1984

Page 1

ΠΡΩΤΟ •
ΜΕΡΟΣ

Ήταν μια φωτεινή, κρύα μέρα του Απριλίου και τα ρολόγια έδειχναν δεκατρείς η ώρα. Ο Γουίνστον Σμιθ περπατούσε με το πιγούνι του μαζεμένο στο στέρνο του, σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από τον τρομερό αέρα. Πέρασε γρήγορα μέσα από τις γυάλινες πόρτες του Μεγάρου Νίκη, αλλά δεν πρόλαβε να εμποδίσει ένα σύννεφο σκόνης να μπει κι αυτό μαζί του. Στον διάδρομο κυριαρχούσε μια μυρωδιά από βραστό λάχανο

και παλιές κουρελούδες. Στη μια άκρη του ήταν κολλημένη στον

τοίχο μια έγχρωμη αφίσα, υπερβολικά μεγάλη για εσωτερικό

χώρο. Απεικόνιζε ένα τεράστιο πρόσωπο, με πλάτος πάνω από

ένα μέτρο: το πρόσωπο ενός άντρα γύρω στα σαράντα πέντε, με παχύ, μαύρο μουστάκι και σκληρά αλλά όμορφα χαρακτηρι-

στικά. Ο Γουίνστον πήγε προς τις σκάλες. Δεν υπήρχε λόγος να

δοκιμάσει να πάρει το ασανσέρ. Ακόμα και στις καλές περιόδους

λειτουργούσε σπάνια και προς το παρόν το ρεύμα κοβόταν τις πρωινές ώρες στα πλαίσια της εκστρατείας εξοικονόμησης ενέργειας, σαν προετοιμασία για την Εβδομάδα Μίσους. Το διαμέρισμά του ήταν στον έβδομο όροφο και ο Γουίνστον ήταν τριάντα εννιά ετών και είχε

ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
κιρσούς πάνω από τον δεξί του αστράγαλο, οπότε ανέβηκε αργά, σταματώντας κάμποσες φορές για να ξεκουραστεί. Σε κάθε κεφαλόσκαλο έβλεπε την αφίσα με το τεράστιο πρόσωπο να τον κοιτάζει απέναντι από το φρεάτιο του

παραγωγή χυτοσιδήρου. Η φωνή έβγαινε από μια ορθογώνια μεταλλική πλάκα

σαν θαμπό καθρέφτη, που αποτελούσε τμήμα της επιφάνειας

του δεξιού τοίχου. Ο Γουίνστον γύρισε έναν διακόπτη και χαμή-

λωσε λιγάκι την ένταση της φωνής, αν και οι λέξεις εξακολου-

θούσαν να ακούγονται καθαρά. Η συσκευή (τηλεοθόνη λεγόταν)

δεν έκλεινε ποτέ εντελώς, αλλά τουλάχιστον χαμήλωνε. Πήγε

προς το παράθυρο. Ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος. Η μπλε

εργατική φόρμα του, η στολή του κόμματος, έκανε το σώμα του

να φαίνεται ακόμα πιο ισχνό. Τα μαλλιά του ήταν κατάξανθα και

το πρόσωπό του ροδοκόκκινο από τη φύση του, ενώ το δέρμα του

ήταν τραχύ από το σκληρό σαπούνι, τα στομωμένα ξυράφια και

το κρύο του χειμώνα που μόλις είχε τελειώσει.

Ο κόσμος έξω έμοιαζε παγωμένος, ακόμα και μέσα από τα

κλειστά τζάμια. Κάτω, στον δρόμο, σκόνες και σκισμένα χαρτιά

στροβιλίζονταν στα ρεύματα του αέρα. Παρά τον λαμπερό ήλιο

και τον καταγάλανο ουρανό, τα πάντα έμοιαζαν άχρωμα, με

εξαίρεση τις αφίσες που ήταν κολλημένες παντού. Το πρόσωπο

με το μαύρο μουστάκι κοιτούσε αφ' υψηλού απ' όλες τις περίοπτες γωνίες. Στην πρόσοψη του απέναντι κτιρίου κρεμόταν μια

αφίσα. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ, έγραφε η λεζάντα. Τα σκούρα μάτια του κοιτούσαν αυτά του Γουίνστον. Στο ύψος του δρόμου υπήρχε άλλη μια αφίσα με σκισμένη τη μια γωνία, που ανέμιζε σκεπάζοντας και αποκαλύπτοντας μία και μοναδική

10 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
έτσι ώστε
λουθούν κάθε σου κίνηση. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ
Μέσα
μια απαλή φωνή διάβαζε μια σειρά από νούμερα που είχαν κάποια σχέση με την
ασανσέρ. Η εικόνα ήταν φτιαγμένη
τα μάτια να ακο-
ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ.
στο διαμέρισμα,
λέξη: ΑΓΓΣΟΣ. Μακριά, στο βάθος, ένα ελικόπτερο περνούσε ξυστά δίπλα από τις στέγες. Σταμάτησε για μια στιγμή στον αέρα, σαν κρεατόμυγα, και μετά τινάχτηκε απότομα μπρο-

στά, πετώντας ημικυκλικά. Ήταν μια αστυνομική περίπολος που

παρακολουθούσε τον κόσμο μέσα από τα παράθυρα. Αλλά οι

περίπολοι ήταν σχετικά ασήμαντες. Μόνο η Αστυνομία Σκέψης

ήταν σοβαρή υπόθεση.

Η

φωνή από την τηλεοθόνη εξακολουθούσε να φλυαρεί πίσω

απ’ την πλάτη του Γουίνστον για τον χυτοσίδηρο και την υπερ-

κάλυψη των στόχων του Ένατου Τριετούς Σχεδίου. Η τηλεοθόνη

ήταν ταυτόχρονα πομπός και δέκτης. Κάθε ήχος που έβγαζε ο

Γουίνστον γινόταν αντιληπτός, εκτός κι αν δεν ξεπερνούσε το επίπεδο του πολύ σιγανού ψιθύρου. Επιπλέον, όσο παρέμενε εντός

του οπτικού πεδίου της μεταλλικής πλάκας, όχι μόνο τον άκουγαν αλλά τον έβλεπαν κιόλας. Βέβαια, δεν υπήρχε τρόπος να ξέρεις αν σε παρακολουθούν την κάθε δεδομένη στιγμή. Κανείς

δεν γνώριζε πόσο συχνά συνδεόταν η Αστυνομία Σκέψης με κάθε

ξεχωριστή γραμμή, ούτε με ποιο σύστημα. Δεν ήταν απίθανο να παρακολουθούσαν τους πάντες συνεχώς. Σίγουρα πάντως μπο-

ρούσαν να συνδεθούν με τη γραμμή σου όποτε ήθελαν. Έπρεπε

να ζεις –ή μάλλον ζούσες, γιατί η έξη γίνεται δεύτερη φύση– λαμβάνοντας σαν δεδομένο ότι κάποιος άκουγε τον παραμικρό ήχο που έβγαζες και ήλεγχε εξονυχιστικά την κάθε σου κίνηση, εκτός

κι αν ήταν σκοτάδι.

Ο Γουίνστον στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στην τηλε-

οθόνη. Ήταν πιο ασφαλές, αν και ήξερε καλά πως ακόμα και η

πλάτη κάποιου αποκάλυπτε πολλά. Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα

βρισκόταν το Υπουργείο Αλήθειας, το μέρος όπου εργαζόταν. Δέσποζε πελώριο και άσπρο μέσα στο βρόμικο τοπίο. Αυτό ήταν λοιπόν το Λονδίνο, σκέφτηκε με μια ακαθόριστη αποστροφή, η πρωτεύουσα του Διαδρόμου Προσγείωσης Ένα, της τρίτης πιο πυκνοκατοικημένης διοικητικής περιφέρειας της Ωκεανίας. Έστυψε το μυαλό του για να ανασύρει κάποια ανάμνηση από την παιδική του ηλικία, προσπαθώντας να θυμηθεί αν το Λον-

1984 | 11

δίνο ήταν πάντα έτσι. Άραγε τα ετοιμόρροπα σπίτια του δέκατου

ένατου αιώνα με τα ξύλινα υποστυλώματα στα πλάγια, τα χαρτονένια καλύμματα στα παράθυρα, τις στέγες με μπαλώματα

από λαμαρίνες και τους ξεχαρβαλωμένους φράχτες των κήπων

που έγερναν προς όλες τις κατευθύνσεις ήταν εκεί ανέκαθεν;

Και τα βομβαρδισμένα τμήματα, όπου η σκόνη απ’ τον ασβέστη

στροβιλιζόταν στον αέρα και το επιλόβιο φύτρωνε πάνω στους

σωρούς από τα μπάζα; Και τα σημεία όπου οι βόμβες είχαν ξεγυ-

μνώσει μεγαλύτερες εκτάσεις, εκεί που πλέον ξεφύτρωναν κάτι

συστάδες από θλιβερές ξύλινες κατοικίες σαν κοτέτσια; Όμως

ήταν ανώφελο, δεν θυμόταν τίποτα, δεν είχε απομείνει τίποτα

στη μνήμη του από την παιδική του ηλικία, εκτός από μια σειρά φωτεινές εικόνες χωρίς φόντο και κατά κύριο λόγο ακατανόητες.

