ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Α´ Στον μεταμοντερνισμό προσεπιβλήθηκαν στοιχεία και χαρακτηριστικά, ως επί το πλείστον δυσμενών μεταβολών κι εξελίξεων, τα οποία αφορούσαν τον κλαδισμό της παγκόσμιας πραγματικότητας ανεξάρτητα, ή ορθότερα, αντίθετα, προς
τους κλαδισμούς και τις επιτεύξεις των τεχνών και της φιλοσοφίας, κι αυτή η ατυχής, ιδεολογικά στοχευμένη, σύμπηξη έλαβε διαστάσεις πανανθρώπινης μετα-κριτικής διότι παρουσίασε την ιδεολογική εδραίωση ως αισθητική. Αυτό δεν ήταν
σύμφωνο μήτε ανάλογο με την ιδέα του μεταμοντερνισμού η
οποία δεν κατάντησε ιδεολογία. Τι ήταν μεταμοντερνισμός
και τι, εντέλει, δεν ήταν. Η διερώτηση ετούτη είναι υποχρε-
ωτική και σημαίνει πως για να μελετήσει και να αποδώσει κα-
νείς τον μεταμοντερνισμό θα πρέπει, όσο αφορά τις πηγές, να
περάσει από στάδιο ξεχωρίσματος της ήρας απ’ το στάρι, με τη
διαδικασία αυτή να εμπνέει μεταμοντερνιστικά παρότι αυτό
το ξεχώρισμα βαστάει από κάποτε. Ο άνθρωπος συνθλίβεται
στο μερτικό του διότι ο χρόνος συνθλίβει τα πάντα, ας μην ξοδεύεται λοιπόν η ζωή στη φαρμακοτριφτική ούτε σε ουτοπίες.
Κάθε σημαντική διερώτηση παραμένει ανικανοποίητη, γι’ αυτό είναι σημαντική, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα ικανοποιητικής απάντησης, πόσο μάλλον επικαλούμενης μελλοντικής
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
απάντησης, τελείωσης, εν είδει μάλιστα αγωνιστικού ή εκπληρωτικού θαύματος – διότι σε αυτό διαφέρει από κάθε ανούσια
και αβάσιστη διερώτηση που επίσης παραμένει ανικανοποίητη, στο ότι δεν αποδίδει ούτε αγώνα ούτε εκπλήρωση. Εξάλλου, το μόνο θαύμα που παραμένει ανέγκριτο είναι ο θάνατος.
Η ομορφιά συνδέεται με αυτή την αδυνατότητα. Όσο απομακρύνεται κανείς από το σημαντικό αυτής της υπόθεσης, όσο δηλαδή υπονομεύει την αδυνατότητα, τόσο προσεγγίζει την
ασημαντότητα της εκφραστικής ματαιοπονίας. Για τούτο και
η σπανιότητα ομορφιάς, η ολιγότητα ποίησης.
Ο μεταμοντερνισμός της ποίησης αποτελεί απλή συνωνυμία
με κάθε άλλον μεταμοντερνισμό, και η συνωνυμία αυτή αποτελεί οριακή αλληλούχιση μεταξύ όσων μη μεταμοντερνιστικών και μεταμοντερνιστικών στοιχείων και διαφορών περιέχει
ο μεταμοντερνισμός. Υποστηρίζω, δηλαδή, πως ο μεταμοντερνισμός της ποίησης είναι όρος που αποδίδει οριακού τύπου περιεχομενική μεταβατικότητα και όχι αισθητικό καθορισμό, ακόμη κι αν δεν τίθενται τα όριά του, ακόμη κι αν αφήνεται εσκεμμένα υπό διαμόρφωση, καθώς αυτή η οριακή μεταβατικότητα στον τομέα της ποίησης αποτελεί μέρος διάρκειας ενός φαινομένου αλλοτινής συντέλεσης – κάθε φορά που ιδεολογικοποιείται, λοιπόν, παύει να αφορά την ποίηση, διότι κατ’ επέκταση εάν ο δημιουργικός χρόνος ιδεολογικοποιηθεί, κατατμηθεί δηλαδή σε ακόμη μικρότερες ή μεγαλύτερες μονάδες αξίας, ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να υπόκειται σε αυτόν εντός ροής
και όχι εντός κατάτμησης. Αυτή η απόδειξη μπορεί κάλλιστα
να χρησιμοποιηθεί και ως μεταφορική ερμηνεία κάθε ιδεολογικοποίησης. Όλα παίζονται λοιπόν στο περιεχόμενο και όχι στην αισθητική, η οποία προσδιορίζεται απολύτως από αυτό.
Στην ποίηση, μα και ευρύτερα, ο μεταμοντερνισμός έχει παρέλθει δίχως να έχει αντικατασταθεί ή υποκατασταθεί από
κάτι. Η ποίηση εξακολουθεί, κατά τη ροή της νέα φαινόμενα θα εμφανιστούν, θα λειτουργήσουν και θα πάψουν, η ποίηση είναι λοιπόν το πραγματικό αντικείμενο, όλα τα υπόλοιπα αποτελούν προσωρινές, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο ουσιώδεις, διαμορφώσεις.
Όσα περιέχει αυτός ο τόμος για τη μεταμοντέρνα αμερικανική ποίηση είναι διεξοδικά στον βαθμό που δεν μπορούν να είναι περατωμένα, γιατί ο ποιητικός μεταμοντερνισμός εξακολουθεί να απολλύει ύλες από τον ορισμό του. Ετούτη η παρουσίαση δεν έχει στόχο να αναδείξει τα όσα έχουν, από ιστορική και βιβλιογραφική άποψη, ήδη δημοσιευθεί σχετικά με τη μεταμοντέρνα αμερικανική ποίηση κι εξίσου με τον ανά τον κόσμο ιδεολογικοποιημένο μεταμοντερνισμό στον τομέα της ποίησης. Πρόκειται για ένα κείμενο μονήρες και, ως προς το
περιεχόμενό του, απροσχημάτιστο. Δεν συγκλίνει με τις γνωστοποιημένες φιλολογικές διερευνήσεις, μήτε καν με τις λεγόμενες εποικοδομητικές, διότι ο συγγραφέας του αντίκειται στη φιλολογία. Το σύνολο των κειμένων είναι εξ ολοκλήρου μεταμοντέρνο, εφόσον σε αυτό ο συγκεκριμένος μεταμοντερνισμός δεν διεξέρχεται μέσω των αποδόσεων της υποδοχής του μα μέσω των περιεχομένων του.
