ΔΙΆΦΆΝΆ ΚΡΙΝΆ
ΈΓΙΝΈ Η ΑΠΏΛΈΙΑ ΣΥΝΗΘΈΙΑ ΜΑΣ
Παντελής Ροδοστόγλου: Μπάσο
Τάσος Μαχάς: Τύμπανα
Νίκος Μπάρδης: Κιθάρα
Κυριάκος Τσουκαλάς: Κιθάρα
Θάνος Άνεστόπουλος: Φωνητικά
Ο Παναγιώτης Μπερλής έπαιξε πιάνο στα: «Ρίξτε τις καρδιές σας στα σκυλιά»,
«Φαρμακωμένη», «Τελευταία Μέρα» και όργανο στο «Έγινε η Απώλεια Συνήθειά μας».
Ο Θάνος έπαιξε πιάνο στα
«Δίπλα σου σαν πάντα» και «Δ.».
Ο Νίκος και ο Θάνος έπαιξαν
ακουστικές κιθάρες στο «Έγινε η Απώλεια Συνήθειά μας».
Μουσική: Διάφανα Κρίνα
Στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου, Θάνος
Άνεστόπουλος. Στο τραγούδι «Μέρες Αργίας»
οι στίχοι είναι του ποιητή Διονύση Καψάλη
από την ομώνυμη ποιητική του σύνθεση.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είμαστε ό,τι ακούμε
Χειμώνας, σε ένα ανεμοδαρμένο νησί. Παρέες, εφηβικοί έρωτες, μουσικές. Χαραγμένα παγκάκια και θρανία. Οι πρώτοι πειραματισμοί στις κιθάρες. «Να παίξουμε “Μέρες Αργίας”;». «Και ποιος θα τραγουδήσει, ρε;». Το πρώτο στερεοφωνικό με κουπόνια από την εφημερίδα. Δανεικά CD από τον καλοκαιρινό τροφοδότη, με απευθείας μεταφορά από την Κυψέλη. Γραμμένες κασέτες, αντιγραμμένα CD. Φωτοτυπίες στα εξώφυλλα. Φωτοτυπίες και στους στίχους. Δεν γινόταν να μην έχεις αυτούς τους στίχους. Χρήματα στην άκρη, για επιλογές που έπρεπε να είναι αυθεντικές. Μια ντουλάπα γεμάτη μαύρα μπλουζάκια.
Βραδινή μελαγχολία, μετά τη μελέτη, υπό τον ήχο της ακουστικής. Υπαρξιακά ερωτήματα. Γιατί γίνεται η απώλεια συνήθεια; Οι φίλοι σου θα είναι εδώ ξανά; Υπάρχει αγάπη που δεν είναι ψέμα; Γερνάμε στης λήθης το ψέμα; Γιατί είναι σκοτεινοί οι χειμώνες της νιότης μας; Για ποιον είναι αυτό το τραγούδι; Μας ξέρει ο τύπος που γράφει τους στίχους και μας μιλάει τόσο βαθιά; Τι κάνουν στην κιθάρα και βγάζει αυτόν τον ήχο; Πώς γίνεται η μουσική που ακούς να σε αλλάζει;
Γρήγορο πέρασμα από τα «πιανιστικά». Έμείς ακούμε ροκ, όχι πιάνο. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να εκτιμηθούν όπως έπρεπε. Τελικά, μπορείς να είσαι σκληρός και ρομαντικός συνάμα.
Ένα παλιό πλοίο με τη χαρακτηριστική μυρωδιά. Από εκεί στα Έξάρχεια. Σκοτεινά στενά κι ένα πάρκινγκ βγαλμένο από ταινία. «Πού διάολο πάμε τώρα; Έυτυχώς, είναι μαζί ο Ανδρέας». Πρώτο live στο ΑΝ. Μια ακατανίκητη επιθυμία να μην τελειώσει ποτέ. «Λάφυρα» η αφίσα και μια πένα με περίεργους χρωματισμούς. Μάλλον του Κυριάκου. Το soundtrack του λυκείου, τα βροχερά Σάββατα της
παρέας με φθηνό κρασί και Διάφανα Κρίνα. Κι η προσμονή για περισσότερες συναυλίες, χωρίς να χρειάζεται καράβι.
Κούτες γεμάτες CD, το στερεοφωνικό των κουπονιών καλά πακεταρισμένο. Το στάνταρ τηλεφώνημα: «Πάμε Κρίνα;».
Η στάνταρ απάντηση: «Ναι».
Λύπες, χαρές, έρωτες, ξεσπάσματα, οργή. Στιγμές. Ιστορίες από κοινές ακροάσεις και συναυλίες. Μελανιές, αλκοόλ, παραλίγο κι ένα χαμένο αυτοκίνητο. Στίχοι που αναδύονται
από τη λήθη, για να συνοδεύσουν μια κατάσταση του τώρα.
