ΟΜΟΡΦΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ

Page 1

παρουσίαζαν διαφοροποιήσεις ακόμα

ανάμεσα στα οποία ήταν και

της σχέσης του όσο το δυνατόν περισσότερο. Από παλιά υπήρξα θαυμάστρια της Μάρθα Γκέλχορν και της δουλειάς της. Καθ’ όλον δε τον καιρό που έγραφα για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και παρά τα ελατ τώματά του, άρχισα σιγά

θαυμάζω

9 Σημειωμα Τησ Συγγραφεωσ Όπως ίσως θα περίμενε κανείς για μια ιστορία που ξεκινάει με μια κρυφή σχέση και τελειώνει με μια άλλη –και αφορά ανθρώπους τόσο διάσημους όσο η Μάρθα Γκέλχορν και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ– οι άφθονες πηγές στις οποίες στράφηκα για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα συχνά
και στα πιο απλά πράγματα,
το ποιος, πού και πότε. Προσπάθησα να συγκεράσω αυτές τις αντιφάσεις όσο καλύτερα μπορούσα, έχοντας ως σκοπό να μείνω πιστή στα γεγο νότα
σιγά να τον
κι εκείνον πάρα πολύ. Οι πηγές στις οποίες κατά ένα πολύ μεγάλος μέρος βασίστηκα για να γράψω αυτό το βιβλίο, περιλαμβάνουν τα Travels with Myself and Another, The View from the Ground, The Trouble I’ ve Seen, A Stricken Field και The Face of War, όλα της Μάρθα Γκέλχορν, όπως επίσης και οι καταπληκτικές ανταποκρίσεις που έκανε η ίδια για το Collier’s (κά ποια από τα άρθρα της αναδημοσιεύονται μέσα στα βιβλία της). Επί σης, ουσιώδη ήταν και τα Gellhorn: A Twentieth-Century Life και Select

the

«City at War»·

The Starched Blue Sky of Spain

Looking for Trouble

Χερμπστ· σε σημειώματα εκείνης της περιόδου γραμμένα από τον Τεντ Άλαν, που τα ανέβασε ο γιος του στο διαδί κτυο στο normanallan.com, και στην ταινία «The Spanish Earth». Το Hotel Florida της Αμάντα Βάιλ, το οποίο κυκλοφόρησε ενώ η συγγρα φή του παρόντος βιβλίου είχε προχωρήσει πολύ, ήταν μια εξαιρετική πηγή πληροφοριών που με βοήθησε να βάλω σε μια τάξη αυτή την μπερδεμένη

νωρίτερα!

«Obituary of a Democracy» για

μετέφερε δυναμίτη· τα «Blood on the Snow», «Death in a Present Tense» και «Bombs from a Low Sky» για τον καιρό που πέρασε στη Φινλανδία. Για τον «μήνα του μέλιτος» που

στο «Mr. Ma’s Tiger» από το Travels with Myself and Another, όπως και στο Hemingway on the China Front: His WWII Spy Mission with Martha Gellhorn του Πίτερ Μορέιρα. Το τελευταίο με

και για να γράψω

«The Hemingways in Sun

The

Meg Waite Clayton 10 ed Letters of Martha Gellhorn, και τα δύο από την Καρολάιν Μούρχεντ, όπως και το Nothing Ever Happens to the Brave: The Story of Martha Gellhorn του Καρλ Ρόλισον. Τα γράμματα της Γκέλχορν στην Έλινορ Ρούζβελτ και την Πολίν Χέμινγουεϊ μου έδωσαν πληροφορίες για τα πρώτα κεφάλαια στο Κι Ουέστ. Ειδικότερα για τον χρόνο που πέρασε η Γκέλχορν στην Ισπανία, αναζήτησα πληροφορίες στα κείμενά της «Only
Shells Whine», «Men Without Medals» και
στο
της Βιρτζίνια Κόουλς· στο
της Τζόζεφιν
περίοδο – μακάρι να είχε κυκλοφορήσει
Διά βασα και τα «Come Ahead, Adolf!» και
τον καιρό που πέρασε η Γκέλχορν στην Τσεχοσλοβακία· τα «Slow Boat to War» και «What Bores Whom?» για τον διάπλου του Ατλαντικού που πραγματοποίησε με εκείνο το πλοίο που
πέρασαν στην Κίνα και την Άπω Ανατολή στράφηκα στα άρθρα της Γκέλχορν για το Collier’s «Fight into Peril», «Her Day» και «Fire Guards the Indies» καθώς και
βοήθησε επίσης
τις σκηνές του γάμου του Χέμινγουεϊ με την Γκέλχορν, όπως και το
Valley:
Novelist takes a Wife» με φωτογραφίες του Ρόμπερτ Κάπα από το τεύχος του Life της 6ης Ιανουαρίου 1941. Το «Messing around in Boats» από το Travels with Myself and Another με βοήθη σε να εμβαθύνω στον χρόνο που πέρασε τριγυρίζοντας τη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τον καιρό

The Women

εισαγωγή της στο βιβλίο The View from the Ground. Τα Hemingway: The 1930s και Hemingway: The Final Years του Μάικλ Ρέινολντς, το Hemingway του Τζέφρι Μέγιερς και το Heming way: A Life without Consequences του Τζέιμς Ρ. Μέλοου ήταν αυτά στα οποία βασίστηκα για να γνωρίσω τον Χέμινγουεϊ, μαζί με τα Ernest Hemingway: Selected Letters 1917-1961 σε επιμέλεια του Κάρλος Μπέι κερ, Hemingway in Cuba της Χίλαρι Χέμινγουεϊ και της Καρλίν Μπρέ νεν, το «The Art of Fiction», συνέντευξη που έδωσε ο Χέμινγουεϊ στον Τζορτζ Πλίμπτον για το ανοιξιάτικο τεύχος του The Paris Review στα 1958, το «Hemingway in Cuba» που δημοσιεύτηκε στο Atlantic, καθώς βεβαίως και

μυθιστορήματά του, ιδίως στο For Whom the Bell Tolls. Το «Hemingway’s Spanish Civil War Dispatches» του Ουίλιαμ

Hemingway Review φώτισε

11 Όμορφοι Εξόριστοι που έζησε στην Ευρώπη στη διάρκεια του πολέμου το
who Wrote the War της Νάνσι Κάλντγουελ Σόρελ ήταν μια πρόσθετη εξαιρετική πηγή, μαζί με τα «Visit Italy», «The Bomber Boys», «Three Poles» «The First Hospital Ship» και «Hangdog Herrenvolk» της Γκέλ χορν. Η ιστορία για το πώς η Γκέλχορν συνάντησε για πρώτη φορά την Έλινορ Ρούζβελτ προέρχεται από την
στα διηγήματα και τα
Μπράας Γουότσον στο
το πα ρασκήνιο των κειμένων του από την Ισπανία, συμπεριλαμβανομένων και των τηλεγραφημάτων στην ΕΕΒΑ, και ήταν μία ακόμα εξαιρετι κή πηγή για τον καιρό που πέρασαν στην Ισπανία ο Χέμινγουεϊ και η Γκέλχορν. Για τη σκηνή με τον Τζακ Χέμινγουεϊ στη Νέα Υόρκη άντλησα πληροφορίες από το A Life Worth Living: The Adventures of a Passionate Sportsman του Τζακ Χέμινγουεϊ και του Τζέφρι Νόρμαν. Η συνέντευξη που πήρε ο Μάικλ Πάρκινσον από τον Όρσον Ουέλες το 1974 με βοήθησε πολύ να φτιάξω τη σκηνή του καβγά του Χέμινγουεϊ μαζί του. Όπως πολύ συχνά συμβαίνει όταν γράφω, είμαι απίστευτα ευγνώ μων για τα αρχεία των New York Times που υπάρχουν στο διαδίκτυο, στα οποία ανατρέχω ξανά και ξανά για ακριβείς λεπτομέρειες σχετι κά με ιστορικά γεγονότα. Για τις ανάγκες αυτού του μυθιστορήματος στράφηκα στο «Hemingway Slaps Eastman in Face», από τον Αύγουστο

τον Έρνεστ Χέμινγουέι. Επιπλέον πηγές στις οποίες βασίστηκα περιλαμβάνουν τα Eleanor Roosevelt Vol.2: The Defining Years (1933-1938) της Μπλανς Βίσεν Κουκ· Ernest Hemingway on Writing σε επιμέλεια του Λάρι Φίλιπς· Heming way’s Boat του Πολ Χέντρικσον· Hemingway and Fitzgerald του Μάθιου Μπρούκολι· Hemingway in Cuba της Χίλαρι Χέμινγουεϊ και της Καρλίν Μπρένεν· The Hemingway Women της Μπερνίς Κερτ· «The Survivor: Martha Gellhorn and Ernest Hemingway» από τη Λέσλι Μακ Ντάουελ· Between the Sheets: An Unfinished Woman της Λίλιαν Χέλμαν και το Dorothy Parker: What Fresh Hell is This? της Μάριον Μιντ. Δύο αρχεία pdf

