Μπάμπης Γιαννακόπουλος
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Εξελίξεις, ιδιαιτερότητες και παραδοξότητες, 2010 – 2013
Αθήνα, Δεκέμβριος 2013
Μπάμπης Γιαννακόπουλος
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Εξελίξεις, ιδιαιτερότητες και παραδοξότητες, 2010 – 2013
Αθήνα, Δεκέμβριος 2013
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Το 2010 η τύχη το έφερε να κλείσω την καριέρα μου στην επικοινωνία με δημοσιογραφική τοποθέτηση στο Γραφείο Τύπου της Άγκυρας. Άδραξα την ευκαιρία όταν αναρτήθηκε η θέση, μιας και η κατανόηση της Τουρκίας βρισκόταν ψηλά στις προτεραιότητές μου, όχι μόνο από επαγγελματικό ενδιαφέρον, αλλά και λόγω οικογενειακών καταβολών, μιας και ο πατέρας μου ήταν ένας από εκείνους τους στρατιώτες που στάλθηκαν να πολεμήσουν στα βάθη της Ανατολίας, στο Σαγγάριο, απ’ όπου επέστρεψε με τραύμα στην πλάτη μετά από έξη χρόνια σκληρής θητείας στο στρατό. Σπάνια μιλούσε για κείνη την σκληρή, απ’ ό,τι έλεγε, περίοδο της ζωής του. Ήτανε φανερό ότι ήταν εμπειρίες που δεν ήθελε να θυμάται. Τις ελάχιστες φορές που τον θυμάμαι να αναφέρεται στην περιπέτειά του στην Μικρά Ασία ήταν για να μιλήσει για τον «δασκαλάκο», έτσι αποκαλούσε τον λοχαγό που τους εμψύχωνε και τους κράτησε ζωντανούς στις μάχες στο Σαγγάριο, «όταν οι αξιωματικοί είχαν εξαφανιστεί». Ήταν μάλλον η ανάγκη που ένιωθε να τιμήσει εκείνο τον απλό και ανώνυμο δάσκαλο, που στη συνείδηση του πρέπει να κατείχε θέση περίοπτη, που έκανε τον πάντα ολιγόλογο και μετριοπαθή πατέρα να αναφέρεται στην περιπέτεια του στη Μικρασιατική εκστρατεία. Έτσι, χρόνια μετά, διαβάζοντας και γράφοντας για τα ελληνοτουρκικά είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου τις άγνωστες αλλά σίγουρα σκληρές εμπειρίες του πατέρα μου στη μικρασιατική εκστρατεία. Έτσι, τούτο το βιβλίο δεν μπορώ παρά να το αφιερώσω στη μνήμη του πατέρα μου και του άγνωστου και ανώνυμου «δασκαλάκου», και όλων εκείνων των στρατιωτών που πολεμήσανε στη Μ. Ασία. Πέραν τούτου, είναι πεποίθηση μου ότι τα προβλήματα με τη γείτονα υπάρχουν και θα υπάρχουν με εναλλασσόμενες περιόδους έντασης και εκτόνωσης, ανάλογα με τις συγκυρίες και τους χειρισμούς και επομένως το θεωρώ σημαντικό να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση και ανάλυση των εξελίξεων στην Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτό θεώρησα ότι και η δική μου μαρτυρία, τα δικά μου συμπεράσματα από την διετή και πλέον θητεία μου στο Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, θα έχουν κάποια χρησιμότητα άμεσα ή στο μέλλον, και αυτός είναι ο λόγος που με ώθησε στην συγγραφή του παρόντος πονήματος.
«Κάποτε οι συμπατριώτες μας θα πρέπει να καταλάβουν ότι στον Σαγγάριο δεν παίξατε μόνο την τύχη της Μικράς Ασίας αλλά ολάκερη την πορεία του Ελληνισμού. Πήγαμε να γίνουμε οι Δυτικοί της Ανατολής και γίναμε οι Ανατολίτες της Δύσης». Ευάγγελος Μαυρουδής «Επιστροφή στη Σμύρνη-Φως εξ Ανατολών»
Είναι προφανές ότι εμείς, η Ελλάδα, δεν τα κατάφερε να γίνει η Δύση της Ανατολής. Τα κατάφερε η Τουρκία που βγήκε νικητής εκείνου του πολέμου;
Τι πραγματεύεται το βιβλίο.
Το «Καταλαβαίνοντας την Τουρκία» είναι στην ουσία ένα μεγάλο ρεπορτάζ για τις εξελίξεις στη γείτονα τα τρία τελευταία χρόνια, που θέλω να πιστεύω ότι συμβάλει στην κατανόηση των σημερινών έντονων καταστάσεων και συγκρούσεων. Υπηρέτησα στο Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της Ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα από τον Νοέμβριο του 2010 μέχρι και τον Μάρτιο του 2013, έφυγα δηλαδή λίγο πριν ξεσπάσει ο ξεσηκωμός του Πάρκου Γκεζί, εξέλιξη που κανείς δεν είχε προβλέψει. Παρακολούθησα πάντως τις εξελίξεις μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2013, που τελείωσα και την συγγραφή αυτού του βιβλίου και ενώ οι αναταράξεις από το σκάνδαλο της διαφθοράς, που ήρθε στις αρχές του μήνα στη δημοσιότητα, βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη. Το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη γείτονα εκτιμώ ότι λόγω και των πρόσφατων εξελίξεων είναι μεγάλο. Έτσι, θεώρησα ότι θα είναι χρήσιμο να κοινοποιήσω ευρύτερα την εικόνα που απεκόμισα για την σημερινή Τουρκία παρακολουθώντας συστηματικά την τελευταία τριετία όχι τόσο την ειδησεογραφία όσο τα σχόλια και τις αναλύσεις του τουρκικού Τύπου. Αυτός άλλωστε είναι και ο ένας λόγος που με οδήγησε να προτάξω την εικόνα του τούρκικου Τύπου δίνοντας τις ιδιαιτερότητες του και τα προβλήματα του, έτσι που να γίνει κατανοητός ο ρόλος του στις σημερινές αλλά και μελλοντικές εξελίξεις. Ο άλλος εμπεριέχεται στη φράση του Γάλλου νομπελίστα, Αλμπέρ Καμύ, «μια χώρα αξίζει συχνά ό,τι αξίζει ο Τύπος της». Μπορεί μια χώρα όπως η Τουρκία που η ελευθερία έκφρασης κύρια μέσω των ΜΜΕ, είναι υπό διαρκή κυβερνητικό έλεγχο να ελπίζει για ένταξη στην φιλελεύθερων αρχών Ευρωπαϊκή Ένωση; Πόσο μακριά μπορεί να πάει η κυβέρνηση Ερντογάν στην δημοκρατική μεταρρύθμιση της χώρας που ξεκίνησε πριν μία δεκαετία χωρίς την κατοχύρωση και εφαρμογή στην πράξη της ελεύθερης άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος; Ή μήπως τελικός της προορισμός δεν είναι η φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, αλλά η αυταρχική συγκεντρωτική ισλαμική εξουσία που πολλοί επικριτές της κυβέρνησης και προσωπικά του Ερντογάν υποστηρίζουν; Η εξέταση της λειτουργίας των ΜΜΕ πέραν της εικόνας που μας δίνει για το πώς αυτά λειτουργούν στη γείτονα -κατά γενικό κανόνα η δημοσιογραφία βρίσκεται διαρκώς υπό
τη «δαμόκλειο σπάθη» ανελεύθερου νομικού πλέγματος και άμεσου ή έμμεσου κυβερνητικού παρεμβατισμού μέσω διαπλοκής και συνδιαλλαγής με την ιδιοκτησία των ΜΜΕ, που έχουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία περάσει στα χέρια μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων– μας δείχνει και το γιατί η κατάσταση λειτουργίας τους βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων και φυσικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των αναλυτών και σχολιαστών του. Οι εσωτερικές εξελίξεις με επίκεντρο τις μεταρρυθμίσεις και τη μετάβαση της χώρας από τον κεμαλισμό, το κράτος κηδεμονίας του στρατού, το βαθύ κράτος, το κοσμικό και δυτικού προσανατολισμού κράτος, προς ένα δημοκρατικό ή κατά τους επικριτές αυταρχικό ισλαμικό κράτος όπου η ίδια η κυβέρνηση γίνεται το «βαθύ κράτος», είναι αυτό που εξετάζεται στο δεύτερο μέρος. Άλλωστε ο προβληματισμός γύρω από την πορεία και κατεύθυνση της σημερινής Τουρκίας βρίσκεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο θέμα στο επίκεντρο των στηλών των σχολιαστών και αναλυτών των τουρκικών ΜΜΕ. Η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί εκτιμήθηκε από τους Τούρκους δημοσιογράφους σαν το κορυφαίο γεγονός το 2013 στην Τουρκία. Τα αίτια της πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στην αντίδραση της νέας γενιάς των κοινωνικών δικτύων και της επικοινωνίας στη στροφή της κυβέρνησης προς την επιβολή ενός αυστηρότερου κώδικα ισλαμικής ηθικής και συμπεριφοράς που δεν συνάδει με τα διεθνή φιλελεύθερα πρότυπα. Παραδοξότητα και μαζί ιδιαιτερότητα αποτελεί το γεγονός ότι ένα συντηρητικό ισλαμικό κόμμα ανέλαβε τον εκδημοκρατισμό της χώρας με το σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης κεμαλικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το CHP, να βρίσκεται πιο κοντά στο παλιό καθεστώς κηδεμονίας. Το θέμα όμως που κυριάρχησε περισσότερο και έχει σχέση τόσο με την εσωτερική κατάσταση όσο και με τις εξωτερικές εξελίξεις, είναι το μέγα πρόβλημα της Τουρκίας που ακούει στο όνομα Κουρδικό. Έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι η εξ ιδρύσεως του τουρκικού κράτους πολιτική αφομοίωσης του κουρδικού πληθυσμού όχι μόνο έχει αποτύχει, αλλά και ότι έχει οδηγήσει και σε έντονη αντίδραση που τα τελευταία τριάντα χρόνια πήρε τη μορφή της ένοπλης αντιπαράθεσης υπό την καθοδήγηση του ΡΚΚ. Τα πάνω από 40 000 θύματα της ένοπλης σύγκρουσης δεν αφήνουν αμφιβολία για την αποτυχία του εγχειρήματος της αφομοίωσης και έχουν οδηγήσει υποχρεωτικά στις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης με ειρηνικά μέσα και διάλογο. Όμως, είναι ολοφάνερο πως η μακροχρόνια αντιπαράθεση και το αίμα που έχει χυθεί και από τις δύο πλευρές έχει βαθιά διχάσει την Τουρκία και η λύση του προβλήματος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σήμερα, μπροστά στη διεθνή διάσταση που το πρόβλημα έχει λάβει και τον κίνδυνο ακόμα και
διαμελισμού της χώρας, έχει επέλθει εκεχειρία με μια συμφωνία που δεν εφαρμόζεται και δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά αν πρώτα δεν συνειδητοποιήσει η ίδια η κυβέρνηση και στη συνέχεια η κοινωνία ότι δεν μπορεί να βρεθεί λύση στο μακροχρόνιο αυτό πρόβλημα αν πρώτα δεν αντιμετωπιστούν ειλικρινά και γενναιόδωρα οι γενεσιουργές του αιτίες. Στο τελευταίο μέρος εξετάζονται οι φιλοδοξίες της Τουρκίας να γίνει περιφερειακή υπερδύναμη βασισμένη κύρια στην μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε την τελευταία δεκαετία, αλλά και παγκόσμιος παίχτης με διεθνή αναγνώριση και κύρος, φιλοδοξίες που ταυτίζονται με εκείνες που και προσωπικά επιδιώκει ο Ταγίπ Ερντογάν. Όμως, η σκληρή πραγματικότητα και ιδιαίτερα η εμπλοκή στα δρώμενα στη Μ. Ανατολή έδειξε ότι το κοστούμι της νέο οθωμανικής κοινοπολιτείας που προσπαθεί να φορέσει πέφτει μεγάλο τόσο στη χώρα όσο και στον Ερντογάν. Σε τελική ανάλυση, αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να παρουσιάσω τον προβληματισμό που υπάρχει στην ίδια την Τουρκία γύρω από τα προβλήματα της εξετάζοντας και παραθέτοντας τον προβληματισμό των διαμορφωτών της τουρκικής κοινής γνώμης και ταυτόχρονα δίνοντας αρκετό υλικό που να επιτρέψει στον αναγνώστη να καταλάβει τι γίνεται στη γείτονα βγάζοντας ταυτόχρονα τα δικά του συμπεράσματα. Μπάμπης Γιαννακόπουλος Αθήνα, Δεκέμβριος 2013
Σύντομο βιογραφικό Απόμαχος τώρα της δημοσιογραφίας όσο και της επικοινωνίας, έκλεισα την μακροχρόνια καριέρα μου στην σημερινή Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, παλιότερα Υπουργείο Τύπου, υπηρετώντας από το 2010 έως το 2013, στο Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα. Η άνεση χρόνου ως συνταξιούχου μου επιτρέπει να ασχοληθώ με την καταγραφή εμπειριών και συμπερασμάτων που βγαίνουν από τις περιπλανήσεις μου στις διάφορες χώρες που υπηρέτησα, αρχίζοντας από την τελευταία, την Τουρκία. Στα περισσότερα από τα είκοσι χρόνια στην προαναφερθείσα υπηρεσία υπηρέτησα σε διάφορες χώρες. Ξεκίνησα από την Ρουμανία του Νικολάε Τσαουσέσκου το 1982, ενώ το 1987 μετακόμισα νοτιότερα στη Βουλγαρία του Τεοντόρ Ζιβκόφ. Επέστρεψα στην Ελλάδα το 1989 έχοντας καταθέσει την πεποίθηση μου ότι ο ξεσηκωμός των λαών και η ανατροπή των καθεστώτων του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, ιδιαίτερα στη Ρουμανία, ήταν απλά θέμα χρόνου. Στη συνέχεια υπηρέτησα στα κεντρικά στην Αθήνα μέχρι το 1994, ενώ παράλληλα δούλεψα και σαν διπλωματικός συντάκτης στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Λόγος». Το 1994, τοποθετήθηκα στη μακρινή Μελβούρνη με το Μακεδονικό τότε σε έξαρση και τους ομογενείς της Αυστραλίας στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης του ονόματος της Μακεδονίας και σε σύγκρουση με την αρκετά μεγάλη κοινότητα των σκοπιανών που είχε μάλιστα καταφέρει να κερδίσει την συμπάθεια των ντόπιων ΜΜΕ παρά την φιλική προς την ελληνική θέση τοποθέτηση των τοπικών αλλά και της κεντρικής κυβέρνησης της Αυστραλίας. Από το νοτιότερο μέρος της γης βρέθηκα σε ένα από τα βορειότερα, τη Φινλανδία, το 1998. Δημιούργησα το γραφείο Τύπου που δεν υπήρχε και ήταν απαραίτητο εν όψει της προεδρίας της ΕΕ, που η χώρα αυτή ανέλαβε το δεύτερο εξάμηνο του 2000. Ήταν τον Δεκέμβριο αυτής της χρονιάς που η Σύνοδος Κορυφής της Ένωσης έδωσε το πράσινο φως για το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Ακόμα να πω, ότι στη χώρα αυτή έζησα «τον αφόρητο πολιτισμό», όπως χαρακτηρίζει ο εγκαταστημένος πλέον στο Αμβούργο φίλος και πρώην συνάδελφος, Σταύρος Σταθουλόπουλος, τον πειθαρχημένο τρόπο ζωής των λαών της Β. Ευρώπης.
Από το 2001 έως το 2003 υπηρέτησα στο Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στην Πράγα, καλύπτοντας και την Μπρατισλάβα, όπου και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και καταγράψω τη μετά σοσιαλιστική ζωή των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Το διάστημα από το 2003 έως το 2010 υπηρέτησα και πάλη στην κεντρική υπηρεσία, στην Αθήνα. Παράλληλα είχα την ευκαιρία να διδάξω επικοινωνία και δημοσιογραφία στο ΙΕΚ, Ακαδημία Δημιουργικής Φωτογραφίας LEICA, του φίλου και συναγωνιστή από τα χρόνια του αντιδικτατορικού αγώνα, στο Μόντρεαλ του Καναδά, Σπύρου Σκιαδόπουλου. Προϊόν αυτής μου της ενασχόλησης υπήρξε η συγγραφή του εγχειριδίου «Εισαγωγή στην Επικοινωνία» που εξέδωσε η σχολή κύρια για χρήση των σπουδαστών της. Όπως ανέφερα στην αρχή έκλεισα την καριέρα μου και την περιπλάνηση μου στον κόσμο στην Άγκυρα το 2013. Να προσθέσω για να ολοκληρώσω το πορτραίτο μου ότι γεννήθηκα το 1943 και μεγάλωσα στο Μελιγαλά, Μεσσηνίας. Ο εμφύλιος και η μετεμφυλιακή μισαλλοδοξία σημάδεψαν τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Την περίοδο 1960 – 1980 έζησα στο Μόντρεαλ του Καναδά. Εκεί σπούδασα κοινωνιολογία, στο πανεπιστήμιο Concordia, πήρα ενεργά μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα, έκανα τα πρώτα μου βήματα στη δημοσιογραφία και δούλεψα σε οργανώσεις και προγράμματα που στήριζαν τους καινούργιους Έλληνες μετανάστες στην αντιμετώπιση των πολλών προβλημάτων που συναντούσαν στην προσαρμογή τους στην καναδική πραγματικότητα. Μπάμπης Γιαννακόπουλος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ............................................................................................................................... 5 Τι πραγματεύεται το βιβλίο............................................................................................................ 7 Σύντομο βιογραφικό..................................................................................................................... 10 ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................................................................................................... 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΤΑ ΜΜΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ: ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ.....................19 Ιδιοκτησιακό καθεστώς και πολιτικοί συσχετισμοί. ..................................................................... 20 Από τους παραδοσιακούς εκδότες στους ομίλους επιχειρήσεων................................................ 20 Συγκρότημα Ντογάν. Το σημαντικότερο όλων.............................................................................. 23 Τα Ισλαμικά και φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. ..................................................................................... 25 Αναπόφευκτη η διαπλοκή............................................................................................................. 26 Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο...................................................................................................... 27 Υπό δίωξη και περιορισμούς η ελευθερία έκφρασης................................................................... 29 Ποιος καίγεται όταν αγγίζει ποιόν;............................................................................................... 33 Άλλες σημαντικές εξελίξεις στο χώρο των ΜΜΕ και της ενημέρωσης......................................... 36 Ερντογάν: «Εθνικός διευθυντής ειδήσεων»................................................................................. 37 Έκθεση ΕΕ. Μια αντικειμενική αποτίμησητης ισχύουσας κατάστασης........................................ 39 Αντί επιλόγου. Ένα νέο επεισόδιο κατά του τύπου που τα λέει όλα............................................ 41
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜΙΣΜΟ............................................43 Η αντιμετώπιση της στρατιωτικής κηδεμονίας............................................................................ 47 Μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνση ισχυρής κεντρικής εξουσίας............................................. 50 Η διαμάχη πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.......................................................................... 51 Νίκη στα σημεία της κυβέρνησης................................................................................................. 51
Η διαμάχη δεν έχει λήξει............................................................................................................... 53 Για το ρόλο της θρησκευτικής οργάνωσης του Φεχτουλάχ Γκιουλέν........................................... 61 Αναστροφή της πορείας εκδημοκρατισμού.................................................................................. 64 «Η τουρκική παραδοξότητα»........................................................................................................ 67 Και η τουρκική ιδιαιτερότητα....................................................................................................... 69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΚΟΥΡΔΙΚΟ: ΤΟ ΜΕΓΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ.....................77 Εσωτερικές επιπτώσεις................................................................................................................. 80 Σε κρίσιμο σταυροδρόμι............................................................................................................... 82 Η παλιά-νέα συνταγή στο Κουρδικό............................................................................................. 87 Βίαιες συγκρούσεις στις γιορτές της Άνοιξης............................................................................... 88 Η διεθνής διάσταση του προβλήματος......................................................................................... 90 Η κρίση στη Συρία και Κουρδικό................................................................................................... 91
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ................97 Από περιφερειακή σε παγκόσμια δύναμη.................................................................................... 99 Ο ρόλος και οι φιλοδοξίες του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν.............................................................. 102 Στη δίνη της αραβικής άνοιξης................................................................................................... 104 Ο κίνδυνος για μουσουλμανικό μεσαιωνικό σκοταδισμό........................................................... 110 Ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή και οι σχέσεις με τους γείτονες......................................... 112 Οι σχέσεις με τη Δύση................................................................................................................. 114 Αμβλύνονται και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ...................................................................................... 118 Ηγετικός ρόλος ή επικίνδυνη φαντασίωση;................................................................................ 122 ΕΠΙΛΟΓΟΣ.................................................................................................................................... 125 Το δε μέλλον απρόβλεπτο........................................................................................................... 125
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σήμερα η Τουρκία ενώ από τη μια παλεύει να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με φαντάσματα και απομεινάρια του απολυταρχικού, αντιδημοκρατικού και αυταρχικού στρατοκρατικού της παρελθόντος, του αποκαλούμενου κράτους κηδεμονίας, από την άλλη δεν αποτολμά να προχωρήσει στον πλήρη εκδημοκρατισμό της. Κινούμενη μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας η συντηρητική ισλαμική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ερντογάν δείχνει να βολεύεται σε μία νέα κατάσταση που περιέχει ισχυρά ψήγματα αυταρχικής παράδοσης και συμπεριφοράς και επομένως περιορισμένης δημοκρατίας με εμφανείς τις ελλείψεις κύρια στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών με κορυφαία την περιορισμένη ελευθερία έκφρασης των ΜΜΕ. Με ιδεολογικό υπόβαθρο «το στρατηγικό βάθος» του επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, καθηγητή, Αχμέτ Νταβούτογλου, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν χτίζει ένα νέο-οθωμανικό καθεστώς με κύρια χαρακτηριστικά την ισχυρή κεντρική εξουσία στο εσωτερικό και τον ρόλο δυνατού παίχτη στην περιφέρεια και διεθνώς. Αναμφίβολα, η Τουρκία διανύει μία μεταβατική περίοδο καθοριστική για το μέλλον της ίδιας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής και άμεσα και έμμεσα ενδιαφέρει και εμάς ως γειτονική χώρα με πολυτάραχες σχέσεις στο παρελθόν. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια απλή δημοσιογραφική καταγραφή, ένα εκτενές ρεπορτάζ, της κατάστασης που διαμορφώνεται σήμερα στην γειτονική μας χώρα. Είναι προφανές ότι εκ των πραγμάτων είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε από κοντά τις εξελίξεις στη γείτονα, γιατί μόνο έτσι θα είμαστε πάντα σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσουμε, όταν και εάν χρειαστεί, δύσκολες καταστάσεις. Πέρα από τα θεσμικά όργανα που ασχολούνται συστηματικά με αυτή την δραστηριότητα, τα ΜΜΕ και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, πέραν της παρακολούθησης της καθημερινής επικαιρότητας που συνήθως εστιάζει στις σχέσεις των δύο χωρών, μπορούν και πρέπει να συμβάλ-
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λουν στην βαθύτερη αλληλοκατανόηση των προβλημάτων και πολιτικών των δύο χωρών προσφέροντας έτσι σημαντικά στην προσπάθεια που καταβάλλεται για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης και την ειρηνική συμβίωση των δύο χωρών. Η Τουρκία είναι μία μεγάλη χώρα 75 εκατομμυρίων κατοίκων που τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται σε περιφερειακό αν όχι παγκόσμιο παίκτη βασισμένη στην μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της και ευρωστία τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα είναι μία μικρή σε μέγεθος χώρα με μεγάλη ιστορία και ικανότητα επιβίωσης που δεν στηρίζεται στη δύναμη, ιδιαίτερα των όπλων. Οι δύο χώρες θα πρέπει να συμβιώσουν, μιας και τον γείτονα δεν είναι εύκολο να τον αλλάξεις, όσον το δυνατόν με λιγότερα μεταξύ τους προβλήματα και προστριβές. Ως εκ τούτου, οι δύο γείτονες θα πρέπει κύρια και πρώτα να έχουν βαθιά κατανόηση ο ένας του άλλου, διότι μόνο έτσι θα μπορούν πάντα να βρίσκουν ένα modus Vivendi, ένα κοινό τόπο ελαχιστοποίησης των εντάσεων και η το δυνατόν ειρηνικής συμβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό πιστεύω ότι το παρόν έργο θα συμβάλει προς αυτό τον σκοπό. Κύρια πηγή πληροφόρησης μου και βάση δεδομένων της δημοσιογραφικής αυτής έρευνας είναι ο τουρκικός τύπος και σε δεύτερο επίπεδο άλλες πηγές όπως δεξαμενές σκέψης, ερευνητές και πολιτικοί παρατηρητές. Ακόμα, θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινίσω ότι η όλη έρευνα βασίζεται στο μεγαλύτερο ποσοστό της όχι τόσο στην ειδησεογραφία όσο στα σχόλια και τις αναλύσεις του τουρκικού Τύπου και όχι σε όλες γενικά τις αναλύσεις αλλά εκείνες που έκρινα ως περισσότερο ανεξάρτητες και αδέσμευτες, άσχετα από το μέσον εμφάνισης τους Επειδή δε εν πολλοίς και στην Τουρκία, όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου που υπάρχει πολυφωνία στα ΜΜΕ, δεν είναι απόλυτα διακριτές οι γραμμές ανάμεσα στην πολυφωνία και την ελεύθερη έκφραση, και επειδή στην Τουρκία υπάρχει ιδιαίτερα οξύ πρόβλημα ως προς την ελευθερία του Τύπου, εκτιμώ ότι οι σχολιαστές και αναλυτές, οι περισσότεροι «παλιές καραβάνες» στο επάγγελμα, έχουν τη δυνατότητα και την ικανότητα, γράφοντας ανάμεσα στις γραμμές ή πολλές φορές και απευθείας, να ξεπερνούν τους πολλούς σκοπέλους που βάζουν τόσο η ωμή νομοθετική παρέμβαση στο έργο της πληροφόρησης, όσο και η εθελοντική και συχνά όχι άνευ ανταλλαγμάτων λογοκρισία των εκδοτών, η λεγόμενη και αυτολογοκρισία, και να δίνουν περισσότερη ενημέρωση και στοιχεία από αυτή που δίνουν τα ειδησεογραφικά τμήματα των ΜΜΕ. Τούτων λεχθέντων, δεν θα πρέπει να παραξενευτεί κανείς με το ότι ξεκινάω το μεγάλο τούτο ρεπορτάζ για την Τουρκία προτάσσοντας ένα σύντομο ιστορικό του Τύπου της και γενικότερα των τουρκικών ΜΜΕ. Άλλωστε, είναι πεποίθηση μου ότι η σχέση ανάμεσα 16
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία στην ενημέρωση και την ποιότητα της δημοκρατίας σε μια χώρα είναι εν πλήρη αναλογία. Επομένως η κατανόηση της λειτουργίας των τουρκικών ΜΜΕ είναι σημαντική και λόγω του ότι αυτά αποτελούν κύρια πηγή στοιχείων στην παρούσα εργασία, αλλά και επειδή αναδεικνύει και το επίπεδο δημοκρατίας της χώρας. Το βιβλίο καλύπτει την περίοδο 2010-2013, και μέχρι πρόσφατα δεν διαφαινόταν πουθενά στον ορίζοντα η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του Ερντογάν, που τον Ιούνιο του 2011 είχε για τρίτη συνεχή φορά κερδίσει τις εκλογές με αυξημένη μάλιστα πλειοψηφία. Ο ξεσηκωμός «δ’ ασήμαντον αφορμήν», την αναμόρφωση της Πλατείας Ταξίμ, δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2013, μπορεί με άνεση να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της μεταρρυθμιστικής πολιτικής της κυβέρνησης του ΑΚΡ και της κάπως βιαστικής στροφής προς ένα καθεστώς συντηρητικού και αυταρχικού ισλαμισμού. Ήταν πολλοί οι σχολιαστές του τούρκικου Τύπου που τα τελευταία δύο χρόνια είχαν εντοπίσει τη στροφή αυτή του Ερντογάν και της κυβέρνησης του από τη μεταρρύθμιση και τον εκδημοκρατισμό στο Ισλάμ και τον συγκεντρωτικό συντηρητισμό και είχαν εκφράσει απογοήτευση αλλά και έντονες ανησυχίες για το μέλλον της χώρας. Οι εσωτερικές εξελίξεις με αιχμή του δόρατος το πέρασμα από το κράτος κηδεμονίας μέσω ενός μη ολοκληρωμένου εκδημοκρατισμού σε αυτό του ισλαμικού συντηρητισμού θα μας απασχολήσει στο δεύτερο μέρος. Το μεγαλύτερο μέρος των σχολίων και αναλύσεων των τουρκικών ΜΜΕ την εν λόγω περίοδο είναι αφιερωμένο στο μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας που ακούει στο όνομα Κουρδικό. Τα τριάντα χρόνια βίαιων συγκρούσεων με απολογισμό τους περίπου 50000 νεκρούς και από τις δύο πλευρές δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος και τον έντονο προβληματισμό που επικρατεί για την μέχρι τώρα αντιμετώπιση του. Πρόκειται για ένα πολύ σύνθετο και πολύπλοκο πρόβλημα που έχει επηρεάσει αρνητικά τη ζωή της χώρας, έχει γίνει τροχοπέδη στον εκδημοκρατισμό της και εν πολλοίς έχει αιτιολογήσει την συνέχιση της ανάμειξης του στρατού στην πολιτική εξουσία και το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Παράλληλα, αποτελεί και πρόβλημα εξωτερικό, αφού η πιθανή στο μέλλον δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη διχοτόμηση της χώρας. Έτσι, γίνεται προφανές ότι οποιαδήποτε μελέτη που σκοπό έχει την κατανόηση της Τουρκίας δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός το τεράστιο αυτό πρόβλημα. Πέραν του Κουρδικού, το Κυπριακό είναι το άλλο μεγάλο αγκάθι της Τουρκίας χωρίς την επίλυση του οποίου δεν είναι δυνατόν να ανοίξει ο δρόμος για την πλήρη ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι σταθερά προσανατο17
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λισμένη στην ανάδειξή της τουλάχιστον σε περιφερειακή υπερδύναμη βασισμένη στην οικονομική της ισχύ και ευρωστία. Ενώ είναι εμφανής και η στροφή της με ενεργή ανάμειξη στα προβλήματα της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής, παραβλέποντας την παρακαταθήκη του Κεμάλ για προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας προς τη Δύση και μακριά από τις έριδες της Ανατολής. Είναι αυτονόητο ότι η όποια εξέλιξη σχετικά με την εξωτερική πολιτική και τις φιλοδοξίες της γειτονικής μας χώρας να μας ενδιαφέρουν άμεσα. Το τελευταίο μέρος επομένως αυτής της εργασίας θα ασχοληθεί με την εξωτερική πολιτική της όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια.
18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΤΑ ΜΜΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ: ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Από τη σύσταση του τουρκικού κράτους, με εξαίρεση πολύ σύντομα διαστήματα, ποτέ ο τύπος δεν λειτούργησε ελεύθερα. Παρά την πολυφωνία η δημοσιογραφία στην Τουρκία είχε πάντα να αντιμετωπίσει ανελεύθερους νόμους που ως «δαμόκλειος σπάθη» επέβαλαν αυτολογοκρισία ή αντιμετώπιση των συνεπειών του νόμου που ήταν ιδιαίτερα σκληρές, από τη μια και από την άλλη το «βαθύ κράτος» που τιμωρούσε ακόμα και με δολοφονίες όσους τολμούσαν να μην «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις». Έτσι, από τη μια έχουμε εκείνους τους λειτουργούς της ενημέρωσης που πλήρωσαν με τη ζωή τους την προσήλωση τους στο καθήκον, με τελευταίο στον κατάλογο τον αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ, που δολοφονήθηκε το 2007, και από την άλλη όλους εκείνους που είτε παρασύρθηκαν από το κράτος κηδεμονίας και το υπηρέτησαν πιστεύοντας ότι πράττουν εθνικό έργο, όπως είχε εξομολογηθεί ο αείμνηστος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, είτε «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι» έγραφαν με αυτοσυγκράτηση προσπαθώντας στην καλύτερη περίπτωση να περάσουν μηνύματα ανάμεσα στις γραμμές. Η κατάσταση λίγο έχει αλλάξει σήμερα, μετά μια δεκαετία διακυβέρνησης της χώρας από το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ΑΚΡ, του πρωθυπουργού Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν, που να θυμίσουμε ότι αναρριχήθηκε στην εξουσία υποσχόμενος μεταρρυθμίσεις και πλήρη εκδημοκρατισμό. Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές ενώσεις, τουρκικές και διεθνείς, το 2010 οι Τούρκοι δημοσιογράφοι που ήταν φυλακισμένοι ανέρχονταν στους 48. Το 2013 έφτασαν στους 100. Αυτό και μόνο το στοιχείο, όσο και αν το αρνείται η τουρκική κυβέρνηση ισχυριζό-
Μπάμπης Γιαννακόπουλος μενη ότι βρίσκονται στη φυλακή όχι για τη δημοσιογραφική τους δραστηριότητα-ούτε ένα άλλωστε αυταρχικό καθεστώς παραδέχτηκε ποτέ ότι φυλακίζει δημοσιογράφους για αυτά που γράφουν-αποτελεί ένδειξη του μεγέθους του προβλήματος, που δυστυχώς δεν βελτιώνεται αλλά χειροτερεύει. Να διευκρινίσω ότι η ελευθερία έκφρασης και η λειτουργία των ΜΜΕ προτάσσεται διότι εκτιμώ ότι η κατάσταση και λειτουργία, ελεύθερη ή άμεσα και έμμεσα περιοριζόμενη, των ΜΜΕ σε μια χώρα αποτελούν καθρέπτη του επιπέδου ελευθερίας και δημοκρατικής διακυβέρνησης της. Το 2010, με 48 δημοσιογράφους στη φυλακή, με περισσότερες από 5.000 μηνύσεις κατά δημοσιογράφων για παραβίαση της σχετικής με τα ΜΜΕ νομοθεσίας, με τη χώρα στην 138η θέση στον πίνακα ελεύθερης έκφρασης και με την ΕΕ να θεωρεί εμπόδιο ή ένα από τα εμπόδια στην πορεία ένταξης της στην Ένωση τους περιορισμούς στην άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, το πρόβλημα βρισκότανε στην πρώτη σειρά του ενδιαφέροντος των αναλυτών και σχολιαστών του τουρκικού Τύπου. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, η ελευθερία έκφρασης εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί, τον Ιούνιο του 2013, που ανέδειξαν και μάλιστα σε διεθνή προβολή, το μέγεθος και τη σπουδαιότητα του προβλήματος, όχι μόνο για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, αλλά και για τον διεθνή προσανατολισμό και ηγετικό περιφερειακό ρόλο που αυτή επιδιώκει να διαδραματίσει. Η άμεση ή έμμεση παρέμβαση στη λειτουργία των ΜΜΕ από την ισλαμική κυβέρνηση του ΑΚΡ, αλλά και ο αγώνας των Τούρκων δημοσιογράφων που λειτουργούν με τη «δαμόκλειο σπάθη» νομικών και όχι μόνον διώξεων να επικρέμεται της κεφαλής τους, μαζί και οι σχέσεις διαπλοκής της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ με την κυβέρνηση, έχουν οδηγήσει σε ένα καθεστώς λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας στη λειτουργία των ΜΜΕ. Επομένως, η καλύτερη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας και του μεγέθους του προβλήματος κάνει απαραίτητη την έστω σύντομη αναφορά στη δομή, πολιτική και ιδεολογική κατεύθυνση και περισσότερο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των τουρκικών ΜΜΕ και την σχέση του με την πολιτική εξουσία.
Ιδιοκτησιακό καθεστώς και πολιτικοί συσχετισμοί. Από τους παραδοσιακούς εκδότες στους ομίλους επιχειρήσεων. Ακολουθώντας τη διεθνή τάση, άρχισε σχετικά πρόσφατα και στην Τουρκία η σταδιακή μετάβαση της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ από τους μεμονωμένους παραδοσιακούς εκδότες στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους από τη μια, ενώ από την άλλη είχαμε και 20
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία την δημιουργία καινούργιων συγκροτημάτων ΜΜΕ. Ο Όμιλος Ντογάν με την επωνυμία Dogan Holding, ήταν ο πρώτος και παραμένει ο κυριότερος παίχτης στο χώρο έχοντας υπό την ιδιοκτησία του πολλές ημερήσιες εφημερίδες, περιοδικά ραδιοφωνικούς σταθμούς και τρία τηλεοπτικά δίκτυα εθνικής εμβέλειας. Το ποσοστό πωλήσεων των ημερησίων εφημερίδων του συγκροτήματος φτάνει στο 40% της συνολικής κυκλοφορίας. Η δύναμη του και επιρροή του στην κοινή γνώμη είναι αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη. Ακολουθεί το συγκρότημα Cukurova με την επωνυμία Cukurova Holding του μεγαλοεπιχειρηματία Μεχμέτ Εμίν Καραμεχμέτ, που σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ομίλου, εμπλέκεται κυρίως στα ψηφιακά μίντια και έχει υπό την ιδιοκτησία του τρεις εθνικής κυκλοφορίας ημερήσιες. Ενώ τα δύο συγκροτήματα που αναφέραμε ανήκουν ή κατατάσσονται στο κοσμικό, κεμαλικό στρατόπεδο, που στην παρούσα φάση αντιπολιτεύεται την ισλαμική κυβέρνηση του ΑΚΡ, ένα νέο συγκρότημα, αυτό του Ομίλου Γκαλικ, το Turkuvaz Medya Grupa, με σαφή φίλο-ισλαμικό, φιλοκυβερνητικό προσανατολισμό, αναδεικνύεται δυναμικά στο προσκήνιο. Ακόμα, στο χώρο των μίντια εισήλθε το 1995 και ο όμιλος Albayrak που εκδίδει την φιλοκυβερνητική YeniSafak και πρόσφατα απέκτησε το τηλεοπτικό δίκτυο TVNET. Στην ίδια κατηγορία φίλο-ισλαμικών και έως πρόσφατα φιλοκυβερνητικών μίντια ανήκει και η πρώτη σε κυκλοφορία ημερησία Zaman ιδιοκτησίας του θρησκευτικού κινήματος του Φετουλάχ Γκιουλέν. Λέγεται δε ότι το κίνημα του μετριοπαθή ιμάμη αποκτά όλο και μεγαλύτερο ρόλο στο χώρο των μίντια με τον έμμεσο έλεγχο εφημερίδων και τηλεοπτικών δικτύων. Να πούμε ακόμα ότι παρά τη μεγάλη συγκέντρωση των ΜΜΕ σε λίγους ομίλους, εξακολουθούν να εκδίδονται και διάφορες εφημερίδες μεμονωμένα από παραδοσιακούς εκδότες που εκφράζουν διάφορες κομματικές, πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις. Με έδρα τους οι περίπου 40 ημερήσιες και τα άλλα ΜΜΕ την Κωνσταντινούπολη, διαθέτουν σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό και είναι οργανωμένες με το σύστημα «πλάζα» όπου όλα τα μέσα ενός συγκροτήματος βρίσκονται συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο και εξυπηρετούνται από κοινές υπηρεσίες. Ακόμα, οι περισσότερες εφημερίδες έχουν περιφερειακές εκδόσεις, καθώς και εκδόσεις σε χώρες του εξωτερικού όπως η Γερμανία που υπάρχει μεγάλος αριθμός Τούρκων μεταναστών. Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί και την έδρα των περισσότερων ξένων ανταποκριτών που καλύπτουν όχι μόνο την Τουρκία αλλά και την ευρύτερη περιοχή καθιστώντας την έτσι σημαντικό κέντρο ενημέρωσης στην Νότιο ανατολική Ευρώπη και Μέση Ανατολή.
21
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Πέρα από τις κλασικές διαχωριστικές γραμμές, συντηρητικός–προοδευτικός, δεξιόςαριστερός, κτλ., που συναντάμε στις περισσότερες δυτικές χώρες, στην Τουρκία υπάρχουν και πρόσθετοι διαχωρισμοί που έχουν τις ρίζες τους στις ιστορικές, κοινωνικές και θρησκευτικές ιδιομορφίες της χώρας. Κατ’ αρχήν, υπάρχει ο διαχωρισμός ανάμεσα στα «κοσμικά» και τα «ισλαμικά» ΜΜΕ (Secularism-vs-Islam). Τα πρώτα, δηλαδή τα κοσμικά, υποστηρίζουν την δυτικοποίηση και τον μοντερνισμό της Τουρκίας, κατεύθυνση που χάραξε ο ιδρυτής του τούρκικού κράτους Μουσταφά Κεμάλ. Αντίθετα ο ισλαμικός Τύπος προωθεί τα δικαιώματα των μουσουλμάνων και τάσσεται κατά των θρησκευτικών περιορισμών. Στο στρατόπεδο των κοσμικών υπάρχει ο επιπλέον διαχωρισμός στους «ατατουρκιστές» και τους «κεμαλιστές». Οι πρώτοι τονίζουν την κληρονομιά του Ατατούρκ που έχει να κάνει με τον εκδημοκρατισμό, τον μοντερνισμό και την δυτικοποίηση, ενώ οι δημοκρατικοί, αριστεροί και αντί δυτικοί, από την άλλη, αποκαλούνται «κεμαλιστές» και τονίζουν από την κληρονομιά του ιδρυτή του τουρκικού κράτους την υιοθέτηση του Λενινιστικού οικονομικού μοντέλου και την σύντομη συμμαχία του με την κομμουνιστική Ρωσία. Ακόμα θεωρούν τον πόλεμο για εθνική ανεξαρτησία του 1920 σαν πάλη κατά της ιμπεριαλιστικής
Επάνω, όπως συνήθως προβάλλουν τον Μουσταφά Κεμάλ οι λεγόμενοι «ατατουρκιστές» και κάτω όπως τον προτιμούν οι λεγόμενοι «κεμαλιστές».
22
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Δύσης και της πέμπτης φάλαγγας της, των ξένων μειονοτήτων. Χαρακτηριστικό των διαφορετικών πτυχών των δοξασιών του ιδρυτή του τούρκικου κράτους που υιοθέτησαν οι δύο πλευρές του «κοσμικού» Τύπου είναι ότι οι μεν συνήθως καταχωρούν φωτογραφίες του με δυτική ενδυμασία, οι δε εκείνες που τον δείχνουν με στρατιωτική στολή και γούνινο καυκάσιο σκούφο. Ακόμα, στην κατηγορία του κοσμικού Τύπου υπάγεται και ο καταχωρημένος ως «Τύπος των στρατιωτικών» (Kuvvay-iMylliye) στον οποίο ανήκουν εφημερίδες όπως η Chumhurriyet, Ortaga, Yenicag, Aydinlik και YeniMesaj. Η τάση αυτή υποστηρίζει ότι η Τουρκία για μία ακόμα φορά έχει βρεθεί υπό την πολιτική και οικονομική επίθεση της Δύσης και επομένως πρέπει να ξεσηκωθεί και να διεξάγει έναν ακόμα αντί-ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανεξαρτησίας αναζωογονώντας το πνεύμα του 1920. Μια άλλη σημαντική τάση είναι αυτή της «Δεύτερης Δημοκρατίας», όπου ομάδα διανοουμένων της οποίας ηγούνται τα αδέρφια Αχμέτ και Μεχμέτ Αλτάν, υποστηρίζουν ότι η Δημοκρατία που ίδρυσε ο Ατατούρκ έχει ολοκληρώσει την αποστολή της και έχει μετεξελιχθεί σε συντηρητική και οπισθοδρομική οντότητα. Επομένως, υποστηρίζουν ότι η Τουρκία θα πρέπει να αρχίσει νέα διαδικασία μοντερνισμού, φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού επιδιώκοντας την εγκαθίδρυση μιας «Δεύτερης Δημοκρατίας», που να είναι ούτε «ατατουρκική» ούτε «κεμαλική», αλλά κάτι καινούργιο. Η τάση αυτή έχει ισχυρή παρουσία στην ημερησία Star και ασκούσε, μέχρι την απομάκρυνση από τη διεύθυνσή της, του Αχμέτ Αλτάν, το 2012, πλήρη έλεγχο στην Taraf.
Συγκρότημα Ντογάν. Το σημαντικότερο όλων. Όπως ήδη ανέφερα, σημαντικότερο όλων και κυρίαρχο στο χώρο των τουρκικών μίντια είναι το Συγκρότημα Ντογάν του μεγαλοεπιχειρηματία Aydin Dogan, με την επίσημη ονομασία Dogan Holding. Ο επιχειρηματικός όμιλος Ντογάν στον οποίο ανήκει και το ομώνυμο συγκρότημα ΜΜΕ δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς της οικονομίας όπως την βιομηχανία, το εμπόριο, την ενέργεια, την ψυχαγωγία και τον τουρισμό, τις μεταφορές, κ.α.. Πρόκειται για έναν πανίσχυρο οικονομικό κολοσσό με κυρίαρχο ρόλο στην τουρκική οικονομία. Με έξη εθνικής κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, πληθώρα περιοδικών και τρεις εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικούς σταθμούς διαθέτει μια τεράστια δύναμη και επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης της χώρας και όχι μόνο. Αυτό τεκμηριώνεται από 23
Μπάμπης Γιαννακόπουλος το γεγονός και μόνο ότι οι πωλήσεις των ημερήσιων εφημερίδων του συγκροτήματος φτάνουν στο 40% της κυκλοφορίας όλου του ημερήσιου Τύπου της Τουρκίας. Οι εφημερίδες αυτές είναι οι Hurriyet, Milliyet, Radical, Posta, Fanatic και Referans. Φυσικά και όλες ανήκουν στην κατηγορία του κοσμικού Τύπου και πρόσκεινται στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το CHP, που βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση και είναι ο κύριος εκφραστής σε πολιτικό επίπεδο του κοσμικού, κεμαλικού στρατοπέδου. Τα τελευταία χρόνια το συγκρότημα βρέθηκε σε σκληρή αντιπαράθεση με την Κυβέρνηση του ΑΚΡ και τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν προσωπικά. Πέρα της τοποθέτησης του συγκροτήματος στο κοσμικό στρατόπεδο, η έντονη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση του ΑΚΡ αποδίδεται εν πολλοίς στην αποκάλυψη οικονομικού σκανδάλου που αφορούσε τη συγκέντρωση χρημάτων στη Γερμανία για φιλανθρωπικούς σκοπούς και που σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του συγκροτήματος οικειοποιήθηκε το κυβερνών κόμμα. Έτσι, σύμφωνα με διάφορα δημοσιεύματα, το ΑΚΡ αντέδρασε έντονα κατά των ΜΜΕ που το είχαν συσχετίσει με την λεγόμενη «φιλανθρωπική απάτη» και που συνέπεσε στη μεγάλη τους πλειοψηφία να ανήκουν στο συγκρότημα Ντογάν. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός, γνωστός για τα ξεσπάσματα του, αντέδρασε έντονα και χωρίς περιστροφές κάλεσε, τον Σεπτέμβριο του 2008, τους πολίτες να σταματήσουν να διαβάζουν τις εφημερίδες του συγκροτήματος, που μάλλον δεν είχε μεγάλη απήχηση. Πέραν αυτού οι σχολιαστές των εφημερίδων του συγκροτήματος κατήγγειλαν ότι οι διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες Τύπου πρόβαλλαν δυσκολίες στις διαπιστεύσεις δημοσιογράφων του, στερώντας τους έτσι από την πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης. Η σημαντικότερη βέβαια καταγγελία ήταν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα, όπως τις δυσβάστακτες ακόμα και για έναν όμιλο όπως αυτός του Ντογάν φορολογικές ποινές ύψους τριών περίπου δις Ευρώ που επιβληθήκαν στις εταιρείες του ομίλου, το 2011. Πριν τις εκλογές του Ιουνίου του 2011 κυκλοφόρησε έντονα η πληροφορία ότι ο όμιλος είχε αποφασίσει και κάνει κινήσεις για την πώληση του συγκροτήματος των ΜΜΕ και παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που φέρεται να είχαν εκδηλώσει διεθνείς κολοσσοί των μίντια τελικά ο όμιλος δεν πουλήθηκε. Να επισημάνουμε ότι μετά και το πέρασμα της Sabah στο φιλοκυβερνητικό στρατόπεδο, το συγκρότημα Ντογάν παρέμεινε ως ο κύριος φορέας αντιπολιτευτικού λόγου στην ισλαμική κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και εκφραστής της κοσμικής, κεμαλικής ιδεολογίας που υποστηρίζει τους θεσμούς του στρατού και της δικαιοσύνης ως θεματοφυλάκων του πολιτεύματος και του κράτους και γενικά των κατευθύνσεων της κεμαλικής κληρονομιάς. Έτσι, μετεκλογικά ούτε το συγκρότημα ΜΜΕ του ομίλου πουλήθηκε, 24
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία αλλά ούτε και καταστράφηκε. Πούλησε μόνο δύο εφημερίδες και χαμηλώνοντας τους τόνους, ενώ ταυτόχρονα εντάχθηκε σε πρόγραμμα αυτολογοκρισίας αναφορικά με το Κουρδικό, συνέχισε και συνεχίζει να κυριαρχεί στο χώρο των μίντια. Το άλλο μεγάλο συγκρότημα Τσουκούροβα συγγενεύει ιδεολογικά και πολιτικά με το συγκρότημα Ντογάν, αφού και τα δύο ανήκουν στο κοσμικό, κεμαλικό στρατόπεδο. Πάντως, το συγκρότημα Τσουκούροβα εμπλέκεται κυρίως στα ψηφιακά μίντια και έχει υπό την ιδιοκτησία του τις ημερήσιες Aksan, Gunes, και Tercuman. Σίγουρα πολύ μικρότερο του συγκροτήματος Ντογάν, ανήκει στον μητρικό όμιλο Cukurova Holding με δραστηριότητα στους τομείς της βιομηχανίας, των κατασκευών, της τεχνολογίας επικοινωνιών και πληροφόρησης, των ΜΜΕ, τις μεταφορές και υπηρεσίες, το εμπόριο και την ενέργεια. Ιδιοκτήτης του ομίλου είναι ο Μεχμέτ Εμίν Καραμεχμέτ και σύμφωνα με την ιστοσελίδα του, ο όμιλος στοχεύει στη μεγαλύτερη συμμετοχή στα μίντια και στις σχετικές με αυτά τεχνολογίες παρέχοντας ταυτόχρονα περιεχόμενο αλλά και τεχνική υποδομή.
