Joe Bonomo AC/DC HIGHWAY TO HELL COPYRIGHT © 2022 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ Brainfood Εκδοτική ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Πάνος Τομαράς ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Θάνος Καραγιαννόπουλος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΙΡΑΣ
Μάκης Μηλάτος ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ - ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Πάρις Κούτσικος B R A I N F O O D Ε Κ ΔΟ Τ Ι Κ Ή Μ Ε Π Ε Εμπεδοκλέους 28 & Σουρή 20, 12131 Περιστέρι Τ 210 2514123 • E contact@brainfood.gr • W www.brainfood.gr ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022 ISBN: 978-960-436-885-3 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Joe Bonomo • AC/DC
Highway to Hell
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
Πρόλογος........................................................................ 7 Πρώτη συγχορδία.......................................................... 17 Δεύτερη συγχορδία.................................................... 108 Τρίτη συγχορδία..........................................................145 Ευχαριστίες..................................................................197 Φωτογραφικά δικαιώματα...........................................199 Πηγές......................................................................... 200
Πρόλογος
Μία από τις αγαπημένες μας στιγμές στο γυμνάσιο, τότε που πρωτομάθαμε αγγλικά, ήταν ο συνδυασμός λέξεων και συγκροτημάτων. Όταν ας πούμε κάπου στα 80s πέταξε πάνω απ’ τον αττικό ουρανό ένα διαφημιστικό zeppelin, εμείς δεν βλέπαμε αυτό, αλλά τους Jimmy, Robert, John και John Paul. Όταν μάθαμε τα έντομα, το beatle δεν ήταν άλλο ένα συμπαθητικό ζουζουνάκι, αλλά τέσσερα αγγλάκια που κάποιες πρωτοχρονιές βλέπαμε μια συναυλία τους στην κρατική τηλεόραση. Όταν μαθαίναμε τα χρώματα στα αγγλικά, το purple δεν ήταν ένα ακόμα χρώμα, αλλά ένας διπλός live δίσκος που ο αστικός μύθος έλεγε ότι στην εκτέλεση του «Child in Time», το χαρακτηριστικό «μπαμ» που ακούγεται είναι άλλη «εκτέλεση». Ένας Ιάπωνας φύτεψε, λέει, μια σφαίρα στο κεφάλι του. Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάνουμε σε ένα ανιαρό μάθημα όπου κάποιο βιβλίο προσπαθεί να φυτέψει στα δικά μας <7>
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
κεφάλια τη διαφορά του συνεχούς από το εναλλασσόμενο ρεύμα. DC/AC ήταν αυτό, αλλά και μόνο που πλησίαζε σε όψη, έστω κι απ’ την ανάποδη, ένα συγκρότημα που είχαμε λιώσει τον Highway to Hell δίσκο του, ήμασταν τρελά ενθουσιασμένοι. Ξεκίνησα ανάποδα την ιστορία. Πάμε λοιπόν απ’ την αρχή. Εγώ στο δημοτικό KISS άκουγα. Πολύ όμως. Λογικό λοιπόν να με παρασύρουν και άλλα αδερφά, ή λιγότερο αδερφά, ή… ξαδερφά συγκροτήματα. Κιθάρες, σόλα και φασαρία ήταν μια συνταγή που πολύ μου άρεσε. Από UFO και Judas Priest, μέχρι Black Sabbath και Motörhead. Ώσπου κάποια μέρα πέφτει στα χέρια μας (του κολλητού μου πρώτα, που αμέσως αντέγραψα σε κασέτα), το Highway to Hell των AC/DC. Ουάουυυ, που θα ’λεγαν και στο νησί μου. Ένα στρογγυλό διαμάντι, μ’ ένα εξώφυλλο ολίγον μαλλιαρό αλλά όχι τόσο φαντεζί όσο των KISS, κέρατα στο κεφάλι του τύπου που ήταν μπροστά στη φωτογραφία, ένα Hell τόσο όσο ήθελα να βλέπω και τα λοιπά. Και φτάνει η στιγμή αυτό το νέο απόκτημα να ανοιχτεί, να βγει απ’ το καβούκι του, να τοποθετηθεί πάνω στο πλατό και να ξεκινήσει να… λαλάει. <8>
