ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΙ
Στο παρόν –ανανεωμένο σε έκταση και μέγεθος– τεύχος οι αναγνώστες βλέπουν να παρελαύνουν μορφές που στο μαζικό υποσυνείδητο προκαλούν τρόμο και απέχθεια. Αυτό φυσικά ισχύει όταν, για παράδειγμα, κάποιος διαβάζει για τη δράση και το έργο προσώπων όπως ο Αλ Καπόνε, ο Μαυρογένης και ο Οσάμα Μπιν Λάντεν. Μέσα από αυτή την παρέλαση των σημαντικότερων εγκληματιών προκύπτουν ποικίλες επισημάνσεις διαχρονικού χαρακτήρα. Αρχικά, γίνεται σαφές πως η εγκληματική δράση είναι συχνά πλουσιότερη από κάθε ανάλογου θέματος έμπνευση, γραπτή και εικονογραφική, ενός δημιουργού. Λόγου χάρη, όσο τρόμο κι αν προκαλεί η Φραγκογιαννού της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, η δράση της υπολείπεται σε μέγεθος αυτής της Αμέλια Ντάιερ. Ο Ρασκόλνικοφ στο Έγκλημα και Τιμωρία σε καμία περίπτωση δεν φτάνει το εύρος της εγκληματικής δράσης της Μπελ Γκάνες ή του Μαρσέλ Πετιό. Κανένας από αυτούς τους δύο δεν διακρίνεται από τα αισθήματα μετάνοιας και τύψης που διακατείχαν τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι. Η φαντασία των κινηματογραφικών παραγωγών –ιδίως των σεναριογράφων– δεν έφτασε ποτέ να αποτυπώσει το μέγεθος
ενός εγκληματικού σχεδίου όπως αυτό που σχεδίασε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν τον Σεπτέμβριο του 2001. Οι ιστορίες των σημαντικότερων εγκληματικών μορφών επαναφέρουν πάντοτε στο προσκήνιο τη βαθύτερη φιλοσοφική συζήτηση για τη μορφή του κακού. Αναζητείται ασυναίσθητα κατά πόσο το κακό ενυπάρχει από τη φύση του μέσα στην ανθρώπινη ψυχή ή είναι απόρροια συγκυριών κοινωνικών και έλλειψης μόρφωσης. Επανέρχονται στη μνήμη το «ουδείς εκών κακός» του Πλάτωνα στον Πρωταγόρα, τον Τίμαιο και την Πολιτεία, η μορφή του Εωσφόρου του Χριστιανισμού, αλλά και οι απόψεις του Καντ, όπου το κακό ταυτίζεται με την έλλειψη όχι γνώσης αλλά βούλησης του ανθρώπου. Από τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, η τελευταία επισήμανση συνδέεται με τη δημοφιλία των μορφών. Η αναγνωρισιμότητα που απολαμβάνουν οι πρωταγωνιστές του τεύχους οφείλεται σε κάποιες περιπτώσεις, όπως της Μπάθορι ή του Ζιλ ντε Ρε, σε ιδιοτελή κίνητρα. Αυτό θα το ανακαλύψουν οι αναγνώστες του τεύχους. Ωστόσο, η λεπτομερής καταγραφή της δράσης τους από τα ΜΜΕ συνδέεται αναμφίβολα με τα όσα ορίζει για την τραγωδία ο Αριστοτέλης, καθώς εμπεριέχει το στοιχείο της κάθαρσης, αν και δεν έχει τον προσδοκώμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ευρύτερη συζήτηση. Καλή Ανάγνωση Χρυσόστομος Μπομπαρίδης Ιστορικός – Τμήμα Αρχαίας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Σιένας
Αυγούστου 1888. Το Ιστ Εντ του Λονδίνου είναι συνηθισμένο στη βία και στους φόνους, αλλά στην Μπακς Ρόου κείτεται ένα πτώμα διαμελισμένο σε τέτοιο βαθμό που μπροστά του ωχριά ακόμα και η αθλιότερη φήμη εξαχρείωσης του Ουάιτσαπελ. Με κομμένο λαιμό και πετσοκομμένη κοιλιά, η Μαίρη Αν Νίκολς, γνωστή στους φίλους της σαν Πόλι, είναι το πρώτο ανυποψίαστο θύμα του πιο διαβόητου κατά συρροή δολοφόνου της σύγχρονης εποχής. Η Πόλι Νίκολς θεωρείται το πρώτο θύμα του Αντεροβγάλτη και το προφίλ της μοιάζει
Την
για
φορά στο πανδοχείο Φράιν Παν πριν ξαναβγεί στη νύχτα – λίγα λεπτά αργότερα το πτώμα της ανακαλύπτεται στην Μπακς Ρόου. Ο λαιμός της είναι κομμένος και η κοιλιά της πετσοκομμένη. Όπως θα διαπιστωθεί αργότερα στο νεκροτομείο, τα σπλάχνα έχουν αφαιρεθεί από το σώμα της Πόλι Νίκολς. Πριν ακόμα κυριαρχήσει ο τρόμος του Αντεροβγάλτη, το Ιστ Εντ ήταν εστία βίας, ιδίως σε βάρος των γυναικών. Το 1888 έχουν ήδη δολοφονηθεί δύο γυναίκες που εργάζονταν σαν πόρνες, αν και αργότερα η αστυνομία θα τις αποκλείσει από τις αποκαλούμενες ορθόδοξες δολοφονίες – τους πέντε φόνους
της περιοχής. Παρόλο που θυμίζει περισσότερο τραπεζικό υπάλληλο ή δικηγόρο, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Άμπερλαϊν είναι ο πιο κατάλληλος για τη δουλειά – θεωρείται δίκαιος και σχολαστικός. Αν και όλο και περισσότεροι ντετέκτιβ και αστυνομικοί κλάδοι εμπλέκονται στην έρευνα των φόνων, ο Άμπερλαϊν γίνεται ο πιο αναγνωρίσιμος αστυνομικός, διεξάγοντας ανακρίσεις, εξετάζοντας δεκάδες ταυτότητες και ακούγοντας μαρτυρίες από πρώτο χέρι. Πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι της Σκότλαντ Γιαρντ θα συντάξουν τις θεωρίες τους βασισμένοι στις εκθέσεις του Άμπερλαϊν. Ωστόσο, το έργο της αστυνομίας είναι πολύ δύσκολο. Το επάγγελμα των θυμάτων βοηθά αθέλητα τον Αντεροβγάλτη. Τον οδηγούν σε σκοτεινά μέρη όπου μπορεί να δράσει ανενόχλητος: ο τέλειος τρόπος για τη διάπραξη φόνου μέσα στην κοσμοπλημμύρα του Ουάιτσαπελ. Με πληθυσμό 90.000 ανθρώπων που συνωστίζονται σε λιγότερο από 2,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα και με 1.200 γυναίκες που ανά πάσα στιγμή εργάζονται σαν πόρνες, η αστυνόμευση του Ουάιτσαπελ είναι σχεδόν αδύνατη. Γίνεται μάλιστα ακόμα δυσκο λότερη εξαιτίας των βικτοριανών μεθόδων αστυνόμευσης που υπαγορεύουν ότι οι αστυνομικοί που περιπολούν πρέπει να επιστρέφουν εγκαίρως από τους γύρους τους και να «χτυπούν κάρτα», ειδάλλως περιστέλλεται ο μισθός τους: είναι ένας ιδεαλιστικός κανονισμός που οδηγεί ορισμένους αστυφύλακες να κάνουν τα στραβά μάτια σε ένα έγκλημα προκειμένου να επιστρέψουν στην ώρα τους. Στις
