενή και αυτοτροφοδοτούμενη πηγή παραγωγής αξίας. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι είναι αδύνατον να ξεπεραστούν οι δύο περιορισμοί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης τού καπιταλισμού, δύο σημαντικές αλλαγές συνέβαλαν στην επανεκκίνηση των θεωρητικών συζητήσεων για τον πλούτο και την οικονομική αξία. Η πρώτη συνίσταται στη γενίκευση σε πλανητική κλίμακα του παραγωγικίστικου και καταστροφικού
τρόπου ανάπτυξης. Η δεύτερη αφορά την ολοένα σημαντικότερη θέση που καταλαμβάνουν οι γνώσεις μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Τα δύο φαινόμενα προκαλούν δύο ερωτήματα: Ποιος τύπος πλούτου βλάπτεται στην πρώτη περίπτωση; Και ποιες αλλαγές υφίσταται η πηγή της αξίας στη δεύτερη περίπτωση; Η εργαλειοποίηση της φύσης έχει προχωρήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ακόμα και στους κόλπους του κυρίαρχου νεοκλασικού ρεύματος οι οικονομολόγοι άρχισαν να υπερασπίζονται το περιβάλλον ως «φυσικό κεφάλαιο». Η «πρόσδοση αξίας στους έμβιους οργανισμούς», η «έμφυτη οικονομική αξία της φύσης» και η «αξία των υπηρεσιών που μας παρέχει η φύση» αποτελούν σημαντικά θέματα των μελετών της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ. Όλοι θεωρούν ότι είναι δυνατόν να αθροίζονται αφενός στοιχεία των οποίων το μέτρο προκύπτει από τον υπολογισμό του κόστους της παραγωγής που πραγματοποιεί ο άνθρωπος και, αφετέρου, στοιχεία τα οποία δεν παράγονται και, επιπλέον, ανήκουν στη σφαίρα του ποιοτικού και των ηθικών αξιών, τα οποία συνεπώς είναι αδύνατον να αξιολογηθούν και να αποτιμηθούν. Εάν όλα μπορούν να αξιολογηθούν και να αποτιμηθούν, τότε τα πάντα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν κεφάλαιο. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι ορίζουν τον πλούτο ως το άθροισμα αυτού που αποκαλούν οικονομικό, ανθρώπινο, κοινωνικό και φυσικό κεφάλαιο, τα οποία, κατά τη γνώμη τους, μπορούν να ενταχθούν όλα σε μια ανάλογη διαδικασία υπολογισμών. Υπάρχει όμως και κάτι που είναι πολύ σοβαρότερο: αυτή η ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη τον μεταβολισμό που υπάρχει ανάμεσα στα φυσικά οικοσυστήματα. Καθώς απομονώνει κάθε στοιχείο τους για να αξιολογηθεί ξεχωριστά το κόστος του, η τιμή του, ακόμα κι η χρησιμότητά του, αδυνατεί να συλλάβει τον παράγοντα που έχει τη μεγαλύτερη σημασία: τις αλληλεπιδράσεις που αποτελούν τον ιστό πάνω στον οποίο είναι υφασμένη η ζωή. Η διαφύλαξη αυτού του ιστού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της. Το εν λόγω εγχείρημα δρομολογήθηκε το 1997, με τη μελέτη που πραγματοποίησε ο ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔA 4
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Καπιταλιστική επίθεση εναντίον του ύπν Θεωρούμε συνήθως ότι η ανάγκη μας για ύπνο αποτελεί είτε απώλεια χρόνου είτε μια ενοχλητική χαλάρωση της επαγρύπνησής μας. Για παράδειγμα, ο ύπνος χρησιμοποιείται ως παρομοίωση για να περιγράψει την απάθεια των λαών μπροστά στην καταπίεση που υφίστανται. Δεδομένου ότι ο καπιταλισμός έχει θέσει ως στόχο να μετατρέψει την ανθρώπινη ζωή σε μια διαδικασία αδιάκοπης παραγωγής και κατανάλωσης, μήπως θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε αυτά τα στερεότυπα; Του Jonathan Crary*
O
ποιος έχει ζήσει στη Δυτική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών σίγουρα γνωρίζει το φαινόμενο της μετανάστευσης των αποδημητικών πτηνών που διασχίζουν κάθε χρονιά ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο. Ωστόσο, ανάμεσα στα εκατοντάδες είδη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα είδος τσίχλας με λευκό λαιμό. Σε αντίθεση με τα περισσότερα από τα υπόλοιπα είδη, το συγκεκριμένο χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα ότι, κατά τη διάρκεια της αποδημίας του, μπορεί να μείνει ξύπνιο έως και επτά συνεχόμενες ημέρες. Η ιδιαίτερη εποχική συμπεριφορά τού επιτρέπει να πετάει τη νύχτα και να αναζητεί την τροφή του κατά τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς να ξεκουράζεται διόλου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, την τελευταία πενταετία, το υπουργείο Άμυνας έχει διαθέσει σημαντικά ποσά για την έρευνα της συμπεριφοράς αυτού του είδους πουλιών. Οι ερευνητές διάφορων πανεπιστημίων -και κυρίως του Μάντισον (Ουισκόνσιν)- έχουν λάβει πλου-