Το Υπουργείο Αλήθειας –Υπάλ στη Νεογλώσσα [Η Νεογλώσσα

ήταν η επίσημη γλώσσα της Ωκεανίας. Για περισσότερες πληροφορίες για τη δομή και την ετυμολογία της, βλ. Παράρτημα.]–

διέφερε εξαιρετικά από όλα τα άλλα κτίρια γύρω του. Ήταν ένα

τεράστιο οικοδόμημα από γυαλιστερό, άσπρο μπετόν και είχε σχήμα πυραμίδας με διαδοχικές αναβαθμίδες που έφταναν σε ύψος τα 300 μέτρα. Από το σημείο όπου στεκόταν ο Γουίνστον, διακρίνονταν ίσα-ίσα στη λευκή πρόσοψη τα τρία σλόγκαν του κόμματος, με ωραία γράμματα:

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ

Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ

Έλεγαν ότι το Υπουργείο Αλήθειας

12 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
διέθετε τρεις χιλιάδες αίθουσες πάνω από το έδαφος και άλλες τόσες διακλαδώσεις υπογείως. Μόλις άλλα τρία τέτοια κτίρια με παρόμοια όψη και τέτοιο μέγεθος ήταν σκορπισμένα τριγύρω στο Λονδίνο. Ξεχώριζαν τόσο

πολύ ανάμεσα στα γύρω κτίσματα, που απ’ την οροφή του Μεγάρου Νίκη φαίνονταν ταυτόχρονα και τα τέσσερα. Ήταν οι έδρες

των τεσσάρων υπουργείων στα οποία ήταν κατανεμημένος όλος

ο κυβερνητικός μηχανισμός. Το Υπουργείο Αλήθειας, που ασχολούνταν με τις ειδήσεις, την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση και τις

καλές τέχνες, το Υπουργείο Ειρήνης, που ήταν υπεύθυνο για τον

πόλεμο, το Υπουργείο Αγάπης, που ήταν επιφορτισμένο με τη

διατήρηση του νόμου και της τάξης, και το Υπουργείο Αφθονίας, που διαχειριζόταν τα οικονομικά ζητήματα. Στη Νεογλώσσα τα

έλεγαν Υπάλ, Υπείρ, Υπάγ και Υπάφ.

Απ’ αυτά, το Υπουργείο Αγάπης ήταν στ’ αλήθεια τρομακτικό.

Δεν είχε καθόλου παράθυρα. Ο Γουίνστον δεν είχε μπει ποτέ μέσα

στο Υπουργείο Αγάπης, δεν είχε πλησιάσει καν σε απόσταση μισού χιλιομέτρου. Ήταν αδύνατον να μπεις εκεί μέσα, εκτός αν

είχες κάποια επίσημη υπόθεση, αλλά και τότε ακόμα έπρεπε να διασχίσεις έναν πραγματικό λαβύρινθο από συρματοπλέγματα, ατσάλινες πόρτες και κρυμμένα πολυβολεία. Στους δρόμους που

κατέληγαν στα εξωτερικά όριά του έκοβαν βόλτες φρουροί με

μούρη γορίλα, με μαύρη στολή και οπλισμένοι με ρόπαλα.

Ο Γουίνστον γύρισε απότομα απ’ την άλλη. Είχε προσαρμόσει

τα χαρακτηριστικά του έτσι ώστε να πάρει ένα ήρεμο και αισιόδοξο ύφος, όπως ήταν το ενδεδειγμένο όταν κοίταζε κανείς την

τηλεοθόνη. Διέσχισε το δωμάτιο και μπήκε στη μικροσκοπική

κουζίνα. Εφόσον είχε φύγει από το Υπουργείο τόσο νωρίς, είχε απαρνηθεί και το μεσημεριανό του στην καντίνα, παρόλο που γνώριζε πως στην κουζίνα δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο εκτός από ένα κομμάτι σκουρόχρωμο ψωμί, που έπρεπε να το φυλάξει για το αυριανό του πρόγευμα. Έπιασε ένα μπουκάλι

1984 | 13
μ’ ένα άχρωμο υγρό και μια άσπρη ταμπέλα που έγραφε ΤΖΙΝ ΝΙΚΗ από ένα ράφι. Ανέδιδε μια δυσάρεστη, έντονη οσμή, σαν κινέζικο οινοπνευματώδες από ρύζι. Ο Γουίνστον γέμισε ένα φλιτζάνι

σχεδόν μέχρι πάνω, προετοιμάστηκε για το σοκ και το κατέβασε μονορούφι, σαν να έπαιρνε φάρμακο.

Αμέσως το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο και τα μάτια του δάκρυσαν. Αυτό το πράγμα ήταν σαν νιτρικό οξύ και όταν το κατάπινες αισθανόσουν λες και σε χτυπούσαν στον σβέρκο με ρόπαλο από καουτσούκ. Όμως την επόμενη στιγμή το κάψιμο στο στομάχι του υποχώρησε και ο κόσμος άρχισε να του φαίνεται πιο ευχάριστος. Πήρε ένα τσιγάρο από ένα τσαλακωμένο πακέτο που έγραφε ΤΣΙΓΑΡΑ ΝΙΚΗ και το κράτησε όρθιο απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να του χυθεί ο καπνός κάτω. Με το επόμενο είχε καλύτερη τύχη. Γύρισε στο καθιστικό και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι στα αριστερά της τηλεοθόνης. Έβγαλε ένα στέλεχος πένας από το συρτάρι του τραπεζιού, ένα δοχείο με μελάνι κι ένα χοντρό βιβλίο 23 επί 30, με λευκές σελίδες, κόκκινη ράχη και μαρμαρογραφία

στο εξώφυλλο.

Για κάποιο λόγο η τηλεοθόνη στο καθιστικό ήταν τοποθετη-

μένη σε ασυνήθιστη θέση. Αντί να βρίσκεται στον ακριανό τοίχο για να βλέπει ολόκληρο το δωμάτιο, όπως ήταν το φυσιολογικό, αυτή βρισκόταν στον πιο μακρύ τοίχο, απέναντι από το παρά-

θυρο. Στη μια πλευρά του τοίχου υπήρχε μια στενή εσοχή, εκεί

που καθόταν τώρα ο Γουίνστον, η οποία προοριζόταν μάλλον για

βιβλιοθήκη όταν είχαν χτιστεί τα διαμερίσματα. Καθισμένος έτσι

μέσα στην εσοχή και φροντίζοντας να στέκεται όσο το δυνατόν

πιο πίσω, ο Γουίνστον μπορούσε τουλάχιστον να βγει εκτός του

οπτικού πεδίου της τηλεοθόνης. Βέβαια μπορούσαν να τον ακού-

σουν, αλλά όσο παρέμενε σ’ εκείνη τη θέση δεν τον έβλεπαν. Η

ιδέα γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει του είχε έρθει εν μέρει λόγω της ασυνήθιστης διαρρύθμισης του δωματίου.

Την είχε εμπνευστεί όμως και απ’ το βιβλίο που μόλις είχε πάρει από το ράφι. Ήταν ένα ιδιαίτερο, όμορφο βιβλίο, με λείο, μαλακό χαρτί ελαφρώς κιτρινισμένο από τα χρόνια, από εκείνα

14 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

που είχαν σταματήσει να φτιάχνονται εδώ και τουλάχιστον μια τεσσαρακονταετία. Ωστόσο ο Γουίνστον υπέθετε πως το βιβλίο ήταν πολύ πιο παλιό. Το είχε δει στη βιτρίνα ενός παλαιοπω-

λείου που μύριζε κλεισούρα, σε μια φτωχική συνοικία της πόλης

(δεν θυμόταν πια σε ποια συνοικία ακριβώς), και του είχε έρθει

αμέσως μια ακατανίκητη επιθυμία να το αποκτήσει. Υποτίθε-

ται ότι τα μέλη του κόμματος απαγορευόταν να πηγαίνουν στα συνηθισμένα καταστήματα («να συναλλάσσονται στην ελεύθερη

αγορά» το έλεγαν), αλλά αυτός ο κανόνας δεν εφαρμοζόταν απαρέγκλιτα γιατί πολλά πράγματα, όπως τα κορδόνια και τα ξυραφάκια, ήταν αδύνατον να τα βρεις αλλού. Είχε ρίξει μια γρήγορη

ματιά γύρω του στον δρόμο και ύστερα χώθηκε μέσα και αγόρασε

το βιβλίο για δυόμισι δολάρια. Εκείνη την ώρα δεν σκεφτόταν συνειδητά να το χρησιμοποιήσει για έναν συγκεκριμένο σκοπό.

Το είχε βάλει στον χαρτοφύλακά του και το είχε πάρει σπίτι του μ’ ένα αίσθημα ενοχής. Παρόλο που οι σελίδες του ήταν άγραφες, ήταν επικίνδυνο να το έχει στην κατοχή του.

Αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει ήταν ν’ αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο. Δεν ήταν παράνομο (τίποτα δεν ήταν παράνομο, εφόσον δεν υπήρχαν πια νόμοι), αλλά αν τον έπιαναν ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα τον τιμωρούσαν με θάνατο, ή τουλάχιστον με κάθειρξη είκοσι πέντε χρόνων σε στρατόπεδο καταναγκαστικής

εργασίας. Ο Γουίνστον έβαλε μια μύτη στο στέλεχος της πένας

και την έγλειψε για να την καθαρίσει. Η πένα ήταν απαρχαιωμένο αντικείμενο, που το χρησιμοποιούσαν πλέον σπάνια ακόμα και για τις υπογραφές. Την είχε βρει κρυφά και με αρκετή δυσκολία, απλώς και μόνο επειδή πίστευε πως άξιζε να γράψει στο ωραίο, μαλακό χαρτί με μια κανονική πένα με μύτη, αντί

1984 | 15
να το χαράξει χρησιμοποιώντας ανεξίτηλο μολύβι. Φυσικά δεν είχε συνηθίσει να γράφει με το χέρι. Εκτός από πολύ σύντομα σημειώματα, υπαγόρευαν συνήθως τα πάντα στους ομιλογράφους, πράγμα που

ήταν βέβαια αδύνατον στην παρούσα περίπτωση. Βούτηξε την

πένα στο μελάνι, αλλά μετά δίστασε για ένα δευτερόλεπτο. Τρόμος διαπέρασε τα σωθικά του. Το να γράψει στο χαρτί ήταν πράξη

αποφασιστικής σημασίας. Σημείωσε με μικρά, αδέξια γράμματα:

4 Απριλίου 1984.