Τα Ισλαμικά και φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Όπως αναφέρουν οι Οζγκιούρ Ογκρέτ και Στεφάν Μερτένς σε σχετική με τα τούρκικα ΜΜΕ μελέτη τους (Hurriyet, 9-06-2010), «… στη μεγάλη ποικιλία φωνών των τούρκικων μίντια προστέθηκαν και οι ισλαμικές, φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, ενώ κάποιες άλλες μετατράπηκαν σε φιλοκυβερνητικές». Ακόμα επισημαίνουν ότι αυτές οι εφημερίδες δεν είναι μονολιθικές στις απόψεις τους και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων από προ Ισλάμ μέχρι αντί στρατιωτικές. Το ΑΚΡ αφού διέψευσε τους φόβους των κοσμικών περί εγκαθίδρυσης ενός θεοκρατικού καθεστώτος τύπου Ιράν, κατάφερε και προσεταιρίστηκε αρκετά φύλλα, παρατηρούν. Το σημαντικότερο φιλοκυβερνητικό συγκρότημα είναι το Τουρκουβάζτου επιχειρηματικού Ομίλου Τσαλίκ. Πέρα από την μεγάλης κυκλοφορίας ημερησία Sabah, με την απόκτηση της οποίας μέσω ευνοϊκών τραπεζικών δανείων ο όμιλος μπήκε στο χώρο των μίντια, έχει ακόμα υπό την ιδιοκτησία του το εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικό δίκτυο ATV, το RadioCity, τις ημερήσιες Takvim, Gunaidin, Yeni Asir, και Pas Fotomac, καθώς και μία σειρά από περιοδικά. Έχουν γραφτεί πολλά για τον τρόπο με τον οποίο αποχτήθηκε η Sabah και χτίστηκε το συγκρότημα. Έμμεσα ή άμεσα γίνεται λόγος για ευνοϊκή χρηματοδότηση του ομίλου Τσα25
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λίκ από τις κρατικές τράπεζες και για διαπλοκή του συγκροτήματος με την κυβέρνηση. Αναφερόμενος στην αγορά της Sabah ο καθηγητής Ντόγκαν Τίλιτς έγραψε ότι «…αυτή η πώληση χάρις στα δάνεια των κρατικών τραπεζών, αποτελεί ένα ακόμα σημάδι των ανησυχητικά στενών σχέσεων ανάμεσα στα μίντια και την πολιτική εξουσία στην Τουρκία». Αυτό, να παρατηρήσουμε, ισχύει και για τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Τέλος, το ότι ο γαμπρός του Ερντογάν εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος στον όμιλο Τσαλίκ αναφέρεται συχνά σαν επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο της στενής αυτής σχέσης του ομίλου με την κυβέρνηση. Πάντως, είναι προφανές, όπως παρατηρεί και ο καθηγητής Τίλιτς, ότι «.. με το ΑΚΡ στην εξουσία οικοδομείται ένα φιλοκυβερνητικό συγκρότημα ΜΜΕ». Εξέχουσα θέση στον ισλαμικό και φιλοκυβερνητικό Τύπο κατείχε η πρώτη σε κυκλοφορία ημερησία Ζaman, ιδιοκτησίας του κινήματος του ιμάμη Φετουλαχ Γκιουλέν. Αν και στήριζε τις βασικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης Ερντογάν, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, δεν ταυτιζότανε πλήρως με αυτήν και σε πολλά θέματα όπως η εξάλειψη της στρατιωτικής κηδεμονίας του κράτους διαφοροποιούταν ριζικά και ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση του ΑΚΡ για τους αργούς ρυθμούς εκδημοκρατισμού που πίστευε ότι ακολουθούσε. Όπως και το κίνημα έτσι και η εφημερίδα προωθεί έναν ήπιο ισλαμισμό. Πέρα από τα μεγάλα συγκροτήματα ΜΜΕ, εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα κάποια φύλλα που επιβιώνουν έξω από αυτά. Συνήθως ανήκουν σε παραδοσιακούς εκδότες, εκφράζουν διάφορες πολιτικές τάσεις και μικρότερους πολιτικούς χώρους.
Αναπόφευκτη η διαπλοκή. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τουρκικών ΜΜΕ όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία με το πέρασμα των μεγαλύτερων και ευρύτερης επιρροής μέσων στα χέρια μεγάλων και πολυδιάστατων επιχειρηματικών ομίλων είναι από μόνο του ανοιχτό σε κάθε είδους διαπλοκή με την πολιτική εξουσία. Ήδη είδαμε τις πιέσεις μέσω των φορολογικών ποινών που με επιτυχία θα έλεγα άσκησε η κυβέρνηση στο συγκρότημα Ντογάν με αποτέλεσμα το κατέβασμα των αντιπολιτευτικών τόνων και την αυτολογοκρισία, ενώ από την άλλη την ευνοϊκή τραπεζική μεταχείριση του φιλοκυβερνητικού συγκροτήματος Τσελίκ, γεγονότα που επιβεβαιώνουν τον ασφυκτικό έλεγχο που η κυβέρνηση ασκεί στα ΜΜΕ. Πέραν αυτού, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχουν πάμπολλες καταγγελίες για ωμές παρεμβάσεις κυβερνητικών στελεχών με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Ερντογάν προς τους εκδότες για επιβράβευση ή στις περισσότερες περιπτώσεις τιμωρία συντακτών που τολμούν και ασκούν έντονη κριτική στην κυβέρνηση. Η ωμή επέμβαση μέσω ιδι26
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία οκτητών, που ασφαλώς έχει οικονομικά ανταλλάγματα ή συνέπειες, έγινε περισσότερο προφανής με τα γεγονότα του Πάρκου Γκεζί. Υπάρχουν καταγγελίες για απολύσεις δεκάδων δημοσιογράφων που άσκησαν έντονη κριτική στην κυβέρνηση για την βίαιη αντιμετώπιση των διαδηλωτών του Πάρκου Γκεζί. Οι διαδηλώσεις αυτές έφεραν στην επιφάνεια και την παραδοσιακά κακή σχέση της κυβέρνησης του ΑΚΡ με τα γνωστά κοινωνικά μέσα. Η απαγόρευση του YouTube που επιχειρήθηκε το 2010 δεν άντεξε και πολύ και η ανάκληση της ήταν μια από τις κινήσεις που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει, ενώ απειλούσε ότι θα απαγόρευε και το Facebook. Οι ειδήσεις σήμερα ταξιδεύουν γρήγορα και παντού. Οι αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα είναι εξίσου άμεσες και έντονες. Έτσι, όσο και να μην τους αρέσει, «οι πρίγκιπες της εξουσίας» και στην Τουρκία μαθαίνουν, παρά τις όποιες σπασμωδικές αντιδράσεις τους, ομολογουμένως με μεγάλη καθυστέρηση, να υποχωρούν προκειμένου να πετύχουν τους απώτερους στόχους τους του «στρατηγικού βάθους». Όπως θα δούμε πιο κάτω αναφερόμενοι στις διαδηλώσεις του Πάρκου Γκεζί, ο Ερντογάν εξακολουθεί να θεωρεί «μεγάλο μπελά» τα κοινωνικά μέσα και με κάθε δυνατό τρόπο να επιδιώκει τον έλεγχο τους. Σε μια χώρα που έχει μάθει να ελέγχει ασφυκτικά τη ροή της πληροφόρησης αποτελεί πρόκληση ζωτικής μάλιστα σημασίας ο έλεγχος των νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα όταν αυτά μπορούν και διαδραματίζουν αποτελεσματικά ρόλο διοργάνωσης λαϊκών κινητοποιήσεων. Ηχηρό χαστούκι για την κυβέρνηση Ερντογάν υπήρξε η κατάταξη το 2010 της Τουρκίας από την διεθνή οργάνωση «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα», στην 138η θέση στην κλίμακα ελεύθερης έκφρασης των ΜΜΕ. Σχετικά με αυτή την εξέλιξη επισημάνθηκε από τους σχολιαστές: πρώτον, ότι η χώρα βρίσκεται στις τελευταίες 40 θέσεις στον πίνακα και δεύτερον, ότι χειροτέρευσε από την προηγούμενη χρονιά κατά είκοσι θέσεις. Παρ’ όλα αυτά, η νοοτροπία του άμεσου ελέγχου παρέμεινε και παραμένει πολύ ισχυρή. Εκτελεστική και δικαστική εξουσία χρησιμοποιώντας τους περιορισμούς της σχετικής νομοθεσίας επιδίδονται σε ένα δρόμο διώξεων κατά των δημοσιογράφων καταθέτοντας μηνύσεις εναντίον όποιου τολμήσει να θίξει τα ιερά και όσια της εξουσίας.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Το άρθρο 301 του τουρκικού ποινικού κώδικα βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος καθότι ποινικοποιεί την «προσβολή του τουρκισμού», διατύπωση που μπορεί να ερμηνευθεί χαλαρά και κατά βούληση από τους δικαστές. Με το άρθρο αυτό πολλοί δη27
Μπάμπης Γιαννακόπουλος μοσιογράφοι και άλλοι φιλελεύθεροι πολίτες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και πολλοί ήταν αυτοί που καταδικάστηκαν. Ένας εξ αυτών ήταν και ο ΧραντΝτίκ. Η έντονη κριτική και οι αντιδράσεις γύρω από τη χρήση του εν λόγω νόμου οδήγησαν το 2008 στην τροποποίηση του. Η κυβέρνηση εισηγήθηκε και υιοθέτησε την προϋπόθεση έγκρισης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την υποβολή μηνύσεων βάσει αυτού του νόμου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όπως παρατηρεί ο Μουσταφά Ακιόλ σε σχόλιό του στη Hurriyet Daily News (27-11-2010), τη δραματική μείωση των διώξεων με βάση το άρθρο 301, όχι όμως και την εξάλειψη του προβλήματος, όπως πολλοί υπέθεσαν. Το Νοέμβριο του 2010, ήρθε στην επικαιρότητα μια καινούργια περίπτωση άκρως διαφωτιστική όχι μόνο της κατάστασης αλλά και των κυβερνητικών προθέσεων σχετικά με την αποποινικοποίηση της δημοσιογραφικής δραστηριότητας. Εν συντομία, ο Αρχηγός του Στρατού ζήτησε την άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης για την δίωξη με βάση το άρθρο 301 του δημοσιογράφου της Taraf, Rasim Ozan Kutahyali. Τα επίμαχα σημεία που θεωρήθηκαν προσβλητικά για το στρατό ήταν ο τίτλος του σχολίου «Δεν είσαι πολιτικός στρατηγέ Μπασμπούγκ, είσαι υπάλληλος του κράτους». Το υπουργείο Δικαιοσύνης θεώρησε ότι το σχόλιο αυτό δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση προσβολή του στρατού και απέρριψε το αίτημα για δίωξη του δημοσιογράφου. Δεν έπραξε όμως το ίδιο με το δεύτερο αίτημα που αιτιαζόταν στο χαρακτηρισμό άλλου σχολίου του με τίτλο «Είσαι ή αισχρός ή βλάκας». Το εν λόγω σχόλιο αναφέρεται με έντονα επικριτικούς χαρακτηρισμούς, όπως φαίνεται από τον τίτλο, στην ονομασία που δόθηκε σε στρατόπεδο στην πόλη Βαν της Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Το 2004, αναφέρει ο Ακιόλ, το στρατόπεδο ονομάστηκε επίσημα Στρατόπεδο Στρατηγού Mustafa Muglali. Ο εκλιπών στρατηγός έγραψε ιστορία όταν το 1943 όντας επικεφαλής του στρατού στην περιοχή, διέταξε τη σφαγή 33 Κούρδων χωρικών. Είχαν συλληφθεί τον Ιούλιο του 1943 για λαθραία εισαγωγή ζώων από το Ιράν αλλά το Δικαστήριο τους άφησε ελεύθερους ελλείψει επαρκών στοιχείων. Όμως ο στρατηγός-γεράκι διέταξε τη σύλληψη τους. Τους οδήγησε σε ερημική τοποθεσία έξω από την πόλη και εκεί τους εκτέλεσαν οι στρατιώτες του. Ακόμα διέταξε να συνταχθεί πρακτικό που έγραφε ότι πυροβολήθηκαν όταν προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Όπως ήταν αναμενόμενο για κείνη την περίοδο, κανείς δεν νοιάστηκε για την πράξη του στρατηγού και μόνο όταν το Δημοκρατικό Κόμμα του Μεντερές ήρθε στην εξουσία ο στρατηγός Muglali οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη και καταδικάστηκε για το αποτρόπαιο έγκλημα του σε είκοσι χρόνια. Πέθανε στη φυλακή ένα χρόνο μετά. Μπορεί ο στρατηγός να είχε άδοξο τέλος, όμως το αποτρόπαιο έγκλημά του πέρασε στη συνείδηση του κουρδικού λαού και καταγράφηκε στην ιστορική του μνήμη με το ποίημα του Ahmet 28
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Arif «Οι 33 σφαίρες». Στη συνείδηση των Κούρδων το όνομα Muglali, παρατηρεί ο Ακιόλ, έγινε σύμβολο όλων των δεινών που υπέστησαν από τον «ρεπουμπλικανικό μιλιταρισμό». Έτσι, πως αλλιώς από βλακεία ή αίσχος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ενέργεια του πρώην Αρχηγού του Στρατού να ονομάσει, 70 χρόνια μετά, το στρατόπεδο στην περιοχή της σφαγής προς τιμήν του σφαγέα; Όσο και να γίνονται κατανοητοί οι οργισμένοι μα και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί του Kutahyali άλλο τόσο είναι ακατανόητη η στάση του Υπουργείου Δικαιοσύνης μιας κυβέρνησης που έχει δώσει δείγματα αξιόπιστα ότι επιχειρεί να περιορίσει το στρατό στα καθήκοντα του. Η παραπομπή και μόνο σε δίκη του εν λόγω σχολιαστή δείχνει, κατά τη γνώμη μου, τα όρια της ελευθερίας έκφρασης και κατ’ επέκταση τα όρια της δημοκρατίας που ο Ερντογάν και το κόμμα του οραματίζονται και ετοιμάζουν για την Τουρκία. Κάτω από την πίεση της ΕΕ από τη μια και των διεθνών δημοσιογραφικών κύρια ενώσεων από την άλλη, η Κυβέρνηση Ερντογάν κατά καιρούς ανακοινώνει διάφορες μεταρρυθμίσεις που όμως αργούν και τα όποια πακέτα εκδημοκρατισμού υιοθετούνται ελάχιστα επηρεάζουν και βελτιώνουν την κατάσταση στα ΜΜΕ. Η «δαμόκλειος σπάθη» εξακολουθεί να επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια των λειτουργών της ενημέρωσης επιβάλλοντας την αυτολογοκρισία και κατά συνέπεια την λειψή ενημέρωση των πολιτών και κατ’ επέκταση την ελλιπή δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας. Οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις πάντως και πληρέστερες να ήταν, δεν θα μπορούσαν να αλλάξουν ριζικά τα πράγματα εάν πρώτα δεν ωριμάσει η ανάγκη για μια τέτοια αλλαγή και δεν αλλάξει η νοοτροπία και συμπεριφορά της ίδιας της εξουσίας. Είναι δε απορίας άξιον πώς ένας τόσο χαρισματικά επικοινωνιακός ηγέτης όπως ο Ταγίπ Ερντογάν, επιμένει στον άμεσο έλεγχο των ΜΜΕ με τη χρήση της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας ή στην ωμή παρέμβαση μέσω των εκδοτών και της διαπλοκής τους με την εξουσία. Η απάντηση που δίνεται από πολλούς είναι η αντίληψη του περί ελευθερίας έκφρασης. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ντενίμ Σεφέρ, «Ο Ερντογάν δεν ανέχεται την παραμικρή κριτική. Όποιος δεν σκέφτεται όπως ο ίδιος, είναι δυνάμει προδότης».
Υπό δίωξη και περιορισμούς η ελευθερία έκφρασης. Η ελευθερία έκφρασης και ειδικά αυτή μέσω των ΜΜΕ αποτελεί ζητούμενο στην εξέλιξη της Τουρκίας, ζητούμενο που όπως ήδη τόνισα είναι ζωτικής σημασίας για τον πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας, αλλά και την κατεύθυνση στην οποία οδηγείται στον διεθνή της προσανατολισμό. Το θέμα βρίσκεται στην προσοχή των αναλυτών και παρατη29
Μπάμπης Γιαννακόπουλος ρητών του τουρκικού Τύπου και η ανησυχία και αγωνία τους για το μέλλον της ελεύθερης έκφρασης στη χώρα τους είναι έκδηλη. Η χρησιμοποίηση ωμής βίας με την ανάμειξη του βαθέως κράτους όπως στην περίπτωση της δολοφονίας, το 2007, του αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφου, Χραντ Ντικ, οι ποινικές διώξεις, οι μηνύσεις του ίδιου του πρωθυπουργού κατά δημοσιογράφων, αλλά και οι προσωπικές επιθέσεις κατά εκείνων που του ασκούν κριτική, οι πιέσεις μέσω της εργοδοσίας με απειλές απολύσεων, αλλά και απολύσεις, καθώς και ο αποκλεισμός δημοσιογράφων από τις πηγές πληροφόρησης συνθέτουν την εικόνα της λειτουργίας των ΜΜΕ στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από την ισλαμική κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν. Η δολοφονία του Χραντ Ντικ αν και έγινε το 2007 και είναι η τελευταία της μακράς λίστας των δολοφονιών δημοσιογράφων στη γειτονική χώρα, συνέχισε και συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και των σχολιαστών επειδή πέραν του ανήλικου τότε εκτελεστή, δεν αποκαλύφθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν οι πραγματικοί ένοχοι που τον όπλισαν και που ευθύνονται για τη δολοφονία του. Σαν σε σαιξπηρική τραγωδία, το φάντασμα του δολοφονημένου δημοσιογράφου στοίχειωσε και ζητά την αποκάλυψη και εξάλειψη του σάπιου που υπάρχει ακόμα στη χώρα. Η υπόθεση Ντίκ κυριάρχησε στις αρχές του 2011 και αποκτά διαχρονική παρουσία στα ΜΜΕ όχι μόνο λόγω της επετείου της δολοφονίας του αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφου, αλλά και επειδή τέσσερα χρόνια μετά κυριαρχούσε και κυριαρχεί ακόμα και τώρα, όχι αδικαιολόγητα, η αντίληψη ότι οι πραγματικοί υπεύθυνοι της δολοφονίας όχι μόνο δεν έχουν συλληφθεί, αλλά και ότι έχει υπάρξει συγκάλυψη και ολιγωρία από τις ανακριτικές αρχές. Σε τούτο έχουν συντελέσει τα δύο βιβλία που έχει γράψει για την υπόθεση Ντικ ο βραβευμένος από το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου ως «Ήρωας Ελευθεροτυπίας» Ντενιμ Σενερ, καθώς και η καταδίκη της Τουρκίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ολιγωρία των αρχών στην αποκάλυψη των ενόχων που κρύβονται πίσω από τον ανήλικο, τότε, εκτελεστή. Ακόμα, αίσθηση προκάλεσαν τα στοιχεία που παρουσιάζει σε βιβλίο του, που εκδόθηκε την ίδια περίοδο, άλλος δημοσιογράφος, ο Αντεμ Γιαβούζ Αρσλάν. Ο τελευταίος απειλήθηκε ποικιλοτρόπως για τις αποκαλύψεις του με κορυφαία πράξη απειλής την αποστολή δέματος σπίτι του με περιεχόμενο ένα λευκό μπερέ, παρόμοιο με αυτόν που φορούσε ο εκτελεστής του Ντίκ και τέσσερες σφαίρες καλάσνικοφ, μια για κάθε μέλος της οικογένειας του, ακόμα και για το αγέννητο μωρό μιας και η σύζυγός του ήταν έγκυος, αποφάνθηκαν οι αρχές και ο ίδιος. Το ότι κάποιοι ενοχλήθηκαν από τις αποκαλύψεις του βιβλίου αποτελεί ένδειξη 30
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Από τον τάφο ο Χραντ Ντικ καταδιώκει το «βαθύ κράτος», που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις όπλισε το χέρι του ανήλικου εκτελεστή του, το 2007.
ότι η έρευνα του βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, δήλωσε ο ίδιος. Ακόμα, είναι προφανές ότι αποτελεί ένδειξη ότι το «βαθύ κράτος» είναι ακόμα παρόν και δραστήριο στο χώρο του περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης και λειτουργίας των ΜΜΕ, θα πρέπει να προσθέσουμε. Εύλογα τέθηκε τότε το ερώτημα. Ποιοι φοβούνται την αποκάλυψη της αλήθειας για τη δολοφονία του Χραντ Ντικ; Ίσως για πρώτη φορά οι Τούρκοι δημοσιογράφοι να είναι τόσο αποφασιστικά ενωμένοι πίσω από το αίτημα να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση και να αποκαλυφθεί το «βαθύ κράτος» ή τέλος πάντων εκείνα τα πλοκάμια του που οργάνωσαν την εκτέλεση του δημοσιογράφου. Η συγκάλυψη και μη τιμωρία των υπευθύνων αποτελεί για πολλούς σχολιαστές έλλειψη πολιτικής βούλησης να ξεκαθαρίσει το τοπίο στα ΜΜΕ και να προχωρήσει η πλήρης κατοχύρωση της ελεύθερης έκφρασης και του εκδημοκρατισμού.
Τέσσερες σφαίρες καλάσνικοφ, για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειας του, έστειλαν στον δημοσιογράφο της Milliyet, Αντέμ Αρσλάν, αυτοί που φοβούνται τις αποκαλύψεις που κάνει στο βιβλίο που έγραψε για την υπόθεση και που προφανώς θέλουν να τον εκφοβίσουν προκειμένου να μην συνεχίσει την έρευνα του.
31
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Έντονες αντιδράσεις και προβληματισμό προξένησε στις αρχές του 2011 η σύλληψη, με την κατηγορία για συμμετοχή στην «Εργκενεκόν», του Σονέρ Γιαλσίν, Ιδιοκτήτη του δικτυακού τηλεοπτικού σταθμού ODA TV και των τριών δημοσιογράφων που εργάζονταν στο σταθμό. Αυτό όπως ήταν φυσικό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, κύρια από την αντιπολίτευση, αλλά και τον δημοσιογραφικό κόσμο. Ενώ η κυβέρνηση στις επικρίσεις αυτές απαντούσε σε χαμηλούς τόνους υποστηρίζοντας ότι η δίωξη στο συγκεκριμένο κανάλι έγινε από την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» και ότι θα ήταν σώφρον πριν επικρίνουν οι της αντιπολίτευσης να περιμένουν το κατηγορητήριο, στο σκηνικό έβαλε φωτιά ο Αμερικανός πρέσβης, Francis J. Ricciardone, δηλώνοντας αδυναμία να κατανοήσει πως μια χώρα που διακηρύττει ότι είναι υπέρ της ελευθερίας του Τύπου, συλλαμβάνει δημοσιογράφους. Όπως ήταν αναμενόμενο, η δήλωση αυτή του Αμερικανού πρέσβη προκάλεσε την έντονη αντίδραση της κυβέρνησης που τον κατηγόρησε για ανάμειξη στα εσωτερικά της χώρας και μάλιστα μέσω μιας υπόθεσης που χειρίζεται όχι η κυβέρνηση αλλά η δικαιοσύνη. Ίσως όμως πιο ηχηρό να ήταν το μήνυμα που ήρθε από την ΕΕ και που απειλούσε ακόμα και με αναστολή των διαπραγματεύσεων για ένταξη όταν ο ανακριτής Oz διέταξε την καταστροφή του κειμένου του ανέκδοτου βιβλίου του προφυλακισθέντος δημοσιογράφου Αχμέτ Σικ, με τίτλο «Ο στρατός του Ιμάμη». Οι επιδρομές της αστυνομίας στα γραφεία της εφημερίδας RADIKAL, όπου ο δημοσιογράφος εργαζόταν έως την σύλληψη του, αλλά και στο κελί του στη φυλακή, και η ανακοίνωση ότι θα τιμωρηθεί όποιος προσπαθήσει να διασώσει αντίγραφο του βιβλίου, όχι μόνο ξεχείλισε το ποτήρι, αλλά κατέδειξε την εκτός τόπου και χρόνου λειτουργία και νοοτροπία των ανακριτικών αρχών. Μέσα σε μια εβδομάδα μετά την κίνηση αυτή του ανακριτή περισσότεροι από 100 000 χρήστες είχαν κατεβάσει το βιβλίο στον προσωπικό τους υπολογιστή αναιρώντας στην πράξη τις απαγορεύσεις των δικαστικών αρχών και θυμίζοντας τους ότι ζούμε στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και του διαδικτύου. Μιλώντας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο πρωθυπουργός Ερντογάν υπεραμύνθηκε της απαγόρευσης του εν λόγω βιβλίου, κάνοντας μάλιστα ατυχή παρομοίωση του με βόμβα που την σταματάς πριν εκραγεί και προκαλέσει ζημιά στην κοινωνία δίνοντας ταυτόχρονα και ένα δείγμα της περί ελεύθερης έκφρασης αντίληψης του. Σίγουρα το επιχείρημα δεν έπεισε την Ευρώπη και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου δεν άφησε να πέσει κάτω η έστω και ρητορική του πρόσκληση να σταλεί επιτροπή στην Τουρκία να ερευνήσει το θέμα της ελευθερίας έκφρασης των ΜΜΕ και των διώξεων των δημοσιογράφων.
32
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Μπροστά σ’ αυτό το κύμα των εντός και εκτός τειχών αντιδράσεων, η κυβέρνηση φαίνεται να εγκατέλειψε με σχετική ευκολία το επιχείρημα της ανεξάρτητης δικαιοσύνης που μέχρι τότε επικαλείτο και με μια κίνηση ματ μεθόδευσε την δια προαγωγής απομάκρυνση του ανακριτή Οζ από την υπόθεση Εργκενεκόν. Επικεφαλής της επιτροπής που φρόντισε για την προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ήταν πρώην Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, άνθρωπος της κυβέρνησης. Η τελευταία βέβαια, έστω και την ύστατη στιγμή, αντελήφθη ότι η όλη ιστορία δίωξης δημοσιογράφων και πολύ περισσότερο απαγόρευσης ανέκδοτων βιβλίων, που ισοδυναμεί με τη χειρίστη μορφή λογοκρισίας, γυρνούσε μπούμερανγκ εναντίον της. Η όλη εξέλιξη και οι χειρισμοί στην υπόθεση δεν δείχνουν μια Τουρκία σύγχρονη και δημοκρατική, μοντέλο για τον εξεγερμένο μουσουλμανικό κόσμο.
Περισσότεροι από 60 δημοσιογράφοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στο δικαστικό μέγαρο της Πόλης σε ένδειξη συμπαράστασης στον συνάδελφό τους Nedim Sener, που προφυλακίστηκε για την υπόθεση «Εργκενεκόν.
Ποιος καίγεται όταν αγγίζει ποιόν ; Η απαγόρευση του βιβλίου, που φέρει τον ενδεικτικό τίτλο «Ο στρατός του Ιμάμη», αναφέρεται στη διείσδυση οπαδών του κινήματος του πανίσχυρου θρησκευτικού ηγέτη Fetullah Gulen στον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη και αφήνει συνειρμούς για υποκίνηση της απαγόρευσης έκδοσης του από την εν λόγω οργάνωση. Ο συγγραφέας του επίμαχου βιβλίου, δημοσιογράφος Ahmet Sik, το δήλωσε ευθαρσώς κατά τη σύλληψή του όταν απευθυνόμενος προς τους συναδέλφους του είπε «Όποιος τον αγγίζει καίγεται».
33
Μπάμπης Γιαννακόπουλος
Ο ιμάμης Fetullah Gulen. Αποποιείται κάθε ανάμειξη στην απαγόρευση του βιβλίου του Αχμέτ Σικ, που μιλάει για το στρατό του στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και τις κατηγορίες ότι κυβερνά από το παρασκήνιο.
Πάντως, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που επιλεκτικά διέρρευσε στον φιλοκυβερνητικό Τύπο, το στοιχείο που ενοχοποιούσε τον Σικ ήταν ότι στο αρχείο του προσωπικού του υπολογιστή βρέθηκαν αποδείξεις ότι το περιεχόμενο του βιβλίου υπαγορεύθηκε στον δημοσιογράφο από στελέχη της «Εργενεκόν». Είναι προφανές ότι το κατηγορητήριο αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από προληπτική λογοκρισία και από μόνο του εξηγεί τις εντός και εκτός συνόρων εντονότατες αντιδράσεις. Ο Γκιουλέν, πάντως, μέσω της εφημερίδας που ελέγχει, της ΖΑΜΑΝ, διέψευσε τα περί δικής του παρέμβασης στη δικαιοσύνη για την απαγόρευση της έκδοσης του βιβλίου. Η ίδια εφημερίδα προχώρησε ένα βήμα και καυτηρίασε εκείνους τους κύκλους που κατηγορούν τον «σοφό ηγέτη» και την οργάνωση του για τέτοια πράγματα και το απέδωσε στην προσπάθεια εκφοβισμού των πολιτών. Ο εγκατεστημένος στις ΗΠΑ πανίσχυρος θρησκευτικός ηγέτης με τεράστιο εκπαιδευτικό έργο διεθνώς και έλεγχο μεγάλου μέρους των τουρκικών ΜΜΕ, δεν κυβερνά από τα παρασκήνια, έγραψε πρόσφατα η εφημερίδα του. Όμως, το γεγονός ότι το βιβλίο αναφερόταν στην διείσδυση των οπαδών του στον κρατικό μηχανισμό φυσικό είναι να γεννά τέτοιους συνειρμούς. Ο ίδιος άλλωστε απαντώντας σε σχετικά δημοσιεύματα είχε δηλώσει προ καιρού ότι είναι καθήκον των πολιτών να αναλαμβάνουν κυβερνητικά πόστα και να υπηρετούν την κοινωνία. Βέβαια, το ζήτημα είναι αν καταλαμβάνουν τα πόστα αυτά αξιοκρατικά ή ευνοούμενοι από κάποια μυστική οργάνωση και αν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δρουν σαν οπαδοί εκτελώντας άνωθεν εντολές της θρησκευτικής οργάνωσης της οποίας είναι μέλη, ή με βάση την συνείδηση τους σαν ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες και φυσικά μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης. 34
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο Στρατός του Ιμάμη» δημοσιογράφος, Αχμέτ Σικ.
Πάντως, «το ποιος καίγεται όταν αγγίζει ποιόν», κυριάρχησε στις στήλες των σχολιαστών και αναλυτών του τούρκικού Τύπου. Οι των μίντια της αντιπολίτευσης τάχτηκαν με την άποψη του Αχμέτ Σικ, ότι δηλαδή όποιος προσπαθήσει να ερευνήσει τη δραστηριότητα της θρησκευτικής οργάνωσης του ιμάμη έχει προβλήματα, όπως ο ίδιος αλλά και άλλοι συνάδελφοι του. Οι του συμπολιτευόμενου Τύπου επιχείρησαν συμψηφισμό με το αμαρτωλό παρελθόν παραπέμποντας σε προηγούμενες υποθέσεις δικαστικών που εκδιώχθηκαν από το σώμα αλλά και τους απαγορεύθηκε η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, όταν προσπάθησαν πιστοί στο καθήκον να φτάσουν την έρευνα τους στο τέλος αγγίζοντας το «βαθύ κράτος». Το γεγονός όμως ότι κανείς δεν μπορούσε στο παρελθόν, την εποχή της κηδεμονίας του στρατού, να αγγίξει το «βαθύ κράτος» χωρίς να καεί σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ότι θα πρέπει να καίγεται όποιος αγγίζει σήμερα τον οποιονδήποτε. Και σε τελική ανάλυση, άλλο το κάψιμο αυτών που άγγιζαν το βαθύ κράτος που τους οδηγούσε σε διώξεις και δυσμενείς για την καριέρα τους και τη ζωή τους συνέπειες και άλλο η προαγωγή σήμερα του ανακριτή Οζ. Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι την νύφη την πλήρωνε και την πληρώνει πάντα πολύ ακριβά η δημοσιογραφία και οι λειτουργοί της που επιμένουν να μένουν πιστοί στο λειτούργημα τους. Όπως και να έχει η σύγκριση με το αμαρτωλό παρελθόν δεν μπορεί να καθαγιάσει τη σημερινή συμπεριφορά δικαιοσύνης και κυβέρνησης στο πολύ ευαίσθητο θέμα της ελεύθερης έκφρασης. Κλείνουμε προς το παρόν το κεφάλαιο Γκιουλέν με ορισμένες γενικές παρατηρήσεις ως προς τη σχέση του με τα ΜΜΕ. Δεδομένα έχουμε την τεράστια οικονομική επιφάνεια της οργάνωσης της οποίας ηγείται, καθώς και το εκπαιδευτικό της έργο σε διεθνή μάλιστα κλίμακα. Ακόμα, γνωρίζουμε ότι ο ίδιος και η οργάνωση του έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει, και ότι ελέγχει ένα σημαντικό μέρος των τούρκικων ΜΜΕ, με πρώτη την μεγαλύτερη σε κυκλοφορία, με 800.000 φύλλα, ημερησία ZAMAN. Τέλος, να πούμε ότι ο ίδιος ο Γκιουλέν αποφεύγει το προσκήνιο. Άλλοι συνήθως μιλάνε για λογαριασμό του, και φροντίζουν για την θετική προβολή του από τα εθνικά και διεθνή μίντια. Δύσκολο να αποφανθεί κανείς το βαθμό που επηρεάζει τις 35
Μπάμπης Γιαννακόπουλος εξελίξεις στη σημερινή Τουρκία από το παρασκήνιο, όπως πολλοί καταγγέλλουν. Ανάμεσα στο μύθο που έχει χτιστεί γύρω από τον ιμάμη και την πραγματικότητα δύσκολο να υπάρξει διαχωριστική γραμμή και αυτό γίνεται περισσότερο δύσκολο όταν με τον ένα τρόπο ή τον άλλο παρεμποδίζεται η ερευνητική δημοσιογραφία να κάνει τη δουλεία της. Πάντως, γεγονός είναι ότι απλοί πολίτες, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι αντιδρούν με δέος και μεγάλη επιφύλαξη όταν κατ’ ιδίαν ερωτούνται για τον ρόλο του ιμάμη και της οργάνωσης του συνήθως αποφεύγοντας το θέμα.
Άλλες σημαντικές εξελίξεις στο χώρο των ΜΜΕ και της ενημέρωσης. Το θέμα της ελεύθερης έκφρασης των ΜΜΕ και των διώξεων κατά των δημοσιογράφων πέρασε σε δεύτερη σειρά ενδιαφέροντος κατά την προεκλογική περίοδο, των εκλογών του Ιουνίου του 2011, υπήρξε όμως μία πολύ σαφής και σημαντική για την ένταξη της Τουρκίας προειδοποίηση από τον επίτροπο, υπεύθυνο για τη διεύρυνση, Στέφαν Φούλε, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα υπενθύμισε ότι η ελευθερία έκφρασης των ΜΜΕ είναι ένα από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης για ένταξη. Την παράμετρο αυτή η κυβέρνηση Ερντογάν φαίνεται να την υποβαθμίζει όταν αναφέρεται στις δυσκολίες ένταξης της στην ΕΕ, ενώ όπως ήδη έχουμε αναφέρει θα ήταν αδιανόητο να ενταχθεί κάποια χώρα στην Ένωση με δημοσιογράφους στη φυλακή και με ωμές παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στη λειτουργία της δημοσιογραφίας. Μια άλλη πολύ σημαντική εξέλιξη στο χώρο των ΜΜΕ ήταν η πώληση από το πανίσχυρο συγκρότημα Ντογάν δύο εφημερίδων, της MILLIYET και της VATAN. Τις δύο εφημερίδες αγόρασε ο πρώην ιδιοκτήτης της MILLIYET, η οικογένεια Karaca μαζί με κάποια εταιρεία καλλυντικών. Σύμφωνα με έγκυρους κύκλους προσκείμενους στο συγκρότημα Ντογάν, η πώληση των δύο εφημερίδων ήταν ένδειξη ότι δεν υπήρχε πρόθεση να πουληθεί ολόκληρο το συγκρότημα πακέτο, αλλά σε μικρά τεμάχια και ακόμα ότι η οικογένεια Ντογάν δεν σκόπευε να φύγει τελείως από το χώρο, αλλά να διατηρήσει ένα μέρος της αυτοκρατορίας της με επικεφαλής την HURRIYET. Ακόμα επισήμαναν ότι η πώληση της ιστορικής φιλελεύθερης κοσμικής MΙLLIYET στον πρώην ιδιοκτήτη της ήταν ένδειξη ότι αυτή δεν θα άλλαζε τη γραμμή της. Τέλος, επισημαίνω ότι την ίδια περίοδο έντονες αντιδράσεις είχε προκαλέσει η ανακοίνωση της πρόθεσης της κυβέρνησης να ελέγξει τα λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα. Τις κινητοποιήσεις κατά των διώξεων των δημοσιογράφων διαδέχτηκαν αυτές κατά των περιορισμών έκφρασης μέσω διαδικτύου με συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας. 36
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία
Ερντογάν: «Εθνικός διευθυντής ειδήσεων». Η εικόνα της λειτουργίας των ΜΜΕ στην Τουρκία θα ήταν ελλιπής αν δεν αναφέραμε την αντίληψη και αντιμετώπιση τους όσο και της δημοσιογραφίας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας και το κυβερνόν κόμμα, ΑΚΡ. Ο Ερντογάν έχει πάντα εχθρική στάση έναντι των δημοσιογράφων που δεν συμφωνούν μαζί του και του ασκούν κριτική. Έτσι, το γραφείο του έχει υποβάλει πάρα πολλές μηνύσεις κατά δημοσιογράφων για «συκοφαντικά» ή «ψευδή» δημοσιεύματα, ενώ ο ίδιος συχνά πυκνά επιτίθεται προσωπικά κατά συγκεκριμένων δημοσιευμάτων υποδεικνύοντας στους συντάκτες τους τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γράφουν, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του «εθνικού διευθυντή ειδήσεων». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντιμετώπισης των διαφωνούντων με αυτόν και το κόμμα του δημοσιογράφων αποτελεί το σχετικά πρόσφατο επεισόδιο της δημοσίευσης από τη Milliyet των διαρρευσάντων σ’ αυτήν πρακτικών της συνάντησης του Οτσαλάν με αντιπροσωπεία του κουρδικού κόμματος, BDP, αναφορικά με την διαδικασία ειρήνευσης στο κουρδικό. Ο Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν
Η αντίδραση της κυβέρνησης στην διαρροή από την εφημερίδα Milliyet των λεχθέντων στη συνάντηση δείχνει την νοοτροπία της και προσωπικά του πρωθυπουργού Ερντογάν ως προς το ρόλο και τη συμπεριφορά των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, ο Τούρκος πρωθυπουργός φέρεται να δήλωσε ότι «η απεριόριστη ελευθερία» δεν είναι δυνατή. Η ημερησία Taraf χαρακτήρισε τον Ερντογάν «εθνικό διευθυντή ειδήσεων», επισημαίνοντας ότι αυτός επέπληξε την Milliyet και τον συντάκτη της εφημερίδας Χασάν Κεμάλ επειδή δημοσίευσαν τα πρακτικά της συνάντησης του Οτζαλάν με τους βουλευτές του BDP, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ειρηνευτικής προσπάθειας που καταβάλλεται στο Κουρδικό, με τη φράση «ανάθεμα στη δημοσιογραφία σας», ενώ συνέστησε στις εφημερίδες να επιδιώκουν «την εθνική 37
Μπάμπης Γιαννακόπουλος δημοσιογραφία». Η ελευθερία των ΜΜΕ στην Τουρκία, φέρεται να είπε ο Ερντογάν, κινείται στο επίπεδο που βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, ενώ χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη διαρροή «σκοτεινή διαδικασία που διεκπεραιώθηκε μέσω των μίντια». Φυσικά σε όλα αυτά έντονη υπήρξε η αντίδραση της Ένωσης Συντακτών της Τουρκίας, καθώς και της Πλατφόρμας Ελευθερία στους Δημοσιογράφους, που τόνισαν ότι τα λεχθέντα από τον Ερντογάν δεν είναι συμβατά με την ελευθερία έκφρασης των μίντια και τον κάλεσαν να εγκαταλείψει την πρακτική των απειλών κατά του Τύπου. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η αντίδραση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου που στην ανακοίνωση του τόνισε ότι δηλώσεις σαν αυτές του πρωθυπουργού Ερντογάν είναι απαράδεκτες ως προς τη δημοκρατία και την ελευθερία έκφρασης. Η Ένωση Προοδευτικών Δημοσιογράφων τόνισε στην απάντηση της στον Έρντογάν ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ δεν ρωτάνε την κυβέρνηση τι θα γράψουν ή όχι. Δεν θα ήταν δημοσιογράφοι εάν ρωτούσαν, αλλά εντεταλμένοι δημοσιογράφοι. Όμως, παρά τις αντιδράσεις αυτές, οι απειλές του Ερντογάν, φέρεται να έφεραν αποτελέσματα αφού ο εκδότης της Milliyet, Γιλντιρίμ Ντεμιρορέν ζήτησε από τον διευθυντή της εφημερίδας να θέσει σε διαθεσιμότητα τους δύο δημοσιογράφους υπεύθυνους για τη δημοσίευση των απόρρητων πρακτικών της συνάντησης Οτζαλάν με τους βουλευτές του BDP. Παρά το ότι, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ο διευθυντής της εφημερίδας στήριξε τους δύο δημοσιογράφους, εξαναγκάστηκε από την ιδιοκτησία να τους θέσει σε προσωρινή «υποχρεωτική αργία». Το τελευταίο αυτό επεισόδιο, ένα από τα πολλά που υπάρχουν στις σχέσεις του Τύπου και ειδικότερα της δημοσιογραφίας με την εξουσία στην Τουρκία, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος, που κατά την άποψη μου, δεν είναι μόνο θέμα νομοθεσίας αλλά πολύ περισσότερο είναι θέμα νοοτροπίας. Έτσι, αν και η ΕΕ πιέζει για νομοθετικές ρυθμίσεις που θα κατοχυρώνουν την ελευθερία έκφρασης, ειδικά στο χώρο των ΜΜΕ, εκτιμώ ότι το πρόβλημα δεν θα λυθεί όσο υπάρχει τέτοια αντιμετώπιση από την πολιτική ηγεσία της χώρας. Μία άλλη εξ ίσου απαράδεκτη πρακτική είναι η άσκηση πίεσης προς τους ιδιοκτήτες μέσων που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση. Όπως είδαμε οι δύο δημοσιογράφοι της Μιλλιέτ τέθηκαν σε υποχρεωτική αργία, ενώ το καλοκαίρι του 2012, ο διευθυντής της εφημερίδας Ταράφ, Αχμέτ Ασλαν, υποχρεώθηκε από τον εκδότη σε παραίτηση κατόπιν πιέσεων που του άσκησε η κυβέρνηση. Για το θέμα των πιέσεων είναι ενδιαφέρον το πάρα κάτω σχόλιο της φιλοκυβερνητικής, πλην όμως ελεγχόμενης από το κίνημα Γκιουλέν, Zaman. 38
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Ο Ιχσάν Γιλμάζ σε σχόλιο του στην εν λόγω εφημερίδα, στις 13/04/2013, εκφράζει την απογοήτευση του γιατί σε μία χώρα που τα τελευταία δέκα χρόνια κυβερνάται από πρώην καταπιεσμένους από το κεμαλικό καθεστώς ισλαμιστές, ακόμα υπάρχει θέμα ελευθερίας Τύπου και ελευθερίας έκφρασης. Ο Γιλμάζ υποστηρίζει ότι η πλειοψηφία των στελεχών του ΑΚΡ δεν έχουν αυταρχικές τάσεις. Αυτοί όμως αποτελούν τη λεγόμενη σιωπηλή πλειοψηφία και ακούγεται η φωνή εκείνων οι πράξεις των οποίων δίνουν την εντύπωση ότι επιστρέφουν στην παλιά ιδεολογία που περιέχει στοιχεία αυταρχισμού, κρατικού συγκεντρωτισμού, αντιπλουραλισμού και αντίθεσης στα ανθρώπινα δικαιώματα, πράγματα αντίθετα με το Ισλάμ. Απαντώντας σε ερωτήματα ενός δυτικού δημοσιογράφου εξηγεί ότι είναι ψηφοφόρος του ΑΚΡ, αλλά από το 2008 ασκεί κριτική στο κυβερνών κόμμα επειδή έχει σχεδόν παγώσει την πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας. Το τουρκικό κράτος δεν είναι ένα πλήρως διαφανές κράτος που λογοδοτεί για τις πράξεις του και οι αυταρχικές δομές σε αυτό παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτες. Το ΑΚΡ φαίνεται να έχει πετύχει ένα modus Vivendi, ή μία ισορροπία με την κρατιστική ή κεμαλική γραφειοκρατική ολιγαρχία, υποστηρίζει. Αν και δεν βλέπει εξέλιξη προς ένα ισλαμικό σύστημα, επισημαίνει ότι η Τουρκία γίνεται όλο και περισσότερο αυταρχική. Αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατεί στη λειτουργία των ΜΜΕ γράφει ότι οι δημοσιογράφοι δεν αισθάνονται ελεύθεροι να ασκήσουν κριτική στο ΑΚΡ. Η πίεση είναι περισσότερο οικονομική, υποστηρίζει, και οι δημοσιογράφοι απολύονται όταν ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, ιδιαίτερα όταν γράφουν σε μίντια που διαβάζουν και εμπιστεύονται οι ψηφοφόροι του ΑΚΡ, ενώ δεν ενοχλείται από φύλλα όπως η Sozcu που παρά την δριμύτατη κριτική που της ασκούν δεν διαβάζονται από ψηφοφόρους της. Τέλος, ο σχολιαστής της Zaman αποδίδει στη διαπλοκή την έλλειψη ελευθερίας στα τουρκικά ΜΜΕ. Αν τα αφεντικά και οι προσωπικότητες των μίντια, γράφει, δεν φοβούνταν μη χάσουν ευνοϊκές κρατικές αναθέσεις, κρατικές διαφημίσεις ή να δεχθούν τις πιέσεις της εφορίας, μπορεί να επέκριναν την κυβέρνηση αψηφώντας τις πιέσεις και διώξεις. Κάποια ΜΜΕ πάντως προτιμούν να εστιάσουν στην προώθηση των συμφερόντων τους παρά στην ιδεώδη δημοσιογραφία, καταλήγει.