19 Σεπτεμβρίου, ο Άμπερλαϊν καταλήγει αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι «επί του παρόντος δεν προκύπτει το παραμικρό στοιχείο». Μία εβδομάδα μετά τη δολοφονία της Νίκολς, ο Αντεροβγάλτης ξαναχτυπά. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1888, το πτώμα της Άνι Τσάπμαν ανακαλύπτεται στην αυλή ενός σπιτιού στην οδό Χάνμπερι. Ο λαιμός της είναι κομμένος, αλλά ο διαμελισμός είναι ακόμα πιο φρικιαστικός. Το σώμα της Τσάπμαν έχει ξεκοιλιαστεί και τα έντερά της είναι τυλιγμένα γύρω από τον ώμο της. Μέρος από τη μήτρα της έχει αφαιρεθεί. Δίπλα στα πενιχρά υπάρχοντά της βρίσκεται μια πέτσινη ποδιά. Οι εφημερίδες πιάνονται αμέσως από τις δύο δολοφονίες –πολλές από τις κίτρινες φυλλάδες της εποχής θα κάνουν δυο εκδόσεις που διανέμονται στους δρόμους από παιδιά που φωνάζουν «αποτρόπαιη δολοφονία!»– και η πέτσινη ποδιά αντιμετωπίζεται από τον Τύπο ως σημαντικό στοιχείο. Σύμφωνα με αναφορές, λίγο πριν από τη δολοφονία της είδαν την Τσάπμαν με τον Τζον Πίζερ, έναν άνδρα γνωστό σαν «Πέτσινη Ποδιά». Παλιότερα ο Πίζερ είχε επιτεθεί σε έναν άνδρα με μαχαίρι, ενώ το προηγούμενο καλοκαίρι είχε βιαιοπραγήσει σε βάρος μιας πόρνης, περιστατικά που δεν βοηθούν καθόλου την υπόθεσή του. Επιπλέον, εξαιτίας της καχυποψίας σε βάρος των Εβραίων στο Ιστ Εντ και δεδομένου ότι ο Πίζερ είναι Εβραίος, ο Τύπος ξεσπά σε μια αντισημιτική υστερία. Σύμφωνα με την περιγραφή του The Εast London Observer, ο Πίζερ «έχει αντιπαθητικό πρόσωπο εξαιτίας των μακριών γκρίζων μαλλιών του και λεπτά χείλη που σχηματίζουν μια αποκρουστική σαρδόνια έκφραση». Σύντομα πάντως ο Πίζερ απαλλάσσεται όταν διαπιστώνεται ότι έχει άλλοθι και για τους δύο φόνους. Στην πορεία της έρευνας, που επικεντρώνεται κυρίως σε σφαγείς, χασάπηδες και σε όσους ασχολούνταν με το ιατρικό επάγγελμα λόγω της αρχικής εντύπωσης ότι ο δολοφόνος πρέπει να έχει γνώσεις ανατομίας, ανακρίθηκαν πάνω από 2.000 άτομα. Οι χιλιάδες κατηγορίες
σε άνδρες έναν μικρό μισθό για να περιπολούν στους δρόμους από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο Άμπερλαϊν προσπαθεί να βρει κάποια άκρη χωρίς να διαθέτει τα βασικότερα ιατροδικαστικά εργαλεία που οι πολέμιοι του εγκλήματος θα θεωρούσαν δεδομένα τον 20ό αιώνα – τα αποτυπώματα δεν χρησιμοποιούνται και η λήψη φωτογραφιών περιορίζεται από τις δυσκίνητες και πανάκριβες συσκευές. Οι αστυνομικοί οργώνουν τους δρόμους μέχρι τα ξημερώματα ψάχνοντας για στοιχεία και συχνά δίνουν λίγα χρήματα σε δυστυχείς προκειμένου να διανυκτερεύουν κάπου και να μην κοιμούνται στον δρόμο. Σε κάποιο σημείο ο Κλάδος Η έχει να ξεψαχνίσει 1.600 αναφορές και το άγχος κοντεύει να διαλύσει τον Άμπερλαϊν. Η αστυνομία δέχεται καταιγισμό επιστολών –οι περισσότερες σίγουρα ψεύτικες– και πληροφορίες που δεν εμπιστεύεται. Ωστόσο, από καταθέσεις επικαλούμενων μαρτύρων σχεδιάζονται προφίλ τα οποία, αντίθετα με την εξιδανικευμένη εικόνα του Αντεροβγάλτη, παραπέμπουν σε έναν λευκό άνδρα γύρω στα είκοσι ή τα τριάντα με μουστάκι, που είναι ντυμένος με ελεεινά ρούχα ή σαν έμπορος ή ναυτικός. Το εγκληματικό προφίλ που σχεδιάζει ο γιατρός της αστυνομίας δρ. Τόμας Μποντ παραπέμπει σε έναν ήσυχο, εκκεντρικό άνδρα χωρίς γνώσεις ανατομίας, που είναι σεξομανής δολοφόνος: «Ο δολοφόνος πρέπει να είναι ένας αρκετά δυνατός άνδρας, πολύ ψύχραιμος και παράτολμος. Όλα τα στοιχεία δηλώνουν ότι δρα μόνος. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι ένας άνδρας που διακατέχεται από περιοδικές κρίσεις
Φράνσις Τάμπλετι
Επάγγελμα Βοτανολόγος, απατεώνας Ήταν αυτός ο Αντεροβγάλτης;
O Τάμπλετι, ένας τσαρλατάνος που παρίστανε τον γιατρό, υποτίθεται ότι φυλούσε αναπαραγωγικά όργανα μέσα σε βάζα και λέγεται ότι ήταν πολύ φανταχτερός και, ως εκ τούτου, ομοφυλόφιλος. Αν και αυτά τα ανεπαρκή στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να στηριχτούν κατηγορίες σε βάρος του, ο ακραίος μισογυνισμός και η εγκληματική συμπεριφορά του Τάμπλετι οδήγησαν έναν αστυνομικό ερευνητή να τον κατονομάσει ως τον πιθανότερο ύποπτο, ενώ ένας ειδικός γραφολόγος θεώρησε ότι ο γραφικός του χαρακτήρας είχε κάποια ομοιότητα με τις επιστολές του Αντεροβγάλτη.
κόλαση, ο Άλαν Μουρ υπαινίσσεται ότι ο Γκαλ ήταν ο Αντεροβγάλτης που εξολόθρευσε μια ομάδα γυναικών, οι οποίες είχαν πληροφορίες για έναν νόθο καθολικό διάδοχο, γιο του πρίγκιπα Αλβέρτου Βίκτορα. Ο γιατρός της βασίλισσας, τον οποίο υποδύθηκε θαυμάσια ο Ίαν Χολμ σε μια κινηματογραφική μεταφορά, περιγράφεται είτε σαν ένας εργατικός αλλά παράφρονας επαγγελματίας είτε
ανθρωποκτόνου και ερωτικής μανίας. Ο τρόπος των ακρωτηριασμών δηλώνει ότι ο άνδρας μπορεί να πάσχει από μια σεξουαλική πάθηση που ονομάζεται σατυρίαση». Στη βικτοριανή εποχή επικρατεί μεγάλη σεξουαλική δυσλειτουργία και πολλοί που καταλήγουν σε άσυλα φρενοβλαβών διαπράττουν πράγματα που σήμερα θεωρούνται συνηθισμένα. Ωστόσο, μολονότι τα θύματα του Αντεροβγάλτη δεν φέρουν σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πίσω από τους φόνους κρύβεται ένα σεξουαλικό στοιχείο, εξαιτίας του τρόπου τοποθέτησης των πτωμάτων και του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων που τα περισσότερα έχουν υποστεί. Ο Άμπερλαϊν υποψιάζεται τον Τζέικομπ Ίζενζμιντ και κάποια στιγμή τον χαρακτηρίζει ως τον πιθανότερο ύποπτο, όχι μια σημαντική εξέλιξη, καθώς έχει εκδηλώσει κρίσεις φρενοβλάβειας και είναι γνωστός ως ο «Τρελογούρουνος Χασάπης». Συνελήφθη στις 12 Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια κλείστηκε σε άσυλο. Περνούν αρκετές εβδομάδες από τον θάνατο της Τσάπμαν και η υστερία φαίνεται να καταλαγιάζει. Κι εκεί που το Ιστ Εντ πιστεύει ότι τα χειρότερα έχουν περάσει, τα ξημερώματα της 30ης Σεπτεμβρίου συγκλονίζεται από ένα διπλό φονικό. Όπως η Νίκολς και η Τσάπμαν, η Λιζ Στράιντ –γνωστή στους φίλους της σαν Ψηλή Λιζ– εργάζεται σαν πόρνη, αλλά παλιότερα είχε ένα καφενείο με τον άντρα της, που είχε πεθάνει το 1884. Εκείνη την εποχή η Στράιντ εργάζεται σαν παραδουλεύτρα και κερδίζει μερικά χρήματα με το ράψιμο, ενώ κατά καιρούς παίρνει χρήματα από τον περιστασιακό συνεταίρο της, Μάικλ Κίντνεϊ. Λίγες μέρες πριν από τη δολοφονία της, ο δρ. Τόμας Μπάρναρντο, ο οποίος το 1870 είχε ανοίξει τα πρώτα φιλανθρωπικά ιδρύματα για τη φροντίδα άπορων παιδιών, ισχυρίζεται ότι είδε τη Στράιντ σε ένα οι-
κοτροφείο κάπου στο Ουάιτσαπελ μαζί με μερικές γυναίκες που κατά τη γνώμη του σύντομα μπορεί να γίνονταν θύματα του Αντεροβγάλτη. Στις 30 Σεπτεμβρίου η Στράιντ βρίσκεται με κομμένο λαιμό στην οδό Μπέρνερ. Από τις ορθόδοξες πέντε, η δολοφονία της Στράιντ αμφισβητείται περισσότερο, καθώς δεν ακρωτηριάστηκε όπως οι άλλες, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι κάτι διέκοψε τον δολοφόνο λίγο μετά τον φόνο της ή ακόμα και ότι δεν την είχε δολοφονήσε ο Αντεροβγάλτης αλλά κάποιος άλλος, ίσως ένας επίδοξος μιμητής. Η θεωρία αυτή γίνεται πιο αξιόπιστη όταν 45 λεπτά αργότερα ανακαλύπτεται το πτώμα της Κάθι Έντοους στην πλατεία Μάιτρ. Η δολοφονία της Στράιντ είναι σημαντική επειδή υπάρχει η πειστική περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα, του Άισραελ Σβαρτς. Η περιγραφή του υποδηλώνει ότι είδε τον Αντεροβγάλτη να επιτίθεται στη Στράιντ πριν αντιληφθεί ότι τον έβλεπαν, φωνάζοντας «Λίπσκι!» προτού ο Σβαρτς το βάλει στα πόδια. Η αστυνομία υποθέτει ότι αυτή
