BRET EASTON ELLIS

Bret Easton Ellis ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΜΗΔΕΝ
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Less than Zero
COPYRIGHT © 2023 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ
Brainfood Εκδοτική
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Αλέξης Καλοφωλιάς
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Θάνος Καραγιαννόπουλος
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ - ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ Πάρις Κούτσικος
Brainfood Εκδοτική ΜΕΠΕ
Εμπεδοκλέους 28 & Σουρή 20, 12131 Περιστέρι Τηλ.: 210 2514123 • Email: contact@brainfood.gr www.brainfood.gr
Μάρτιος 2023
ISBN: 978-960-436-883-9
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού
Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις
περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
«Είναι ένα παιχνίδι που αλλάζει καθώς το παίζεις»
«Υπάρχει μια αίσθηση που έχω όταν κοιτάζω προς τη Δύση…»
- Led Zeppelin
Οι άνθρωποι φοβούνται να ενωθούν με τους αυτοκινητόδρομους του Λος Άντζελες. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που ακούω όταν γυρίζω στην πόλη. Η Μπλερ έρχεται και με παίρνει με το αυτοκίνητο από το LAX και μου το μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια της καθώς το αμάξι ανηφορίζει στη ράμπα εισόδου. Λέει, «Οι άνθρωποι φοβούνται να
ενωθούν με τους αυτοκινητόδρομους του Λος Άντζελες».
Παρόλο που η πρόταση δεν θα έπρεπε να με ενοχλεί, κολλάει στο μυαλό μου για δυσάρεστα μεγάλο χρονικό διά-
στημα. Τίποτε άλλο δεν φαίνεται να έχει σημασία. Ούτε
ότι είμαι δεκαοκτώ χρονών και είναι Δεκέμβριος και η
πτήση ήταν χάλια και το ζευγάρι από τη Σάντα Μπάρμπα-
ρα που καθόταν απέναντί μου στην πρώτη θέση μέθυσε
για τα καλά. Ούτε η λάσπη που έχει πιτσιλίσει τα μπατζά-
κια του τζιν μου, που πριν από λίγες ώρες, στο αεροδρό-
μιο του Νιου Χάμσαϊρ, το ένιωθα κρύο και φαρδύ.
περισσότερο της ανατολικής ακτής απ’ ό,τι νωρίτερα, ειδικά δίπλα στο καθαρό στενό τζιν και το σιέλ μπλουζάκι
που φοράει η Μπλερ. Όλα αυτά μοιάζουν άσχετα δίπλα
σ’ αυτή τη μία και μοναδική πρόταση. Μου φαίνεται πιο
εύκολο να ακούω ότι οι άνθρωποι φοβούνται να ενωθούν
με τους αυτοκινητόδρομους παρά ότι «είμαι πολύ σίγου-
ρη ότι η Μιούριελ είναι ανορεξική» ή τον τραγουδιστή
στο ραδιόφωνο να κλαψουρίζει κάτι για ραδιοκύματα.
Τίποτε άλλο δεν μοιάζει να έχει σημασία για μένα πέρα
απ’ αυτές τις δεκατρείς λέξεις. Ούτε ο ζεστός άνεμος που νομίζεις ότι σπρώχνει το αυτοκίνητο στην άσφαλτο του
αυτοκινητόδρομου, ούτε η αμυδρή μυρωδιά της μαριχουάνας που εξακολουθεί να διαποτίζει το αυτοκίνητο της Μπλερ. Τα πάντα καταλήγουν στο γεγονός ότι είμαι ένα αγόρι που γυρίζει στο σπίτι του για ένα μήνα και συναντά κάποια που έχει να τη δει τέσσερις μήνες και οι άνθρωποι φοβούνται να μπουν στους αυτοκινητόδρομους.