Το παρόν κειμενικό σώμα οριστικοποιήθηκε μετά από πά-
μπολλες διαγραφές, διορθωτικές αλλαγές και
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
αριθμού ποιητικών συλλογών με έργα διακοσίων είκοσι Αμερικανών μεταμοντέρνων ποιητών, της περιόδου 1950-2012, και όλων των σχετικών ανθολογιών που κυκλοφόρησαν στο αντίστοιχο διάστημα. Αποτέλεσε ολιγότητα αναγκαία για την παρουσίαση των κεντρικών αξόνων του αντικειμένου.
• • •
Η μεταμοντέρνα ποίηση προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από τους πειραματισμούς της ευρωπαϊκής ποιητικής πρωτοπορίας, καθώς και του μοντερνισμού. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο πειραματισμός είναι ούτως ή άλλως συνυφασμένος με τον ορισμό της ποίησης όσο και της γλώσσας.
Μπορούμε να πούμε ότι στην ποίηση που γράφτηκε πριν το
1960, στη διάρκεια της λεγόμενης πρώτης περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, ο μεταμοντερνισμός είχε κάνει την εμφάνισή
του πριν γίνει αντιληπτός από τους κριτικούς: κορύφωση της
αίσθησης αποξένωσης, ασυνδετότητα μεταξύ πνεύματος και φύσης, αλλοτρίωση, σύγχυση, αμφισβήτηση της γλώσσας.
Αμέσως τότε όμως συνειδητοποιούμε πως μιλάμε για γνωρίσματα της μοντερνιστικής ποίησης. Και αν αφήσουμε τον νου μας να πλανηθεί ακόμη περισσότερο στην ιστορία της ποίησης, θα διαπιστώσουμε πως όλα αυτά άρχισαν να εντοπίζονται ακόμη πιο πίσω. Ετούτο σημαίνει ένα πράγμα: πως εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι τα ποιητικά κινήματα ή φαινόμενα, μα η ποίηση.
Ο μεταμοντερνισμός εμφανίστηκε ρητός κατά την έναρξη της δεκαετίας του 1950. Ως τεκμηριωμένος τομέας της νεότερης αμερικανικής λογοτεχνίας, όμως, έκανε την εμφάνισή του το 1972. Τον όρο μεταμοντέρνος, με τις διαστάσεις και το νοηματικό βάρος που σχετίστηκαν με την ποίηση, τον εισήγαγε ο
Τσαρλς Όλσον και κατεγράφη για πρώτη φορά ως τέτοιος το
1951 σε μία του επιστολή προς τον Ρόμπερτ Κρίλι. Εντούτοις οι απόψεις του Όλσον μήτε καθόρισαν τη μεταμοντέρνα ποίηση, μήτε καθορίστηκαν από αυτή, κατά τον τρόπο που εξελίχθηκε σε δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους περιόδους. Από το 1972, ο όρος ήταν πλέον μετασχηματισμένος και άρχισε βαθμηδόν
να αποκτά μία εξεζητημένη μα συγχρόνως υπερ-θεσμική διάσταση, για να οδηγηθεί τελικά από τις αρχές του παρόντος αιώνα σε κατάπτωση.
Ο μεταμοντερνισμός της πρώτης περιόδου (1950-1972) διέφερε σχεδόν ριζικά από εκείνον της δεύτερης περιόδου, ο οποίος ξεκίνησε το 1972 και διήρκησε έως το τέλος του εικοστού αιώνα. Οι δύο αυτοί μεταμοντερνισμοί διακρίθηκαν για δύο κυρίως πράγματα.
Ο πρώτος αποτέλεσε μια άκρως δημιουργική μεταστροφή όντας εξέλιξη του μοντερνισμού, ενώ ο δεύτερος αποτέλεσε
μορφική διαπλάτυνση ορισμένων εσωτερικών ενστάσεων του
πρώτου. Η παράφορη πίστη στην οργανική μεταβατικότητα
ήταν εκείνη που κατέστησε τον μεταμοντερνισμό της πρώτης
περιόδου κορυφαίο, τόσο σε σχέση με το παρελθόν της ποίησης
όσο και με το μέλλον της έως σήμερα.
Ο μεταμοντερνισμός της δεύτερης περιόδου αναλώθηκε
στην «επαναστατική» του υποχρέωση να «αποσυγχωνευθεί»
και να «αυτονομηθεί» από την οργανική φύση της ποίησης. Επεδίωξε να παρακάμψει τη μέγιστη, διαρκή επανάσταση, κάνοντας επανάσταση.
Τον μεταμοντερνισμό της πρώτης περιόδου τον χαρακτήρισε η γιγάντωση της αποσυστημοποίησης και της ελευθερίας
που είχαν συμπήξει τον μοντερνισμό. Ο μοντερνισμός ήταν μία
αισθητική όσο και περιεχομενική έκρηξη, μία διαστολή προς
το αφόρητο συμφέρον της ποιητικής γραφής, μία διαστολή
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
εσωτερική, και ο βλαστός του, ο μεταμοντερνισμός, σε σχέση
πάντοτε με τον άμεσο πρόγονό του, ήταν η ανασκόπηση της
εσωτερικής του κατάστασης. Ο μεταμοντερνισμός της πρώτης
περιόδου ήταν υποβλητικός, καίριος και επαναστατικός.
