Τα Βιβλία του Αίματος #6 - Clive Barker - Εκδόσεις Οξύ

Page 1

Στον Ντέιβ



Η ζωή του θανάτου

Η εφημερίδα ήταν η πρώτη έκδοση της μέρας και η Ιλέιν την καταβρόχθισε από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα για όση ώρα περίμενε στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Είχαν πυροβολήσει και είχαν σκοτώσει ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν πάνθηρας –και είχε τρομοκρατήσει την περιοχή του Έπινγκ Φόρεστ για δύο μήνες– αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν ένα άγριο σκυλί. Αρχαιολόγοι στο Σουδάν είχαν ανακαλύψει κομμάτια οστών για τα οποία είχαν αποφανθεί ότι ενδεχομένως θα οδηγούσαν σε ριζική επαναξιολόγηση σχετικά με την καταγωγή του ανθρώπου. Μια νεαρή γυναίκα που κάποτε χόρευε με ένα κατώτερο μέλος της βασιλικής οικογένειας βρέθηκε δολοφονημένη κοντά στο Κλάπχαμ· ένας ιστιοπλόος που έκανε μόνος του τον γύρο του κόσμου είχε χαθεί· ο πρόσφατος ενθουσιασμός για τη θεραπεία του κοινού κρυολογήματος είχε εξανεμιστεί. Διάβαζε με τον ίδιο ζήλο τόσο τα διεθνή νέα όσο και τα καθημερινά μικροπράγματα –οτιδήποτε μπορούσε να πάρει το μυαλό της από την εξέταση που την περίμενε– όμως οι σημερινές ειδήσεις έμοιαζαν τόσο πολύ με τις χθεσινές· μόνο τα ονόματα άλλαζαν. Ο δρ Σένετ την ενημέρωσε ότι η ανάρρωσή της προχωρούσε καλά, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, και θα μπορούσε να επιστρέψει στις υποχρεώσεις της όταν και η ίδια θα αισθανόταν ψυχολογικά αρκετά δυνατή για να το κάνει. Της είπε να κλείσει 9


CLIVE BARKER

ένα ακόμη ραντεβού για την πρώτη εβδομάδα του νέου έτους, προκειμένου να έρθει τότε να την εξετάσει για τελευταία φορά. Έφυγε και τον άφησε να ξεπλένει τα χέρια του από την επαφή του μαζί της. Η σκέψη να πάρει αμέσως το λεωφορείο και να γυρίσει στο σπίτι της ήταν αποκρουστική, έπειτα από τόση ώρα ακινησίας και αναμονής. Αποφάσισε να περπατήσει για μία η δύο στάσεις παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής. Η άσκηση θα της έκανε καλό και αυτή η μέρα του Δεκέμβρη, αν και απείχε πολύ από το να είναι ζεστή, σίγουρα ήταν ηλιόλουστη. Τα σχέδιά της, ωστόσο, αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξα. Μετά από μερικά λεπτά περπατήματος άρχισε να πονάει στο υπογάστριο και αισθάνθηκε ναυτία. Έτσι βγήκε από τον κεντρικό δρόμο προκειμένου να ψάξει κάποιο μέρος όπου θα μπορούσε να ξεκουραστεί και να πιει λίγο τσάι. Έπρεπε, επίσης, να φάει κάτι, το ήξερε αυτό, αν και ποτέ δεν έτρωγε πολύ. Μετά την επέμβαση, μάλιστα, είχε πολύ λιγότερη όρεξη. Η περιπλάνησή της ανταμείφθηκε. Βρήκε ένα μικρό εστιατόριο που, παρόλο που η ώρα ήταν μία παρά πέντε, ώρα για το μεσημεριανό διάλειμμα του φαγητού, δεν είχε πολύ κόσμο. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με έντονα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της σέρβιρε το τσάι της μαζί με μια ομελέτα με μανιτάρια. Κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να φάει, αλλά δεν τα κατάφερε. Η σερβιτόρα έδειχνε φανερά ενοχλημένη. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το φαγητό;» είπε κάπως θυμωμένα. «Ω, όχι» τη διαβεβαίωσε η Ιλέιν. «Είναι δικό μου το πρόβλημα». Η σερβιτόρα έδειχνε προσβεβλημένη έτσι κι αλλιώς. «Θα ήθελα λίγο ακόμη τσάι, αν γίνεται» είπε η Ιλέιν. 10


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

Έσπρωξε μακριά το πιάτο της με την ελπίδα ότι η σερβιτόρα θα το μάζευε σύντομα. Η εικόνα του γεύματος που μεταμορφωνόταν σε άμορφη μάζα, μέσα στο ολόλευκο πιάτο που δεν είχε κανένα σχέδιο πάνω του, της χαλούσε τη διάθεση. Μισούσε αυτή την ανεπιθύμητη ευαισθησία της: ήταν παράλογο το γεγονός ότι ένα πιάτο με αφάγωτα αυγά τής προκαλούσε αυτή τη μελαγχολία, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Παντού έβρισκε μικρούς αντίλαλους της δικής της απώλειας. Στον θάνατο, με το ξαφνικό κρύο μετά από έναν σχετικά ζεστό Νοέμβριο, των βολβών στη ζαρντινιέρα του παραθύρου της· στη σκέψη του άγριου σκυλιού που είχε διαβάσει στην εφημερίδα ότι το σκότωσαν στο Έπινγκ Φόρεστ. Η σερβιτόρα επέστρεψε με το φρέσκο, ζεστό τσάι, αλλά αμέλησε να πάρει το πιάτο. Η Ιλέιν τη φώναξε και της ζήτησε να το μαζέψει. Η σερβιτόρα το έκανε με μισή καρδιά. Πλέον δεν είχαν απομείνει άλλοι πελάτες στο εστιατόριο, εκτός από την Ιλέιν και τη σερβιτόρα που τώρα ήταν απασχολημένη με το να πηγαίνει από το ένα τραπέζι στο άλλο και να αντικαθιστά τους καταλόγους του μεσημεριανού με τους καταλόγους του βραδινού. Η Ιλέιν έμεινε να κοιτάζει επίμονα έξω από το παράθυρο. Πέπλα γκριζογάλανου καπνού είχαν συρθεί στον δρόμο τα τελευταία λεπτά στερεοποιώντας το φως του ήλιου. «Πάλι καίνε» είπε η σερβιτόρα. «Η αναθεματισμένη μυρωδιά βρίσκεται παντού». «Τι καίνε;» «Παλιά ήταν το Κοινοτικό Κέντρο. Το γκρεμίζουν και χτίζουν καινούργιο. Πετάνε τα λεφτά των φορολογούμενων». Πράγματι, ο καπνός, αργά αλλά σταθερά, έμπαινε μέσα στο εστιατόριο. Η Ιλέιν, ωστόσο, δεν θεώρησε ότι ήταν δυσάρεστος· έβγαζε μια απαλή μυρωδιά με έντονο άρωμα φθινοπώρου που ήταν η αγαπημένη της εποχή. Το όλο σκηνικό τής εξήψε την 11


CLIVE BARKER

περιέργεια και αφού ήπιε το τσάι της και πλήρωσε το γεύμα, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα και να βρει από πού έβγαινε ο καπνός. Δεν χρειάστηκε να περπατήσει πολύ. Στο τέλος του δρόμου υπήρχε μια μικρή πλατεία· τα έργα κατεδάφισης κυριαρχούσαν στον χώρο. Ωστόσο, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια έκπληξη. Το κτίριο που η σερβιτόρα τής είχε πει ότι ήταν το παλιό Κοινοτικό Κέντρο, στην πραγματικότητα ήταν εκκλησία· ή ήταν εκκλησία κάποτε. Είχαν ήδη βγάλει τα φύλλα μολύβδου και τις πλάκες από τη στέγη και είχαν αφήσει τα δοκάρια να στέκονται γυμνά στον ουρανό· είχαν βγάλει τα τζάμια από τα παράθυρα· το γκαζόν είχε ξεριζωθεί από το πλαϊνό μέρος του κτιρίου και δύο δέντρα που τα είχαν κόψει βρίσκονταν εκεί πεσμένα. Η πυρά τους πρόσφερε αυτό το ελκυστικό άρωμα. Αμφέβαλλε για το αν αυτό το κτίριο ήταν κάποτε όμορφο, αλλά πολλά στοιχεία που είχαν απομείνει από την κατασκευή του την έκαναν να υποθέσει ότι ενδεχομένως να είχε κάποτε κάποια ομορφιά. Η ανεμοδαρμένη πέτρα του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα τούβλα και το τσιμέντο που την περιστοίχιζαν, όμως η κατάσταση πολιορκίας του (οι εργάτες που προσπαθούσαν σκληρά να το γκρεμίσουν· η μπουλντόζα έτοιμη και πεινασμένη για τα μπάζα) του έδινε μια γοητεία. Ένας ή δύο εργάτες την πρόσεξαν καθώς στεκόταν και τους κοίταζε, αλλά κανείς τους δεν έκανε κάποια κίνηση για να τη σταματήσει όταν διέσχισε την πλατεία για να φτάσει στην κεντρική πύλη της εκκλησίας και να κοιτάξει μέσα. Το εσωτερικό της, απογυμνωμένο από τα διακοσμητικά πέτρινα ανάγλυφα, από τον άμβωνα, τα στασίδια, την κολυμβήθρα και όλα τα υπόλοιπα, ήταν απλώς ένα πέτρινο δωμάτιο από το οποίο απουσίαζε κάθε ίχνος ατμόσφαιρας ή αυθεντικότητας. Κάποιος, ωστόσο, είχε εντοπίσει εδώ μια πηγή ενδιαφέροντος. Στην άλλη άκρη της εκκλησίας ένας άντρας στεκόταν με την πλάτη γυρι12