* Ο Jonathan Crary είναι καθηγητής Θεωρίας της Σύγχρονης Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια (Νέα Υόρκη). Συγγραφέας του «24/7. O ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου», Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2014. Το παρόν κείμενο προέρχεται από το συγκεκριμένο βιβλίο.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
σιοπάροχη χρηματοδότηση για να μελετήσουν την εγκεφαλική δραστηριότητα των πτηνών κατά τη διάρκεια των περιόδων στέρησης ύπνου. Ο σκοπός των ερευνών είναι η απόκτηση γνώσεων, οι οποίες θα μπορούσαν στη συνέχεια να μεταφερθούν στο ανθρώπινο είδος. Ο στόχος είναι η δημιουργία ενός στρατιώτη ο οποίος δεν θα κοιμάται. Η μελέτη αυτού του είδους τσίχλας αποτελεί ένα πολύ μικρό τμήμα ενός κατά πολύ ευρύτερου σχεδίου το οποίο αποσκοπεί στην επίτευξή της, έστω μερικής, κυριαρχίας πάνω στον ανθρώπινο ύπνο. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος συνίσταται στη δημιουργία μεθόδων οι οποίες θα επιτρέπουν σε έναν στρατιώτη να βρίσκεται σε επιχειρησιακή ετοιμότητα χωρίς να κοιμάται επί τουλάχιστον επτά ημέρες. Σε πιο μακροπρόθεσμο επίπεδο, ο στόχος είναι να διπλασιαστεί αυτό το χρονικό διάστημα, ενώ παράλληλα θα διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο οι σωματικές και οι πνευματικές δυνατότητες των άγρυπνων στρατιωτών. Μέχρι σήμερα, τα μέσα που διαθέταμε για να επιτύχουμε καταστάσεις αϋπνίας συνοδεύονταν πάντα από έλλειμμα ψυχικών και διανοητικών ικανοτήτων (για παράδειγμα, μειωμένο επίπεδο επαγρύπνησης). Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο στόχος της επιστημονικής έρευνας δεν είναι πλέον η ανακάλυψη μεθόδων για την τόνωση της εγρήγορσης, αλλά ο περιορισμός της ίδιας της σωματικής ανάγκης για ύπνο. Όπως έχει ήδη αποδείξει η ιστορία, οι καινοτομίες που προκύπτουν από τη στρατιωτική έρευνα έχουν στη συνέχεια την τάση να μεταφέρονται στην ευρύτερη κοινωνική σφαίρα: έτσι, ο άγρυπνος στρατιώτης ενδέχεται να αποτελέσει τον πρόδρομο του άγρυπνου εργαζόμενου ή του άγρυπνου καταναλωτή. Τα προϊόντα «χωρίς ύπνο» που θα προβληθούν και θα προωθηθούν από τη φαρμακοβιομηχανία μέσα από ένα επιθετικό μάρκετινγκ ενδέχεται αρχικά να παρουσιαστούν ως μια απλή επιλογή τρόπου ζωής, για να μετατραπούν τελικά σε μια αναγκαιότητα για πολλούς ανθρώπους. Δεδομένου ότι ο ύπνος είναι απόλυτα άχρηστος και εντελώς παθητικός, με αποτέλεσμα να προκαλεί ανυπολόγιστες απώλειες στους τομείς της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της κατανάλωσης αγαθών, θα αποτελεί πάντα εμπόδιο για την εγκαθίδρυση ενός κόσμου που θα ήθελε να λειτουργεί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα. Η μεγαλύτερη προσβολή που μπορούν να κάνουν τα ανθρώπινα όντα στον αδηφάγο σύγχρονο καπιταλισμό συνίσταται στο να περνούν ένα τεράστιο μέρος της ζωής τους κοιμισμένοι, αποδεσμευμένοι από τον βάλτο των τεχνητών αναγκών που αυτός τους επιβάλλει. Ο ύπνος αποτελεί μια ανυποχώρητη διακοπή της κλοπής του χρόνου μας, την
Ο ύπνος αποτελεί μια ανυποχώρητη διακοπή της κλοπής του χρόνου, την οποία διαπράττει εις βάρος μας ο καπιταλισμός
οποία διαπράττει εις βάρος μας ο καπιταλισμός. Οι περισσότερες από τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες της ανθρώπινης ζωής -η πείνα, η δίψα, η σεξουαλική επιθυμία και, πρόσφατα, η ανάγκη για φιλία- έχουν αποκτήσει εμπορευματική μορφή ή έχουν μετατραπεί σε χρηματοοικονομικά προϊόντα. Ο ύπνος επιβάλλει την ιδέα μιας ανθρώπινης ανάγκης κι ενός χρονικού διαστήματος που δεν είναι δυνατόν ούτε να ελεγχθούν, ούτε και να μετατραπούν σε δραστηριότητα που θα αποφέρει μαζικά κέρδη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ύπνος εξακολουθεί να αποτελεί μια ανωμαλία κι έναν πόλο κρίσης μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Παρόλες τις προσπάθειες της επιστημονικής έρευνας στον τομέα, ο ύπνος εξακολουθεί να προκαλεί απογοήτευση και αμηχανία σε όσους σχεδιάζουν στρατηγικές για να τον εκμεταλλευθούν ή για να τροποποιήσουν τη φύση του. Όσο κι αν αυτό τούς φαίνεται εντυπωσιακό ή αδιανόητο, δεν καταφέρνουν να αποσπάσουν από τον ύπνο καμία οικονομική αξία. Οι επιθέσεις ενάντια στον χρόνο του ύπνου εντάθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο μέσος Αμερικανός ενήλικος κοιμάται σήμερα εξήμισι ώρες κάθε βράδυ: παρατηρείται, συνεπώς, μια