Έκθεση ΕΕ. Μια αντικειμενική αποτίμησητης ισχύουσας κατάστασης. Η σημερινή κατάσταση σχετικά με τη λειτουργία των ΜΜΕ στην Τουρκία και τα ελλείμματα που παρουσιάζουν αναφορικά με την ελευθερία έκφρασης συνοψίζεται καλύτερα στην έκθεση προόδου της ΕΕ για το 2013. Όπως γράφει ο Σεντάτ Εργκίν σε σχετικό του 39
Μπάμπης Γιαννακόπουλος σχόλιο στην Hurriyet Daily News, (28/10/2013), στην έκθεση καταγράφονται ορισμένες θετικές τάσεις αναφορικά με την ελευθερία έκφρασης, αλλά και ανησυχητικές καταστάσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στις θετικές εξελίξεις υπάγεται η τέταρτη δικαστική μεταρρύθμιση διότι οι σχετικές ρυθμίσεις επαναπροσδιορίζουν την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ελευθερία έκφρασης και την προπαγάνδα της τρομοκρατίας σε αρμονία με τις πρακτικές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στα θετικά καταγράφεται και η πρόοδος που έχει σημειωθεί στον ελεύθερο διάλογο γύρω από θέματα που θεωρούνται ευαίσθητα, όπως το Κουρδικό και το Αρμενικό. Ακόμα, εκτιμάται θετικά το γεγονός ότι η δημόσια χρήση της κουρδικής γλώσσας έχει σχεδόν καθιερωθεί και χιλιάδες τίτλοι έχουν αφαιρεθεί από τη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Από την άλλη προέχουν οι αρνητικές εκτιμήσεις αναφορικά με την ελευθερία έκφρασης και τα ΜΜΕ. Η έκθεση γενικά υπογραμμίζει ότι η ελευθερία έκφρασης περιορίζεται στην πράξη. Τα προβλήματα ελεύθερης έκφρασης παραμένουν επειδή η πίεση των κρατικών αξιωματούχων στα μίντια συνεχίζεται. Η έκθεση θεωρεί τις εκφοβιστικές δηλώσεις των πολιτικών όπως και των κρατικών λειτουργών σαν άσκηση πίεσης στα ΜΜΕ. Τέτοιου είδους δηλώσεις, αναφέρεται έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα μίντια και συχνά οδηγούν σε εισαγγελικές επεμβάσεις. Ακόμα επισημαίνεται ότι κρατικοί αξιωματούχοι συνεχίζουν να μηνύουν δημοσιογράφους που στέκονται κριτικά απέναντί τους. Αυτά, μαζί με την υψηλή συγκέντρωση των μίντια στα χέρια επιχειρηματικών ομίλων με συμφέροντα που ξεπερνούν τα όρια της ελεύθερης κυκλοφορίας των πληροφοριών, συνέχισε να οδηγεί σε ευρείας κλίμακας αυτολογοκρισία από την ιδιοκτησία των ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους. Στα αρνητικά περιλαμβάνεται και η επισήμανση ότι τα κυρίαρχα ΜΜΕ κάλυψαν ελλιπώς της διαμαρτυρίες του Πάρκου Γκεζί το περασμένο καλοκαίρι. Φυσικά δεν παραλείπει να επισημάνει και το γεγονός ότι δημοσιογράφοι απολύθηκαν ή αναγκάστηκαν σε παραίτηση λόγω της επικριτικής τους στάσης στα γεγονότα του Πάρκου Γκεζί. Από τα αρνητικά βέβαια δεν λείπει και η επισήμανση για τους δεκάδες φυλακισμένους δημοσιογράφους. Ακόμα η έκθεση στιγματίζει την περιοριστική ερμηνεία από τη δικαιοσύνη του σχετικού με τη θρησκεία άρθρου 216, που έχει οδηγήσει έναν αριθμό δημοσίων ανδρών σε καταδίκη για επικριτικές για τη θρησκεία δηλώσεις τους, όπως ο διεθνούς κύρους πιανίστας και συνθέτης Φαζίλ Σάυ. Μια άλλη παράμετρος της έκθεσης αφορά την αντιμετώπιση των κοινωνικών μέσων όπου και υπογραμμίζεται ότι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι έχουν καταγγείλει τα κοινω40
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία νικά μέσα σαν απειλή κατά της κοινωνίας. Όπως δε και στην περυσινή έκθεση επικρίνονται οι περιορισμοί στο διαδίκτυο και συνιστάται η βελτίωση της σχετικής νομοθεσίας, που περιορίζει την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση, και η προσαρμογή της στην κοινοτική νομοθεσία. Τέλος, στην έκθεση είναι αυστηρότερη η κριτική που ασκείται για τα πρόστιμα και τις προειδοποιήσεις του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου στη βάση της αμαύρωσης ηθικών και εθνικών αξιών. Εκφράζεται ανησυχία για την ανεξαρτησία του οργάνου λόγω της κομματικής του σύνθεσης. Ο σχολιαστής καταλήγει με την παρατήρηση ότι η όλη εικόνα της ελευθερίας έκφρασης στην έκθεση προόδου δεν είναι αυτή για την οποία η κυβέρνηση θα ήταν περήφανη. Παρέθεσα τα συμπεράσματα της τελευταίας έκθεσης της ΕΕ για την κατάσταση των ΜΜΕ στην Τουρκία διότι εκτιμώ ότι πέραν πάσης αμφιβολίας δίνουν την αντικειμενική εικόνα που επικρατεί στο χώρο. Θα προσθέσω δε ότι πρόκειται για εικόνα για την οποία καμία κυβέρνηση δεν θα ήταν ικανοποιημένη, πολλή δε περισσότερο μια κυβέρνηση όπως αυτή του Ταγίπ Ερντογάν που επαίρεται για τον εκδημοκρατισμό της χώρας και που από τη μια μεριά θέλει να ενταχθεί στους κόλπους της φιλελεύθερης ΕΕ, ενώ από την άλλη φιλοδοξεί να γίνει μοντέλο για τον ισλαμικό κόσμο και να παίξει ηγετικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής.
Αντί επιλόγου. Ένα νέο επεισόδιο κατά του τύπου που τα λέει όλα. Το επεισόδιο αφορά την κυοφορούμενη δίωξη της ημερησίας Taraf και του συντάκτη της Μεχμέτ Μπαρανσού διότι δημοσίευσε, πρόσφατα, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2013, απόρρητα κρατικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (MGK), κάλεσε την κυβέρνηση να διαλύσει το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν. Τα έγγραφα φέρουν την υπογραφή του Πρωθυπουργού Ερντογάν, του τότε ΥπΕξ και νυν Προέδρου της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ καθώς και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων. Μήνυση εναντίον της εφημερίδας, αλλά και ειδικά εναντίον του Μεχμέτ Μπαρανσού, για την αποκάλυψη των διαβαθμισμένων εγγράφων, έχουν ήδη καταθέσει το Πρωθυπουργικό Γραφείο, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και η Υπηρεσία Πληροφοριών (MIT). Η ίδια εφημερίδα, αποκάλυψε ένα ακόμα απόρρητο έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε «φακέλωμα» προσώπων, με κριτήριο την θρησκευτική τους πίστη. Ο Μπαρανσού, αν η εισαγγελία συντάξει κατηγορητήριο εις βάρος του, αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης 43 χρόνων. 41
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Σύμφωνα με την ημερησία Takvim, ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Δικαιοσύνη οφείλει να αναλάβει δράση κατά των αρθρογράφων που αποκαλύπτουν κρατικά μυστικά, με άρθρα που συντάσσονται από διαρροές προδοτών και πρόσθεσε ότι η αποτυχία της Δικαιοσύνης για την ανάληψη δράσης ισοδυναμεί με παραβίαση του Συντάγματος. Ακόμα, ο πρωθυπουργός Ερντογάν χαρακτήρισε «προδοσία» την δημοσίευση τους. Η Taraf, απαντώντας στις κατηγορίες του Πρωθυπουργού, είπε ότι προδοσία είναι να φακελώνεις κόσμο, ανάλογα με την πίστη του. Κατέθεσε επίσης μήνυση κατά του Πρωθυπουργού, διότι παρεμβαίνει στη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ο Ερντογάν αναφέρθηκε επίσης και σε κάποιους παράγοντες, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στο εξωτερικό, οι οποίοι συμμετέχουν στην υπονόμευσή της. «Αν προχωρήσουμε σε αποκαλύψεις, η χώρα θα δονηθεί συθέμελα», τόνισε. «Τότε θα πρέπει να αποκαλύψετε ότι γνωρίζετε», απάντησε η Cumhuriyet στο κυριακάτικο πρωτοσέλιδό της (08.12). «Σκανδαλώδη» χαρακτηρίζει η Helene Flautre, συμπρόεδρος της μικτής κοινοβουλευτικής επιτροπής ΕΕ-Τουρκίας, την έρευνα εναντίον της Taraf και του δημοσιογράφου Μπαρανσού, γράφει η Taraf. Άσχετα με το αν τελικά θα ασκηθεί μήνυση κατά του δημοσιογράφου ή όχι, το επεισόδιο τα λέει όλα σχετικά με την κατάσταση της ελευθερίας έκφρασης των ΜΜΕ στην Τουρκία σήμερα, επιβεβαιώνοντας την ανάλυση μας και τις εκτιμήσεις μας.
42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΙΙ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ ΙΣΛΑΜΙΣΜΟ
Δεν είναι μόνο το έλλειμμα στην ελευθερία έκφρασης και κύρια στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που χαρακτηρίζει τη σημερινή Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και το έλλειμμα γενικά στην δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας, κάτι που η κυβέρνηση δεν αποδέχεται, και το χειρότερο, δεν δείχνει ιδιαίτερη προθυμία να προχωρήσει σε πλήρη εκδημοκρατισμό. Το παράδοξο με τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στην Τουρκία είναι ότι η ισλαμική κυβέρνηση Ερντογάν ήρθε στην εξουσία με υποσχέσεις για εκδημοκρατισμό και απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς κηδεμονίας της κρατικής ελίτ, που είχε αφήσει κληρονομιά στη χώρα ο κεμαλισμός. Ενώ, όμως, η κηδεμονία του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας μπήκε εν πολλοίς υπό έλεγχο, ο εκδημοκρατισμός δεν προχώρησε ως το τέλος. Ο Ερντογάν και το κόμμα του, Το ΑΚΡ, κατέκτησε την εξουσία με την στήριξη όχι μόνον των ισλαμιστών, αλλά και των προοδευτικών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων που προσβλέπανε στον πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας. Ακόμα, ο στόχος της εξάλειψης του καθεστώτος κηδεμονίας από την κρατική ελίτ, δηλαδή το γνωστό ως «βαθύ κράτος», και φυσικά ο εκδημοκρατισμός ήταν ζητούμενα και για τη Δύση και βρήκαν την πλήρη υποστήριξη της, ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η ένταξη της χώρας σ’ αυτήν συνδέθηκε άμεσα με τον εκδημοκρατισμό της και τις μεταρρυθμίσεις. Αμφότεροι φαίνεται ότι διαψεύστηκαν. Στο εσωτερικό υπάρχει έκδηλη απογοήτευση των φιλελεύθερων και προοδευτικών δυνάμεων που βλέπουν τον πλήρη εκδημοκρατισμό
Μπάμπης Γιαννακόπουλος της χώρας να σταματάει ή και να αναστρέφεται προς την κατεύθυνση του συντηρητικού ισλαμισμού. Όσο για τη Δύση και ειδικότερα για την ΕΕ, ο εκδημοκρατισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα και ανθρώπινες ελευθερίες εξακολουθούν να παραμένουν ανεκπλήρωτοι όροι που κρατούν, μαζί με άλλους, την πόρτα της Ένωσης κλειστή για την Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, λοιπόν, η κυβέρνηση του ΑΚΡ κατάφερε εν πολλοίς να θέσει υπό τον έλεγχό της το βαθύ κράτος χρησιμοποιώντας και την υπόθεση «Εργκενεκόν» σαν εργαλείο, με την οποία έστειλε εκατοντάδες ανώτερους εν ενεργεία και αποστρατεία αξιωματικούς και άλλους κρατικούς λειτουργούς, καθώς και δημοσιογράφους, σε μακροχρόνιες προφυλακίσεις με κατηγορητήριο τη συμμετοχή τους σε συνωμοτική οργάνωση με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης. Μετά από πολλά χρόνια η δίκη ολοκληρώθηκε σε πρώτη φάση με την καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη του πρώην γενικού επιτελάρχη των ενόπλων δυνάμεων, στρατηγού Μπασμπούγ, και πολλών ακόμα ανώτερων αξιωματικών και άλλων κρατικών λειτουργών. Όπως θα δούμε εξετάζοντας τις λεπτομέρειες, οι δίκες των υποθέσεων «Εργκενεκόν» και «Βαριοπούλα» έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αποδυνάμωση του καθεστώτος κηδεμονίας και ιδιαίτερα του στρατού, που ήταν μαζί με τη δικαιοσύνη οι βασικοί του πυλώνες. Φυσικά υπήρξαν θεσμικές μεταρρυθμίσεις που μείωσαν την εξουσία του στρατού και περιόρισαν τη δράση του εκτός πολιτικού πεδίου, καθώς και ντε φάκτο θαρραλέες κινήσεις του πρωθυπουργού, όπως η απάντηση στην ταυτόχρονη παραίτηση του γενικού επιτελάρχη και των τριών αρχηγών των σωμάτων με την άμεση αντικατάσταση τους και ταυτόχρονη αποστράτευση τους. Με την κίνηση του αυτή ο πρωθυπουργός Ερντογάν προώθησε δυναμικά την κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας επί της στρατιωτικής. Έφυγε από την εικόνα στην κεφαλή του τραπεζιού στο Ανώτερο Συμβούλιο Ασφαλείας ο αρχηγός του γενικού επιτελείου και έμεινε μόνος και κυρίαρχος ο πρωθυπουργός της χώρας. Παρά τη θετική εξέλιξη στη σχέση στρατού πολιτικής, που αναμφίβολα χρεώνεται στα συν της κυβέρνησης Ερντογάν, θα ήταν παρακινδυνευμένο, κατά την γνώμη μου, να υποστηρίξει κανείς ότι το κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει οριστικά. Γενιές ολόκληρες αξιωματικών και ανώτερων κρατικών λειτουργών έχουν γαλουχηθεί και εξακολουθούν να εκπαιδεύονται κατά τον ίδιο τρόπο, με την νοοτροπία του κηδεμονικού τους ρόλου, νοοτροπία που πατέρα έχει τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, η επιρροή του οποίου στα τεκταινόμενα στη σημερινή Τουρκία δεν έχει εκλείψει. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το καθεστώς που ουσιαστικά επιδιώκει να μεταρρυθμίσει η σημερινή κυβέρνηση είναι αυτό που θεμελίωσε ο ιδρυτής του νέου τουρκικού κράτους.
44
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Οι φωτογραφίες είναι από συνέδριο-φιέστα του ΑΚΡ, με 50.000 σύνεδρους. Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού σήμερα υπό το άγρυπνο βλέμμα του Μουσταφά Κεμάλ δίπλα στη μαντιλοφορούσα σύζυγό του. Σύμφωνα με τους ειδήμονες πάντως είναι καθιερωμένο οι εκδηλώσεις όλων των κομμάτων να τιμούν τον ιδρυτή του τουρκικού κράτους, ακόμα και εκείνων που αντιπαλεύουν την πολιτική κληρονομία του.
Αν και στην περίπτωση της σύγκρουσης του με το καθεστώς κηδεμονίας, το «βαθύ κράτος», ο Ερντογάν βρήκε πλήρη υποστήριξη και ενθάρρυνση από την ΕΕ, το ίδιο δεν έγινε όταν οι αξιωματούχοι της τελευταίας άρχισαν να διαπιστώνουν ότι όχι μόνο υπήρχε απροθυμία για περαιτέρω εκδημοκρατισμό της χώρας, αλλά και εμφανής στροφή προς ένα ισλαμικό συντηρητικό καθεστώς με περιορισμένες ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα. Οι προοδευτικές και φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις απογοητευμένες από την εγκατάλειψη του στόχου του πλήρη εκδημοκρατισμού άρχισαν να εγκαταλείπουν το ΑΚΡ και να λοιδορούν την ΕΕ γιατί με την καθυστέρηση για «πολιτικούς λόγους», όπως εκτιμούν, της ένταξης της Τουρκίας στους κόλπους της, της αφαιρεί το βασικό κίνητρο η μοχλό προώθησης του εκδημοκρατισμού. Πέραν τούτων, τα τελευταία δύο χρόνια το ενδιαφέρον στρέφεται όλο και περισσότερο στην αναμενόμενη και προγραμματισμένη συνταγματική μεταρρύθμιση και την πορεία που θα ακολουθήσει η χώρα και αυτό σε συνδυασμό με την εξωτερική της πολιτική και τις βλέψεις της για ηγετικό ρόλο στην περιοχή και όχι μόνο. Ακόμα, η συζήτηση τα δύο 45
Μπάμπης Γιαννακόπουλος τελευταία χρόνια στρέφεται όλο και περισσότερο ως προς τη μορφή του πολιτεύματος με τον Ερντογάν να τάσσεται υπέρ και να προωθεί ένα συγκεντρωτικό αυταρχικό προεδρικό σύστημα και την αντιπολίτευση να εμμένει στην παρούσα κοινοβουλευτική προεδρευόμενη πρωθυπουργό κεντρική δημοκρατία. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και το μέγα πρόβλημα της Τουρκίας που είναι το Κουρδικό, χωρίς τη λύση του οποίου είναι προφανές ότι ούτε ο εκδημοκρατισμός της χώρας μπορεί να προχωρήσει, αλλά ούτε και οι στόχοι της για νέο-οθωμανική ηγεμονική κυριαρχία στην περιοχή μπορούν να ευοδωθούν. Αντίθετα, οι ραγδαίες και εν πολλοίς απρόβλεπτες εξελίξεις στην περιοχή μπορεί να οδηγήσουν στην δημιουργία κουρδικού κράτους και τον διαμελισμό της Τουρκίας. Αυτή είναι συνοπτικά η μεγάλη εικόνα που παρουσιάζουν οι εξελίξεις στη γειτονική μας χώρα τα τελευταία χρόνια και που στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε πιο αναλυτικά ανατρέχοντας σε σημειώματα και δημοσιεύματα της τελευταίας τουλάχιστον διετίας. Επισημαίνω ότι επιδίωξή μου δεν είναι η ιστορική καταγραφή των εξελίξεων στην Τουρκία, αλλά η κατανόηση αυτών με κύριο εργαλείο τα δημοσιεύματα και ιδιαίτερα τα σχόλια και τις αναλύσεις των τουρκικών ΜΜΕ. Να πούμε στο σημείο αυτό ότι η εκλογική αναμέτρηση τον Ιούνιο του 2011, ήταν καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις στην Τουρκία, όχι τόσο λόγω του αποτελέσματος το οποίο έτσι κι’ αλλιώς ήταν το αναμενόμενο, δηλαδή η με συντριπτική υπεροχή επικράτηση του ΑΚΡ, όσο λόγω της ατζέντας που επικράτησε προεκλογικά και κυριάρχησε στην επικαιρότητα από την αρχή της χρονιάς. Επειδή δε η περίοδος φωτίζει πολλές πτυχές των εξελίξεων στην σημερινή Τουρκία θα σταθώ στην προεκλογική περίοδο, δηλαδή το πρώτο μισό του 2011, τα θέματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική ατζέντα και τον έντονο προβληματισμό που αναπτύχθηκε ως προς την κατεύθυνση των εξελίξεων. Να σημειώσω ευθύς εξ αρχής ότι η οικονομία δεν ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κομμάτων. Με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που είχε ακόμα εκείνη την περίοδο η τουρκική οικονομία θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς να αποτελούσε το κύριο σημείο προεκλογικής αντιπαράθεσης. Κάποιες παράμετροι, όπως η ανεργία και η ακρίβεια έγινε προσπάθεια από την αντιπολίτευση να αναδειχθούν σε θέματα της προεκλογικής ατζέντας πλην όμως η κυβέρνηση είχε το πλεονέκτημα των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας και υποσχέσεις με τα «τρελά σχέδια» του Ερντογάν για μεγάλα έργα, χαρτιά που εξουδετέρωσαν αποτελεσματικά τα όποια προβλήματα καθημερινότητας προσπάθησε να βάλει η αντιπολίτευση. Έτσι, η προεκλογική διαμάχη εστίασε στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό δε θεωρήθηκε λογικό, αφού η γενική 46
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία εκτίμηση ήταν ότι οι εκλογές αυτές θα αποτελούσαν ισχυρή ένδειξη της κατεύθυνσης της επικείμενης κορυφαίας θεσμικής μεταρρύθμισης, της συνταγματικής
Η αντιμετώπιση της στρατιωτικής κηδεμονίας. Τον Ιανουάριο του 2011, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, πραγματοποίησε επικοινωνιακού χαρακτήρα επίσκεψη στο Ερζουρούμ, προσκεκλημένος του Τούρκου ομολόγου του, Ταγίπ Ερντογάν, και μίλησε στη σύναξη των Τούρκων διπλωματών. Επρόκειτο για μία συμβολική κίνηση που στόχευε στην ανάδειξη του καλού κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κάτι που εξυπηρετούσε την «πολιτική των μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες», που προωθούσε τότε ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου. Οι παραβιάσεις όμως του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη ακριβώς την παραμονή της επίσκεψης, όχι μόνο παρ’ ολίγο να οδηγήσει στην ακύρωση της, αλλά έδωσε την ευκαιρία στον Γ. Παπανδρέου να θέσει με ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο το πρόβλημα των παραβιάσεων που δεν συμβάλλουν στην καλή γειτονία και το χτίσιμο κλίματος εμπιστοσύνης πολύ δε περισσότερο στη σχέση «μηδενικών προβλημάτων» θέτοντας έμμεσα θέμα ελέγχου των ενεργειών του στρατού από την κυβέρνηση. Αυτό έδωσε το έναυσμα στα τουρκικά ΜΜΕ να θέσουν ευθέως το ερώτημα του ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα απαιτώντας ταυτόχρονα τη λήψη μέτρων για τον έλεγχο της δραστηριότητας των ενόπλων δυνάμεων, δηλαδή της απενεργοποίησης του γνωστού «βαθέος κράτους». Το θέμα συνδέθηκε άμεσα και με τις σε εξέλιξη δίκες για τις γνωστές με τους κωδικούς «Εργκενεκόν» και «Βαριοπούλα» συνομωσίες στρατιωτικών και άλλων παραγόντων της κρατικής ελίτ με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης και την επιβολή δικτατορίας. Την περίοδο αυτή είχαν συλληφθεί κατηγορούμενοι για σχεδιασμό πραξικοπήματος δεκάδες εν αποστρατεία και εν ενεργεία στρατιωτικοί, δικαστικοί, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και άλλοι ανώτεροι υπάλληλοι του δημοσίου, στελέχη της κρατικής-κεμαλικής ελίτ. Τα νέα έγγραφα που ήρθαν στο φως και τα οποία ήταν κρυμμένα σε ναυτική βάση αποτελούσαν πολύ ισχυρή ένδειξη ύπαρξης σχεδίου για αποσταθεροποίηση και κοινωνική αναταραχή που θα αιτιολογούσε και οδηγούσε στην επέμβαση του στρατού, την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν και την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας, δηλαδή «παλιά μου τέχνη κόσκινο». Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το CHP, «σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού», υπερασπιζόμενο το κοσμικό-κεμαλικό κράτος και το ρόλο του στρατού και της δικαιοσύνης ως θεματοφυλάκων ή κηδεμόνων, σύμφωνα με τον συμπολιτευόμενο Τύπο, του έθνους, ταυτίστηκε περισσότερο με την γραμμή υπεράσπισης 47
Μπάμπης Γιαννακόπουλος των κατηγορουμένων στρατηγών και ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριξε ότι τα ντοκουμέντα του κατηγορητηρίου ήταν χαλκευμένα και η όλη υπόθεση μια σκευωρία. Από την άλλη, ο συμπολιτευόμενος Τύπος υποστήριξε ότι τα έγγραφα φαίνονταν γνήσια και ότι για το θέμα άλλωστε είχαν αποφανθεί οι εμπειρογνώμονες, αλλά και σε τελική ανάλυση θα αποφάσιζε η ίδια η δικαιοσύνη. Το σημαντικότερο είναι ότι συνέδεσε το κατηγορητήριο με διάφορα γεγονότα και υποστήριξε ότι το σχέδιο «Εργκενεκόν» είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται. Στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης αναταραχής, που θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση και αιτία για πραξικόπημα, εντάξανε και τη δολοφονία του αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφου Χράντ Ντίκ, τον Ιανουάριο του 2007. Φυσικά στα σχέδια των συνωμοτών, σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, ρόλο είχε και η προβοκατόρικη εμπλοκή της Ελλάδας, καθώς και η δολοφονία του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου. Πάντως, ήταν η υπόθεση Ντίκ που έπαιξε έντονα στην αρχή του 2011 και απέκτησε διαχρονική παρουσία στα ΜΜΕ όχι μόνο λόγω της επετείου της δολοφονίας του αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφου, αλλά και επειδή τέσσερα χρόνια μετά κυριαρχούσε και κυριαρχεί και σήμερα, όχι αδικαιολόγητα, η αντίληψη ότι οι πραγματικοί υπεύθυνοι της δολοφονίας όχι μόνο δεν έχουν συλληφθεί, αλλά και ότι έχει υπάρξει συγκάλυψη και ολιγωρία από τις ανακριτικές αρχές. Όπως ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο σε τούτο συνετέλεσαν τα δύο βιβλία που έγραψε για την υπόθεση Ντικ ο βραβευμένος από το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου ως «Ήρωας Ελευθεροτυπίας» Ντενίμ Σενέρ, καθώς και η καταδίκη της Τουρκίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ολιγωρία των αρχών στην αποκάλυψη των ενόχων που κρύβονται πίσω από τον ανήλικο τότε εκτελεστή. Ακόμα, αίσθηση προκάλεσαν τα στοιχεία που παρουσίασε σε βιβλίο του, που εκδόθηκε την περίοδο εκείνη, άλλος δημοσιογράφος, ο Αντεμ Γιαβούζ Αρσλάν. Εύλογο ήταν και το ερώτημα που τέθηκε. Ποιοι φοβούνται την αποκάλυψη της αλήθειας για τη δολοφονία του Χραντ Ντικ; Ίσως για πρώτη φορά οι Τούρκοι δημοσιογράφοι να ήταν τόσο αποφασιστικά ενωμένοι πίσω από το αίτημα να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση και να αποκαλυφθεί το «βαθύ κράτος», ή τέλος πάντων εκείνα τα πλοκάμια του που οργάνωσαν την εκτέλεση του δημοσιογράφου. Σε μια ιστορική στιγμή, το φάντασμα του Χραντ Ντικ φάνηκε να στοιχειώνει και να ζητά την αποκάλυψη και τιμωρία του σάπιου βαθιού κράτους της Τουρκίας. Η υπόθεση πήρε διαστάσεις υποχρεώνοντας την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας να τοποθετηθεί. Πολύ έξυπνα ο πρωθυπουργός Ερντογάν έριξε το μπαλάκι στη δικαιοσύνη. Ο δολοφόνος, είπε, συνελήφθη 48
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία μετά από λίγες ημέρες. Ήταν δουλειά των ανακριτικών αρχών να προχωρήσει η έρευνα. Μια φωτογραφία ντοκουμέντο όμως που είδε το φως της δημοσιότητας και που παραθέτουμε στη συνέχεια έδειξε διαψεύδοντας τον πρωθυπουργό το πόσο «καλά» έκανε τη δουλειά της η ελεγχόμενη από την κυβέρνηση αστυνομία. Ο Πρόεδρος Γκιούλ, έκανε ένα βήμα πάρα πέρα και ανέθεσε σε ανεξάρτητη αρχή να διερευνήσει την υπόθεση δίνοντας ελπίδες ότι αυτή θα προχωρήσει και θα φέρει και αποτελέσματα. Όμως, μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει ουσιαστική πρόοδος και όπως όλα δείχνουν η υπόθεση βαίνει κανονικά προς τις «ελληνικές καλένδες». Πριν αφήσουμε το θέμα της δολοφονίας Ντικ, να επισημάνουμε την τελευταία παρατήρηση του πρωθυπουργού Ερντογάν, που απαλλάσσει ευθυνών την αστυνομία και ρίχνει το μπαλάκι στη δικαιοσύνη. Να προσθέσουμε δε ότι κατά γενική εκτίμηση και ομολογία, η κυβέρνηση ασκεί έλεγχο και στηρίζεται στα σώματα ασφαλείας, ενώ η δικαιοσύνη ελέγχεται από την θρησκευτική οργάνωση του διαβόητου ιμάμη, Φετουλάχ Γκιουλέν.
Διαψεύδοντας τον πρωθυπουργό η φωτογραφία που δημοσιεύτηκε σε πολλές τουρκικές εφημερίδες, έχει ληφθεί μόλις δύο ημέρες μετά τη σύλληψη του δολοφόνου του Ντικ (κέντρο) με δύο αστυνομικούς να ποζάρουν εκατέρωθεν αυτού με ιδιαίτερη υπερηφάνεια. Μάλιστα, όπως γράφτηκε και δεν διαψεύστηκε, ο ένας εξ αυτών έχει προαχθεί σε ανώτερο αξίωμα στο σώμα.
49
Μπάμπης Γιαννακόπουλος
Μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνση ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό έντονης αντιπαράθεσης για το παρελθόν και το ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών μπήκε καθαρά από τον ίδιο τον Ερντογάν το θέμα της μελλοντικής μορφής του πολιτεύματος. Άμεσα και σαφέστατα ο ίδιος τάχτηκε υπέρ της προεδρικής δημοκρατίας, ενισχύοντας έτσι τα σενάρια για διεκδίκηση από τον ίδιο του προεδρικού αξιώματος στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Να πούμε ακόμα ότι μετά τις εκλογές του Ιουνίου, ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει η συζήτηση για το νέο σύνταγμα της χώρας, όπως ήδη είχε αποφασιστεί από το δημοψήφισμα του 2010. Αναμφίβολα δε η κορυφαία αυτή μεταρρύθμιση εάν και όταν γίνει, αφού σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις και δημοσιεύματα οι εργασίες για την σύνταξή του μετά από δύο χρόνια έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, θα αποτελέσει σταθμό και κομβικό σημείο στην ιστορία της χώρας. Το στοίχημα είναι πόσο γενναίες μεταρρυθμίσεις θα γίνουν. Θα οδηγήσει, όπως ισχυρίζονται σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, αλλά συχνά και στα γραφτά τους, δημοσιογράφοι του αντιπολιτευόμενου Τύπου, στην μετατροπή του ίδιου του κράτους, που συστηματικά και με μικρά προσεκτικά βήματα χτίζει ο Ερντογάν, σε «βαθύ κράτος», δηλαδή σε ένα αυταρχικό ισλαμικό καθεστώς ή στην εξάλειψη του ήδη υπάρχοντος κοσμικού-κεμαλικού χαρακτήρα του και τον ουσιαστικό περιορισμό του ρόλου του στρατού αυστηρά στα στρατιωτικά του καθήκοντα και σε μια ήπια ισλαμική δημοκρατία; Το ερώτημα που το πάει η ισλαμική κυβέρνηση του ΑΚΡ, αν οικοδομεί ένα καθεστώς ήπιου ισλαμισμού ή ένα αυταρχικό ισλαμικό «βαθύ κράτος», επικράτησε στον προβληματισμό των σχολιαστών των τουρκικών ΜΜΕ όχι μόνο την προεκλογική περίοδο αλλά διαχρονικά τα τελευταία χρόνια. Ο πρωθυπουργός Ερντογάν αντέκρουσε τις καταγγελίες περί αυταρχισμού της κυβέρνησης του και υπογράμμισε ότι τέτοιες καταγγελίες στο παρελθόν είχαν προηγηθεί επιβολής στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Το άλλο σημαντικό θέμα που μπήκε στο στόχαστρο του προβληματισμού των αναλυτών και σχολιαστών ήταν και παραμένει ο ρόλος του στρατού και κατά πόσο έχει την ισχύ να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Επαναλαμβάνω ότι είναι σχεδόν κοινά αποδεκτό ότι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της κυβέρνησης του ΑΚΡ είναι ότι κατάφερε να περιορίσει τη στρατιωτική ελίτ στα στρατιωτικά της και μόνο καθήκοντα. Το ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσο η ίδια η στρατιωτική και όχι μόνο ελίτ έχει παραιτηθεί του ρόλου της ως κηδεμόνα του κράτους. Ένα ερώτημα που συζητείται είναι το κατά πόσο ο στρατός έχει πει τον τελευταίο του λόγο στο θέμα. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο κίνδυνος για επανάκαμψη του στρατού στα πολιτικά δρώμενα έχει πλήρως απαλειφθεί. Όμως, είναι φανερό ότι ένας τέτοιος κίνδυνος έχει σημαντικά περιοριστεί. Πάντως, από την άλλη πολλοί φιλελεύθεροι σχολιαστές εκτιμούν ή εικάζουν ότι η κυβέρνηση του 50
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία ΑΚΡ επιδιώκει να καταργήσει το «βαθύ κράτος» προκειμένου να αναλάβει η ίδια αυτό το ρόλο. Όπως και να έχει το πράγμα, η σχέση πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας είναι μία από τις ιδιαιτερότητες της τουρκικής πολιτικής σκηνής και προτίθεμαι να την εξετάσω πιο διεξοδικά.
Η διαμάχη πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Οι παράλληλα διεξαγόμενες δίκες για τις υποθέσεις «Εργκενεκόν» και «βαριοπούλα», καθώς και η σύλληψη, στις αρχές του 2011, 160 ανώτερων εν ενεργεία και αποστρατεία αξιωματικών, αλλά και τριών δημοσιογράφων με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την ανάκριση για συμμετοχή στην «Εργκενεκόν», έφερε όχι απλά αναταραχή αλλά τρικυμία στο προεκλογικό σκηνικό. Οι συλλήψεις αυτές οδήγησαν τον Κεμάλ Κιλιντζάρογλου, αρχηγό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, CHP, να δηλώσει δημοσίως «Πού είναι αυτή η Εργκενεκόν; Θα ψάξω να την βρω για να γίνω μέλος της». Σύμφωνα δε με τον σχολιαστή της STAR (17-02-2011) Νασούχι Γκυνγκόρ, «από τη δήλωση αυτή και μόνο ο Κιλντζάρογλου έχει χάσει τις εκλογές της 12 Ιουνίου». Οι εκλογές βέβαια, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν έτσι κι αλλιώς χαμένες για την αξιωματική αντιπολίτευση και το μόνο που κατάφερε ήταν να αναδείξει την επιμονή της να ταυτίζεται με τη γραμμή υπεράσπισης των κατηγορούμενων αξιωματικών για απόπειρα η προετοιμασία πραξικοπήματος. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε ότι επιμένει σε μια ξεπερασμένη από την ιστορία, ιδιαίτερα μετά την εξέγερση στις αραβικές μουσουλμανικές χώρες, κεμαλική, κοσμική αντίληψη με ρόλο «κηδεμόνα» του στρατού στο κράτος ή μπορεί και να προσδοκά ότι αυτή θα είναι η νέα τάξη πραγμάτων που θα επικρατήσει στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Οι εξελίξεις στην Αίγυπτο δείχνουν ότι και αυτό το ενδεχόμενο έχει πολλές πιθανότητες επικράτησης. Πάντως, η αντιπαράθεση γύρω από τη δίκη οδήγησε το κλίμα σε πόλωση με την κυβέρνηση σε ρόλο δημόσιου κατήγορου και την αντιπολίτευση σε ρόλο συνηγόρου υπεράσπισης και αυτό δεν είναι καλό παρατήρησε ο Αχμέτ Τασγκετιρέν στη BUGUN, (17-02-2011).
Νίκη στα σημεία της κυβέρνησης. Εντυπωσιακές πάντως υπήρξαν οι εξελίξεις στον πολύ σημαντικό τομέα των σχέσεων πολιτικής και στρατού, στη διάρκεια του καλοκαιριού του 2011. Η ομαδική παραίτη51
Μπάμπης Γιαννακόπουλος ση της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, υπερασπιζόμενη το δικαίωμα προαγωγής των προφυλακισμένων για συμμετοχή σε απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης αξιωματικών, και η άμεση αντίδραση της κυβέρνησης με την αντικατάσταση τους από αξιωματικούς προσκείμενους σε αυτήν και πρόθυμους να παραμείνουν μακράν της πολιτικής, Λίγο μετά την αποδοχή της παραίτησης σύσσωμης της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας, ο πρωθυπουργός Ερντογάν εν μέσω της νέας ηγεσίας που διόρισε αμέσως.
εκτιμήθηκε από τους περισσότερους σχολιαστές ως νίκη της κυβέρνησης Ερντογάν και σημαντικό βήμα εκδημοκρατισμού. Όπως αρκετοί, κύρια από το χώρο του συμπολιτευόμενου Τύπου, παρατήρησαν, η εξέλιξη αυτή σήμανε την κατάργηση της «διπλής πρωθυπουργίας». Όπως θα δούμε πιο κάτω, η ιστορική αυτή εξέλιξη καταγράφηκε από τη φωτογραφία στην οποία ο Ερντογάν προεδρεύει μόνος του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, που τα περισσότερα μέσα αντιπαρέθεσαν σε φωτογραφία της προηγούμενης χρονιάς από το ίδιο όργανο, όπου πρωθυπουργός και Αρχηγός Γενικού Επιτελείου συμπροεδρεύουν.
52
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Μία άλλη φωτογραφία κατέγραψε τη δεύτερη μεγάλη συμβολική αλλαγή στη σχέση στρατού-πολιτικής. Στην τελετή εορτασμού της Ημέρας της Νίκης (30-08-2012), για πρώτη φορά τα συγχαρητήρια δέχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όχι ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε. Η φωτογραφία που καταγράφει περισσότερο παραστατικά την ιστορική αυτή στιγμή δείχνει τον νέο Αρχηγό στρατηγό Οζέλ να συγχαίρει τον Πρόεδρο Γκιούλ ελαφρά υποκλινόμενος. Η σημειολογική ερμηνεία της εικόνας είναι σαφέστατη και επιβεβαιώνει την γνωστή κινέζικη ρήση, «μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις».
Μια Τρίτη εξέλιξη και αυτή συμβολική που επισήμαναν αρκετοί σχολιαστές, είναι η αφαίρεση από την ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου ανακοίνωσης που περιείχε προειδοποίηση προς την κυβέρνηση. Είχε εκδοθεί στις 27 Απριλίου 2007 για να μπλοκάρει την εκλογή του σημερινού προέδρου Γκιούλ στο προεδρικό αξίωμα. Το αδιέξοδο που προκάλεσε τότε στην εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας οδήγησε σε πρόωρες εκλογές που είχαν ως αποτέλεσμα τη θριαμβευτική νίκη του κυβερνώντος κόμματος, ΑΚΡ, και στη συνέχεια στην εκλογή του Γκιούλ στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο κατέχει και σήμερα. Ποιος αμφισβήτησε ότι όχι μόνο η εκδίκηση αλλά και η ταπείνωση των αλαζόνων είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο;
Η διαμάχη δεν έχει λήξει. Η σημαντικότερη όμως, ουσιαστική και όχι συμβολική εξέλιξη γύρω από το θέμα αυτό αφορά την διαρροή μέσω ανάρτησης στο διαδίκτυο μαγνητοταινίας με δηλώσεις του πρώην Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου στρατηγού Κόσανερ, στις οποίες κάνοντας αυ53
Μπάμπης Γιαννακόπουλος τοκριτική δέχεται επιχειρησιακά λάθη του στρατού αλλά και παρανομίες, και που όμως αποκαλεί προδότες τους αξιωματικούς που αποκαλύπτουν αυτές τις παρανομίες τις οποίες θεωρεί δικαίωμα της ηγεσίας του στρατού να πράττει προκειμένου να διαφυλάξει το κοσμικό κεμαλικό κράτος. Ο στρατηγός όχι μόνο δεν αμφισβήτησε την γνησιότητα της μαγνητοταινίας, αλλά και υπεραμύνθηκε των θέσεων που διατυπώνονται σ’ αυτήν. Η διαρροή της μαγνητοταινίας τη συγκεκριμένη στιγμή δεν φαίνεται να ενόχλησε το στρατηγό Κόσανερ, αφού του έδωσε την ευκαιρία να τονίσει την αντίθεση του στην πολιτική Ερντογάν υπεραμυνόμενος του δικαιώματος του στρατού να επεμβαίνει όταν κρίνει ότι πρέπει να διασφαλίσει το κοσμικό κράτος και ταυτόχρονα απευθύνοντας προειδοποίηση στους δικαστικούς ενόψει της δίκης των κατηγορούμενων για σχεδιασμό πραξικοπήματος προς ανατροπή της νόμιμα και με μεγάλη πλειοψηφία εκλεγμένης ισλαμικής κυβέρνησης του Ταγίπ Ερντογάν αξιωματικούς. Ο Ετιέν Μαχτσουπιάν σημειώνει στη ΖΑΜΑΝ (1-09-2012) ότι ο Κόσανερ δεν θεωρεί λάθος την απόπειρα πραξικοπήματος αλλά την πληροφόρηση του κοινού για την πρόθεση των πραξικοπηματιών. Ακόμα, επισημαίνει τη δήλωση του ότι τίποτα δεν αλλάζει και αν ακόμα τροποποιηθεί η σχετική νομοθεσία και ότι «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι εδώ για να προστατέψουν την Κεμαλική δημοκρατία, που είναι το φυσικό και ιστορικό τους καθήκον». Ο σχολιαστής καταλήγει ότι υπήρξε απόπειρα οργάνωσης πραξικοπήματος μετά την άνοδο στην εξουσία του ΑΚΡ και οι στρατιωτικοί συνέχισαν να θεωρούν τέτοιες δραστηριότητες «φυσικό και ιστορικό τους καθήκον». Με άλλα λόγια, για την ώρα, είναι πιθανόν ότι κάποιες ομάδες μέσα στο στρατό επεξεργάζονται παρόμοια σχέδια για πραξικόπημα. Το δια ταύτα στα σχόλια του συμπολιτευόμενου γκιουλενικής επιρροής Τύπου είναι ότι η κεμαλική κληρονομιά στις ένοπλες δυνάμεις είναι ισχυρή και οι κίνδυνοι για παρεμβάσεις παρόντες. Αριστερά, ο πρώην Γενικός Επιτελάρχης, στρατηγός Μπασμπούγ και νυν τρόφιμος των φυλακών, καταδικασθείς για την ανάμειξή του στην υπόθεση ¨Εργκενεκόν». Δεξιά Ο στρατηγός Κοσανέρ, που τον αντικατέστησε στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και που ανοιχτά υπεραμύνεται της πρακτικής κηδεμονίας του στρατού στην πολιτική.