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

σμένη στην Ιλέιν, ενώ το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στο έδαφος. Καθώς άκουσε τα βήματά της πίσω του γύρισε και κοίταξε ένοχα. «Ω» είπε. «Δεν θα κάνω πάνω από ένα λεπτό». «Δεν υπάρχει πρόβλημα…» είπε η Ιλέιν. «Νομίζω ότι και οι δύο έχουμε μπει παράνομα εδώ». Ο άντρας ένευσε. Ήταν ντυμένος επίσημα –ίσως και μελαγχολικά– αν εξαιρούσες το πράσινο παπιγιόν του. Τα χαρακτηριστικά του, παρά τα ρούχα και τα γκρίζα μαλλιά ενός μεσήλικα, παραδόξως δεν είχαν ρυτίδες, λες και κανένα χαμόγελο και κανένα σκυθρώπιασμα δεν αναστάτωνε την τέλεια αδιαφορία τους. «Λυπηρό, έτσι δεν είναι;» είπε. «Να βλέπεις ένα μέρος σαν κι αυτό σ’ αυτή την κατάσταση». «Ξέρατε την εκκλησία όπως ήταν στο παρελθόν;» «Ερχόμουν κάποιες φορές» είπε «αλλά ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής». «Πώς τη λένε;» «Των Αγίων Πάντων. Νομίζω ότι χτίστηκε στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα. Σας αρέσουν οι εκκλησίες;» «Όχι ιδιαίτερα. Απλώς είδα τον καπνό και…» «Σε όλους αρέσουν οι σκηνές καταστροφής» είπε. «Ναι» απάντησε η Ιλέιν «υποθέτω ότι αυτό είναι αλήθεια». «Είναι σαν να παρακολουθείς κηδεία. Καλύτερα εκείνοι παρά εμείς, έτσι δεν είναι;» Μουρμούρισε κάτι συμφωνώντας μαζί του, όμως το μυαλό της ήταν αλλού. Βρισκόταν πίσω στο νοσοκομείο. Στον πόνο που ένιωθε και στην τωρινή της θεραπεία. Στη ζωή της που σώθηκε μόνο και μόνο για να χάσει κάθε ικανότητα για παραπέρα ζωή. Καλύτερα εκείνοι παρά εμείς. 13


CLIVE BARKER

«Ονομάζομαι Κάβανο» είπε ο άντρας μειώνοντας την απόσταση που τους χώριζε και απλώνοντας το χέρι του. «Τι κάνετε;» είπε εκείνη. «Είμαι η Ιλέιν Ράιντερ». «Ιλέιν» είπε. «Γοητευτικό». «Ρίχνετε μια τελευταία ματιά στο μέρος πριν το κατεδαφίσουν;» «Ακριβώς. Κοίταζα τις επιγραφές στις πέτρινες πλάκες του πατώματος. Κάποιες απ’ αυτές είναι ιδιαίτερα εύγλωττες». Έσπρωξε με το πόδι του ένα κομμάτι ξύλο από μια πλάκα. «Είναι πολύ κρίμα. Είμαι σίγουρος ότι απλώς θα διαλύσουν τις πλάκες όταν αρχίσουν να ξηλώνουν το πάτωμα…» Έστρεψε το βλέμμα της στο μωσαϊκό με τις τετράγωνες πέτρες που βρίσκονταν κάτω από τα πόδια της. Δεν είχαν όλες επιγραφές και όσες είχαν ήταν απλώς ονόματα και ημερομηνίες. Υπήρχαν και κάποιες επιγραφές, ωστόσο. Μία, αριστερά από εκεί όπου στεκόταν ο Κάβανο, είχε ένα ξεθωριασμένο ανάγλυφο, δύο σταυρωμένες κνήμες σαν μπαγκέτες τυμπάνων κι ένα σύντομο απόσπασμα πεζού κειμένου: Απελευθέρωσε τον χρόνο. «Νομίζω ότι κάποτε πρέπει να υπήρχε μια κρύπτη εδώ από κάτω» είπε ο Κάβανο. «Κατάλαβα. Κι αυτά είναι τα ονόματα όλων εκείνων που έχουν θαφτεί εδώ». «Λοιπόν, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο λόγο για τις επιγραφές, μπορείτε εσείς; Σκεφτόμουν να ρωτήσω τους εργάτες…» σταμάτησε στη μέση της πρότασής του «…ίσως το θεωρήσετε εξαιρετικά νοσηρό εκ μέρους μου…» «Ποιο;» «Να, το να κρατήσω μία ή δύο απ’ αυτές τις ωραίες πλάκες πριν τις καταστρέψουν». 14


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

«Δεν νομίζω ότι είναι νοσηρό» είπε η Ιλέιν. «Είναι πολύ όμορφες». Προφανώς η απάντησή της τον ενθάρρυνε. «Ίσως θα έπρεπε να τους μιλήσω τώρα» είπε. «Μου επιτρέπετε για ένα λεπτό;» Την άφησε να στέκεται στο κεντρικό κλίτος του ναού σαν παρατημένη νύφη, καθώς βγήκε έξω για να ρωτήσει κάποιον από τους εργάτες. Περπάτησε μέχρι εκεί όπου κάποτε βρισκόταν η Αγία Τράπεζα, ενώ διάβαζε τα ονόματα καθώς προχωρούσε. Ποιος γνώριζε ή ενδιαφερόταν για τον τόπο ανάπαυσης αυτών των ανθρώπων τώρα; Ήταν νεκροί για περισσότερα από διακόσια χρόνια και είχαν πάει όχι στη γεμάτη αγάπη μνήμη των απογόνων τους, αλλά στη λήθη. Και ξαφνικά οι ανέκφραστες ελπίδες για τη μεταθανάτια ζωή που έτρεφε μέσα της για τριάντα τέσσερα χρόνια αργόσβησαν· πλέον δεν τη βάραινε καμία κενή προσδοκία για τον παράδεισο. Κάποια μέρα, ίσως σήμερα, θα πέθαινε, όπως ακριβώς είχαν πεθάνει κι αυτοί οι άνθρωποι, και ο θάνατός της δεν θα είχε καμία σημασία. Δεν είχε τίποτα να περιμένει, τίποτα να την εμπνέει, τίποτα να ονειρευτεί. Στεκόταν κάτω από ένα ψήγμα ήλιου που το κάλυπτε ο καπνός, ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά, και ένιωθε σχεδόν ευτυχισμένη. Ο Κάβανο επέστρεψε μετά τη συζήτηση που είχε με τον επιστάτη. «Όντως υπάρχει μια κρύπτη» είπε «αλλά δεν την έχουν αδειά­σει ακόμη». «Ω». Βρίσκονταν ακόμη κάτω από τα πόδια της, σκέφτηκε. Σκόνη και κόκαλα. «Προφανώς αντιμετωπίζουν μια δυσκολία προκειμένου να μπουν μέσα στην κρύπτη. Όλες οι είσοδοι είναι σφραγισμένες. Αυτός είναι ο λόγος που σκάβουν γύρω από τα θεμέλια. Προσπαθούν να βρουν κάποια άλλη είσοδο για να μπουν». 15


CLIVE BARKER

«Σφραγίζονται συνήθως οι κρύπτες;» «Όχι τόσο σχολαστικά όσο η συγκεκριμένη». «Ίσως δεν είχαν άλλο χώρο» είπε η Ιλέιν. Ο Κάβανο εξέλαβε το σχόλιό της αρκετά σοβαρά. «Ίσως» είπε. «Θα σας δώσουν κάποια από τις πέτρες;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν εξαρτάται απ’ αυτούς. Αυτοί είναι απλώς εργάτες του δήμου. Προφανώς υπάρχει κάποια εταιρεία από επαγγελματίες ανασκαφείς που θα πραγματοποιήσει τη μετακίνηση των πτωμάτων στον καινούργιο χώρο ταφής. Πρέπει όλα να γίνουν με τον αρμόζοντα τρόπο». «Σιγά που νοιάζονται» είπε η Ιλέιν κοιτάζοντας πάλι τις πλάκες που βρίσκονταν κάτω. «Θα πρέπει να συμφωνήσω μαζί σας» απάντησε ο Κάβανο. «Όλα αυτά είναι υπερβολικά. Άλλα και πάλι, ίσως εμείς να μην είμαστε αρκετά θεοσεβούμενοι». «Πιθανόν». «Τέλος πάντων, μου είπαν να έρθω σε δύο με τρεις μέρες και να ρωτήσω τους μεταφορείς». Γέλασε στη σκέψη ότι οι νεκροί μετακομίζουν· ότι πακετάρουν την περιουσία τους. Ο Κάβανο χάρηκε που, έστω και χωρίς να το θέλει, την έκανε να γελάσει. Παίρνοντας θάρρος απ’ αυτή του την επιτυχία είπε: «Θα θέλατε να σας κεράσω ένα ποτό;» «Φοβάμαι ότι δεν θα ήμουν καλή παρέα» είπε. «Είμαι πραγματικά πολύ κουρασμένη». «Ίσως θα μπορούσαμε να συναντηθούμε αργότερα» είπε εκείνος. Αποτράβηξε το πρόσωπό της από το ανυπόμονο βλέμμα του. Ήταν αρκετά ευχάριστος με τον δικό του, αδιάφορο τρόπο. Της άρεσε το πράσινο παπιγιόν του – σίγουρα επρόκειτο για ένα αστείο σε βάρος της ενδυματολογικής του μουντάδας. Της 16


