1
Περίληψη Αρχικά εξετάζεται η πορεία προς την εκβιομηχάνιση και εντοπίζονται συνοπτικά τα προβλήματα των αστικών κέντρων που προκύπτουν. Περιγράφονται οι πολεοδομικές τάσεις και προτάσεις της εποχής, επικεντρώνοντας στο οβιετικό πρότυπο της γραμμικής βιομηχανικής πόλης. τη συνέχεια παρατηρούμε τον τρόπο που έγινε η εκβιομηχάνιση στην Πάτρα και συγκρίνουμε την βιομηχανοποιημένη Πάτρα με το μοντέλο των γραμμικών πόλεων. Παρατηρώντας την εξέλιξη της Πάτρας προς την αποβιομηχάνιση, αντιλαμβανόμαστε και εμβαθύνουμε στο ρόλο της κατανάλωσης ως το επόμενο στάδιο του καπιταλισμού, τον κύριο δηλαδή ρυθμιστικό παράγοντα εξέλιξης των πόλεων. Σέλος μέσα από μια σειρά παραδειγμάτων σκιαγραφούμε τα διαφορετικά πρόσωπα της κατανάλωσης σήμερα.
Προοίμιο Αρχικά μας φάνηκε ενδιαφέρουσα η ουτοπία της γραμμικής πόλης όπως αυτή αναπτύχθηκε από τους οβιετικούς πολεοδόμους στις αρχές του 19ου αιώνα. Προσπαθήσαμε να συνδέσουμε και να συγκρίνουμε τις αρχές αυτής με γνωστά μας παραδείγματα (Πάτρα). Σέλος με αφορμή την σημερινή κατάσταση της Πάτρας και την αποβιομηχάνισή της εξετάσαμε την εξέλιξη των πόλεων μετά την βιομηχανική επανάσταση επικεντρώνοντας στον ρόλο που έπαιξε η κατανάλωση.
2
Περιεχόμενα Εισαγωγή _04 Παραγωγή- βιομηχανοποίηση _05 .Manchester _10 .Πολεοδομικές προτάσεις _12 .Επιστροφή στη βιοτεχνία _12 .Πόλεις βιομηχάνων _15 .Πρότυπες βιομηχανικές πόλεις _16 .οβιετικές γραμμικές πόλεις _18 .Magnitogorsk _23 .Nizhninovgorod _27 .Ανάλυση Πάτρας _28 Κατανάλωση _75 .Καταναλώνοντας την τύχη _85 .Las Vegas _86 .Καταναλώνοντας τον χώρο _89 .Barcelona _92 .Dubai _94 .Κατανάλωση και εμπορικά _97 .West Edmonton Mall _101 υμπεράσματα _103 ημειώσεις _105 .Πρόταση γραμμικής πόλης του Le Corbusier _105 .Γραμμικής πόλης του Arturo Soria y Mata _107 Βιβλιογραφία _108 Εικόνες-χέδια-Φάρτες _109
3
Εισαγωγή Σο θέμα αυτής της εργασίας είναι η μετάβαση από την πόλη της παραγωγής στην πόλη της κατανάλωσης, διερευνώντας. Εξετάζεται η γέννηση της βιομηχανικής και της καταναλωτικής πόλης. αν πρώτο σκέλος της ερευνητικής εργασίας αναλύεται η βιομηχανοποίηση στις πόλεις. Περιγράφονται οι συνθήκες που επικρατούσαν στις πρώτες βιομηχανικές πόλεις και παρατίθεται σαν παράδειγμα η πόλη του Μάντσεστερ. τη συνέχεια αναφέρονται οι πολεοδομικές προτάσεις της εποχής επικεντρώνοντας στις γραμμικές βιομηχανικές πόλεις. Έπειτα αναλύεται η Πάτρα από την αντίστοιχη περίοδο της εκβιομηχάνισης της μέχρι και σήμερα. υγκρίνουμε την βιομηχανική Πάτρα με το μοντέλο των σοβιετικών γραμμικών πόλεων, επισημαίνοντας αρκετές ομοιότητες. Παρατηρώντας την από-βιομηχάνηση της Πάτρας καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Πάτρα από-βιομηχανοποιήται και μετατρέπεται σε πόλη κατανάλωσης. το δεύτερο μέρος προσπαθούμε να ορίσουμε την κατανάλωση και να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκαν οι σημερινές πόλεις. Παραθέτοντας μερικά παραδείγματα από μεγάλα αστικά κέντρα, προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς η κατανάλωση επηρεάζει τις πόλεις, και σε ποιο
βαθμό επηρεάζει ή ακόμα και καθοδηγεί την εξέλιξή τους.
4
Παραγωγή- βιομηχανική πόλη. Η ανάδυση της βιομηχανικής πόλης στο ιστορικό προσκήνιο είναι μια διαδικασία πολύπλοκη. Δεν είναι μόνο το γεγονός της πληθυσμιακής μετατόπισης από την ύπαιθρο στις πόλεις, μετατόπιση η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του αγροτικού πληθυσμού, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία ο συντελεστής θνησιμότητας απομακρυνόταν τόσο πολύ από τον συντελεστή των γεννήσεων. Είναι μια διαδικασία γεμάτη αντιθέσεις καθώς η αποσύνθεση του αγροτικού κόσμου, λόγω των οικονομικών ανακατατάξεων επαναπροσδιορίζει τις εργασιακές σχέσεις και την ίδια την οργάνωση της εργασίας, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ολοκληρωτική αλλαγή στις τεχνικές παραγωγής. Είναι γεγονός πως «η κινητικότητα του πληθυσμού που προξενεί αστυφιλία έχει αρχικά τις ρίζες της στην ίδια την ύπαιθρο πριν ακόμα γίνει κινητήριος μοχλός η έλξη που ασκεί η πόλη» (Pizzorno, Sviluppo economico e urbanizzazione, Quaderni di sociologia, σελ.39). Ο Μαρξ είχε προσδιορίσει με σαφήνεια τις αντιφάσεις αυτές, αναλύοντας τους μετασχηματισμούς πού κλείνει μέσα της ή ίδια ή σχέση κεφαλαίου και σύγχρονης ιδιοκτησίας της γης. Πράγματι, ενώ το εμπορικό κεφάλαιο, μέσα σε ορισμένα ποσοτικά όρια, μπορεί να αναπτυ-
χθεί χωρίς να προϋποθέτει ριζική αλλοίωση της έγγειας ιδιοκτησίας, αυτό δεν μπορεί να συμβεί με το βιομηχανικό κεφάλαιο.«Ακόμη και ή ανάπτυξη της βιοτεχνίας προϋποθέτει μια αρχική διάλυση των παλιών οικονομικών σχέσεων της έγγειας ιδιοκτησίας. Από την άλλη πλευρά, από τούτη την πρόσκαιρη διάλυση, η νέα μορφή στη συνολική της έκταση δημιουργείται μόνο όταν η σύγχρονη βιομηχανία φθάσει σ' ένα ψηλό επίπεδο ανάπτυξης, πράγμα πού γίνεται τόσο πιο γρήγορα όσο περισσότερο έχουν αναπτυχθεί ή σύγχρονη γεωργία, ο αντίστοιχος σ' αυτήν τύπος ιδιοκτησίας και οι αντίστοιχες οικονομικές σχέσεις. Έτσι, ακόμη και αν ο πρώτος τύπος βιομηχανίας, η μεγάλη βιοτεχνία, προϋποθέτει τη διάλυση της έγγειας ιδιοκτησίας, αυτή ή ίδια καθορίζεται μετά, από τη χαμηλή ανάπτυξη του αστικού κεφαλαίου στις μη αναπτυγμένες μορφές του (μεσαιωνικές), και παράλληλα από την επιρροή της βιοτεχνίας ή οποία αναπτύσσεται ταυτόχρονα με το εξωτερικό εμπόριο με τις άλλες χώρες» (Karl Marx lineamenti fundamentally della critica dell’ economia politica, 259-61). Δηλαδή για να αναπτυχθεί η διαδικασία εκβιομηχάνισης πρέπει να καταργηθούν οι παλιές οικονομικές σχέσεις και να αναπτυχθεί η σύγχρονη βιομηχανία, αυτό προϋποθέτει το υψηλό επίπεδο της αγροτικής βιομηχανίας. σελ.
5
Φαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αγγλία, κατά το ξεκίνημα των μεγάλων αλλαγών, τότε που ή Βιομηχανία ήταν περισσότερο αγροτική παρά αστική. τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα η βιομηχανία μετατοπίστηκε από τις πόλεις στην ύπαιθρο, τόσο για να ξεφύγει από τους περιορισμούς πού έθεταν οι κοινότητες και οι συντεχνίες, όσο και για τεχνικούς λόγους. αν αποτέλεσμα των οικονομικών μεταβολών πού είχε υποστεί στην Αγγλία ο αστικός και ο αγροτικός πληθυσμός, ανάμεσα στο 1760 και στο 1840, τα κοινοτικά εδάφη γύρω από τα χωριά μετατράπηκαν σε ιδιωτικά χωράφια. Αυτό έκανε δυνατή την καλύτερη εκμετάλλευση του εδάφους, και μετέτρεψε βαθμιαία τους μικροϊδιοκτήτες σε απλούς ενοικιαστές ή μεροκαματιάρηδες, δεμένους με έναν υποχρεωτικό τρόπο ζωής, που το επίπεδο του ήταν λίγο πιο ψηλά από το απόλυτα αναγκαίο για την επιβίωση. (Ένγκελς, Η κατάστασης της εργατικής τάξης στην Αγγλία) Ή μοναδική εναλλακτική λύση πού υπήρχε, ήταν ή δουλειά στη βιομηχανία και κυρίως στην υφαντουργία, ή οποία από πολύ παλιά ήταν οργανωμένη στην ύπαιθρο μέσα στα σπίτια των χωρικών. Άλλα ή παλιά οικογενειακή οργάνωση, όπου το κλώσιμο, ή ύφανση και το βάψιμο γίνονταν από την ίδια την εικόνα 1_πάνω απεικονίζονται τα αγροτεμάχια της περιοχής κάτω η ίδια έκταση μετά την αστικοποίηση
6
οικογένεια, ή οποία επίσης αγόραζε το ακατέργαστο μαλλί και πούλαγε το τελειωμένο προϊόν, ήταν πολύ στατική και αντιπαραγωγική για να αντιμετωπίσει τη ζήτηση μιας αγοράς πού συνέχεια μεγάλωνε1. Η ανάπτυξη των βιομηχανιών και η συγκέντρωση τους σε μεγάλα εργοστάσια, τράβηξαν πολλές οικογένειες από τις αγροτικές περιοχές του νότου προς τις περιοχές των ορυχείων του βορρά και του κέντρου. Οι οικογένειες αυτές μεταφέρθηκαν έτσι από τα απομονωμένα σπίτια της επαρχίας τους, στις πυκνοκτισμένες συνοικίες πού κατασκευάστηκαν κοντά στα εργοστάσια. ε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αναδύθηκαν καινούργιες πόλεις και πολλές από τις παλιές μεγάλωσαν δυσανάλογα. (Barbagallo, L’ origine della grande industria cotemporanea,κεφ.ΦΙΦ) Η σύνδεση των πόλεων με τη βιομηχανία, έγινε γρήγορα πάρα πολύ στενή. τις νέες πόλεις πού αναπτύχθηκαν έξω από το παραδοσιακό σύστημα των κωμοπόλεων και των ενοριών, αφεντικά και εργάτες μπορούσαν πια να ξεφύγουν από τις σχέσεις του συντεχνιακού συστήματος. Οι βιομήχανοι, μπορούν να υπολογίζουν σ' ένα απόθεμα εργατικών χεριών, πού θα μπορούμε να αντικατασταθεί κατά
βούληση και ανά πάσα στιγμή. Από την πλευρά τους οι εργάτες, αν και τα νέα τους αφεντικά τους εκμεταλλεύονται σκληρά, βρίσκουν στην πόλη μια μεγαλύτερη ποικιλία επιλογών, καθώς και τη δυνατότητα να αναγνωριστούν σαν κοινωνική κατηγορία, και να οργανωθούν, έπειτα, για να υπερασπίσουν τα κοινά τους συμφέροντα.2 το μεταξύ, οι απαιτήσεις του εμπορίου και ιδιαίτερα ή ανάγκη μεταφοράς εμπορευμάτων με μεγάλο βάρος ή όγκο, όπως ο άνθρακας και τα σιδηρούχα ορυκτά, είχε σαν αποτέλεσμα την ανανέωση των οδών επικοινωνίας. Η χωρίς προηγούμενο, λοιπόν, ανάπτυξη ορισμένων πόλεων, πρέπει να ειδωθεί σε σχέση με το νέο αυτό σύστημα μεταφορών, και με την ολοένα και πιο μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Σο Λονδίνο, για παράδειγμα, στο τέλος του 18ου αιώνα, είχε ήδη 1.000.000 κατοίκους και στα 1841 είχε 2.235.000, ξεπερνώντας κάθε άλλη πόλη οποιασδήποτε εποχής. λες αυτές οι μεταβολές έκαναν το μεγαλύτερο ποσοστό του αγγλικού πληθυσμού ν' αλλάξει κατοικία και τρόπο ζωής, μετέβαλαν ριζοσπαστικά τη χρήση της γης και τροποποίησαν την εμφάνιση του τοπίου. Ο χαρακτήρας αυτών των φαινομένων, ή αύξηση των κατοίκων και των νέων κατοικιών στις
1
Leonardo Benevolo, Η κοινωνική προέλευση της σύγχρονης πολεοδομίας, σελ.169
2
7
αναφέρεται στην εφημερίδα «Le Monde», σελ. 22
πόλεις, ή αύξηση της παραγωγικής δυνατότητας τον νέων βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, τα χιλιόμετρα των νέων δρόμων και καναλιών, ο αριθμός των οχημάτων, όλα αυτά ήταν χωρίς προηγούμενο, όπως χωρίς προηγούμενο επίσης, ήταν και ή ταχύτητα με την οποία συνέβαιναν. Γεννήθηκαν πόλεις πού διπλασιάστηκαν σε μια γενιά, αναδύθηκαν με μια εκπληκτική ταχύτητα βιομηχανικές εγκαταστάσεις, δρόμοι και κανάλια, ορυχεία ανοίχτηκαν στην καρδιά παρθένων γεωργικών περιοχών, υψικάμινοι και καμινάδες εργοστασίων ορθώθηκαν στον ουρανό κοντά στους πύργους των καθεδρικών ναών.3 Η ιδέα που έχουμε για την ανάπτυξη των πόλεων κατά την βιομηχανική επανάσταση είναι αυτή μιας πόλης πού επεκτείνεται διαρκώς προσθέτοντας στις υπάρχουσες περιοχές του κέντρου όπου κατοικεί η αριστοκρατία και συγκεντρώνονται οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, έρχονται σιγάσιγά να προστεθούν όλο και πιο πλατειές ζώνες μικτών περιοχών με βιομηχανικά εργοστάσια και εργατικές κατοικίες, οι ζώνες αυτές, όσο ή ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας επιβάλλει το μετασχηματισμό των περιοχών πού
γειτονεύουν με τον κεντρικό πυρήνα, τείνουν συνέχεια να μετατοπίζονται σε μια πιο εξωτερική περίμετρο. Αυτή η εικόνα όμως μόνο στις γενικές της αρχές πραγματική αφού η πορεία των μετασχηματισμών της πόλης δεν ήταν τόσο γραμμική. Η βιομηχανική πόλη σαν μορφή γεννήθηκε από την ταραγμένη σχέση κέντρου και περιφέρειας πολύ διαφορετική. την αρχή, τόσο το παλιό μεσαιωνικό κέντρο όσο και ή δημιουργημένη περιφέρεια της πόλης έχουν την ίδια αξία αφού από τα πράγματα προορίζονται για κατοικίες αυτών πού πουλούν την εργατική τους δύναμη, των προλεταρίων ή όσων απομένουν από τις προηγούμενες κατώτερες τάξεις, όπως οι χειροτέχνες. Οι παραγωγικές μονάδες, εργοστάσια και μανιφατούρες, εγκαθίστανται πέρα από τα παλιά τείχη, κατά μήκος των υδάτινων δρόμων ή των νέων οδών επικοινωνίας. Η διοικητική δραστηριότητα τοποθετείται συχνά στα εργοστάσια ή σε γραφεία πού συνυπάρχουν με την κατοικία, χαρακτηριστικό κατάλοιπο και κληρονομιά του μερκαντιλικού πνεύματος. Ενώ η πόλη μετατρέπεται σε αστική χάνει τα προκαθορισμένα της όρια, ξεπερνά τα παραδοσιακά τείχη και κατά συνέπεια γίνεται αόριστη. Έτσι δημιουργείται περισσότερο έδαφος που είναι οικοδομήσιμο ,άρα και κερδοφόρο σε κάθε σημείο αυτή της ανάπτυξης.
3
Leonardo Benevolo, Η κοινωνική προέλευση της σύγχρονης πολεοδομίας, σελ.175
8
Από την αρχή ήδη η αστική πόλη διαφέρει από τις προηγούμενες εκδοχές της πόλης ιδιαίτερα σ' ένα θέμα «αρχής», πού ανταποκρίνεται στις ζωντανές οικονομικές διαδικασίες και είναι αποτέλεσμα τους: δεν έχει προκαθορισμένα όρια, ξεπερνά τα παραδοσιακά, την περιτειχισμένη πόλη και κατά συνέπεια θεωρητικά και αργότερα και στην πραγματικότητα είναι αόριστη. Έτσι ή αστική πόλη μπορεί να είναι «άπειρη», αφού οι διαστάσεις της καθορίζονται μόνο από την παραγωγική ανάπτυξη και την συνακόλουθη αποδοχή της αρχής ότι το έδαφος είναι οικοδομήσιμο, άρα και ικανό να παράγει πρόσοδο σε κάθε σημείο αυτής της ανάπτυξης. Ενώ λοιπόν ή πλούσια μπουρζουαζία του Λονδίνου συνέχισε να συγκεντρώνεται στις ακριβές συνοικίες της Bedford Place και της Russell Place, οι κακομοιριασμένες συνοικίες του ανατολικού Λονδίνου, όλο και μεγάλωναν μέσα στο συνωστισμό χωρίς ελπίδα. ύντομα, ή αύξηση του πληθυσμού τους και οι ανεπαρκείς συνθήκες υγιεινής, άρχισαν να απειλούν ολόκληρη την πόλη, κι έγινε πια απαραίτητο να βρεθεί μια εντελώς νέα πολεοδομική μεθοδολογία χωρίς καμιά σχέση με το παρελθόν. Η δημογραφική και βιομηχανική επανάσταση είχαν ήδη μεταβάλλει ριζικά τη γεωγραφική κατανομή των κατοίκων. Οι ανεπάρκειες των νέων κατοικημένων περιοχών
άρχιζαν να εκδηλώνονται σε μεγάλη κλίμακα ενώ δεν υπήρχε κανένα κατάλληλο μέσο έλεγχου. Οι οικογένειες πού μετακινούνταν στα βιομηχανικά κέντρα εγκαταλείποντας την ύπαιθρο, ήταν δυνατό να εγκατασταθούν είτε σε χώρους πού ήταν ακόμη διαθέσιμοι σε παλιές συνοικίες είτε σε νέες κατασκευές πού χτίζονταν με αυτό σκοπό στην περιφέρεια και οι οποίες πολλαπλασιάζονταν με ταχύ ρυθμό, σχηματίζοντας νέες πολύ μεγάλες συνοικίες γύρω από τον αρχικό πυρήνα. Η δεύτερη φάση ανάπτυξης της βιομηχανικής πόλης, καθορίζεται ουσιαστικά από την επέκταση και το πολύπλοκο του οδικού δικτύου. μετασχηματισμός ορισμένων ή και όλων των βιομηχανικών ζωνών σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλάζει την εσωτερική σχέση κέντρου-περιφερείας. Ή σχέση πόλης-υπαίθρου αγνοείται, άλλα ή ύπαιθρος όμως σαν χώρος πού είναι ελεύθερος για κάθε διαμόρφωση, μετασχηματίζεται σε βιομηχανική πόλη. Ή μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία δημιουργεί διαρκώς νέες μεγάλες πόλεις, τείνοντας σταθερά από την πόλη προς την ύπαιθρο. σο όμως τείνει να ανεξαρτητοποιηθεί από τον τόπο εγκατάστασης τόσο περισσότερο οι συνέπειες της παραγωγής, δηλαδή η ανάγκη ανταλλαγής και ή διαφοροποίηση των απαιτήσεων τής κατανάλωσης, απαιτούν σαν
9
συγκεκριμένο χώρο εγκατάστασης την πόλη και μάλιστα το κέντρο της πόλης (πού σχεδόν πάντα συμπίπτει με την προηγούμενη εμπορική πόλη πού μετασχηματίστηκε), καθώς το κέντρο είναι το μόνο ζωντανό σημείο της πόλης. Έτσι, σιγά-σιγά, εξαφανίζεται ή διαλεκτική δομή πού είχε ή πόλη σαν πολυσήμαντος οργανισμός. ' αυτήν τη φάση ανάπτυξης διαγράφεται ήδη αργά ή μορφή εκείνη πού θα γίνει κανόνας για τη βιομηχανική πόλη και πού χαρακτηρίζεται από σημαντικές λειτουργικές διαφοροποιήσεις τού φυσικού χώρου (γραφεία, κατοικίες, εργοστάσια, πάρκα κλπ.). λα αυτά οργανώνονται στη βάση ενός στοιχειώδους σχήματος: του ακτινωτού γύρω από τον πυρήνα της εξουσίας, το κέντρο. Αυτό θα έχει πάντα την τάση να επεκτείνεται και όχι να αναπαράγεται εγκλωβίζοντας τις παρακείμενες περιοχές και μετασχηματίζοντάς αυτές με την ίδια νομοτέλεια της αρχικής ανάπτυξης. Άλλα ή βιομηχανική καπιταλιστική πόλη, όμως, είναι πολυκεντρική μόνο για όποιον έχει τη δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει σ' όλες της τις παραμέτρους· γιατί τη στιγμή πού πραγματώνεται σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα, διαλεκτικά αυτό το σύστημα καταλήγει μονοκεντρικό αναφορικά με την αληθινή πραγματική διάσταση πού έχει πάρει στο μεταξύ ή «μητρόπολη», με την ύπαρξη και την παρουσία
μιας «περιφέρειας» πού ολοένα επεκτείνεται και ολοένα μένει περισσότερο αγνοημένη. Η βιομηχανική πόλη δημιουργεί για ορισμένους, όχι όμως για όλους, αυξημένους βαθμούς ελευθερίας, τόσο εξαιτίας της ρήξης πού έχει υποστεί ή πολεοδομική οργάνωση της εμπορικής πόλης, όσο και εξαιτίας της συνθετότερης δομής πού έχει ή ζωή στην πόλη, ή οποία προϋποθέτει νέους αρχιτεκτονικούς οργανισμούς, νέες οικοδομικές τυπολογίες, νέα μέσα ανταλλαγής και μεταφοράς. Πάνω απ’ όλα τούτη ή πόλη, τουλάχιστον θεωρητικά, συντρίβει και ξεπερνά κάθε προκαθορισμένο όριο της μορφής τού αστικού χώρου αφού, όπως ήδη έχει αναφερθεί, όλο το έδαφος είναι εν δυνάμει οικοδομήσιμο, και πράγματι γίνεται οικοδομήσιμο μόλις αρχίσει ή εξάπλωση του οικισμού. Πράγμα πού επαληθεύει το ότι ο οικονομικός μηχανισμός είναι εκείνο πού «τείνει» να επιβεβαιώσει, να επικυρώσει και να ενισχύσει την ακτινοκεντρική διάταξη, ακόμα κι εκεί οπού για λόγους γεωγραφικούς (λιμάνια) ή ιστορικούς (περιτειχισμένες πόλεις) αυτό δεν διακρίνεται αμέσως.4 υγκεντρωτικά κατά την 2η φάση ανάπτυξης της βιομηχανικής πόλης δε δίνεται σημασία στην 4
Carlo Aymonino, Κυριαρχία και υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης 1979, σελ. 87-88
10
σχέση της πόλης και της υπαίθρου, η βιομηχανίες στρέφουν την προσοχή τους προς τις αδέσμευτες εκτάσεις της υπαίθρου με αποτέλεσμα η ύπαιθρος να τροποποιείται και αυτή σιγά-σιγά σε βιομηχανική πόλη. Σότε είναι και περίοδος που μορφοποιείται η βιομηχανική πόλη όπως την ξέρουμε χωρισμένη σε λειτουργικές περιοχές γραφείων, κατοικιών, εργοστασίων, πάρκων, κλπ. λα τα στοιχεία της πόλης οργανώνονται με βάση το μοντέλο της ακτινωτής πόλης με φυσικό επακόλουθο το κέντρο ως πυρήνα της πόλης. Έτσι νομοτελειακά η πόλη αυτή δεν θα μπορεί να αναπαράγεται, αντίθετα θα έχει την τάση συνέχει να εξαπλώνεται, κάτι πάρα πολύ επιθυμητό στους βιομηχάνους γιατί δεν θα υπάρχει μετατόπιση της αγοράς άρα και του κεφαλαίου. Αντίθετα η αγορά συνεχώς θα αυξάνεται. Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε τις συνθήκες που παγίωσαν την μορφή της βιομηχανικής πόλης στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά για να κατανοήσουμε τις συνθήκες που επικρατούν στις τάξεις των εργατών και την επιτακτηκότητα για πολεοδομική αλλαγή μια συνοπτική απόδοση του κειμένου του Υρ. Ένγκελς παρατίθεται παρακάτω.
Παράδειγμα κοινωνικών-βιωτικών συνθηκών της βιομηχανικής πόλης (Manchester) το κείμενο του Υρ. Ένγκελς αναλύεται η κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη του Μάντσεστερ κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης. Μας παρουσιάζει μια πόλη πυκνοδομημένη με παλιά και ετοιμόρροπα σπίτια προ-βιομηχανικής εποχής τα οποία κατοικούνταν κατά κύριο λόγω από ξένους εργάτες. λη η περιοχή είναι γεμάτη απόβλητα από τα κοντινά εργοστάσια, καθώς διοχετεύουν τα λήμματά τους στο ποτάμι της πόλης, και ρυπαίνουν τον αέρα με τα καυσαέρια που εκπέμπουν. Αναφέρει ακόμα πως χτίζονται και νέες κατοικίες για τους εργάτες οι οποίες όμως δεν βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο καθώς σε αυτές δεν γίνεται καμία συντήρηση, η τοποθέτησή τους τις εκθέτει στους ρύπους των εργοστασίων. Επίσης στοιβάζεται πλήθος εργατών, οι οποίοι δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν γιατί είτε οι κατοικίες αυτές είναι κοντά στο εργοστάσιο που δουλεύουν, είτε αναγκάζονται από τον εργοστασιάρχη να μένουν στις κατοικίες του προκειμένου να διατηρήσουν την εργασία τους ή ακόμα δεν υπάρχει η οικονομική άνεση ώστε να μείνουν σε μία καλύτερη κατοικία.