του Λ. Χάρτμαν Spanish Civil War και

βρήκα

Martha Gellhorn and Ernest Hemingway: a

Meg Waite Clayton 12 του 1937, για τη σκηνή στο γραφείο του Μαξ Πέρκινς. Οι ανταπο κρίσεις του Χέμινγουεϊ από την Ισπανία, που επίσης υπάρχουν στα αρχεία, ήταν ένα θεόσταλτο δώρο, συμπεριλαμβανομένου και του άρ θρου για τον Ρέιβεν στις 25 Απριλίου του 1937 με τίτλο «War is Vividly Reflected in Madrid», για το οποίο η Γκέλχορν αναφέρει σε ένα γράμμα της προς τον Ντέιβιντ Γκούρεβιτς στα 1950 (συμπεριλαμβάνεται στο Selected Letters) ότι αυτό ήταν που τελικά την έκανε να ερωτευτεί
που
στο διαδίκτυο, τη διατριβή
τη διατριβή του Χ. Λ. Σάλμον
literary relationship, ήταν επίσης χρήσιμα. Νιώθω ευλογημένη που έχω τη Μάρλι Ρούσοφ να πιστεύει με τόσο ενθουσιασμό στα γραπτά μου, και ευτυχώς έβαλε αυτό το χειρόγραφο στα στοργικά και ικανά χέρια της Ντανιέλ Μάρσαλ. Ευχαριστίες επί σης και στην Ντον Στιούαρτ για τη βοήθειά της στις δημόσιες εμφανί σεις μου, και όλους στο Lake Union που συνέβαλαν εδώ. Πάρα πολλοί φίλοι και γείτονες μου κράτησαν το χέρι και με βο ήθησαν με πολλούς τρόπους σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι να γραφτεί το βιβλίο, ανάμεσα στους οποίους και η Λέσχη Ανάγνωσης «Wednesday Sisters» στη γειτονιά μου, η Έιμι και ο Μπορτζ, ο Έρικ και η Ιλέιν, η Ντέμπι και ο Κέρτις, ο Ντέιβ και η Καμίλα, ο Τζον και η Σέρι, η Μπρέ ντα, η Ντάρμπι, η Σέρι, η Λίζα και η Έλι αλλά πάνω απ’ όλους η Τζένι φερ Μπελτ Ντι Σέν, η φιλία της οποίας είναι ένα από τα πολυτιμότε ρα κομμάτια της ζωής μου.

παραπάνω τον Κρις, γιατί τα δικά του διαβάσματα μου άνοιξαν τα μάτια στην απόλαυση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Και τελευταίος, πάνω απ’ όλους και απ’ όλα, ο Μακ Κλέιτον είναι υπέροχος, αδιάκοπα και από κάθε άποψη.

13 Όμορφοι Εξόριστοι Είμαι ευγνώμων για την αμέριστη υποστήριξη ολόκληρης της με γάλης οικογένειας Γουέιτ-Κλέιτον (της πτέρυγας Λεβί συμπεριλαμβα νομένης) και ιδίως ευχαριστώ τους γονείς μου, Ντον και Άννα Γουέιτ, και τους γιους μου, Κρις και Νικ Κλέιτον. Εν προκειμένω, ευχαριστώ λίγο

Κάτσκραντλ Κότατζ, Ουαλία 1994 Αρχίζουμε πηγαίνοντας πολύ πίσω, με γράμματα κυρίως. Ο γιος μου διάβασε τα λόγια της Μάτι προς εμένα («Μάρθα, πολυαγαπημένη μου») και τα δικά μου προς εκείνη, γράμ ματα σε λεπτό γαλάζιο χαρτί, σαν παραδείσια πουλιά που πήγαιναν κι έρχονταν. Διάβασε από τις επιστολές που αντάλλασσα με συντά κτες εφημερίδων, με τον Χ. Τζ. Γουέλς1 και την Έλινορ Ρούζβελτ (εγώ ήμουν στα χειρότερά μου, παρ’ όλο που εκείνη δεν θα το έλεγε ποτέ), μια αλληλογραφία που στο μεγαλύτερο μέρος της την είχα καταχω νιάσει

τα αρχεία στη Βοστόνη.

15
μέσα σε μεγάλους καφέ φακέλους με προορισμό
Τούτο εδώ το μικρό σπιτάκι-καταφύγιο για συγγραφείς άρ χισε να μην κάνει πια για μένα και για την όρασή μου που φθίνει, παρ’ όλο που είμαι μια γριά που το λέει η καρδιά της, κι έτσι ο γιος μου με βοηθάει να την αδειάσουμε· διαβάζει μια δυο παραγράφους από κάθε επιστολή, συχνά τη διαβάζει και ολόκληρη, πριν αποφασίσω τι να την κάνω. Όταν όμως έπιασε εκείνο το ζαρωμένο επιστολόχαρτο και διά βασε «Αγαπημένο μου, Μανάρι», το πήρα απ’ τα χέρια του και το πέ ταξα στη σχάρα του τζακιού, κοιτάζοντας το χαρτί να παραδίδεται σε 1. ΣτΜ: Άγγλος συγγραφέας, κυρίως βιβλίων επιστημονικής φαντασίας.

γαλαζωπές και κόκκινες φλόγες ώσπου έγινε στάχτη. Δεν χρειαζόταν να δω το μελάνι για να καταλάβω ποιος υπέγραφε: «Ο σύντροφός σου, Ε» στις αρχές, ενώ αργότερα «με αγάπη, το Σκαθάρι σου» ή «το Ρινο κεράκι σου». «Ρινοκεράκι»… Ένα από τα διάφορα παρατσούκλια με τα οποία αποκαλούσαμε ο ένας τον άλλον εκ περιτροπής. Ωστόσο, εγώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξα το «Ρινοκεράκι» του, έστω κι αν είχα αυτή την αξίωση, έστω κι αν το ήθελα ή το προσπαθούσα. Το μόνο που ήμουν ήταν

Γκέλχορν, ακόμα και μετά αφό του έγινα κυρία

σύζυγος του Έρνεστ.

Meg Waite Clayton 16
η Μάρθα Έλις
Χέμινγουεϊ,
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Κι Ουέστ, Φλόριντα Δεκέμβριος 1936

ένας απαίσιος χαμός εκείνο τον καιρό, τον χειμώνα που γνώρισα τον Έρνεστ. Εκείνα τα Χριστούγεννα είχε κλείσει ένας χρόνος από τότε που πέθανε ο μπαμπάς, εγώ ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων, κι ενώ η Μάτι έδειχνε να το αντέχει, το γαλάζιο των ματιών της είχε ξεθωριάσει

στο Σεντ Λού ις χωρίς τον μπαμπά,

αλλά στο Μαϊάμι κο ντεύαμε να τρελαθούμε από τη βαριεστημάρα. Έτσι

μπήκαμε

19
Γινόταν
και το ξανθό της κεφάλι κατακλύστηκε ξαφνικά από γκρίζα μαλλιά. Δεν θέλησε να περάσει τις διακοπές
φυσικά και δεν θέλησε,
λοιπόν,
στο αυτοκίνητο και βάλαμε πλώρη για μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της οποίας το όνομα είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μας σε κάποιο τα ξίδι που είχαμε κάνει κάποτε με το λεωφορείο. Κι Ουέστ. Οδηγούσε ο αδελφός μου, με τη Μάτι δίπλα του, ενώ εγώ είχα αράξει στο πίσω κάθισμα με το παράθυρο ανοιχτό, καθώς διασχίζαμε μια μακρά σειρά από γέφυρες που οδηγούσαν στο τέρμα του κόσμου: Σε ένα μέρος όπου βασίλευε η φθορά και μια γοητευτική παρακμή και οι κάτοικοι ευχαριστιούνταν να μην κάνουν τίποτα εκτός από το να κυνηγούν θαλάσσιες χελώνες και να σπάνε καρύδες, να κουτσομπολεύουν και να ιδροκοπούν καθισμένοι σε σαραβαλιασμένες βεράντες σπιτιών με άσπρα πλαίσια αλλά με τοίχους που ήταν βαμμένοι σε ελκυστικά χρώ ματα, και σε παραλίες γεμάτες ψάρια και τη γλύκα της Οδύσσειας, του

των ποδιών μας και τσουβαλιαστήκαμε ιδρωμένοι μέσα στο αυτοκίνητο ξανά για να ψάξουμε να βρούμε ένα μέρος όπου θα μπορούσα να ξε μπερδέψω τα μαλλιά μου τα οποία είχαν γίνει τζίβα από τον αέρα και να κάνω κι ένα δροσερό μπάνιο. Ωστόσο, στη μαμά μου δεν χαλούσα ποτέ χατίρι, όπως άλλωστε ούτε κι εκείνη σε μένα. Ο μπαμπάς ήταν αυτός που χαλούσε χατίρια. Εμείς ήμασταν που είδαμε πρώτοι τον Χέμινγουεϊ ή εκείνος εμάς; Οι άνθρωποι μέσα σε ένα σκοτεινό μπαρ γυρίζουν να κοιτάξουν το φως που μπαίνει