Ο
μεταμοντερνισμός της δεύτερης περιόδου επαναπαύθηκε στην άρνηση αναγνώρισης της, ab aeterno, ριζοσπαστικής
υπόστασης του ποιητικού πνεύματος. Επαναπαύθηκε στην αποκήρυξη της εγγενούς μεταμόρφωσης της ποίησης. Απέδωσε σ’ αυτήν σφάλματα και αδυναμίες και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να απομονωθεί τελεσίδικα σε μετριοπαθείς, ενδεδυμένες άκρατη πρωτοποριακότητα, θεωρίες, τις οποίες πρόβαλλε
μία μεγάλη μερίδα της αριστερής διανόησης και κριτικής.
Ουσιαστικώς, εμμένοντας θεαματικά στο σημείο άρνησης
της ποίησης ως ποίηση, κατέφυγε σε πολλαπλές, εστιασμένες
και μη, διαμεσολαβήσεις ή αναπαραστάσεις, αφήνοντας την τόσο ζωτική όσο και φθοροποιό πραγματικότητα στην άκρη.
Καταπιάστηκε με την ίδρυση ενός ακόμη υπο-σκεπτικισμού,
ο οποίος κατέστη αξιόπιστος μόνο σε επίπεδο προσφοράς
ατελείωτων υποδιαιρετικών εξεικονίσεων και αναλύσεων.
Ο φόβος αποδοχής του ποιητικού αδιαμεσολάβητου, δηλαδή
μιας ποίησης οργανικής ως ατελές πνευματικό έργο, δίχως ή πριν από κάθε άλλη πιθανή ή απίθανη απόδοση, κατέστρεψε
το μικρό όραμα και της ελπίδες πολλών να γίνουν ποιητικοί
δημιουργοί. Εξ ου και οι μεταμοντερνιστές της δεύτερης περιόδου κατανάλωσαν αμέτρητες στάσεις μα ελάχιστες, έως
μηδαμινές, συνθήκες. Παρόλα αυτά, αναδύθηκαν ορισμένοι σπουδαίοι ποιητές.
Η αμερικανική ποίηση, και κατ’ επέκταση η λογοτεχνία, έπαψε να είναι παρακλάδι της αγγλικής όχι τόσο λόγω των νέων της αισθητικών πρωτοβουλιών, μα επειδή βοήθησε αποφασιστικά στη δημιουργία μιας γλώσσας, της αμερικανικής. Κατ’ ανάλογο τρόπο, ο ποιητικός μεταμοντερνισμός διαφοροποιήθηκε από τον μοντερνισμό και ταυτόχρονα εισήχθη στη λογοτεχνική ιστορία μέσω των γλωσσικών προεκτάσεων που εισήγαγε.
Ο μοντερνισμός δεν δημιούργησε κάποιο κενό το οποίο ήρθε
να καλύψει ο μεταμοντερνισμός. Αντιθέτως ο μεταμοντερνισμός της δεύτερης περιόδου δημιούργησε αμέτρητα κενά τα
οποία προήλθαν από τις συγχύσεις που αναπτύχθηκαν λόγω της φαινομενικής του ριζοσπαστικοποίησης. Εντούτοις, αυτά
τα κενά επικαλύφθηκαν εκ νέου από έργα μοντερνιστών που
η εννοιακή τους εγκυρότητα υπήρξε υποδορίως παρούσα σε πολλά έργα αξιόλογων μεταμοντέρνων ποιητών.
Ο αποκανονισμός των προτύπων, των οδηγιών, δεν εισή-
χθη μέσω του μεταμοντερνισμού· προϋπήρξε ως ένα από τα
βασικότερα μοντερνιστικά ιδεώδη. Πολλές όμως απ’ αυτές
τις δημιουργικές «συνέχειες» αποδυναμώνονταν όταν τίθεντο
στο λευκό μιας μεταμοντέρνας σελίδας. Για παράδειγμα, η
αμορφική γραφή, κι αυτή επίσης εισηγμένη μέσω του μοντερνισμού, αδυνάτησε μέσα στο μεταμοντέρνο πλαίσιο, εφόσον
απέκτησε «τελειωτική» μορφή, ώστε να καταστεί αναιρούμενη. Το πώς η μορφή συνδυαζόταν ή όχι με το περιεχόμενο, ή μπορούσε ακόμη και να αποτελεί η ίδια περιεχόμενο, ήταν επίσης χαρακτηριστικό των μοντερνιστών ποιητών ακμής. Αυτή
η έξη στις αναπροσαρμογές, ειδικά όταν αυτές δεν εξαντλούνταν ως δοκιμές, έφερε τη μεταμοντέρνα ποίηση σε μια κατάσταση εκφραστικού αμόκ, το οποίο δεν θα μπορούσε παρά να έχει τεράστια απήχηση στην αναζήτηση του «κοινωνικά προ-
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
σαρμόσιμου», μιας αισθητικο-διανοητικής παρειδωλίας, την οποία, ειδικά σήμερα, μορφωτικά κι επικοινωνιακά συστήματα αντιμετωπίζουν ως ποίηση.
Οι λογοτεχνικές όψεις δεν είναι παρά διαλεκτικές ή μη διαλεκτικές δομές αντιθέτων, ή συμπληρωματικών στοιχείων, που βασίζονται ή δεν βασίζονται σε συγκεκριμένες επιρροές.
Οι «αντιστοιχήσεις» και οι «συνομιλίες» δεν συνυπολογίζονται σε αυτές.
Η πρωτοτυπία προέρχεται από την ελαχιστοποίηση ή την
αποφυγή των επιρροών και όχι –όπως θέλουν να πιστεύουν οι περισσότεροι από τους σύγχρονους μεταμοντερνιστές και στην πλειονότητά τους οι ποιητικοπαθείς– από τις συνδυαστικές απορροφήσεις των περισσότερων δυνατών. Αξίζει να σημειωθεί πως οι μεταμοντερνιστές της πρώτης περιόδου ενστερνίζονταν σθεναρά την πρώτη άποψη.