του Σβαρτς. Η θεωρία αυτή οδηγεί αρχικά την αστυνομία να συμπεράνει ότι οι ύποπτοί τους είναι Εβραίοι. Ωστόσο, η γνώμη του Άμπερλαϊν είναι ότι ο όρος απευθυνόταν υποτιμητικά στον Σβαρτς λόγω των εβραϊκών χαρακτηριστικών του. Χάρις στο κύρος που έχει ο Άμπερλαϊν στην έρευνα, η γνώμη του λαμβάνεται υπόψη ασυζητητί και έτσι καταρρίπτεται η θεωρία ότι ο Αντεροβγάλτης είναι Εβραίος και ότι συνεργάζεται με Εβραίους. Δεν είναι γνωστό αν η Έντοους δουλεύει κανονικά σαν πόρνη και αν την εποχή του θανάτου της έχει κάποιο δεσμό. Ωστόσο, είναι πολύ πιωμένη και τη νύχτα του θανάτου της την οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα του Μπίσοπσγκεϊτ και την κλειδώνουν σε ένα κελί μέχρι να ξεμεθύσει. Την αφήνουν γύρω στη μία τα ξημερώματα και αρχίζει να περπατάει αντίθετα από εκεί που βρίσκεται
– σε λιγότερο από μία ώρα θα είναι νεκρή. Αντίθετα από τη Στράιντ, το πτώμα της Έντοους έχει υποστεί φριχτό ακρωτηριασμό. Αφού της κόβει τον λαιμό, ο δολοφόνος ξεκοιλιάζει το δύστυχο θύμα του, αφαιρώντας κομμάτια από τα νεφρά και τη μήτρα. Της αφαιρεί τα μάτια και κόβει την άκρη της μύτης της και τον λοβό του ενός αυτιού. Η αφαίρεση των νεφρών
εβδομάδα από ανθρώπους που υποδεικνύουν πιθανούς ενόχους. Και σαν να μη φτάνει αυτό, οι εφημερίδες υποστηρίζουν ότι στα γραφεία τους έχουν σταλεί πολλές επιστολές, που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον ίδιο τον Αντεροβγάλτη. Από τις επιστολές αυτές μόνο μία μπορεί να θεωρηθεί γνήσια. Στέλνεται στον Τζορτζ Λασκ, τον επικεφαλής της Επιτροπής Επαγρύπνησης του Ουάιτσαπελ, και περιέχει ένα κομμάτι από νεφρό που υποτίθεται ότι ανήκε στην Έντοους. Η επιστολή κρίνεται σημαντική επειδή υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το νεφρό φέρει σημάδια της Νόσου του Μπράιτ, από την οποία είναι γνωστόν ότι υπέφερε η Έντοους. Ο συντάκτης της επιστολής –που αναφέρει ότι έχει σταλεί «Από την Κόλαση»– υποστηρίζει ότι έχει φάει το υπόλοιπο μισό νεφρό και απειλεί ότι θα στείλει στον Λασκ το ματωμένο μαχαίρι του φόνου. Από τις πολλές επιστολές που στέλνονται στην αστυνομία, μόνο δύο θεωρούνται κάπως αξιόπιστες. Η πρώτη στέλνεται στο Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 25 Σεπτεμβρίου και απευθύνεται στο «Αγαπητό Αφεντικό». Υπογράφεται «Τζακ ο Αντεροβγάλτης» – η πρώτη που χρησιμοποιεί αυτό το παρατσούκλι. Απειλεί να στείλει στην αστυνομία τα αυτιά του επόμενου θύματος, αλλά ενώ το αυτί της Έντοους έχει κοπεί, ο παθολόγος υποθέτει πως αυτό ήταν συμπτωματικό με το κόψιμο του λαιμού της από τον Αντεροβγάλτη. Η επόμενη παραλαμβάνεται την 1η Οκτωβρίου και υπογράφεται από τον «Τσαχπίνη Τζάκι», παραπέμποντας στο «διπλό περιστατικό» των φόνων των Στράιντ και Έντοους. Αν και αρχικά θεωρείται αξιόπιστη λόγω της προφανούς προαναγγελίας των φόνων, η κάρτα έχει σφραγιστεί από το ταχυδρομείο μετά το περιστατικό. Και οι δύο θεωρούνται φάρσες γραμμένες μετά το περιστατικό και η αστυνομία υποψιάζεται ακόμα και κάποιους ασυνείδητους δημοσιογράφους που επιθυμούν διακαώς να κρατήσουν την ιστορία στην επικαιρότητα. Η αστυνομία τοποθετεί αστυφύλακες με πολιτικά ανάμεσα στους ντόπιους του Ουάιτσαπελ και αντίγραφα επιστολών που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον Αντεροβγάλτη
φονία, με αυξημένη αστυνομική παρουσία και κόσμο να επαγρυπνά στους δρόμους του Ουάιτσαπελ. Αντίθετα από τα άλλα θύματα, που όλα ήταν γύρω στα σαράντα, η Μαίρη Τζέιν Κέλι είναι 25 χρονών και νοικιάζει δικό της δωμάτιο. Δουλεύει σαν πόρνη και της αρέσει το ποτό, αφού κατέληξε στο Λονδίνο μέσω Ιρλανδίας και Ουαλίας, σύμφωνα με διάφορες αναφορές. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου, ο σπιτονοικοκύρης της Κέλι στέλνει έναν υπηρέτη να εισπράξει τα ενοίκια έξι μηνών που χρωστάει. Στο διαμέρισμά της βρίσκει μόνο το πτώμα της Κέλι, αγνώριστο και φριχτά ξεκοιλιασμένο. Στη φωτιά υπάρχει μια χύτρα και η συγκόλληση όπου ήταν ακουμπισμένη έχει λιώσει. Ο Άμπερλαϊν εικάζει ότι ο δολοφόνος έκαψε τα ρούχα της Κέλι –τα οποία λείπουν– για να έχει περισσότερο φως ώστε να εκτελέσει το μακάβριο έργο του. Ο διαμελισμός είναι τόσο διεξοδικός ώστε ο δρ. Μποντ πιστεύει ότι ο δολοφόνος θα πρέπει να εργάστηκε για δύο τουλάχιστον ώρες. Τα όργανα της Κέλι έχουν αφαιρεθεί από το στήθος και την κοιλιακή χώρα, το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο και η καρδιά της λείπει. Η κτηνώδης δολοφονία αναζωπυρώνει τον φόβο στο Ουάιτσαπελ κι έτσι η Σκότλαντ Γιαρντ ανακοινώνει ότι θα απαλλάξει οποιονδήποτε προσκομίσει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη του Αντεροβγάλτη. Ωστόσο, στο αποκορύφωμα της διαβόητης φήμης του, ο Αντεροβγάλτης εξαφανίζεται. Η βασιλεία του τρόμου του πάνω από το Ιστ Εντ τελειώνει το ίδιο ξαφνικά όπως είχε αρχίσει. Παρόλο που το 1889 και το 1891 διαπράχθηκαν παρόμοιοι φόνοι, δεν αποδίδονται στον ίδιο άνδρα. Οι έρευνες σιγά σιγά εξασθενούν, αλλά ο Αντεροβγάλτης ζει στη συνείδηση του κοινού. Οι φόνοι του Ουάιτσαπελ κινητοποιούν τους πολιτικούς να αναλάβουν δράση για τη μείωση της επικινδυνότητας των φτωχογειτονιών του Ιστ Εντ και τις επόμενες δεκαετίες πολλές εκκενώνονται. Ο Άμπερλαϊν επιστρέφει στη Σκότλαντ Γιαρντ, προάγεται σε επικεφαλής επιθεωρητής και συνταξιοδοτείται
Άμπερλαϊν
να αντιμετωπίσει κι ένα άλλο πρόβλημα – το κλίμα φόβου και υστερίας τρέφει την ξενοφοβία, που βρίσκει διέξοδο στην καταδίωξη του ντόπιου εβραϊκού στοιχείου. Κοντά στο μέρος που βρέθηκε η Έντοους βρίσκεται ένα μήνυμα σκαλισμένο στον τοίχο που αφήνει υπόνοιες ότι υπεύθυνοι για τους φόνους είναι οι Εβραίοι. Έχουν περάσει πέντε εβδομάδες χωρίς άλλη δολο-
