Όμορφοι εξόριστοι

Page 1

Για τον μπαμπά, που με εμπνέει, πάντα.

Για τον Κρις, τον αγαπημένο μου θαυμαστή του Χέμινγουεϊ.

Για τη Μέι, αυτό είναι το βιβλίο μας, αλλά εδώ που τα λέμε όλα έτσι είναι, δικά σου και δικά μου.



Σημειωμα Τησ Συγγραφεωσ

Ό

πως ίσως θα περίμενε κανείς για μια ιστορία που ξεκινάει με μια κρυφή σχέση και τελειώνει με μια άλλη –και αφορά ανθρώπους τόσο διάσημους όσο η Μάρθα Γκέλχορν και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ– οι άφθονες πηγές στις οποίες στράφηκα για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα συχνά παρουσίαζαν διαφοροποιήσεις ακόμα και στα πιο απλά πράγματα, ανάμεσα στα οποία ήταν και το ποιος, πού και πότε. Προσπάθησα να συγκεράσω αυτές τις αντιφάσεις όσο καλύτερα μπορούσα, έχοντας ως σκοπό να μείνω πιστή στα γεγονότα της σχέσης του όσο το δυνατόν περισσότερο. Από παλιά υπήρξα θαυμάστρια της Μάρθα Γκέλχορν και της δουλειάς της. Καθ’ όλον δε τον καιρό που έγραφα για τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και παρά τα ελαττώματά του, άρχισα σιγά σιγά να τον θαυμάζω κι εκείνον πάρα πολύ. Οι πηγές στις οποίες κατά ένα πολύ μεγάλος μέρος βασίστηκα για να γράψω αυτό το βιβλίο, περιλαμβάνουν τα Travels with Myself and Another, The View from the Ground, The Trouble I’ ve Seen, A Stricken Field και The Face of War, όλα της Μάρθα Γκέλχορν, όπως επίσης και οι καταπληκτικές ανταποκρίσεις που έκανε η ίδια για το Collier’s (κάποια από τα άρθρα της αναδημοσιεύονται μέσα στα βιβλία της). Επίσης, ουσιώδη ήταν και τα Gellhorn: A Twentieth-Century Life και Select9


Meg Waite Clayton

ed Letters of Martha Gellhorn, και τα δύο από την Καρολάιν Μούρχεντ, όπως και το Nothing Ever Happens to the Brave: The Story of Martha Gellhorn του Καρλ Ρόλισον. Τα γράμματα της Γκέλχορν στην Έλινορ Ρούζβελτ και την Πολίν Χέμινγουεϊ μου έδωσαν πληροφορίες για τα πρώτα κεφάλαια στο Κι Ουέστ. Ειδικότερα για τον χρόνο που πέρασε η Γκέλχορν στην Ισπανία, αναζήτησα πληροφορίες στα κείμενά της «Only the Shells Whine», «Men Without Medals» και «City at War»· στο Looking for Trouble της Βιρτζίνια Κόουλς· στο The Starched Blue Sky of Spain της Τζόζεφιν Χερμπστ· σε σημειώματα εκείνης της περιόδου γραμμένα από τον Τεντ Άλαν, που τα ανέβασε ο γιος του στο διαδίκτυο στο normanallan.com, και στην ταινία «The Spanish Earth». Το Hotel Florida της Αμάντα Βάιλ, το οποίο κυκλοφόρησε ενώ η συγγραφή του παρόντος βιβλίου είχε προχωρήσει πολύ, ήταν μια εξαιρετική πηγή πληροφοριών που με βοήθησε να βάλω σε μια τάξη αυτή την μπερδεμένη περίοδο – μακάρι να είχε κυκλοφορήσει νωρίτερα! Διάβασα και τα «Come Ahead, Adolf!» και «Obituary of a Democracy» για τον καιρό που πέρασε η Γκέλχορν στην Τσεχοσλοβακία· τα «Slow Boat to War» και «What Bores Whom?» για τον διάπλου του Ατλαντικού που πραγματοποίησε με εκείνο το πλοίο που μετέφερε δυναμίτη· τα «Blood on the Snow», «Death in a Present Tense» και «Bombs from a Low Sky» για τον καιρό που πέρασε στη Φινλανδία. Για τον «μήνα του μέλιτος» που πέρασαν στην Κίνα και την Άπω Ανατολή στράφηκα στα άρθρα της Γκέλχορν για το Collier’s «Fight into Peril», «Her Day» και «Fire Guards the Indies» καθώς και στο «Mr. Ma’s Tiger» από το Travels with Myself and Another, όπως και στο Hemingway on the China Front: His WWII Spy Mission with Martha Gellhorn του Πίτερ Μορέιρα. Το τελευταίο με βοήθησε επίσης και για να γράψω τις σκηνές του γάμου του Χέμινγουεϊ με την Γκέλχορν, όπως και το «The Hemingways in Sun Valley: The Novelist takes a Wife» με φωτογραφίες του Ρόμπερτ Κάπα από το τεύχος του Life της 6ης Ιανουαρίου 1941. Το «Messing around in Boats» από το Travels with Myself and Another με βοήθησε να εμβαθύνω στον χρόνο που πέρασε τριγυρίζοντας τη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Για τον καιρό 10


Όμορφοι Εξόριστοι

που έζησε στην Ευρώπη στη διάρκεια του πολέμου το The Women who Wrote the War της Νάνσι Κάλντγουελ Σόρελ ήταν μια πρόσθετη εξαιρετική πηγή, μαζί με τα «Visit Italy», «The Bomber Boys», «Three Poles» «The First Hospital Ship» και «Hangdog Herrenvolk» της Γκέλχορν. Η ιστορία για το πώς η Γκέλχορν συνάντησε για πρώτη φορά την Έλινορ Ρούζβελτ προέρχεται από την εισαγωγή της στο βιβλίο The View from the Ground. Τα Hemingway: The 1930s και Hemingway: The Final Years του Μάικλ Ρέινολντς, το Hemingway του Τζέφρι Μέγιερς και το Hemingway: A Life without Consequences του Τζέιμς Ρ. Μέλοου ήταν αυτά στα οποία βασίστηκα για να γνωρίσω τον Χέμινγουεϊ, μαζί με τα Ernest Hemingway: Selected Letters 1917-1961 σε επιμέλεια του Κάρλος Μπέικερ, Hemingway in Cuba της Χίλαρι Χέμινγουεϊ και της Καρλίν Μπρένεν, το «The Art of Fiction», συνέντευξη που έδωσε ο Χέμινγουεϊ στον Τζορτζ Πλίμπτον για το ανοιξιάτικο τεύχος του The Paris Review στα 1958, το «Hemingway in Cuba» που δημοσιεύτηκε στο Atlantic, καθώς βεβαίως και στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, ιδίως στο For Whom the Bell Tolls. Το «Hemingway’s Spanish Civil War Dispatches» του Ουίλιαμ Μπράας Γουότσον στο Hemingway Review φώτισε το παρασκήνιο των κειμένων του από την Ισπανία, συμπεριλαμβανομένων και των τηλεγραφημάτων στην ΕΕΒΑ, και ήταν μία ακόμα εξαιρετική πηγή για τον καιρό που πέρασαν στην Ισπανία ο Χέμινγουεϊ και η Γκέλχορν. Για τη σκηνή με τον Τζακ Χέμινγουεϊ στη Νέα Υόρκη άντλησα πληροφορίες από το A Life Worth Living: The Adventures of a Passionate Sportsman του Τζακ Χέμινγουεϊ και του Τζέφρι Νόρμαν. Η συνέντευξη που πήρε ο Μάικλ Πάρκινσον από τον Όρσον Ουέλες το 1974 με βοήθησε πολύ να φτιάξω τη σκηνή του καβγά του Χέμινγουεϊ μαζί του. Όπως πολύ συχνά συμβαίνει όταν γράφω, είμαι απίστευτα ευγνώμων για τα αρχεία των New York Times που υπάρχουν στο διαδίκτυο, στα οποία ανατρέχω ξανά και ξανά για ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με ιστορικά γεγονότα. Για τις ανάγκες αυτού του μυθιστορήματος στράφηκα στο «Hemingway Slaps Eastman in Face», από τον Αύγουστο 11


