Παραμυθοφτερουγίσματα

Page 1

Σχολικές δραστηριότητες ∆.Π.Ε. Ρεθύµνης

Παγκρήτια δράση «Παραµυθοφτερουγίσµατα»

Ρέθυµνο 2011 – 2012

1


Λίγα λόγια για τη δράση… Στο πλαίσιο της παραγωγής πεζού λόγου, προφορικού και γραπτού, µέσα από το παραµύθι, οι Δ/νσεις Π/θµιας Εκπ/σης Ν. Ηρακλείου, Λασιθίου, Ρεθύµνης και Χανίων – Γραφεία Σχολικών Δραστηριοτήτων σε συνεργασία µε τα ΚΑΠΗ και παραµυθάδες των κατά τόπους περιοχών διοργανώθηκε η Παγκρήτια δράση, η οποία αφορά στην καταγραφή και συγγραφή παραµυθιού, µε τίτλο:

«Παραµυθοφτερουγίσµατα» Οι µαθητές όλων των τάξεων της Π/θµιας Εκπ/σης που θα εκδηλώσουν ενδια-

φέρον (Νηπιαγωγεία και όλες οι τάξεις των Δηµοτικών Σχολείων) κλήθηκαν: α) είτε να δηµιουργήσουν δικά τους, πρωτότυπα παραµύθια, β) είτε να καταγράψουν ένα προφορικό λαϊκό παραµύθι. Και στις δυο περιπτώσεις οι µαθητές µπορούσαν να δουλέψουν σε οµάδες ανά τµήµα, ενώ, προαιρετικά, να εικονογραφήσουν την πιο ενδιαφέρουσα σκηνή του. Κατά τη διάρκεια του 2ου φεστιβάλ δραστηριοτήτων Ρεθύµνης «Πελάγη δηµιουργίας», οι αφηγητές παραµυθιών Μαρία Τσουκνάκη, Αλκης Πασχαλίδης και Γεωργία Φραγκιαδάκη Λουκά, αφηγήθηκαν σε παιδιά και µεγάλους που παραβρέθηκαν το Σάββατο στην εκδήλωση για το παραµύθι, «Το σχολείο του δάσους» του Γ2 από το 9ο Δ.Σ. Ρεθύµνου και «Ο Οικο-Τάλως» της Α & Β τάξης του Δ.Σ. Σισών. Στο Ρέθυµνο ανταποκρίθηκαν το Δ.Σ. Σισών και το 9ο Δ.Σ. Ρεθύµνου. Η δηµιουργία του συγκεκριµένου ψηφιακού βιβλίου στο οποίο περιλαµβάνονται τα παραµύθια που γράφτηκαν ή καταγράφηκαν από τα παιδιά αποτελεί την επιβράβευση της προσπάθειας των µαθητών, ενώ στην τελευταία σελίδα υπάρχει ενθύµιο συµµετοχής για να συµπληρωθεί από κάθε µαθητή. Το βιβλίο µπορεί να εκτυπωθεί και να µοιραστεί στους συµµετέχοντες µαθητές, ανάλογα µε τη δυνατότητα της κάθε σχολικής µονάδας ή να τους παραχωρηθεί ψηφιακό αντίγραφο.

2


9ο Δηµοτικό σχολείο Ρεθύµνου – Γ2 Το σχολείο του δάσους Δυστυχώς το καλοκαίρι τελείωσε!

Ο

Σεπτέµβρης

έφτασε και τα σχολεία ανοίγουν. Στο σχολείο του δάσους όλα είναι έτοιµα για να υποδεχτεί