στεύουν ότι μόνο η φυλάκιση, η μετακόμιση από το Ουάιτσαπελ ή ο θάνατος θα εμπόδιζαν τη δολοφονική δράση του. Καθώς η ροπή του προς τον φόνο ήταν ψυχαναγκαστική, θα ήταν αδύνατον να αντισταθεί αν είχε παραμείνει ελεύθερος στην περιοχή. Το 1894, ο αρχηγός της Μητροπολιτικής Αστυνομίας Μέλβιλ Μακνάτεν δημοσιεύει μια έκθεση κατονομάζοντας τρεις υπόπτους –τον Τζον Ντρούιτ, τον Άαρον Κοσμίνσκι και τον Μάικλ Όστρογκ– ως πιθανούς υποψήφιους. Εντούτοις, η έκθεση περιέχει αντικειμενικές ανακρίβειες, ενώ την εποχή των φόνων ο Όστρογκ πιθανώς βρισκόταν φυλακισμένος στη Γαλλία. Η έκθεση του Μακνάτεν είναι ενδεικτική της έλλειψης τεκμηριωμένων στοιχείων πίσω από πολλές κατηγορίες σε βάρος του Αντεροβγάλτη. Όσο για τον άνθρωπο που εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος της έρευνας, ο αγαπημένος υποψήφιος του Άμπερλαϊν ήταν ο Σιούριν Αντόνοβιτς Κλοσόφσκι, γνωστός και ως Τζορτζ Τσάπμαν, ένας Πολωνός μετανάστης που απαγχονίστηκε το 1903 για τη δολοφονία τριών ερωμένων του. Ο Τσάπμαν εργαζόταν σαν χασάπης, είχε χαρακτηριστεί παράφρων και κυκλοφορούσε με μαχαίρι. Ζούσε κοντά στην τοποθεσία του πρώτου φόνου, το σωματικό του προφίλ έμοιαζε με τις περιγραφές των μαρτύρων και ήταν μισογύνης. «Έχω την αίσθηση ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που πασχίσαμε τόσο σκληρά να συλλάβουμε πριν από δεκαπέντε χρόνια», δήλωσε ο διώκτης του Αντεροβγάλτη σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην Pall Mall Gazette το 1903. Όπως επισήμανε ο Άμπερλαϊν, η ημερομηνία της άφιξης του Τσάπμαν στην Αγγλία συνέπεσε με την αρχή των κατά συρροή δολοφονιών στο Ουάιτσαπελ και οι φόνοι του Αντεροβγάλτη σταμάτησαν όταν ο Τσάπμαν έφυγε για την Αμερική, όπου αργότερα δικάστηκε και απαγχονίστηκε για τη δολοφονία των ερωμένων του. Ο Τσάπμαν είχε σπουδάσει ιατρική και χειρουργική στη Ρωσία – οδηγώντας τον Άμπερλαϊν να δηλώσει ότι μερικοί από τους φόνους του Αντεροβγάλτη ήταν
έργο ειδικευμένου χειρουργού. Ο επιθεωρητής
του συζύγου της, τη γέννηση ενός ανάπηρου παιδιού και τον θάνατο ενός άλλου τα έφερνε βόλτα πολύ δύσκολα. Αν και παλιότερα πουλούσε λουλούδια και βασιζόταν σε ένα επίδομα από τον σύζυγό της, ο θάνατός του την ανάγκασε να εκπορνεύεται για να συντηρείται. Λιζ Στράιντ
Αντεροβγάλτη αναρωτιούνται αν η Στράιντ υπήρξε πράγματι θύμα του, επειδή το σώμα της δεν βρέθηκε διαμελισμένο. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι κάτι είχε διακόψει το έργο του δολοφόνου. Κάθι Έντοους Το δεύτερο
εικοσαπεντάχρονη Κέλι είχε
ήταν
της
νεότερη
τα
της
Κ
αθώς το παγωμένο μεσοχείμωνο του 1610 διαπερνούσε τις πέτρες του Κάστρου Κάτστις στην Ουγγαρία, από μέσα ακούγονταν ουρλιαχτά. Η 50χρονη χήρα κόμισσα Μπάθορι εντρυφούσε σε κάποια διασκέδαση. Στα πόδια της κειτόταν μια νεαρή υπηρέτρια που την έκαιγαν με πυρωμένα σίδερα. Δεν θα επιβίωνε. Η κόμισσα που έμελλε να γίνει γνωστή ως η πιο παραγωγική δολοφόνος στην ιστορία φαίνεται ότι έβρισκε ικανοποίηση προκαλώντας πόνο και δυστυχία στους υπηρέτες της, στους δουλοπάροικούς της και σε όποιον την πρόδιδε. Με τα χρόνια οι ιστορίες για βασανιστήρια έγιναν τόσο τερατώδεις που έλεγαν ότι έκανε μπάνιο με αίμα παρθένων, μια διασκέδαση που της πρόσφερε αιώνια νιότη. Συχνά τη συγκρίνουν με τον φανταστικό χαρακτήρα του Δράκουλα και αντιμετωπίζεται σαν ένα τέρας που προκαλεί πόνο σε άλλους για προσωπική ευχαρίστηση. Μέσα από αιώνες λαϊκών παραδόσεων και εμπλουτισμού τα αληθινά και τα φανταστικά στοιχεία συγχέονται, σε σημείο που λέγεται ότι ο αριθμός των θυμάτων της είχε φτάσει τα 650.
Η Μπάθορι καταγόταν από το Βασίλειο της Ουγγαρίας, που στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με σήμερα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διεκδικούσε το νότιο μισό που της πρόσφερε μια ενδεχόμενη πύλη για την Ευρώπη, ενώ στον Βορρά υπήρχαν διάφοροι πλούσιοι ευγενείς οι οποίοι, σε πείσμα της ανεξιθρησκίας, ήταν δύσπιστοι τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στους Τούρκους. Η Ελίζαμπεθ ήταν κόρη του βαρόνου Θούρτσο Μπάθορι και της βαρόνης Άννας Μπάθορι. Αν και κατάγονταν από δύο διαφορετικούς κλάδους της οικογένειας (ο Θούρτσο από τους Έξεντ και η Άννα από τους Σόμλιο), η γενεαλογία τους έφτανε μέχρι τους ευγενείς που είχαν συμβάλει στις προσπάθειες του Βλαντ του Ανασκολοπιστή να καταλάβει τον θρόνο της Βλαχίας – μια δυσοίωνη σύνδεση. Επειδή ο πατέρας της ήταν βοεβόδας της Τρανσυλβανίας, είχε αποκλειστικές διαχειριστικές, δικαστικές και στρατιωτικές εξουσίες στο συγκεκριμένο κομμάτι του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Αυτό σημαίνει ότι η Ελίζαμπεθ είχε
σημαντικής μερίδας του ουγγρικού πληθυσμού. Ως μέρος της ελίτ, διδάχτηκε λατινικά, γερμανικά και ελληνικά, και ο πλούτος της οικογένειάς της σήμαινε ότι δεν θα της έλειπε τίποτα στα πρώτα στάδια της ζωής της. Στον γάμο της με τον Φέρενς Νάντασντι, που όπως οι Μπάθορι έτσι κι αυτός καταγόταν από μια από τις πλουσιότερες οικογένειες στην Ουγγαρία, παρέστησαν πάνω από 4.500 καλεσμένοι. Είχαν αρραβωνιαστεί όταν εκείνη ήταν γύρω στα 11, αλλά σύμφωνα με τις φήμες μερικά χρόνια αργότερα είχε ερωτευτεί έναν χωρικό και είχε μείνει έγκυος. Σύμφωνα με μια αναφορά, το παιδί κομματιάστηκε από σκυλιά. Όπως με πολλές πτυχές της ζωής της Μπάθορι, η αλήθεια είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Επειδή η κοινωνική θέση της οικογένειάς της ήταν ανώτερη του συζύγου της, είχε αρνηθεί να αλλάξει το επώνυμό της, διατη ρώντας το Μπάθορι. Η ανεξαρτησία της διαπιστώ νεται σε μια επιστολή της προς τον λόρδο Μπάνφι, έναν άλλο Ούγγρο ευγενή: «Γνωρίζω καλά, λόρδε Μπάνφι, ότι αυτό είναι μόνο η νέα φτώχεια, ότι θα φροντίσεις τη μικρή μου περιουσία και ότι θα το κάνεις… αλλά να ξέρεις ότι δεν θα αφήσω για πολύ καιρό τον εαυτό μου υποταγμένο στους άνδρες». Στα πρώτα στάδια της ζωής της Μπάθορι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για τις φοβερές κατηγορίες που θα τη συνόδευαν αργότερα. Το ζευγάρι έκανε
πέντε ή έξι παιδιά, αν βέβαια μπορούμε να εμπιστευτούμε τα στοιχεία, αλλά μερικά δεν κατάφεραν να περάσουν τη βρεφική ηλικία. Ο σύζυγός της πολέμησε στους πολέμους των Ούγγρων κατά των Οθωμανών και λέγεται ότι η Μπάθορι άρχισε να εντρυφά στις σαδιστικές τάσεις της στη διάρκεια της απουσίας του. Ιστορίες για μαστιγώματα, μαρκάρισμα με πυρωμένο σίδερο και το ράψιμο του στόματος ενός δύστυχου κοριτσιού επειδή μιλούσε πολύ ήταν από τις φήμες που αφθονούσαν κατά την απουσία του Νάντασντι.