σημαντική μείωση των ωρών του ύπνου σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, που κοιμόταν κατά μέσον όρο οκτώ ώρες. Και δεν μιλάμε για τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου η διάρκεια του ύπνου έφθανε -όσο κι αν αυτό μας φαίνεται απίστευτο- τις δέκα ώρες. Το σκάνδαλο του ύπνου συνίσταται στο γεγονός ότι εισάγει στη ζωή μας τις ρυθμικές εναλλαγές του ηλιακού φωτός και του σκοταδιού, της δραστηριότητας και της ανάπαυσης, της εργασίας και της επανορθωτικής ξεκούρασης, οι οποίες σε άλλους τομείς της ζωής εξουδετερώθηκαν ή εξαλείφθηκαν. Από τα μέσα τού 17ου αιώνα, ο ύπνος εκδιώχθηκε από τη σταθερή θέση που κατείχε μέσα στο πλαίσιο που έθεταν ο Αριστοτελισμός και η Αναγέννηση, καθώς αυτό θεωρήθηκε πλέον ξεπερασμένο. Άρχισαν να τον θεωρούν ασύμβατο με τις νεωτερικές έννοιες της παραγωγικότητας και του ορθολογισμού, και ο Ρενέ Ντεκάρτ, ο Ντέιβιντ Χιούμ και ο Τζον Λοκ δεν ήταν οι μοναδικοί φιλόσοφοι
που αρνήθηκαν στον ύπνο τη σημασία του για όλες τις ενέργειες της πνευματικής ζωής και της αναζήτησης της γνώσης. Τον υποτίμησαν και αναγνώρισαν την πρωτοκαθεδρία της συνείδησης και της βούλησης, καθώς επίσης και των εννοιών της χρησιμότητας, της αντικειμενικότητας και του προσωπικού συμφέροντος ως κινήτρου που ωθεί στην ανάληψη δράσης. Για τον Λοκ, ο ύπνος ήταν μια -λυπηρή, αλλά αναγκαία- διακοπή της υλοποίησης των προτεραιοτήτων που ανέθεσε ο Θεός στον άνθρωπο: να είναι εργατικός και ορθολογικός. Στα μέσα τού 19ου αιώνα αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την ασύμμετρη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον ύπνο και στην εγρήγορση, με βάση ιεραρχικά μοντέλα που παρουσίαζαν τον ύπνο ως μια οπισθοδρόμηση προς έναν κόσμο κατώτερων και πιο πρωτόγονων μορφών δραστηριότητας: θεωρούσαμε ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου αναστελλόταν η ανώτερη και πολυπλοκότερη λειτουργία του εγκεφάλου. Ο Άρθουρ Σοπενάουερ υπήρξε ένας από τους ελάχιστους διανοητές που αντέστρεψαν αυτήν την ιεραρχία, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίξει ότι ο «πραγματικός πυρήνας» της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να ανακαλυφθεί μονάχα κατά τη διάρκεια του ύπνου.1 Καθώς η εκβιομηχάνιση της Ευρώπης συνοδευόταν από τη χειρότερη δυνατή μεταχείριση των εργαζόμενων, οι διευθυντές των εργοστασίων συνειδητοποίησαν ότι τους συνέφερε να παραχωρήσουν κάποια μικρά διαστήματα ανάπαυσης στους εργάτες τους. Όπως απέδειξε ο Άνσον Ράμπινμπαχ στη μελέτη του για την επιστήμη τής κούρασης,2 το ζητούμενο ήταν να μετατραπούν σε παραγωγικότερους και αποτελεσματικότερους εργαζόμενους, με μεγαλύτερη αντοχή στην κούραση. Όμως, από την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, με την κατάρρευση όλου του ρυθμιστικού πλαισίου που περιόριζε την ασυδοσία του καπιταλισμού στην Αμερική και στην Ευρώπη, δεν υπάρχει πλέον μέσα στο σύστημα καμία εσωτερική αναγκαιότητα για ανάπαυση και ανάκτηση των δυνάμεων των συντελεστών της οικονομικής μεγέθυνσης και της κερδοφορίας. Δεδομένων των ιδιαίτερων δομών που αποτελούν χαρακτηριστικό του σημερινού καπιταλισμού, η αφιέρωση χρόνου για την ανάπαυση και την ανάκτηση δυνάμεων των εργαζόμενων κοστίζει πλέον υπερβολικά ακριβά για να είναι δομικά εφικτή. Στην ανάλυσή τους για τον σημερινό καπιταλισμό, ο Λικ Μπολτάνσκι και η Ιβ Τσιαπέλο κατέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ένα σύνολο δυνάμεων για να εξυμνηθεί το είδος του ατόμου που είναι απασχολημένο ανά πάσα στιγμή, πάντοτε σε διασύνδεση, αλληλεπίδραση, επικοινωνία, αντίδραση ή συναλλαγή με ένα οποιοδήποτε τηλεματικό περιβάλλον. Όπως παρατηρούν,
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
