ΕΛΑ ΚΑΙ ΔΕΣ
Γουέν Το κορίτσι με τα σκουρόχρωμα μαλλιά κατεβαίνει τα μπροστινά ξύλινα σκαλοπάτια και σκύβει στην κιτρινωπή λιμνοθάλασσα από γρασίδι που της φτάνει ως τον αστράγαλο. Ένα ζεστό αεράκι περνάει κυματίζοντας απ’ το χορτάρι, από τα φύλλα και τα πέταλα του τριφυλλιού που μοιάζουν με καβούρια. Κοιτάζει προσεκτικά την μπροστινή αυλή παρατηρώντας τη νευρική, μηχανική κίνηση και τα φρενήρη άλματα των ακρίδων. Το γυάλινο βάζο που κρατάει στο στήθος της μυρίζει ανεπαίσθητα ζελέ σταφυλιού και το εσωτερικό του κολλάει. Ξεβιδώνει το αεριζόμενο καπάκι. Ή Γουέν υποσχέθηκε στον μπαμπά Άντριου ότι θα ελευθέρωνε τις ακρίδες πριν ψηθούν μέσα στο χειροποίητο ζωοτροφείο. Οι ακρίδες όμως δεν θα έχουν πρόβλημα, γιατί θα φροντίσει να κρατήσει το βάζο μακριά απ’ το φως του ήλιου. Ανησυχεί, ωστόσο, ότι μπορεί να τραυματιστούν καθώς θα πηδούν προς τις αιχμηρές
11 • ENA •
άκρες από τις τρύπες που έχει ανοίξει στο καπάκι. Θα πιάσει μικρότερες ακρίδες, αυτές που δεν θα μπορούν να πηδήξουν τόσο ψηλά ή τόσο δυνατά και, επειδή ακριβώς θα είναι μικρές σε μέγεθος, θα έχουν πιο πολύ χώρο για να πηδήξουν μες στο βάζο. Θα μιλήσει στις ακρίδες με χαμηλή, καθησυχαστική φωνή και, αν όλα πάνε καλά, ίσως να μην πανικοβληθούν κι έτσι να μη γίνουν πολτός πέφτοντας πάνω στους επικίνδυνους, μεταλλικούς σταλακτίτες. Ικανοποιημένη με το επικαιροποι-
ημένο της σχέδιο, τραβάει μια χούφτα γρασίδι μαζί με τις ρίζες του, αφήνοντας ένα σημάδι στη θάλασσα από πράσινο και κίτρινο της μπροστινής αυλής. Προσεκτικά, τοποθετεί και τακτοποιεί το γρασίδι μέσα στο βάζο και στη συνέχεια σκουπίζει τα χέρια της στο γκρι κοντομάνικο μπλουζάκι της Γουόντερ Γούμαν που φοράει. Τα όγδοα γενέθλια της Γουέν είναι σε έξι μέρες. Οι μπαμπάδες της αναρωτιούνταν, όχι τόσο κρυφά (τους είχε ακούσει να το συζητούν), αν αυτή η μέρα είναι η πραγματική μέρα της γέννησής της ή απλώς μια μέρα που όρισε το ορφανοτροφείο της επαρχίας Χουμπέι στην Κίνα. Για την ηλικία της το ύψος της είναι πάνω από τον μέσο όρο, όχι όμως και το βάρος της – ή τουλάχιστον αυτό ίσχυε όταν επισκέφτηκε τον παιδίατρο έξι μήνες πριν. Ανάγκασε τον δρα Μάγιερ να της εξηγήσει λεπτομερώς τι σήμαιναν όλα αυτά τα νούμερα. Όσο χάρηκε για το ότι ήταν ψηλότερη από τον μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας της, άλλο τόσο θύμωσε που το βάρος της ήταν κάτω από τον μέσο όρο. Ή Γουέν είναι ειλικρινής και αποφασιστική όπως είναι αθλητική και δυνατή, ενώ στις διαφωνίες που έχει με τους μπαμπάδες της συχνά τους κερδίζει και παίρνει αυτό που θέλει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους προσχεδιασμένους αγώνες πάλης
PAUL TREMBLAY 12
που κάνουν στο κρεβάτι τους. Τα μάτια της έχουν ένα βαθύ, σκούρο καφέ χρώμα, με λεπτά σαν κάμπιες φρύδια που κουνιούνται από μόνα τους. Κατά μήκος της δεξιάς πλευράς του άνω χείλους της υπάρχει η υποψία ενός σημαδιού, που είναι ορατό μόνο κάτω από συγκεκριμένο φωτισμό και αν ξέρεις να το ψάξεις (έτσι της είπαν). Το λεπτό, λευκό κόψιμο είναι η απόδειξη που έχει απομείνει από τη λαγωχειλία, που διορθώθηκε μετά από πολλαπλές εγχειρήσεις στις ηλικίες μεταξύ δύο και τεσσάρων ετών. Θυμάται την πρώτη και την τελευταία
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
επίσκεψή της στο νοσοκομείο, όχι όμως και τις επισκέψεις που μεσολάβησαν. Την ενοχλεί που αυτές τις ενδιάμεσες επισκέψεις και τις εγχειρήσεις δεν τις θυμάται για κάποιο λόγο. Ή Γουέν είναι φιλική, εξωστρεφής και τόσο αφελής όσο κάθε άλλο παιδί στην ηλικία της, όμως δεν προσφέρει τα αναδομημένα χαμόγελά της απλόχερα. Τα χαμόγελά της πρέπει να κερδηθούν. Είναι μια ανέφελη, καλοκαιρινή μέρα στο βόρειο Νιου Χάμσαϊρ, λίγα μόνο χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα του Καναδά. Το φως του ήλιου λαμπυρίζει στα φύλλα των δέντρων διαφεντεύοντας μεγαλόψυχα το μικρό σπίτι, τη μοναχική κόκκινη κουκίδα στη νότια ακτή της λίμνης Γκαουντέτ. Ή Γουέν αφήνει το βάζο σ’ ένα σκιερό σημείο, δίπλα στα μπροστινά σκαλιά. Βαδίζει με αργές κινήσεις στο γρασίδι, με τα χέρια της απλωμένα, κουνώντας τα πόδια της όπως τα κουνάει κάποιος που είναι μέσα στο νερό. Το δεξί της πόδι ακουμπάει την κορυφή του γρασιδιού, ενώ το κουνάει μπρος και πίσω κάνοντας έναν συριστικό ήχο, όπως της έδειξε ο μπαμπάς Άντριου. Εκείνος μεγάλωσε σε μια φάρμα στο Βερμόντ και είναι ειδικός στο να βρίσκει ακρίδες. Της είπε ότι το πόδι της πρέπει να λειτουργεί σαν δρεπάνι, χωρίς όμως να κόβει στ’ αλήθεια το γρασίδι.
13
πώς το χρησιμοποιούσαν. Έβγαλε το κινητό του για να ψάξει εικόνες δρεπανιών, πριν θυμηθούν και οι δύο ότι το σπίτι δεν είχε σήμα κινητής τηλεφωνίας. Τελικά ο μπαμπάς Άντριου σχεδίασε ένα δρεπάνι σε μια χαρτοπετσέτα· ένα μαχαίρι σε σχήμα μισοφέγγαρου στην άκρη ενός μπαστουνιού, κάτι που θα το είχε μαζί του ένας πολεμιστής ή ένα ορκ από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Έδειχνε πραγματικά επικίνδυνο και δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι χρειάζονταν
Δεν κατάλαβε τι εννοούσε και της εξήγησε τι είδους εργαλείο ήταν το δρεπάνι και
κάτι τόσο μεγάλο και μυτερό για να κόψουν το γρασίδι, αλλά η Γουέν λάτρευε την ιδέα να προσποιείται ότι το πόδι της ήταν το μπαστούνι και το πέλμα της ήταν η μακριά, κυρτή λεπίδα. Μια καφέ ακρίδα, μεγάλη όσο η παλάμη του χεριού της, με θορυβώδη, δυνατά φτερά, πετάει κάτω απ’ το πόδι της και αναπηδά πάνω στο στήθος της. Ή Γουέν παραπατά προς τα πίσω μόλις η ακρίδα βρίσκεται πάνω της και σχεδόν πέφτει κάτω στο γρασίδι. Χαχανίζει και λέει: «Εντάξει, είσαι πολύ μεγάλη». Αρχίζει πάλι το διερευνητικό της χτύπημα με το πόδι-δρεπάνι. Μια πολύ πιο μικρή ακρίδα πηδάει τόσο ψηλά που χάνει απ’ τα μάτια της την ελλειπτική της καμπύλη κάπου στον αέρα, αλλά την εντοπίζει καθώς προσγειώνεται μερικά μέτρα πιο πέρα, στα αριστερά της. Έχει το ίδιο φθορίζον πράσινο σαν τα μπαλάκια του τένις και το τέλειο μέγεθος, αφού δεν είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ τις συστάδες των σπόρων στις άκρες των μακρύτερων μίσχων του γρασιδιού. Μόνο να μπορέσει να την πιάσει. Οι κινήσεις της είναι γρήγορες, δύσκολο να τις προβλέψει, και πηδάει μακριά πριν ακόμα πάρει θέση η τρεμάμενη παγίδα των χεριών της. Γελάει και
PAUL TREMBLAY 14
ένα
γύρω
ακρίδα ότι δεν θέλει να της κάνει κακό, στο τέλος θα την αφήσει να φύγει, κι ότι απλώς θέλει να μάθει γι’ αυτήν για να μπορέσει να βοηθήσει όλες τις άλλες ακρίδες να είναι υγιείς και ευτυχισμένες. Ή Γουέν τελικά πιάνει τον μικροσκοπικό ακροβάτη στη γωνία του γρασιδιού και του ιδιωτικού δρόμου που είναι στρωμένος με χαλίκι και οδηγεί στο σπίτι. Μέσα στην κοίλη σπηλιά των χεριών της, αυτή είναι η πρώτη ακρίδα που πιάνει ποτέ. Φωνάζει χαμηλόφωνα «Ναι!». Ή ακρίδα είναι τόσο
ακολουθεί
μανιακό ζιγκ-ζαγκ
απ’ την αυλή. Λέει στην
ελαφριά που μπορεί να την αισθανθεί μόνο όταν προσπαθεί να πηδήξει μέσα στα κλειστά της δάχτυλα. Ή έντονη επιθυμία ν’ ανοίξει έστω και λίγο τα χέρια της, για να ρίξει μια μικρή ματιά, γίνεται σχεδόν παρόρμηση, αλλά αντιστέκεται με σύνεση. Τρέχει διασχίζοντας την αυλή και βάζει την ακρίδα μέσα στο βάζο, κλείνοντας το καπάκι γρήγορα. Ή ακρίδα πηδάει σαν ηλεκτρόνιο, χτυπάει πάνω στο γυαλί και στο μεταλλικό καπάκι κι έπειτα σταματάει απότομα, κουρνιάζει στην πρασινάδα και ξεκουράζεται. Ή Γουέν λέει: «Εντάξει. Είσαι το νούμερο ένα». Βγάζει απ’ την πίσω τσέπη του παντελονιού της ένα σημειωματάριο στο μέγεθος της παλάμης της, με την πρώτη σελίδα του ήδη ένα πλέγμα από κυματιστές σειρές και στήλες με επικεφαλίδες, και γράφει τον αριθμό ένα, μια εκτίμηση του μεγέθους της (γράφει, λανθασμένα, «5 εκατοστά»), χρώμα («πράσινο»), αγόρι ή κορίτσι («κορίτσι Καρολάιν»), επίπεδο ενέργειας («υψηλό»). Τοποθετεί ξανά το βάζο στο σκιερό σημείο όπου βρισκόταν προηγουμένως και περιπλανιέται πάλι στην μπροστινή αυλή. Σύντομα πιάνει άλλες τέσσερις ακρίδες παρόμοιου μεγέθους: δύο καφέ, μία πράσινη και μία ακόμη με χρώμα ανάμεσα στο καφέ και το πράσινο. Τους δίνει τα ονόματα συμμαθητριών της: Λιβ, Όρβιν, Σάρα και Γκίτα. Καθώς ψάχνει για μια έκτη ακρίδα, ακούει
15
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
κάποιον να περπατάει ή να κάνει τζόκινγκ πάνω στον ατέλειωτο, στριφογυριστό χωματόδρομο που περνά δίπλα από το σπίτι και χαράσσει την ακτογραμμή της λίμνης, πριν χαθεί σαν φίδι στο περιβάλλον δάσος. Όταν ήρθαν πριν από δύο μέρες, τους πήρε είκοσι ένα λεπτά και σαράντα εννέα δευτερόλεπτα για να διανύσουν με το αυτοκίνητο όλον αυτό τον χωματόδρομο. Ή Γουέν το χρονομέτρησε. Ομολογουμένως, ο μπαμπάς Έρικ οδηγούσε υπερβολικά αργά όπως πάντα.
Ο ήχος ποδιών που πατούν και τρίβονται πάνω στο χώμα και τις πέτρες ακούγεται πιο δυνατά, πιο κοντά. Κάτι μεγάλο περπατάει στον δρόμο αργά. Κάτι στ’ αλήθεια μεγάλο. Ίσως να είναι μια αρκούδα. Ο μπαμπάς Έρικ την έβαλε να του υποσχεθεί ότι θα τους φώναζε και θα έτρεχε μέσα στο σπίτι αν έβλεπε κάποιο ζώο μεγαλύτερο από σκίουρο. Τώρα έπρεπε να ενθουσιαστεί ή να φοβηθεί; Δεν μπορεί να διακρίνει τίποτα μέσα από τη συστάδα των δέντρων. Ή Γουέν στέκεται στη μέση του γρασιδιού, έτοιμη να τρέξει αν χρειαστεί. Είναι αρκετά γρήγορη ώστε να προλάβει να μπει στο σπίτι αν είναι όντως κάποιο επικίνδυνο ζώο; Ελπίζει να είναι αρκούδα. Θέλει να δει αρκούδα. Μπορεί να κάνει τη νεκρή αν χρειαστεί. Ή υποτιθέμενη αρκούδα βρίσκεται στην είσοδο του χαλικόστρωτου ιδιωτικού δρόμου που καλύπτεται από δέντρα. Ή περιέργειά της μετατρέπεται σε εκνευρισμό, αφού πρέπει ν’ ασχοληθεί με οτιδήποτε/οποιονδήποτε είναι εκεί, όταν η ίδια βρίσκεται εν μέσω μιας σημαντικής δουλειάς. Ένας άντρας βγαίνει από τη στροφή και περπατάει γρήγορα στον χαλικόστρωτο ιδιωτικό δρόμο, σαν να έρχεται προς το σπίτι. Ή Γουέν δεν μπορεί να κρίνει καλά το ύψος των ανθρώπων, καθώς όλοι οι ενήλικες βρίσκονται σ’ αυτό τον χώρο που είναι γεμάτος σύννεφα από πάνω της, αλλά χωρίς αμφιβολία είναι ψηλότερος από τους μπαμπάδες της. Μπορεί και να είναι ψηλότερος
PAUL TREMBLAY 16
από κάθε άλλον που έχει συναντήσει ποτέ – και τόσο φαρδύς σαν κάποιος να έχει ενώσει δυο κορμούς δέντρων μαζί. Ο άντρας τη χαιρετάει μ’ ένα χέρι που θα μπορούσε να είναι χέρι αρκούδας και χαμογελάει στη Γουέν. Δεδομένων των πολλών χειρουργικών αναπλάσεων στα χείλη της, η Γουέν πάντα εστίαζε και παρατηρούσε προσεκτικά τα χαμόγελα. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν χαμόγελα που δεν σημαίνουν
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
αυτό που υποτίθεται ότι σημαίνει ένα χαμόγελο. Συχνά τα χαμόγελά τους είναι σκληρά και κοροϊδευτικά, όπως το πλατύ χαμόγελο ενός νταή που είναι ίδιο με μια γροθιά. Ακόμα χειρότερα είναι τα χαμόγελα των ενηλίκων που είναι μπερδεμένα και λυπημένα. Ή Γουέν θυμάται ότι, πριν από τις εγχειρήσεις αλλά και μετά, δεν χρειαζόταν καθρέφτη για να καταλάβει ότι το πρόσωπό της δεν ήταν ακόμα όπως των άλλων ανθρώπων, λόγω των εύθραυστων χαμόγελων με την αξιολύπητη έκφραση στα πρόσωπά τους, καημένο μου πλάσμα, στις αίθουσες αναμονής, στις εισόδους και στα γκαράζ των πάρκινγκ. Το χαμόγελο αυτού του άντρα είναι ζεστό και πλατύ. Το πρόσωπό του δεν κρύβει κάτι. Ή Γουέν δεν μπορεί να περιγράψει πλήρως τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα αληθινό και σ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο, αλλά μπορεί να την καταλάβει όταν τα δει. Αυτός ο άντρας δεν υποκρίνεται. Το χαμόγελό του είναι αληθινό, τόσο αληθινό που γίνεται μεταδοτικό και η Γουέν του χαμογελά με κλειστά τα χείλη της, ενώ τα καλύπτει με την ανάστροφη του χεριού της. Ο άντρας δεν είναι κατάλληλα ντυμένος για τζόκινγκ ή πεζοπορία στο δάσος. Τα ογκώδη μαύρα παπούτσια του με τις χοντρές λαστιχένιες σόλες τους στοιβαγμένες κάτω από τα πόδια του τον κάνουν ακόμη πιο ψηλό· δεν είναι αθλητικά παπούτσια ούτε είναι τα επίσημα παπούτσια
17
που φοράει ο μπαμπάς Έρικ. Μοιάζουν περισσότερο με τα Ντοκ Μάρτινς που φοράει ο μπαμπάς Άντριου. Ή Γουέν θυμάται τη μάρκα επειδή της αρέσει που τα παπούτσια του έχουν πάρει το όνομά τους από κάποιο πρόσωπο. Ο άντρας φοράει ένα σκονισμένο μπλουτζίν και μέσα απ’ το παντελόνι ένα λευκό βραδινό πουκάμισο που είναι κουμπωμένο μέχρι πάνω, πιέζοντας τον γιακά γύρω από τον λαιμό του που μοιάζει με πυροσβεστικό κρουνό.
Της λέει «Γεια σου». Ή φωνή του δεν είναι ανάλογη του όγκου του, κάθε άλλο. Ακούγεται σαν τη φωνή ενός έφηβου, σαν τη φωνή ενός συμβούλου μαθητών στο πρόγραμμα που παρακολουθεί μετά το σχολείο.
«Γεια». «Με λένε, Λέοναρντ». Ή Γουέν δεν του λέει το όνομά της και πριν προλάβει να του πει άφησέ με να πάω να φωνάξω τους μπαμπάδες μου, ο Λέοναρντ της κάνει μια ερώτηση. «Ύπάρχει πρόβλημα αν μιλήσουμε για λίγο, πριν μιλήσω στους γονείς σου; Θέλω οπωσδήποτε να μιλήσω μαζί τους, αλλά ας μιλήσουμε κι οι δυο μας πρώτα. Ύπάρχει πρόβλημα;» «Δεν ξέρω. Ύποτίθεται ότι δεν πρέπει να μιλάω με ξένους». «Έχεις δίκιο και είσαι πολύ έξυπνη. Σου δίνω τον λόγο μου ότι είμαι εδώ για να γίνω φίλος σου και δεν πρόκειται να είμαι ξένος για πολύ». Χαμογελάει και πάλι. Είναι τόσο μεγάλο το χαμόγελό του που μοιάζει με γέλιο. Του αντιγυρίζει το χαμόγελο κι αυτή τη φορά δεν καλύπτει το στόμα με το χέρι της. «Μπορώ να ρωτήσω πώς σε λένε;» Ή Γουέν ξέρει ότι δεν πρέπει να πει τίποτα
PAUL TREMBLAY 18
παραπάνω, πρέπει να γυρίσει και να πάει μέσα, να πάει γρήγορα μέσα. Έχει κάνει τη συζήτηση «μη μιλάς με αγνώστους» αμέτρητες φορές με τους μπαμπάδες της και ζώντας στην πόλη έχει νόημα να είναι σε εγρήγορση, επειδή στην πόλη ζουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Ένας απίστευτος αριθμός ανθρώπων περπατάει στα πεζοδρόμια και γεμίζει τον υπόγειο, ζει και δουλεύει και ψωνίζει μέσα σε ψηλά κτίρια και υπάρχουν άνθρωποι μέσα σε αυτοκίνητα και σε λεωφορεία που κατα-
κλύζουν τους δρόμους όλες τις ώρες και καταλαβαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας κακός άνθρωπος ανάμεσα στους καλούς ανθρώπους και πως αυτός ο κακός άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται σ’ ένα στενό ή σ’ ένα βαν ή σε μια πόρτα ή σ’ έναν παιδότοπο ή στο μαγαζί στη γωνία. Όμως εδώ πάνω, μέσα στο δάσος και τη λίμνη, στο γρασίδι κάτω απ’ τον ήλιο, με τα νυσταγμένα δέντρα και τον γαλάζιο ουρανό, αισθάνεται ασφαλής και πιστεύει πως αυτός ο Λέοναρντ φαίνεται εντάξει. Έτσι λέει από μέσα της. Φαίνεται εντάξει. Ο Λέοναρντ στέκεται στο όριο του χαλικόστρωτου ιδιωτικού δρόμου που βγάζει στο σπίτι και του γρασιδιού, μερικά μόνο βήματα μακριά από τη Γουέν. Τα μαλλιά του έχουν χρώμα σταχύ και είναι ατημέλητα, στροβιλίζονται σε στρώματα όπως το γλάσο σε μια τούρτα. Τα μάτια του είναι στρογγυλά και καφέ, σαν μάτια από ένα λούτρινο αρκουδάκι. Είναι πιο νέος από τους μπαμπάδες της. Το πρόσωπό του είναι χλωμό και απαλό και δεν έχει την παραμικρή υποψία γενιού σαν το πρόσωπο του μπαμπά Άντριου στο τέλος κάθε μέρας. Ίσως ο Λέοναρντ να σπουδάζει στο κολέγιο. Μήπως να τον ρωτούσε σε ποιο κολέγιο σπουδάζει; Μετά θα μπορούσε να του πει ότι ο μπαμπάς Άντριου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Του λέει: «Με λένε Γουένλινγκ. Αλλά οι μπαμπάδες μου, οι φίλοι μου και όλοι στο σχολείο με φωνάζουν Γουέν». «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Γουέν. Πες μου, λοιπόν, τι σκαρώνεις; Γιατί δεν κολυμπάς στη λίμνη ένα τόσο όμορφο απόγευμα;» Αυτό είναι κάτι που θα έλεγε ένας ενήλικος. Ίσως να μην είναι φοιτητής. Λέει: «Ή λίμνη είναι παγωμένη. Πιάνω ακρίδες». «Αλήθεια; Ω, κι εμένα μ’ αρέσει να πιάνω ακρίδες. Το έκανα συνέχεια όταν ήμουν παιδί. Έχει πολλή πλάκα».