βιογράφοι της Μπάθορι έχουν αντλήσει παραλληλισμούς ανάμεσα στην κόμισσα και στον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ (1897), αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πρώτη –όπως και ο Βλαντ ο Ανασκολοπιστής– ήταν η έμπνευση για τον δεύτερο. Είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσον ενέπνευσε τον χαρακτήρα του Στόκερ, σίγουρα όμως η
Μπάθορι
Οι πρόγονοι της Ελίζαμπεθ απέκτησαν σημαντική πολιτική επιρροή στην Ουγγαρία Η καταγωγή της Μπάθορι έχει τις ρίζες της σε Ούγγρους ευγενείς του 11ου αιώνα οι οποίοι μετανάστευσαν από τη Σουηβία (στη σημερινή Γερμανία). Μερικούς αιώνες αργότερα η οικογένεια διασπάστηκε σε δυο ξεχωριστούς κλάδους, τους Έξεντ και τους Σόμλιο, με τους γονείς της Ελίζαμπεθ να προέρχονται και από τους δυο. Η σχέση των Μπάθορι με το Τάγμα του Δράκοντα, το οικόσημο της Ελίζαμπεθ και τους δράκοντες γενικά, έχει τις ρίζες της στη καταγωγή της οικογένειας σύμφωνα με τον θρύλο. Το έτος 900, ένας ευσεβής πολεμιστής ονόματι Βίτους έσφαξε έναν δράκο στους βάλτους των Έξεντ και σε αναγνώριση του απονεμήθηκε το όνομα Μπάθορι. Τα τρία νύχια δράκοντα στο οικόσημο λέγεται ότι αντιπροσωπεύουν τα τρία λογχίσματα που χρειάστηκαν για να σκοτωθεί ο δράκοντας. Οι Μπάθορι θα εξελίσσονταν αναλαμβάνοντας πολλούς θρησκευ-
ρίτσια τα βουτούσαν σε παγωμένο νερό και τα άφηναν έξω να ξεπαγιάσουν μέχρι θανάτου. Αυτά τα δύστυχα θύματα φαίνεται πως ήταν κυρίως υπηρέτριες του κάστρου αλλά και νεαρά κορίτσια που τα έστελναν στα κτήματα της Μπάθορι για να μαθαίνουν τα εθιμοτυπικά. Χωρίς τη σταθερή ροή λαφύρων από τις στρατιωτικές εκστρατείες του συζύγου της, η περιουσία της Μπάθορι άρχιζε να μειώνεται. Ο βασιλιάς όφειλε ένα τεράστιο χρέος στον εκλιπόντα σύζυγό της και η Ελίζαμπεθ πραγματοποιούσε συχνά
ταξίδια στο
θησαυροφυλάκιο προσπαθώντας
Λέγεται ότι αυτές οι
ζονται ως άλλος ένας λόγος για τον οποίο η Ελίζαμπεθ δεν οδηγήθηκε σε δίκη. Ισχυρισμοί όπως αυτοί για την Ελίζαμπεθ σίγουρα έθιγαν την οικογένεια και έτσι οι Μπάθορι χρησιμοποίησαν την δύναμη και την επιρροή τους μόνο για να φυλακιστεί. Το οικόσημο της Μπάθορι προς τιμήν του Τάγματος του Δράκοντα και της οικογενειακής της καταγωγής Η Ελίζαμπεθ πέθανε σε ηλικία 54 ετών αφού πέρασε τέσσερα χρόνια σε απομόνωση στο Κάστρο Κάτστις ΦΟΝΟΣ 16
τέλεσμα πολλών
γυναίκες, αλλά αυτό ήταν μια μεταγενέστερη προσθήκη ως γαρνιτούρα στην ιστορία. Αυτό που παρέχει ο Θούρτσο είναι η πρωτογενής μαρτυρία του ότι η Μπάθορι εμπλεκόταν στα βασανιστήρια και στους θανάτους υπηρετριών στην κατοικία της. Μπορεί να μην έκανε μπάνιο στο αίμα παρθένων αλλά ούτως ή άλλως ήταν ένοχη. Οι αξιωματούχοι άρχισαν τις έρευνές τους και τελικά συνέλαβαν τη Μπάθορι και τους συνεργούς της. Οι συνεργοί της βασανίστηκαν και ομολόγησαν τη συμμετοχή τους
βασανιστηρίων. Συν
άλλοις, υπήρχε επίσης
βασανισμένη
ενώ τα άλλα θύματα ήταν κρυμμένα αλλού…» Ο Θούρτσο δεν έπιασε επ’ αυτο φόρω την Μπάθορι να βασανίζει αυτές
τράβηξε την προσοχή του δικαστηρίου στα εγκλήματα της Μπάθορι: «Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο εντιμότατος Ταμάς Τζαβόρκα, δικαστής της Πόλης Κοσζτολάνι, περίπου 40 ετών, ο οποίος ορκίστηκε και ανακρίθηκε. Μίλησε για τη βαναυσότητα της γυναίκας Ελίζαμπεθ Μπάθορι… και είπε, επιπλέον, ότι είχε ακούσει από κάποιους νεαρούς υπηρέτες της εν λόγω Κυρίας… για την απίστευτη βαναυσότητά της με τις υπηρέτριές της. Κοινώς, ότι τις έκαιγε στην κοιλιά με πυρωμένο σίδερο. Άλλες τις κάθιζε σε μια μεγάλη πήλινη δεξαμενή και τις έλουζε με βραστό νερό καίγοντας την επιδερμίδα
δικαστήριο. Ο Θούρτσο εκμεταλλεύτηκε τις διασυνδέσεις του με τον βασιλιά για να επιβάλει την ποινή των ισοβίων αντί για τη θανατική. Έτσι η Μπάθορι καταδικάστηκε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της φυλακισμένη στο ίδιο της το κάστρο, μέσα σε ένα χτισμένο δωμάτιο με ένα μικρό άνοιγμα για να κυκλοφορεί ο αέρας και να παίρνει φαγητό. Τα κτήματα και τα πλούτη της μοιράστηκαν ανάμεσα στους συγγενείς της. Έτσι θα πέθαινε μόνη της τέσσερα χρόνια αργότερα. Τα τελευταία καταγεγραμμένα λόγια της ήταν να λέει στον φρουρό της, «Κοίτα πόσο κρύα είναι τα χέρια μου». «Δεν είναι τίποτα, κυρία. Πη γαίνετε να ξαπλώσετε», ήταν η απάντηση. Το πρωί τη βρήκαν νεκρή και επειδή την έθαψαν εκεί κοντά οι χωρικοί εξορ γίστηκαν και ξεσηκώθηκαν. Έτσι η σορός της μεταφέρθηκε στην οικογενειακή κρύπτη των Μπάθο
ρι αλλά έκτοτε εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα ο τάφος της παρα μένει άγνωστος. Σύμφωνα με όλες τις αφηγήσεις, η ζωή της Ελίζαμπεθ Μπάθορι ήταν
μιας σαδίστριας που απολάμβανε να προκαλεί πόνο και βάσανα στους Ούγ γρους συμπατριώτες της. Υπάρχουν όμως μερικά στοιχεία που θα την παρουσίαζαν υπό ένα διαφορετικό πρίσμα: ως ένα θύμα πολιτικών ελιγμών και δυσφήμησης σε μαζική κλίμακα. Από μια ευτυχή συγκυρία (για αυτούς) ή εξαιτίας πιο σκοτεινών διασυνδέσεων, πολλοί από τους συγγενείς της κόμισσας που απέκτησαν νέα κτήματα είχαν στενές σχέσεις με τον κόμη Θούρτσο, όπως και πολλοί από τους μάρτυρες στη δίκη της Μπάθορι. Αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν να αποκομίσουν κέρδος από την καταδίκη και τη φυλάκιση της Ελίζαμπεθ. Οι ομολογίες των συνεργών της αποκτήθηκαν κατόπιν βασανιστηρίων, μια μέθοδος που είναι ύποπτη και συχνά θεωρείται απαράδεκτη σε ένα σημερινό δικαστήριο. Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσωπικής υπεράσπισης και δίκης
επειδή η εξόντωση ενός ισχυρού τοπικού ανταγωνιστή θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του Θούρτσο, ο οποίος θα έπαιρνε τα εύσημα επειδή είχε σταματήσει ένας «τέρας». Η εκτεταμένη οικογένεια Μπάθορι επίσης θα είχε πολλά οφέλη από τα κτήματα που επρόκειτο να κληρονομήσει. Αν δικαζόταν και καταδικαζόταν, το στέμμα θα