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

άρεσε, επίσης, η σοβαρότητά του. Αλλά δεν μπορούσε ν’ αντέξει στην ιδέα να πίνει μαζί του· τουλάχιστον όχι απόψε. Ζήτησε συγγνώμη και του εξήγησε ότι είχε αρρωστήσει πρόσφατα και ότι δεν είχε αναρρώσει. «Ίσως κάποιο άλλο βράδυ;» τη ρώτησε ευγενικά. Η απουσία επιθετικότητας στον τρόπο που τη φλέρταρε την έπεισε και του είπε: «Θα το ήθελα. Ευχαριστώ». Πριν χωρίσουν αντάλλαξαν τους αριθμούς των τηλεφώνων τους. Η σκέψη ότι θα τη συναντούσε και πάλι του έβγαζε έναν ενθουσιασμό που τον έκανε γοητευτικό· την έκανε να αισθάνεται, παρά τα όσα της είχαν αφαιρέσει, ότι διατηρούσε ακόμη το φύλο της. Επέστρεψε στο διαμέρισμά της όπου βρήκε ένα δέμα από τον Μιτς και μια πεινασμένη γάτα στο κατώφλι. Τάισε το απαιτητικό ζώο, έπειτα έκανε έναν καφέ για την ίδια και άνοιξε το δέμα. Μέσα του βρήκε, τυλιγμένο με αρκετά στρώματα χαρτιού, ένα μεταξωτό φουλάρι επιλεγμένο με την παράξενη ικανότητα που είχε ο Μιτς να γνωρίζει το γούστο της. Το σημείωμα που συνόδευε το φουλάρι ήταν σύντομο: Είναι το χρώμα σου. Σ’ αγαπώ. Μιτς. Ήθελε να σηκώσει το τηλέφωνο επιτόπου και να του μιλήσει, αλλά η ιδέα ν’ ακούσει τη φωνή του της φάνηκε επικίνδυνη. Ίσως να την πλήγωνε. Θα τη ρωτούσε πώς ένιωθε, εκείνη θα του απαντούσε ότι ήταν καλά κι εκείνος στη συνέχεια θα επέμενε: ναι, αλλά αλήθεια; Κι εκείνη θα του έλεγε: είμαι άδεια· μου έβγαλαν τα μισά σωθικά μου, ανάθεμά σε, και ποτέ δεν θα μπορέσω να κάνω τα παιδιά σου ή τα παιδιά οποιουδήποτε άλλου, άρα τελειώσαμε, έτσι δεν είναι; Καθώς σκεφτόταν την κουβέντα που θα έκαναν, δάκρυα απείλησαν να εμφανιστούν στα μάτια της και σε μια κρίση ανεξήγητης έκρηξης οργής τύλιξε το φουλάρι στο τσαλακωμένο χαρτί και το έθαψε στο πίσω μέρος από 17


CLIVE BARKER

το πιο βαθύ συρτάρι. Ανάθεμά τον που προσπαθούσε τώρα να διορθώσει τα πράγματα, ενώ το μόνο που ήξερε να λέει όταν εκείνη τον χρειαζόταν περισσότερο ήταν για την πατρότητα και πως οι όγκοι της θα του τη στερούσαν. Ήταν ένα φωτεινό απόγευμα – το κρύο δέρμα του ουρανού ήταν τεντωμένο σαν να επρόκειτο να σπάσει. Δεν ήθελε να τραβήξει τις κουρτίνες στο σαλόνι, παρόλο που οι περαστικοί θα κοίταζαν μέσα, επειδή δεν ήθελε να χάσει αυτό το υπέροχο μπλε χρώμα του ουρανού που σκούραινε όλο και περισσότερο. Έτσι, κάθισε στο παράθυρο και κοίταζε τη νύχτα να έρχεται. Μόνο όταν το σκοτάδι κυριάρχησε ολοκληρωτικά αποφάσισε να προστατευτεί από το κρύο. Δεν είχε όρεξη, ωστόσο έφτιαξε κάτι για να φάει και κάθισε να δει τηλεόραση καθώς έτρωγε. Χωρίς να έχει τελειώσει το φαγητό της, άφησε κάτω τον δίσκο και άρχισε να γλαρώνει, ενώ, κατά διαστήματα, παρακολουθούσε τα τηλεοπτικά προγράμματα. Κάποιος ανόητος κωμικός που ακόμη και μ’ έναν απλό βήχα οδηγούσε το ακροατήριό του σε παροξυσμό· ένα πρόγραμμα φυσικής ιστορίας για τη ζωή στο Σερενγκέτι· τα νέα. Είχε διαβάσει το πρωί όλα όσα χρειαζόταν να μάθει· οι τίτλοι δεν είχαν αλλάξει. Ένα θέμα, ωστόσο, της τράβηξε το ενδιαφέρον: μία συνέντευξη με τον μοναχικό ιστιοπλόο, τον Μάικλ Μέιμπερι, που τον είχαν περισυλλέξει εκείνο το πρωινό μετά από δύο εβδομάδες που ήταν χαμένος στη θάλασσα του Ειρηνικού. Η συνέντευξη μεταδιδόταν από την Αυστραλία και η σύνδεση ήταν κακή· το ηλιοκαμένο και γενειοφόρο πρόσωπο του Μέιμπερι κινδύνευε συνεχώς να σβήσει. Η εικόνα, όμως, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία: εκείνο που σε καθήλωνε ήταν η περιγραφή που άκουγες για το αποτυχημένο του ταξίδι και, ειδικότερα, για ένα συμβάν που τον αναστάτωνε εκ νέου καθώς το αφηγούταν. Ο αέρας 18


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

είχε καλμάρει και επειδή το σκάφος του δεν είχε μηχανή, ήταν υποχρεωμένος να σταματήσει και να περιμένει ξανά τον άνεμο. Όμως δεν φυσούσε. Είχε περάσει μία εβδομάδα και μετά βίας είχε προχωρήσει ένα χιλιόμετρο από το σημείο όπου βρισκόταν στον ράθυμο ωκεανό· κανένα πουλί και κανένα περαστικό πλοίο δεν έσπαγε τη μονοτονία. Με κάθε ώρα που περνούσε η κλειστοφοβία του μεγάλωνε και την όγδοη μέρα έφτασε στα όρια του πανικού. Έτσι, πήγε στο πλάι του ιστιοπλοϊκού, πήδηξε μέσα στη θάλασσα και κολύμπησε έχοντας στη μέση του δεμένο ένα σκοινί, μόνο και μόνο για να ξεφύγει από τα λίγα μέτρα του καταστρώματος. Αλλά με το που απομακρύνθηκε από το ιστιοπλοϊκό και κολύμπησε μέσα στο ήσυχο και ζεστό νερό, δεν ήθελε να επιστρέψει. Γιατί να μη λύσω τον κόμπο, σκέφτηκε, και να φύγω μακριά; «Τι σας έκανε ν’ αλλάξετε γνώμη;» ρώτησε ο δημοσιογράφος που του έπαιρνε συνέντευξη. Σ’ αυτό το σημείο ο Μέιμπερι συνοφρυώθηκε. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχε φτάσει στην ουσία της ιστορίας, αλλά δεν ήθελε να την ολοκληρώσει. Ο δημοσιογράφος επανέλαβε την ερώτησή του. Στο τέλος ο ναυτικός απάντησε διστακτικά. «Κοίταξα πίσω στο ιστιοπλοϊκό» είπε «και είδα κάποιον πάνω στο κατάστρωμα». Ο δημοσιογράφος, χωρίς να είναι σίγουρος ότι είχε ακούσει καλά, ρώτησε: «Κάποιος ήταν πάνω στο κατάστρωμα;» «Σωστά» απάντησε ο Μέιμπερι. «Κάποιος βρισκόταν εκεί. Είδα μια φιγούρα αρκετά καθαρά· έκανε βόλτες». «Μήπως… μήπως αναγνωρίσατε αυτόν τον λαθρεπιβάτη;» ήταν η επόμενη ερώτηση. Το πρόσωπο του Μέιμπερι παρέμεινε ανέκφραστο, όταν συνειδητοποίησε ότι αντιμετώπιζαν την ιστορία του με έναν ελαφρύ σαρκασμό. 19


CLIVE BARKER

«Ποιος ήταν;» επέμεινε ο δημοσιογράφος. «Δεν ξέρω» είπε ο Μέιμπερι. «Ο Θάνατος, υποθέτω». Ο δημοσιογράφος έχασε στιγμιαία τα λόγια του. «Όμως, τελικά, επιστρέψατε στο σκάφος». «Φυσικά». «Και δεν υπήρχε κάποιο σημάδι που να δηλώνει την παρουσία κάποιου άλλου;» Ο Μέιμπερι σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον δημοσιογράφο με περιφρονητικό βλέμμα. «Είμαι ζωντανός, έτσι δεν είναι;» είπε. Ο δημοσιογράφος μουρμούρισε κάτι σχετικά με το ότι δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει. «Δεν πνίγηκα» είπε ο Μέιμπερι. «Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκείνη τη στιγμή, αν ήθελα. Ν’ αφήσω το σκοινί και να πνιγώ». «Αλλά δεν το κάνατε. Και την επόμενη μέρα…» «Την επόμενη μέρα σηκώθηκε αέρας». «Είναι μια συναρπαστική ιστορία» είπε ο δημοσιογράφος ικανοποιημένος που το δύσκολο σημείο της συζήτησης είχε ξεπεραστεί. «Θα ανυπομονείτε να επιστρέψετε και να δείτε την οικογένειά σας για τα Χριστούγεννα…» Η Ιλέιν δεν άκουσε τις τελευταίες φιλοφρονήσεις που ειπώθηκαν από τις δύο πλευρές. Η φαντασία της ήταν δεμένη με ένα λεπτό σκοινί στο δωμάτιο όπου καθόταν· τα δάχτυλά της έπαιζαν με τον κόμπο. Αν ο Θάνατος μπορούσε να βρει ένα σκάφος στην ερημιά του Ειρηνικού, πόσο πιο εύκολα θα μπορούσε να βρει εκείνη; Το να καθίσει μαζί της, ενδεχομένως, όταν θα κοιμάται. Να την παρακολουθεί καθώς πενθεί. Σηκώθηκε και έκλεισε την τηλεόραση. Σιωπή επικράτησε ξαφνικά στο διαμέρισμα. Προσπάθησε με ανυπομονησία ν’ ακούσει κάποιον 20