Του πάντα. Αγκαλιά με ένα παιδί που ρωτά για τις μουσικές
που της βάζει ο πατέρας της. Για τους ήχους και τους στίχους
που καθόρισαν, πέρα από τα ακούσματα, μια στάση ζωής. Τι
θα ήμασταν αν δεν τους ακούγαμε; Πόσο θα ψαχνόμασταν
βαθύτερα, εντός κι εκτός, χωρίς εκείνους; Έίμαστε παιδιά του ροκ και των Διάφανων Κρίνων. Κι
αυτό το βιβλίο είναι για σένα.
1
Τα πρώτα ανταμώματα
Έίχαν περάσει περίπου επτά χρόνια από τις ημέρες εκείνες της Απώλειας, όταν κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος των Διάφανων Κρίνων. Στο δεύτερο τραγούδι του, ο Παντελής Ροδοστόγλου αποτύπωσε σε στροφές το ταξίδι μιας παρέας. «Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα, που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους», ξεκινούσαν οι στίχοι και ολοκληρώνονταν με τη φράση «...τη μοναξιά, η μόνη τους αλήθεια». Η παρέα εκείνη δεν σταμάτησε ποτέ να διασχίζει τα όνειρά της. Κι αν αισθανόταν τη μοναξιά ως τη μόνη της αλήθεια, κάθε φορά που επιβιβαζόταν στο μουσικό τρένο κατάφερνε να την ξορκίσει μακριά. Γιατί η μπάντα αυτή είχε στον πυρήνα της την παρέα, τη συναναστροφή.
O Θάνος Ανεστόπουλος, ο Τάσος Μαχάς και ο Κυριάκος Τσουκαλάς, οι άνθρωποι δηλαδή που ήταν στα Διάφανα Κρίνα από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία, έζησαν τα κρίσιμα χρόνια της διάπλασης του χαρακτήρα τους στην ίδια γειτονιά. Στη Νέα Ζωή Περιστερίου, που για αρκετούς ήταν αυτό ακριβώς που περιγράφει η ονομασία της. Ο Κυριάκος Τσουκαλάς μεγάλωσε σε μια παρέα που άκουγε περισσότερο hard συγκροτήματα, με τους ήχους των Led Zeppelin και των Deep Purple να ξαγρυπνούν στις αναμνήσεις του. Έκείνον,
ΘΆΝΟΣ Σ Ά ΡΡΉΣ
ωστόσο, τον γοήτευσε περισσότερο ο ήχος της ψυχεδέλειας.
Οι πλατείες τότε γέμιζαν με μουσικές παρέες και, επηρε-
ασμένος από όσα άκουγε, αποφάσισε να παίξει κι ο ίδιος.
Έπιασε την κιθάρα περίπου την ίδια εποχή που ξεκίνησε τα
ταξίδια στη θάλασσα, όταν ήταν 14 ετών. Ένα βιβλίο με μουσική, παρέα με την εξάχορδη, του κρατούσαν συντροφιά
όταν κλεινόταν στην καμπίνα.
Ο Τάσος Μαχάς, από το δημοτικό ακόμα, στεκόταν μπροστά στο ραδιόφωνο προσπαθώντας να αντιγράψει σε ένα παλιό κασετοφωνάκι μουσικές εκπομπές. Οι Led Zeppelin, οι Queen, οι Doors, οι Police, περνούσαν από τη μαγνητική ταινία στους νευρώνες του εγκεφάλου του. Αργότερα, στο γυμνάσιο, μυήθηκε στα πιο «σκληρά». Deep Purple, Motörhead και Black Sabbath έγιναν τα νέα του ακούσματα
και τα χτυπήματα της μπότας έχτιζαν στο μυαλό του έναν
ρυθμό που επαναλαμβανόταν παντού. Με τα δάχτυλα στο
θρανίο, με το πόδι στο πάτωμα, με τις αόρατες μπαγκέτες
στο στρώμα. Χωρίς, ακόμα, να έχει καν στο μυαλό του ότι θα πιάσει πραγματικά drumsticks.
Ο
Θάνος Ανεστόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξανδρού-
πολη, καρπός ενός εσωτερικού μετανάστη πατέρα και μιας μητέρας που παράτησε το όνειρο της νομικής για να τον ακολουθήσει. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους δύο αδερφούς του.