ανοίγει και οι κόρες των ματιών μας αιφνιδιάστηκαν

αντίθεση που έκανε ο εκτυφλωτι κός ήλιος και

αμυδρό φως, τα ανοιχτόχρω μα ξύλινα

με

τους σε μια θορυβώδη

βάλει λεφτά γύρω γύρω στο τραπέζι του

προσδώσουν

Meg Waite Clayton 20 Μόμπι Ντικ, της μικρής γοργόνας που δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να σκοτώσει τον πρίγκιπα για να σωθεί. «Σίγουρα δεν γίνεται να περνάμε μπροστά από ένα μέρος που λέ γεται ‘‘Ο Τζο ο Τσαπατσούλης’’ δίχως να ρίξουμε μέσα μια ματιά στα γρήγορα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μάτι. Ήδη, είχαμε σκαρφαλώσει στον φάρο για να δούμε τη θέα, κάνα με πικνίκ στην παραλία, σκουπίσαμε την άμμο από τα δάχτυλα
από μία πόρτα που
από την έντονη
ο πολύβουος δρόμος
το
πατώματα που ήταν υγρά από παγάκια που είχαν λιώσει και τα μπουκάλια με Καμπάρι, ουίσκι και ρούμι. Ένας θεόρατος μπάρμαν μας καλωσόρισε πίσω από μια μακριά, καμπυλωτή μπάρα, ενώ σε μία άκρη του μαγαζιού οι θαμώνες έστρεψαν ξανά την προσοχή
παρτίδα μπιλιάρδου, έχοντας
παιχνιδιού για να
ενδιαφέρον. Κάποιος άλλος άνδρας, σχεδόν τόσο μεγαλόσωμος όσο ο μπάρμαν, βγήκε με κόπο μέσα από ένα χάος με χαρτιά που υπήρχαν πάνω στην μπάρα. Φορούσε βρόμικο, άσπρο μπλουζάκι, λερωμένο, λευκό, κοντό παντε λόνι που προσπαθούσε να το κρατήσει στη θέση του, μα αν είναι δυ νατόν, με ένα σκοινί! Έκανε υπερβολική βαβούρα καθώς διέσχιζε τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, ώσπου μας έφτασε και μας καλωσόρισε κι αυτός, όπως ο μπάρμαν. «Έρνεστ Χέμινγουεϊ», είπε. Μια σταγόνα ιδρώτα κατρακύλησε αργά τη ραχοκοκαλιά μου και

για να ορθώσω την πλάτη μου δίχως

μου, ενώ εγώ προσπαθούσα να χωνέψω ότι εκείνος ο ξυπόλυτος άνδρας με το ασύμμετρο κοκοράκι στα μαλλιά του, που αντί για ζώνη φορούσε στο παντελόνι του σκοινί, ήταν όντως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Το ήξερα αυτό το κοκοράκι, όπως κι εκείνα τα θλιμμένα, σαγηνευτικά μάτια· κάθε πρωί στο Μπριν Μαρ ξυπνούσα και έβλεπα εκείνα τα μάτια να με ατενίζουν από μια φωτο γραφία κολλημένη στον τοίχο του υπνοδωματίου μου. «Είμαι η Έντνα Γκέλχορν, κι αυτός είναι ο γιος μου ο Άλφρεντ», είπε η Μάτι στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. «Κι από δω η Μάρθα». Σκέτο «Μάρθα», όχι «η κόρη μου η Μάρθα». Όπως αντιλαμβάνεστε αυτό θα μπορούσε να τον είχε αφήσει με την εντύπωση ότι ο αδελφός μου κι εγώ ήμασταν τίποτα νιόπαντροι που μόλις είχαμε κατέβει από καμιά θαλαμηγό. Όμως ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου, ο Έρνεστ Χέ μινγουεϊ, διάολε, ο οποίος έπρεπε να βρίσκεται και να ψαρεύει κάποιον ασύλληπτα μεγάλο ξιφία στις ακτές της Κούβας ή να σκοτώνει κάνα απίστευτα άγριο θηρίο στην Κένυα ή να γράφει στο Παρίσι όπου, στα χρόνια που ζούσα εκεί, μονίμως ήλπιζα να τον πάρει κάπου το μάτι μου, όπως ακριβώς η κάθε συγγραφέας ελπίζει να πετύχει κάπου τυ χαία τον ήρωα του βιβλίου της. Αυτόν και τον Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ,

21 Όμορφοι Εξόριστοι πήγε κι εγκαταστάθηκε στο ύφασμα του μαύρου φορέματος θαλάσ σης που φορούσα, το οποίο ήταν ήδη υγρό από την ώρα που ήμουν κολλημένη στο κάθισμα του αυτοκινήτου, άσε δε και τον χρόνο που είχαμε περάσει στην καυτή αμμουδιά. Η Μάτι ακούμπησε φευγαλέα το χέρι της στον ώμο μου, μια υπενθύμιση
να με νοιάζει το άχαρο μπόι
του οποίου τη δική του φωτογραφία μπορεί να είχα κρεμάσει στον τοίχο αντί για του Χέμινγουεϊ, εάν βέβαια η εξωτερική του εμφάνιση ήταν τόσο ωραία όσο και το γράψιμό του. «Οι γενναίοι δεν παθαίνουν ποτέ τίποτα», είχα χρησιμοποιήσει τα λόγια του Χέμινγουεϊ σαν επικεφαλίδα του πρώτου μου ήδη –ήθελα να το ξεχάσω– μυθιστορήματος, με τίτλο Αυτό που Γυρεύουν οι Τρελοί. Λόγια που τα είπε ο οδηγός εκείνου του ασθενοφόρου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρωταγωνιστής του στο βιβλίο Αποχαιρετισμός στα Όπλα, και τότε η νοσοκόμα, την οποία είχε ερωτευτεί, του αποκρί θηκε λιτά ότι και οι γενναίοι πεθαίνουν.

με

συνωμοτικό τόνο που φανέρωνε πραγ ματική φιλία, ίσως επειδή ήταν κι οι δυο τους τόσο μεγαλόσωμοι. «Τι θα έλεγες να φτιάξεις κάνα Πάπα Ντομπλ2 γι’ αυτούς εδώ τους φίλους μου από το Σεντ Λούις;» Γι’ αυτούς εδώ τους φίλους μου. Ήξερε ότι αυτό θα μας κολάκευε, κι εγώ κατάλαβα ότι το ήξερε, αλλά παρ’ όλα αυτά ένιωθα κολακευμένη και ανακουφισμένη που δεν μας είχε ήδη βαρεθεί. Σίγουρα αυτός ο Χέμινγουεϊ έδειχνε να ταιριάζει περισσότερο στη γενιά της Μάτι παρά στη δική μου, αλλά κάτι στο ασουλούπωτο παρουσιαστικό του φάντα ζε τεράστιο και αγαπητό, όπως όταν έβλεπες μια μπαλενοφόρο κητώδη –μια τεράστια γαλάζια φάλαινα– να αναδύεται μέσα απ’ τη θάλασσα. Καθώς ο Γδάρτης έστυβε τέσσερα υπέροχα γκρέιπφρουτ και οχτώ καθαρά μοσχολέμονα το ένα μετά το άλλο μέσα σε ένα σκουριασμένο μίξερ, ρίχνοντας από πάνω μια τρομαχτική ποσότητα ρούμι και μια ιδέα μαρασκίνο, ο Χέμινγουεϊ μας είπε: «Το γνώρισα το Σεντ Λούις στα νιάτα μου. Όλες οι γυναίκες στον κόσμο που άξιζε τον κόπο να τις γνωρίσει κανείς ήταν από εκεί». Και οι

Meg Waite Clayton 22 Ο αδελφός μου εξήγησε στον Χέμινγουεϊ ότι είχαμε έρθει εδώ για διακοπές λόγω του καιρού, και η Μάτι συνέχισε λέγοντας ότι το Σεντ Λούις ήταν ανυπόφορο τούτη την εποχή του χρόνου. Σκάλισα φρενια σμένα μέσα στο μυαλό μου, εκεί όπου φυλούσα τις λέξεις, για να βρω κάτι πιο αξιόλογο, αλλά ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ μάς είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και μιλούσε στον μπάρμαν. «Γδάρτη». Του απευθύνθηκε
έναν
δύο γυναίκες του πήγαν σχολείο στο Σεντ Λούις, μας ανέ φερε, αποφεύγοντας τεχνηέντως να πει ότι με ανησυχητική ευκολία παράτησε τον πρώτο του νεανικό έρωτα για μια πιο πλούσια, πιο επι τηδευμένη δεύτερη σύζυγο. «Και οι φίλοι μου, ο Μπιλ και η Κέιτι Σμιθ», συνέχισε. «Θαυμάσια πόλη το Σεντ Λούις». 2. ΣτΜ: Ειδική συνταγή κοκτέιλ Ντάκιρι, που προτιμούσε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.