54
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Από την πλευρά του ο αντιπολιτευόμενος Τύπος, που παραδοσιακά βρίσκεται στο πλευρό του κεμαλικού κατεστημένου, περιορίζεται στην καταγραφή των εξελίξεων και σε περιορισμένες επισημάνσεις. Ο Σερκάν Ντεμιρτάς σε σχόλιο του στη Hurriyet (29-08-2011) σημείωνε ότι οι εξελίξεις απεικονίζουν τον αυξανόμενο έλεγχο της πολιτικής πάνω στο στρατό και έβλεπε ότι και οι δύο πλευρές επιδείκνυαν τη θέληση τους για υιοθέτηση περισσότερο ευρωπαϊκών αρχών στον καθορισμό των σχέσεων στρατού-πολιτικής στην Τουρκία. Επισήμαινε ακόμα ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το CHP, που παραδοσιακά ήταν στο πλευρό του στρατού, έχει τροποποιήσει τη στάση του και πλέον τάσσεται υπέρ της υπεροχής της πολιτικής στη σχέση αυτή. Στο κύριο σχόλιο της Hurriyet Daily News, ο διευθυντής της, Μουράτ Γιετκίν, αφού επισήμανε δύο περιστατικά όπου αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου έδρασαν θετικά για την Τουρκία και τη δημοκρατία, αποτρέποντας εμπλοκή στον πρώτο πόλεμο του Ιράκ ο πρώτος και εκδήλωση πραξικοπήματος ο δεύτερος, κατάληγε υπογραμμίζοντας τη συμβολική σημασία του ότι το 2013, η πρώτη μέρα του εορτασμού του Μπαϊραμιού, από τις μεγαλύτερες γιορτές των Mουσουλμάνων, συνέπεσε με τον εορτασμό της Ημέρας της Νίκης. Το γεγονός δε ότι ο Πρόεδρος Γκιούλ ήταν ο οικοδεσπότης της εορταστικής εκδήλωσης της Ημέρας του Στρατού, αποτελεί ένδειξη του ότι η πολιτική ηγεσία κερδίζει τον έλεγχο στον στρατιωτικό μηχανισμό. Με άλλα λόγια, ο Μουράτ Γιετκίν άφησε να εννοηθεί ότι το πολιτικό Ισλάμ έχει πάρει το πάνω χέρι στην αντιπαράθεση του με τον κεμαλικό κρατισμό. Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να ενσωματώσει στο καινούργιο σύνταγμα τον εκδημοκρατισμό των ενόπλων δυνάμεων και τον περιορισμό τους στα αμυντικά καθήκοντα υπό τον σαφή έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Σε αυτή την προοπτική αντιδρά και κατά κάποιο τρόπο προειδοποιεί ο στρατηγός Κόσανερ όταν λέει ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι εδώ για να προστατέψουν την Κεμαλική Δημοκρατία και αν δεν το πράξουν σημαίνει ότι αυτοαναιρούνται. Είναι προφανές ότι οι ρίζες του κεμαλισμού στις ένοπλες δυνάμεις είναι βαθιές και η ομαλοποίηση των σχέσεων στρατού-πολιτικής σε δημοκρατική κατεύθυνση δεν θα πραγματοποιηθεί χωρίς κραδασμούς και έντονες αντιπαραθέσεις. Οι φόβοι που εκφράζονται από τους σχολιαστές του συμπολιτευόμενου Τύπου ότι οι κίνδυνοι για παρέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας δεν έχουν εξαλειφθεί φαίνεται να έχουν κάποια βαρύτητα. Όπως ήδη ανέφερα, οι δύο φωτογραφίες που τα λένε όλα έκαναν την εμφάνιση τους στα τουρκικά, αλλά και διεθνή ΜΜΕ, καταγράφοντας την μεγάλη αλλαγή στις σχέσεις στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας υπέρ της δεύτερης. Η πρώτη φωτογραφία (σελίδα 49) είναι από την σύνοδο του Ανώτατου στρατιωτικού Συμβουλίου το 2010. Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων δίπλα στον πρωθυπουργό, ίσος προς ίσον. Ο ένας εκλεγμένος 55
Μπάμπης Γιαννακόπουλος από τον λαό. Ο άλλος διορισμένος από τον στρατό. «Διπλή πρωθυπουργία» την χαρακτήρισε, σε σχόλιο του στην Sabah, ο Χασάν Σελάλ Γκιουζέλ, διευκρινίζοντας ότι το σύστημα των δύο πρωθυπουργών το εισήγαγε στην Τουρκία το σύνταγμα του 1960. Εντελώς διαφορετική η εικόνα της συνόδου του 2011. Τη σύγκριση διευκολύνει άλλωστε και ένθετη φωτογραφία από τη σύνοδο του προηγούμενου χρόνου. Ο ίδιος σχολιαστής της Sabah παρατηρεί ότι «Η περίοδος της στρατιωτικής κηδεμονίας τελείωσε, και με την στήριξη των ψηφοφόρων, ο πρωθυπουργός Ερντογάν έβαλε τέλος στο σύστημα της διπλής πρωθυπουργίας» και καταλήγει ότι τώρα η Τουρκία πρέπει να ετοιμάσει ένα επείγον πρόγραμμα αποστρατικοποίησης. Στις στήλες των εφημερίδων ακολούθησαν πολλά και ποικίλα σχόλια και θα ήταν ριψοκίνδυνο να κατέληγε κανείς σε συμπεράσματα ως προς το χαρακτήρα και την ουσία της αλλαγής που διαφαίνεται στη σχέση στρατού και πολιτικής ηγεσίας. Σίγουρα πρόκειται για δημοκρατικό άνοιγμα και σαν τέτοιο το χαιρέτισε η Δύση. Η υποταγή της στρατιωτικής ηγεσίας στην πολιτική είναι φυσικά το ζητούμενο και εκφράστηκαν ελπίδες ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να την κατοχυρώσει μέσω του νέου συντάγματος. Πέραν αυτού, είναι αρκετοί οι σχολιαστές που επισημαίνουν ότι η σημαντική αλλαγή είναι αυτή της νοοτροπίας των ανώτερων αξιωματικών, που δεν τους ενδιαφέρει πλέον η πολιτική ενασχόληση παρά μόνο η στρατιωτική τους καριέρα και που δεν έχουν πρόβλημα να εκτελούν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα υπό τις διαταγές και την εποπτεία της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το «βαθύ κράτος» έχει πει την τελευταία του λέξη. Δεν εξαλείφεται έτσι εύκολα μια αντίληψη και νοοτροπία που έχει καλλιεργηθεί επί πολλές δεκαετίες. Με αφορμή τις δίκες των πραξικοπηματιών του 1980 και του 1997, πολλοί σχολιαστές, αλλά και διπλωματικοί κύκλοι τις εκτίμησαν θετικά υποστηρίζοντας ότι αυτές αποτελούν βήμα εκδημοκρατισμού της χώρας, χρήσιμο στην δαιδαλώδη και δύσκολη πορεία ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Τουρκία, Ζαν-Μορίς Ριπέρτ, φέρεται να δήλωσε σχετικά ότι, «Η ΕΕ υποστηρίζει τις προσπάθειες της κυβέρνησης για τερματισμό της εποχής της στρατιωτικής κηδεμονίας και την εδραίωση της πολιτικής κυριαρχίας στη χώρα». Όμως, το θέμα φαίνεται να απασχολεί σοβαρά και τους ερευνητές του STRATFOR (Κέντρου Ερευνών της CIA), που μάλιστα εκτίμησαν, σε πρόσφατη ανάρτηση τους στο διαδίκτυο, ότι η διαμάχη ανάμεσα στο κεμαλικό στρατιωτικό κατεστημένο και την κυβέρνηση Ερντογάν συνεχίζεται και μάλιστα ότι δεν έχει οριστικά κριθεί. 56
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Να πούμε ακόμα ότι σχετικά με το ίδιο θέμα ο Μουράτ Γιετκίν στη στήλη του στην Hurriyet Daily News (22/02/2013) επεσήμανε την σημαντική συμφωνία που επιτεύχθηκε στην διακομματική επιτροπή που επεξεργάζεται τη σύνταξη του νέου συντάγματος σχετικά με τη σχέση του στρατού με την πολιτική. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα συμφώνησαν σε δύο πολύ ουσιαστικά για τα δεδομένα της Τουρκίας σημεία. Το πρώτο θέτει τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων υπό τον υπουργό εθνικής άμυνας και όχι υπό τον πρωθυπουργό, όπως ισχύει τώρα και όπως έχει καθιερωθεί από το σύνταγμα των πραξικοπηματιών του 1961. Η τοποθέτηση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου πάνω από τον υπουργό άμυνας, στην πέμπτη θέση της ιεραρχίας μετά τον πρόεδρο της δημοκρατίας, τον πρόεδρο της βουλής, τον πρωθυπουργό και τον επικεφαλής του συνταγματικού δικαστηρίου, εκτιμά ότι είναι ανάμεσα στους παράγοντες που ευθύνονται για τα δύο πραξικοπήματα του 1971 και 1980, «όπου οι πολιτικοί έκαναν κάτι λανθασμένα, οι στρατιωτικοί ήταν εκεί για να γίνουν οι σωτήρες του τουρκικού έθνους». Το δεύτερο σημείο ομοφωνίας αφορά το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (MGK) το οποίο επίσης έχει θεσμοθετηθεί από τους πραξικοπηματίες του 1961 και ενισχύθηκε ο ρόλος του από το σύνταγμα των πραξικοπηματιών το 1982. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας του οποίου προεδρεύει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε τέσσερις πολιτικούς και πέντε στρατιωτικούς στη σύνθεση του. «Ο πρωθυπουργός, όπως και οι υπουργοί εξωτερικών, εσωτερικών και άμυνας είχαν την ίδια δύναμη με τον αρχηγό του επιτελείου και τους διοικητές του στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού, καθώς και τον διοικητή της στρατοχωροφυλακής». Με την τροποποίηση του 2003, προστέθηκαν στο συμβούλιο ο υπουργός δικαιοσύνης και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ενισχύοντας την πολιτική πλευρά στο συσχετισμό. Τώρα τα τέσσερα κόμματα του κοινοβουλίου συμφώνησαν να υποβαθμίσουν το ΣΕΑ από συνταγματικό θεσμό σε συμβουλευτικό σώμα της εκτελεστικής εξουσίας. Οι δύο αυτές αποφάσεις, καταλήγει το σχόλιο, αποτελούν σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων πολιτικής και στρατιωτικών στην Τουρκία προς όφελος της δημοκρατίας. Πάντως, να σημειώσουμε ότι οι βαριές ποινές που επέβαλε στους επίδοξους πραξικοπηματίες της υπόθεσης «Εργκενεκον» το ειδικό δικαστήριο φαίνεται να ενέτειναν τις ανησυχίες και την αντιπαράθεση. Η αντίδραση του καταδικασθέντος σε ισόβια κάθειρξη πρώην γενικού επιτελάρχη, στρατηγού Μπασμπούγ, που κάλεσε τον σημερινό επιτελάρχη, στρατηγό Οζέλ, να μιλήσει, ενέτεινε την ανησυχία ότι ο στρατός μπορεί και να αντιδράσει. Ο πρωθυπουργός Ερντογάν χρειάστηκε να παρέμβει με καθησυχαστικές δηλώσεις, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η υπόθεση μπορεί να έχει διαφορετικό τέλος στο αναθεωρητικό στάδιο. Ακόμα, έκανε έκκληση προς αυτοσυγκράτηση και κάλυψε 57
Μπάμπης Γιαννακόπουλος εν μέρει τη σιωπή του γενικού επιτελάρχη, στρατηγού Οζέλ, βεβαιώνοντας ότι οι δικές του δηλώσεις με τις οποίες έμμεσα αμφισβητεί την καταδικαστική απόφαση που θεωρεί τρομοκράτες και συνωμότες τους ανώτερους αξιωματικούς, είναι αποτέλεσμα των απόψεων και πιέσεων που ο στρατηγός Οζέλ εξέφρασε στα αρμόδια κυβερνητικά όργανα. Σε τελική ανάλυση, είπε, ο στρατηγός θεσμικά δεν έχει δικαίωμα να κάνει δηλώσεις επί του θέματος. Αν και οι περισσότεροι αναλυτές έχουν από καιρό αποφανθεί ότι η αντιπαράθεση με το στρατιωτικό κατεστημένο βαίνει υπέρ της πολιτικής εξουσίας με τις πετυχημένες και προσεκτικές ενέργειες του Εντοργάν και της κυβέρνησης του, οι τελευταίες μετρήσεις της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του δικαστηρίου για την υπόθεση «Εργκενεκόν» έδειξαν ότι υπάρχει διάχυτη και έντονη η ανησυχία των πολιτών για πιθανή απόπειρα επέμβασης του στρατού και ανατροπής της όποιας προόδου έχει σημειωθεί προς την κατεύθυνση εκδημοκρατισμού της χώρας. Σε έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην εφ/δα Today’s Zaman, (30/08/2013), από το κέντρο Metro-POLL Strategic and Social Research Center, αναφέρεται ότι η τουρκική κοινή γνώμη, σε ποσοστό 40%, εξακολουθεί να φοβάται το ενδεχόμενο νέου στρατιωτικού πραξικοπήματος παρά τις πρόσφατες καταδίκες για το δίκτυο «Εργκενεκόν», ενώ το 35% ανέφερε ότι η απειλή πραξικοπήματος έχει εξαλειφθεί. Ένας άλλος παράγοντας που διαχρονικά νομιμοποιούσε την ανάμειξη του στρατού στην πολιτική ήταν ότι αυτός έφερε το κύριο βάρος αντιμετώπισης της τρομοκρατίας του ΡΚΚ, ένα θέμα εσωτερικής ασφάλειας. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει ρίξει το βάρος αντιμετώπισης του ΡΚΚ κύρια στα σώματα ασφαλείας, είναι πολλοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι όσο δεν βρίσκεται ειρηνική λύση στο Κουρδικό πρόβλημα ο ρόλος του στρατού θα είναι απαραίτητος στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και στη συνείδηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού νομιμοποιεί και την πολιτική του ανάμειξη. Να επισημάνω ακόμα ότι ενώ την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΑΚΡ έγιναν σημαντικά βήματα στην απόκτηση ερεισμάτων στους άλλους δύο πυλώνες της κρατικής ελίτ, τη δικαιοσύνη και την αστυνομία, είναι αμφίβολο αν έχει επιτευχθεί κάτι παρόμοιο και στο στρατό. Κατά γενική εκτίμηση, το κίνημα Γκιουλέν έχει αποκτήσει ισχυρά ερείσματα και επηρεάζει το δικαστικό σώμα ενώ το ΑΚΡ την αστυνομία και γενικά τα σώματα ασφαλείας. Το τελευταίο φάνηκε άλλωστε και στην αντιμετώπιση των διαδηλωτών του Γκεζί Παρκ, από την αστυνομία, τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξαν και για τον οποίο δέχθηκαν τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού Ερντογάν παρά την παγκόσμια αποδοκιμασία της βίαιης συμπεριφοράς τους. Σύμφωνα δε με 58
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία πρόσφατα δημοσιεύματα, η κυβέρνηση ετοιμάζει νομοθετικές ρυθμίσεις που θα αυξάνουν κατά πολύ τις εξουσίες των σωμάτων ασφαλείας. Η εκτίμηση που επικρατεί σε έγκυρους παρατηρητές και αναλυτές είναι ότι η κυβέρνηση Ερντογάν βασίζει την εξουσία της σ’ αυτά. Τα πιο πρόσφατα γεγονότα, που ακολούθησαν την δικαστική έρευνα για τη διαφθορά, ως ένα βαθμό ανατρέπουν τον πάρα πάνω ισχυρισμό και αν μη τι άλλο δείχνουν ότι το κίνημα Γκιουλέν διαθέτει μεγαλύτερη επιρροή στον κρατικό μηχανισμό απ’ ότι αρχικά είχε εκτιμηθεί. Η ενδοισλαμική αντιπαράθεση πάντως της κυβέρνησης του ΑΚΡ με το κίνημα Γκιουλέν, που έγινε πλέον ανοιχτή, παρουσιάσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σίγουρα θα είναι καθοριστική των εξελίξεων ενόψει μάλιστα των τριπλών εκλογών (δημοτικών, προεδρικών και βουλευτικών) της επόμενης διετίας. Τούτων λεχθέντων, επανέρχομαι στην έντονη ανησυχία που υπάρχει ακόμα και σήμερα για πιθανή ανάμειξη του στρατού και απόπειρα για νέο πραξικόπημα. Η ανησυχία αυτή είναι παρούσα και απασχολεί τους σχολιαστές και αναλυτές των τουρκικών ΜΜΕ διαχρονικά. Ιδιαίτερα φαίνεται ότι ανησύχησαν οι σχολιαστές και αναλυτές των ελεγχόμενων από το κίνημα Γκιουλέν ΜΜΕ που παρατήρησαν χαλάρωση και τάση συμφιλίωσης του πρωθυπουργού Ερντογάν με τους στρατιωτικούς Έτσι, δηλώσεις, στις αρχές του 2013, του πρωθυπουργού Ερντογάν κατά της παρατεταμένης κράτησης αξιωματικών και άλλων ανώτερων κρατικών λειτουργών που κατηγορούνται για ανάμειξη σε πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπημάτων, έδωσαν αφορμή για σειρά σχολίων που αναρωτιούνταν αν άλλαξε η στάση του κύρια έναντι του στρατού λόγω της διαπίστωσης ότι το ηθικό των ενόπλων δυνάμεων σε μία κρίσιμη για τη χώρα περίοδο βρίσκεται σε επικίνδυνα χαμηλό επίπεδο. Η Λαλέ Κεμάλ, από τη στήλη της στην Today’s Zaman (12/02/2013), ημερησία που ανήκει στο κίνημα Γκιουλέν, επιδίωξε ανατρέχοντας σε ιστορικά δεδομένα να ανατρέψει το επιχείρημα ότι το ηθικό του στρατού βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο λόγω των δικαστικών διαδικασιών εναντίον εκείνων που επιχείρησαν να ανατρέψουν την νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας παραμένοντας αμετανόητα προσδεμένοι στο ρόλο του κηδεμόνα του κράτους. Οι σχετικές με το θέμα δηλώσεις του Ερντογάν, πέρα του ρίσκου για ανάμειξη στο έργο της δικαιοσύνης που ενέχουν, μπορούν να εκληφθούν και σαν στήριξη των ανησυχιών ότι έχει εισέλθει σε κάποιου είδους συμφωνία με τους στρατιωτικούς έχοντας εγκαταλείψει την απόφαση της κυβέρνησης να αγωνιστεί κατά εκείνων που κατηγορούνται για πραξικοπηματικές ενέργειες, υποστήριζε στο εν λόγω σχόλιο της.
59
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Ακόμα ισχυρίστηκε ότι δεν είναι επαρκώς θεμελιωμένη η αντίληψη ότι το ηθικό του στρατού βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο λόγω των δικαστικών υποθέσεων στις οποίες πολλοί εν αποστρατεία και ενεργεία αξιωματικοί είναι υπόδικοι. Αγνοείται το γεγονός, γράφει, ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αναλώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους από το 1960 στην διοργάνωση πραξικοπημάτων και εκκαθαρίσεις του στρατεύματος. Πώς θα μπορούσε, αναρωτιέται, κάποιος να περιμένει υψηλό φρόνημα στο στρατό κάτω από τέτοιες συνθήκες, όχι μόνο τώρα, αλλά και στο παρελθόν; Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναδρομή πού κάνει προς στήριξη του επιχειρήματος της στην ανάμειξη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στα πολιτικά δρώμενα της χώρας από έναρξης πολυκομματισμού το 1950 μέχρι και σήμερα. «Οι ΤΕΔ ή έχουν κάνει στρατιωτικά πραξικοπήματα είτε τα έχουν αποτρέψει από μέσα από τότε που οι πρώτες και ελεύθερες εκλογές πραγματοποιήθηκαν το 1950, όπου το Δημοκρατικό Κόμμα, DP, πέτυχε σαρωτική νίκη τερματίζοντας την μονοκομματική κυριαρχία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, CHP», γράφει και σημειώνει ότι, «Δυσαρεστημένο από την διακυβέρνηση της χώρας από το Δημοκρατικό Κόμμα, το Γενικό Επιτελείο ετοίμασε ένα σχέδιο πραξικοπήματος το οποίο όμως απέτυχε. Το πρώτο πραξικόπημα στην Τουρκία πραγματοποιήθηκε το 1960 με αιτιολογία την κατάρρευση της οικονομίας. Ο πρωθυπουργός Μεντερές και δύο υπουργοί του απαγχονίστηκαν το 1961 με τις κατηγορίες της διαφθοράς και της παραβίασης του συντάγματος». Στη συνέχεια, γράφει, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο Μουσταφά Ρουστού Ερντελχούν, καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί προσπάθησε να αποτρέψει το πραξικόπημα, ενώ 3500 ανώτεροι αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων 235 στρατηγοί, αναγκάστηκαν να βγουν σε σύνταξη επειδή δεν υποστήριξαν το πραξικόπημα. Συνεχίζοντας το οδοιπορικό των επεμβάσεων του στρατού σημειώνει ότι απόπειρες πραξικοπημάτων έγιναν το 1962 και το 1963, ενώ το 1970 απομακρύνθηκαν 56 στρατηγοί και 516 συνταγματάρχες για να αποτραπεί εκ των έσω πραξικόπημα. Το 1971 ο στρατός εξέδωσε διάγγελμα που τόνιζε την ανάγκη για ισχυρή και αξιόπιστη κυβέρνηση. Το διάγγελμα είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και για τα επόμενα δέκα χρόνια την παρουσία αδύναμων κυβερνήσεων συνασπισμού. Ενεργώντας ως εγγυητές των αρχών του Κεμάλ Ατατούρκ, οι στρατιωτικοί προχώρησαν στο πλέον αιματηρό τους πραξικόπημα το 1980, ενώ το 1997 εξανάγκασαν μια κυβέρνηση συνεργασίας με επικεφαλής ένα ισλαμικής ευαισθησίας κόμμα σε παραίτηση. Αναφέρει ακόμα ότι πριν το πραξικόπημα του 1997 μεγάλος αριθμός στρατιωτικών εκδιώχθηκαν από το στρατό επειδή ασκούσαν τον ισλαμισμό. Η τελευ60
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία ταία απόπειρα ανάμειξης του στρατού στην πολιτική σημειώθηκε το 2007 όταν το Γενικό Επιτελείο ανάρτησε στο διαδίκτυο διάγγελμα προειδοποιώντας το κυβερνών κόμμα, ΑΚΡ, να μην προχωρήσει στην εκλογή στο προεδρικό αξίωμα του Αμπντουλάχ Γκιουλ, εν μέρει επειδή η σύζυγός του φοράει μαντίλα. Όμως, η βουλή που προέκυψε από τις εκλογές εξέλεξε τον Γκιουλ πρόεδρο, προκαλώντας έτσι την πρώτη ήττα του στρατού στην αντιπαράθεση του με την πολιτική τάξη. Τέλος, γίνεται αναφορά στις τελευταίες προσπάθειες πραξικοπηματικών συνομωσιών που απέτυχαν και έγιναν γνωστές με τις ονομασίες «Εργκενεκόν» και «Βαριοπούλα», που στόχο είχαν την ανατροπή της παρούσας κυβέρνησης του ΑΚΡ και που οι σχετικές δίκες πρόσφατα ολοκληρώθηκαν με βαριές καταδίκες για πολλούς ανώτερους στρατιωτικούς συμπεριλαμβανομένου και του πρώην γενικού επιτελάρχη, στρατηγού Μπασμπούγ. Εν κατακλείδι η Λαλέ Κεμάλ καταλήγει ότι η παράθεση των γεγονότων δείχνει ότι από το 1950 που θεσπίστηκαν οι πολυκομματικές εκλογές έχουμε μια συνεχή σειρά γεγονότων όπου οι στρατιωτικοί ή διοργάνωναν πραξικοπήματα ή υφίσταντο εκκαθαρίσεις και εσωτερικά πραξικοπήματα. Έτσι, αποτελεί απλό γεγονός ότι το ηθικό των στρατιωτικών βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο για πολλές δεκαετίες, επισημαίνει και προσθέτει, ότι είναι υπόθεση της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου να σώσουν τους στρατιωτικούς από τον εαυτό τους μέσω διαρθρωτικών αλλαγών που όφειλαν να είχαν κάνει εδώ και κάποια χρόνια. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να πούμε ότι γίνονται σταδιακά και με προσεκτικά βήματα έτσι που να μην προκαλέσουν τους στρατιωτικούς και οδηγήσουν σε νέες απόπειρες παρέμβασης τους στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
Για το ρόλο της θρησκευτικής οργάνωσης του Φεχτουλάχ Γκιουλέν. Από τις μέχρι τώρα αναφορές μας στην θρησκευτική οργάνωση του ιμάμη Φεχτουλάχ Γκιουλέν έχει γίνει προφανές ότι αυτή διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στα τεκταινόμενα στη χώρα. Πρόκειται για θρησκευτικό δόγμα με επικεφαλής τον ιμάμη Γκιουλέν, ο οποίος είχε διωχθεί από το προηγούμενο κοσμικό καθεστώς για ανατρεπτική δραστηριότητα και είχε καταφύγει στις ΗΠΑ από το 1999, όπου και σήμερα έχει την έδρα του. Έχει δε επιδοθεί με ιδιαίτερη επιτυχία στη σχολική εκπαίδευση με περίπου 500 τουρκικά θρησκευτικά σχολεία στην Τουρκία και σε άλλες 16 χώρες και έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα. Η οργάνωση έχει εξελιχθεί σε οικονομική δύναμη με συσσωρευμένο ισλαμικό κεφάλαιο με την αξία των χρημάτων που διαχειρίζεται να ανέρχεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα 25 δις. Δολάρια. Το θρησκευτικό κίνημα του ιμάμη λειτουργεί μυστικά και ο προφανώς μεγά61
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λος αριθμός των μελών του υπακούει πιστά στις πολιτικές του κατευθύνσεις. Κάποιοι, μάλιστα που έχουν εγκαταλείψει το κίνημα μιλάνε για πλύση εγκεφάλου και δομές που θυμίζουν θρησκευτική αίρεση. Η μυστικότητα στην οργάνωση του κινήματος έχει εκτιμηθεί από πολλούς ότι ίσως του δίνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από την πραγματική του ισχύ. Πάντως, είναι πολλοί εκείνοι που συμμερίζονται την άποψη του δημοσιογράφου Αχμέτ Σικ ότι «όποιος τον ακουμπάει καίγεται», που να υπενθυμίσω φυλακίστηκε και διώχθηκε ενώ το βιβλίο του «Ο στρατός του Ιμάμη» απαγορεύτηκε. Φανταστική η πραγματική η μεγάλη δύναμη του Γκιουλέν, δεν βρίσκει κανείς πολλούς από τους επικριτές του πρόθυμους να μιλήσουν για αυτόν. Είναι προφανές ότι η μυστικότητα έχει προσδώσει μυθικές διαστάσεις στην οργάνωση του. Πάντως, είναι προφανής η δραστηριότητα της και η προσπάθεια της να επηρεάσει ή και ελέγξει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Ήδη μιλήσαμε για τη δραστηριότητα στα ΜΜΕ μέσω της οποίας και δίνει το δικό της στίγμα στα γεγονότα και προβάλλει «το θεάρεστο έργο και τις εμπνευσμένες ιδέες του ηγέτη της». Να πούμε ακόμα ότι χωρίς να έχει ταυτιστεί με την κυβέρνηση του ΑΚΡ, την έχει μέχρι πρόσφατα στηρίξει εκλογικά. Πρόκειται για μια αναγκαστική συμμαχία όπου με κοινό παρονομαστή το Ισλάμ, ο μεν Ερντογάν χρειάστηκε τη στήριξη του κινήματος για να επικρατήσει εκλογικά, ο δε Γκιουλέν την κυβερνητική εξουσία του ΑΚΡ για να προωθήσει την πολιτική του κατά του Βαθέος κράτους και την απρόσκοπτη λειτουργία της οργάνωσης του. Όπως επανειλημμένα έχει αναφερθεί στα τουρκικά μίντια, υπήρξε μία στρατηγική συμμαχία ανάμεσα στον Γκιουλέν και τον Ερντογάν. Ο πρώτος εξασφάλιζε μέσω της μεγάλης του επιρροής στα φτωχότερα λαϊκά ισλαμικά στρώματα, λόγω του φιλανθρωπικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού του έργου, ψήφους για το ΑΚΡ, ενώ ο Ερντογάν προστάτευε το κίνημα και τους οπαδούς του. Να πούμε ακόμα ότι συχνά έχει καταγγελθεί ότι το κίνημα επιδιώκει την μαζική διείσδυση των μελών και οπαδών του στον κρατικό μηχανισμό με στόχο φυσικά τον έλεγχό του και τον επηρεασμό των εξελίξεων. Τα ΜΜΕ της οργάνωσης δεν το αρνούνται. Αντίθετα, ισχυρίζονται ότι είναι καθήκον των οπαδών της να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σαν πολίτες στον κρατικό μηχανισμό. Όμως, είναι περισσότερο από προφανές ότι ο ανταγωνισμός με την κυβέρνηση του ΑΚΡ για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού δεν είναι απλά θέμα άσκησης καθηκόντων των πολιτών, αλλά κύρια ελέγχου των κύριων κατευθύνσεων του τουρκικού κράτους. Είναι με άλλα λόγια μία προσπάθεια κηδεμονίας όχι με την ισχύ της ανοιχτής βίας και επέμβασης, όπως μέχρι πρόσφατα γινότανε από το στρατιωτικό «βαθύ κράτος», αλλά με την ισχύ «δημοκρατικών» διαδικασιών. Η οργάνωση του ιμάμη στην ουσία προσπαθεί με διαφορετικά μέσα να παίξει τον ρόλο κηδεμόνα που έπαιξε η κρατική ελίτ. Η διαφορά είναι ότι «το βαθύ κράτος» βασιζότανε κύρια στην στρατιωτική 62
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία και δικαστική ελίτ, ενώ σήμερα η επιρροή στο στρατό είναι αμφισβητούμενη και το μεν ΑΚΡ φαίνεται να ελέγχει την αστυνομία και τα λοιπά σώματα ασφαλείας, η δε οργάνωση του ιμάμη το δικαστικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση γίνεται προφανές ότι η νοοτροπία της κηδεμονίας είναι παρούσα στα πολιτικά δρώμενα της Τουρκίας και καθιστά δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο το στόχο του εκδημοκρατισμού της χώρας. Η οργάνωση Γκιουλέν προωθεί μία ήπια ισλαμική δημοκρατία, που φαίνεται να έχει τη στήριξη των ΗΠΑ που εξακολουθούν να φιλοξενούν την έδρα της οργάνωσης και τον ιμάμη στο έδαφός τους. Μην ξεχνάμε ότι το μοντέλο της ήπιας ισλαμικής δημοκρατίας προσπάθησε η Δύση να το πλασάρει στις χώρες της αραβικής άνοιξης και σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια εναλλακτική λύση στον θεοκρατικό μουσουλμανισμό. Πέραν τούτου, η οργάνωση επιδιώκει και μέσω δικαιοσύνης προωθεί τον πλήρη έλεγχο του στρατού από την πολιτική ηγεσία. Δεν κάνει εκπτώσεις στην αντιμετώπιση των πραξικοπηματιών και στο θέμα αυτό φαίνεται να διαφωνεί με την πιο μετριοπαθή στάση της κυβέρνησης Ερντογάν. Τέλος να σημειώσουμε ότι στο χώρο του πολιτικού Ισλάμ η απόσυρση της στήριξης του κινήματος προς τον Ερντογάν με αφορμή την επιμονή του τελευταίου στο ενισχυμένων εξουσιών προεδρικό σύστημα, μπορεί να είναι καθοριστική στις εξελίξεις στην αναθεώρηση του συντάγματος και τη μορφή του πολιτεύματος, αλλά και στην ίδια την καριέρα και τις φιλοδοξίες του πρωθυπουργού.
Η φωτογραφία είναι από δημοσίευμα των NY Times. Στη λεζάντα αναφέρεται ότι είναι από ένα από τα σχολεία του κινήματος Γκιουλέν και προσθέτει ότι το κίνημα έχει εκατομμύρια πιστούς και σχολεία σε 140 χώρες. Να προσθέσουμε ότι το κλείσιμο των σχολείων του κινήματος από την κυβέρνηση Ερντογάν υπήρξε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και έφερε σχεδόν σε ανοιχτή σύγκρουση την κυβέρνηση με τον ιμάμη.
63
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Παρατηρητές και ακαδημαϊκοί ερευνητές που μελετούν τη σχέση του κινήματος με το ΑΚΡ έχουν αρχίσει να μιλάνε για ρήξη που κορυφώνεται μετά τα γεγονότα του Πάρκου Γκεζί και τον υπέρμετρο αυταρχισμό και την μεγάλη αλαζονεία που επιδεικνύει ο πρωθυπουργός Ερντογάν. Όπως ήδη ανέφερα, το ΑΚΡ και το κίνημα Γκιουλέν τα ενώνει ο στόχος επικράτησης του πολιτικού Ισλάμ και η απομάκρυνση του στρατού από την πολιτική δραστηριότητα. Όμως, εδώ και καιρό έχει διαφανεί ισχυρό ρήγμα ανάμεσα τους. Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες ο πρωθυπουργός απομακρύνει από καίριες θέσεις στη δικαιοσύνη και τον κρατικό μηχανισμό ανθρώπους που πρόσκεινται και κατευθύνονται από το κίνημα, ενώ γίνεται λόγος και για έλεγχο επιχειρήσεων του κινήματος. Η κόντρα Ερντογάν-Γκιουλέν μπορεί να οδηγήσει σε εσωτερική σύγκρουση που αποτελεί επικίνδυνη απειλή για τον Ερντογάν. Μια διάσπαση εντός του ΑΚΡ, εκτιμούν διάφοροι αναλυτές, θα μπορούσε να σημάνει και το τέλος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι τα γεγονότα του Πάρκου Γκεζί ανέδειξαν την αντίθεση μεγάλου μέρους των πολιτών, κύρια των νεώτερων και πιο μορφωμένων, στο πολιτικό Ισλάμ και το καθεστώς που επιδιώκει να επιβάλει στη χώρα.
Αναστροφή της πορείας εκδημοκρατισμού. Ο περιορισμός του στρατού στα στρατιωτικά του καθήκοντα, στους στρατώνες, όπως αναφέρεται συχνά, και πάντως εκτός πολιτικής δραστηριότητας, υπήρξε και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να είναι ένα από τα ζητούμενα στην πορεία εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Όμως, αυτό από μόνο του δεν λύνει το πρόβλημα όσο σημαντική επιτυχία και αν είναι. Η κατεύθυνση του πολιτεύματος που θα προκύψει μέσα από το καινούργιο σύνταγμα και η κατοχύρωση, αλλά και εφαρμογή στην πράξη, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδιαίτερα της ελευθερίας έκφρασης και της ελευθερίας των ΜΜΕ, εξακολουθούν να παραμένουν ζητούμενα τα οποία μάλιστα η κυβέρνηση δεν δείχνει ιδιαίτερη προθυμία να εξασφαλίσει. Αντίθετα, υπάρχουν ενδείξεις και έντονες καταγγελίες από φιλελεύθερους κύκλους ότι η κυβέρνηση βαδίζει προς την κατεύθυνση υιοθέτησης ενός αυταρχικού προεδρικού συστήματος, που εκ των πραγμάτων θα διαιωνίσει το έλλειμμα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά και προς ένα περισσότερο ή λιγότερο ήπιο ισλαμικό καθεστώς με ευλαβείς πολίτες, που στο πρότυπο του πρωθυπουργού Ερντογάν, θα είναι ευσεβείς και υπάκουοι. Πολίτες που δεν θα αμφισβητούν την «σοφή πολιτική τους ηγεσία», αλλά θα διάγουν και βίο ευσεβή μακριά από αλκοόλ, κάπνισμα και άλλες κακές συνήθειες. Όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ θέλησε να επιβάλει στην τουρκική κοινωνία το δικό του πρότυπο πολίτη, του δυτικοποιημένου, έτσι και ο Ερντογάν ακολουθώντας το παράδειγμά του επιχειρεί να επι64
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία βάλει το δικό του πρότυπο του ευσεβούς ισλαμιστή πολίτη. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φαίνεται να διανοήθηκε ότι τα πρότυπα πολιτών δεν επιβάλλονται διά νόμου και με τη βία αλλά αναπτύσσονται μέσα από πολύπλοκες κοινωνικές διαδικασίες. Πάντως, το θέμα του εκδημοκρατισμού υπήρξε και είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ΕΕ και εν πολλοίς παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία ένταξης της. Είναι προφανές ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση υπό τις κρατούσες συνθήκες στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών θα ισοδυναμούσε με άρνηση των βασικών αρχών της ίδιας της ΕΕ. Αυτό φαίνεται να το υποτιμά τόσο η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας όσο και πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες, που προσβλέπουν στα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από την ένταξη μίας μεγάλης χώρας όπως η Τουρκία. Έτσι, η τελευταία προβάλλει την οικονομική της ευρωστία και ανάπτυξη και τις αντιρρήσεις για πολιτικούς λόγους για να εξηγήσει γιατί δεν γίνεται δεκτή στην ΕΕ, ενώ οι φιλελεύθεροι σχολιαστές αναπτύσσουν το επιχείρημα ότι η μη ένταξη ή οι αντιρρήσεις για ένταξη δρουν ανασταλτικά στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Ο εκδημοκρατισμός τουλάχιστον θεσμικά αναμένεται να επιβληθεί με έξωθεν κίνητρα και πιέσεις και όχι από εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες και εξελίξεις. Αν οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ και γενικότερα τη Δύση δρουν θετικά και ενθαρρύνουν τον εκδημοκρατισμό της και τις μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, η μη επίλυση του Κουρδικού και η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας δρουν αρνητικά και εν πολλοίς αιτιολογούν την απροθυμία και τις καθυστερήσεις για εκδημοκρατισμό και ανθρώπινα δικαιώματα. Ο αντιτρομοκρατικός νόμος αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με χιλιάδες Κούρδους ακτιβιστές να βρίσκονται χρόνια προφυλακισμένοι εν αναμονή της δίκης τους. Το ίδιο βέβαια μακροχρόνιες προφυλακίσεις αντιμετωπίζουν και οι αξιωματικοί και άλλοι κρατικοί λειτουργοί και δημοσιογράφοι που κατηγορούνται για ανάμειξη στις διάφορες συνωμοτικές προσπάθειες για ανατροπή της κυβέρνησης. Έτσι, γίνεται προφανές ότι όχι μόνο η εξεύρεση ειρηνικής λύσης στο Κουρδικό, αλλά και το κλείσιμο των λογαριασμών με το αμαρτωλό παρελθόν του καθεστώτος κηδεμονίας του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για να προχωρήσει η υπόθεση εκδημοκρατισμός και ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες. Πάντως, οι προθέσεις της κυβέρνησης για λύση στο Κουρδικό βρίσκονται υπό αμφισβήτηση. Σε αποκλειστικές δηλώσεις του στην Hurriyet, (2/09/2013) o Υπουργός Δικαιοσύνης, Σαντουλάχ Εργκίν, απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η κυβέρνηση προώθησε την διαδικασία επίλυσης του Κουρδικού προκειμένου να εξασφαλίσει ηρεμία πριν τις εκλογές. 65
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Όπως δήλωσε, οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση δεν αποτελούν προεκλογικούς ελιγμούς και τόνισε ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις για την επιτυχή έκβαση της διαδικασίας επίλυσης αλλά, παρόλα αυτά, η ίδια η διαδικασία απέτρεψε νέους θανάτους για το 2013. Η επιτυχία της διαδικασίας επίλυσης είναι προς το συμφέρον όλων και οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση είναι σχεδιασμένες στο να επιβάλλουν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, δήλωσε ο Εργκίν. «Η Τουρκία είναι μια χώρα που πραγματοποιεί συνομιλίες για ένταξη στην ΕΕ και που έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο στόχος μας είναι να καταστήσουμε την Τουρκία μια χώρα με ισχυρότερη δημοκρατία, περισσότερες ελευθερίες και μεγαλύτερη ευημερία», είπε. Ακόμα πρόσθεσε ότι το πακέτο εκδημοκρατισμού δεν συμπεριλαμβάνει μεταρρυθμίσεις σχετικά με τους αντιρρησίες συνείδησης. «Το πακέτο εκδημοκρατισμού απευθύνεται στις ανάγκες του τουρκικού λαού σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα», πρόσθεσε. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αντίθετη γνώμη παρουσίασε η ημερησία Taraf, (2/09/2013). Σε σχετικό σχόλιο υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν μέτρα εκδημοκρατισμού στο πακέτο που ετοίμασε η κυβέρνηση. Το πακέτο δεν θα μειώσει το εκλογικό όριο, ούτε θα αλλάξει τον αντιτρομοκρατικό νόμο, δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για γενική αμνηστία και τώρα πλέον έχει γίνει ξεκάθαρο ότι δεν θα μεριμνήσει για τους αντιρρησίες συνείδησης στον στρατό. Πέραν τούτων όμως, υπάρχει και ο πολύ σημαντικός παράγοντας του τι είδους καθεστώς και τι είδους εξουσία θέλει να επιβάλλει στη χώρα ο πανίσχυρος, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, Ερντογάν και το κόμμα του, στο οποίο δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο λόγος του κυριαρχεί. Δεν αποτελεί μυστικό και όλα δείχνουν ότι στοχεύει σε ένα νέο οθωμανικό μεγαλείο, με την Τουρκία κυρίαρχη στην περιοχή και το πέρασμα από τις είκοσι στις δέκα μεγάλες οικονομίες του κόσμου, ως το 2020, και τον ίδιο στην προεδρία της χώρας, σε ένα προεδρικό σύστημα που θα του παρέχει αυξημένες εξουσίες και θα τον καθιστά κυρίαρχο του παιχνιδιού τουλάχιστον έως το 2023, εκατοστή επέτειο από την ίδρυση του τουρκικού κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση του δουλεύει αργά αλλά σταθερά προς την κατεύθυνση αποκατάστασης των αδικιών που είχαν υποστεί οι μουσουλμάνοι στο πλαίσιο της κυριαρχίας του κοσμικού κράτους και την επιβολή ενός τρόπου ζωής που έχει τη βάση του στο Ισλάμ και τον οποίο ασπάζεται και εφαρμόζει και ο ίδιος. Η απελευθέρωση της μαντίλας, οι περιορισμοί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στην κατανάλωση αλκοόλ, η απαγόρευση των εκτρώσεων, μέχρι και οι χωριστές πισίνες για άνδρες και γυναίκες αποτελούν δείγματα του ευσεβούς, υπάκουου και χαρούμενου πολίτη που θέλει να επιβάλει.
66
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Από τη μια έχουμε έντονη προσπάθεια για καθιέρωση του ηγετικού ρόλου της Τουρκίας, μάλιστα σαν χώρας μοντέλου ισλαμικής δημοκρατίας, και από την άλλη την προώθηση του ισλαμικού τρόπου ζωής σε αντιπαράθεση με τον κοσμικό. Αναφορικά με τον ηγετικό ρόλο της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής υπήρξε τα τελευταία χρόνια και με αφορμή την αραβική άνοιξη έντονος προβληματισμός. Φάνηκε εξ αρχής ότι οι ΗΠΑ είδαν την Τουρκία σε πιθανό ρόλο μοντέλο για τις χώρες της αραβικής άνοιξης, ρόλο που και η ίδια και περισσότερο ο πρωθυπουργός επιθυμούσε και επεδίωξε στο πλαίσιο των φιλοδοξιών του να καταστεί η Τουρκία ηγετικός παίχτης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ο σχολιαστής της ZAMAN (21-02-2011) Σαχίν Αλπάι, επισήμανε ότι η Τουρκία με τη σημερινή της διακυβέρνηση από το κόμμα του Ερντογάν έχει τη δυνατότητα να γίνει πηγή έμπνευσης για τις αναδυόμενες αραβικές δημοκρατίες. Απαντώντας δε σε εκείνους που ισχυρίζονταν ότι στην Αίγυπτο θα επικρατούσε το μοντέλο της ελεγχόμενης από το στρατό δημοκρατίας, το οποίο η Τουρκία προσπαθεί να ξεπεράσει, επισήμανε ότι στη μεν Τουρκία η δημοκρατία επιβλήθηκε από πάνω προς τα κάτω, από τις κρατικές ελίτ, ενώ στην Αίγυπτο πραγματοποιείται από τη λαϊκή πίεση από κάτω προς τα πάνω. Επειδή δε η Αίγυπτος αποτελεί σημείο αναφοράς για ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, το καθεστώς που θα επικρατήσει εκεί θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το τι θα ακολουθήσει στην ευρύτερη περιοχή. Το ερώτημα είναι, κατέληγε ο Αλπάι, εάν οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι τους θα στήριζαν ένα καθεστώς στρατιωτικής κηδεμονίας ή πραγματικής δημοκρατίας στην Αίγυπτο. Η στάση των ΗΠΑ και γενικά της Δύσης, μπορεί να είναι και ο καθοριστικός παράγοντας για την κατεύθυνση των εξελίξεων στην Μ. Ανατολή, αλλά και στην ίδια την Τουρκία, επεσήμανε τότε και φαίνεται να δικαιώνεται σήμερα, τουλάχιστον ως προς την Αίγυπτο. Πέραν τούτων, οι εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας φαίνεται να κινούνται αντιφατικά. Από τη μια σαφώς διαπιστώνεται ότι υπήρξαν βήματα εκδημοκρατισμού και μεταρρυθμίσεων, ενώ από την άλλη φαίνεται η κυβέρνηση να θέλει να φρενάρει τον εκδημοκρατισμό επιβάλλοντας το δικό της ισλαμικό καθεστώς. Το θέμα απασχόλησε έντονα τον τουρκικό Τύπο, το τελευταίο διάστημα.
«Η τουρκική παραδοξότητα». Οι εξελίξεις που κυριάρχησαν στο εσωτερικό μέτωπο, το καλοκαίρι του 2012, στράφηκαν κύρια γύρω από δύο θέματα. Το πρώτο αφορούσε το τρίτο πακέτο μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη, με το όποιο καταργήθηκαν τα δικαστήρια ειδικής εξουσιοδότησης, που είχαν αναλάβει τις μεγάλες υποθέσεις των πραξικοπημάτων και των τρομοκρατι67
Μπάμπης Γιαννακόπουλος κών οργανώσεων. Το δεύτερο αφορούσε ανοίγματα και πρωτοβουλίες που έγιναν από διαφορετικές πλευρές για την επίλυση του Κουρδικού. Ιδιαίτερα το πακέτο μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη υπήρξε αφορμή για ποικίλα σχόλια και έντονες επικρίσεις για την πορεία της κυβέρνησης, που προήλθαν περισσότερο από φιλικές της δυνάμεις και λιγότερο από την αντιπολίτευση, που διέκρινε κάποια δυνατότητα δημιουργίας κλίματος συναίνεσης, το οποίο εκτιμά ως αναγκαίο για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας και ιδιαίτερα του Κουρδικού. Όμως, η μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη συνάντησε την έντονη αντίδραση κύρια του κινήματος Γκιουλέν το οποίο εκτίμησε ότι με την κατάργηση των δικαστηρίων ειδικής εξουσιοδότησης η κυβέρνηση προβαίνει σε συμβιβασμό με το στρατιωτικό κατεστημένο μη προχωρώντας στην τιμωρία των πρωταιτίων για τα πραξικοπήματα ή τις απόπειρες πραξικοπημάτων. Οι σχολιαστές και αναλυτές των ελεγχόμενων από το κίνημα του ιμάμη ΜΜΕ κατέληξαν ούτε λίγο ούτε πολύ στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ «Δεν αποτελεί πλέον δύναμη εκδημοκρατισμού», όπως ανέφερε ο χαρακτηριστικός τίτλος σχολίου του Ιχσάν Γιλμάζ, στην Today’s Zaman (14/07/2012). Ο Σαχίν Αλπάι, στη στήλη του στην ίδια εφημερίδα (16/07/2012), επισήμαινε την «τουρκική παραδοξότητα», που συνίσταται στο ότι το ΑΚΡ ταυτόχρονα προωθεί και καταπατεί τη δημοκρατία. Η κυβέρνηση του ΑΚΡ με το ένα χέρι οδηγεί την Τουρκία σε μια περισσότερο ανοιχτή κοινωνία, επεκτείνοντας ατομικές, θρησκευτικές και οικονομικές ελευθερίες, ενώ με το άλλο καταστέλλει τα ανοίγματα, έγραψε. Ο Αλπάι συνόψισε την πορεία του ΑΚΡ σημειώνοντας ότι έχει περάσει τρία βασικά στάδια. Το πρώτο, που κράτησε περίπου έως το 2005, είναι το στάδιο των πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που οδήγησε την Τουρκία σε καθεστώς χώρας υπό ένταξη στην ΕΕ. Η περίοδος σωστά ονομάστηκε «ήσυχη επανάσταση», ισχυρίζεται και προσθέτει ότι οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν επέδωσαν στο ΑΚΡ εσωτερική και διεθνή αναγνώριση. Το δεύτερο στάδιο, το προσδιορίζει ανάμεσα στο 2005 και 2009, χαρακτηρίζεται από τις απόπειρες του παλιού κεμαλικού κατεστημένου με πραξικοπήματα να ανατρέψει την κυβέρνηση του ΑΚΡ. Είναι η εποχή που το ΑΚΡ αγωνίζεται να διατηρηθεί στη εξουσία, γράφει, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στην μεγάλη λαϊκή στήριξη που είχε το κόμμα στις εκλογές του 2007. Το τρίτο στάδιο, από το 2009 και έπειτα, χαρακτηρίζεται από τον αποτελεσματικό έλεγχο των πρωταγωνιστών του καθεστώτος της κηδεμονίας, δηλαδή των νοσταλγών του κεμαλισμού, και την εδραίωση της δικής του εξουσίας. Αυτή την περίοδο, το συντηρητικό πρόσωπο κυριάρχησε του δημοκρατικού, αφήνοντας εν πολλοίς άθικτους τους θεσμούς και κανόνες του κεμαλισμού.
68
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Την κριτική για την πορεία της κυβέρνησης συνοψίζει καλύτερα σε σχόλιο του, στην Taraf (13/07/2012), ο Αχμέτ Αλτάν, που απαντά στο ερώτημα γιατί αυτοί που μέχρι πρόσφατα υποστήριζαν το ΑΚΡ, τώρα του ασκούν έντονη κριτική. Αναπόφευκτα προσφεύγει στο παρελθόν για να τονίσει ότι το ΑΚΡ ήρθε στο προσκήνιο σαν πολιτική δύναμη ανατροπής του κεμαλικού κατεστημένου, επομένως σαν δύναμη ανατρεπτική και μεταρρυθμιστική, δύναμη εκδημοκρατισμού. Το νεοτουρκικό κράτος, γράφει, εγκαθιδρύθηκε σε στενή βάση που απέκλειε τους ευσεβείς σουνίτες, τους αλεβίτες, τους Κούρδους και τους αριστερούς. Σχεδίασε ένα «μοντέλο» και επιχείρησε να εντάξει τους πάντες σ’ αυτό. Αυτό το μοντέλο απαιτούσε ένα πολίτη που να είναι Τούρκος, σουνίτης, ολίγον ευσεβής και προ πάντως Κεμαλιστής. Αυτοί που ήταν διαφορετικοί και δεν χωρούσαν σ’ αυτό το μοντέλο, αντιμετώπισαν δύσκολους καιρούς, άλλοι εκτελέστηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν. Το ΑΚΡ, γράφει, ήρθε στην εξουσία υποσχόμενο ένα κράτος για όλους τους πολίτες, που θα ανέτρεπε τους περιορισμούς του παρελθόντος με «ανοίγματα». Τέτοια ήτανε τα ανοίγματα προς τους Κούρδους και τους Αλεβίτες, ενώ στην εξωτερική πολιτική η ανοησία της πολιτικής «ένας Τούρκος δεν έχει φίλο παρά μόνο ένα Τούρκο» τελείωσε και ένα άνοιγμα στον κόσμο καθιέρωνε το σύνθημα των «μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες». Όμως, καταλήγει, μετά από ένα σημείο, το ΑΚΡ έκανε επιτόπου αναστροφή όπως ένας δύτης που αισθάνεται ότι έχει προχωρήσει πολύ στα βαθιά. Με την απότομη αναστροφή που έκανε υιοθέτησε το μοντέλο ενός «σουνίτη Τούρκου». Όμως, η Τουρκία μπορεί να πορευτεί με ειρήνη και ευημερία μόνο μέσω των ανοιγμάτων και αυτό ζητάνε από το ΑΚΡ οι ψηφοφόροι του. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι το ερώτημα που από το 2011 είχε θέσει η Νουράϊ Μερτ (Hurriyet Daily News, 5-12-2011), το κατά πόσον δηλαδή έχουμε επικράτηση της δημοκρατίας ή απλά την χρήση δημοκρατικών διαδικασιών για την επικράτηση του πολιτικού Ισλάμ, είναι ουσιαστικής σημασίας για την κατεύθυνση της χώρας.