τους

µαθητές,

παλιούς και νέους. Η δασκάλα τους η κουκουβάγια ήταν αυστηρή και περίµενε να δει αν τα µικρά ζωάκια έκαναν τις καλοκαιρινές εργασίες που τους είχε δώσει. «Πόσα απ’ αυτά θα σκέφτηκαν τα µαθήµατα µέσα στις διακοπές τους; Λίγο δύσκολο» σκεφτόταν και πετούσε ανήσυχη!! Η µικρή χελώνα ξεκίνησε από το βράδυ για να φτάσει στην ώρα της. Δεν ήθελε να καθυστερήσει την πρώτη µέρα του σχολείου. Η µαµά λαγουδίνα ξύπνησε νωρίς νωρίς για να ετοιµάσει το γιο της. Το λαγουδάκι θα πήγαινε για πρώτη φορά στο σχολείο και έπρεπε να το συµβουλέψει, γιατί ήταν λίγο ζωηρό. Ο µικρός κάστορας που ήταν απ’ αυτούς που καθυστερούσε, ξύπνησε νωρίτερα για να πλύνει τα δόντια του. Η µαµά ελαφίνα είπε στο µικρό της, που ήταν από τους καλύτερους µαθητές, να προσέχει φέτος µε τα κέρατα του, γιατί έχουν µεγαλώσει. Το µικρό αρκουδάκι έφαγε βιαστικά το µέλι του και ξεκίνησε για το σχολείο. Μέσα στο δάσος ακούγονταν από παντού κραυγές, τιτιβίσµατα και µια απίστευτη φασαρία που δεν έχει καµία σχέση µε τη γαλήνη και την προηγούµενη ηρεµία του. Όλα τα ζώα µαζεύτηκαν στην αυλή του σχολείου. Τα µεγάλα ζώα έφτιαχναν τις δικές τους παρέες και συζητούσαν µεταξύ τους. Τα µικρά έτρεχαν από δω κι εκεί. Κάπου σε µια µικρή άκρη µόνος του και λυπηµένος καθόταν ο σκαντζόχοιρος. Με µάτια βουρκωµένα παρακολουθούσε τα άλλα ζώα. Κανένας δεν τον

3


πλησίαζε, γιατί φοβόντουσαν µην τσιµπηθούν µε τα αγκάθια του και κάποια δεν ήθελαν ούτε και να τον βλέπουν. Οι µέρες περνούσαν χωρίς να αλλάξει κάτι στο σχολείο του δάσους. Μια µέρα όµως, τα πουλιά πέταξαν ανήσυχα και φοβισµένα από πάνω τους. Σίγουρα κάποιο κακό ερχόταν. Πραγµατικά, ένας παράξενος θόρυβος πλησίαζε. Χωρίς να το καταλάβουν, µερικά ζώα βρέθηκαν παγιδευµένα µέσα σ’ ένα µεγάλο δίχτυ. Μάταια προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Τρείς µεγαλόσωµοι άντρες µε όπλα πετάχτηκαν από το µεγάλο τους φορτηγό και σκόρπισαν τον τρόµο. «Τσίρκο Μοντένικο» έγραφε στο πλάι του φορτηγού. Χωρίς να το καταλάβουν το λιονταράκι, ο µικρός ελέφαντας, τα µαϊµουδάκια, το ελαφάκι και η µικρή καµηλοπάρδαλη βρέθηκαν αιχµαλωτισµένα σ’ ένα µεγάλο σιδερένιο κλουβί. Τα υπόλοιπα που σώθηκαν, έτρεξαν φοβισµένα. Έκλαιγαν απαρηγόρητα για την τύχη των φίλων τους. Δεν µιλούσε κανένας. Μόνο ο σκαντζόχοιρος έµεινε ψύχραιµος και φώναξε σ’ όλους για να τους δώσει θάρρος: «Μη φοβάστε. Πρέπει να οργανωθούµε, να βρούµε ένα σχέδιο και να τους σώσουµε» Όλα τα ζώα συµφώνησαν µαζί του. Το καθένα είπε τη δική του ιδέα και µονοµιάς το σχέδιο απελευθέρωσης ήταν έτοιµο. Αθόρυβα, πλησίασαν το φορτηγό. Οι τρεις άντρες ήταν έτοιµοι να φύγουν. Πρώτος ανέλαβε δράση ο ασβός. Η απαίσια µυρωδιά του ήταν γνωστή κι αφόρητη σε όλους. Καθώς πλησίαζε στο µεγάλο αυτοκίνητο, οι άνθρωποι έτρεξαν πανικόβλητοι να αποµακρυνθούν. Μετά, ήταν η σειρά του σκαντζόχοιρου. Με τα αγκάθια του τρύπησε τα λάστιχα του φορτηγού. Ο κάστορας ήταν αυτός που θα απελευθέρωνε τους φίλους τους. Με τα κοφτερά δόντια του έσπασε την κλειδαριά του κλουβιού κι έτσι τα ζώα ξέφυγαν τρέχοντας. Έτρεξαν όλα µε όση δύναµη είχαν και χάθηκαν βαθιά στο δάσος, Σταµάτησαν µόνο όταν ήταν σίγουρα ότι δεν κινδύνευαν. Το λιονταράκι σαν πρόεδρος του σχολείου πήρε το λόγο: «Ευχαριστούµε πολύ το σκαντζόχοιρο που µας έσωσε. Πήραµε το µάθηµα µας. Αν και δεν κάναµε παρέα, δεν παίζαµε µαζί του, δεν δεχόµασταν τη διαφορετικότητα του, τον κοροϊδεύαµε, αυτός όχι µόνο δεν κράτησε κακία, αλλά είναι και ο µεγάλος µας ήρωας»!!! Κι όλα τα ζώα, φώναξαν το όνοµα του σκαντζόχοιρου τόσο δυνατά, που ακούστηκε σ’ όλα τα δάση της γης!!!!