Μολονότι δεν θα βρεθεί κανένας λογικός που θα διαφωνήσει με το ότι δεν υφίστανται δεσμευτικές συναινέσεις, στον σύγχρονο, ευρέως αποδεκτό μεταμοντερνισμό, αυτή η εξωφρενική κατηγοριοποίηση της ποιητικής γραφής και η διαμόρφωση ενός υπερβολικά πολύπλοκου και ομφαλοσκοπικού θεωρητικού στάτους τιμάται από μεγάλο μέρος της ακαδημίας και της αντι-ακαδημίας ως μελλοντική παρακαταθήκη για ό,τι θα επακολουθήσει στην τέχνη της ποίησης. Είναι τουλάχιστον λυπηρό.
Ο μεταμοντερνισμός της δεύτερης περιόδου ασπαζόταν εν γένει έναν μαζικό αισθητισμό. Βαθύτερος στόχος του ήταν να
στρέψει τις κοινωνικές μάζες σε μια ποιητικοφανή κατασκευή, η οποία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας γλωσσικής ιδεολογίας δίχως περιεχόμενο. Ο στόχος
Ο μεταμοντερνισμός υποστήριξε σθεναρά πως η πραγματικότητα περιορίζει τη ζωή και πως η γλώσσα περιορίζει την ποίηση. Πράγματι, για κάποιους είναι τραγικά ακατόρθωτο να
αντιληφθούν πως η πραγματικότητα και η γλώσσα είναι ασύνορες και ανεξάντλητες. Αυτό άλλωστε επικυρώνει την οργανικότητα και των δυο. Επικυρώνει την οργανικότητα της ποιητικής τέχνης. Κίνδυνος.
Ο
βραχνάς της αυθεντικότητας και της πρωτοτυπίας, λοιπόν, μετετράπη σε προοδευτικό ύφος, σε μορφές προσανατολισμένες σε μια αμφισβήτηση που ποτέ δεν αμφισβήτησε
τον εαυτό της. Αυτά συνέβαιναν παράλληλα με την πολιτική
εξάπλωσης της κειμενικής διαφήμισης που ακολούθησαν οι νεότερες γενιές. Στο εξής η ποίηση ήταν γι’ αυτούς αδιανόητο να υπάρξει δίχως φεστιβάλ, βραβεία, συνέδρια, μέσα μαζικής
ενημέρωσης. Η ποίηση εξαρτάτο στο εξής και από τη δημόσια προβολή, η οποία ως εικονικό κύρος βοηθούσε σημαντικά στην αναπλήρωση έλλειψης κύρους επί χάρτου.
Η ανάπτυξη μιας προβληματικής επιρροών αποτέλεσε αντίστροφη, μα εντελώς προβλέψιμη, συνέπεια, διότι σε αντίθετη
περίπτωση η «ανακάλυψη» πως όλες μαζί οι επιρροές συναποτελούν όντως ένα αγνό τίποτα, θα μπορούσε να ήταν αφανιστική. Οι ποιητές της πρώτης περιόδου, όντας καλοί γνώστες
της αγνωστικιστικής και μεταφυσικής ρουτίνας, μετέτρεψαν
αυτή τη συλλογιστική σε ζώπυρο· επανέφεραν την αυτότητα
στην κορυφή της ιεραρχίας. Οι της δεύτερης περιόδου όχι. Ένα
κούφιο πρόταγμα πρωτοπορίας είναι λογικό να μην αντέξει τέτοιο εποπτικό βάρος και να προσπαθήσει να αντισταθεί με τη διευκόλυνση επινόησης ενός ιδεολογήματος αρίφνητων επιρροών, το οποίο σήμερα εξακολουθεί ως «υβριδική γραφή». Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ποιητική του μεταμοντερνισμού θα «λογοδοτούσε» σε άβακα αρεστών, προεπιλεγμένων επιμετρήσεων.
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
Η αδιάκοπη περιφρόνηση προς την ποίηση και η προσκόλληση στην ποιητική, οδήγησε σε φαινόμενα όπως λ.χ. να μπαίνουν στην ίδια μοίρα η ραθυμία με τις διακυμάνσεις και το
απειρότεχνο με το περιπετειώδες. Ο μεταμοντερνισμός ευχαριστήθηκε τόσο την ασάφειά του, σε βαθμό που κατασκεύασε
μια διακειμενική ποιητική που απέφευγε την, κατά τα άλλα
προέχουσα, διακειμενική ποίηση. Η ευφάνταστη ανύψωση
του «διακειμενικού» μοντέλου, καθώς και η μεθοδολογία που
το ακολούθησε, ήταν λίαν ελκυστικές, διότι αντικαθιστούσαν
οτιδήποτε μπορούσε να παραπέμπει σε πρωτότυπο περιεχόμενο. Ετούτη η διττή αρέσκεια επέστεψε ποιοτικά το μεγαλύτερο
μέρος της ποίησης που γράφτηκε κατόπιν και αυτή τη στιγμή λογαριάζεται από πολλούς, αν όχι από τους περισσότερους, ως μείζων.
Η ποίηση αποτελείται από ποικίλους κλώνους που αναπτύσσονται ενώ περιελίσσονται μεταξύ τους. Η ανάγνωση, η σχέση που μπορεί να σχηματιστεί με τα περιλαμβανόμενα μίας ποίησης (εάν υπάρξει ανάγνωση, γιατί πολύ συχνά δεν υπάρχει, την έχει αντικαταστήσει η «παρέμβαση»), είναι μακράν σημαντικότερη, σε σύγκριση με οποιαδήποτε διακειμενική ή καταγωγική αναφορά.
Έχουν δημοσιευθεί προηγούμενα απλουστευτικά πορίσμα-
τα που μιλούν για το «αγεφύρωτο χάσμα» μεταξύ «εξωτερικού»
και «εσωτερικού» ποιητικού κόσμου (καταγωγή και διακείμενο/γραφή και ζωή), οι οποίοι αποτέλεσαν στόχο για τον κλασικισμό, τον ρεαλισμό, τον ρομαντισμό κ.ο.κ., παρότι η ποίηση δεν υπήρξε ποτέ επ’ αυτών διχοτομημένη. Πέραν τούτου, ο λεγόμενος εξωτερικός όσο και ο λεγόμενος εσωτερικός κόσμος
μοιράζονται κοινές αναλογίες και μετέχουν στην ίδια ποίηση. Συνεπώς, κάθε καταφυγιακή νύξη σχετικά με τον έναν ή τον άλλο κόσμο, που αφορούσαν τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό, παρέπεμπαν αποκλειστικά στους εμπνευστές αυτών των νύξεων οι οποίοι δεν γνώριζαν αρκετά για την τέχνη της ποίησης.