Meg Waite Clayton

του 1937, για τη σκηνή στο γραφείο του Μαξ Πέρκινς. Οι ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ από την Ισπανία, που επίσης υπάρχουν στα αρχεία, ήταν ένα θεόσταλτο δώρο, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου για τον Ρέιβεν στις 25 Απριλίου του 1937 με τίτλο «War is Vividly Reflected in Madrid», για το οποίο η Γκέλχορν αναφέρει σε ένα γράμμα της προς τον Ντέιβιντ Γκούρεβιτς στα 1950 (συμπεριλαμβάνεται στο Selected Letters) ότι αυτό ήταν που τελικά την έκανε να ερωτευτεί τον Έρνεστ Χέμινγουέι. Επιπλέον πηγές στις οποίες βασίστηκα περιλαμβάνουν τα Eleanor Roosevelt Vol.2: The Defining Years (1933-1938) της Μπλανς Βίσεν Κουκ· Ernest Hemingway on Writing σε επιμέλεια του Λάρι Φίλιπς· Hemingway’s Boat του Πολ Χέντρικσον· Hemingway and Fitzgerald του Μάθιου Μπρούκολι· Hemingway in Cuba της Χίλαρι Χέμινγουεϊ και της Καρλίν Μπρένεν· The Hemingway Women της Μπερνίς Κερτ· «The Survivor: Martha Gellhorn and Ernest Hemingway» από τη Λέσλι Μακ Ντάουελ· Between the Sheets: An Unfinished Woman της Λίλιαν Χέλμαν και το Dorothy Parker: What Fresh Hell is This? της Μάριον Μιντ. Δύο αρχεία pdf που βρήκα στο διαδίκτυο, τη διατριβή του Λ. Χάρτμαν Spanish Civil War και τη διατριβή του Χ. Λ. Σάλμον Martha Gellhorn and Ernest Hemingway: a literary relationship, ήταν επίσης χρήσιμα. Νιώθω ευλογημένη που έχω τη Μάρλι Ρούσοφ να πιστεύει με τόσο ενθουσιασμό στα γραπτά μου, και ευτυχώς έβαλε αυτό το χειρόγραφο στα στοργικά και ικανά χέρια της Ντανιέλ Μάρσαλ. Ευχαριστίες επίσης και στην Ντον Στιούαρτ για τη βοήθειά της στις δημόσιες εμφανίσεις μου, και όλους στο Lake Union που συνέβαλαν εδώ. Πάρα πολλοί φίλοι και γείτονες μου κράτησαν το χέρι και με βοήθησαν με πολλούς τρόπους σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι να γραφτεί το βιβλίο, ανάμεσα στους οποίους και η Λέσχη Ανάγνωσης «Wednesday Sisters» στη γειτονιά μου, η Έιμι και ο Μπορτζ, ο Έρικ και η Ιλέιν, η Ντέμπι και ο Κέρτις, ο Ντέιβ και η Καμίλα, ο Τζον και η Σέρι, η Μπρέντα, η Ντάρμπι, η Σέρι, η Λίζα και η Έλι αλλά πάνω απ’ όλους η Τζένιφερ Μπελτ Ντι Σέν, η φιλία της οποίας είναι ένα από τα πολυτιμότερα κομμάτια της ζωής μου. 12


Όμορφοι Εξόριστοι

Είμαι ευγνώμων για την αμέριστη υποστήριξη ολόκληρης της μεγάλης οικογένειας Γουέιτ-Κλέιτον (της πτέρυγας Λεβί συμπεριλαμβανομένης) και ιδίως ευχαριστώ τους γονείς μου, Ντον και Άννα Γουέιτ, και τους γιους μου, Κρις και Νικ Κλέιτον. Εν προκειμένω, ευχαριστώ λίγο παραπάνω τον Κρις, γιατί τα δικά του διαβάσματα μου άνοιξαν τα μάτια στην απόλαυση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Και τελευταίος, πάνω απ’ όλους και απ’ όλα, ο Μακ Κλέιτον είναι υπέροχος, αδιάκοπα και από κάθε άποψη.

13



Κάτσκραντλ Κότατζ, Ουαλία 1994

Α

ρχίζουμε πηγαίνοντας πολύ πίσω, με γράμματα κυρίως. Ο γιος μου διάβασε τα λόγια της Μάτι προς εμένα («Μάρθα, πολυαγαπημένη μου») και τα δικά μου προς εκείνη, γράμματα σε λεπτό γαλάζιο χαρτί, σαν παραδείσια πουλιά που πήγαιναν κι έρχονταν. Διάβασε από τις επιστολές που αντάλλασσα με συντάκτες εφημερίδων, με τον Χ. Τζ. Γουέλς1 και την Έλινορ Ρούζβελτ (εγώ ήμουν στα χειρότερά μου, παρ’ όλο που εκείνη δεν θα το έλεγε ποτέ), μια αλληλογραφία που στο μεγαλύτερο μέρος της την είχα καταχωνιάσει μέσα σε μεγάλους καφέ φακέλους με προορισμό τα αρχεία στη Βοστόνη. Τούτο εδώ το μικρό σπιτάκι-καταφύγιο για συγγραφείς άρχισε να μην κάνει πια για μένα και για την όρασή μου που φθίνει, παρ’ όλο που είμαι μια γριά που το λέει η καρδιά της, κι έτσι ο γιος μου με βοηθάει να την αδειάσουμε· διαβάζει μια δυο παραγράφους από κάθε επιστολή, συχνά τη διαβάζει και ολόκληρη, πριν αποφασίσω τι να την κάνω. Όταν όμως έπιασε εκείνο το ζαρωμένο επιστολόχαρτο και διάβασε «Αγαπημένο μου, Μανάρι», το πήρα απ’ τα χέρια του και το πέταξα στη σχάρα του τζακιού, κοιτάζοντας το χαρτί να παραδίδεται σε

1. ΣτΜ: Άγγλος συγγραφέας, κυρίως βιβλίων επιστημονικής φαντασίας. 15


Meg Waite Clayton

γαλαζωπές και κόκκινες φλόγες ώσπου έγινε στάχτη. Δεν χρειαζόταν να δω το μελάνι για να καταλάβω ποιος υπέγραφε: «Ο σύντροφός σου, Ε» στις αρχές, ενώ αργότερα «με αγάπη, το Σκαθάρι σου» ή «το Ρινοκεράκι σου». «Ρινοκεράκι»… Ένα από τα διάφορα παρατσούκλια με τα οποία αποκαλούσαμε ο ένας τον άλλον εκ περιτροπής. Ωστόσο, εγώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξα το «Ρινοκεράκι» του, έστω κι αν είχα αυτή την αξίωση, έστω κι αν το ήθελα ή το προσπαθούσα. Το μόνο που ήμουν ήταν η Μάρθα Έλις Γκέλχορν, ακόμα και μετά αφότου έγινα κυρία Χέμινγουεϊ, σύζυγος του Έρνεστ.

16


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ



Κι Ουέστ, Φλόριντα Δεκέμβριος 1936

Γ

ινόταν ένας απαίσιος χαμός εκείνο τον καιρό, τον χειμώνα που γνώρισα τον Έρνεστ. Εκείνα τα Χριστούγεννα είχε κλείσει ένας χρόνος από τότε που πέθανε ο μπαμπάς, εγώ ήμουν είκοσι οχτώ χρόνων, κι ενώ η Μάτι έδειχνε να το αντέχει, το γαλάζιο των ματιών της είχε ξεθωριάσει και το ξανθό της κεφάλι κατακλύστηκε ξαφνικά από γκρίζα μαλλιά. Δεν θέλησε να περάσει τις διακοπές στο Σεντ Λούις χωρίς τον μπαμπά, φυσικά και δεν θέλησε, αλλά στο Μαϊάμι κοντεύαμε να τρελαθούμε από τη βαριεστημάρα. Έτσι λοιπόν, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και βάλαμε πλώρη για μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της οποίας το όνομα είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μας σε κάποιο ταξίδι που είχαμε κάνει κάποτε με το λεωφορείο. Κι Ουέστ. Οδηγούσε ο αδελφός μου, με τη Μάτι δίπλα του, ενώ εγώ είχα αράξει στο πίσω κάθισμα με το παράθυρο ανοιχτό, καθώς διασχίζαμε μια μακρά σειρά από γέφυρες που οδηγούσαν στο τέρμα του κόσμου: Σε ένα μέρος όπου βασίλευε η φθορά και μια γοητευτική παρακμή και οι κάτοικοι ευχαριστιούνταν να μην κάνουν τίποτα εκτός από το να κυνηγούν θαλάσσιες χελώνες και να σπάνε καρύδες, να κουτσομπολεύουν και να ιδροκοπούν καθισμένοι σε σαραβαλιασμένες βεράντες σπιτιών με άσπρα πλαίσια αλλά με τοίχους που ήταν βαμμένοι σε ελκυστικά χρώματα, και σε παραλίες γεμάτες ψάρια και τη γλύκα της Οδύσσειας, του 19