4


3/θ Δ.Σ. Σισών Μυλοποτάµου - Α΄& Β΄ τάξη Ο Οικο-Τάλως Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα όµορφο µικρό χωριό και σε ένα ακόµη πιο όµορφο µικρό σπιτάκι, ζούσε η Νέλα, µία καλόψυχη και καλόχαρη µικρή κοπέλα. Κάθε πρωί νωρίς νωρίς έπαιρνε την τσαντούλα της και πήγαινε στο µεγάλο το σχολείο µε το λεωφορείο. Βλέπετε, το χωριό της ήταν τόσο µικρό που δεν είχε µεγάλο σχολείο και έπρεπε να πάρει το λεωφορείο για να πάει στο µεγάλο το χωριό, που είχε σχολείο για µεγάλους. Τη Νέλα όµως δεν την πείραζε αυτό. Της άρεσε να ταξιδεύει µε το λεωφορείο, να βλέπει τη φύση να ξυπνά και να κάνει παρέα µε τα υπόλοιπα παιδιά. Το µόνο που τη στεναχωρούσε ήταν τα σκουπίδια που έβλεπε στο δρόµο και στη φύση. Μια µέρα ξεκίνησε και πάλι πρωί πρωί, µπήκε στο λεωφορείο και κοίταξε από το παράθυρο. Και τι να δει!!! Σωρός από κουτάκια

αλουµινίου

στην άκρη του δρόµου! «Μα τι κατάσταση είναι αυτή;» σκέφτηκε. «Κάτι πρέπει να γίνει αµέσως!» και άρχισε να σχεδιάζει στο µυαλουδάκι της… «Το βρήκα!» φώναξε µετά από λίγο. Οι φίλες της την κοίταξαν µε απορία, τα αγόρια άρχισαν να γελάνε. «Σας αρέσει αυτή η κατάσταση;» τους ρώτησε. «Να είναι σε αυτή την κατάσταση η φύση µας, το σπίτι µας και εµείς να µην κάνουµε τίποτα»; Όλοι άρχισαν να κοιτάζουν έξω από τα παράθυρά τους. Μετά από λίγο ένας ένας απαντούσε όχι. «Κάτι πρέπει να κάνουµε» τους είπε. «Και νοµίζω πως βρήκα τι είναι αυτό! Οι µεγάλοι δε θα µας δώσουν σηµασία παρά µόνο αν κάνουµε κάτι µεγάλο, κάτι στο οποίο δε θα µπορέσουν να γυρίσουν την πλάτη τους, κάτι που θα κοιτάζουν και θα ξανακοιτάζουν και θα τους θυµίζει την ιστορία µας, την εξέλιξή µας, το µέλλον µας. Θα τους θυµίζει ότι η ανακύκλωση είναι πολύ ση-

5


µαντική για το δικό µας µέλλον. Έτσι, θα το σκέφτονται καλύτερα όταν παρατάνε τα σκουπίδια τους και µάλιστα σκουπίδια που δεν ανακυκλώνονται δεξιά και αριστερά», τους είπε. «Και πώς θα γίνει αυτό;» ρώτησε ο Πέτρος. «Τόσα και τόσα λέγονται κάθε µέρα για την ανακύκλωση και πάλι δεν ενδιαφέρονται. Πώς θα τα καταφέρουµε εµείς;» ρώτησε και η Μαρία. «Αυτή τη φορά δε θα µιλήσουµε εµείς. Θα µιλήσει ένας γίγαντας για µας.» είπε η Νέλα. «Ένας γίγαντας;» ρώτησε η Φρόσω. «Ναι, ένας γίγαντας. Ένας παλιός γίγαντας, το πρώτο ροµπότ της µυθολογίας, ο Τάλως» είπε µε ένα χαµόγελο που έφτανε µέχρι τα αυτιά της. «Σα να µου φαίνεται ότι ο πολύς καθαρός αέρας σε έχει πειράξει Νέλα µου. Πού θα τον βρούµε εµείς τον Τάλω; Θα τον καλέσουµε µέσα από το βιβλίο της ιστορίας;» ρώτησε ο Γιώργος. «Δε θα τον βρούµε πουθενά και φυσικά δε θα τον καλέσουµε. Θα τον φτιάξουµε! Θα µαζέψουµε όλα αυτά τα αλουµινένια κουτάκια που καθηµερινά πετάνε οι γονείς µας ως άχρηστα και θα φτιάξουµε το δικό µας Οικο-Τάλω. Και αυτή τη φορά ο Τάλως δε θα διώχνει τους ξένους µακριά από την Κρήτη, αλλά θα θυµίζει σε όλους τους Κρητικούς πόσο όµορφος είναι ο τόπος µας και πώς πρέπει να τον φροντίζουµε. Τι λέτε; Συµφωνείτε;» τους ρώτησε. «ΝΑΙ!!!!»,