για τους θανάτους εκείνων των βετεράνων,

ως αποτέλεσμα να εξαγρι ώσει τη Μάτι. Κατά τη διάρκεια της διακοπής, το μάτι μου πήρε μια κομμένη στέκα του μπιλιάρδου πάνω στον τοίχο, πίσω από την μπάρα. «Ο Γδάρτης και η στέκα του. Ω! Μα στην Αβάνα δεν υπάρχουν αυτά;» Ρώτησα, καθώς θυμήθηκα κάτι μέσα σε ένα σχετικά πρόσφατο αν δρικό περιοδικό που μου το είχε δείξει ο αδελφός μου, μία επιστολή από μια σειρά επιστολών που είχε στείλει ο Χέμινγουεϊ από διάφο ρα εξωτικά μέρη – αυτή η συγκεκριμένη μιλούσε για έναν μπάρμαν ο οποίος είχε πρόχειρη μια στέκα του μπιλιάρδου για να την κοπανάει πάνω σε κεφάλια όταν ξεσπούσαν καβγάδες. «Στην Αβάνα;» είπε ο Χέμινγουεϊ. «Ψαρεύατε στην Κούβα. Tο “Γράμμα από την Αβάνα”; Στο περιο δικό Esquire». «Εγώ ψάρευα στην Κούβα ενώ ο κακομοίρης ο Γδάρτης ήταν εδώ πέρα στο Κι Ουέστ, κάνοντας τα μαγικά του με τα ποτά». Ο Γδάρτης σέρβιρε τα ποτά και τα μοίρασε

που

23 Όμορφοι Εξόριστοι Ύστερα άρχισε να μιλάει κι αυτός για τον καιρό, αλλά με έναν δικό του, Χέμινγουεϊ τρόπο, λέγοντας μια μεγαλοπρεπή και αιματοβαμμέ νη ιστορία για έναν τυφώνα που κατέστρεψε τα μισά κτήρια στο Κι και πήρε και σήκωσε εκατοντάδες βετεράνους που ζούσαν σε στρατόπε δα αποκατάστασης. Το βουητό του μίξερ διέκοψε την εξιστόρηση πριν εκείνος προλά βει να ρίξει στον Πρόεδρο Ρούσβελτ το φταίξιμο
κάτι
θα είχε
σε όλους μας. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν άνθρωπο τόσο μεγαλόσωμο όπως αυτός να χρειάζεται εκείνη τη στέκα. Και ήταν δύσκολο να ξανακρε μάσω εκείνη τη στέκα εδώ, στο Κι Ουέστ, τη στιγμή που μέσα στο μυαλό μου ήταν τόσο ταυτισμένη με κάποιο καταγώγιο στην Αβάνα. Ο Χέμινγουεϊ μάζεψε τα χαρτιά του, τις εφημερίδες και την αλ ληλογραφία του και τα έβαλε παράμερα, σε έναν άτακτο σωρό που έστησε πάνω σε ένα σκαμπό στο τέρμα της μπάρας. «Καθίστε, πριν καταλήξετε στην απόφαση ότι δεν θέλετε να με ενοχλήσετε ή καμιά τέτοια ανάλογη μπούρδα».

γεμάτη με τη δουλειά του Χέμινγουεϊ για να καθίσει, ο Χέμινγουεϊ ύψωσε το ποτήρι του προς τη Μάτι και μένα και έκανε πρόποση: «Καλωσορίσατε στη μικρή μου γωνιά, στην κόλαση». Κάρφωσε το βλέμμα του στη Μάτι καθώς έπινε μια γουλιά – δεν ήταν το πρώτο

ούτε καν το δεύτερο. (Ο Κάστερ,3 σε μια τελευταία του

προσπάθεια λίγο πριν από την ήττα στον πίνακα που κρεμόταν πάνω από την μπάρα, σίγουρα συνοφρυώθηκε.)

Μάτι, με μεγάλη άνεση, λες κι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ο οποιοσδήποτε, πήρε τον λόγο.

γιος μου όπου να ’ναι τελειώνει την Ιατρική,

Meg Waite Clayton 24 Μας πρότεινε εμφατικά, τραβώντας ένα σκαμπό για να καθίσει η Μάτι και ύστερα ένα για μένα. Κάθισε κι εκείνος σε ένα κάθισμα που μετά βίας τον χωρούσε. Το σκούρο βλέμμα του εξακολουθούσε να εί ναι προσηλωμένο στη μητέρα μου, όμως εγώ φαντάστηκα τον εαυτό μου στην άκρη του οπτικού του πεδίου κι αυτόν να συλλαμβάνει στο μυαλό του μια ιστορία για τη Μάτι, τον αδελφό μου κι εμένα, αφιερώ νοντάς μας μία σελίδα, ένα βιβλίο, περνώντας μας στην αθανασία της γραφής του. Τη στιγμή που ο αδελφός μου άδειαζε μια καρέκλα
του ποτό για εκείνο το απόγευμα,
ηρωική
Η
«Ο
και για την κόρη μου ασφαλώς θα έχεις ακούσει για το καινούργιο της βιβλίο, το Οι Δυσκολίες που Συνάντησα, ε;» «Μητέρα…» μπόρεσα να πω. Ο Έρνεστ στράφηκε προς το μέρος μου, τόσο κοντά δίπλα μου που σχεδόν μπορούσα να ακούσω τη σκέψη να στροβιλίζεται στην έκ φραση του προσώπου του: Η κόρη της Μάτι. Άναψα ένα τσιγάρο πριν προλάβει να προσφερθεί να μου το ανάψει ο ίδιος, ίσως βέβαια και να μην το έκανε. Αυτό το «κόρη» τον απογοήτευσε κάπως ή το «συγγρα φέας», ή και τα δύο; «Οι Δυσκολίες που Συνάντησα… Ναι, βέβαια, έχω ακούσει γι’ αυτό, ναι, ναι. Για τη Μεγάλη Ύφεση;» 3. ΣτΜ: Ήρωας που πήρε μέρος στον Αμερικανικό Εμφύλιο.

μπορέσω

μιλήσω

που είχα συγκεντρώσει περιδιαβαίνοντας τις Χούβερ βιλς4 – τις ετοιμόρροπες καλύβες και τα αντίσκηνα μέσα στα βρομό νερα, τις ανοιχτές αποχετεύσεις που ήταν γεμάτες ακαθαρσίες, τις μύγες, τα κουνούπια, τους αρουραίους, τις θλιβερά κοκαλιάρικες γά τες, σκύλους και κατσίκες και τους ακόμα πιο θλιβερά λιπόσαρκους, αρρωστιάρηδες ανθρώπους. Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω παρά να προσπαθήσω να δώσω σε κείνους τους ανθρώπους αυτά τα λίγα που είχα δίχως να προσβάλω την αξιοπρέπειά τους και να αποτυπώσω στο χαρτί

«Για μυθιστόρημα πρόκειται, αλλά οι ιστορίες είναι αληθινές, σα φώς», του

μυθιστορηματική μορφή, για να

κορίτσι

25 Όμορφοι Εξόριστοι Δεν ήταν ακριβώς ότι το είχε θυμηθεί αλλά αρπάχτηκε απ’ τον τίτ λο κι από κάτι σαν ανάμνηση. «Πες μου να μάθω μερικά πράγματα γι’ αυτό, δεσποινίς Μάρθα Γκέλχορν, κόρη της υπέροχης Έντνα». Ο Χέμινγουεϊ χαμογέλασε στη Μάτι, ενώ ο Γδάρτης απίθωσε ένα γυάλινο τασάκι μπροστά μου. «Δεν πρόκειται ακριβώς για βιβλίο». Ανέφερα σιγανά. Ήταν ο μόνος τρόπος για να
να
για τις ιστορίες
όλη εκείνη την οργή.
εξήγησα. «Το έγραψα σε
προστατέψω εκείνους τους ανθρώπους που ένιωθαν τόση ντροπή και συνέχεια κατηγορούσαν τους εαυτούς τους. Ένα μικρό
που ψαχουλεύει ανάμεσα στα βρομόνερα και τις ακαθαρσίες ελπίζοντας να βρει μια ρόδα από καρότσι. Μία μητέρα που φτιάχνει ένα ολόκλη ρο συμπόσιο για την κόρη της με μία κονσέρβα σολομού. Ένα…» Έσβησα με μανία το μισοκαπνισμένο τσιγάρο μου μέσα στο καθαρό τασάκι, προσπαθώντας ν’ αποφύγω να ξεσπάσω σε λυγμούς και να ξεφτιλιστώ απόλυτα μπροστά του. «Ένα μωρό», είχα σκοπό να πω, μα η λέξη δεν έλεγε να ξεκολλήσει με τίποτα απ’ τον λαιμό μου που τον ένιωθα λες και είχε βαμβάκι κολλημένο πάνω του. Εκείνο το μωρό, μόλις τεσσάρων μηνών, είχε παραλύσει από σύφιλη, ωστόσο οι για 4. ΣτΜ: Παραγκουπόλεις που φτιάχτηκαν από αστέγους τον καιρό της Μεγάλης Ύφεσης.