Meg Waite Clayton

Μόμπι Ντικ, της μικρής γοργόνας που δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να σκοτώσει τον πρίγκιπα για να σωθεί. «Σίγουρα δεν γίνεται να περνάμε μπροστά από ένα μέρος που λέγεται ‘‘Ο Τζο ο Τσαπατσούλης’’ δίχως να ρίξουμε μέσα μια ματιά στα γρήγορα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μάτι. Ήδη, είχαμε σκαρφαλώσει στον φάρο για να δούμε τη θέα, κάναμε πικνίκ στην παραλία, σκουπίσαμε την άμμο από τα δάχτυλα των ποδιών μας και τσουβαλιαστήκαμε ιδρωμένοι μέσα στο αυτοκίνητο ξανά για να ψάξουμε να βρούμε ένα μέρος όπου θα μπορούσα να ξεμπερδέψω τα μαλλιά μου τα οποία είχαν γίνει τζίβα από τον αέρα και να κάνω κι ένα δροσερό μπάνιο. Ωστόσο, στη μαμά μου δεν χαλούσα ποτέ χατίρι, όπως άλλωστε ούτε κι εκείνη σε μένα. Ο μπαμπάς ήταν αυτός που χαλούσε χατίρια. Εμείς ήμασταν που είδαμε πρώτοι τον Χέμινγουεϊ ή εκείνος εμάς; Οι άνθρωποι μέσα σε ένα σκοτεινό μπαρ γυρίζουν να κοιτάξουν το φως που μπαίνει από μία πόρτα που ανοίγει και οι κόρες των ματιών μας αιφνιδιάστηκαν από την έντονη αντίθεση που έκανε ο εκτυφλωτικός ήλιος και ο πολύβουος δρόμος με το αμυδρό φως, τα ανοιχτόχρωμα ξύλινα πατώματα που ήταν υγρά από παγάκια που είχαν λιώσει και τα μπουκάλια με Καμπάρι, ουίσκι και ρούμι. Ένας θεόρατος μπάρμαν μας καλωσόρισε πίσω από μια μακριά, καμπυλωτή μπάρα, ενώ σε μία άκρη του μαγαζιού οι θαμώνες έστρεψαν ξανά την προσοχή τους σε μια θορυβώδη παρτίδα μπιλιάρδου, έχοντας βάλει λεφτά γύρω γύρω στο τραπέζι του παιχνιδιού για να προσδώσουν ενδιαφέρον. Κάποιος άλλος άνδρας, σχεδόν τόσο μεγαλόσωμος όσο ο μπάρμαν, βγήκε με κόπο μέσα από ένα χάος με χαρτιά που υπήρχαν πάνω στην μπάρα. Φορούσε βρόμικο, άσπρο μπλουζάκι, λερωμένο, λευκό, κοντό παντελόνι που προσπαθούσε να το κρατήσει στη θέση του, μα αν είναι δυνατόν, με ένα σκοινί! Έκανε υπερβολική βαβούρα καθώς διέσχιζε τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, ώσπου μας έφτασε και μας καλωσόρισε κι αυτός, όπως ο μπάρμαν. «Έρνεστ Χέμινγουεϊ», είπε. Μια σταγόνα ιδρώτα κατρακύλησε αργά τη ραχοκοκαλιά μου και 20


Όμορφοι Εξόριστοι

πήγε κι εγκαταστάθηκε στο ύφασμα του μαύρου φορέματος θαλάσσης που φορούσα, το οποίο ήταν ήδη υγρό από την ώρα που ήμουν κολλημένη στο κάθισμα του αυτοκινήτου, άσε δε και τον χρόνο που είχαμε περάσει στην καυτή αμμουδιά. Η Μάτι ακούμπησε φευγαλέα το χέρι της στον ώμο μου, μια υπενθύμιση για να ορθώσω την πλάτη μου δίχως να με νοιάζει το άχαρο μπόι μου, ενώ εγώ προσπαθούσα να χωνέψω ότι εκείνος ο ξυπόλυτος άνδρας με το ασύμμετρο κοκοράκι στα μαλλιά του, που αντί για ζώνη φορούσε στο παντελόνι του σκοινί, ήταν όντως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Το ήξερα αυτό το κοκοράκι, όπως κι εκείνα τα θλιμμένα, σαγηνευτικά μάτια· κάθε πρωί στο Μπριν Μαρ ξυπνούσα και έβλεπα εκείνα τα μάτια να με ατενίζουν από μια φωτογραφία κολλημένη στον τοίχο του υπνοδωματίου μου. «Είμαι η Έντνα Γκέλχορν, κι αυτός είναι ο γιος μου ο Άλφρεντ», είπε η Μάτι στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. «Κι από δω η Μάρθα». Σκέτο «Μάρθα», όχι «η κόρη μου η Μάρθα». Όπως αντιλαμβάνεστε αυτό θα μπορούσε να τον είχε αφήσει με την εντύπωση ότι ο αδελφός μου κι εγώ ήμασταν τίποτα νιόπαντροι που μόλις είχαμε κατέβει από καμιά θαλαμηγό. Όμως ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, διάολε, ο οποίος έπρεπε να βρίσκεται και να ψαρεύει κάποιον ασύλληπτα μεγάλο ξιφία στις ακτές της Κούβας ή να σκοτώνει κάνα απίστευτα άγριο θηρίο στην Κένυα ή να γράφει στο Παρίσι όπου, στα χρόνια που ζούσα εκεί, μονίμως ήλπιζα να τον πάρει κάπου το μάτι μου, όπως ακριβώς η κάθε συγγραφέας ελπίζει να πετύχει κάπου τυχαία τον ήρωα του βιβλίου της. Αυτόν και τον Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, του οποίου τη δική του φωτογραφία μπορεί να είχα κρεμάσει στον τοίχο αντί για του Χέμινγουεϊ, εάν βέβαια η εξωτερική του εμφάνιση ήταν τόσο ωραία όσο και το γράψιμό του. «Οι γενναίοι δεν παθαίνουν ποτέ τίποτα», είχα χρησιμοποιήσει τα λόγια του Χέμινγουεϊ σαν επικεφαλίδα του πρώτου μου ήδη –ήθελα να το ξεχάσω– μυθιστορήματος, με τίτλο Αυτό που Γυρεύουν οι Τρελοί. Λόγια που τα είπε ο οδηγός εκείνου του ασθενοφόρου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρωταγωνιστής του στο βιβλίο Αποχαιρετισμός στα Όπλα, και τότε η νοσοκόμα, την οποία είχε ερωτευτεί, του αποκρίθηκε λιτά ότι και οι γενναίοι πεθαίνουν. 21


Meg Waite Clayton

Ο αδελφός μου εξήγησε στον Χέμινγουεϊ ότι είχαμε έρθει εδώ για διακοπές λόγω του καιρού, και η Μάτι συνέχισε λέγοντας ότι το Σεντ Λούις ήταν ανυπόφορο τούτη την εποχή του χρόνου. Σκάλισα φρενιασμένα μέσα στο μυαλό μου, εκεί όπου φυλούσα τις λέξεις, για να βρω κάτι πιο αξιόλογο, αλλά ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ μάς είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και μιλούσε στον μπάρμαν. «Γδάρτη». Του απευθύνθηκε με έναν συνωμοτικό τόνο που φανέρωνε πραγματική φιλία, ίσως επειδή ήταν κι οι δυο τους τόσο μεγαλόσωμοι. «Τι θα έλεγες να φτιάξεις κάνα Πάπα Ντομπλ2 γι’ αυτούς εδώ τους φίλους μου από το Σεντ Λούις;» Γι’ αυτούς εδώ τους φίλους μου. Ήξερε ότι αυτό θα μας κολάκευε, κι εγώ κατάλαβα ότι το ήξερε, αλλά παρ’ όλα αυτά ένιωθα κολακευμένη και ανακουφισμένη που δεν μας είχε ήδη βαρεθεί. Σίγουρα αυτός ο Χέμινγουεϊ έδειχνε να ταιριάζει περισσότερο στη γενιά της Μάτι παρά στη δική μου, αλλά κάτι στο ασουλούπωτο παρουσιαστικό του φάνταζε τεράστιο και αγαπητό, όπως όταν έβλεπες μια μπαλενοφόρο κητώδη –μια τεράστια γαλάζια φάλαινα– να αναδύεται μέσα απ’ τη θάλασσα. Καθώς ο Γδάρτης έστυβε τέσσερα υπέροχα γκρέιπφρουτ και οχτώ καθαρά μοσχολέμονα το ένα μετά το άλλο μέσα σε ένα σκουριασμένο μίξερ, ρίχνοντας από πάνω μια τρομαχτική ποσότητα ρούμι και μια ιδέα μαρασκίνο, ο Χέμινγουεϊ μας είπε: «Το γνώρισα το Σεντ Λούις στα νιάτα μου. Όλες οι γυναίκες στον κόσμο που άξιζε τον κόπο να τις γνωρίσει κανείς ήταν από εκεί». Και οι δύο γυναίκες του πήγαν σχολείο στο Σεντ Λούις, μας ανέφερε, αποφεύγοντας τεχνηέντως να πει ότι με ανησυχητική ευκολία παράτησε τον πρώτο του νεανικό έρωτα για μια πιο πλούσια, πιο επιτηδευμένη δεύτερη σύζυγο. «Και οι φίλοι μου, ο Μπιλ και η Κέιτι Σμιθ», συνέχισε. «Θαυμάσια πόλη το Σεντ Λούις».