είπαν

όλοι µε µια φωνή και µόλις σχόλασαν και γύρισαν στο χωριό άρχισαν να µαζεύουν κουτάκια από παντού. Χωρίστηκαν σε οµάδες και άρχισαν να κολλάνε ένα ένα τα µέρη του σώµατος του Οίκο-Τάλω. Ξεκίνησαν από τα πόδια, συνέχισαν µε τη µέση, κόλλησαν και τα χέρια, το λαιµό και ένα µεγάλο αστείο κεφάλι. Σε λίγες µέρες ο Οίκο-Τάλως ήταν έτοιµος. Τα παιδιά τον κοίταζαν µε καµάρι. Ήταν τόσο µεγάλος που δεν ήξεραν πώς να τον µετακινήσουν. Τότε ο Θωµάς είπε την ιδέα του: «Ξέρω τι πρέπει να κάνουµε! Θυµάστε τις ρόδες ποδηλάτου που βρήκαµε στα σκουπίδια; Αυτές θα κολλήσουµε στα πόδια του και θα τον πάµε σπρώχνοντας στην είσοδο του χωριού». Έτσι κι έκαναν. Καθώς προχωρούσαν στο χωριό σπρώχνοντας τον Οίκο- Τάλω όλοι τους κοίταζαν παραξενεµένοι. Τα παιδιά τους εξηγούσαν χαµογελώντας. Ένας παππούλης που καθόταν σε ένα καφενείο είπε γελώντας: «Μου φαίνεται

6


πως τα παιδιά κατάφεραν να µας βάλουν τα γυαλιά και τα αλουµινένια κουτάκια». Οι κάτοικοι του χωριού ντροπιασµένοι µε την απερισκεψία τους άρχισαν και αυτοί να µαζεύουν κουτάκια και να τα βάζουν στον Τάλω. Το παράδειγµά τους ακολούθησαν κι άλλοι κι άλλοι από όλη την Κρήτη. Έβαλαν τόσα πολλά που έγινε τεράστιος, τόσο τεράστιος που µπορούσαν να τον δουν από όλο το νησί. Κανείς δεν ξαναπέταξε σκουπίδι στο δρόµο. Αρκούσε µία µατιά προς τα πάνω και ο Οίκο-Τάλως τους θύµιζε το καθήκον και την υποχρέωσή τους να αφήσουν ένα όµορφο και καθαρό τόπο στα παιδιά τους. Η Νέλα και οι φίλοι της

αποφάσισαν

να

βρουν και άλλους τρόπους ανακύκλωσης µε γυαλί,

µε

χαρτί,

µε

πλαστικό, ακόµη σκέφτονται και σχεδιάζουν και ελπίζουν κι άλλοι κι άλλοι άνθρωποι να αρχίσουν να βλέπουν τον

Οίκο-Τάλω

από

άλλα νησιά και από άλλες χώρες. Γι’ αυτό και το δικό µας παραµύθι δεν τελειώνει µε τη γνωστή φράση «Ζήσαν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα»… το δικό µας παραµύθι δε σταµατά εδώ… συνεχίζεται µε κάθε νέο τρόπο ανακύκλωσης! Όπως ξέρετε ο Τάλως ο αληθινός είχε µία αδυναµία. Το καρφί στον αστράγαλό του. Η δική µας αδυναµία είναι ο άνθρωπος που ξεχνά τη φύση, πέφτει µε τα µούτρα στον υπολογιστή, στην τηλεόραση και στα βιντεοπαιχνίδια και ξεχνά την αληθινή οµορφιά. Ξεχνά την υποχρέωσή του στη φύση και στα παιδιά του! Ο Οίκο-Τάλως είναι εδώ για να του το θυµίζει….