19
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
«Έχει. Όμως αυτό που κάνω είναι πιο σοβαρό». Προβάλλει το κάτω σαγόνι, μια στοχευμένη μίμηση του μπαμπά Έρικ όταν του κάνει μια ερώτηση και η απάντηση δεν είναι «ναι» τώρα αμέσως, αλλά τελικά θα είναι «ναι» αν περιμένει αρκετά. «Αλήθεια;» «Τις πιάνω, τους δίνω όνομα και τις μελετώ για να διαπιστώσω αν είναι υγιείς. Οι άνθρωποι το κάνουν αυτό όταν μελετούν τα ζώα κι εγώ θέλω να βοηθήσω τα ζώα όταν μεγαλώσω». Ή Γουέν ζαλίζεται λίγο επειδή μιλάει τόσο γρήγορα. Οι δάσκαλοι στο σχολείο της λένε να μιλάει πιο αργά, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν τι λέει όταν μιλάει μ’ αυτό τον τρόπο. Ο αναπληρωτής καθηγητής, ο κύριος Ιγκλέσιας, της είπε κάποτε πως είναι σαν να τρέχουν οι λέξεις από το στόμα της και μετά απ’ αυτό η Γουέν δεν συμπαθούσε καθόλου τον κ. Ιγκλέσιας. «Έχω εντυπωσιαστεί πολύ. Θέλεις καθόλου βοήθεια; Θα χαιρόμουν να σε βοηθήσω. Ξέρω πως είμαι πολύ πιο μεγαλόσωμος τώρα απ’ όσο όταν ήμουν παιδί». Απλώνει τα χέρια του και ανασηκώνει τους ώμους του σαν να μην μπορεί να το πιστέψει πως έχει αλλάξει. «Αλλά είμαι ακόμα πολύ προσεκτικός». Ή Γουέν λέει: «Εντάξει. Θα κρατήσω το βάζο για να μη
PAUL TREMBLAY 20
Δεν πρέπει να είναι μεγάλες. Δεν έχω χώρο. Μόνο τις μικρές. Θα
δείξω». Πηγαίνει στα σκαλιά για να πάρει το βάζο της. Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και κοιτάζει μέσα στο σπίτι από το ανοιχτό παράθυρο που βρίσκεται δίπλα στην μπροστινή πόρτα. Αναζητά τους μπαμπάδες της, για να δει αν τη βλέπουν ή αν την ακούν. Δεν είναι στην κουζίνα ή στο
βγουν οι άλλες έξω, κι ίσως μπορέσεις να πιάσεις μερικές ακόμη για μένα. Όχι μεγάλες, σε παρακαλώ.
σου
καθιστικό. Μάλλον θα είναι στην πίσω βεράντα, ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, κάνοντας ηλιοθεραπεία (ο μπαμπάς Έρικ εννοείται ότι θα καεί απ’ τον ήλιο και μετά θα επιμένει ότι το δέρμα του, που θα είναι κόκκινο σαν τον αστακό, δεν τον πονάει ούτε χρειάζεται αλόη), διαβάζοντας ένα βιβλίο ή ακούγοντας μουσική ή βαρετά podcast. Για μια στιγμή σκέφτεται να πάει πίσω να τους πει ότι πιάνει ακρίδες με τον Λέοναρντ. Αντί γι’ αυτό παίρνει το βάζο. Οι ακρίδες κάνουν σαν ποπ κορν που ψήνεται και πέφτουν ρυθμικά πάνω στο καπάκι. Ή Γουέν τις καθησυχάζει και πηγαίνει στον Λέοναρντ, που βρίσκεται στη μέση του γρασιδιού κι έχει ήδη σκύψει ψάχνοντας το χορτάρι. Ή Γουέν πηγαίνει προσεκτικά δίπλα του. Του δείχνει το βάζο και του λέει: «Βλέπεις; Όχι μεγάλες, σε παρακαλώ».
«Το κατάλαβα». «Θέλεις να τις πιάσω εγώ κι εσύ να βλέπεις;» «Θέλω να πιάσω τουλάχιστον μία. Έχει περάσει πολύς καιρός. Δεν είμαι πλέον τόσο γρήγορος όσο εσύ, έτσι θα κινηθώ πολύ αργά για να μην τις τρομάξω. Έι, να μία». Σκύβει και απλώνει τα χέρια του κι από τις δυο μεριές της ακρίδας που κρέμεται ανάποδα απ’ την άκρη ενός ξεραμένου κοτσανιού. Ή ακρίδα δεν κινείται, είναι υπνωτισμένη από τον γίγαντα που κρύβει τον ήλιο. Τα χέρια του Λέοναρντ ενώνονται αργά και την καταπίνουν. «Ουάου. Είσαι καλός». «Ευχαριστώ. Τώρα πώς θα το κάνουμε; Ίσως πρέπει ν’ αφήσεις το βάζο στο χώμα, να ηρεμήσουν λίγο αυτές που έχεις μέσα και μετά μπορούμε ν’ ανοίξουμε το καπάκι να βάλουμε μέσα κι αυτήν». Ή Γουέν κάνει αυτό που της προτείνει. Ο Λέοναρντ γονατίζει στο ένα γόνατο και κοιτάζει το βάζο. Ή Γουέν μιμείται
21
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
τις κινήσεις του. Θέλει να τον ρωτήσει αν η ακρίδα πηδάει διαρκώς μέσα στο σκοτάδι των χεριών του, αν την αισθάνεται να σέρνεται στο δέρμα του. Περιμένουν σιωπηλοί ώσπου εκείνος λέει: «Εντάξει. Ας το δοκιμάσουμε». Ή Γουέν ξεβιδώνει το καπάκι. Ο Λέοναρντ γλιστράει το ένα χέρι πάνω απ’ το άλλο μέχρι που κρατάει την ακρίδα με μια μεγάλη γροθιά κι έπειτα ανοίγει το καπάκι απαλά με το ελεύθερο χέρι του. Ρίχνει την ακρίδα μέσα στο βάζο, βάζει το καπάκι στη θέση του και το βιδώνει. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και γελάνε. Της λέει: «Τα καταφέραμε. Θέλεις άλλη μία;» «Ναι» Ή Γουέν έχει ήδη βγάλει το σημειωματάριό της και γράφει στην κατάλληλη στήλη: «5 εκατοστά, πράσινη, αγόρι Λέοναρντ, μεσαία». Γελάει με τον εαυτό της που έδωσε στην ακρίδα το όνομά του.
Ο Λέοναρντ πιάνει στα γρήγορα άλλη μια ακρίδα και την τοποθετεί μέσα στο βάζο χωρίς κανένα πρόβλημα και χωρίς να φύγει κάποια από τις άλλες ακρίδες.
Ή Γουέν γράφει: «2 εκατοστά, καφέ, κορίτσι Ίζι, χαμηλή».
Ο Λέοναρντ ρωτάει: «Πόσες έχεις τώρα;» «Εφτά». «Αυτός είναι ένας δυνατός, μαγικός αριθμός». «Μήπως εννοείς τυχερός;» «Όχι, μόνο κάποιες φορές είναι τυχερός». Ή απάντησή του είναι ενοχλητική, αφού όλοι γνωρίζουν πως το εφτά είναι
PAUL TREMBLAY 22
ένας τυχερός αριθμός. «Εγώ νομίζω πως είναι τυχερός και νομίζω πως είναι τυχερός και για τις ακρίδες». «Μάλλον έχεις δίκιο». «Εντάξει. Τότε φτάνουν». «Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Μπορείς να με βοηθήσεις να τις παρακολουθώ». Αφήνει κάτω το βάζο και οι δυο τους κάθονται οκλαδόν, ο ένας απέναντι στον άλλον, με το βάζο στη μέση. Ή Γουέν κρατάει το σημειωματάριο και το μολύβι της. Μια ριπή ανέμου κάνει το χαρτί που έχει κάτω απ’ τις παλάμες της να θροΐσει. Ο Λέοναρντ τη ρωτάει: «Μόνη σου έκανες τις τρύπες στο καπάκι;» «Ο μπαμπάς Έρικ τις έκανε. Βρήκαμε ένα παλιό σφυρί κι ένα κατσαβίδι στο υπόγειο». Το υπόγειο ήταν ένα τρομακτικό μέρος με σκιές και ιστούς αράχνης σε όλες τις γωνίες, απ’ όπου κι αν κοίταζες, και μύριζε σαν τον βαθύ, σκοτεινό πυθμένα μιας λίμνης. Το πάτωμα από τσιμεντόπλακα ήταν παγωμένο και τραχύ κάτω από τα γυμνά της πόδια. Ύποτίθεται ότι θα έβαζε παπούτσια για να κατέβει εκεί κάτω, αλλά ήταν πολύ ενθουσιασμένη και το ξέχασε. Σκοινιά, σκουριασμένα εργαλεία κηπουρικής και παλιά σωσίβια κρέμονταν από γυμνά ξύλινα δοκάρια, τα εξαρθρωμένα κόκκαλα του σπιτιού. Ή Γουέν ευχήθηκε το διαμέρισμά τους στο Κέιμπριτζ να είχε ένα υπόγειο σαν κι αυτό. Βέβαια, με το που ανέβηκαν πάλι επάνω ο μπαμπάς Έρικ της ανακοίνωσε ότι απαγορευόταν να πάει στο υπόγειο. Ή Γουέν διαμαρτυρήθηκε, αλλά εκείνος της είπε ότι υπήρχαν πολλά
23
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
αιχμηρά και σκουριασμένα αντικείμενα εκεί κάτω, αντικείμενα που δεν ήταν δικά τους και δεν έπρεπε να τα αγγίξουν ή να τα χρησιμοποιήσουν εξαρχής. Με το που άκουσε τη διακήρυξη, απαγορεύεται να πας στο υπόγειο, ο μπαμπάς Άντριου αναστέναξε από τον διθέσιο καναπέ στον χώρο του καθιστικού και είπε: «Ο μπαμπούλης είναι τόσο αυστηρός». Το μπαμπούλης ήταν το πιο παιχνιδιάρικο παρατσούκλι για το μέλος της οικογένειας που ανησυχεί πιο πολύ και λέει «όχι» πιο γρήγορα. Ο μπαμπάς Έρικ, πάντα ήρεμος, είπε: «Μιλάω σοβαρά. Πρέπει να δεις
πώς είναι εκεί κάτω. Είναι μια παγίδα θανάτου». Ο μπαμπάς Άντριου είπε: «Είμαι σίγουρος πως είναι τρομακτικά. Και μιας και μιλάμε για παγίδα!» και τράβηξε τη Γουέν αγκαλιάζοντάς την αιφνιδιαστικά, τη στριφογύρισε και της έδωσε αυτό που έλεγε «φιλί-πρόσωπο»: τα χείλη τοποθετημένα κατάλληλα στο σημείο ανάμεσα στο μάγουλο και τη μύτη της κι εκείνος παιχνιδιάρικα να πιέζει το υπόλοιπο μεγάλο πρόσωπό του στο δικό της, απαλά αλλά και επίμονα. Το γενάκι του τη γαργαλούσε και τη γρατζούνιζε, εκείνη χαχάνιζε, ούρλιαζε, στριφογύριζε και τελικά απελευθερώθηκε από την αγκαλιά του. Έτρεξε στην εξώπορτα με το βάζο της και ο μπαμπάς Άντριου της φώναξε καθώς έτρεχε: «Όμως πρέπει ν’ ακούμε τον μπαμπούλη επειδή μας αγαπάει, έτσι δεν είναι;» Ή Γουέν φώναξε «όχι», ενώ οι μπαμπάδες της έκαναν τους θυμωμένους όταν έκλεισε την εξώπορτα πίσω της. Ή Γουέν σηκώνει το βλέμμα της απ’ το βάζο και ο Λέοναρντ έχει καρφωμένο το δικό του βλέμμα πάνω της. Είναι μεγαλύτερος κι από ογκόλιθο, το κεφάλι του γέρνει και τα μάτια του είναι μισόκλειστα, είτε εξαιτίας του λαμπερού ήλιου είτε έχουν στενέψει επειδή προσπαθεί να βγάλει άκρη μαζί της. «Τι; Τι κοιτάς;» «Συγγνώμη, είναι αγένεια εκ μέρους μου. Νόμιζα ότι ήταν, δεν ξέρω, χαριτωμένο…» «Χαριτωμένο;» Ή Γουέν σταυρώνει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. «Εννοώ ωραίο.
PAUL TREMBLAY 24
Ωραίο! Είναι ωραίο που χρησιμοποιείς το όνομα του μπαμπά σου μ’ αυτό τον τρόπο. Μπαμπάς Έρικ, σωστά;» Ή Γουέν ξεφυσάει. «Έχω δύο μπαμπάδες». Κρατάει ακόμα τα χέρια της σταυρωμένα. «Τους λέω με τα μικρά τους ονόματα για να ξέρουν σε ποιον μιλάω». Ο φίλος της απ’ το
σχολείο, ο Ρόντνεϊ, έχει κι αυτός δύο μπαμπάδες, όμως αργότερα, αυτό το καλοκαίρι, θα μετακομίσει στο Μπρούκλιν. Ή Σάσα έχει δύο μαμάδες, αλλά η Γουέν δεν τη συμπαθεί ιδιαίτερα· ο τρόπος που συμπεριφέρεται είναι υπερβολικά αυταρχικός. Κάποια από τα άλλα παιδιά στη γειτονιά και στο σχολείο έχουν μόνο μία μαμά ή έναν μπαμπά και κάποια άλλα έχουν αυτό που λένε θετό γονιό ή κάποιον που λένε σύντροφο της μαμάς ή του μπαμπά, ή κάποιον άλλον που δεν έχει συγκεκριμένο όνομα. Τα περισσότερα παιδιά που γνωρίζει, πάντως, έχουν μία μαμά κι έναν μπαμπά. Όλα τα παιδιά στις αγαπημένες της σειρές στο κανάλι της Ντίσνεϊ έχουν επίσης έναν μπαμπά και μία μαμά. Ύπάρχουν μέρες που η Γουέν περιφέρεται στο προαύλιο ή στην παιδική χαρά (ποτέ όμως στο κινεζικό σχολείο), χτυπάει τα παιδιά στους ώμους και λέει ότι έχει δύο μπαμπάδες για να δει την αντίδρασή τους. Τα περισσότερα παιδιά δεν αναστατώνονται μ’ αυτό· υπήρξαν βέβαια κάποια παιδιά που θύμωσαν με τον έναν από τους γονείς τους και του είπαν ότι θα ήθελαν να έχουν δύο μπαμπάδες ή δύο μαμάδες. Κάποιες άλλες μέρες, νομίζει ότι κάθε ψίθυρος και κάθε συζήτηση που γίνεται στην τάξη έχει να κάνει μ’ εκείνη και εύχεται οι δάσκαλοί της ή οι σύμβουλοι μετά το σχολείο να σταματούσαν να τη ρωτούν για τους
25
μπαμπάδες της και να της λένε πόσο υπέροχο είναι. Ο Λέοναρντ λέει: «Μα φυσικά. Τώρα το καταλαβαίνω». «Νομίζω ότι όλοι θα ’πρεπε να χρησιμοποιούν τα μικρά τους ονόματα. Είναι πιο φιλικό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να λέω τους ανθρώπους κύριε, δεσποινίς και κυρία, μόνο και μόνο επειδή είναι μεγαλύτεροι. Μόλις γνωρίσεις τον μπαμπά Έρικ, θα μου πει να σε λέω κύριε Κάτι». «Δεν είναι αυτό το επίθετό μου». «Τι;»
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
«Κάτι». «Ε;»
«Δεν πειράζει. Έχεις την επίσημη άδειά μου να με λες Λέοναρντ».
«Εντάξει. Λέοναρντ, νομίζεις ότι είναι παράξενο να έχεις δύο μπαμπάδες;»
«Όχι. Σε καμία περίπτωση. Σου λένε οι άλλοι ότι το να έχεις δύο μπαμπάδες είναι παράξενο;»
Ή Γουέν ανασηκώνει τους ώμους της. «Ίσως. Κάποιες φορές». Ήταν ένα αγόρι, ο Σκοτ, που της είπε ότι ο Θεός δεν συμπαθεί τους μπαμπάδες της και ότι είναι αδερφές. Τον απέβαλαν και πήγε σε άλλη τάξη. Εκείνη και οι μπαμπάδες της είχαν μια οικογενειακή συνάντηση κι έκαναν μια, όπως την είπαν, μεγάλη, σοβαρή κουβέντα. Την προειδοποίησαν πως κάποιοι άνθρωποι δεν θα καταλάβαιναν την οικογένειά τους και ίσως να της έλεγαν ανόητα (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησαν) και οδυνηρά πράγματα και ίσως να μη φταίνε οι ίδιοι, αλλά αυτά τους έμαθαν άλλοι ανόητοι άνθρωποι που έχουν υπερβολικό μίσος στην καρδιά τους και, ναι, αυτό ήταν πολύ θλιβερό. Ή Γουέν υπέθεσε πως της έλεγαν για τους ίδιους κακούς ή επικίνδυνους ανθρώπους που κρύβονται στην
PAUL TREMBLAY 26
και θέλουν να την πάρουν, αλλά
περισσότερο της μιλού-
γι’ αυτά που είχε πει ο Σκοτ και για το ότι ενδεχομένως κι άλλοι να πουν παρόμοια πράγματα, τόσο της φαινόταν ότι της μιλούσαν για τους καθημερινούς ανθρώπους. Οι τρεις τους δεν ήταν καθημερινοί άνθρωποι; Προσποιήθηκε ότι κατάλαβε τι της έλεγαν, για χάρη των μπαμπάδων της, όμως δεν κατάλαβε και ακόμα δεν καταλαβαίνει. Γιατί πρέπει η ίδια και η οικογένειά της να δίνει εξηγήσεις στον καθένα και γιατί πρέπει να τους καταλάβουν οι άλλοι; Είναι χαρούμενη και περήφανη που οι μπαμπάδες της την εμπιστεύτηκαν και με το
πόλη
όσο
σαν
παραπάνω κι έκαναν αυτή τη μεγάλη, σοβαρή κουβέντα, από την άλλη όμως δεν της αρέσει να το σκέφτεται. Ο Λέοναρντ της λέει: «Δεν το βρίσκω παράξενο. Πιστεύω ότι εσύ και οι μπαμπάδες σου είστε μια όμορφη οικογένεια». «Κι εγώ αυτό νομίζω». Ο Λέοναρντ αλλάζει θέση όπως κάθεται και γυρίζει έτσι ώστε να βλέπει πίσω του, στο μαύρο SUV τους που είναι παρκαρισμένο κοντά στο σπίτι, στο μικρό πάρκινγκ με χαλίκι. Έπειτα υπολογίζει το μήκος του άδειου ιδιωτικού δρόμου και κοιτάζει πίσω προς τον δρόμο που δεν φαίνεται. Ξαναγυρίζει στην αρχική του θέση, ξεφυσάει, τρίβει το πιγούνι του και λέει: «Δεν κουνιούνται και πολύ, έτσι δεν είναι;» Ή Γουέν νομίζει ότι λέει για τους μπαμπάδες της και είναι έτοιμη να του βάλει τις φωνές, να του πει ότι κάνουν πάρα πολλά πράγματα και ότι είναι σημαντικοί άνθρωποι που έχουν σημαντικές δουλειές. Ο Λέοναρντ πρέπει να αισθάνθηκε την επικείμενη έκρηξη του Βεζούβιου και δείχνει το βάζο λέγοντας: «Εννοώ τις ακρίδες. Δεν κουνιούνται και πολύ. Απλώς κάθονται εκεί και χαλαρώνουν. Σαν κι εμάς». «Ω, όχι. Λες να είναι άρρωστες;» Ή Γουέν σκύβει πάνω από το βάζο με το πρόσωπό της να απέχει μόνο μερικά εκατοστά από το γυαλί. Ο Λέοναρντ λέει: «Όχι, νομίζω
27
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ότι είναι μια χαρά. Οι ακρίδες πηδούν μόνο όταν πρέπει να το κάνουν. Χρειάζεται πολύ ενέργεια για να πηδήξει κάποιος έτσι. Μάλλον είναι κουρασμένες επειδή τις κυνηγούσαμε. Θα ανησυχούσα περισσότερο αν πηδούσαν κι έπεφταν πάνω στο γυαλί σαν τρελές». «Μάλλον. Όμως ανησυχώ». Ή Γουέν ανακάθεται και γράφει: «Κουρασμένες, άρρωστες, δυστυχισμένες, πεινασμένες, φοβισμένες;» στο σημειωματάριό της.
«Έι, μπορώ να σε ρωτήσω πόσων χρόνων είσαι, Γουέν;» «Θα γίνω οχτώ σε έξι μέρες». Ο Λέοναρντ σταμάτησε για λίγο να γελάει, λες και η απάντησή της στην ερώτησή του είναι κάτι λυπηρό. «Αλήθεια; Λοιπόν, χαρούμενα σχεδόν-γενέθλια». «Θα κάνω δύο πάρτι». Ή Γουέν παίρνει μια βαθιά ανάσα και μετά λέει γρήγορα: «Ένα εδώ πάνω στο σπίτι, μόνο μ’ εμάς, και θα φάμε μπέργκερ από βουβάλι, όχι κοτόπουλο σε στιλ βουβαλιού, και μετά ψητό καλαμπόκι και τούρτα παγωτό και το βράδυ θα ανάψουμε βεγγαλικά και θα μείνω ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα για να δω τα πεφταστέρια. Και μετά…» η Γουέν σταματάει και χαχανίζει γιατί δεν μπορεί να μιλήσει όσο γρήγορα θέλει. Ο Λέοναρντ γελάει κι αυτός. Ή Γουέν ανασυντάσσεται και προσθέτει: «Κι όταν επιστρέψουμε στο σπίτι μας, εγώ και οι δύο καλύτεροι φίλοι μου, ο Ουσμάν και η Κέλσι, ίσως και η Γκίτα, θα πάμε στο Μουσείο Επιστημών και στην έκθεση ηλεκτρισμού και στην αίθουσα με τις πεταλούδες και, ίσως, στο Πλανητάριο και μετά θα πάμε βόλτα με τις βάρκες, νομίζω, και μετά θα φάμε κι άλλο κέικ και παγωτό». «Ουάου. Βλέπω ότι τα έχεις σχεδιάσει όλα και τα έχεις οργανώσει προσεκτικά». «Ανυπομονώ να γίνω οχτώ». Μια άδετη τούφα από την αλογοουρά της πέφτει μπροστά στο πρόσωπό της. Αμέσως
PAUL TREMBLAY 28
κάτι πολύ σημαντικό, αλλά ας πούμε πως είναι ένα πρόωρο δώρο γενεθλίων». Ή Γουέν μαζεύει τα φρύδια της και σταυρώνει
την καταχωνιάζει πίσω από τ’ αυτί της. «Ξέρεις κάτι; Νομίζω πως κάτι έχω για σένα. Όχι
πάλι τα χέρια της. Οι μπαμπάδες της έχουν πει να μην εμπιστεύεται ποτέ τους ξένους, ειδικά αν θέλουν να της προσφέρουν κάποιο δώρο. Αν και δεν έχει πολλή ώρα εδώ έξω μόνη της με
τον Λέοναρντ, έχει την αίσθηση ότι έχει περάσει πολλή ώρα. «Τι είναι; Γιατί θέλεις να το δώσεις σ’ εμένα;» «Ξέρω, φαίνεται παράξενο και είναι αστείο, αλλά σκέφτηκα πως ίσως συναντήσω εσένα ή κάποιον σαν εσένα σήμερα και καθώς περπατούσα εδώ έξω, στον δρόμο, είδα αυτό» –άρχισε να ψάχνει στην τσέπη του πουκαμίσου του πάνω στο στήθος του– «και για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι πρέπει να το πάρω, αν και, κανονικά, ποτέ δεν κάνω κάτι τέτοιο. Κι έτσι το πήρα. Και τώρα θέλω να το πάρεις εσύ». Ο Λέοναρντ βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό, μαραμένο λουλούδι μ’ ένα φωτοστέφανο από λεπτά, λευκά πέταλα. Ή Γουέν, ενώ αισθάνθηκε άβολα στη σκέψη, μια στιγμή πριν, πως ένας ξένος της έδινε δώρο, τώρα είναι απογοητευμένη και δεν προσπαθεί να το κρύψει. Λέει: «Ένα λουλούδι;» «Αν δεν θέλεις να το κρατήσεις, μπορούμε να το βάλουμε στο βάζο με τις ακρίδες». Ή Γουέν ξαφνικά αισθάνεται άσχημα, σαν να είναι κακός άνθρωπος, αν και δεν προσπαθεί να είναι κακή. Προσπαθεί να αστειευτεί λέγοντας: «Τις λένε ακρίδες, όχι λουλουδο-ακρίδες». Αλλά αισθάνεται χειρότερα, γιατί αυτό που είπε ακούγεται πραγματικά άσχημο.
29
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ίσως δεν πρέπει να αλλάζουμε τον βιότοπό τους τόσο πολύ». Ή Γουέν κάνει σχεδόν ότι λιποθυμάει στο χορτάρι από την ανακούφιση. Ο Λέοναρντ απλώνει τα χέρια του και της δίνει το λουλούδι πάνω απ’ το βάζο με τις ακρίδες, με το γρασίδι να απλώνεται ανάμεσά τους. Ή Γουέν το παίρνει, ενώ προσέχει να μην ακουμπήσει το χέρι του κατά λάθος. Εκείνος λέει: «Πατήθηκε λιγάκι στην τσέπη μου αλλά είναι ακόμα, στο μεγαλύτερο μέρος του, ακέραιο». Ή Γουέν ανακάθεται και δίνει ξανά σχήμα στον ζαρωμένο
Ο Λέοναρντ γελάει και λέει: «Είναι αλήθεια.