2. ΣτΜ: Ειδική συνταγή κοκτέιλ Ντάκιρι, που προτιμούσε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. 22


Όμορφοι Εξόριστοι

Ύστερα άρχισε να μιλάει κι αυτός για τον καιρό, αλλά με έναν δικό του, Χέμινγουεϊ τρόπο, λέγοντας μια μεγαλοπρεπή και αιματοβαμμένη ιστορία για έναν τυφώνα που κατέστρεψε τα μισά κτήρια στο Κι και πήρε και σήκωσε εκατοντάδες βετεράνους που ζούσαν σε στρατόπεδα αποκατάστασης. Το βουητό του μίξερ διέκοψε την εξιστόρηση πριν εκείνος προλάβει να ρίξει στον Πρόεδρο Ρούσβελτ το φταίξιμο για τους θανάτους εκείνων των βετεράνων, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαγριώσει τη Μάτι. Κατά τη διάρκεια της διακοπής, το μάτι μου πήρε μια κομμένη στέκα του μπιλιάρδου πάνω στον τοίχο, πίσω από την μπάρα. «Ο Γδάρτης και η στέκα του. Ω! Μα στην Αβάνα δεν υπάρχουν αυτά;» Ρώτησα, καθώς θυμήθηκα κάτι μέσα σε ένα σχετικά πρόσφατο ανδρικό περιοδικό που μου το είχε δείξει ο αδελφός μου, μία επιστολή από μια σειρά επιστολών που είχε στείλει ο Χέμινγουεϊ από διάφορα εξωτικά μέρη – αυτή η συγκεκριμένη μιλούσε για έναν μπάρμαν ο οποίος είχε πρόχειρη μια στέκα του μπιλιάρδου για να την κοπανάει πάνω σε κεφάλια όταν ξεσπούσαν καβγάδες. «Στην Αβάνα;» είπε ο Χέμινγουεϊ. «Ψαρεύατε στην Κούβα. Tο “Γράμμα από την Αβάνα”; Στο περιοδικό Esquire». «Εγώ ψάρευα στην Κούβα ενώ ο κακομοίρης ο Γδάρτης ήταν εδώ πέρα στο Κι Ουέστ, κάνοντας τα μαγικά του με τα ποτά». Ο Γδάρτης σέρβιρε τα ποτά και τα μοίρασε σε όλους μας. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν άνθρωπο τόσο μεγαλόσωμο όπως αυτός να χρειάζεται εκείνη τη στέκα. Και ήταν δύσκολο να ξανακρεμάσω εκείνη τη στέκα εδώ, στο Κι Ουέστ, τη στιγμή που μέσα στο μυαλό μου ήταν τόσο ταυτισμένη με κάποιο καταγώγιο στην Αβάνα. Ο Χέμινγουεϊ μάζεψε τα χαρτιά του, τις εφημερίδες και την αλληλογραφία του και τα έβαλε παράμερα, σε έναν άτακτο σωρό που έστησε πάνω σε ένα σκαμπό στο τέρμα της μπάρας. «Καθίστε, πριν καταλήξετε στην απόφαση ότι δεν θέλετε να με ενοχλήσετε ή καμιά τέτοια ανάλογη μπούρδα». 23


Meg Waite Clayton

Μας πρότεινε εμφατικά, τραβώντας ένα σκαμπό για να καθίσει η Μάτι και ύστερα ένα για μένα. Κάθισε κι εκείνος σε ένα κάθισμα που μετά βίας τον χωρούσε. Το σκούρο βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι προσηλωμένο στη μητέρα μου, όμως εγώ φαντάστηκα τον εαυτό μου στην άκρη του οπτικού του πεδίου κι αυτόν να συλλαμβάνει στο μυαλό του μια ιστορία για τη Μάτι, τον αδελφό μου κι εμένα, αφιερώνοντάς μας μία σελίδα, ένα βιβλίο, περνώντας μας στην αθανασία της γραφής του. Τη στιγμή που ο αδελφός μου άδειαζε μια καρέκλα γεμάτη με τη δουλειά του Χέμινγουεϊ για να καθίσει, ο Χέμινγουεϊ ύψωσε το ποτήρι του προς τη Μάτι και μένα και έκανε πρόποση: «Καλωσορίσατε στη μικρή μου γωνιά, στην κόλαση». Κάρφωσε το βλέμμα του στη Μάτι καθώς έπινε μια γουλιά – δεν ήταν το πρώτο του ποτό για εκείνο το απόγευμα, ούτε καν το δεύτερο. (Ο Κάστερ,3 σε μια τελευταία του ηρωική προσπάθεια λίγο πριν από την ήττα στον πίνακα που κρεμόταν πάνω από την μπάρα, σίγουρα συνοφρυώθηκε.) Η Μάτι, με μεγάλη άνεση, λες κι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ο οποιοσδήποτε, πήρε τον λόγο. «Ο γιος μου όπου να ’ναι τελειώνει την Ιατρική, και για την κόρη μου ασφαλώς θα έχεις ακούσει για το καινούργιο της βιβλίο, το Οι Δυσκολίες που Συνάντησα, ε;» «Μητέρα…» μπόρεσα να πω. Ο Έρνεστ στράφηκε προς το μέρος μου, τόσο κοντά δίπλα μου που σχεδόν μπορούσα να ακούσω τη σκέψη να στροβιλίζεται στην έκφραση του προσώπου του: Η κόρη της Μάτι. Άναψα ένα τσιγάρο πριν προλάβει να προσφερθεί να μου το ανάψει ο ίδιος, ίσως βέβαια και να μην το έκανε. Αυτό το «κόρη» τον απογοήτευσε κάπως ή το «συγγραφέας», ή και τα δύο; «Οι Δυσκολίες που Συνάντησα… Ναι, βέβαια, έχω ακούσει γι’ αυτό, ναι, ναι. Για τη Μεγάλη Ύφεση;» 3. ΣτΜ: Ήρωας που πήρε μέρος στον Αμερικανικό Εμφύλιο. 24


Όμορφοι Εξόριστοι

Δεν ήταν ακριβώς ότι το είχε θυμηθεί αλλά αρπάχτηκε απ’ τον τίτλο κι από κάτι σαν ανάμνηση. «Πες μου να μάθω μερικά πράγματα γι’ αυτό, δεσποινίς Μάρθα Γκέλχορν, κόρη της υπέροχης Έντνα». Ο Χέμινγουεϊ χαμογέλασε στη Μάτι, ενώ ο Γδάρτης απίθωσε ένα γυάλινο τασάκι μπροστά μου. «Δεν πρόκειται ακριβώς για βιβλίο». Ανέφερα σιγανά. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσω να μιλήσω για τις ιστορίες που είχα συγκεντρώσει περιδιαβαίνοντας τις Χούβερβιλς4 – τις ετοιμόρροπες καλύβες και τα αντίσκηνα μέσα στα βρομόνερα, τις ανοιχτές αποχετεύσεις που ήταν γεμάτες ακαθαρσίες, τις μύγες, τα κουνούπια, τους αρουραίους, τις θλιβερά κοκαλιάρικες γάτες, σκύλους και κατσίκες και τους ακόμα πιο θλιβερά λιπόσαρκους, αρρωστιάρηδες ανθρώπους. Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω παρά να προσπαθήσω να δώσω σε κείνους τους ανθρώπους αυτά τα λίγα που είχα δίχως να προσβάλω την αξιοπρέπειά τους και να αποτυπώσω στο χαρτί όλη εκείνη την οργή. «Για μυθιστόρημα πρόκειται, αλλά οι ιστορίες είναι αληθινές, σαφώς», του εξήγησα. «Το έγραψα σε μυθιστορηματική μορφή, για να προστατέψω εκείνους τους ανθρώπους που ένιωθαν τόση ντροπή και συνέχεια κατηγορούσαν τους εαυτούς τους. Ένα μικρό κορίτσι που ψαχουλεύει ανάμεσα στα βρομόνερα και τις ακαθαρσίες ελπίζοντας να βρει μια ρόδα από καρότσι. Μία μητέρα που φτιάχνει ένα ολόκληρο συμπόσιο για την κόρη της με μία κονσέρβα σολομού. Ένα…» Έσβησα με μανία το μισοκαπνισμένο τσιγάρο μου μέσα στο καθαρό τασάκι, προσπαθώντας ν’ αποφύγω να ξεσπάσω σε λυγμούς και να ξεφτιλιστώ απόλυτα μπροστά του. «Ένα μωρό», είχα σκοπό να πω, μα η λέξη δεν έλεγε να ξεκολλήσει με τίποτα απ’ τον λαιμό μου που τον ένιωθα λες και είχε βαμβάκι κολλημένο πάνω του. Εκείνο το μωρό, μόλις τεσσάρων μηνών, είχε παραλύσει από σύφιλη, ωστόσο οι για4. ΣτΜ: Παραγκουπόλεις που φτιάχτηκαν από αστέγους τον καιρό της Μεγάλης Ύφεσης. 25