αρνούνταν να του κάνουν ενέσεις, διότι έλειπαν είκοσι πέντε σε ντς, διάολε. Είχα μείνει

το νοσοκομείο γι’ αυτό το τοσοδούλικο, ετοιμοθάνατο μωρό με το μεγαλοπρεπές, ελπιδοφόρο όνομα: Άμπιγκεϊλ Τζουν. Ο Χέμινγουεϊ σχολίασε: «Είναι σημαντικό να γράφεις για κάτι που μιλάει τόσο πολύ στην ψυχή σου, δεν είναι; Μόνο έτσι θα έπρεπε να γράφουμε όλοι μας, με μια κοφτερή ακίδα σφηνωμένη ανάμεσα στην καρδιά και την πλάτη μας». Τότε ο αδελφός μου συνέχισε τη συζήτηση. «Ένας βιβλιοκριτικός παρομοίασε τη Μάρτι με τον Ντοστογιέφ σκι, τον Ντίκενς και τον Βίκτορ Ουγκό, και τους τρεις, και η φωτο γραφία της μπήκε στο εξώφυλλο της Σαββατιάτικης Επισκόπησης της Λογοτεχ…» «Έχω διαβάσει όλα σας τα βιβλία, κύριε Χέμινγουεϊ». Πετάχτηκα, απόλυτα σίγουρη ότι αν ήμουν εγώ ο Έρνεστ Χέ μινγουεϊ θα είχα φύγει τρέχοντας μακριά από αυτή την τρελή οικο γένεια που φανταζόταν ότι η συγγραφέας-κόρη τους άξιζε να μου την αναφέρουν. «Ο Αποχαιρετισμός στα Όπλα, αυτό ήταν καταπληκτικό!» Ο οδηγός του ασθενοφόρου ήταν καλύτερα δοσμένος ως ήρωας απ’ όσο η νοσοκόμα, αλλά και πάλι, η ιστορία ήταν συγκινητική. «Μόλις διάβασα αυτό το βιβλίο, παράτησα τα πάντα, άρπαξα τη γραφομηχανή μου κι έβαλα πλώρη για τη Γαλλία». «Υπέροχη σκέψη αυτή· η δουλειά μου να ενθαρρύνει κορίτσια να παρατάνε το σχολείο».

Meg Waite Clayton 26 τροί
άφραγκη σ’ εκείνο
«Η Μάρτι δεν χρειαζόταν ενθάρρυνση. Τα είχε ήδη βροντήξει. Μην την αφήνετε να σας ξεγελάσει, κύριε», αποκρίθηκε ο αδελφός μου. «Κύριε;» Είπε ο Έρνεστ και τότε γύρισε, με κοίταξε και συνέχισε: «Αν με πεις κι εσύ “κύριε”, Μάρτι, θα αναγκαστώ να επικοινωνήσω με τον ολοκαίνουργιο βασιλέα Γεώργιο και να αξιώσω το παράσημο του Μεγαλόσταυρου».

την Ivy League,5 τα κουτσο μπολιά

κοπέλες, θέλωντας να πι στεύουν πως

παράτησα το κολέγιο για

άλλες.

και όταν έγραψα, μπορεί το πρώτο

να ήταν μονάχα για ερωτικές περιπέτειες κολεγιοκόριτσων και μπούρδες (αυτή ήταν εξαρχής η ετυμηγορία του μπαμπά), αλλά το δεύτερο ήταν καλύτερο· ήταν το καλύτερο που θα μπορούσα να έχω γράψω. «Ένα λαμπρό, καλό κορίτσι όπως εσύ, δουλεύεις κάποιο καινούρ γιο βιβλίο;» ρώτησε ο Έρνεστ. «Δεν είμαι τίποτα αν δεν γράφω, κύριε Χέμινγουεϊ». «Έρνεστ», είπε εκείνος. «Έρνεστ», επανέλαβα, και σκέφτηκα ότι, τελικά, η συγγραφή ήταν το μόνο πράγμα που με έσωζε, που με κρατούσε

βουλιάξω μέσα

αμφιβολία.

27 Όμορφοι Εξόριστοι Ξέσπασε σε γέλια. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο από το Πάπα Ντομπλ του και σήκωσε το άδειο ποτήρι του προς τον Γδάρτη. «Το μόνο που θα είχε κάνει το κολέγιο θα ήταν να με προετοίμαζε για καμιά ελεεινά βαρετή δουλειά πίσω από κάνα γραφείο, άντε το πολύ να είχε λίγη θέα από το παράθυρο», σχολίασα. Έβρισκα απαίσιο τον κόσμο όπου βασίλευαν τα ρούχα, τα χρώματα των κραγιόν, τα ραντεβού με αγόρια από
και τα μυστικά που κρατούσαν οι
ήταν καλύτερες από τις
Εγώ
να γράψω. Βέβαια δεν έγραφα πάντα,
μου μυθιστόρημα
να μη
σε κείνον τον βρόμικο βούρκο, τον γεμάτο με σκοτάδι και
Αναρωτήθηκα αν ήταν έτσι και για τον ίδιο, έστω και λίγο, αν ένας συγγραφέας τόσο επιτυχημένος όσο εκείνος αμφέβαλλε ποτέ για τις ίδιες του τις λέξεις, για την αξία του, αν σκεφτόταν το τίμημα του να βάλεις όλο σου τον εαυτό μέσα σ’ ένα βιβλίο που ο κόσμος μπορεί απλώς να το παρατούσε μισοδιαβασμένο πάνω σ’ ένα κάθισμα μιας στάσης λεωφορείου, ακόμα κι αν είχε να κάνει ολόκληρο ταξίδι. Και τότε βρέθηκα να του μιλάω για τα γραπτά μου, γιατί στ’ αλή θεια έδειχνε να θέλει να με ακούσει. Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο Οι 5. ΣτΜ: Ένωση οχτώ ιδιωτικών πανεπιστημίων της βορειοανατολικής πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο όρος υπαινίσσεται την ακαδημαϊκή αριστεία και τον κοινωνικό εκλεκτισμό.

Εντούτοις, όλες μου οι προσπάθειες

ενδιαφέρθηκε. Έτσι, μάζεψα κουτσά

εισιτήριο για το Παρίσι (όπου οι πάντες

κατσουφιασμένοι, επειδή ήταν αναγκασμένοι να στρώνουν μόνοι τους τα κρεβάτια τους στα πολυτελή ξενοδοχεία), και από κει για τη Στουτγκάρδη και το Μόναχο. Τα μισητά ναζιστικά καθάρματα μου προκάλεσαν τόση οργή, ώστε με το που γύρισα πίσω έκατσα να γράψω όλ’ αυτά μέσα σε ένα καινούργιο μυθιστόρημα, για έναν Γερμανό ειρηνόφιλο και τέτοια. «Μόλις ολοκληρώσω το μυθιστόρημα, έχω σκοπό να πάω στην Ισπανία, να δω τι γίνεται με τον εμφύλιό τους», ανέφερα. Τότε πιάσαμε μια μακρά συζήτηση για την Ισπανία, την εμπροσθο φυλακή για να συγκρατήσει τη σαπίλα του Φασισμού. «Το αίμα κυλάει ποτάμι, έτσι λένε. Κι ολόκληρος ο κόσμος κοιτά ζει απ’ την άλλη, διάολε». «Πλήρωσα τα εισιτήρια σε δύο εθελοντές που πήγαν να πολε μήσουν με τη

Ταξιαρχία, κι έχω σκοπό να στείλω δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια, τόσα έβγαζε ο περισσότερος κόσμος μέσα σε έναν χρόνο, για

οι Ρεπουμπλικάνοι», ισχυρίστη κε ο Χέμινγοεϊ. «Ναι, αλλά τα

αγοράσουν

Meg Waite Clayton 28 Δυσκολίες που Συνάντησα, είχα ρίξει εκατό εκατομμύρια ιδέες στον Time, στον New Yorker και σ’ όποιον άλλον διέθετε πιεστήριο, με την ελπίδα να γράφω άρθρα για το τι συνέβαινε στην Ευρώπη. Ήδη εδώ και χρόνια ο Χίτλερ είχε περιορίσει τον αριθμό των Εβραίων που μπο ρούσαν να πάνε στο πανεπιστήμιο ή να εργαστούν ως γιατροί, δικηγό ροι και ηθοποιοί, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1935 το πράγμα ήρθε και απόγινε με τους Νόμους της Νυρεμβέργης.6
πήγαν στράφι. Κανένας δεν
στραβά τα χρήματα για να βγάλω ένα
ήταν
Διεθνή
να
ασθενοφόρα
λεφτά είναι απλώς λεφτά. Το θέμα είναι να πούμε την αλήθεια για ό,τι συμβαίνει, κι εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις για μια αλήθεια που δεν την έχεις δει», ξεστόμησα. «Να με συγχωρείς για την ελλιπή ανατροφή που έδωσα στην κόρη 6. ΣτΜ: Η νομική βάση για τον αντισημιτισμό των ναζιστών.