δήμευε την προσοδοφόρα κτηματική περιουσία της Ελίζαμπεθ και έτσι δεν θα περνούσε στους συγγενείς της. Η καταδίκη της Μπάθορι όμως θα εξυπηρετούσε και τον Ούγγρο βασιλιά, ο οποίος θα γλύτωνε τα μεγάλα χρέη του απέναντί της. Εκείνη την εποχή ο πρόωρος θάνατος και ο ξυλοδαρμός των υπηρετών ήταν ένα ειδεχθές καθημερινό φαινόμενο και αυτές οι πράξεις θα χρησίμευαν ως κατηγορίες για εγκλήματα που η Μπάθορι δεν είχε διαπράξει. Μερικές ιδέες πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, δηλώνοντας ότι πολλές από τις συσκευές βασανισμού στην πραγματικότητα ήταν θεραπευτικά εργαλεία, ότι όταν έκαιγε υπηρέτριες με πυρωμένα σίδερα δεν το έκανε για ευχαρίστηση αλλά ως έναν τρόπο για σταματήσει την αιμορραγία σε κάποια ανοιχτή πληγή. Ότι αντί να σκοτώνει προσπαθούσε να σώζει ζωές. Οι πληγές από τέτοιες δραστικές μεθόδους μπορούσαν να θεωρηθούν ως πληγές από βασανιστήρια αν το πλαίσιο ήταν άγνωστο, παίρνοντας ως παράδειγμα την αιφνιδιαστική επίσκεψη του Θούρτσο. Αυτά τα επιχειρήματα είναι εύλογα, αν και ο Θούρτσο δεν ξεκίνησε την έρευνα με δική του πρωτοβουλία αλλά κατά διαταγή του βασιλιά Ματθία Β΄. Για χρόνια ο βασιλιάς δεχόταν παράπονα από τον Μαγκιάρι, έναν τοπικό λουθηρανό ιερέα, ο οποίος ανησυχούσε για τις δραστηριότητες που προέρχονταν από τα κτήματα της Μπάθορι. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Θούρτσο δεν είχε πάει στο κτήμα της Μπάθορι με αποκλειστική πρόθεση να συλλάβει την Ελίζαμπεθ και φαίνεται ότι πράγματι προσπάθησε να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από τις κατηγορίες. Μπορεί να είχε πιστέψει τους ψιθύρους για τα φοβερά πράγματα που διέδιδαν οι εξάδελφοι της Ελίζαμπεθ σε μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης της περιοχής και ως μια επίδειξη ισχύος του στέμματος. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, στα μάτια των ευγενών της εποχής οι δράστες αυτών των ειδεχθών εγκλημάτων είχαν συναντήσει την ύστατη μοίρα τους και η υπόθεση έκλεισε. Με πάνω από 300 μαρτυρίες και αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων από μερικούς από τους πιο στενούς συμβούλους της, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας πίσω από τις ιστορίες. Το ερώτημα είναι πόσα είναι αξιόπιστα και αν υπήρχαν άλλοι παράγοντες πέρα από την καθαρή απόδοση δικαιοσύνης. Ο αριθμός των 650 θυμάτων φαίνεται μεγάλος και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι στην πραγματικότητα ήταν πολύ μικρότερος. Όποια κι
Σ τα τέλη του 19ου αιώνα οι χαρτογράφοι είχαν χαρτογραφήσει μεγάλο μέρος του κόσμου, σχεδόν όπως τον ξέρουμε σήμερα. Στην Ανατολή η Βικτοριανή Αυτοκρατορία είχε φτάσει στο απόγειό της, παρόλο που έναν αιώνα νωρίτερα είχε χάσει τα συμφέροντά της στον Νέο Κόσμο, ενώ τις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά την Ημέρα της Ανεξαρτησίας ο εμφύλιος πόλεμος και η ανομία σιγό βραζαν στις νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την αποχώρηση των Βρετανών η νέα αμερικανική κυβέρνηση είχε αποκτήσει τεράστια εδάφη και είχε κερδίσει ολόκληρη τη Λουιζιάνα –μια αχανή περιοχή γεμάτη λιβάδια, με έκταση πάνω από ένα εκατομμύριο τετραγω
ριακές διαφορές και εσωτερικές διαμάχες, αλλά αυτό δεν σταμάτησε την πρόοδο των ΗΠΑ από τις Μεγάλες Πεδιάδες μέχρι την ακτογραμμή της Καλιφόρνιας. Τα όρια αυτής της νέας χώρας εξαπλώθηκαν δυτικά πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο οι
νομοθέτες του Λευκού Οίκου. Η Δύση ήταν μια συνοριακή περιοχή που οι άνθρωποί της ήταν σκληροί όσο και το αδυσώπητο κλίμα της – δεν υπήρχε χώρος για άτολμους ή ευαίσθητους. Αυτό το χωνευτήρι σφυρηλάτησε δύο χαρακτήρες, τον παράνομο Μπίλι δε Κιντ και τον σερίφη Πάτρικ Φλόιντ Γκάρετ: οι ανεξάρτητες ιστορίες της ζωής τους περνούν από γενιά σε γενιά, αλλά αυτό που καθορίζει και τις δύο είναι η καταδίωξη του Πατ και ο τελικός θάνατος του Κιντ. Παραδοσιακά, το Χόλιγουντ έχει δημιουργήσει μια άκρως εξιδανικευμένη εικόνα αυτής της εποχής κι έτσι, ενώ τα στερεότυπα του σερίφη, του παρανόμου, του ιδιοκτήτη σαλούν, του αποίκου, του Μεξικανού, του καουμπόη και των σχετικών τύπων συνήθως θεωρούνται δεδομένα, η ασπρόμαυρη ηθική της κινηματογραφικής βιομηχανίας απέχει από την αλήθεια σε βαθμό γελοιότητας. Συνήθως μόνο ένα μικρό ατσαλένιο ασημένιο αστέρι ξεχωρίζει έναν άνθρωπο του νόμου από έναν παράνομο, γι’ αυτό θα ταξιδέψουμε αμέσως στο Νέο
Ο Γκάρετ ήταν ένας επιβλητικός πιστολάς με ύψος 1,90, που φημιζόταν για την ευστοχία του. Λόγω του εντυπωσιακού του παραστήματος και της φήμης του ήταν η καλύτερη επιλογή για τον Αζαράια Γουάιλντ, έναν ντετέκτιβ στην υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να βοηθήσει στον εντοπισμό της πηγής 30.000 πλαστών δολαρίων που κυκλοφορούσαν στην κομητεία. Με τη σειρά του ο Γκάρετ προσέλαβε τον Μπάρνεϊ Μέισον ως δόλωμα για να παγιδέψει δύο υπόπτους της κυκλοφορίας αυτού του χρήματος: τον ιδιοκτήτη ράντσου Νταν Ντέντρικ και τον Γ.Χ. Γουέστ, που είχε κάνει γνωστές τις προθέσεις του σε ένα γράμμα που είχε υποκλέψει ο Μέισον: θα ξέπλενε το χρήμα αγοράζοντας ζώα στο Μεξικό το συντομότερο δυνατόν μαζί με έναν βοηθό, που σε περίπτωση αποκάλυψης της απάτης θα πλήρωνε εν αγνοία του τη νύφη. Έτσι, ο Γκάρετ έδωσε οδηγίες στον Μέισον να επισκεφθεί το ράντσο Ουάιτ Όουκς και να συνεργήσει στα έκνομα σχέδιά τους. Ο Μέισον έφτασε στον Ντέντρικ μέσα στον δροσερό χειμώνα του Νέου Μεξικού και εκεί συνάντησε τρεις πιστολάδες που διέφευγαν από τις αρχές: τον Ντέιβ Ρούνταμπαφ, ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας απόδρασης είχε σκοτώσει έναν φύλακα από το Λας Βέγκας, τον Μπίλι Γουίλσον, έναν άλλο δολοφόνο, και τον Μπίλι δε Κιντ, τον παράνομο δολοφόνο που είχε ήδη αποδράσει μία φορά από τη φυλακή και ζούσε από τη ζωοκλοπή και τον τζόγο τριγυρισμένος από άλλους παρανόμους, ενώ σύντομα η φήμη του θα αποκτούσε
μυθικές διαστάσεις. Σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής, ένας άνθρωπος του νόμου και ένας καταζητούμενος τη μια μέρα μπορεί να κάθονταν γύρω από μια φωτιά ανταλλάσσοντας ιστορίες και την άλλη σφαίρες. Κάποτε μπορεί ο Κιντ και ο Γκάρετ να είχαν παίξει χαρτιά μαζί, αλλά και ο Μέισον είχε σχετικά