βλαστό που είναι τόσο μακρύς όσο ο δείκτης της. Ο βλαστός είναι χαλαρός και μάλλον σύντομα θα πέσει πάλι. Το μεσαίο τμήμα του λουλουδιού είναι μια μικρή κίτρινη μπάλα. Τα εφτά πέταλα είναι μακριά, αδύνατα και λευκά. Μήπως περιμένει να το βάλει στα μαλλιά της ή πίσω από τ’ αυτί της ή να τρέξει μέσα να το βάλει σ’ ένα ποτήρι νερό; Έχει μια καλύτερη ιδέα. Λέει: «Ήδη μοιάζει σαν νεκρό. Μπορούμε να τραβήξουμε τα πέταλα και να παίξουμε μ’ αυτό ένα παιχνίδι;» «Μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλεις μ’ αυτό». «Θα τραβάμε από ένα πέταλο, πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος, και θα κάνουμε μια ερώτηση που ο άλλος θα πρέπει να απαντήσει. Ξεκινάω πρώτη». Ή Γουέν τραβάει ένα πέταλο. «Πόσων χρόνων είσαι;»
«Είμαι είκοσι τέσσερα και μισό. Το μισό είναι ακόμα σημαντικό για μένα». Ή Γουέν δίνει το λουλούδι στον Λέοναρντ και λέει: «Σιγουρέψου ότι θα τραβάς ένα πέταλο τη φορά». «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ μ’ αυτά τα χοντρά χέρια». Ακολουθεί τις οδηγίες της Γουέν και τραβάει προσεκτικά ένα πέταλο. Ενώνει τα ακροδάχτυλά του σφιχτά, για να βεβαιωθεί ότι θα τραβήξει μόνο ένα πέταλο. «Ορίστε. Ουφ». Δίνει το λουλούδι πάλι πίσω στη Γουέν. «Ποια είναι η ερώτηση που πρέπει να απαντήσω;» «Σωστά. Συγγνώμη.
PAUL TREMBLAY 30
Χμ…» «Οι ερωτήσεις πρέπει να είναι γρήγορες, όπως γρήγορες πρέπει να είναι και οι απαντήσεις». «Ναι, συγγνώμη. Χμ, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία;» «Οι Ύπερέξι». «Μου αρέσει κι εμένα αυτή η ταινία». Το λέει χωρίς κάποιο συναίσθημα και για πρώτη φορά από τότε που συναντήθηκαν αναρωτιέται αν της λέει ψέματα.
Ή Γουέν τραβάει ένα πέταλο. Το χέρι της κινείται γρήγορα. Λέει: «Όλοι, συνήθως, ρωτούν ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό. Εγώ θέλω να μάθω ποιο φαγητό δεν σου αρέσει καθόλου». «Αυτό είναι εύκολο. Το μπρόκολο. Το μισώ». Ο Λέοναρντ παίρνει το λουλούδι και τραβάει ένα πέταλο. Ρίχνει και πάλι μια γρήγορη ματιά πίσω του, στον χαλικόστρωτο ιδιωτικό δρόμο που οδηγεί στο σπίτι, και ρωτάει: «Ποια είναι η πρώτη σου ανάμνηση;» Ή Γουέν δεν περιμένει αυτή την ερώτηση. Κάνει να πει ότι η ερώτηση δεν είναι δίκαιη γιατί είναι πολύ δύσκολη, όμως δεν θέλει να την κατηγορήσει πως αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού την ώρα που παίζουν, πράγμα που έχουν κάνει στο παρελθόν οι φίλοι της. Είναι ευαίσθητη σε ό,τι έχει να κάνει με το να είναι δίκαιη στο παιχνίδι. «Ή πρώτη ανάμνηση που έχω είναι να βρίσκομαι σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο». Ανοίγει διάπλατα τα χέρια της και το σημειωματάριο τής πέφτει από τα πόδια της στο γρασίδι. «Ήμουν πολύ μικρή, μπορεί και μωρό, και υπήρχαν γιατροί και νοσοκόμες που με κοιτούσαν». Δεν τα λέει όλα στον Λέοναρντ, δεν του λέει ότι υπήρχαν κι άλλα κρεβάτια και κούνιες στο δωμάτιο μαζί της και ότι τα πλακάκια στους τοίχους
31
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ήταν πράσινα (θυμάται αυτό το άσχημο πράσινο πολύ έντονα) και ότι άλλα παιδιά στο δωμάτιο έκλαιγαν και οι γιατροί με τις νοσοκόμες είχαν γείρει από πάνω της και είχαν μεγάλα κεφάλια σαν φεγγάρια και ήταν Κινέζοι όπως κι εκείνη. Ή Γουέν τεντώνει το χέρι της πάνω απ’ το βάζο και σχεδόν το ρίχνει κάτω στη βιασύνη της να πάρει πίσω το λουλούδι από τον Λέοναρντ, πριν εκείνος αλλάξει τους κανόνες και κάνει κι άλλη ερώτηση. Τραβάει άλλο ένα πέταλο και το τυλίγει σαν μπάλα ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Ποιο τέρας σε τρομάζει;»
Ο Λέοναρντ δεν διστάζει. «Τα μεγάλα τέρατα, σαν τον Γκοτζίλα. Ή οι δεινόσαυροι από το Τζουράσικ Παρκ. Αυτές οι ταινίες με κατατρόμαξαν. Έβλεπα εφιάλτες όλη την ώρα, ότι με έτρωγαν ή με έλιωναν Τυραννόσαυροι Ρεξ». Ή Γουέν ποτέ δεν είχε φοβηθεί τα τεράστια τέρατα, αλλά ακούγοντας τον Λέοναρντ να μιλάει γι’ αυτά και μετά να στρέφει το βλέμμα του στα δέντρα πέρα από εκεί που της επιτρέπεται να πάει, πώς λυγίζουν και κουνιούνται με ευκολία στο φύσημα του αέρα, μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να φοβάσαι τα μεγάλα πράγματα. Ήταν η σειρά του Λέοναρντ να πάρει το λουλούδι. Τραβάει ένα πέταλο και τη ρωτάει: «Πώς απέκτησες αυτό το μικρό, λευκό σημάδι στα χείλη σου;» «Μπορείς να το δεις;» «Ίσα που το βλέπω. Μόνο λίγο, όταν στρίβεις μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο». Ή Γουέν κοιτάζει κάτω και σπρώχνει τα χείλη της προς τα έξω για να τα δει. Προφανώς και βρίσκεται εκεί. Το βλέπει κάθε φορά που κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και κάποιες φορές θέλει να εξαφανιστεί, να μην το ξαναδεί, μα άλλες φορές ελπίζει ότι θα βρίσκεται εκεί για πάντα και σέρνει το δάχτυλό της πάνω στην ουλή
PAUL TREMBLAY 32
σαν να σκουραίνει μια γραμμή μ’ ένα μολύβι. «Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σε κάνω να αισθανθείς άβολα. Δεν έπρεπε να το ρωτήσω αυτό. Συγγνώμη». Ή Γουέν μετακινείται, αλλάζει θέση στα πόδια της και λέει: «Δεν πειράζει». Ή σχισμή στη λαγωχειλία της είχε φτάσει μέχρι το δεξί της ρουθούνι, στο σημείο ανάμεσα στο χείλος της και το ρουθούνι, έτσι τα δύο μέρη του κενού μαύρου χώρου είχαν επικαλυφθεί και είχαν γίνει ένα. Το περασμένο φθινόπωρο
η Γουέν παρακάλεσε τους μπαμπάδες της να την αφήσουν να δει τις φωτογραφίες της όταν ήταν μωρό, όποιες είχαν που την έδειχναν στην πιο μικρή ηλικία, εκείνες πριν από την εγχείρηση και πριν την υιοθετήσουν. Χρειάστηκε προσπάθεια για να τους πείσει, αλλά οι μπαμπάδες της τελικά συμφώνησαν. Είχαν ένα πακέτο με πέντε φωτογραφίες: η Γουέν ξαπλωμένη ανάσκελα σε μια λευκή κουβέρτα, ξύπνια, με τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές να αιωρούνται δίπλα στο αγνώριστο πρόσωπό της. Ή Γουέν ταράχτηκε απροσδόκητα από τις φωτογραφίες και ήταν πεπεισμένη, για πρώτη φορά, καθώς κοίταζε τον πραγματικό της εαυτό, ότι η αληθινή Γουέν είχε φύγει, είχε ξεχαστεί, είχε εκδιωχθεί ή, ακόμη χειρότερα, αυτό το ελαττωματικό, ανεπιθύμητο παιδί ήταν κρυμμένο και κλειδωμένο κάπου βαθιά μέσα της. Ή Γουέν ταράχτηκε τόσο που τα χέρια της έτρεμαν κι αυτό το τρέμουλο απλώθηκε σε όλο της το κορμί. Αφού την παρηγόρησαν οι μπαμπάδες της ηρέμησε και, παραδόξως, τους ευχαρίστησε τυπικά που την άφησαν να δει τις φωτογραφίες. Ζήτησε να τις κρύψουν, επειδή δεν θα τις κοίταζε ποτέ ξανά. Όμως τις κοίταζε ξανά και συχνά. Οι μπαμπάδες της κρατούσαν το ξύλινο κουτί με τις φωτογραφίες κάτω απ’ το κρεβάτι τους και η Γουέν έμπαινε κρυφά στο δωμάτιό τους για να τις δει όποτε μπορούσε.
33
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ύπήρχαν κι άλλες φωτογραφίες μέσα στο κουτί, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών των μπαμπάδων της στην Κίνα· ο μπαμπάς Έρικ έδειχνε παράξενος, με αδύνατα, λεπτά μαλλιά να κρέμονται στο κεφάλι του –που όσο καιρό τον θυμάται το έχει εντελώς ξυρισμένο– και ο μπαμπάς Άντριου έδειχνε ακριβώς όπως είναι τώρα με τα μαύρα μακριά μαλλιά του. Ύπήρχαν φωτογραφίες των τριών τους στο ορφανοτροφείο και σε μία απ’ αυτές οι μπαμπάδες της την κρατούσαν ανάμεσά τους. Το μέγεθός της ήταν σαν μιας
φραντζόλας ψωμί και ήταν τυλιγμένη σφιχτά σε μια κουβέρτα, ενώ μόνο το πάνω μέρος του κεφαλιού της και τα μάτια της ξεπρόβαλλαν στην κάμερα. Πρώτα κοίταζε τις φωτογραφίες που ήταν μαζί με τους μπαμπάδες της και μετά τις φωτογραφίες που ήταν μόνη της. Όσο περισσότερο τις κοιτούσε, το αίσθημα του τρόμου που ένιωθε όταν έβλεπε τον πραγματικό-εαυτό-της-όταν-ήταν-μωρό χανόταν. Ναι, ήταν το δικό της μικρό, μωρουδίστικο κεφάλι με μια τούφα απείθαρχου μαύρου μαλλιού που κούρνιαζε πάνω στον ασχημάτιστο πηλό του προσώπου της. Ή Γουέν εντόπισε τα όρια του δέρματος και του κενού στο λαγώχειλο καθώς κοίταζε τις φωτογραφίες, έπειτα πίεσε και μετακίνησε το δικό της χείλος προσπαθώντας να αναβιώσει το αίσθημα της αποσύνδεσης, το αίσθημα να της ανήκει όλος αυτός ο κενός χώρος. Κάθε φορά που έβαζε το κουτί κάτω απ’ το κρεβάτι, αναρωτιόταν αν οι βιολογικοί της γονείς την εγκατέλειψαν στο ορφανοτροφείο εξαιτίας της εμφάνισής της. Ο Έρικ και ο Άντριου ποτέ δεν είχαν πρόβλημα με το ότι η Γουέν είχε γεννηθεί στην Κίνα και ήταν υιοθετημένη. Της είχαν φέρει πολλά βιβλία και την ενθάρρυναν να μάθει όσα περισσότερα
PAUL TREMBLAY 34
ένα κινεζικό σχολείο (εκτός του κανονικού, καθημερινού σχολείου) με μαθήματα τα πρωινά του Σαββάτου, ώστε να τη βοηθήσουν να μάθει να διαβάζει και να γράφει κινεζικά. Σπάνια ρωτάει τους μπαμπάδες της για τους βιολογικούς της γονείς. Σχεδόν τίποτα δεν γνωρίζουν γι’ αυτούς· είχαν πει στους μπαμπάδες της ότι είχαν αφήσει ανώνυμα τη Γουέν στο ορφανοτροφείο. Ο μπαμπάς Άντριου υπέθεσε πως οι γονείς της ίσως να ήταν πολύ φτωχοί για να τη φροντίσουν όπως έπρεπε κι ότι απλώς ήλπιζαν να έχει μία καλύτερη ζωή κάπου αλλού.
μπορούσε για τον κινεζικό πολιτισμό, ενώ τον περασμένο Ιανουάριο την έγραψαν και σ’
Ή Γουέν λέει: «Είχα αυτό που λένε λαγώχειλο, όταν ήμουν μωρό. Και μου το διόρθωσαν. Χρειάστηκαν πολλοί γιατροί και αρκετός καιρός για να το φτιάξουν». «Έκαναν εκπληκτική δουλειά και το πρόσωπό σου δείχνει όμορφο». Εύχεται να μην το είχε πει αυτό κι έτσι το αγνοεί. Ίσως είχε έρθει η ώρα να φωνάξει τον έναν ή και τους δύο μπαμπάδες της. Δεν φοβάται ούτε ανησυχεί για τον Λέοναρντ, όχι ακριβώς, αλλά κάτι έχει αρχίσει να την ενοχλεί. Αναφέρει τον έναν από τους μπαμπάδες της, λες και το ότι τον αναφέρει είναι σαν να τον φωνάζει να βγει έξω. «Ο μπαμπάς Άντριου έχει ένα μεγάλο σημάδι που ξεκινάει πίσω απ’ το αυτί του και φτάνει μέχρι τον λαιμό του. Αφήνει να μαλλιά του μακριά για να μην μπορείς να το δεις, εκτός κι αν στο δείξει αυτός». «Πώς το απέκτησε;» «Είχε χτυπήσει κατά λάθος στο κεφάλι του όταν ήταν παιδί. Κάποιος κουνούσε πέρα-δώθε ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ και δεν είδε ότι ο μπαμπάς Άντριου στεκόταν εκεί». Ο Λέοναρντ λέει: «Άουτς».
35
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ή Γουέν σκέφτεται να πει στον Λέοναρντ
Έρικ ξυρίζει το κεφάλι του και κάποιες φορές της ζητάει να ελέγξει το κεφάλι του για να δει αν έχει γδαρσίματα ή σημάδια. Ποτέ δεν βρίσκει σημάδια σαν τα δικά της ή σαν του μπαμπά Άντριου κι αν βρει ένα μικρό, κόκκινο κόψιμο, πάντα γιατρεύεται και φεύγει την επόμενη φορά που θα κοιτάξει. Λέει: «Ξέρεις, δεν είναι δίκαιο». «Τι δεν είναι δίκαιο;» «Εσύ μπορείς να δεις το σημάδι μου, αλλά εγώ δεν βρίσκω κάποιο πρόβλημα σ’ εσένα».
ότι ο μπαμπάς
«Το ότι έχεις ένα σημάδι δεν σημαίνει ότι έχεις κάποιο πρόβλημα, Γουέν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Εγώ…» Ή Γουέν αναστενάζει και τον διακόπτει. «Ξέρω. Ξέρω. Δεν εννοώ αυτό». Ο Λέοναρντ γυρίζει πάλι πίσω και μένει έτσι, σαν να βλέπει κάτι, όμως δεν υπάρχει τίποτα πίσω του πέρα από το SUV, τον χαλικόστρωτο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι και τα δέντρα. Έπειτα ακούγονται αμυδροί ήχοι που έρχονται από κάπου μακριά, πίσω από τα δέντρα ή από τον δρόμο. Και οι δύο κάθονται σιωπηλοί και ακούνε, ενώ ο ήχοι γίνονται όλο και πιο δυνατοί. Ο Λέοναρντ γυρίζει στη Γουέν και λέει: «Δεν έχω σημάδια όπως εσύ ή ο μπαμπάς σου, αλλά αν μπορούσες να δεις την καρδιά μου, θα έβλεπες ότι είναι κομμάτια». Πλέον δεν υπάρχει το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Δείχνει θλιμμένο, αληθινά θλιμμένο, ίσως μάλιστα και ν’ αρχίσει να κλαίει. «Γιατί είναι κομμάτια;» Τώρα οι ήχοι ακούγονται καθαρά, χωρίς να χρειάζεται να κάνουν ησυχία. Οικείοι ήχοι, πόδια που περπατούν με βαριά βήματα στον χωματόδρομο, όπως και πριν όταν εμφανίστηκε ο Λέοναρντ. Αλήθεια, από πού είχε έρθει ο Λέοναρντ; Έπρεπε να είχε ρωτήσει. Το ξέρει ότι έπρεπε να είχε ρωτήσει. Πρέπει να ήρθε από πολύ μακριά. Αυτή τη φορά ακούγεται σαν να είναι
PAUL TREMBLAY 36
πολλοί Λέοναρντ (ή αρκούδες; Ίσως αυτή τη φορά να είναι όντως αρκούδες) που περπατάνε στον δρόμο. Ή Γουέν ρωτάει: «Έρχονται κι άλλοι; Είναι φίλοι σου; Είναι καλοί άνθρωποι;» Ο Λέοναρντ λέει «Ναι, έρχονται κι άλλοι. Εσύ είσαι φίλη μου τώρα, Γουέν. Δεν θα σου έλεγα ψέματα γι’ αυτό. Όπως δεν θα σου πω ψέματα και γι’ αυτούς. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τους πω ακριβώς φίλους μου. Δεν τους γνωρίζω
πολύ καλά, αλλά έχουμε να κάνουμε μια σημαντική δουλειά. Την πιο σημαντική δουλειά στην ιστορία του κόσμου. Ελπίζω να μπορέσεις να το καταλάβεις αυτό». Ή Γουέν σηκώνεται όρθια. «Πρέπει να φύγω τώρα». Οι ήχοι ακούγονται πιο κοντά. Αυτοί που έρχονται βρίσκονται στην άκρη του χαλικόστρωτου ιδιωτικού δρόμου που οδηγεί στο σπίτι, αλλά ακόμα πριν από τη στροφή και τα δέντρα. Δεν θέλει να δει αυτούς τους άλλους ανθρώπους. Ίσως, αν δεν τους δει, αν αρνηθεί να τους δει, να φύγουν. Κάνουν πολλή φασαρία. Ίσως αντί για τις αρκούδες να είναι τα τεράστια τέρατα και οι δεινόσαυροι του Λέοναρντ που έρχονται για να τους κατασπαράξουν και τους δύο. Ο Λέοναρντ της λέει: «Πριν μπεις στο σπίτι για να φωνάξεις τους μπαμπάδες σου, πρέπει να με ακούσεις. Είναι σημαντικό». Ο Λέοναρντ, ενώ καθόταν, σύρθηκε στο ένα του γόνατο με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. «Μ’ ακούς;» Ή Γουέν κουνάει το κεφάλι της και κάνει ένα βήμα πίσω. Τρεις άνθρωποι στρίβουν από τη γωνία στον ιδιωτικό δρόμο: δύο γυναίκες κι ένας άντρας. Φοράνε μπλουτζίν και πουκάμισα με κουμπωτούς γιακάδες σε διαφορετικά χρώματα· μαύρο, κόκκινο και λευκό. Ή πιο ψηλή από τις δύο γυναίκες έχει λευκό δέρμα
37
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
και καστανά μαλλιά, ενώ το λευκό χρώμα από το πουκάμισό της είναι διαφορετικό από το λευκό του Λέοναρντ. Το δικό του πουκάμισο λάμπει σαν το φεγγάρι, ενώ το δικό της είναι μουντό, ξεθωριασμένο, σχεδόν γκρίζο. Ή Γουέν καταγράφει τον προφανή συντονισμό στο ντύσιμο του Λέοναρντ και των τριών ξένων, σαν κάτι σημαντικό που πρέπει να πει στους μπαμπάδες της. Θα τους τα πει όλα κι εκείνοι θα ξέρουν για ποιο λόγο και οι τέσσερις φοράνε τζιν και πουκάμισα με κουμπωτούς γιακάδες, και ίσως οι μπα-
μπάδες της μπορούν να εξηγήσουν γιατί οι τρεις καινούργιοι ξένοι κουβαλάνε παράξενα εργαλεία με μακριά κοντάρια. Ο Λέοναρντ λέει: «Είσαι ένα όμορφο άτομο, εσωτερικά και εξωτερικά. Είσαι από τους πιο όμορφους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, Γουέν. Ή οικογένειά σου είναι τέλεια και όμορφη, επίσης. Να το ξέρεις αυτό. Δεν έχει να κάνει με εσάς. Έχει να κάνει με όλους». Κανένα από τα εργαλεία δεν είναι δρεπάνι, μοιάζουν όμως με απειλητικές, εφιαλτικές εκδοχές των δρεπανιών, με τραχιά σχέδια στις άκρες των κονταριών τους, που δεν έχουν κάποιο νόημα, αντί για λείες λεπίδες στο σχήμα του μισοφέγγαρου. Και τα τρία ξύλινα κοντάρια είναι μακριά και χοντρά, ίσως κάποτε να είχαν λεπίδες από φτυάρια ή τσουγκράνες. Ο κοντόχοντρος άντρας που φοράει κόκκινο πουκάμισο έχει σκουριασμένα φτυάρια και/ή μυστριά καρφωμένα και βιδωμένα στην άκρη του ξύλου, σαν να είναι λουλούδια με πέταλα. Στην άλλη άκρη του κονταριού, που είναι στραμμένη στα πόδια του, υπάρχει ένα χοντρό, αμβλύ κόκκινο κομμάτι από σμιλεμένο με βαθουλώματα μέταλλο, και είναι η κεφαλή μιας πολυχρησιμοποιημένης βαριοπούλας. Τώρα που είναι πιο κοντά, το κοντάρι που κρατάει φαίνεται πιο μεγάλο και χοντρό, είναι σαν να κρατάει το κουπί μιας βάρκας με την πλατιά άκρη του κουπιού πριονισμένη. Ακόμα κι όταν η Γουέν κάνει προς τα πίσω, προς
PAUL TREMBLAY 38
το σπίτι, βλέπει τις βίδες και τα καρφιά που είναι καρφωμένα περιμετρικά, χωρίς κάποιο μοτίβο, και στις δύο άκρες του ξύλου, σαν να είναι μαλλιά που τα σηκώνει ο αέρας. Ή πιο κοντή γυναίκα, που φοράει μαύρο πουκάμισο, στην άκρη του δικού της κονταριού έχει έναν τροχό από νύχια τσουγκράνας, στραβά μεταλλικά δάχτυλα σφηνωμένα σε μια μεγάλη άθλια μπάλα, έτσι που το δικό της εργαλείο να μοιάζει με το πιο επικίνδυνο γλειφιτζούρι στον κόσμο. Ή άλλη γυναί-
κα με το γκριζωπό πουκάμισο έχει στην άκρη του δικού της εργαλείου μια μονή λεπίδα λυγισμένη και γυρισμένη προς τον εαυτό της στη μία άκρη, σαν πάπυρος, που στη συνέχεια στενεύει σ’ ένα ορθογώνιο τρίγωνο με ένα αιχμηρό σημείο στην άλλη άκρη. Τα ασταθή, αβέβαια βήματα της Γουέν προς τα πίσω γίνονται μεγάλα, εξίσου αβέβαια, άλματα. Λέει: «Πάω μέσα τώρα». Πρέπει να το πει, για να σιγουρευτεί ότι θα μπει μέσα στο σπίτι και δεν θα σταθεί εκεί για να κοιτάζει. Ο Λέοναρντ κάθεται στα γόνατά του, με τα μεγάλα και φοβερά του χέρια τεντωμένα. Το πρόσωπό του είναι μεγάλο και θλιμμένο, με τον τρόπο που είναι θλιμμένα όλα τα ειλικρινή πρόσωπα. Λέει: «Δεν φταις εσύ για τίποτα απ’ όσα πρόκειται να συμβούν. Δεν έχεις κάνει κάτι κακό, όμως οι τρεις σας πρέπει να πάρετε κάποιες δύσκολες αποφάσεις. Φριχτές αποφάσεις, φοβάμαι. Εύχομαι, με όλη την κομματιασμένη καρδιά μου, να μη χρειαζόταν να το κάνετε». Ή Γουέν ανεβαίνει αδέξια τα σκαλιά, πηγαίνοντας ακόμα προς τα πίσω, με τα μάτια της καρφωμένα πάνω στα συγκεχυμένα αμαλγάματα από ξύλο και μέταλλο που κουβαλούν οι ξένοι. Ο Λέοναρντ φωνάζει, αλλά δεν ακούγεται θυμωμένος ή αναστατωμένος. Φωνάζει για ν’ ακουστεί, καθώς η απόσταση μεταξύ τους μεγαλώνει. «Οι μπαμπάδες σου δεν θα μας αφήσουν να μπούμε, Γουέν. Όμως πρέπει να το κάνουν. Πες τους ότι πρέπει να το κάνουν. Δεν ήρθαμε εδώ για να σας κάνουμε κακό. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας για να σώσουμε τον κόσμο. Σε παρακαλώ».