7


3/θ Δ.Σ. Σισών, Μυλοποτάµου – Γ & Δ τάξη Το µαυριδερό αγόρι (Ειρήνη Ρασούλη) Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και µια βασίλισσα που δεν είχανε παιδιά. Μια µέρα λέει η βασίλισσα στο βασιλιά: - Να πας να πάρεις ένα παιδί από το ορφανοτροφείο να το έχουµε δικό µας; Ο βασιλιάς λοιπόν την άλλη µέρα πήγε και πήρε ένα αγόρι που ήτανε λιγάκι µαυριδερό. Όταν όµως µπήκε το αγοράκι στην οικογένεια, η βασίλισσα έµεινε έγκυος και έκανε ένα κοριτσάκι. Μια µέρα τους λέει ένας µάγος: - Το αγοράκι που έχετε στο σπίτι σας θα µεγαλώσει και θα παντρευτεί το κοριτσάκι σας. Τότε πάλι η βασίλισσα είπε στο βασιλιά: - Παναγιά µου, εγώ την κόρη µου δεν την παντρεύω µε µαυριδερό αγόρι γι’ αυτό να πας να το σκοτώσεις! Λέει ο βασιλιάς: - Δε θα το σκοτώσω γιατί το λυπάµαι, αλλά θα πάω να το εξορίσω να µην ξαναέρθει στο σπίτι! Μια µέρα βάζουνε νερό σε ένα µπουκάλι, ελιές, τυρί, ψωµί σε ένα δοχείο, τα βάζουν στο άλογο και φεύγουν πολύ µακριά. Προχωρούσαν όλη τη µέρα και όταν νύχτωσε είπε ο βασιλιάς στο αγοράκι: - Εδώ θα κοιµηθούµε τώρα και το πρωί θα φύγουµε για την πόλη. Μόλις κοιµήθηκε το αγόρι, ο βασιλιάς πήρε το άλογο κι έφυγε. Το πρωί ξυπνάει το αγόρι και δεν βλέπει τον πατέρα του πουθενά. Όλη τη µέρα έκλαιγε και φώναζε. Το βράδυ πια πήγε και µπήκε σε ένα βάτο για να κοιµηθεί. Περνούσε ένας βοσκός από εκεί µε το σκύλο του και ο σκύλος άκουσε τη µυρωδιά του αγοριού και άρχισε να γαβγίζει δίπλα από το βάτο. Το αγόρι φοβήθηκε και άρχισε να φωνάζει στο βοσκό: - Πιάσε θείε το σκύλο σου να µη µε δαγκώσει! Τότε του λέει ο βοσκός: - Έλα παιδί µου να πάµε στη µάντρα να αρµέξουµε τις κατσίκες, να βγάλουµε το γάλα και να το κάνουµε τυρί να το φάµε. Τι γυρεύεις εδώ πέρα; - Ο πατέρας µου µε παράτησε εδώ κι έφυγε. Πέρασε πολύς καιρός και το αγόρι µεγάλωσε. Μια µέρα του φώναξε η τύχη του από τον ουρανό:

8


- Πήγαινε εκεί κάτω στο ποτάµι να πλυθείς και στη µέση σου σφιχτά να δέσεις µία ζώνη. Πήγε στο ποτάµι. Γέµισε το καβουσκάκι του µε νερό και πλύθηκε. Σαν επλύθηκε έγινε ένας ξανθός νέος ολόασπρος! Γύρισε πίσω στο παλάτι µετά και παρακάλεσε τον βασιλιά να τον πάρει εκεί ως κηπουρό να του ποτίζει τα λουλούδια, να σκαλίζει τους κήπους και άλλα. Ο βασιλιάς τον συµπάθησε και τον προσέλαβε ως κηπουρό. Το κοριτσάκι του βασιλιά είχε µεγαλώσει και µόλις είδε τον κηπουρό τον ερωτεύτηκε. Ο βασιλιά και η βασίλισσα τι θελα να κάνουνε, δώκανε την ευχή τους. Παντρεύτηκαν και την πρώτη νύχτα του γάµου τους την κλειδώνει σε ένα δωµάτιο για να κοιµηθούνε χώρια. Το πρωί το είπε στη µαµά της. Η βασίλισσα µόλις το άκουσε πήγε να τον βρει. Τον βρήκε σε ένα δωµάτιο και του λέει: - Γιατί παιδί µου κοιµήθηκες χώρια από τη γυναίκα σου; - Κρυωµένος είµαι και για να µην την κολλήσω κοιµηθήκαµε χωριστά. - Να σε τρίψω παιδί µου να γίνεις καλά. - Εκεί στον τοίχο έχει ένα φλασκάκι που έχει νερό. Τρίψε µε µε αυτό. Βγάζει η βασίλισσα νερό από το φλασκάκι να τον τρίψει και στη µέση του βλέπει µια µαύρη λωρίδα. Μόλις έβαλε το νερό άσπρισε. Λέει της βασίλισσας: - Το φλασκάκι αυτό το γνωρίζεις; - Ναι, µια φορά είχαµε εδώ ένα αγοράκι και σε αυτό το φλασκάκι του έβαζα νερό.