Το ποίημα προσφέρει τον μετασχηματισμό, ή τη μεταμόρφωση, μέσα από την ίδια του τη σύσταση. Ετούτο όμως, παρότι δεν προτεινόταν ως ζήτημα ή σκοπός πριν τον μεταμοντερνισμό, λειτουργούσε ήδη σε έργα σημαντικών μοντερνιστών ποιητών όσο και παλαιότερων.
Ο μεταμοντερνισμός, εννοώντας εκείνον της δεύτερης περιόδου, αντιμετώπισε ως φτηνή δικαιολογία ή αστειότητα την ποιητική ευθύνη του πρώτου προσώπου και τη φθίνουσα κλιμακωτή αξιολόγηση των υπολοίπων. Αυτή η εννοιακή μα και αισθητική σύγχυση κατέστη παροιμιώδης. Η εργώδης προώθηση της ιδεολογίας, της ταυτότητας, της φυλής, του φύλου κ.λπ. υπερέβη κατά πολύ τις μομφές σχετικά με τη χρήση του «πρώτου προσώπου» στον μοντερνισμό, μα και παλαιότερα, αφού ο υποτιθέμενος ετεροκαθορισμός εξεταζόταν αποκλειστικά από στοιχεία μη ιδιαίτερης σημασίας, όσον αφορά το ποιητικό όργανο.
Η δυσπιστία απέναντι στην τέχνη της ποίησης, η λεγόμενη «αντι-ποίηση», ήταν ένας ισχυρισμός όχι περισσότερο σημαντικός από τον χαώδη διαφορισμό μεταξύ κάθε τρομοκρατημένου δύσπιστου και ποίησης.
Ο μεταμοντερνισμός απέκτησε, πράγματι, και καρναβαλικό χαρακτήρα. Νεότεροι ποιητές άρχισαν να προμοτάρουν την ποίησή τους ως κάτι παραπάνω από ένα στάδιο «επηρεασμού»
της κοινωνίας και του ατόμου· επικεντρώθηκαν μονομερώς
στον γλωσσομορφικό τύπο και στον τρόπο με τον οποίο αυτός
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
μπορούσε να «σχετιστεί» με τις «αντιλήψεις» και τα «συναισθήματα» του «κόσμου». Διερωτήσεις νεοφύτων. Η υπαρξιακή
ανία και η πνευματική ραστώνη σχημάτισαν μια κατευνασμένη «ποίηση», που θα αναλάμβανε να μετατρέψει την απούσα προσοχή, την ανυλοποίητη δράση, σε ποιητικό φρόνημα.
Όταν ξεκίνησε, κάπως διστακτικά, η ανάδειξη του ποιητικού
μεταμοντερνισμού, εξίσου και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ορισμένοι ανήσυχοι μελετητές είχαν αποκτήσει ήδη την
αίσθηση πως η σύγχρονη ποίηση ήταν μάλλον οπισθοδρομική
και αποσκελετωμένη. Ως έναν βαθμό είχαν άδικο και ως έναν βαθμό είχαν δίκιο. Αυτό εξαρτάτο από το υλικό που είχαν στη
διάθεσή τους, μα και από το κριτικό τους δαιμόνιο.
Είναι γεγονός πως η εκμετάλλευση της μοντερνιστικής πρωτοπορίας από μεγάλη μερίδα ακαδημαϊκών ή υπερσυντηρητι-
κών κύκλων (για την υποστήριξη και την επέκταση της ιδέας
μιας «σπουδαίας εθνικής ποίησης» και άλλων εξίσου αποκρου-
στικών ανοησιών) έδωσε την εντύπωση πως ο μοντερνισμός
υπέκυψε κάποια στιγμή στο λογοτεχνικό κατεστημένο. Αυτό
δεν είναι αλήθεια, δεν συνέβη ποτέ· και σήμερα είναι επιβεβλημένο να σημειώσουμε τον βαθμό αποτυχίας προσέγγισης
του μοντερνισμού, όπως αυτός διδάσκεται ως επί το πλείστον
σε σχολεία και πανεπιστήμια.
Είναι κατάλληλη στιγμή να επανεξεταστεί και να αποκατασταθεί η μοντερνιστική ποίηση. Να εισέλθουν οι ενδιαφερόμενοι στον μοντερνισμό μέσω του μοντερνισμού
ένα νέο super status, κατά πολύ πιο συγκροτημένο, κλειστό
και συντηρητικοποιημένο από κάθε προηγούμενο.
Άξιο αναφοράς και υπογράμμισης είναι επίσης το τετελεσμένο πως ο μεταμοντερνισμός διέθετε (και διαθέτει) μια πλει-
άδα
προσεταιρισμένων κριτικών, οι οποίοι για τουλάχιστον μία εικοσαετία αναμασούσαν μεταμοντερνιστικές παλαιολογίες, δημοσιοποιώντας σε σταθερή βάση την έμμονη εδραιολογία
τους υπέρ του. Αυτοί οι κριτικοί δεν στάθηκαν ουσιωδώς κριτικοί απέναντί του, ως όφειλαν, όντας δήθεν υποστηρικτές της
διαρκούς μεταβατικότητας μα υπηρετώντας ένα αφήγημα εξίσου ιδεολογικοποιητικό και κοινωνικοποιητικό.