απάντησα. «Θα

βαλίτσα γι’ αυτό». «Μπαούλο!» «Ένα κομψό,

μπαούλο». Σχολίασε εκείνος και όλοι ξεσπάσαμε σε γέλια. Ύστερα έγνεψε στον Γδάρτη να μου φέρει ακόμα ένα Πάπα Ντομπλ. Τα ποτήρια της Μάτι και του αδελφού μου ήταν ακόμη γεμάτα. Έβγαλα άλλο ένα τσιγάρο και κείνος πήρε τον αναπτήρα απ’ τα χέρια μου λέγοντας: «Ο πόλεμος είναι ένα από το δυσκολότερα πράγματα για να τον περιγράψει κανείς με αληθοφάνεια·

να φανεί σαν κάτι ασήμαντο και εσένα». Τράβηξα

μου, για να κρυφτώ πίσω

29 Όμορφοι Εξόριστοι μου, Έρνεστ. Τα πάθη της ξεπερνούν τους καλούς της τρόπους», προ σπάθησε να με δικαιολογήσει η Μάτι. Όμως εκείνος είχε ήδη αρχίσει να γελάει. «Το λοιπόν, Κόρη, έχω κατά νου να πάω ο ίδιος στην Ισπανία αφού τελειώσω το δικό μου καινούργιο βιβλίο, οπότε μου επιτρέπεις ίσως να ξοδέψω λίγα από τα λεφτά μου για να σε κεράσω ένα Πάπα Ντομπλ στη Μαδρίτη;» «Θα πρέπει να πάρουμε μαζί και τον Γδάρτη»,
χρειαζόμασταν μία απίστευτα τεράστια
τεράστιο
μεγάλο πλεονέκτημα για έναν συγγραφέα να έχει προσωπική εμπειρία». Άναψε τον αναπτήρα και έφερε τη φλόγα στο τσιγάρο μου, κάνο ντάς με ξαφνικά να αναριγήσω μέσα μου την ώρα που μου κρατούσε το χέρι σταθερό για ν’ ανάψω. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, διάολε. «Αλλά βέβαια τα καθίκια που δεν έχουν δει πόλεμο πάντα ζηλεύ ουν, και προσπαθούν να το κάνουν
μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο
από τον καπνό της απειρίας μου. Είχα δει μπόλικα σύννεφα πο λέμου στην Ευρώπη, αλλά τον ίδιο τον πόλεμο δεν τον είχα αντικρίσει ακόμη. «Στην Ισπανία, ναι, εκεί θα πάω όταν τελειώσω το βιβλίο», παρα δέχτηκε. «Έχω ένα ωραίο σπίτι εδώ και μια θαυμάσια οικογένεια. Παρ’ όλα αυτά, η ηρεμία εκνευρίζει έναν άνδρα όταν έχει ολοκληρώσει ένα βιβλίο».

μικρό

όνομα.

της ιστορίας

Σειρήνα της Μαρτινίκα – η ιστορία ενός άνδρα που πάνω στην προσπάθειά του να κρατήσει την οικογένειά του μακριά από τη φτώχεια βρίσκεται να μεταφέρει ρούμι

υπόθεση να

ακατέργαστο ακόμα υλικό του καινούρ γιου έργου· συνειδητοποίησα ότι στα πρώιμα στάδια της συγγραφής ενός βιβλίου ακόμα και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ δεν ήταν ο Έρνεστ Χέ μινγουεϊ. Ήμουν σίγουρη ότι αν άκουγα με πολλή προσοχή, θα κατα λάβαινα πώς το έκανε, πώς κάρφωνε το καρφί τής κάθε λέξης ώσπου να μπει για τα καλά μέσα στο ξύλο της ιστορίας, και ίσως να μπορούσα να το κάνω κι

όταν στο κατώφλι του

άνδρας, ο οποίος

Meg Waite Clayton 30 «Θα μας μιλήσετε για το καινούργιο σας βιβλίο, κύριε Χέμινγουεϊ;» ρώτησα. «Έρνεστ», επέμενε. «Έρνεστ…» Επανέλαβα, και με το ελεύθερο χέρι μου έφερα το επόμενο Πάπα Ντομπλ μου στα χείλη μου, προσπαθώντας να συνηθίσω στην τρελή ιδέα ότι αποκαλούσα τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ με το
του
Άρχισε να μας μιλάει για τον πρόχειρο σκελετό
που θα γινόταν το τρίτο του μυθιστόρημα, Η
και άλλα λαθραία από την Κούβα στο Κι Ουέστ. Μεγάλη
τον ακούμε να μιλάει για το
εγώ έτσι ή σχεδόν έτσι. Ήταν απορροφημένος από την εξιστόρηση,
μπαρ έκανε την εμφάνισή του ένας καλοντυμένος
αναφώνησε: «Έρνεστ, παλιόφιλε, εδώ είσαι!» Ο Έρνεστ σηκώθηκε και σύστησε τον φίλο του. «Ο Τόμσον από δω έχει το κατάστημα με τα σιδηρικά στην περιοχή και πηγαίνουμνε μαζί για ψάρεμα. Τόμσον, από δω η Έντνα Γκέλχορν. Ο γιος της, ο Άλφρεντ και η κόρη της, η Μάρτι, η συγγραφέας. Οι Δυ σκολίες που Συνάντησα. Η κυρία Ρούζβελτ έχει μιλήσει εγκωμιαστικά γι’ αυτό, ξέρεις». «Ναι, ναι», απάντησε ο Τόμσον. «Όμως η Πολίν έχει ένα καταπλη κτικό δείπνο με καραβίδες που περιμένουν». Ο Έρνεστ πρόσφερε στον φίλο του μια καρέκλα κι ένα ποτό, μα εκείνος τ’ αρνήθηκε και τα δύο.

Γκέλχορν

του εξήγησε ο Έρνεστ. «Ο σύζυγος της Έντνα ήταν γιατρός εκεί». Η Μάτι τον είχε ήδη γοητεύσει. Του άρεσε που ήταν γυναίκα για τρού, όπως και η δική του μητέρα αλλά συνάμα δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη δική του, καθώς ήταν ανοιχτή με τον τρόπο που θα έπρεπε να είναι μια γυναίκα, και όχι αυταρχική. Ο Τόμσον μας χαιρέτισε. Ήλπιζε πως το Κι Ουέστ μας άρεσε και ο αδελφός μου τον διαβεβαίωσε πως ναι. «Μα, Έρνεστ, όλοι περιμένουν για το δείπνο», επανέλαβε ο Τόμ σον. «Πολύ καλά, πολύ καλά. Φάτε». «Η Πολίν με έστειλε να σε φέρω μαζί μου», επέμεινε ο Τόμσον. «Να μη σε κρατάμε από τους καλεσμένους σου για το δείπνο, Έρ νεστ», αντέδρασε η Μάτι. «Φάτε, Τόμσον», ξαναείπε ο Έρνεστ. «Πες στην Πολίν ότι εγώ θα φάω κάτι εδώ, να μην ανησυχεί ότι θα πεθάνω της πείνας. Πες της ότι θα έρθω να σας βρω όλους αργότερα, για ποτά στης Πένια». Κι άφησε τον άνθρωπο να δώσει ραπόρτο στην Πολίν ότι ο άνδρας της ήταν πολύ απασχολημένος πίνοντας ποτά και δεν μπορούσε να παρευρεθεί στο ίδιο του το δείπνο. Ο δε Τόμσον, ελάχιστη αναφο ρά θα έκανε στη Μάτι και στον αδελφό μου. Θα έδινε έμφαση στην ξανθιά, με τα μακριά πόδια και το μαύρο φόρεμα θαλάσσης, λες κι αυτές οι λεπτομέρειες μπορούσαν να με περιγράψουν με έστω λίγη ακρίβεια.

31 Όμορφοι Εξόριστοι «Οι
είναι από το Σεντ Λούις»,

Ουέστ,

κοριτσάκι ήμουν ψηλή για την ηλικία μου, άχαρη και μισή Εβραία, όταν το να είσαι οτιδήποτε άλλο εκτός από καθαρόαι μος Προτεστάντης και λευκός σαν τον αναθεματισμένο κρίνο της Πασχαλιάς απέβαινε εις βάρος σου. Υπήρχαν και άλλα πράγματα για να αποβούν εις βάρος μου, επίσης. Η μητέρα μου ήταν ξανθιά και γοητευτική, μια γυναίκα που θα μπορούσε να έχει τον οποιονδήποτε κομψευόμενο δανδή, όμως εκείνη επέλεξε έναν ευφυή και άξιο για τρό, ο οποίος παραήταν Πρώσσος και φαλακρός και αντίθετος με τα καθιερωμένα, κι

γούστα της κοινωνίας του Σεντ Λούις. Η Μάτι, ωστόσο, δεν

καμία εκτίμηση γι’ αυτή την κοι νωνία. Προτιμούσε έναν άνδρα που δεν θα την έκανε ποτέ να βαρεθεί, και ο μπαμπάς ήταν

32 Κι
Φλόριντα Δεκέμβριος 1936 Σαν
έτσι δεν ταίριαζε στα
έτρεφε
ακριβώς αυτός. Την αντιμετώπιζε επί ίσοις όροις σε κάθε τομέα –ενώ οι άνδρες δεν το έκαναν αυτό– και συγκέντρωνε στα δείπνα του ανοιχτόμυαλους ανθρώπους από όλες τις φυλές, ενώ έκανε και το αδιανόητο για έναν λευκό· προσκαλούσε μαύρους στο σπίτι του. Ήμασταν επαίσχυντα προοδευτικοί εμείς οι Γκέλχορν. Στα χρόνια πριν καθιερωθεί το δικαίωμα ψήφου, τότε που εγώ ξεκίνησα το σχολείο, οι μητέρες προειδοποιούσαν τις κόρες τους να αποφεύγουν εμένα και την επικίνδυνα ριζοσπαστική σουφραζέτα μητέρα μου, η οποία είχε υπάρξει απολύτως αξιότιμη φίλη τους, μέχρι που άρχισε

με τα οποία με έβαζαν να χορεύω δεν ήταν, με αποτέλεσμα τα μάτια τους να καρφώνονται κατευθείαν στα στήθη μου που φούσκωναν. Μικρά