11
Πολεοδομικές προτάσεις Λόγω της κατάστασης που περιγράφεται και επικρατούσε στις πόλεις και επειδή οι βιομηχανίες επεδίωκαν μια κατανομή που θα επιφέρει μεγιστοποίηση της παραγωγής διατυπώθηκαν αυτή την περίοδο αρκετές απόψεις για την χωρική διάταξη της σύγχρονης, τότε, πόλης. Σρεις ήταν οι κυρίαρχες τάσεις της εποχής. Η πρώτη αποθαρρημένη λόγω των πολλών προβλημάτων της βιομηχανικής πόλης επεδίωκε την επιστροφή σε συστήματα οργάνωσης που χρησιμοποιήθηκαν πριν την βιομηχανική επανάσταση. Η δεύτερη συγκεντρώνει τις προσπάθειες των βιομηχάνων που δημιουργούσαν καινούριες πόλεις με κέντρο τα εργοστάσιά τους. Σέλος υπήρχαν και οι προτάσεις για νέες βιομηχανικές πόλεις που θα εξασφάλιζαν στους κατοίκους της υψηλότερο βιοτικό επίπεδο ζωής.
Επιστροφή στη βιοτεχνία Αν είναι αλήθεια ότι «η εξάλειψη του ανταγωνισμού πόλης και υπαίθρου θεωρήθηκε γενικά τόσο από τον Υουριέ όσο και από τον ουεν ως πρώτη και βασική συνθήκη για την κατάργηση του παλιού καταμερισμού εργασίας» είναι επίσης αλήθεια ότι αυτοί «δεν παρουσιάζονται σαν εκπρόσωποι των συμφερόντων του προλεταριάτου. πως οι διαφωτιστές, θέλουν κι αυτοί να απελευθερώσουν όχι μόνο μία ορισμένη τάξη, άλλα ολόκληρη την ανθρωπότητα...». (Υ. Ένγκελς, Αντί-ντύριγκ, σελ. 25) Εξαιτίας αυτής της ιστορικά καθορισμένης τοποθέτησης τους οι προτάσεις επέμβασης πού επεξεργάσθηκαν περιέχουν βέβαια μία καταγγελία των αρνητικών συνεπειών της βιομηχανικής πόλης, (χρήση γης, καταμερισμός εργασίας κλπ.) άλλα και τις εναλλακτικές λύσεις πού προτείνουν για την οργάνωση του χώρου οι οποίες τοποθετούνται έξω από την πόλη, σ' ένα οργανωμένο σύστημα πού βασίζεται στην αυτονομία (οικονομική και αρχιτεκτονική) απλών στοιχειωδών οργανισμών, ικανών να εξασφαλίσουν μία ολοκληρωμένη και ισορροπημένη ζωή σ' ένα πολύ μικρό αριθμό κατοίκων (από 1200 ως 1600) αφού περιέχουν όλα τα στάδια παραγωγής, συντήρησης μόρφωσης αναψυχής και κουλτούρας. Για να αποφευχθούν οι αιτίες που επιφέρουν αρνητικά
12
γεγονότα όπως είναι η συγκέντρωση και η εξειδίκευση των φυσικών χώρων της πόλης, επιστρέφουν σε μορφές παραγωγής, μορφές κοινωνικών σχέσεων και μορφές οργάνωσης των οικισμών, εντελώς πρωτόγονες, αρκετά όμοιες με τις μορφές των οικισμών ορισμένων κοινοτήτων ινδιάνων, όπως τις περιγράφει ο Μαρξ, στο «Κεφάλαιο». Εκεί, ο απλός αυτάρκης οργανισμός αναπαράγεται σταθερά με την ίδια μορφή, από τη στιγμή πού ή παραγωγή (η οποία βασίζεται στις ανάγκες και όχι στο εμπόριο) θα φθάσει στην ιδανική διάσταση της. Σο 1817, ο ουεν δημοσίευσε μια έκθεση στην Επιτροπή για την ανακούφιση των κατασκευαστικών φτωχών, στην οποία πρότεινε τη δημιουργία βιομηχανικών χωριών, 500 με 1500 ανθρώπων στις περιοχές 500 εκταρίων. Σο χωριό θα περιείχε κοινοτικά κτήρια όπως σχολείο, βιβλιοθήκη, αίθουσα διαλέξεων, χώρο λατρείας, εστιατόριο και αναψυκτήριο στο κέντρο, και ιδιωτικά καταλύματα στους κοιτώνες. Σα γεωργικά αυτά χωριά θα περιελάμβαναν πρώτιστα μερικές κατασκευές που θα βρίσκονταν στο κύριο τετράγωνο της περιφέρειας. Ο Υουριέ προέβλεψε τις κοινότητες που έδρευαν στην κοινή ιδιοκτησία, τη διαχείριση και τα κέρδη και περιέγραψε μια πρότυπη ακτινωτή πόλη. Υαντάστηκε την πόλη να καταλαμβάνει ένα εσωτερικό δαχτυλίδι, προάστια
εικόνα 2,3 _το Falansterio του Υουριέ
13
και μεγάλα εργοστάσια στη μέση και άλλος ένας εξωτερικός κύκλος που να περικλείει προάστια και λεωφόρους, ενώ η αρχιτεκτονική θα εξασφάλιζε έναν ορισμένο βαθμό ομοιομορφίας. Οι πόλεις προορίζονταν για ανθρώπους από 1500 μέχρι 1600 ζουν μαζί σε κοινόβια, η αρχιτεκτονική των οποίων αντιπαραβάλλεται με τα χαοτικά μικρά σπίτια των ημερών του. Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, η πολεοδομικές αντιλήψεις που είχε ο ουεν, εκφράζονται από την επιστροφή στο μοντέλο του βιομηχανικού χωριού μέχρι 1500 κατοίκους, σε πιο πρωτόγονες κοινωνίες οι οποίες θα είναι αυτάρκεις σε οικονομικό και αρχιτεκτονικό επίπεδο, που θα περιέχει όλα τα στάδια παραγωγής, συντήρησης μόρφωσης αναψυχής και κουλτούρας. Ο Υουριέ υιοθετεί και αυτός το μοντέλο της αυτάρκειας, αλλά το εντάσσει σε ένα νέο σύστημα ακτινωτής πόλης, που στο κέντρο της θα υπάρχουν όλες οι μονάδες παραγωγής.
εικόνα 4_ Σο μοντέλο του Owen
14
Πόλεις βιομηχάνων τα 1850 με 1880 εξαπλώθηκε ραγδαία η βιομηχανοποίηση στην Αμερική. Αυτή η ραγδαία ανάπτυξη των βιομηχανιών αρχικά συγκεντρώθηκε στις μεγάλες πόλεις, όμως καθώς οι παραγωγικές δραστηριότητες επεκτάθηκαν και σε μη κατοικημένες περιοχές, η κατασκευή νέων πόλεων έγινε αναγκαίο κομμάτι κάθε βιομηχανικής επένδυσης. Αυτές οι νέες πόλεις δεν ακολούθησαν κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο. Κάθε βιομηχανία έθετε τους δικούς της κανόνες σε σχέση με τις εργατικές συνθήκες και την κοινωνική ζωή, διαμορφώνοντας έτσι μια χαρακτηριστική κοινωνική ιεραρχία. Έτσι κάθε νέα πόλη διέφερε ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή αυτή, τον τύπο της βιομηχανίας, του ιδιαίτερου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της και τον τρόπο διαχείρισης της βιομηχανίας. Παρ’ όλες τις διαφορές που παρατηρούνται όμως, είναι γεγονός πως σε όλες τις πόλεις των βιομηχάνων η εργοδοσία ήταν εκείνη που έλεγχε λίγο ή πολύ την ζωή των κατοίκωνεργαζομένων, χρησιμοποιώντας είτε καταστήματα που είχαν στην ιδιοκτησία τους, είτε ενοίκια που έπρεπε οι κάτοικοι να καταβάλλουν, είτε άλλους κανονισμούς που άγγιζαν τα όρια νομοθεσίας.
εικόνα 5 Η πόλη του Pullman στην Αγγλία, κατασκευασμένη από την εταιρία Krupp
15
Πρότυπες βιομηχανικές πόλεις Σο 1898 ο Ebenezer Howard παρουσιάζει την λύση του η οποία εκφράστηκε στο διάγραμμα των "τριών πόλων" στο οποίο οι άνθρωποι παρουσιάζονται ως αρχειοθετήσεις σιδήρου καθώς η έκκληση της πόλης και της επαρχίας αντιπαραβάλλονται με μια νέα έλξη, την πόληχώρα, η οποία συνδυάζει τα αστικά οφέλη της απασχόλησης και της ψυχαγωγίας με αυτά της υγιούς και ευρύχωρης αγροτικής διαβίωσης. Προέβλεψε συστάδες των πόλεων που ανέρχονται στις 30,000 με 32,000 κατοίκους, οι οποίες συνδέθηκαν η μια με την άλλη και με μια μεγαλύτερη κεντρική πόλη με ένα κυκλικό κανάλι 58,000 κατοίκων. την καρδιά της πόλης του, και του συμβολισμού της σημασίας τοποθέτησε τις πολιτικές υποθέσεις και τον ελεύθερος χρόνος, ένα κεντρικό πάρκο θα περιείχε δημόσια κτήρια όπως βιβλιοθήκη, μουσείο, νοσοκομείο, αίθουσα συναυλιών και διαλέξεων, το παλάτι κρυστάλλου, που περιέχει διάφορα μικρά καταστήματα, κατοικημένες περιοχές και εργοστάσια στην περιφέρεια της πόλης. Οι ακτινωτοί δρόμοι διαιρούν την πόλη σε έξι "θαλάμους", σε καθέναν από τους οποίους ζουν 1000 οικογένειες σε σπίτια με κήπους, γειτονιές και ένα σχολείο που τοποθετείται κατά μήκος μιας μεγάλης λεωφόρου. εικόνα 6,7_ Σο μοντέλο του Howard
16
Ο Tony Garnier ,ο οποίος γεννήθηκε στη Λυών το 1869 σε εργατική συνοικία πράγμα που τον έκανε ευαίσθητο σε κοινωνικά και εργατικά ζητήματα, διατύπωσε την πρότασή του για την βιομηχανική πόλη. Αυτό που έκανε την πρότασή του ιδιαίτερη για την εποχή της ήταν η συνάρτηση 3 καινούριων δεδομένων, της μεγάλης βιομηχανίας, του μπετόν αρμέ και της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Βασική θέση του είναι η κατάργηση των φραχτών, που δηλώνουν ιδιωτική ιδιοκτησία, και του δρόμου – διαδρόμου (rue-corridor). Επίσης απουσιάζουν παντελώς τα δικαστήρια, οι εκκλησίες, τα στρατόπεδα, οι φυλακές και οι αστυνομικοί σταθμοί καθώς όπως ο ίδιος υποστήριζε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν χρειάζονται. Σα βασικά σημεία του Tony Garnier είναι η ελεύθερη διάθεση της γης από την κοινωνία, ο μεγάλος πλούτος του πολιτιστικού και κοινωνικού προγράμματος και η λατρεία της εργασίας. το σχέδιο της βιομηχανικής πόλης του Tony Garnier βλέπουμε για πρώτη φορά τον αυστηρό διαχωρισμό των λειτουργιών της πόλης σε ζώνες. Η πόλη συνθέτεται από 3 στοιχεία, την πόλη αυτή καθαυτή, το βιομηχανικό συγκρότημα, και τα υγειονομικά κτήρια, κάθε ένα από τα επιμέρους στοιχεία μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα.
εικόνα 8 _ Η Βιομηχανική Πόλη του Garnier 1. Παλιά πόλη, 2. Κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός, 3. υνοικίες μονοκατοικιών, 4. Κέντρο της πόλης, 5.δημοτικά σχολεία, 6. Επαγγελματικές σχόλες, 7. Κέντρο υγείας, 8. τάση σιδηροδρομικού ταθμού 9. Βιομηχανικό συγκρότημα 10. ταθμός εργοστασίου 11. Νεκροταφείο 12. Ο παλιός πύργος με το δημόσιο πάρκο 13 φαγεία
17
Σο βιομηχανικό συγκρότημα, αποτέλεσμα καθαρά οικονομικών αναγκών, καταλαμβάνει μεγάλο χώρο στην πεδιάδα κοντά στην όχθη του ποταμού. Σο σύνολο των κατοικιών είναι συγκεντρωμένο σε ένα φυσικό επίπεδο χώρο και ψηλότερα με καλύτερες συνθήκες φωτισμού αερισμού βρίσκονται τα υγειονομικά κτήρια. Κύριο μέσω μεταφορών και επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της πόλης είναι η σιδηροδρομική γραμμή ενώ εσωτερικά χρησιμοποιείται το οδικό δίκτυο και το δίκτυο του τραμ.
οβιετικές γραμμικές πόλεις Φαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως πόλεων αφιερωμένων στη παραγωγή και στις διαδικασίες της, αποτελεί η γραμμική πόλη, όπως αυτή προσεγγίζεται από τους αρχιτέκτονες της οβιετικής Ένωσης. Ιστορικά οι οβιετικές γραμμικές πόλεις αποτελούν έναν συνδυασμό της γραμμικής πόλης που σχεδίασε ο Arturo Soria Τ Mata5 και της βιομηχανικής πόλης του Tony Garnier. Σα σχέδια των οβιετικών γραμμικών πόλεων ενέπνευσαν και τον Le Corbusier παρουσιάζοντας αργότερα την πρόταση της Cite lineaire industrielle6. τη οβιετική Ένωση το 1925-1935 δύο ήταν τα κυρίαρχα πολεοδομικά ρεύματα αναζητούσαν την ιδανική πολεοδομική και κοινωνική οργάνωση, οι Πολεοδομιστές και οι Αποπολεοδομιστές,. Οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι είχαν αναλάβει την υποχρέωση να δημιουργήσουν κελύφη και πλαίσια ζωής τέτοια που μακροπρόθεσμα να οδηγούν σε ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, αυτές που επαγγελόταν το νέο πολιτικό σύστημα. Είχαν αναλάβει να χτίσουν νέες πόλεις για νέους τύπους ζωής που δεν θα είχαν τίποτα κοινό με
5 6
18
Περιγράφεται στις σημειώσεις Περιγράφεται στις σημειώσεις
εκείνους των καπιταλιστικών χωρών ή της παλαιάς Ρωσίας. Οι Πολεοδομιστές με κύριο εκφραστή τους τον Sabsovitch, πρότειναν πόλεις των 40.000 - 50.000 κατοίκων αποτελούμενες από κοινοβιακές μονάδες των 4.000 – 10.000 στις οποίες κάθε οικιστική μονάδα θα ανερχόταν στα 5-6 m2 κατ’ άτομο. Αυτές θα κατασκευάζονταν κοντά στα εργοστάσια που εξυπηρετούσαν και δεν θα είχαν ούτε κέντρο, ούτε περιφέρεια, ούτε διαφοροποιημένες κατοικίες.7 Σα προβλήματα των παραπάνω θέσεων, όπως τα διέγνωσαν οι Αποπολεοδομιστές, είναι πώς δεν είναι δυνατός ο πληθυσμιακός έλεγχος στις πόλεις για το λόγω ότι ο πληθυσμός μετατοπίζεται προς τα μέρη με το καλύτερο βιοτικό επίπεδο, οπότε η επιτυχία του πολεοδομικού σχεδιασμού σε μια πόλη, επιφέρει και την πληθυσμιακή αύξηση. Οι κοινοβιακές μονάδες είναι αμφίβολο αν μπορούν να εγγυηθούν τις νέες ιδανικές συνθήκες σοσιαλιστικής ζωής και τέλος αλλά και ίσως πιο σημαντικό είναι το ότι δεν γεφύρωναν το χάσμα πόλης και υπαίθρου που αποτελεί μία από τις πρώτες προϋπόθεσης ενός ανώτερου κοινωνικού τρόπου ζωής κατά τον Μαρξ και τον Ένγκελς.
Για τους Αποπολεοδομιστές, που κύριο εκφραστή τους είχαν τον M. Okhitovitch, δεν υπάρχουν περιορισμοί σε μέγεθος. Η πόλη παύει να αντιμετωπίζεται ως αυτόνομη, απομονωμένη οντότητα. Σους δύο ανεξάρτητους πόλους, πόλης και υπαίθρου, διαδέχονταν ένα ενιαίο χωρικό-οικονομικό σύστημα εργασίας και συλλογικής ζωής. Σο ενδιαφέρον στις ιδέες αυτές δεν είναι το χωρικό αποτέλεσμα όσο το ότι οι συγκεκριμένες τάσεις διασφάλιζαν υψηλότερους στόχους όπως την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την πλήρη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, το πλησίασμα των θέσεων εξόρυξης πρώτων υλών και επεξεργασίας τους, τη γειτνίαση των θέσεων παραγωγήςμεταποίησης με τα σημεία κατανάλωσης των έτοιμων προϊόντων καθώς επίσης και την παραπέρα τεχνική τελειοποίηση των επικοινωνιών.8 Οι τύποι σοσιαλιστικών πόλεων που πρότειναν συγκεκριμένα οι Αποπολεοδομιστές ήταν, διώροφα σπίτια σε πυλώνες (Le Corbusier) ευθυγραμμισμένα σε δρόμους που οδηγούν στα Kolkhozes, το οποίο όμως θεωρήθηκε πολύ ακριβή επιλογή. Διάσπαρτες κατοικίες στην παρθένα φύση της Ρωσίας, απορρίπτοντας ουσιαστικά την ίδια την ιδέα της πόλης και τέλος η γραμμική πόλη για
7
8
Anatole Kopp 1976, Πόλη και Επανάσταση
19
Anatole Kopp 1976, Πόλη και Επανάσταση
την οποί έγινε προσπάθεια υλοποίησης στο Magnitogorsk η οποία απέτυχε παταγωδώς.9 Οι βασικές αρχές του προγραμματισμού των νέων σοβιετικών πόλεων, των γραμμικών κατανομών, θα έπρεπε κατά τον N.A. Miliutin να ακολουθούν κάποιες βασικές αρχές:
χωριό, τον καθαρό αέρα, τη φύση και τα χωράφια). Οι σιδηροδρομικές γραμμές πρέπει να σχεδιαστούν πίσω από τη ζώνη παραγωγής, δηλαδή πίσω από γραμμή βιομηχανικών κτηρίων, ενώ η εθνική οδός πρέπει να είναι μεταξύ της ζώνης παραγωγής και της κατοικημένης ζώνης μέσα στην ζώνη πρασίνου. Αυτό εξασφαλίζει αφ' ενός την ελεύθερη ανάπτυξη της παραγωγής και της μεταφοράς ,απέναντι από τον οικιστικό τομέα της εγκατάστασης, και αφ’ εταίρου την επικοινωνία μεταξύ των εγκαταστάσεων με το αυτοκίνητο ή το λεωφορείο. Επιπλέον, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και οι αποθήκες εμπορευμάτων θα τοποθετηθούν μεταξύ των σιδηροδρομικών γραμμών και των εθνικών οδών για την καλύτερη κάλυψη των αναγκών τόσο της ζώνης παραγωγής όσο και της οικιστικής . Η πιο κατάλληλη τοποθέτηση για τις γεωργικές εγκαταστάσεις είναι πέρα από τους οικιστικούς τομείς του της εγκατάστασης. Έτσι οι εργαζόμενοι των sovkhoz (κρατική αγροτική εγκατάσταση) θα ζουν στις ίδιες κατοικίες με τους εργάτες των εργοστασίων, τα λήμματα θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στους αγροτικούς τομείς για να χρησιμοποιηθούν ως
Είναι απολύτως απαραίτητο οι παραγωγικές μονάδες να ενώνονται λογικά μεταξύ τους και με σημαντικές διαδρομές μεταφορών. Ένα ρευστό σύστημα λειτουργικής-γραμμής συναρμολόγησης είναι η απολύτως απαραίτητη βάση για το νέο προγραμματισμό. Η οικιστική ζώνη (τα κοινοτικά κτήρια, οι κατοικίες , οι παιδότοποι και παρόμοια κτήρια ή ιδρύματα) πρέπει να είναι οργανωμένη παράλληλα στην παραγωγική ζώνη και πρέπει να χωρίζεται από μια ουδέτερη ζώνη πράσινου. Αυτή η προστατευτική λωρίδα πρέπει να είναι τουλάχιστον 500 μέτρα πλατιά, και πρέπει να αυξηθεί ανάλογα με τους τοπικούς όρους και το χαρακτήρα της παραγωγής. Σο σπίτι ενός εργαζομένου θα πρέπει να είναι τοποθετημένο σε απόσταση λιγότερη των 10-20 λεπτών με τα πόδια, από τη θέση εργασίας του και να του επιτρέπει όλα τα πλεονεκτήματα της ζωής στο
9
Stephen Kotkin 1995, Magnetic Mountain
20
λίπασμα, με πολύ απλουστευμένα μέσα και πολύ οικονομικά.
Σα ιατρικά ιδρύματα πρέπει να διαιρεθούν σε 2 ομάδες, σε ένα σύστημα ιατρείων και σε ένα νοσοκομείων. Σα ιατρεία πρέπει να τοποθετηθούν στην οικιστική ζώνη, αλλά τα νοσοκομεία πρέπει να είναι έξω, προς τα σύνορα της εγκατάστασης σε περισσότερο υγιεινές τοποθεσίες.
Οι περιοχές για τα κτήρια δευτερευόντων λειτουργιών και υψηλότερης τεχνολογικής και γεωργικής εκπαίδευσης πρέπει να τοποθετηθούν στην περιοχή που χρησιμοποιείται από την αντίστοιχη δραστηριότητα. Μια τέτοια ρύθμιση απλοποιεί το πρόβλημα της ανοικοδόμησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όταν «η εκπαίδευση και η εργασία ενωθούν». Από την ενοποίηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τα εργαστήρια παραγωγής, τα καταστήματα, τους τομείς, τις βιβλιοθήκες, τα αρχεία, κλπ., όχι μόνο θα επιτύχουμε τις σημαντική οικονομία, αλλά θα καταστήσουμε επίσης πιθανή τη μεγάλη ιδέα της μετατροπής μιας βιομηχανίας σε σχολείο. Κάθε άνδρας και γυναίκα εργαζόμενος θα έχει την ευκαιρία να γίνει μηχανικός, χειρούργος, οικονομολόγος, γεωπόνος, κλπ., κατά τη διάρκεια της συνηθισμένης εργασίας του. Αυτή η προοπτική της συνεχούς διανοητικής αύξησης θα δημιουργήσει έναν τέτοιο ενθουσιασμό στον ευρύτερο τομέα του πληθυσμού, μια τέτοια αύξηση στην ενέργεια και στη θέληση για εργασία και μάθηση που ο καπιταλιστικός κόσμος δεν τολμά ακόμη καν να ονειρευτεί.
Σα σχολικά κτήρια, για τα πρώτα επτά χρόνια, πρέπει να συνδεθούν σύμφωνα με αντιστοίχους κοιτώνες των παιδιών, οι οποίοι, πρέπει να οργανωθούν κατά μήκος γραμμών. υγχρόνως, αυτά τα ιδρύματα πρέπει να συνδεθούν με τα αντίστοιχα πολιτιστικά και κοινωνικά όπως είναι οι λέσχες, οι βιβλιοθήκες, κλπ. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα κάθε παιδί σε μια δεδομένη ηλικία, να συνδυάζει την παραγωγική εργασία με την διδασκαλία και τη γυμναστική, όχι μόνο ως μια από τις μεθόδους αύξησης της αποδοτικότητας της παραγωγής, αλλά ως τη μόνη μέθοδο των καλλιέργειας πλήρως αναπτυγμένων ανθρώπινων όντων». υγχρόνως αυτό θα επιτρέψει την αλληλεπίδραση μεταξύ των διάφορων γενεών του πληθυσμού βάση της εργασίας και του πολιτισμού, δεδομένου ότι η παρούσα επιρροή της οικογένειας στην ανατροφή πρέπει να αντικατασταθεί βαθμιαία από την επιρροή της κολεκτίβας.
21
Οι κοινοτικές παραγωγικές επιχειρήσεις πρέπει να τοποθετηθούν στην παραγωγική ζώνη μαζί με τις κρατικές, ώστε να χρησιμοποιούν και αυτές τις ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες, όπως π.χ. εστιατόρια, παροχές νερού και πυροσβεστικούς σταθμούς κ.τ.λ.