Στήριξε την πλάτη του στην καρέκλα. Τον είχε κυριεύσει μια

αίσθηση απόλυτης αδυναμίας. Καταρχήν, δεν γνώριζε μετά

βεβαιότητας πως η χρονιά ήταν το 1984. Η ημερομηνία ήταν πάνω-κάτω σωστή, γιατί ήταν σχεδόν σίγουρος πως ήταν τριάντα εννιά ετών και πίστευε πως είχε γεννηθεί το 1944 ή το 1945. Όμως ήταν αδύνατον να προσδιορίσει κανείς μια ημερομηνία με ακρίβεια ενός έτους, ή ακόμα και δύο πλέον.

Αναρωτήθηκε ξαφνικά για ποιον θα έγραφε αυτό το ημερολόγιο. Για το μέλλον, για τις αγέννητες γενιές. Δίστασε λίγο

στη σκέψη της αμφίβολης ημερομηνίας στη σελίδα κι ύστερα το

μυαλό του σκόνταψε πάνω στη λέξη ΔΙΠΛΟΣΚΕΨΗ της Νεογλώσσας. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε το μέγεθος του εγχειρήμα-

τος που είχε αναλάβει. Πώς γίνεται να επικοινωνήσεις με το μέλλον; Κάτι τέτοιο ήταν φύσει αδύνατον. Αν το μέλλον έμοιαζε με το παρόν, τότε κανείς δεν θα του έδινε σημασία· αν διέφερε εντε-

λώς, τότε δεν είχε κανένα λόγο να φέρει τον εαυτό του σε τόσο δυσχερή θέση.

Κοίταξε για λίγο τη σελίδα σαν χαζός. Από την τηλεοθόνη

ακούγονταν τώρα εμβατήρια στη διαπασών. Παραξενεύτηκε, όχι μόνο επειδή προφανώς είχε χάσει πια την ικανότητα να εκφραστεί,

16 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
αλλά και επειδή είχε ξεχάσει τελείως τι σκόπευε να γράψει αρχικά. Εβδομάδες ολόκληρες προετοιμαζόταν γι’ αυτή τη στιγμή, αλλά δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα χρειαζόταν και κάτι άλλο εκτός από θάρρος. Το γράψιμο φανταζόταν πως θα

ήταν εύκολο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μεταφέρει στο

χαρτί τον ανήσυχο μονόλογο που τριγύριζε ατέρμονα στο μυαλό

του κυριολεκτικά για χρόνια. Όμως εκείνη τη στιγμή το μυαλό του

είχε στερέψει. Επίσης, οι κιρσοί στα πόδια του είχαν αρχίσει να

τον τρώνε ανυπόφορα. Δεν τολμούσε να ξυστεί, γιατί κάθε φορά

που το έκανε οι κιρσοί ερεθίζονταν. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Δεν αντιλαμβανόταν τίποτε άλλο πέρα από τη λευκή σελίδα

μπροστά του, τη φαγούρα στο δέρμα του πάνω απ’ τον αστρά-

γαλο, την εκκωφαντική μουσική και μια ελαφριά ζαλάδα από το τζιν.

Ξαφνικά άρχισε να γράφει πανικόβλητος, χωρίς να έχει πλήρη

επίγνωση του τι έγραφε. Γέμιζε άτακτα τη σελίδα με τα μικρά και παιδικά του γράμματα, παραβλέποντας σχεδόν αμέσως τα κεφαλαία και μετά ακόμα και τις τελείες:

4 Απριλίου, 1984. Χθες βράδυ στο σινεμά. Μόνο πολεμικές ταινίες. Μια πολύ καλή, μ’ ένα πλοίο γεμάτο πρόσφυγες, που το βομβαρδίζουν κάπου στη Μεσόγειο. Οι θεατές διασκέδασαν πολύ

με κάτι πλάνα που έδειχναν έναν πάνχοντρο άντρα να προσπα-

θεί να ξεφύγει κολυμπώντας από ένα ελικόπτερο που τον κυνηγούσε, πρώτα τον έβλεπες να βολοδέρνει στη θάλασσα σαν φώκια, ύστερα τον έβλεπες μέσα από το σκόπευτρο του ελικοπτέρου,

μετά είχε γίνει κόσκινο και η θάλασσα γύρω του βάφτηκε κόκκινη

κι αυτός βούλιαξε απότομα λες και τα νερά είχαν εισχωρήσει μέσα

του από τις τρύπες απ’ τις σφαίρες, οι θεατές γελούσαν φωναχτά

όταν βούλιαξε. μετά έδειξε ένα ελικόπτερο να αιωρείται πάνω από

μια σωσίβια λέμβο γεμάτη παιδιά. μια μεσόκοπη γυναίκα, μάλλον

Εβραία, στεκόταν στην πλώρη μ’ ένα αγοράκι

1984 | 17
κάπου τριών χρονών στην αγκαλιά της. το αγοράκι ούρλιαζε τρομαγμένο κι έχωνε το κεφάλι του ανάμεσα στα στήθη της λες και προσπαθούσε ν’ ανοίξει λαγούμι και να τρυπώσει μέσα της και η γυναίκα το αγκά-

δείχνουν τέτοια πράγματα σε παιδιά δεν ήταν σωστό να τα βλέπουν τα παιδιά μέχρι που την έβγαλε έξω η αστυνομία δεν

όλος αυτός ο χείμαρρος

από ανοησίες. Αλλά το παράξενο ήταν πως την ώρα που έγραφε

άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό του μια εντελώς διαφορετική

ανάμνηση και αισθανόταν πλέον σχεδόν έτοιμος να την καταγράψει. Συνειδητοποίησε πως εκείνη τη μέρα είχε αποφασίσει

να γυρίσει ξαφνικά σπίτι και ν’ αρχίσει να γράφει στο ημερολόγιο

εξαιτίας ενός άλλου περιστατικού.

Το περιστατικό είχε συμβεί το ίδιο πρωί στο Υπουργείο, αν και

ήταν δύσκολο να πεις αν όντως είχε συμβεί κάτι τόσο νεφελώδες.

Κόντευε έντεκα ακριβώς. Στο Τμήμα Αρχείων, εκεί όπου δούλευε ο Γουίνστον, έβγαζαν τις καρέκλες από τα γραφεία και τις

έστηναν στο κέντρο της αίθουσας, απέναντι από τη μεγάλη τηλεοθόνη, για τα Δύο Λεπτά Μίσους. Ο Γουίνστον ετοιμαζόταν να καθίσει σε μια από τις μεσαίες σειρές, όταν μπήκαν απρόσμενα

στο δωμάτιο δύο άτομα που τα γνώριζε εξ όψεως αλλά δεν τους

18 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ λιαζε και το παρηγορούσε, παρόλο που και η ίδια είχε μελανιάσει απ’ τον φόβο της, και το σκέπαζε όσο μπορούσε λες και νόμιζε πως θα μπορούσε να το προστατέψει από τις σφαίρες με τα χέρια της. τότε το ελικόπτερο έριξε μια βόμβα 20 κιλών ανάμεσά τους και η βάρκα έγινε κομμάτια με μια τρομερή λάμψη. μετά έδειξε ένα υπέροχο πλάνο ενός παιδικού χεριού που πεταγόταν ψηλά στον ουρανό μάλλον θα το είχαν γυρίσει με κάμερα από το ρύγχος του ελικοπτέρου και τα μέλη του κόμματος χειροκρότησαν δυνατά αλλά μια γυναίκα που καθόταν στα καθίσματα των προλετάριων άρχισε ξαφνικά να κάνει φασαρία και να φωνάζει ότι δεν έπρεπε να
νομίζω να της έκαναν τίποτα κανείς δεν νοιάζεται για το τι λένε οι προλετάριοι η τυπική αντίδραση των προλετάριων είναι…
Γουίνστον σταμάτησε το γράψιμο, εν μέρει επειδή το χέρι του είχε πιαστεί. Δεν ήξερε πώς του είχε έρθει
Ο

είχε μιλήσει ποτέ. Η μία ήταν μια κοπέλα που την έβλεπε συχνά

στους διαδρόμους. Δεν ήξερε πώς την έλεγαν, αλλά ήξερε ότι

δούλευε στο Τμήμα Μυθοπλασίας. Μερικές φορές την είχε δει να

κρατάει με λαδωμένα χέρια ένα γαλλικό κλειδί, συνεπώς μάλλον

θα ήταν κάτι σαν τεχνικός στα μηχανήματα συγγραφής. Ήταν

μια εντυπωσιακή εμφανισιακά κοπέλα γύρω στα είκοσι εφτά, με

πυκνά μαλλιά, φακίδες και γρήγορες, αθλητικές κινήσεις. Μια

στενή, πορφυρή λωρίδα, το σύμβολο της Ένωσης Νέων Ενάντια

στο Σεξ, ήταν τυλιγμένη κάμποσες

επειδή απέπνεε έναν αέρα που θύμιζε γήπεδα χόκεϊ, κρύα ντους, ομαδικές πεζοπορίες και γενικότερα αγνότητα πνεύματος. Ο Γουίνστον αντιπαθούσε όλες τις γυναίκες, αλλά πιο πολύ τις νέες και όμορφες. Οι γυναίκες, και κυρίως οι πιο νεαρές, ήταν πάντα οι πιο στενόμυαλες οπαδοί του Κόμματος, αυτές που αναμασούσαν τα διάφορα συνθήματα, αυτές που κατασκόπευαν με

δική τους πρωτοβουλία, αυτές που κατήγγειλαν οτιδήποτε ανορ-

θόδοξο έπαιρναν μυρωδιά. Και η συγκεκριμένη κοπέλα του έδινε

την εντύπωση πως ήταν πιο επικίνδυνη από τις περισσότερες.