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

θόρυβο μέσα στην ησυχία, αλλά δεν βρήκε κανένα σημάδι επισκεπτών, καλοδεχούμενων ή μη. Καθώς αφουγκραζόταν, μπορούσε να γευτεί την αλμύρα, τον Ωκεανό. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Της είχαν προσφέρει αρκετά καταφύγια για να πάει να αναρρώσει όταν βγήκε από το νοσοκομείο. Ο πατέρας της την είχε προσκαλέσει στο Άμπερντιν· η αδερφή της, η Ραχήλ, την είχε προσκαλέσει επανειλημμένα να περάσει μερικές εβδομάδες στο Μπάκινχαμσαϊρ· ακόμη και ο Μιτς τής είχε κάνει ένα αξιοθρήνητο τηλεφώνημα και της είχε προτείνει να πάνε διακοπές μαζί. Είχε απορρίψει όλες αυτές τις προτάσεις λέγοντας ότι έπρεπε να ξαναβρεί τον ρυθμό της προηγούμενης ζωής της όσο το δυνατόν πιο σύντομα: να επιστρέψει στη δουλειά της, στους συναδέλφους και τους φίλους της. Στην πραγματικότητα, οι λόγοι που είχε αρνηθεί ήταν πιο σημαντικοί. Είχε φοβηθεί τη συμπόνια τους, είχε φοβηθεί ότι θα βρισκόταν πολύ γρήγορα κοντά τους συναισθηματικά κι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ότι στη συνέχεια θα εξαρτιόταν απ’ αυτούς. Το στοιχείο της ανεξαρτησίας που τη χαρακτήριζε και που αρχικά την είχε οδηγήσει σ’ αυτή την αφιλόξενη πόλη ήταν μία μελετημένη περιφρόνηση της ασφυκτικής της ανάγκης για ασφάλεια. Ήξερε πως αν υπέκυπτε στις στοργικές εκκλήσεις τους, θα ρίζωνε στο οικογενειακό περιβάλλον και για έναν χρόνο δεν θα έφευγε από εκεί. Σε όλο αυτό το διάστημα, πόσες περιπέτειες θα έχανε; Αντίθετα, επέστρεψε στη δουλειά της αμέσως μόλις αισθάνθηκε ότι μπορούσε να το κάνει, με την ελπίδα πως, παρόλο που δεν είχε πλέον όλες τις προηγούμενες επαγγελματικές ευθύνες της, η οικεία ρουτίνα θα τη βοηθούσε να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Αλλά αυτό το, κατά κάποιον τρόπο, ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα δεν ήταν απολύτως πετυχημένο. Ανά μερικές μέρες όλο 21


CLIVE BARKER

και κάτι συνέβαινε –το αυτί της έπιανε κάποιο σχόλιο, έβλεπε ένα βλέμμα που δεν προοριζόταν να το δει– που την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι της συμπεριφέρονταν με μια προσχεδιασμένη επιφύλαξη· ότι οι συνάδελφοί της την αντιμετώπιζαν σαν να είχε αλλάξει θεμελιωδώς από την αρρώστια της. Αυτό τη θύμωνε. Ήθελε να φτύσει τις υποψίες τους στα μούτρα τους· να τους πει ότι εκείνη και η μήτρα της δεν ήταν συνώνυμα και ότι η αφαίρεση του ενός δεν σήμαινε την απουσία του άλλου. Όμως σήμερα, καθώς επέστρεφε στο γραφείο, δεν ήταν σίγουρη για το αν οι συνάδελφοί της έκαναν λάθος. Ένιωθε σαν να μην είχε κοιμηθεί για βδομάδες, παρόλο που στην πραγματικότητα κοιμόταν πολλές ώρες και βαθιά κάθε βράδυ. Η όρασή της ήταν θολή και αισθανόταν μια παράξενη αποστασιοποίηση απ’ όσα είχε να κάνει, μια αποστασιοποίηση που θεωρούσε ότι οφειλόταν στην κούραση. Ένιωθε σαν να απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη δουλειά της στο γραφείο· από τις ίδιες της τις σκέψεις. Δύο φορές το ίδιο πρωί έπιασε τον εαυτό της να μιλά κι έπειτα να αναρωτιέται ποιος ήταν ο άνθρωπος που σκέφτηκε αυτές τις λέξεις. Σίγουρα δεν ήταν εκείνη· εκείνη ήταν πολύ απασχολημένη με το να ακούει. Κι έπειτα, μία ώρα μετά το μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό, τα πράγματα πήραν δυσάρεστη τροπή. Ο προϊστάμενός της την κάλεσε στο γραφείο του και της ζήτησε να καθίσει. «Είσαι καλά, Ιλέιν;» τη ρώτησε ο κύριος Τσάιμς. «Ναι» του είπε. «Είμαι μια χαρά». «Έχουμε ανησυχήσει…» «Για ποιο πράγμα;» Ο Τσάιμς έδειχνε ελαφρώς αμήχανος. «Για τη συμπεριφορά σου» είπε τέλος. «Σε παρακαλώ, Ιλέιν, μη νομίσεις ότι είμαι αδιάκριτος. Απλώς, αν χρειάζεσαι λίγο περισσότερο χρόνο για να αναρρώσεις…» 22


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

«Δεν έχω κάποιο πρόβλημα». «Μα, κλαις…» «Τι πράγμα;» «Ο τρόπος που κλαις σήμερα. Ανησυχούμε». «Κλαίω;» είπε. «Μα δεν κλαίω». Ο προϊστάμενος έδειχνε μπερδεμένος. «Κι όμως, κλαις όλη τη μέρα. Κι αυτή τη στιγμή κλαις». Η Ιλέιν έφερε διστακτικά το χέρι στο μάγουλό της. Και ναι· ναι, έκλαιγε. Το μάγουλό της ήταν υγρό. Σηκώθηκε, ταραγμένη από την ίδια της τη συμπεριφορά. «Δεν… δεν το κατάλαβα» είπε. Αν και τα λόγια της ακούγονταν παράλογα, έλεγε την αλήθεια. Δεν το είχε καταλάβει. Μόνο τώρα που της το είχαν επισημάνει γεύτηκε τα δάκρυα στον λαιμό και τον ρινικό κόλπο της· κι αυτή τη γεύση της αλμύρας τη συνόδεψε μια ανάμνηση για το πότε είχε ξεκινήσει αυτή η εκκεντρική συμπεριφορά· μπροστά στην τηλεόραση, το προηγούμενο βράδυ. «Θέλεις να πάρεις ρεπό την υπόλοιπη μέρα;» «Ναι». «Πάρε ρεπό και όλη την εβδομάδα, αν θέλεις» είπε ο Τσάιμς. «Είσαι ένα αξιόλογο μέλος του προσωπικού, Ιλέιν· δεν χρειάζεται να σου το πω αυτό. Δεν θέλουμε να πάθεις κάτι». Αυτή η τελευταία επισήμανση την τάραξε. Νόμιζαν ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της αυτοκτονίας; Αυτός ήταν ο λόγος που της φέρονταν με το γάντι; Απλώς έκλαιγε, για τ’ όνομα του Θεού, δεν την ένοιαζε και γι’ αυτό δεν το είχε αντιληφθεί. «Θα πάω σπίτι» είπε. «Ευχαριστώ για το… ενδιαφέρον». Ο προϊστάμενός της την κοίταξε προβληματισμένος. «Πρέπει να ήταν πολύ τραυματική εμπειρία» είπε. «Το καταλαβαίνουμε όλοι· ειλικρινά, το καταλαβαίνουμε. Αν οποιαδήποτε στιγμή νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις γι’ αυτό…» 23