Η Μπλερ βγαίνει από τον αυτοκινητόδρομο και σταματάει σε ένα κόκκινο φανάρι. Μια δυνατή ριπή του ανέμου ταρακουνάει για μια στιγμή το αυτοκίνητο και η Μπλερ
χαμογελάει∙ λέει πως ίσως είναι καλύτερα να σηκώσουμε
την κουκούλα και αλλάζει σταθμό στο ραδιόφωνο. Καθώς
φτάνουμε σπίτι μου η Μπλερ αναγκάζεται να σταματήσει
μιας και υπάρχουν πέντε εργάτες που σηκώνουν ό,τι έχει
απομείνει από τα φοινικόδεντρα που έχει ρίξει ο αέρας και
φορτώνουν τα φύλλα μαζί με κομμάτια νεκρών κορμών
σ’ ένα μεγάλο κόκκινο φορτηγό∙ η Μπλερ χαμογελάει ξανά.
Σταματάει στο σπίτι μου∙ η πύλη είναι ανοιχτή κι εγώ βγαί-
νω από το αμάξι, έκπληκτος από την ξηρή ατμόσφαιρα και
τη ζέστη. Στέκομαι εκεί για πολλή ώρα και η Μπλερ, αφού
με βοηθάει να βγάλω τις βαλίτσες από το πορτμπαγκάζ, μου χαμογελάει πλατιά και με ρωτάει «Τρέχει κάτι;» κι εγώ
απαντώ «Τίποτε» και η Μπλερ λέει «Έχεις χλομιάσει» κι εγώ
ανασηκώνω τους ώμους και αποχαιρετιόμαστε κι εκείνη
μπαίνει στο αμάξι της και φεύγει.
Στο σπίτι δεν είναι κανείς. Το αιρ κοντίσιον είναι αναμ-
μένο και το εσωτερικό μυρίζει πεύκο. Στο τραπέζι της κουζίνας υπάρχει ένα σημείωμα που μου λέει ότι η μητέρα και η αδελφή μου έχουν βγει, έχουν πάει για χριστουγεννιάτικα ψώνια. Από το σημείο που στέκομαι βλέπω το σκυλί ξαπλωμένο δίπλα στην πισίνα να ανασαίνει βαριά, κοιμισμένο, με τον αέρα να αναδεύει το τρίχωμά του. Ανεβαίνω πάνω, περνάω μπροστά από την καινούργια υπηρέτρια που μου χαμογελάει και δείχνει να καταλαβαίνει ποιος είμαι, από τα δωμάτια των αδελφών μου που εξακολουθούν να μοιάζουν ολόιδια, μόνο με διαφορετικά αποκόμματα από το GQ κολλημένα στον τοίχο, και μπαίνω στο δωμάτιό μου που βλέπω ότι δεν έχει αλλάξει.
Οι τοίχοι είναι ακόμα λευκοί∙ οι δίσκοι είναι ακόμα στη
θέση τους∙ η τηλεόραση δεν έχει μετακινηθεί∙ τα στόρια
είναι ακόμα ανοιχτά, όπως τα είχα αφήσει. Φαίνεται πως
η μητέρα μου και η καινούργια υπηρέτρια, ή μπορεί και η
παλιά, καθάρισαν την ντουλάπα μου όσο έλειπα. Υπάρχει
μια στοίβα με κόμικς στο γραφείο μου και πάνω τους ένα
σημείωμα που γράφει: «Τα θέλεις ακόμα αυτά;»∙ επίσης,
ένα μήνυμα ότι τηλεφώνησε ο Τζούλιαν και μια κάρτα
που γράφει «Τα Χριστούγεννα γαμιούνται». Την ανοίγω
και στο εσωτερικό διαβάζω: «Ας γαμήσουμε τα Χριστού-
γεννα μαζί». Είναι μια πρόσκληση για το πάρτι Χριστουγέννων της Μπλερ. Αφήνω την κάρτα και προσέχω ότι
στο δωμάτιό μου έχει αρχίσει να κάνει πολύ κρύο.