39
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Έρικ Μικρά αφριστά κύματα χρωματίζουν το νερό σαν μικρές πινελιές, για να σωριαστούν αθόρυβα στη βραχώδη ακτογραμμή και τις μεταλλικές κολόνες της λειτουργικής αλλά ερειπωμένης αποβάθρας του σπιτιού. Οι ξύλινες σανίδες έχουν χάσει το γκρίζο χρώμα τους κι έχουν στραβώσει μοιάζοντας με απολιθωμένα κόκκαλα, με τον θωρακικό κλωβό κάποιου θρυλικού τέρατος της λίμνης. Ο Άντριου υποσχέθηκε να μάθει στη Γουέν πώς να ψαρεύει πέρκες από την άκρη της βεράντας, πριν ο Έρικ προλάβει να τους υποδείξει να μείνουν όλοι μακριά από την κακοδιατηρημένη κατασκευή που τρίζει. Ο Έρικ υποψιάζεται πως η Γουέν θα εγκαταλείψει το ψάρεμα αμέσως μόλις το πρώτο σκουλήκι καρφωθεί στο αγκίστρι. Αν το σκουλήκι που ξεκοιλιάζεται, που στριφογυρίζει για να ελευθερωθεί και ο επιθανάτιος ρόγχος του δεν την κάνουν να τα παρατήσει, τότε θα τα παρατήσει στη συνέχεια,
41
• ΔΥΟ •
όταν θα χρειαστεί να τραβήξει και να σκίσει το αγκαθωτό αγκίστρι από το κλειστό στόμα της πέρκας. Και πάλι, είναι πιθανό να της αρέσει όλη αυτή η διαδικασία και να επιμείνει να τα κάνει όλα αυτά, μέχρι και να βάλει η ίδια το δόλωμα. Ή ανεξαρτησία της είναι τόσο σφοδρή που την κάνει να μην υπολογίζει σχεδόν τίποτα. Έχει αρχίσει να μοιάζει στον Άντριου κι αυτό τον κάνει να την αγαπάει και να ανησυχεί για την ασφάλειά της ακόμη περισσότερο. Αργά χθες το απόγευμα, καθώς η Γουέν έβαζε το μαγιό της, ο Άντριου
απέρριψε την προσπάθεια του Έρικ να ξεκινήσουν μια συζήτηση σχετικά με την ετοιμόρροπη βεράντα τρέχοντας κατά μήκος της, με την κατασκευή να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του, ενώ μετά έσκασε σαν μπάλα κανονιού μέσα στη λίμνη. Ο Έρικ και ο Άντριου είναι ξαπλωμένοι στην υπερυψωμένη πίσω βεράντα με θέα την τεράστια λίμνη Γκαουντέτ· βαθιά και σκοτεινή, η κοιλότητά της σμιλεύτηκε από παγετώνες δεκαπέντε χιλιάδες χρόνια πριν και περιβλήθηκε από ένα δάσος με πεύκα, έλατα και σημύδες, ένα δάσος που μοιάζει ατελείωτο. Πίσω από το δάσος βρίσκονται, τόσο μακριά και άπιαστα όπως τα σύννεφα, οι αρχαίες κορυφές των Λευκών Ορέων στα νότια, το φυσικό κάστρο της λίμνης, αδιαπέραστο και αναπόδραστο. Το περιβάλλον τοπίο είναι τόσο εντυπωσιακά χαρακτηριστικό της Νέας Αγγλίας όσο και ξένο για την καθημερινή ζωή τους στην πόλη. Στη λίμνη υπάρχουν σπίτια και κατασκηνώσεις, όμως τίποτα απ’ αυτά δεν φαίνεται από την ξύλινη βεράντα. Ή μοναδική βάρκα που πήρε το μάτι τους από τότε που έφτασαν ήταν ένα κίτρινο κανό που γλιστρούσε αθόρυβα κατά μήκος τής απέναντι ακτής της λίμνης. Οι τρεις τους το είδαν άφωνοι να σβήνει από τα μάτια τους και να πέφτει στην αθέατη άκρη του κόσμου. Το πιο κοντινό σπίτι στο δικό τους βρίσκεται δύο χιλιόμετρα πιο κάτω στον δρόμο, έναν δρόμο που κάποτε χρησιμοποιούσαν οι υλοτόμοι.
PAUL TREMBLAY 42
Νωρίτερα το πρωί, πολύ πριν ξυπνήσουν ο Άντριου και η Γουέν, ο Έρικ έκανε τζόκινγκ προς το ακατοίκητο σπίτι που ήταν πρόσφατα βαμμένο σ’ ένα βαθύ μπλε χρώμα, είχε λευκά παντζούρια κι ένα ζευγάρι χιονοπάπουτσα κοσμούσε τη λευκή, μπροστινή πόρτα. Αντιστάθηκε σε μια ανεξήγητα δυνατή επιθυμία να κοιτάξει μέσα από τα παράθυρα και να εξερευνήσει τον χώρο. Και μόνο ο παράλογος φόβος ότι οι απόντες ιδιοκτήτες θα τον πιάσουν και
μετά θα πρέπει να ψελλίσει μια εξευτελιστική εκλογίκευση της συμπεριφοράς του τον έκανε να φύγει. Ο Έρικ είναι μισοξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ κάτω απ’ το έντονο φως του ήλιου. Ξέχασε να απλώσει πετσέτα πάνω από την καρέκλα και η ύφανσή της από πλαστικές λωρίδες κολλάει στη γυμνή του πλάτη. Πιθανόν να βρίσκεται μόλις λίγα λεπτά πριν από ένα ελαφρύ έγκαυμα, αν δεν βάλει αντηλιακό. Όταν ήταν παιδί υπέμενε τον ανυπόφορο, τσουχτερό πόνο του ηλιακού εγκαύματος, ώστε αργότερα να κάνει τις αδελφές του να αηδιάσουν με το δέρμα του που ξεφλουδιζόταν. Έβγαζε προσεκτικά μεγάλες φλούδες απ’ το δέρμα του και τις άφηνε κολλημένες στο σώμα του σαν να ήταν λιλιπούτειες πλάκες στην πλάτη και την ουρά ενός στεγόσαυρου, του αγαπημένου του δεινόσαυρου. Ο Άντριου κάθεται μερικά εκατοστά μακριά απ’ τον Έρικ, όμως κανένα τμήμα του χλωμού δέρματός του δεν είναι εκτεθειμένο στον ήλιο. Είναι κουλουριασμένος με τα πόδια του διπλωμένα σ’ ένα παγκάκι, κάτω από μια σχεδόν διάφανη ομπρέλα που ρίχνει τη σκιά της πάνω στο παλιό τραπέζι του πικνίκ. Μεγάλες λωρίδες κόκκινου χρώματος έχουν ξεκολλήσει από το τραπέζι. Φοράει ένα φαρδύ σορτς κι ένα γκρι μακρυμάνικο μπλουζάκι
43
διακοσμημένο με το έμβλημα του Πανεπιστημίου της Βοστόνης, ενώ τα μακριά μαλλιά του είναι τραβηγμένα πίσω και χωμένα σε μια πράσινη τραγιάσκα, στο πράσινο χρώμα του στρατού. Ο Άντριου είναι σκυμμένος πάνω από μια συλλογή δοκιμίων για νοτιοαμερικάνους συγγραφείς του δέκατου έβδομου αιώνα και τον μαγικό ρεαλισμό. Ο Έρικ ξέρει τι είναι το βιβλίο επειδή, απ’ τη στιγμή που έφτασαν στο σπίτι, ο Άντριου του είπε τρεις φορές τι είναι αυτό που διαβάζει και, στα είκοσι λεπτά που βρίσκονται στη βεράντα, ο Άντριου διάβασε δυνατά δύο
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
κείμενα για τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ο Έρικ είχε διαβάσει το Εκατό χρόνια μοναξιά στο κολέγιο, αλλά, προς ντροπή του, λίγα πράγματα θυμάται από το βιβλίο. Το ότι ο Άντριου δεν κάνει φιγούρα και δεν αναζητά την αποδοχή του Έρικ είναι αξιολάτρευτο και ενοχλητικό εξίσου. Ο Έρικ διαβάζει και ξαναδιαβάζει την ίδια παράγραφο
μυθιστόρημα για το οποίο υποτίθεται ότι μιλούν όλοι αυτό το καλοκαίρι. Είναι ένα τυπικό θρίλερ που έχει να κάνει με την εξαφάνιση ενός προσώπου κι έχει ήδη κουραστεί από την στημένη και οριακά παράλογη πλοκή του. Όμως δεν ευθύνεται το βιβλίο που αυτός δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Λέει: «O ένας μας πρέπει να πάει να δει τι σκαρώνει η Γουέν». Ή διατύπωση είναι προσεκτική και δεν είναι ερώτηση για να μπορεί ο Άντριου να πει γρήγορα «όχι». Είναι μια δήλωση· κάτι που πρέπει να συζητηθεί άμεσα. «Όταν λες ο ένας μας, εννοείς εμένα;» «Όχι». Ο Έρικ το λέει με τέτοιο τρόπο που περιμένει από τον Άντριου να το μεταφράσει αμέσως σαν ναι, φυσικά, διαφορετικά δεν θα μιλούσα. Ο Έρικ δεν ξέρει πώς έγινε ο γονιός που είναι όλη την ώρα πάνω απ’ το παιδί του, ο αυταρχικός (Θεέ μου, πόσο μισεί αυτή τη λέξη), αυτός που παθαίνει εμμονή ότι θα συμβεί το χειρότερο κάθε
PAUL TREMBLAY 44
φορά. Ο Έρικ περηφανευόταν πως ήταν ένας φιλικός τύπος από τη δυτική Πενσιλβάνια, άνετος στις συζητήσεις, προσγειωμένος, πάντα πρόθυμος για συναίνεση και συμβιβασμό. Το δεύτερο μικρότερο από τα εννιά παιδιά μιας καθολικής οικογένειας, η ικανότητά του να συζητά και να γοητεύει σχεδόν τους πάντες ήταν που τον βοήθησε να επιβιώσει στα μπερδεμένα χρόνια της εφηβείας και στα εξαιρετικά ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν, όταν είπε στους γονείς του για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις κι εκείνοι αρνήθηκαν να πληρώσουν
σ’ ένα
τα δίδακτρα για το τελευταίο εξάμηνο στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. Ή αντίδραση του Έρικ ήταν να μένει σε σπίτια πολλών γενναιόδωρων φίλων, που τον βοήθησαν να πιάσει και δουλειά σ’ ένα δημοφιλές φαγάδικο κοντά στην πανεπιστημιούπολη, για δύο χρόνια, μέχρι που πλήρωσε τα δίδακτρα που χρωστούσε και πήρε το πτυχίο του. Στο μεταξύ μιλούσε με τους γονείς του (κυρίως με τη μητέρα του) στο τηλέφωνο και παρέμεινε πεπεισμένος ότι θα άλλαζαν γνώμη. Και άλλαξαν. Τη μέρα που ο Έρικ πήρε το πτυχίο του, οι γονείς του εμφανίστηκαν στο διαμέρισμα του φίλου του με δάκρυα στα μάτια, του ζήτησαν συγγνώμη και του έδωσαν μια επιταγή με κάποια επιπλέον χρήματα, μια επιταγή που ο Έρικ εξαργύρωσε αμέσως για να μετακομίσει στην Βοστόνη. Αναλυτής αγοράς για το Financeer πλέον, λόγω της προφανούς του ικανότητας να συζητάει με τους ανθρώπους, τον καλούν περιστασιακά για να βοηθήσει σε συζητήσεις όπου ενδέχεται να υπάρξουν συγκρούσεις ανάμεσα σε διαχειριστές και τον διευθυντή του τμήματός του. Ο Έρικ είναι χαλαρός σε όλα τα ζητήματα που τον απασχολούν στη ζωή του, με μοναδική εξαίρεση την ανατροφή του παιδιού. Για την ακρίβεια ο Άντριου έπρεπε να τον τραβήξει έξω
αυστηρές γραπτές οδηγίες, όλες με κεφαλαία γράμματα, να μην αφήσουν έξω ανοιχτές σακούλες σκουπιδιών γιατί μπορούσαν να τραβήξουν τις αρκούδες. Ύπάρχει στον χώρο μια μικρή
45
της στην αυλή. Ο Άντριου, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το βιβλίο, λέει: «Αρκούδες. Ή Γουέν είναι στο στόμα των αρκούδων». Ο Έρικ αφήνει το βιβλίο που πέφτει πάνω στο ξύλο με θόρυβο. «Δεν είσαι αστείος». Οι ιδιοκτήτες άφησαν
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
στη βεράντα, για να μείνει κολλημένος στο μπροστινό παράθυρο κοιτάζοντας με υπευθυνότητα τη Γουέν να παίζει μόνη
κατασκευή, σαν καλύβα, που είναι μόνο για να μπαίνουν τα σκουπίδια. Πρέπει να πηγαίνουν τα σκουπίδια σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος (ανοιχτό, για όσους δεν είναι κάτοικοι της περιοχής, Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο) περίπου σαράντα πέντε λεπτά μακριά με το αυτοκίνητο και σου χρέωναν δύο δολάρια τη σακούλα. Θα μπορούσαν να είχαν νοικιάσει ένα σπίτι στη δημοφιλή λίμνη Γουινπασάκι, διάσημο τουριστικό προορισμό στα νοτιοκεντρικά της πολιτείας, όπου ο Έρικ δεν θα είχε εμμονές με τις αρκούδες (τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό) αντί γι’ αυτό το όμορφο αλλά απομακρυσμένο σπίτι, χαμένο στο δάσος και λίγα λεπτά από τα σύνορα του Καναδά. Ο Έρικ σηκώνεται και τρίβει το φαλακρό κεφάλι του που καίει στο άγγιγμά του και σίγουρα έχει καεί απ’ τον ήλιο.
Ο Άντριου λέει: «Ναι, είμαι».
«Αυτή τη στιγμή δεν είσαι αστείος».
«Μπορώ να τη φωνάξω από εδώ. Αλλά έτσι ίσως να τρομάξουν οι αρκούδες. Πιθανόν να γίνουν πιο επιθετικές».
Ο Έρικ γελάει και λέει: «Είσαι μαλάκας». Σηκώνεται, πηγαίνει προς τα κάγκελα της βεράντας και τεντώνεται, ενώ προσποιείται ότι κοιτάζει τη λίμνη και δεν θα μπει μέσα στο
PAUL TREMBLAY 46
κατέβει
βρεθεί κατευθείαν
μπροστινή
«Ίσως θα ’ταν καλό να εμφανίζονταν μερικές αρκούδες. Μ’ αρέσουν οι αρκούδες». Ο Άντριου κλείνει το βιβλίο. Τα σκουρόχρωμα καφετιά μάτια του και το χαμόγελό του έχουν την έκφραση είμαι-έξυπνος-και-γλυκός. «Μπορεί να έρθει εδώ πίσω να ψάξει για ακρίδες». Ο Έρικ δείχνει με τα χέρια του κάτω απ’ τη βεράντα, όμως εκεί δεν υπάρχει αυλή κι αυτό το λίγο που υπάρχει είναι ένα μείγμα από άμμο, πευκοβελόνες, μπαλώματα από βρύα και μια μικρή σειρά πεύκων στην ακτογραμμή. Ο Έρικ στρίβει
σπίτι ή δεν θα
τα σκαλοπάτια της βεράντας για να
στην
αυλή.
τα γένια του στην άκρη του πιγουνιού του, γυρίζει και λέει: «Ίσως θέλει κάτι να πιει ή να τσιμπήσει ή ίσως θέλει κι άλλο αντηλιακό». «Είναι μια χαρά. Δώσε της άλλα πέντε με δέκα λεπτά και μετά πας να δεις τι κάνει ή πας να τη φέρεις. Μάλλον θα έρθει η ίδια να μας βρει πριν πας, όπως και να ’χει. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, κάθισε. Σταμάτα να ανησυχείς. Απόλαυσε τον ήλιο. Ή κάτσε εκεί και κάνε μου σκιά. Αν κι έχεις αρχίσει να γίνεσαι λίγο ροζ. Καίγεσαι πιο γρήγορα κι από μένα». Ο Έρικ παίρνει το λευκό μπλουζάκι με το λογότυπο USA
SOCCER από το τραπέζι και το φοράει. «Προσπαθώ να μην την πιέζω. Προσπαθώ να την αφήνω…» Σταματάει, ακουμπάει στα κάγκελα της βεράντας και διπλώνει τα χέρια του. «Προσπαθώ να την αφήνω να είναι ο εαυτός της».
«Το ξέρω. Και τα πας μια χαρά».
«Το μισώ να αισθάνομαι έτσι. Πραγματικά δεν μου αρέσει».
«Πρέπει να σταματήσεις να τιμωρείς τον εαυτό σου. Είσαι, πάνω-κάτω, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου». «Πάνω-κάτω; Δηλαδή είμαι σχεδόν ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου». Ο Άντριου γελάει. «Χμ. Πλησιάζεις τον τέλειο ίσως». «Μπορείς να είσαι πιο συγκεκριμένος
47
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
με τη σειρά κατάταξής
το
«Ξέρεις ότι δεν τα πάω καλά με τους αριθμούς, αλλά είσαι κοντά στην κορυφή, μεταξύ των καλύτερων μπαμπάδων, ανήκεις σ’ αυτή την κατηγορία των μπαμπάδων που κερδίζουν τις κούπες και τα μπλουζάκια που το γράφουν πάνω». Ο Άντριου κλείνει το βιβλίο του και είναι ολοφάνερο ότι το απολαμβάνει να πειράζει τον Έρικ.
σε ό,τι έχει να κάνει
μου; Από
μηδέν μέχρι το εκατό, τι θέση έχω;»
Ο Έρικ χάνει την παιχνιδιάρικη διάθεση και την υπομονή του. Λέει: «Κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς τους καλύτερους μπαμπάδες, έτσι;» Αν και ξέρει ότι δεν είναι δίκαιο αυτό που κάνει. «Τώρα ξέρω τι δώρο θα σου πάρω για τα Χριστούγεννα».
«Έλα τώρα, Έρικ. Είμαστε ισοπαλία σε ό,τι αφορά τον καλύτερο μπαμπά». «Νομίζω ότι προτιμώ το “σχεδόν”». «Έτσι μπράβο. Αλλά, άκουσέ με, ακόμη και οι καλύτεροι μπαμπάδες στον κόσμο ανησυχούν, γκρινιάζουν και τα κάνουν θάλασσα, κι εσύ πρέπει να επιτρέψεις στον εαυτό σου να τα κάνει θάλασσα και ν’ αφήσεις τη Γουέν να κάνει τα δικά της λάθη επίσης. Να αποδεχτείς ότι κανείς μας δεν θα είναι ποτέ τέλειος». Είναι η αρχή ενός λογυδρίου που ο Άντριου είχε ξανακάνει και συνήθως ακολουθούσαν αναφορές στις συζητήσεις τους πριν από την υιοθεσία της Γουέν, συζητήσεις που είχαν κρατήσει για εβδομάδες, καταλήγοντας ότι δεν θα πρέπει να υποκύψουν στον παράλογο φόβο που εξουσιάζει τόσους πολλούς γονείς και ανθρώπους γενικά, ενώ στη συνέχεια ο Άντριου έπαιρνε το ακαδημαϊκό του ύφος και ανέφερε μελέτες σχετικά με τη σημασία
PAUL TREMBLAY 48
το παιχνίδι χωρίς επιτήρηση για τη νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Ο Έρικ δεν ήταν σίγουρος για το πότε ο Άντριου έγινε ο παρορμητικός και ανέμελος σοφός που στην επαγγελματική, ακαδημαϊκή του ζωή είναι τόσο λεπτολόγος και ακριβής σαν αλγόριθμος. Όμως αυτούς τους ρόλους είχαν αναλάβει από τότε που καλωσόρισαν στη ζωή τους τη Γουέν. Αυτούς τους ρόλους ενστερνίστηκαν και βρήκαν ανακουφιστικούς, μ’ έναν τρόπο που αναγνωρίζει το υπέροχο, το τρομακτικό, αυτό που σε γεμίζει, αυτή την υπαρξιακή γονική κατάσταση που σε αποξενώνει και σε απορροφά πλήρως, αυτό το τι κάναμε στους εαυτούς μας;
που έχει
«Ναι, ξέρω, ξέρω. Και θα πάω έξω να δω τι κάνει…» «Έρικ!» «…μόνο και μόνο επειδή έχω καεί. Διψάω και βαριέμαι. Το βιβλίο που διαβάζω είναι χάλια». Ο Έρικ πηγαίνει προς τη συρόμενη γυάλινη πόρτα που οδηγεί στη μικρή κουζίνα. Ο Άντριου απλώνει και τα δυο του πόδια ώστε να μην ανοίξει την πόρτα. «Δεν θα περάσει κανείς». «Τι είναι αυτό, η πιο τριχωτή γέφυρα με διόδια στον κόσμο;» «Αυτό δεν ήταν και πολύ ευγενικό». Ο Άντριου δεν παίρνει τα πόδια του και προσποιείται ότι διαβάζει το βιβλίο του. Γλείφει αηδιαστικά ένα δάχτυλό του και γυρίζει μια σελίδα. Ο Έρικ πιάνει λίγες τρίχες στα πόδια του Άντριου με τα δάχτυλά του και τις τραβάει γρήγορα. «Ωχ! Είσαι τραμπούκος». Ο Άντριου χτυπάει τον Έρικ με το βιβλίο. Ο Έρικ κάνει πίσω και αρχικά αποφεύγει το χτύπημα, όμως ο Άντριου ορμάει ξανά μπροστά και τον χτυπάει στο πίσω μέρος του αριστερού του ποδιού. «Μη με χτυπήσεις με τους μαγικούς ρεαλιστές!» Ο Έρικ χτυπάει δυνατά το γείσο από το καπέλο του Άντριου πάνω από τα μάτια του κι έπειτα αρπάζει το βιβλίο στον αέρα, ενώ ο Άντριου που γελάει προσπαθεί
49
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
να τον χτυπήσει πάλι. Ο Άντριου σφίγγει το χέρι του Έρικ και τον τραβάει σκοντάφτοντας στον πάγκο του πικνίκ. Οι δυο τους παλεύουν για το βιβλίο. Ανταλλάσσουν ελαφριά, παιχνιδιάρικα χτυπήματα και μετά φιλιούνται με θέρμη. Ο Άντριου γέρνει προς τα πίσω και χαμογελάει αυτάρεσκα, σαν να κέρδισε κάτι, και λέει: «Εντάξει, τώρα μπορείς ν’ αφήσεις το βιβλίο». «Είσαι σίγουρος;» Ο Έρικ προσπαθεί να το πάρει γρήγορα απ’ το χέρι του Άντριου.