CLIVE BARKER

Απέρριψε την πρόσκληση, αλλά τον ευχαρίστησε ξανά και βγήκε από το γραφείο. Όταν είδε το πρόσωπό της στον καθρέφτη στις γυναικείες τουαλέτες, τότε συνειδητοποίησε πόσο χάλια φαινόταν. Το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο, τα μάτια της είχαν πρηστεί. Αφού έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει τα σημάδια αυτής της ανώδυνης θλίψης, πήρε το παλτό της και ξεκίνησε για το σπίτι. Όταν έφτασε στον υπόγειο συνειδητοποίησε πως το να επιστρέψει στο άδειο διαμέρισμα δεν ήταν καλή ιδέα. Θα υπερανέλυε τα γεγονότα, θα κοιμόταν (τον τελευταίο καιρό κοιμόταν πάρα πολύ, χωρίς να βλέπει όνειρα), αλλά ό,τι κι αν έκανε δεν θα βελτίωνε την πνευματική της κατάσταση. Ήταν ο ήχος της καμπάνας από την εκκλησία των Νηπίων της Βηθλεέμ που χτύπησε στο καθαρό απόγευμα και της θύμισε τον καπνό, την πλατεία και τον κύριο Κάβανο. Εκεί, σκέφτηκε, θα ήταν το κατάλληλο μέρος για να πάει μια βόλτα. Θα μπορούσε να απολαύσει τον ήλιο και να σκεφτεί. Ίσως να συναντούσε και πάλι τον θαυμαστή της. Βρήκε αρκετά εύκολα τον δρόμο για τους Αγίους Πάντες, όμως εκεί την περίμενε μια απογοήτευση. Ο χώρος κατεδάφισης είχε αποκλειστεί, τα όριά του ήταν σημαδεμένα με μια σειρά από πασσάλους – μια κόκκινη, φωσφορίζουσα κορδέλα ήταν τυλιγμένη ανάμεσά τους. Τέσσερις, τουλάχιστον, αστυνομικοί περιφρουρούσαν τον χώρο και κατεύθυναν τους πεζούς σε μια παράκαμψη γύρω από την πλατεία. Οι εργάτες και τα σφυριά τους είχαν εξοριστεί από τις σκιές των Αγίων Πάντων και τώρα μια εντελώς διαφορετική κατηγορία ανθρώπων –ακαδημαϊκοί με κουστούμια– είχαν καταλάβει τον χώρο πίσω από την κορδέλα, κάποιοι απ’ αυτούς συζητούσαν συνοφρυωμένοι, άλλοι στέκονταν πάνω στο λασπωμένο έδαφος και κοίταζαν απορημένοι τη μισογκρεμισμένη εκκλησία. Το νότιο κλίτος του ναού, 24


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

όπως κι ένα μεγάλο μέρος της περιοχής γύρω απ’ αυτό, είχε αποκλειστεί από τα μάτια του κόσμου με μουσαμάδες και μαύρα, πλαστικά καλύμματα. Περιστασιακά κάποιος ξεπρόβαλλε πίσω από το παραπέτασμα και συζητούσε με τους άλλους που βρίσκονταν στο εργοτάξιο. Όλοι τους, παρατήρησε, φορούσαν γάντια· ένας ή δύο φορούσαν και μάσκες. Ήταν λες και έκαναν μια επέμβαση επί τούτου πίσω από τα σκεπάσματα. Κάποιος όγκος, ενδεχομένως, στα σπλάχνα των Αγίων Πάντων. Πλησίασε έναν από τους αστυνομικούς. «Τι συμβαίνει;» «Τα θεμέλια της εκκλησίας είναι ασταθή» της είπε. «Προφανώς, το κτίριο θα μπορούσε να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή». «Γιατί φοράνε μάσκες;» «Απλώς για να προφυλαχτούν από τη σκόνη». Δεν διαφώνησε, αν και η εξήγηση που έδωσε της φάνηκε απίθανη. «Αν θέλετε να πάτε στην οδό Τέμπλ, θα πρέπει να κάνετε τον γύρο και να πάτε από πίσω» της είπε ο αστυνομικός. Αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει ήταν να καθίσει εκεί και να παρακολουθήσει τις εργασίες, αλλά το γεγονός ότι οι ένστολοι αστυνομικοί βρίσκονταν τόσο κοντά της τη φόβιζε, γι’ αυτό αποφάσισε να φύγει και να πάει σπίτι της. Καθώς ξεκίνησε να περπατάει για τον κεντρικό δρόμο, παρατήρησε μια γνώριμη μορφή να διασχίζει τον πλαϊνό δρόμο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ο Κάβανο. Τον φώναξε, παρόλο που είχε ήδη εξαφανιστεί από μπροστά της, και χάρηκε όταν τον είδε να εμφανίζεται και πάλι και να της ανταποδίδει τον χαιρετισμό. «Κοίτα να δεις…» είπε καθώς πλησίαζε για να τη συναντήσει. «Δεν περίμενα να σας ξαναδώ τόσο σύντομα». «Ήρθα να δω πώς προχωράει η κατεδάφιση» του είπε. 25


CLIVE BARKER

Το πρόσωπό του ήταν ροδοκόκκινο από το κρύο και τα μάτια του έλαμπαν. «Χαίρομαι πολύ» είπε. «Θέλετε να πιούμε το απογευματινό μας τσάι; Υπάρχει ένα μαγαζί στην επόμενη γωνία». «Ευχαρίστως». Καθώς περπατούσαν, τον ρώτησε αν ήξερε τι συνέβαινε στην εκκλησία των Αγίων Πάντων. «Έχει να κάνει με την κρύπτη» είπε επιβεβαιώνοντας τις υποψίες της. «Την άνοιξαν;» «Σίγουρα βρήκαν κάποια είσοδο. Ήμουν εδώ σήμερα τον πρωί…» «Για τις πλάκες σας;» «Σωστά. Ήδη έβαζαν τους μουσαμάδες». «Κάποιοι φορούσαν μάσκες». «Δεν θα μυρίζει ευχάριστα εκεί κάτω. Όχι μετά από τόσο καιρό». Καθώς σκεφτόταν τους μουσαμάδες που ορθώνονταν ανάμεσα σ’ εκείνη και το μυστήριο που έκρυβαν, είπε: «Aναρωτιέμαι πώς να είναι εκεί κάτω». «Μια χώρα των θαυμάτων» απάντησε ο Κάβανο. Ήταν παράξενη απάντηση, αλλά δεν την αμφισβήτησε, τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή. Όμως αργότερα, όταν είχαν καθίσει και μιλούσαν για περίπου μία ώρα, και η Ιλέιν ένιωσε πιο άνετα μαζί του, τότε αναφέρθηκε στο σχόλιό του. «Αυτό που είπες για την κρύπτη…» «Ναι;» «Για το ότι είναι μια χώρα των θαυμάτων». «Είπα κάτι τέτοιο;» απάντησε κάπως αμήχανα. «Τι θα σκέφτεσαι για μένα!» «Απλώς μπερδεύτηκα. Αναρωτιέμαι τι εννοούσες». 26


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

«Μου αρέσουν τα μέρη όπου βρίσκονται οι νεκροί» είπε. «Πάντοτε μου άρεσαν. Τα νεκροταφεία μπορούν να είναι πολύ όμορφα, δεν νομίζεις; Τα μαυσωλεία και οι τύμβοι· όλη αυτή η εκλεπτυσμένη τέχνη που συνοδεύει αυτά τα μέρη. Ακόμη και τους νεκρούς ίσως πρέπει κάποιες φορές να τους παρατηρείς πιο προσεκτικά». Την κοίταζε για να δει αν είχε υπερβεί τα όρια της αισθητικής της, αλλά βλέποντας ότι τον παρακολουθούσε με ηρεμία και έντονο ενδιαφέρον συνέχισε. «Κάποιες φορές μπορεί να είναι πολύ όμορφοι. Έχουν ένα συγκεκριμένο είδος λάμψης. Είναι κρίμα που χαραμίζεται στους νεκροθάφτες και τους εργολάβους». Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα πειραχτικό χαμόγελο. «Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλά που μπορεί να δει κανείς σ’ αυτή την κρύπτη. Παράξενες εικόνες. Όμορφες εικόνες». «Μόνο μια φορά είδα νεκρό. Τη γιαγιά μου. Ήμουν πολύ μικρή τότε…» «Πιστεύω πως θα ’ταν καθοριστική εμπειρία». «Δεν νομίζω. Στην πραγματικότητα τη θυμάμαι αμυδρά. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι όλοι έκλαιγαν». «Α». Ένευσε με ύφος σοβαρό. «Είναι τόσο εγωιστικό» της είπε. «Δεν συμφωνείς; Να καταστρέφεις έναν χαιρετισμό με κλάψες και μύξες». Την κοίταξε και πάλι για να εκτιμήσει την αντίδρασή της· έμεινε ευχαριστημένος που δεν είχε προσβληθεί. «Κλαίμε για τους εαυτούς μας, έτσι δεν είναι; Όχι για τους νεκρούς. Οι νεκροί δεν νοιάζονται πλέον». Χαμηλόφωνα του είπε ένα απαλό «ναι» και μετά, πιο δυνατά: «Θεέ μου, ναι. Έχεις δίκιο. Πάντα για τον εαυτό μας…» «Βλέπεις πόσα μπορούν να μας διδάξουν οι νεκροί, μόνο και μόνο με το να κάθονται εκεί παίζοντας βαριεστημένα με τα κόκαλα των δαχτύλων τους;» 27