Αναζήτησαν στην πρωτεύουσα μια καλύτερη ζωή και βρέθηκαν στα δυτικά, εκεί που όπως έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στη Lifo και τον Φώτη Βαλλάτο, οι δρόμοι έσφυζαν από όνειρα κι ελπίδες για καινούργια ξεκινήματα: «Έκεί λάμ-
ΔΙ ΆΦΆ ΝΆ ΚΡΙΝΆ • ΈΓΙΝ Έ Ή Ά ΠΏΛ Έ Ι Ά ΣΥΝΉΘ Έ ΙΆ Μ Ά Σ
βανες διαρκώς την καθημερινή υπενθύμιση πως οι γειτονιές χτίζονταν από τους εσωτερικούς πρόσφυγες, δίνοντάς τους ονόματα που μέσα τους είχαν κρύψει τα μύχια όνειρά τους και τις ελπίδες τους για καινούργια ξεκινήματα. Αλλοτριώθηκαν, βέβαια, μέσα στα χρόνια αρκετοί απ’ αυτούς, μην μπορώντας πλέον να διακρίνουν και να ταυτίσουν τη δικιά τους ιστορία με των σημερινών προσφύγων την άθλια μοίρα». Θυμόταν πάντα τον ήχο του δικού του ξυπνητηριού, που έβγαινε από την κορδέλα του γειτονικού ξυλουργείου, καθώς και τον Θέμη, τον διασκεδαστή της γειτονιάς. Έκανε τα παιδιά να πιστέψουν στη μαγεία με τα ταχυδακτυλουργικά του και μπήκε στις καρδιές τους όταν απελευθέρωσε τ’ αδέσποτα από το φορτηγάκι του μπόγια. Γνώρισε από τους γονείς του τον Ντοστογιέφσκι, τον Μαρξ, τον Ιούλιο Βερν, αλλά και τους Βάρναλη και Ρίτσο, με τους πλανόδιους πωλητές να εφοδιάζουν το σπίτι κι εκείνον να ανυπομονεί για το επόμενο χτύπημα στο κουδούνι.
Ένα ακόμη παιδί που είδε τον δρόμο του να συναντιέται με την παρέα εκείνη ήταν ο Σωτήρης Σταμπουλίδης. Έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αυστραλία, επαναπατρίστηκε στο χωριό της μητέρας του κοντά στη Μονεμβασιά για μια σχολική χρονιά στην πέμπτη δημοτικού κι έπειτα εισήλθε στον αστικό ιστό της Αθήνας των ’80s. Ήταν συμμαθητής με τον Τάσο Μαχά και στο γυμνάσιο γνώρισε τον αδερφό του Κυριάκου Τσουκαλά, τον Νίκο, ο οποίος έριξε και την πρώτη ιδέα για τη δημιουργία μπάντας. «Οι παρέες του λυκείου είχαν μεγάλο πάθος για τη μουσική. Έτσι, η
ΘΆΝΟΣ Σ Ά ΡΡΉΣ
σκέψη για τον σχηματισμό μπάντας ερχόταν φυσικά, αυθόρμητα, σαν αναγκαιότητα. Η μουσική όριζε την κοινωνική μας συμπεριφορά, το ντύσιμο, την εμφάνιση γενικότερα», τονίζει ο Μαχάς.
Στον Σωτήρη η ιδέα άρεσε πολύ. Πιτσιρικάς, στην Αυστραλία, χοροπηδούσε στο κρεβάτι με μια ζώνη δεμένη
σε ρακέτα του τένις και φανταζόταν ότι σόλαρε με τους AC/DC. Του έλαχε, στη νοερή μπάντα του Νίκου Τσουκαλά, ο ρόλος του μπασίστα. Από την άλλη, η σχολική παρέα του Τάσου Μαχά σχεδίαζε κάτι ανάλογο, με τον ίδιο να παίρνει τον ρόλο του τραγουδιστή, μιας και οι υπόλοι-
πες θέσεις είχαν καταληφθεί χωρίς καν να υπάρχουν τα
όργανα. Τελικά, το παιδί που προοριζόταν για τα τύμπανα
αποχώρησε, με αποτέλεσμα ο Τάσος να δηλώσει «παρών»
για τη θέση του ντράμερ. «Όλοι ήθελαν να κάνουν ένα
γκρουπ τότε. Κάναμε λοιπόν κι εμείς ένα. Μόνο που δεν
είχε όργανα, δεν είχε τίποτα. Απλά κάναμε μια μπάντα, η οποία δεν έπαιζε. Τελικά, αποκτήσαμε μια κιθάρα και εγώ
τα τύμπανά μου. Αλλά δεν προλάβαμε να παίξουμε μαζί», θυμάται ο αυτοδίδακτος ντράμερ, ο οποίος απέκτησε ένα
σετ Remo από τον Σπύρο Χαρίση, που χτυπούσε τα τύμπανα
της Λευκής Συμφωνίας. Οι ιδέες έμειναν στα χαρτιά, όμως η μουσική βρισκόταν παντού στη ζωή των μαθητών, που τότε είχαν τραβήξει ήδη τον δρόμο του rock n’ roll. Την αναζητούσαν και τους αναζητούσε. Στις παρέες, στα στέκια, στα μοναχικά βράδια δίπλα στο κασετόφωνο. Και φυσικά, στη λέσχη Rainbow.