κατοίκησης, γ) μια ζώνη βρεφικών σταθμών, παιδικών σταθμών, κοιτώνων, κ.τ.λ. 5. Ζώνη πάρκων με ιδρύματα για την αναψυχή: γυμναστήρια, πισίνες, κλπ. 6. Ζώνη για τα αγροτικά και γαλακτοκομικά sovkhoz με αγροκτήματα και παρόμοιες γεωργικές επιχειρήσεις. τον καθορισμό των διάφορων ζωνών ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στους υπάρχοντες υδάτινους πόρους καθώς επίσης και στην κατεύθυνση των ανέμων. Πρέπει να επιδιωχθεί μια λύση που θα τοποθετεί αυτούς τους υδάτινους πόρους (ποταμοί, λίμνες κλπ.) στην πλευρά της κατοικημένης ζώνης. Αυτό όχι μόνο είναι μια ελκυστική προσθήκη αλλά έχει επίσης μεγάλη σημασία για την υγιεινή διαβίωση. Σο θέμα των ανέμων πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι άνεμοι να φυσούν από την κατοικημένη πλευρά προς τη βιομηχανική ζώνη, και όχι αντίστροφα. Οι "γραμμές" και οι "ζώνες," δεν εννοούνται σαν απολύτως ευθείες γραμμές αλλά σαν ζώνες που προσαρμόζονται στην εκάστοτε τοπική τοπογραφία.10
Οι αποθήκες εμπορευμάτων πρέπει επίσης να τοποθετηθούν στην παραγωγική ζώνη, έχοντας έτσι άμεση πρόσβαση στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Βάση των παραπάνω στοιχείων προκύπτουν έξι ζώνες που πρέπει να υπάρχουν στην εγκατάσταση. Αυτές οι ζώνες πρέπει να σχεδιαστούν με βάση την ακόλουθη σειρά: 1. Ζώνη για τις σιδηροδρομικές γραμμές, η οποία θα πρέπει να είναι διαχωρισμένη από τις υπόλοιπες. 2. Ζώνη παραγωγής και κοινοτικών επιχειρήσεων, με αποθήκες εμπορευμάτων, σταθμούς, και σχετικά επιστημονικά, τεχνικά, και εκπαιδευτικά ιδρύματα. 3. Ζώνη πρασίνου που θα περιέχει και εθνικό δρόμο. 4. Ζώνη κατοίκησης η οποία θα σχεδιαστεί α) με μια ζώνη κοινωνικών ιδρυμάτων όπως χώρους φαγητού, ιατρεία, κλπ.), β) μια ζώνη κτηρίων
10
N.A.Miliutin Sotsgorod, the problem of building socialist cities σελ. 65-67
22
MAGNITOGORSK Για τη δημιουργία της πόλης του Magnitogorsk, της πόλης που έγινε σύμβολο του νέου συλλογικού τρόπο ζωής που υποστήριζε η οβιετική Ένωση, έγινε διαγωνισμός από τον οποίο παρουσιάζονται παρακάτω τέσσερις διαφορετικές λύσεις. α) το σχέδιο για το Magnitogorsk που κέρδισε τον διαγωνισμό (Εικόνα 9) βλέπουμε ότι η βιομηχανική ζώνη βρίσκεται στο αριστερό κομμάτι της εγκατάστασης, οι σιδηροδρομικές γραμμές διαχωρίζουν την ζώνη αυτή από την ζώνη της κατοίκησης με την βοήθεια μιας ζώνης πρασίνου. Ομοίως τα πανεπιστήμια βρίσκονται μακριά από τα εργοστάσια. Η απόσταση για τους κατοίκους κυμαίνεται από 1 μέχρι 7 χλμ., και η οικιστική ζώνη συ πρόταση αυτή δεν εκμεταλλεύεται καθόλου την ύπαρξη του ποταμού Ural, καθώς επίσης δεν φαίνεται να την απασχολεί η διεύθυνση των ανέμων.
εικόνα 9
23
β) Σο σχέδιο που προτάθηκε από την ομάδα OSA (Εικόνα 10), συγκεντρώνει και αυτό τη βιομηχανική περιοχή στο αριστερό κομμάτι και χωρίζει τη βιομηχανία από τις περιοχές με την χρίση του σιδηροδρόμου η απόσταση από την εργασία για την πλειοψηφία των κατοίκων είναι περισσότερα από 6 χλμ. και φθάνει στα 21 χλμ., το οποίο σημαίνει ότι κατασπαταλιέται περισσότερος χρόνος στη μεταφορά. το κατοικημένο τμήμα είναι σχεδιασμένο ιδανικά, με εξαίρεση πάντα ότι ο ποταμός Ural δεν χρησιμοποιείται.
εικόνα 10
24
γ) το σχέδιο που προτάθηκε από την ομάδα Stroikom (Εικόνα 11) ο ποταμός Ural διαχωρίζει την βιομηχανία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα από τις υπόλοιπες λειτουργίες. Η οικιστική ζώνη οργανώνεται γραμμικά με την απόσταση από την εργασία στα σπίτια είναι κυμαίνεται από 2 έως 21 χλμ.
εικόνα 11
25
δ) Η πρότασή του Miliutin (Εικόνα 12) αποτελεί έναν συνδυασμό των σχεδίων των OSA και Stroikom. Η μεγαλύτερη απόσταση από την εργασία είναι 1,5 χλμ, και για τους περισσότερους εργαζομένους είναι 500-700 μ. Η περιοχή κατοίκησης είναι μέσα στην ζώνη πρασίνου η οποία εκτείνεται κατά μήκος της πλάγιας του ποταμού Ural. Σα ειδικά τετράγωνα για τα πανεπιστήμια είναι κοντά στα κέντρα παραγωγής και ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι στο κέντρο της τακτοποίησης μαζί με τα πολιτιστικά και σοβιετικά ιδρύματα. Από τα παράθυρα των κατοικημένων κτηρίων μόνο το πάρκο ή ο ποταμός είναι ορατός. Ένα νοσοκομείο που σχεδιάζεται με μορφή παραρτημάτων είναι τοποθετημένο στις όχθες του ποταμού. Ο σιδηρόδρομος τρέχει πίσω από τα εργοστάσια και είναι από 1-2 χλμ. μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Αυτό το σχέδιο ακολουθεί όλες τις προδιαγραφές και τους περιορισμούς του Miliutin, για το σύστημα λειτουργικής γραμμής συναρμολόγησης.
εικόνα 12
26
Nizhninovgorod Φαρακτηριστικότερη περίπτωση της προσπάθειας της γραμμικής πόλης να τελειοποιήσει το σύστημα παραγωγής είναι το σχέδιο του Miliutin για το Nizhninovgorod (Εικόνα 13) στο οποίο καταλήγει να χωροθετεί τις διαδικασίες παραγωγής ώστε τελικά να μπορέσει μετά να σχεδιάσει μια πόλη που να μπορεί να αποτελεί παράδειγμα της νέας ανώτερης αστικής οργάνωσης.«Είναι εύκολο να δει κανείς ότι η απουσία κυκλικής κίνησης μέσα στην βιομηχανική εγκατάσταση μειώνει τις δαπάνες, χάρη στις μικρότερες γραμμές μεταφορών. Ο τρόπος που έχουν τοποθετηθεί τα καταστήματα και οι μηχανές, δίνει στο συγκρότημα ελευθέρια κινήσεων και βοήθα στην οργάνωση της γραμμικής παραγωγικής διαδικασίας. Έτσι το εργατικό δυναμικό θα έρθει πιο κοντά και θα αυξηθεί η παραγωγικότητα. Είναι αυτονόητο ότι σε οποιοδήποτε προγραμματισμό για το σχεδιασμό τέτοιων εγκαταστάσεων, πρέπει να επικρατεί η λογικότερη και οικονομικότερη οργάνωση.»11
εικόνα 13 11
N.A.Miliutin Sotsgorod, the problem of building socialist cities σελ. 72
27
Πάτρα Αν και το μοντέλο της γραμμικής βιομηχανικής πόλης δεν εφαρμόστηκε στο σύνολο του για τον σχεδιασμό νέων παραγωγικών κέντρων, η εκβιομηχάνιση εξαπλώθηκε στις αναπτυσσόμενες χώρες και ως αποτέλεσμα οδήγησε στη δημιουργία μιας χωροταξίας βιομηχανικής. Η χωροταξία αυτή δεν πρόεκυψε βάσει σχεδίου αλλά η δημιουργία της ήταν αποτέλεσμα των αναγκών για μεγιστοποίηση της παραγωγής δίνοντας λύσεις σε πρακτικά ζητήματα. Με σκοπό να διερευνηθεί αυτή η νέα βιομηχανική χωροταξία επιλέχθηκε η πόλη της Πάτρας στην οποία κατά τους 19ο και 20ο αιώνα αναπτύχθηκαν σημαντικές βιομηχανίες. Η Πάτρα είναι η πρωτεύουσα της Αχαΐας και περιφερειακή πρωτεύουσα της Δυτικής Ελλάδας. Βρίσκεται στη Β.Δ. Πελοπόννησο και έχει πληθυσμό 250.000 κατοίκων. την ανάπτυξη της πόλης σημαντικότατο ρόλο διαδραμάτισε η ύπαρξη και η λειτουργία του λιμανιού που ήταν σημαντικός εμπορικός κόμβος της μεσογείου. Οι πρώτες δραστηριότητες για την κατασκευή του λιμανιού της μετά την απελευθέρωση ξεκίνησαν τα τέλη Οκτωβρίου του 1828. Σα παράλια της Πάτρας μέχρι τότε ήταν ερημικά αφού δεν είχε ξεκινήσει ακόμα κανένας πολεοδομικός σχεδιασμός.
Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι πρόχειροι χώροι, στεγασμένα παραπήγματα, διασκεδάσεως και τροφοδοσίας, κυρίως των Γάλλων. Παρόλο που οι Πατρινοί είχαν στρέψει τις δραστηριότητές τους προς την θάλασσα, το χέδιο Πόλης εμπνευσμένο από τον μηχανικό ταμάτιο Βούλγαρη δεν έδειχνε να διευκολύνει τις δραστηριότητες αυτές με την δημιουργία ενός τεχνητού λιμανιού. Ακόμα και χωρίς λιμάνι η Πάτρα είχε έντονη κίνηση εμπορικών πλοίων από όλο τον κόσμο. Σα πλοία αυτά εξήγαγαν από την Πάτρα κυρίως σταφίδα αλλά και μετάξι, δέρματα και δημητριακά. Οι Πατρινοί εισήγαγαν οικοδομικά υλικά, είδη υφαντουργίας αλλά και ζάχαρη και καφέ. Οι εμπορικές αυτές δραστηριότητες εδραίωσαν το λιμάνι της Πάτρας ως σημαντικό εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου και δημιούργησαν τις πρώτες γραμμές πλοίων που συνέδεαν με δρομολόγια την Πάτρα με την Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Ανκόνα, Πειραιά, μύρνη, Κωνσταντινούπολη, Γιβραλτάρ, Σεργέστη κλπ. H φυσιογνωμία της πόλης, με την ανάπτυξη του λιμανιού μετά το 1828, αδιαμφισβήτητα άλλαξε. Ανάμεσα στις πόλεις λιμάνια που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης στη λεκάνη της Μεσογείου ήταν και η Πάτρα, η οποία, λόγω θέσης, αποτέλεσε αντιπροσωπευτική περίπτωση εμποροναυτικού
28
κέντρου που ήκμασε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Ας σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 17941814 διακινούνταν από το συγκεκριμένο λιμάνι το 30% των εξαγωγών της Πελοποννήσου, ενώ το 1867 το ποσοστό ανεβαίνει στο 54% και με την πάροδο του χρόνου αυξάνει συνεχώς έως τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου (1893), εποχή, που αρχίζουν να αλλάζουν οι οικονομικές συνθήκες για την Πάτρα. Η οικονομική ευμάρεια, όπως ήταν φυσικό, άλλαξε τη φυσιογνωμία της πόλης. Διαφοροποίησε την κοινωνική ζωή και τις συμπεριφορές των κατοίκων της και δημιούργησε μια νεοσύστατη αστική τάξη. Η μετανάστευση αύξησε τον πληθυσμό. Ένας ιδιότυπος κοσμοπολιτισμός αναπτύσσεται, δραστηριοποιούνται οι ξένες εθνότητες, γίνεται προσπάθεια ευθυγράμμισης της τοπικής παραγωγής με την παγκόσμια αγορά και βέβαια, από μια στιγμή και μετά, επιβάλλεται η μονοκαλλιέργεια εξαγώγιμων προϊόντων και κυρίως της σταφίδας. Ο ταμάτης Βούλγαρης, λοχαγός μηχανικού του γαλλικού στρατού, πολεοδόμος και ζωγράφος, συνέταξε ένα σχέδιο, βάσει του οποίου σχεδιάστηκε η «νέα» πόλη. Ο σχεδιασμός εμπεριείχε πολλά αναγεννησιακά στοιχεία, ήταν μια προσπάθεια πολεοδομικής χάραξης με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Έτσι κτίστηκε η Αγορά στην παλιά πόλη ενώ το υπόλοιπο σχέδιο έμεινε στα χαρτιά.
Παράλληλα, η πόλη απέκτησε πνευματική οντότητα, προσέλκυσε πολλούς ξένους, ιδίως Άγγλους από τα Επτάνησα, ένας σημαντικός αριθμός εκπαιδευτικών και διανοουμένων στήριξαν την κοινωνική ζωή της, και της προσέδωσαν ξεχωριστό πνευματικό ύφος και τοπική ταυτότητα. Είναι η εποχή που στην Πάτρα εκδίδονται περίπου εκατό εφημερίδες, ημερήσιες και εβδομαδιαίες, οι περισσότερες πολιτικές και μερικές σατιρικές, θρησκευτικές, όπως και δεκαεννέα περιοδικά. Αμέσως μετά την απελευθέρωση εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την ανέγερση και λειτουργία στην Πάτρα βιοτεχνικών συγκροτημάτων. Η θέση της πόλης στον εμπορικό άξονα προς την Ευρώπη, η τακτική επαφή με τις πλούσιες πόλεις την κατέστησαν κέντρο συγκέντρωσης Κι διαχείρισης όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων της ευρύτερης περιοχής. Επίσης η προοπτική φθηνών εργατικών χεριών και η ύπαρξη μεγάλων δημοσίων εκτάσεων γης ήταν ισχυρά κίνητρα προσέλκυσης νέων βιομηχανιών και επιχειρήσεων. Η καποδιστριακή πολιτική για την βιομηχανική ανάπτυξη της Πελοποννήσου ήταν η αποφυγή δεσμεύσεων προς ξένους επενδυτές οι οποίοι επεδίωκαν να τους παραχωρηθούν προνόμια και εθνικές γαίες. Προσπαθούσε να στηρίξει το αναπτυξιακό
29
πρόγραμμα σε κεφάλαια των επενδυτών του εσωτερικού και του απόδημου Ελληνισμού. τις 10 Ιουνίου του 1857 ψηφίστηκε νόμος με τον οποίο απαλλάσσονταν από τους τελωνιακούς δασμούς τα αγροτικά εργαλεία, με σκοπό να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και να αυξηθεί η παραγωγικότητα αυτής. Αναγνωρίζεται επίσημα η αδυναμία της εγχώριας βιομηχανίας να προμηθεύσει την γεωργία της χώρας με τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό. τα μέσα του 19ου αιώνα οι όροι βιομήχανος και βιομηχανία ήταν ακόμα ασαφείς και υποδήλωναν όσους ανέπτυσσαν βιοτεχνικές δραστηριότητες. σο για την Πάτρα, οι μαρτυρίες για βιοτεχνικές εγκαταστάσεις μέχρι την δεκαετία του 1850 είναι ελάχιστες. Εκτός από τη σταφίδα που όσο περνούν τα χρόνια όλο και πολύ απορροφάει το δυναμικό της πόλης κάποιες μικρές δευτερεύουσες βιοτεχνίες κάνουν δειλά την εμφάνισή τους. Αντικείμενό τους είναι η ελάχιστη επεξεργασία των διαθέσιμων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων με τη χρησιμοποίηση στοιχειωδών τεχνικών γνώσεων. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1870 άρχισε να παρατηρείται επιβράδυνση στην βιομηχανική εξέλιξη που την διαδέχθηκε καθολική κάμψη και γύρω στα 1890 άρχισε κάποια ανάκαμψη όσον αφορά την δημιουργία νέων εγκαταστάσεων.
Παρόλα αυτά μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η πολιτική εξουσία αδιαφορούσε για την ελληνική βιομηχανία και τις ανάγκες της Από τα παραπάνω βλέπουμε πως η βιομηχανική ιστορία της περιοχής δεν ακολούθησε μια γραμμική και αδιάσπαστη εξέλιξη αλλά χαρακτηρίστηκε από διακυμάνσεις, κρίσεις και ανασυντάξεις που σχετίζονται με τις εκάστοτε διεθνείς και εγχώριες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Βαθμιαίο είναι το πέρασμα από την βιοτεχνία στη βιομηχανία, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, για να ακολουθήσει η αναπτυξιακή στροφή στις αρχές του 20ου. Έτσι από τα μικρά ατμοκίνητα εργοστάσια των πρώτων μεταεπαναστατικών χρόνων, που παρήγαγαν και επεξεργάζονταν γιάμπολη μέχρι τα 1850 – με κυριότερο το ατμοκίνητο εργοστάσιο του Γεωργίου Κόγκου το 1957 – έχουμε το πέρασμα σε μεγαλύτερες παραγωγικές μονάδες, όπως τα νηματουργεία βάμβακος με πρώτο αυτό των κληρονόμων του Γ. Κόγκου. Πλήθος ατμοκίνητων βιομηχανικών μονάδων άρχισαν να εμφανίζονται και σε άλλα αστικά κέντρα (Αίγιο, Μεσολόγγι), ενώ δημιουργούνται μονάδες που κατασκευάζουν βαρέλια και κιβώτια για τη συσκευασία της σταφίδας, οινοποιητικές μονάδες αλλά και αλευρόμυλοι, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες οι
30
οποίες απαιτούσαν πολλά εργατικά χέρια και δημιουργούσαν προϋποθέσεις για συνεχή οικονομική και πολεοδομική ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου, το οποίο ένωσε την Αθήνα και τον Πειραιά με το Αίγιο, την Πάτρα και τον Πύργο στα τέλη του 1880, και αμέσως μετά με το Μεσολόγγι και το Αγρίνιο μέσω του Κρυονερίου, συνέβαλε στη διακίνηση των προϊόντων και των πρώτων υλών, ενώ η Πάτρα εξελίχθητε σε κέντρο όχι μόνο γεωγραφικό αλλά και οικονομικό, της δυτικής Ελλάδας καθώς από το λιμάνι της γινόταν ο μεγαλύτερος όγκος των εισαγωγών και εξαγωγών, με κυρίαρχη δραστηριότητα την εξαγωγή σταφίδας, που είχε σαν αποτέλεσμα να εγκαταστήσουν την έδρα τους πολλοί εμπορικοί οίκοι κυρίως Αγγλικής προέλευσης. Η επεξεργασία και εκμετάλλευση των τοπικών προϊόντων όπως η σταφίδα και τα παράγωγα της αμπελουργίας εξακολούθησε να αποτελεί μια από τις βασικές βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες κυρίως σε Αχαΐα και Ήλιδα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όπως αντίστοιχα συνέβαινε με τα καπνά στην Αιτωλοακαρνανία με κέντρο το Αγρίνιο. Παράλληλα συνεχίζονταν να αναπτύσσονται περαιτέρω βιομηχανικές δραστηριότητες όπως αλευροβιομηχανία, ελαιουργία και σαπωνοποιία,
εριουργία και κλωστοϋφαντουργία, χαρτοποιία κλπ, με αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής και ανάγκη δημιουργίας νέων μεγαλύτερων υποδομών σε μηχανολογικό εξοπλισμό και κτίρια. Αποτέλεσμα ήταν η επέκταση των ήδη υπαρχουσών και η οικοδόμηση νέων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, με τη συμβολή και τη χρήση νέων τεχνικών δόμησης (οπλισμένο σκυρόδεμα) και αρχιτεκτονικών μορφών που εξέφραζαν τις τάσεις του νέου αιώνα (μοντερνισμός). Η βιομηχανική ανάπτυξη συνέβαλε στην πληθυσμιακή αύξηση και την πολεοδομική μεγέθυνση των αστικών κέντρων (αστικοποίηση) μέσω της συνεχούς αύξησης της ζήτησης εργατικών χεριών. Η ζήτηση αυτή εξυπηρετήθηκε σε μεγάλο βαθμό τα μεσοπολεμικά χρόνια με την έλευση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής ενώ τα μεταπολεμικά χρόνια με την εσωτερική μετανάστευση των κατοίκων των αγροτικών περιοχών. Σην δεκαετία του 80 και του 90 οι διεθνείς και εγχώριες οικονομικές συγκυρίες οδήγησαν τη βιομηχανική παραγωγή σε κρίση, η οποία έμελλε να επηρεάσει και την δυτική Ελλάδα, όπου ο αριθμός των μονάδων ελαττώθηκε, ενώ πολλές παραδοσιακές μονάδες έπαψαν τη λειτουργία τους, είτε λόγω εσφαλμένων πολιτικό-
31
συνδικαλιστικών επιλογών, είτε λόγω αλλαγής των παραδοσιακών αναγκών, της παρακμής και συρρίκνωσης κάποιων άλλων (πχ παρακμή σταφιδεμπορίου, αλευροβιομηχανία), είτε λόγω της αδυναμίας να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό και τις νέες οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν ( πχ χαρτοβιομηχανία, κλωστοϋφαντουργία). Επικεντρώνοντας την έρευνα στον άξονα του παραλιακού μετώπου Πατρών και των σιδηροδρομικών γραμμών, εξετάστηκαν οι βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν στο χώρο αυτό, η εξέλιξή τους στο χρόνο και μετέπειτα χρήσεις τους.
32
33
34
35
ΠΕΡΙΟΦΗ ΑΓΙΑ, ΕΙΟΔΟ ΑΠΟ ΗΡΨΨΝ ΠΟΛΤΣΕΦΝΕΙΟΤ ΟΙΚΟ ΑΜΒΟΤΡΓΕΡ / ΕΜΠΟΡΙΟ ΣΑΥΙΔΑ ΚΑΙ ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΑ (1891-1911) Η οινοποιεία των Αμβούργερ ιδρύεται το 1891 και αρχικά περιορίζεται στην παραγωγή κρασιών ανάμειξης. Μετά το 1908 επεκτείνεται στα επιτραπέζια κρασιά και τα κονιάκ, όμως το 1911 πτώχευσε. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΣΑΙΡΙΑ ΕΙΑΓΨΓΗ-ΕΞΑΓΨΓΗ «5Ε» / ΕΙΑΓΨΓΕ ΕΞΑΓΟΓΕ – ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΑ (19121965) ιδρύθηκε το 1912 ως διάδοχος του οίκου Αμβούργερ, ασχολήθηκε με το εισαγωγικό και εξαγωγικά εμπόριο και την βιομηχανία οινοπνευμάτων. ΜΑΜΟ ΚΑΙ ΙΑ / ΖΤΘΟΠΟΙΕΙΑ - ΠΑΓΟΠΟΙΕΙΑ (19081965) ε τμήμα του οικοπέδου των εγκαταστάσεων Αμβούργερ το 1908 ιδρύεται η ζυθοποιία-παγοποιία, η οποία πτώχευσε οριστικά την δεκαετία του ’70. ΣΡΑΝΣΕΚΟΜ / ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΑ (1965-1976) Σο 1965 νοικιάζει τις εγκαταστάσεις της «5Ε», και ειδικεύεται στην παραγωγή οινοπνευμάτων, οίνων , αποσταγμάτων και γλεύκους . Αυτή κλείνει το 1976. ήμερα τα ιστορικά κτήρια της «Μάμος» ανήκουν σε ιδιώτη. Έχει απομείνει το κεντρικό κτίσμα μαζί με μερικά γειτονικά ισόγεια και δύο υψικαμίνους. ε αναπαλαιωμένο μέρος των κτηρίων λειτουργεί σχολείο και στην θέση των γκρεμισμένων έχουν χτιστεί πολυκατοικίες. εικόνα 15,16
36
οδ. ΝΟΣΑΡΑ ΚΑΙ ΤΠΟΛΗΣΟΤ ΜΙΚΟ / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΖΤΜΑΡΙΚΨΝ (1953-2000) Σο 1991 πουλήθηκε στον όμιλο BARILLA και οι εγκαταστάσεις Πατρών ανανεώνονται και βελτιώνονται. Σο 2000 η ΜΙΚΟ εγκαινιάζει το νέο εργοστάσιο στον Ελαιώνα Βοιωτίας και το εργοστάσιο Πατρών παύει να λειτουργεί. ήμερα στη θέση του έχει κτιστεί εμπορικό κατάστημα LIDL.
εικόνα 17 (δεξιά) εικόνα 18 (κάτω)
37
οδ. ΑΘΗΝΨΝ, ΙΨΑΝΝΙΝΨΝ, ΗΠΕΙΡΟΤ ΚΑΙ ΓΙΑΝΙΣΨΝ ΑΝΑΣΑΙΟ Δ. ΑΝΑΣΑΟΠΟΤΛΟ / ΕΡΙΟΤΡΓΙΑ (1925-1953) Σο 1925 ιδρύεται από τον Αναστάσιο και τον αδελφό του Φρίστο Αναστασόπουλο μεγάλο εργοστάσιο που αποτελείται από τμήματα πλεκτικής, κλωστηρίου και υφαντικής, δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό του ΠΑΠ Αγίου Διονυσίου. Καταστράφηκε οικονομικά και έπαψε να λειτουργεί το 1953. Αφοί Π. ΠΡΑΠΟΠΟΤΛΟΙ / ΕΡΓΟΣΑΙΑ ΜΕΣΑΛΛΟΤΡΓΙΑ (1955-1975) Δραστηριοποιείται σε τμήματα των κτηρίων της εριουργίας Αναστασοπούλου με παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών κουζίνας. ήμερα το οικοδομικό τετράγωνο στεγάζει σε ένα κομμάτι του τις υγειονομικές υπηρεσίες του ΙΚΑ ενώ η πλευρά που βρίσκεται προς την οδό Αθηνάς (γραμμές τρένου) μένει ανεκμετάλλευτη.