«Μη – θα σκίσεις το εξώφυλλο. Άφησέ το για να σε ξαναχτυπήσω». «Θα σε πετάξω εσένα και το βιβλίο…» Ή πίσω συρόμενη πόρτα ανοίγει μ’ έναν κροταλιστό θόρυβο τόσο δυνατό που ο Έρικ περιμένει ενστικτωδώς να πέσουν πάνω του σπασμένα γυαλιά. Ή Γουέν τρέχει έξω στη βεράντα μιλώντας με υπερηχητική ταχύτητα. Πηδάει μπρος-πίσω στην εξώπορτα, μέσα στο σπίτι, μετά έξω στη βεράντα και μετά πάλι μέσα. Κοιτάζει γύρω της μανιασμένα, σαν να φοβάται να μείνει έξω, ενώ μιλάει ακόμη και τώρα που τους κουνάει τα χέρια της ξέφρενα: ελάτε εδώ, ελάτε μέσα. Ο Άντριου λέει: «Γουέν, ηρέμησε, γλυκιά μου». Ο Έρικ λέει: «Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» Δεν κλαίει, άρα δεν την τσίμπησε κάποια σφήκα και δεν έχει χτυπήσει. Για λίγο σκέφτεται το σενάριο ν’ άκουσε κανένα θρόισμα έξω στο δάσος και να φοβήθηκε, όμως είναι κάτι παραπάνω από φοβισμένη. Είναι ξεκάθαρα τρομοκρατημένη και ο Έρικ αρχίζει να ανησυχεί και να πανικοβάλλεται. Ή Γουέν δεν σταματάει να χορεύει ανάμεσα στη βεράντα και το σπίτι. Φροντίζει πάντως να μιλήσει καθαρά και αργά. Λέει: «Ελάτε μέσα τώρα. Σας παρακαλώ, ελάτε μέσα. Πρέπει να έρθετε μέσα. Γρήγορα. Είναι κάποιοι άνθρωποι εδώ και θέλουν να μπουν στο σπίτι και να σας μιλήσουν και είναι κάποιοι που με φοβίζουν». Γουέν Δεν απαντάει σε άλλες ερωτήσεις μέχρι να μαζέψει τους σαστισμένους, ανήσυχους μπαμπάδες της μέσα στο σπίτι. Με την πόρτα κλειστή πίσω τους, βάζει ένα κομμένο μπαστούνι
PAUL TREMBLAY 50
του χόκεϊ στην κάσα της γυάλινης πόρτας ώστε το παράθυρο να μην μπορεί να γλιστρήσει στις ράγες ακόμα κι αν δεν είναι κλειδωμένο. Ο μπαμπάς Άντριου της έδειξε πώς να το κάνει αυτό το προηγούμενο βράδυ πριν πάει για ύπνο. Σπρώχνει τους μπαμπάδες της έξω από την κουζίνα και τους οδηγεί προς την κλειδωμένη μπροστινή πόρτα. Ο ενιαίος χώρος του καθιστικού και της κουζίνας καταλαμβάνει σχεδόν όλο το εσωτερικό του σπιτιού. Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από ακηλίδωτες ξύλινες σανίδες. Ή Γουέν έχει ήδη περάσει απ’ το μεγαλύτερο μέρος του χώρου χτυπώντας και δοκιμάζοντας να δει αν είναι όλες εντάξει. Ένας χάρτης της λίμνης και του δάσους, ένα βουνό το σούρουπο σε κορνίζα και μια πλακέτα με χειροποίητες πάπιες κρέμεται στον τοίχο, χωρίς ιδιαίτερη συνάφεια, μαζί με κάτι που μοιάζει με παλιά χιονοπέδιλα και μπαστούνια του σκι και διαφημίσεις παλιάς μαγειρικής σόδας μαζί με διαφημίσεις της Moxie τυπωμένες στα φύλλα του κασσίτερου, το είδος της κακογουστιάς που θα μπορούσε να βρει κανείς σε οποιοδήποτε κατάστημα γενικού εμπορίου στο Νιου Χάμσαϊρ. Ένα μικρό κομμάτι μπάνιου με την πιο λεπτή καμπίνα ντους στον κόσμο είναι τοποθετημένο αριστερά
51
και στα δεξιά της μπροστινής πόρτας βρίσκονται τα δύο ορθογώνια υπνοδωμάτια. Το δωμάτιο της Γουέν έχει κουκέτες και ο σκελετός τους είναι χτισμένος στους τοίχους. Ή Γουέν κοιμήθηκε ήδη και στα δύο κρεβάτια και αποφάσισε ότι προτιμάει την κάτω κουκέτα. Δεξιά από τα δύο υπνοδωμάτια βρίσκεται η είσοδος, σαν ανοιχτό στόμα, μιας ελικοειδούς σκάλας που οδηγεί στο υπόγειο. Ένας κοντός, στο ύψος των μηρών φράχτης από σφυρήλατο σίδηρο καλύπτει το πλατύσκαλο περιμετρικά. Δίπλα του και
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
της κουζίνας. Το τηλέφωνο του ντους πιο πολύ στάζει παρά ρίχνει νερό. Απέναντι από την πίσω συρόμενη πόρτα
πάνω στον πίσω τοίχο βρίσκεται ένα τζάκι και μια καμινάδα από πέτρα και σοβά. Στο κέντρο μια ξυλόσομπα, μια μικρή στοίβα ξύλα για τη φωτιά και μια σχάρα με μαύρα μεταλλικά εργαλεία για τη σόμπα: ένα μικρό φτυάρι, βούρτσα, μασιά και τσιμπίδα. Ένας μακρύς πράσινος καναπές, με την ταπετσαρία του αγκαθωτή σαν κάκτο, χωρίζει τον ενιαίο χώρο. Αντισταθμίζοντας αυτή την εικόνα, στ’ αριστερά βρίσκεται ένας φουσκωτός μπλε διθέσιος καναπές που συνδυάζεται μ’ ένα μικρό τραπέζι με λεπτά πόδια, έτοιμο να ανατραπεί στο παραμικρό σκούντημα. Ένα μικρό φωτιστικό μ’ ένα έντονο, κίτρινο αμπαζούρ στέκει πάνω στο μικρό τραπέζι σαν δηλητηριώδες μανιτάρι. Αριστερά από τον διθέσιο καναπέ και σχεδόν μέσα στη μικρή κουζίνα βρίσκεται ένα ορθογώνιο τραπέζι, ένα παρατημένο παιχνίδι πασιέντζας με τα φύλλα απλωμένα στο τραπέζι. Ένας σκονισμένος τροχός φορτάμαξας με ιστούς αράχνης για γιρλάντα έχει μετατραπεί σ’ έναν απλό πολυέλαιο που κρέμεται από το θολωτό ταβάνι, ανάμεσα σε δύο ξύλινα δοκάρια αρκετά πλατιά για να είναι γέφυρες για πεζούς. Στον τοίχο δεξιά τους και ακριβώς απέναντι απ’ την εξώπορτα υπάρχει ένα
PAUL TREMBLAY 52
με επίπεδη οθόνη. Ή μοναδική σύγχρονη
στο σπίτι (το ψυγείο και η σόμπα είναι πιο παλιές από τον Άντριου και τον Έρικ μαζί), η τηλεόραση είναι δεμένη σ’ ένα δορυφορικό πιάτο, ένα μοναχικό εξόγκωμα πλαστικού πάνω στην οροφή. Ή επίπεδη οθόνη είναι τόσο εκτός τόπου και χρόνου που αποτελεί αναχρονισμό. Φαίνεται απίθανο να λειτουργεί, όπως ήταν ο σκοπός της, και εξυπηρετεί περίπου όσο κι ένα σκοτεινό παράθυρο που πίσω απ’ το τζάμι του είναι πάντα νύχτα και το παντζούρι του μόνιμα κλειστό και ασφαλισμένο. Προχωρούν στον ενιαίο χώρο αργά και σπασμωδικά. Ο
παράθυρο και μια τηλεόραση
οικιακή συσκευή
Άντριου και ο Έρικ εξακολουθούν να εξαπολύουν έναν χείμαρρο ερωτήσεων παρακαλώντας τη Γουέν να απαντήσει. Εκείνη προσπαθεί να κρατήσει τις ερωτήσεις σε μια σειρά στο κεφάλι της, αλλά της μιλούν πολύ γρήγορα και δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει, όμως ακόμα κι αν μπορούσε θα της έπαιρνε μέρες να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Ή Γουέν κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί όπως και να ’χει. Μιλάει καθαρά και με σύντομες προτάσεις.
Δεν ξέρω ποιοι είναι.
Πηγαίνετε και κοιτάξτε στα παράθυρα.
Λέει ότι θέλουν να μιλήσουν.
Είναι τέσσερις.
Τον μεγαλόσωμο τον λένε Λέοναρντ.
Είναι πολύ καλός, αλλά άρχισε να λέει παράξενα πράγματα.
Είπε ότι πρέπει να βοηθήσουμε να σωθεί ο κόσμος.
Δεν έχουν αυτοκίνητο.
Νομίζω ότι ήρθαν εδώ με τα πόδια.
Φοράνε όλοι περίπου τα ίδια ρούχα.
Τζιν και τα ίδια πουκάμισα, αλλά σε διαφορετικά χρώματα.
Δεν ξέρω.
Δεν μου είπαν κάτι.
Μόνο ο Λέοναρντ.
Είπε ότι πρέπει να επιλέξουμε κάτι.
Ακούστηκε σαν να είναι κάτι κακό.
Οι υπόλοιποι κουβαλάνε κάτι μεγάλα και τρομακτικά εργαλεία.
Σαν δρεπάνια, αλλά δεν είναι δρεπάνια.
Δεν ξέρω.
Φαίνονται σαν να τα έχουν φτιάξει οι ίδιοι.
53
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Οι μπαμπάδες της θέλουν να μάθουν περισσότερα για τα τρομακτικά εργαλεία. Ή Γουέν ακούει τα δικά της λόγια σαν να είναι ένα υπόκωφο βουητό που έρχεται από κάπου μακριά, σαν να βρίσκεται έξω από τον εαυτό της και όχι μέσα στο σπίτι, είναι μπερδεμένη. Σκέφτεται πως ίσως να φαντάστηκε τις ερωτήσεις τους και να φαντάστηκε πως ήρθε μέσα για να τους βρει και, αντίθετα, βρίσκεται ακόμα έξω, στην μπροστινή αυλή, ανίκανη να κινηθεί, με τον ήλιο να τη χτυπάει και οι ξένοι που κουβαλάνε τα φριχτά εργαλεία βρίσκονται εκεί κι έρχονται προς το μέρος της. Κάποιος χτυπάει την μπροστινή πόρτα. Εφτά χτυπήματα (η Γουέν τα μετράει)· σιγανά, ευγενικά και με ρυθμό. Ο Λέοναρντ είπε ότι το εφτά δεν είναι πάντα τυχερός αριθμός. Ο Άντριου και ο Έρικ χωρίζονται και πλαγιοκοπούν την μπροστινή πόρτα. Ή Γουέν μένει πίσω, περιφέρεται κοντά στο τραπέζι και στην αόρατη γραμμή ανάμεσα στον ενιαίο χώρο και την κουζίνα. Το φως του ήλιου, αμείλικτο και ανελέητο, χύνεται μέσα από το γυάλινο, συρόμενο παράθυρο πίσω της. Μαζεύει τους αντίχειρές της μέσα στις γροθιές της και τους πιέζει. Είναι ένα νευρικό τικ που αντικατέστησε το μάσημα των μαλλιών της. Δύο από τους δασκάλους της στο κινεζικό σχολείο την είχαν πιάσει
PAUL TREMBLAY 54
να πιέζει τους αντίχειρες στις γροθιές της τις τελευταίες εβδομάδες και αφού την πήραν από τις πρότυπες τάξεις, όπως τις λέει το σχολείο, την έβαλαν στις κανονικές, όπου οι περισσότεροι από τους άλλους μαθητές είναι ένα ή δύο χρόνια μικρότεροί της. Όταν η Λαόσι Κουάνγκ, η δασκάλα της στη γραμματική και στην κινεζική γλώσσα, είδε τους αντίχειρες μέσα στις γροθιές της, χαμογέλασε και άνοιξε απαλά τα χέρια της Γουέν χωρίς να διακόψει το μάθημα. Ο δάσκαλός της στην ιστορία/πολιτισμό, ο κύριος Ρόμπερτ Λου (επιτρέπει σε όλα τα μικρότερα παιδιά να τον
αποκαλούν κύριο Μπομπ), ρώτησε αν η Γουέν είναι αγχωμένη κι έπειτα είπε ένα ανόητο ανέκδοτο, του τύπου χτυπώ την πόρτα, ποιος είναι, τόσο χάλια που ήταν αστείο. Ο κύριος Μπομπ είναι ευγενικός, αλλά την κάνει και να θέλει να κλάψει· είναι τόσο ευγενικός που την κάνει να νιώθει ένοχη. Ή Γουέν θέλει να σταματήσει να πηγαίνει στο κινεζικό σχολείο. Οι εργασίες που έχει είναι δύσκολες. Δεν αντιλαμβάνεται τις προφορικές λέξεις και τα γράμματα τόσο γρήγορα όσο οι υπόλοιποι μαθητές, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν Κινέζους γονείς. Δεν κάνει εξάσκηση στα προφορικά ούτε κάνει όλες τις εργασίες στη διάρκεια της εβδομάδας. Ή Γουέν δεν μπορεί να το εκφράσει αλλά αισθάνεται έναν απροσδιόριστο θυμό για τους βιολογικούς γονείς της που την εγκατέλειψαν και είναι θυμωμένη με την Κίνα ως χώρα, επειδή είναι το μέρος όπου επέτρεψαν ή ανάγκασαν τους γονείς της να την εγκαταλείψουν. Περνάει την περισσότερη ώρα του μαθήματος ονειροπολώντας για όλα τα διασκεδαστικά πράγματα του Σαββάτου που κάνουν οι φίλοι της απ’ το κανονικό σχολείο χωρίς αυτήν. Από έξω: «Έι, γεια σας. Με λένε Λέοναρντ. Βρίσκομαι εδώ μαζί με κάποιους φίλους μου. Γεια σας, είναι κανείς μέσα;» Ή φωνή του μπλοκάρει στην εξώπορτα αλλά ακούγεται καθαρά.
55
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
να φύγει ήρεμα. Μπορεί να είναι απλώς τίποτα θρησκόληπτοι, σωστά; Σώζοντας τον κόσμο μ’ ένα φυλλάδιο κάθε φορά». Ο Έρικ του απαντάει ψιθυριστά: «Μάλλον. Μάλλον. Αλλά η Γουέν είπε ότι έχουν κάτι παράξενα εργαλεία, κάτι σαν… δρεπάνια, σωστά;» Στρέφει το βλέμμα του στη Γουέν και η Γουέν κουνάει το κεφάλι της. «Χριστέ μου…» Ο Άντριου βγάζει το κινητό από την τσέπη του, το ανοίγει και στη συνέχεια το βάζει πάλι στην τσέπη του.
Ο Άντριου ψιθυρίζει στον Έρικ: «Πες του
Ή Γουέν θέλει να του υπενθυμίσει ότι τα κινητά δεν λειτουργούν εδώ, όπως δεν λειτουργούσαν και χθες όταν θέλησε να ψάξει στο διαδίκτυο για να της δείξει πώς είναι τα δρεπάνια. Οι μπαμπάδες της επέλεξαν αυτό το μέρος επειδή δεν θα είχε ασύρματο δίκτυο ούτε τηλεφωνικό σήμα, για να μπορούν να είναι αποσυνδεδεμένοι και να είναι μόνο οι τρεις τους, κολυμπώντας, μιλώντας, παίζοντας χαρτιά ή επιτραπέζια παιχνίδια, χωρίς ψηφιακούς περισπασμούς. Ο Άντριου είπε πως θα είναι σχεδόν σαν να έχουν πάει για κάμπινγκ, μόνο που αντί να μένουν σε σκηνή θα μένουν στο σπίτι. Ή Γουέν δεν πείστηκε για τη αξία του εγχειρήματος να είναι αποσυνδεδεμένοι, όμως προσποιήθηκε ότι ενθουσιάστηκε που θα είναι σ’ ένα σπίτι σαν να μένει σε σκηνή. Το τηλέφωνό της είναι καταχωνιασμένο σ’ ένα από τα ξύλινα συρτάρια κάτω από την κουκέτα της. Τράβηξε φωτογραφίες της λίμνης, των ξύλινων δοκαριών στο ταβάνι, θα έδινε τα πάντα για να μπορέσει να ανέβει και να περπατήσει σ’ αυτά τα δοκάρια, και της κουκέτας της, όταν έφτασαν, από τότε όμως δεν το ξανάπιασε στα χέρια της. Δεν είναι σίγουρη για ποιο λόγο ο μπαμπάς Άντριου έχει το τηλέφωνο μαζί του, τόσο άμεσα διαθέσιμο στην τσέπη του. Το χρησιμοποιούσε
PAUL TREMBLAY 56
όταν υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να το χρησιμοποιεί; Έλεγαν ψέματα για το ασύρματο δίκτυο και για το σήμα της κινητής τηλεφωνίας; Ο Άντριου πλησιάζει αθόρυβα σ’ ένα από τα μπροστινά παράθυρα, αριστερά της πόρτας, τραβάει ελάχιστα τη γωνία της κουρτίνας και κοιτάζει έξω. Απλώνει το χέρι στο παράθυρο, το κλείνει μαλακά και το κλειδώνει. Ψιθυρίζει: «Ο τύπος έξω στη σκάλα είναι τεράστιος, γαμώτο». Ο Έρικ στριφογυρίζει στη θέση του μπροστά από την πόρτα. Τελικά λέει: «Γεια. Γεια σου, Λέοναρντ. Εμείς…»
Ο Λέοναρντ τον διακόπτει. «Είσαι ο μπαμπάς Άντριου ή ο μπαμπάς Έρικ; Γνώρισα ήδη την αξιαγάπητη κόρη σας, τη Γουέν. Είναι τόσο έξυπνη, καλόκαρδη κι ευγενική. Πρέπει να είστε πολύ περήφανοι». Ο Άντριου βγάζει πάλι το κινητό του, το ελέγχει, βρίζει και το χώνει πίσω στην τσέπη του, σαν να έχει θυμώσει μαζί του. Σκύβει, το πρόσωπό του σχεδόν ακουμπάει στο τζάμι του παραθύρου στην κάτω δεξιά γωνία. Λέει: «Νομίζω είναι κι άλλοι στ’ αριστερά του. Δεν μπορώ να τους δω καλά». Ο Έρικ, που βρίσκεται ακόμα μπροστά στην πόρτα, γυρίζει και κοιτάζει τον Άντριου. Έχει τα χέρια του κατεβασμένα στο πλάι και γέρνει προς τα δεξιά του, ώσπου το αυτί του απέχει μόλις μερικά εκατοστά από την πόρτα. «Είμαι ο Έρικ. Μπορούμε να σας βοηθήσουμε σε κάτι; Δεν περιμέναμε επισκέψεις. Δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά θα προτιμούσαμε να μας αφήσετε μόνους». Ο Λέοναρντ λέει: «Το ξέρω και λυπάμαι που χαλάω τις διακοπές σας. Και είναι τόσο όμορφο αυτό το μέρος. Δεν έχω έρθει άλλη φορά σ’ αυτή τη λίμνη. Πιστέψτε με, μέχρι πριν από μερικές μέρες οι τέσσερίς μας δεν πιστεύαμε ότι θα βρισκόμασταν εδώ. Δεν πιστεύαμε ότι θα βρισκόμασταν
57
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
πρέπει να μιλήσουμε μαζί σου, Έρικ, και με τον Άντριου, όπως και με τη Γουέν. Είναι σημαντικό να μιλήσουμε. Δεν μπορώ να σου δώσω να καταλάβεις πόσο σημαντικό είναι. Ξέρω ότι δεν έχετε κανένα λόγο να το κάνετε, αλλά πρέπει να μ’ εμπιστευτείτε. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι η Γουέν με εμπιστεύεται. Έχω την αίσθηση πως ξέρει να κρίνει καλά τους χαρακτήρες». Ο Έρικ κοιτάζει τη Γουέν και η έκφρασή του είναι κενή, δεν μπορεί να καταλάβει τι σκέφτεται ή τι αισθάνεται, όμως
εδώ να μιλάμε σ’ εσάς τους ευγενικούς ανθρώπους. Όμως
εκείνη αναρωτιέται αν, με κάποιον τρόπο, την κατηγορεί για ό,τι συμβαίνει. Ίσως είναι δικό της λάθος, άσχετα με το πού θα οδηγήσει όλο αυτό, επειδή αντί να τρέξει μέσα μόλις ο Λέοναρντ και το μεγάλό φιλικό χαμόγελό του εμφανίστηκε, κάθισε κι έπιασε κουβέντα μαζί του. Μίλησε μ’ έναν ξένο όταν δεν έπρεπε να το κάνει και ό,τι κι αν συμβεί τώρα οφείλεται σ’ εκείνη. Ο Έρικ λέει: «Μιλάμε τώρα, Λέοναρντ, και σε ακούμε. Τι θέλεις;»
Ο Άντριου, με το πρόσωπό του ακόμα κολλημένο στο παράθυρο, πλησιάζει γρήγορα τον Έρικ και του ψιθυρίζει ακόμα κάτι, αλλά η Γουέν θεωρεί ότι μιλάει αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσει ο Λέοναρντ που βρίσκεται πίσω απ’ την πόρτα. «Είναι μια γυναίκα που κάτι κουβαλάει· σαν διασταύρωση τσάπας και φτυαριού. Γιατί, γαμώτο, το κουβαλάει αυτό το πράγμα;»
Ο Έρικ ρωτάει, ενώ βρίσκεται πίσω απ’ την πόρτα: «Ποιος άλλος είναι εκεί έξω μαζί σου;» Ο Λέοναρντ λέει: «Οι φίλοι μου: η Σαμπρίνα, η Άντριαν και ο Ρέντμοντ. Οι τέσσερίς μας είμαστε εδώ επειδή προσπαθούμε να βοηθήσουμε να σωθούν… να σωθούν πολλοί άνθρωποι. Αλλά για να το κάνουμε αυτό χρειαζόμαστε
PAUL TREMBLAY 58
τη βοήθειά σας. Ή λέξη “βοήθεια” δεν είναι καν η κατάλληλη. Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε κανέναν χωρίς εσάς. Σας παρακαλώ, πιστέψτε με. Θα μας αφήσετε να μπούμε; Θέλουμε μόνο να μιλήσουμε, να σας πούμε περισσότερα, να σας εξηγήσουμε, και το να μιλάμε πίσω απ’ την πόρτα κάνει πολύ δύσκολη τη συζήτηση, σχεδόν αδύνατη…» Καθώς ο Λέοναρντ συνεχίζει, ο Έρικ γλιστράει από την μπροστινή πόρτα στο παράθυρο δεξιά του. Τραβάει τη σκονισμένη δαντελένια κουρτίνα με τα δυο του δάχτυλα, ανοί-
γοντας αρκετό χώρο ώστε το φως το ήλιου να πέσει στο μέτωπό του. Αφού ρίχνει μια σύντομη ματιά, σφυρίζει και αναπηδά πίσω και μακριά από το παράθυρο. «Τι κουβαλάνε; Τι είναι αυτά τα πράγματα;» Ο Άντριου αλλάζει παράθυρο για να δει την καινούργια εικόνα. Ο Έρικ επιστρέφει στην μπροστινή πόρτα, το πρόσωπό του είναι στραμμένο στην πόρτα και κοιτάζει επίμονα το ξύλο. Τα χέρια του βρίσκονται πάνω στο κεφάλι του σαν να προσπαθεί να το κρατήσει για να μην πετάξει μακριά. Ο Άντριου κοιτάζει έξω από το παράθυρο αδιαφορώντας πλέον για το αν θα είναι διακριτικός. Πετάει την κουρτίνα πάνω απ’ το κεφάλι του. Του ξεφεύγει ένα μουγκρητό τρόμου, ένας ήχος που μετατρέπει τα γόνατα της Γουέν σε λαστιχάκια και ταρακουνάει τα θεμέλια της κάποτε σταθερής πίστης της πως είναι ασφαλής όταν είναι με τους μπαμπάδες της. «Λυπάμαι…» λέει η Γουέν ξέπνοα Δεν μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο λυπάται, αλλά λυπάται.