ΔΙ ΆΦΆ ΝΆ ΚΡΙΝΆ • ΈΓΙΝ Έ Ή Ά ΠΏΛ Έ Ι Ά ΣΥΝΉΘ Έ ΙΆ Μ Ά Σ
«Έγώ το βίωσα με τέτοιον τρόπο, που νόμιζα τότε ότι ήταν όλοι έτσι, σαν εμάς. Δεν ήταν μόνο ο διαχωρισμός ροκάδες–καρεκλάδες–πάνκηδες, αλλά ότι όλο αυτό είχε να κάνει με τη μουσική. Μας χαρακτήριζε η μουσική. Και θυμάμαι περιπτώσεις ανθρώπων που το όνειρό τους ήταν να πάνε στην Αμερική, να ταξιδέψουν το Route 66. Κάποιοι το έκαναν. Κυρίως λόγω μουσικών καταβολών, αλλά και λόγω ταινιών. Ορισμένοι ασχοληθήκαμε με τη μουσική, όμως οι περισσότεροι είχαμε στο μυαλό μας ότι ζούσαμε κάτι ημιπαράνομο, κάτι underground που ξέφευγε από τα καθιερωμένα. Υπήρχε αρκετή πολιτικοποίηση εκείνη την εποχή και γενικά ήμασταν μια γενιά που συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως παρουσιάζονται, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αισθανόμασταν μια αμφισβήτηση, η οποία ήταν πιο υγιής, κατά την άποψή μου, από το να ασπάζεσαι ότι “αυτό είναι και τίποτα άλλο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος”», διηγείται ο Τάσος Μαχάς.
Η Rainbow ήταν το στέκι όλων των ροκαμπιλάδων του Περιστερίου, αλλά και άλλων περιοχών, όπως του Κολωνού. Φλιπεράκια, μπιλιάρδα, φραπές, μπύρα και ατελείωτα ακούσματα, κουβέντες, μουσικά όνειρα. Από τη μία τα παραδοσιακά ροκαμπίλια, από την άλλη οι σαϊκομπιλάδες με τα πέτσινα, τις αλυσίδες, τις μηχανές. Έκεί γνωρίστηκαν λίγο–πολύ όλοι μεταξύ τους. Ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο οποίος εμφανιζόταν με γάντια κομμένα στα δάχτυλα, καμπαρντίνα και μια κιθάρα στα χέρια, ο Νίκος Τσουκαλάς που είχε ήδη τη δική του μπάντα, τα αδέρφια Ταρατίτα που ήρθαν κοντά με
ΘΆΝΟΣ Σ Ά ΡΡΉΣ
τα μετέπειτα παιδιά των Κρίνων. Ο Ανεστόπουλος έπαιζε τότε συνήθως μόνος του, σε πλατείες, πάρκα και σε σχολεία. «Ο
Θάνος και οι υπόλοιποι ήταν λίγο μεγαλύτεροι. Τους θυμάμαι
σε μια συναυλία στο σχολείο, που είχαν ανέβει στη σκηνή 14
άτομα. Ήταν κάτι σαν stand–up comedy της εποχής. Έκαναν
χαβαλέ. Αργότερα αποφάσισε να αφήσει αυτή τη φάση και να κάνει κάτι πιο ροκ», λέει ο Μαχάς.
Ένίοτε η κατάσταση ξέφευγε. Μια φορά, ο ιδιοκτήτης της λέσχης είχε φύγει για μια δουλειά, αφήνοντας τους θαμώνες να προσέχουν το μαγαζί. Όταν επέστρεψε, βρήκε τα φλιπεράκια στο πεζοδρόμιο και τον κόσμο να παίζει απολαμβάνοντας τον ήλιο. Μια άλλη φορά, παραμονές νέου έτους, ένας θαμώνας είχε ανοίξει το κεφάλι του από το πολύ ποτό.
Παγωμένοι, όσοι βρίσκονταν τριγύρω του φοβούνταν τα χειρότερα. Έκείνος σηκώθηκε, σκούπισε το αίμα και έδωσε το έναυσμα για τη συνέχεια με δύο λέξεις: «Βάλτε Bowie».
Ο David Bowie επηρέασε πολύ και τον Θάνο. Ο πρώτος δίσκος που αγόρασε με δικά του χρήματα ήταν το Space Oddity. Νέα ακούσματα, νέες επιρροές εξαπλώνονταν, δημιουργώντας το υπόβαθρο για τη μουσική έκφραση που θα έπαιρνε τις μεγάλες αγάπες και θα τις μετέτρεπε στο δικό της, ξεχωριστό στιλ. Παράλληλα με τη λέσχη, ξεκίνησαν όλοι να ανταμώνουν σε μπαράκια του Περιστερίου και των γύρω περιοχών, όπου με κάθε αφορμή στήνονταν μικρά live, τα οποία συγκέντρωναν αρκετό κόσμο. Έκεί συναντούσαν συχνά και τον Κυριάκο Τσουκαλά, που έπαιζε σ’ ένα συγκρότημα με το όνομα Λαβύρινθος. Κινούνταν σε πιο μελωδικά
ΔΙ ΆΦΆ ΝΆ ΚΡΙΝΆ • ΈΓΙΝ Έ Ή Ά ΠΏΛ Έ Ι Ά ΣΥΝΉΘ Έ ΙΆ Μ Ά Σ
μονοπάτια, ένα σχήμα χιπ–ροκ που κρατούσε από τον ρομαντισμό των παιδιών των λουλουδιών.