Ο μεταμοντερνισμός –μιλώντας στο εξής αποκλειστικά για εκείνον της δεύτερης περιόδου– έτρεφε μεγάλες ελπίδες πως θα επανίδρυε την ποιητική τέχνη μέσω αναζήτησης απόρθητων θεμελίων. Έτρεφε ελπίδες πως θα ξετρύπωνε την ύστατη μεθερμήνευση. Αυτές οι δύο προσδοκίες ήταν φυσικό να αποβούν ολοκληρωτικά ακυρωτικές. Ο μεταμοντερνισμός λησμό-
νησε να επινοήσει γιατί ήταν απασχολημένος με τη σύληση μνημάτων που ο ίδιος δημιουργούσε.
Η αβασιμότητα των έργων πολλών μεταμοντερνιστών ποι-
ητών έγκειτο κυρίως στο ότι δεν απέκτησαν θεμελιακή σχέση
με την ποίηση, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορέσουν
να λειτουργήσουν ως μεταστροφείς της. Τα κείμενά τους λειτούργησαν ως εργαστήρια επιβεβαίωσης πολλών και διαφόρων τύπων, επισωρευμένων μεγαλεπήβολων επιδιώξεων. Το ατελές, που είναι συνάμα προφήτης του παρελθόντος του, είναι εκείνο που έσπειρε και συνεχίζει να σπέρνει τον όλεθρο στους «ποιητές».
Είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω πως η ποίηση είναι ένα ελάχιστο σύνολο με ανυπολόγιστες δυνατότητες, διαφωνώντας ριζικά με τη μεταμοντερνιστική άποψη (της δεύτερης
περιόδου) πως η ποίηση είναι μία κοινωνική δυναμική που
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
συμβαίνει κατά τα δοκούμενά της. Οι ευρύτερα αποδεκτές
πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις αξιολογούν τις σημασί-
ες διαχωρίζοντας το αδιαχώριστο ένα ζωής και ποίησης, ούτως
ώστε να εξοικονομούν έναν απεριόριστο αριθμό υποαναπτυγμάτων, τα οποία εκκινούν ασταμάτητα από το σημείο παύσης
της και παύουν ασταμάτητα στο σημείο εκκίνησής της.
Έχουμε να κάνουμε με μια διαλεκτική «πραγματικοποίησης» της πραγματικότητας, με την προώθηση του μεταμοντερνισμού ως επιστήμη επανόρθωσης της αλήθειας, ένα γεγονός που οι καθοδηγητές του μεταμοντερνισμού αρνούνταν πεισματικά επειδή ήταν πεπεισμένοι πως πιστοποιούσαν την πεμπτουσία μιας τέχνης.
Οι ποιητές μαθαίνουν στους αναγνώστες να βλέπουν και να ζουν τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους απ’ εκείνους που
έχουν συνηθίσει. Ο μεταμοντερνισμός διερεύνησε, όπως και
ο μοντερνισμός, τη σχέση της γλώσσας με την ταυτότητα της
ποίησης και τη διαχείριση των εννοιών. Ανήγαγε τις αιτιώδεις
διαδικασίες σε ποιητική μορφή η οποία δεν χρειαζόταν περιεχόμενο για να υπάρξει, αλλά μόνο κάποιου είδους αισθητική ενσωμάτωση.
Η πεποίθηση της «ασυνέχειας» μεταξύ ποιητικού υποκειμένου και αντικειμένου ήταν απολύτως λογικό να περιέλθει σε
μια αίσθηση κατακερματισμού, εφόσον στην καθημερινή ζωή
οι διακρίσεις και οι ασταμάτητες κατανομές δημιούργησαν περαιτέρω ρήξη με την πραγματικότητα. Αναρωτιέται όμως κανείς, για ποιον λόγο, για ποια γραφή, είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τη ζωή μέσω μιας αναξιόπιστης προβολής όπου η ζωή και το πνεύμα παύουν να επι-
νοούνται στο αεικίνητο σημείο συμβολής ζωής και θανάτου, δηλαδή στην ποίηση.
Οι αυτοτελείς μετατοπίσεις σφυρηλατούν εντέλει μια διαδοχικότητα που μονίμως χρήζει διαδοχής. Διότι δεν διαθέτει
περιεχόμενο, ή το περιεχόμενο που διαθέτει δεν είναι αρκετό
για ποίηση. Η ποίηση συμβαίνει εκ νέου, ώστε το περιεχόμενο
να είναι αναντικατάστατο, η ποίηση είναι διαφυγούσα όπως
και το περιεχόμενό της ώστε η μόνη εγκυρότητα που απομένει
να είναι η δημιουργία και των δυο.
Μια ερμηνευτική, ενδεικτική υπεραπλούστευση της παραπάνω τοποθέτησης, που βοηθά στη διάκριση μεταξύ ποιητικού συντονισμού και ποιητικού στόχου: η ειρωνεία, λόγου χάρη, μπορεί να είναι μέρος ποίησης μόνο σαν βρίσκεται σε σημείο ρήξης, ή όταν αποτελεί η ίδια σημείο ρήξης. Όταν η ειρωνεία
εμφανίζεται ως επιθυμία για απόκλιση από την κανονικότητα, έχουμε επιθυμία απόκλισης από την κανονικότητα, δεν έχουμε ποιητική ειρωνεία. Μα θα υποκριθώ πως δεν έγραψα την προηγούμενη φράση, πως δεν βρίσκομαι εδώ, ώστε να διαβαστεί απρόσκοπτα.
Σημαντικοί, μοντερνιστές ή μεταμοντερνιστές, ήταν οι ποιητές που διέθεταν μοναδική, ιδιόμορφη γραφή, όπως συνέβη με κάθε σημαντικό ποιητή του απώτερου παρελθόντος και θα
συμβεί παρομοίως στο απώτερο μέλλον. Δεν καθιστά το λογοτεχνικό κίνημα σημαντικό έναν ποιητή. Ο ποιητής από τη στιγμή που δημιουργεί είναι ήδη πιο ελεύθερος και αποριοθετημένος. Το ποίημα δεν σηματοδοτεί ρητή επιδίωξη αναπαράστασης της ιδέας ενός ποιήματος ή την ιδέα του ποιήματος. Είναι ποίημα. Εφήμερη ενσάρκωση του διαχρονικού.