Ο Άντριου κλείνει δυνατά το παράθυρο, το κλειδώνει, έπειτα τρικλίζοντας πηγαίνει πίσω απ’ τον Έρικ και κοιτάζει γύρω του στο σπίτι με μάτια διάπλατα ανοιχτά και βαθιά σαν πηγάδια.
59
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
λέει: «Δεν… Δεν ξέρω, αλλά δεν θα καθίσουμε εδώ χωρίς να κάνουμε τίποτα. Τηλεφωνώ στην αστυνομία. Τώρα». «Πόσο θα τους πάρει να έρθουν εδώ;» Ο Άντριου δεν απαντά και διασχίζει το δωμάτιο τρέχοντας για να πάει στο μπεζ σταθερό τηλέφωνο που κρέμεται στο ξύλινο κούφωμα της κουζίνας δίπλα στο ψυγείο.
Ο Έρικ ρωτάει: «Τι κουβαλάνε; Μπόρεσες να δεις; Γιατί βρίσκονται εδώ;» Ο Άντριου
Ή Γουέν σκαρφαλώνει στον διθέσιο καναπέ και κουλουριάζεται, έτσι που μόνο το κεφάλι της επιπλέει πίσω απ’ την πλάτη του καναπέ. Λέει στον Έρικ: «Πες τους πάλι να φύγουν. Σε παρακαλώ, κάνε να φύγουν». Ο Έρικ γνέφει στη Γουέν και λέει δυνατά στους τέσσερις που βρίσκονται έξω: «Ακούστε, είμαι σίγουρος πως είστε όλοι σας πολύ καλοί άνθρωποι, αλλά δεν αισθανόμαστε άνετα με το να επιτρέπουμε σε ξένους να μπαίνουν στο σπίτι μας. Θα πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε από την ιδιοκτησία μας». Ο Άντριου βάζει και πάλι δυνατά το ακουστικό στη θέση του, μετά σηκώνει το ακουστικό, το κολλάει στο αυτί του και ξανακάνει το ίδιο. «Γαμώτο! Γαμώτο! Γαμώτο! Δεν λειτουργεί. Δεν καταλαβαίνω…»
Ο Έρικ γυρίζει. «Τι εννοείς; Είναι στην πρίζα; Κοίταξε τη σύνδεση, ίσως να βγήκε κάποιο καλώδιο. Χθες λειτουργούσε, ακουγόταν ο τόνος κλήσης. Το κοίταξα με το που μπήκαμε μέσα». Είναι αλήθεια. Το είχε ελέγξει. Ή Γουέν έλεγξε επίσης το τηλέφωνο αμέσως μετά απ’ αυτόν και τυλίχτηκε με
PAUL TREMBLAY 60
η Γουέν ξεμπέρδεψε το καλώδιο, ο Έρικ έλεγξε ξανά το τηλέφωνο. Ο Άντριου σηκώνει το τηλέφωνο απ’ τον τοίχο και κοιτάζει προσεκτικά το ημιδιαφανές καλώδιο που συνδέεται με την πρίζα. Το βγάζει από την πρίζα και το ξαναβάζει, έπειτα σηκώνει το ακουστικό από τη βάση του. «Το έλεγξα και το ελέγχω ξανά, αλλά δεν λειτουργεί. Δεν…» Ακούγεται η φωνή ενός άλλου άντρα, αυτή η φωνή είναι πιο βαθιά και ακούγεται σαν τη φωνή ενός μεγαλύτερου άντρα απ’ ό,τι η ζωηρή και εύθυμη φωνή του Λέοναρντ. Αυτό που λέει έχει μια υποψία χαράς, λες και ό,τι λέει είναι
το μακρύ ελαστικό καλώδιο μέχρι που ο Έρικ της είπε να μην το πειράζει και ότι δεν ήταν παιχνίδι. Μόλις
ένα απίστευτα αστείο ανέκδοτο που δεν θα το καταλάβεις παρά αργότερα, ή είναι εκείνο το είδος του ανέκδοτου που είναι αστείο μόνο για εκείνον που το αφηγείται, κάτι που είναι το χειρότερο είδος ανέκδοτου.
πρόκειται να φύγουμε μέχρι να μας επιτρέψετε να μπούμε μέσα και να κάνουμε τη μικρή μας συζήτηση». Ή Γουέν φαντάζεται τον άντρα να το λέει ενώ κοιτάζει επίμονα μέσα απ’ την πόρτα και τους τοίχους του σπιτιού, να κοιτάζει κατευθείαν εκείνη και τα χέρια του να σφίγγουν το χοντρό ξύλινο κοντάρι απ’ το όπλο του. Είχε αποφασίσει πως πρόκειται για όπλο, κάτι που μόνο ένας κακός άνθρωπος ή ένα ορκ θα τολμούσε να φτιάξει και να κουβαλήσει. Έξω από το σπίτι ακούγεται ένα κύμα από ψίθυρους αποδοκιμασίας που απευθύνονται στον άντρα που μίλησε. Ίσως, κάτω από άλλες συνθήκες, οι τέσσερις ξένοι να ακούγονταν σαν το θρόισμα που προκαλεί ένας δυνατός αέρας μέσα στο δάσος. Ο Λέοναρντ λέει: «Έι, μας συγχωρείτε. Ο Ρέντμοντ είναι τόσο αγχωμένος και… παθιασμένος όπως όλοι μας και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι έχει αγνές προθέσεις. Μόνο να φανταστώ μπορώ πόσο ανήσυχοι είστε όλοι σας, και είναι κατανοητό, με την άφιξή μας στο κατώφλι σας. Δεν ήταν εύκολο ούτε
61
βρεθεί σ’ αυτή τη θέση. Κανείς,
έχει βρεθεί
τη θέση, όχι στην ιστορία της ανθρωπότητας». Ο Έρικ απαντάει ψύχραιμα και χωρίς να διστάσει:
ακούσαμε, Λέοναρντ, και μέχρι τώρα φανήκαμε πολύ υπομονετικοί. Δεν ενδιαφερόμαστε». Σταματάει, περνά το χέρι του πάνω από το περιποιημένο γένι του και προσθέτει: «Θέλουμε να φύγετε τώρα. Δεν φαίνεται να έχει κάποιος από εσάς πρόβλημα ή κάτι τέτοιο και είμαι σίγουρος ότι μπο-
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
«Δεν
και για μας. Ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν έχουμε
ποτέ, δεν
σ’ αυτή
«Σε
ρείτε να βρείτε κάποιους άλλους να σας βοηθήσουν». Όσο ψύχραιμος και όσο μπαμπάς Έρικ κι αν ήταν μέχρι τώρα, υπάρχει μια ρωγμή κάπου κάτω από τις λέξεις που ξεστομίζει, μια ρωγμή αρκετά μεγάλη ώστε να κάνει τη Γουέν να καταρρεύσει στο σκοτάδι της απελπισίας. Ο Άντριου πρέπει να άκουσε την ίδια αλλαγή στη φωνή του Έρικ και καθώς διασχίζει τον μικρό χώρο του δωματίου, μπαίνει μπροστά από τον Έρικ σαν να τον προστατεύει και φωνάζει: «Είπαμε όχι, ευχαριστούμε! Φύγετε τώρα!» Σηκώνεται, πάνω-κάτω, στις μύτες των ποδιών του και μαζεύει τα μανίκια του πάνω από τους αγκώνες. Από πίσω του ο Έρικ περνά αργά το χέρι του πάνω απ’ το στήθος του συζύγου του και τον τραβάει μακριά από την πόρτα. Ο Άντριου δεν αντιστέκεται. Δεν ακούγεται απάντηση από τον Λέοναρντ ή κάποιον από τους άλλους που βρίσκονται έξω. Ή σιωπή κρατάει αρκετά ώστε να έχουν ελπίδες (ίσως φεύγουν) αλλά και να νιώσουν απειλή (ίσως να τέλειωσαν με τις κουβέντες και είναι έτοιμοι να κάνουν κάτι άλλο). Ο Λέοναρντ λέει: «Πρόθεσή μου δεν είναι να ακουστεί αυτό σαν απειλή, Άντριου. Άντριου σε λένε, έτσι;» Ο Λέοναρντ σταματάει. Ο Άντριου κουνάει το κεφάλι του καταφατικά, αν και δεν υπάρχει περίπτωση να τον βλέπει ο Λέοναρντ. «Δεν φεύγουμε
PAUL TREMBLAY 62
να έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι πολύ σημαντικό. Δεν μπορούμε να φύγουμε και δεν θα φύγουμε μέχρι να συμβεί. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν έχουμε επιλογή. Κανείς μας δεν έχει άλλη επιλογή, εκτός από το να το αντιμετωπίσουμε». Ο Έρικ λέει: «Ακούστε, δεν αφήνετε σ’ εμάς άλλη επιλογή. Καλούμε την αστυνομία. Τώρα». Ή σίγουρη, στεντόρεια
μέχρι
φωνή του, εκείνη η φωνή που έκανε τους ανθρώπους να τον ακούν και να θέλουν να μιλήσουν και να είναι μαζί του, χάθηκε. Ακούγεται συρρικνωμένος και εξασθενημένος, ενώ η Γουέν φοβάται πως αυτή η νέα φωνή θα είναι η μοναδική φωνή που θ’ ακούει στο εξής. Ο Άντριου πιάνει και πατάει μαλακά το χέρι του Έρικ, το χέρι που είναι ακόμα τυλιγμένο γύρω απ’ το στήθος και τους ώμους του. Μία από τις γυναίκες λέει: «Έι, γεια σας, ε, το ξέρουμε ότι δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό. Εννοώ να καλέσετε την αστυνομία. Δεν έχει σήμα εδώ, έτσι δεν είναι; Το κινητό μου δεν έχει σήμα από την έξοδο για τη Λεωφόρο Ντάνιελ Γουέμπστερ και μετά. Λυπάμαι, αλλά έπρεπε να κόψω τη γραμμή του σταθερού. Είμαι, ε, η Σαμπρίνα, παρεμπιπτόντως». Ή αδεξιότητα της σύστασής της είναι τόσο ανατριχιαστική όσο ανατριχιαστικό είναι και το ότι έκοψε τις γραμμές του τηλεφώνου. Ο Έρικ και ο Άντριου απομακρύνονται από την εξώπορτα αργά. Αν συνεχίσουν έτσι, θα πέσουν πάνω στην πλάτη του καναπέ. Ο Έρικ ρωτάει τον Άντριου: «Έλεγξες το κινητό σου;» «Δεν έχει σήμα. Τίποτα. Απολύτως
63
τίποτα». Ο Έρικ λέει: «Γουέν, μπορείς να πάρεις το τηλέφωνό σου, να το ανοίξεις και να μας πεις αν δουλεύει;» Ή Γουέν σηκώνεται απ’ τον διθέσιο καναπέ και, αντί να πάει τρέχοντας στο δωμάτιο να πάρει το τηλέφωνό της, περνάει μπροστά από τους μπαμπάδες της που οπισθοχωρούν. Ουρλιάζει μπροστά στην εξώπορτα: «Άσε μας στην ησυχία μας, Λέοναρντ! Μας τρομάζεις. Δεν είσαι φίλος μου! Φύγε! Μόνο φύγε!» Εύχεται να ακούγεται πως έχει τον έλεγχο και πως είναι θυμωμένη αντί για φοβισμένη. Της αρέσει
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
να πιστεύει ότι έχει τη φωνή του μπαμπά Έρικ κάπου μέσα της. Ο Έρικ και ο Άντριου κάνουν μαζί ένα βήμα μπροστά και σκύβουν για να φτάσουν στο ύψος της Γουέν. Την αγκαλιάζουν και οι δύο και τη σφίγγουν ανάμεσά τους λέγοντάς της πράγματα που υποτίθεται ότι θα την ηρεμήσουν. Το χέρι του Έρικ είναι ιδρωμένο στον αυχένα της και ο Άντριου αναπνέει τόσο γρήγορα σαν να έτρεχε αγώνα μαζί της γύρω απ’ το σπίτι. Ή Γουέν δεν ακούει τους μπαμπάδες της, προσπαθεί αντίθετα ν’ ακούσει την απάντηση του Λέοναρντ. Ο Λέοναρντ λέει: «Το ξέρω και λυπάμαι, Γουέν. Ζητώ συγγνώμη. Ειλικρινά. Και είμαι φίλος σου. Ό,τι κι αν συμβεί. Όμως δεν μπορούμε να φύγουμε. Όχι ακόμα. Σε παρακαλώ, πες στους μπαμπάδες σου ν’ ανοίξουν την πόρτα. Όλα θα είναι ευκολότερα αν το κάνουν».
Ο Άντριου φωνάζει: «Μην της μιλάς!»
Καθώς ο Έρικ της λέει να μη μιλάει, η Γουέν ουρλιάζει και πάλι: «Γιατί έχετε μαζί σας αυτά τα τρομακτικά όπλα; Τι τα θέλετε;»
Ο Λέοναρντ λέει: «Δεν είναι όπλα, Γουέν. Είναι… εργαλεία. Αν ανοίξετε την πόρτα τώρα, θα τα αφήσουμε εδώ έξω, στο χώμα. Και –σε παρακαλώ, πίστεψέ με– υπόσχομαι ότι δεν είναι όπλα».
PAUL TREMBLAY 64
Ο άλλος άντρας φωνάζει: «Μην ανησυχείς. Δεν είναι για σένα». Οι μπαμπάδες της συζητούν αμέσως και τόσο γρήγορα με χαμηλόφωνα γρυλίσματα που η Γουέν δεν μπορεί να καταλάβει ποιος λέει τι: «Δεν είναι για σένα;» «Τι σκατά σημαίνει αυτό;» «Δεν… Δεν έχω ιδέα».
«Τι διάολο συμβαίνει;»
«Το τηλέφωνο δεν λειτουργεί».
«Κοίταξε ξανά τα κινητό».
«Τι θα κάνουμε;»
«Δεν ξέρω. Ήρέμησε».
«Δεν θα τους αφήσουμε να μπούνε μέσα».
«Όχι, δεν πρόκειται».
«Με κανέναν τρόπο».
Ο άντρας που ονομάζεται Ρέντμοντ, αυτός που φαίνεται να το απολαμβάνει όλο αυτό, φωνάζει: «Έι! Ψιτ!»
Ο Άντριου και ο Έρικ σταματούν να μιλούν.
Ο Ρέντμοντ λέει: «Απλώς κάντε αυτό που σας λέει ο Λέοναρντ. Ανοίξτε την αναθεματισμένη πόρτα. Θα μπούμε μέσα έτσι κι αλλιώς».
Ο Άντριου φωνάζει πάνω απ’ το κεφάλι της Γουέν. «Να πας να γαμηθείς! Έχω όπλο!»
Οι μπαμπάδες της αφήνουν τη Γουέν από την ομαδική αγκαλιά τους. Εκείνη σκοντάφτει και παραλίγο να πέσει στο ξύλινο πάτωμα. Την κρατούσαν τόσο σφιχτά ανάμεσά τους που την είχαν σηκώσει απ’ το πάτωμα. Κανείς τους δεν το πρόσεξε. Άντριου
65
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ο Έρικ
Ο Άντριου τον αγνοεί και φωνάζει: «Δεν λέω μαλακίες!» Ο πατέρας του Άντριου συνήθιζε να λέει πως όποιος ισχυρίζεται ότι δεν λέει μαλακίες μιλάει σοβαρά. Ο Κλέι Μεριγουέδερ (ποτέ «μπαμπάς», μόνο αργότερα στη ζωή το «Έι, μπαμπά» είχε κάποια ειλικρινή τρυφερότητα) ήταν ένας
λέει «Τι κάνεις;»
μηχανικός συνεργείου από το κεντρικό Βερμόντ. Ένα πρωινό μια γυναίκα που την έλεγαν Ντόνα περίμενε έξω από το γκαράζ του που βρισκόταν δίπλα στην παλιά αγροικία των γονιών του Κλέι. Ζούσε σ’ ένα κοινόβιο σε μια μικρή πόλη της Τζαμάικα και είχε ένα σαραβαλιασμένο Ντάτσουν (που δεν ήταν δικό της) στο χρώμα της μαυρισμένης μπανάνας. Ο Κλέι επισκεύαζε το αμάξι δωρεάν για δύο εβδομάδες και τέσσερις μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Ένα πραγματικά παράδοξο ζευγάρι: η Ντόνα, χορτοφάγος από τα είκοσί της, έχει έναν μικρό κήπο στο σπίτι και πουλάει μερικά (ποτέ όμως αρκετά) από τα λαχανικά που καλλιεργεί. Συνήθιζε να διαβάζει την παλάμη του χεριού και την αύρα, ενώ τώρα έχει την ολιστική θεραπεία σαν προσωρινή δουλειά της (αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε)· ο Κλέι, παρόλο που είναι πλέον στα εβδομήντα, εξακολουθεί να εργάζεται ως μηχανικός πλήρους απασχόλησης και τα περισσότερα σαββατοκύριακα να είναι φανατικός κυνηγός. Παρότι έχει μαλακώσει σε κάποιες πολιτικές του απόψεις (σε κάποιες άλλες έχει γίνει πιο σκληρός) γενικά είναι πιο συντηρητικός από την Ντόνα. Τόσο η Ντόνα όσο και ο Κλέι ήταν πάντα μανιώδεις αναγνώστες και οι αγαπημένοι τους συγγραφείς ήταν ο Τομ Ρόμπινς, η Δάφ-
PAUL TREMBLAY 66
νη Ντι Μοριέ και ο Γουόλτερ Μόσλεϊ. Ή Ντόνα και ο Κλέι πάντοτε τα πήγαιναν καλά και δεν έφυγαν ποτέ από το Βερμόντ. Αν και η νοσταλγία έχει αμβλύνει τις δυσκολίες τού να μεγαλώνει κανείς σχεδόν απομονωμένος στην οικογενειακή αγροικία, ο Άντριου ανυπομονούσε να φύγει από το Βερμόντ και κατάφερε να το κάνει στα δεκαοχτώ. Ο Έρικ τραβάει τον Άντριου μακριά από την εξώπορτα, πιο επιτακτικά αυτή τη φορά, αρπάζοντας και τραβώντας το δεξί του χέρι και λέγοντας: «Όχι, μην το κάνεις. Σταμάτα, περίμενε ένα…»
Ο Άντριου δεν σταματάει. Είναι τρομαγμένος, θυμωμένος και, αν και δεν έχει σημαδέψει ποτέ άνθρωπο με όπλο στα τριάντα χρόνια που ασχολείται περιστασιακά με τα όπλα, φαντάζεται πως ανοίγει την πόρτα και σημαδεύει στο μέτωπο, με το μικρό, σταθερό μαύρο μάτι της κάννης, τις μάλλον ασχημάτιστες φιγούρες του Λέοναρντ ή του Ρέντμοντ ή όποιου εμφανιστεί πρώτος. Όχι, τον Ρέντμοντ φαντάζεται σαν στόχο. Όταν κοίταξε φευγαλέα έξω απ’ το παράθυρο, ο Άντριου είδε τον Ρέντμοντ με το αντιπαθητικό κόκκινο πουκάμισο, την κοντή και χοντρή κοψιά του, με τη στάση του αμυντικού στο ράγκμπι που στάζει από επίδειξη ανδρισμού, αυτό το πάντα φλεγόμενο καύσιμο βίας και καταστροφής. Μες στο κεφάλι του ο Άντριου τον σημαδεύει με το όπλο, αυτό τον άνθρωπο που μοιάζει και ακούγεται σαν πολλούς από εκείνους τους ανθρώπους που είναι γεμάτοι μίσος, τους αδαείς ανθρώπους των σπηλαίων που έπρεπε να αντιμετωπίζει σε όλη του τη ζωή. Όποτε ο Άντριου βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, ξέρει ότι τον βλέπουν και τον ακούν. Αυτό, το ότι αισθάνεται πως πρέπει να κάνει συμβιβασμούς ή αλλαγές στον τρόπο που ενεργεί, στο ποιος είναι, για να τον αφήσουν ήσυχο και να είναι ασφαλής, τον γεμίζει με ντροπή, ενοχές, φόβο και θυμό. Αυτός ο Ρέντμοντ μπορεί επίσης να είναι ένας ασήμαντος, ένα υποκατάστατο, κάποιος που
67
τους εκπροσωπεί όλους αυτούς: τους τύπους παλαιάς κοπής με τις παραδοσιακές τους αξίες, τα παιδιά των αδελφοτήτων, τα πλουσιόπαιδα, τους μισώ-την-αμαρτία-αγαπώ-τον-αμαρτωλό θεοσεβούμενους τύπους· όλοι στο ίδιο είδος ανήκουν. Όταν ο Ρέντμοντ μιλάει, ακούγεται τόσο οικείος· ακόμα κι αν δεν έχουν συναντηθεί στο παρελθόν, είναι σαν να έχουν συναντηθεί. Ο Άντριου δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να σημαδέψει με το όπλο τον Ρέντμοντ και ίσως να το απολάμβα-
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
νε να βλέπει τον φόβο να γυαλίζει στα νωθρά, ζωώδη μάτια του. Αρκεί μόνο ο Άντριου να είχε στ’ αλήθεια το όπλο μαζί του. Λέει: «Κοντόκαννο Taurus 38άρι σπέσιαλ. Αν προσπαθήσετε να μπείτε εδώ μέσα θα έχετε προβλήματα». Ο Άντριου προσπαθεί να ακουστεί, όσο μπορεί να το καταφέρει, σαν να έχει το πλεονέκτημα, πράγμα που μπορεί να τον κάνει να ακούγεται σαν νευριασμένος δάσκαλος, όμως στα δικά του αυτιά ακούγεται σαν τον στερεοτυπικό σπασίκλα που διαβάζει κόμικς. Ή φωνή του δεν είναι σαν του Έρικ, αργή και ήρεμη, η βαρύτονη φωνή της λογικής και της αυθεντίας. Ο Άντριου πρώτα άκουσε τον Έρικ και μετά τον είδε. Συναντήθηκαν στο μπάρμπεκιου ενός κοινού φίλου, πενήντα άνθρωποι στριμωγμένοι σε μια κωμικά μικρή, σε σχήμα τετραγώνου, πίσω αυλή. Τα συγκνώμη και πακαραλώ των καλεσμένων ήταν τα ανέκδοτα που δεν παλιώνουν ποτέ. Ο Άντριου ήταν σ’ έναν μικρό κύκλο φίλων και συναδέλφων και γελούσε με κάτι, δεν θυμάται πλέον με τι γελούσε, θυμάται όμως ότι γελούσε και το θυμάται σαν ένα ευχάριστα μεθυσμένο, ελάχιστα ανεξέλεγκτο, εντελώς χαρούμενο γέλιο. Τότε άκουσε τον Έρικ να μιλάει, όχι, να ρητορεύει πίσω του για μια ευρωπαϊκή ομάδα ποδοσφαίρου και τα εξωφρενικά ποσά που διέθεσε για μεταγραφές
PAUL TREMBLAY 68
παικτών. Ή φωνή του παλλόταν σε μια χρυσή συχνότητα, ξεχωρίζοντας από τις χαζοχαρούμενες και ψιλομεθυσμένες φλυαρίες των μακάριων καλοκαιρινών γλεντζέδων. Ο Άντριου δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το ποδόσφαιρο αλλά σκέφτηκε, ποιος είναι αυτός; Ο Λέοναρντ λέει «Σε παρακαλώ. Μην…» Ο Ρέντμοντ διακόπτει. «Δείξε μας τι έχεις. Βάλτο στο παράθυρο, φίλε». Ο τόνος της φωνής του στη λέξη «φίλε» ήταν απαξιωτικός και απειλητικός ταυτόχρονα.