Και η τουρκική ιδιαιτερότητα. Να πούμε ακόμα ότι πέραν της τούρκικης παραδοξότητας υπάρχει και το όχι συνηθισμένο ιστορικά φαινόμενο ένα συντηρητικών αρχών ισλαμικό κόμμα να επωμίζεται το βάρος μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κατεύθυνσης μεταρρύθμισης, ήτοι τον εκδημοκρατισμό της χώρας, ενώ το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το CHP, λόγω της κεμα69
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λικής κληρονομιάς του να είναι ταυτισμένο με το σύστημα της κηδεμονίας και οπισθοδρομικές πολιτικές. Σίγουρα αυτό αποτελεί τουρκική ιστορική ιδιαιτερότητα, που οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι το ΑΚΡ, κόμμα ισλαμικό και συντηρητικών αρχών εκπροσωπώντας την μεγάλη και καταπιεσμένη από το σύστημα της κηδεμονίας πλειοψηφία των μουσουλμάνων, αν θέλετε «ευλαβών σουνιτών», έρχεται στο προσκήνιο ανατρέποντας συστηματικά και σταδιακά το βαθύ κράτος και τους καταπιεστικούς μηχανισμούς του. Ταυτόχρονα και έχοντας τη στήριξη φιλελεύθερων και προοδευτικών δυνάμεων καλλιέργησε προσδοκίες για πλήρη εκδημοκρατισμό και κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Να πούμε ακόμα ότι οι εκλογικές επιτυχίες του ΑΚΡ που επέτρεψαν ή και οδήγησαν στην ανατροπή της προηγούμενης αντιδημοκρατικής κατάστασης οφείλονται εν πολλοίς στον επικοινωνιακά χαρισματικό του ηγέτη Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο Τούρκος πρωθυπουργός αν και έχει κερδίσει την ψήφο και την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών είναι ηγέτης με ανατολίτικες δεσποτικές τάσεις και νοοτροπία και αυταρχικό χαρακτήρα. Ακόμα, έχει μία ιδιάζουσα αντίληψη της δημοκρατίας προσαρμοσμένης στο ανατολίτικο δεσποτικό μοντέλο. Ναι μεν ο λαός ψηφίζει και εκλέγει κυβέρνηση, πέραν αυτού όμως είναι υποχρεωμένος να την υπακούει αδιαμαρτύρητα και να την χειροκροτεί. Ο Μουράτ Γιετκίν σε σχόλιο του στη Hurriyet Daily News (11/09/2013), αναρωτιέται για το «Πότε είναι ελεύθερη η διαδήλωση στην Τουρκία;» Παρατηρεί ότι αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, που όμως στην Τουρκία εφαρμόζεται επιλεκτικά μόνο όταν είναι υπέρ των κυβερνητικών πολιτικών. Για παράδειγμα, γράφει με αρκετή δόση ειρωνείας, όχι μόνο επιτρέπεται η διαμαρτυρία για το πραξικόπημα στην Αίγυπτο, τα εγκλήματα του καθεστώτος Μπαθ στη Συρία, ή την καταπίεση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ, αλλά στους διαδηλωτές προσφέρεται και δωρεάν μεταφορά, τροφή και ποτό συνήθως από την προσκείμενη στο ΑΚΡ τοπική αυτοδιοίκηση και επιχειρηματίες. Τώρα το τι γίνεται με τις διαδηλώσεις που είναι κατά των κυβερνητικών πολιτικών όσο ειρηνικές και αν είναι αυτές μιλάει η περίπτωση των διαμαρτυριών του Πάρκου Γκεζί. Η διαφορετική μεταχείριση των ημέτερων και των αντίθετων διαδηλωτών δείχνει και τη νοοτροπία περί δημοκρατίας του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού Ερντογάν προσωπικά. Αναμφίβολα, ο πρωθυπουργός Ερντογάν και η κυβέρνηση του ΑΚΡ κινείται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που οδηγεί στην αλλαγή του συστήματος σε προεδρικό με αυξημένες εξουσίες. Σύμφωνα με έγκυρους δε παρατηρητές, αυτό θα περιλαμβάνει και τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής δομής με τη δημιουργία περιφερειών οι κυβερνήσεις των οποίων θα έχουν εξουσία σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης, ελπίζοντας ότι έτσι θα ικα70
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία νοποιηθεί το αίτημα των Κούρδων για «δημοκρατική αυτονομία». Είναι δε σίγουρο ότι τον θώκο της νέας διευρυμένων εξουσιών προεδρίας θα διεκδικήσει, με πολλές πιθανότητες να κερδίσει, ο Ερντογάν. Αναμφίβολα, τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι καθοριστικά για το μέλλον της Τουρκίας. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αλλαγή του συστήματος σε Προεδρική Δημοκρατία, αλλά η συγκεντρωτική και αυταρχική μορφή που μπορεί να πάρει, ανατρέποντας την πορεία προς τον πλήρη εκδημοκρατισμό και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, εδραιώνοντας μια ισλαμική συντηρητική και αυταρχική δημοκρατία. Η επιλογή ανάμεσα στη Σαγκάη και τις Βρυξέλλες, που είναι το νέο δίλημμα που η κυβέρνηση έβαλε πριν περίπου ένα χρόνο και πρόσφατα επανέλαβε ο Ερντογάν σε συνάντηση του με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο περί εξωτερικής πολιτικής, δεν αποτελεί απλά επιλογή εξωτερικής κατεύθυνσης, αλλά πολύ περισσότερο επιλογή συστήματος αξιών. Στο σημείο αυτό να κάνουμε μία παρένθεση για να πούμε ότι τελείως διαφορετική πολιτική επί των θεμάτων αυτών ακολουθεί ο επίσης προερχόμενος από το ΑΚΡ πρόεδρος Γκιουλ, ο οποίος αρχικά και εκφράστηκε υπέρ του δικαιώματος των πολιτών να διαδηλώνουν και με κάθε ευκαιρία εκφράζει διακριτικά τη αντίθεση του με την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση του. Αυτό μας οδηγεί σε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που είναι η διαφαινόμενη διάσταση απόψεων στο κυβερνών κόμμα και η αρχή της αμφισβήτησης της πλήρους εσωκομματικής κυριαρχίας του Ερντογάν. Κατά καιρούς έχουν γραφτεί διάφορα για τη σχέση των δύο ανδρών, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε ότι ο μετριοπαθής Γκιούλ στηρίζεται από τον ιμάμη Γκιουλέν και αποτελεί εναλλακτική λύση και για την διευρυμένων εξουσιών προεδρία, όταν και εάν θεσπιστεί. Όμως, η βίαιη αντίδραση της αστυνομίας στις ειρηνικές διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί, τον Ιούνιο του 2013, και η μαζική συμμετοχή σ’ αυτές, κυρίως νέων ανθρώπων, αποτέλεσε όχι μόνο επιβεβαίωση του ελλείμματος δημοκρατίας και ελευθεριών, αλλά, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, έδειξε ότι τελικά ο Ερντογάν δεν είναι και τόσο παντοδύναμος και αδιαμφισβήτητος. Σωστά κατάλαβε ότι το διαδίκτυο και οι τεχνολογία στην επικοινωνία αποτελούν «μεγάλο μπελά» για αυταρχικές κυβερνήσεις όπως η δική του και το δήλωσε δημόσια. Φυσικά για αυτόν αποτελούν μπελά μιας και δίνουν τη δυνατότητα μη ελεγχόμενης από το κράτος και τα κυρίαρχα ΜΜΕ επικοινωνίας, που με τη σειρά της επιτρέπει την κινητοποίηση μεγάλων λαϊκών μαζών. Όμως, πέραν τούτου η εξελιγμένη τεχνολογία στην επικοινωνία έχει αλλάξει τα δεδομένα και βρίσκεται στη βάση των εξελίξεων στην οικονομία και γενικά τις διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και πολιτισμικών. Οι επιρροές στον σημερινό πολίτη σ’ όλο τον 71
Μπάμπης Γιαννακόπουλος κόσμο δεν περιορίζονται σε εθνικό επίπεδο και πολύ περισσότερο δεν ελέγχονται από τις εθνικές ηγεσίες των διαφόρων χωρών. Το διαδίκτυο όπως στηρίζει την παγκοσμιοποίηση στην οικονομία έτσι συμβάλλει και στη δημιουργία του «πολίτη του κόσμου» που επιθυμεί να δουλεύει και να απολαμβάνει τις βασικές ελευθερίες και τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Η Τουρκία μια χώρα που την τελευταία δεκαετία με την κυβέρνηση Ερντογάν γνώρισε μια πρωτόγνωρη οικονομική ανάπτυξη και από την υποταγή της στο ΔΝΤ βρέθηκε στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου αναπόφευκτα ανέπτυξε και στηρίζει την οικονομία της στις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας. Επειδή δε, δεν είναι εύκολο να περιορίσεις αυτή την τεχνολογία μόνο στην οικονομία-οι όποιες προσπάθειες έγιναν προς την κατεύθυνση περιορισμού των λεγόμενων κοινωνικών μέσων απέτυχαν-είναι προφανές ότι η νέα γενιά τεχνοκρατών που προέκυψε από την οικονομική ανάπτυξη έχει υιοθετήσει ή όλο και περισσότερο αποδέχεται ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο πολίτη που ελάχιστα συνάδει με το μοντέλο του ευσεβούς ισλαμιστή πολίτη που ο Ερντογάν και το κόμμα του θέλουν και επιχειρούν να επιβάλουν.
Σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που ξεκίνησαν από το Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης και επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα, κυρίως οι νέοι άνθρωποι εξέφρασαν την δυσφορία τους για την κυβερνητική πολιτική που στοχεύει στην επιβολή ενός ισλαμικού τρόπου ζωής. Η κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα με την αστυνομία να καταστέλλει βίαια τις ειρηνικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και να δέχεται τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού Ερντογάν.
72
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Η εξέγερση στο Πάρκο Γκεζί έδειξε ότι οι όροι έχουν αλλάξει και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με πολιτικές του παρελθόντος. Όμως, για τον Ερντογάν και το κόμμα του η αυταρχική αντιμετώπιση των διαφωνούντων, με το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση του έχει προκύψει από εκλογές και με καθαρή πλειοψηφία, δεν αφήνει αμφιβολίες ότι θα ακολουθήσει μια αυταρχική και κατασταλτική πολιτική. Δεδομένου ότι η νέα γενιά δεν διαθέτει πολιτική εκπροσώπηση, αφού και η αξιωματική αντιπολίτευση και τα άλλα κόμματα κινούνται και αυτά με όρους και ιδέες του παρελθόντος, είναι πολύ πιθανό τα πράγματα να οδηγηθούν προς μια περισσότερο αυταρχική εξουσία. Το άλλο σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση προσπάθησε να ερμηνεύσει και αποδώσει τις διαδηλώσεις του Πάρκου Γκεζί σε διεθνείς συνωμοσίες και ξένα κέντρα, ενώ ταυτόχρονα εξαπέλυσε επίθεση και στα διεθνή ΜΜΕ τα οποία και προσπάθησε να νουθετήσει και να τους υποδείξει πως να κάνουν τη δουλειά τους, κάτι που συνήθως και τακτικά κάνει με τα τουρκικά ΜΜΕ. Πέραν τούτου, η αντίδραση της στο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο και την ανατροπή του αδελφού μουσουλμάνου προέδρου Μόρσι, και συγκεκριμένα η καταγγελία ότι αυτό έγινε με υποκίνηση του Ισραήλ, αφήνει αιχμές και εκφράζει φόβους ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην Τουρκία. Πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να πάρει τα όποια μέτρα ασφαλείας θα προστατεύσουν το δημοκρατικό καθεστώς της χώρας. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί και οι εξελίξεις στην Αίγυπτο άλλαξαν τα σχέδια του Ερντογάν ως προς την εγκαθίδρυση του προεδρικού συστήματος και την αναρρίχηση του ιδίου στην αυξημένων εξουσιών προεδρία, και πολύ πιθανόν να έχουν δίκιο. Όμως, όποιες και να είναι οι εξελίξεις ως προς το πολιτειακό, περισσότερο πιθανό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η κυβέρνηση Ερντογάν θα γίνει περισσότερο εσωστρεφής και μάλλον θα επιδιώξει να αντιμετωπίσει με το μόνο τρόπο που γνωρίζει και που ταιριάζει στην αυταρχική προσωπικότητα του πρωθυπουργού την αμφισβήτηση από μεγάλο μέρος του πληθυσμού του ιδίου και της κυβέρνησης του. Αναπόφευκτα, πέρα από την ενδοισλαμική αντιπαράθεση το προσεχές χρονικό διάστημα, μακροπρόθεσμα η εσωτερική πολιτική αντιπαλότητα θα εξελιχθεί ανάμεσα στην επιβολή του ευσεβούς ισλαμιστή πολίτη από την κυβέρνηση και την αντίδραση σ’ αυτό από τη νέα γενιά τεχνοκρατών των κοινωνικών μέσων, που οδηγεί σε περισσότερο δυτικού τύπου δημοκρατία και που φυσικά για να προσβλέπει σε κάποια επιτυχία θα πρέπει να βρει ή να δημιουργήσει και τον πολιτικό φορέα που θα την εκπροσωπήσει. Πρόσφατα, οι πιεστικές εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και η αλλαγή του σκηνικού κύρια με την ανατροπή από το στρατό του προέδρου Μόρσι στην Αίγυπτο, αλλά πολύ περισσό73
Μπάμπης Γιαννακόπουλος τερο οι εξελίξεις στο μέτωπο της πολύπαθης Συρίας οδήγησαν την κυβέρνηση του ΑΚΡ ανάμεσα σε άλλα να επισπεύσει τη διαδικασία ειρήνευσης στο Κουρδικό και αναπόφευκτα να προχωρήσει σε κάποιες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, απαραίτητες για την ειρηνική επίλυση του. Όπως παρατηρεί ο Μπουλέντ Κένες στην Today’s Zaman, (3/10/2013), το νέο και πολλά υποσχόμενο πακέτο εκδημοκρατισμού, που ο πρωθυπουργός Ερντογάν παρουσίασε στις 30 Σεπτεμβρίου, 2013, αντίθετα από του να επιβεβαιώνει, όπως υποστηρίζει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος, ότι η Τουρκία είναι μια «προηγμένη δημοκρατία», αποδεικνύει ότι υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος διότι μια προηγμένη δημοκρατία δεν χρειάζεται ένα μεταρρυθμιστικό πακέτο που περιέχει μόνο πολύ λίγες από τις μεταρρυθμίσεις που επειγόντως χρειάζονται. Πάντως, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, το ΑΚΡ είναι σήμερα το κόμμα που άσχετο από οποιεσδήποτε σκοπιμότητες επιχειρεί έστω και σε μικρή κλίμακα δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και γι’ αυτό εκλαμβάνονται και θετικά από τη διεθνή κοινότητα. Ακόμα, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι μεταρρυθμίσεις και ο εκδημοκρατισμός δεν είναι εύκολο να περάσουν και αφομοιωθούν από μεγάλο τμήμα των πολιτών που ανήκουν στη συντηρητική παράταξη και έχουν γαλουχηθεί στην ιδεολογία του κράτους κηδεμονίας του κεμαλισμού. Έτσι, είναι κατανοητή η προσπάθεια του ΑΚΡ να περάσει σταδιακά τις όποιες μεταρρυθμίσεις. Πάντως, το ζητούμενο δεν είναι το πώς θα επέλθουν οι μεταρρυθμίσεις, σταδιακά ή επαναστατικά μία και έξω, αλλά μέχρι ποίου σημείου είναι διατεθειμένη και μπορεί να φτάσει τον εκδημοκρατισμό η κυβέρνηση του ΑΚΡ. Όπως έχουμε δει αρκετοί είναι οι παρατηρητές που εκτιμούν ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ έχει κάνει αναστροφή στην πορεία εκδημοκρατισμού. Ο Κένες σε σχόλιο του στην ίδια εφημερίδα (23/10/2013) πάει ένα βήμα πιο πέρα και υποστηρίζει ότι σήμερα το στρατό σε ρόλο κηδεμόνα αντικαθιστά αργά αλλά σταθερά, η Εθνική Υπηρεσία πληροφοριών, η γνωστή ΜΙΤ. «Πρέπει να εξομολογηθώ ότι δεν είμαι ειδικός σε θέματα υπηρεσιών πληροφοριών ή αστυνομίας», γράφει και συνεχίζει, «Αλλά θα ήμουν τυφλός αν δεν έβλεπα ότι ένα τρομακτικό κρατικό σύστημα, σαν αυτά που υπάρχουν εν αφθονία σε αντιδημοκρατικά καθεστώτα, ιδιαίτερα στις χώρες της Μ. Ανατολής, διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας». Ακόμα σημειώνει ότι μεταρρυθμίσεις που έγιναν σε άλλους κρατικούς, φορείς όπως η ραδιοτηλεόραση, TRT, και το πρακτορείο Αναντολού, δεν έγιναν στη ΜΙΤ. Έτσι, η κυβέρνηση υπέθεσε ότι η ΜΙΤ απαλλάχτηκε των εγκλημάτων του παλιού καθεστώτος με το διορισμό στην ηγεσία της ενός επιτυχημένου και αξιόπιστου γραφειοκράτη. 74
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Όπως σημείωσα άλλωστε, ο εκδημοκρατισμός και η προηγμένη δημοκρατία δεν συνάδουν με το αυταρχικό και συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας που είναι στα σχέδια του Ερντογάν, αλλά ούτε και με τις δεκάδες φυλακισμένους δημοσιογράφους και γενικότερα την νοοτροπία που διακατέχει το κόμμα αυτό και τον ηγέτη του και την περί δημοκρατίας αντίληψη του. Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ένα κόμμα με τόσο οπισθοδρομικές περί δημοκρατίας και δημοκρατικής λειτουργίας αντιλήψεις επιθυμεί και επιδιώκει να δώσει στη χώρα μια πραγματικά προηγμένη δημοκρατία και η απάντηση είναι προφανής.
75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΚΟΥΡΔΙΚΟ: ΤΟ ΜΕΓΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Όπως έγραψε ο Αχμέτ Ασλάν, το μοντέλο που σχεδιάστηκε και πάνω στο οποίο εγκαθιδρύθηκε το νεοτουρκικό κράτος απέκλειε όχι μόνο τους ευσεβείς σουνίτες, τους αλεβίτες, τους αριστερούς και τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες θα πρόσθετα, αλλά και την πολυπληθή κουρδική μειονότητα. Το κεμαλικό-κοσμικό καθεστώς κινήθηκε είτε προς την εξόντωση των μικρότερων ομάδων που δεν χωρούσαν στο μοντέλο του, είτε προς την πλήρη και βίαιη αφομοίωση εκείνων που λόγω του μεγέθους τους η εξόντωση τους καθίστατο αδύνατη. Με εκτελέσεις, φυλακίσεις, διωγμούς και γενοκτονίες αντιμετωπίστηκαν όσοι δεν χωρούσαν στο μοντέλο του κοσμικού νεοτουρκικού κράτους. Η κουρδική όμως μειονότητα αντιμετωπίστηκε με καταπίεση που αποσκοπούσε στην εξάλειψη της εθνικής της συνείδησης και ταυτότητας και την πλήρη αφομοίωση της στην τουρκική εθνότητα, ένα εγχείρημα που όπου επιχειρήθηκε διεθνώς απέτυχε οικτρά και αργά ή γρήγορα οδήγησε στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Στο απολογητικό για τη στήριξη του προς το ΑΚΡ δημοσίευμα, που παραθέσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Μεχμέτ Ασλάν υποστηρίζει ότι το ΑΚΡ ήρθε στην εξουσία υποσχόμενο ένα κράτος ίσο προς όλους τους πολίτες που θα ανέτρεπε τους περιορισμούς του παρελθόντος με «ανοίγματα». Τέτοια ήτανε τα ανοίγματα προς τους Κούρδους και τους Αλεβίτες. Όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το Κουρδικό δεν είναι ένα από κείνα τα προβλήματα που μπορούν να λυθούν εύκολα, πόσο μάλλον που τα όποια «ανοίγματα» η κυβέρνηση Ερντογάν επιχείρησε ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Η κεμαλική κληρονομία είναι βαθιά ριζωμένη στην αντιμετώπιση των Κούρδων, ενώ το αίμα που έχει χυθεί ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια μπορεί με τους κατάλληλους πολιτι-
Μπάμπης Γιαννακόπουλος κούς χειρισμούς να ζυγίσει υπέρ της λογικής της ειρήνευσης και κατά της παράνοιας της συνέχισης μιας βίαιης πολιτικής που έχει οδηγήσει σε εκατόμβες θυμάτων και από τις δύο πλευρές. Τα θύματα τα τελευταία τριάντα χρόνια ξεπερνούν τους 40 000 χιλιάδες νεκρούς, ενώ οι υλικές ζημιές είναι τεράστιες. Η βίαιη αντιμετώπιση των Κούρδων και η μεγάλη καταπίεση που δέχθηκε ο κουρδικός πληθυσμός της χώρας, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, οδήγησε αναπόφευκτα στην αντίδραση, που ως ήταν φυσική συνέπεια, επίσης εκφράστηκε με αντιπαράθεση βίας. Αποκορύφωμα δε αυτών ήταν η εμφάνιση του ΡΚΚ, που μπορεί να χρησιμοποίησε τρομοκρατικές μεθόδους στην πάλη του και ίσως δικαιολογημένα για τα δυτικά πρότυπα να χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική οργάνωση, πλην όμως η ιστορία έδειξε ότι αυτό είχε και εξακολουθεί να έχει ερείσματα και μάλιστα ισχυρά στον κουρδικό πληθυσμό και γι’ αυτό επιβίωσε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα των μεγάλων στρατιωτικών εκκαθαριστικών επιθέσεων και διαδραμάτισε και συνεχίζει να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Έχει γίνει περισσότερο ή λιγότερο κατανοητό στους Κούρδους ότι χωρίς την δύναμη των όπλων του ΡΚΚ δεν θα είχε σημειωθεί καμία πρόοδος στο πρόβλημα τους. Μπορεί οι γείτονες μας να μην το δέχονται και να θέλουν να παρουσιαστούν στη διεθνή κοινότητα σαν θύματα τρομοκρατών, (δολοφόνων μωρών, όπως αποκαλούσαν μέχρι πρόσφατα τους ΡΚΚ), όμως θα πρέπει να πούμε ότι η βία του ΡΚΚ είναι αποτέλεσμα της δικής τους καταπίεσης και βίαιης αντιμετώπισης του κουρδικού πληθυσμού, κάτι που χρειάστηκε πολύ αίμα και θυσίες για να αρχίσει να γίνεται συνείδηση και στον τουρκικό πληθυσμό. Το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγήσει η βίαιη αντιμετώπιση και καταπίεση των Κούρδων, αφού δεν τους αφομοίωσε πέραν ενός ποσοστού, αλλά και ενέτεινε την πάλη τους για χειραφέτηση και εθνική ανεξαρτησία, αναπόφευκτα οδήγησε μια κυβέρνηση, που εκφράζει ένα κόσμο που είχε νοιώσει στο πετσί του την καταπίεση του κοσμικού κράτους, στην αναζήτηση άλλων οδών επίλυσης του προβλήματος. Όμως, τα ανοίγματα που επιχείρησε ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν και το πρόβλημα εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη όχι μόνο στον εκδημοκρατισμό της χώρας, αλλά και στις φιλοδοξίες της Τουρκίας για ηγετικό ρόλο στην περιοχή με την ανάκτηση της οθωμανικής της αίγλης. Το χειρότερο γι’ αυτή είναι ότι οι εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής έχουν φέρει το Κουρδικό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και την Τουρκία να απειλείται πλέον από την δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους και την απόσχιση εδαφών της. Δεν είναι λίγοι οι διεθνείς αναλυτές που επισημαίνουν ότι οι Κούρδοι αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνότητα της περιοχής, περί τα 35 εκατομμύρια, και ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών, περί τα 18 εκατομμύρια, ζουν στην νοτιοανατολική Τουρκία. Έτσι, η επιλογή που 78
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία ανοίγεται είναι είτε απόσχιση, είτε αναγνώριση δικαιωμάτων, δημοκρατικές ελευθερίες και ίση μεταχείριση στον κουρδικό πληθυσμό. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούντες οι εκπρόσωποι του τουρκικού κράτους ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τη σκληρή γραμμή και να συνομιλούν σήμερα με τον επικεφαλής των μέχρι χτες «εκτελεστών μωρών» και «αρχιτρομοκράτη», τον φυλακισμένο αρχηγό του ΡΚΚ, τον γνωστό Αμπντουλάχ Οτζαλαν. Σε αυτό το κεφάλαιο σκοπός μου δεν είναι να παρουσιάσω το ιστορικό του κουρδικού προβλήματος, αλλά να επισημάνω τα κύρια χαρακτηριστικά του και τη σημασία που η περαιτέρω αντιμετώπιση του θα έχει τόσο για τις εσωτερικές εξελίξεις στην χώρα όσο και για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και τα σχέδια της Τουρκίας για ηγεμονικό ρόλο σ’ αυτήν. Ακόμα να επισημάνω ότι η παρακολούθηση του κουρδικού ζητήματος γίνεται πολύ δύσκολη για δύο βασικούς λόγους: Ο πρώτος είναι ότι έχει διεθνείς διαστάσεις και μάλιστα στο χώρο της Μέσης Ανατολής, όπου κατά γενική ομολογία, η παρακολούθηση των εξελίξεων είναι δύσκολη και όχι εύκολα αναλύσιμη όχι μόνο για τους δυτικούς παρατηρητές αλλά και για τους γηγενείς. Έτσι, εκεί που πριν μερικά χρόνια οι Τούρκοι «έβγαζαν καντήλες» στο άκουσμα και μόνο της λέξης Κουρδιστάν, όταν δημιουργήθηκε στα σύνορα τους το ημιαυτόνομο κουρδικό κράτος στο Βόρειο Ιράκ, τώρα ο ηγέτης αυτού κράτους, ο Μαχμούτ. Μπαρζανί, είναι ο καλύτερος σύμμαχος της Τουρκίας στην περιοχή και επισκέπτεται επίσημα την Τουρκία όπου μάλιστα κατά την πρόσφατη υποδοχή του ο Τούρκος πρωθυπουργός για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τον όρο «Κουρδιστάν». Πριν μερικούς μήνες, ο Οτζαλάν ήταν «αρχιτρομοκράτης» σε πλήρη απομόνωση στη φυλακή Ιμραλί, ενώ σήμερα είναι ο κύριος συνομιλητής της τουρκικής κυβέρνησης στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα. Ακόμα, ενώ το ΡΥD μέχρι χτες θεωρείτο ως η έκφραση του ΡΚΚ στη Συρία, άρα και αυτό τρομοκρατική και εχθρική οργάνωση, σήμερα έχει γίνει επίσημος συνομιλητής της Άγκυρας με την ηγεσία του να την επισκέπτεται συχνά πυκνά και να συνομιλεί σε επίπεδο υπουργείου Εξωτερικών, ενώ αναμενόταν πρόσφατα να ανοίξει και γραφείο στην τουρκική πρωτεύουσα κάτι που μετά από λίγο έπαψε να ισχύει αφού οι σχέσεις πήραν άλλη τροπή. Τα παραδείγματα που παρέθεσα είναι αρκετά νομίζω να στηρίξουν την δυσκολία του κάθε εγχειρήματος ανάλυσης και κατανόησης του κουρδικού προβλήματος ή καλλίτερα, των εξελίξεων στο θέμα αυτό. Ο δεύτερος λόγος που καθιστά δύσκολη την παρακολούθηση του είναι η ελλιπέστατη αντικειμενική ενημέρωση που υπάρχει γύρω απ’ αυτές τις εξελίξεις και που οφείλεται από πλευράς Τουρκικών ΜΜΕ στην αυτολογοκρισία που οι εκδότες έχουν επιβάλει στη 79
Μπάμπης Γιαννακόπουλος σχετική ειδησεογραφία κατόπιν απαιτήσεως της κυβέρνησης αλλά και λόγω της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, από δε ΡΚΚ στην αναγκαιότητα που προκύπτει από τον παράνομο χαρακτήρα του και τις εν πολλοίς παράνομες δράσεις του. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η ενημέρωση, βασικός παράγοντας επίλυσης ενός προβλήματος, πέφτει θύμα της προπαγάνδας και μερικής και συνήθως παραποιημένης ενημέρωσης, πράγμα που δεν βοηθάει μακροπρόθεσμα στην κατανόηση του, πολύ δε περισσότερο στην επίλυση του.
Εσωτερικές επιπτώσεις. Πέρα από τη διαπίστωση ότι πρόκειται για το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τουρκία από τη σύσταση του τουρκικού κράτους, οι ειδικοί επί του θέματος αναλυτές υποστηρίζουν ότι χωρίς την επίλυση του δεν μπορεί να υπάρξει και ο επιδιωκόμενος εκδημοκρατισμός της τούρκικης κοινωνίας και πολιτικής ζωής της χώρας. Που βασίζεται η άποψη αυτή; Ο Ιχσάν Νταγκί, σε άρθρο του στην φιλοκυβερνητική και ελεγχόμενη από το κίνημα Γκιουλέν Today’s Zaman (21-02-2011), υποστηρίζει ότι οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται στον κεμαλισμό: το ομογενοποιημένο έθνος και την πειθαρχημένη κοινωνία στα οποία προσβλέπει. Η ύπαρξη εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, εξηγεί, οδήγησαν στην χρησιμοποίηση του κρατικού μηχανισμού για την εξάλειψη τους ή την αφομοίωση τους και την φίμωση των διαφορετικών δοξασιών και απόψεων. Έτσι, είχαμε από τη μια την εκδίωξη των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων και από την άλλη τις προσπάθειες για αφομοίωση των Κούρδων. Το έργο αυτό ανέλαβε μια ηγεμονική κρατική ελίτ που δημιουργήθηκε και που ήρθε από την αρχή σε αντιπαράθεση με την κοινωνία. Στόχος της ήταν η δημιουργία μίας νέας κοινωνίας, που σύμφωνα με την κεμαλική ιδεολογία θα έπρεπε να είναι μοντέρνα, κοσμική, τουρκική και πιστή. Η κρατική ελίτ που απαρτιζόταν από ανώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, κύρια του στρατού και της δικαιοσύνης, έπαιξε ρόλο κηδεμόνα της κοινωνίας και ρυθμιστή του πολιτεύματος και των πολιτικών εξελίξεων με ντε φάκτο δικαίωμα για παρέμβαση όποτε και όταν έκρινε ότι κινδύνευε να ξεφύγει από τις αρχές του κεμαλισμού. Το λεγόμενο «βαθύ κράτος», εκφραστής αυτής της ελίτ, αναλάμβανε να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα έκαναν «αναγκαία» την επέμβαση του στρατού για την υποτιθέμενη διάσωση της χώρας. Οι αναλυτές του φιλοκυβερνητικού στρατοπέδου υποστηρίζουν ότι, για την επίλυση του κουρδικού, προϋπόθεση αποτελεί ο περιορισμός ή η εξάλειψη 80
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία αυτού του μηχανισμού εξουσίας και κηδεμονίας. Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα εξέφραζαν την πεποίθηση τους ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2011, με την ψήφιση του νέου συντάγματος που στις προθέσεις του κυβερνώντος κόμματος είναι να περιορίζει το ρόλο του στρατού στα αμυντικά του καθαρά στρατιωτικά καθήκοντα και τον αποκλεισμό δυνατότητας επέμβασης στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Έτσι, υποστήριζαν ότι θα άνοιγε και ο δρόμος για την επίλυση του κουρδικού μέσω δημοκρατικών και ειρηνικών διαδικασιών. Να πούμε στο σημείο αυτό ότι η κυβέρνηση προφανώς συμμερίζεται την άποψη ότι η αντιμετώπιση του ΡΚΚ είναι άρρηκτα συνδεμένη με την ύπαρξη και δικαίωση της ανάμειξης του στρατού στην πολιτική, αφού αυτός σήκωνε το κύριο βάρος και είχε την ευθύνη για την αντιμετώπιση του. Όμως, η τρομοκρατία είναι θέμα εσωτερικό, ζήτημα εσωτερικής ασφάλειας εξ ου και η κίνηση της κυβέρνησης σταδιακά η αντιμετώπιση της να περάσει στην ευθύνη και δικαιοδοσία της αστυνομίας και των σωμάτων ασφαλείας. Πρόκειται προφανώς για εξέλιξη που συμβάλλει στην αποδυνάμωση του πολιτικού ρόλου του στρατού. Πέραν τούτου, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μέσω του αντιτρομοκρατικού νόμου αποτελεί από μόνη της δικαιολογία, που ο πρωθυπουργός και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες συχνά επικαλούνται, για την μη ικανοποιητική πορεία του εκδημοκρατισμού της χώρας. Γίνεται προφανές επομένως ότι η μη επίλυση του προβλήματος οδηγεί στον μη αναγκαίο εκδημοκρατισμό της χώρας, που με τη σειρά του ανατροφοδοτεί το πρόβλημα αφού η ειρηνική επίλυση του προϋποθέτει την παροχή δικαιωμάτων και ελευθεριών στην κουρδική μειονότητα. Η εγκατάλειψη της πολιτικής της εξόντωσης του ΡΚΚ και η επιλογή στην παρούσα φάση της εκεχειρίας και όχι της οριστικής λύσης του προβλήματος που φαίνεται ότι έχει κάνει η κυβέρνηση οδηγεί σε φαύλο κύκλο που δεν λύνει το πρόβλημα αφού αδυνατεί να αγγίξει την ουσία του και γενεσιουργό αιτία ύπαρξης του που είναι η εξάλειψη της καταπίεσης της κουρδικής μειονότητας με την πλήρη παραχώρηση και κατοχύρωση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Είναι φανερό ότι η προσπάθεια που καταβάλλεται σήμερα για ειρήνευση εντάσσεται στο πλαίσιο της επιλογής εκεχειρίας και όχι επίλυσης του προβλήματος. Ο πλήρης εκδημοκρατισμός της Τουρκίας, πέραν του ερωτήματος κατά πόσο είναι επιθυμητός από την σημερινή κυβέρνηση του ΑΚΡ και τον πρωθυπουργό Ερντογάν, είναι άρρηκτα συνδεμένος με την δημοκρατική και ειρηνική λύση του Κουρδικού. Δημοκρατική και ειρηνική λύση του κουρδικού και εκδημοκρατισμός της χώρας πάνε πακέτο και αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Από την άλλη, μισά ανοίγματα και ημιτελείς λύσεις 81
Μπάμπης Γιαννακόπουλος στο Κουρδικό θα συνεχίσουν να δικαιολογούν και διαιωνίζουν το πρόβλημα του εκδημοκρατισμού και του μη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιστώντας την Τουρκία χώρα μη ικανή για ένταξη στην ΕΕ, που αποτελεί την άλλη πολλή σημαντική αρνητική επίπτωση του Κουρδικού.
Σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2011 και την θριαμβευτική επανεκλογή του ΑΚΡ με μεγάλη πλειοψηφία το κουρδικό βγήκε από τις όποιες εκλογικές σκοπιμότητες και παιχνίδια και μπήκε στη φάση των αποφάσεων και στρατηγικών για την οριστική αντιμετώπιση του. Άλλωστε, οι ανακατατάξεις στην περιοχή αποτέλεσμα της αραβικής άνοιξης και ιδιαίτερα η διαφαινόμενη κρίση στη γειτονική Συρία δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για εκκρεμότητες σ’ αυτό το ζωτικής για την Τουρκία και την περιοχή ζήτημα. Έτσι, το κουρδικό βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι εξελίξεις στο Κουρδικό βρέθηκαν στο κέντρο του ενδιαφέροντος και απασχόλησαν όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και γενικά ολόκληρη την τουρκική κοινωνία. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίστηκε και στον Τύπο όπου η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιευμάτων της περιόδου είχε αναφορές άμεσα ή έμμεσα στο Κουρδικό. Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2011, ο Ερντογάν είχε κατηγορηθεί για έστω μερική εγκατάλειψη της πολιτικής του «Κουρδικού ανοίγματος», δηλαδή της επίλυσης του προβλήματος μέσω δημοκρατικού διαλόγου και αναγνώρισης και παραχώρησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών στην κουρδική μειονότητα. Προφανώς αυτό το έκανε προκειμένου να κερδίσει την ψήφο των Τούρκων εθνικιστών και να πετύχει τον εκλογικό στόχο του κόμματος του, που ήταν, υπενθυμίζω, η υπέρ πλειοψηφία που θα του έδινε τη δυνατότητα να προχωρήσει στη συνταγματική μεταρρύθμιση χωρίς τη συναίνεση και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η στροφή αυτή έγινε παρά τις προειδοποιήσεις που είχε δεχτεί από πολλούς παρατηρητές και σχολιαστές ότι έπαιζε ένα επικίνδυνο παιχνίδι και ότι δεν θα ήταν εύκολο να ελεγχθεί η κατάσταση μετεκλογικά, αλλά και την προειδοποίηση του παροπλισμένου στις φυλακές του Ιμραλί Οτζαλάν, ότι αν δεν άλλαζε πορεία η κυβέρνηση και δεν προχωρούσε σε δραστικά μέτρα, τις εκλογές θα ακολουθούσε «κόλαση». Όντως και σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές εντάθηκαν οι επιθέσεις του ΡΚΚ αρχικά σε στρατιωτικούς στόχους και στη συνέχεια και με τυφλά χτυπήματα και θύματα αθώους 82
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία πολίτες. Στην ένταση των επιθέσεων του ΡΚΚ η κυβέρνηση απάντησε με αεροπορικές επιθέσεις κύρια στις βάσεις των Κούρδων του ΡΚΚ στο όρος Κάντιλ, σε ιρακινό έδαφος, αλλά και επιδρομές και συλλήψεις στελεχών του KCK, οργάνωσης ομπρέλας του ΡΚΚ στις πόλεις. Δεδομένου ότι οι αεροπορικές επιθέσεις ποτέ δεν ήταν αποτελεσματικές, η κυβέρνηση προχώρησε στην προετοιμασία μιας πολυμέτωπης και καλά σχεδιασμένης επίθεσης στο όρος Καντίλ με το κύριο βάρος της σε μεγάλη χερσαία επιχείρηση και με στόχο την πλήρη ήττα και άνευ όρων παράδοση των όπλων από το ΡΚΚ.
Στιγμιότυπο από συνάντηση του Ερντογάν με τον Μπερζανί κατά την πρόσφατη επίσκεψη του τελευταίου στο Ντιαρμπακίρ, όπου και για πρώτη φορά ο Τούρκος πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τον όρο Κουρδιστάν προκαλώντας την έντονη αντίδραση κύρια του εθνικιστικού κόμματος, MHP.
Σε διπλωματικό επίπεδο κινήθηκε προς Ιράν και Ιράκ, αλλά και Διοίκηση Κουρδιστάν, επιδιώκοντας μια συντονισμένη προσπάθεια εξόντωσης του ΡΚΚ και της αντίστοιχης οργάνωσης στο Ιράν. Από το Ιράκ εξασφάλισε συγκατάθεση για στρατιωτικές επιχειρήσεις στο έδαφός του και από τη διοίκηση του Β. Ιράκ ζήτησε βοήθεια στον έλεγχο διακίνησης οικονομικής ενίσχυσης από το εξωτερικό προς το ΡΚΚ, αλλά και την βοήθεια του αντάρτικου στρατού του Κουρδιστάν στην εντόπιση των βάσεων του ΡΚΚ. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τούρκικού Τύπου, ο Μπαρζανί φαίνεται να ζήτησε πίστωση χρόνου πριν δώσει την όποια συγκατάθεση για από κοινού πόλεμο κατά του ΡΚΚ. 83
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Η προετοιμασία σε διπλωματικό επίπεδο έγινε βέβαια προκειμένου να πραγματοποιηθεί μεγάλη χερσαία επιχείρηση στο Καντίλ για την πλήρη εξόντωση και εξαφάνιση του ΡΚΚ. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή περίμεναν το νεύμα για να προχωρήσουν. Μία μάλιστα από τις πρώτες αποφάσεις που θα καλείτο να πάρει η νέα βουλή θα ήταν η έγκριση αυτής της επιχείρησης. Πέραν όμως του χρόνου που ζήτησε ο Μπαρζανί για να εγκρίνει την επιχείρηση, φαίνεται ότι αυτή κόλλησε και στην αναμονή τεχνικής στήριξης από τις ΗΠΑ με την παράδοση στην Τουρκία των μη επανδρωμένων πολεμικών αεροσκαφών τύπου predator. Σε πολιτικό επίπεδο, πέραν της εξασφάλισης στήριξης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που φαίνεται να την είχε, η κυβέρνηση επιδίωξε να πείσει την εγχώρια και διεθνή κοινή γνώμη ότι δεν είχε εγκαταλείψει το Κουρδικό άνοιγμα και ότι ήταν πάντα έτοιμη να προχωρήσει στην εξεύρεση λύσης μέσω ειρηνικού και δημοκρατικού διαλόγου. Έτσι, και ενώ ετοίμαζε μεγάλης έκτασης στρατιωτικές επιχειρήσεις που στόχο είχαν την πλήρη εξαφάνιση του ΡΚΚ, ισχυριζότανε ότι δεν εγκαταλείπει το δημοκρατικό κουρδικό άνοιγμα. Προφανής στόχος της ήταν να μειώσει τη βάση στήριξης του ΡΚΚ στον κουρδικό πληθυσμό. Παρά τα πολλά και διάφορα σενάρια που διακινήθηκαν, κύρια από τις μυστικές υπηρεσίες, για οικονομική ή και στρατιωτική ενίσχυση του ΡΚΚ από το εξωτερικό (Ισραήλ και Ευρώπη), η κυβέρνηση γνωρίζοντας ότι ένα ένοπλο κίνημα δεν μπορεί να σταθεί και μάλιστα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς υποστήριξη από τη λαϊκή βάση που εκπροσωπεί και για την οποία αγωνίζεται ήταν προφανές ότι στόχευε στην δημιουργία αρνητικής εικόνας του ΡΚΚ στον κουρδικό πληθυσμό. Ιδιαίτερα μετά τα τελευταία τυφλά χτυπήματα με αθώα θύματα ο ίδιος ο Ερντογάν έκανε έκκληση στον κουρδικό πληθυσμό να αποκηρύξει το ΡΚΚ. Αρκετοί είναι οι σχολιαστές πάντως που εκτίμησαν ότι η προσπάθεια αυτή δεν θα απέδιδε τα αναμενόμενα, αλλά αντίθετα ότι η έμφαση στη στρατιωτική σύγκρουση θα ενίσχυε και διεύρυνε τη βάση υποστηρικτών του ΡΚΚ στον κουρδικό πληθυσμό των νοτιοανατολικών επαρχιών. Από την πλευρά τώρα των Κούρδων, φάνηκε ότι το κίνημα μάλλον δεν είχε ή δεν έβγαινε προς τα έξω με ενιαία γραμμή. Η ηγετική ευθύνη του Οτζαλάν είχε μειωθεί στο ελάχιστο, αφού για μήνες βρισκόταν σε αυστηρή απομόνωση ακόμα και από τους δικηγόρους του που αποτελούσαν δίαυλο επικοινωνίας του με την οργάνωση. Έτσι, η ευθύνη των αποφάσεων είχε περάσει στην ηγεσία του όρους Καντίλ. Με αυτήν άλλωστε και τους επικεφαλής των οργανώσεων της Ευρώπης είχε μέχρι πρότινος, που έγιναν γνωστές μέσω διαρροής, μυστικές συνομιλίες η ΜΙΤ στο Όσλο της Νορβηγίας. Ακόμα, εμφανή την παρουσία της έκανε και η σκληρή ομάδα των γερακιών του Κουρδιστάν, ΤΑΚ, με την τυφλή βομβιστική επίθεση στο κέντρο της Άγκυρας και την προειδοποίηση ότι 84
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία τέτοιου είδους επιθέσεις θα ενταθούν. Σκληρή γραμμή κράτησε και το KCK, δηλαδή η οργάνωση ομπρέλα του ΡΚΚ, που χαρακτήρισε προδοσία την επιστροφή των βουλευτών του BDP στο κοινοβούλιο και τον τερματισμό του μποϊκοτάζ που είχαν κηρύξει μετά τις εκλογές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την μη αποφυλάκιση έξι συντρόφων τους εκλεγμένων βουλευτών.
Ο τότε επικεφαλής των Κούρδων ένοπλων Καραγιλάν (στο κέντρο) εν μέσω ανταρτών, στο όρος Καντίλ.
Το BDP, η πολιτική έκφραση του κουρδικού κινήματος, φάνηκε ανήμπορο να βρει τον βηματισμό του και την αυτόνομη παρουσία του μετά και την επιτυχία του στις εκλογές του Ιουνίου του 2011. Το άνοιγμα που επιχείρησε, ακολουθώντας τη γραμμή Οτζαλάν, στα τουρκικά λαϊκά στρώματα και τις αριστερές οργανώσεις με στόχο την μετατροπή του σε ευρείας λαϊκής απήχησης σοσιαλιστικό κόμμα προσέκρουσε στην ένταση των ένοπλων επιθέσεων του ΡΚΚ. Έτσι, η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε πριν καλά-καλά ξεκινήσει. Μετά από έντονο προβληματισμό στη διάρκεια του καλοκαιριού και ενόψει των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που αναμενόταν να φέρει σε πέρας η τρέχουσα σύνοδος της βουλής, ο τερματισμός του μποϊκοτάζ και η επιστροφή στα βουλευτικά έδρανα κρίθηκε αναγκαία και πραγματοποιήθηκε. Αναπόφευκτα, ως πολιτικό όργανο το BDP εκτιμήθηκε ότι θα είχε το βάρος των διαπραγματεύσεων και της προώθησης και κατοχύρωσης των κουρδικών θέσεων στο καινούργιο σύνταγμα. Εκ των πραγμάτων κατέστη απαραίτητος παίκτης για τη συνέχιση του Κουρδικού ανοίγματος και της εξεύρεσης λύσης μέσω δημοκρατικού διαλόγου. Σε τελική ανάλυση, το φθινόπωρο του 2011 διαφαίνονταν δύο διαφορετικές γραμμές αντιμετώπισης του κουρδικού προβλήματος, η μία της στρατιωτικής σύγκρουσης και η 85
Μπάμπης Γιαννακόπουλος
Ο εκδότης Ρατζίπ Ζαράκολου και η πανεπιστημιακός Μπούρσα Ερσανλί που η σύλληψη τους με την κατηγορία καθοδήγησης και βοήθειας τρομοκρατικής οργάνωσης, που επισύρουν βαριές ποινές και που προκάλεσε την έντονη αντίδραση στο εσωτερικό και εξωτερικό κύρια από την ακαδημαϊκή κοινότητα.