Meg Waite Clayton

τροί αρνούνταν να του κάνουν ενέσεις, διότι έλειπαν είκοσι πέντε σεντς, διάολε. Είχα μείνει άφραγκη σ’ εκείνο το νοσοκομείο γι’ αυτό το τοσοδούλικο, ετοιμοθάνατο μωρό με το μεγαλοπρεπές, ελπιδοφόρο όνομα: Άμπιγκεϊλ Τζουν. Ο Χέμινγουεϊ σχολίασε: «Είναι σημαντικό να γράφεις για κάτι που μιλάει τόσο πολύ στην ψυχή σου, δεν είναι; Μόνο έτσι θα έπρεπε να γράφουμε όλοι μας, με μια κοφτερή ακίδα σφηνωμένη ανάμεσα στην καρδιά και την πλάτη μας». Τότε ο αδελφός μου συνέχισε τη συζήτηση. «Ένας βιβλιοκριτικός παρομοίασε τη Μάρτι με τον Ντοστογιέφσκι, τον Ντίκενς και τον Βίκτορ Ουγκό, και τους τρεις, και η φωτογραφία της μπήκε στο εξώφυλλο της Σαββατιάτικης Επισκόπησης της Λογοτεχ…» «Έχω διαβάσει όλα σας τα βιβλία, κύριε Χέμινγουεϊ». Πετάχτηκα, απόλυτα σίγουρη ότι αν ήμουν εγώ ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ θα είχα φύγει τρέχοντας μακριά από αυτή την τρελή οικογένεια που φανταζόταν ότι η συγγραφέας-κόρη τους άξιζε να μου την αναφέρουν. «Ο Αποχαιρετισμός στα Όπλα, αυτό ήταν καταπληκτικό!» Ο οδηγός του ασθενοφόρου ήταν καλύτερα δοσμένος ως ήρωας απ’ όσο η νοσοκόμα, αλλά και πάλι, η ιστορία ήταν συγκινητική. «Μόλις διάβασα αυτό το βιβλίο, παράτησα τα πάντα, άρπαξα τη γραφομηχανή μου κι έβαλα πλώρη για τη Γαλλία». «Υπέροχη σκέψη αυτή· η δουλειά μου να ενθαρρύνει κορίτσια να παρατάνε το σχολείο». «Η Μάρτι δεν χρειαζόταν ενθάρρυνση. Τα είχε ήδη βροντήξει. Μην την αφήνετε να σας ξεγελάσει, κύριε», αποκρίθηκε ο αδελφός μου. «Κύριε;» Είπε ο Έρνεστ και τότε γύρισε, με κοίταξε και συνέχισε: «Αν με πεις κι εσύ “κύριε”, Μάρτι, θα αναγκαστώ να επικοινωνήσω με τον ολοκαίνουργιο βασιλέα Γεώργιο και να αξιώσω το παράσημο του Μεγαλόσταυρου». 26


Όμορφοι Εξόριστοι

Ξέσπασε σε γέλια. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο από το Πάπα Ντομπλ του και σήκωσε το άδειο ποτήρι του προς τον Γδάρτη. «Το μόνο που θα είχε κάνει το κολέγιο θα ήταν να με προετοίμαζε για καμιά ελεεινά βαρετή δουλειά πίσω από κάνα γραφείο, άντε το πολύ να είχε λίγη θέα από το παράθυρο», σχολίασα. Έβρισκα απαίσιο τον κόσμο όπου βασίλευαν τα ρούχα, τα χρώματα των κραγιόν, τα ραντεβού με αγόρια από την Ivy League,5 τα κουτσομπολιά και τα μυστικά που κρατούσαν οι κοπέλες, θέλωντας να πιστεύουν πως ήταν καλύτερες από τις άλλες. Εγώ παράτησα το κολέγιο για να γράψω. Βέβαια δεν έγραφα πάντα, και όταν έγραψα, μπορεί το πρώτο μου μυθιστόρημα να ήταν μονάχα για ερωτικές περιπέτειες κολεγιοκόριτσων και μπούρδες (αυτή ήταν εξαρχής η ετυμηγορία του μπαμπά), αλλά το δεύτερο ήταν καλύτερο· ήταν το καλύτερο που θα μπορούσα να έχω γράψω. «Ένα λαμπρό, καλό κορίτσι όπως εσύ, δουλεύεις κάποιο καινούργιο βιβλίο;» ρώτησε ο Έρνεστ. «Δεν είμαι τίποτα αν δεν γράφω, κύριε Χέμινγουεϊ». «Έρνεστ», είπε εκείνος. «Έρνεστ», επανέλαβα, και σκέφτηκα ότι, τελικά, η συγγραφή ήταν το μόνο πράγμα που με έσωζε, που με κρατούσε να μη βουλιάξω μέσα σε κείνον τον βρόμικο βούρκο, τον γεμάτο με σκοτάδι και αμφιβολία. Αναρωτήθηκα αν ήταν έτσι και για τον ίδιο, έστω και λίγο, αν ένας συγγραφέας τόσο επιτυχημένος όσο εκείνος αμφέβαλλε ποτέ για τις ίδιες του τις λέξεις, για την αξία του, αν σκεφτόταν το τίμημα του να βάλεις όλο σου τον εαυτό μέσα σ’ ένα βιβλίο που ο κόσμος μπορεί απλώς να το παρατούσε μισοδιαβασμένο πάνω σ’ ένα κάθισμα μιας στάσης λεωφορείου, ακόμα κι αν είχε να κάνει ολόκληρο ταξίδι. Και τότε βρέθηκα να του μιλάω για τα γραπτά μου, γιατί στ’ αλήθεια έδειχνε να θέλει να με ακούσει. Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο Οι

5. ΣτΜ: Ένωση οχτώ ιδιωτικών πανεπιστημίων της βορειοανατολικής πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο όρος υπαινίσσεται την ακαδημαϊκή αριστεία και τον κοινωνικό εκλεκτισμό. 27


Meg Waite Clayton

Δυσκολίες που Συνάντησα, είχα ρίξει εκατό εκατομμύρια ιδέες στον Time, στον New Yorker και σ’ όποιον άλλον διέθετε πιεστήριο, με την ελπίδα να γράφω άρθρα για το τι συνέβαινε στην Ευρώπη. Ήδη εδώ και χρόνια ο Χίτλερ είχε περιορίσει τον αριθμό των Εβραίων που μπορούσαν να πάνε στο πανεπιστήμιο ή να εργαστούν ως γιατροί, δικηγόροι και ηθοποιοί, αλλά τον Σεπτέμβριο του 1935 το πράγμα ήρθε και απόγινε με τους Νόμους της Νυρεμβέργης.6 Εντούτοις, όλες μου οι προσπάθειες πήγαν στράφι. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε. Έτσι, μάζεψα κουτσά στραβά τα χρήματα για να βγάλω ένα εισιτήριο για το Παρίσι (όπου οι πάντες ήταν κατσουφιασμένοι, επειδή ήταν αναγκασμένοι να στρώνουν μόνοι τους τα κρεβάτια τους στα πολυτελή ξενοδοχεία), και από κει για τη Στουτγκάρδη και το Μόναχο. Τα μισητά ναζιστικά καθάρματα μου προκάλεσαν τόση οργή, ώστε με το που γύρισα πίσω έκατσα να γράψω όλ’ αυτά μέσα σε ένα καινούργιο μυθιστόρημα, για έναν Γερμανό ειρηνόφιλο και τέτοια. «Μόλις ολοκληρώσω το μυθιστόρημα, έχω σκοπό να πάω στην Ισπανία, να δω τι γίνεται με τον εμφύλιό τους», ανέφερα. Τότε πιάσαμε μια μακρά συζήτηση για την Ισπανία, την εμπροσθοφυλακή για να συγκρατήσει τη σαπίλα του Φασισμού. «Το αίμα κυλάει ποτάμι, έτσι λένε. Κι ολόκληρος ο κόσμος κοιτάζει απ’ την άλλη, διάολε». «Πλήρωσα τα εισιτήρια σε δύο εθελοντές που πήγαν να πολεμήσουν με τη Διεθνή Ταξιαρχία, κι έχω σκοπό να στείλω δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια, τόσα έβγαζε ο περισσότερος κόσμος μέσα σε έναν χρόνο, για να αγοράσουν ασθενοφόρα οι Ρεπουμπλικάνοι», ισχυρίστηκε ο Χέμινγοεϊ. «Ναι, αλλά τα λεφτά είναι απλώς λεφτά. Το θέμα είναι να πούμε την αλήθεια για ό,τι συμβαίνει, κι εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις για μια αλήθεια που δεν την έχεις δει», ξεστόμησα. «Να με συγχωρείς για την ελλιπή ανατροφή που έδωσα στην κόρη