Μια φορά, όταν είχαν διασταυρωθεί στον διάδρομο, του έριξε μια

γρήγορη, λοξή ματιά που τον είχε διαπεράσει ολόκληρο και για

μια στιγμή τον γέμισε με μαύρο τρόμο. Του είχε περάσει απ’ το

μυαλό μήπως ήταν πράκτορας της Αστυνομίας Σκέψης, πάντως

κάτι τέτοιο ήταν μάλλον απίθανο. Κάθε φορά που βρισκόταν

κοντά της, ωστόσο, εξακολουθούσε να νιώθει μια παράξενη ανησυχία, ανάμικτη με φόβο και απέχθεια.

Το άλλο άτομο ήταν ένας άντρας ονόματι Ο’Μπράιεν, μέλος

του Εσώτερου Κόμματος και κάτοχος ενός αξιώματος τόσο σημα-

ντικού και υψηλού που ο Γουίνστον είχε μόνο μια αμυδρή ιδέα για

1984 | 19
φορές γύρω από τη μέση της εργατικής φόρμας της, και μάλιστα αρκετά σφιχτά ώστε να ξεχωρίζουν
γοφοί της. Ο Γουίνστον την είχε αντιπαθήσει από την πρώτη στιγμή που την είδε. Ήξερε το γιατί. Ήταν
οι καλοσχηματισμένοι

τη φύση του. Οι άνθρωποι που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από

τις καρέκλες σώπασαν απότομα όταν είδαν να πλησιάζει κάποιος

που φορούσε τη μαύρη εργατική φόρμα του Εσώτερου Κόμματος.

Ο Ο’Μπράιεν ήταν μεγαλόσωμος και ογκώδης, με χοντρό λαιμό

και τραχύ, κωμικό, άγριο πρόσωπο. Παρά την τρομακτική του

όψη, διέθετε μια σχετική ευγένεια. Έκανε ένα κόλπο που ήταν

παραδόξως αφοπλιστικό και τον έκανε να μοιάζει μ’ έναν αόρι-

στο τρόπο παράξενα πολιτισμένος: έσπρωχνε προς τα πάνω τα

γυαλιά του και τα στερέωνε στη μύτη του. Ήταν μια χειρονομία

που θύμιζε ευγενή του δέκατου όγδοου αιώνα, σαν να πρόσφερε

σε κάποιον την ταμπακέρα του – ή τουλάχιστον έτσι θα ’λεγε

κανείς αν σκεφτόταν ακόμα τέτοια πράγματα. Ο Γουίνστον είχε δει τον Ο’Μπράιεν

του που

θύμιζε πυγμάχο, αλλά κυρίως λόγω της κρυφής του πεποίθησης

–ίσως ούτε καν πεποίθησης, ίσως απλώς ελπίδας– πως η πολιτική

ορθοδοξία του Ο’Μπράιεν δεν ήταν απόλυτη. Υπήρχε κάτι στο

πρόσωπό του που μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Αλλά και πάλι ίσως

αυτό που φανέρωνε το πρόσωπό του να μην ήταν καν ανορθο-

δοξία, να ήταν απλώς ευφυΐα. Έμοιαζε πάντως με άτομο που θα

ήθελες να πιάσεις κουβέντα μαζί του, αν κατάφερνες να ξεγελά-

σεις την τηλεοθόνη και να τον πετύχεις μόνο του. Ωστόσο ο Γουίνστον δεν είχε κάνει ποτέ την παραμικρή απόπειρα να επιβεβαιώσει αυτή του την υποψία και μάλλον δεν υπήρχε τρόπος να το διαπιστώσει. Εκείνη τη στιγμή ο Ο’Μπράιεν έριξε μια ματιά στο ρολόι του, είδε ότι κόντευε έντεκα και αποφάσισε τελικά να παραμείνει στο Τμήμα Αρχείων μέχρι να τελειώσουν τα Δύο Λεπτά Μίσους. Κάθισε σε μια καρέκλα στην ίδια σειρά με τον Γουίνστον, δύο θέσεις πιο πέρα. Ανάμεσά τους καθόταν μια μικροκαμωμένη

20 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
καμιά εικοσαριά φορές μέσα σε σχεδόν ισάριθμα χρόνια, αλλά ένιωθε μια βαθιά έλξη για το άτομό του. Και όχι μόνο επειδή του κέντριζε το ενδιαφέρον η αντίθεση ανάμεσα στους καλούς τρόπους του Ο’Μπράιεν και στην εμφάνισή

γυναίκα με ξανθά μαλλιά, που δούλευε στο διπλανό γραφείο του Γουίνστον. Η μελαχρινή κοπέλα καθόταν ακριβώς από πίσω.

Την επόμενη στιγμή ακούστηκε από τη μεγάλη τηλεοθόνη

στην άλλη άκρη της αίθουσας μια απαίσια, παραμορφωμένη

φωνή, σαν το τρίξιμο ενός τερατώδους μηχανήματος που λειτουργούσε χωρίς να είναι λαδωμένο. Ο θόρυβος σε τράνταζε ολό-

κληρο κι έκανε τις τρίχες στον σβέρκο σου να σηκώνονται όρθιες. Το Μίσος είχε αρχίσει.

Ως συνήθως, είχε εμφανιστεί στην οθόνη το πρόσωπο του Ιμάνιουελ Γκόλντσταϊν, του Εχθρού του Λαού. Αποδοκιμαστικά σφυρίγματα ακούστηκαν από το ακροατήριο. Η μικροκαμωμένη ξανθιά γυναίκα έσκουξε γεμάτη φόβο και αποστροφή. Ο Γκόλντσταϊν ήταν κάποτε από τις ηγετικές μορφές του Κόμματος, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τον ίδιο τον Μεγάλο Αδελφό, αλλά είχε πέσει σε δυσμένεια και είχε αποστατήσει. Αργότερα ενεπλάκη σε αντεπαναστατικές ενέργειες και καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως δραπέτευσε μυστηριωδώς και εξαφανίστηκε. Το πρόγραμμα των Δύο Λεπτών Μίσους ποίκιλλε από μέρα σε μέρα, αλλά ο Γκόλντσταϊν ήταν πάντα το κεντρικό πρόσωπο. Ήταν ο αρχέγονος προδότης, ο πρώτος που βεβήλωσε την αγνότητα του Κόμματος. Όλα

τα επακόλουθα εγκλήματα κατά του Κόμματος, όλες οι προδοσίες, οι ενέργειες δολιοφθοράς, οι αιρέσεις και οι παρεκκλίσεις,

είχαν ξεπηδήσει μέσα από τις διδαχές του. Ήταν ακόμα ζωντα-

νός κάπου σ’ ένα μέρος και ύφαινε τις διάφορες συνωμοσίες του.

Ίσως να βρισκόταν

1984 | 21
στην άλλη μεριά του ωκεανού, υπό την προστασία των ξένων αφεντικών του, αλλά μπορεί και να κρυβόταν στην ίδια την Ωκεανία, όπως έλεγαν οι φήμες από καιρό σε καιρό. Ο Γουίνστον ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Κάθε φορά που έβλεπε το πρόσωπο του Γκόλντσταϊν τον κυρίευε ένας οδυνηρός συνδυασμός συναισθημάτων. Ήταν ένα λεπτό πρόσωπο με εβραϊκά χαρακτηριστικά, πυκνά, κατσαρά μαλλιά σαν φωτοστέ-

φανο και μυτερό γενάκι, ένα έξυπνο πρόσωπο αλλά, παραδόξως, εγγενώς απεχθές. Η μακριά, λεπτή μύτη του, στην άκρη της

οποίας ήταν στερεωμένα τα γυαλιά του, τον έκανε να μοιάζει λίγο

με ξεμωραμένο γέρο. Το πρόσωπό του θύμιζε τη μούρη προβάτου

και η φωνή του έμοιαζε λίγο με βέλασμα. Ο Γκόλντσταϊν εξαπέ-

λυε μια από τις γνωστές φαρμακερές επιθέσεις του ενάντια στα

δόγματα του Κόμματος, μια επίθεση τόσο υπερβολική και στρε-

βλή που δεν θα ξεγελούσε ούτε παιδάκι· μιλούσε όμως αρκετά

πειστικά ώστε να κάνει κάποιον να ανησυχήσει μήπως κάποιοι

άλλοι άνθρωποι, λιγότερο ισορροπημένοι απ’ τον ίδιο, τoν έπαιρναν ίσως στα σοβαρά. Έβριζε τον Μεγάλο Αδελφό, κατάγγελλε

τη δικτατορία του Κόμματος, απαιτούσε την άμεση ειρήνευση με

την Ευρασία, κήρυττε την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία της σκέψης, ξεφώνιζε υστερικά πως είχαν προδώσει την επανάσταση, και όλα αυτά μιλώντας ταχύτατα, με πολυσύλλαβες λέξεις, σαν να παρωδούσε κατά κάποιον τρόπο τη συνηθισμένη ρητορική του

Κόμματος, παρεμβάλλοντας και πολλές λέξεις της Νεογλώσσας, πολύ περισσότερες μάλιστα απ’ όσες θα χρησιμοποιούσε κανονικά στην καθημερινή του ζωή ένα μέλος του Κόμματος. Και για

να μην αμφιβάλλει κανείς για το αληθές της ακατάσχετης φλυ-

αρίας του Γκόλντσταϊν, για όση ώρα μιλούσε παρήλαυναν στην

τηλεοθόνη πίσω απ’ το κεφάλι του ατέλειωτες φάλαγγες των

στρατευμάτων της Ευρασίας. Σειρές ολόκληρες από γεροδεμέ-

νους άντρες με ανέκφραστα ασιατικά πρόσωπα, που ανέβαιναν

μέχρι την άκρη της οθόνης και εξαφανίζονταν για να αντικατασταθούν από άλλους, πανομοιότυπους. Ο υπόκωφος, ρυθμικός

χτύπος από τις μπότες των στρατιωτών χρησίμευε ως υπόβαθρο

για την τσιριχτή φωνή του Γκόλντσταϊν.