9


- Εγώ είµαι αυτό το αγοράκι και πήγα και πλύθηκα σε ένα καβουσάκι και µε αυτό το νερό έγινα τόσο άσπρος. - Αγόρι µου, δε χρειάζεται πια να πλένεσαι µε το νερό. Όπως και να είσαι εµείς σε αγαπάµε και σε θέλουµε κοντά µας. Ήταν λάθος µου να σκεφτώ έτσι. Όλοι οι άνθρωποι είµαστε ίσοι. Το χρώµα µας δεν έχει σηµασία. Στο τέλος όλοι αγαπήθηκαν. Ένα χρόνο µετά η βασιλοπούλα γέννησε ένα πανέµορφο µελαµψό αγοράκι µε καταγάλανα µάτια και ζήσαν αυτοί καλά και εµείς καλύτερα!!!

Δε θέλω πια να µάθω το µυστικό σου! (Γεωργία Νικόλ Νύκταρη) Τα πολύ παλιά χρόνια ζούσε ένας άνθρωπος που ξόδευε τα χρήµατά του για να αγοράζει λιβάνι. Μετά πήγαινε στην εξοχή, άναβε φωτιά και έκαιγε το λιβάνι και προσευχόταν στο Θεό. Ο Θεός όµως που τον έβλεπε από ψηλά, έστειλε τον άγγελό του να του δώσει ό,τι χάρη του ζητούσε. Ο άνθρωπος τότε ζήτησε για χάρη όταν µιλάνε τα ζώα, να ξέρει τι λένε. Τότε ο άγγελος του είπε: «Αυτή τη χάρη θα την έχεις, όµως δε θα την πεις σε κανένα, γιατί αν την πεις, θα πεθάνεις». Συµφώνησε ο άνθρωπος πως δε θα το έλεγε σε κανένα. Την άλλη µέρα το πρωί πήγε στο αµπέλι του για να σκάψει. Το µεσηµέρι πλάγιασε να ξεκουραστεί και άκουσε δυο κοράκια που φωνάζανε «κρακρα!!!». Σα να έλεγαν το ένα στο άλλο «Μήπως είναι ψόφιος; Κατέβα να τον τσιµπήσεις και αν είναι ψόφιος να έρθω κι εγώ να τον φάµε!». Ο άνθρωπος που ήξερε τι έλεγαν τα ζώα, µόλις κατέβηκε, το άρπαξε από την φτερούγα και το κοράκι φώναξε «κρα-κρα!!!». Σαν να έλεγε «Βοήθεια τι να κάνω; µε έπιασε!». Το άλλο κοράκι φώναξε «κρα-κρα!!!». - Κρα! Πιο πέρα έχει λίρες. - Αχ, και να µπορούσε να σε καταλάβει! Να τον πήγαινε πιο πέρα και αυτός θα σε άφηνε ελεύθερο. Ο άνθρωπος που ήξερε τι έλεγαν τα ζώα πήγε αµέσως εκεί που ήταν οι λίρες. Ο άνθρωπος άφησε ελεύθερο το κοράκι και µάζεψε δυο σακιά λίρες, τις φόρτωσε στο γαϊδουράκι του, γύρισε στο σπίτι του και είπε στη γυναίκα του: «Γυναίκα, κοίτα πολλές λίρες, πάµε να ψωνίσουµε ό,τι θέλουµε». Η γυναίκα αµέσως άρχισε τα ερωτήµατα… -Πού τις βρήκες; Ποιος στις έδωσε;