Βγάζω τα παπούτσια μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι∙
αγγίζω το μέτωπό μου για να καταλάβω αν έχω πυρε-
τό. Νομίζω πως έχω. Με το χέρι μου στο μέτωπο σηκώνω
το βλέμμα μου επιφυλακτικά στην κορνιζαρισμένη αφί-
σα που είναι κολλημένη στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι
μου, αλλά ούτε αυτή έχει αλλάξει. Είναι η αφίσα για την
προώθηση ενός παλιού δίσκου του Έλβις Κοστέλο. O Έλβις κοιτάζει πέρα από μένα, ατενίζει προς το παράθυρο μ’
αυτό το καυστικό, ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη. Πάνω
από το κεφάλι του αιωρείται η λέξη «Trust» και τα γυαλιά του, με τον ένα φακό κόκκινο και τον άλλο γαλάζιο, είναι κατεβασμένα στη ράχη της μύτης του ώστε να βλέπεις τα μάτια του, που είναι ελαφρώς αλλήθωρα. Τα μάτια δεν κοιτάζουν εμένα, όμως. Κοιτάζουν μόνο όποιον στέκεται
δίπλα στο παράθυρο, αλλά είμαι πολύ κουρασμένος για
να σηκωθώ και να πάω να σταθώ δίπλα στο παράθυρο.
Σηκώνω το ακουστικό και τηλεφωνώ στον Τζούλιαν, έκπληκτος που θυμάμαι ακόμα το νούμερό του, αλλά δεν απαντάει. Ανακάθομαι και πίσω από τα στόρια βλέπω τα
φοινικόδεντρα να κουνιούνται πέρα δώθε, να λυγίζουν
στον καυτό άνεμο∙ έπειτα ξανακοιτάζω το πόστερ∙ έπειτα
στρέφω το βλέμμα μου αλλού και κατόπιν ξανακοιτάζω
το χαμόγελο και το κοροϊδευτικό βλέμμα, τα κόκκινα και
γαλάζια γυαλιά, και ακούω ακόμα ότι οι άνθρωποι φοβούνται να ενωθούν και προσπαθώ να ξεπεράσω την πρόταση, να τη διαγράψω. Ανοίγω το MTV και λέω στον εαυτό μου ότι θα μπορούσα να ξεκολλήσω και να κοιμηθώ
αν είχα κανένα βάλιουμ κι έπειτα σκέφτομαι τη Μιούριελ
και νιώθω μια μικρή ναυτία καθώς τα βίντεο αρχίζουν να
ακτινοβολούν στην οθόνη.
Tο ίδιο βράδυ πηγαίνω τον Ντάνιελ στο πάρτι της Μπλερ
και ο Ντάνιελ φοράει γυαλιά ηλίου, ένα μαύρο μάλλινο
μπουφάν και μαύρο τζιν. Φοράει επίσης μαύρα σουέτ γά-
ντια επειδή μια βδομάδα πριν κόπηκε άσχημα μ’ ένα γυαλί
στο Νιου Χάμσαϊρ. Είχα πάει μαζί του στα επείγοντα του νοσοκομείου και είχα δει να καθαρίζουν το τραύμα και να ξεπλένουν το αίμα και να αρχίζουν να το ράβουν με σύρμα, μέχρι που μου ήρθε εμετός και τότε πήγα και κάθισα στην αίθουσα αναμονής στις πέντε τα ξημερώματα και άκουσα τους Eagles να τραγουδούν το «New Kid in Town» γεμάτος νοσταλγία για το Λος Άντζελες. Στεκόμαστε στην πόρτα του σπιτιού της Μπλερ στο Μπέβερλι Χιλς και ο Ντάνιελ παραπονιέται ότι τα γάντια είναι πολύ στενά και κολλάνε στα ράμματα, αλλά δεν τα βγάζει γιατί δεν θέλει οι άλλοι να δουν το λεπτό ασημένιο σύρμα που ξεπροβάλλει μέσα από το δέρμα του αντίχειρα και των δαχτύλων του. Η Μπλερ ανοίγει την πόρτα.
«Γεια σου κούκλε», λέει η Μπλερ. Φοράει μαύρο δερμάτινο μπουφάν, ασορτί παντελόνι και είναι ξυπόλητη∙ με αγκαλιάζει και μετά κοιτάζει τον Ντάνιελ.
«Ποιος είναι αυτός πάλι;» λέει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ο Ντάνιελ. Ντάνιελ, η Μπλερ», λέω.
Η Μπλερ του προτείνει το χέρι της και ο Ντάνιελ χαμογελάει και το δέχεται με μια χαλαρή χειραψία.