εικόνα 19,20
38
οδ. ΟΘΨΝΟ ΑΜΑΛΙΑ, ΑΝΣΑΡΟΖΑ ΚΑΙ ΝΟΡΜΑΝ
ΑΣΙΓΓΟ,
ΦΑΡΑΛΑΜΠΟ Γ. ΣΡΙΑΝΣΗ / ΚΤΛΙΝΔΡΟΜΤΛΟΙ (18621935) το οικοδομικό τετράγωνο λειτουργούσαν ατμόμυλοι, βαμβακοκλωστήριο, νηματοποιεία και αλευροποιείο. Λόγω γενικών συγκυριών οι κυλινδρόμυλοι «ΦΑΡΑΛΑΜΠΟ Γ. ΣΡΙΑΝΣΗ » πτώχευσαν το 1935. ΜΤΛΟΙ ΑΓ. ΓΕΨΡΓΙΟΤ Α.Ε. / ΑΛΕΤΡΟΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ (1936-1990) Ιδρύθηκε το 1927 με έδρα τον Πειραιά και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα το 1936 αγοράζοντας σε πλειστηριασμό τις εγκαταστάσεις της εταιρίας «ΚΤΛΙΝΔΡΟΜΤΛΟΙ Πατρών» Φαράλαμπου Σριάντη όταν αυτή πτώχευσε. Σο 1965 αγόρασε την όμορη ιδιοκτησία ΜΕΗΝΕΖΗ και επεκτάθηκε σόλο το οικοδομικό τετράγωνο (εξαώροφο κτήριο του μύλου που περιλαμβάνει την αίθουσα άλεσης και των χώρων καθαριστηρίων, τριώροφο κτήριο των προκαθαριστηρίων σε επαφή με το προηγούμενο που συνδεόταν με αυτό ανά δυο ορόφους και έφερε στην επιστέγασή του τον υδατόπυργο, το κτήριο των σιλό αποθήκευσης , το κτήριο συμπληρωνόταν από το παλιό σταφιδεργοστάσιο της ΑΜΒΟΤΡΓΕΡ στο οποίο γινόταν η συσκευασία και η διοίκηση). ήμερα το συγκρότημα ανήκει εν μέρει στην ιδιοκτησία του υπεραστικού ΚΣΕΛ νομού Αχαΐας ενώ εναπομείνασες κτηριακές εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται για πολιτιστικές δραστηριότητες από τον δήμο Πατρών. εικόνα 21, 12
39
οδ. ΟΘΨΝΟ ΑΜΑΛΙΑ, ΑΝΣΑΡΟΖΑ ΚΑΙ ΚΑΡΟΛΟΤ
ΑΣΙΓΓΟ,
Γ. ΚΟΓΚΟ / ΕΡΓΟΣΑΙΟ ΓΛΤΚΟΡΙΖΑ (1857-1870) Σο πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο γιάμπολης (γλυκόριζας) του Γ. Κόγκου ΦΑΡΑΛΑΜΠΟ Γ. ΣΡΙΑΝΣΗ / ΚΤΛΙΝΔΡΟΜΤΛΟΙ (18711922) Υ. ΜΠΑΡΡΤ / ΕΠΕΞΕΡΓΑΙΑ ΚΑΙ ΤΚΕΤΑΙΑ ΣΑΥΙΔΟΚΑΡΠΟΤ (1922-1985) Σο πρώτο από τα δεξιά κτήριο από το 1986 χρησιμοποιείται από τον Δήμο Πατρών για στέγαση πολιτιστικών εκδηλώσεων και τα τελευταία χρόνια στο ισόγειό του στεγάζεται το κέντρο πληροφοριών (info centre) της εταιρίας τουριστικής ανάπτυξης Αχαΐας. Η μεσαία αποθήκη αποτελεί ιδιοκτησία ιδιώτη στέγαζε κατά διαστήματα τουριστικά γραφεία ενώ σήμερα είναι κατεστραμμένη. Σέλος η πρώτη από αριστερά αποθήκη ανήκει στο συγκρότημα των μύλων Αγ. Γεωργίου, είναι ιδιοκτησία του υπεραστικού ΚΣΕΛ νομού Αχαΐας και είναι έως σήμερα κενή χρήσης.
εικόνα 23,24
40
οδ. ΚΑΡΟΛΟΤ 1, ΠΑΣΡΑ Ι. ΣΑΤΡΟΠΟΤΛΟ-ΜΠΕΛΟΤΗ / ΣΑΥΙΔΕΡΓΟΣΑΙΟ (1906-1924) Ιδρύθηκε το 1904 και ασχολείτο με την διαλογή, τον καθαρισμό και την επεξεργασία σταφίδων και το 1924 μεταφέρεται σε νέες εγκαταστάσεις στο Πλατάνι Ρίου. Δ. . ΠΑΡΘΕΝΟΠΟΤΛΟ ΟΕΕ / ΣΑΥΙΔΕΡΓΟΣΑΙΟ (1932-1966) ήμερα η επιχείρηση έχει περάσει σε ιδιώτη και λειτουργεί στο ισόγειο τράπεζα και café – restaurant, ενώ οι δύο όροφοι στεγάζουν χώρο τεχνών και χορού με την επωνυμία dancARTe.
εικόνα 25,26
41
οδ. ΚΑΡΟΛΟΤ 4, ΠΑΣΡΑ ΓΚΕΡΡΤ ΚΑΙ ΙΑ / ΚΑΠΝΕΡΓΟΣΑΙΟ (ΔΕΚΑΣΙΑ 1920ΔΕΚΑΣΙΑ 1960) DRESSCO Ε.Π.Ε. / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΕΣΟΙΜΨΝ ΕΝΔΗΜΑΣΨΝ (ΔΕΚΑΣΙΑ 1960- ΔΕΚΑΣΙΑ 1970) ήμερα είναι εγκαταλελειμμένο.
εικόνα 27
42
οδ. ΟΘΨΝΟ ΑΜΑΛΙΑ ΚΑΙ ΖΑΙΜΗ, ΠΑΣΡΑ ΑΘΑΝΑΙΟ Θ. ΑΡΜΑ / ΣΑΥΙΔΕΡΓΟΣΑΙΟ (19351955) Δραστηριοποιείται ενεργά από τις αρχές του 20ου αιώνα στην διαλογή, τον καθαρισμό και την επεξεργασία σταφίδων ήμερα το κτίριο έχει κατεδαφιστεί και τη θέση έχει πάρει ο σταθμός του ΚΣΕΛ.
εικόνα 28
43
οδ. ΟΘΨΝΟ ΑΜΑΛΙΑ, ΚΑΝΑΡΗ, ΜΠΟΤΜΠΟΤΛΙΝΑ ΚΑΙ ΜΙΑΟΤΛΗ ΓΕΝΙΚΕ ΑΠΟΘΗΚΕ / ΑΠΟΘΗΚΕΤΗ ΑΠΕΝΣΟΜΨΗ ΣΑΥΙΔΑ ήμερα το κτίριο ανήκει σε ιδιώτη και είναι εγκαταλελειμμένο.
εικόνα 29
44
οδ. ΟΘΨΝΟ ΑΜΑΛΙΑ, ΣΑΜΑΔΟΤ ΚΑΙ Π. ΜΕΣΑΞΑ ΖΑΥΕΙΡΟΠΟΤΛΟΤ - ΜΕΝΟΤΝΟ / ΕΡΓΟΣΑΙΟ ΔΕΡΜΑΣΨΝ (1900-1940) Σο 1956 επαναλειτουργεί ως ξυλουργείο – ξυλαποθήκη και αργότερα ως κέντρο διασκέδασης. Μεγάλη ναυτιλιακή εταιρία το αποκατέστησε και εγκατέστησε τα γραφεία της τα οποία λειτούργησαν μέχρι το 2008. ήμερα το κτίριο στεγάζει την υπηρεσία ‘’Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας’’
εικόνα 30
45
οδ. ΟΘΨΝΟ ΑΜΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΦΣΟΤΡΗ ΡΑΒΑΖΟΤΛΑ / ΣΑΥΙΔΑΠΟΘΗΚΗ (1900-‘50) Λειτουργούσε ως χώρος επεξεργασίας και συσκευασίας σταφίδας μέχρι τη δεκαετία του 50. Ανήκει σε ιδιώτη και στο ισόγειο στεγάζει εστιατόριο, ενώ οι δυο υπόλοιποι όροφοι παραμένουν ανεκμετάλλευτοι.
εικόνα 21
46
οδ. ΟΘΨΝΟ ΝΑΤΑΡΦΨΝ
ΑΜΑΛΙΑ
ΚΑΙ
ΣΡΙΨΝ
ΒΟΤΡΛΟΤΜΗ / ΕΜΠΟΡΙΟ ΣΑΥΙΔΑΣΑΥΙΔΕΡΓΟΣΑΙΟ (1890-1956) Αποτελούσε το κέντρο όλου του εισαγωγικού εμπορίου ξηρών καρπών στην Αγγλία. Εγκαταστάθηκε στις οδούς Σριών Ναυάρχων και θωνος Αμαλίας περίπου το 1890 ενώ στο οικόπεδο λειτουργούσε βαρελοποιείο του Ι. Αποστολίδου και ία. Μέχρι και σήμερα χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκη και συσκευαστήριο πτηνοτροφών, το τριώροφο με την επωνυμία «ΑΣΗΡ». Σο ισόγειο σήμερα είναι χώρος διασκέδασης (Αστέρια). ΚΟΤΝΙΝΙΨΣΗ / (1958-1974)
εικόνα 32
47
ΑΠΕΝΑΝΣΙ ΑΠΟ ΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΣΑΘΜΟ ΑΓ. ΑΝΔΡΕΑ ΙΨΑΝΝΗ Ρ. ΠΤΡΟΠΟΤΛΟ / ΦΗΜΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΣΑ (1888-) Ιδρύει το εργοστάσιο του απέναντι από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό ΠΑΠ. Σην αποκλειστική εμπορία ασκεί ο αδερφός του Γεώργιος Ρ. πυρόπουλος Αγίου Νικολάου 5 Πάτρα. Σο κτήριο παραμένει κλειστό.
48
οδ. ΜΕΖΟΝΨ, ΜΕΣΑΞΤ ΠΑΠΑΥΛΕΑ ΚΑΙ Δ. ΤΧΗΛΑΝΣΗ Δ.Π. ΚΟΤΡΑ / ΜΗΦΑΝΟΤΡΓΕΙΟ-ΦΤΣΗΡΙΟ (1897-) Η επιχείρηση γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της τη δεκαετία του 1930 ενώ στις σύγχρονες εγκαταστάσεις που ολοκληρώθηκαν στις αρχές αυτής της δεκαετίας κατασκευάζονται προϊόντα μεταλλουργίας, εξαρτήματα μηχανών και μηχανήματα (αντλίες πιεστήρια κτλ), ακόμα και τορπίλες και βόμβες βυθού για το πολεμικό ναυτικό. ήμερα λειτουργεί μηχανουργείο κατασκευής ανοξείδωτων και επεξεργασίας λαμαρινών.
εικόνα 33
49
οδ. ΑΚΣΗ ΔΗΜΕΨΝ 17 Β.Ε..Ο. / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΕΛΑΙΨΝ ΑΠΨΝΨΝ ΟΙΝΨΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΠΝΕΤΜΑΣΨΝ (1930-1985) Αποτελεί το Α’ Εργοστάσιο και περιελάμβανε οινοπνευματοποιείο, τμήμα παραγωγής σταφιδίνης, πυρηνελαιουργείο, ραφινερία ελαίων, σαπωνοποιείο και σπορελαιουργείο. ήμερα στις εγκαταστάσεις του λειτουργεί ο πολυχώρος VESO MARE ο οποίος ξεκίνησε την λειτουργία του το 1998.
εικόνα 34, 35
50
οδ. ΜΕΖΟΝΨ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΟΤ ΥΟΤΚΟΠΟΤΛΟ ΕΕ / ΒΤΡΟΔΕΧΕΙΟ (1924-1990) ΕΤΑ / ΕΡΓΟΣΑΙΟ ΔΕΡΜΑΣΨΝ ΚΑΙ ΤΠΟΔΗΜΑΣΨΝ (1960-1990) Σο 1960 σε νεότερη επέκταση λειτούργησε το εργοστάσιο υποδημάτων ΕΤΑ ήμερα σε τμήμα της έκτασης λειτουργεί σιδηρουργείο μηχανουργείο ενώ το υπόλοιπο κτίριο της υποδηματοποιείας παραμένει ανενεργό.
51
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ 39 Δ.Ν. ΦΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΤΛΟ ΑΕ / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΑΛΙΠΑΣΨΝ ΚΑΙ ΚΟΝΕΡΒΨΝ (1925-) Παραμένει μέχρι και σήμερα σε λειτουργία
εικόνα 36
52
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ ΚΑΙ ΠΑΡΝΑΟΤ ΖΤΜΑΙ ΠΑΣΡΨΝ ΑΕ (1933-1982) Ανήκει σε ιδιώτη Παραμένει μέχρι και σήμερα ανενεργό.
εικόνα 37
53
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ ΜΕΣΑΞΤ ΘΕΨΝΨ ΚΑΙ ΠΑΠΑΝΑΣΑΙΟΤ ΑΚΣΗ ΔΗΜΑΙΨΝ / ΕΡΓΟΣΑΙΟ ΔΕΡΜΑΣΨΝ (1918-) Σο εργοστάσιο αποτελείτο από συνεχόμενα συμμετρικά κτίρια της δεκαετία του 20 κατασκευασμένα από συμπαγές τούβλο και στεγασμένα με διαδοχικές δίριχτες κεραμοσκεπές. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε αντιπροσωπεία ελαστικών ενώ σήμερα ο χώρος παραμένει ανενεργός.
εικόνα 38
54
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ ΣΗ ΘΕΗ ΚΡΤΑ ΙΣΕΨΝ Ε.Γ. ΛΑΔΟΠΟΤΛΟΤ (ΕΓΛ-ΦΔΕ) ΦΑΡΣΟΠΟΙΙΑ (1928-1991)
/
ΕΡΓΟΣΑΙΟ
Η ΕΓΛ ΦΔΕ δημιουργήθηκε το 1928 από τον Ευάγγελο Λαδόπουλο και παρήγαγε προϊόντα χάρτου. Σο 1935 προέβη σε επέκταση του παραγωγικού του δυναμικού και έγινε η μεγαλύτερη χαρτοποιία στην Ελλάδα. Από το 1981 περιέρχεται στην ιδιοκτησία της Εθνικής τράπεζας, το 1988 τίθεται υπό την εποπτεία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Α.Ο.Ε.) και τελικά το 1991 σταματάει την λειτουργία του. Οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης αποτελούνται από πληθώρα κτιρίων που δείχνουν τις διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης της επιχείρησης. την πρώτη φάση ανήκουν τα πέτρινα κεραμοσκεπή κτίρια που στέγαζαν τις αποθήκες και τα εργαστήρια (μηχανουργία ξυλουργεία κλπ) του εργοστασίου και το κεντρικό συγκρότημα, κατασκευασμένο από σκυρόδεμα, στο οποίο γινόταν η παραγωγική διαδικασία. Σις δεκαετίες του 1950 και του 1960 προστέθηκαν δύο ακόμα τμήματα ενώ το εργοστάσιο είχε και μεταγενέστερη επέκταση πάνω από τις γραμμές του τρένου, κάτοψης Γ, που λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος. Σο συγκρότημα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο ενώ στο εσωτερικό σώζεται ακόμα ιστορικής αξίας μηχανολογικός εξοπλισμός και αρχειακό υλικό. ήμερα οι εγκαταστάσεις της χαρτοποιίας Λαδόπουλος έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δήμου Πατρών και το παλαιότερο λιθόκτιστο τμήμα του χρησιμοποιείται από την ΔΕΤΑΠ (ΔΗΜΙΑ Επιχείρηση Όδρευσης Αποχέτευσης Πατρών), ένας από τους χώρους παραγωγής αξιοποιήθηκε από τον Οργανισμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2006 ως χώρος εκθέσεων, το κτήριο των διοικητικών υπηρεσιών στέγασε τις υπηρεσίες του οργανισμού ενώ τέλος εντός του χώρου των εγκαταστάσεων ανεγερθεί νέο θέατρο.
εικόνα 39, 40
55
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ ΚΑΙ ΚΑΣΟΡΙΑ Ο ΦΕΛΜΟ / ΕΡΓΟΣΑΙΟ ΠΑΓΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΧΤΓΕΙΨΝ (1928-) Η επιχείρηση «Ο ΦΕΛΜΟ» ιδρύθηκε το 1928 από τον Κων. Κακούρη. ήμερα έχει κατεδαφιστεί το κτίριο του Κακούρη και τη θέση του έχει πάρει ένα εμπορικό πολυκατάστημα (Praktiker).
εικόνα 31,42
56
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ ΚΑΙ ΑΝΘΕΙΑ ΑΒΕΞ / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΞΤΛΕΙΑ (1928-) Η ΑΒΕΞ ιδρύεται το 1928, στην Ακτή Δυμαίων και Ανθείας, ως εργοστάσιο παραγωγής σταφιδοκιβωτίων. Αρχικά η δραστηριότητα της είναι απολύτως συνυφασμένη με τις εξαγωγές σταφίδας όμως μετά το 1940 αναπτύσσει τη επεξεργασία ξυλείας. Σην δεκαετία του 1960 γίνεται η πρώτη ελληνική εταιρία που παράγει μοριοσανίδες, το 1972 εγκαθιστά τμήμα εμποτισμού ξυλείας και μετά το 1970 ξεκινά η παραγωγή σύνθετου ξύλου για την κατασκευή ειδικών έργων (βιομηχανικά κτίρια και επαγγελματικές στέγες, πεζογέφυρες, στέγαστρα, γυμναστήρια κλπ). Σο 1980 με 81 μεταφέρεται στην Βιομηχανική Περιοχή Πατρών και οι εγκαταστάσεις στην Ακτή Δυμαίων στεγάζουν πλέον τα γραφεία της διοίκησης, την έκθεση και την λιανική πώληση προϊόντων.
εικόνα 43,44
57
οδ. ΑΚΣΗ ΠΟΛΙΚΡΑΣΟΤ
ΔΤΜΑΙΨΝ,
ΑΠΟ
ΑΒΕΞ
ΕΨ
ΝΙΚΟΛΑΟ ΑΠΟΣΟΛΟΠΟΤΛΟ & ΤΙΟΙ ΟΕ / ΒΤΡΟΔΕΧΕΙΑ (1918-1990) Σο 1963 οι Αφοί Αποστολόπουλοι συμμετέχουν με τον οργανισμό βιομηχανικής ανάπτυξης στη μεγάλη επένδυση της βιομηχανίας Κατεργασίας Δερμάτων Ελλάδος ΑΕ, Λεύκα Πατρών. Μετά από μια πενταετία αποχωρούν , όταν η ΕΣΒΑ βρίσκει εταίρο τον Ισπανικό μιλο COLOMER. Οι Αφοί Αποστολόπουλοι και οι συνεργάτες τους συνεχίζουν δραστηριοποιούμενοι στο βυρσοδεψείο τους «ΑΣΡΟΝ» μέχρι τις αρχές του 1990. ήμερα στο χώρο αυτό υπάρχει πρατήριο υγρών καυσίμων, χώρος στάθμευσης για λεωφορεία, έκθεση επίπλων «ΓΕΨΡΓΙΟΠΟΤΛΟ» και αρκετά συνεργεία αυτοκινήτων.
εικόνα 45
58
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΟΤ ΔΗΜΟΣΙΚΑ ΥΑΓΕΙΑ (1903-ΔΕΚΑΕΣΙΑ 1990) Σο κτιριακό συγκρότημα των Δημοτικών φαγείων κατασκευάστηκε το 1903 και είναι έργο του αρχιτέκτονα Γεωργίου Λυκούδη. τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μετά την παύση της λειτουργίας των σφαγείων οι εγκαταστάσεις εντάθηκαν στο πρόγραμμα URBAN Ι από τον Δήμο Πατρών που είναι ο ιδιοκτήτης και αποκαταστάθηκαν για να αποδοθούν σε νέες χρήσεις. ήμερα είναι μισθωμένα από επιχειρηματία που έχει δημιουργήσει τον πολυχώρο ψυχαγωγίας, διασκέδασης και πολιτιστικών εκδηλώσεων, «ΠΟΛΙΣΕΙΑ»
εικόνα 46, 47
59
οδ. ΠΑΜΕΝΙΔΟΤ ΚΑΙ ΑΝΘΕΙΑ, ΠΙΨ ΑΠΟ ΣΙ ΓΡΑΜΜΕ ΕΝΨΗ ΓΕΨΡΓΙΚΨΝ ΤΝΑΙΣΕΡΙΜΨΝ / ΟΙΝΟΠΟΙΙΟ (1918-) Οι εγκαταστάσεις της ΕΓ Πατρών μετά από βελτιώσεις και εκσυγχρονισμούς λειτουργούν ικανοποιητικά μέχρι σήμερα παρά την αυξανόμενη πίεση του ανταγωνισμού και τη διαφοροποίηση των προτιμήσεων των καταναλωτών. ήμερα λειτουργεί ακόμα.
εικόνα 48,49
60
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ 85 Β.Ε..Ο. / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΕΛΑΙΨΝ ΑΠΨΝΨΝ ΟΙΝΨΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΠΝΕΤΜΑΣΨΝ (1930-1985) Αποτελούσε το Β’ Εργοστάσιο και περιελάμβανε οινοποιείο, τμήμα παραγωγής αμύλου και γλυκόζης και αποθηκευτικούς χώρους . Σο 2005 αποψιλώνεται σχεδόν όλο το κτιριακό συγκρότημα και στο οικόπεδο παραμένει μόνο ένα μικρό κτίσμα.
εικόνα 50
61
οδ. ΟΤΝΙΟΤ ΚΑΙ ΜΑΡΚΙΑΝΟΤ, ΠΙΨ ΑΠΟ ΣΙ ΓΡΑΜΜΕ ΠΕΙΡΑΩΚΗ ΠΑΣΡΑΩΚΗ / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΒΑΜΒΑΚΟ Α.Ε. (1965-1992) Η εταιρία ξεκίνησε το 1919 σαν προσωπική εταιρία των Φρ. Κατσάμπα και τ. τράτου, με την επωνυμία «Πατραϊκή Εμποροβιομηχανική Εταιρία» και το 1932 συγχωνεύτηκε με την «Α.Ε. Πειραϊκών Επιχειρήσεων» δημιουργώντας την «Πειραϊκή Πατραϊκή Βάμβακος Α.Ε.». το τέλος της δεκαετίας του 1950 η εταιρία μεταστεγάστηκε στην «Κρύα» Ιτεών, με τη δημιουργία των εγκαταστάσεων να ολοκληρώνεται το 1965. Σα κτίρια της στέγαζαν τα κλωστήρια, τα βαφεία, τα υφαντήρια, τα φινιριστήρια των υφασμάτων, τις αποθήκες και βοηθητικούς χώρους. Από το 1984 ξεκινούν τα προβλήματα της εταιρίας και τελικά το 1992 σταματά οριστικά η λειτουργία του εργοστασίου. ήμερα οι εγκαταστάσεις έχουν περάσει στην ιδιοκτησία του Οργανισμού Λιμένος Πατρών και αναμένεται να αξιοποιηθούν καθώς βρίσκονται απέναντι από το υπό κατασκευή νέο λιμάνι.
εικόνα 51,52
62
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ 87-89 Β.Γ. ΠΗΛΙΟΠΟΤΛΟ /ΕΡΓΟΣΑΙΟ ΟΙΝΟΠΝΕΤΜΑΣΟΠΟΙΙΑ (1895-και σήμερα) Η οινοπνευματοποιία Β.Γ. πηλιόπουλος ιδρύθηκε το 1895 στην Ακτή Δυμαίων και αποτελεί σήμερα μια από τις μακροβιότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα.
εικόνα 53,54
εικόνα 55
63
οδ. ΑΚΣΗ ΔΤΜΑΙΨΝ, ΔΗΜΟΓΙΑΝΝΟΠΟΤΛΟ / ΚΑΣΑΚΕΤΗ ΧΤΓΕΙΨΝ
εικόνα 56
64
οδ. ΟΤΝΙΟΤ ΚΑΙ ΙΔΟΜΕΝΕΟ PIRELLI HELL AS Α.Ε. / ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ ΕΛΑΣΙΚΨΝ (1960ΔΕΚΑΕΣΙΑ 1990) Η PIRELLI HELLAS Α.Ε. ιδρύθηκε το 1960 και αποτέλεσε μια επένδυση της μητρικής ιταλικής βιομηχανίας ελαστικών, οι εγκαταστάσεις ήταν οι πιο σύγχρονες και άρτιες της εποχής και κάλυπταν τις ανάγκες παραγωγής και αποθήκευσης των προϊόντων του εργοστασίου. τα μέσα του 1990 η εταιρία σταμάτησε την λειτουργία του εργοστασίου και από τότε οι κτιριακές εγκαταστάσεις παραμένουν χωρίς χρήση. ήμερα παραμένει κλειστό.
εικόνα 57,58
65
Παρατηρώντας την διάταξη των βιομηχανιών στην περιοχή μελέτης γίνεται σαφές πως η χωρίς σχέδιο ανάπτυξη και χωροθέτηση των παραγωγικών μονάδων δημιουργεί ένα νέο τομέα, γραμμικό τμήμα, που προσαρτάται στην πόλη και ακολουθεί πολλές από τις αρχές των γραμμικών βιομηχανικών πόλεων. Φαρακτηριστικά στις γραμμικές πόλεις δίνεται έμφαση στον ρόλο των μεταφορών και της γρήγορης επικοινωνίας, με τον σχεδιασμό δρόμων ταχείας κυκλοφορίας και σιδηροδρομικού δικτύου που εξυπηρετεί κατά κύριο λόγω τις βιομηχανίες και δευτερευόντως τις ανάγκες της κοινότητας. Αντίστοιχα στην περίπτωση της Πάτρας το ρόλο του δικτύου μεταφορών παίζει το σιδηροδρομικό δίκτυο και ο παραλιακός δρόμος, ο οποίος ενώνει το λιμάνι με την πόλη και ταυτόχρονα αποτελεί τη βάση της οικονομίας της. Οι περισσότερες βιομηχανίες τοποθετούνταν κοντά στο λιμάνι και στο δίκτυο του σιδηροδρόμου με σκοπό να επωφεληθούν από το δίκτυο μεταφορών και εμπορίου που είχε εκεί αναπτυχθεί. Παρατηρείται πως και στις δύο περιπτώσεις ο σιδηρόδρομος βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, πίσω από τις βιομηχανίες και χρησιμοποιείται για μεταφορά εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Αποτελεί έτσι στην ουσία υποστηρικτικό δίκτυο μεταφοράς σε σχέση με αυτό του δρόμου και
ορισμένες φορές (πχ. Εργοστάσιο Pirelli) μονοπωλεί την μεταφορά εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Η ζώνη παραγωγής στις σοβιετικές προτάσεις οργανώνεται γύρο από μία γραμμή συναρμολόγησης (assembly line) και οδηγεί σε βιομηχανίες που αναπτύσσονται γραμμικά και οριζόντια, χωρίς πολυώροφα κτίρια. την Πάτρα η γραμμή συναρμολόγησης όπου υιοθετείται, λειτουργεί εσωτερικά σε κάθε εργοστάσιο και προσαρμόζεται στα όρια του οικοπέδου χωρίς να είναι απαραίτητα γραμμική. Για το λόγο αυτό δεν είναι εύκολη η επέκταση του κάθε εργοστασίου. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη πολλών και διαφορετικών ιδιοκτησιών οπού δεν μπορούσε να ελέγξει το σχεδιασμό αυτό στο σύνολό του. Η παρουσία του κράτους παρέμενε υποστηρικτική. Η ζώνη κατοίκησης στην πρώτη περίπτωση τοποθετείται παράλληλα σε αυτή της παραγωγής έχοντας στον ενδιάμεσο τους χώρο μια ζώνη πρασίνου που περιλαμβάνει και την εθνική οδό. την περίπτωση της Πάτρας οι κατοικίες που απευθύνονται στην βιομηχανία (εργατικές) δεν δημιουργούν ζώνη ούτε προστατεύονται με ζώνες πρασίνου από τις βιομηχανίες αλλά συγκροτούν διάσπαρτους θύλακες κατοικιών σε κοντινές περιοχές των βιομηχανιών στις οποίες απευθύνονται.