Το 1984, ο Σωτήρης Σταμπουλίδης αγόρασε το πρώτο του
Echo, ενώ την εποχή εκείνη γνωρίστηκε και με τον αδερφό του Θάνου Ανεστόπουλου, τον Βασίλη. Τον Θάνο τον γνώριζε από τη γειτονιά κι από τη λέσχη, όμως ήταν δύο τάξεις μεγαλύτερός του, αφού «κέρδιζε» χρόνο. Αντίστοιχα, κι ο Τάσος Μαχάς γνώρισε τον άνθρωπο με τον οποίο έμελλε να μοιραστεί τη μουσική του ζωή μέσω του αδερφού του. Οι τρεις τους ήταν στο δωμάτιο του Βασίλη Ανεστόπουλου, με ένα μπάντζο, τον Μαχά να προσπαθεί να βρει ρυθμό χτυπώντας μαξιλάρια και τους Country Joe and the Fish να παίζουν στο κασετόφωνο, όταν ο Θάνος άνοιξε την πόρτα του δωματίου. «Ψηλέ, Τάσο, ελάτε, φτιάχνουμε μπάντα». «Τι μπάντα ρε, τώρα μαθαίνουμε», του απάντησαν. «Όχι, είπα φτιάχνουμε μπάντα».
2 Crazy Pattapoef
Η μπάντα, τελικά, ξεκίνησε με τρία από τα μετέπειτα
μέλη των Διάφανων Κρίνων. Ο Θάνος Ανεστόπουλος
έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Ο Τάσος Μαχάς ήταν στα τύμπανα. Και ο Παναγιώτης Μπερλής, ο «Ονούφριος» όπως τον φώναζαν τότε, κρατούσε επίσης κιθάρα. Τους συντρόφευαν ο Σωτήρης Σταμπουλίδης στο μπάσο και στα φωνητικά ο Χρήστος Ταρατίτας, ο οποίος γινόταν lead vocalist στις
αγγλόφωνες διασκευές, καθώς ο Θάνος δεν το είχε με τα
αγγλικά. Από τότε, άλλωστε, δεν του άρεσε να διασκευάζει
τραγούδια άλλων. Ήθελε να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, για τον οποίο ήταν σίγουρος. Οι διασκευές σηματοδότησαν
το ξεκίνημα της μπάντας, πριν αρχίσει να δημιουργεί τα δικά
της κομμάτια, και στη συνέχεια έρχονταν συνήθως για να συμπληρώσουν το πρόγραμμα.
Ξεκίνησαν με 4–5 δικά τους τραγούδια, όλα σε στίχους και μουσική του Θάνου Ανεστόπουλου, και στις 21 Σεπτεμβρίου του 1985 έκαναν την πρώτη τους συναυλία, στο Mad του Περιστερίου. Το συγκρότημα ονομάστηκε Crazy Pattapoef, έμπνευση, φυσικά, του Ανεστόπουλου. Το όνομα γραφόταν πολύ συχνά με λάθος τρόπο, αφού η ιδιαιτερότητά του χωρούσε αρκετές παρερμηνείες. Ο Μπερλής «έσπασε»
ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ • ΈΓΙΝ Έ Η ΑΠΏΛ Έ ΙΑ ΣΥΝ Η Θ Έ Ι Α ΜΑΣ
μετά το ξεκίνημα, επιστρέφοντας για να παίξει μπάσο σε τρεις συναυλίες το 1987, τον καιρό που ο Σταμπουλίδης ήταν σοβαρά στο νοσοκομείο με πνευμονία.
Οι Crazy Pattapoef έκαναν περίπου 30 συναυλίες, μέσα σε διάστημα σχεδόν δύο χρόνων. Δούλευαν τα κομμάτια τους σε ένα πολιτικό στέκι που τους είχε παραχωρηθεί από μια ομάδα τροτσκιστών, χωρίς ηχομόνωση, χωρίς τίποτα. Ολόκληρη η γειτονιά άκουγε τις κιθάρες να ουρλιάζουν rock and roll συγχορδίες και τα πιατίνια να ραγίζουν. Έπαιζαν για να τιμήσουν τους συνταξιδιώτες τους, τα παιδιά από τη Rainbow και τη γειτονιά.
Σύντομα ξεκίνησαν να εμφανίζονται και εκτός Περιστερίου. Άρχισαν να ανοίγουν συναυλίες γνωστότερων συγκροτημάτων, όπως οι Λευκή Συμφωνία και οι Libido Blume. Ήταν σε ένα live των δεύτερων, στο κέντρο της Αθήνας, όταν ο Σωτήρης Σταμπουλίδης πλησίασε τον μπασίστα τους μετά το τέλος της συναυλίας να τον ρωτήσει τη γνώμη του για την μπάντα τους. Έκείνος του απάντησε ότι χρειάζονται βελτίωση. Ο Θάνος, ο οποίος άκουσε την κουβέντα, τον πλησίασε και του είπε αποφασιστικά: «Μην ακούς τίποτα ρε, θα τους ξεπεράσουμε αυτούς».