νου στις περιοχές του πλανήτη όπου υπάρχει ευημερία το φαινόμενο συμβάδισε με το γκρέμισμα των περισσότερων συνόρων που χώριζαν στο παρελθόν τον ιδιωτικό χρόνο από τον επαγγελματικό και την εργασία από την κατανάλωση. Στο μοντέλο «διαρκούς διασύνδεσης» που περιγράφουν, καταγγέλλουν το κυνήγι της «δραστηριότητας για τη δραστηριότητα»: «Θεωρείται σημαντικό το να κάνεις ανά πάσα στιγμή κάτι, να βρίσκεσαι σε κίνηση, να αλλάζεις, ενώ συχνά η σταθερότητα θεωρείται συνώνυμο της αδράνειας]».3 Αυτό το μοντέλο δραστηριότητας δεν εμφανίζεται ως μια απλή τροποποιημένη μορφή τού προηγούμενου μοντέλου της εργασιακής ηθικής, αλλά ως ένα εντελώς νέο μοντέλο προτύπων, το οποίο, για να λειτουργήσει, απαιτεί χρονικούς ρυθμούς του τύπου 24 ώρες το εικοσιτετράωρο και επτά ημέρες την εβδομάδα, οι οποίοι συχνά συνοψίζονται στον τύπο 24/7. Φυσικά οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να κοιμούνται, κι ακόμα κι οι μεγαλουπόλεις με τους πλέον φρενήρεις ρυθμούς ζωής θα εξακολουθήσουν να γνωρίζουν νυχτερινά διαστήματα όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία. Παρόλα αυτά, ο ύπνος αποτελεί στο εξής μια εμπειρία η οποία έχει αποσυνδεθεί από τις έννοιες της αναγκαιότητας και της φύσης. Πλέον, όπως και πολλά άλλα πράγματα, γίνεται αντιληπτός ως μια μεταβλητή λειτουργία, την οποία οφείλουμε να διαχειριστούμε και η οποία ορίζεται μονάχα με εργαλειακά κριτήρια και με κριτήρια ανθρώπινης φυσιολογίας. Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι αυξάνεται με εντυπωσιακό ρυθμό ο αριθμός των ατόμων που σηκώνονται τη νύχτα για να διαβάσουν τα ηλεκτρονικά τους μηνύματα ή για να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα τους. Υπάρχει μια, ανώδυνη υποτίθεται, αλλά πολύ διαδεδομένη έκφραση που χαρακτηρίζει την κατάσταση ενός υπολογιστή ή μιας μηχανής, η sleep mode.4 Η ιδέα της μηχανής που είναι διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή, λειτουργώντας σε χαμηλή ένταση, τείνει να επαναπροσδιορίσει την έννοια του ύπνου ως μια απλή κατάσταση περιορισμένης ή ετεροχρονισμένης λειτουργικότητας και προσβασιμότητας. Η λογική του πλήκτρου on/off είναι πλέον ξεπερασμένη: στο εξής τίποτε δεν μπορεί να είναι πλέον εντελώς off. Δεν υπάρχει πλέον κατάσταση πραγματικής ανάπαυσης. Βέβαια, όσο κι αν ο ύπνος αποτελεί μείζον εμπόδιο στην πλήρη υλοποίηση του «καπιταλισμού 24/7» (ο Καρλ Μαρξ μιλάει για έναν από τους τελευταίους «φυσικούς φραγμούς»), δεν είναι δυνατόν να εξουδετερωθεί εντελώς. Ωστόσο, είναι πάντοτε δυνατόν να διασπαστεί και να τσακιστεί. Όπως αποδεικνύεται κι από τα προαναφερθέντα παραδείγματα, οι μέθοδοι και τα κίνητρα που είναι αναγκαία για την υλοποίηση αυτού του τεράστιου καταστροφικού εγχειρήματος, έχουν ήδη δρομολογηθεί. Σήμερα οι δημόσιοι χώροι είναι ολοκληρωτικά σχεδιασμένοι ώστε να αποθαρρύνουν και την παραμικρή πρόθεση ύπνου σε αυτούς. Ακόμα και το ντιζάιν που έχει επιλεγεί για τα παγκάκια στους δημόσιους χώρους και για όλες τις οριζόντιες επιφά-
Η επίθεση που εξαπολύεται ενάντια στον ύπνο είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τις λυσσώδεις μάχες που δίνονται σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής και στοχεύουν στη διάλυση του πλαισίου της κοινωνικής προστασίας
νειες που βρίσκονται σε κάποιο ύψος αποσκοπεί -με μεγάλη μοχθηρία- στο να καταστήσει άβολη την ξαπλωτή στάση για το ανθρώπινο σώμα. Η επίθεση που εξαπολύεται ενάντια στον ύπνο είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τις λυσσώδεις μάχες που δίνονται σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής και στοχεύουν στη διάλυση του πλαισίου της κοινωνικής προστασίας. Όπως η οικουμενική πρόσβαση στο πόσιμο νερό πλήττεται σε ολόκληρο τον κόσμο από τη ρύπανση, την ιδιωτικοποίηση και την προώθηση του εμφιαλωμένου νερού, υπάρχει και στην παρούσα περίπτωση ένα παρόμοιο -κι εύκολα ανιχνεύσιμο- φαινόμενο «δημιουργίας της σπανιότητας». Όλες οι παραβιάσεις που υφίσταται ο ύπνος δημιουργούν τις συνθήκες για μια κατάσταση γενικευμένης αϋπνίας, όπου το μόνο που απομένει είναι η προσφυγή στην «αγορά τού ύπνου» -βέβαια, τελικά πληρώνουμε για να βυθιστούμε σε μια κατάσταση χημικά τροποποιημένη, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με τον πραγματικό ύπνο. Οι στατιστικές για τη ραγδαία αύξηση της χρήσης των υπνωτικών μάς δείχνουν ότι το 2010 συνταγογραφήθηκαν σε περίπου πενήντα εκατομμύρια Αμερικανούς φάρμακα όπως το Ambien και το Lunesta, ενώ αρκετά εκατομμύρια συμπατριώτες τους τα αγόραζαν χωρίς ιατρική συνταγή. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι η βελτίωση των σημερινών συνθηκών ζωής θα μπορούσε να επιτρέψει στους ανθρώπους να κοιμούνται καλύτερα και να απολαμβάνουν έναν βαθύτερο και πιο επανορθωτικό ύπνο. Στο σημείο που έχουμε φθάσει, δεν είναι καν βέβαιο ότι ένας κόσμος οργανωμένος με λιγότερο καταπιεστικό τρόπο θα κατόρθωνε να εξαλείψει την αϋπνία. Η αϋπνία απο-