Πριν συμπληρωθούν τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα του

Μίσους, οι μισοί μέσα στο δωμάτιο ξέσπασαν σε ανεξέλεγκτες, οργισμένες αποδοκιμασίες. Το αυτάρεσκο, προβατίσιο πρόσωπο

22
| ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

στην οθόνη και η τρομακτική ισχύς του στρατού της Ευρασίας

πίσω του ήταν αβάσταχτα. Η εικόνα του Γκόλντσταϊν, ακόμα και η

σκέψη μόνο, γεννούσαν αυτόματα φόβο και οργή. Ήταν αντικεί-

μενο έντονου μίσους, πιο έντονου από την Ευρασία ή την Ανατο-

λική

Ασία, γιατί όταν η Ωκεανία βρισκόταν σε πόλεμο με μια απ’

αυτές τις Δυνάμεις, διατηρούσε τουλάχιστον ειρηνικές σχέσεις με

την άλλη. Αλλά το παράδοξο ήταν πως, ενώ ο Γκόλντσταϊν ήταν

μισητός και απεχθής στους πάντες, ενώ οι θεωρίες του αμφισβη-

τούνταν, καταρρίπτονταν και χλευάζονταν καθημερινά και χίλιες

φορές την ημέρα από τις εξέδρες, στην τηλεοθόνη, στις εφημερίδες και σε βιβλία και γενικώς θεωρούνταν απ’ όλους βλακείες, η επιρροή του παρ’ όλα αυτά δεν έμοιαζε να ελαττώνεται καθόλου. Πάντα υπήρχαν καινούργιοι αφελείς που κινδύνευαν να παρασυρθούν απ’ αυτόν. Κάθε μέρα η Αστυνομία Σκέψης αποκάλυπτε τη δράση ενός κατασκόπου ή ενός σαμποτέρ που ενεργούσε υπό τις διαταγές του. Ήταν διοικητής ενός απέραντου σκιώδους

στρατού, ενός δικτύου παράνομων συνωμοτών που είχαν σκοπό

να ανατρέψουν το καθεστώς. Το υποτιθέμενο όνομά τους ήταν Αδελφότητα. Κυκλοφορούσαν ακόμα φήμες για ένα τρομερό

βιβλίο, μια πλήρη σύνοψη όλων των αιρετικών απόψεων, συγ-

γραφέας του οποίου ήταν ο Γκόλντσταϊν. Ήταν ένα βιβλίο χωρίς

τίτλο και άλλαζε χέρια στα κρυφά. Ο κόσμος το έλεγε απλά ΤΟ

ΒΙΒΛΙΟ. Όμως γι’ αυτά ακούγονταν μόνο φήμες και τίποτε άλλο.

Η Αδελφότητα και ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ δεν ήταν από τα θέματα που θα

συζητούσε ένα απλό μέλος του Κόμματος αν μπορούσε να το αποφύγει.

Στο δεύτερο λεπτό, το Μίσος μετατράπηκε σε φρενίτιδα.

Κάποιοι πηδούσαν πάνω-κάτω και άλλοι φώναζαν όσο πιο δυνατά

μπορούσαν

1984 | 23
που ερχόταν
την οθόνη. Η μικροκαμωμένη
γυναίκα είχε γίνει
για να καλύψουν την εκνευριστική, τσιριχτή φωνή
από
ξανθιά
κατακόκκινη και ανοιγόκλεινε το στόμα της σαν ψάρι στη

στεριά. Ακόμα και το βαρύ πρόσωπο του Ο’Μπράιεν είχε ανάψει.

Καθόταν στητός στην καρέκλα του, με το φαρδύ του στήθος φουσκωμένο, και έτρεμε ολόκληρος σαν να προσπαθούσε να αντέξει

το χτύπημα ενός κύματος. Η μελαχρινή κοπέλα πίσω από τον Γουίνστον άρχισε να φωνάζει: «Κτήνος! Κτήνος! Κτήνος!» Πήρε ξαφνικά ένα βαρύ λεξικό της Νεογλώσσας και το πέταξε στην οθόνη.

Εκείνο πέτυχε τον Γκόλντσταϊν στη μύτη και εξοστρακίστηκε. Η

φωνή του εξακολουθούσε να ακούγεται αμείλικτη. Σε μια στιγμή

διαύγειας, ο Γουίνστον αντιλήφθηκε ότι φώναζε κι αυτός μαζί με

τους υπόλοιπους και κλοτσούσε με δύναμη το πόδι της καρέκλας

του με τη φτέρνα. Το απαίσιο με τα Δύο Λεπτά Μίσους δεν ήταν

πως ήσουν υποχρεωμένος να παίξεις έναν ρόλο, αλλά αντιθέτως

πως ήταν αδύνατον να μη συμμετάσχεις. Μετά τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα δεν χρειαζόταν πια να προσποιείσαι. Μια φρικτή

έκσταση φόβου και εκδικητικότητας φαινόταν να διαπερνά όλη

την ομάδα των ανθρώπων σαν ηλεκτρικό ρεύμα, μια επιθυμία να σκοτώσουν, να βασανίσουν, να τσακίσουν το πρόσωπο κάποιου

με βαριοπούλα. Όλοι μετατρέπονταν παρά τη θέλησή τους σε

παράφρονες που ούρλιαζαν και έκαναν γκριμάτσες. Όμως η οργή

που ένιωθαν ήταν ένα αφηρημένο συναίσθημα χωρίς συγκεκρι-

μένο αποδέκτη, ικανή να κατευθυνθεί από το ένα αντικείμενο

στο άλλο, σαν φλόγα από μηχάνημα οξυγονοκόλλησης. Έτσι λοι-

πόν, για μια στιγμή το μίσος του Γουίνστον δεν στράφηκε ενάντια

στον Γκόλντσταϊν αλλά, αντίθετα, ενάντια στον Μεγάλο Αδελφό, το Κόμμα και την Αστυνομία Σκέψης. Σε κάτι τέτοιες στιγμές συμπονούσε τον μοναχικό αιρετικό στην οθόνη, αυτόν που όλοι χλεύαζαν, τον μοναδικό υπέρμαχο της αλήθειας και της λογικής σ’ έναν κόσμο γεμάτο ψέματα. Παρ’ όλα αυτά, την αμέσως επόμενη στιγμή γινόταν ένα με το πλήθος γύρω του και όλα όσα λέγονταν για τον Γκόλντσταϊν του φαίνονταν αληθινά. Τότε, η κρυφή απέχθεια που ένιωθε για τον Μεγάλο Αδελφό μεταβαλλόταν σε

24 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

λατρεία και ο Μεγάλος Αδελφός έμοιαζε να ορθώνεται μπροστά

του σαν ένας ανίκητος και ατρόμητος προστάτης που αντιστε-

κόταν σαν βράχος στις ορδές από την Ασία, ενώ ο Γκόλντσταϊν,

παρά την απομόνωσή του, την αδυναμία του, ακόμα και παρά

την αμφίβολη ύπαρξή του, του φαινόταν σαν ένας δόλιος μάγος

ικανός να καταστρέψει το οικοδόμημα του πολιτισμού μόνο και

μόνο με τη δύναμη της φωνής του.

Άλλες φορές ήταν δυνατόν να στρέψει κανείς το μίσος του

οικειοθελώς προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Με μια βίαιη κίνηση, όπως σηκώνει κανείς το κεφάλι του από το μαξιλάρι όταν βλέπει εφιάλτη, ο Γουίνστον κατάφερε να κατευθύνει το μίσος του από το πρόσωπο στην οθόνη στη μελαχρινή κοπέλα πίσω του. Όμορφες παραισθήσεις περνούσαν ολοζώντανες απ’ το μυαλό του. Τη χτυπούσε μέχρι θανάτου μ’ ένα ρόπαλο από καουτσούκ. Την έδενε γυμνή σ’ έναν πάσσαλο και της έριχνε βέλη

να κοιμηθεί μαζί της αλλά δεν θα το

κατάφερνε ποτέ, επειδή γύρω από την ωραία, λεπτή μέση της

που έδειχνε να σε προκαλεί να την αγκαλιάσεις υπήρχε η μισητή

πορφυρή λωρίδα, το μαχητικό σύμβολο της αγνότητας.