«Θα το δεις όταν σε σημαδέψω». Ο Έρικ γλιστράει δίπλα στον Άντριου και του ψιθυρίζει στο αυτί: «Το έφερες στ’ αλήθεια; Το έχεις;» Στο διαμέρισμά τους ο Άντριου έχει το όπλο κλειδωμένο σ’ ένα κουτί ασφαλείας σε μέγεθος σημειωματάριου, πάνω σ’ ένα ράφι στην ντουλάπα τους. Το κουτί ασφαλείας είναι καινούργιο. Το αγόρασε οχτώ μήνες πριν. Λειτουργεί με μπαταρία και μπορεί να το ανοίξει μ’ έναν συνδυασμό στο χειριστήριο αφής ή με τον νέο βιομετρικό αναγνώστη παλάμης, ενώ αν τελειώσει η μπαταρία υπάρχει και κλειδί ασφαλείας. Ο Άντριου μεγάλωσε με όπλα. Ο πατέρας του τον έπαιρνε για κυνήγι είτε ο Άντριου το ήθελε είτε όχι. Όταν ήταν δέκα ετών, ο πατέρας του τού έδωσε μια 22άρα καραμπίνα Χάντιγκτον. Στον Άντριου δεν άρεσε να κυνηγάει και να πυροβολεί ζώα (αν και είχε πυροβολήσει δύο ελάφια και πολλούς σκίουρους), όμως του άρεσε να βάζει στόχους και να τους πυροβολεί και πέρασε ένα αρκετά μεγάλο μέρος των πρώτων εφηβικών του χρόνων πυροβολώντας έναν μαραμένο γκρίζο κορμό δέντρου, περίπου χίλια βήματα πίσω από την αγροικία. Όταν ο Άντριου μετακόμισε στη Βοστόνη απαρνήθηκε ό,τι είχε σχέση με το Βερμόντ, συμπεριλαμβανομένων των όπλων. Μετά την επίθεση
69
σ’ εκείνο το
στο Μπόστον Γκάρντεν,
μαθήματα αυτοάμυνας και μποξ, πράγμα που τον βοήθησε να αισθάνεται πιο δυνατός, ενώ οι εφιάλτες που είχε σταμάτησαν να είναι τόσο συχνοί και η γενικότερη ανησυχία του μειώθηκε φτάνοντας κοντά στα κανονικά επίπεδα (όποια κι αν ήταν αυτά), ωστόσο δεν ήταν αρκετό. Έναν χρόνο μετά την επίθεση, ο Άντριου πήρε άδεια οπλοφορίας στη Μασαχουσέτη κι έγινε μέλος σε σκοπευτήριο. Ο Έρικ αρχικά δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να έχουν όπλο στο διαμέρισμά τους και συζήτησαν για το όπλο
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
μπαρ, κοντά
δεκατρία χρόνια πριν, ο Άντριου έκανε
μια δεύτερη και μια τρίτη φορά, πριν και αφού υιοθέτησαν τη Γουέν. Ο Άντριου επέμενε ότι δεν αντιδρούσε και δεν ενέδιδε στον φόβο. Είχε εξηγήσει στον Έρικ πως η επίθεση τον είχε κάνει να αισθάνεται αβεβαιότητα· το μπουκάλι της μπίρας που του έσπασαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού έγινε η αιτία για να χαθεί κι ένα μέρος του εαυτού του που έπρεπε τελικά να επιστρέψει. Το να πυροβολεί ήταν μέρος τού ποιος ήταν ο Άντριου σαν παιδί και έφηβος κι αν μπορούσε να ανακτήσει ένα ψήγμα αυτού που ήταν κάποτε θα ένιωθε πιο ολοκληρωμένος. Ο Άντριου ήξερε ότι δεν εξηγούσε πολύ καλά τι σκεφτόταν και τι ήθελε, αλλά ήξερε επίσης πως η εξήγηση που έδινε ακουγόταν καλύτερα απ’ το να παραδεχτεί πως το να πατάει τη σκανδάλη του όπλου μια φορά τον μήνα στο σκοπευτήριο, σχηματίζοντας στο μυαλό του τη μορφή εκείνου που του επιτέθηκε στον στόχο, τον έκανε να αισθάνεται τόσο αναθεματισμένα όμορφα και καλά. Ο Άντριου λέει: «Ναι και όχι». «Τι εννοείς;» «Το κουτί ασφαλείας είναι στην πλαϊνή θήκη του SUV». Ο Άντριου πήρε την παρορμητική απόφαση να φέρει το όπλο μαζί του μερικά λεπτά πριν φύγουν
PAUL TREMBLAY 70
για το εξοχικό. Ο Έρικ και η Γουέν βρίσκονταν στον δρόμο και αγόραζαν καφέ και ντόνατς για το ταξίδι, ενώ ο Άντριου έκανε μια τελευταία βόλτα στο διαμέρισμα προκειμένου να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν ξεχάσει κάτι σημαντικό. Ξαφνικά, σκέφτηκε ότι το όπλο ήταν σημαντικό. Στη διάρκεια της εβδομαδιαίας παραμονής τους στη λίμνη ο Έρικ θα ανησυχούσε για αρκούδες και άγρια ζώα, τη στιγμή που ο Άντριου θα ανησυχούσε για το ότι βρίσκονται στην εξοχή, στο όχι και τόσο προοδευτικό Νιου Χάμσαϊρ. Ο Άντριου σκέφτηκε για λίγο ένα ζευγάρι φανατικών να κοιτάζουν αυτόν, τον Έρικ και τη Γουέν όσο αγο-
ράζουν φαγητό σ’ ένα σούπερ μάρκετ, να τους ακολουθούν έξω στο πάρκινγκ, να ξερνάνε χαρακτηρισμούς και απειλές ή, ίσως, οι γαμημένοι συντηρητικοί χωριάτες να τους ακολουθούν στο απομακρυσμένο σπίτι για να κάνουν πράξη την ομοφοβία και το μίσος τους και να μη μείνουν μόνο στα λόγια. Ο Άντριου επέπληξε τον εαυτό του που φαντάστηκε και σκέφτηκε το χειρότερο
εμπειρία του) και μουρμούρισε το «Dueling Banjos» σε μια προσπάθεια να αισθανθεί ανόητος που ήθελε να πάρει μαζί του το όπλο. Όμως αυτό δεν είχε αποτέλεσμα και τελικά έκρυψε το κουτί ασφαλείας στην πλαϊνή θήκη του αυτοκινήτου. Ο Άντριου δεν είπε στον Έρικ ότι έφερε μαζί του το όπλο και ήξερε πως δεν ήταν σωστό, αλλά δεν ήθελε να μπει στη διαδικασία να κάνει αυτή την κουβέντα. Ο Έρικ έδειχνε όση κατανόηση μπορούσε για το γεγονός ότι ο Άντριου είχε όπλο. Ωστόσο, δεν θα ήταν καθόλου χαρούμενος αν ο Άντριου έπαιρνε το όπλο μαζί του στις διακοπές τους. Αν και ήδη είχαν κάνει μια μακρά οικογενειακή συζήτηση σχετικά με το ότι το όπλο και το κουτί ασφαλείας δεν θα έπρεπε να τα αγγίζει η Γουέν, ο Έρικ
71
σενάριο (αν και αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα συνέβαινε ή ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί· αυτό το γνώριζε από την
θα ήταν ακόμη πιο νευρικός αν η Γουέν έπαιζε χωρίς να την ελέγχουν στο σπίτι και είχε εμμονή με σενάρια στα οποία η Γουέν βρίσκει το κουτί ασφαλείας και με κάποιον τρόπο το ανοίγει. Ο Ρέντμοντ λέει: «Έι, έλα τώρα. Θέλουμε να μας δείξεις και να μας πεις για το όπλο. Όχι; Τίποτα; Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Λέει ψέματα χωρίς να ντραπεί. Δεν…» Ο Λέοναρντ φωνάζει: «Αρκετά!» Ή φωνή του είναι βαθιά, κρουστική, ελαφρά ασταθής, τόσο σοκαριστική όσο ένα ξέσπασμα από γαβγίσματα σκύλου σ’ ένα σπίτι που κάποτε θεωρούνταν άδειο. Ή Γουέν κλαψουρίζει και βάζει τα χέρια στ’
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
αυτιά της. Ο Άντριου σκέφτεται πως όσο απειλητικός κι αν ακούγεται ή δείχνει ο Ρέντμοντ, αυτός ο Κρο-Μανιόν τύπος, ο Λέοναρντ, που στέκεται ένα ή δύο μέτρα στην άλλη μεριά αυτής της πόρτας, μοιάζει όντως με γίγαντα. Ο Λέοναρντ λέει: «Συγγνώμη για τις φωνές, δεν φώναξα σ’ εσένα ή στην οικογένειά σου. Μιλούσα στον Ρέντμοντ». Επικρατεί μια σύντομη σιγή, σχεδόν τόσο τρομακτική όσο οτιδήποτε έχει ειπωθεί μέχρι στιγμής. «Δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιήσεις το όπλο, Άντριου. Δεν έχουμε έρθει για… για να βλάψουμε κάποιον από εσάς. Πρέπει μόνο να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Νομίζω πως είπα ό,τι μπορούσα να πω, ενώ βρίσκομαι εδώ έξω. Τώρα μπαίνω μέσα, εντάξει;» Το πόμολο της πόρτας γυρίζει και η κλειδωμένη πόρτα τρίζει στην κάσα της. Ο Άντριου, ο Έρικ και η Γουέν κοιτάζουν, δεν λένε τίποτα και δεν κάνουν κάτι, λες και η ξαφνική προσπάθεια του Λέοναρντ να μπει στο σπίτι ισοδυναμεί με τη λέξη «ματ» στο σκάκι. Ο Άντριου τους ξυπνάει από τον ομαδικό λήθαργο και φωνάζει: «Όχι, δεν είναι εντάξει!» Ο Έρικ πέφτει με το σώμα του πάνω στην πόρτα. Λέει κολλημένος στο σκούρο
PAUL TREMBLAY 72
κατανόηση
Φύγετε». Προσθέτει, με κομμένη την ανάσα, αν και αμέσως μετανιώνει που το είπε: «Τρομάζετε τη Γουέν». Έπειτα γυρίζει στον Άντριου και λέει γρήγορα με δόντια που τρίζουν: «Τι θα κάνουμε; Τι θα κάνουμε;» Ο Λέοναρντ λέει: «Σας παρακαλώ, απλά ανοίξτε την πόρτα». «Άντε γαμήσου! Φύγε!» ο Άντριου τραβάει το πράσινο καπέλο του πιο σφιχτά στο κεφάλι και κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Δεν ξέρει τι να κάνει.
και λεκιασμένο ξύλο: «Δείξαμε μεγάλη
και σας ζητήσαμε ευγενικά να μας αφήσετε στην ησυχία μας.
Ή Γουέν κάθεται στο πάτωμα και ακουμπάει στην πλάτη του καναπέ. Καλύπτει τα μάτια της και φωνάζει επανειλημμένα: «Φύγε, Λέοναρντ! Δεν είσαι φίλος μου!» Ή γυναίκα με το μαύρο πουκάμισο και τους κουμπωτούς γιακάδες κοιτάζει μέσα από το παράθυρο που βρίσκεται αριστερά της εξώπορτας. Βλέπει τον Άντριου και χτυπάει το τζάμι με την ξύλινη άκρη του εργαλείου της, όπως χτυπάει ένα παιδί το τζάμι του ενυδρείου. Εξαφανίζεται και κάτι λέει στα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ. Ακούγεται μια σύντομη χαμηλόφωνη συζήτηση έξω, ενώ μια θολή κόκκινη φιγούρα περνάει από το παράθυρο στην άλλη μεριά της πόρτας. Ο Άντριου νομίζει ότι ακούει τα αργά και βαριά βήματα του Ρέντμοντ στο εξωτερικό του σπιτιού, που κατευθύνονται προς την πίσω βεράντα. Ο Λέοναρντ μιλάει ακόμα. Από τη στιγμή που φώναξε στον Ρέντμοντ δεν ύψωσε ξανά τη φωνή του ούτε άλλαξε τόνο· ίσως και να είναι ηχογραφημένη. Ή ηρεμία και οι τρόποι του είναι απόδειξη της ομαδικής τους τρέλας. «Δεν έχουμε έρθει για να σας κάνουμε κακό. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας για να διορθώσουμε τα πράγματα, για να σώσουμε ό,τι
73
πρέπει να σωθεί. Μόνο εσείς
να
βοηθήσετε. Μπορείτε να ξεκινήσετε ανοίγοντας την πόρτα…» Ο Άντριου τρέχει στο μπροστινό παράθυρο και κλείνει τις ξεφτισμένες διάφανες κουρτίνες. Ύστερα κάνει ένα άλμα στην κουζίνα και τραβάει κατά μήκος του παραθύρου τη σκούρα μπλε κουρτίνα, που είναι χοντρή σαν χειμερινή κουβέρτα, και κρύβει το περισσότερο φως του ήλιου. Ο χώρος κάτω από τον οδηγό του κουφώματος και πάνω από τη βέργα της κουρτίνας ακτινοβολεί ραδιενεργό φως, όπως και το παράθυρο πάνω απ’ τον νεροχύτη της κουζίνας. Το υπόλοιπο σπίτι είναι σκοτεινό.
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
μπορείτε
μας
Ή Γουέν ανάβει προσεκτικά τη μικρή λάμπα με το αμπαζούρ νεραγκούλας που βρίσκεται στο τραπεζάκι. Μένει παγιδευμένη στο φως της λάμπας, κρατάει κλειστές τις γροθιές της, με τους αντίχειρές της μαζεμένους με ασφάλεια μέσα τους και στο στόμα της. Ο Άντριου πηγαίνει στη Γουέν και την αγκαλιάζει. Εκείνη δεν του ανταποδίδει την αγκαλιά. Γυρίζει πίσω, στον τοίχο ανάμεσα στην κουζίνα και το μπάνιο, και ανάβει το φωτιστικό με τη ρόδα από φορτάμαξα στο ταβάνι. Μόνο τέσσερις από τις έξι λάμπες λειτουργούν. Περιμένει να τον ρωτήσει η Γουέν αν όλα θα πάνε καλά και, αν το κάνει, θα κάνει ό,τι θα έκανε κάθε καλός γονιός· θα της πει ψέματα. Ή Γουέν λέει: «Φοβάμαι». «Μπορούμε να φοβόμαστε μαζί, εντάξει;» Κουνάει το κεφάλι της. «Θα μπούνε μέσα;» «Ίσως να το προσπαθήσουν». Φιλάει το πάνω μέρος του κεφαλιού της. Τα χείλη και το στόμα του είναι στεγνά. Βγάζει το καπέλο του και το βάζει στο κεφάλι της. Της είναι πολύ μεγάλο, αλλά η Γουέν δεν το βγάζει. Τραβάει το γείσο πάνω απ’ τα μάτια της και μαζεύει όσο περισσότερα από
PAUL TREMBLAY 74
Ο Έρικ λέει
και τριγυρίζει στον ενιαίο χώρο. Ο Λέοναρντ έχει σταματήσει να μιλάει και να προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα. «Έφυγαν;» Ο Άντριου ξέρει ότι είναι μια ρητορική ερώτηση, μια ερώτηση του τύπου πρέπει να πω κάτι ή να ουρλιάξω. Φυσικά και δεν έχουν φύγει, όχι ακόμα, κι ένα μέρος του πιστεύει ότι θα περάσουν μέρες, χρόνια, τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους παγιδευμένοι στο σπίτι, σε κατάσταση πολιορκίας. Ο Άντριου θα προτιμούσε να κρατήσει αυτή την εφιαλτική ει-
τα μαλλιά της χωράνε κάτω απ’ το καπέλο.
«Άντριου»
κόνα και να μην τολμήσει να ελπίσει πως οι άλλοι έφυγαν, γιατί αυτή τη στιγμή η ελπίδα θα ήταν μεθυστική, θα θόλωνε το μυαλό· η ελπίδα θα ήταν επικίνδυνη. Ο Άντριου πάει με τα νερά του Έρικ επειδή η Γουέν ακούει και επειδή πρέπει. Λέει: «Νομίζω ότι απλώς προσπαθούν να μας τρομάξουν, σωστά; Στην πραγματικότητα είναι πολύ δειλοί…» Βαριά βήματα χτυπούν τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην πίσω βεράντα. Ο Έρικ και ο Άντριου κοιτάζουν τον καναπέ ταυτόχρονα και ο Έρικ τρέχει στην άλλη άκρη. Για μια στιγμή ο Άντριου σκέφτεται να πει στη Γουέν να κρυφτεί στο μπάνιο, να κλειδώσει την πόρτα και να μη βγει από εκεί, ό,τι κι αν συμβεί. Αντίθετα, ανοίγει δρόμο για την πίσω συρόμενη πόρτα σπρώχνοντας την τραπεζαρία, τις καρέκλες και τον διθέσιο καναπέ μακριά από τον μεγάλο καναπέ, με τα πόδια από τα έπιπλα να γδέρνουν το ξύλινο πάτωμα και να κάνουν θόρυβο πριν γλιστρήσουν στον λινοτάπητα της κουζίνας. Ή Γουέν βοηθάει μετακινώντας το τραπεζάκι και τη λάμπα προς το μπάνιο. «Πολύ καλή δουλειά, Γουέν». Ο Άντριου και ο Έρικ σηκώνουν τον καναπέ. Είναι ένας
75
παλιός καναπές που διπλώνει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν κρεβάτι, αλλά είναι βαρύς και δύσχρηστος σαν τανκ. Ο Άντριου τον σέρνει προς τον οδηγό του παραθύρου, όμως ο Έρικ χαμηλώνει απότομα τη μία άκρη του ρίχνοντας τον Άντριου προς τα πίσω στον ενιαίο χώρο. Ο Έρικ λέει: «Περίμενε, γύρισέ τον. Πρέπει να τον γυρίσουμε για να ακουμπάει η πλάτη του στο τζάμι». Ο Άντριου θέλει να πει, έχει καμιά σημασία; Αν σπάσουν τον οδηγό του παραθύρου δεν πρόκειται να τους σταματήσει ο καναπές, όπως κι αν είναι τοποθετημένος. Δεν λέει τίποτα, παρόλο που θεωρεί πως είναι λάθος, μια κίνηση πανι-
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
κού, χάσιμο πολύτιμου χρόνου, και οι δυο τους παραπατούν, γρυλίζουν και βογκούν κάνοντας ένα γρήγορο ημικύκλιο για να αφήσουν τον καναπέ μπροστά στον οδηγό της πίσω συρόμενης πόρτας. Τα σπλάχνα των ελατηρίων και το μεταλλικό πλαίσιο κάνουν θόρυβο και ακούγεται μια παράφωνη κλαγγή. Ο Άντριου σκύβει στην κουζίνα, κλείνει και κλειδώνει το παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη. Είναι όλα τα άλλα παράθυρα κλειστά; Τα παράθυρα στα υπνοδωμάτια είναι αρκετά μεγάλα για να σκαρφαλώσει κάποιος μέσα. Ανοίγει τα συρτάρια ψάχνοντας για μαχαίρια, τα μεγαλύτερα που έχουν. Θα χρειαστούν μαχαίρια, έτσι δεν είναι; Θα χρειαστούν κάτι. Λέει «Σιγουρέψου ότι τα παράθυρα στα υπνοδωμάτια είναι κλειστά και καλυμμένα». «Ω, γαμώτο, έι…» «Τι;» «Τα σκαλιά του υπογείου. Τι θα κάνουμε μ’ αυτά;» Αυτή η ανοιχτή ορθογώνια τρύπα στο πάτωμα και τα σκαλιά της που κάνουν κύκλο και χάνονται κάτω… Ο Λέοναρντ φωνάζει από κάπου έξω, πλέον δεν βρίσκεται στην εξώπορτα αλλά προς τη μεριά
PAUL TREMBLAY 76
του μπάνιου και της κουζίνας. «Ελάτε, παιδιά, μπορείτε ν’ ανοίξετε τις πόρτες! Σας παρακαλώ, μην το κάνετε αυτό! Δεν θέλουμε να σας τρομάξουμε! Δεν ήρθαμε για να σας κάνουμε κακό!» «Ή αστυνομία έρχεται ήδη και αν μπείτε μέσα θα σας πυροβολήσω!» Ο Άντριου φεύγει από την κουζίνα χωρίς να πάρει κάτι μαζί του. Ο Έρικ στέκεται στη μέση του δωματίου, ανήμπορος να κινηθεί από τον φόβο για τη σκάλα του υπογείου. Ο Άντριου τρέχει και πιάνει τον Έρικ απ’ το μπράτσο. Του ψιθυρίζει: «Είναι κλειδωμένη η πόρτα του υπογείου;»
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
«Δεν ξέρω. Ίσως όχι. Ή Γουέν κι εγώ ανοίξαμε την πόρτα προηγουμένως και βγήκαμε έξω κι εγώ – δεν θυμάμαι αν την κλειδώσαμε μετά. Δεν νομίζω ότι την κλειδώσαμε. Μπορεί και να είναι ορθάνοιχτη». «Να πάμε κάτω να ελέγξουμε;» Στέκονται στο άδειο κέντρο του ενιαίου χώρου, ανήμποροι να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Ακούν. Ίσως ακουστεί ο ήχος από κάποιον που περπατάει ανάλαφρα στο υπόγειο, ίσως και όχι. «Ίσως». Ο Έρικ κοιτάζει τριγύρω στο σπίτι. «Ή να μπλοκάρουμε την κορυφή της σκάλας, ώστε ακόμα κι αν έρθουν μέσα από το υπόγειο να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν πάνω». Κουβαλάνε τον διθέσιο καναπέ και ο Άντριου ξέρει ήδη ότι είναι πολύ ελαφρύς για να αποτελέσει εμπόδιο. Ίσως όμως είναι αρκετό για να καθυστερήσει έναν ή δύο αν έρθουν από το υπόγειο, κι έτσι να δώσει αρκετό χρόνο σ’ αυτόν, στον Έρικ και στη Γουέν να φύγουν από την μπροστινή πόρτα και να πάνε στο SUV. Θα μπορούσαν να αποκρούσουν ένα μέρος τους καθώς θα πηγαίνουν στο αυτοκίνητο, πιστεύει, όμως όχι και τους τέσσερις. Όσο πιο πολύ πλησιάζει στο στόμα της σκάλας, τόσο πιο πολύ η αγωνία του Άντριου βραχυκυκλώνει τον οργανισμό του και φαντάζεται χέρια να βγαίνουν μέσα απ’ το σκοτάδι, να τον αρπάζουν
77
από τους αστραγάλους και να τον τραβάνε κάτω, όλο και πιο κάτω. Ο Έρικ λέει: «Εδώ, γύρισέ τον λίγο προς εμένα. Μπορούμε να σφηνώσουμε τα πόδια του μέσα στην κουπαστή και τον φράχτη». Ο Άντριου φοβάται ότι ο διθέσιος καναπές είναι πολύ μικρός και θα γκρεμιστεί στα σκαλιά, όμως φρακάρει στην κουπαστή, ένα μέτρο περίπου κάτω από το επίπεδο του κυρίως δωματίου, όπως είπε ο Έρικ ότι θα γινόταν. Έχει
σφηνώσει εκεί. Ο Άντριου φεύγει και αρπάζει το τραπέζι της κουζίνας για να το βάλει κι αυτό στη σκάλα μαζί με τον καναπέ. Βέβαια τώρα σκέφτεται πως ίσως δεν θα ’πρεπε να φράξουν μια πιθανή έξοδο διαφυγής. Συν ότι υπάρχουν αρκετά πράγματα στο υπόγειο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σαν όπλα ή εμπόδια και τώρα δεν μπορούν να πάρουν τίποτα. Εδώ πάνω δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να αμυνθούν, σίγουρα όχι κάτι τόσο μεγάλο και απειλητικό όπως αυτά που κουβαλούν οι ξένοι. Ο Άντριου βάζει το τραπέζι πάνω στον διθέσιο καναπέ. Δύο από τα πόδια του τραπεζιού μπαίνουν στον κενό χώρο ανάμεσα στον τοίχο, το πάτωμα και τη σφυρηλατημένη σιδερένια κουπαστή, ενώ τα άλλα δύο πόδια ακουμπούν άγαρμπα πάνω στον διθέσιο καναπέ. Πιέζει το τραπέζι αρκετά δυνατά και η μέση του τραπεζιού ραγίζει και γυρίζει προς τα μέσα. Ο Έρικ πηγαίνει στο κέντρο της ξυλόσομπας και αρπάζει την γκρίζα μεταλλική τσιμπίδα μαζί με τη μασιά από το καλάθι. Λέει «πάρε αυτό» και δίνει στον Άντριου την τσιμπίδα. Το μέταλλο είναι ψυχρό και, αντί να τον εμψυχώσει, νιώθει
PAUL TREMBLAY 78
τα ψαθυρά μουσειακά πέδιλα του σκι, τα μπαστούνια και τα άλλα άχρηστα κακόγουστα αντικείμενα που κρέμονται στους τοίχους. Ο Έρικ παίρνει το δικτυωτό μεταλλικό καλάθι για τα κούτσουρα και το αφήνει δίπλα στη σκάλα. «Τι κάνεις μ’ αυτά;» «Μπορούμε –δεν ξέρω– να τους χτυπήσουμε με τα κούτσουρα;» Δείχνει το καλάθι λες κι αυτό που μόλις είπε εί-
σαν να κρατά μια χούφτα άμμο. Ψάχνει γύρω του στο δωμάτιο για κάτι άλλο, οτιδήποτε, αλλά βλέπει μόνο
ναι αυτονόητο. Μιμείται ότι πετάει τα κούτσουρα κάτω στα σκαλιά κι έπειτα προσπαθεί να κρύψει ένα άτολμο χαμόγελο που αναδύεται. «Σωστά. Ναι, γαμώτο, θα τους χτυπήσουμε με τα κούτσουρα». Ο Άντριου και ο Έρικ ξεσπούν σε γέλια σε μια στιγμή που κανονικά δεν θα έπρεπε. Δάκρυα κυκλώνουν τα μάτια του Άντριου καθώς ο φόβος και το μούδιασμα απ’ αυτή την απίστευτη κατάσταση δίνουν για μια στιγμή τη θέση τους στην παράνοια. Ο Έρικ σκουπίζει το πρόσωπό του και συνέρχεται πιο γρήγορα από τον Άντριου. «Έι, Γουέν. Έλα εδώ μαζί μας, εντάξει, γλυκιά μου;» Ή Γουέν δεν ρωτάει ποιο είναι το τόσο αστείο και περπατάει μηχανικά διασχίζοντας το δωμάτιο, ενώ τα μάτια της εστιάζουν στη σκάλα του υπογείου που έχει έπιπλα μέχρι πάνω. Ο Άντριου τραβάει κοντά του τον Έρικ και ψιθυρίζει, ώστε να μην τον ακούσει η Γουέν. «Αν στ’ αλήθεια προσπαθήσουν να μπουν εδώ μέσα, λέω να τρέξουμε στο τζιπ. Να βγούμε από την μπροστινή πόρτα. Θα πάω εγώ πρώτα έξω και θα τους καθυστερήσω, για να τα καταφέρετε εσύ και η Γουέν. Αν δεν καταφέρω να φτάσω στο τζιπ μαζί σας, φύγετε
79
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
«Όχι. Σταμάτα. Μη μου τα δίνεις. Αν είναι να φύγουμε, θα φύγουμε όλοι μαζί». Ή Γουέν τραβάει το χέρι του Έρικ και ρωτάει: «Μπαμπά, μπορώ να έχω κι εγώ κάτι να κρατάω;» Στην πίσω βεράντα αντηχούν βήματα. Ένας από τους τέσσερις περπατάει δυνατά σκόπιμα.