Ο
Σωτήρης θυμάται μια ακόμα ιστορία, ενδεικτική του οράματος που είχε από πάντα ο παράξενος frontman τους. Ήταν το 1987, όταν είχε κυκλοφορήσει ο δεύτερος δίσκος από Τρύπες, το Πάρτυ στον 13ο όροφο. Ο Τάσος Μαχάς τον είχε αγοράσει και παρέα με τον Σταμπουλίδη άκουγαν με ενθουσιασμό στο σαλόνι του πατρικού του σπιτιού. Έίχαν ανοίξει το
παράθυρο και κάθονταν στο περβάζι καπνίζοντας. Ο Ανεστόπουλος πέρασε εκείνη τη στιγμή από τον δρόμο. «Τι ακούτε, ρε μαλάκες;» τους ρώτησε. «Έναν φοβερό δίσκο από Τρύπες, τρομερή μπάντα», αποκρίθηκαν εκείνοι. «Έμείς θα γίνουμε καλύτεροι», απάντησε ο Θάνος, με τους συνομιλητές του να
γουρλώνουν τα μάτια. «Καλύτεροι από Τρύπες, ρε;» είπαν. «Ναι ρε, πολύ καλύτεροι», επέμενε εκείνος.
Οι Crazy Pattapoef έπαιξαν μέχρι το 1988. Έγραψαν μια
κασέτα με τα δικά τους κομμάτια και μία live, από τον Άγιο Ιερόθεο. Μερικά χαρακτηριστικά κομμάτια ήταν τα εξής:
«Έθνος Ένωμένων, Πρόσωπα Γκρι, Νεκρή Γραμμή», «Βιομηχανικό Προϊόν», ενώ υπήρχαν και άλλα, πιο αλλόκοτα, όπως το «Κάποιος νιάου γαβ με παπί» και «Ο σιχαμένος».
Στα περίπου τρία χρόνια που συμβίωσαν μουσικά, γνώρισαν αρκετές μπάντες και καλλιτέχνες, έμαθαν το συναίσθημα
της συνύπαρξης με βασικό άξονα τη μουσική. Και φυσικά, βίωσαν αρκετές περίεργες καταστάσεις. Σε μια συναυλία στο Πολυτεχνείο, έπαιζαν πριν από ένα πανκ συγκρότημα. Η
σύγκρουση ροκαμπιλάδων–πάνκηδων έμοιαζε δεδομένη και η αστυνομία είχε κινητοποιηθεί από νωρίς. Ο Θάνος με τον Χρήστο πήγαν να πάρουν κάτι να πιουν και έπεσαν σε μπλόκο της αστυνομίας, που προσπαθούσε να σπάσει έναν πυρήνα έντασης. Κληρονόμησαν μελανιές και παραλίγο να καταλήξουν στο τμήμα. Όταν η συναυλία τους έφτανε κοντά στην ολοκλήρωση, εισέβαλαν στο χώρο τα πανκιά και το ξύλο ξεκίνησε. Ίσα που πρόλαβαν να μαζέψουν τα όργανά
τους και να αποχωρήσουν.
3
Ανθίζοντας στο Περιστέρι Το τέλος των Crazy Pattapoef ήρθε από μια προσωπική ρήξη του Θάνου με τον Χρήστο. Η παρέα χωρίστηκε για περίπου δύο χρόνια, αλλά παρέμεινε ανήσυχη. Ο Τάσος Μαχάς άλλαξε μουσικά στέκια, παίζοντας με τους Bankshot and Other Robberies. Γνώρισε τον ιδρυτή τους, Τάσο Σιχλιμίρη, στα ΤΈΙ Πειραιά κι εκείνος τον μύησε στον κόσμο του Nick Cave, του S.J. Hawkins, της τζαζ και των μπλουζ. Ο Θάνος Ανεστόπουλος συνέχιζε να αλωνίζει παρέα με την κιθάρα του και να ονειρεύεται την επόμενη μέρα, γοητευμένος από τους μεγάλους τροβαδούρους και τους καταραμένους ποιητές, καθώς και από την αισθητική των ’60s. Ο Ντίλαν, ο Κοέν, ο Κας, μελοποιούσαν στις σκέψεις του Μποντλέρ και Πόε. Ο Κυριάκος Τσουκαλάς δρομολόγησε νέα ταξίδια με τα καράβια, παίζοντας παράλληλα κιθάρα. Και ο Σωτήρης Σταμπουλίδης «κόλλησε» σε μια άλλη μπάντα από το Περιστέρι, τους Part 2. Το καλοκαίρι του 1990 είχε φτάσει πια ο καιρός να ανταμώσουν ξανά. Η ιδέα της νέας μπάντας στριφογύριζε καιρό στο μυαλό του Θάνου. Ένα τηλεφώνημα στον Τάσο Μαχά ήταν αρκετό, προκειμένου να στήσουν μια συνάντηση στα γρήγορα και να κατανοήσουν αμφότεροι ότι είχαν ακόμα να δώσουν
ΘΆΝΟΣ Σ Ά ΡΡΉΣ
πολλά στη μουσική παίζοντας μαζί. Τηλεφώνησαν και
στον Σωτήρη Σταμπουλίδη, παρότι ο Θάνος είχε ψυχρανθεί
κάπως μαζί του μετά το τέλος των Crazy Pattapoef. Αλλά στο
μυαλό του Ανεστόπουλου αυτά περνούσαν γρήγορα. Έκείνο το καλοκαίρι του 1990, ο Θάνος πήγε διακοπές στην Ικαρία και στην επιστροφή συνάντησε στο πλοίο τον Κυριάκο Τσουκαλά, ο οποίος είχε μαζί του μια κιθάρα. Οι δυο τους δεν είχαν συνυπάρξει ποτέ μουσικά. Ακολουθούσαν παράλληλες πορείες και γνωρίζονταν από το δημοτικό. Ο Κυριάκος μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό και στο 12ωρο ταξίδι είχαν πολλά να πουν. Μίλησαν για τις μπάντες, για τα ακούσματά τους, κι ο Θάνος ζήτησε την κιθάρα να παίξει κάποια από τα κομμάτια που είχε σκαρώσει. «Ώραία είναι», του είπε
ο Κυριάκος. «Φτιάχνουμε μια μπάντα, ρε;» απάντησε ο συνομιλητής του. Η απάντηση ήταν θετική. «Ήρθαμε σε συμφωνία, στα λόγια όμως. Δεν ξέραμε τι είναι αυτό που θα γίνει.