κι αυτά, που φαντάζονταν τους εαυτούς τους

ως παιδιά, δίχως καμία μανία για έρωτες, απ’ αυ τήν που είχε ήδη κυριεύσει εμάς τα κορίτσια. Η καλύτερή μου φίλη ήταν στρουμπουλή, απίστευτα κοκκινομάλ λα και γεμάτη φακίδες ενώ εγώ ήμουν ψηλή και φλύαρη και έσπευδα αμέσως να γελάσω με τα ίδια μου τα αστεία. Οι γονείς της, όπως και οι δικοί μου, την ανάγκασαν να παρακολουθήσει τα μαθήματα Χορού, με τις μανάδες και τους πατεράδες μας να μας φαντάζονται να χο ρεύουμε με χάρη φοξ-τροτ με καθωσπρέπει αγόρια, ενώ η ουσία του πράγματος ήταν πως

33 Όμορφοι Εξόριστοι να σέρνει τη μικρή της κόρη σε συλλαλητήρια για το δικαίωμα ψήφου, τα οποία οργάνωνε η ίδια – για όνομα του Θεού! Με είχε βρει κι άλλη συμφορά· κάθε δεκαπέντε μέρες με έστελναν σε μαθήματα Χορού, όπου έπαιρναν μέρος και αγόρια και κορίτσια, ενώ εγώ ήμουν η πιο ψηλή και άχαρη. Όχι πως δεν ψήλωσα κι άλλο· φυσικά και ψήλωσα. Όμως και πάλι ήμουν πανύψηλη, πολύ ανεπτυγ μένη, ενώ τα αγόρια
αγόρια ήταν
ακόμη
σαράντα κάτι κορίτσια ήταν αναγκασμένα να στέκονται στην άκρη ενός γυμναστηρίου που έζεχνε ιδρώτα και μια ντουζίνα σπυριάρικα αγόρια να έρχονταν να διαλέξουν ανάμεσά μας. Στην αρχή στεκόμασταν όλο προσμονή. Όμως το ένα αγόρι μετά το άλλο μας προσπερνούσε και πήγαινε να διαλέξε κάποιο άλλο κορίτσι με σπυριά, που είχε την καλή τύχη με κάποιον τρόπο να είναι πιο κατάλληλο απ’ όσο θα φανταζόμασταν εμείς τους εαυτούς μας ακόμη και χρόνια αργότερα, όταν το μπόι των αγοριών και το κέφι τους για έρωτες θα συμβάδιζαν με τα δικά μας. Μετά απ’ αυτές τις πρώτες ταπεινωτικές εμπειρίες –που χορεύα με βαλς χέρι χέρι με κορίτσια που δεν τα είχε διαλέξει κανείς– και με τους γονείς μας να μη λένε να μαλακώσουν, αρχίσαμε να αποτραβιό μαστε προς τα πίσω την ώρα που οι συμμαθήτριές μας πλημμύριζαν το γυμναστήριο, και αποφεύγαμε την οδυνηρή δοκιμασία πηγαίνο ντας να κρυφτούμε στο αποδυτήριο. Ολόκληρα απογεύματα περάσα με μέσα στη δυσωδία των παρατημένων μάλλινων παλτών, κουτσο

μου, για

να υπάρχει τίποτα που να σκληραίνει πιο γρήγορα την καρδιά ενός κοριτσιού από το να είναι οχτώ χρόνων και να το αποφεύγουν τα υπόλοιπα κορίτσια στην αίθουσα του φαγητού. Όσο ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια και να είχα, δεν νομίζω πως αρκούν για να αναπληρώσουν το ότι έτρεχα να κρυφτώ σε ένα αποδυτήριο, όταν ήμουν δεκατριών χρόνων και μόλις άρχισα να διαμορφώνω την εικόνα που είχα για τον εαυτό μου, ούτε καν αφότου αντιλήφθηκα πόσο άγουρα και αδιάφορα ήταν εκείνα τα αγόρια, πόσο περισσότερο θα προτιμούσαν να περάσουν τα σαββατιά τικα απογεύματά τους διαβάζοντας κόμικς ή βασανίζοντας βατράχια. Κι έτσι, ακόμα κι όταν έδειχνα στα καλύτερά μου και καμιά φορά μπορεί να έμπαινα μέσα σε έναν χώρο με τα μακριά μου πόδια, τα ξανθά μου μαλλιά και τα γαλάζια μάτια μου και ένιωθα τους άνδρες να με κοιτάζουν, κάποια άλλη ήταν αυτή που θαύμαζαν, κάποια που παρίστανε πως ήταν μια άλλη, κάποια που δεν είχε κρυφτεί ποτέ από τα αγόρια που συναντούσε κάθε δεκαπέντε μέρες ή από τα κορίτσια στην αίθουσα του φαγητού. Ανέκαθεν ήξερα πως μια πιο προσεκτική ματιά αρκούσε για να αποκαλύψει την αποκρουστική αλήθεια: το κά τισχνο πιγούνι μου, τη γαμψή μου

Meg Waite Clayton 34 μπολεύοντας τα άχαρα αγόρια και τα πιο όμορφα κορίτσια, λες και στην πραγματικότητα δεν θέλαμε εκείνα τα αγόρια να κρατάνε τα δικά μας ιδρωμένα χέρια ή να μας πατάνε και να μας ξενυχιάζουν ή πάλι να κλέβουν φιλιά από μας την ώρα που ο δάσκαλος μάθαινε σε κάποιο άλλο καημένο ζευγάρι τις φιγούρες του βαλς. Κανέναν δεν αγαπούσα περισσότερο απ’ τη μητέρα
κα νέναν δεν ένιωθα πιο περήφανη, όμως δεν νομίζω
μύτη, τα ανύπαρκτα φρύδια μου, τα μαλλιά μου που συνήθως κατσάρωναν από μόνα τους όταν είχε υγρασία για να ξαναπέσουν ολόισια και μονότονα. Ποτέ μου δεν με πέρασα για όμορφη μέχρι που μεγάλωσα και μπορούσα να ανατρέξω σε φωτογραφίες για να δω τι είχα υπάρξει κάποτε, μα δεν ήμουν πια. Το Κι Ουέστ φάνταζε στα μάτια μου το καλύτερο μέρος που είχα βρει στην Αμερική – ένα καταφύγιο στο οποίο θα μπορούσα να προχωρή σω τη συγγραφή του βιβλίου μου. Υπήρχε η θάλασσα για κολύμπι κι

οι διακοπές του από την Ιατρική Σχολή, εγώ νοίκιασα ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Clonial» στην οδό Ντιβάλ για καμιά δυο βδομάδες ακόμη, προκειμένου να γράψω. Την ημέρα που έφυγαν, ο Έρνεστ με προσκάλεσε σε ένα πάρτι με δείπνο στο τεράστιο πέτρινο αρχοντικό όπου έμενε μαζί με την Πολίν στην οδό Γουάιτχεντ. Μου είπε ότι έπρεπε να φτάσω αργά το απόγευ μα και θα μου έδειχνε τους κήπους, ενώ παράλληλα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη συγγραφή χωρίς να κάνουμε τους υπόλοιπους να πλήξουν. Ήταν ξακουστός για τη γενναιοδωρία του απέναντι στους άλλους συγγραφείς, κι αν στον κόσμο τούτο υπήρχε μία συγγραφέας που δεν μπορούσε να δεχτεί λίγη γενναιοδωρία στη ζωή της, δεν νο μίζω πως ήθελα να την ξέρω. Προσφάτως είχε αγοράσει μια ψαρόβαρκα, μου το ανέφερε τη στιγ μή που καθίσαμε σε έναν πάγκο, στη σκιά που έριχνε το σπιτάκι μέσα στο οποίο πήγαινε κι έγραφε, με μια άσπρη γάτα στην αγκαλιά του, και χρησιμοποίησε το ψάρεμα για να μιλήσει σχετικά με το πώς έγραφε. «Είτε πρόκειται για τις στάλες του νερού πάνω στην πετονιά, κα θώς τεντώνεται σαν σκοινί για κρέμασμα είτε για τις σταγόνες που τινάζει το ψάρι όταν χτυπιέται – αυτές είναι λεπτομέρειες που χρειά ζεται να ξέρεις. Να θυμάσαι τους θορύβους, το φως, το τι ακριβώς έγι νε που σου προκάλεσε έξαψη,

35 Όμορφοι Εξόριστοι εκεί γνώρισα έναν νεαρό από τη Σουηδία, λίγο τεμπέλη για να είμαστε ακριβείς, όμως είχε πλάκα. Ερχόταν μαζί μου για μπάνιο τα απογεύ ματα, ενώ τα βράδια πηγαίναμε για χορό. Έτσι, όταν ο αδελφός μου πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το Σεντ Λούις μαζί με τη Μάτι, με το που τελείωσαν
θυμό ή φόβο. Έπειτα κάτσε και γράψε τις λεπτομέρειες έτσι ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί ό,τι ακριβώς ένιωσες». Αυτό ακριβώς που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν μια ξαφνική εχθρική διάθεση ανακατεμένη με συμπόνια και κάτι άλλο το οποίο δεν μπορούσα να προσδιορίσω, καθώς παρατηρούσα τα έξι δάχτυλα του ποδιού της άσπρης γάτας. Αυτό το κάτι άλλο είχε να κάνει με τον Έρνεστ και τη στοργή που έδειχνε στη γάτα, σαν να ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τη δυσμορφία ή την έβλεπε σαν δική του. Απέστρεψα το βλέμμα μου και αντίκρισα την κορυφή του φάρου του Κι Ουέστ,