CLIVE BARKER

Γέλασε· γέλασε κι εκείνος. Τον είχε κρίνει εσφαλμένα στην πρώτη τους συνάντηση, όταν θεώρησε ότι το πρόσωπό του δεν συνήθιζε να γελά· γελούσε. Όμως τα χαρακτηριστικά του, όταν το χαμόγελο χάθηκε, απέκτησαν και πάλι γρήγορα εκείνη την παράξενη ηρεμία που είχε προσέξει στην πρώτη τους συνάντηση. Όταν μετά από ένα ακόμη μισάωρο λακωνικών παρατηρήσεων της είπε ότι είχε ραντεβού και έπρεπε να φύγει, τον ευχαρίστησε για την παρέα και είπε: «Κανείς δεν μ’ έκανε να γελάσω τόσο πολύ εδώ και καιρό. Σου είμαι ευγνώμων». «Θα έπρεπε να γελάς» της είπε. «Σου πάει». Και μετά πρόσθεσε: «Έχεις όμορφα δόντια». Σκέφτηκε αυτή την περίεργη παρατήρηση όταν εκείνος είχε φύγει, όπως και αρκετές άλλες παρατηρήσεις που είχε κάνει εκείνο το απόγευμα. Ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους πιο αντισυμβατικούς ανθρώπους που είχε γνωρίσει ποτέ, όμως είχε μπει στη ζωή της –με τον ζήλο να μιλήσει για τις κρύπτες, τους νεκρούς και την ομορφιά των δοντιών της– ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Ήταν ο τέλειος αντιπερισπασμός από τις θαμμένες θλίψεις της κι έκανε τις δικές της παραξενιές να φαίνονται πολύ μικρές σε σχέση με τις δικές του. Όταν ξεκίνησε για το σπίτι της είχε πολύ καλή διάθεση. Αν δεν ήξερε καλά τον εαυτό της, ίσως και να νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη μαζί του. Στη διάρκεια της επιστροφής, και αργότερα το ίδιο βράδυ, σκεφτόταν διαρκώς το αστείο που είχε κάνει για τους νεκρούς που έπαιζαν βαριεστημένα με τα κόκαλα των δαχτύλων τους κι αυτή η σκέψη την οδήγησε αναπόφευκτα στα κρυμμένα μυστήρια της κρύπτης. Όταν κάτι εξήπτε την περιέργειά της, τότε ήταν δύσκολο να ησυχάσει· η περιέργειά της αυξανόταν σταθερά και ήθελε να γλιστρήσει πίσω απ’ την κορδέλα της αστυνομίας για 28


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

να δει τον νεκρικό θάλαμο με τα ίδια της τα μάτια. Ήταν μια επιθυμία που ποτέ πριν δεν θα παραδεχόταν. (Πόσες φορές είχε φύγει από τον τόπο ενός δυστυχήματος λέγοντας στον εαυτό της να ελέγξει την επαίσχυντη περιέργεια που ένιωθε;) Όμως ο Κάβανο είχε νομιμοποιήσει την όρεξή της με τον ξεδιάντροπο ενθουσιασμό του για οτιδήποτε πένθιμο. Τώρα που το ταμπού είχε πέσει, ήθελε να επιστρέψει στην εκκλησία των Αγίων Πάντων και να κοιτάξει τον Θάνατο κατάματα, έτσι ώστε την επόμενη φορά που θα συναντούσε τον Κάβανο να είχε κι εκείνη κάτι να του πει. Η ιδέα άνθισε αμέσως μόλις φύτρωσε και μέσα στη νύχτα ντύθηκε και κατευθύνθηκε προς την πλατεία. Έφτασε στους Αγίους Πάντες μετά τις έντεκα και μισή, όμως ακόμη κι αυτή την ώρα υπήρχαν σημάδια δραστηριότητας στο εργοτάξιο. Προβολείς πάνω σε σκαλωσιές, ακόμη και στον τοίχο της ίδιας της εκκλησίας, έλουζαν με το φως τους τον χώρο. Τρεις τεχνικοί, ή, όπως τους έλεγε ο Κάβανο, μεταφορείς, στέκονταν έξω από το υπόστεγο με τους μουσαμάδες, με τα πρόσωπά τους τραβηγμένα από την κούραση και την ανάσα τους να σχηματίζει σύννεφα στον παγωμένο αέρα. Κρύφτηκε για να μην τη δουν και παρακολουθούσε τη σκηνή. Κρύωνε σταθερά όλο και πιο πολύ και οι ουλές από την επέμβαση είχαν αρχίσει να την πονούν, όμως ήταν προφανές ότι η νυχτερινή δουλειά στην κρύπτη είχε πάνω-κάτω τελειώσει. Μετά από μια σύντομη συζήτηση με την αστυνομία, οι τεχνικοί αποχώρησαν. Είχαν σβήσει όλους τους προβολείς εκτός από έναν, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο το εργοτάξιο –την εκκλησία, τους μουσαμάδες και την καλυμμένη με πάγο λάσπη– σε μια ζοφερή φωτοσκίαση. Οι δύο αστυνομικοί που είχαν μείνει για να φρουρούν τον χώρο δεν ήταν ιδιαίτερα ευσυνείδητοι στα καθήκοντά τους. Ποιος ηλίθιος, σκέφτονταν προφανώς, θα ερχόταν να ληστέψει τάφους τέτοια ώρα και με τόσο κρύο; Έπειτα από μια σύντομη 29


CLIVE BARKER

επίβλεψη του χώρου και αφού χτύπησαν τα πόδια τους για να ζεσταθούν, αποσύρθηκαν στη σχετική άνεση που πρόσφερε η πρόχειρη παράγκα των εργατών. Όταν πέρασε η ώρα και οι αστυνομικοί δεν ξαναβγήκαν από την παράγκα, η Ιλέιν ξεγλίστρησε έξω από την κρυψώνα της, προχώρησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε και έφτασε στην κορδέλα που χώριζε τη μία ζώνη από την άλλη. Μέσα στην παράγκα είχαν ανοίξει το ραδιόφωνο· ο ήχος (μουσική για εραστές από το σούρουπο μέχρι την αυγή, γουργούριζε μια απόμακρη φωνή) κάλυπτε το τρίξιμο από τα βήματά της στην παγωμένη γη. Με το που πέρασε την κορδέλα της αστυνομίας και βρέθηκε μέσα στην απαγορευμένη περιοχή, δεν ήταν ιδιαίτερα διστακτική. Διέσχισε γρήγορα το παγωμένο έδαφος, όπου οι αυλακώσεις από τα λάστιχα των αυτοκινήτων ήταν σκληρές σαν τσιμέντο, και βρέθηκε στην εκκλησία. Ο προβολέας ήταν εκτυφλωτικός· το φως του έκανε την αναπνοή της να μοιάζει με τον χθεσινό καπνό. Πίσω της εξακολουθούσε να παίζει ψιθυριστά η μουσική για εραστές. Κανείς δεν ξεπρόβαλε από την παράγκα να τη φωνάξει για την παράνομη είσοδό της στον χώρο. Κανένας συναγερμός δεν χτύπησε. Έφτασε στην άκρη των μουσαμάδων χωρίς να συμβεί κάτι και κοίταξε τον χώρο που κρυβόταν πίσω τους. Οι άντρες της κατεδάφισης, έχοντας πάρει πολύ συγκεκριμένες οδηγίες, αν έκρινε από το πόσο προσεκτικά είχαν κάνει τη δουλειά τους, είχαν σκάψει σε βάθος δυόμισι μέτρων στον πλαϊνό τοίχο των Αγίων Πάντων, φέρνοντας στο φως τα θεμέλια. Με τον τρόπο αυτό είχαν αποκαλύψει μια είσοδο στον νεκροθάλαμο, μια είσοδο που κάποιοι στο παρελθόν είχαν προσπαθήσει με πολύ κόπο να κρύψουν. Όχι μόνο είχαν ρίξει χώμα στο πλάι της εκκλησίας για να κρύψουν την είσοδο, αλλά είχαν βγάλει την πόρτα της κρύπτης και είχαν σφραγίσει με πέτρες 30


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

το άνοιγμα. Όλη αυτή η διαδικασία είχε γίνει βιαστικά· η δουλειά δεν είχε γίνει με τάξη. Είχαν απλώς γεμίσει την είσοδο με ό,τι πέτρα ή τούβλο είχαν πρόχειρο και την είχαν σοβαντίσει με τραχιά λάσπη. Και πάνω στη λάσπη –παρόλο που το σχέδιο είχε χαλάσει από τις εκσκαφές– κάποιος καλλιτέχνης είχε χαράξει πρόχειρα έναν σταυρό δύο μέτρων. Όλες οι προσπάθειές τους να σφραγίσουν την κρύπτη και να χαράξουν τον σταυρό πάνω στη λάσπη για να κρατήσουν μακριά τους ασεβείς είχαν, ωστόσο, αποβεί μάταιες. Η σφραγίδα είχε σπάσει – είχαν σκάψει τη λάσπη, είχαν πετάξει τις πέτρες. Τώρα υπήρχε μια μικρή τρύπα στο κέντρο της πόρτας, αρκετά μεγάλη, παρ’ όλα αυτά, ώστε να περάσει ένας άνθρωπος και να μπει στο εσωτερικό. Η Ιλέιν δεν είχε κανέναν δισταγμό να κατηφορίσει τη ράμπα μέχρι την τρύπα στον τοίχο και να τρυπώσει μέσα. Είχε προβλέψει για το σκοτάδι που θα συναντούσε στην άλλη μεριά και είχε φέρει μαζί της έναν αναπτήρα που της είχε δώσει ο Μιτς πριν από τρία χρόνια. Τον άναψε. Η φλόγα του ήταν μικρή· τη δυνάμωσε και κοίταξε διερευνητικά τον χώρο μπροστά της. Δεν είχε μπει στην κρύπτη καθαυτή, αλλά σε ένα είδος στενού προθαλάμου: περίπου ένα μέτρο μπροστά της υπήρχε ένας ακόμη τοίχος και μία ακόμη πόρτα. Αυτή δεν την είχαν αντικαταστήσει με τούβλα, αν και πάνω στα βαριά της ξύλα είχαν χαράξει άλλον έναν σταυρό. Πλησίασε την πόρτα. Είχαν αφαιρέσει την κλειδαριά –κατά πάσα πιθανότητα οι ερευνητές– και η πόρτα ήταν κλεισμένη και δεμένη με σκοινί. Το δέσιμο είχε γίνει γρήγορα από χέρια κουρασμένα. Δεν δυσκολεύτηκε να λύσει το σκοινί, αν και έπρεπε να το κάνει στο σκοτάδι χρησιμοποιώντας και τα δυο της χέρια. Καθώς έλυνε τον κόμπο, άκουσε φωνές. Οι αστυνομικοί – ανάθεμά τους– είχαν αφήσει την ησυχία της παράγκας και είχαν 31