6. ΣτΜ: Η νομική βάση για τον αντισημιτισμό των ναζιστών. 28


Όμορφοι Εξόριστοι

μου, Έρνεστ. Τα πάθη της ξεπερνούν τους καλούς της τρόπους», προσπάθησε να με δικαιολογήσει η Μάτι. Όμως εκείνος είχε ήδη αρχίσει να γελάει. «Το λοιπόν, Κόρη, έχω κατά νου να πάω ο ίδιος στην Ισπανία αφού τελειώσω το δικό μου καινούργιο βιβλίο, οπότε μου επιτρέπεις ίσως να ξοδέψω λίγα από τα λεφτά μου για να σε κεράσω ένα Πάπα Ντομπλ στη Μαδρίτη;» «Θα πρέπει να πάρουμε μαζί και τον Γδάρτη», απάντησα. «Θα χρειαζόμασταν μία απίστευτα τεράστια βαλίτσα γι’ αυτό». «Μπαούλο!» «Ένα κομψό, τεράστιο μπαούλο». Σχολίασε εκείνος και όλοι ξεσπάσαμε σε γέλια. Ύστερα έγνεψε στον Γδάρτη να μου φέρει ακόμα ένα Πάπα Ντομπλ. Τα ποτήρια της Μάτι και του αδελφού μου ήταν ακόμη γεμάτα. Έβγαλα άλλο ένα τσιγάρο και κείνος πήρε τον αναπτήρα απ’ τα χέρια μου λέγοντας: «Ο πόλεμος είναι ένα από το δυσκολότερα πράγματα για να τον περιγράψει κανείς με αληθοφάνεια· μεγάλο πλεονέκτημα για έναν συγγραφέα να έχει προσωπική εμπειρία». Άναψε τον αναπτήρα και έφερε τη φλόγα στο τσιγάρο μου, κάνοντάς με ξαφνικά να αναριγήσω μέσα μου την ώρα που μου κρατούσε το χέρι σταθερό για ν’ ανάψω. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, διάολε. «Αλλά βέβαια τα καθίκια που δεν έχουν δει πόλεμο πάντα ζηλεύουν, και προσπαθούν να το κάνουν να φανεί σαν κάτι ασήμαντο και εσένα». Τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο μου, για να κρυφτώ πίσω από τον καπνό της απειρίας μου. Είχα δει μπόλικα σύννεφα πολέμου στην Ευρώπη, αλλά τον ίδιο τον πόλεμο δεν τον είχα αντικρίσει ακόμη. «Στην Ισπανία, ναι, εκεί θα πάω όταν τελειώσω το βιβλίο», παραδέχτηκε. «Έχω ένα ωραίο σπίτι εδώ και μια θαυμάσια οικογένεια. Παρ’ όλα αυτά, η ηρεμία εκνευρίζει έναν άνδρα όταν έχει ολοκληρώσει ένα βιβλίο». 29


Meg Waite Clayton

«Θα μας μιλήσετε για το καινούργιο σας βιβλίο, κύριε Χέμινγουεϊ;» ρώτησα. «Έρνεστ», επέμενε. «Έρνεστ…» Επανέλαβα, και με το ελεύθερο χέρι μου έφερα το επόμενο Πάπα Ντομπλ μου στα χείλη μου, προσπαθώντας να συνηθίσω στην τρελή ιδέα ότι αποκαλούσα τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ με το μικρό του όνομα. Άρχισε να μας μιλάει για τον πρόχειρο σκελετό της ιστορίας που θα γινόταν το τρίτο του μυθιστόρημα, Η Σειρήνα της Μαρτινίκα – η ιστορία ενός άνδρα που πάνω στην προσπάθειά του να κρατήσει την οικογένειά του μακριά από τη φτώχεια βρίσκεται να μεταφέρει ρούμι και άλλα λαθραία από την Κούβα στο Κι Ουέστ. Μεγάλη υπόθεση να τον ακούμε να μιλάει για το ακατέργαστο ακόμα υλικό του καινούργιου έργου· συνειδητοποίησα ότι στα πρώιμα στάδια της συγγραφής ενός βιβλίου ακόμα και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ δεν ήταν ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ήμουν σίγουρη ότι αν άκουγα με πολλή προσοχή, θα καταλάβαινα πώς το έκανε, πώς κάρφωνε το καρφί τής κάθε λέξης ώσπου να μπει για τα καλά μέσα στο ξύλο της ιστορίας, και ίσως να μπορούσα να το κάνω κι εγώ έτσι ή σχεδόν έτσι. Ήταν απορροφημένος από την εξιστόρηση, όταν στο κατώφλι του μπαρ έκανε την εμφάνισή του ένας καλοντυμένος άνδρας, ο οποίος αναφώνησε: «Έρνεστ, παλιόφιλε, εδώ είσαι!» Ο Έρνεστ σηκώθηκε και σύστησε τον φίλο του. «Ο Τόμσον από δω έχει το κατάστημα με τα σιδηρικά στην περιοχή και πηγαίνουμνε μαζί για ψάρεμα. Τόμσον, από δω η Έντνα Γκέλχορν. Ο γιος της, ο Άλφρεντ και η κόρη της, η Μάρτι, η συγγραφέας. Οι Δυσκολίες που Συνάντησα. Η κυρία Ρούζβελτ έχει μιλήσει εγκωμιαστικά γι’ αυτό, ξέρεις». «Ναι, ναι», απάντησε ο Τόμσον. «Όμως η Πολίν έχει ένα καταπληκτικό δείπνο με καραβίδες που περιμένουν». Ο Έρνεστ πρόσφερε στον φίλο του μια καρέκλα κι ένα ποτό, μα εκείνος τ’ αρνήθηκε και τα δύο. 30


Όμορφοι Εξόριστοι

«Οι Γκέλχορν είναι από το Σεντ Λούις», του εξήγησε ο Έρνεστ. «Ο σύζυγος της Έντνα ήταν γιατρός εκεί». Η Μάτι τον είχε ήδη γοητεύσει. Του άρεσε που ήταν γυναίκα γιατρού, όπως και η δική του μητέρα αλλά συνάμα δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη δική του, καθώς ήταν ανοιχτή με τον τρόπο που θα έπρεπε να είναι μια γυναίκα, και όχι αυταρχική. Ο Τόμσον μας χαιρέτισε. Ήλπιζε πως το Κι Ουέστ μας άρεσε και ο αδελφός μου τον διαβεβαίωσε πως ναι. «Μα, Έρνεστ, όλοι περιμένουν για το δείπνο», επανέλαβε ο Τόμσον. «Πολύ καλά, πολύ καλά. Φάτε». «Η Πολίν με έστειλε να σε φέρω μαζί μου», επέμεινε ο Τόμσον. «Να μη σε κρατάμε από τους καλεσμένους σου για το δείπνο, Έρνεστ», αντέδρασε η Μάτι. «Φάτε, Τόμσον», ξαναείπε ο Έρνεστ. «Πες στην Πολίν ότι εγώ θα φάω κάτι εδώ, να μην ανησυχεί ότι θα πεθάνω της πείνας. Πες της ότι θα έρθω να σας βρω όλους αργότερα, για ποτά στης Πένια». Κι άφησε τον άνθρωπο να δώσει ραπόρτο στην Πολίν ότι ο άνδρας της ήταν πολύ απασχολημένος πίνοντας ποτά και δεν μπορούσε να παρευρεθεί στο ίδιο του το δείπνο. Ο δε Τόμσον, ελάχιστη αναφορά θα έκανε στη Μάτι και στον αδελφό μου. Θα έδινε έμφαση στην ξανθιά, με τα μακριά πόδια και το μαύρο φόρεμα θαλάσσης, λες κι αυτές οι λεπτομέρειες μπορούσαν να με περιγράψουν με έστω λίγη ακρίβεια.

31


Κι Ουέστ, Φλόριντα Δεκέμβριος 1936

Σ

αν κοριτσάκι ήμουν ψηλή για την ηλικία μου, άχαρη και μισή Εβραία, όταν το να είσαι οτιδήποτε άλλο εκτός από καθαρόαιμος Προτεστάντης και λευκός σαν τον αναθεματισμένο κρίνο της Πασχαλιάς απέβαινε εις βάρος σου. Υπήρχαν και άλλα πράγματα για να αποβούν εις βάρος μου, επίσης. Η μητέρα μου ήταν ξανθιά και γοητευτική, μια γυναίκα που θα μπορούσε να έχει τον οποιονδήποτε κομψευόμενο δανδή, όμως εκείνη επέλεξε έναν ευφυή και άξιο γιατρό, ο οποίος παραήταν Πρώσσος και φαλακρός και αντίθετος με τα καθιερωμένα, κι έτσι δεν ταίριαζε στα γούστα της κοινωνίας του Σεντ Λούις. Η Μάτι, ωστόσο, δεν έτρεφε καμία εκτίμηση γι’ αυτή την κοινωνία. Προτιμούσε έναν άνδρα που δεν θα την έκανε ποτέ να βαρεθεί, και ο μπαμπάς ήταν ακριβώς αυτός. Την αντιμετώπιζε επί ίσοις όροις σε κάθε τομέα –ενώ οι άνδρες δεν το έκαναν αυτό– και συγκέντρωνε στα δείπνα του ανοιχτόμυαλους ανθρώπους από όλες τις φυλές, ενώ έκανε και το αδιανόητο για έναν λευκό· προσκαλούσε μαύρους στο σπίτι του. Ήμασταν επαίσχυντα προοδευτικοί εμείς οι Γκέλχορν. Στα χρόνια πριν καθιερωθεί το δικαίωμα ψήφου, τότε που εγώ ξεκίνησα το σχολείο, οι μητέρες προειδοποιούσαν τις κόρες τους να αποφεύγουν εμένα και την επικίνδυνα ριζοσπαστική σουφραζέτα μητέρα μου, η οποία είχε υπάρξει απολύτως αξιότιμη φίλη τους, μέχρι που άρχισε 32