66
σον αφορά την εκπαίδευση και την ανάπτυξη των επιστημών, στις γραμμικές πόλεις τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εγκαθίσταντο διάσπαρτα μεταξύ τους αλλά ενταγμένα στις περιοχές στις οποίες θα αποτελούσαν τον μελλοντικό χώρο εργασίας των αποφοίτων κάθε σχολής. Για παράδειγμα η σχολή της Ιατρικής τοποθετείται κοντά στο νοσοκομείο και τα ιατρεία, ενώ οι μηχανικοί ήταν σε διαρκή επαφή με τον χώρο των εργοστασίων, κάτι που υποδηλώνει μια γενικότερη φιλοσοφία πρακτικής εκπαίδευσης. Αντίθετα στην περίπτωση της Πάτρας το πανεπιστήμιο, που ιδρύθηκε το 1964, στο κέντρο της πόλης συστέγαζε όλες τις τότε σχολές και δεν υπήρχε καμία σχέση με την βιομηχανία. Σο 1968 το πανεπιστήμιο μεταφέρεται στην περιοχή του Ρίου, ενώ οι αρχικές εγκαταστάσεις λειτουργούν ως παράρτημα μέχρι το 1984, όπου το κτίσμα αυτό παραχωρείται στον Οργανισμό χολικών Κτιρίων (Ο..Κ.). Σελικά το πανεπιστήμιο αποκόπηκε από την πόλη, αφενός μεν λόγω της χωρικής απόστασης που υπήρχε και αφετέρου λόγω της αδυναμίας για συνεργασία της πόλης και του πανεπιστημίου. την γενική σύλληψη της χωροθέτησης των γραμμικών πόλεων σημαντικός ήταν και ο περιβαλλοντικός παράγοντας, από πλευράς της υγιεινής της πόλης. υγκεκριμένα στοιχεία είναι η πράσινες ζώνες που χωρίζουν την βιομηχανική
ζώνη από τη ζώνη κατοίκησης, όπως επίσης και η παραλλαγή του βασικού σχεδίου της πόλης ανάλογα με τη ροή των ανέμων, προς αποφυγή μεταφοράς επιβλαβών ουσιών από την ζώνη παραγωγής στην ζώνη κατοίκησης. Ανάλογη μέριμνα δεν υπάρχει στην Πάτρα. Για παράδειγμα οι κατοικίες συνορεύουν άμεσα με τις βιομηχανίες και δεν προσφέρουν στους ιδιοκτήτες τους την επαφή με την φύση, που προσέφερε αντίθετα η γραμμική πόλη. Επίσης με δεδομένο ότι οι επικρατέστεροι άνεμοι είναι Δυτικοί και η ανυπαρξία εγκαταστάσεων διοχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων δείχνουν αδιαφορία για την υγιεινή της πόλης και του περιβάλλοντος. Απ’ την μια τα καυσαέρια των εργοστασίων μεταφέρονται με τον άνεμο στην πόλη, και από την άλλη τα λύματα των βιομηχανιών διοχετεύονται στην θάλασσα. Σέλος, βασική προϋπόθεση των γραμμικών πόλεων, ήταν η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Ο ίδιος ο σχεδιασμός της γραμμικής πόλης συνέβαλε σε κάτι τέτοιο. την περίπτωση της Πάτρας που όπως αναφέραμε δεν υπήρχε από την αρχή κάποιος ενιαίος σχεδιασμός, το χάσμα αυτό άρχισε να γεφυρώνεται πολύ αργότερα αλλά σε πιο επιφανειακό βαθμό, δεν επιτεύχθηκε δηλαδή μια εξίσωση του βιοτικού επιπέδου, και της πληθυσμιακής συγκέντρωσης. Μεγάλη ήταν εδώ
67
η συμβολή της εμφάνισης των τηλεπικοινωνιών, με το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο και τέλος την τηλεόραση, που αποτέλεσαν την κύρια μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και επιμόρφωσης. υμπερασματικά η βιομηχανοποιημένη Πάτρα από το 1930 μέχρι το 1970, παρουσιάζεται σαν ένα σύμπλεγμα δύο πόλεων (Εικόνα 59). Από την μια μεριά η ιστορική μη βιομηχανοποιημένη πόλη με το κάστρο και τις συνοικίες και από την άλλη η βιομηχανική πόλη που αναπτύσσεται στο παραλιακό μέτωπο με κέντρο το λιμάνι. Αν επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο βιομηχανικό μέτωπο βλέπουμε ότι η Πάτρα παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με την γραμμική πόλη. Δεδομένου ότι η Πάτρα βρισκόταν σε βιομηχανοποίηση και στόχος της ήταν η βελτιστοποίηση της παραγωγής της, είναι επόμενο να μοιάζει με την γραμμική πόλη που στην ουσία σχεδιάστηκα για να παράγει με τον καλλίτερο τρόπο. Σα σημεία που εντοπίζονται οι βασικότερες διαφορές είναι στην σχέση με το περιβάλλον και στο ζήτημα της εργατικής κατοικίας. Η διαφορά όσον αφορά τη σχέση για το περιβάλλον έγκειται στο ότι στις γραμμικές πόλεις η γη είναι στην κατοχή του κράτους και δεν υπάρχει ο αυτοσκοπός του κέρδους και της ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα στην περίπτωση της Πάτρας το καπιταλιστικό σύστημα επιβάλει
εικόνα 59
68
στον κάθε ιδιώτη να κινείται με γνώμονα το κέρδος και να επενδύει μόνο στην ανταγωνιστικότητά του. το ζήτημα της εργατικής κατοικίας, οι διαφορές είναι ακόμα πιο μεγάλες καθώς τους από τα δύο πολιτικά συστήματα (καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό).
69
70
71
72
ταδιακά παρατηρούμε ότι από το 1970 οι βιομηχανίες της Πάτρας κλείνουν και στη θέση τους δραστηριοποιούνται νέα προγράμματα. Από τα διαγράμματα φαίνεται πως οι χώροι κατανάλωσης (όπως Malls, πολυκαταστήματα, κ.α.) αλλά και ψυχαγωγίας (πχ αίθουσες θεάτρου, κινηματογράφου, κα) αποτελούν την πλειοψηφία των νέων χρήσεων. Η αποβιομηχάνιση που παρατηρήθηκε δεν είναι τίποτε άλλο από την φυσική εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος, μεταβαίνοντας από παραγωγικά πρότυπα σε όλο και πιο ακραία καταναλωτικά. Ενώ στο παρελθόν η παράγωγη ήταν η κυρίαρχη διαδικασία ολόκληρης της οικονομικής δραστηριότητας, σήμερα κυρίαρχη θέση έχει η κατανάλωση.
73
μακρόχρονη ιστορική παράδοση αγορών, πανηγυριών, εκθέσεων που είχαν γίνει σημείο εστίασης για κατανάλωση και αναψυχή. Κατά τον 18ο αιώνα μικρής κλίμακας παραγωγοί εμφανίστηκαν και καρποφόρησαν καλύπτοντας ανάγκες για καταναλωτικά αγαθά όπως προϊόντα αγγειοπλαστικής, ρουχισμού, κοσμήματα. Αυτές οι πρώιμες κοινωνίες παραγωγής και κατανάλωσης αναπτύχθηκαν κυρίως σε αστικές περιοχές καθώς όπως αναφέρει ο Peter Corrigan (1997) οι καταναλωτικές πρακτικές του σήμερα μπορούν να αναχθούν ιστορικά σε αυτές της εξέχουσας ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, η οποία εκτός της εμμονής στο επίκαιρο, στη μόδα, κατοικούσε και σε αστικά κέντρα. Έτσι ήταν στα μεγαλύτερα από αυτά όπου το εμπόριο οι πωλητές και ο πληθυσμοί ξεκίνησαν να δημιουργούν όχι μόνο ζήτηση και προμήθεια για καταναλωτικά αγαθά μα και διάδοση των καταστημάτων. Παρόλα αυτά ήταν με την βιομηχανική επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα και την αντίστοιχη άνοδο της μαζικής παραγωγής όπου η κατανάλωση άρχισε να παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Ήταν αυτή την περίοδο που οι αλλαγές στις τεχνικές παραγωγής πάνε χέρι-χέρι με τις αλλαγές στο γούστο, τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων.
Κατανάλωση Η κατανάλωση έχει περιγραφεί ως η επιλεγμένη αγορά, χρήση, επανάχρηση και ανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών (Campbell 1995), η διαδικασία που περιλαμβάνει πρακτικές οι οποίες επιτρέπουν στο άτομο να εκφράσει την ταυτότητά του, να δηλώσει την προσκείμενη θέση του σε κοινωνικές ομάδες, να συσσωρεύσει πόρους, να επιδείξει την διαφορετικότητά του, να συμμετέχει σε κοινωνικές δράσεις (Warde 1997), και ως ουσιώδης στον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζουμε, βιώνουμε, αντιλαμβανόμαστε και χρησιμοποιούμε τον τόπο και τον χώρο (Urry 1995)12 . Πόλη και Κατανάλωση: Ιστορικά Λέγεται πως οι πρόγονοι της καταναλωτικής επανάστασης αναδύθηκαν για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα στην Αγγλία, όπου αναπτύχθηκε μία κοινωνία στην οποία τα υλικά αγαθά κοστολογούνταν λιγότερο για την ανθεκτικότητα και χρηστικότητά τους και περισσότερο για το κατά πόσο ήταν επίκαιρα, στη μόδα. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο πως αυτή η πρώιμη καταναλωτική κοινωνία προήλθε από μία
12
Mark Jayne, Cities and Consumption, 2006, σελ. 4,5
74
Για παράδειγμα ,το 1899, ο Thorstein Veblen, ο πρώτος κοινωνιολόγος που περιέγραψε την σημασία της κατανάλωσης στην ζωή, απέδωσε την σημασία των καταναλωτικών αγαθών ως αγορές κοινωνικής αναγνώρισης και επιπέδου . Επίσης επισημαίνει την άνοδο μίας σημαντικής νέας κοινωνικής τάξης, των νεόπλουτων, ‘’nouveaux riches’’ στο τέλος του 19ου αιώνα στην Αμερική, οι οποίοι αντλούσαν από την αγοραστική τους δύναμη για να επιδείξουν τα πλούτη και την επιτυχία τους. O Veblen αναγνωρίζει στην πρακτική αυτή της νέας τάξης, (η οποία πλούτισε μέσα από την εκμετάλλευση βιομηχανιών) τη μίμηση των ανώτερων τάξεων της αριστοκρατίας της Ευρώπης. Η αριστοκρατία με την σειρά της βλέποντας τις καταναλωτικές αυτές πρακτικές και την παρέλαση του χρήματος των βιομηχάνων, ανανεώνει συνεχώς τις καταναλωτικές της δράσεις για να μείνει πάνω από το νέο αυτό κοινωνικό στρώμα. Έτσι η κατανάλωση αποκτά έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην κοινωνία καθώς προσδίδει κύρος και καθορίζει όλο και περισσότερο την νέα κοινωνική ιεραρχία. Η κατανάλωση είχε μετατραπεί σε μια ευυπόληπτη κουλτούρα καθώς είχε αποσπαστεί από τις υπερβολές της αριστοκρατίας (οπού υποδήλωνε την πολυτέλεια την παρακμή και την επιπολαιότητα), η καταναλωτική κουλτούρα των
‘nouveaux riches’ ήταν επίσης σημαντική ως διαχωρισμός από την εργατική τάξη και ως όργανο επιβολής ελέγχου πάνω σε αυτή. Εκείνη την περίοδο στο κέντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος ήταν η καταναλωτική κουλτούρα, αναφερόμενη όχι μόνο στην κατανάλωση υλικών αγαθών αλλά και στη σχέση με τον ελεύθερο χρόνο και τις δραστηριότητες αναψυχής που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν. Ειδικότερα ήταν οι δραστηριότητες και ο ελεύθερος χρόνος της εργατικής τάξης που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον καθώς η νέα αστική τάξη έψαχνε τρόπους να διατηρήσει την τάξη στο δημόσιο βίο έξω από τις ώρες εργασίας και επίσης να αυξήσει την παραγωγικότητα αυτής. Πώς θα μπορούσαν οι καταναλωτικές συνήθειές της που περιελάμβαναν υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ αιματηρά αθλήματα πορνεία και ανατρεπτικές συζητήσεις να εξαλειφθούν από το δημόσιο χώρο και ακόμα αν αυτό γινόταν τί θα έκανε η εργατική τάξη στον ιδιωτικό της χώρο; Σέτοιες ήταν οι ανησυχίες της αστικής τάξης για την υγεία και τα ήθη ώστε η ασέβεια και η ανατρεπτικότητα της εργατικής τάξης έγιναν κυρίαρχο πολιτικό θέμα της περιόδου. Η άνοδος της Βικτωριανής φιλανθρωπίας και η πολιτική μεταρρύθμιση βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην
75
προσπάθεια επιβολής καταναλωτικών πρακτικών, δραστηριοτήτων υγιεινής, οικιακής, ιδιωτικής κατανάλωσης εντώς της μονάδας της οικογένειας, και παραγωγής φιλήσυχων και παραγωγικών εργατών. Αυτό επιδιώχθηκε με πολλούς τρόπους, από την παροχή βιβλιοθηκών και μουσείων, την κατασκευή δημόσιων λουτρών, συστημάτων αποχέτευσης, υποδομών ηλεκτρισμού και αερίου, ως την προώθηση ορθολογικών, αποδεκτών και ακίνδυνων δραστηριοτήτων αναψυχής όπως τα αθλήματα και η ξυλογλυπτική. Αυτά τα σχέδια για αστική μεταρρύθμιση και υποδομές προωθήθηκαν από τους βιομήχανους που έλεγχαν την πολιτική δύναμη στα αστικά κέντρα και προσπαθούσαν να αυξήσουν τον έλεγχό τους πάνω στους εργάτες με σκοπό να μεγαλώσουν τα κέρδη τους. υγκεντρωτικά μπορούμε να πούμε πως ο καταναλωτικός πολιτισμός στα μέσα του 19ου αιώνα φαίνεται να προβάλλει μέσα από μια σειρά προσπαθειών εξημέρωσης της εργατικής τάξης, και την ίδια στιγμή εμπορικής εκμετάλλευσης του κοινού χώρου και του ελεύθερου χρόνου. Φαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της διαδικασίας ανάπλασης του Παρισιού που περιγράφει ο Malcolm Miles (2004) κατά την διάρκεια των ετών 1853 έως και 1870. Σο
παράδειγμα αυτό ακολούθησαν στις βασικές του αρχές οι περισσότερες από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Ο υπεύθυνος της ανάπλασης George - Eugene Haussmann βασιζόμενος στις περιγραφές και τις αξίες της μεγάλης πόλης του βασιλιά κατά τον Ναπολέοντα τον 3ο και χωρίς να ενδιαφέρεται για πρακτικές κοινωνικής δικαιοσύνης όρθωσε ψηλούς ξύλινους πύργους για να επιβλέψει τον υπάρχοντα αστικό ιστό και κατόπιν σχεδίασε μεγάλους ευρείς δρόμους οι οποίοι πέρναγαν μέσα από τις γειτονιές των εργατών. τόχος του ήταν να χωρίσει την εργατική τάξη, χωρικά σε μικρότερες ομάδες και να την απωθήσει από το κέντρο της πόλης προς την περιφέρεια. Σο Παρίσι μετασχηματίστηκε όπως πολλές πόλεις του 19ου αιώνα από μία χαοτική πόλη με μεσαιωνικά στενά σε μια πόλη με ευρείες λεωφόρους και μεγάλους δρόμους. Ο Haussmann ξανασχεδίασε την πόλη όχι με αισθητικές ευαισθησίες αλλά με σκοπό να ελέγξει καλύτερα τον απείθαρχο εργατικό πληθυσμό. Οι νέοι δρόμοι επέτρεπαν στον στρατό να καταπνίγει το πλήθος των διαμαρτυρόμενων εργατών πολύ πιο εύκολα και επίσης ένωναν το κέντρο της πόλης με τους στρατώνες διασφαλίζοντας έτσι την πόλη σε περίπτωση μεγάλων εξεγέρσεων.
76
Αυτή η ανάπλαση οδήγησε σε νέους τρόπους κατανάλωσης της ίδιας της πόλης καθώς δημιουργήθηκαν νέοι αστικοί χώροι και νέες θέες και τα νέα μεγάλα κτίρια και οι νέοι δρόμοι έγιναν χώροι έντονης κυκλοφορίας. Σο σχέδιο του Haussmann περιελάμβανε την ανέγερση αγορών, γεφυρών, πάρκων, κτιρίου για την στέγαση της όπερας και κτίρια άλλων πολιτιστικών λειτουργιών, με πολλά από αυτά να τοποθετούνται στο τέλος των νέων οδών. Για πρώτη φορά σε μια μεγάλη πόλη οι άνθρωποι μπορούσαν να βλέπουν σε απόσταση, που πάνε και από πού ήρθαν. Υαντασμαγορικές θέες σχεδιάστηκαν έτσι ώστε κάθε διαδρομή να οδηγεί σε μια δραματική κορύφωση της εμπειρίας της πόλης (Urry 1990). Οι λεωφόροι έκαναν το περπάτημα στο δρόμο πιο εμφανές, προσφέροντας ευκαιρίες επίδειξης στον καθένα και από την άλλη περιορίζοντας σημαντικά την δυνατότητα να χρησιμοποιούνται για δραστηριότητες που προσέβαλλαν την εικόνα της πόλης. Για τους φτωχούς το Παρίσι μετατράπηκε σε απαγορευμένη περιοχή καθώς οι ζώνες των κατοικιών τους ισοπεδώθηκαν και οι νέοι αστικοί χώροι τους απέκλειαν. Γενικά η ανάπλαση ήταν μια βίαιη επανίδρυση της πόλεις βασισμένη πλέον στις αρχές και την ιδεολογία της νέας αστικής τάξης, ήταν μία προσπάθεια
αποκλεισμού της εργατικής τάξης από το κέντρο της πόλης. Σέλος ένας ακόμη βασικός στόχος στις αναπλάσεις αυτής της περιόδου στις μεσαιωνικές πόλεις ήταν να διαχωριστούν η βιομηχανική και η ζώνη κατοίκησης, που είχε ως αποτέλεσμα την οριοθέτηση ζωνών χρήσεων γης στις οποίες οι βιομηχανικές περιοχές ήταν χωρισμένες από αυτές της αναψυχής, της κατοικίας και του εμπορίου και επίσης οι γειτονιές ήταν και αυτές χωρισμένες ανάλογα με την κοινωνική τάξη των κατοίκων. Ο διαχωρισμός αυτός σε ζώνες έκανε πιο εύκολη την αστυνόμευση και τον έλεγχο των περιοχών παραγωγής και κατανάλωσης.13 τη δεκαετία του 1920, μετά από 50 χρόνια σταθερής ανάπτυξης της καταναλωτικής κουλτούρας, έφτασε η στιγμή όπου η κατανάλωση η ίδια θα γινόταν κύριος μοχλός εκμοντερνισμού του κόσμου. Έτσι και η διαφήμιση προωθούσε όχι μόνο καταναλωτικά προϊόντα μα και τον καταναλωτισμό τον ίδιο ως το μονοπάτι της νεοτερικότητας, του μοντέρνου (Slater 1997. Η διαφήμιση ώθησε τους ανθρώπους να εκσυγχρονίσουν τους εαυτούς τους, τα σπίτια τους και τα μέσα μεταφοράς τους. Κινητήρια δύναμη της οικονομίας της περιόδου ήταν η οικογένεια και η ανάγκες 13
77
Steven Miles & Malcolm Miles, Consuming Cities, 2004, σελ. 4,5
υποστήριξης και διατήρησης της, η οικογένεια η οποία γίνεται τώρα βασική μονάδα κατανάλωσης. Αυτός το ιδανικό της οικογενειακής ζωής και η ενασχόληση με τις ανάγκες της καθημερινότητας και του νοικοκυριού ήταν η βασική αιτία ζήτησης και απορρόφησης των προϊόντων της μαζικής παραγωγής μα και εδραίωνε την συνεργασία της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο. Η μαζική παραγωγή και κατανάλωση που σημάδεψε την εποχή οφείλει πολλά στον Henry Ford ο οποίος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την έννοια της μαζικής παραγωγής και της γραμμής συναρμολόγησης. (φορντισμος) Σο 1929 με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Wall Street και της οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε αυτή, ξέσπασε κοινωνική αναταραχή η οποία δημιούργησε αλλαγές στην πόλη και στην κατανάλωση. Ήταν αυτή η περίοδος που οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα έφυγαν από τις πόλεις με προορισμό τα προάστια. Η ανάπτυξη των προαστίων αντιπροσωπεύει μια σημαδιακή αλλαγή της καταναλωτικής κοινωνίας που μετασχημάτισε την εικόνα και την φύση των μεγάλων μητροπόλεων σε αποκεντρωμένες πόλεις προαστίων δεμένες πια με το αυτοκίνητο (ειδικά στις ΗΠΑ). Ο πρωταρχικός χώρος κατανάλωσης στα προάστια έγινε το εμπορικό
κέντρο, μια εγκατάσταση σε αδιάφορη θέση που γειτόνευε με ομογενείς οικιστικές κοινότητες (Zukin 1998). πως στις αρχές του 20ου αιώνα στα εμπορικά του κέντρου των πόλεων έτσι και σε αυτά των προαστίων για να προσελκύσουν καταναλωτές βασίστηκαν σε νεωτερισμούς στην μετακίνηση, στο δομημένο περιβάλλον, στη μορφή και στον τρόπο προβολής. αν αποτέλεσμα τα προάστια σύντομα απορρόφησαν επενδύσεις και καταναλωτές από το κέντρο των πόλεων. Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980 τα εμπορικά απέκτησαν ποικιλία προγραμμάτων καθώς κτίστηκαν γύρω από αυτά πάρκα ψυχαγωγίας, κινηματογράφοι ενώ συγχρόνως τα ίδια τα εμπορικά ανακαινίστηκαν μεγαλώνοντας κατά πολύ τους χώρους εστιατορίων και ενσωμάτωσαν ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Έτσι νέες κοινωνικές ομάδες δελεάστηκαν από τους νέους χώρους κατανάλωσης και τα εμπορικά απέκτησαν περισσότερη κοινωνική ετερογένεια. Μακριά από το να παραμείνουν τοπικά κέντρα κατανάλωσης για της ομοιογενείς οικιστικές κοινότητες, τα εμπορικά πήραν νέες μορφές, έγιναν τοπικά κέντρα και γεμάτα στοιχεία του αστικού χώρου και τουρίστες. Σα προάστια προσέφεραν έναν πιο ήσυχο και πιο ασφαλή τρόπο ζωής που παρέμενε όμως σε μικρή απόσταση από την ασταθή μεγάλη πόλη.
78
Σα νέα σπίτια των προαστίων προσέφεραν το τέλειο κέλυφος μέσα στο οποίο μπορούσαν να αναπτυχθούν και να ικανοποιηθούν οι καταναλωτικές ανάγκες της εποχής. Σα προάστια χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία των δρόμων και των αυτοκινήτων, από σαφώς ορισμένο ιδιωτικό χώρο και προσέφεραν έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ του χώρου δουλειάς και αυτού της κατοικίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά των προαστίων συντελούσαν στην εξάλειψη της έντασης της αστικής ζωής, στον διαχωρισμό των επιμέρους ιστοριών και χώρων, μειώνοντας στο ελάχιστο τις κοινωνικές επαφές. Κτίστηκαν προοριζόμενα για οικιακή ζωή αξιοποιώντας στο έπακρο τον ελεύθερο χρόνο και τις οικογενειακές σχέσεις. Οι ευθείες οδοί παρείχαν χώρο εκατέρωθεν κάθε σπιτιού και οι μεγάλοι φράχτες επισήμαιναν τα όρια των ιδιοκτησιών. Ψς χώροι ιδιωτικής οικογενειακής ζωής συχνά οδηγούσαν σε απομόνωση, καθώς η δημόσιες συγκοινωνίες στόχευαν στη μετακίνηση από και προς το κέντρο της πόλης και όχι μεταξύ των προαστίων. Αυτό εξηγεί γιατί οι κοινωνικές σχέσεις περιορίζονταν σε μικρά δίκτυα κοντινών αποστάσεων. τα τελευταία 20 χρόνια η φύση της καθημερινής ζωής έχει επηρεαστεί σημαντικά από τις παγκόσμιες μεταβολές στις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές.
Μεγάλο ρόλο σε αυτές τις μεταβολές έπαιξε η υποχώρηση της βαριάς βιομηχανίας και της βιομηχανίας κατασκευής που κυριαρχούσε στην μοντέρνα πόλη και η ραγδαία ανάπτυξη της μεταβιομηχανικής ‘βιομηχανίας των υπηρεσιών’ (service industry), δηλαδή τραπεζικές επιχειρήσεις, διαφημιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις μάρκετινγκ, δημοσίων σχέσεων και επιχειρήσεις λιανικής πώλησης. Αυτό σχετίστηκε με κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές όπως την άνοδο της μαζικής ανεργίας και την εμφάνιση μιας νέας μικροαστικής τάξης (Giddens 1973). Οι διαδικασίες αυτές καθρεπτίζονται σε νέες χωρικές και κοινωνικές δομές που αλλάζουν ριζικά την μορφή της πόλης. Θεωρητικοί περιγράφουν αυτές τις αλλαγές άρρηκτα συνδεδεμένες με το πέρασμα στην επόμενη φάση του καπιταλισμού, με το πέρασμα από την μοντέρνα στην μεταμοντέρνα εποχή, από το σύστημα οργάνωσης της παραγωγής του Henry Ford στο ευέλικτο σύστημα. Μέχρι την δεκαετία του 1970 το σύστημα μαζικής παραγωγής του Henry Ford ήκμαζε, όμως στις αρχές της δεκαετίας έγινε φανερό πως είχε φτάσει στα όριά του κυρίως λόγω του κορεσμού του αγοραστικού κοινού από καταναλωτικά αγαθά και των γρήγορων εναλλαγών στη μόδα και τα γούστα.