κτάει την ιστορική της σημασία και την ιδιαίτερη συναισθηματική υφή της μονάχα σε σχέση με συλλογικές εμπειρίες που είναι εξωτερικές ως προς αυτήν. Επιπλέον συνοδεύεται από πλήθος άλλων μορφών αλλοτρίωσης και κοινωνικής καταστροφής, που λαμβάνουν χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως αίσθηση στέρησης σε ατομικό επίπεδο, η αϋπνία εντάσσεται σήμερα στο πλαίσιο μιας γενικευμένης κατάστασης «απουσίας κόσμου». Γύρω από το ζήτημα του ύπνου συναρθρώνεται ένας αριθμός θεμελιωδών υποθέσεων γύρω από τη συνοχή των κοινωνικών σχέσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η ιδέα ότι υπάρχει μια αμοιβαία σχέση ανάμεσα στην ευάλωτη κατάσταση και την εμπιστοσύνη, ανάμεσα στο γεγονός ότι κάποιος βρίσκεται εκτεθειμένος και τη φροντίδα. Η επαγρύπνηση του Άλλου διαδραματίζει καίριο ρόλο: από αυτήν εξαρτάται η ξενοιασιά του ύπνου, ο οποίος μας αναζωογονεί, αυτή είναι που μας προσφέρει ένα χρονικό διάστημα απαλλαγμένο από φόβους, μια πρόσκαιρη κατάσταση «λήθης του κακού».5 Ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους οι ανθρώπινοι πολιτισμοί συνέδεσαν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τον ύπνο με τον θάνατο οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο αποτελούν την απόδειξη ότι ο κόσμος συνεχίζεται όσο εμείς απουσιάζουμε. Ωστόσο η καθαρά προσωρινή απουσία του κοιμώμενου σημαδεύεται από ένα είδος δεσμού με το μέλλον, με τη δυνατότητα μιας νέας αρχής και, συνεπώς, με μια δυνατότητα ελευθερίας. Ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος ενδέχεται να αγγίξουν φευγαλέα τη συνείδησή μας εικόνες μιας ζωής την οποία δεν έχουμε ζήσει, μιας ζωής την οποία έχουμε εξορίσει στο μέλλον. Η νυκτερινή επιθυμία μας να βυθιστούμε σε έναν ύπνο τόσο βαθύ, ώστε να φθάσουμε στο σημείο να αποκοπούμε από τη συνείδησή μας, αποτελεί ταυτόχρονα και την προσδοκία για ένα ξύπνημα το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει κάτι το απρόοπτο. Στην Ευρώπη, μετά το 1815, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που σημαδεύτηκαν από την κυριαρχία της αντεπανάστασης, τις ανατροπές και τη διάψευση των ελπίδων, ορισμένοι καλλιτέχνες και ποιητές είχαν τη διαίσθηση ότι ο ύπνος δεν αποτελούσε υποχρεωτικά μια απόδραση ή μια φυγή έξω από την ιστορία. Για παράδειγμα, τόσο ο Πέρσι Σέλεϊ όσο και ο Γκιστάβ Κουρμπέ κατανόησαν ότι το όνειρο αποτελούσε άλλη μια μορφή ιστορικού χρό-
νου, καθώς και ότι αυτή η υποχώρηση και η επιφανειακή, εκ πρώτης όψεως, παθητικότητά του περιλάμβαναν επίσης την αναταραχή και την ανησυχία που είναι αναγκαίες για τη γέννηση ενός μέλλοντος στο οποίο θα υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα. Σήμερα, στον 21ο αιώνα, η ανησυχία του ύπνου δημιουργεί μια σχέση με το μέλλον, η οποία παραξενεύει και προβληματίζει. Καθώς ο ύπνος βρίσκεται στα σύνορα του κοινωνικού και του φυσικού, εξασφαλίζει την παρουσία μέσα στον κόσμο ορισμένων ημιτονοειδών και κυκλικών μοτίβων, που είναι αναγκαία για τη ζωή αλλά ασύμβατα με τον καπιταλισμό. Θα πρέπει να προβούμε στον συσχετισμό ανάμεσα στην αφύσικη για τον καπιταλισμό επιμονή του ύπνου να ανθίσταται και στη δρομολογημένη καταστροφή ακόμα και των ίδιων των προϋποθέσεων για τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη. Καθώς ο καπιταλισμός αδυνατεί να αυτοπεριοριστεί, η έννοια της προστασίας ή της διατήρησης καθίσταται επίσης αδύνατη μέσα σε αυτό το σύστημα. Μέσα σε ένα παρόμοιο πλαίσιο, η αποκατάσταση της αδράνειας του ύπνου δημιουργεί εμπόδια στις θανατηφόρες διαδικασίες της συσσώρευσης κεφαλαίου, της κυριαρχίας του χρηματοοικονομικού τομέα σε όλους τους τομείς και της κατασπατάλησης, που έχουν καταστρέψει οτιδήποτε στο παρελθόν, εντασσόταν στο καθεστώς των κοινόχρηστων αγαθών. Στην πραγματικότητα, σήμερα υπάρχει μονάχα ένα όνειρο, το οποίο ξεπερνάει όλα τα άλλα: το όνειρο ενός κόσμου στον οποίο οι άνθρωποι θα μοιράζονται τα αγαθά, του οποίου το πεπρωμένο δεν θα αποδεικνύεται μοιραίο για τον ανθρώπινο πληθυσμό, ενός κόσμου δίχως δισεκατομμυριούχους, ενός κόσμου που θα έχει ένα μέλλον διαφορετικό από τη βαρβαρότητα ή το «μετα-ανθρώπινο», στον οποίο η ιστορία θα μπορέσει να ακολουθήσει μια καμπή διαφορετική από τα σενάρια καταστροφής και τους εφιάλτες που τείνουν να μεταβληθούν σε πραγματικότητα. Σε κάθε είδους μέρος, σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις (συμπεριλαμβανομένης και της ονειροπόλησης ή των ονείρων που κάνουμε ξύπνιοι), είναι πιθανόν ότι το να φανταστούμε ένα μέλλον δίχως καπιταλισμό μπορεί να αρχίσει από τα όνειρα που κάνουμε μέσα στον ύπνο μας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να εκλάβουμε τον ύπνο ως μια ριζική διακοπή, ως μια άρνηση του αδυσώπητου βάρους του παγκοσμιοποιημένου παρόντος μας, να θεωρήσουμε ότι ο ύπνος αποτελεί -στο πιο πεζό επίπεδο της καθημερινής μας εμπειρίας- μια γενική πρόβα τού με τι ακριβώς θα μπορούσαν να μοιάζουν ορισμένες ακόμα πιο σημαντικές νέες αρχές και ανανεώσεις. 