μετά επέστρεψε για να δώσει αναφορά στο σπίτι του Γκάρετ στο Ρόσγουελ. Λίγο μετά ο Γκάρετ έλαβε μια επιστολή από τον διευθυντή της φυλακής του Ρόσγουελ με λεπτομέρειες για τις εγκληματικές δραστηριότητες του Κιντ και των συντρόφων του στην περιοχή. Ο Γκάρετ διορίστηκε σερίφης των Ηνωμένων Πολιτειών και παρέλαβε ένα ένταλμα για τη σύλληψη του Χένρι
ανόητος δεν ΦΟΝΟΣ
εγκλη ΈΝΟΠΛΗ ΑΝΑΜΈΤΡΗΣΗ Για τις ανταλλαγές πυροβολισμών, τις μονομαχίες, τους στρατιώτες και τους πολίτες αυτά ήταν τα όπλα που κατέκτησαν τη Δύση. Ο Κιντ και ο Γκάρετ φρόντιζαν να έχουν τα καλύτερα εργαλεία του επαγγέλματος ΣΧΕΔΙΑΣΤΕΣ: ΓΟΥΊΛΊΑΜ ΜΕΪΣΟΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΊΚΉ ΕΤΑΊΡΕΊΑ ΠΥΡΟΒΟΛΏΝ ΟΠΛΏΝ COLT ΠΑΡΗΧΘΗΣΑΝ: 51.210 ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΕΞΟΔΟΥ: 253 Μ. ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ ΒΑΡΟΣ: 1,048 Κ. ΔΙΑΜΕΤΡΗΜΑ: .44-40 ΓΟΥΊΝΤΣΕΣΤΕΡ
ματίες, ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑ: ΚΥΛΊΝΔΡΊΚΟΣ ΓΕΜΊΣΤΉΡΑΣ ΔΡΑΣΗ: ΠΕΡΊΣΤΡΟΦΟ ΔΊΠΛΉΣ ΔΡΑΣΉΣ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ: ΕΝΑΛΛΑΣΣΟΜΕΝΑ ΠΥΡΟΜΑΧΊΚΑ ΜΕ ΤΟΥΦΕΚΊ, ΚΑΛΉ ΑΝΑΣΧΕΤΊΚΉ ΔΥΝΑΜΉ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ: ΚΑΝΕΝΑ ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: ΠΟΛΊΤΕΣ, ΣΕΡΊΦΉΔΕΣ
όμως Πατ Γκάρετ: Κολτ των Συνόρων ΗΠΑ 1878-1907
ήταν. Ο
ήταν ένας παράνομος που είχε αποκτήσει πείρα σε δολοφονίες αντεκδίκησης στον Πόλεμο της Κομητείας Λίνκολν και μάλλον θα προτιμούσε να πεθάνει ένδοξα παρά να παραδοθεί ήσυχα. Ο Γκάρετ είχε συ γκροτήσει ένα απόσπασμα από μια δωδεκάδα πολίτες του Ρόσγουελ και ξεκίνησε για το Φορτ Σάμνερ προκειμένου να εντοπίσει τα ίχνη των παρανόμων, τα οποία θα τον οδηγούσαν στο Λος Πορτάλες, το κρησφύγετο όπου υποψιαζόταν ότι βρίσκονταν. Η διαδρομή μέσα από τη δύσβατη ερημιά δεν ήταν καθόλου εύκολη και κάποια στιγμή ένας συνεργάτης του Κιντ, ο Τομ Φόλιαρντ,
συνηθισμένους Η ημερομηνία γέννησης του Κιντ είναι άγνωστη, αλλά πιστεύεται πως όταν πέθανε ήταν μόλις 21 ετών
Ο Γκάρετ συνάντησε τον πράκτορα Φρανκ Στιούαρτ στο Λας Βέγκας, μια πρώην ισπανική αποικιακή πόλη στο Νέο Μεξικό και όχι τη μελλοντική πόλη με τα λαμπερά φώτα που βρισκόταν πάνω από 1.000 χιλιόμετρα δυτικά. Στις 14 Δεκεμβρίου αναχώρησαν για να προλάβουν το απόσπασμα του Στιούαρτ και να τους μεταφέρουν την είδηση: μερικοί δίστασαν στην ιδέα να αναμετρηθούν με τον Κιντ και τη συμμορία του, αλλά ο Στιούαρτ δεν κατηγόρησε όποιον είχε επιφυλάξεις. «Παιδιά, κάντε ό,τι θέλετε, αλλά τα πολλά λόγια είναι φτώχια», τους είπε. «Όσοι έρθετε μαζί μου ετοιμαστείτε αμέσως. Δεν θέλω να διστάσει κανείς». Τελικά οι Στιούαρτ, Μέισον και Γκάρετ πρόσθεσαν άλλους έξι άνδρες στην αποστολή τους. Μπροστά από την ομάδα ο Γκάρετ είχε στείλει έναν κατάσκοπο, έναν έμπιστο άνδρα, τον Χοσέ Ροϊμπάλ, που κάλπασε ακούραστα ως το Φορτ Σάμνερ για να ξετρυπώσει τον Κιντ. Ο Ροϊμπάλ εκτέλεσε την αποστολή του με πολύ καπάτσο τρόπο και γύρισε για να συναντήσει τον Γκάρετ λέγοντας ότι ο παράνομος σίγουρα
Σάμνερ, ότι είχε τον νου του για τους Γκάρετ και Μέισον, και ότι ετοιμαζόταν να τους στήσει ενέδρα. Ο Κιντ δεν είχε ιδέα ότι ο Γκάρετ είχε παρέα. Το απόσπασμα έφτασε σε ένα παλιό νοσοκομείο στην ανατολική πλευρά της πόλης και περίμενε την επιστροφή των παρανόμων. Ο Κιντ έφτασε πιο γρήγορα από ό,τι περίμεναν. Στο έδαφος υπήρχε ένα λεπτό στρώμα χιονιού κι έτσι παρά το σούρουπο είχε ακόμα φως. Ο Γκάρετ και οι άνδρες του έλαβαν πλεονεκτικές θέσεις γύρω από το κτήριο. Οι παράνομοι Φόλιαρντ και Πίκετ πλησίασαν μπροστά και ήταν οι πρώτοι που δέχτηκαν τα πυρά από τα εξάσφαιρα, αν και είναι άγνωστο ποιος τελικά σκότωσε τον Φόλιαρντ εκείνη τη μέρα. Ο Γκάρετ δεν πέτυχε τον Πίκετ, που έκανε μεταβολή και κάλπασε προς το κρησφύγετό τους μαζί με τους Κιντ, Μπόουντρι, Γουίλσον και Ρούνταμπαφ – ένα ιδιαίτερα ειδεχθές άτομο που λήστευε ταχυδρομικές άμαξες και που, όπως παραδεχόταν ο Κιντ, ήταν ο μόνος άνθρωπος που φοβόταν. Το απόσπασμα του σερίφη
Τώρα είχαν να κυνηγήσουν μόνο πέντε άνδρες. Ένας αξιόπιστος ντόπιος είχε ενημερώσει τον Γκάρετ ότι κρύβονταν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κοντά στο Στίνκινγκ Σπρινγκς, μια ερημική περιοχή όπου τα θολά νερά κατέληγαν σε ένα κοίλωμα. Ήταν λίγες ώρες πριν από το χάραμα κι όταν διένυσαν τη σύντομη διαδρομή διαπίστωσαν ότι η πληροφορία ήταν σωστή: άλογα ήταν δεμένα σε πασσάλους έξω από ένα πρόχειρο κτίσμα. Ο Κιντ ήταν στριμωγμένος και επειδή ο Γκάρετ είχε φτάσει απαρατήρητος είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Το απόσπασμα χωρίστηκε περιμετρικά, παίζοντας το παιχνίδι της αναμονής μέσα στο σκοτάδι. Όταν ξημέρωσε, ένας από τη συμμορία βγήκε από τη μοναδική έξοδο του κτίσματος. Έμοιαζε να έχει το ύψος και την κορμοστασιά του Μπίλι δε Κιντ και –το κυριότερο– φορούσε το χαρακτηριστικό καπέλο του. Ο Γκάρετ ήξερε ότι ο Κιντ δεν θα το έβαζε εύκολα κάτω και έκανε νόημα στο απόσπασμα, που έστειλε στη μορφή αυτή έναν καταιγισμό από σφαίρες. Θανάσιμα τραυματισμένος, ο Τσάρλι Μπόουντρι επέστρεψε παραπατώντας στο σπίτι αλλά ο Κιντ τον έσπρωξε ξανά έξω λέγοντας: «Σε δολοφόνησαν, Τσάρλι, αλλά και πάλι μπορείς να εκδικηθείς. Σκότωσε μερικά καθάρματα πριν πεθάνεις». Αιμορραγώντας, ο Μπόουντρι τρίκλισε προς το απόσπασμα αλλά κατέρρευσε πριν καν αγγίξει το όπλο του. Το πλεονέκτημα ανήκε στον Γκάρετ. Η συμμο-
ρία του Κιντ είχε μειωθεί πλέον στους τέσσερις και η μοναδική έξοδος ήταν καλυμμένη. Για να ενισχύσει κι άλλο τη θέση του, ο Γκάρετ σκότωσε ένα από τα τρία άλογα και κατόπιν πυροβόλησε τα χαλινάρια των άλλων δύο, που απομακρύνθηκαν καλπάζοντας. Ο σερίφης πίστεψε ότι βρισκόταν πλέον σε θέση για να ανοίξει συζήτηση: «Πώς πάτε εκεί μέσα, Κιντ;» «Μια χαρά», ήρθε η απάντηση, «αλλά δεν έχουμε ξύλα για να φτιάξουμε πρωινό». «Βγες να μαζέψεις μερικά. Γίνει λιγάκι κοινωνικός».