Όταν μιλάς για κάτι δεν σημαίνει απαραιτήτως πως το εκφράζεις, συνεπώς η ποίηση δεν είναι ομιλία, φωνή, ούτε έκφραση. Είναι αυτοσυνείδητη περιεχομενική ταλάντευση με
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
επίσης ταλαντευόμενη μορφή. Αυτό δεν έγινε κι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ αποδεκτό από τα ενεργούμενα της μελοδραματικής μεταμοντέρνας θεωρίας που έβριθε και εξακολουθεί
να βρίθει προσχηματικών διλημμάτων, που υποτίμησε την ποίηση, θεωρώντας την κατασκευαστήριο κοινωνικών και ιδεολογικών αναφορών. Σε αυτό το σημείο, ο μεταμοντερνισμός, όσο
και αν αυτό μοιάζει αδιανόητο, ταυτίστηκε με τη διαχρονικά διαδεδομένη, κοινότυπη, συμβατική ποίηση, η οποία δεν ήταν και δεν είναι ποίηση.
Αυτό το δόγμα, εκκινώντας από ιδεολογικές βάσεις –ιδεολογικές τόσο υπό την έννοια των πολιτικών ιδεολογιών όσο και των αισθητικών–, προσπάθησε να επιβάλει στην ποίηση το θεώρημα της κατασκευής ώστε να ξεμπερδέψει με τη δημιουργία, που όντας τρομακτική αντικοινωνική και αντιδογματική δυσκολία καθιστούσε την ποίηση «αλλόκοτη» και «αποξενωτική». Δεν ευνοούσε την κατάχρησή της ως «εξευγενισμένο γλωσσικό ισχυρισμό» από τις μάζες.
Σε διάστημα δεκαπενταετίας ο μεταμοντερνισμός, μέσω μιας συνεχούς «αντίστασης στην κυρίαρχη ιδεολογία», κατά-
φερε να γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία. Όλα τα τεταμένα ζητήμα-
τα σχετικά με την παρεμβατικότητα του μεταμοντέρνου, που είχαν σκοπό την ανατροπή της κυρίαρχης τάσης, αξιοποιήθη-
καν για τη σύσταση ενός απίστευτα συνεκτικού κατεστημένου
το οποίο πολύ σύντομα ταυτίστηκε με τον όρο «εθνική ποίηση». Η μεταμοντέρνα ποίηση αποδείχθηκε πως ήταν αισθητικό αιμομικτικό ανάμειγμα που στηριζόταν σ’ έναν ακαδημαϊσμό νέου τύπου, ο οποίος τροφοδοτείτο από τα προγράμματα ενός νέου είδους «δημιουργικής γραφής», δημόσιες εκδηλώσεις και αμέτρητα περιοδικά ποίησης, τα οποία φρόντισαν να απομακρύνουν όλους τους πιθανούς ποιητικούς κινδύνους. Η ποίηση ξάφνου τυποποιήθηκε ως διδακτέα, οι «αρνητικές» επιρροές
έπρεπε να αποτρέπονται πάση θυσία και οι εκκολαπτόμενοι
ποιητές να απολλύουν την προσωπική τους ώση.
Ασφαλώς υπήρξαν κι εκείνοι που φρόντισαν να υπερασπι-
στούν το συμφέρον τους, μιλώντας για μια διδακτέα «βάση»
πάνω στην οποία οι μαθητευόμενοι θα εναπόθεταν την «ωρίμανσή» τους, αυτό το αστείο όμως καταρρίφθηκε από μόνο
του, εφόσον στην ποίηση η βάση αποκτάται από δοκιμές, πραγματώσεις, πρακτικές και διανοητικές εφαρμογές που χαρακτηρίζουν τη ζωή του εμπειρώμενου. Πέραν τούτου, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό, πιο επιτακτικό, από τον δρόμο που ανοίγει ο πρωτότυπος, προσωπικός λόγος, ο οποίος ωριμάζει κατά το δυνατό ανεπηρέαστος.
Η οδηγία, συνεπώς, ήταν: μεταμοντερνισμός ή χάος. Αυτός ο άκρατος συστημισμός, πέρα από τις συνέπειες που δημιούργησε εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, όντας για πολλά χρόνια η κορυφαία ποιητική «δύναμη» ανά την υφήλιο, με την εξάπλωσή του εξαμερικάνισε και «εκμεταμοντερνοποίησε»
εκ βάθρων τις νεότερες ποιητικές δομές και το γλωσσικό ίδιον πολλών χωρών, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Τι πιο σύνηθες σήμερα πλέον, από τη συγκαλυμμένη εξιδανίκευση μιας εγωιστικής πολιτικής: το ποίημα είναι μέρος ή αντίγραφο εκείνου που καμώνεται πως προσπαθεί να ανατρέψει ή να αναθεωρήσει. Σ’ αυτό ποντάρουν και οι καταναλωτές του. Στην απερίγραπτη συγκίνηση πως αυτό το φαινόμενο εξακολουθεί να έχει νόημα, να πραγματοποιείται.
Οι «ποιητές» έδειξαν και συνεχίζουν να δείχνουν απόλυτη ευσέβεια στα όσα αισθάνονται και να εκφράζουν άρνηση αναγνώρισης όσων
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
Ο μεταμοντερνισμός της δεύτερης περιόδου δεν μπόρεσε να επιτύχει κορύφωση της άκρως «επικριτικής» ποιητικής αφήγησης την οποία είχε ειδωλοποιήσει, γιατί έδειξε άκρατη εμπιστοσύνη στη συνείδηση, στην κοινωνική και ιδεολογική συνείδηση. Στη συνείδηση, που αποτελεί το τέλειο τυφλό σημείο.