Όμορφοι Εξόριστοι

να σέρνει τη μικρή της κόρη σε συλλαλητήρια για το δικαίωμα ψήφου, τα οποία οργάνωνε η ίδια – για όνομα του Θεού! Με είχε βρει κι άλλη συμφορά· κάθε δεκαπέντε μέρες με έστελναν σε μαθήματα Χορού, όπου έπαιρναν μέρος και αγόρια και κορίτσια, ενώ εγώ ήμουν η πιο ψηλή και άχαρη. Όχι πως δεν ψήλωσα κι άλλο· φυσικά και ψήλωσα. Όμως και πάλι ήμουν πανύψηλη, πολύ ανεπτυγμένη, ενώ τα αγόρια με τα οποία με έβαζαν να χορεύω δεν ήταν, με αποτέλεσμα τα μάτια τους να καρφώνονται κατευθείαν στα στήθη μου που φούσκωναν. Μικρά αγόρια ήταν κι αυτά, που φαντάζονταν τους εαυτούς τους ακόμη ως παιδιά, δίχως καμία μανία για έρωτες, απ’ αυτήν που είχε ήδη κυριεύσει εμάς τα κορίτσια. Η καλύτερή μου φίλη ήταν στρουμπουλή, απίστευτα κοκκινομάλλα και γεμάτη φακίδες ενώ εγώ ήμουν ψηλή και φλύαρη και έσπευδα αμέσως να γελάσω με τα ίδια μου τα αστεία. Οι γονείς της, όπως και οι δικοί μου, την ανάγκασαν να παρακολουθήσει τα μαθήματα Χορού, με τις μανάδες και τους πατεράδες μας να μας φαντάζονται να χορεύουμε με χάρη φοξ-τροτ με καθωσπρέπει αγόρια, ενώ η ουσία του πράγματος ήταν πως σαράντα κάτι κορίτσια ήταν αναγκασμένα να στέκονται στην άκρη ενός γυμναστηρίου που έζεχνε ιδρώτα και μια ντουζίνα σπυριάρικα αγόρια να έρχονταν να διαλέξουν ανάμεσά μας. Στην αρχή στεκόμασταν όλο προσμονή. Όμως το ένα αγόρι μετά το άλλο μας προσπερνούσε και πήγαινε να διαλέξε κάποιο άλλο κορίτσι με σπυριά, που είχε την καλή τύχη με κάποιον τρόπο να είναι πιο κατάλληλο απ’ όσο θα φανταζόμασταν εμείς τους εαυτούς μας ακόμη και χρόνια αργότερα, όταν το μπόι των αγοριών και το κέφι τους για έρωτες θα συμβάδιζαν με τα δικά μας. Μετά απ’ αυτές τις πρώτες ταπεινωτικές εμπειρίες –που χορεύαμε βαλς χέρι χέρι με κορίτσια που δεν τα είχε διαλέξει κανείς– και με τους γονείς μας να μη λένε να μαλακώσουν, αρχίσαμε να αποτραβιόμαστε προς τα πίσω την ώρα που οι συμμαθήτριές μας πλημμύριζαν το γυμναστήριο, και αποφεύγαμε την οδυνηρή δοκιμασία πηγαίνοντας να κρυφτούμε στο αποδυτήριο. Ολόκληρα απογεύματα περάσαμε μέσα στη δυσωδία των παρατημένων μάλλινων παλτών, κουτσο33


Meg Waite Clayton

μπολεύοντας τα άχαρα αγόρια και τα πιο όμορφα κορίτσια, λες και στην πραγματικότητα δεν θέλαμε εκείνα τα αγόρια να κρατάνε τα δικά μας ιδρωμένα χέρια ή να μας πατάνε και να μας ξενυχιάζουν ή πάλι να κλέβουν φιλιά από μας την ώρα που ο δάσκαλος μάθαινε σε κάποιο άλλο καημένο ζευγάρι τις φιγούρες του βαλς. Κανέναν δεν αγαπούσα περισσότερο απ’ τη μητέρα μου, για κανέναν δεν ένιωθα πιο περήφανη, όμως δεν νομίζω να υπάρχει τίποτα που να σκληραίνει πιο γρήγορα την καρδιά ενός κοριτσιού από το να είναι οχτώ χρόνων και να το αποφεύγουν τα υπόλοιπα κορίτσια στην αίθουσα του φαγητού. Όσο ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια και να είχα, δεν νομίζω πως αρκούν για να αναπληρώσουν το ότι έτρεχα να κρυφτώ σε ένα αποδυτήριο, όταν ήμουν δεκατριών χρόνων και μόλις άρχισα να διαμορφώνω την εικόνα που είχα για τον εαυτό μου, ούτε καν αφότου αντιλήφθηκα πόσο άγουρα και αδιάφορα ήταν εκείνα τα αγόρια, πόσο περισσότερο θα προτιμούσαν να περάσουν τα σαββατιάτικα απογεύματά τους διαβάζοντας κόμικς ή βασανίζοντας βατράχια. Κι έτσι, ακόμα κι όταν έδειχνα στα καλύτερά μου και καμιά φορά μπορεί να έμπαινα μέσα σε έναν χώρο με τα μακριά μου πόδια, τα ξανθά μου μαλλιά και τα γαλάζια μάτια μου και ένιωθα τους άνδρες να με κοιτάζουν, κάποια άλλη ήταν αυτή που θαύμαζαν, κάποια που παρίστανε πως ήταν μια άλλη, κάποια που δεν είχε κρυφτεί ποτέ από τα αγόρια που συναντούσε κάθε δεκαπέντε μέρες ή από τα κορίτσια στην αίθουσα του φαγητού. Ανέκαθεν ήξερα πως μια πιο προσεκτική ματιά αρκούσε για να αποκαλύψει την αποκρουστική αλήθεια: το κάτισχνο πιγούνι μου, τη γαμψή μου μύτη, τα ανύπαρκτα φρύδια μου, τα μαλλιά μου που συνήθως κατσάρωναν από μόνα τους όταν είχε υγρασία για να ξαναπέσουν ολόισια και μονότονα. Ποτέ μου δεν με πέρασα για όμορφη μέχρι που μεγάλωσα και μπορούσα να ανατρέξω σε φωτογραφίες για να δω τι είχα υπάρξει κάποτε, μα δεν ήμουν πια.

Το Κι Ουέστ φάνταζε στα μάτια μου το καλύτερο μέρος που είχα βρει στην Αμερική – ένα καταφύγιο στο οποίο θα μπορούσα να προχωρήσω τη συγγραφή του βιβλίου μου. Υπήρχε η θάλασσα για κολύμπι κι 34


Όμορφοι Εξόριστοι

εκεί γνώρισα έναν νεαρό από τη Σουηδία, λίγο τεμπέλη για να είμαστε ακριβείς, όμως είχε πλάκα. Ερχόταν μαζί μου για μπάνιο τα απογεύματα, ενώ τα βράδια πηγαίναμε για χορό. Έτσι, όταν ο αδελφός μου πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το Σεντ Λούις μαζί με τη Μάτι, με το που τελείωσαν οι διακοπές του από την Ιατρική Σχολή, εγώ νοίκιασα ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Clonial» στην οδό Ντιβάλ για καμιά δυο βδομάδες ακόμη, προκειμένου να γράψω. Την ημέρα που έφυγαν, ο Έρνεστ με προσκάλεσε σε ένα πάρτι με δείπνο στο τεράστιο πέτρινο αρχοντικό όπου έμενε μαζί με την Πολίν στην οδό Γουάιτχεντ. Μου είπε ότι έπρεπε να φτάσω αργά το απόγευμα και θα μου έδειχνε τους κήπους, ενώ παράλληλα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τη συγγραφή χωρίς να κάνουμε τους υπόλοιπους να πλήξουν. Ήταν ξακουστός για τη γενναιοδωρία του απέναντι στους άλλους συγγραφείς, κι αν στον κόσμο τούτο υπήρχε μία συγγραφέας που δεν μπορούσε να δεχτεί λίγη γενναιοδωρία στη ζωή της, δεν νομίζω πως ήθελα να την ξέρω. Προσφάτως είχε αγοράσει μια ψαρόβαρκα, μου το ανέφερε τη στιγμή που καθίσαμε σε έναν πάγκο, στη σκιά που έριχνε το σπιτάκι μέσα στο οποίο πήγαινε κι έγραφε, με μια άσπρη γάτα στην αγκαλιά του, και χρησιμοποίησε το ψάρεμα για να μιλήσει σχετικά με το πώς έγραφε. «Είτε πρόκειται για τις στάλες του νερού πάνω στην πετονιά, καθώς τεντώνεται σαν σκοινί για κρέμασμα είτε για τις σταγόνες που τινάζει το ψάρι όταν χτυπιέται – αυτές είναι λεπτομέρειες που χρειάζεται να ξέρεις. Να θυμάσαι τους θορύβους, το φως, το τι ακριβώς έγινε που σου προκάλεσε έξαψη, θυμό ή φόβο. Έπειτα κάτσε και γράψε τις λεπτομέρειες έτσι ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί ό,τι ακριβώς ένιωσες». Αυτό ακριβώς που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν μια ξαφνική εχθρική διάθεση ανακατεμένη με συμπόνια και κάτι άλλο το οποίο δεν μπορούσα να προσδιορίσω, καθώς παρατηρούσα τα έξι δάχτυλα του ποδιού της άσπρης γάτας. Αυτό το κάτι άλλο είχε να κάνει με τον Έρνεστ και τη στοργή που έδειχνε στη γάτα, σαν να ήταν αυτός ο υπεύθυνος για τη δυσμορφία ή την έβλεπε σαν δική του. Απέστρεψα το βλέμμα μου και αντίκρισα την κορυφή του φάρου του Κι Ουέστ, 35