Το Μίσος έφτασε στο αποκορύφωμά του. Η φωνή του Γκόλντ-

σταϊν είχε γίνει κανονικό βέλασμα και το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε στιγμιαία σε πρόσωπο προβάτου. Ύστερα το πρόσωπο του προβάτου μεταβλήθηκε σ’ έναν Ευρασιάτη στρατιώτη που έμοιαζε

1984 | 25
όπως στον Άγιο Σεβαστιανό. Την ατίμαζε και της έκοβε το λαρύγγι τη στιγμή της κορύφωσης. Επιπλέον, συνειδητοποίησε ακόμα πιο καθαρά από
ΓΙΑΤΙ τη μισούσε. Τη μισούσε επειδή ήταν νεαρή, όμορφη
επειδή ήθελε
πριν
και ανέραστη,
να προελαύνει πελώριος και τρομερός, με το οπλοπολυβόλο του να βρυχάται. Μετά φάνηκε σαν να ξεπετάγεται από την επιφάνεια της οθόνης, κάνοντας κάποιους απ’ όσους κάθονταν στην πρώτη σειρά να τιναχτούν πίσω στο κάθισμά τους. Αμέσως μετά όλοι αναστέναξαν από ανακούφιση, καθώς η εχθρική

φιγούρα μεταβλήθηκε στο πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού με

τα μαύρα μαλλιά και το μουστάκι, ένα πρόσωπο που απέπνεε

ισχύ και μια μυστηριώδη ηρεμία, ένα πρόσωπο τόσο μεγάλο που

έπιανε ολόκληρη σχεδόν την οθόνη. Κανείς δεν άκουγε τι έλεγε

ο Μεγάλος Αδελφός. Ήταν απλώς μερικές εμψυχωτικές κουβέ-

ντες, από εκείνες που ακούγονται μέσα στον σαματά της μάχης.

Δεν ήταν άμεσα κατανοητές σαν μεμονωμένες λέξεις, αναπτέ-

ρωναν όμως το ηθικό και μόνο που ακούγονταν. Έπειτα το πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού έσβησε πάλι και τα τρία σλόγκαν του

κόμματος εμφανίστηκαν με παχιά, κεφαλαία γράμματα:

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ Η ΑΓΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΜΗ

Το πρόσωπο του Μεγάλου Αδελφού εξακολουθούσε ωστόσο να

διακρίνεται για λίγα ακόμα δευτερόλεπτα στην οθόνη, λες και η

επίδρασή του στους βολβούς όλων των ματιών ήταν πολύ έντονη

για να ξεθωριάσει αμέσως. Η μικροκαμωμένη ξανθιά γυναίκα

είχε σκύψει μπροστά, πάνω απ’ την πλάτη της μπροστινής της

καρέκλας. Τέντωσε τα χέρια της προς την οθόνη, σιγομουρμου-

ρίζοντας κάτι που ακούστηκε σαν «Σωτήρα μου!» κι ύστερα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της. Ήταν προφανές ότι προσευχόταν.

Ταυτόχρονα, όλοι οι συγκεντρωμένοι ξέσπασαν σε μια βαθιά, αργή και ρυθμική ιαχή: «Μι-Άλφα!... Μι-Άλφα!» Επαναλάμβαναν συνέχεια τα δύο γράμματα, πολύ αργά και με μια μακριά παύση ανάμεσα στο Μι και το Άλφα. Ο ήχος που έβγαινε ήταν ένα βαρύ μουρμουρητό, κάπως παράξενα βάρβαρο, ενώ από πίσω ακουγόταν ένα ποδοβολητό από ξυπόλητες πατούσες και το ρυθμικό χτύπημα ταμπούρλων. Αυτό συνεχίστηκε για περίπου τριάντα δευτερόλεπτα. Ήταν μια επωδός που ακουγόταν συχνά

26 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

σε έντονα συναισθηματικές περιπτώσεις. Εν μέρει ήταν κάτι σαν ύμνος προς τη σοφία και το μεγαλείο του Μεγάλου Αδελφού, αλλά ακόμα περισσότερο ήταν μια ενέργεια αυτο-ύπνωσης, μια εσκεμμένη κατάπνιξη της ατομικής συνείδησης μέσω ενός ρυθμικού θορύβου. Τα σωθικά του Γουίνστον πάγωσαν. Του ήταν αδύνατον να μην παρασυρθεί από τον γενικό παροξυσμό των Δύο

Λεπτών Μίσους, ωστόσο αυτές οι κτηνώδεις ιαχές «Μι-Άλφα!...

Μι-Άλφα!» τον γέμιζαν πάντα με τρόμο. Φυσικά φώναζε κι αυτός

μαζί με τους υπόλοιπους, δεν γινόταν αλλιώς. Αντιδρούσε ενστι-

κτωδώς, αποκρύπτοντας τα συναισθήματά του και ελέγχοντας

τους μυς του προσώπου του, μιμούμενος όλους τους άλλους. Αλλά

για ένα μικρό διάστημα, ενός ή δύο δευτερολέπτων, η έκφραση

στα μάτια του θα μπορούσε να τον προδώσει. Κι εκείνη ακριβώς

τη στιγμή συνέβη κάτι σημαντικό – αν όντως συνέβη.

Το βλέμμα του διασταυρώθηκε στιγμιαία μ’ εκείνο του

Ο’Μπράιεν. Ο Ο’Μπράιεν είχε σηκωθεί όρθιος, είχε βγάλει τα

γυαλιά του και τα επανατοποθετούσε στη μύτη του με τη χαρακτηριστική του χειρονομία. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου

κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και για εκείνο το χρονικό διάστημα ο Γουίνστον αντιλήφθηκε –ναι, αντιλήφθηκε μετά βεβαιότητας–

ότι ο Ο’Μπράιεν σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα μ’ εκείνον.

Είχαν ανταλλάξει ένα σαφέστατο μήνυμα, λες και το μυαλό και

των δυο τους είχε ανοίξει και οι σκέψεις τους μεταδίδονταν από

τον έναν στον άλλο μέσα από το βλέμμα τους. «Σε νιώθω», ήταν

σαν να του λέει ο Ο’Μπράιεν. «Ξέρω ακριβώς πώς αισθάνεσαι.

Ξέρω ότι σε τρώει η απέχθεια, το μίσος, η αποστροφή. Μην ανησυχείς όμως, εγώ είμαι με το μέρος σου!» Και τότε η νοερή επικοινωνία σταμάτησε και το πρόσωπο του

1984 | 27
Ο’Μπράιεν έγινε ανέκφραστο, όπως και όλων των άλλων. Αυτό ήταν όλο, αλλά ο Γουίνστον είχε ήδη αμφιβολίες για το αν είχε συμβεί. Τέτοιου είδους περιστατικά δεν επαναλαμβάνονταν. Το μόνο που έκαναν ήταν να διατηρούν ζωντανή μέσα του

την πεποίθηση πως υπήρχαν κι άλλοι εχθροί του Κόμματος εκτός

απ’ τον ίδιο. Ίσως οι φήμες για τις τεράστιες μυστικές συνωμο-

σίες να ήταν τελικά αληθινές, ίσως η Αδελφότητα να υπήρχε στην

πραγματικότητα! Παρά τις ατέλειωτες συλλήψεις, τις ομολογίες

και τις εκτελέσεις, ήταν αδύνατον να είναι κανείς βέβαιος πως

η

Αδελφότητα δεν ήταν απλά ένας μύθος. Δεν υπήρχαν αποδεί-

ξεις για την ύπαρξή της, παρά μόνο φευγαλέες ενδείξεις που θα

μπορούσαν να σημαίνουν οτιδήποτε: κάποιες αποσπασματικές

κουβέντες που έπαιρνε το αυτί κάποιου, κάτι αχνές μουτζούρες

σε τοίχους αποχωρητηρίων, ή ακόμα μια ανεπαίσθητη χειρονομία

μεταξύ αγνώστων που συναντιούνταν για πρώτη φορά και θα

μπορούσε να είναι ένα σινιάλο αναγνώρισης. Δεν υπήρχε τίποτα

το χειροπιαστό. Πολύ πιθανόν να τα φανταζόταν όλα αυτά. Είχε γυρίσει στο γραφείο του χωρίς να κοιτάξει ξανά τον Ο’Μπράιεν.

Δεν του πέρασε καν απ’ το μυαλό να δώσει συνέχεια στη στιγμιαία επαφή τους. Ακόμα κι αν ήξερε τον τρόπο, θα ήταν ασύλληπτα επικίνδυνο. Για ένα δυο δευτερόλεπτα είχαν ανταλλάξει

μια ματιά με απροσδιόριστο νόημα και το πράγμα είχε λήξει εκεί.

Ακόμα κι αυτό όμως ήταν ένα αξιομνημόνευτο γεγονός μέσα στην

ερμητική απομόνωση όπου ήσουν υποχρεωμένος να ζεις.

Ο Γουίνστον ανασηκώθηκε και ίσιωσε την πλάτη του στο κάθισμα. Ρεύτηκε. Το τζιν ανέβηκε από το στομάχι στον λαιμό του.

Εστίασε πάλι το βλέμμα του στη σελίδα. Ανακάλυψε πως ενώ καθόταν και συλλογιζόταν χαμένος στον κόσμο του, ταυτόχρονα έγραφε σαν μια αυτόματη αντίδραση. Όμως ο γραφικός του χαρακτήρας είχε αλλάξει, δεν ήταν πια άχαρος και δυσανάγνωστος. Η πένα του είχε γλιστρήσει αισθησιακά πάνω στο λείο

28 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
χαρτί, γράφοντας με μεγάλα, όμορφα κεφαλαία γράμματα ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ, ξανά και ξανά μέχρι τη μέση της σελίδας.

Ένιωσε να τον κυριεύει ένας απότομος πανικός. Αυτό βέβαια ήταν μάλλον παράλογο, γιατί το γράψιμο αυτών των λέξεων δεν ήταν πιο επικίνδυνο από την αρχική του ενέργεια, όταν άνοιξε το ημερολόγιο. Αλλά για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να σκίσει τις μιασμένες σελίδες και να εγκαταλείψει το όλο εγχείρημα.