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τελειώνει η πρώτη πλευρά και, άφωνοι όπως ήμασταν, βάζουμε τη δεύτερη. Άφωνοι πάλι κοιταζόμαστε και ξαναβάζουμε την πρώτη και μετά πάλι τη δεύτερη, και ούτω καθεξής μέχρι που κάποια στιγμή μας βρήκε η νύχτα, ιδρωμένους απ’ τον χορό και με τη βοήθεια του εσώφυλλου, να ξέρουμε όλους τους στίχους απ’ έξω. Ακολουθεί η κλασική στιγμή που το άλμπουμ έχει ήδη περάσει στην ιστορία της ζωής μας και αρχίζει να αποκτά τον καλλιτεχνικό του θρόνο. Πώς γίνεται αυτό; Πολύ απλά. Με τη γνωστή μέθοδο «διαίρει και βασίλευε». Ο ακροατής, έχοντας αποκτήσει οικειότητα με το έργο, δικαιούται να το κάνει ό,τι θέλει, αφού πλέον είναι ΚΑΙ δικό του. Split λοιπόν σε μικρότερα κομμάτια να το ζήσουμε ακόμα πιο έντονα. Η ανάγκη εκείνης της ώρας λοιπόν επέβαλλε το κλασικό: «βάλε το Highway to Hell», «ξαναβάλ’ το», «άλλη μία», «έλα… έλα… βάλ’ το μία ακόμη», «έλα, τελευταία…», «ναι αλλά μετά θ’ ακούσουμε το “Touch too Much”», «βάλ’ το πάλι», «σου είπα να σταματήσεις;» κλπ κλπ. Οι KISS πλέον ήταν οι ρίζες μας, αλλά οι AC/DC τα κλαδιά, τα παιδιά, ή μάλλον, οι τύποι που κάνουν φασαρία μεν, αλλά κάτι μου λέει ότι ξέρουν καλύτερα να παίζουν. <9>
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
Και δεν είναι και ποζεράδες, ρε αδερφέ μου. Ούτε μπότες, ούτε καρφιά, ούτε δερμάτινα, ούτε μακιγιάζ, ούτε γλώσσες με αίματα… Hard rock ’n’ roll θα το λέγαμε εκείνο το βράδυ. Γιατί και blues ακούς ξεκάθαρα μέσα στα τραγούδια, και σόλα ατόφια καθαρά χωρίς «κοκορετσάδες» ακούς και τύμπανα στακάτα που το μόνο που θέλουν είναι να κρατήσουν δυνατά τον ρυθμό και όχι να μας παραμυθιάσουν με σόλα και φανφάρες, αλλά και μια φωνή που όμοιά της δεν είχαμε ακούσει ως τότε σ’ ένα τέτοιο είδος μουσικής. Τα τραγούδια ήταν τόσο σύνθετα αλλά και τόσο απλά ταυτόχρονα, που νομίζαμε ότι θα πιάσουμε κιθάρα ο ένας, ντραμς ο άλλος και θα τα παίξουμε. Και όντως αυτό έγινε. Τα παίξαμε με πολύ λίγο χρόνο μελέτης. Αλλά μόνο τα παίξαμε. Τίποτ’ άλλο. Ούτε το νεύρο των AC/DC μπορέσαμε ποτέ να βρούμε, ούτε το χρώμα τους, ούτε την ενορχήστρωσή τους, ούτε τις ισορροπίες τους, ούτε τίποτα. Ένα δράμα. Το Highway to Hell έχω την εντύπωση ότι μας προβλημάτισε αρκετά. Είναι ο hard rock δίσκος που συνειδητοποιείς ότι όχι μόνο δεν είναι μια φασαρία, όχι μόνο δεν κοπανάνε τα όργανα, όχι μόνο δεν ουρλιάζουν στα φωνητικά, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Είναι με τέτοια μαεστρία φτιαγμένος, που εντελώς υπογείως δημιουργεί status. < 10 >
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Και με αυτό το status εκπαιδεύεσαι ως ακροατής, μαθαίνεις, εκτιμάς και σιγά σιγά αφήνεις στην άκρη ποζεριές και κοκορετσάδες και ασχολείσαι μόνο μ’ αυτό που ήθελες πάντα. Τη μουσική. Πολλά χρόνια αργότερα, οι AC/DC, μετά από πολλούς δίσκους, πολλές αλλαγές και πολλά χιλιόμετρα στην πορεία τους, ήρθαν και Ελλάδα. Πήραμε τα δυο μας πιτσιρίκια, εγώ και ο τότε φίλος και συνακροατής μου, και πήγαμε στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ναι… είχαν προηγηθεί πολλές επιτυχίες και μη του συγκροτήματος. Αλλά η καρδιά μας θα χτύπαγε πιο δυνατά μόνο σε ένα, δύο, ή όσα τραγούδια επέλεξαν για εκείνο το βράδυ, από το Highway to Hell. Τάκης Γιαννούτσος
< 11 >
Στην Έιμι
Το ροκ εν ρολ είναι μουσική που απευθύνεται στο σώμα από τον λαιμό και κάτω. – Κιθ Ρίτσαρντς Λένε ότι παίζουμε εφηβική μουσική, αλλά, συγγνώμη, αυτό ακριβώς δεν υποτίθεται ότι είναι το ροκ εν ρολ; Εφηβική μουσική. Τραγουδάς γι’ αυτά που ξέρεις. Για τι να γράψω; Για τον Ρέμπραντ; – Άνγκους Γιανγκ