Meg Waite Clayton

που φαινόταν πάνω από τους φοίνικες, τις μπανανιές και τις ερυθροκαστανιές, τα παγώνια και τα αστεία φλαμίνγκο που περιπλανιούνταν μειλίχια στον θαλασσινό αέρα. Ήξερα τι εννοούσε κι παράλληλα δεν ήξερα κιόλας. Ήθελα να πω: «Ναι, αλλά κοίτα τι καλά που γράφω, ε; Δεν είναι ανάγκη να μου εξηγήσεις το πώς». Ήθελα να τον κατσαδιάσω γι’ αυτό που είχε κάνει στην Πεζοπορία στο Χιόνι, στο οποίο εξευτέλιζε το πρώην φλερτ μου, τον Μπερτράν ντε Ζουβενέλ, έναν Γάλλο δημοσιογράφο που ο Έρνεστ τον είχε γνωρίσει στο Παρίσι και ο οποίος μπορούσε να μιλάει με εννιασύλλαβες λέξεις. Ο ίδιος ο Έρνεστ δεν τα πήγαινε καλά με τις μεγάλες λέξεις, οπότε ίσως να μην μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον Μπερτράν πάνω στην κουβέντα. Ωστόσο, το μόνο που έκανα ήταν να απλώσω το χέρι μου και να αγγίξω το περίσσιο μικρό δαχτυλάκι της γάτας. Ήμουν σίγουρη ότι αν άφηνα τον Έρνεστ να μιλάει θα έφτανε ακόμα και σε όσα δεν γνώριζα ή σε πράγματα, όπως η συζήτηση για τα ψάρια, τα οποία στην ουσία δεν ήξερα καλά, και θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω πιο επιδέξια τη γνώση εκεί όπου θα τη συναντούσα καθώς θα έγραφα. «Μην ξεχνάς τον καιρό στα βιβλία σου», συνέχισε. «Ο καιρός είναι τρομερά σημαντικό πράγμα». «Ο καιρός είναι ζεστός και πνιγηρός». Σχολίασα, σπρώχνοντας τα μαλλιά μου –που ήταν ακόμα νωπά από το απογευματινό μου μπάνιο στη θάλασσα με τον Σουηδό– προς τα πίσω για να μην πέφτουν στο μέτωπό μου. «Πνιγηρός; Μόνο αν είσαι δυστυχισμένη, Μάρτι, και πώς γίνεται να είσαι δυστυχισμένη όταν περνάς τα απογεύματά σου κάνοντας μπάνιο στη θάλασσα και τα βράδια χορεύοντας; Μια χορεύτρια όπως εσύ θα έπρεπε να βρίσκει αυτό τον καιρό “φλογερό”». «Περνάω τα βράδια μου χορεύοντας;» Έμεινα στη φράση αυτή κι αναρωτήθηκα πόσα μπορεί να ήξερε ο Έρνεστ για τον Σουηδό. «Το Κι Ουέστ αποκαλύπτει τα μυστικά του πιο εύκολα απ’ όσο φαντάζεσαι». Γέλασα και απάντησα: 36


Όμορφοι Εξόριστοι

«Τότε, ίσως η λέξη που ψάχνω να είναι “ομιχλώδης”, Έρνεστ. Δημιουργεί το σκηνικό για κάποιο υπέροχο έγκλημα πάθους». «Ο έρωτας είναι ένα πρώτης τάξεως θέμα για έναν συγγραφέα, όπως και ο φόνος. Αλλά βάλε τον έρωτα και τον φόνο να διαδραματίζονται με φόντο τον πόλεμο. Μια μέρα πολέμου προσφέρει περισσότερη δράση και συναίσθημα απ’ όσο μια ολόκληρη ζωή σε καιρό ειρήνης».

Ως το τέλος της εβδομάδας ο Έρνεστ μου είχε κολλήσει το παρατσούκλι «Γοργόνα», γιατί κατέφτανα στις απογευματιάτικες συναντήσεις μας με τα μαλλιά μου μονίμως βρεγμένα απ’ το κολύμπι. Μου έδωσε το χειρόγραφο από το μυθιστόρημά του με εκείνο τον τύπο που μετέφερε λαθραία από την Κούβα για να το διαβάσω – ένα θέμα για μελέτη σχεδόν τόσο προκλητικό για μένα όσο φανταζόμουν ότι θα ήταν και ο πόλεμος. «Ένα σύγχρονο Πόλεμος και Ειρήνη, αυτό θα είναι όταν θα το τελειώσω», σχολίασε. Ο αρχισυντάκτης και συνιδρυτής του Esquire του είχε προτείνει να φτιάξει το μυθιστόρημα χρησιμοποιώντας δύο από τα διηγήματά του. «Κι Ουέστ και Κούβα», αποκρίθηκε ο Έρνεστ. «Πλούσιοι και φτωχοί. Λαθρεμπόριο, διαφθορά και σεξ. Αυτά είναι που θα με ξαναφέρουν εκεί όπου ανήκω». Η καυχησιολογία του αυτή κάτι έκρυβε: Όταν ένας άνθρωπος κομπάζει έτσι, τις περισσότερες φορές αυτόν που προσπαθεί να πείσει είναι τον ίδιο του τον εαυτό και, ασφαλώς, το Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά ήταν ένα τρομερό βιβλίο, και το Αποχαιρετισμός στα Όπλα ίσως ακόμη καλύτερο, αλλά τι είχε γράψει από το 1929 και μετά; Τρία βιβλία που δεν άρεσαν και πολύ στους κριτικούς, που είχαν μεν πουλήσει περισσότερο από το δικό μου πρώτο μυθιστόρημα, εντούτοις όχι και πάρα πολύ. Η αλήθεια ήταν πως ενώ ο τρόπος γραφής του Έρνεστ με έκανε να λιποθυμώ, καμιά φορά οι ιστορίες του με απογοήτευαν· οι ηρωίδες του, πολύ συχνά, ήταν απίστευτα εκνευριστικές πουριτανές. Και σ’ 37


Meg Waite Clayton

αυτό το καινούργιο του μυθιστόρημα υπήρχαν βλακείες –κάτι φανφαρόνοι ηλίθιοι ήρωες σαν αυτούς που είχαν καταστρέψει τη συλλογή διηγημάτων του που έβγαλε το 1933, το Ο Νικητής Δεν Παίρνει Τίποτα– και μπόλικες μάλιστα. Τον φίλο του, τον συγγραφέα Τζον Ντος Πάσος, τον είχε μεταμορφώσει σε έναν αλκοολικό γυναικά, τον δε Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ –ο οποίος είχε πάρει τον Έρνεστ υπό την προστασία του, όταν ο Σκοτ ήταν ήδη απίστευτα διάσημος ενώ ο Έρνεστ δεν ήταν απολύτως τίποτα– τον είχε πλάσει ακόμα χειρότερο. Κι εκεί όπου η ιστορία θα έπρεπε να είναι σφιχτοδεμένη, η πλοκή ξέφευγε προς πάσα κατεύθυνση. Ωστόσο, ο τρόπος της γραφής του Έρνεστ –ποιητικός, με ροή– ήταν πάντα εκεί, κι αυτό ήταν δύσκολο να το ξεχάσει κανείς. Αφότου είχες διαβάσει Χέμινγουεϊ, ήθελες δεν ήθελες το γράψιμό σου ήταν αλλιώτικο. Οι διάλογοί του σε τούτο το καινούργιο του βιβλίο μου προκάλεσαν τρομερό δέος, και το τόνισα αυτό, το εκθείασα. Εκείνος απάντησε: «Οι αναθεματισμένοι οι κριτικοί με θέλουν μαζορέτα για τους Ρεντ, όμως, διάολε, τούτη εδώ είναι απλώς μια μικρή γωνίτσα στον κόσμο για να έχει ο Ντος Πάσος να σταθεί». «Πώς σκοπεύεις να τελειώσει το βιβλίο;» ρώτησα. «Ο ήρωάς μου θα σκοτωθεί από πυροβολισμούς που θα πέσουν σε μια ληστεία τράπεζας, ωστόσο ακόμη ψάχνω να βρω εκείνο το γνωστό θαύμα για το τέλος». «Το “γνωστό θαύμα”;» «Δεν γίνεται να ολοκληρώσεις ένα βιβλίο με τίποτ’ άλλο εκτός από ένα θαύμα, ρε κορόιδο». Κορόιδο; Κι όμως, το είχε πει με τόση τρυφερότητα, σαν να ήταν τίτλος τιμής. «Και δηλαδή, ποιανού καλού κυρίου νομίζεις πως είμαι το κορόιδο, Χέμινγουεϊ;» αντέδρασα. «Ε, καλά, εκείνος ο τύπος που σε τριγυρίζει στην παραλία φαίνεται να νομίζει πως είσαι το κορόιδό του, έτσι δεν είναι;» Ισχυρίστηκε και επανέλαβε το παρωνύμιο που δεν μου φαινόταν χειρότερο από το «Γοργόνα», κι εδώ που τα λέμε κι εγώ έδινα στους φίλους μου και στην οικογένειά μου παρατσούκλια τα οποία δεν ήταν 38


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.