Όμως δεν το έκανε, γιατί ήξερε πως ήταν άσκοπο. Είτε έγραφε

ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ είτε απέφευγε να το γράψει, δεν

είχε καμία διαφορά. Δεν είχε καμία διαφορά αν θα συνέχιζε να

κρατάει ημερολόγιο ή όχι. Η

και θα το είχε διαπράξει ακόμα κι αν δεν

είχε γράψει τίποτα στο χαρτί. Σκεψούργημα το έλεγαν. Το Σκεψούργημα δεν γινόταν να μείνει κρυφό για πάντα. Μπορεί να κατάφερνες να ξεφύγεις για λίγο, ακόμα και για χρόνια, όμως

αργά ή γρήγορα θα σε έπιαναν.

Πάντα έρχονταν τη νύχτα. Όλες ανεξαιρέτως οι συλλήψεις γίνονταν νυχτιάτικα. Σε ταρακουνούσαν απότομα για να σε

ξυπνήσουν, ένα χέρι σε γράπωνε σφιχτά απ’ τον ώμο, έριχναν

πάνω σου εκτυφλωτικά φώτα, μια σειρά από ανελέητα πρόσωπα

περικύκλωναν το κρεβάτι σου. Στη μεγάλη πλειονότητα των περι-

πτώσεων δεν γινόταν δίκη, ούτε καν αναφορά της σύλληψης. Οι

άνθρωποι απλώς εξαφανίζονταν, πάντα μες στη νύχτα. Το όνομά

σου διαγραφόταν από τους καταλόγους, κάθε ίχνος απ’ ό,τι είχες

κάνει ποτέ σβηνόταν εντελώς, η πρότερη ύπαρξή σου έπαυε να αναγνωρίζεται και μετά ξεχνιόταν. Σε καταργούσαν, σε εξολόθρευαν. ΕΞΑΤΜΙΖΟΣΟΥΝ, αυτός ήταν ο συνήθης όρος.

Για μια στιγμή τον έπιασε κάτι σαν υστερία. Άρχισε να γράφει βιαστικά, με άτακτα ορνιθοσκαλίσματα:

1984 | 29
Αστυνομία Σκέψης θα τον έπιανε έτσι κι αλλιώς. Είχε διαπράξει το θεμελιώδες αδίκημα που εμπεριείχε όλα τα υπόλοιπα,
θα
αν θα μου ρίξουν μία στον σβέρκο κάτω ο μεγάλος αδελφός πάντα σου ρίχνουν στον σβέρκο δεν με νοιάζει κάτω
με εκτελέσουν δεν με νοιάζει
ο μεγάλος αδελφός…

Στήριξε την πλάτη του στην καρέκλα, ένιωσε μια ελαφριά ντροπή

και άφησε την πένα κάτω. Τότε τινάχτηκε ολόκληρος. Ένα χτύ-

πημα είχε ακουστεί στην πόρτα.

Κιόλας! Έμεινε ακίνητος σαν ψόφιος κοριός, ελπίζοντας

μάταια πως όποιος κι αν ήταν θα αποθαρρυνόταν και θα έφευγε

μετά την πρώτη απόπειρα. Όμως όχι, το χτύπημα ακούστηκε

ξανά. Το χειρότερο απ’ όλα θα ήταν να χρονοτριβήσει. Η καρδιά

του

βροντοχτυπούσε σαν ταμπούρλο, αλλά το πρόσωπό του ήταν

μάλλον ανέκφραστο, από συνήθεια. Σηκώθηκε και πήγε αργά

προς την πόρτα.

30 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Καθώς ο Γουίνστον ακουμπούσε το πόμολο της πόρτας, είδε πως

είχε αφήσει το ημερολόγιο ανοιχτό πάνω στο τραπέζι. Παντού

ήταν γραμμένο ΚΑΤΩ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ, με κάτι γράμματα

τόσο μεγάλα που διαβάζονταν σχεδόν απ’ την άλλη άκρη του

δωματίου. Ήταν απίστευτα ηλίθιος που είχε κάνει κάτι τέτοιο.

Μέσα στον πανικό του, όμως, συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε

να μουτζουρώσει το απαλό χαρτί κλείνοντας το βιβλίο όταν το

μελάνι δεν είχε στεγνώσει ακόμα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Αμέσως τον δια-

πέρασε ένα θερμό κύμα ανακούφισης. Μια άχρωμη, τσακισμένη

γυναίκα με αραιά μαλλιά και ρυτιδωμένο πρόσωπο στεκόταν απ’ έξω.

«Αχ, σύντροφε», του είπε με μελαγχολική και λίγο παραπονιά-

ρικη φωνή, «καλά μου φάνηκε ότι σ’ άκουσα να μπαίνεις. Μήπως

μπορείς να έρθεις να ρίξεις μια ματιά στον νεροχύτη της κουζίνας; Έχει βουλώσει και…»

Ήταν η κυρία Πάρσονς, η γυναίκα ενός γείτονα από τον ίδιο όροφο. (Το Κόμμα δεν ενέκρινε τη λέξη «κυρία», υποτίθεται

πως οι πάντες έπρεπε να προσφωνούν τους άλλους «συντρόφους», αλλά με μερικές γυναίκες σού έβγαινε αυθόρμητα.) Ήταν γύρω στα τριάντα, αλλά φαινόταν πολύ πιο μεγάλη. Σου έδινε την

εντύπωση πως οι ζάρες του προσώπου της ήταν γεμάτες σκόνη.

Ο Γουίνστον την ακολούθησε στον διάδρομο. Αυτές οι ερασιτεχνικές επισκευές ήταν μια ενόχληση σχεδόν καθημερινή. Τα δια-

μερίσματα στο Μέγαρο Νίκη ήταν παλιά και είχαν αρχίσει να

καταρρέουν· η πολυκατοικία είχε χτιστεί το 1930 ή κάπου τότε.

Οι σοβάδες ξέφτιζαν απ’ το ταβάνι, οι σωλήνες έσπαγαν κάθε

φορά που έπιανε παγωνιά, η οροφή έσταζε όταν χιόνιζε και το

σύστημα θέρμανσης λειτουργούσε συνήθως στη μισή ισχύ, αν δεν

ήταν εντελώς κλειστό για λόγους οικονομίας. Οποιεσδήποτε επισκευές, εκτός απ’ όσες μπορούσες να κάνεις μόνος σου, έπρεπε πρώτα να εγκριθούν από κάποιες επιτροπές σε μια μακρινή τοποθεσία. Ακόμα και η επισκευή ενός σπασμένου τζαμιού μπορεί να καθυστερούσε για δύο χρόνια.

«Βασικά, επειδή ο Τομ δεν είναι σπίτι», είπε αόριστα η κυρία Πάρσονς.

Το διαμέρισμα των Πάρσονς ήταν μεγαλύτερο από του Γουίνστον. Ήταν μεν σκοτεινό, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Είχε μια φθαρμένη, ρημαγμένη όψη, λες κι ένα μεγάλο ζώο είχε μόλις περάσει από μέσα του. Στο πάτωμα κείτονταν αραδιασμένα διάφορα

αθλητικά συμπράγκαλα –μπαστούνια του χόκεϊ, γάντια πυγμα-

χίας, μια σκασμένη μπάλα ποδοσφαίρου, ένα ιδρωμένο σορτσάκι

γυρισμένο ανάποδα– και πάνω στο τραπέζι στοιβάζονταν βρόμικα

πιάτα και τετράδια με τσακισμένες σελίδες. Στους τοίχους κρέμο-

νταν πορφυρά λάβαρα της Ένωσης Νεολαίας και των Κατασκόπων, καθώς και μια αφίσα του Μεγάλου Αδελφού σε κανονικές

διαστάσεις. Παντού επικρατούσε η γνωστή μυρωδιά από βραστό

κουνουπίδι, όπως και σε όλο το κτίριο, αλλά μπολιασμένη με μια

πιο έντονη δυσοσμία από ιδρώτα, τον ιδρώτα κάποιου που εκείνη

τη στιγμή

32 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
απουσίαζε, όπως καταλάβαινε κανείς με την πρώτη εισπνοή, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τον λόγο. Σ’ ένα άλλο δωμάτιο, κάποιος προσπαθούσε να σφυρίξει έναν σκοπό με μια

χτένα κι ένα κομμάτι χαρτί υγείας, ακολουθώντας το στρατιωτικό

εμβατήριο που συνέχιζε ν’ ακούγεται από την τηλεοθόνη.

«Τα παιδιά είναι», είπε η κυρία Πάρσονς, ρίχνοντας μια κάπως

ανήσυχη ματιά προς την πόρτα. «Δεν έχουν βγει έξω ακόμα

σήμερα. Και φυσικά…»

Είχε τη συνήθεια να κόβει τις προτάσεις της στη μέση. Ο νεροχύτης ήταν σχεδόν ξέχειλος με βρόμικο, πρασινωπό νερό, που μύριζε κουνουπίδι ακόμα πιο έντονα. Ο Γουίνστον γονάτισε και

εξέτασε την καμπυλωτή ένωση του σωλήνα. Δεν του άρεσε καθόλου να χρησιμοποιεί τα χέρια του ούτε να σκύβει, γιατί συνήθως

τον έπιανε βήχας. Η κυρία Πάρσονς τον κοιτούσε άπρακτη.