79
Η απάντηση σε αυτή την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος ήταν η υιοθέτηση ενός μετά-φορντικού, ευέλικτου τρόπου παραγωγής. το Υορντισμό εξειδικευμένα εργοστάσια παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες τυποποιημένων προϊόντων ενώ τώρα, στο ευέλικτο μοντέλο παραγωγής, κύριος στόχος ήταν να υπάρχει ευέλικτο εργατικό δυναμικό και εγκαταστάσεις οι οποίες θα μπορούν με χαμηλό κόστος να παράγουν μικρές ποσότητες εξατομικευμένων προϊόντων. Ο χρόνος που χρειαζόταν για να σχεδιαστεί, να παραχθεί, να διαφημιστεί και να πουληθεί ένα προϊόν έπρεπε να μειωθεί πάρα πολύ. Οι νέες τεχνολογίες (ρομπότ και υπολογιστές) επέτρεψαν στην ευελιξία να εξαπλωθεί και πέρα από την γραμμή παραγωγής και να συμπεριλάβει και ροές πληροφοριών. Ροές πληροφοριών που προέρχονται από τα σημεία πώλησης του εκάστοτε προϊόντος και ενημερώνουν το σύστημα, ανά δεδομένα χρονικά διαστήματα, αν και κατά πόσο αυτό πωλείται. Έτσι είναι πλέον εφικτό να παράγεται μόνο αυτό για το οποίο εκφράζεται ανάγκη.14 Ένα από τα κεντρικά σημεία της νέας αυτής παγκόσμιας χωρικής και συμβολικής αστικής οικονομίας και ιεραρχίας είναι πως η πόλη, η 14
οποία ιστορικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και χωρικά οργανωνόταν γύρω από την παραγωγή τώρα περιστρέφεται γύρω από την κατανάλωση. Έτσι καθώς οι πόλεις προσπαθούν να αντιπαρέλθουν την μακροχρόνια ύφεση και να αναπτύξουν μεταβιομηχανικές οικονομίες που να μπορούν να επιβιώσουν, χρησιμοποιούν, εγκαινιάζουν οικονομικούς, επιχειρηματικούς, επαγγελματικούς τομείς και τομείς υπηρεσιών. Μαζί με αυτή την στροφή υπάρχει και μεγάλη ανάπτυξη των πολιτιστικών βιομηχανιών οπότε η παραγωγή και κατανάλωση υλικών αγαθών περνά σε δεύτερη μοίρα (Barke and Harrop 1994) και στο κέντρο τώρα τοποθετείται η παραγωγή και κατανάλωση κουλτούρας. Η σημασία της κουλτούρας συνδέεται με την ανάπτυξη μιας συμβολικής οικονομίας που ασχολείται με την δημιουργία και διανομή εικόνων. (Scott 2000). την μεταμοντέρνα πόλη το ύφος, το σχέδιο και η εμφάνιση κυριαρχούν. Αυτές οι νέες πόλεις παρουσιάζονται πολύ διαφορετικές από τις προϋπάρχουσες πιο φαντασμαγορικές, με επαναφορά της ζωής στο κέντρο και μεγεθυμένες περιοχές επιχειρήσεων και οικονομικών στεγασμένες σε πολυώροφα εντυπωσιακά κτίρια, αναπλάσεις υδάτινων μετώπων, κτίρια ‘διαφημίσεις’ για την πόλη, όπως μουσικές αίθουσες και μουσεία και αστικά
Mark Jayne, Cities and Consumption, 2006, σελ. 63-64
80
χωριά (Canary Whaft - Λονδίνο, Olympic Marina - Βαρκελώνη, La Defence - Παρίσι, Pacific Plaza – Βανκούβερ, Battery park – Νέα Τόρκη). Ακόμα αυτοί οι οικονομικοί και συμβολικοί αστικοί χώροι περιβάλλονται από άλλα χαρακτηριστικά κομμάτια του ιστού τις μεταμοντέρνας πόλης, όπως οι ζώνες επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, τα μέγαεμπορικά, τις κλειστές περιφρουρούμενες οικιστικές κοινότητες, τις υποβαθμισμένες ζώνες και τις ‘πόλεις στην άκρη της πόλης’ (edge cities – χεδιασμένες προαστιακές εγκαταστάσεις με τοπικό κέντρο, δημόσια τετράγωνα, σταθμό αστυνομίας και πυροσβεστικής και άλλες δραστηριότητες που προηγουμένως συναντούσαμε μοναχά σε πόλεις.) Η μεταμοντέρνα πόλη είναι αποκεντρωμένη και δεν έχει σαφείς λειτουργικούς διαχωρισμούς, ο χωρισμός της μοντέρνας πόλης σε ζώνες έχει εδώ αντικατασταθεί από την διασπορά και συνύπαρξη ετερόκλητων χρήσεων σε όλη την πόλη. Με την υποχώρηση της παραδοσιακής βιομηχανίας που ωθούσε την οικονομία, τις πολιτικές, τις οργανώσεις και τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς συντελεστές της μοντέρνας πόλης κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι πόλεις της βόρειας Αμερικής χτυπήθηκαν από την ύφεση η οποία οδήγησε σε αύξηση της
ανεργίας και γενικότερη φθορά. Αυτή η κρίση του τότε αστικού μοντέλου αντιμετωπίστηκε με μια νέα αστική πολιτική σύμφωνα με την οποία οι αρχές της πόλης, που προηγουμένως επικέντρωναν στην παροχή πρόνοιας, υπηρεσιών και κοινωνικών παροχών, ήταν αναγκασμένες να ακολουθήσουν ένα πιο εξωστρεφές μοντέλο με σκοπό να αναπτερώσουν την τοπική ανάπτυξη και να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα (Harvey). Πολιτικές οι οποίες περιελάμβαναν την ανάληψη εγχειρημάτων με ρίσκο, πολιτικές οι οποίες οδήγησαν σε αύξηση των ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, σε μια προσπάθεια να απαντήσουν στις αλλαγές. Ψς αποτέλεσμα αυξήθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν την νέα τους εικόνα και να προσελκύσουν επενδυτές, επιχειρήσεις και καταναλωτές. Οι πόλεις ξεκίνησαν διαφημιστικές εκστρατείες και χάραξαν στρατηγικές προώθησης οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν και ενισχύθηκαν μέσα από συνεργασίες με επενδυτές και ιδιωτικά κεφάλαια. Για να μπορέσουν οι πόλεις να διαγωνισθούν για μια θέση στην σύγχρονη ιεραρχία του μεταμοντέρνου κόσμου έγινε σαφές πως θα έπρεπε να ξεκινήσουν με πρωτοβουλία των
81
τοπικών αρχών αναπλάσεις συχνά ριψοκίνδυνες, υψηλού προφίλ, μεγάλης προβολής με συμβολική σημασία σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν νέες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες δελεαστικές για τους μεταμοντέρνους εργοδότες, επενδυτές και τουρίστες. το ίδιο κλίμα με τα παραπάνω, υπήρχε και άλλη μια ομάδα πρωτοβουλιών τόσο σε φυσικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο για να βελτιωθεί το αστικό περιβάλλον τις οποίες ο Landry (1995) χαρακτηρίζει ως προσπάθειες προώθησης μιας ‘δημιουργικής πόλης’. Οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν αισθητικές βελτιώσεις στις ‘ελαφριές υποδομές’ (soft infrastructure), την φύτευση δρόμων, το κτίσιμο σιντριβανιών, την παροχή καθισμάτων και άλλες βελτιώσεις στους δημόσιους χώρους, την διεύρυνση του ωραρίου των καταστημάτων, την καθιέρωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων, φεστιβάλ μουσικής και λογοτεχνίας, θέατρα δρόμου, όλα αυτά σχεδιασμένα να κάνουν την πόλη πιο ευχάριστη και βιώσιμη. Με κτίρια όπως θέατρα , αίθουσες τέχνης, κέντρα εκθέσεων και συνεδρίων και με τις υποστηρικτικές αυτών λειτουργίες των καφεστιατορίων τον αιθουσών μόδας και άλλων πολιτιστικών χώρων η αίσθηση της δημιουργικότητας και της πρωτοπορίας
συνδέεται με την πόλη και προσθέτει στην ανταγωνιστικότητά της. Η μεταμοντέρνα πόλη χαρακτηρίζεται από συσσώρευση διαφορετικών πληθυσμών, διακρίσεις ανάλογα με την εθνικότητα και το φύλο και ανισότητα. Καθώς κάποιοι αστικοί χώροι αναπτύσσονται γύρω από την κατανάλωση και τις καταναλωτικές συνήθειες της νέας αστικής τάξης, άλλες περιοχές της πόλης (στο εσωτερικό η σε οικιστικά προάστια) παραδίδονται στο περιθώριο και το χάσμα στους έχοντες και μη μεγαλώνει. Ο Georg Simmel (1957) εμβάθυνε στη σημασία της κατανάλωσης (συνεχίζοντας το έργο του Veblen) στη δημιουργία της μοντέρνας κοινωνικής ζωής των αρχών του 20ου αιώνα. το έργο του ‘Metropolis and Mental Life’ περιέγραψε πως στη βάση της αναπτυσσόμενης αστικής οικονομίας υπήρχε μία διάδοση κοινωνικών σχέσεων όλο και περισσότερο ανώνυμων, βασισμένων στους κανόνες της αγοράς και λιγότερο στις προσωπικές σχέσεις. Με λίγα λόγια η ανάπτυξη της πόλης είχε επηρεάσει την επαφή, την κοινωνική ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τους συγκατοίκους τους. Ο Simmel υποστήριξε πως είναι μέσω της κατανάλωσης που τα άτομα προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις αλλαγές αυτές και κατέληξε
82
πως όσο η πόλη μεγαλώνει, η κατανάλωση είναι αυτή που θα καλύπτει και θα ικανοποιεί τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες του ατόμου και η μόδα σαν μορφή κοινωνικής αλλαγής και ανανέωσης θα γίνεται όλο πιο σημαντικός παράγοντας. τις δεκαετίες 1960 και 1970 ο Pierre Bourdieu προχώρησε την δουλειά του Simmel και του Veblen συγκεντρώνοντας και αναλύοντας στοιχεία γύρω από την κατανάλωση στη Γαλλία. Ο Bourdieu έδειξε πως η κατανάλωση δεν είναι απλά ένας τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικές ομάδες εκφράζουν τις διαφορές τους αλλά περισσότερο δημιουργεί τις διαφορές αυτές μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Κεντρικό στοιχείο στη σκέψη του είναι πως οι καταναλωτικές συνήθειες δεν είναι απλά αποτέλεσμα των κοινωνικών δομών, μα της αλληλεπίδρασης ατόμων και κοινωνίας. Για να αιτιολογήσει αυτή του την άποψη προήγαγε τον όρο ‘habitus’ – την καθημερινή εμπειρία που αποκομίζουμε από τις καθημερινές πρακτικές και πώς μαθαίνουμε την πρέπουσα συμπεριφορά σε δεδομένες καταστάσεις. Ο Bourdieu υποστηρίζει πως το ‘habitus’ ενισχύει τις σχέσεις εξουσίας που βασίζονται σε ένα σύστημα ιδεατής διαφοράς μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Η διαφορά αυτή δημιουργείται και μπορεί να διαβαστεί μέσα από πράγματα όπως οι
ταυτότητες των μελών, ο τρόπος ζωής και η μόδα, τα οποία σκιαγραφούν τι θεωρείται χυδαίο, σωστό η λάθος, άνετο η ξενέρωτο από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Σο ‘habitus’ λοιπόν είναι αυτό που επιτρέπει τον διαχωρισμό των ομάδων και παρέχει το πλαίσιο για κοινωνική αναγνώριση, κατανόηση και ερμηνεία η οποία αναπαράγεται μεταξύ των γενεών ενώ επίσης δημιουργεί κανόνες με βάση τους οποίους ταξινομούνται και διαχωρίζονται τα πολιτιστικά αντικείμενα. Έτσι οι ταξικές διαφορές είναι εγγεγραμμένες στα άτομα ως διαφορές στο γούστο στο πώς επιλέγουμε τι θα καταναλώσουμε. υγγραφείς όπως ο Theodor Adorno, ο Max Horkheimer και ο Herbert Marcuse επικέντρωσαν την προσοχή τους στο πώς η μαζική παραγωγή πολιτιστικών τεχνουργημάτων, όπως η μουσική και η λογοτεχνία, δημιουργούσε μια πολιτισμική βιομηχανία που ενσωμάτωνε τους εργάτες στην καπιταλιστική κοινωνία. ύμφωνα με την θεωρία της μαζικής κουλτούρας η ‘αυθεντική’ παραδοσιακή κουλτούρα των ανθρώπων καταστράφηκε από την εμπορευματοποιημένη και τυποποιημένη μαζική κουλτούρα η οποία υποβάθμισε επίσης και την λεγόμενη ‘υψηλή’. Με τον όρο μαζική κουλτούρα ο Adorno και ο Horkheimer εννοούν την μετάλλαξη της κουλτούρας σε ένα προϊόν που παράγεται και
83
πωλείται όπως κάθε άλλο βιομηχανικό προϊόν με σκοπό το κέρδος. Η μαζική κουλτούρα είναι βασικός παράγοντας διατήρησης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι εργάτες ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν την βαρετή δουλειά και την εκμετάλλευση γιατί μπορούσαν να αποδράσουν στον ελεύθερο χρόνο τους με την ευχάριστη και δημοφιλή κουλτούρα, ψωνίζοντας βλέποντας ταινίες και ακούγοντας μουσική.
την Αμερική οι πολιτικοί είδαν τα τυχερά παιχνίδια ως μια ευκαιρία κερδοφορίας για να καλυφθούν οι κοινωνικές δαπάνες και επίσης σε συμβολικό επίπεδο να δώσουν στην πόλη μια συναρπαστική και προοδευτική εικόνα. Για παράδειγμα o Hannigan αναφέρει την πόλη Inglenook στην νότια Καλιφόρνια ως μία μικρή πόλη η οποία επωφελήθηκε από την εγκατάσταση ενός καζίνο στην πόλη καθώς δημιουργήθηκαν οκτακόσιες νέες θέσεις εργασίας, ανέβηκαν οι τιμές των ακινήτων, και βελτιώθηκαν τα τοπικά σχολεία και οι δημοτικές υπηρεσίες καθώς το οικονομικό κεφάλαιο λειτουργίας του δήμου αυξήθηκε κατακόρυφα. ε άλλα μέρη του κόσμου όμως οι αλλαγές που επέφεραν τα καζίνο ήταν μικτές. ( McMillen 1991). την πόλη Atlantic City από το 1978 που άρχισαν να χτίζονται στην πόλη τα πρώτα καζίνο το ογδόντα τις εκατό των εστιατορίων αυτής έχουν κλείσει και ο πληθυσμός της πόλης είναι τώρα δέκα τις εκατό μικρότερος. Από το 1960 τα τυχερά παιχνίδια άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο αποδεκτά ως μια απλή μορφή διασκέδασης και να δέχονται όλο και μειούμενες ηθικές επιθέσεις παρόλο που σχετίζονται με αρκετά κοινωνικά προβλήματα. Η νέα αυτή ανέλιξη των τυχερών παιχνιδιών ως μορφή ακίνδυνης αστικής διασκέδασης καθρεπτίζει μία κατάσταση στην οποία το ίδιο το περιβάλλον της
Καταναλώνοντας την τύχη Σa καζίνο πραγματικά είναι η ενσάρκωση της καταναλωτικής ιδεολογίας. Παρουσιάζει την κατανάλωση του μη πραγματικού (σε αυτή την περίπτωση το φανταστικό είναι η νίκη) σαν μια απόλυτα φυσική διαδικασία. Σα περιβάλλοντα αυτά είναι ελεγχόμενα και ο Goldberger (1996) τα περιγράφει ως ‘urbanoid environments’, ιδιωτικούς χώρους οι οποίοι παρουσιάζονται ως δημόσιοι. Η βιομηχανία των καζίνο χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια προσέλκυσης ανθρώπων περισσότερο εκτός της πόλης που βρίσκονται. την πραγματικότητα πολλά καζίνο απέκλειαν τους ντόπιους από τους χώρους τους. Η πόλη των τυχερών παιχνιδιών είναι από αυτή την άποψη μια πόλη που επικεντρώνεται στην παροχή υπηρεσιών παρά στο να υπηρετεί τους κατοίκους της.
84
πόλης μεταλλάσσεται. Πόλεις δηλαδή όπως το Las Vegas και η Atlantic City είναι λιγότερο φυσικά μέρη και περισσότερο περιβάλλοντα που κατασκευάζουν οι καταναλωτές στην φαντασία τους. Η φαντασία τους παρόλα αυτά επιτρέπεται να λειτουργεί μόνο μέσα στα όρια που η κατανάλωση υπαγορεύει ( Gottdiener, 1999). Εξαίρεση, όπως αναφέρουν οι Steven και Malcolm Miles, των παραπάνω αποτελεί η ανάπτυξη δραστηριοτήτων τυχερών παιχνιδιών από γηγενείς αμερικανικούς πληθυσμούς ( ινδιάνους ) τα τελευταία χρόνια που είχαν πρωτοφανή θετικό αντίκτυπο στην τοπική κοινότητα. Για παράδειγμα η ομάδα Cabazon Band of Mission Indians το 1992 άνοιξε το Indio Bingo Palace and Casino και παράλληλα επένδυσε σε μακροπρόθεσμα προγράμματα υποδομών και οικονομικής διαφοροποίησης και χρηματοδοτημένα από τα κέρδη του καζίνο(Miles 2004, 81)Σέτοιες πρακτικές όμως χρησιμεύουν μόνο ώστε να επαληθεύουν τον κανόνα, η κατανάλωση τυχερών παιχνιδιών ως μοντέλο ανάπτυξης αποτυγχάνει να δημιουργήσει κοινότητες και έχει καταστρεπτικές επιπτώσεις στη διαδικασία αναβάθμισης του επιπέδου ζωής της κοινωνίας.
Las Vegas Σο Las Vegas δεν εμφανίστηκε τυχαία από το πουθενά, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών και εξελιγμένων τεχνικών προώθησης και όπως σημειώνει ο Donnovan (2000) η εικόνα είναι όσο σημαντική είναι και η πραγματικότητα στο να καθορίσει τη μελλοντική ευημερία της πόλης. Είναι η πρώτη σε ρυθμούς ανάπτυξης μητρόπολη στις ΗΠΑ, και ιδρύθηκε πάνω στην επιθυμία αποπλάνησης του καταναλωτή και όπως σημειώνουν οι Anderton και Chase (1997) εκφράζει, με υπερβολικό τρόπο, τις πιο προχωρημένες μορφές δημοφιλούς διασκέδασης όπως και τις δυνατότητες και αδυναμίες της αχαλίνωτης ιδιωτικής ανάπτυξης και της υπόταξης της φύσης. Σο Las Vegas προσφέρει στον καταναλωτή μια φανταστική, εξωπραγματική εμπειρία, που δεν φαντάζει αληθινή μα προβάλλεται ως η πιο προσιτή και εύκολη στην κατανάλωση. Με λίγα λόγια το Las Vegas είναι η ιδανική πόλη της κατανάλωσης, μία πόλη αφιερωμένη στην κατανάλωση και στις ανάγκες του καταναλωτή. Κατά τον Spanier (1992) υπάρχουν πέντε αγορές στις οποίες στοχεύει το Las Vegas, (1) οι τουριστικές και ταξιδιωτικές αγορές με μικρές διήμερες ή τριήμερες επισκέψεις, (2) οι αγορές των συνεδρίων και διασκέψεων, (3) η αγορά των ανεξάρτητων επισκεπτών, (4) η αγορά των
85
επισκεπτών αυτών που ενδιαφέρονται στα τυχερά παιχνίδια και υψηλά πονταρίσματα και αποτελούνται από 300.000 καταναλωτές στις ΗΠΑ και (5) την αγορά των τοπικών επιχειρήσεων και του τοπικού πληθυσμού που πλησιάζει το ένα εκατομμύριο. Ο Venturi υποστηρίζει πως εδώ τα σήματα και τα σύμβολα είναι πιο σημαντικά από την αρχιτεκτονική. Η πόλη κυριαρχείται μέχρι και την δεκαετία του 1970 από ένα τοπίο αυτοκινήτων κινούμενων με υψηλές ταχύτητες έτσι το καταναλωτικό περιβάλλον έπρεπε να είναι βασισμένο σε σαφείς και υπερβολικούς συμβολισμούς που να γίνονται εύκολα αντιληπτοί από τους διερχόμενους επισκέπτες. Με λίγα λόγια το Las Vegas γίνεται ότι επιθυμεί ο καταναλωτής, αποτελεί έναν κόσμο διαφυγής, αχαλίνωτης φαντασίας όπου τα πάντα είναι δυνατά. πως εύστοχα σημειώνει ο Hess (1993) στο Las Vegas η μορφή ακολουθεί μοναχά την φαντασία (form follows fantasy), τα θέματα του συνεχώς αλλάζουν ακολουθώντας τις αλλαγές στην φαντασία και επιθυμία του κοινού. Η πόλη αυτή λοιπόν μπορεί να είναι πραγματική, αλλά υπηρετεί μονάχα ώστε να μεγεθύνει τον άδειο, γεμάτο με διασκεδάσεις, κόσμο των εμπορικών κέντρων, των θεματικών πάρκων και της ασύνδετα χτισμένης και ιστορικά κενής αρχιτεκτονικής των νέων αστικών κατοικιών.
εικόνα 66_Θεματικό πάρκο Las Vegas
86
Σο Las Vegas έχει αυξήσει τον πληθυσμό του από τις 220,000 στο ένα εκατομμύριο μέσα σε είκοσι χρόνια και παράγει κουλτούρα την ίδια στιγμή που προσπαθεί να επιλύσει τα προβλήματα της μόλυνσης, της επιβαρυμένης κυκλοφορίας, των αστέγων και άλλα αστικά προβλήματα που προκύπτουν από τόσο ραγδαία ανάπτυξη. Ο Boyer (1993) χαρακτηρίζει το Las Vegas πόλη της αυταπάτης στην οποία οι χώροι που είναι αφιερωμένοι στην προώθηση της αναπτύσσονται χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις στην κοινωνία ( Hannigan 1998). Γενικά προς το παρόν η μόνη αίσθηση κοινότητας στο Las Vegas μπορεί να βρεθεί μέσα στις αίθουσες των καζίνο, οι καταναλωτές τυχερών παιχνιδιών νιώθουν μια συντροφικότητα μεταξύ τους, το καζίνο τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί με απλές χειρονομίες όπως κερασμένα ποτά και την ψευδαίσθηση της ελευθερίας γύρω από τα τραπέζια των παιχνιδιών όπου όλοι αντιμετωπίζονται σαν ίσοι (Miles 2004). Είναι λοιπόν μια πόλη της υπερβολής, δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα των θετικών και αρνητικών της καταναλωτικής πόλης η οποία προσφέρει πολλά μα στο τέλος μπορεί μόνο να απογοητεύσει. Δεν προσφέρει καταναλωτική ελευθερία αλλά ελευθερία ώστε να μπορεί ο καθένας να υποδουλωθεί στην κατανάλωση.