Απλά να παίξουμε θέλαμε. Τον ρώτησα πού είναι ο Τάσος για
να παίξει τύμπανα, μου είπε ότι έχει πει και στον Σωτήρη και
κάπως έτσι βρεθήκαμε μετά από λίγες μέρες, να προβάρουμε τα κομμάτια που είχε γράψει ο Θάνος», θυμάται ο Κυριάκος Τσουκαλάς.
Οι πρώτες συναντήσεις έγιναν σε ένα δωματιάκι, στο πατρικό σπίτι του Τσουκαλά. Ήταν εκεί και ο αδερφός του, ο Νίκος, που για ένα μικρό διάστημα έπαιξε μαζί τους κιθάρα. Η παρέα μεταφέρθηκε στο στούντιο του Σόλωνα στο Περιστέρι και ο Νίκος Τσουκαλάς αποχώρησε σύντομα, επειδή ακολουθούσε πορεία σε άλλη μπάντα.
ΔΙ ΆΦΆ ΝΆ ΚΡΙΝΆ • ΈΓΙΝ Έ Ή Ά ΠΏΛ Έ Ι Ά ΣΥΝΉΘ Έ ΙΆ Μ Ά Σ
Ένα απόγευμα, ο Τάσος με τον Σωτήρη πήγαιναν στην πρόβα και συζητούσαν για το όνομα του γκρουπ. Ο Μαχάς θυμήθηκε έναν στίχο του Θάνου, από κάποιο τραγούδι που έπαιζαν τότε. «Έίναι τόσο κρίμα, για τ’ άσπρα διάφανα κρίνα να είναι τόσο χλωμά, άγγελοι από το πουθενά», έλεγε. «Δεν θα ήταν ωραίο για όνομα μπάντας το “Διάφανα Κρίνα”;», είπε στον Σωτήρη κι εκείνος συμφώνησε. Όταν έφτασαν στο στούντιο και είπαν την ιδέα στους άλλους, κατάλαβαν ότι κι εκείνοι είχαν σκεφτεί ακριβώς το ίδιο όνομα. Δεν το είχαν συζητήσει μεταξύ τους, όμως η έμπνευση ήταν ίδια. Ένα από τα πολλά ανεξήγητα που σημάδεψαν την πορεία της παρέας: δύο λέξεις που δεν συνδέονταν εννοιολογικά αλλά μιλούσαν στην ψυχή τους. «Έμένα μου άρεσε πολύ, αλλά δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ήταν όμως πολύ εύηχο», λέει ο Κυριάκος Τσουκαλάς. «Το είπα στον Θάνο και μου απάντησε: “Λες; Όχι ρε, τι σημαίνει Διάφανα Κρίνα;”. Έγώ αποκρίθηκα: “Έμένα ρωτάς; Έσύ το έγραψες! Όμως μου αρέσει”. Και τελικά πείστηκε». Κι έτσι, η νεοσύστατη μπάντα απέκτησε όνομα. Τα πρώτα Κρίνα ήταν ένα καθαρό rock n’ roll συγκρότημα, με εμφανή στοιχεία garage punk, γρήγορα παιξίματα, κιθαριστικά ριφς. Και, όπως τονίζει ο Τάσος Μαχάς, πάρα πολύ fuzz! «Στον στίχο», συνεχίζει, «ο αφηγητής είναι θεατής ή πρωταγωνιστής ενός δράματος, όπου κυριαρχεί η απώλεια κάθε ελπίδας». Λίγα χρόνια μετά, αφού είχε βγει ο πρώτος τους δίσκος, ο Θάνος Ανεστόπουλος έλεγε στο φάνζιν Κραυγές και στον Γιάννη Ζελιαναίο: «Διάφανο είναι αυτό το πράγμα που μπορείς να προσπελάσεις από μέσα του, να
ΘΆΝΟΣ Σ Ά ΡΡΉΣ
μπεις μέσα του. Να περάσεις. Το κρίνο είναι ένα όμορφο λουλούδι. Έίναι σαν το σημείο χειραψίας ή σαν ένα τελωνείο μεταξύ της ζωής εδώ και της ζωής μετά εκεί…»
Έπειτα, στις αρχές του 1991, αποχώρησε ο Σταμπουλίδης. «Έκείνη την περίοδο είχα μπει σε μια σχολή φωτογραφίας. Θυμάμαι ότι κουβαλούσα και μια Cannon μηχανή, που είχε φέρει η μητέρα μου από την Αυστραλία, και τραβούσα τις πρόβες. Παράλληλα, είχα μπει στο παιδαγωγικό. Το ’91
λοιπόν έχασα έναν κολλητό από το πανεπιστήμιο και μου
άλλαξε όλη τη φάση. Έίχα αρχίσει και δουλειά σε ένα στούντιο φωτογραφίας, με αποτέλεσμα να γνωρίσω έναν άλλον
κόσμο, είχα αρχίσει να μη σκέφτομαι τόσο τη μουσική. Δεν
μου άρεσε πολύ και το στιλ μουσικής που ήθελε ο Θάνος.