Λα 5ης
Ένα μουντό μεσημέρι του Οκτωβρίου στο Γουίτον του Μέριλαντ, στο προαύλιο του σχολείου Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Μπίλι μιλάει σε ένα προσηλωμένο ακροατήριο δεκατριάχρονων. Είμαι ένα απ’ αυτά. «Παιδιά, ο αδερφός μου κι εγώ είδαμε τους AC/DC», μας λέει. «Γνώρισα τον Μπον Σκοτ». Ξέρουμε ότι το συγκρότημα πρόκειται να έρθει σύντομα στην πόλη για να παίξει στο Capital Centre στο Λάργκο. Και αναρωτιόμαστε: εφόσον ο Μπίλι ήδη ξυρίζεται μια φορά την εβδομάδα και έχει έναν μεγαλύτερο αδερφό που τον παίρνει μαζί του σε ροκ συναυλίες, υπάρχει περίπτωση να το φέρει η τύχη έτσι ώστε να βρεθεί πάσο για τα παρασκήνια της συναυλίας ενός από τα πιο διασκεδαστικά συγκροτήματα του κόσμου; Μέσα στην αφέλεια και τη φρεσκάδα της εφηβείας μας μυρίζουμε ήδη τον ιδρώτα και εισπνέουμε τον καπνό από < 17 >
JOE BONOMO
τη φούντα όση ώρα μας μιλάει ο Μπίλι. Νιώθουμε ευλογημένοι καθώς στεκόμαστε στην άσφαλτο δίπλα στο γήπεδο του μπέιζμπολ, τις μπασκέτες και τις κούνιες, λίγα μέτρα πιο πέρα από το πρεσβυτέριο όπου μένουν οι παπάδες και γράφουν κηρύγματα, υπό τους ήχους των οποίων γδύνουμε τα κορίτσια στη φαντασία μας. Θα καταφέρει ο Μπίλι να αράξει με το συγκρότημα στα ντουμανιασμένα καμαρίνια, να χουφτώσει τις γκρούπι και να πιει μια μπίρα με τον Μπον Σκοτ; Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι AC/DC δεν είχαν καθιερωθεί ακόμα ως το μουσικό μεγαθήριο που πυροδοτεί τεράστια κανόνια από μεγάλες σκηνές, μπροστά σε θάλασσες εκατομμυρίων ατόμων. Ήταν ακόμα σχετικά φρέσκοι. Είχαν σχηματιστεί στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας το 1973, όταν ο εικοσάχρονος κιθαρίστας Μάλκολμ Γιανγκ, γεννημένος στη Σκοτία, διέλυσε το προηγούμενο συγκρότημά του και στρατολόγησε τον μικρό του αδερφό, τον Άνγκους, στην κιθάρα, για να συμπληρώσει ένα νέο σχήμα που περιλάμβανε τον Κόλιν Μπέρτζες στα ντραμς, τον Λάρι Βαν Κριντ στο μπάσο και τον τραγουδιστή Ντέιβ Έβανς. Έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1974 στο κλαμπ Chequers του Σίντνεϊ. Παρά τις αποχωρήσεις μελών, κατάφεραν να χωθούν στο στούντιο της ΕΜΙ και να ηχογραφήσουν το πρώτο τους σινγκλ, το «Can I Sit Next To You, Girl?». Πέρασαν το υπόλοιπο της χρονιάς αυξάνοντας τη δημοτικότητά τους με αδιάκοπες εμφανίσεις και < 18 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
υπέμειναν πολλές αλλαγές στο rhythm section, παραμένοντας βαθιά ριζωμένοι στα θεμέλια του Τσακ Μπέρι, των Rolling Stones και του δυνατού ηλεκτρικού μπλουζ. Μετά από πρόταση της Μάργκαρετ, της αδερφής του, ο Άνγκους φόρεσε τη σχολική στολή του επί σκηνής τον Απρίλιο του 1974 και ανάμεσα σε περιοδείες και μεμονωμένες εμφανίσεις σε γκέι μπαρ και επαρχιακές αίθουσες χορού, αλλά και στην Όπερα του Σίντνεϊ (άνοιξαν τη συναυλία του θρυλικού αυστραλού τραγουδιστή Στίβι Ράιτ), η μπάντα υπέγραψε με την Albert Productions, ώστε να επωφεληθεί από το δίκτυο διανομής ενός κολοσσού σαν την ΕΜΙ. Το πρώτο τους σινγκλ εμφανίστηκε στον κατάλογο των επιτυχιών στο Περθ της δυτικής Αυστραλίας. Οι AC/DC ήταν διψασμένοι. Τον Αύγουστο ένας κοντός, νευρώδης, αξιαγάπητος αλήτης με τατουάζ και ύποπτο παρελθόν έτυχε να βρεθεί σε μια συναυλία των AC/DC στην Αδελαΐδα, στη νότια Αυστραλία, και γούσταρε πολύ αυτό που είδε. Ο Ρόναλντ «Μπον» Μπέλφορντ Σκοτ είχε μεταναστεύσει από τη Σκοτία, όπως και οι αδερφοί Γιανγκ, αλλά ήταν λίγο μεγαλύτερος, πιο περπατημένος και ήδη έμπειρος τραγουδιστής με θητεία σε μερικά συγκροτήματα (Valentines, Fraternity). Αφού έκανε για ένα σύντομο διάστημα τον οδηγό, τον βοηθό και γενικώς το παιδί για όλες τις δουλειές για έναν πρώην συμπαίκτη του σε μια μπάντα, του ζητήθηκε να αντικαταστήσει τον Έβανς με τον οποίο είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν ο Μάλκολμ < 19 >