Ίσως η πιο σωστή περιγραφή της πόλεις των τυχερών παιχνιδιών είναι αυτή των Horkheimer και Adorno, ¨ …είναι μια πόλη που διαρκώς κλέβει από τους καταναλωτές της αυτό που διαρκώς τους υπόσχεται. Σο ερώτημα είναι ,όπως το θέτει ο Hannigan (1998) αν θα μπορέσει η βιομηχανία της διασκέδασης να κάνει την πόλη του εικοστού πρώτου αιώνα πιο βιώσιμη ή αν θα επιταχύνει τον κατακερματισμό και την απώλεια της κοινότητας, γνωρίσματα της πρόσφατης αστικής ιστορίας. Σο τίμημα της οικονομικής επιτυχίας είναι μια πόλη διασκεδαστική που δεν την απασχολούν τα προβλήματα του κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού. Είναι μια πόλη που προσποιείται πως όλα πηγαίνουν καλά για να υποστηρίξει την κατανάλωση της εικόνας της.15
15
87
Steven Miles & Malcolm Miles, Consuming Cities, 2004, σελ. 108
Η κατανάλωση του χώρου: πόλεις θεάματα και πολιτιστικός τουρισμός. Ο τουρισμός είναι ένας τρόπος ψυχαγωγίας και συλλογής εμπειριών ιδιαίτερα διαδεδομένος στον δυτικό κόσμο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο μαζικός τουρισμός της περιόδου μετά την βιομηχανική επανάσταση οδήγησε στη άνθιση της τουριστικής βιομηχανίας και ακολούθως στην κατασκευή και εκμετάλλευση πολλών ξενοδοχείων ιδιαίτερα στις ακτές της μεσογείου, μετατρέποντας παραθαλάσσια ψαροχώρια και μικρά γραφικά χωριά σε τουριστικούς προορισμούς. Εκτός όμως από τον μαζικό τουρισμό αναπτύχθηκε και ο τομέας του πολιτιστικού, εκπαιδευτικού τουρισμού, που βασιζόταν σε ολιγοήμερα ταξίδια σε περιοχές πολιτιστικού, ιστορικού ενδιαφέροντος όπως το Παρίσι, η Ρώμη, η Υλωρεντία, η Βαρκελώνη, η Βιέννη, η Βουδαπέστη ή η Νέα Τόρκη και προσέφερε ένα νέο είδος διακοπών για την μεσαία τάξη. Παρόλο που ο τουρισμό έγινε κατά κάποιο τρόπο πιο δημοκρατικός, με το να είναι πιο προσιτός σε περισσότερους ανθρώπους, αναπαράγει ακόμα τις κοινωνικές διαφορές μέσα από τις διαφορετικές επιλογές που προσφέρει. Κατά τον Urry είναι γεγονός πως η κατανάλωση γίνεται με βάση την κοινωνική ομάδα και δεν είναι ατομική επιλογή και
υποστηρίζει πως η κατανάλωση όσο αφορά τον τουρισμό συγκεκριμένα δεν αναλώνεται στην αγορά αλλά χρειάζεται δουλειά ώστε αυτό που αποκτήθηκε να μετατραπεί σε αντικείμενο που μπορεί να καταναλωθεί. Σο εισιτήριο, το ξενοδοχείο, το γεύμα είναι το μέσω για να καταναλώσουμε κάτι άλλο. Αυτό το ‘κάτι άλλο ΄ είναι η παρατήρηση συγκεκριμένων αντικειμένων (αποβάθρες, παλιά κτήρια, αντικείμενα τέχνης, τοπίων ). Σο βλέμμα του τουρίστα όμως στις μέρες μας είναι όλο και περισσότερο κατευθυνόμενο, οι διαφημίσεις και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κάθε χώρο και τα πράγματα που περιμένουμε από αυτόν. Έτσι στο βιβλίο Consuming places ο Urry ορίζει το βλέμμα του τουρίστα ως ¨…αποκομμένο από την καθημερινή ζωή και την ρουτίνα και υποστηρίζει πως οι χώροι επιλέγονται σαν αντικείμενα αυτού του ‘ βλέμματος ΄ γιατί υπάρχει μια προσμονή, ιδιαίτερα μέσα από την φαντασία και την ονειροπόληση, για έντονες συγκινήσεις (Urry 1995). Οι Steven και Malcolm Miles εστιάζοντας στην παθητικότητα του σημερινού τουρίστα βλέποντας τον ως έναν άλλο πλάνητα, flâneur του Baudelaire (Miles 2004, 69), καθώς είναι αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα γύρω του παρατηρώντας τα πάντα ψάχνοντας
88
την ιδανική σκηνή για να αποθανατίσει, πίσω από τον φωτογραφικό του φακό παίρνει απόσταση από τις σκηνές που ζει, αναγάγει την σκηνή που παρακολουθεί σε τέχνη και αφαιρεί έτσι τους ηθικούς φραγμούς, είναι σαν να βλέπει τηλεόραση. Ψς κομμάτι της αγοράς το ανεξάρτητο ταξίδι υπόκειται και αυτό στους κανόνες της αγοράς η μόνη διαφορά είναι αυτή πως δίνει την ψευδαίσθηση της προσωπικής επιλογής και της μη υποταγής στη τουριστική βιομηχανία. (Miles 2004). Επίσης είναι ενδιαφέρον το πώς αντιμετωπίζεται το έτερο, το άλλο, το διαφορετικό από τους τουρίστες στον χώρο μόνιμης κατοικίας τους και στο χώρο διακοπών. Παρατηρείται λοιπόν πως η διαφορετικότητα, όταν μιλάμε για ανθρώπους, θεωρείται επικίνδυνη όταν βρίσκεται κοντά μας, αλλά όταν παρουσιάζεται ως κάτι μακρινό και προσφέρεται προς πολιτιστική κατανάλωση γίνεται επιθυμητή και ασφαλής Η τουριστική βιομηχανία συγκεντρώνει φαντασιώσεις και τις πουλά και όπως κάθε βιομηχανία επιδιώκει την μεγιστοποίηση των κερδών, έτσι προωθεί την τυποποίηση του προϊόντος, τουρισμού. Ο George Ritzer υποστηρίζει πως οι κοινωνίες τυποποιούνται όλο και περισσότερο στον σύγχρονο κόσμο και βλέποντας την τυποποίηση του φαγητού ως
εικόνα 67_Πύργος Agbar, Βαρκελώνη
89
προέκταση της γραμμής παραγωγής της περιόδου της παγκοσμιοποίησης και ορίζει τα βασικά στοιχεία της διαδικασίας τυποποίησης, (1) αποδοτική χρήση των πόρων, (2) δυνατότητα υπολογισμού του κόστους και των περιθωρίων, (3) η δυνατότητα πρόβλεψης και ελέγχου του τελικού προϊόντος και (4) στην περίπτωση του φαγητού, αυτοματοποιημένες τεχνολογίες. (Ritzer 2000). Η βιομηχανία του τουρισμού από το 1960 έως σήμερα έχει γιγαντωθεί και απασχολεί περισσότερους των διακοσίων πενήντα εκατομμυρίων εργαζομένων. Από το 1990 παρατηρείται ένα γενικευμένο αίσθημα νοσταλγίας που προκαλείται από τις βιομηχανίες που κλείνουν, ¨καθώς η Αγγλία απόβιομηχανοποιήται γεννάται μια νέα βιομηχανία η οποία ανακατασκευάζει στο ‘αυθεντικό’ τους ύφος τους χώρους εργασίας τα σπίτια και τους δρόμους της βιομηχανικής εποχής.¨ (Urry 1990, 124) Οι Steven και Malcolm Miles αναφέρουν πως ¨πιο συχνά ακόμα από τα βιομηχανικά μουσεία συναντούμε περιοχές κληρονομιάς που επαναχρησιμοποιούνται σαν πολιτιστικές περιοχές, όπως το Albert Dock στην πόλη του Liverpool, επίσης στην βόρεια Αμερική υπάρχουν επανασχεδιασμοί ιστορικών περιοχών με σαφή εμπορικό χαρακτήρα όπως το South Street Seaport στην πόλη της Νέας Τόρκης, το
Baltimore’s Harborplace και το Faneuil Hall Marketplace στην πόλη της Βοστόνης. λα τα παραπάνω περιλαμβάνουν ποικιλία καταστημάτων λιανικής πώλησης που εστιάζουν στο τουριστικό εμπόριο και είναι σχεδιασμένα σύμφωνα με την υποτιθέμενη ιστορία του τόπου. Γίνεται σαφές πλέον πως ο πολιτιστικός τουρισμός χρησιμοποιεί θεματικά πάρκο με ύφος εστιασμένο στην ιστορία του τόπου εγκατάστασης αλλά με σκοπό την προσέλκυση επισκεπτών και τελικά την κατανάλωση. Η επιτυχία αυτών των χώρων και άλλων αντίστοιχων ενθάρρυνε την ανάπτυξη του τουρισμού πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά για την Boyer ¨… το να ιστορικοποιούμε σημαίνει να αποξενώνουμε…¨ (Boyer 1992). Για την ίδια ¨…το Faneuil Hall Marketplace δεν είναι παρά ένα συλλογικό ενθύμιο των ταξιδιών και της περιπέτειας, των εξωτικών αντικειμένων και του εμπορίου…¨(Boyer 1992). Ουσιαστικά αυτοί οι χώροι προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ευχάριστη εικόνα του παρελθόντος, χωρίς να παρουσιάζουν τις πτυχές αυτές που δεν είναι ευχάριστες, όπως τις κακές συνθήκες εργασίας ή τις απεργίες και την εγκληματικότητα, αποσιωπούν τις προσωπικές ιστορίες αυτών που έζησαν εκεί, υποκαθιστούν τα πάντα με μια νοσταλγική διάθεση. Φωρίς επικίνδυνα νοήματα, με εργατικούς αγώνες και βομβαρδισμένα τοπία
90
να μασκαρεύονται αποστειρωμένα περιβάλλοντα με μόνο τελικό σκοπό να ενθαρρύνουν την κατανάλωση. Φαρακτηριστικό είναι πώς οι ευρωπαϊκές χώρες κάθε χρόνο διαγωνίζονται για τον τίτλο της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, έναν τίτλος που έχει ωθήσει πολλές στο να αποκτήσουν πολιτιστικές γειτονιές, να μεταμορφώσουν ολοκληρωτικά την πολιτιστική τους βάση, και κατ’ επέκταση την εικόνα τους στο διεθνή χώρο. Ένα παράδειγμα πόλης στην οποία ο πολιτιστικός τουρισμός, είτε αυτός εκφράζεται ως ολιγοήμερες διακοπές είτε ως επαγγελματικό ταξίδι, ή τόπος διεξαγωγής ενός συνεδρίου, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της είναι η Βαρκελώνη.
χώροι και ένα «ισπανικό χωριό» στον λόφο του Montjuic. Η Βαρκελώνη έχει μια ιστορία δημοκρατικού σχεδιασμού, από το 1959 και το σχέδιο του Cerda και την βόρεια επέκταση της πόλης (Eixample). Σο ήθος του σχεδίου του Cerda ήταν βαθιά φιλελεύθερο παρέχοντας αξιοπρεπείς κατοικίες ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, δημόσιες υπηρεσίες και μεταφορές και ποικιλία στις χρήσεις των διαφόρων χώρων και στα μεγέθη των κατοικιών. Η φιλελεύθερη πολιτική σχεδιασμού συνεχίστηκε και κατά τα έργα αστικής ανανέωσης που ανέλαβε η πόλη στο πλαίσιο της διοργάνωσης των ολυμπιακών αγώνων του 1992. Πέρα από την κατασκευή του ολυμπιακού χωριού σε εγκαταλελειμμένες περιοχές του σιδηροδρόμου και του λιμανιού, η πόλη ανέλαβε την κατασκευή πάνω από εκατό μικρών έργων βελτίωσης, πολλά από τα οποία προσέφεραν νέους δημόσιους χώρους, διάσπαρτων σε όλες τις συνοικίες της (Chirardo 1996). μως μετά τους ολυμπιακούς αγώνες έγινε φανερή η αλλαγή στρατηγικής στην προώθηση της πόλης σε τρεις συγκεκριμένες ζώνες ανάπλασης, (1) στην πολιτιστική συνοικία el Raval γύρω από το μουσείο σύγχρονης τέχνης της Βαρκελώνης (MACBA), (2) στην προέκταση της ανάπλασης του παραλιακού μετώπου από το ολυμπιακό χωριό ως την περιοχή St Adria de Besos στο βορειοανατολικό
Βαρκελώνη Η Βαρκελώνη (Barcelona) είναι μια πόλη της Ισπανίας, πρωτεύουσα της κοινότητας (comunitat) της Καταλονίας, με μακρά ιστορία. Κατά το 1900 η πόλη είχε ισχυρή αστική τάξη εμπόρων και βιομηχάνων που επέτρεψε την ανάπτυξη των τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Σο 1929 η πόλη έφτασε το 1.000.000 πληθυσμό. Σον ίδιο χρόνο φιλοξένησε την Διεθνή Έκθεση, ένα πολύ σημαντικό γεγονός της εποχής, για το οποίο δημιουργήθηκαν πολλοί ειδικοί εκθεσιακοί
91
όριο της πόλης για την προετοιμασία του παγκόσμιου συνεδρίου πολιτισμού του 2004, και (3) στην τοποθεσία μια ζώνης οικονομίας και γνώσης στην εργατική συνοικία Poble Nou πίσω από το παραλιακό μέτωπο. Σο el Raval γίνεται ένας χώρος τελειωμένος, οι δρόμοι και τα κτίρια του μετατρέπονται σε ένα σκηνικό για την πολιτιστική και επαγγελματική αφρόκρεμα και την δημόσια παρουσία της. Ο εμφανής σχεδιασμός των χώρων και η ηθελημένη αισθητική και όχι η σταδιακή υιοθέτηση μιας συνολικής εικόνας μέσα από την καθημερινότητα και την τριβή της, κάνει της επαφή του επισκέπτη με τον τόπο παθητική, καταναλώνει τον χώρο αλλά δεν αλληλεπιδρά με αυτόν(Miles 2004). Ο κίνδυνος στο el Raval είναι μήπως η τοπική κουλτούρα υποταχθεί στην διεθνή εμπορική κουλτούρα.16 Επίσης το κτήριο Forum που χτίστηκε για το παγκόσμιο συνέδριο πολιτισμού του 2004 θεωρείται η νέα εικόνα της Βαρκελώνης. χεδιασμένο από τους Herzog and De Meuron αποτέλεσε το σύμβολο των τότε εκδηλώσεων, έχοντας μια μορφής, που καλώς ή κακώς διχάζει τις τοπικές κοινότητες, από το τέλος του συνεδρίου και μέχρι σήμερα έχει μείνει άδειο, κενό χρήσεων και δραστηριοτήτων. Σο παράδειγμα εικόνα 68_ Sagrada Familia, Βαρκελώνη
16
92
Steven Miles & Malcolm Miles, Consuming Cities, 2004, σελ. 66
του Forum δείχνει πως οι επενδύσεις δεν πρέπει να απευθύνονται μονάχα σε ένα κοινό επισκεπτών, σαν θεατρικές παραστάσεις, αλλά να αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της πολιτιστικής δραστηριότητας της πόλης και να απευθύνονται κυρίως στον τοπικό πληθυσμό. Γενικά η επιβολή μιας συγκεκριμένης και ελεγχόμενης αισθητικής σε έναν χώρο, πράγμα που γίνεται πολύ συχνά πλέον στις αστικές αναπλάσεις για να μπορεί ο χώρος αυτός να καταναλώνεται πιο εύκολα στην πολιτιστική αγορά, τείνει να οδηγεί στην τυποποίηση, στην απαλοιφή του τοπικού χρώματος και των διαφορών που είναι και η βάση προώθησης του τουρισμού, είναι μια διαδικασία λοιπόν που αυτοαναιρείται. Σελικά ο πολιτιστικός τουρισμός μπορεί να είναι μια διαδικασία που προωθεί και ορισμένες φορές εξασφαλίζει την ανάπτυξη αλλά είναι βασικό να συνδυάζεται με στρατηγικές αναβάθμισης των τοπικών κοινοτήτων.
Dubai Η πόλη του Dubai αποτελεί ένα φαινόμενο του 21ου αιώνα, όπου από ένα μικρό κέντρο εμπορίου, πριν από σαράντα χρόνια, έφτασε να είναι σήμερα ένας διεθνής ταξιδιωτικός κόμβος, τουριστικός προορισμός με ξενοδοχεία επτά αστέρων, μνημειώδη εμπορικά κέντρα και τεχνητά νησιά. Σο Dubai συνεχίζει να εξαπλώνεται με τεράστιους ρυθμούς, ο πληθυσμός του οποίου το 2006 αριθμούσε πάνω από 1,300,000 κατοίκους σε σύγκριση με το 1975 που αριθμούσε μόλις 18,000. Σα όριά του περικλείουν περίπου 70 τ. χλμ., έκταση που σχεδόν υπερδιπλασιάστηκε από τότε που η ραγδαία ανάπτυξη του δεν είχε αρχίσει ακόμα. Σο Dubai είναι μια από τις επτά πολιτείες της ένωσης αραβικών εμιράτων (UAE), όπου από ένα μικρό χωριό στα μέσα του 18ου αιώνα , άρχισε σύντομα να συσσωρεύει έναν κοσμοπολίτικο πληθυσμό που ερχόταν από την Περσία, την Ινδία, και άλλες αραβικές χώρες, ελπίζοντας στην εύρεση ευκαιριών. Οι πρώτοι άποικοι ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος αναλφάβητοι νομάδες που πέρασαν τις ζωές τους ταξιδεύοντας στην έρημο. Αφού έφυγαν οι Βρετανοί βασίστηκαν στην εξόρυξη πετρελαίου αποκτώντας έτσι αρκετό πλούτο. τις αρχές του 1990 η στρατηγική της οικονομίας της περιοχής άλλαξε όταν οι κεφαλαιοκράτες αντιλήφτηκαν
93
πως το πετρέλαιο θα τελείωνε κάποτε, και έστρεψαν έτσι το ενδιαφέρον τους στον τουρισμό, που αποτελεί μια πιο σταθερή αξία στην οικονομία. Σο Dubai είχε λιγότερο πετρέλαιο σε σχέση με το γειτονικό Abu Dhabi - έτσι ο σεΐχης Maktoum αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα εισοδήματα του για να χτίσει κάτι που θα διαρκούσε. Θα έχτιζε μια πόλη για να είναι κέντρο του τουρισμού και των οικονομικών υπηρεσιών, που θα απορροφούσε κεφάλαιο και ταλέντο από όλο τον κόσμο. Προσκάλεσε τον κόσμο για να έρθει αφορολόγητος - και ήρθαν στα εκατομμύριά τους, πλημμυρίζοντας το τοπικό πληθυσμό, τα οποία αποτελούν τώρα ακριβώς 5 τοις εκατό του πληθυσμού. Σο Dubai έγινε το κέντρο των τηλεπικοινωνιών και μέσων οικονομίας και εμπορίας ακινήτων, όπου πλούσιοι αγοραστές από όλο τον κόσμο αγόραζαν κομμάτια γης προς ανάδειξη της οικονομικής τους δύναμης. Σο φαινόμενο αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές από το γεγονός ότι πολλοί είναι αυτοί που επιθυμούν να αγοράσουν από ένα μικρό νησί, του συμπλέγματος νησιών World, που το κάθε ένα έχει το περίγραμμα από μια χώρας της υδρογείου. Αυτό είναι ο ορισμός της τριτογενούς παραγωγής, της παροχής δηλαδή υπηρεσιών, που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τίποτε άλλο από life style. Ένας λοιπόν που θέλει
εικόνα 69_ χέδιο Dubai
94
αγοράζει ένα από τα μικρά «πλωτά οικόπεδα», αγοράζει στην ουσία τον τίτλο του κατόχου μιας «χώρας». Έχει καθιερωθεί λοιπόν η αξία του να είσαι ότι μπορείς να αγοράσεις. Αντίστοιχη περίπτωση κατασκευής τεχνητού νησιού, το οποίο θα αποτελεί και το μεγαλύτερο τεχνητό νησί στον κόσμο, είναι και η επιθαλάσσια κατασκευή Palm, που θα έχει παραλίες συνολικού μήκους 120 χλμ., 2000 βίλες, πάνω από 40 ξενοδοχεία εμπορικά κέντρα, θαλάσσια πάρκα κ.α. Βλέπουμε όμως ότι το Dubai γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα σκηνικό, ένα τεράστιο «Mall» που πουλάει θεάματα και εντυπώσεις χρησιμοποιώντας την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική. Οδηγεί τα τεχνάσματα των θεματικών πάρκων ένα βήμα πιο πέρα. Ενώ στα θεματικά πάρκα έχουμε φαντασιακά σκηνικά, στο Dubai το σκηνικό αυτό έχει γίνει μοναδική βιώσιμη πραγματικότητα, θέαμα που κατοικείται, σαν να ζεις στη Disneyland. Από τα μέσα κιόλας του 1990 μέχρι σήμερα 275 ξενοδοχεία και 96 ξενοδοχεία διαμερισμάτων έχουν ανοίξει ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι η κατασκευή του λιμανιού κρουαζιερόπλοιων, το 2001, βοηθώντας πάρα πολύ στην εισροή ξένου κεφαλαίου. Σο 2005 άνοιξε το Mall of the Emirates που διαθέτει πίστα σκι και μελλοντικά πρόκειται να αποκτήσει ένα θεματικό πάρκο (dubailand). Επίσης πρόκειται να γίνουν
επενδύσεις σε τομείς που προωθούν δραστηριότητες αγροτουρισμού και πολιτιστικού τουρισμού. Λόγω της υπερβολικά μεγάλης θερμοκρασίας, είναι λογικό να μην υπάρχουν εξωτερικοί δημόσιοι χώροι παρά μόνο κλειστοί κοινόχρηστοι χώροι που κλιματίζονται, οι οποίοι όμως ενώ παρουσιάζονται ως δημόσιοι, στην πραγματικότητα είναι ιδιωτικοί και συνήθως σκοπεύουν στην κατανάλωση. Σην ίδια τακτική χρησιμοποιούν και τα εμπορικά στα οποία τα αίθρια και οι ενδιάμεσοι χώροι των καταστημάτων αποκτούν δημόσια ταυτότητα. Άλλη μια ομοιότητα που παρατηρείται είναι η έλλειψη της εγκληματικότητας, για τον λόγω του ότι όλοι οι χώροι συσσώρευσης κεφαλαίου είναι ιδιωτικοί και κλειστοί έχοντας στην υπηρεσία τους κάποια ιδιωτική πάλι ασφάλεια. Είναι μια πόλη που φτιάχτηκε από το τίποτα μόλις σε 3 δεκαετίες στηριζόμενη στο χρήμα, την καταστολή και τη σκλαβιά. Σο Dubai είναι μια εικόνα του πώς μπορεί να καταλήξει ο νεοφιλελεύθερος διεθνοποιημένος κόσμος. την ουσία είναι τρείς διαφορετικές πόλεις, οι οποίες βρίσκονται η μια μέσα στην άλλη. Τπάρχουν οι ξένοι επιχειρηματίες που ζουν εκεί, υπάρχει το Εμιράτο, που άρχεται από σεΐχη Mohammed και τέλος ο ξένος αδικημένος πληθυσμός που χτίζει την πόλη, και είναι παγιδευμένος εδώ. υναντώνται μέσα στην πόλη
95
κατευθυνόμενοι από τους ανωτέρους τους. Αυτό όμως δεν είναι αντιληπτό από άλλους τους κατοίκους της πόλης, ή απλά εθελοτυφλούν μέσα σε ένα καθεστώς προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου, που τους μαθαίνει ότι ο σεΐχης είναι αυτός που έχτισε την πόλη. Ο τόπος κατοικίας όλων των εργατών, οι οποίοι ανέρχονται γύρω στους 300,000, είναι το Sonapur, ένα συνονθύλευμα από ερειπωμένα και ίδια κτήρια. την μεταμοντέρνα εποχή της κατανάλωσης οι πόλεις μπορούν να υπάρξουν παντού γιατί δεν στηρίζονται στην περιοχή και στο τοπικό περιβάλλον αλλά εντάσσονται στο δίκτυο παγκόσμιων πόλεων και τροφοδοτούνται από αυτό. Φωρίς εξωτερικές εισροές δεν θα υπήρχαν.
Κατανάλωση και εμπορικά κέντρα (Malls) Η διάδοση των εμπορικών σε όλο τον κόσμο έκανε μεγάλο πλήθος ανθρώπων να γνωρίσουν και να υιοθετήσουν καταναλωτικά μοντέλα που άρρηκτα συνδέουν την κατανάλωση με την διαφορετικότητα και την ευχαρίστηση. Η μετατροπή της αγοράς ενός προϊόντος σε ευχαρίστηση που μπορεί να λάβει χώρα ανεξαρτήτως περιοχής οδήγησε στο επόμενο στάδιο του εμπορικού, το ‘αυθόρμητο εμπορικό’ είναι η διαδικασία κατά την οποία αστικοί χώροι μετατρέπονται σε εμπορικά χωρίς την ανέγερση νέων κτιρίων ή την ύπαρξη υπευθύνων ανάπτυξης. Πρόσφατα αρκετές πόλεις έχουν προχωρήσει στον επαναπροσδιορισμό συγκεκριμένων περιοχών απλά ορίζοντας τους δρόμους ως αποκλειστικά για την χρήση πεζών, επιτρέποντας την ανάπτυξη της αγοράς στα σημεία αυτά. Ιστορικά οι υπεύθυνοι ανάπτυξης μελετούν και χωρίζουν τις προαστιακές περιοχές για να δημιουργήσουν νέα καταναλωτικά περιβάλλοντα. Φρησιμοποιώντας αλληλεπικαλυπτόμενους κύκλους για να συμβολίσουν την περιοχή επιρροής του κάθε εμπορικού και αλλάζοντας το μέγεθος των κύκλων αυτών και το κέντρο τους ανάλογα με δημογραφικές έρευνες, εντοπίζουν σε ποιες περιοχές υπάρχουν καταναλωτικές ανάγκες που
96
δεν ικανοποιούνται και μετά προχωρούν στον πολλαπλασιασμό των εμπορικών στις περιοχές αυτές. Σο μέγεθος και η κλίμακα ενός εμπορικού λοιπόν αντανακλά τον ελάχιστο αριθμό πιθανών καταναλωτών που ζουν στην ακτίνα επιρροής του και που θα του επιτρέψουν να έχει κέρδος. Έτσι τα εμπορικά ‘της γειτονιάς’ εξυπηρετούν ένα τοπικό αγοραστικό κοινό σε ακτίνα τριών κόμμα δύο χιλιομέτρων, τα εμπορικά ‘της κοινότητας’ απευθύνονται σε μια ακτίνα από τέσσερα κόμμα οκτώ έως οκτώ χιλιόμετρα, η επόμενη βαθμίδα που αριθμεί τουλάχιστον δυόμιση χιλιάδες , τα εμπορικά της περιφέρειας, που περιέχουν τουλάχιστον εκατό μαγαζιά και δύο πολυκαταστήματα, συγκεντρώνει καταναλωτές από μέχρι και τριάντα δύο χιλιόμετρα μακριά, ενώ η βαθμίδα των τριακοσίων περίπου ‘υπέρ – περιφερειακών’ εμπορικών, που περιέχουν τουλάχιστον πέντε πολυκαταστήματα έως και τριακόσια μαγαζιά, εξυπηρετούν μέχρι και εκατόν εξήντα χιλιόμετρα. Σέλος τα μέγα εμπορικά που απευθύνονται στο διεθνές αγοραστικό κοινό. Αυτή η στόχευση ακριβείας του καταναλωτή ξεκίνησε την δεκαετία του 1980, όταν τα εμπορικά πλησίασαν το σημείο κορεσμού. Σότε χτίσθηκαν εξειδικευμένα εμπορικά χωρίς πολυκαταστήματα ενώ σε αστικά περιβάλλοντα τα εμπορικά υιοθέτησαν πιο συμπαγείς κατακόρυφες μορφές
εικόνα 70_ Σεχνητή πισίνα σε εμπορικό κέντρο
97
με πολυώροφους χώρους στάθμευσης (Eaton Centre, Toronto – Beverly Centre, Los Angeles). Σα εμπορικά κέντρα για να επιβιώσουν σε ζώνες υψηλών ενοικίων προσέθεσαν ξενοδοχεία και γραφεία για να γίνουν κέντρα των περιοχών (Triumph Tower, Fifth Avenue – Water Tower Place, North Michigan Avenue). Ενώ στις ΗΠΑ ιστορικά κτίρια και ιστορικές περιοχές, ανακαινισμένα βιομηχανικά κτίρια (Cannery, Ghirardelli Square San Francisco), παλιές αποβάθρες (North Pier, Chicago) και κυβερνητικά κτίρια (Old Post Office, Washington D.C.). Οι παραλλαγές των εμπορικών είναι ατελείωτες, αλλά όποια μορφή και αν υιοθετεί το σύστημα, το μήνυμα που προβάλει είναι το ίδιο, μια συνεχής προσταγή για κατανάλωση. Σα καταναλωτικά ήθη έχουν διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας καθώς ο πολιτισμός, ο ελεύθερος χρόνος, ο έρωτας, η πολιτική και ακόμη και ο θάνατος έχουν μετατραπεί σε προϊόντα, η κατανάλωση επηρεάζει όλο και περισσότερο τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον κόσμο. Σα εμπορικά, ως κεντρικά ιδρύματα στη σφαίρα της κατανάλωσης, διαρκώς αναδιατάσσουν τα προϊόντα και τις συμπεριφορές σε νέους συνδυασμούς που επιτρέπουν στα εμπορεύματα να εισχωρήσουν ακόμα πιο πολύ στις ζωές μας.