1 Άρθουρ Σοπενάουερ, «Ο κόσμος ως βούληση και ως αναπαράσταση» Presses universitaires deFrance (PUF), Παρίσι, 2014 (1819). 2 Anson Rabinbach, «Le moteur humain. L’ énergie, la fatigue et les origines de la modernité», La Fabrique, Παρίσι, 2004. 3 Luc Boltanski και Eve Chiapello, «Le Nouvel Esprit du capitalism», Gallimard, Παρίσι, 1999. 4 «Κατάσταση ύπνου» στα αγγλικά και στα ελληνικά, ενώ στα γαλλικά χρησιμοποιείται ο όρος «κατάσταση εγρήγορσης». 5 Roland Barthes, «Le Neutre», Cours au Collège de France (1977-1978), Seul-Imec, Παρίσι, 2002.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
4/34
Η ΑΥΓΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
ειδικός στα ζητήματα του περιβάλλοντος Ρόμπερτ Κοστάντζα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η αξία των υπηρεσιών που μας προσφέρει κάθε χρόνο η φύση κυμαίνεται μεταξύ 16 και 54 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (με αγοραστική δύναμη του 1994).2 Από εκείνη την εποχή, οι μελέτες τέτοιου τύπου έχουν πολλαπλασιαστεί. Ωστόσο, για παράδειγμα, η τιμή που αποδίδεται στο σύνολο των γαλλικών δασών (η οποία υπολογίζεται με βάση την τιμή των αερίων του άνθρακα στις διεθνείς αγορές ρύπων), αποτελεί δημιούργημα της χρηματοοικονομικής σφαίρας, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι οι απότομες διακυμάνσεις και η κερδοσκοπία. Αντίθετα, δεν υπάρχει τίποτε ανάλογο μέσα στη σφαίρα της φύσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία μονάδα μέτρησης η οποία να είναι κοινή και για τις δύο σφαίρες. Η οικονομία και η φύση αποτελούν μεγέθη που είναι αδύνατον να μετρηθούν με την ίδια μονάδα μέτρησης. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να επιστρέψουμε στη διάκριση του Αριστοτέλη, του Άνταμ Σμιθ, του Ντέιβιντ Ρικάρντο και του Καρλ Μαρξ ανάμεσα στις αξίες χρήσης και στις αξίες ανταλλαγής και να υποστηρίξουμε ότι οι φυσικοί πόροι αποτελούν έναν πλούτο ο οποίος ωστόσο δεν διαθέτει ενσωματωμένη οικονομική αξία, καθώς και ότι η φύση είναι αναγκαία για την παραγωγή οποιασδήποτε μορφής οικονομικής αξίας η οποία δεν προέρχεται από την ανθρώπινη εργασία. Για να συνοψίσουμε, το μερίδιο του πλούτου που προέρχεται από τη φύση δεν αποτελεί αφ’ εαυτής οικονομική αξία, δεδομένου ότι ο πλούτος εντάσσεται σε μια κοινωνική και όχι φυσική κατηγορία. Εάν, για να προωθήσουμε μια στρατηγική για την αειφορία της οικονομικής ανάπτυξης, αρχίσουμε να αποδίδουμε μια τιμή σε διάφορα φυσικά αγαθά, τότε αυτό το είδος της τιμής θα είναι πολιτικής φύσης και όχι οικονομικής, δεδομένου ότι θα προκύπτει από την καθιέρωση των οικολογικών προδιαγραφών, για τις οποίες θα έχουμε αποφασίσει ότι πρέπει να γίνουν σεβαστές. Η αξία τού αποθέματος των φυσικών πόρων είναι ανεκτίμητη με οικονομικούς όρους, δηλαδή είναι ανεξάντλητη, δεδομένου ότι από αυτούς ακριβώς τους πόρους εξαρτάται η ζωή του ανθρώπινου είδους. Συνεπώς, η φύση δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί και να ενταχθεί σε μια οικονομική κατηγορία. Αντίθετα, η μέτρηση της οικονομικής αξίας που δημιουργείται μέσα από την εκμετάλλευση των πόρων, μπορεί να αναχθεί στην εργασία, χωρίς ωστόσο να έχει την παραμικρή σχέση με την οικονομική ψευδοαξία η οποία υποτίθεται ότι είναι ενσωματωμένη μέσα στους φυσικούς πόρους. Πρόκειται για ένα παράδοξο, το οποίο είναι αδύνατον να κατανοηθεί εκτός των πλαισίων της πολιτικής οικονομίας και της μαρξιστικής κριτικής της. Χωρίς τη φύση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραγάγει τίποτε, ούτε με όρους φυσικών δυνατοτήτων ούτε με όρους οικονομικής αξίας. Η οικονομική δραστηριότητα εντάσσεται υποχρεωτικά μέσα σε κοινωνικές σχέσεις και σε μια βιόσφαιρα. Συνεπώς, δεν μπορούμε να παράγουμε συλλογικά αξίες χρήσης χωρίς τη συνδρομή της φύσης, όπως εξάλλου και δεν μπορούμε να την υποκαθιστούμε διαρκώς με τεχνητά, ανθρωπογενή κατασκευάσματα. Ωστόσο, δεν είναι η φύση εκείνη που παράγει την αξία, η οποία αποτελεί εξ ορισμού μια κοινωνικοανθρωπο-