«Βέβαια, αν ο Τομ ήταν εδώ θα το έφτιαχνε στη στιγμή», είπε. «Πολύ του αρέσουν αυτά. Πιάνουν τα χέρια του Τομ». Ο Πάρσονς ήταν συνάδελφος του Γουίνστον στο Υπουργείο Αλήθειας. Ήταν ένας παχουλός αλλά δραστήριος άντρας, ανεπίτρεπτα ηλίθιος και ενθουσιώδης σε βαθμό μωρίας, ένας από κείνους τους απόλυτα αφοσιωμένους είλωτες που δεν αμφισβητού-

σαν τίποτα και που το Κόμμα βασιζόταν πάνω τους για να διατηρεί την εξουσία του ακόμα περισσότερο και απ’ την Αστυνομία

Σκέψης. Στα τριάντα πέντε του, είχε μόλις εκδιωχθεί παρά τη

θέλησή του από την Ένωση Νεολαίας και, πριν εισαχθεί σ’ αυτήν, είχε κατορθώσει να μείνει στους Κατασκόπους έναν χρόνο παρα-

πάνω από την υποχρεωτική ηλικία. Στο Υπουργείο κατείχε μια

από τις κατώτερες θέσεις που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη ευφυΐα, αλλά κατά τα άλλα ήταν ηγετική μορφή της Αθλητικής Επιτροπής

και άλλων επιτροπών που διοργάνωναν ομαδικές πεζοπορίες, αυθόρμητες διαδηλώσεις, εκστρατείες αποταμίευσης και γενικώς εθελοντικές δραστηριότητες κάθε είδους. Σε πληροφορούσε

1984 | 33
με μια αδιόρατη υπερηφάνεια, ρουφώντας αργά την πίπα του, ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια δεν είχε περάσει μέρα που να μην είχε παρευρεθεί στο Κοινοτικό Κέντρο. Τον συνόδευε παντού

και πάντα μια αποπνικτική ιδρωτίλα, σαν μια ασυναίσθητη μαρτυρία της ακατάβλητης ενεργητικότητάς του. Η μυρωδιά αυτή εξακολουθούσε να πλανιέται στον αέρα ακόμα και μετά την αποχώρησή του.

«Μήπως έχετε ένα γαλλικό κλειδί;» είπε ο Γουίνστον, προσπαθώντας να ξεβιδώσει το παξιμάδι στην ένωση του σωλήνα.

«Γαλλικό κλειδί;» είπε η κυρία Πάρσονς και αμέσως μεταμορφώθηκε σε άβουλο πλάσμα. «Δεν ξέρω. Νομίζω. Ίσως τα παιδιά…»

Ακούστηκε

φωνή.

Ένα όμορφο, ζόρικο στην όψη παιδάκι γύρω στα εννιά είχε

πεταχτεί πίσω απ’ το τραπέζι και τον απειλούσε μ’ ένα ψεύτικο

αυτόματο πιστόλι, ενώ η μικρή του αδελφή, περίπου δύο χρόνια

μικρότερη, έκανε την ίδια κίνηση κρατώντας ένα κομμάτι ξύλο.

Και τα δύο παιδιά φορούσαν κοντό μπλε παντελόνι, γκρι πουκά-

μισο και κόκκινο μαντίλι, δηλαδή τη στολή των Κατασκόπων. Ο

Γουίνστον σήκωσε τα χέρια του ψηλά μ’ ένα αίσθημα ανησυχίας –

η στάση του αγοριού ήταν τόσο επιθετική που δεν ήταν σίγουρος

αν επρόκειτο απλώς για παιχνίδι.

«Είσαι προδότης!» του φώναξε το αγόρι. «Είσαι Σκεψούργος!

Είσαι κατάσκοπος της Ευρασίας! Θα σου ρίξω, θα σε κάνω να εξατμιστείς, θα σε στείλω

34 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
μέσα απ’ τη
τα παιδιά εφορμούσαν στο καθιστικό. Η κυρία Πάρσονς έφερε ένα γαλλικό κλειδί. Ο Γουίνστον άφησε το νερό να τρέξει κι έβγαλε αηδιασμένος μια τούφα από μαλλιά που είχε βουλώσει τον σωλήνα. Έπλυνε τα δάχτυλά του όσο καλύτερα μπορούσε με το κρύο νερό της βρύσης και πήγε στο άλλο δωμάτιο.
ένα ποδοβολητό από μπότες κι άλλο ένα σφύριγμα
χτένα, καθώς
«Ψηλά τα χέρια!» έσκουξε μια αγριεμένη
στις αλυκές!» Τα δυο παιδιά άρχισαν ξαφνικά να χοροπηδούν γύρω του, φωνάζοντάς τον «προδότη» και «σκεψούργο». Το κοριτσάκι μιμούνταν κάθε κίνηση του αδελφού της. Το θέαμα ήταν κάπως τρομα-

κτικό μ’ έναν παράξενο τρόπο: θύμιζαν παιχνιδιάρικα τιγράκια που σύντομα θα μεγάλωναν και θα κατασπάραζαν ανθρώπους.

Το βλέμμα του αγοριού φανέρωνε μια άγρια υστεροβουλία, μια πασιφανή λαχτάρα να χτυπήσει ή να κλοτσήσει τον Γουίνστον, μαζί με την επίγνωση πως ήταν σχεδόν αρκετά μεγάλο για να το

κάνει. Πάλι καλά που δεν κρατάει αληθινό πιστόλι, σκέφτηκε ο Γουίνστον.

Η

κυρία Πάρσονς κοίταζε νευρικά πότε τον Γουίνστον και πότε

τα παιδιά της. Μέσα στο καθιστικό, που ήταν καλύτερα φωτισμένο, ο Γουίνστον παρατήρησε με ενδιαφέρον πως οι ζάρες στο πρόσωπό της ήταν πράγματι γεμάτες σκόνη.

«Κάνουν πολλή φασαρία», του είπε. «Είναι στενοχωρημένα

γιατί δεν πήγαν να δουν την κρεμάλα, γι’ αυτό. Εγώ δεν προλα-

βαίνω να τα πάω, έχω πολλά να κάνω. Και ο Τομ θ’ αργήσει να

έρθει απ’ τη δουλειά».

«Γιατί δεν πάμε να δούμε την κρεμάλα;» μούγκρισε το αγόρι

με δυνατή φωνή.

«Θέλουμε να δούμε την κρεμάλα! Θέλουμε να δούμε την κρεμάλα!» έλεγε ρυθμικά το κορίτσι, συνεχίζοντας να χοροπηδάει.

Ο Γουίνστον θυμήθηκε πως μερικοί Ευρασιάτες αιχμάλωτοι

που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα πολέμου θα απαγχονίζο-

νταν στο Πάρκο εκείνο το απόγευμα. Κάτι τέτοιο συνέβαινε περί-

που μια φορά τον μήνα και ήταν πολύ δημοφιλές θέαμα. Τα παι-

διά έκαναν πάντα φασαρία για να τα πάνε να το δουν. Χαιρέτησε

την κυρία Πάρσονς και πήγε προς την πόρτα. Δεν πρόλαβε όμως

να κάνει ούτε έξι βήματα στον διάδρομο, όταν αισθάνθηκε ένα οδυνηρά

1984 | 35
δυνατό χτύπημα στον σβέρκο του, σαν να τον είχαν τρυπήσει με πυρωμένο σίδερο. Γύρισε απότομα απ’ την άλλη και πρόλαβε να δει την κυρία Πάρσονς να τραβάει τον γιο της μέσα στο διαμέρισμα, ενώ το αγόρι έχωνε στην τσέπη του μια σφεντόνα.

«Γκόλντσταϊν!» βρυχήθηκε το αγόρι κλείνοντας την πόρτα.

Αλλά εκείνο που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Γουίνστον

ήταν η αμήχανη έκφραση τρόμου στο γκριζωπό πρόσωπο της

γυναίκας.

Μόλις γύρισε στο διαμέρισμά του, πέρασε γρήγορα μπροστά

από την τηλεοθόνη και κάθισε πάλι κάτω, στο τραπέζι, τρίβο-

ντας ακόμα τον σβέρκο του. Η μουσική από την τηλεοθόνη είχε

σταματήσει. Στη θέση της, ένας στρατιωτικός διάβαζε δυνατά

με μασημένη φωνή και μια κάπως βίαιη ευχαρίστηση την περιγραφή του

Μετά από ένα ή δύο χρόνια, θα την παρακολουθούσαν νυχθημερόν για ενδείξεις ανορθόδοξης συμπεριφοράς. Σχεδόν όλα τα παιδιά ήταν απαίσια τη σημερινή εποχή. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως, μέσω οργανισμών όπως οι Κατάσκοποι, μετατρέπονταν συστηματικά σε ανυπάκουους μικρούς βαρβάρους, χωρίς όμως αυτό να τα κάνει

να θέλουν να επαναστατήσουν ενάντια στην πειθαρχία του Κόμματος. Αντίθετα, υπεραγαπούσαν το Κόμμα και όλα όσα συνδέονταν μ’ αυτό. Τα τραγούδια, οι παρελάσεις, τα λάβαρα, η πεζοπορία, η στρατιωτική εκπαίδευση με ψεύτικα τουφέκια, τα συνθήματα, η λατρεία του Μεγάλου Αδελφού – όλα αυτά τους φαίνονταν σαν ένα υπέροχο παιχνίδι. Όλη η επιθετικότητά τους διοχετευόταν προς τα έξω, προς τους εχθρούς του Κράτους, προς τους αλλοδαπούς, τους προδότες, τους δολιοφθορείς, τους σκεψούργους. Θεωρούνταν φυσιολογικό οι άνθρωποι μετά τα τριάντα να φοβούνται τα ίδια τους τα παιδιά. Και μάλιστα εύλογα, γιατί δεν περνούσε εβδομάδα χωρίς να δημοσιευθεί στους Times μια παράγραφος που να λέει πως ένα μικρό «καρφί» –«παιδί ήρωας» ήταν

36 | ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
εξοπλισμού του καινούργιου Πλωτού Οχυρού, που είχε μόλις αγκυροβολήσει κάπου ανάμεσα στην Ισλανδία και τις Νήσους Φερόε. Η ζωή εκείνης της κακόμοιρης γυναίκας πρέπει να είναι σκέτη φρίκη με τέτοια παιδιά, σκέφτηκε.

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.