Ο
μεταμοντερνισμός της πρώτης περιόδου, όντας αδιάφορος
προς το κατά το δη λεγόμενον των «πρωτοποριακών» απαιτήσεων, πραγματοποίησε εκείνο που δεν γνώριζε. Η συμβολή
του μεταμοντερνισμού της πρώτης περιόδου, λοιπόν, ήταν σημαδιακή, ακαταγώνιστη.
Αυτό που συνέβη πριν από χρόνια συμβαίνει και σήμερα. Η μακρά γενεαλογία των ποιητών περιέχει μοναδικότητες και συνοδεύοντα, δευτερεία. Οι μεταμοντέρνοι Αμερικανοί ποιητές, τουλάχιστον οι καταγεγραμμένοι ως σημαντικοί ή σημαντικότεροι, φτάνουν αισίως τους τριακόσιους εξήντα πέντε, σύμφωνα πάντοτε με τις πιο αξιόπιστες πηγές. Μεταμοντερνιστικά κρίνοντας, δεν υπήρξε λόγος να επιχειρήσω μια διεξοδική παρουσίαση της ποικιλίας, των τάσεων. Οι ποιητές που επέλεξα να παρουσιάσω πιο κάτω, της πρώτης περιόδου του μεταμοντερνισμού, είναι εκείνοι που το έργο τους υπερέβη τον μεταμοντερνισμό ακριβώς επειδή ήταν εξόχως μεταμοντέρνο·
όχι συμμετοχικό, κινηματοποιημένο. Από εκείνους της δεύτε-
ρης περιόδου επέλεξα ορισμένους από τους πιο επιδραστικούς.
Δεν μπορεί, συνεπώς, να τεθεί ζήτημα παραλείψεων.
Με ενδιέφεραν αποκλειστικά τα ποιήματα που εμφανίστηκαν τη δική τους στιγμή, τα ποιήματα που συνέπεσαν μόνο με την περίπτωσή τους, από τις απαρχές της μεταμοντέρνας ποίησης έως σήμερα. Επέλεξα ορισμένα απ’ αυτά, τα οποία θε-
ώρησα αντιπροσωπευτικά. Αυτό ίσως να μην ανταποκρίνεται
στις προσδοκίες των συμβατικώς προετοιμασμένων ή απροετοίμαστων αναγνωστών· πληροί όμως τη χειραφετική απαίτη-
ση προσανάβασης της μετα-νεωτερικότητας προς την πραγματικότητα. Εξάλλου δεν πρόκειται για ανθολόγιο ποίησης μα
για μελέτη που συνοδεύεται από ορισμένες μεταφράσεις.
Τι νόημα έχει να απασχολείται κανείς με υπερβάσεις εάν δεν διακρίνει τη σχεσιακή κενότητα που τις διέπει; Όταν, εν ολίγοις, δεν συμμετέχει επινοητικά στων υπερβάσεων τις διαστάσεις;
Ακόμη κι όταν εμφανίζονται αλλαγές ή ανανεώσεις, το προχώρημα της αισθητικής δεν είναι βέβαιο, το προχώρημα δεν στέκεται οπωσδήποτε ικανό να ανακτά ατελώς ένα ειδικό βάρος δημιουργικού κινδύνου, δηλαδή πνευματικού ήθους. Ο δημιουργικός κίνδυνος δεν μεταμορφώνεται ή δεν ανάγεται εκ νέου σε πρωτόφαντες διανοητικές προοπτικές. Μπορεί απλώς
να εμφανίζει κατευθύνσεις ή εφέσεις, τις οποίες όμως δεν αναλαμβάνει. Στην περίπτωση αυτή, η ποίηση είναι de facto πενιχρή· υπό τους όρους μάλιστα που τόσο ο μοντερνισμός όσο και ο μεταμοντερνισμός θέτουν, ή αρνούνται να θέσουν. Αυτό
το ειδολογικό γνώρισμα οριοθετεί, μπορεί να πει κανείς, το κατά πόσο και σε ποιες περιπτώσεις είναι άξια λόγου η σύγχρονη ποίηση, ανεξάρτητα από την αισθητική της τοποθέτηση. Δεν υπάρχει ανάγκη ή υποχρέωση προτίμησης μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού. Η ποιητική
ΓΙΆΝΝΗΣ ΛΕΙΒΆ ΔΆΣ
σιών της ηθικής και αισθητικής της υπόστασης. Στη «σύγχρονη
ποίηση» ενυπάρχει η απαίτηση να διαδραματίζει αποφασιστι-
κό ρόλο σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, όντας στραμμένη σε
αυτό, αντί να αναδημιουργείται, να διαδραματίζεται ως διαρκής απροσδόκητη πνευματική σύλληψη.
Συχνά σκέφτομαι πως η «σύγχρονη ποίηση» παραχωρεί σε
ένα πολύπτυχο, εντούτοις απολύτως συγκεκριμένο, πρότυπο
ομορφιάς πλήρη εξουσία, ενώ η ποίηση διαιωνίζει μια ομορφιά
που ακτινοβολεί απείθεια προς πάσα εξουσία. Κατόπιν τούτου, είμαι της άποψης πως κάθε κριτική που οδηγεί σε ποσοτική ελάφρυνση της ποίησης είναι σημαντική.
Η ανθρώπινη ζωή λειτουργεί μέσα στο χάος, το πνεύμα είναι ατέρμονο. Όλα αυτά τα σημειώνω και για να επανεξετάσω
πολλά απ’ όσα προτείνω. Η ποίηση –είμαι αναγκασμένος να
προβώ σε άγαρμπη, μα υποχρεωτική για τον σκοπό του κειμένου, τοποθέτηση– είναι, ας πούμε, σημαντική, εξαιτίας του
απολύτου τίποτα μέσα στο οποίο δημιουργείται. Ως εκ τούτου, το ποίημα είναι η απάντηση μιας ερώτησης που δεν έχει ακόμη τεθεί.
Παρίσι, Νοέμβριος 2012*
___________________
* Σημ. τ. Σ.: το 2016, κατά την επισύναψη των μεταφρασμένων ποιημάτων έγιναν ορισμένες προσθήκες στο πρώτο μέρος του κειμένου.