Ήταν πολύ dark. Έγώ ήμουν πιο πολύ του hard rock. Ο πραγματικός λόγος που σταμάτησα, όμως, ήταν γιατί εκείνη την περίοδο είχα έναν οίστρο αθυροστομίας. Έβριζα πάρα πολύ.
Σε μια πρόβα άκουσαν τα παιδιά αυτά που έλεγα και φρίκαραν! Δίκιο είχαν», παραδέχεται ο Σωτήρης. Ένα απόγευμα, πέρασε έξω από το προβάδικο και είδε ότι δοκιμαζόταν ένας άλλος μπασίστας. Κάπου εκεί κατάλαβε ότι η βραχύβια πορεία του στο συγκρότημα είχε φτάσει στο τέλος της.
Για ένα διάστημα τα Κρίνα έπαιζαν ως τρίο, με τον Θάνο Ανεστόπουλο να πιάνει το μπάσο. H πορεία τους στο στούντιο του Σόλωνα έληξε άδοξα, έπειτα από ένα σπάσιμο της μπότας των ντραμς πάνω στο τζαμάρισμα. Η μπάντα έμεινε στον δρόμο, μέχρι που ένας φίλος τους, ο Θωμάς, μπασίστας
στη ρέγκε μπάντα Kilimanjaro, τους πρότεινε να πάνε στον
ΔΙ ΆΦΆ ΝΆ ΚΡΙΝΆ • ΈΓΙΝ Έ Ή Ά ΠΏΛ Έ Ι Ά ΣΥΝΉΘ Έ ΙΆ Μ Ά Σ Τζόνι. Ήταν η πρώτη επαφή τους με τον Γιάννη Ζερβάκο και τον χώρο του, στην καρδιά του Αιγάλεω. «Λίγο–πολύ, αναγκαστικά τα συγκροτήματα από την ευρύτερη περιοχή έρχονταν σ’ εμένα, γιατί όταν άνοιξα το στούντιο ήταν το πρώτο στα Δυτικά και το τρίτο στην Αθήνα γενικότερα. Ώς εκ τούτου, αν κάποιος ήθελε να δει πώς είναι να παίζεις με ημιεπαγγελματικά, τουλάχιστον, μηχανήματα έπρεπε να περάσει από μένα. Δεν ήταν κάτι τρομερό, αλλά είχαμε πράγματα που δεν είχαν ξαναδεί. Τότε υπήρχαν μπάντες που δεν είχαν ακούσει ποτέ ντραμς. Έβρισκαν μια κιθάρα, ένα μπάσο και κάποιος έπαιρνε δύο μπαγκέτες και χτυπούσε έναν τενεκέ για να δώσει το τέμπο», διηγείται ο Ζερβάκος για το στούντιο που είχε γίνει συνώνυμο των συγκροτημάτων στα μέρη του. Χρειάστηκε να αναβάλουν το ραντεβού τους τρεις φορές, αφού τόσο ο ιδιοκτήτης του στούντιο όσο και ο Θάνος Ανεστόπουλος δεν κατάφερναν να συνεννοηθούν από το τηλέφωνο. Τελικά κατάφεραν ν’ ανταμώσουν και τα πρώτα στοιχεία που ξεχώρισε ο Γιάννης όταν πρωτοείδε τα τρία παιδιά που ανυπομονούσαν να πάρουν στο χέρι τα μουσικά τους όργανα ήταν το πάθος, η καλοσύνη τους, η φωνή του Θάνου και οι στίχοι. Έίχε μπροστά του μια νεοσύστατη μπάντα που ήθελε απλά να διασκεδάσει, χωρίς να σκέφτεται το τι και το πώς, χωρίς να χαράσσει πορείες και στρατηγικές.
«Ζεστός, εγκάρδιος και πάντα έτοιμος να βοηθήσει», έγραφε ο Τάσος Μαχάς σε μια καταγραφή του το 2008 για τον Γιάννη Ζερβάκο, προσθέτοντας: «Πέρασαν κάμποσους
μήνες εκεί, οι τρεις τους κι ο Γιάννης. Άλλοτε με ταξί, άλλοτε