JOE BONOMO
και ο Άνγκους. Έγινε μέλος τον Σεπτέμβριο. Τον Νοέμβριο, αφού οι AC/DC εγκαταστάθηκαν νοτιοδυτικά, στη Μελβούρνη, ηχογράφησαν στα γρήγορα το πρώτο τους άλμπουμ, το High Voltage. Το δεύτερο, το Τ.Ν.Τ., ηχογραφήθηκε μετά από οκτώ μήνες. Στη Μελβούρνη ο ντόπιος Φιλ Ραντ ανέλαβε τα ντραμς και τα επόμενα χρόνια το συγκρότημα ρίχτηκε με τα μούτρα σ’ έναν ατέρμονο κύκλο εμφανίσεων, ποτού, γραψίματος και ηχογραφήσεων: το Dirty Deeds Done Dirt Cheap κυκλοφόρησε το 1976, το Let There Be Rock το 1977. Το 1978, όταν μπήκε στο συγκρότημα ο άγγλος μπασίστας Κλιφ Γουίλιαμς, η κλασική σύνθεση συμπληρώθηκε και οι AC/DC άρχισαν να δρέπουν τους καρπούς της σκληρής δουλειάς τους. Αν και στην Αμερική σχεδόν τους αγνοούσαν, ήταν απίστευτα δημοφιλείς στην Αυστραλία, όπου και έδιναν όλο και πιο εκρηκτικές συναυλίες σε όλο και πιο μεγάλους χώρους, ενώ οι δίσκοι τους γίνονταν χρυσοί. Είχαν ήδη κάνει κάποιες εξερευνητικές εξορμήσεις στην Ευρώπη και στην Αγγλία και τώρα κατευθύνονταν δυτικά, με το μπουκάλι στο χέρι και τους ενισχυτές στο τέρμα. Όταν μαζεύτηκαν στο Λονδίνο τον Μάρτιο του 1979 για να ξεκινήσουν την ηχογράφηση του έκτου τους άλμπουμ, τα σημάδια από τον μακρύ δρόμο που είχαν διανύσει ήταν ορατά. Είχαν ήδη απορρίψει έναν παραγωγό κι ένα μάτσο βιαστικές δοκιμαστικές ηχογραφήσεις. Παραδόξως, για ένα συγκρότημα που διέθετε αδιάσειστη πίστη στις δυνατότητές του και ήταν τρομερά προσηλω< 20 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
μένο στον στόχο του, ένιωθαν ένα ασυνήθιστο άγχος. Η ντίσκο και ο μαλακός ροκ και ποπ ήχος κυριαρχούσαν στο ραδιόφωνο, τα πρώτα αιχμηρά νιου γουέιβ κομμάτια έκαναν αισθητή την παρουσία τους και στην Αμερική η δισκογραφική Atlantic τους πίεζε να γράψουν ένα κομμάτι που θα παιζόταν στο ραδιόφωνο κι ένα άλμπουμ που θα έφευγε γρήγορα από τα ράφια των καταστημάτων. Ο καινούργιος δίσκος των AC/DC έπρεπε οπωσδήποτε να είναι πετυχημένος. Έτσι λοιπόν ο Μάλκολμ και ο Άνγκους έκαναν αυτό που ήξεραν καλά: κλείστηκαν σ’ ένα δωμάτιο, πήραν δυο καρέκλες και ξεκίνησαν απλά. Άνγκους! Άνγκους! Άνγκους!… Θυμάμαι πως είχα ακούσει μια μανιασμένη εκτέλεση του «Whole Lotta Rosie» που άρχιζε μ’ αυτή τη βραχνή ομαδική κραυγή στον CD101-FM στην Ουάσιγκτον, στα προάστια όπου μεγάλωσα. Μάλλον θα ήταν από τα αγαπημένα κομμάτια των παραγωγών του σταθμού, επειδή σαν σινγκλ είχε πατώσει. Παρά την υπολογίσιμη έντασή του, δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει ούτε το «Hot Child In The City» του Nick Gilder ούτε το «Don’t Look Back» των Boston. Το κομμάτι συμπεριλαμβανόταν στο If You Want Blood You ’ve Got It, ένα λάιβ άλμπουμ που ηχογραφήθηκε κυρίως σε μια συναυλία στο Apollo Theater της Γλασκώβης. Ούτε αυτός ο δίσκος κατάφερε κάτι σπουδαίο στις Ηνωμένες Πολιτείες· έφτασε μέχρι το 113 στον < 21 >
JOE BONOMO