άλλη της συνταγματικής μεταρρύθμισης και του ειρηνικού διαλόγου, που ήταν δύσκολο να προχωρήσουν παράλληλα. Η πρώτη έχει στα μείον της το παρελθόν όπου εφαρμόστηκε επί τριάντα χρόνια όχι μόνο χωρίς αποτέλεσμα, αλλά και με πάνω από σαράντα χιλιάδες νεκρούς. Η ειρωνεία είναι ότι την ιστορική στιγμή που τα γεράκια του στρατού έχουν τεθεί υπό κάποιο έλεγχο από την πολιτική ηγεσία, καθιστώντας εφικτή την αναζήτηση ειρηνικής λύσης, τα γεράκια της άλλης πλευράς, του κουρδικού κινήματος, επέμεναν και προκαλούν τη συνέχιση της ένοπλης σύγκρουσης. Παραλογισμός ή διαλεκτική εξέλιξη θέσης-αντίθεσης, οι εξελίξεις ανέδειξαν το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί το Κουρδικό. Έντονο προβληματισμό προκάλεσαν και οι αθρόες συλλήψεις, την ίδια περίοδο, εκατό και πλέον στελεχών του KCK, που ήταν και στελέχη του BDP, με την κατηγορία ότι είχαν διασύνδεση με το ΡΚΚ. Ήταν προφανές ότι η ενέργεια αυτή υπέθαλπε το κλίμα συνεννόησης και δημοκρατικού διαλόγου που ήταν και παραμένει βασική προϋπόθεση για τη σύνταξη του νέου συντάγματος, που φάνηκε να επέρχεται με τον τερματισμό του μποϊκοτάζ του κοινοβουλίου από το BDP και την ανάληψη των καθηκόντων των βουλευτών του. Ακόμα, φάνηκε ότι το δημοκρατικό κουρδικό άνοιγμα δεν μπορούσε να προχωρήσει με τέτοιες μεθοδεύσεις. Εκτιμήθηκε δε από πολλούς αναλυτές ότι η επιλογή 86
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία της κυβέρνησης στη στρατιωτική σύγκρουση μέχρις πλήρους εξόντωσης του ΡΚΚ, αποτελούσε ριψοκίνδυνη ενέργεια που θα μπορούσε να γυρίσει τη χώρα πίσω στη δεκαετία του 90 ή και χειρότερα, αλλά και σε αναβάθμιση του στρατιωτικού κατεστημένου, που τόσες προσπάθειες έκανε η ίδια να το θέσει υπό τον έλεγχό της.
Η παλιά-νέα συνταγή στο Κουρδικό. Όπως επανειλημμένα έχω τονίσει, το μεγάλο έλλειμμα δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στη σημερινή Τουρκία, πέρα από πρόβλημα αυταρχικής κουλτούρας είναι και πρόβλημα σχετιζόμενο άμεσα με το Κουρδικό και την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», όπως έμμεσα υποστηρίζει η ίδια η κυβέρνηση. Το Κουρδικό βρέθηκε και πάλι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, στις αρχές του 2012, λόγω της διαρροής από ανώτερο κυβερνητικό αξιωματούχο σε λίγους επιλεγμένους δημοσιογράφους, της «νέας στρατηγικής» της Τουρκίας στην αντιμετώπιση του. Κατ’ αρχήν να πούμε ότι στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, ΑΚΡ, όπως ο αντιπρόεδρος και εκπρόσωπος του, Χουσεΐν Τσελίκ, δήλωσαν ότι αγνοούσαν την ύπαρξη μιας τέτοιας νέας στρατηγικής, ενώ αρκετοί παρατηρητές αμφισβήτησαν το κατά πόσο επρόκειτο για νέα στρατηγική ή για επιστροφή στην στρατηγική της ένοπλης αντιμετώπισης του προβλήματος που η χώρα ακολουθεί τα τριάντα τελευταία χρόνια. Η Λαλέ Κεμάλ, μία από τους δημοσιογράφους που έφεραν στη δημοσιότητα το θέμα, ισχυρίστηκε σε σχόλιο της, στη ΖΑΜΑΝ (2/04/2012), ότι υπήρξε διάσταση στο κυβερνών κόμμα ως προς τη νέα στρατηγική στο Κουρδικό. Στη φάση αυτή, υποστήριξε, επικρατούσε η περισσότερο σκληρή γραμμή Ερντογάν με έμφαση στα μέτρα ασφαλείας και σε δεύτερη προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις, που με το λεγόμενο «Κουρδικό άνοιγμα» ο ίδιος είχε προωθήσει πριν μερικά χρόνια. Υπήρχε όμως και η άλλη γραμμή, την οποία προωθούσαν στελέχη όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Μπεσίρ Αταλάϊ, που επέμενε ότι η έμφαση θα έπρεπε να δοθεί στις μεταρρυθμίσεις και την παροχή δικαιωμάτων και ελευθεριών στον κουρδικό πληθυσμό. Το καινούργιο στοιχείο στην «νέα στρατηγική», που να σημειωθεί ότι δεν είχε ανακοινωθεί, ήταν η εγκατάλειψη του διαλόγου με την ηγεσία του ΡΚΚ, δηλαδή Οτζαλάν, όρος Κάντιλ και στελέχη Ευρώπης και η αντικατάσταση του με νόμιμους και εκλεγμένους εκπροσώπους του κουρδικού πληθυσμού. Η απάντηση της ηγεσίας του κουρδικού κόμματος, BDP, ήταν άμεση και θετική, πλην όμως ξεκαθάρισε ευθύς εξ αρχής ότι δεν μπορεί να διαπραγματευθεί το θέμα των όπλων, που σε τελική ανάλυση είναι και το ζητούμε87
Μπάμπης Γιαννακόπουλος νο στην εξεύρεση λύσης του προβλήματος, και ακόμα ότι δεν μπορεί να καταδικάσει το ΡΚΚ διότι αυτό θα σήμαινε προδοσία του εκλογικού του σώματος. Με άλλα λόγια, το μήνυμα προς την κυβέρνηση ήταν ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση στο Κουρδικό χωρίς τη συμμετοχή στη διαδικασία και του ΡΚΚ. Ο ηγέτης του κουρδικού κόμματος Σελαχετίν Ντεμιρτάς, είπε ακόμα ότι οι Κούρδοι που ανέρχονται σε 40 εκατομμύρια σε Τουρκία, Ιράκ, Ιράν και Συρία, αποτελούν δυναμικό παράγοντα στην Μ. Ανατολή και κάλεσε την κυβέρνηση Ερντογάν να δει αυτή την πραγματικότητα. Να σημειώσουμε ότι την διεθνοποίηση του Κουρδικού είχε επιχειρήσει από το 2011 ο Ερντογάν όταν προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνάψει κοινό μέτωπο ΗΠΑ, Τουρκίας, Ιράν, Κουρδιστάν και Ιράκ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι και η κρίση στη Συρία έφερε το Κουρδικό στο επίκεντρο των εξελίξεων στην περιοχή, αφού ο Άσαντ μετά τη ρήξη με την τουρκική ηγεσία δεν έκρυψε την πρόθεση του και άρχισε να συνεργάζεται στενά και προσφέρει κάθε είδους διευκόλυνση προς το ΡΥD, που θεωρείται οργάνωση του ΡΚΚ στη Συρία.
Βίαιες συγκρούσεις στις γιορτές της Άνοιξης. Οι εορτασμοί της ημέρας της άνοιξης (Νεβρούζ) από τους Κούρδους της Τουρκίας και η απαγόρευση αυτών των εορτασμών τις προηγούμενες της 21ης Μαρτίου ημέρες οδήγησε πέρα των επεισοδίων με βίαιες συγκρούσεις και σε έντονο προβληματισμό για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Καθιστική διαμαρτυρία Κούρδων στο κέντρο της Άγκυρας.
88
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Έτσι, ο Τσεκίζ Τσαντάρ σε σχόλιο του στη RADIKAL (21/03/2012) επισήμαινε ότι τα βίαια αυτά επεισόδια αντικαθρεπτίζουν τη γάγγραινα του Κουρδικού ζητήματος και απορεί γιατί οι αρχές δεν έδωσαν τη συγκατάθεση τους για τον εορτασμό και τις προηγούμενες της 21ης Μαρτίου ημέρες. Η εξήγηση που έδωσε είναι ότι η κυβέρνηση όντως είχε δώσει προτεραιότητα στα μέτρα ασφαλείας για την αντιμετώπιση του κουρδικού. Σε αυτά εκτιμήθηκε ότι εντάχθηκε και η επιχείρηση κατά του KCK, που επέφερε πλήγμα στο ΡΚΚ και το BDP με χιλιάδες συλλήψεις κύρια στελεχών του τελευταίου, χωρίς όμως να πέτυχε μείωση της επιρροής του στον κουρδικό πληθυσμό. Αντίθετα, φάνηκε ότι η απαγόρευση των εορτασμών του Νεβρούζ ενίσχυσε το BDP και τους δεσμούς του με τους Κούρδους, ενώ μείωσε ακόμα περισσότερο την κλονισμένη εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση. Ο σχολιαστής κατέληγε με την επισήμανση ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να πετύχει λύση στο Κουρδικό με απαγορεύσεις εκδηλώσεων για το Νεβρούζ και εξέφρασε το φόβο ότι η κατάσταση στο Κουρδικό θα έβγαινε εκτός ελέγχου εάν η κυβέρνηση συνέχιζε να παίρνει απαγορευτικά μέτρα αντί να προωθεί ελευθερίες. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το σχόλιο του Μουσταφά Ακιόλ, στη Hurriyet Daily News. (21/03/2012). Στην τρίτη κυβερνητική θητεία του το ΑΚΡ έχει προσφύγει λιγότερο σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές και περισσότερο σε αυτές μέτρων ασφαλείας, έγραψε και πρόσθεσε ότι αυτός είναι ένας πολύ επικίνδυνος δρόμος που μόνο στην επιδείνωση του προβλήματος οδηγεί. Το ρήγμα μεταξύ Τούρκων και Κούρδων βαθμιαία μεγαλώνει και αν αυτή η δυναμική συνεχιστεί μπορεί να ξυπνήσουμε μια ημέρα και να διαπιστώσουμε ότι οι πλειοψηφίες και από τις δύο πλευρές δεν θέλουν στην πραγματικότητα να συμβιώσουν και τότε καμία κρατική εξουσία δεν θα μπορέσει να κρατήσει την Τουρκία ενωμένη, προειδοποιούσε.
Αν μη τι άλλο οι γιορτές της Άνοιξης έδειξαν ότι ο ηγέτης του ΡΚΚ, Αμπντουλάχ Οτζαλάν, έχει βαθιά ερείσματα στον κουρδικό πληθυσμό.
89
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Από την άλλη, η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός Ερντογάν κατά την προσφιλή του τακτική απάντησε με δριμύτητα σε εκείνους τους δημοσιογράφους που επέκριναν την κυβερνητική πολιτική στο θέμα αυτό επικαλούμενος πληροφορίες της ΜΙΤ για οργανωμένο σχέδιο αναταραχών του ΡΚΚ. Μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος του ο Ερντογάν κατήγγειλε τον σχολιαστή της Milliyet, Χασάν Καμάλ, και άλλους δημοσιογράφους που υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση δεν έπρεπε να είχε απαγορεύσει τις εορταστικές εκδηλώσεις «Νεβρούζ», ότι τα έγραψαν αυτά διότι περίμεναν να πάρουν συνεντεύξεις από την ηγεσία του ΡΚΚ. Φυσικά πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα της νοοτροπίας αντιμετώπισης των δημοσιογράφων από τον Τούρκο πρωθυπουργό. Αντιδρώντας, ο αείμνηστος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ έγραψε ότι στην Τουρκία οι δημοσιογράφοι φοβούνται τώρα να ασκήσουν κριτική στον πρωθυπουργό. Ο δε Καμάλ απάντησε στις επικρίσεις του πρωθυπουργού λέγοντας ότι ένα καθεστώς δεν μπορεί να θεωρείται δημοκρατία όταν οι πολίτες δεν είναι ελεύθεροι να ζητήσουν εξηγήσεις από την κυβέρνηση τους.
Η διεθνής διάσταση του προβλήματος. Στο μεταξύ, έντονη κινητικότητα παρατηρήθηκε στο Κουρδικό, την άνοιξη του 2012, που ήρθε στην επικαιρότητα αυτή τη φορά μέσω Κουρδιστάν και Ουάσιγκτον, στην οποία πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη ο πρόεδρος του Β. Ιράκ, Μασούντ Μπαρζανί, στον οποίο Ουάσιγκτον και Άγκυρα φαίνεται να προσβλέπουν σε ρόλο διαμεσολαβητή στην επίλυση του Κουρδικού προβλήματος της Τουρκίας. Ακολουθώντας τη λεγόμενη νέα στρατηγική, ο Ερντογάν έθεσε όρο τον αφοπλισμό του ΡΚΚ για κατάπαυση των επιχειρήσεων εναντίον του και το ξεκίνημα διαλόγου για εξεύρεση λύσης. Η επίσκεψη στις ΗΠΑ αντιπροσωπείας του BDP, αμέσως μετά την επίσκεψη του ηγέτη του Β. Ιράκ Μπαρζανί, δείχνει ότι η Ουάσιγκτον έχει πλήρη ανάμειξη και μεγάλο ενδιαφέρον για τα Κουρδικό. Αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της γενικότερης κατάστασης στη Μ. Ανατολή, που αν μη τι άλλο, είναι απρόβλεπτη με συνεχείς εναλλαγές στις σχέσεις, τις συμμαχίες και αντιπαλότητες που καθημερινά παρουσιάζονται. Έτσι, ενώ η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στη Συρία, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας του ΟΗΕ και των χωρών του Αραβικού Συνδέσμου υπό τον Κόφι Ανάν, η εξωτερική πολιτική γενικά της Τουρκίας δέχτηκε σφοδρή κριτική από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, ένταση και φραστικός πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα σε Τουρκία και Ιράκ, όπως και ανάμεσα σε Ιράκ και Διοίκηση Β. Ιράκ, με τον Μπαρζανί να απειλεί ακόμα και με πλήρη ανεξαρτητοποίηση, προβάλλοντας την πιθανότητα της δημιουργίας του πρώτου ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. 90
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Η αντιπαράθεση στο τρίγωνο άρχισε να παίρνει καθημερινά μεγαλύτερες διαστάσεις. Σύμφωνα με δημοσίευμα της VATAN (2/05/2012), το Ιράκ εξέφρασε την πρόθεση να αγοράσει από τις ΗΠΑ 24 μαχητικά τζετ, τα οποία, όπως ανακοίνωσε η Βαγδάτη, σκόπευε να χρησιμοποιήσει για την αποτροπή των διασυνοριακών τουρκικών επιχειρήσεων κατά του ΡΚΚ. Από την πλευρά του ο Μπαρζανί ισχυρίστηκε ότι ο πρωθυπουργός του Ιράκ, Αλ Μαλίκι, ενεργούσε ως δικτάτορας και ζήτησε από τις ΗΠΑ να μην παραδώσουν τα τζετ στο Ιράκ όσο στην ηγεσία της χώρας παρέμενε ο Μαλίκι διότι σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει κατά των Κούρδων. Η απάντηση της Βαγδάτης στον ισχυρισμό του Μπαρζανί ήταν ότι σκόπευε να τα χρησιμοποιήσει για την προστασία των Κούρδων από τις διασυνοριακές επιθέσεις της Τουρκίας και του Ιράν. Πέρα από τα οικονομικά και εθνικιστικά κίνητρα, πίσω από την κρίση αυτή φάνηκαν και θρησκευτικές διαχωριστικές γραμμές σουνιτών και σιϊτών μουσουλμάνων. Σίγουρα πρόκειται για τοπίο σε κινούμενη άμμο, που ακόμα και οι ειδικοί επί θεμάτων Μ. Ανατολής δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και εξηγήσουν.
Η κρίση στη Συρία και Κουρδικό. Όπως είναι γνωστό, το Κουρδικό δεν είναι μονοδιάστατα εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας αφού οι Κούρδοι βρίσκονται διάσπαρτοι σε πολλές γειτονικές χώρες και απώτερος στόχος τους είναι η δημιουργία δικού τους ανεξάρτητου κράτους. Έτσι, η κρίση στην Συρία όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός Κούρδων στο βόρειο τμήμα της που συνορεύει με την Τουρκία και όπου δρα η κουρδική οργάνωση RYD, παρακλάδι του ΡΚΚ, αναδείχθηκε στο κατ’ εξοχήν πρόβλημα που απασχολεί τον τελευταίο καιρό την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας και αυτό όχι μόνο λόγω των οικονομικών διακυβευομένων και της πιθανής αλλαγής των συσχετισμών στην περιοχή, αλλά κατά κύριο λόγω της εκτίμησης ότι η κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ πιθανόν να οδηγήσει στη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους από τους Κούρδους της Συρίας, που βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με το ΡΚΚ. Η Τουρκία από «σοφός πυροσβέστης» για τα προβλήματα των γειτόνων της, για να θυμηθούμε τα οράματα του κ. Νταβούτογλου, κινδυνεύει να πάρει φωτιά η ίδια, μέσα στο ίδιο της το σπίτι, φωτιά που θα είναι δύσκολο να κατασβήσει, μιας και η σοφία στην επίλυση του Κουρδικού φάνηκε ότι είχε εκλείψει. Πρόκειται για το εφιαλτικό σενάριο που έχει οδηγήσει και στην συγκέντρωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στα μήκους 850 χιλιομέτρων σύνορα με τη Συρία. Για το θέμα αυτό όμως θα μιλήσουμε εκτενέστερα σε επόμενο περί εξωτερικής πολιτικής κεφάλαιο. 91
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Μετά τη λήξη της απεργίας πείνας των φυλακισμένων στελεχών του ΡΚΚ, στις αρχές του 2013, που επιτεύχθηκε κατόπιν εντολής του Οτζαλάν, η έναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον ανασυρθέντα από την απομόνωση ηγέτη του ΡΚΚ και την ΜΙΤ, αλλά και η δολοφονία των τριών στελεχών της οργάνωσης στο Παρίσι, που ερμηνεύθηκε ως απόπειρα παρεμπόδισης της εν λόγω διαδικασίας, δικαιολογημένα έστρεψε την προσοχή των τουρκικών ΜΜΕ και ιδιαίτερα των σχολιαστών και αναλυτών σχεδόν αποκλειστικά, στο «Κουρδικό ζήτημα». Τέτοιο ζήτημα όμως δεν υπάρχει, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Ερντογάν. Αυτό που υπάρχει είναι ζήτημα τρομοκρατίας και ΡΚΚ, ισχυρίζεται τα τελευταία δύο χρόνια και προσδιορίζει την όλη προσπάθεια στον αφοπλισμό και την έξοδο από την Τουρκία των ενόπλων στελεχών του ΡΚΚ και την επίτευξη ουσιαστικά μίας εκεχειρίας, τον τερματισμό της μακροχρόνιας ένοπλης σύρραξης, που έχει κοστίσει στη χώρα πάνω από 40 000 νεκρούς πέρα των τεράστιων υλικών ζημιών και του πολιτικού και κοινωνικού κόστους. Σε συνέντευξή του στο Κανάλι 24 (25/01/2013) έκανε την ερώτηση, «Γιατί να βομβαρδίσω τους Κούρδους αδελφούς μου;» και απάντησε αμέσως ότι «η Τουρκία βομβαρδίζει τρομοκράτες στα βουνά». Όμως, το ερώτημα που τέθηκε είναι γιατί το ΡΚΚ κάτω από τις τρέχουσες και ευνοϊκές για τους στόχους του συγκυρίες προχώρησε σε διαδικασία ειρήνευσης: Το θέμα εξετάζει σε βάθος ο Εμρέ Ουσλού, σε σχόλιο του στην ακόμα φιλοκυβερνητική τότε, συμφερόντων του κινήματος Γκιουλέν, Today’s Zaman, (26/01/2013). Απαντώντας σε εκείνους που με ενθουσιασμό μάλιστα εκφράζουν την άποψη ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα επίτευξης ειρηνευτικής λύσης, επισημαίνει ότι το ΡΚΚ δεν θα προχωρήσει σε συμφωνία διότι δεν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις ότι η παράδοση των όπλων θα είναι προς όφελος του στην παρούσα φάση. Οι αναλυτές που ισχυρίζονται ότι η επίτευξη συμφωνίας είναι όχι μόνο επιθυμητή αλλά και δυνατή, το στηρίζουν στο επιχείρημα ότι έχει επέλθει κούραση και στις γραμμές του ΡΚΚ και ακόμα ότι έχει και αυτό συνειδητοποιήσει ότι η λύση δεν θα επέλθει με τον ένοπλο αγώνα. Αν και πολλοί Κούρδοι έχουν κουραστεί από τον πόλεμο, γράφει, οι Κούρδοι υποστηρικτές του ΡΚΚ δεν θέλουν να το δουν να παραδίνει τα όπλα. Πιστεύουν ότι το ΡΚΚ είναι ο φρουρός τους και το θέλουν οπλισμένο και σε ετοιμότητα να πολεμήσει για τα συμφέροντα τους. Όμως, το ΡΚΚ φαίνεται να ενστερνίστηκε τη θέση του Οτζαλάν και προχώρησε σε συμφωνία για την παράδοση του οπλισμού του και την αποχώρηση των ένοπλων στελεχών του από τη χώρα. Αν και το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν είχε γίνει γνωστό, από τις δηλώσεις των διαφόρων ηγετών του κουρδικού κινήματος φάνηκε ότι προέβλεπε σαν αντάλλαγμα την παραχώρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών που θα ικανοποιούσαν πάγια αιτήματα του κινήματος. Οι εξελίξεις έδειξαν ότι το περίφημο πακέτο εκδημοκρατι92
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Εκατομμύρια Κούρδοι αγαπούν και υποστηρίζουν τον Οτζαλάν και αυτό είναι εμφανές σε όλες τους τις εκδηλώσεις.
σμού, το οποίο η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί, δεν ικανοποίησε τα βασικά αιτήματα των Κούρδων. Πάντως η αναστολή της αποχώρησης των Κούρδων ενόπλων έδειξε ότι το ΡΚΚ δεν είναι διατεθειμένο να προχωρήσει στο σχέδιο ειρήνευσης εφ’ όσον και εάν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις. Επιστρέφοντας στον Ουσλού, υποστηρίζει ότι εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι το ΡΚΚ όχι μόνο δεν είναι εξαντλημένο ή κουρασμένο, αλλά αντίθετα οι παρούσες συγκυρίες όπως η συριακή κρίση, που του επέτρεψε να δημιουργήσει τη δική του αυτόνομη κουρδική περιοχή στη Β. Συρία, ενισχύουν τη διάθεση του για συνέχιση του ένοπλου αγώνα. «Γιατί τα μέλη του ΡΚΚ να αισθάνονται εξάντληση όταν δημιουργούν ένα νέο κράτος στη Συρία;», ρωτάει. Η απάντηση είναι εύλογη. Το ΡΚΚ εκτιμά ότι χάρις στον ένοπλο αγώνα του έχει πετύχει απόλυτη νίκη στη Συρία. Ακόμα, υποστηρίζει ότι το ΡΚΚ είναι πεπεισμένο ότι χωρίς την ένταση του ένοπλου αγώνα η κυβέρνηση δεν θα έκανε καν προσπάθεια να πάει στον Οτζαλάν και να ζητήσει διαπραγματεύσεις. Δεν ζήτησε ο Οτζαλάν την επανάληψη των συνομιλιών αλλά το κράτος, γράφει, και επομένως οι ηγέτες του ΡΚΚ έχουν σχηματίσει την εντύπωση ότι η ένοπλη πάλη του έχει φέρει αποτελέσματα οδηγώντας το σε διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, καταλήγει το σχόλιο, δεν πείθει το επιχείρημα ότι το ΡΚΚ έχει εξαντληθεί σε βαθμό που να διευκολύνει την ειρήνευση. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και το σχόλιο, στην ίδια εφημερίδα, του Ιχσάν Γιλμάζ, ο οποίος υποστήριξε ότι η επίλυση του προβλήματος επιβάλλει η κυβέρνηση του ΑΚΡ 93
Μπάμπης Γιαννακόπουλος να ψάξει για τις ρίζες των αιτιών του. Πρέπει να κατανοήσει, τόνισε, γιατί εκατομμύρια Κούρδων συνεχίζουν και υποστηρίζουν το κουρδικό κόμμα, BDP, το οποίο ανοιχτά υποστηρίζει το ΡΚΚ και ακόμα γιατί εκατομμύρια Κούρδοι αγαπούν και υποστηρίζουν τον ηγέτη του ΡΚΚ, τον Οτζαλάν. Αν και δεν του αρέσει και ο ίδιος δεν το επικροτεί, υποστηρίζει ότι είναι γεγονός ότι αυτά τα εκατομμύρια των Κούρδων πιστεύουν ότι χωρίς τις προσπάθειες του ΡΚΚ το τούρκικό κράτος ουδόλως θα ασχολείτο μα τα προβλήματα τους. Ο Γιλμάζ κατέληγε στο σχόλιο του υποστηρίζοντας: «Ελπίζω ότι το ΑΚΡ δεν είναι αφελές και δεν περιμένει από τους Κούρδους να κάνουν θυσίες ενώ οι Τούρκοι ή το τουρκικό κράτος προσφέρουν λίγα. Επίσης ελπίζω το ΑΚΡ να μην παίξει ένα επικίνδυνο παιχνίδι, προσπαθώντας μόνο απλά να διαπλεύσει τα εκλογικά έτη 2013 και 2014 με το ΡΚΚ σε αδράνεια. Εάν αυτή είναι η επιδίωξη, τότε η Τουρκία έχει χάσει τους Κούρδους». Η Νουράι Μερτ, στη στήλη της στην Hurriyet Daily News, (28/01/2013) σημείωνε ότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων διεκόπη προσωρινά και πέραν των άλλων πιθανών αιτιών, εξέφρασε την άποψη ότι σ’ αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι, «ο Ερντογάν και η σημερινή κυβέρνηση είναι μακράν του να κατανοήσει σε βάθος το κουρδικό πρόβλημα». Επιμένουν, ανέφερε, να διαχωρίζουν «το πρόβλημα της τρομοκρατίας» από την διαδικασία εκδημοκρατισμού και καλούν το BDP και την ευρύτερη κουρδική κοινωνία να πάρουν αποστάσεις από το ΡΚΚ. Όμως, η πολιτικοποιημένη κουρδική κοινωνία υποστηρίζει πλήρως «τον απελευθερωτικό αγώνα» (όπως τον αποκαλούν) του ΡΚΚ και το BDP μπορεί μόνο να χάσει την επιρροή του αν πάρει αποστάσεις από το ριζοσπαστικό κίνημα. Υποστήριξε ακόμα ότι δεν είναι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και η μεγάλη πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών που δείχνουν διστακτικότητα στο να βγάλουν τις παρωπίδες τους στο Κουρδικό. Ο Ερντογάν δεν ακούγεται λιγότερο υπέρ εθνικιστής από το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ, επισημαίνει, ενώ πολλοί βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης ακούγονται τόσο υπέρ εθνικιστές όσο και εκείνοι του ΜΗΡ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κατέληγε, «φαίνεται ότι για μία ακόμα φορά η ευκαιρία για ειρήνη γλιστράει μέσα από τα χέρια μας και αυτό δεν είναι μόνο πολύ, πολύ, λυπηρό αλλά και πολύ ντροπιαστικό για όλους εμάς που ζούμε σ’ αυτή τη χώρα». Αναφερόμενος στο ίδιο θέμα σε σχόλιο του ο Ορχάν Μίρογλου, στην Today’s Zaman (2/02/2013), αφού εξετάζει τις πολύπλοκες εξελίξεις στο κουρδικό σε σχέση με τις εξελίξεις στην περιοχή, καταλήγει ότι οι ηγέτες του ΡΚΚ συχνά δηλώνουν την πρόθεση τους να μην παραδώσουν τα όπλα. Είναι ξεκάθαρο ότι ο αφοπλισμός δεν είναι επιλογή τους, γράφει και προσθέτει: «Ο Οτζαλάν και το ΡΚΚ εξετάζουν το ενδεχόμενο να σταματήσουν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας», αλλά κατά τη γνώμη του, «δεν σκοπεύουν να αφοπλίσουν το ΡΚΚ». 94
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Είναι προφανές, όπως δείχνουν και τα πιο πάνω σχόλια, ότι η επίλυση του προβλήματος της τρομοκρατίας που επιδιώκει η κυβέρνηση, αποκομμένη από το γενικότερο Κουρδικό πρόβλημα αλλά και τον πλήρη και σε βάθος εκδημοκρατισμό της χώρας, ούτε εύκολη υπόθεση είναι ούτε πολύ περισσότερο δεδομένη. Ήδη, η όλη διαδικασία ειρήνευσης βρίσκεται σε τέλμα και το πακέτο εκδημοκρατισμού της κυβέρνησης Ερντογάν είτε ικανοποιεί τους Κούρδους είτε όχι δείχνει ότι η διαδικασία θα προχωρήσει αργά και βασανιστικά με την κάθε πλευρά να παζαρεύει τι θα δώσει και τη θα πάρει. Όμως, οι καιροί ου μενετοί και οι εξελίξεις στην περιοχή τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς και απρόβλεπτες μεταπτώσεις. Εκεί που ο Σαλίμ Μουσλίμ, ηγέτης του PYD, είχε γίνει επίσημα συνομιλητής της Άγκυρας, άρχισε να την καταγγέλλει για διπλοπροσωπία λόγω της στήριξης που παρέχει στην εξτρεμιστική οργάνωση Αλ Νουρσα. Όπως δε ισχυρίζεται σε σχετική με το θέμα ανάλυση στην Today’s Zaman (11/09/2013) ο ειδικός στο Κουρδικό αναλυτής Εμρέ Ουσλού, αμφισβητείται η ηγετική θέση του κατ’ εξοχήν υποστηρικτή της διαδικασίας ειρήνευσης Οτζαλάν από την υπόλοιπη ηγεσία του ΡΚΚ, που εκτιμά ότι στην ουσία έχει μετατραπεί σε εκπρόσωπο της οργάνωσης. Ο Ουσλού υποστηρίζει ακόμα ότι το ΡΚΚ είναι μία ισχυρή και μεγάλη οργάνωση, «ένα τεράστιο τρομοκρατικό δίκτυο» την χαρακτηρίζει, με τις δικές του δεξαμενές σκέψης, οικονομικό μηχανισμό, δικαστήρια και αστυνομία. Δεν πρέπει δε να διαφύγει της προσοχής μας ότι παρά την ελλιπή ενημέρωση, έχει προ πολλού γίνει γνωστό ότι το κουρδικό κίνημα, που ένα από τα κύρια αιτήματα του ήταν και είναι η δημοκρατική αυτονομία των νοτιοανατολικών περιοχών, έχει ήδη αναπτύξει τους μηχανισμούς αυτόνομης τοπικής διοίκησης. Πολλή σημαντική εξέλιξη που καταδεικνύει τη ρευστότητα της κατάστασης αποτελούν και οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού Ερντογάν, ο οποίος ενώ μέχρι τώρα διακήρυττε ότι δεν υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, τώρα απειλεί εκείνους που θέλουν το διαμελισμό της χώρας και φυσικά αναφέρεται στους Κούρδους. «Εάν υπάρχουν ορισμένοι που θέλουν ένα δεύτερο κράτος εντός αυτής της χώρας των 780 χιλιάδων τετραγωνικών, αυτό δε μπορούμε να το κάνουμε. Όπου βρουν ένα τέτοιο κράτος, να σηκωθούν και να πάνε…» είπε σε πρόσφατη ομιλία του στο Αντιγιαμάν, αν μη τι άλλο παραδεχόμενος έμμεσα πλην σαφέστατα την ύπαρξη κουρδικού προβλήματος και μάλιστα ιδιαίτερης οξύτητας. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το Κουρδικό είναι το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας που δεν φαίνεται να υπάρχουν πραγματικές προοπτικές για την οριστική επίλυση του. Αυτό που επιδιώκεται στην παρούσα φάση και κάτω από την πίεση των σφο95
Μπάμπης Γιαννακόπουλος δρών ανακατατάξεων στην περιοχή είναι η εκεχειρία και το πέρασμα στις δημοκρατικές και ειρηνικές διαδικασίες. Με δεδομένη την γενικότερη απροθυμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε πλήρη εκδημοκρατισμό πολύ δε περισσότερο στην παροχή δικαιωμάτων και ελευθεριών που να αποκαθιστούν την αδικία που έχει υποστεί ο κουρδικός πληθυσμός, δεν θα πρέπει να αναμένονται θεαματικά αποτελέσματα από την τρέχουσα ειρηνευτική διαδικασία, που αν μη τι άλλο, διευκολύνει την κυβέρνηση εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Εκτίμηση μου είναι ότι πρόκειται για μια προσωρινή ειρήνευση. Η κυβέρνηση, αλλά και η τουρκική κοινωνία, δεν είναι διατεθειμένη να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις και να ικανοποιήσει τα αιτήματα των Κούρδων, ενώ οι τελευταίοι γνωρίζουν ότι χωρίς την ένοπλη πάλη ή την απειλή της βίαιης αντιπαράθεσης δεν πρόκειται να πετύχουν τίποτα. Άλλωστε, η χρήση βίας ή η απειλή για χρήση βίας είναι ένα μάθημα που οι Κούρδοι έχουν πάρει από τους Τούρκους, που στο παρελθόν το έχουν εφαρμόσει με κάθε ευκαιρία και φαίνεται να το έχουν εμπεδώσει καλά.
96
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ.
Τόσο οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις όσο και η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας των ισλαμιστών του ΑΚΡ έχουν πυξίδα το όραμα μιας Τουρκίας «στρατηγικού βάθους» και νέο οθωμανικής μεγαλοπρέπειας και ισχύος. Σε γενικές γραμμές, η κυβέρνηση του ΑΚΡ στοχεύει σε μια οικονομικά ισχυρή χώρα που το 2020 να συγκαταλέγεται στις δέκα πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη και με ένα πληθυσμό που θα πλησιάζει τα εκατό εκατομμύρια. Πέραν αυτών και βασιζόμενη στην επιδιωκόμενη οικονομική και πληθυσμιακή της ανάπτυξη, η Τουρκία που οραματίζονται οι ισλαμιστές του Ταγίπ Ερντογάν στοχεύει σε ηγετικό περιφερειακό ρόλο στο χώρο της Ασίας και Αφρικής, αλλά και σε ρόλο παγκόσμιας δύναμης που ο λόγος της θα μετράει, θα επηρεάζει και θα γίνεται σεβαστός σε διεθνές επίπεδο. Στην στενότερη περιοχή της Μ. Ανατολής, των Βαλκανίων και του Καυκάσου επιδιώκει να διαδραματίσει ρόλο «μεγάλου αδελφού», που θα χαίρει της εκτίμησης όλων και που ως «σοφός πυροσβέστης» θα επεμβαίνει στην ειρηνική διευθέτηση των μεταξύ τους διαφορών. Πρόκειται για την γνωστή πολιτική «των μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες», που να πούμε ότι η μέχρι τώρα εφαρμογή της μόνο αρνητικά αποτελέσματα έχει πετύχει αφού αντί των μηδέν προβλημάτων η χώρα έχει εμπλακεί σε πολλαπλές διενέξεις που μόνο προφίλ ειρηνοποιού δεν της αποδίδουν. Παρά τις πρόσκαιρες αποτυχίες και τα επί μέρους προβλήματα, ανομολόγητος στόχος φαίνεται να παραμένει η «οθωμανική κοινοπολιτεία». Κατά μία περίεργη αντίληψη ο εμπνευστής του «στρατηγικού βάθους»
Μπάμπης Γιαννακόπουλος και υπουργός εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, εκτιμά ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε ανεκτική αν όχι φιλική με τους λαούς που είχε κατακτήσει και επομένως η επαναφορά της με τη μορφή της κοινοπολιτείας και στη βάση της οικονομικής δύναμης και εξάρτησης όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά και επιθυμητή από τους λαούς της περιοχής. Το άλλο σημαντικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας είναι, σύμφωνα με επίσημους ισχυρισμούς, ότι αυτή έχει γνώμονα όχι το δίκαιο του ισχυρού, αλλά «το δίκαιο των λαών». Πρόκειται για αντιφατική και υποκριτική στάση, αφού και χώρα κατοχής τμήματος της Κύπρου είναι και καταφανής καταπατητής ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών του ίδιου της του πληθυσμού και ιδιαίτερα του Κουρδικού. Επομένως είναι δύσκολο να γίνει πιστευτός και να ληφθεί στα σοβαρά υπόψη ο ισχυρισμός της ότι στην εξωτερική της πολιτική τάσσεται υπέρ του δικαίου των αδυνάτων και αδικημένων. Αυτό γίνεται α λα καρτ και μόνο όταν εξυπηρετούνται τα δικά της συμφέροντα και οι δικοί της στρατηγικοί στόχοι. Ο Κοράϊ Τσαλισκάν στην Radikal (27/04/2012) δικαιολογημένα θεωρεί βάσιμη την κριτική που αφορά την επιλεκτική ευαισθησία της Τουρκίας σε θέματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων. Ενώ η Τουρκία επέδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για τη δημοκρατία στη Συρία, αγνοεί την έλλειψη δημοκρατίας και ανοχής στη Σ. Αραβία, υπογράμμισε στο σχετικό σχόλιο του. Ένα τρίτο στοιχείο αλλαγής πλεύσης της εξωτερικής της πολιτικής είναι ο προσανατολισμός της. Το νέο τουρκικό κράτος απόλυτα προσανατολισμένο στη Δύση από τον ιδρυτή του, Μουσταφά Κεμάλ, υπό την κυβέρνηση του ΑΚΡ κάνει στροφή προς ανατολάς και δη προς την Μ. Ανατολή, παραβλέποντας τις σχετικές νουθεσίες του να έχουν οι απόγονοι του στραμμένη την προσοχή τους στη Δύση και να αφήσουν τους λαούς της περιοχής της Μ. Ανατολής στις προστριβές τους και τις μεταξύ τους έριδες. Χωρίς να έχει πλήρως εγκαταλείψει τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας, αφού εξακολουθεί να επιδιώκει την ένταξή της στην ΕΕ, χωρίς όμως να καταβάλει και ιδιαίτερες προσπάθειες, η κυβέρνηση φλερτάρει και με την Ανατολή επιδιώκοντας προφανώς να εκμεταλλευθεί την προνομιούχο στρατηγικά γεωγραφική της θέση. Έτσι, πέραν της ΕΕ όπου υπάρχουν απαιτήσεις για ένα μοντέλο κοινωνίας που σέβεται ανθρώπινες ελευθερίες και δικαιώματα, υπάρχει και η «Σαγκάη 5», ένωση κρατών της Ασίας που γέρνει περισσότερο προς ένα μοντέλο ανατολίτικης δεσποτικής κοινωνίας, που βρίσκεται πιο κοντά και στην αυταρχική ισλαμική δημοκρατία που οικοδομεί η σημερινή Τουρκία, αλλά και σε εκείνο του οθωμανικού στρατηγικού βάθους. Ακόμα να πούμε ότι οι παραδοσιακά πολύ καλές σχέσεις της με τις ΗΠΑ παρά την καλή χημεία Ομπάμα-Ερντογάν, έχουν περάσει το τελευταίο διάστημα διάφορες διακυμάν98
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία σεις και δεν βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο, ιδιαίτερα μετά την επίμονα αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας έναντι του Ισραήλ. Τα συμφέροντα στον ενεργειακό τομέα φυσικά είναι καθοριστικά στην χάραξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή, αν και αυτά δεν προβάλλονται ιδιαίτερα. Αναμφίβολα ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή και η εξωτερική της πολιτική καθορίζονται εν πολλοίς από την ενεργειακή γεωγραφία. Χώρα που πατά στις δύο ηπείρους, περισσότερο στην Ασία και λιγότερο στην Ευρώπη, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτισμικά, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη στρατηγική της θέση για να πετύχει την υλοποίηση του οράματός της να καταστεί περιφερειακή ηγετική δύναμη και παγκόσμιος παίχτης. Συνήθως όμως η ισορροπία όταν πατάς σε δύο βάρκες είναι δύσκολη αν όχι ακατόρθωτη και η σημερινή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μοιάζει με μια τέτοια απόπειρα ισορροπίας πατώντας σε δύο βάρκες.
Από περιφερειακή σε παγκόσμια δύναμη. Μετά τις εκλογές του 2011 έγινε φανερή η προσπάθεια αναβάθμισης των στρατηγικών στόχων ή του βασικού στόχου της στρατηγικής του βάθους της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας από το επίπεδο της κατάκτησης του ρόλου της ήπιας περιφερειακής δύναμης σε εκείνον της παγκόσμιας δύναμης. Η ομιλία του πρωθυπουργού Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το φθινόπωρο του 2011, έδωσε το έναυσμα για ορυμαγδό δημοσιευμάτων από συμπολιτευόμενο και αντιπολιτευόμενο Τύπο, στα οποία περνούσε η γραμμή ότι η Τουρκία δεν αρκούνταν πλέον στο ρόλο του περιφερειάρχη στη διαμορφούμενη νέα διεθνή τάξη πραγμάτων, αλλά ότι στόχευε στο να καταστεί παγκόσμιος παίκτης, παγκόσμια δύναμη. Η πολιτική αυτή της Τουρκίας βασίζεται σε μελέτες που υποστηρίζουν ότι η παλιά διεθνής τάξη πραγμάτων έχει τελειώσει και δεν είναι πλέον σε θέση να δίνει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Η νέα διεθνής τάξη, υποστηρίζουν, διαμορφώνεται με τη δημιουργία περιφερειακών δομών και στη βάση μιας ιδεολογίας απαλλαγμένης από τα συμφέροντα των ισχυρών (;) αλλά βασισμένης στο δίκιο και την ηθική. Μιας τέτοιας δε ιδεολογίας προαγωγός επιθυμεί να είναι η Τουρκία και ο πρωθυπουργός της Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Βέβαια, να πούμε ότι προκύπτουν κάποια εύλογα και λογικά ερωτήματα όπως, πως μπορεί η Τουρκία να μιλά για δίκιο και ηθική όταν η ίδια παραβιάζει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου επί δεκαετίες με την εισβολή και στρατιωτική κατοχή της Βόρειας Κύπρου; Ή όταν επί δεκαετίες καταπατώντας κάθε 99
Μπάμπης Γιαννακόπουλος ανθρώπινο δικαίωμα των Κούρδων ασκούσε πολιτική βίαιης αφομοίωσης τους χωρίς παρά την μερική εγκατάλειψη αυτής της πολιτικής να έχει καταφέρει να λύσει το τεράστιο αυτό εσωτερικό της πρόβλημα; Πως μπορεί μια χώρα με τέτοια συμπεριφορά, που ακόμα και σήμερα αντιδρά με απειλές στις καθ’ όλα σύννομες με το διεθνές δίκαιο γεωτρήσεις της κυπριακής δημοκρατίας, να διεκδικεί ρόλο προστάτη των αδύναμων και αδικημένων στη διεθνή σκηνή; Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Μπαρσίν Γινάντς, και καταχωρήθηκε στην Hurriyet Daily News, (24-25/09/2011) ο Giles Merritt, διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Ατζέντα Ασφάλειας και Άμυνας (SDA) των Βρυξελλών, ανάμεσα στα άλλα επισήμανε ότι η Τουρκία δεν είναι αναδυόμενη δύναμη αλλά σταθερή ευρωπαϊκή δύναμη, που όμως δεν είναι αρκετά μεγάλη για να επιλύσει τα προβλήματα που την περιτριγυρίζουν, καθώς αυτά γίνονται οξύτερα με την αραβική άνοιξη. Η απογοήτευση της με την ΕΕ, πρόσθεσε, δεν πρέπει να τυφλώσει την Άγκυρα ως προς την σημασία που έχει το να παραμείνει στο πλαίσιο μιας διεθνούς συναίνεσης. Ακόμα παρατήρησε ότι η ρητορική της κυβέρνησης λέει ότι τώρα η Τουρκία είναι αρκετά ισχυρή ώστε να μην χρειάζεται να ακούει τι λένε οι άλλοι και αυτό είναι μια επικίνδυνη πορεία. Τέλος, εξέφρασε την απορία του για την απότομη αλλαγή του ρόλου που η Τουρκία υποτίθεται ότι έπαιζε στην περιοχή. «Ποιος θα είναι ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή τη στιγμή που η κρίση με το Ισραήλ φαίνεται δύσκολο να ξεπεραστεί είναι ένα βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί», υπογράμμισε. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι η οικονομική της δύναμη και ανάπτυξη, που όντως τα τελευταία χρόνια κινήθηκε σε υψηλούς ρυθμούς, και αποτελεί τη βάση των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής, δεν είναι δεδομένο ότι θα συνεχιστεί στο άμεσο μέλλον. Αντίθετα, έχουν εκφραστεί φόβοι και προειδοποιήσεις ότι η ανάπτυξη πέραν της συρρίκνωσης της από το 10 στο 3 με 4 τοις εκατό, δεν διαθέτει εκείνα τα ποιοτικά στοιχεία που θα εγγυούνται την σε βάθος χρόνου σταθερή συνέχιση της. Τους φόβους δε αυτούς εξέφρασε πρόσφατα ο ίδιος ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπεύθυνος για την οικονομία, Αλί Μπαμπαζάν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, (20/09/2013), ο Μπαμπατζάν, προέβη σε αξιολογήσεις, αναφορικά με την ανάπτυξη της Τουρκίας και σε ομιλία του τόνισε ότι η Τουρκία, κατά το πρώτο τέταρτο του έτους (2013) σημείωσε ανάπτυξη 2,9% και κατά το δεύτερο τέταρτο 4,4%. Ο ίδιος είπε πως υπάρχει ρίσκο όμως στην ανάπτυξη του 4%, στο τέλος του έτους, για πιθανή ροπή προς τα κάτω. Ο Μπαμπατζάν είπε: «Αν δούμε μόνο τα νούμερα ανάπτυξης η εικόνα δεν είναι κακή. Όμως, έχουμε ανησυχίες όσον 100
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία αφορά στην ποιότητα της ανάπτυξης και γι’ αυτό και θα καταβάλουμε προσπάθεια για την βελτίωση της…». Επίσης τόνισε «Μία ευημερία που θα βασίζεται μόνο στο να χρεώνεται η χώρα, δεν είναι κάτι που μπορεί να έχει συνέχεια. Αυτού του είδους καταστάσεις μπορούμε να τις παρατηρήσουμε και στους γείτονές μας». Ακόμα, να προσθέσουμε εδώ ότι διάφορες αναλύσεις έχουν επισημάνει το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του εργατικού δυναμικού της χώρας, που μπαίνει τροχοπέδη στην περεταίρω ανάπτυξη της οικονομίας με το πέρασμα της στην υψηλής τεχνολογίας παραγωγή. Πρόσφατο δημοσίευμα ζητούσε την αλλαγή του νόμου που προβλέπει την πρόσληψη ενός αλλοδαπού εργαζόμενου για κάθε πέντε Τούρκους, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για προσλήψεις υψηλής τεχνολογικής κατάρτισης ξένου προσωπικού, που θεωρείται απαραίτητο για τη συνέχιση της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας σε ανταγωνιστική βάση. Σε σχόλιο του στη Hurriyet Daily News (28/09/2013) ο Γκιουβέν Σακ ισχυρίζεται ότι η ανάπτυξη της Τουρκίας δεν είναι πλέον «success story» και εξηγεί: Το 1980 η τουρκική οικονομία έκανε εξαγωγές ύψους τριών δις δολαρίων, το 90 τοις εκατό των οποίων ήταν αγροτικά προϊόντα. Το 2012 οι εξαγωγές έφτασαν τα 150 δις δολάρια, το 90 τοις εκατό των οποίων ήταν βιομηχανικά προϊόντα. Αυτό σημαίνει ότι από το 1980 ως τώρα η Τουρκία έχει περάσει από τη χαμηλής στη μεσαίας τεχνολογίας προϊόντα. Όμως, φαίνεται ότι έχει εγκλωβιστεί εκεί προς το παρόν και ακόμα ότι δεν διαφαίνεται προοπτική για το πέρασμα στην υψηλής τεχνολογίας παραγωγή. Η Τουρκία είναι τώρα μία χώρα όπου ο ηλεκτρονικός της γίγαντας αντί να επιδιώκει ανάπτυξη βασισμένη στην τεχνολογική εξέλιξη, μετακομίζει στο χώρο της οικοδομής όπου υπάρχουν μεγαλύτερα ή ευκολότερα κέρδη. Στα πάρα πάνω θα πρέπει να προστεθεί και ο κίνδυνος που υπάρχει μετά τα γεγονότα στο Πάρκο Γκεζί για τον τερματισμό του καθεστώτος της εργασιακής ειρήνης που η κυβέρνηση έχει επιβάλει όχι με τη χρήση αστυνομικής βίας, αλλά των άμεσων απολύσεων όπου και όταν εκδηλώνονται εργατικές κινήσεις διεκδίκησης εργασιακών αιτημάτων και που αναμφίβολα αποτελεί στοιχείο έλξης ξένων επενδυτών. Παράδειγμα οι κινητοποιήσεις τον περασμένο χρόνο στις Τουρκικές Αερογραμμές που αντιμετωπίστηκαν με την άμεση απόλυση των πρωτεργατών των απεργιακών κινητοποιήσεων που σταμάτησαν πριν καν ξεκινήσουν. Το δικαίωμα όμως στη διαμαρτυρία και τη διαδήλωση που φαίνεται να έχει κατακτηθεί με τις κινητοποιήσεις για οικολογικά θέματα, είναι πολύ πιθανό να επεκταθεί και στα εργασιακά στερώντας από την τουρκική οικονομική ανάπτυξη ένα κίνητρο για ξένες και ιδιωτικές επενδύσεις που είναι ένα από τα ζητήματα που απασχολούν τον Αλί Μπαμπαζάν αναφορικά με την ποιοτική και σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Το άλλο έχει να κάνει με την μη ικανοποιητική αύξηση των εξαγωγών, 101
Μπάμπης Γιαννακόπουλος που κάνει την τουρκική οικονομία εσωστρεφή, δηλαδή στηριζόμενη περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση. Αυτό δημιουργεί φόβους για υπέρ κατανάλωση και δανεισμό, προειδοποιεί και υποστηρίζει ότι αν δεν παρθούν άμεσα μέτρα μπορεί η χώρα να οδηγηθεί σε κρίση παρόμοια με εκείνη της Ελλάδας. Με την ευκαιρία να σημειώσω ότι είναι διάχυτη η εντύπωση σε πολλούς παρατηρητές ότι το τουρκικό οικονομικό θαύμα μπορεί να αποδειχθεί φούσκα που όταν ξεφουσκώσει θα οδηγήσει σε χειρότερη κρίση από κείνη που περνάει η Ελλάδα.