10


- Μη ρωτάς που τις βρήκα, γιατί αν σου πω το µυστικό µου θα πεθάνω. Θέλεις να πεθάνω; - Όχι, αλλά θέλω να µάθω που τις βρήκες. Έλα, καλέ, πες µου! Όλος ο κόσµος πεθαίνει. Τι λίγο πιο νωρίς, τι λίγο πιο αργά! Πες µου και δεν πειράζει. - Τότε πήγαινε να πεις στον παπά να έρθει να µε ξοµολογήσει, να κοινωνήσω και µετά να πεθάνω. Η γυναίκα έτρεξε χαρούµενη να φέρει τον παπά και να µάθει το µυστικό του άνδρα της. Εν τω µεταξύ οι κοτούλες στην αυλή ήταν λυπηµένες. «Γιατί καλές µου κοτούλες είστε λυπηµένες»; τις ρώτησε ο κόκορας. Είµαστε λυπηµένες γιατί το αφεντικό που µας φρόντιζε το αναγκάζει η γυναίκα του να πει κάποιο µυστικό και µετά να πεθάνει και ποιος θα µας φροντίζει»; Ο κόκορας γέλασε και είπε «Μα καλά τόσο χαζό είναι το αφεντικό µας και δεν πιάνει µια βέργα να δείρει και τη γυναίκα του και τον παπά µόνο θα πάει να πεθάνει;» Ο άνθρωπος αφού ήξερε τι έλεγαν τα ζώα του φάνηκε καλή η ιδέα τους και πήρε τη βέργα και µόλις έφτασε η γυναίκα του µε τον παπά άρχισε και τους χτυπούσε. Τότε η γυναίκα του είπε: «Κράτα το µυστικό σου και µη µε δέρνεις άλλο! Δε θέλω πια να το µάθω»!

Το ξωτικό και η Άννα (Βασιάννα Ρασούλη) Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα ξωτικό που ζούσε σ’ ένα δάσος. Κάθε φορά που το ξωτικό πήγαινε σχολείο, τα άλλα ξωτικά το κορόιδευαν και δεν το έπαιζαν γιατί ήταν άσχηµο. Έτσι, ήταν συνήθως µόνο του. Μια µέρα, καθώς πήγαινε βόλτα, σκόνταψε σε µια πέτρα και έπεσε κάτω. Τότε, τον είδε η Άννα που της είχε πέσει η µπάλα στο δάσος και πήγε να την πάρει, τον λυπήθηκε και πήγε να τον βοη-

11


θήσει. Από τότε έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Μαζί έτρωγαν, µαζί έπιναν, µαζί πήγαιναν βόλτες και έγιναν αχώριστοι.

Ο άκαρδος βασιλιάς (Βασιάννα Ρασούλη) Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σκληρός και άκαρδος βασιλιάς που όλοι τον φοβόντουσαν. Ήταν πανίσχυρος, αλλά µια µέρα αρρώστησε και τότε οι µάγοι, µη µπορώντας να τον βοηθήσουν, το έβαλαν στα πόδια από φόβο µη και τους πάρει το κεφάλι. Μόνο ένας γέρο- µάγος είχε µείνει που δε του έδινε και πολύ σηµασία, γιατί ήταν και λίγο τρελούτσικος. Αφού δεν είχε επιλογή, ο βασιλιάς τον φώναξε στο παλάτι και τον ρώτησε τι µπορεί να κάνει για να σωθεί. Ο µάγος του είπε ότι για να σωθεί, θα έπρεπε να παραχωρήσει το θρόνο του για µια µέρα στον άνθρωπο που του έµοιαζε περισσότερο. Αµέσως οι ντελάληδες φωνάξανε τα νέα, ότι έπρεπε να παρουσιαστούν µοιάζουν

στο

όσοι βασιλιά

στην αυλή του παλατιού, αλλιώς θα θανατωθούν. Παρουσιάστηκαν πολλοί, αλλά ο βασιλιάς µη θέλοντας να δώσει το θρόνο του, έλεγε ότι κανένας δε του έµοιαζε αρκετά και τους απέρριπτε όλους. Μια βραδιά που έκαναν βόλτα στην πόλη ο βασιλιάς και ο µάγος, ο µάγος είδε ένα ζητιάνο και αµέσως φώναξε στο βασιλιά ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε που τόλµησε να τον συγκρίνει µε έναν ζητιάνο και αποκεφάλισε το µάγο. Το ίδιο βράδυ ο βασιλιάς πέθανε φορώντας το στέµµα και κρατώντας το σκήπτρο του.

To aθάνατο νερό (Μηνάς Μαυράκης) Ήτανε µια φορά κι ένα καιρό ένας πάπας και µία παπαδιά. Η παπαδιά απατούσε τον παπά και για να µην την καταλάβει έκανε την άρρωστη.