κατάλογο του Billboard. Το Powerage, ένα στούντιο άλμπουμ που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1978, τα είχε πάει ακόμα χειρότερα στις ΗΠΑ: έφτασε μέχρι το νούμερο 133 στον κατάλογο επιτυχιών και δεν πρόλαβε να δει καλά καλά τα παράλια της χώρας προτού το παρασύρουν τα απόνερα από το London Town των Wings, το Feels So Good του Τσακ Μαντζιόνε και το ασυγκράτητο σάουντρακ του Saturday Night Fever, και το ξεβράσουν χωρίς επισημότητες στην ακτή. Στην Αγγλία οι AC/DC τα πήγαιναν λίγο καλύτερα. Το Powerage κόντεψε να μπει στα πρώτα 25 του καταλόγου επιτυχιών των άλμπουμ και το If You Want Blood ανέβηκε ως το νούμερο 13. Ωστόσο το συγκρότημα ήθελε την επιτυχία στις ΗΠΑ, στην απέραντη πατρίδα του μπλουζ και του ροκ εν ρολ, στο μυθικό λίκνο του θορυβώδους ρυθμικού ήχου. Αν και οι δίσκοι τους δεν προκαλούσαν τους Γιάνκηδες να βγάλουν το πορτοφόλι από την τσέπη, το 1979 οι AC/DC είχαν πλέον αποκτήσει γερές γνώσεις στην αμερικανική γεωγραφία, έχοντας παίξει σε πολλές μεγάλες πόλεις και μικρούς δήμους της χώρας, μετά από κάμποσα χρόνια βασανιστικών περιοδειών στην Ευρώπη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είχαν εμφανιστεί για πρώτη φορά στις ΗΠΑ στις 27 Ιουλίου 1977, ανοίγοντας τη συναυλία των Moxy στο Όστιν του Τέξας για την προώθηση του Let There Be Rock. Τους επόμενους μήνες τριγύριζαν στον ζεστό και ανοίκειο Νότο, συγκεντρώνοντας έναν μικρό αλλά αφοσιωμένο κύκλο οπαδών στη < 22 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
Φλόριντα, κι ύστερα ανέβηκαν στις αχανείς μεσοδυτικές πολιτείες όπου έπαιξαν για πρώτη φορά στο Ιλινόι και στο Οχάιο. Ο Άνγκους θυμάται να ταξιδεύουν ατέλειωτες ώρες σε αυτοκινητόδρομους μέσα σ’ ένα στέισον βάγκον, κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, για να πάνε στις διάφορες αίθουσες όπου άνοιγαν τις συναυλίες συγκροτημάτων σαν τους REO Speedwagon και τους Kiss, κουβαλώντας τα πενιχρά μηχανήματά τους που ωχριούσαν μπροστά στον γιγάντιο τεχνικό εξοπλισμό και την υπερμεγέθη μυθολογία των μεγάλων ονομάτων. «Και σκάμε μύτη εμείς, πέντε μετανάστες, πέντε ανθρωπάκια μια σταλιά», θυμάται ο Άνγκους. «Δεν μπορούσαμε να φτάσουμε ούτε μέχρι τη συναυλία μ’ εκείνο το μικρό στέισον βάγκον». Ένας υπάλληλος στο τμήμα καλλιτεχνών και ρεπερτορίου της Atlantic έστελνε τους δίσκους των AC/DC στον Πίτερ Κάβανο, παραγωγό του ραδιοσταθμού WTAC-AM στο Φλιντ του Μίσιγκαν. Ο Κάβανο ενθουσιάστηκε με τον ακατέργαστο, άμεσο και απλό ήχο του συγκροτήματος, καθώς ένα μεγάλο τμήμα των μεσοδυτικών πολιτειών ήταν ανέκαθεν δεκτικό απέναντι σ’ αυτό το στυλ, ιδίως το Ντιτρόιτ, με την παράδοση του Μιτς Ράιντερ και των Stooges. Τον Δεκέμβριο του 1977, ενώ οι AC/DC κόντευαν να ολοκληρώσουν το δεύτερο σκέλος της πρώτης περιοδείας τους στις ΗΠΑ, ο Κάβανο τους κάλεσε να παίξουν στο θέατρο Capitol στο Φλιντ. Ο WTAC ήταν < 23 >
JOE BONOMO
ο πρώτος ραδιοσταθμός της χώρας που έπαιξε τους AC/ DC, συνεπώς οι πωλήσεις του συγκροτήματος στο Μίσιγκαν ήταν καλύτερες απ’ ό,τι σε όλες τις άλλες περιοχές. Ο Κάβανο, ακολουθώντας μια δοκιμασμένη στρατηγική προώθησης, σκέφτηκε έξυπνα να συνδυάσει το παλιό με το καινούργιο και επικοινώνησε με μέλη των MC5, του διαβόητου ντόπιου συγκροτήματος που είχε πρόσφατα ενωθεί ξανά, οι οποίοι συμφώνησαν να ανοίξουν τη συναυλία. Ο Κάβανο υποδέχτηκε τους AC/DC στο αεροδρόμιο στις 5 Δεκεμβρίου. «Δεν πρόλαβαν καλά καλά να στριμωχτούν στο αυτοκίνητό μου και κάποιος άναψε κάτι στο πίσω κάθισμα», θυμάται ο Κάβανο. Σούφρωσε τη μούρη του, περιμένοντας να μυρίσει το δυνατό άρωμα της μαριχουάνας, αλλά ανακάλυψε πως η φούντα δεν ήταν το πάθος του συγκροτήματος, αντίθετα με τους