Ο ρόλος και οι φιλοδοξίες του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Με έντονη διεθνή δραστηριότητα, το δεύτερο εξάμηνο του 2011, το ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης και παγκόσμιας δύναμης θέλησε να προβάλλει ο πρωθυπουργός Ερντογάν. Είναι άλλωστε φανερό ότι τα σχέδια αυτά αναβάθμισης του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας είναι άμεσα συνδεμένα με τις υψηλές προσωπικές του φιλοδοξίες. Το κοστούμι όμως του παγκόσμιου ηγέτη μάλλον στην πρώτη δοκιμή του έπεσε αρκετά μεγάλο. Έτσι, μετά την επικοινωνιακού κύρια χαρακτήρα περιοδεία στις χώρες της αραβικής άνοιξης, όπου όντως έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τις λαϊκές μάζες με τη βοήθεια βέβαια και μιας καλά οργανωμένης από εταιρεία δημοσίων σχέσεων εκστρατείας, ο Πρωθυπουργός Ερντογάν βρέθηκε στη Ν.Υορκη, όπου στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ διακήρυξε την πρόθεση για αναβάθμιση της Τουρκίας σε παγκόσμια δύναμη. Στη συνέχεια επισκέφθηκε τα Σκόπια στην εικοστή επέτειο ανακήρυξης τους σε κράτος, τιμητικά προσκαλεσμένος, μιας και η Τουρκία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το γειτονικό βαλκανικό κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», τονίζοντας τις ηγετικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και στο χώρο των Βαλκανίων. Εκεί, ανάμεσα στα άλλα, προέβλεψε την ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ πριν από την Τουρκία, παρά την «ακατανόητη» γι’ αυτόν ελληνική θέση στο θέμα της ονομασίας. Με μία ακόμη στάση στην Άγκυρα-όπου ο Πρόεδρος Γκιούλ πρωτοστάτησε του ανοίγματος της πιο σημαντικής ίσως στην ιστορία του τουρκικού κράτους συνόδου του κοινοβουλίου, λόγω της έναρξης της διαδικασίας της δημιουργίας του πρώτου μη κατασκευασμένου άμεσα ή έμμεσα από το στρατό συντάγματος-έφυγε για την Ν. Αφρική σε μια επίσκεψη με στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων με ένα παίχτη που σύμφωνα με τους υπολογισμούς «της στρατηγικής του βάθους», αναμένεται να έχει κυρίαρχο ρόλο στο αφρικανικό μπλοκ στην υπό διαμόρφωση νέα διεθνή τάξη πραγμάτων. Σε ρόλο, λοιπόν, ηγέτη χώρας με φιλοδοξίες να καταστεί παγκόσμια δύναμη και τον Πρόεδρο Γκιούλ να περιορίζεται σε θεσμικά τελετουργικά καθήκοντα, ο Ερντογάν προ102
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία σπάθησε να χτίσει το προφίλ μεγάλου ηγέτη διεθνούς κύρους δίνοντας ταυτόχρονα το στίγμα των επιδιωκόμενων από τον ίδιο συνταγματικών και πολιτειακών μεταρρυθμίσεων. Στην Τουρκία αποτελεί κοινό μυστικό εδώ και καιρό ότι στόχος και προσωπική φιλοδοξία του Ερντογάν είναι να περάσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όχι όμως σε τελετουργικό αλλά ουσιαστικό ρόλο άσκησης εξουσίας. Αυτό έχει όριο το 1923 όπου και τα εκατό χρόνια δημιουργίας του τουρκικού κράτους από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Οι υψηλοί στόχοι της Τουρκίας, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, είναι να καταστεί περιφερειακή υπερδύναμη και σημαντικός παγκόσμιος παίκτης σε συνδυασμό με τις φιλοδοξίες του πρωθυπουργού Ερντογάν να καταξιωθεί όχι μόνο ως μεγάλος ηγέτης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και ως διεθνούς κύρους πολιτική προσωπικότητα. Στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι η προσωπική καταξίωση του Ερντογάν ως εθνικού ηγέτη περνάει πρώτα και κύρια από τον τρόπο που θα χειριστεί το Κουρδικό και τα αποτελέσματα που θα πετύχει, ενώ η καταξίωση του στο διεθνές στερέωμα περνάει και από τον εκδημοκρατισμό της χώρας, αλλά και από τις σχέσεις που τελικά θα οικοδομήσει με τη Δύση. Πάντως, αναλυτές και παρατηρητές, τόσο εντός όσο και εκτός Τουρκίας, εκτιμούν ότι ο Ερντογάν είναι από τους ηγέτες που όχι μόνο τους γράφει η ιστορία, αλλά και που μπορούν οι ίδιοι να γράψουν ιστορία, για να θυμηθούμε τα λόγια του αείμνηστου Μεχμέμ Αλί Μπιράντ. Από κει και πέρα επικρατεί η άποψη ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός μπορεί να εξελιχθεί σε Λίνκολν της Τουρκίας, λύνοντας το Κουρδικό και τερματίζοντας την πολύχρονη αιματοχυσία, σύμφωνα με τον Μουράτ Γιετκίν, διευθυντή της Hurriyet Daily News, η σε Αμπντουλχαμίτ ΙΙ, χτίζοντας ένα αυταρχικό αυθεντικά τουρκικό συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα στα πρότυπα του μεγάλου σουλτάνου, σύμφωνα με το σχόλιο της Νουράι Μερτ στην ίδια εφημερίδα. Υπήρξε ανατροπή αυτού του σχεδιασμού από την αντιμετώπιση των διαδηλωτών του Πάρκου Γκεζί; Όλα δείχνουν πως όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό το κύρος του Ερντογάν υπέστη σοβαρή ζημιά, ενώ η ενότητα του ΑΚΡ και γενικότερα του ισλαμικού στρατοπέδου διερράγη. Αν προσθέσουμε από την άλλη την απομόνωση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στο θέμα της ανατροπής του προέδρου Μορσί στην Αίγυπτο από το στρατό, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, (Συρία, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, κτλ.), βλέπουμε ότι μάλλον και τα σχέδια του για την ενισχυμένη προεδρία ανατρέπονται προσωρινά και ο ηγετικός περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας χάνει και άλλα σημαντικά ερείσματα. Ήδη το κίνημα Γκιουλέν άρχισε να προβάλλει από τα δικά του μίντια τον μετριοπαθή και φιλελεύθερο ρόλο του προέδρου Γκιουλ, ο οποίος με κάθε ευκαιρία παίρνει αποστάσεις από τον τρόπο αντιμετώπισης από την κυβέρνηση των διαδη103
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λωτών τονίζοντας το δικαίωμα των πολιτών στη διαμαρτυρία. Ακόμα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες περί διεκδίκησης της προεδρίας από τον νυν πρόεδρο με τη στήριξη του κινήματος Γκιουλέν. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι θα έδειχνε τη δύναμη του κινήματος σε αντιπαράθεση με την ηγετική προσωπικότητα του Ερντογάν που κυριαρχεί στη γειτονική χώρα περισσότερο από μία δεκαετία και που φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει τουλάχιστον για μια ακόμα. Τέλος, να πούμε ότι από την άλλη άρχισαν να επανέρχονται τα σενάρια περί εναλλαγής στην προεδρία και την πρωθυπουργία των Γκιουλ και Ερντογάν στο πρότυπο των Πούτιν και Μεντβεντ στη Ρωσία. Προσθέτουμε εδώ ότι η κρίση που ξέσπασε με αφορμή την έρευνα για τις οικονομικές ατασθαλίες υπουργών της κυβέρνησης άλλαξε άρδην το σκηνικό αναφορικά με τον συσχετισμό των δυνάμεων στο χώρο του Ισλάμ. Η αντιπαράθεση που σοβούσε μεταξύ ΑΚΡ και του θρησκευτικού κινήματος, μεταξύ Ερντογάν και Γκιουλέν, βγήκε πλέον στην επιφάνεια και η επικείμενη αντιπαράθεση θα δείξει και την πραγματική δύναμη των δύο πλευρών του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία.
Στη δίνη της αραβικής άνοιξης. Η αραβική άνοιξη, πριν μερικά χρόνια, αιφνιδίασε και την Τουρκία όπως άλλωστε και όλο τον κόσμο. Τα γεγονότα που ξεκίνησαν με την αυτοπυρπόληση ενός μικροπωλητή στην Τυνησία μεταδόθηκαν σ’ ολόκληρο τον αραβικό κόσμο γκρεμίζοντας τα απολυταρχικά κοσμικά καθεστώτα και ανοίγοντας το δρόμο για εκδημοκρατισμό, που όμως κατέληξε σε επικράτηση, λιγότερο ή περισσότερο φανατικών ισλαμιστών. Η Τουρκία προβλήθηκε από την αρχή σαν η χώρα μοντέλο, κοσμικό κράτος με εκλογικούς θεσμούς και μικρότερο δημοκρατικό έλλειμμα και πορεία προς μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό. Η Δύση πρώτη είδε την Τουρκία σε ένα τέτοιο ρόλο, τον οποίο φυσικά η ίδια έσπευσε να υιοθετήσει προσβλέποντας στον ηγετικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής. Παραγνώρισαν βέβαια Δύση και τουρκική κυβέρνηση, όπως παρατήρησε Τούρκος σχολιαστής, ότι η Τουρκία δεν είναι Αίγυπτος και ο Ερντογάν δεν είναι ο Νασέρ. Πάντως, το σενάριο του ρόλου μοντέλου της Τουρκίας για τις χώρες της αραβικής άνοιξης έπαιξε αρκετά την πρώτη περίοδο και ιδιαίτερα όταν οι λαϊκές κινητοποιήσεις στην Αίγυπτο οδηγούσαν στην ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ πριν επικρατήσουν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι του Μορσί. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε ο πρωθυπουργός Ερντογάν να πουλήσει τη χώρα του και τον εαυτό του σαν πρότυπα διακυβέρνησης που θα ήταν αποδεκτή και από τη Δύση, τα πράγματα ακολούθησαν τη 104
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία δική τους δυναμική και στις χώρες αυτές επικράτησαν περισσότερο ή λιγότερο σκληρά ισλαμικά καθεστώτα, που όμως και ως ήταν φυσικό μετά την μακροχρόνια καταπίεση που το πολιτικό Ισλάμ είχε υποστεί, προήλθαν ή αναρριχήθηκαν στην εξουσία μέσω εκλογών και δημοκρατικών διαδικασιών. Έτσι, όχι μόνο η Τουρκία δεν αναδείχθηκε σε ρόλο μοντέλο και δεν απέκτησε ηγετικό ρόλο μέσω της αραβικής άνοιξης, αλλά και έκπληκτοι οι δυτικοί ανακαλύπτουν ότι και η ίδια η Τουρκία, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, επιβραδύνοντας τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της αναπτύσσεται σταδιακά και σταθερά σε μία όχι και τόσο ήπια ισλαμική δημοκρατία. Πέραν λοιπόν της αποτυχίας του ρόλου μοντέλου, η Τουρκία λόγω και του αιφνιδιαστικού ξεσπάσματος της αραβικής άνοιξης, βρέθηκε στη δύσκολη θέση να δοκιμάσει την πολιτική της «των μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες και του ρόλου της ως «μεγάλου αδελφού» και «σοφού πυροσβέστη» στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Αρχικά και κινούμενη στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, κράτησε επιφυλακτική στάση έναντι του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι, στη Λιβύη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με το καθεστώς αυτό όπως και με τα υπόλοιπα στην περιοχή η Τουρκία είχε πολύ καλές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. Μόλις λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα της αραβικής άνοιξης ο Καντάφι είχε απονείμει παράσημο στον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ δεκάδες τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούντο και χιλιάδες Τούρκοι ζούσαν και δούλευαν στη Λιβύη. Έτσι, αρχικά αντιτάχθηκε σε όποια εξωτερική στρατιωτική επέμβαση και μόνο όταν είδε ότι αυτή ήταν αναπόφευκτη και το μέλλον του καθεστώτος προδικασμένο τάχθηκε υπέρ και συμμετείχε ενεργά σ’ αυτήν, κάνοντας στροφή 180 μοιρών. Στην Αίγυπτο ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ερντογάν προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την λαϊκή εξέγερση και την ανατροπή του καθεστώτος εμφανιζόμενος σε ρόλο περιφερειακού ηγέτη που είχε να προσφέρει ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης. Όμως, όπως ήδη ανέφερα, το μοντέλο αυτό και ο δικός του ρόλος δεν μπορούσαν να επηρεάσουν και πολύ τα πράγματα μιας και οι εξελίξεις διέθεταν τη δική τους δυναμική. Πάντως η προσπάθεια έγινε με μια καλά οργανωμένη επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού στο Κάιρο όπου έτυχε μάλιστα μεγάλης και θερμής λαϊκής υποδοχής. Όμως, αυτή δεν μετατράπηκε ούτε σε υιοθέτηση του τουρκικού μοντέλου δημοκρατίας ούτε πολύ περισσότερο στην απεμπόληση από πλευράς Αιγύπτου του ηγετικού της ρόλου στον αραβικό κόσμο. Το μεγάλο πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας προέκυψε με την εμφάνιση της κρίσης στη Συρία. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι οι δύο γειτονικές χώρες είχαν αναπτύξει τα τελευταία πριν την έκρηξη της αραβικής άνοιξης χρόνια, πολύ καλές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα. Όμως, όπως σωστά παρατήρησε για τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, ο Γιόσκα 105
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Φίσερ, ποτέ δεν ξέρεις στην περιοχή αυτή τι σε περιμένει στη γωνία. Έτσι, η Τουρκία εξάντλησε γρήγορα την όποια επιρροή μπορούσε να έχει στο καθεστώς Ασαντ, συμβουλεύοντας το να προβεί σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, παρέχοντας ελευθερίες και δικαιώματα στον ήδη εξεγερμένο συριακό λαό προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα, δηλαδή την βίαιη ανατροπή του όπως είχε πρόσφατα γίνει στη Λιβύη. Εκτιμώντας ότι η ανατροπή του καθεστώτος στη Συρία θα ερχόταν σύντομα κατά το πρότυπο της Λιβύης, εάν χρειαζόταν και με έξωθεν επέμβαση, η Τουρκία απεμπόλησε σχετικά νωρίς το προνόμιο του συζητητή και μεσολαβητή με το καθεστώς και σήκωσε τη σημαία της ανατροπής του. Όχι μόνο τάχτηκε νωρίς υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ ή γενικά της Δύσης, αλλά και παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια σε συνδυασμό με τη Σ. Αραβία και το Κατάρ, δύο «ιδιαίτερα φιλελεύθερα καθεστώτα», στην συριακή αντιπολίτευση για την ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος της Δαμασκού. Η Τουρκία έγινε η έδρα της συριακής αντιπολίτευσης προκαλώντας την μήνη του καθεστώτος και τις έμμεσες ή άμεσες απειλές του. Έτσι, από νωρίς η Τουρκία από «σοφός πυροσβέστης» μετατράπηκε σε εμπλεκόμενο μέρος της κρίσης, κάτι που θα ήταν δύσκολο να αποφύγει μακροπρόθεσμα και λόγω της γειτνίασης και λόγω του ηγετικού ρόλου που επεδίωκε να παίξει στην περιοχή για τον οποίο όμως δεν φαίνεται να διέθετε την οικονομική και πολιτική ισχύ που θα της εξασφάλιζε το σεβασμό των άλλων εμπλεκόμενων χωρών. Οι εξελίξεις φαίνεται να δικαιώνουν τον Μουσταφά Κεμάλ, που είχε συμβουλέψει τους διαδόχους στην εξουσία της χώρας να είναι σταθερά προσανατολισμένοι στη Δύση αφήνοντας την Ανατολή στις προστριβές της και τις έριδες. Η φιλοδοξία της Τουρκίας να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή αναπόφευκτα την καθιστά μέρος των προβλημάτων της Μ. Ανατολής. Η όλη πολιτική της Τουρκίας στην κρίση της Συρίας στηρίχθηκε και χτίστηκε στην λανθασμένη, ως εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε, εκτίμηση ότι το καθεστώς Ασαντ θα κατέρρεε ή θα ανατρεπόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εκτίμησε λάθος και την εσωτερική δυναμική τασσόμενη υπέρ των σουνιτών της αντιπολίτευσης προσδίδοντας σεκταριστικό χαρακτήρα στην πολιτική της, αλλά και τη διεθνή συγκυρία και ιδιαίτερα τα συμφέροντα της Ρωσίας στην περιοχή που είναι στενά συνδεμένα με το καθεστώς της Δαμασκού. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Το καθεστώς μετά από περισσότερα από δύο χρόνια σφοδρών συγκρούσεων και κανονικού εμφυλίου πολέμου βρίσκεται ακόμα στην εξουσία έχοντας τη στήριξη της Ρωσίας και της Κίνας που μπλοκάρουν κάθε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ακόμα και για κυρώσεις κατά του καθεστώτος, ενώ η Τουρκία σε κατάσταση απόγνωσης μιλάει για ηθικές αξίες που διέπουν την εξωτερική της πολιτική-σε αγαστή πάντα συνεργασία και σύμπνοια με τα «σούπερ φιλελεύθερα» καθεστώτα της Σ. Αραβίας και του Κατάρ που είναι γνωστό ότι χρηματοδοτούν την συριακή 106
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία αντιπολίτευση-και κάνοντας προτάσεις στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για αλλαγή των κανόνων λειτουργίας του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η αντιπολίτευση της Συρίας, ένα συνονθύλευμα διαφόρων ομάδων που συμπεριλαμβάνουν και φανατικές ισλαμικές οργανώσεις παρακλάδια της Αλ Κάιντα, όπως η Αλ Νουρσα, και με έδρα τους την Τουρκία, κάθε άλλο παρά την εμπιστοσύνη της Δύσης έχουν κερδίσει. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η τελευταία προτιμάει την παραμονή του καθεστώτος Ασαντ με τη μια μορφή ή την άλλη στην όποια διάδοχη κατάσταση στην Συρία από την αβεβαιότητα και τους κινδύνους που εγκυμονεί το πέρασμα της εξουσίας στις ομάδες που συνθέτουν την αντιπολίτευση. Άλλωστε, οι εξελίξεις στην Αίγυπτο με το στρατιωτικό πραξικόπημα που έτυχε της ανοχής όχι μόνο της Δύσης αλλά και των εταίρων της Τουρκίας στην συριακή κρίση, δηλαδή της Σ. Αραβίας και του Κατάρ, αποτελεί ένδειξη των τάσεων που διαμορφώνονται στην περιοχή. Όπως σωστά είχε παρατηρήσει ο Αλπάι, η Τουρκία δεν είναι Αίγυπτος και όπως είναι γενικά αποδεκτό η Αίγυπτος είναι η χώρα που δίνει τον βηματισμό στον αραβικό κόσμο. Ένας από τους φόβους της Δύσης ήταν και το να πέσει το οπλοστάσιο χημικών όπλων της Συρίας στα χέρια των εξτρεμιστικών ομάδων της αντιπολίτευσης, εξ ου και η ιδιαίτερη ευαισθησία που επέδειξε για τη χρήση τους και η ικανοποίηση της από τη συμφωνία για τον έλεγχό τους και την καταστροφή τους. Οι εκατό και πλέον χιλιάδες νεκροί του συριακού εμφυλίου δεν συγκίνησαν την αμερικανική υπέρ δύναμη τα τελευταία δύο χρόνια στο βαθμό που να απειλήσει, όπως έκανε πρόσφατα, με αεροπορική χειρουργική επίθεση που θα είχε στόχο το χημικό οπλοστάσιο φυσικά. Ο Σεμίχ Ιντίζ υποστηρίζει στο σχόλιο του στην Hurriyet Daily News (3/10/2013), ότι ο πόλεμος στη Συρία δεν είναι πλέον για την ανατροπή ενός σκληρού δικτάτορα για χάρη της δημοκρατίας, αλλά για το κατά πόσο η Συρία θα διακυβερνηθεί με τους κανόνες της σουννίτικης σαρία ή θα παραμείνει μία κοσμική χώρα ακόμα και αν δεν είναι δημοκρατική. Ακόμα υποστηρίζει ότι το Ιράν ανησυχεί όσο και οι ΗΠΑ για την παρουσία συνδεμένων με την Αλ Κάιντα ομάδων στη Συρία. Η Ουάσιγκτον και η Τεχεράνη, γράφει, έχουν ένα κοινό εχθρό στη Συρία τον οποίο δεν θα ήθελαν να δουν να κερδίζει έδαφος και είτε μαζί είτε χώρια θα επιδιώξουν να το αποτρέψουν. Η παρουσία των τζιχαντιστών στη Συρία που παρεισφρήσανε στις γραμμές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, στις γραμμές δηλαδή της συριακής αντιπολίτευσης, έδωσαν άλλο περιεχόμενο στη διαμάχη και οδήγησαν τόσο άλλες ομάδες να διαχωρίσουν τη θέση τους και να αρχίσουν συνομιλίες με το καθεστώς της Δαμασκού, αλλά και τον Ασάντ κατέστησαν συνομιλητή από παρία. Ακόμα και η Άγκυρα, επισημαίνει ο σχολια107
Μπάμπης Γιαννακόπουλος στής, κατάλαβε τον κίνδυνο και οι Τούρκοι αξιωματούχοι άρχισαν να καταδικάζουν τη δράση των τζιχαντιστών στη Συρία. Να πούμε στο σημείο αυτό ότι ρεπορτάζ που είχαν δει το φως της δημοσιότητας πριν λίγους μήνες, έδειχναν ότι η Τουρκία είχε διευκολύνει, αν όχι βοηθήσει την εξτρεμιστική οργάνωση Αλ Νούρσα, δηλαδή την κύρια οργάνωση που θεωρείται παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Πάντως, γεγονός παραμένει ότι η δράση των εξτρεμιστικών οργανώσεων στη Συρία άλλαξε ουσιαστικά τους στόχους της εξέγερσης αλλά και την αντιμετώπιση της κατάστασης από τη Δύση. Ούτε λίγο ούτε πολύ το καθεστώς Ασαντ πέρασε σε δεύτερη προτεραιότητα με πρώτη την αντιμετώπιση του κινδύνου επικράτησης των φανατικών τζιχαντιστών. Σε τελική ανάλυση. Έγινε υπόθεση επιλογής ανάμεσα σε δύο κακά και φαίνεται να επικρατεί η άποψη διαλόγου με τον Ασαντ προς εξεύρεση μιας συμβιβαστικής πλέον λύσης. Ο Σεντάτ Εργκίν αναφερόμενος στο ίδιο θέμα στη Hurriyet (4/10/2013), σημειώνει ότι η στάση του Τούρκου Πρωθυπουργού ήταν αρχικά ανεκτική, καθώς διευκόλυνε τη δράση των ακραίων αυτών ομάδων, τρέφοντας ελπίδες ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανατροπή της Κυβέρνησης του Ασαντ. Επιστρέφοντας από το ταξίδι του στις ΗΠΑ, άλλαξε οπτική, αποκλείοντας την είσοδό τους στη Συρία μέσω Τουρκίας. Η επίθεση στην τουρκική Πρεσβεία στη Σομαλία από εξτρεμιστές που διατηρούν σχέσεις με την Αλ Κάιντα, ενίσχυσε περαιτέρω την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Ερντογάν.
Πρόσφυγες από τη Συρία στις αρχές της κρίσης. Η Δαμασκός είχε κατηγορήσει τότε την Άγκυρα ότι περιθάλπει τρομοκράτες παραβιάζοντας την μεταξύ τους συμφωνία για συνεργασία στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ακόμα, ο Πρέσβης της Συρίας στην Άγκυρα είχε υπενθυμίσει την περίπτωση Οτζαλάν και τη στάση τότε της χώρας του και είχε ζητήσει ανάλογη συμπεριφορά από την Τουρκία.
108
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Να πούμε ακόμα ότι ο Ασαντ έχει επανειλημμένα στο παρελθόν προειδοποιήσει και απειλήσει την Τουρκία για την βοήθεια που παρείχε και παρέχει στην αντιπολίτευση. Τώρα, αισθανόμενος προφανώς δικαιωμένος, απεύθυνε μήνυμα-προειδοποίηση προς την Τουρκία ότι «θα πληρώσει ακριβά» για την υποστήριξη της σε ομάδες που πολεμάνε να ανατρέψουν το καθεστώς της Συρίας. Στο εγγύς μέλλον αυτές θα έχουν επιπτώσεις στην Τουρκία, είπε και πρόσθεσε, ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το χαρτί της τρομοκρατίας και μετά να το βάλεις στην τσέπη σου. Είναι σαν να βάζεις ένα σκορπιό που δεν θα διστάσει να σε τσιμπήσει ανά πάσα στιγμή, δήλωσε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του σε τουρκικό τηλεοπτικό κανάλι. (Halk TV, 4/10/2013). Συνοψίζοντας να πούμε ότι οι εξελίξεις αυτές πρόσθεσαν άλλη μία αστοχία και λανθασμένη αντιμετώπιση της συριακής κρίσης από την Άγκυρα. Ο «μεγάλος αδερφός» επέδειξε ανικανότητα να εκτιμήσει σωστά την κατάσταση και τις εξελίξεις στη γειτονική χώρα με αποτέλεσμα να πληγωθεί κι άλλο το κύρος του και να πάει πίσω ο ηγετικός ρόλος που διακαώς επιθυμεί να διαδραματίσει στο χώρο της Μ. Ανατολής. Άσχετο με το που θα οδηγηθεί τελικά η συριακή κρίση, η πολιτική που ακολούθησε η Τουρκία έχει δεχθεί έντονη κριτική και γενικά έχει γίνει αποδεκτό, εκτός βέβαια από την ίδια την κυβέρνηση, ότι βασίζεται σε λανθασμένες εκτιμήσεις και κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Μία δε των σοβαρότερων επιπτώσεων αφορά το Κουρδικό αφού η αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων του καθεστώτος της Δαμασκού από την κατοικημένη από Κούρδους περιοχή της Βόρειας Συρίας οδήγησε ουσιαστικά στη δημιουργία του δεύτερου ημιαυτόνομου κουρδικού κράτους στην περιοχή. Η ίδια η Τουρκία γνωρίζοντας τις στενές σχέσεις των Κούρδων της Συρίας με το ΡΚΚ, εξαναγκάστηκε, να αναγνωρίσει και καλέσει στην Άγκυρα για επίσημες συνομιλίες το PYD, αδελφή οργάνωση του ΡΚΚ, ενώ παράλληλα στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα έδειξαν ότι παρείχε βοήθεια και προς την αντίπαλη εξτρεμιστική οργάνωση Αλ Νουρσα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Αρκετοί παρατηρητές υποστηρίζουν ότι εν πολλοίς και η αλλαγή στην αντιμετώπιση του κουρδικού οφείλεται στις εξελίξεις και τους λανθασμένους χειρισμούς της κυβέρνησης του ΑΚΡ στη συριακή κρίση. Η αντιμετώπιση της κρίσης στη Συρία δείχνει καθαρά ότι όντως η Τουρκία δεν είναι ισχυρή αρκετά για ένα ηγετικό περιφερειακό ρόλο στην περιοχή της Μ. Ανατολής, αλλά ούτε και στρατηγική βάθους διαθέτει στην αντιμετώπιση των πολλών και μεγάλων προβλημάτων. Από τον στόχο «των μηδέν προβλημάτων» με τους γείτονες, η Τουρκία έφτασε στο σημείο να έχει μεγάλα προβλήματα με τους περισσότερους γείτονες και κατά τρόπο παράδοξο και ειρωνικό η κυβέρνηση του Κουρδιστάν να είναι ο καλύτερος της σύμμαχος και η Ελλάδα η γειτονική χώρα με την οποία στην παρούσα φάση έχει τα 109
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λιγότερα προβλήματα, ενώ ο χώρος των Βαλκανίων και οι τουρκόφωνες χώρες της Ασίας είναι οι μόνες που της αναγνωρίζουν κάποιο ηγετικό ρόλο με αντάλλαγμα την προσέλκυση τουρκικών επενδύσεων.
Ο κίνδυνος για μουσουλμανικό μεσαιωνικό σκοταδισμό. Για άλλη μια φορά φαίνεται να δικαιώνεται ο Γιόσκα Φίσερ. «Στη Μ. Ανατολή κανείς δεν γνωρίζει τι θα συναντήσει στη γωνία». Οι εξελίξεις είναι εν πολλοίς απρόβλεπτες και αυτό απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή απ’ όσους εμπλέκονται σ’ αυτές. Πριν τρία χρόνια περίπου ξέσπασε η αραβική άνοιξη που έγινε δεκτή από τη Δύση με ικανοποίηση αλλά και επιφύλαξη. Από τη μια γκρέμιζε τα απολυταρχικά κοσμικά καθεστώτα της περιοχής που φάνηκε να είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο τους, ενώ από την άλλη ήταν απρόβλεπτη η διάδοχος κατάσταση. Όπως ήδη αναφέραμε, το τουρκικό μοντέλο κοσμικής ισλαμικής δημοκρατίας δεν έγινε αποδεκτό και δεν προχώρησε, ενώ οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν ανέδειξαν πρώτη δύναμη τα ισλαμικά κόμματα. Οι δε ελπίδες για επικράτηση τουλάχιστον των μετριοπαθών ισλαμικών δυνάμεων που θα μπορούσαν μέσα σε δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας να εγγυηθούν την ομαλή συνεργασία με τη Δύση μακριά από ακρότητες και συγκρούσεις, άρχισαν να ξεθωριάζουν. Οι ακραίες οργανώσεις που πρόσκεινται στην Αλ Κάιντα άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι και να αλλάζουν άρδην το σκηνικό. Σήμερα, εκφράζονται και επίσημα πλέον φόβοι για την ενδυνάμωση αυτών των ομάδων και το ξεκαθάρισμα του τοπίου στο μουσουλμανικό στρατόπεδο με πιθανή την επικράτηση των τζιχαντιστών και την κατάληξη σε ένα «μουσουλμανικό μεσαιωνικού τύπου σκοταδισμό». Είναι ο πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και που καλεί τα έθνη της Ανατολής να μετατρέψουν την περιοχή σε χώρο ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας, συγκλίνοντας σε κοινές αξίες και συμφέροντα. Ο πρόεδρος Γκιουλ προειδοποίησε για τον κίνδυνο μεσαιωνικού τύπου μουσουλμανικό σκοταδισμό, που μπορεί να προκύψει από τις σεκταριστικές και εθνικιστικές συγκρούσεις στην Ανατολή και πού θα είναι χειρότερος από εκείνον που θα προέκυπτε από τη σύγκρουση των πολιτισμών. Θα ληφθεί η προειδοποίηση του σοβαρά υπόψη;
110
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Ενώ λοιπόν η Τουρκία ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς την πορεία της για ηγετικό ρόλο στη Μ. Ανατολή, φαίνεται ότι χάρη στις δικές της άστοχες εκτιμήσεις και χειρισμούς, αλλά και στην αδυναμία να προβλέψει τις εξελίξεις, ότι πάει να χάσει τα αβγά και τα καλάθια. Ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα στην Αίγυπτο και την ανατροπή των Αδελφών Μουσουλμάνων του Μορσί, η Τουρκία βρέθηκε διπλωματικά απομονωμένη να καταδικάζει την επέμβαση του στρατού, πράγμα πολύ θεμιτό αφού η ίδια η κυβέρνηση του ΑΚΡ έχει πολεμήσει την κηδεμονία και πολιτική επέμβασης του στρατού και φοβάται ότι μια τέτοια εξέλιξη ενθαρρύνει τους δικούς της στρατηγούς να επανέλθουν στις παλιές τους κακές συνήθειες. Όμως, όχι μόνο η Δύση δεν αντέδρασε, αλλά δέχθηκε με ανακούφιση το πραξικόπημα στην Αίγυπτο, αποφεύγοντας μάλιστα να το αποκαλέσει πραξικόπημα προτιμώντας τον πιο ήπιο όρο «επέμβαση του στρατού», αλλά ούτε και αυτοί οι σύμμαχοί της και ομόθρησκοι (σουνίτες) στη Μ. Ανατολή, δηλαδή τα ελιτίστικα μουσουλμανικά καθεστώτα της Σ. Αραβίας και του Κατάρ. Εδώ τα πράγματα άρχισαν πραγματικά να μπλέκουν και να γίνονται επικίνδυνα μιας και οι χώρες αυτές υπήρξαν οι βασικοί χρηματοδότες και μαζί με την Τουρκία υποστηριχτές της αντιπολίτευσης στη Συρία και ακόμα είναι οι χώρες που στήριξαν και στηρίζουν την οικονομία της Τουρκίας σε βαθμό που δεν επηρεάστηκε αισθητά από την διεθνή οικονομική κρίση. Τα καθεστώτα των χωρών αυτών αυταρχικά και αντιδημοκρατικά δεν είδαν με καλό μάτι την αναρρίχηση στην εξουσία λαϊκών ισλαμικών δυνάμεων παρά το ότι ανήκουν στο ίδιο με αυτούς θρησκευτικό δόγμα. Αντίθετα, φαίνεται ότι στη στάση τους επικράτησε το ταξικό στοιχείο του θρησκευτικού. Αυτό όμως που τάραξε περισσότερο τα νερά και έφερε στην ίδια πλευρά του φράχτη μέχρι χθες αντιμαχόμενες ομάδες κρατών ήταν η ενισχυμένη παρουσία και δράση όχι μόνο στη Συρία αλλά γενικότερα στο χώρο της Μ. Ανατολής και Αφρικής των προσκείμενων στην Αλ Κάιντα οργανώσεων που επιδιώκουν την κατάληψη της εξουσίας σε διάφορες χώρες της περιοχής και που σύμφωνα με τον Τούρκο πρόεδρο οδηγούν τα πράγματα σε «ενδοπολιτισμική σύγκρουση και μουσουλμανικό σκοταδισμό». Τονίζοντας την ανάγκη να ληφθεί σοβαρά υπόψη από Δύση και Ανατολή η προειδοποίηση του προέδρου Γκιουλ, ο Μουράτ Γιετκίν, στη Hurriyet Daily News (5/10/2013), επεσήμανε ανάμεσα σε άλλα, ότι υπάρχει λίγος χώρος για αισιοδοξία κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες στη Μ. Ανατολή, όπου ειδικά μετά την άνοδο και πτώση του κύματος της αραβικής άνοιξης, τα ισλαμικά κινήματα με αυξανόμενη δημοτικότητα δεν είναι τα μετριοπαθή, που βρίσκονται μακράν της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η δημοτικότητα των συνδεμένων με την Αλ Κάιντα τζιχαντιστικών ομάδων κερδίζει δύναμη. Με την αραβική άνοιξη να έχει αποτύχει στην Αίγυπτο, την 111
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Τυνησία και τη Λιβύη και το καταστροφικό παράδειγμα της Συρίας, η Αλ Κάιντα κερδίζει έδαφος, δημιουργώντας περιφερειακά πεδία μάχης με στόχο να πάρει την εξουσία σε μέρη όπως το Μαλί, τη Σομαλία, την Υεμένη και τη Συρία συγκεντρώνοντας τους μαχητές της από γειτονικές περιοχές και χώρες. Οι κύριες δραστηριότητες της Αλ Κάιντα δεν γίνονται πλέον στη Δύση αλλά στην Ανατολή, ίσως κάτω από τη στάση «άφησε τους να φαγωθούν μεταξύ τους» των πρακτόρων των δυτικών μυστικών υπηρεσιών. Οι προαναφερθείσες ανησυχίες για «συγκρούσεις εντός των πολιτισμών», ενδοπολιτισμικές, δεν προκύπτουν μόνο από την εμφάνιση και αύξηση της δύναμης των ακραίων οργανώσεων που είναι συνδεμένες με την Αλ Κάιντα και που στοχεύουν στην κατάκτηση της εξουσίας σε διάφορες χώρες της Μ. Ανατολής και Αφρικής, αλλά και από τις γενικότερες εξελίξεις και διακρατικές σχέσεις στην περιοχή. Η διαχωριστική γραμμή Σουνιτών-Σιιτών με επίκεντρο τη συριακή κρίση και γενικότερα τη διάδοχη κατάσταση στα απολυταρχικά κοσμικά καθεστώτα μετά την αραβική άνοιξη, παίζει καθοριστικό ρόλο παράλληλα με τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ακραίους και μετριοπαθείς ισλαμιστές. Η Τουρκία τοποθετημένη αρχικά στο σουννίτικο τόξο, στη συνέχεια έδειξε ανοχή στις ακραίες οργανώσεις που μάχονται στη Συρία, αντιπαρατέθηκε με το στρατιωτικό καθεστώς στη Αίγυπτο, υποστηρίζοντας το δίκαιο των Αδελφών Μουσουλμάνων του Μορσί, βρέθηκε σε αντίθεση με τον ελιτίστικο ισλαμισμό των χωρών του Κόλπου.
Ο ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή και οι σχέσεις με τους γείτονες. Μία σύντομη αναδρομή στις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι μπλεγμένη στις συγκρούσεις και έριδες της περιοχής όχι μόνο δεν καταφέρνει να παίξει ηγετικό ρόλο, αλλά να έχει απομονωθεί και να εξαναγκάζεται σε σπασμωδικές κινήσεις προκειμένου να περισώσει ότι μπορεί από το χαμένο κύρος της και την διεθνή υπόληψη της και σεβασμό. Η Τουρκία βρίσκεται μακράν όχι μόνο των μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες, αλλά και της όποιας ισχύς της στην περιοχή και της υπόληψης της διεθνώς. Κατ’ αρχήν, έχουμε τη μεγάλη ανατροπή στις σχέσεις της με το Ισραήλ, που ξεκίνησε με εκείνο το περίφημο «ξέσπασμα» του Ερντογάν μπροστά στις κάμερες, σε ζωντανή εκπομπή, στο Νταβός, όπου ολόκληρος ο κόσμος έκπληκτος έβλεπε τον Τούρκο πρωθυπουργό να επιτίθεται εκτός πρωτοκόλλου και στα όρια της ευπρέπειας στον Ισραηλινό πρόεδρο Πέρεζ. Η οριστική ρήξη με το Ισραήλ ήρθε αργότερα, το 2010, με την επίθεση των Ισραηλινών στο στολίσκο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα και που 112
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία είχε θύματα δέκα Τούρκους ακτιβιστές. Η διάρρηξη των σχέσεων με το Ισραήλ ακολούθησε και πέραν των δικαιολογημένων αιτιάσεων συνετέλεσε στην ανάπτυξη της πολιτικής της στη Μ. Ανατολή, αφού τέτοιες θεαματικές και εντυπωσιακές κινήσεις της εξασφάλιζαν κάποια εμπιστοσύνη στον αραβικό κόσμο και δημοτικότητα, ιδιαίτερα του Ερντογάν, στις αραβικές μάζες. Ήταν ολοφάνερο ότι μια πολιτική στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ υπό την πλήρη κάλυψη των ΗΠΑ δεν μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για κυρίαρχο ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Η ρήξη με το Ισραήλ συνοδεύτηκε και με μια φίλο ιρανική στάση, καταψήφισης στον ΟΗΕ των μέτρων κατά του Ιράν, πράγμα που οδήγησε σε δύσκολη καμπή τις σχέσεις και με τις ΗΠΑ, παρά την καλή προσωπική χημεία Ομπάμα-Ερντογάν. Παρά τις έντονες προσπάθειες του αμερικανικού πενταγώνου για την αποκατάσταση της στρατηγικής σημασίας συμμαχίας με το Ισραήλ και παρά τη δημιουργία αντίπαλου συμμαχικού τόξου Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας, η Άγκυρα επέμεινε και εμμένει στη ρήξη με το Ισραήλ, εκτιμώντας προφανώς ότι η υποχώρηση και αποκατάσταση των σχέσεων μαζί του θα ανέτρεπε την όποια επιρροή της στον αραβικό κόσμο. Έτσι προτίμησε να κάνει πίσω στο ζήτημα του Ιράν και να εξευμενίσει τις ΗΠΑ και τους δυτικούς της συμμάχους με την αποδοχή εγκατάστασης των πυραυλικών συστημάτων στο έδαφός της με προφανή στόχο το Ιράν, ενέργεια που αποκατέστησε μερικώς τις ισορροπίες με τη Δύση, οδήγησε όμως σε ένταση αυτές με το Ιράν. Το τελευταίο προειδοποίησε την Τουρκία ότι σε περίπτωση σύρραξης θα είναι στόχος δικής του επίθεσης. Πάντως, μετά την αλλαγή στάσης της Τεχεράνης όσον αφορά τα πυρηνικά και γενικά την προσέγγιση της με την Ουάσιγκτον η Τουρκία βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Τα γεγονότα που τρέχουν με αλλοπρόσαλλους ρυθμούς στην Μ. Ανατολή φαίνεται για μια ακόμα φορά να ανατρέπουν τους σχεδιασμούς του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών. Από τη μια βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα με τις ακραίες ισλαμιστικές ομάδες που μέχρι χτες ανεχόταν και βοηθούσε στη Συρία, που δεν διστάζουν να επιτεθούν στην πρεσβεία της στη Σομαλία, όπου να πούμε ότι πέραν των άλλων είχε αναπτύξει και φιλανθρωπική δραστηριότητα, ενώ από την άλλη, όπως και στην περίπτωση της Αιγύπτου, φαίνεται να μένει εκτός κλίματος και στην περίπτωση του Ιράν. Αν στην περίπτωση της Αιγύπτου και του Ιράν μπορεί να ειπωθεί ότι η πολιτική της Τουρκίας υπαγορεύεται και εντάσσεται στους σχεδιασμούς της για κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο και για τις σχέσεις της με το Ιράκ, που το τελευταίο διάστημα πέρασαν σε έντονη αντιπαράθεση με εν πολλοίς θρησκευτικά, δογματικά κριτήρια και αίτια. Η καινούργια αντιπαράθεση ξεκίνησε με τη βοήθεια και 113
Μπάμπης Γιαννακόπουλος το άσυλο που η κυβέρνηση του ΑΚΡ παρείχε στον καταδικασθέντα σε θάνατο από την ιρακινή δικαιοσύνη σουνίτη πρώην αντιπρόεδρο του Ιράκ, Αλ Χασιμί. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης του σιίτη πρωθυπουργού της Βαγδάτης, Αλ Μαλίκι. Οι σχέσεις δε των δύο χωρών που μέχρι πριν λίγο συζητούσαν σοβαρά για τη δημιουργία κοινού μετώπου με τη συμμετοχή και του Ιράν, των ΗΠΑ και της Διοίκησης του Κουρδιστάν, κατά των τρομοκρατών του ΡΚΚ, χειροτέρευσαν ακόμα περισσότερο όταν η Τουρκία διευκόλυνε το ημιαυτόνομο Βόρειο Ιράκ να προχωρήσει σε εξαγωγές πετρελαίου και αερίου παρακάμπτοντας την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Η Τουρκία δίνοντας βάση στις μελέτες που εκτιμούν ότι το Κουρδιστάν θα έχει τα επόμενα χρόνια τεράστια και ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, επενδύει μαζικά στις υποδομές της οικονομίας του και μετατρέπεται σε υπ’ αριθμό ένα εταίρο του ημιαυτόνομου κουρδικού κράτους του Β. Ιράκ. Στην εξέλιξη αυτή φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε και η στάση του πρωθυπουργού του Β. Ιράκ, Μασούτ Μπαρζανί. Ο τελευταίος ανέπτυξε διαμεσολαβητικό ρόλο με το ΡΚΚ προτρέποντας το να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα και να παλέψει με ειρηνικά μέσα για την επίτευξη των στόχων του. Αν και η ειρηνική διαδικασία επίλυσης του Κουρδικού στην Τουρκία σέρνεται και η κυβέρνηση του ΑΚΡ κατηγορείται ότι απλώς χρησιμοποιεί τη διαδικασία για εκλογικούς λόγους, ο ρόλος του Μπαρζανί στην αλλαγή τακτικής της ηγεσίας του ΡΚΚ είναι εμφανής. Όπως ήδη έχω αναφέρει, ο χτεσινός εχθρός, το Κουρδιστάν, έχει γίνει στη σημερινή φάση ο κύριος και ίσως και ο μοναδικός σύμμαχος και εταίρος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της οποίας φιλοδοξεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Ένας πρώτος απολογισμός δείχνει χαρακτηριστικά ότι η χώρα που εξακολουθεί να έχει στο σχεδιασμό της τα μηδέν προβλήματα με τους γείτονες, έχει καταφέρει να μην έχει διπλωματικές σχέσεις με τέσσερες γειτονικές της χώρες: Κύπρος, Ισραήλ, Συρία και Αίγυπτος, έτσι που τα περί μηδέν προβλημάτων να ακούγονται μάλλον σαν ανέκδοτο παρά σαν σοβαρός διπλωματικός στόχος. Πέραν όμως της περιοχής και οι σχέσεις με τη Δύση, τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την ΕΕ δεν βρίσκονται σε καλό επίπεδο.