οι δυο σας και φέρτε βοήθεια». Ο Άντριου ψάχνει στην τσέπη του για τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ο Έρικ λέει:
«Μπαμπά, μπορώ να κρατάω κάτι, σε παρακαλώ;» «Ναι. Ναι, μπορείς». Ο Άντριου πηγαίνει γρήγορα στην ξυλόσομπα και επιστρέφει με το μικρό φτυάρι. Ή Γουέν το κρατάει σαν ρόπαλο του σόφτμπολ και κάνει ένα χτύπημα για εξάσκηση. Γυρίζει με τη φτέρνα της και ο Άντριου αναγκάζεται να κάνει στην άκρη για να μην τον χτυπήσει άθελά της στο γόνατο. Ούτε ο Άντριου ούτε ο Έρικ της λένε να προσέχει. Ο Άντριου στριφογυρίζει την τσιμπίδα στα χέρια του. Πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο που μπορούν να κάνουν. Λέει: «Τι λες για τα μαχαίρια; Στην κουζίνα. Να πάρουμε μερικά μαχαίρια». Ο Έρικ αναστενάζει. «Στ’ αλήθεια πρόκειται να…» «Ναι, ίσως χρειαστεί να το κάνουμε». «Να κάνουμε τι;» Ή συρόμενη πόρτα που εύκολα βγαίνει από τον οδηγό (η Γουέν την είχε βγάλει ήδη δύο φορές) ανοίγει κάνοντας θόρυβο. Ο Ρέντμοντ φωνάζει: «Πρέπει να φέρετε κάποιον να τη φτιάξει, παιδιά! Δεν θα θέλατε να χάσετε χρήματα από το καπάρο που δώσατε. Αν είστε καλά παιδιά και μας αφήσετε να μπούμε θα τη φτιάξουμε εμείς για σας, εντάξει; Δεν θα σας χρεώσουμε». Ή μπλε κουρτίνα κρύβει τη βεράντα και τον Ρέντμοντ, όμως δεν αρκεί για να τους
PAUL TREMBLAY 80
«Το
χτυπάει ρυθμικά τη γυάλινη πόρτα. Αδιαμφισβήτητα υπάρχει ο ήχος της κίνησης στο υπόγειο: γλίστρημα και σύρσιμο ποδιών στο τσιμεντένιο πάτωμα, τρίξιμο και σιγανά βήματα που προσπαθούν να μην ακουστούν στα ξύλινα σκαλοπάτια.
κρατήσει κρυμμένους και ασφαλείς. Ή Γουέν φωνάζει: «Φύγε!»
περίμενα αυτό». Ο Ρέντμοντ
Ο Ρέντμοντ λέει με αυξομείωση στην ένταση της φωνής του: «Αυτό υποτίθεται ότι είναι το σινιάλο. Δεν έχει σημασία». Κάτι σπάει και προβάλλει μέσα από το τζάμι τραβώντας την κουρτίνα μακριά από τη βεράντα και πάνω από το φράγμα του καναπέ, μια μεγάλη μπλε γροθιά που ορμά αψήφιστα μέσα στην κουζίνα πριν χαθεί. Ένα δεύτερο κι έπειτα ένα τρίτο χτύπημα τραβάει την κουρτίνα και τη βέργα της κουρτίνας από τον οδηγό της πόρτας. Το φως του ήλιου ρίχνει μια ατομική λάμψη μέσα στο σπίτι και ο Ρέντμοντ είναι μια σκιά μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Διαλύει και την υπόλοιπη γυάλινη πόρτα με τη βαριοπούλα που βρίσκεται στην άκρη του αυτοσχέδιου όπλου του. Γρυλίζει, σκύβει και εμβολίζει πρώτα με τον ώμο τον καναπέ, σπρώχνοντάς τον μέσα στην κουζίνα. Σπασμένο γυαλί τρίβεται και κονιορτοποιείται κάτω από τις φτέρνες του και κάτω από τα κοντά και φαρδιά πόδια του καναπέ. Ο Άντριου κάνει τους υπολογισμούς: ο Ρέντμοντ έχει σχεδόν μπει ολόκληρος στην κουζίνα και τουλάχιστον ένας απ’ αυτούς βρίσκεται στο υπόγειο, επομένως υπάρχουν άλλοι δύο, το πολύ, έξω. Αυτός και ο Έρικ μπορούν να αναμετρηθούν μαζί τους ή να τους περάσουν και να πάνε στο SUV. Πιστεύει ότι μπορούν να το κάνουν. Πρέπει να το κάνουν. Ο Άντριου βγάζει τα κλειδιά και τα βάζει στην τσέπη από το σορτς του Έρικ. «Έλα,
81
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
πάμε!» Ο Έρικ δεν διαφωνεί μαζί του, σηκώνει τη Γουέν και την κρατάει έτσι που το στήθος της να βρίσκεται πάνω στο δικό του. Τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ τους ώμους του και θάβει το πρόσωπό της στο πλαϊνό μέρος του λαιμού του. Το αριστερό χέρι του Έρικ κουλουριάζεται κάτω απ’ τον πισινό της. Κραδαίνει την όχι και τόσο απειλητική μασιά της ξυλόσομπας στο ελεύθερο χέρι του.
Ο Άντριου τρέχει προς την εξώπορτα και στιγμιαία κάνει κι άλλους υπολογισμούς και σκέψεις, εξετάζοντας διάφορες μεταβλητές. Πόσος χρόνος υπάρχει πριν ο Ρέντμοντ μπει μέσα στο σπίτι και διασχίσει τον ενιαίο χώρο για να τους φτάσει; Πρέπει να προσπαθήσει να τον σταματήσει ή να τον καθυστερήσει αρκετά ώστε ο Έρικ και η Γουέν να φτάσουν στην εξώπορτα και να βγουν έξω; Μήπως, αντίθετα, πρέπει να εστιάσει στην πόρτα, να την ανοίξει γρήγορα, αθόρυβα, χωρίς δισταγμό, και στη συνέχεια να τρέξει έξω και ν’ ανοίξει τον δρόμο για τον Έρικ και τη Γουέν; Αν ο Άντριου έφτανε πρώτος στο τζιπ και πρώτος στο όπλο, μετά δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να κρατήσει τους άλλους μακριά καθώς θα έφευγαν από εδώ. Όμως τι θα γίνει αν δεν μπορέσει να πάει στο τζιπ κι αν και ο Έρικ με τη Γουέν δεν τα καταφέρουν; Μήπως να τρέξουν γρήγορα στον δρόμο ή να σκορπιστούν στο δάσος σαν τρομαγμένα κουνέλια; Ίσως θα μπορούσαν να φύγουν τρέχοντας από την πίσω μεριά του σπιτιού, στη λίμνη. Οι άλλοι δεν θα περίμεναν μια τέτοια κίνηση, έτσι δεν είναι; Αυτός και ο Έρικ είναι άριστοι κολυμβητές. Θα μπορούσαν να διασχίσουν τη λίμνη κολυμπώντας, θα μπορούσαν
PAUL TREMBLAY 82
να
Μπορούσαν να τα καταφέρουν… Ο Άντριου κοιτάζει μόνο την πόρτα, τον κλειδωμένο σύρτη και την περιστρεφόμενη κλειδαριά στο χερούλι της πόρτας. Δεν κοιτάζει τον Ρέντμοντ και δεν ξέρει αν πέρασε το εμπόδιο του καναπέ. Δεν κοιτάζει προς τον Έρικ και τη Γουέν, που βρίσκονται το λιγότερο δύο βήματα πίσω του. Ο Άντριου τρέχει πολύ γρήγορα για να μπορέσει να σταματήσει και πέφτει πάνω στην πόρτα, η τσιμπίδα τού φεύγει απ’ το χέρι και πέφτει στο πάτωμα. Τη σηκώνει. Ο Έρικ φωνάζει από πίσω: «Άντριου!»
κουβαλήσουν και τη Γουέν μαζί τους αν χρειαζόταν.
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ή γυναίκα με το υπόλευκο πουκάμισο στέκεται στην πόρτα του υπνοδωματίου, στα δεξιά του, κρατάει το μακρύ της κοντάρι που έχει για όπλο, με το παράδοξο και σπειροειδές φτυάρι να ξεπροβάλλει στο δωμάτιο. Ο Άντριου είναι σαν να τη βλέπει από μακριά, μέσα στο υπνοδωμάτιο που μοιράζονται αυτός και ο Έρικ, και στο ορθάνοιχτο παράθυρο απ’ όπου μπήκε. Εκείνη λέει: «Σας παρακαλώ, σταματήστε. Δεν χρειάζεται να γίνει μ’ αυτό τον τρόπο». Συνεχίζοντας να τρέχει προς την εξώπορτα, ο Έρικ γυρίζει, τεντώνει τον δεξιό του ώμο και κουνάει τη μασιά στη γυναίκα. Το πρώτο χτύπημα βρίσκει στην άκρη της λεπίδας του όπλου της γυναίκας και της πέφτει. Εκείνος παραπατάει χάνοντας την ισορροπία του, αλλά συνεχίζει να κουνάει τη μασιά και χτυπάει τη γυναίκα στον αριστερό της ώμο. Τη χτυπάει ελαφριά στο πλάι, αλλά είναι αρκετό για να την κάνει να φωνάξει, να πέσει στα γόνατα και να πιάσει το μπράτσο της. Συνέρχεται γρήγορα, παίρνει το όπλο της και τον χτυπάει στα πόδια. Το χτύπημά της δεν έχει πολλή δύναμη, αλλά τον βρίσκει στον κατάλληλο σημείο. Τον χτυπάει κάπου κάτω από τα γόνατα κι έπειτα η παράξενη λεπίδα και το ξύλινο κοντάρι μπλέκονται στους αστραγάλους
83
παραπατάει και καθώς πέφτει στρίβει το
στήθος του μακριά από το πάτωμα, πιθανότατα για να μην πέσει πάνω στη Γουέν. Με την πρόσθετη ροπή που έχει αποκτήσει, η πτώση του επιταχύνεται και προσγειώνεται αδέξια με την πλάτη, ενώ το κεφάλι του αναπηδάει στο πάτωμα κάνοντας έναν ελαφρώς αποκρουστικό υπόκωφο θόρυβο. Το σώμα του μένει ακίνητο, τα χέρια του είναι ανοιχτά και συσπώνται. Ή Γουέν φεύγει κυλώντας απ’ το στήθος του και γλιστράει στα πόδια του Άντριου. Μπουσουλάει πίσω στον
του. Ο Έρικ
πρόσωπο και το
Έρικ και φωνάζει τ’ όνομά του. Τα μάτια του Έρικ είναι κλειστά, τα άδεια του μπράτσα μαζεμένα έτσι που οι αγκώνες του ακουμπούν στο στήθος του, οι πήχεις του αιωρούνται από πάνω του και τα χέρια του μαραζώνουν προς τα μέσα, μοιάζουν παραμορφωμένα, σαν να έχουν αρθρίτιδα. Ο Άντριου φωνάζει το όνομα του Έρικ και το όνομα της Γουέν και μετά απλώς φωνάζει. Ακουμπάει με την πλάτη στην εξώπορτα και στο μυαλό του ηχεί ακόμα η φράση έκτακτης ανάγκης, πάρε το όπλο, πάρε το όπλο, πάρε το όπλο, όμως δεν μπορεί ν’ ανοίξει την πόρτα και δεν μπορεί να φύγει. Σφίγγει ακόμα πιο δυνατά την τσιμπίδα και την κουνάει μανιασμένα προς την κατεύθυνση που βρίσκεται η γυναίκα με το άσπρο πουκάμισο. Εκείνη προχωράει αργά για να βρεθεί πιο κοντά στον Έρικ και τη Γουέν. Ή γυναίκα απλώνει το όπλο της προς τα εκεί που βρίσκεται ο Άντριου, όμως έχει αμυντική στάση. Τα χέρια και τα μπράτσα της τρέμουν σαν αυτό το πράγμα να ζυγίζει εκατό κιλά. Λέει: «Άφησέ με να τον βοηθήσω. Είμαι νοσοκόμα. Έχει χτυπήσει». «Μην τους πλησιάζεις, γαμώτο! Μην τους ακουμπήσεις!» Της ορμάει και χτυπάει τη λεπίδα από το όπλο
PAUL TREMBLAY 84
της με τη λαβίδα. Όταν χτυπάει το μέταλλο στο μέταλλο βγαίνει μια κλαγγή, όπως όταν ένας σιδηρουργός χτυπάει τα σίδερα, ενώ δονήσεις διατρέχουν το χέρι του και κάνουν το μπράτσο του να μουδιάσει. Εξακολουθεί να κουνάει τη λαβίδα κι εκείνη υποχωρεί πηγαίνοντας πίσω προς το υπνοδωμάτιο. Ο Άντριου σκύβει με το ένα του γόνατο δίπλα στο κεφάλι του Έρικ. Τα βλέφαρα του Έρικ φτερουγίζουν και είναι λες κι έχει μεθύσει, κουνάει τα χέρια του και προσπαθεί να ανακαθίσει, αλλά ταλαντεύεται και κουνιέται σαν χελώνα που της έχουν αναποδογυρίσει το καβούκι.
Ή Γουέν έχει και τα δυο της χέρια τυλιγμένα γύρω από το δεξί χέρι του Έρικ και τον τραβάει λέγοντας: «Σήκω! Πρέπει να φύγουμε, μπαμπάκα!» Όλα γίνονται πολύ γρήγορα και σωριάζεται πάνω στον Άντριου. Το τραπέζι της κουζίνας και ο διθέσιος καναπές τινάζονται πάνω από την ξάφνου ηφαιστειακή σκάλα του υπογείου και σκορπίζονται στον ενιαίο χώρο. Ακολουθεί ο Λέοναρντ κι ένα σύννεφο τέφρας σηκώνεται μέσα στο σπίτι. Είναι τεράστιος, μεγαλύτερος από έναν θεό. Σε αντίθεση με τους άλλους, αυτός δεν κουβαλάει όπλο. Ο ήλιος λάμπει ανηλεώς μέσα από τις σπασμένες συρόμενες γυάλινες πόρτες. Ο Ρέντμοντ είναι κοντόχοντρος, μοιάζει με καλικάντζαρο, και κρατάει το ογκώδες όπλο του σαν πλακάτ διαμαρτυρίας. Γρυλίζει και χαζογελάει καθώς προχωράει περνώντας μέσα από τις καρέκλες της κουζίνας και το μικρό τραπέζι, ρίχνοντας τη μικρή κίτρινη λάμπα και σβήνοντας το αδύναμο φως της. Λέει: «Λυπάμαι για την ακαταστασία. Θα συμμαζέψουμε. Το υπόσχομαι. Και τώρα ας χαλαρώσουμε, Ζορό, εντάξει; Σταμάτα να το κουνάς αυτό το πράγμα πριν κάποιος πάθει…»
85
Ο Άντριου επιτίθεται στον Ρέντμοντ. Κουνάει τη λαβίδα ψηλά σημαδεύοντας το κεφάλι του άντρα. Ο Ρέντμοντ αργεί να αντιδράσει, αλλά κατορθώνει να σκύψει πίσω από τις λεπίδες του φτυαριού και του μυστριού που βρίσκονται στην άκρη του όπλου του. Ή λαβίδα μπλέκεται στο κενό που υπάρχει ανάμεσα στα ασύμμετρα τοποθετημένα εργαλεία. Ο Ρέντμοντ ρίχνει μπροστά την άκρη του όπλου κρατώντας το ξύλο παράλληλα με το πάτωμα κι έτσι αφαιρεί τη λαβίδα από το χέρι του Άντριου. Πέφτει με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα και γλιστράει σ’ ένα σημείο που ο Άντριου δεν μπορεί να τη φτάσει.
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Με τα χέρια του Ρέντμοντ στη μέση του, ο Άντριου δεν διστάζει. Του ρίχνει δύο γρήγορες γροθιές. Ή πρώτη, με το δεξί χέρι, συναντάει τη χοντρή μύτη του Ρέντμοντ και ξεπηδά αίμα. Ή δεύτερη γροθιά, απότομη με το αριστερό χέρι, τον χτυπάει στο σαγόνι και τα δόντια του Ρέντμοντ σκίζουν το δέρμα στις αρθρώσεις των δαχτύλων του. Έκπληκτος, ο Ρέντμοντ αφήνει το όπλο του, ελέγχει τη μύτη του να δει αν μάτωσε, ενώ τα βλέφαρά του φτερουγίζουν σαν φτερά νυχτοπεταλούδας. Ο Άντριου δεν επιτρέπει στον Ρέντμοντ να βρει χώρο ή ευκαιρία για να προφυλαχτεί με τα χέρια του. Ο Άντριου τον στριμώχνει και τον χτυπάει στο σώμα, στα πλευρά με δυο δεξιές γροθιές και μια αριστερή στο στομάχι, που είναι μαλακό σαν πανί που δεν το χτυπάει ο άνεμος, μετά του ρίχνει ένα άπερκατ στο πιγούνι που κάνει το σαγόνι του να κλείσει. Ακολουθεί μια δυνατή γροθιά στο ηλιακό πλέγμα που βγάζει τον υπόλοιπο αέρα από μέσα του. Ο Ρέντμοντ έχει περίπου το ίδιο ύψος με τον Άντριου, αλλά είναι ένας χοντρός, στιβαρός τύπος, κάπου είκοσι πέντε κιλά πιο βαρύς από εκείνον. Όσες φορές κι αν τον χτυπήσει, ξέρει πως θα χρειαστεί πολλά περισσότερα για να ρίξει τον Ρέντμοντ κάτω και να τον κρατήσει εκεί. Έτσι ο Άντριου συνεχίζει να τον
PAUL TREMBLAY 86
χτυπάει. Ο Ρέντμοντ έχει σηκώσει τα χέρια του προσπαθώντας να προφυλαχτεί, αλλά ή είναι πολύ αργός ή έγινε πολύ αργός για να μπορέσει να προφυλαχτεί από τον καταιγισμό των χτυπημάτων που ακολουθεί. Αίμα χύνεται από τη μύτη του και τρέχει από το σκισμένο χείλος του, όμως δεν πέφτει. Επωμίζεται την τιμωρία σαν να πρόκειται για εξιλέωση. «Μπαμπάκα, σταμάτα να τον χτυπάς! Σταμάτα! Σταμάτα!» Ο Άντριου σταματάει και οπισθοχωρεί, σαν να βρίσκεται πάνω σε πλοίο που κουνάει, εξουθενωμένος και προσπαθώ-
ντας απελπισμένα να πάρει ανάσα. Οι αρθρώσεις των χεριών του είναι πρησμένες και ματωμένες.
Ο Ρέντμοντ κάνει τρέμοντας ένα βήμα πίσω και πέφτει με όλο το βάρος του στον καναπέ που είχε απομακρύνει από τις συρόμενες πόρτες. Τα ελατήρια του καναπέ ξαναρχίζουν την παράφωνη συγχορδία τους. Ο Λέοναρντ στέκεται στη μέση του ενιαίου χώρου, κρατώντας τη Γουέν με το ένα χέρι. Δείχνει τόσο μικρή, θα μπορούσε να είναι μια κορδέλα πάνω στο στήθος του. Ή Γουέν έχει τα χέρια της μαζεμένα γροθιές με τον τρόπο που το κάνει (με τους αντίχειρες μέσα στις γροθιές) και κρατάει τις γροθιές στο στόμα της. Δεν φοράει πια το καπέλο του Άντριου. Ή γυναίκα με το μαύρο πουκάμισο και τους κουμπωτούς γιακάδες στέκεται δίπλα στον Λέοναρντ και τη Γουέν. Πηγαίνει απέναντι στον Λέοναρντ, χτυπάει απαλά τα πόδια της Γουέν και λέει: «Σςςς, θα είσαι μια χαρά. Όλα θα πάνε καλά». Ο Άντριου δεν ξέρει από πού ήρθε ή πώς μπήκε μέσα στο σπίτι. Ο Έρικ, που βρίσκεται στο πάτωμα, ανακάθεται. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά κι αυτό, αν υπήρχε καθόλου ζωή ή φως στο κενό του βλέμμα, θα μπορούσε να είναι μια υπερβολική παντομίμα που δηλώνει την έκπληξη. Ή γυναίκα με το άσπρο πουκάμισο γονατίζει μπροστά στον Έρικ. Κοιτάζει το ένα του μάτι κι έπειτα το άλλο, εξετάζοντάς τον. Έχει το ένα χέρι της στον ώμο του και του μιλάει χαμηλόφωνα. Εκείνος ανταποκρίνεται με ελαφριά νεύματα και συγχυσμένο, καταπονημένο βλέμμα. Ο Λέοναρντ λέει: «Ή Γουέν είναι καλά, Άντριου. Αρκετά. Αρκετά».
87
ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