CLIVE BARKER

βγει έξω στο κρύο για να κάνουν την περιπολία τους. Άφησε το σκοινί και κόλλησε στον εσωτερικό τοίχο του προθαλάμου. Οι φωνές των αστυνομικών δυνάμωναν: συζητούσαν για τα παιδιά τους και για το αυξανόμενο κόστος των γιορτών των Χριστουγέννων. Τώρα βρίσκονταν σε απόσταση λίγων μέτρων από την είσοδο της κρύπτης και στέκονταν, όπως υπέθετε, κάτω από τους μουσαμάδες. Δεν έκαναν ωστόσο καμία κίνηση να κατέβουν τη ράμπα, αλλά τελείωσαν την πρόχειρη επιθεώρησή τους στην άκρη της ανασκαφής και επέστρεψαν πίσω. Οι φωνές τους έσβησαν. Ικανοποιημένη που πλέον ούτε άκουγε ούτε έβλεπε τους αστυνομικούς, άναψε και πάλι τον αναπτήρα και επέστρεψε στην πόρτα. Ήταν μεγάλη και πολύ βαριά· η πρώτη της προσπάθεια να την ανοίξει σπρώχνοντάς την δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Προσπάθησε ξανά, κι αυτή τη φορά η πόρτα κουνήθηκε τρίβοντας τα χαλίκια πάνω στο πάτωμα του προθαλάμου. Με το που άνοιξε για λίγα ζωτικά εκατοστά που χρειαζόταν για να τρυπώσει μέσα, χαλάρωσε την προσπάθειά της. Η φλόγα του αναπτήρα τρεμόπαιξε σαν να την είχε φυσήξει κάποιος από μέσα· στιγμιαία, από κίτρινη έγινε σκούρα μπλε. Δεν σταμάτησε για να τη θαυμάσει, αλλά γλίστρησε μέσα στην υποσχόμενη χώρα των θαυμάτων. Τώρα η φλόγα δυνάμωσε –έγινε πελιδνή– και για μια στιγμή η ξαφνική της λάμψη την τύφλωσε και πήρε το βλέμμα της. Έτριψε τις άκρες των ματιών της για να τα καθαρίσει και κοίταξε πάλι. Ώστε αυτό ήταν ο Θάνατος. Δεν υπήρχε τίποτα από την τέχνη ή τη λάμψη για τα οποία μιλούσε ο Κάβανο· δεν υπήρχε καμία γαλήνη, καμία σαβανωμένη ομορφιά σε δροσερά μαρμάρινα σεντόνια· καμία περίτεχνη οστεοθήκη, κανένας αφορισμός για την εαυλωτότητα της ανθρώπινης φύσης· δεν υπήρχαν 32


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

καν ονόματα και ημερομηνίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα πτώματα δεν είχαν καν φέρετρα. Η κρύπτη ήταν ένα οστεοφυλάκιο. Τα πτώματα είχαν πεταχτεί σε σωρούς σε κάθε μεριά της· ολόκληρες οικογένειες είχαν στριμωχτεί σε γωνιές που είχαν φτιαχτεί για να φιλοξενήσουν ένα και μόνο ένα φέρετρο, δεκάδες άλλα πτώματα ήταν πεταμένα δεξιά κι αριστερά, εκεί που τα είχαν παρατήσει βιαστικά και απρόσεκτα χέρια. Η σκηνή –αν και επικρατούσε απόλυτη ακινησία– έβριθε από πανικό. Βρισκόταν εκεί, στα πρόσωπα των νεκρών που κοίταζαν επίμονα απ’ τον σωρό: στόματα διάπλατα ανοιχτά σε σιωπηρή διαμαρτυρία, κόγχες με βλέμματα που είχαν σβήσει κοιτάζοντας σοκαρισμένα την αντιμετώπιση που τους είχαν επιφυλάξει. Ο πανικός υπήρχε ακόμη στον τρόπο που το σύστημα ταφής είχε εκφυλιστεί, από τα τακτοποιημένα φέρετρα στο βάθος της κρύπτης στους τυχαίους σωρούς των προχειροφτιαγμένων φέρετρων, χωρίς πλανισμένο ξύλο, με καπάκια χωρίς τίποτα άλλο πέρα από χοντροκομμένους σταυρούς, για να καταλήξει –τελικά– σ’ αυτή τη βιαστική στοίβα εκτεθειμένων πτωμάτων όπου κάθε φροντίδα για την αξιοπρέπεια, ίσως ακόμη και για το τελετουργικό της ταφής, είχε ξεχαστεί μπροστά στην αυξανόμενη υστερία. Είχε γίνει κάποια καταστροφή, γι’ αυτό δεν είχε καμία αμφιβολία· μια ξαφνική, μαζική εισροή πτωμάτων –άντρες, γυναίκες, παιδιά (στα πόδια της υπήρχε ένα παιδάκι που δεν είχε ζήσει πάνω από μία μέρα)– που είχαν πεθάνει με τόσο αυξανόμενους ρυθμούς ώστε δεν υπήρχε καν ο χρόνος να τους κλείσουν τα μάτια πριν τους πετάξουν σ’ αυτό τον λάκκο. Ίσως να πέθαναν ακόμη κι εκείνοι που είχαν φτιάξει τα φέρετρα και τους είχαν πετάξει εδώ μέσα μαζί με τους πελάτες τους· ακόμη και οι ράφτες των σαβάνων και οι ιερείς. Χάθηκαν όλοι μέσα σ’ έναν μήνα (ή εβδομάδα) Αποκάλυψης, με τους επιζώντες συγγενείς τους 33


CLIVE BARKER

πολύ σοκαρισμένους ή πολύ φοβισμένους για ν’ ασχοληθούν με αβρότητες, ανυπομονώντας να τους κρύψουν σ’ ένα μέρος όπου δεν θα χρειαζόταν ποτέ ξανά να δουν τις σάρκες τους. Πολλές απ’ αυτές τις σάρκες ήταν ορατές ακόμη. Το σφράγισμα της κρύπτης, που εμπόδιζε τον αέρα να τις αποσυνθέσει, είχε διατηρήσει τους κατοίκους της ανέπαφους. Τώρα, με την παραβίαση αυτού του μυστικού θαλάμου, η ένταση της σήψης είχε αναζωπυρωθεί και οι ιστοί εκφυλίζονταν εκ νέου. Παντού έβλεπε τη σαπίλα να προχωράει, να σχηματίζει έλκη και πύον, φουσκάλες και φλύκταινες. Σήκωσε τον αναμμένο αναπτήρα της για να δει καλύτερα, αν και η δυσωδία της σαπίλας είχε αρχίσει να στριμώχνεται πάνω της και να τη ζαλίζει. Όπου κι αν έριχνε το βλέμμα της έπεφτε πάνω σε σπαρακτικές σκηνές. Δύο παιδιά ήταν ξαπλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο σαν να είχαν κοιμηθεί αγκαλιά· μια γυναίκα που η τελευταία της πράξη, όπως φαινόταν, ήταν να βάψει το αρρωστημένο της πρόσωπο, σαν να ετοιμαζόταν για το νυφικό κρεβάτι και όχι για τον τάφο. Δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό και κοιτούσε, παρόλο που το έντονο ενδιαφέρον που έδειχνε παραβίαζε την ιδιωτικότητά τους. Υπήρχαν τόσο πολλά πράγματα να δει και να θυμηθεί. Δεν θα μπορούσε ποτέ πια να είναι η ίδια μετά απ’ αυτές τις σκηνές που είδε. Ένα πτώμα –μισοκρυμμένο κάτω από ένα άλλο– τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή της: μια γυναίκα με μακριά καστανά μαλλιά, τόσο πλούσια στους ώμους της που έκαναν την Ιλέιν να ζηλέψει. Πλησίασε για να δει καλύτερα κι έπειτα, αφού παραμέρισε και το τελευταίο ίχνος σιχαμάρας, έπιασε το πτώμα που βρισκόταν πάνω στη γυναίκα και το έσυρε μακριά. Η σάρκα του πτώματος ήταν λιπαρή όταν την ακούμπησε κι έκανε τα δάχτυλά της να λερωθούν, αλλά δεν ενοχλήθηκε. Το ξεσκέπαστο πτώμα ήταν ξαπλωμένο με τα πόδια ανοιχτά, αλλά το μόνιμο βάρος του συντρόφου της τα είχε κάνει να 34