«Δεν μπορώ, Πατ. Η φάση είναι πολύ στριμωγμένη. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο». Ο Γκάρετ είχε μια ιδέα. Επειδή είχαν φτάσει πριν από το χάραμα και είχαν μείνει μέσα στο τσουχτερό κρύο, οι άνδρες του πεινούσαν κι εκείνοι κι έτσι έστειλε κάποιον να φέρει προμήθειες από το ράντσο Γουίλκοξ. Μερικές ώρες αργότερα είχαν ανάψει φωτιά. Η γλυκιά μυρωδιά του ψητού κρέατος λύγισε την αποφασιστικότητα των παρανόμων και τελικά ο Ρούνταμπαφ κούνησε ένα βρόμικο μαντίλι έξω από ένα παράθυρο ως ένδειξη παράδοσης. Βγήκαν έξω και οι τέσσερις, ανυπομονώντας να γευτούν το φαγητό που τους είχε κοστίσει την ελευθερία. Ο Γκάρετ κρατούσε πλέον τον άνθρωπό του, αλλά ο Κιντ ξεγλιστρούσε σαν χέλι. Αφού είχε γλυτώσει από τον όχλο που ήθελε να τον λιντσάρει στο Λας Βέγκας, ο Κιντ δικάστηκε στη Μεσί-
τις αναφορές για τον θάνατο του Κιντ και υπάρχουν ιστορίες που λένε ότι επέζησε. Γιατί πιστεύετε ότι οι ιστορίες αυτές επιμένουν μέχρι σήμερα; Πρώτον, πολλοί άνθρωποι δέχονται την ιστορία της «επιβίωσης» του Κιντ επειδή δεν έχουν διαβάσει τις ιστορίες για τον θάνατό του από σοβαρούς ιστορικούς κι έτσι είναι επιρρεπείς σε φανταστικές ιστορίες ότι τελικά ο Κιντ δεν σκοτώθηκε. Δεύτερον, πολλοί δεν μπορούν να δεχτούν ως σύμπτωση το γεγονός ότι ο Γκάρετ και ο Κιντ βρέθηκαν ταυτόχρονα στο υπνοδωμάτιο του Πιτ Μάξγουελ, επειδή πιστεύουν ότι ο Κιντ ήταν πολύ έξυπνος ή πολύ γρήγορος για να πεθάνει μέσα στο σκοτάδι, όπως συνέβη. Τρίτον, είναι το γεγονός ότι πολλά ντοκιμαντέρ, ακόμα και κάποια που περιλαμβάνουν επαγγελματίες ιστορικούς, αναδεικνύουν τις φήμες ότι ο Κιντ δεν σκοτώθηκε,
εκεί δεν αμφισβήτησε ότι ήταν ο Κιντ. Πράγματι, 50 χρόνια αργότερα όλοι αυτοί είχαν πάει στον τάφο, επιμένοντας ότι είχαν δει τον Κιντ νεκρό. Επιπλέον, έξι άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά ενήργησαν ως ένορκοι του ιατροδικαστή και όλοι ορκίστηκαν πως ήταν ο Κιντ. Επομένως, υπάρχουν αρκετοί αυτόπτες μάρτυρες ότι ο Γκάρετ σκότωσε τον σωστό άνθρωπο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Επιδιώκετε την έκδοση πιστοποιητικού θανάτου από το Ανώτατο Δικαστήριο του Νέου Μεξικού για τον άνθρωπο που είναι γνωστός ως «Μπίλι δε Κιντ» για τις 15 Ιουλίου 1881. Γιατί δεν εκδόθηκε τότε; Γιατί το δικαστήριο να το εκδώσει σήμερα; Οι συνεργάτιδές μου, Νάνσι Σταλ και
Μέριλιν Σταλ Φίσερ, και εγώ επιδιώξαμε ένα πιστοποιητικό θανάτου για τον Κιντ επειδή δεν εκδόθηκε ποτέ – σχετικά με αυτό το πιστοποιητικό, είμαστε ανένδοτοι για το ότι πρέπει
να περιλαμβάνει την ημερομηνία του θανάτου του Κιντ, στις 15 Ιουλίου 1881, αντίθετα με την παραδοσιακή ημερομηνία 14 Ιουλίου. Η έκθεση του ιατροδικαστή δεν ανέφερε ώρα ή ημερομηνία θανάτου, κάτι τυπικό της εποχής σε περιοχές της υπαίθρου της Άγριας Δύσης. Επιπλέον, δεν έχω βρει ακόμα την έκδοση πιστοποιητικού έπειτα από κάποιον βίαιο θάνατο στο Νέο Μεξικό κατά τον 19ο αιώνα. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να «δημιουργήσει» ένα πιστοποιητικό θανάτου, μπορεί όμως να δώσει εντολή στο γραφείο της πολιτείας να κάνει το καθήκον του και να το εκδώσει. Καταφύγαμε στο Ανώτατο Δικαστήριο αφού για μήνες προσπαθούσαμε να πείσουμε την ιατροδικαστική υπηρεσία να ενεργήσει. Αρνή-
θηκαν να κάνουν το καθήκον τους και κατόπιν αρνήθηκαν να μας απαντήσουν. Υποβάλαμε αξιόπιστες και ουσιώδεις αποδείξεις στο Ανώτατο Δικαστήριο για να ενεργήσει υπέρ μας, αλλά δεν έχει εκδώσει τη δικαστική εντολή προς την ιατροδικαστική υπηρεσία του Νέου Μεξικού προκειμένου να ενεργήσει. Πιστεύουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο και η ιατροδικαστική υπηρεσία του Νέου Μεξικού θεωρούν τις προσπάθειές μας διαφημιστικό κόλπο και όχι ένα έντιμο αίτημα τριών ιστορικών για να διορθωθεί το ιστορικό μητρώο. Η BTKOG επιδιώκει να διατηρήσει και να προαγάγει την αλήθεια για τον Κιντ. Είναι πολλά αυτά που θα θέλατε να αλλάξετε ως προς τις φήμες που περιβάλλουν τον θρύλο; Πιστεύω ότι σημαντικά γεγονότα στις σύγχρονες αποδεκτές ιστορίες της απόδρασής του από τη φυλακή του Λίνκολν στις 28 Απριλίου πρέπει να «ακυρωθούν», όπως η ιδέα ότι πήρε ένα πιστόλι όταν πήγε στην τουαλέτα και ότι σκόπευε εξαρχής να σκοτώσει τον Μπομπ Όλιντζερ. Κάτι άλλο που πρέπει να σταματήσει αμέσως είναι η διαδεδομένη φήμη ότι ο Γκάρετ δεν σκότωσε τον «αληθινό» Κιντ. Απεναντίας, για πάνω από τρεις δεκαετίες μετά το 1881 δεν υπήρξε κανένα δημοσίευμα σε εφημερίδες του Νέου Μεξικού, ούτε καν μια φήμη, ότι ο Κιντ ζούσε ακόμα. Πράγματι, την εποχή του θανάτου του, το 1908, ο Γκάρετ ήταν γνωστός σε όλο το Νέο Μεξικό και σε όλη τη χώρα ως ο άνθρωπος που σκότωσε τον Μπίλι δε Κιντ. Αν υπήρχε αμφιβολία, δεν θα τον αναγνώριζαν όλοι ως τον δολοφόνο του Κιντ.
ο Κιντ είχε σωριαστεί. Κανείς από όσους ήταν
να κόψει λίγο κρέας.
00.04 Οι σύντροφοι του Γκάρετ βρίσκονται απέξω όταν ο Κιντ τους προσπερνάει αλλά δεν έχουν ιδέα ότι είναι αυτός και δεν τον αναγνωρίζουν, αφού μιλάει άπταιστα ισπανικά σε κάποιους Μεξικανούς λίγο
Ο Γκάρετ το έφερε βαρέως όταν συνειδητοποίησε τα ανεπαρκή μέτρα Πώς συνάντησε ο Κιντ τον δημιουργό του Μια βήμα προς βήμα αφήγηση του πώς ο Πατ Γκάρετ έστειλε τον Μπίλι δε Κιντ στον τάφο 14 Ιουλίου 1881 Ο Κιντ βρίσκεται σε ένα από τα ερειπωμένα σπίτια στο κτήμα του Πίτερ Μάξγουελ όταν αποφασίζει ότι πεινάει, αρπάζει ένα μαχαίρι και τραβάει για το σπίτι του Μάξουελ για
00.05 Ο Κιντ μπαίνει στο σπίτι. είναι
μια φορά έχασε τα ίχνη του. Για τους επόμενους δυόμισι μήνες ο Γκάρετ γύρναγε μέσα στην καλοκαιρινή κάψα του Νέου
ξυπόλητος και δεν φοράει το χαρακτηριστικό καπέλο του. Είναι σκοτάδι και ο Γκάρετ δεν τον αναγνωρίζει. Ο Μάξγουελ του ψιθυρίζει την ταυτότητα του άνδρα. Ο Κιντ ήταν διαβόητος ζωοκλέφτης και αντίθετα με τους περισσότερους παρανόμους της Άγριας Δύσης δεν λήστεψε ποτέ τράπεζα ή τρένο 28 ΦΟΝΟΣ
00.05.05
Καθώς ο Κιντ πλησιάζει τον Μάξγουελ, αντιλαμβάνεται μια δεύτερη φιγούρα στην καρέκλα. Ο Γκάρετ τραβάει το πιστόλι του και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μπιλ κάνει να πιάσει το περίστροφό του ρωτώντας στα ισπανικά: «Ποιος είναι; Ποιος είναι;»
00.05.06 Μία στιγμή αργότερα ο Γκάρετ έχει πατήσει τη σκανδάλη και έχει πέσει στο πάτωμα πυροβολώντας για δεύτερη φορά, αλλά έχει σκοπεύσει σωστά. Ο Κιντ σωριάζεται στο πάτωμα και μόλις που προλαβαίνει να αφήσει την τελευταία του πνοή.
άκουσαν έναν αδύνατο άνδρας που φορούσε πλατύγυρο καπέλο να συνομιλεί στα ισπανικά με κάποιους Μεξικανούς. Είχαν βρει τον άνθρωπό τους, αλλά κανείς τους δεν τον αναγνώρισε από μακριά. Όπως αποδείχτηκε, ούτε ο Κιντ τούς είχε αναγνωρίσει. Ξεκόλλησε από τον τοίχο που ακουμπούσε και προχώρησε αδιάφορα προς το σπίτι του Μάξγουελ.
Μετά την αναμέτρηση στο Στίνκινγκ Σπρινγκς και τη δραματική απόδραση του Κιντ από τη φυλακή, ο θάνατός του μοιάζει πολύ πεζός: λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Ιουλίου ο Κιντ μπήκε στο σπίτι του Μάξγουελ να πάρει λίγο κρέας για το δείπνο του. Ο Γκάρετ βρισκόταν στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα του Πιτ και τον ρωτούσε πού βρισκόταν ο Κιντ, όταν ο άνθρωπος που κυνηγούσε μπήκε από την πόρτα. Ο Πιτ τού ψιθύρισε την ταυτότητά του και για να μην αφήσει τίποτα στην τύχη ο Γκάρετ πυροβόλησε δύο φορές, πέτυχε τον Κιντ αριστερά στο στήθος και τον σκότωσε. Στα απομνημονεύματα που έγραψε λίγο μετά την ανάκριση που απάλλαξε τον σερίφη από τα καθήκοντά του και είχε κρίνει την ανθρωποκτονία δικαιολογημένη, ο Γκάρετ αφιερώνει μόνο μία σύντομη παράγραφο στη σκηνή μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Δεν υπήρξε καμία κλασική αναμέτρηση, μέχρι εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα οι δύο άνδρες αγνοούσαν ο ένας την παρουσία του άλλου και με τα τελευταία του λόγια φαίνεται ότι ο Κιντ δεν πρόλαβε καν να καταλάβει ποιος τον είχε στείλει να συναντήσει τον δημιουργό του.