Οι σχέσεις με τη Δύση. Ευρωπαϊκή Ένωση: Απομακρύνονται οι προοπτικές ένταξης. Πιο πιθανή η προοπτική ειδικής σχέσης
114
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Έχουμε ήδη αναφερθεί στις διακυμάνσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, κύρια τις ΗΠΑ και την ΕΕ, που αναμφίβολα παραμένουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της εξωτερικής της πολιτικής, των στόχων και φιλοδοξιών της ισλαμικής κυβέρνησης του ΑΚΡ και του πρωθυπουργού Ερντογάν προσωπικά. Έτσι, πέραν της Μ. Ανατολής, που τα τελευταία δύο χρόνια έχει απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας της κυβέρνησης και ειδικά του πρωθυπουργού Ερντογάν και του υπουργού εξωτερικών Νταβούτογλου, οι σχέσεις με τις άλλες περιοχές, όπως τα Βαλκάνια και η Ασία, έχουν περάσει σε δεύτερη σειρά προτεραιότητας, εκτιμούν έγκυροι παρατηρητές. Σχετικό δημοσίευμα στην Today’s Zaman (6/10/2013) επισημαίνει ότι αν και οι διπλωματικές σχέσεις με τουρκόφωνες χώρες και τα βαλκάνια συνεχίζουν να βελτιώνονται στους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού «στο παρασκήνιο», οι σχέσεις μ’ αυτές τις χώρες δεν φαίνεται να κυριαρχούν στην ατζέντα των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου. Οι ανακοινώσεις που ακολουθούν τα υπουργικά συμβούλια δείχνουν καθαρά ότι οι διπλωματικές σχέσεις με χώρες έξω από τη Μ. Ανατολή δεν αποτελούν καυτά θέματα αυτών των συμβουλίων. Πάντως, αν και η ρητορική των Τούρκων αξιωματούχων, επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν τη Συρία και την Αίγυπτο, είναι φανερό ότι η Τουρκία καταφέρνει να βελτιώνει τις σχέσεις της με χώρες της Κεντρικής Ασίας και των Βαλκανίων, ενώ διαφαίνεται απροθυμία για ένταξη της στην ΕΕ, επισημαίνεται στο δημοσίευμα. Διάφοροι αναλυτές, κύρια ακαδημαϊκοί ερευνητές, επισημαίνουν την μονόπλευρη ενασχόληση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με την Μ. Ανατολή και την συμβουλεύουν να ασχοληθεί περισσότερο ή ισομερώς και με χώρες από άλλες περιοχές. Από την άλλη εκφράζεται η άποψη ότι πρώτα πρέπει η κυβέρνηση να επιλύσει τα επείγοντα θέματα και μετά να ασχοληθεί με τις άλλες περιοχές. Ο καθηγητής Σεϊφετίν Ερόλ, του πανεπιστημίου Γκαζί της Άγκυρας, εκτιμά ότι η ενασχόληση με τα προβλήματα της περιοχής είναι απαραίτητη για να ανακτήσει η Τουρκία την εικόνα ισχυρής δύναμης και να είναι έτσι σε θέση να χτίσει ισχυρές συνεργασίες με χώρες των Βαλκανίων, της Κ. Ασίας η και της Ευρώπης. Αναφορικά με τις σχέσεις με την ΕΕ και ειδικά με την ένταξη της Τουρκίας, οι ίδιοι παρατηρητές βλέπουν μείωση στην επιθυμία της χώρας να συνεχίσει τις προσπάθειες της προς αυτή την κατεύθυνση. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ ήταν πάντα προβληματικές, ενώ το τελευταίο διάστημα έχουν χειροτερέψει ακόμα περισσότερο και έχουν καταστήσει προβληματική την πλήρη ένταξη της δίνοντας προβάδισμα μάλλον σε ένα είδος ειδικής σχέσης των δύο μερών. Πέρα από το Κυπριακό, που παραμένει αγκάθι γενικά στην εξωτερική πο115
Μπάμπης Γιαννακόπουλος λιτική της Τουρκίας για τον πολύ απλό λόγο ότι μια χώρα που παράνομα έχει καταλάβει και κατέχει ένα τμήμα μιας άλλης χώρας που μάλιστα κατάφερε να ενταχθεί στην Ένωση ως κανονικό μέλος και χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημα με την Τουρκία, υπάρχουν και οι αντιρρήσεις των μεγάλων της ΕΕ, Γερμανίας και Γαλλίας, αλλά και κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό, υπάρχει και το θέμα του δημοκρατικού ελλείμματος που η τουρκική κυβέρνηση, αλλά και οι Τούρκοι αναλυτές αποφεύγουν να κατατάξουν στα βασικά προβλήματα στην πορεία ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι Τούρκοι φιλελεύθεροι προσμένουν ότι η πορεία ένταξης θα λειτουργήσει σαν κίνητρο για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, δεχόμενοι έμμεσα ότι η ίδια η τουρκική κοινωνία δεν διαθέτει τη δυναμική για κάτι τέτοιο και περιμένει να της επιβληθεί από έξω. Την πρώτη περίοδο των διαπραγματεύσεων η επιθυμία για ένταξη στην ΕΕ ήταν ισχυρή τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην κοινωνία. Η τελευταία έβλεπε στην πορεία ένταξης την ευκαιρία για εκδημοκρατισμό της χώρας, ενώ η κυβέρνηση του ΑΚΡ, που έτσι κι’ αλλιώς ήταν υποχρεωμένη για να επιβιώσει να τα βάλει με το στρατιωτικό κατεστημένο και το κοσμικό κράτος κηδεμονίας, προχωρούσε σε μεταρρυθμίσεις δημοκρατικού χαρακτήρα που έβρισκαν την πλήρη στήριξη του δυτικού κόσμου γενικά και της ΕΕ ειδικά. Αναπόφευκτα η ένταξη στην ΕΕ ταυτίστηκε με τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Όσο δε η κυβέρνηση προχωρούσε σε μεταρρυθμίσεις που θα της εξασφάλιζαν την κυριαρχία και εδραίωση όλα έδειχναν περισσότερο θετικά. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, με σταθερά δεδομένη την αρνητική επίπτωση του Κυπριακού και τη στάση των μεγάλων της ΕΕ, από τη στιγμή που η κυβέρνηση Ερντογάν έκανε αναστροφή στην πορεία εκδημοκρατισμού και πήρε το δρόμο προς ένα συντηρητικό και αυταρχικό ισλαμικό καθεστώς. Η ΕΕ αντιμετωπίστηκε σταδιακά με αρνητικούς και ανταγωνιστικούς όρους. Ιδιαίτερα την περίοδο της κυπριακής προεδρίας η επίθεση εντάθηκε και πέραν των άλλων στα αρνητικά της ένταξης της προστέθηκε και η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς και τις αρχές της ένωσης, και αυτό όντας ακόμα σε καθεστώς διαπραγματεύσεων. Έτσι, στο τέλος του 2011 και εν όψει της ανάληψης της προεδρίας από την Κύπρο υπήρξε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία της οποίας προς έκπληξη πολλών ηγήθηκε ο κατά τα άλλα μετριοπαθής και εγκρατής στις δηλώσεις του πρόεδρος Γκιούλ. Σε επίσημη επίσκεψη που πραγματοποιούσε στην Μ. Βρετανία εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στην ΕΕ. Η ρήση του «Ένα μισό κράτος θα προεδρεύσει σε μια μίζερη Ένωση» εντυπωσίασε αρνητικά και κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα του τούρκικου Τύπου αλλά και στο στόχαστρο πολλών σχολιαστών. 116
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Όπως χαρακτηριστικά η Μπαρσίν Γινάντς επισήμανε σε σχόλιο της (Hurriyet, 29-11-2011) «Μια μίζερη Ευρώπη σημαίνει και μια μίζερη Τουρκία». Επικαλούμενη δε τον διακεκριμένο Τούρκο οικονομολόγο Ντάρον Ασέμογλου, επεσήμανε την προειδοποίηση του ότι η κρίση στην ευρωζώνη είναι ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί στο κατώφλι της Τουρκίας. «Η τουρκική οικονομία είναι στενά συνδεμένη με αυτήν της Ευρώπης, συνεπώς είναι ανοιχτή σε κάθε πιθανό σοκ». Δεν μπορούμε να δούμε την Τουρκία σαν οικονομικό μοντέλο από το γεγονός και μόνο ότι παρουσίασε υψηλή οικονομική ανάπτυξη. Αυτό που μετράει είναι η μετατροπή της σε διαρκή και ισορροπημένη ανάπτυξη. Επομένως, κατέληγε, καλλίτερα να το σκεφτούμε δύο φορές πριν επιτιθέμεθα και υποτιμάμε την Ε.Ε. Η στάση αυτή της τουρκικής κυβέρνησης έφερε σε δύσκολη θέση τους υποστηρικτές της ένταξης της, όπως η Βρετανία και η Ιταλία. Σε τελική ανάλυση η απαξιωτική αντιμετώπιση της ΕΕ οδήγησε στο εύλογο ερώτημα, του τι ήθελε η Τουρκία σε μια ένωση την οποία κατηγορούσε και αποκαλούσε «μίζερη» και της οποίας αμφισβητούσε την ύπαρξη στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον; Όπως παρατηρεί ο Σενγκίζ Ακτάρ σε σχόλιο του στην Today’s Zaman (9/10/2013), η κυβέρνηση σκάβει η ίδια τον λάκκο της Τουρκίας στις σχέσεις της με την Ε.Ε. Ο Ακτάρ υποστηρίζει ακόμα ότι το σημείο στροφής στις σχέσεις Τουρκίας ΕΕ ήταν ο Οκτώβριος του 2005, όταν δηλαδή άνοιξαν οι διαπραγματεύσεις ένταξης. «Πηγαίνοντας από επιτυχία σε επιτυχία», «το ανερχόμενο αστέρι» και «η χώρα μοντέλο» έχει από τότε αλλάξει την πορεία των σχέσεων με την ΕΕ προς την αντίθετη κατεύθυνση». Ακόμα υποστηρίζει ότι αν και οι παράγοντες Κυπριακό και Σαρκοζί έβαλαν σημαντικά εμπόδια στην ένταξη της Τουρκίας, η αλήθεια είναι ότι το κυβερνών κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα από το 2005 για να αλλάξει αυτή την αρνητική κατάσταση, τουλάχιστον σε ότι αφορά το αδιέξοδο στο Κυπριακό. Με «Νεκρό που περπατάει» παρομοιάζει η Αμάντα Πόλ (Today’s Zaman, 19/10/2013) την προοπτική της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ. Συγκρίνοντας τις περυσινές έντονες αντιδράσεις στην έκθεση της ΕΕ για την Τουρκία με αποκορύφωμα την ρίψη του εγγράφου στον κάλαθο των αχρήστων από έξαλλο κυβερνητικό βουλευτή με τις σχετικά ήπιες φετινές, αποδίδει την διαφορά στη συμπεριφορά της Άγκυρας όχι τόσο στο ότι φέτος η δημοσιοποίηση της συνέπεσε με τη γιορτή των θυσιών όσο στην εμφανή μείωση του ενδιαφέροντος της Άγκυρας για τις διαδικασίες ένταξης στην ΕΕ. Αφού δε επισημαίνει τα βασικά αρνητικά αλλά και θετικά σημεία που καταγράφονται στην έκθεση, όπως ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερίες αλλά και Κυπριακό, ή καλύτερα τη στάση της Τουρκίας στο Κυπριακό, αναρωτιέται τι είδους έκθεση θα ήταν αν ο πρωθυπουργός Ερ117
Μπάμπης Γιαννακόπουλος ντογάν δεν είχε ανακοινώσει μόλις δυο εβδομάδες πριν το τελευταίο πακέτο εκδημοκρατισμού. Θα υπήρχαν ελάχιστα θετικά σημεία αναφοράς όπως η διαδικασία λύσης του Κουρδικού και ο συμφιλιωτικός ρόλος του προέδρου Γκιουλ στις εκδηλώσεις του πάρκου Γκεζί, υποθέτει. Συνοψίζοντας την κατάσταση στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, εκτιμά ότι οι διαπραγματεύσεις ένταξης υφίστανται μόνο φαινομενικά. Ότι δεν άνοιξε κανένα καινούργιο κεφάλαιο από την περίοδο της ισπανικής προεδρίας το 2010 και ακόμα το άνοιγμα ενός ακόμα κεφαλαίου δεν θα σήμαινε και πολλά για τη διαδικασία. Η προοπτική ένταξης της Τουρκίας είναι πιο μακριά σήμερα απ’ ότι ήταν πριν πενήντα χρόνια, καταλήγει. Επειδή όμως καμία πλευρά δεν θέλει να αποχωρήσει της διαδικασίας αυτή μπορεί να συνεχιστεί για χρόνια αν όχι δεκαετίες, εκτιμά. Δεδομένου όμως ότι η Τουρκία αποτελεί σημαντικό εταίρο της ΕΕ, θεωρεί ότι οι προσπάθειες θα πρέπει να στραφούν προς την κατεύθυνση εξεύρεσης τρόπου διαχωρισμού της διαδικασίας ένταξης από τις ευρύτερες σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ έτσι που η συνεργασία σε περιοχές όπως της ασφάλειας, εξωτερικής πολιτικής και ενέργειας να συνεχιστεί χωρίς προσκόμματα. Σε τελική ανάλυση, ενώ η ένταξη της Τουρκίας μπορεί να παρομοιαστεί «με νεκρό που περπατάει», την ίδια στιγμή η έκθεση της ΕΕ παραμένει χρήσιμος οδικός χάρτης ως προς το τι η Τουρκία έχει πράξει, τι απομένει να πράξει και το τι θα πρέπει μελλοντικά να πράξει, ανεξάρτητα από τη διαδικασία ένταξης της στην ΕΕ. Σημειώνω ακόμα ότι μετά την βίαιη αντιμετώπιση των διαμαρτυριών στο Πάρκο Γκεζί, τον περασμένο Ιούνιο, οι σχέσεις με την ΕΕ έχουν χειροτερεύσει και παρά το νέο πακέτο εκδημοκρατισμού που παρουσιάστηκε και ήδη άρχισε να εφαρμόζεται η παρτίδα δεν σώζεται. Αντίθετα, η εμμονή της Άγκυρας να βάζει ζητήματα, όπως αυτά των θρησκευτικών ελευθεριών, περίπτωση επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, σε βάση αμοιβαιότητας με αίτημα την εκλογή και όχι τον διορισμό των Μουφτήδων στη Δ. Θράκη, δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την βελτίωση της σχέσης της με την ΕΕ και το άνοιγμα του δρόμου για την ένταξή της. Ίσως η ειδική σχέση να είναι το ζητούμενο, αφού την ελαφρύνει των έξωθεν πιέσεων για εκδημοκρατισμό και ελευθερίες και την διευκολύνει στην οικοδόμηση της δικής της παραλλαγής «ισλαμικής δημοκρατίας».
Αμβλύνονται και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ. Για περισσότερο πολιτικούς λόγους φαίνεται να χειροτερεύουν και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ. Από τη μια παρατηρείται άμβλυνση των θέσεων Ουάσιγκτον και Άγκυρας σε καυ118
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία
Παρά την καλή χημεία ανάμεσα στους δύο ηγέτες οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας όχι μόνο αμβλύνθηκαν αλλά έφτασαν και σε μεγάλη ένταση.
τά θέματα της περιοχής, όπως η Συρία και η Αίγυπτος που έγινε εμφανής πρόσφατα με την μεν Τουρκία να καταδικάζει «το πραξικόπημα» του στρατού στην Αίγυπτο και να απαιτεί την ανατροπή του Ασάντ στη Συρία, τον οποίο χαρακτηρίζει «τρομοκράτη», κάτι που όχι μόνο αρνείται να κάνει η Ουάσιγκτον αλλά τον βρίσκει και αξιόπιστο και συνεργάσιμο, τουλάχιστον όσον αφορά την παράδοση και καταστροφή των χημικών όπλων, ενώ από την άλλη φαίνεται ότι δέχτηκε με ανακούφιση «την επέμβαση» του στρατού στην Αίγυπτο. Από την άλλη βέβαια, θα ήταν λάθος να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από την Μ. Ανατολή στον Ειρηνικό θα οδηγήσει και στην εγκατάλειψη της στρατηγικής σημασίας συμμαχίας της με την Τουρκία. Μπορεί τα συμφέροντα της υπέρ δύναμης να στρέφουν τις προτεραιότητες της στον Ειρηνικό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει τα συμφέροντα της στη Μ. Ανατολή. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ένα σημαντικό think tank των ΗΠΑ, το Atlantic Council, αποφάσισε να ανοίξει το πρώτο γραφείο του στο εξωτερικό στην Κωνσταντινούπολη. Ο επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης, Frederik Kempe, σε συνέντευξη του 119
Μπάμπης Γιαννακόπουλος στην Μπαρσίν Γινάντς στη Hurriyet Daily News (7/10/2013), δηλώνει ότι η Τουρκία έχει καταστεί κράτος άξονας για όλα όσα ενδιαφέρουν τη δεξαμενή αυτή. Ακόμα εξηγεί ότι αν η Τουρκία συγκλίνει με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ αντί να αποκλίνει τότε η εικόνα του κόσμου διαφαίνεται πλήρως διαφορετική. Η Τουρκία παίζει σταθεροποιητικό ρόλο σε μια πολλή ασταθή περιοχή του πλανήτη, εκτιμά και καταλήγει ότι αν συνεχίσει να παραμένει παράγοντας σταθερότητας που μπορεί να αναπτύξει επιτυχή δράση τόσο με τη Δύση όσο και με την περιοχή, τότε πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα εξελιχθεί καλύτερα απ’ ότι αν η Τουρκία δεν παίξει αυτό το ρόλο. Αυτός είναι ο ρόλος που μπορεί να επιθυμούν οι ΗΠΑ να διαδραματίσει η Τουρκία στην περιοχή. Όμως, στην ίδια την Τουρκία υπάρχει αμφισβήτηση και ασκείται έντονη κριτική για τις επιλογές της κυβέρνησης του ΑΚΡ στην εξωτερική πολιτική υπό τη μπαγκέτα του «φιλόδοξου» υπουργού εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο Σεμίχ Ιντίζ επισημαίνει σε σχόλιο του στη Hurriyet Daily News (10/10/2013), ότι η κυβέρνηση επέλεξε να εγκαταλείψει την παραδοσιακή ουδετερότητα του κοσμικού καθεστώτος στη Μ. ανατολή και να εμπλακεί στις φιλονικίες στη βάση θρησκευτικών και δογματικών προτιμήσεων. Ακόμα απέτυχε να πατήσει στις πραγματικότητες της Μ. Ανατολής, πόσο δε εκείνες που πηγάζουν από τις διεθνείς ισορροπίες τις οποίες η Τουρκία δεν διαθέτει στην παρούσα φάση τη δύναμη να αλλάξει. Σήμερα η Τουρκία έχει περισσότερους εχθρούς στην χειρότερη περίπτωση, και αντιπάλους στην καλύτερη, στην περιοχή απ’ ότι έχει φίλους. Ούτε βέβαια κάθεται σε κάποιο διεθνές τραπέζι σαν παίκτης-κλειδί που μπορεί να βοηθήσει στην διαμόρφωση της κατάστασης στην περιοχή. Επιπλέον, αντιμετωπίζει απειλές σήμερα που δεν αντιμετώπιζε στο παρελθόν, όπως επιθέσεις με χημικά όπλα και την ισλαμική τρομοκρατία που ειδικά στοχοποιεί την Τουρκία για το ρόλο της στην κρίση της Συρίας. Αναφερόμενος σε δημοσίευμα της Wall Street Journal που επικρίνει των εξ απορρήτων άνθρωπο του Ερντογάν και επικεφαλής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, για την τουρκική πολιτική στη Συρία, ο Μουράτ Γιετκίν επισημαίνει σε σχόλιο του στην Hurriyet Daily News (12/10/2013), ότι φαίνεται ο Ομπάμα, που είναι κοντά σε συμφωνία με τη Ρωσία εν όψει της συνόδου της Γενεύης ΙΙ για τη Συρία, δεν θα ήθελε να δει κάποια έκπληξη της τελευταίας στιγμής από τον Ερντογάν, ο οποίος δεν δέχεται ούτε καν να συζητήσει το ενδεχόμενο ο Αλ Ασαντ να παραμείνει στη θέση του. Επιπλέον, εκτείνοντας την κριτική με διαρροές για την συμπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν προς τις μουσουλμανικές αδελφότητες στην περιοχή, ίσως η Ουάσιγκτον να θέλει να στείλει το μήνυμα στην Άγκυρα ότι η περίοδος στήριξης του μετριοπαθούς ισλαμισμού θα τελειώσει σύντομα. Αναφερόμενος στο ίδιο θέμα των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ ο Σάμι Κοέν, της 120
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Milliyet, (10/10/2013). Υποστηρίζει ότι λόγω της διαφορετικής τους προσέγγισης στο θέμα της Συρίας οι σχέσεις αμβλύνονται περισσότερο. Ο Σιχάν Τσελίκ, επισημαίνει σε σχόλιο του στη Hurriyet Daily News (12/10/2013), ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έχουν προ πολλού μπει σε στάδιο παγώματος ιδιαίτερα σε περιφερειακά θέματα όπως ο εμφύλιος στη Συρία, το πραξικόπημα ή μη πραξικόπημα στην Αίγυπτο και τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Στο θέμα της Αιγύπτου η Άγκυρα φαίνεται να έκανε ένα βήμα πίσω σχετικά με το πραξικόπημα προς αποφυγή ανοιχτής σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον, χωρίς αυτό να σημαίνει το τέλος της αντιστρατιωτικής εκστρατείας της για την Αίγυπτο, που έτσι κι αλλιώς την έχει συνδέσει με το στρατιωτικά κυριαρχημένο παρελθόν της. Αναφορικά με τη Συρία, υποστηρίζει ότι η εμμονή της Άγκυρας στην απομάκρυνση του Ασάντ, δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει τη δυναμική της αλλαγής τόσο της περιφερειακής όσο και της διεθνούς διπλωματίας στο θέμα της Συρίας. Ενώ οι ΗΠΑ και η Ρωσία βρίσκονται κοντά σε συμφωνία για την κρίση της Συρίας φοβούμενες την απειλή των συνδεμένων με την Αλ Κάιντα οργανώσεων που η ισχύς τους είναι σε ανοδική πορεία, Η Τουρκία παρέμεινε στην ξεπερασμένη θέση της χάνοντας την επιρροή της στην διχασμένη συριακή αντιπολίτευση, καθώς και εμπιστοσύνη από τις διεθνείς δυνάμεις. Στο πλαίσιο της αποστασιοποίησης των θέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας στη συριακή κρίση εντάσσονται και οι επικριτικές δηλώσεις που ανταλλάχθηκαν σχετικά με τον χαρακτηρισμό του Ασάντ ως «τρομοκράτη» από τον Ερντογάν και τις θετικές για τη στάση του στην καταστροφή του χημικού του οπλοστασίου δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών. Οι επικριτές της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας εστιάζουν στην απομόνωση της τουρκικής διπλωματίας, αλλά και στους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί για τη χώρα. Από την άλλη, σχόλια στον φιλοκυβερνητικό Τύπο τονίζουν ότι η άμβλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η Τουρκία του Ερντογάν ακολουθεί ανεξάρτητη πολιτική και αποδεικνύει ότι αποτελεί υπολογίσιμη διεθνή δύναμη. Τα επικριτικά δημοσιεύματα του αμερικανικού τύπου για το ρόλο του επικεφαλής της ΜΙΤ στην διαμόρφωση της πολιτικής της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή ερμηνεύονται από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο ως αντίδραση στην ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. Η ερμηνεία αυτή ήρθε και έδεσε με τις περί διεθνούς συνομωσίας με τη συμμετοχή της Ουάσιγκτον για την ανατροπή της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Ερντογάν. Οι καταγγελίες από τον φίλο κυβερνητικό τύπο για ανάμειξη του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα στην επιχείρηση κατά της διαφθοράς δεν έχει ταράξει μόνο τη χώρα, αλλά έχει φέρει στα άκρα και τις σχέσεις Ουάσιγκτον και Άγκυρας. 121
Μπάμπης Γιαννακόπουλος Κλείνοντας το κεφάλαιο των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση σημειώνω το προφανές συμπέρασμα ότι αυτές δεν βρίσκονται στα καλλίτερα τους. Αν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ διανύουν περίοδο μεγάλης έντασης, σε αυτές με την ΕΕ παρατηρείται οπισθοδρόμηση και διαγράφεται σταδιακή μετατόπιση από το στόχο της πλήρους ένταξης σ’ αυτόν της ειδικής σχέσης, αφήνοντας ημιτελή την πορεία εκδημοκρατισμού που είχε κύριο μοχλό την ένταξη και παράλληλα λύνοντας τα χέρια της κυβέρνησης του ΑΚΡ για το χτίσιμο ενός αυταρχικού ισλαμικού καθεστώτος απαλλαγμένου από τις αρχές και υποχρεώσεις σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Ηγετικός ρόλος ή επικίνδυνη φαντασίωση; Οι βλέψεις της Τουρκίας για ανάδειξη της σε ηγετική δύναμη στην περιοχή της Μ. Ανατολής προκάλεσαν έντονο προβληματισμό στα τουρκικά ΜΜΕ, την Άνοιξη του 2012, εν μέσω των προσπαθειών του ΟΗΕ για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στη Συρία και ραγδαίων εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή. Εν αναμονή των εξελίξεων στο μέτωπο της Συρίας, η εξωτερική πολιτική της χώρας συζητήθηκε τόσο στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, που συνήλθε στις 30 Απριλίου 2012, όσο και στο κοινοβούλιο. Οι αποφάσεις του πρώτου δεν έγιναν γνωστές, ενώ η συζήτηση στη βουλή εστιάστηκε στο ρόλο της Τουρκίας στο χώρο της Μ. Ανατολής. Ο υπουργός εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, σε επίδειξη υπέρμετρης αλαζονείας, κατοχύρωσε στην Τουρκία ρόλο ηγετικό στην περιοχή, ενώ η αντιπολίτευση όχι μόνο του αμφισβήτησε αυτή τη δυνατότητα αλλά και την χαρακτήρισε «επικίνδυνη φαντασίωση». Σε μια προσπάθεια να συνοψίσει το διάλογο που διεξήχθη, ο Κοράϊ Τσαλισκάν, στη RADIKAL (27/04/2012) κατέγραψε τρεις δικαιολογημένες και τρεις αδικαιολόγητες επικρίσεις της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση στο συγκεκριμένο χώρο. Ως αβάσιμη εκτίμησε την κριτική που ασκήθηκε στην κυβέρνηση σχετικά με «την πολιτική των μηδέν προβλημάτων με τους γείτονες», σημειώνοντας ότι αυτή ίσχυε για την περίοδο πριν την αραβική άνοιξη και προσθέτοντας ότι δεν θα έπρεπε να περίμενε κανείς η Τουρκία να επέμενε σ’ αυτή την πολιτική αγνοώντας τις εξελίξεις. Αβάσιμη θεώρησε και την κριτική που ασκήθηκε σχετικά με τις εντάσεις με χώρες με τις οποίες η Τουρκία είχε «αδελφικούς» δεσμούς. Υπενθύμισε δε ότι και πριν την αραβική άνοιξη ο Νταβούτογλου προειδοποιούσε τους Άραβες ηγέτες ότι έπρεπε να αλλάξουν. Ακόμα, διαφώνησε με τις κριτικές που ισχυρίζονταν ότι η τουρκική κυβέρνηση αποδέχεται τη χειραγώγηση των ΗΠΑ. Αυτό δεν συνέβη στην περίπτωση της Συρίας, έγραψε και σημείωσε ότι στην προκείμενη περίπτωση είναι η Τουρκία εκείνη που πιέζει τις ΗΠΑ και την ΕΕ να 122
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία αναπτύξουν μεγαλύτερη δραστηριότητα στη συριακή κρίση, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΕ προσπαθούν να καλμάρουν την Τουρκία. Ως βάσιμη εκτίμησε την κριτική που αφορά την επιλεκτική ευαισθησία της Τουρκίας σε θέματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων. Ενώ η Τουρκία επέδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για τη δημοκρατία στη Συρία, αγνοεί την έλλειψη δημοκρατίας και ανοχής στη Σ. Αραβία, παρατήρησε. Ακόμα, ως βάσιμες δέχθηκε τις κριτικές που επισημαίνουν ότι η Τουρκία παίρνει βιαστικές και όχι καλά επεξεργασμένες αποφάσεις, όπως στην περίπτωση της Λιβύης όπου αρχικά είχε ταχτεί κατά της επέμβασης του ΝΑΤΟ για να ταχτεί υπέρ μια εβδομάδα αργότερα. Κατά τον ίδιο τρόπο βιάστηκε να τοποθετηθεί κατά του καθεστώτος Ασαντ, πριν ανοίξουν τα χαρτιά τους παίχτες όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Τέλος, θεώρησε δικαιολογημένη και την κριτική που ασκήθηκε για ελλιπή τεκμηρίωση των συνθηκών και εξελίξεων στη Συρία. Οι ένοπλοι αντιφρονούντες και ο στρατός μάχονται μόνο σε κάποιες περιοχές και φτάνουν γύρω στους 9000 άνδρες, υποστήριξε, ενώ η κατάσταση παρουσιάζεται σαν να βομβαρδίζεται ολόκληρη η χώρα από τον Ασάντ, κάτι που δεν συμβαίνει. Είναι λάθος, πρόσθεσε, να νομίζουμε ότι ο λαός της Συρίας ζητάει τη βοήθεια της Τουρκίας. Δημοσιογραφικές έρευνες έδειξαν ότι ναι μεν ο Ασαντ είναι δικτάτορας, όμως η πλειοψηφία του λαού της Συρίας δεν επιθυμεί την ανατροπή του με εξωτερική επέμβαση. Ο Τσαλισκάν κατέληγε στο σχόλιο του ότι οι απειλές και εκκλήσεις για αλλαγή του καθεστώτος εξαφανίζουν τις δυνατότητες πειθούς και «μπορεί ακόμα και να στρέψουν τους αντιπάλους μας σε μια αντί τουρκική κατεύθυνση». Μια νέα Μ. Ανατολή γεννιέται. Αντί να είμαστε κυρίαρχοι και πρωτοπόροι, θα πρέπει να γίνουμε οι φίλοι της, οι συγγενείς της και το παράδειγμά της, υπογράμμισε. Περισσότερο αιχμηρή ήταν η κριτική της διπλωματικής συντάκτριας της Hurriyet Daily News Μπαρσίν Γινάντς. Σε σχετικό σχόλιο (1/05/2012) και απαντώντας στο ερώτημα αν «Θέλουν οι Άραβες να ηγηθεί η Τουρκία της αραβικής Αφύπνισης», χαρακτήρισε αλαζονική την τοποθέτηση του υπουργού εξωτερικών και ιδιαίτερα το σημείο της ομιλίας του στο κοινοβούλιο που τόνισε ότι η Τουρκία θα παίξει ηγετικό ρόλο, άσχετο με το τι θα πουν οι άλλοι. Η ίδια εξέφρασε αμφιβολίες για την υποδοχή από τους Άραβες του ηγετικού ρόλου της Τουρκίας, σημειώνοντας ότι σε πρόσφατη συνάντηση Τούρκων και Αιγυπτίων κοινοβουλευτικών υπήρξε δυσκολία στη σύνταξη ενός απλού κοινού ανακοινωθέντος. Ακόμα σημείωσε ότι μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού πήρε καιρό στην Τουρκία να καταλάβει ότι έχοντας πρόσφατα απελευθερωθεί από την κηδεμονία ενός μεγάλου αδελφού, της Ρωσίας, οι έχοντας πρόσφατα ανακτήσει την ελευθερία τους τουρκόφωνες χώρες δεν επιθυμούσαν την κηδεμονία ενός άλλου μεγάλου αδελφού. Εξέφρασε δε το φόβο ότι ο Νταβούτογλου δεν βλέπει ότι είναι δυνατόν όλοι 123
Μπάμπης Γιαννακόπουλος οι Άραβες να μην θέλουν να δουν την Τουρκία να κατευθύνει την αλλαγή και να διαμορφώνει το όραμα της Μ. Ανατολής. Με τη ρητορική του Νταβούτογλου «ποιος μπορεί να κατηγορήσει εκείνους που επικρίνουν την Τουρκία για νέο Οθωμανισμό;», επεσήμανε. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η κριτική που άσκησε ο Σερντατ Εργκίν, (Hurriyet Daily News,1/05/2012), τονίζοντας ότι είναι καλό που ο υπουργός εξωτερικών έχει «ιδεώδη και μεγάλα σχέδια» για το μέλλον, αλλά επεσήμανε ότι «αυτού του είδους οι φιλοδοξίες δεν θα πρέπει να είναι σε βάρος του ρεαλισμού, της συγκράτησης ή της κοινής λογικής, που πρέπει να κυριαρχούν στην προοπτική και τη γλώσσα της εξωτερικής πολιτικής». Από την άλλη, αναφερόμενος ο φίλο-κυβερνητικός τύπος στο δημοσίευμα της Wall Street Journal, που επικρίνει τον εξ απορρήτων του Ερντογάν, επικεφαλής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, για λανθασμένες επιλογές στην εξωτερική πολιτική, υποστηρίζει ότι η Ουάσιγκτον ανησυχεί και δεν αισθάνεται άνετα με την αυξανόμενη ανεξάρτητη πολιτική της Τουρκίας στα τεκταινόμενα στην Μ. Ανατολή, ιδιαίτερα δε στο θέμα της Συρίας. Για πολλούς σχολιαστές το δημοσίευμα της εν λόγω εφημερίδας αποτελεί απόδειξη ότι η Τουρκία βρίσκεται στο σωστό δρόμο και ακόμα απόδειξη ότι η αναζήτηση ανεξάρτητης πολιτικής πάντα θα αντιμετωπίζεται με τέτοιο τρόπο από τους ισχυρούς διεθνείς παράγοντες. Εξετάζοντας τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή με αφετηρία την αραβική άνοιξη και το άδοξο τέλος της, ο Μουράτ Γιετκίν (Hurriyet Daily News,(22/10/2013), καταλήγει ότι είναι πιθανό στα μάτια των Αμερικανών και Ευρωπαίων, που αντιμετωπίζουν τα δικά τους οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και έχουν μικρότερη εξάρτηση από τις πηγές ενέργειας της Μ. Ανατολής, τα τελευταία χρόνια να ήταν μόνο ένα αποτυχημένο πείραμα δημοκρατίας. Εάν είμαστε πίσω σε συνθήκες ψυχρού πολέμου στην περιοχή, γράφει, αυτό σημαίνει πολιτική σταθερότητας πρώτα, αντί δοκιμαστική δημοκρατική πολιτική. Συνδέοντας τις εξελίξεις με την πολιτική της κυβέρνησης του ΑΚΡ αναρωτιέται αν ο Ερντογάν θα συνειδητοποιήσει το ταχύτερο δυνατόν ότι το πείραμα με τις μουσουλμανικές αδελφότητες έχει αποτύχει και ότι ο πολιτικός πραγματισμός άρχισε και πάλι να κυριαρχεί στην περιοχή, καλώντας τον να προσαρμόσει αναλόγως την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του.
124
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το δε μέλλον απρόβλεπτο. Από το Νοέμβριο του 2010, που άρχισε η υπηρεσία μου στο γραφείο Τύπου της Ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, έως και τον Οκτώβριο του 2013, τρία ολόκληρα χρόνια δηλαδή, πέραν των άλλων πηγών ενημέρωσης και κύρια της ζωντανής και εκ του σύνεγγυς παρακολούθησης των τεκταινόμενων στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, παρακολουθώ ανελλιπώς τον τούρκικο Τύπο και ειδικότερα τα σχόλια και τις αναλύσεις του, που όπως ανέφερα στον πρόλογο αποτελούν και την κύρια πηγή στοιχείων πάνω στα οποία βασίζεται τούτη η προσπάθεια για την καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων στη γειτονική μας χώρα. Το κατά πόσο πέτυχα να συμβάλω έστω και ελάχιστα προς αυτή την κατεύθυνση φυσικά θα το κρίνει ο αναγνώστης που έκανε τον κόπο και διάβασε τα όσα έγραψα παρατηρώντας συστηματικά τις εξελίξεις στην Τουρκία. Όμως, θα πρέπει να επισημάνω κλείνοντας, ότι δεν θα πρέπει να βιαστεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα για τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Αυτό για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η Τουρκία βρίσκεται σε μεταβατικό μεν στάδιο με εμφανή συντηρητική ισλαμική κατεύθυνση, πλην όμως η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα σε ένα πολύπλοκο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον, που όπως στην περίπτωση των διαμαρτυριών του περασμένου καλοκαιριού, γνωστών ως διαμαρτυριών του Πάρκου Γκεζί, οδηγεί ενίοτε και σε γεγονότα ή εξελίξεις που κανείς δεν είχε προβλέψει. Ο δεύτερος φυσικά αφορά τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής που είναι πάντα απρόβλεπτες και που η σημερινή κυβέρνηση αφήνοντας τις αποστάσεις που τηρούσε η Τουρκία από την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ, είναι τώρα ενεργό μέρος και υφίσταται την επίδρασή τους. Επομένως είναι λογικό να συμπεράνει κανείς ότι όσο απρόβλεπτες είναι οι εξελίξεις στην περιοχή άλλο τόσο θα είναι και στην ίδια την Τουρκία. Η εξωτερική πολιτική άλλωστε πάντα επηρεάζει θετικά ή αρνητικά και την εσωτερική κατάσταση μιας χώρας. Έτσι, ενώ στα εξωτερικά όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση αναζητεί ένα μεγαλύτερο ρόλο στη διεθνή ζωή που συνεπάγεται και αναπροσανατολισμό της βασικής πολιτικής ένταξης της στη Δύση, στα εσωτερικά μέχρι τώρα κυριαρχεί η προσωπικότητα του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν και οι προσπάθειες του να παραμείνει στην κορυφή και από ισχυρότερη θέση την επόμενη δεκαετία. Το ισχυρό του χαρτί είναι η οικονομική ανάπτυξη, που όμως δεν έχει αγγίξει θετικά τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, αλλά ούτε και η συνέχιση της είναι δεδομένη. Το αδύνατο σημείο φαίνεται να είναι η μέχρι τώρα έλλειψη ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης, που απαλλαγμένη από τις 125
Μπάμπης Γιαννακόπουλος αγκυλώσεις του παρελθόντος θα μπορεί να δώσει εναλλακτική προοπτική στην κοινωνία. Απόρροια δε αυτής της έλλειψης είναι η όλο και μεγαλύτερη αλαζονική συμπεριφορά του ίδιου του πρωθυπουργού αλλά και γενικά της κυβέρνησης του. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε απογοήτευση ομάδες και στρώματα που είτε είχαν στηρίξει την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία ελπίζοντας σε μια πιο ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία είτε νέες κοινωνικές δυνάμεις που αποτελούν προϊόν της οικονομικής, τεχνολογικής και κοινωνικής ανάπτυξης και που ασφυκτιούν κάτω από τις συντηρητικές τάσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης. Είναι επομένως προφανές ότι υπάρχουν σε εξέλιξη σύνθετες και πολύπλοκες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες με απρόβλεπτες προς το παρόν τουλάχιστον κατευθύνσεις. Έτσι, είναι πιθανό να υπάρξει άμεσα αντιπαράθεση ανάμεσα στην πιο φιλελεύθερη πλευρά του ισλαμικού τόξου με επικεφαλής τον πρόεδρο Γκιουλ και τη στήριξη του κινήματος Γκιουλέν, και την αυταρχική, αλαζονική πλευρά υπό την ηγεσία του σημερινού ισχυρού άνδρα της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν. Από την άλλη, βλέπουμε ότι το κουρδικό κίνημα υπό την ηγεσία του ακόμα φυλακισμένου Αμπντουλάχ Οτζαλάν, προσπαθεί να κάνει γενικό αριστερό άνοιγμα εγκαταλείποντας τον στόχο της αυτονομίας και επιδιώκοντας μια ευρύτερη συμμαχία προοδευτικών αριστερών δυνάμεων και μειονοτήτων, όπως των Αλεβιτών, που θα μπορεί να παίξει κυρίαρχο ρόλο στην τουρκική κοινωνία μέχρις και διεκδίκησης της εξουσίας κάτω από μια αριστερή προοδευτική πλατφόρμα. Ακόμα, άρχισε να προβάλλει στο πολιτικό προσκήνιο και η περίπτωση του νέου χαρισματικού ηγέτη, του αντί-Ερντογάν, του προερχόμενου από τον ευρύτερο φιλελεύθερο και προοδευτικό χώρο υποψήφιου δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Μουσταφά Σαριγκιούλ. Ήδη άρχισαν να γράφονται σχόλια και να γίνεται ντόρος γύρω από την ένταξή του στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το CHP, και την κάθοδο του ως υποψηφίου δημάρχου Κωνσταντινούπολης στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές που αφήνουν να εννοηθεί ότι λόγω της χαρισματικής του προσωπικότητας ηγούμενος μελλοντικά του εκσυγχρονισμένου κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να αντιπαρατεθεί με επιτυχία στον σημερινό πρωθυπουργό και σε κάθε περίπτωση καλλιεργείται η προσδοκία ότι το νέο ανερχόμενο αστέρι της τουρκικής πολιτικής θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Τέλος, της προσοχής μας δεν πρέπει να διαφύγει και η ανακοίνωση πρόσφατα της ίδρυσης κόμματος από τους πολίτες που πήραν μέρος στις διαμαρτυρίες του Πάρκου Γκεζί, που είναι φυσικό όπως ήδη εξήγησα να αναζητήσουν πολιτική εκπροσώπηση που να εκφράζει τους στόχους και τις επιδιώξεις του δικού τους «διαδικτυακού» προς το παρόν κινήματος. Θα αποτελέσουν αυτόνομη πολιτική οντότητα ή θα ενταχθούν σε ένα από τα ευρύτερα σχήματα που άρχισαν να διαφαίνονται στον πολιτικό χώρο; 126
Καταλαβαίνοντας την Τουρκία Ενώ είχα ολοκληρώσει τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου, επιβεβαιώνοντας εν μέρει κάποια από τα συμπεράσματα του, προέκυψε το σκάνδαλο της διαφθοράς της κυβέρνησης που με την έντονη αντίδραση του Ερντογάν οδήγησε στην ανοιχτή πλέον ρήξη με το κίνημα Γκιουλέν. Η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί με τις όποιες συνέπειες αυτό θα έχει για το μέλλον του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, ή θα επέλθει κάποιος συμβιβασμός προκειμένου να αποφευχθεί η μεγαλύτερη ζημιά επιστροφής σε δυσάρεστες καταστάσεις του παρελθόντος; Σίγουρα το επόμενο διάστημα και εν όψει των επερχόμενων σε όλα τα επίπεδα εκλογικών αναμετρήσεων οι εξελίξεις στην Τουρκία προδιαγράφονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και καθοριστικές για το μέλλον της. Όλα δείχνουν ότι το πολιτικό σκηνικό στο άμεσο μέλλον θα είναι ευμετάβλητο αναζητώντας τον βηματισμό του εν όψει των ραγδαίων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών εξελίξεων, αλλά και εκείνων στον ευρύτερο χώρο της Μ. Ανατολής στον οποίο η Τουρκία έχει πλέον ενεργή συμμετοχή. Ένα εύλογο ερώτημα που δικαιολογημένα μπορεί να έχει ο αναγνώστης του βιβλίου είναι ότι σ’ αυτό δεν έγιναν ειδικές αναφορές σε θέματα που μας αφορούν άμεσα όπως το Κυπριακό και γενικότερα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατ’ αρχήν να πω ότι αυτό δεν προέκυψε από την παρακολούθηση των εξελίξεων στην Τουρκία τα τελευταία τρία χρόνια και ακόμα ότι σκοπός της μελέτης τούτης δεν ήταν οι σχέσεις με την Τουρκία αλλά η κατανόηση της Τουρκίας. Με άλλα λόγια θα εστίαζα στο Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αν έκρινα ότι αυτές έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις στη γείτονα και ότι η ανάλυση τους θα βοηθούσε στην καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν προέκυψε από τη συστηματική παρακολούθηση των σχολίων και αναλύσεων του τουρκικού τύπου. Αντίθετα, μπορώ να πω ότι περισσότερο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και λιγότερο το Κυπριακό βρίσκονται το τελευταίο διάστημα σε κατάσταση αναμονής και ευχολογίων για βελτίωση ή επίλυση, παρά στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Μετά την περισσότερο επικοινωνιακού χαρακτήρα επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού, Γ. Παπανδρέου, στο Ερζουρούμ, το 2010, η επίσημη επίσκεψη και σύγκληση του ανώτερου συμβουλίου ή κοινού υπουργικού συμβουλίου συνεργασίας, μια εφεύρεση της τουρκικής διπλωματίας που εντυπωσιάζει αλλά ελάχιστα ουσιαστικά αποτελέσματα επιφέρει, πήγε από αναβολή σε αναβολή και τελικά πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2013, με πρωθυπουργό πλέον τον Α. Σαμαρά, και φυσικά όχι κάποια θεαματικά αποτελέσματα. Θα πρέπει να πούμε βέβαια, ότι αν μη τι άλλο, οι διατήρηση των σχέσεων σε ένα φιλικό επίπεδο χωρίς εντάσεις εξυπηρετούσε το διάστημα αυτό και τις δύο πλευρές. Η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει την μεγάλη οικονομική κρίση που αναμφίβολα την 127
Μπάμπης Γιαννακόπουλος έφερνε σε μειονεκτική θέση σε όποια κίνηση μπορούσε να γίνει για επίλυση διμερών προβλημάτων, ενώ η Τουρκία μέχρι τα μπούνια στην κρίση της Συρίας και γενικά της Μ. Ανατολής βολευότανε με γενικού και αόριστου περιεχομένου δηλώσεις περί καλού κλίματος στις σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών. Πέραν του γενικότερου πάντως αυτού κλίματος στασιμότητας στα ελληνοτουρκικά, η τουρκική διπλωματία δεν έπαψε να παίζει με το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης προσπαθώντας στη βάση αμοιβαιότητας με ό,τι έχει απομείνει ελληνικό στην Τουρκία να διεκδικεί ρόλο προστάτη της κατ’ αυτήν «τουρκικής μειονότητας της Θράκης». Οι υποσχέσεις για άνοιγμα της θεολογικής σχολής της Χάλκης και η καθαρή τοποθέτηση του ζητήματος στο πλαίσιο αμοιβαιότητας με τα δικαιώματα των μουσουλμάνων της Θράκης απέδειξαν για μια ακόμα φορά ότι η γείτονας μας δεν παραχωρεί τίποτα άνευ ανταλλάγματος άσχετο αν έχει αυθαίρετα κατασχέσει τη σχολή και άσχετο αν η ίδια έχει αποδεκατίσει τον ελληνισμό της Πόλης και γενικά της Τουρκίας ενώ η μουσουλμανική κοινότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί και αναπτυχθεί. Τα αναφέρω αυτά εν ήδη επιλόγου απλά και μόνο για να υπογραμμίσω ότι από τις σχέσεις με την Τουρκία δεν θα πρέπει να τρέφει κανείς αυταπάτες ότι θα λύσει χρονίζοντα προβλήματα με απονομή δικαιοσύνης. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, όπως είχε τονίσει σε χρονογράφημα του ο Μπουράκ Κεντίλ, ότι η Τουρκία είναι ίσως η μόνη χώρα που γιορτάζει όχι την δημιουργία, την ίδρυση μιας πόλης, της Κωνσταντινούπολης, αλλά την κατάκτηση της. Το ίδιο δεν θα πρέπει να περιμένουμε δραματικές εξελίξεις που θα οφείλονται σε τουρκική διαλλακτικότητα στο Κυπριακό. Το τελευταίο διάστημα είχαμε εξελίξεις μόνο στις σχέσεις της Άγκυρας με την τουρκοκυπριακή πλευρά που αγανακτισμένη ξεσηκώθηκε κατά του καθεστώτος κηδεμονίας, πλήρους εξάρτησης και υπανάπτυξης, ή μη ανάπτυξης που της έχει επιβληθεί. Αν και τα πλούσια κοιτάσματα που η Κύπρος άρχισε να εκμεταλλεύεται από κοινού με το Ισραήλ και αμερικανικές εταιρείες έχουν αλλάξει άρδην το σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο, θα ήταν έκπληξη αν η Τουρκία εγκατέλειπε έτσι εύκολα και χωρίς ανταλλάγματα την πάγια αδιάλλακτη στάση της στο Κυπριακό. Άλλωστε, όπως είδαμε αναφερόμενοι στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ ούτε ακόμα και το δέλεαρ της πλήρους ένταξης της έχει σταθεί ικανό να ανατρέψει αυτή της τη στάση. Κλείνοντας, τονίζω και πάλι ότι τόσο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο και το Κυπριακό είναι ζητήματα που παρακολουθούνται ανελλιπώς όχι μόνο θεσμικά αλλά και δημοσιογραφικά και η δική μου ενασχόληση με αυτά δεν θα πρόσθετε τίποτα το καινούργιο στην περαιτέρω κατανόηση του τρόπου που σκέπτεται και δρα η γειτονική χώρα, που σε τελική ανάλυση είναι το ζητούμενο του παρόντος βιβλίου. Αθήνα, Δεκέμβριος 2013.
128