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

λυγίσουν και να πάρουν έναν σχηματισμό που σε άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσε να γίνει. Η πληγή που την είχε σκοτώσει είχε αφήσει αίμα στους μηρούς της και είχε κάνει τη φούστα της να κολλήσει πάνω στην κοιλιά και τα γεννητικά της όργανα. Μήπως είχε αποβάλει, αναρωτήθηκε η Ιλέιν, ή μήπως κάποια αρρώστια την είχε καταβροχθίσει σ’ αυτό το σημείο; Συνέχιζε να κοιτάζει επίμονα κι έσκυψε πιο κοντά για να δει το απλανές βλέμμα της γυναίκας στο σαπισμένο πρόσωπό της. Να αναπαύεσαι σ’ έναν τέτοιο χώρο, σκέφτηκε, με το αίμα σου να σε ντροπιάζει μέχρι σήμερα. Την επόμενη φορά που θα έβλεπε τον Κάβανο, θα του έλεγε πόσο λάθος είχε με τα συναισθηματικά του παραμύθια για τη γαλήνη που επικρατεί κάτω απ’ το χώμα. Είχε δει αρκετά· περισσότερα από αρκετά. Σκούπισε τα χέρια στο παλτό της και καθώς έβγαινε έκλεισε την πόρτα πίσω της, ενώ έδεσε και πάλι το σκοινί αφήνοντάς το όπως το είχε βρει. Στη συνέχεια ανέβηκε στη ράμπα και βγήκε στον καθαρό αέρα. Οι αστυνομικοί δεν φαίνονταν πουθενά κι εκείνη έφυγε χωρίς να τη δουν, σαν τη σκιά μιας σκιάς. Δεν αισθανόταν κάτι απ’ τη στιγμή που είχε καταφέρει να ελέγξει την αρχική αηδία που είχε νιώσει κι εκείνο τον σπασμό οίκτου, όταν είδε τα παιδιά και τη γυναίκα με τα καστανά μαλλιά· και μάλιστα αυτές οι αντιδράσεις –ακόμη και ο οίκτος και η αηδία– ήταν αρκετά ελεγχόμενες. Είχε ταραχτεί περισσότερο όταν είδε ένα σκυλί να το πατάει αυτοκίνητο, παρά όσα φρικια­ στικά είδε στην κρύπτη των Αγίων Πάντων. Όταν εκείνο το βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί και συνειδητοποίησε πως δεν έτρεμε ούτε αισθανόταν ναυτία, ένιωσε δυνατή. Τι θα μπορούσε να τη φοβίσει σ’ αυτό τον κόσμο, εάν το θέαμα της 35


CLIVE BARKER

θνητότητας που μόλις είχε δει μπορούσε να διαδοθεί τόσο άμεσα; Κοιμήθηκε βαθιά και ξύπνησε αναζωογονημένη. Πήγε στη δουλειά εκείνο το πρωινό και ζήτησε συγγνώμη από τον Τσάιμς για τη συμπεριφορά της την προηγούμενη μέρα, ενώ τον διαβεβαίωσε ότι τώρα αισθανόταν τόσο χαρούμενη όπως δεν είχε αισθανθεί εδώ και μήνες. Προκειμένου να αποδείξει ότι πλέον ήταν καλά, έγινε όσο περισσότερο μπορούσε κοινωνική, ξεκινούσε συζητήσεις με συναδέλφους που είχε παραμελήσει και ήταν ευδιάθετη. Στην αρχή αντιμετώπισε μια δυσπιστία· ένιωθε ότι οι συνάδελφοί της αμφέβαλλαν για το αν αυτό το διάστημα ηλιοφάνειας σήμαινε ότι θα έρθει και το καλοκαίρι. Όταν όμως είδαν πως αυτή της η διάθεση κράτησε όλη τη μέρα, όπως και την επόμενη, άρχισαν να ανταποκρίνονται με προθυμία. Μέχρι την Πέμπτη τα δάκρυα που είχε χύσει στην αρχή της εβδομάδας είχαν ξεχαστεί. Όλοι της έλεγαν πόσο καλά έδειχνε. Ήταν αλήθεια· ο καθρέφτης της επιβεβαίωνε τις φήμες. Τα μάτια της έλαμπαν, το δέρμα της έλαμπε. Ήταν η προσωποποίηση της ζωντάνιας. Την Πέμπτη το απόγευμα καθόταν στο γραφείο της και κοίταζε κάποιες καθυστερημένες αιτήσεις, όταν μία από τις γραμματείς μπήκε μέσα από τον διάδρομο και άρχισε να κλαίει λέγοντας ασυναρτησίες. Κάποιος πήγε να τη βοηθήσει· μέσα από τα αναφιλητά έγινε αντιληπτό ότι μιλούσε για μία Μπερνίς, μια γυναίκα που η Ιλέιν γνώριζε ελάχιστα και με την οποία αντάλλασαν χαμόγελα στις σκάλες. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχε συμβεί ένα ατύχημα· η γυναίκα έλεγε για αίμα στο πάτωμα. Η Ιλέιν σηκώθηκε από το γραφείο της και πήγε μαζί με τους άλλους να δει τι είχε συμβεί. Ο προϊστάμενος στεκόταν ήδη έξω από τις γυναικείες τουαλέτες προσπαθώντας μάταια να κρατήσει τους περίεργους μακριά. Μια άλλη γυναίκα –κι εκείνη αυτόπτης μάρτυρας, απ’ ό,τι φαινόταν– περιέγραφε το τι είχε συμβεί. 36


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ – 6

«Απλώς στεκόταν εκεί και άξαφνα άρχισε να τρέμει. Νόμιζα ότι έπαθε κρίση. Αίμα άρχισε να τρέχει από τη μύτη της. Μετά από το στόμα της. Ανέβλυζε». «Δεν υπάρχει κάτι να δείτε» επέμενε ο Τσάιμς. «Σας παρακαλώ, κάντε πίσω». Αλλά όλοι τον αγνοούσαν. Έφεραν κουβέρτες για να σκεπάσουν τη γυναίκα και μόλις η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε οι περίεργοι προχώρησαν μπροστά. Η Ιλέιν είδε φευγαλέα μια φιγούρα να σφαδάζει στο πάτωμα της τουαλέτας, σαν να είχε πάθει κράμπα· δεν ήθελε να δει τίποτα περισσότερο. Άφησε τους άλλους να στριμώχνονται στον διάδρομο και να μιλούν για την Μπερνίς σαν να ήταν ήδη νεκρή, ενώ εκείνη επέστρεψε στο γραφείο της. Είχε τόσο πολλά να κάνει· τόσες χαμένες θλίψεις να αναπληρώσει. Μια φράση που ταίριαζε στην περίσταση γύρναγε στο κεφάλι της. Απολύτρωσε τον χρόνο. Έγραψε τις τρεις λέξεις στο σημειωματάριό της, για να τις θυμάται. Πού τις είχε δει; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Δεν είχε σημασία. Κάποιες φορές το να ξεχνάς είναι ένδειξη σοφίας. *** Ο Κάβανο της τηλεφώνησε εκείνο το απόγευμα και την προσκάλεσε να βγουν για φαγητό το επόμενο βράδυ. Έπρεπε, όμως, να απορρίψει την πρότασή του, όσο κι αν ανυπομονούσε να συζητήσει μαζί του τις πρόσφατες εξερευνήσεις της, επειδή μερικοί φίλοι της διοργάνωναν ένα μικρό πάρτι για να γιορτάσουν την ανάρρωσή της. Τον ρώτησε αν ήθελε να έρθει στο πάρτι. Την ευχαρίστησε για την πρόσκληση, αλλά της είπε ότι ο συνωστισμός ανέκαθεν τον φόβιζε. Του είπε να μην είναι ανόητος: οι φίλοι της θα χαίρονταν να τον γνωρίσουν κι εκείνη να τους τον συστήσει, όμως εκείνος απάντησε όταν θα ερχόταν μόνο αν πίστευε ότι μπορούσε να ανταπεξέλθει και ότι στην αντίθετη 37


CLIVE BARKER

περίπτωση δεν θα την πρόσβαλλε. Καθησύχασε τους φόβους του. Πριν κλείσουν το τηλέφωνο, ανέφερε πονηρά ότι την επόμενη φορά που θα συναντιούνταν θα είχε να του πει μια ιστορία. Η επόμενη μέρα ήρθε και μαζί της έφερε δυσάρεστα νέα. Η Μπερνίς είχε πεθάνει τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής, χωρίς να έχει ποτέ ανακτήσει τις αισθήσεις της. Η αιτία του θανάτου της δεν είχε ακόμη εξακριβωθεί, αλλά τα κουτσομπολιά του γραφείου συμφωνούσαν ότι δεν είχε γερή κράση – ήταν πάντα η πρώτη που άρπαζε κρυολόγημα και η τελευταία που το ξεπερνούσε. Λέγονταν και κάποια άλλα πράγματα, αν και πιο διακριτικά, για την προσωπική της ζωή. Φαινόταν πως ήταν γενναιόδωρη με το κορμί της και απερίσκεπτη στην επιλογή των συντρόφων της. Με τα αφροδίσια νοσήματα να έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας, δεν ήταν αυτή η πιθανότερη αιτία του θανάτου της; Τα νέα, αν και κρατούσαν σε δουλειά τους κουτσομπόληδες, δεν ήταν καλά για το ηθικό του προσωπικού. Δύο κορίτσια αρρώστησαν εκείνο το πρωί και η Ιλέιν ήταν η μόνη από το προσωπικό που είχε όρεξη. Εξισορρόπησε, ωστόσο, την ανορεξία των συναδέλφων της. Πεινούσε σαν λύκος· το σώμα της λαχταρούσε την τροφή. Ήταν ένα ωραίο συναίσθημα, έπειτα από τόσους μήνες εξάντλησης. Όταν κοίταξε τα τσακισμένα πρόσωπα των συναδέλφων της στο τραπέζι, αισθάνθηκε εντελώς αποκομμένη απ’ αυτούς: από τα ανόητα κουτσομπολιά τους και τις κοινότοπες απόψεις τους, από τον τρόπο που η συζήτηση εστίασε στον ξαφνικό θάνατο της Μπερνίς, σαν μην είχαν ξανασκεφτεί τον θάνατο κάποια στιγμή όλα αυτά τα χρόνια και ν’ απορούσαν που η αδιαφορία τους δεν τον είχε εξαφανίσει. Η Ιλέιν ήξερε κάτι παραπάνω. Είχε έρθει κοντά με τον θάνατο πολύ συχνά στο πρόσφατο παρελθόν: στη διάρκεια των τελευ38


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.