και ο οποί ος μπορούσε να μιλάει με εννιασύλλαβες λέξεις. Ο ίδιος ο Έρνεστ δεν τα πήγαινε καλά με τις μεγάλες λέξεις, οπότε ίσως να μην μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον Μπερτράν πάνω στην κουβέντα. Ωστόσο, το μόνο που έκανα ήταν να απλώσω το χέρι μου και να αγγίξω το πε ρίσσιο μικρό δαχτυλάκι της γάτας. Ήμουν σίγουρη ότι αν άφηνα τον Έρνεστ να μιλάει θα έφτανε ακόμα και σε όσα δεν γνώριζα ή σε πράγ ματα, όπως η συζήτηση για τα ψάρια, τα οποία στην ουσία δεν ήξερα καλά, και θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω πιο επιδέξια τη γνώση εκεί όπου θα τη συναντούσα καθώς θα έγραφα. «Μην ξεχνάς τον καιρό στα βιβλία σου», συνέχισε. «Ο καιρός είναι τρομερά σημαντικό πράγμα». «Ο καιρός είναι ζεστός και πνιγηρός». Σχολίασα, σπρώχνοντας τα μαλλιά μου –που ήταν ακόμα νωπά από το απογευματινό μου μπάνιο στη θάλασσα με τον Σουηδό– προς τα πίσω για να μην πέφτουν στο μέτωπό μου. «Πνιγηρός; Μόνο αν είσαι δυστυχισμένη, Μάρτι, και πώς γίνεται

Meg Waite Clayton 36 που φαινόταν πάνω από τους φοίνικες, τις μπανανιές και τις ερυθρο καστανιές, τα παγώνια και τα αστεία φλαμίνγκο που περιπλανιούνταν μειλίχια στον θαλασσινό αέρα. Ήξερα τι εννοούσε κι παράλληλα δεν ήξερα κιόλας. Ήθελα να πω: «Ναι, αλλά κοίτα τι καλά που γράφω, ε; Δεν είναι ανάγκη να μου εξηγήσεις το πώς». Ήθελα να τον κατσαδιά σω γι’ αυτό που είχε κάνει στην Πεζοπορία στο Χιόνι, στο οποίο εξευ τέλιζε το πρώην φλερτ μου, τον Μπερτράν ντε Ζουβενέλ, έναν Γάλλο δημοσιογράφο που ο Έρνεστ τον είχε γνωρίσει στο Παρίσι
να είσαι δυστυχισμένη όταν περνάς τα απογεύματά σου κάνοντας μπάνιο στη θάλασσα και τα βράδια χορεύοντας; Μια χορεύτρια όπως εσύ θα έπρεπε να βρίσκει αυτό τον καιρό “φλογερό”». «Περνάω τα βράδια μου χορεύοντας;» Έμεινα στη φράση αυτή κι αναρωτήθηκα πόσα μπορεί να ήξερε ο Έρνεστ για τον Σουηδό. «Το Κι Ουέστ αποκαλύπτει τα μυστικά του πιο εύκολα απ’ όσο φαντάζεσαι». Γέλασα και απάντησα:

περισ

ειρήνης». Ως το τέλος της εβδομάδας ο Έρνεστ μου είχε κολλήσει το παρατσού κλι «Γοργόνα», γιατί κατέφτανα στις απογευματιάτικες συναντήσεις μας με τα μαλλιά μου μονίμως βρεγμένα απ’ το κολύμπι. Μου έδωσε το χειρόγραφο από το μυθιστόρημά του με εκείνο τον τύπο που μετέ φερε λαθραία από την Κούβα για να το διαβάσω – ένα θέμα για μελέτη σχεδόν τόσο προκλητικό για μένα όσο φανταζόμουν ότι θα ήταν και ο πόλεμος. «Ένα σύγχρονο Πόλεμος και Ειρήνη, αυτό θα είναι όταν θα το τε λειώσω», σχολίασε. Ο αρχισυντάκτης και συνιδρυτής του Esquire του είχε προτείνει να φτιάξει το μυθιστόρημα χρησιμοποιώντας δύο από τα διηγήματά του. «Κι Ουέστ και Κούβα», αποκρίθηκε ο Έρνεστ. «Πλούσιοι και φτω χοί. Λαθρεμπόριο, διαφθορά και σεξ. Αυτά είναι που θα με ξαναφέ ρουν εκεί όπου ανήκω». Η καυχησιολογία του αυτή κάτι έκρυβε: Όταν ένας άνθρωπος κο μπάζει έτσι, τις περισσότερες φορές αυτόν που προσπαθεί να πείσει είναι τον ίδιο του τον εαυτό και, ασφαλώς, το Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά ήταν ένα τρομερό βιβλίο, και το Αποχαιρετισμός στα Όπλα ίσως ακόμη καλύτερο, αλλά τι

μετά; Τρία βιβλία που δεν

1929

μεν πουλήσει περισ σότερο

37 Όμορφοι Εξόριστοι «Τότε, ίσως η λέξη που ψάχνω να είναι “ομιχλώδης”, Έρνεστ. Δη μιουργεί το σκηνικό για κάποιο υπέροχο έγκλημα πάθους». «Ο έρωτας είναι ένα πρώτης τάξεως θέμα για έναν συγγραφέα, όπως και ο φόνος. Αλλά βάλε τον έρωτα και τον φόνο να διαδραμα τίζονται με φόντο τον πόλεμο. Μια μέρα πολέμου προσφέρει
σότερη δράση και συναίσθημα απ’ όσο μια ολόκληρη ζωή σε καιρό
είχε γράψει από το
και
άρεσαν και πολύ στους κριτικούς, που είχαν
από το δικό μου πρώτο μυθιστόρημα, εντούτοις όχι και πάρα πολύ. Η αλήθεια ήταν πως ενώ ο τρόπος γραφής του Έρνεστ με έκανε να λιποθυμώ, καμιά φορά οι ιστορίες του με απογοήτευαν· οι ηρωίδες του, πολύ συχνά, ήταν απίστευτα εκνευριστικές πουριτανές. Και σ’

έναν αλκοολικό γυναικά, τον δε Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ –ο

τον Έρνεστ υπό την προστασία του, όταν ο Σκοτ ήταν ήδη απίστευτα διάσημος ενώ ο Έρνεστ δεν ήταν απολύτως τίποτα– τον είχε πλάσει ακόμα χειρότερο. Κι εκεί όπου η ιστορία θα έπρεπε να είναι σφιχτοδεμένη, η πλοκή ξέφευγε προς πάσα κατεύθυνση. Ωστόσο, ο τρόπος της γραφής του Έρνεστ –ποιητικός, με ροή– ήταν πάντα εκεί, κι αυτό ήταν δύσκολο να το ξεχάσει κανείς. Αφότου είχες διαβάσει Χέμινγουεϊ, ήθελες δεν ήθελες το γράψιμό σου ήταν αλλιώτικο. Οι διάλογοί του σε τούτο το καινούργιο του βιβλίο μου προκάλεσαν τρομερό δέος, και το τόνισα αυτό, το εκθείασα. Εκείνος απάντησε: «Οι αναθεματισμένοι οι κριτικοί με θέλουν μαζορέτα για τους Ρεντ, όμως, διάολε, τούτη εδώ είναι απλώς μια μικρή γωνίτσα στον κόσμο για να έχει ο Ντος Πάσος να σταθεί». «Πώς σκοπεύεις να τελειώσει το βιβλίο;» ρώτησα. «Ο ήρωάς μου θα σκοτωθεί από πυροβολισμούς που θα πέσουν σε μια ληστεία τράπεζας, ωστόσο ακόμη ψάχνω να βρω εκείνο το γνωστό θαύμα για το τέλος».

«Το “γνωστό θαύμα”;»

«Δεν γίνεται να ολοκληρώσεις ένα βιβλίο με τίποτ’ άλλο εκτός από ένα θαύμα, ρε κορόιδο».

Κορόιδο; Κι όμως, το είχε πει με τόση τρυφερότητα, σαν να ήταν τίτλος τιμής. «Και δηλαδή, ποιανού καλού κυρίου νομίζεις πως είμαι το κορόι δο, Χέμινγουεϊ;» αντέδρασα. «Ε, καλά, εκείνος ο τύπος που σε τριγυρίζει στην παραλία φαίνεται να νομίζει πως είσαι το κορόιδό

Meg Waite Clayton 38 αυτό το καινούργιο του μυθιστόρημα υπήρχαν βλακείες –κάτι φανφα ρόνοι ηλίθιοι ήρωες σαν αυτούς που είχαν καταστρέψει τη συλλογή διηγημάτων του που έβγαλε το 1933, το Ο Νικητής Δεν Παίρνει Τίποτα– και μπόλικες μάλιστα. Τον φίλο του, τον συγγραφέα Τζον Ντος Πάσος, τον είχε μεταμορφώσει σε
οποίος είχε πάρει
του, έτσι δεν είναι;» Ισχυρίστηκε και επανέλαβε το παρωνύμιο που δεν μου φαινόταν χειρότερο από το «Γοργόνα», κι εδώ που τα λέμε κι εγώ έδινα στους φίλους μου και στην οικογένειά μου παρατσούκλια τα οποία δεν ήταν

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.