περισσότερους ροκ σταρ. Το χόρτο παραήταν ηρεμιστικό για τα παιδιά. Κάπνιζαν αθώα, κανονικά τσιγάρα, με μανία. « Έρχονταν από την Αυστραλία», λέει ο Κάβανο. «Γι’ αυτούς τα αμερικάνικα τσιγάρα ήταν κάτι καινούργιο. Άναβαν ένα και το έδιναν ο ένας στον άλλον. Εγώ πήρα μια τζούρα και το έδωσα πίσω». Ο Κάβανο οδηγούσε μέσα στους χιονισμένους δρόμους. Η κακοκαιρία και η χαμηλή δημοτικότητα της μπάντας προμήνυαν ότι το θέατρο Capitol δεν θα ήταν γεμάτο. «Δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Ήξερα ότι θα ήταν μια ιστορική βραδιά», λέει σήμερα ο Κάβανο. Έφτασαν ασφαλείς στο θέατρο και λίγο < 24 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
αργότερα οι MC5 έπαιξαν ένα εκρηκτικό σετ πενήντα λεπτών, αντλώντας ενέργεια από τη φήμη τους και την καλή προδιάθεση του ντόπιου κοινού. Οι AC/DC παρακολουθούσαν από τα παρασκήνια με θαυμασμό, καθώς διαισθάνθηκαν μια συγγένεια με τον ηχητικό καταιγισμό των γόνων του Ντιτρόιτ. Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, οι AC/DC ανέβηκαν στη σκηνή και άνοιξαν τους ενισχυτές τους. Η αίθουσα βυθίστηκε στο σκοτάδι και ο Κλιφ Γουίλιαμς άρχισε να σφίγγει τη θηλιά με το απειλητικό εναρκτήριο ριφ του «Live Wire», με το οποίο ξεκινούσαν από παλιά τις συναυλίες τους. Ο Κάβανο θυμάται: «Αμέσως τέσσερις προβολείς πλημμύρισαν τη σκηνή με φως και εστίασαν πάνω σε μια ιδιαίτερα παράξενη φιγούρα που χτυπιόταν ασταμάτητα, σαν δαιμονισμένη. Ο τύπος φορούσε κοντό παντελονάκι. Ήταν ντυμένος σαν άγγλος μαθητής, με γραβάτα και σάκα. Το κεφάλι του έλεγες ότι θα ξεκολλήσει από το κούνημα. Έτρεχε κάνοντας κύκλους γύρω από τους άλλους μουσικούς, ενώ η εισαγωγή χτιζόταν και η ένταση δυνάμωνε με κάθε συγχορδία. Έμοιαζε έφηβος ακόμη». Αν και κάποιοι στο μικρό κοινό είχαν ακούσει τους AC/DC στο ραδιόφωνο, μέχρι τότε κανείς δεν είχε δει το συγκρότημα αυτοπροσώπως. Μόλις αντίκρισαν τον Άνγκους Γιανγκ και τον Μπον Σκοτ, γυμνό από τη μέση και πάνω, με ζωγραφισμένο τζιν, τατουάζ σε κοινή θέα και το δάχτυλό του τεντωμένο δήθεν απειλητικά αλλά και αστεία, όλοι γούρλωσαν τα μάτια. < 25 >
JOE BONOMO
Μετά την εκκωφαντική εμφάνιση, ο Κάβανο έδωσε στην μπάντα χίλια δολάρια σε μετρητά από τις εισπράξεις της βραδιάς. Τον ευχαρίστησαν, γύρισαν την πλάτη με αδιαφορία και άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους ψάχνοντας για κορίτσια. Είχαν κάνει απλώς τη δουλειά τους, ήταν άλλη μια συνηθισμένη θριαμβευτική νύχτα. «Το γκρουπ ήταν και είναι απλά φανταστικό», λέει με θαυμασμό ο Κάβανο πάνω από τρεις δεκαετίες αργότερα. «Τέλειο, δεμένο, σκληρό, γρήγορο, μανιασμένο ροκ εν ρολ, μ’ έναν απαράμιλλο, ασυγκράτητο, γνήσιο δυναμισμό». Ανακαλεί στη μνήμη του μια αξέχαστη στιγμή προς το τέλος της κουραστικής μέρας. « Ήθελαν να δοκιμάσουν τα σάντουιτς με μοσχάρι Άρμπις», λέει χαμογελώντας, «έτσι λοιπόν σταματήσαμε στο πιο κοντινό μαγαζί, που ήταν ακόμα ανοιχτό παρά την κακοκαιρία. Αγόρασαν δεκάδες πακέτα τσιγάρα, πολλές μάρκες, από το αυτόματο μηχάνημα. Σχεδόν το άδειασαν. Τους άρεσαν πολύ τα σάντουιτς του Άρμπις, τόσο για τη γεύση τους όσο και για να τα εκτοξεύουν ο ένας στον άλλον. Εφόσον ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες εκείνη την ώρα και είχαμε αφήσει γερό φιλοδώρημα, δεν μας έκαναν φασαρία από το μαγαζί. Μετά τους άφησα στο ξενοδοχείο τους και τους ευχαρίστησα ειλικρινά». Και συμπληρώνει: « Ό,τι κι αν γινόταν, είχαν πλέον αρκετά αμερικάνικα τσιγάρα για να βγάλουν πολλές εβδομάδες».