λογική κατηγορία. Εξάλλου η επανάσταση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας συγχωνεύει τις γνώσεις και τις μετατρέπει σε παράγοντα καθοριστικής σημασίας για τη δημιουργία πλούτου. Έτσι, δημιουργείται και αναπτύσσεται ένας «καπιταλισμός τής γνώσης», μια «οικονομία τής γνώσης», μια «οικονομία τής πληροφορίας», ακόμα και μια «άυλη οικονομία», τα οποία παίρνουν τη σκυτάλη από τον παλαιού τύπου καπιταλισμό που στηρίζεται στον φορντισμό και τη μαζική βιομηχανία της μεταπολεμικής περιόδου.3 Η εξέλιξη έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της εργασίας ως πηγής πλούτου, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με ορισμένους άλλους, θα ενσωματωθούν στην εργασία όλες οι υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής. Και στις δύο περιπτώσεις υποστηρίζεται ότι θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη του μαρξιστικού νόμου της αξίας, της λεγόμενης «αξίας εργασίας», η οποία κατ’ αυτούς έφθασε στο απόγειό της την περίοδο του φορντισμού. Στο εξής υποστηρίζεται ότι η εργασία δεν παράγει πλέον αξία, η οποία «δημιουργείται κατά κύριο λόγο από την κυκλοφορία»4 του κεφαλαίου. Κατά τη γνώμη τους, η μοναδική διέξοδος θα μπορούσε να συνίσταται στο να επιχειρηθεί μια αλλαγή τού καπιταλισμού, η οποία υπόσχεται σε κάθε εργαζόμενο τη δυνατότητα «να παράγει ο ίδιος τον εαυτό του», ενώ ταυτόχρονα θα χορηγείται ένα ελάχιστο εισόδημα, το οποίο θα εγγυάται την κάλυψη των βιοτικών αναγκών όσων το σύστημα εξωθεί στο περιθώριό του, αντί να επιδιώκεται μια ανέφικτη πλήρης απασχόληση, η οποία είναι επιπλέον και αντίθετη με τον στόχο της χειραφέτησης του ανθρώπου από την εργασία. Ωστόσο η θέση του «καπιταλισμού της γνώσης» εγείρει αρκετά ερωτήματα. Το σημαντικότερο αφορά τη διάκριση μεταξύ πλούτου και οικονομικής αξίας ή μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής. Στον βαθμό που αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας και μειώνεται η εργασία την οποία ο Μαρξ αποκαλεί «ζωντανή» -και κατ’ αυτόν πρόκειται για μια «ταυτολογική πρόταση»-5 υποχωρεί και η αξία ανταλλαγής των εμπορευμάτων σύμφωνα με τον νόμο της αξίας. Έτσι εγκαθιδρύεται μια ολοένα μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στην εργασία και στον παραγόμενο πλούτο, δηλαδή ανάμεσα στην εργασία και στην αξία χρήσης, χωρίς αυτό να σημαίνει και απόκλιση ανάμεσα στην εργασία και στην αξία ανταλλαγής. Η νέα αντίφαση του καπιταλισμού συνίσταται στο ότι επιθυμεί να μεταμορφώσει τη γνώση σε κεφάλαιο και να τη μετατρέψει σε οικονομική αξία. Το συγκεκριμένο εγχείρημα προσκρούει σε τουλάχιστον δύο εμπόδια. Το πρώτο συνίσταται στο γεγονός ότι η γνώση δύσκολα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιοποίησης, λόγω του χαρακτήρα της, δεδομένου ότι γεννιέται από το ανθρώπινο πνεύμα και δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί από αυτό. Μονάχα η χρήση της γνώσης μπορεί να αποτελέσει εύκολα αντικείμενο ιδιοποίησης και -χάρη στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας- είναι δυνατόν να απαγορευθεί ή να εξαρτηθεί από την πληρωμή δικαιωμάτων εκμετάλλευσης. Εκτός από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η γνώση αποτελεί το κατ’ εξοχήν συλλογικό ή κοινό αγαθό, ακόμα και με την έννοια που του προσδίδουν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι: ανταποκρίνεται στους κανόνες της μη δυ-
ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
Η φιλελεύθερη θεωρία συγχέει τον πλούτο και την αξία και τείνει να περιορίσει κάθε αξία στην αξία που προορίζεται για το κεφάλαιο