12


Μια µέρα τον έστειλε να της φέρει το αθάνατο νερό. Αυτός πήγε φοβούµενος µη χάσει την παπαδιά και έτρεξε να της φέρει το αθάνατο νερό. Στο δρόµο συνάντησε ένα βοσκό. Χωρίς να χάσει στιγµή τον ρώτησε: «Δε µου λες βοσκέ, προς τα πού είναι ο δρόµος για το αθάνατο νερό»; Εκείνος του είπε την ιστορία για την παπαδιά. - Α! Μα εσύ δε φαίνεσαι έξυπνος. Για να σε στείλει εδώ θα έχει φίλο, γιατί το µέρος το φυλάει ένας δράκος που βγάζει φωτιές!!! - Μα η παπαδιά µου είναι τίµια δε θα σκεφτότανε κάτι τέτοιο είµαι σίγουρος. - Πόσο πας στοίχηµα; - Δώδεκα ριάλια και το γάιδαρό µου. Βάζει λοιπόν, τον παπά σ’ ένα σακί και πάνε για το σπίτι του. Φτάνουν στο σπίτι και ρωτά αν µπορεί να καθίσει. Η παπαδιά κι ο φίλος της του λένε «ε, ναι» και κάθεται κι αφήνει το σακί του στο χειρόµυλο. Όπως τρώγανε εκείνη τη στιγµή κι όλοι είχαν όρεξη, είπανε µαντινάδες. Άρχισε ο φίλος: - Ο παπάς στο αθάνατο νερό πάει µα δε γυρίζει και εµείς την ξεφαντώσαµε την κότα και το ρύζι. Σειρά σου παπαδιά. - Ότι κι αν τρώει τρώµε, τρώει και θαρρώ πως ο παπάς είναι στο σάκο και θωρίµαι. Σειρά σου ξένε. - Άκουσε σακί δεµένη χειρόµυλο κουµπισµένο τα δώδεκα ριάλια θέλω και το γάιδαρο να πηγαίνω.

13


ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ

9ο Δ. Σ. Ρεθύµνου Γ τάξη, τµήµα 2 Μαθητική οµάδα: Ελένη Μαρκουλάκη, Αριάδνη Σταθοπούλου, Έλενα Περάκη, Κλεονίκη Μουτάφη, Γεωργία Τσαγκαράκη, Σταυρούλα Νικάκη, Κική Παπαδοµανωλάκη, Κατερίνα Σηφακάκη, Αλόντρα Ντούρο, Μπλεόνα Νταρντέσι, Ιρένα Ντούκα, Κούλα Μανούσακα, Ελευθερία Ξενίδου, Μανόλης Μιχελιδάκης, Μανόλης Σερβιλάκης, Αµπντούλ Μπαρχούµ, Μανόλης Μανουκαράκης, Φιντέσιο Πίρια, Τζοµαετίν Αλή. Εκπαιδευτικός: Θανάσης Στύλος

3/θ Δ.Σ. Σισών Μυλοποτάµου Α΄& Β΄ τάξη Μαθητική οµάδα: Νίκος Ρασούλης, Δαµιανός Τσικαλάς, Μαρία Ρασούλη, Μαρία Ρενέ Λιανέρη, Σοφία Σαριδάκη, Γιώργος Παπουτσάκης, Δηµήτρης Νύκταρης, Ντένις Ταµπλάρο Εκπαιδευτικός: Ελευθερία Λίβα

Γ & Δ τάξη Μαθητική οµάδα: Μηνάς Μαυράκης, Βασιάννα Ρασούλη, Γεωργία Νικόλ Νύκταρη Εκπαιδευτικός: Χρήστος Κυριαζάκης

Οργάνωση, επιµέλεια: Βαρβάρα Χρόνη (Υπ. Σχ. Δρ. Π.Ε. Ρεθύµνης 2011 – 2012) ΚΑΠΗ Ρεθύµνης

14


Ρέθυµνο, 13 Ιουνίου 2012

15

η Υπεύθυνη της δράσης για το το Ρέθυµνο

ή αναζήτησε αναζήτησε και κατέγραψε κατέγραψε… έγραψε…

µε τα τα υπέροχα υπέροχα παραµύθια αραµύθια που σκέφτηκε και έγραψε …

«Παραµυθοφτερουγίσµατα»

θυµάται ότι συµµετείχε στην παγκρήτια δράση

του … ∆.Σ. ………………………….., …. τάξης, προσφέρεται αυτό το αναµνηστικό για να

…………………………………………………………………………………

Στ… µικρ… παραµυθά αραµυθά

ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.