< 26 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
••• Μπορεί το πάντρεμα των MC5 και των AC/DC να ήταν ευκαιριακό και συμπτωματικό λόγω περιοχής, αλλά ο συνδυασμός τους φαντάζει λογικός. Αν και ο Άνγκους κι η παρέα του απέφευγαν πάντα να αναφερθούν ευθέως στην πολιτική της αντικουλτούρας στα τραγούδια τους, προτιμώντας να εξυμνούν την ηδονοθηρία αντί για την επανάσταση, τόσο οι AC/DC όσο και οι MC5 είχαν κοινά θεμέλια: βραχνά, δυνατά φωνητικά, πελώρια ριφ κιθάρας και φασαριόζικο, σκληρό ήχο. Οι AC/DC δεν κατατάσσονταν εύκολα σε κατηγορίες. Μετά από τόσες δεκαετίες εξακολουθούν να βγάζουν σπυράκια με την ταμπέλα του χέβι μέταλ, ιδίως ο Άνγκους, που δεν σταματάει να διαβεβαιώνει τους πάντες ότι το συγκρότημα απλώς αναπαράγει τον ήχο του Τσακ Μπέρι εποχής 1955, αλλά με πολύ δυνατότερη ένταση. Ανάμεσα στις ταμπέλες που τους φόρεσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν κι αυτή του πανκ. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του μεθυστικού 1976 οι AC/DC έπαιξαν στο Λονδίνο σε κλαμπ όπως το Red Cow, το Nashville και το Marquee, στο επίκεντρο της έκρηξης των Sex Pistols και των Clash στην Αγγλία. Και μάζευαν πάντα πολύ κόσμο. Στο Marquee η ζέστη ήταν τόσο αφόρητη που ο ιδρώτας έσταζε από το ταβάνι, ραίνοντας το ανήσυχο κοινό σαν αγιασμός. Τα επόμενα χρόνια, ενώ γενικά μιλούσαν υποτιμητικά για τη βία και την επιθετική στάση < 27 >
JOE BONOMO
του κινήματος, υπενθύμιζαν στους κριτικούς ότι οι AC/ DC ήταν παρόντες στο ξεκίνημα του πανκ, αποφεύγοντας τις ροχάλες και δοξάζοντας την απλότητα στη μουσική, όπως και οι πανκ μπάντες. Σίγουρα διέθεταν τον απαραίτητο τσαμπουκά και έχυναν ποτάμια ιδρώτα, ιδιαίτερα ο υπερενθουσιώδης Άνγκους, η στολή του οποίου ήθελε συνεχώς καθαριστήριο, πράγμα που επιβάρυνε οικονομικά το συγκρότημα. Οι AC/DC έφτασαν στη Νέα Υόρκη το 1977, για να παίξουν πριν από τους Dictators και τους Michael Stanley Band στις 24 Αυγούστου στο Palladium, το παλιό Academy of Music, ένα σινεμά που είχε μετατραπεί σε αίθουσα συναυλιών και παρείχε έναν χώρο μεσαίου μεγέθους, ανάμεσα σε κλαμπ και σε κλειστό γήπεδο, τόσο στις ντόπιες μπάντες όσο και σ’ εκείνες που περιόδευαν. Το Palladium βρισκόταν στην Ανατολική Δέκατη Τέταρτη οδό, σε μια γειτονιά δίπλα στο υποβαθμισμένο, φρενιασμένο κέντρο της πόλης, και ήταν ένας ωραίος χώρος όπου οι AC/DC πήραν το βάπτισμα του πυρός στη Νέα Υόρκη. Δυο μέρες μετά την εμφάνισή τους, ο Τζον Ρόκγουελ των Times της Νέας Υόρκης περιέγραψε τη βραδιά ως «μια επιφυλακτική απόπειρα εισαγωγής του πανκ ροκ σε μια καθιερωμένη αίθουσα συναυλιών», προτού παραδεχτεί ότι η βραδιά «τελικώς δεν είχε πανκ χαρακτήρα». Οι AC/DC «ήταν το πλησιέστερο σχήμα στα πρότυπα του πανκ», σημείωσε, αν και επιδείκνυαν «τάσεις θεατρινισμού» – ιδίως «ο κύριος Γιανγκ», που < 28 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
χτυπιόταν σε όλη τη σκηνή σαν μανιασμένο παιδί που του τρέχουν τα σάλια. Ο Ρόκγουελ κατέληγε: «Το συγκρότημα είναι δεμένο, αλλά ο τραγουδιστής στερείται προσωπικότητας και τα τραγούδια τους σπάνια ξεφεύγουν από το επίπεδο της παιδιάστικης προκλητικότητας». Αυτό που για κάποιους θεωρείται παιδαριώδες, για άλλους είναι δήλωση προθέσεων. Ολόκληρη η καριέρα των AC/DC αποτελεί μνημείο αυτού του φαινομένου. Ο Άντι Σέρνοφ, ιδρυτής των Dictators, θυμάται καλά τη συναυλία και τους Αυστραλούς. « Ήταν φοβεροί, πολύ φιλικοί», λέει ο Σέρνοφ. «Δεν είχαν γίνει ακόμα αστέρες, κάναμε καλή παρέα, ήταν εντελώς απλά και ανεπιτήδευτα άτομα». Και προσθέτει γελώντας: «Ο Άνγκους είναι νάνος! Και ο Μπον Σκοτ ήταν κοντός. Δεν το πιστεύεις