το σύγχρονο καταναλωτικό περιβάλλον που ο William Leiss έχει χαρακτηρίσει ως ‘υψηλής έντασης αγοραστικό σκηνικό’ (high-intensity market setting). Βομβαρδισμένος από πλήθος μηνυμάτων σχετικά με το τι έχει ανάγκη ο καταναλωτής φτάνει στο εμπορικό με ένα μπερδεμένο σύμπλεγμα αναγκών. Εκεί βρίσκεται μπροστά σε τεράστιο εύρος προϊόντων, που το καθένα υπόσχεται εξειδικευμένη ικανοποίηση, ο καταναλωτής αναγκάζεται να τεμαχίσει τις ανάγκες του σε όλο και μικρότερα κομμάτια. Σο εμπορικό επιμηκύνει τον χρόνο τις περιπλάνησης ανάμεσα σε προϊόντα και της παρατήρησής τους, την φανταστική εισαγωγή της απόκτησης, το εμπορικό ενθαρρύνει την λεγόμενη ‘γνωστική απόκτηση’ δηλαδή οι καταναλωτές να αποκτούν νοερά προϊόντα ερχόμενοι σε επαφή με αυτά και γνωρίζοντας της ιδιότητές τους. Η ταυτότητα στιγμιαία αποκρυσταλλώνεται και ταυτοχρόνως η εικόνα μιας μελλοντικής ταυτότητας ξεκινά και παίρνει μορφή. Η ατελείωτη ποικιλία αντικειμένων όμως σημαίνει πως η ικανοποίηση θα παραμένει πάντα εκτός εμβέλειας. Η φυσική οργάνωση του εμπορικού, οι περιορισμένες είσοδοι, οι κυλιόμενες σκάλες που τοποθετούνται στο τέλος των διαδρόμων, σιντριβάνια και καθίσματα προσεκτικά τοποθετημένα, όλα χρησιμεύουν στο να
98
δελεαστεί ο καταναλωτής μέσα στα μαγαζιά και να ελεγχθεί η κυκλοφορία στους επαναλαμβανόμενους διαδρόμους των καταστημάτων. πως υποστηρίζει ο John Didion το εμπορικό είναι ένα εθιστικό περιβαλλοντικό ναρκωτικό όπου ‘κάποιος κινείται για ώρα σε υδάτινη αιώρηση, όχι μόνο φωτός αλλά και κρίσης, όχι μόνο κρίσης αλλά και ταυτότητας’. Ο William Kowinski αναγνωρίζει και ονομάζει mal de mall το αντιληπτικό παράδοξο που εγείρεται από τον ταυτόχρονο ερεθισμό και νάρκωση , το οποίο προκαλεί αποπροσανατολισμό, άγχος και απάθεια. Οι καταναλωτές δεν αντιλαμβάνονται αυτά τα συμπτώματα ως αρνητικά και ο χρόνος επίσκεψης από είκοσι λεπτά έχει αυξηθεί σε σχεδόν τρεις ώρες. Σα εμπορικά κατάφεραν να έχουν εμπορική επιτυχία χρησιμοποιώντας μια πλειάδα στρατηγικών που όλες βασίζονται στην έμμεση εμπορευματοποίηση (indirect commodification), μια διαδικασία με την οποία μη εμπορεύσιμα αντικείμενα, δραστηριότητες και εικόνες τοποθετούνται ηθελημένα στον καταναλωτικό κόσμο του εμπορικού. Σο βασικό εμπορικό αξίωμα είναι αυτό του παρακείμενου θεάματος, όπου τα πιο ανόμοια αντικείμενα προσφέρουν αλλήλοις υποστήριξη όταν τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο. Ο Richard
Sennett εξηγεί αυτή την ενέργεια ως την προσωρινή αναστολή της χρηστικής αξίας ενός αντικειμένου, την αφαίρεση του από το συναφές του πλαίσιο κάνοντας το απρόσμενο και επομένως ερεθιστικό. Σα θεάματα οφείλουν πολλά στο έργο της Disney-land και στην τηλεόραση. Οι δραστηριότητες που παλαιότερα βλέπαμε μόνο στα θεματικά πάρκα τώρα συναντώνται και στα εμπορικά, είναι γεγονός πως οι δύο μορφές συγκλίνουν, τα εμπορικά διασκεδάζουν ενώ τα θεματικά πάρκα λειτουργούν ως μεταμφιεσμένοι χώροι κατανάλωσης. Ενώ όμως τα εσωτερικά, κλειστά εμπορικά αναιρούν τις έννοιες του χώρου του χρόνου και του καιρού, η Disney-land αναιρεί και την έννοια της πραγματικότητας. Κάθε γεωγραφική, πολιτιστική ή μυθική τοποθεσία, εμπνευσμένη από λογοτεχνικά κείμενα, ιστορικές περιγραφές ή φουτουριστικές ουτοπίες μπορεί να σχεδιαστεί ως σκηνικό διασκέδασης. Οι αλλεπάλληλες εναλλαγές διαφορετικών εικόνων μπορούν όμως να φορτίσουν τόσο πολύ την σχέση καταναλωτή και προϊόντος που ο καταναλωτής να αποπροσανατολιστεί και να οδηγηθεί σε αγοραστική παράλυση. Αυτό το ενδεχόμενο κάνει τους χώρους ηρεμίας, όπως είναι τα υδάτινα πάρκα και τα ξενοδοχεία, απαραίτητους, ακόμα και το εμπορικό που
99
περιέχει τα πάντα πρέπει να αναγνωρίσει τα όρια της ανθρώπινης αντίληψης. Επειδή όμως αυτή η εικονογραφία των εμπορικών έχει αρκετούς επικριτές ο υπεύθυνος ανάπτυξης James Rouse διεύρυνε τον ορισμό του προσκείμενου θεάματος (adjacent attraction) ώστε να μπορούν να περιλαμβάνονται αυθεντικοί ιστορικοί και γραφικοί χώροι στο εμπορικό. Αυτά τα εμπορικά απορρίπτουν την αρχιτεκτονική της ομοιογένειας υπέρ του μοναδικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης περιοχής πολλαπλασιασμένο με τη βοήθεια εξατομικευμένων σχεδίων. Αυτές οι ιστορικές, γραφικές περιοχές χρησιμοποιούν πολιτιστικές δράσεις, όπως μουσεία, ιστορικά πλοία, για να δελεάσουν τους καταναλωτές και να προκαλέσουν προβλεπόμενες καταναλωτικές συμπεριφορές.
West Edmonton Mall Σο εμπορικό κέντρο West Edmonton έχει έκταση ανάλογη 48 οικοδομικών τετράγωνων και είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο και αποτελεί την τελευταία ενσάρκωση ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος εμπορίας και ανάπτυξης. Κυριαρχεί στην τοπική οικονομία και το εμβαδόν του ισοδυναμεί με σχεδόν ολόκληρη την επιχειρηματική ζώνη της πόλης του Edmonton. Η ένταξη όλο και περισσότερων προγραμμάτων στο εμπορικό έχει επεκτείνει το ωράριο λειτουργίας του στο εικοσιτετράωρο. Περισσότεροι από δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι εργάζονται στα καταστήματά του, στις υπηρεσίες και στα γραφεία, πολλοί από τους οποίους περνούν και τον ελεύθερο χρόνο τους εκεί. πως και σε κάθε μεγάλο εμπορικό, έτσι και σ’ αυτό η σύγχυση υπάρχει σε κάθε επίπεδο. Σο παρελθόν και το μέλλον συγκολλούνται χωρίς νόημα στο παρόν και τα στεγανά μεταξύ αληθινού και ψεύτικου, κοντινού και μακρινού, αίρονται καθώς η ιστορία, η φύση, και η τεχνολογία αδιάκριτα μπλέκονται από την μηχανή φαντασίας του εμπορικού. μως αυτή η φαινομενικά τυχαία συλλογή εικόνων συγκεντρώθηκε με ένα συγκεκριμένο σκοπό, να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του εμπορικού πως περιέχει όλο τον κόσμο.
100
Οι ισχυρισμοί πως όλως ο κόσμος βρίσκεται μέσα στο εμπορικό ως στόχο έχουν να δηλώσουν εμμέσως πως τα προϊόντα εντός του εμπορικού αντιπροσωπεύουν μια αφθονία και ποικιλία τεράστιών διαστάσεων. την πραγματικότητα όμως η σύνθεση του εμπορικού από αλυσίδες αμερικάνικων και καναδικών καταστημάτων και λιγοστών καταστημάτων που εμπορεύονται τα τοπικές προϊόντα επαναλαμβάνει με αυστηρότητα το εύρος των προϊόντων που προσφέρονται και από κάθε άλλο εμπορικό. Είναι γεγονός πώς κάθε εμπορικό παρουσιάζει ένα ξεχωριστό μίγμα καταστημάτων και ενοικιαστών, το οποίο καθιερώνεται και διατηρείται με την χρήση περιοριστικών μισθώσεων που περιέχουν ρήτρες. Οι διαχειριστές των εμπορικών διαρκώς επαναδιαπραγματεύονται το μίγμα αυτό των καταστημάτων ώστε να προσαρμόζεται στα διαρκώς μεταβαλλόμενα μοτίβα κατανάλωσης. Γενικά μπορούμε να πούμε όμως πως τα διαφορετικά εμπορικά παρουσιάζουν διαφορετικές διατάξεις του ίδιου πράγματος, η προφανής ποικιλομορφία προσπαθεί να κρύψει την θεμελιώδη ομοιογένεια. Σέλος όσο η συσσώρευση πολλών και διαφορετικών δραστηριοτήτων στο εμπορικό εντείνεται και με την προσθήκη κατοικιών, μπορεί
να οδηγήσει σε μία αυτοδύναμη μονάδα, μια νέα δηλαδή μορφή πόλης.
101
υμπεράσματα Αρχίζοντας από τις διαφορές της μοντέρνας και της μεταμοντέρνας πόλης παρατηρούμε ότι στον αστικό ιστό η μοντέρνα πόλη προωθούσε τον διαχωρισμό της πόλης σε λειτουργίες, ενώ η μεταμοντέρνα επιδιώκει τον πολυχρηστικό χώρο. την μοντέρνα πόλη υπήρχε ένα κυρίαρχο κέντρο εμπορίου σε σύγκριση με τα πολλά θεματικά εμπορικά της μεταμοντέρνας. την μοντέρνα βιομηχανική πόλη όσο απομακρυνόμασταν από το κέντρο η αγοραστική αξία της γης μειωνόταν, ενώ τώρα με τις υποδομές που έγιναν στα προάστια οι αξίες κυμαίνονται ανάλογα με τις υποδομές της εκάστοτε τοποθεσίας. τη μεταμοντέρνα πόλη το κεφάλαιο συγκεντρώνεται ακόμη περισσότερο στα χέρια ολοένα και πιο λίγων, κάτι που έχει σαν αντίκτυπο την πιο έντονη συσσώρευση φτώχειας. Οι εργάτες της καταναλωτικής κοινωνίας ζουν κρυμμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία (Dubai), η ταινία Metropolis του Lang αποδεικνύεται προφητική μόνο που ο εργάτης πλέον δεν βαρυγκωμά πάω στα γρανάζια της τεράστιας μηχανής μα χτίζει, επιδιορθώνει και κρατά λαμπερή την καταναλωτική ουτοπία των λίγων. την εποχή της βιομηχανίας οι πόλεις σχεδιάζονται εξολοκλήρου σαν σύνολα και ο χώρος παίρνει μορφή για να καλύψει τις
κοινωνικές ανάγκες, ενώ αντίθετα στην καταναλωτική εποχή σχεδιάζονται επεμβάσεις σε τμήματα πόλεων για λόγους αισθητικής. την αρχιτεκτονική οι διαφορές αυτές εκφράζονται μέσω του ύφους και της γλώσσας που χρησιμοποιεί το κτήριο. Έτσι ενώ στις μοντέρνες πόλεις έχουμε μια λειτουργική αρχιτεκτονική η απλούστευση των μορφών καθώς επίσης και κοινό ύφος των κτηρίων είναι ζητούμενο, στην μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική προάγεται ο εκλεκτικισμός, ο συνδυασμός δηλαδή των στυλ, στοχεύοντας σε μια θεαματική αρχιτεκτονική πολύπλοκων μορφών. την μεταμοντέρνα πόλη χρησιμοποιείται η κληρονομιά, πολιτιστική ή ιστορική, λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό. σον αφορά στη διαχείριση των πόλεων το μοντέρνο κίνημα στόχευε στην ανακατανομή του πλούτου και παρείχε στους πωλητές κοινωνικές υπηρεσίες. Απ’ την άλλη το μεταμοντέρνο ιδιωτικοποίησε τις δημόσιες υπηρεσίες, μετατρέποντας τις κοινωνικές υπηρεσίες σε αγοραστικό αγαθό. Η οικονομία της μεταμοντέρνας πόλης στηρίζεται στην παροχή υπηρεσιών και στην ευέλικτη παραγωγή σε εξειδικευμένες αγορές, στις τηλεπικοινωνίες, είναι παγκοσμιοποιημένη και γενικότερα στρέφεται γύρω από την κατανάλωση. Η μοντέρνα οικονομία είναι βιομηχανική, μεγάλης κλίμακας και στηρίζεται στην μαζική παραγωγή. την
102
μοντέρνα κοινωνία υπήρχε διαχωρισμός σε κοινωνικές τάξεις ανάλογα με την οικονομική δύναμη και οι κοινωνικές αυτές τάξεις εσωτερικά χαρακτηρίζονται από μεγάλη ομοιογένεια, ενώ στην καταναλωτική κοινωνία η διαφοροποίηση του life style, στο εσωτερικό της μεσαίας και της αστικής τάξης, ατών που στην ουσία καταναλώνουνε, είναι μεγάλη.
αγαθά και ιδέες, ουσιαστικά καθιστά απαραίτητο ένα υλικό αγαθό ώστε το άτομο να ορίζει τον εαυτό του. Είσαι ότι καταναλώνεις. Έτσι σε αυτό το καταναλωτικό περιβάλλον η λειτουργικότητα φαίνεται να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Σο θεαματικό, οι πολύπλοκες μορφές, οι συμβολισμοί και γενικότερα η εικονοπλαστική αρχιτεκτονική κυριαρχεί, πίσω από τις λαμπερές προσόψεις προωθείται σταθερά η υποτακτικότητα της κατανάλωσης. Οι λαμπερές αυτές όψεις αποπροσανατολίζουν και δελεάζουν, δημιουργούν ένα περιβάλλον που η κατανάλωση είναι φυσική διαδικασία. Διαμορφώνει τις ανάγκες της κοινωνίας μετατρέποντας διαρκώς το μη επιθυμητό σε αναγκαίο. την μεταμοντέρνα πόλη όπου τα πάντα είναι προϊόντα η λειτουργικότητα έγκειται στο κατά πόσο κάτι ‘πουλάει’. Εφόσον κάτι ‘πουλάει’ είναι λειτουργικό. Η χρηστικότητα πλέον δεν σημαίνει λειτουργικότητα. Η λειτουργικότητα δεν έχει υποταχθεί στην μορφή, την χρησιμοποιεί ώστε να επιτελέσει τον πρωταρχικό λειτουργικό της στόχο, την κατανάλωση.
υμπερασματικά από την παραπάνω έρευνα παρατηρούμε ότι η αποβιομηχάνιση στα αστικά κέντρα δεν είναι αποτέλεσμα τοπικών συνθηκών όπως νόμων, συνδικαλισμού ή επιλογών κάποιων βιομηχάνων να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους αλλού. Εξετάζοντας το φαινόμενο αυτό στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος, γίνεται φανερό πως η από-βιομηχάνηση αποτελεί φυσική εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας. Εξ ορισμού, το σύστημα αυτό κινείται και εξελίσσεται με γνώμονα του το κέρδος και άρα είναι αυτό που ενθαρρύνει τον κάθε βιομήχανο να μεταφέρει την επιχείρησή του σε χώρες με φτηνότερα εργατικά χέρια και να διοχετεύει τα προϊόντα του σε αστικά κέντρα, που είναι σε θέση να απορροφήσουν όλο και περισσότερο όγκο, αχρείαστων κατά βάση, προϊόντων. Για να απορροφηθούν όλα αυτά τα προϊόντα η διαφήμιση δημιουργεί συσχετισμούς ανάμεσα σε
103
ημειώσεις CITE LINEAIRE INDUSTRIELLE Παρόλο που οι προτάσεις για την ιδανική πόλη της παραγωγής στην οβιετική Ένωση δεν υλοποιήθηκαν, οι βασικές αρχές του σχεδιασμού τους επηρέασαν τον σχεδιασμό των βιομηχανικών πόλεων. Φαρακτηριστικό παράδειγμα η παρακάτω πρόταση του Le Corbusier. Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα της εργασίας της ομάδας Ascoral, που ήταν μια επέκταση της ομάδας Ciam στη Γαλλία. την πρόταση με τίτλο "Les trois Etablissements humains" περιείχε τις απεικονίσεις που παρουσιάζονται εδώ σχετικά με τη γραμμική βιομηχανική πόλη, (το "πράσινο- εργοστάσιο"), τη μονάδα γεωργικής εκμετάλλευσης και την ακτινωτήομόκεντρη πόλη η οποία επικεντρώνεται στην ανταλλαγή των αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών (κυβέρνηση, τέχνη, σκέψη, εμπόριο). Εστιάζοντας στην γραμμική βιομηχανική πόλη του Le Corbusier παρατηρούμε ότι παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το αντίστοιχο οβιετικό μοντέλο. Βλέπουμε λοιπόν την παράλληλη τοποθέτηση των ζωνών του οικισμού με τον αυτοκινητόδρομο που ενώνει τις ομόκεντρες πόλεις. Απ’ την άλλη όμως διακρίνουμε μια βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο προτάσεις στον τρόπο που τοποθετείται η ζώνη
εικόνα 71
104
παραγωγής. την οβιετική Ένωση τα εργοστάσια ήταν προσανατολισμένα προς την διεύθυνση του δρόμου και υπήρχε δυνατότητα επέκτασης κατά μήκος αυτού και του σιδηρόδρομου ενώ στην πρόταση του Le Corbusier ο χώρος τον εργοστασίων είναι συγκεντρωμένος σε μεγάλες μονάδες, κατανεμημένες σε τακτά διαστήματα δίπλα στον δρόμο.
εικόνα 72 Α. Η οικογενειακή κατοικία με την μορφή μικρών σπιτιών σε οριζόντιες κηπουπόλεις Β. Η οικογενειακή κατοικία με την μορφή μικρών σπιτιών σε κατακόρυφες κηπουπόλεις C. Η πορεία προς το εργοστάσιο D. Η πορεία μεταξύ κατοικιών και κοινωνικών υπηρεσιών E. H πορεία μόνο για πεζούς F. Η πράσινη προστατευτική ζώνη που διαχωρίζει τις κατοικίες από τη ζώνη του εργοστασίου G. Ο τομές των κοινωνικών υπηρεσιών μακριά από τις κατοικίες (σχολεία, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία, γήπεδα)
105
Arturo Soria Τ Mata (1882) Ο Ισπανός πολεοδόμος, Arturo Soria Τ Mata (1882), ήλπιζε ότι «η πόλη θα αστικοποιήσει τη χώρα», και έτσι κατέθεσε πρόταση για επέκταση της πόλης της Μαδρίτης στην οποία θέτει έναν κεντρικό άξονα κίνησης-μεταφορών και εγκαταστάσεων, ο οποίος μπορεί να επεκταθεί επάπειρον και εκατέρωθεν αυτού οργανώνει κατοικίες σε οικοδομικά τετράγωνα διαστάσεων 50m x 200m (Εικόνα 73). Οι τριγωνικές επιφάνειες που θα σχηματίζονταν από τις συνδέσεις των υφιστάμενων πόλεων θα δίνονταν στη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή. Η βασική του ιδέα είναι ότι κάθε κάτοικος βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την ύπαιθρο και τα δίκτυα μεταφορών. Οι γραμμικές αυτές πόλεις θα έλυναν το πρόβλημα της άναρχης μετακίνησης πληθυσμού από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Προκειμένου να επιτύχει τα οφέλη από το συνδυασμό της μητρόπολης με τη φυσικά και ηθικά υγιή επαρχία, όταν εξέδωσε το άρθρο του «linear city » στο ισπανικό έντυπο EL Progreso το 1882, περιέγραψε τη λύση του ως εξής: «Μια μελλοντική πόλη, τα άκρα της οποίας θα μπορούσαν να είναι η Καντίζ και η Αγία Πετρούπολη, ή οι Βρυξέλλες. Ανάμεσα από τις απέραντες ζώνες για την κυκλοφορία τραίνων και τραμ, τις σωλήνες ύδρευσης και αέριου, τα κανάλια ηλεκτρικής ενέργειας και τις δεξαμενές, θα βρίσκονται οι κήποι, οι κενοί χώροι, τα κτήρια για τις δημόσιες υπηρεσίες, την υγιεινή, την υγεία, την αστυνομία κλπ. και σχεδόν όλα τα σύνθετα προβλήματα που παράγονται από τους ογκώδεις πληθυσμούς της αστικής ζωής μας θα επιλύονταν αμέσως...»
εικόνα 73
106
Ξένη Βιβλιογραφία
Ελληνική Βιβλιογραφία:
Aymonino C. 1979, Κυριαρχία και υποτέλεια, η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης, μετάφραση Π. Λαζαρίδης, Αθήνα Benevolo, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη – Η Δυναμική των Αλλαγών - Κοινωνική Προέλευση της ύγχρονης Πολεοδομίας, μετάφραση Π. Λαζαρίδης, Αθήνα Cook Daniel Tomas 2008, Lived experiences of public consumption, Palgrave Macmillan Crawford M. 1992, The World in a Shopping Mall, Variation on a Theme Park M. Sorkin, New York Noonday Press Eaton R. 2002, Ideal Cities , Utopianism and the (Un)Built Environment Eckardt Frank/ Hassenpflug Dieter 2003, Consumption and the Post-Industrial City, Peter Lang GmbH Garnier T. 1983, Η βιομηχανική πόλη: η αρχή της λειτουργικής πολεοδομίας, Εκδώσεις ΚΑΡΑΓΚΟΤΝΗ , Αθήνα Kopp A. 1976, Πόλη και Επανάσταση, μετάφραση Π. Λαζαρίδης, Νέα ύνορα Kotkin S. 1995, Magnetic Mountain - Stalinism as a Civilization, University of California Press Mark Jayne 2006 Cities and Consumption, London Routledge Miles S.M. 2004, Consuming cities, Palgrave McMillan Miliutin N.A. 1974, SOTSGOROD - the problem of building socialist cities, μετάφραση Arthur Sprague, THE MIT PRESS CAMBRIDGE Peterson Mark 2006, Consumption and Everyday Life, London Routledge
Μούλιας Φρ. 2000, ΣΟ ΛΙΜΑΝΙ ΣΗ ΣΑΥΙΔΑ ΠΑΣΡΑ 18281900, περί τεχνών, ΠΑΣΡΑ Παπαευθυμίου Ξ. 2007, ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΚΑ ΚΣΗΡΙΑ ΣΗ ΔΤΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ, ΣΟ ΔΟΝΣΙ αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ
WEB Οργανισμός
Λιμενος Πατρών (http://www.patras port.gr/el/organization/history.html)
Building the workingman's paradise: the design of American company towns (http://books. google.gr/books?id=0tePM56xz-UC&printsec= frontcover&dq=Bulding+the+Workingman%27s+Para dise#v=onepage&q=&f=false) Charles Fourier (http://web.tiscali.it/icaria/ urbanistica /fourier/fourier.htm) United Arab Emirates yearbook 2005 (http://books. google.gr/books?id=75VA3rU2sVQC&pg=PT191&dq =dubai+city+plan&lr=#v=onepage&q=dubai%20cit y%20plan&f=false) Dubai (http://books.google.gr/books?id=AlcQHnLYXRAC &pg=PA49&dq=dubai+city+plan&lr=#v=onepage& q=dubai%20city%20plan&f=false)
Tourism Impacts, Planning and Management
(http://books.google.gr/books?id=ODfLpsSPssC&pg=PA125&dq=dubai+city+plan&lr=#v=one page&q=dubai%20city%20plan&f=false)
Planning Middle Eastern cities: an urban kaleidoscope in a globalizing world
(http://books.google.gr/books?id=53berPgLcOEC& pg=PA182&dq=dubai+city+plan&lr=#v=onepage& q=dubai%20city%20plan&f=false)
107
Εικόνα 41: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 42: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 43: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 44, 45: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 46: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 47: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 48: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 49, 50: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 51: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 52: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 53: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 54: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 55: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 56: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 57: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 58-65: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 66-68: προσωπικό αρχείο Εικόνα 68-71: Miliutin N.A. 1974, SOTSGOROD - the problem of building socialist cities, μετάφραση Arthur Sprague, THE MIT PRESS CAMBRIDGE
Εικονογράφηση Εικόνα 1: Kopp A. 1976, Πόλη και Επανάσταση, μετάφραση Π. Λαζαρίδης, Νέα ύνορα Εικόνα 2-4: http://web.tiscali.it/icaria/urbanistica/ fourier/fourier.htm Εικόνα 5: http://www.eliillinois.org/30108_87/thetown/ Εικόνα 6-7: http://web.tiscali.it/icaria/urbanistica/ fourier/fourier.htm Εικόνα 8: Garnier T. 1983, Η βιομηχανική πόλη: η αρχή της λειτουργικής πολεοδομίας, Εκδώσεις ΚΑΡΑΓΚΟΤΝΗ , Αθήνα Εικόνα 9-13: Miliutin N.A. 1974, SOTSGOROD - the problem of building socialist cities, μετάφραση Arthur Sprague, THE MIT PRESS CAMBRIDGE Εικόνα 14: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 15: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 16, 17: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 18: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 19: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 20, 21: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 22: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 23: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 24: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 25: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 26-33: Προσωπικό αρχείο Εικόνα 34: αραφόπουλος Ν. 2008, ΙΣΟΡΙΚΟ ΛΕΤΚΟΜΑ ΑΦΑΩΚΗ ΒΙΟΜΗΦΑΝΙΑ 1825-1975, ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΠΑΣΡΨΝ, ΠΑΣΡΑ Εικόνα 35-40: Προσωπικό αρχείο
108