νατότητας αποκλεισμού (για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί ένας άνθρωπος από την απολαβή του νυχτερινού φωτισμού των δρόμων της πόλης) και της μη αντιπαλότητας (η χρήση της από ένα άτομο δεν εμποδίζει τη χρήση της από κάποιο άλλο άτομο). Το δεύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζει η ιδιοποίηση των γνώσεων από το κεφάλαιο εντοπίζεται στον κίνδυνο που αυτή η ιδιοποίηση εγκυμονεί για τη διάδοσή τους και για την επέκταση των γνώσεων. Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής και της μετάδοσης των γνώσεων είναι αντίθετη με την ιδιοποίησή τους από ιδιώτες. Η αντίφαση βρίσκεται στην καρδιά τής κρίσης του καπιταλισμού σήμερα, καθώς αυτός αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να κατορθώσει να λειτουργήσει η γνώση σαν κεφάλαιο, δηλαδή να μετατραπεί σε πηγή κέρδους. Όσο κι αν το προσπαθεί, δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την εργατική δύναμη, η οποία είναι ο παραγωγός και ο φορέας της γνώσης. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι είναι δυνατόν να αποφασίσουμε να προσδώσουμε μια τιμή που θα ξεφεύγει από την υποχρέωση να εξασφαλίσουμε ικανοποιητική κερδοφορία στο κεφάλαιο και ότι θα σεβαστούμε προδιαγραφές διαφορετικού είδους, τότε περνάμε σε μια λογική όπου τα πάντα, όσο κι αν εκφράζονται με νομισματικό τρόπο, καθίστανται μη εμπορευματοποιημένα. Από αυτήν την άποψη, η παραγωγή μη εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών -όπως, για παράδειγμα η δημόσια παιδεία και η δημόσια υγεία- οφείλει να θεωρηθεί ότι προκύπτει από την παραγωγική εργασία των ατόμων στα οποία έχουν ανατεθεί αυτά τα καθήκοντα.6 Συνεπώς, ο μη εμπορευματοποιημένος πλούτος δεν προκαλεί αφαίμαξη της εμπορευματοποιημένης δραστηριότητας: πρόκειται για κάτι το επιπρόσθετο, το οποίο προκύπτει από τη δημόσια απόφαση να χρησιμοποιηθεί για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς ένα μέρος του διαθέσι-
μου εργατικού δυναμικού και των υφιστάμενων πόρων. Αυτός δε ο μη εμπορευματοποιημένος πλούτος κοινωνικοποιείται μέσα από μια διπλή διαδικασία: από την απόφαση να χρησιμοποιηθεί συλλογικά το παραγωγικό δυναμικό και παράλληλα να κατανεμηθεί το κόστος της παραγωγής του στην κοινωνία μέσω της φορολογίας. Η φιλελεύθερη θεωρία συγχέει τον πλούτο και την αξία και τείνει να περιορίσει κάθε αξία στην αξία που προορίζεται για το κεφάλαιο. Από τη μια πλευρά, η αξία της εμπορευματοποιημένης παραγωγής εξακολουθεί να εξαρτάται από την εργασία που απαιτεί, αυτή η αξία υπολογίζεται και επικυρώνεται από την αγορά. Όμως, από την άλλη πλευρά, η αναγνώριση του παραγωγικού χαρακτήρα τής εργασίας που πραγματοποιείται μέσα στη μη εμπορευματοποιημένη σφαίρα, συμμετέχει στον επανακαθορισμό του πλούτου και της αξίας, ο οποίος είναι αναγκαίος για να ανακοπεί η διαδικασία της εμπορευματοποίησης της κοινωνίας. Αυτή η εργασία ανταποκρίνεται σε κοινωνικές ανάγκες, οι οποίες βρίσκονται εκτός τού πεδίου τής εμπορευματοποίησης. Επιπλέον συμβάλλει στην αύξηση τής ευημερίας, αυτής της άλλης μορφής πλούτου που ξεπερνάει το πλαίσιο της αξίας όταν αυτή νοείται με το οικονομικό νόημά της. Από αυτήν την άποψη, ο κοινωνικοποιημένος πλούτος δεν αποτελεί μια μορφή πλούτου η οποία είναι κατώτερη από τον ιδιωτικό πλούτο: συμβαίνει δε ακριβώς το αντίθετο. Εάν οριοθετηθεί και περιοριστεί το πεδίο τής εμπορευματοποίησης, τότε καθίσταται δυνατή η διεύρυνση του πεδίου των δωρεάν κοινωνικών αγαθών, δηλαδή ανθρώπινων δραστηριοτήτων οι οποίες, παρά το γεγονός ότι έχουν κάποιο κόστος, δεν έχουν τιμή παρόμοια με εκείνες που ορίζει η αγορά. Παρόμοια εξέλιξη επιτρέπει επιτέλους να διαφυλάσσονται η φύση και οι κοινωνικοί δεσμοί, πράγματα πραγματικά ανεκτίμητα.
Annabelle Berger και Jean-Luc Peyron, «Les multiples valeurs de la forêt française», Institut français de l’ environnement (IFEN), Les Données de l’ environnement, nο 105, Ορλεάνη, Αύγουστος 2005.
1
Robert Costanza, (υπό τη διεύθυνσή του), «The value of the world’s ecosystem services and natural capital», Nature, τ. 387, nο 6630, Λονδίνο, 15 Μαΐου 1977.
2
Christian Azaïs, Antonella Corsani και Patrick Dieuaide, (υπό τη διεύθυνσή τους), «Vers un capitalisme cognitif. Entre mutations du travail et territoires», L’ Harmattan, Παρίσι, 2000, Michael Hardt και Antonio Negri, «Η Αυτοκρατορία», Scripta, Αθήνα, 2002 και André Gortz, «L’ Immatériel. Connaissance, valeur et capital», Galilée, Παρίσι, 2003.
3
Καρλ Μαρξ, «Χειρόγραφα 1857-1858», Grundrisse, τόμος II, Editions sociales, Paris, 1980.
4
Βλέπε «Les vertus oubliées de l’ activité non marchande», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2008. 5
[6] Βλέπε «Les vertus oubliées de l’ activité non marchande», Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2008.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