πώς γίνεται αυτά τα κοντά ανθρωπάκια να βγάζουν τέτοιο ήχο. Είναι σχεδόν αδύνατον τεχνικά». Ο Άνγκους είναι ένα κι εξήντα και τα υπόλοιπα μέλη τρεις με τέσσερις πόντους ψηλότερα. Ο Σέρνοφ παρακολουθούσε από τα παρασκήνια, γνωρίζοντας πως το δικό του γκρουπ δεν ήταν τόσο καλό επί σκηνής, και έπαθε πλάκα. «Τα κομμάτια τους σκότωναν στη συναυλία, ήταν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στις εκτελέσεις των δίσκων. Το κοινό τούς λάτρεψε. Ήταν φανταστικοί, χωρίς καθόλου φιοριτούρες». Ο Σέρνοφ είδε τον Άνγκους –ένα παιδάκι με κιθάρα– να κατευθύνεται χωρίς φόβο προς ένα κοινό 3400 ατόμων μέσα στην κατάμεστη αίθουσα, ανεβασμένος στην πλάτη ενός ογκώδους ρόουντι, παίζοντας σαν < 29 >
JOE BONOMO
δαιμονισμένος, γεμάτος ενέργεια από τον ενθουσιασμό στο ακροατήριο. Μετά τη συναυλία οι AC/DC αποφάσισαν να κάνουν μεταμεσονύχτια έξοδο για να το γιορτάσουν με τον δικό τους τρόπο. Σκούπισαν τον ιδρώτα, μπήκαν στο βαν τους και πήγαν στο κέντρο. Ο προορισμός τους απείχε ενάμισι χιλιόμετρο, αλλά φάνταζε μυθικά μακρινός από το πολιτιστικό σύνορο της Δέκατης Τέταρτης οδού. Το καυτό, ταραχώδες καλοκαίρι του 1977 η Νέα Υόρκη ήταν ένα καζάνι που σιγόβραζε. Ο Ντέιβιντ Μπέρκογουιτς, ο «Γιος του Σαμ», είχε συλληφθεί δυο εβδομάδες πριν την άφιξη των AC/DC στο Μανχάταν. Μετά από έναν χρόνο, η πορεία του δολοφόνου είχε φτάσει ευτυχώς στο τέλος της. Η πόλη ήταν επικίνδυνη, θορυβώδης, φοβισμένη, και το κέντρο ξεχείλιζε από μια καινούργια επαναστατική μουσική. Ένα ετοιμόρροπο μπαρ σε μια ερειπωμένη συνοικία έγινε το επίκεντρο του λιτού, αλήτικου ροκ εν ρολ. Το CBGB είχε ανοίξει χωρίς τυμπανοκρουσίες πριν από λίγα χρόνια, αλλά όταν οι AC/DC πάρκαραν μπροστά στη σκισμένη τέντα της εισόδου τον Αύγουστο, το κλαμπ ήταν γνωστό σε όλη τη χώρα. Το πανκ ροκ είχε αποκτήσει όνομα και αρκετούς ένθερμους πιστούς. Το 1975 ο Τζον Χόλμστρομ και ο Λεγκς ΜακΝιλ κυκλοφόρησαν από κοινού το περιοδικό PUNK. Οι γελοιογραφίες, το καινοτόμο στυλ γραψίματος και η αισθητική του περιοδικού διαμορφώθηκαν μετά από πολλά ξενύχτια στο Λόουερ Ιστ Σάιντ και γρήγορα η έκδοση έγινε το < 30 >
AC/DC • HIGHWAY TO HELL
λάβαρο του κινήματος. Οι AC/DC, ένα συγκρότημα που ήταν σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία και σχετιζόταν με το κίνημα του πανκ, είχαν ακούσει για το CBGB και την επικίνδυνη ατμόσφαιρά του μετά τη συναυλία τους με τους Dictators και ήθελαν να παίξουν για όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα, είτε αυτά ύψωναν τη γροθιά τους σε κλειστά γήπεδα είτε απειλούσαν να πιαστούν στα χέρια σε καταγώγια. Μια ώρα αφού κατέβηκαν από τη σκηνή του Palladium, εμφανίστηκαν απρόσκλητοι στο CBGB, προς έκπληξη του ιδιοκτήτη. (Εκείνη τη βραδιά έπαιζαν οι Marbles.) Οι AC/DC έβαλαν τα όργανά τους στους ενισχυτές κι έπαιξαν στα γρήγορα μια χούφτα κομμάτια, όπως το «Live Wire» και το «She’s Got Balls», καθένα από τα οποία ξεπερνούσε τα επτά λεπτά, με μεγάλα σόλο στην κιθάρα, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς του επιθετικού πανκ ήθους. Ο Μπον Σκοτ φορούσε τη συνηθισμένη του σκηνική αμφίεση (πιθανώς απλά την έστυψε μετά την εμφάνιση στο Palladium): στενό τζιν παντελόνι και ανοιχτό, αμάνικο τζιν μπουφάν, που σύντομα έβγαλε, μοστράροντας ακόμα περισσότερο το τριχωτό του στήθος και το μενταγιόν του. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και του έφταναν μέχρι τον ώμο. Ήταν γεμάτος τατουάζ. Και το συγκρότημα έπαιζε δυνατά. «Εκείνη την εποχή προωθούσαν τους AC/DC σαν πανκ μπάντα», θυμάται ο Χόλμστρομ. «Η CBS έβαζε πληρωμένες καταχωρίσεις στο PUNK, τους πήραμε < 31 >