«Ελάτε μέσα, λοιπόν. Χρόνια πολλά».
Υπάρχουν δύο χριστουγεννιάτικα δέντρα, ένα στο καθιστικό κι άλλο ένα στο σαλόνι και έχουν και τα δυο τους
σκούρα κόκκινα φωτάκια που τρεμοπαίζουν και τους δίνουν χρώμα. Στο πάρτι βλέπω κάποια άτομα από το Λύκειο, που τα περισσότερα έχω να τα δω από την αποφοί-
τηση και στέκονται όλοι δίπλα στα δύο τεράστια δέντρα.
Ο Τρεντ, ένα μοντέλο που γνωρίζω, είναι κι αυτός εκεί.
«Γεια, Κλέι», λέει ο Τρεντ, μ’ ένα κοκκινοπράσινο φουλάρι τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του.
«Τρεντ!» λέω.
«Πώς είστε, μωρά μου;»
«Τέλεια. Τρεντ, από δω ο Ντάνιελ. Ντάνιελ, ο Τρεντ».
Ο Τρεντ προτείνει το χέρι του∙ ο Ντάνιελ χαμογελάει, διορθώνει τα γυαλιά του και το δέχεται με μια ανάλαφρη χειραψία.
«Έι, Ντάνιελ», λέει ο Τρεντ. «Πού σπουδάζεις;»
«Μαζί με τον Κλέι», λέει ο Ντάνιελ. «Εσύ;»
«Στο U.C.L.A. ή, όπως το λένε οι ανατολίτες, στο U.C.R.A.». Ο Τρεντ μιμείται την έκφραση ενός γέρου γιαπωνέζου με μάτια σχιστά, κεφάλι σκυμμένο, τα μπροστινά δόντια να πετάγονται, και συνοδεύει την παρωδία του μ’ ένα μεθυσμένο γέλιο.
«Εγώ πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο των Κακομαθημένων
Παιδιών», λέει η Μπλερ∙ συνεχίζει να χαμογελάει πλατιά
και περνάει τα δάχτυλά της ανάμεσα από τα μακριά ξαν-
θά μαλλιά της.
«Πού;» ρωτάει ο Ντάνιελ.
«Στο U.S.C.», λέει.
«Α, μάλιστα», λέει εκείνος. «Σωστά».
Η Μπλερ και ο Τρεντ γελάνε κι εκείνη αρπάζεται για
μια στιγμή από τον ώμο του για να μη χάσει την ισορροπία της. «Ή Jew.S.C.», λέει, σχεδόν με κομμένη ανάσα.
Τελικά η Μπλερ σταματάει να γελάει και καθώς περνάει από μπροστά μου πηγαίνοντας για την πόρτα μου λέει ότι πρέπει να δοκιμάσω το παντς.
«Πάω να φέρω το παντς», λέει ο Ντάνιελ. «Θέλεις λίγο, Τρεντ;»
«Όχι, ευχαριστώ». Ο Τρεντ κοιτάζει προς το μέρος μου και λέει: «Φαίνεσαι χλωμός».
Σημειώνω ότι πράγματι φαίνομαι χλωμός, σε σύγκριση με το βαθύ, σκούρο μαύρισμα του Τρεντ όπως και τις αποχρώσεις των περισσότερων από τους υπόλοιπους ανθρώπους
στο δωμάτιο. «Ήμουν τέσσερις μήνες στο Νιου Χάμσαϊρ».
Ο Τρεντ βάζει το χέρι στην τσέπη του. «Ορίστε», λέει
και μου δίνει μια επαγγελματική κάρτα. «Είναι η διεύθυν-
ση για ένα σολάριουμ στη Σάντα Μόνικα. Δεν είναι τεχνη-
τός φωτισμός ή κάτι τέτοιο, ούτε χρειάζεται να τρίψεις
κάψουλες με βιταμίνη Ε σε όλο σου το σώμα. Είναι κάτι
που το λένε λουτρό υπεριωδών ακτίνων κι αυτό που κά-
νουν είναι ότι σου βάφουν το δέρμα».
Σταματάω να ακούω τον Τρεντ έπειτα από λίγο και κοιτάζω τα τρία αγόρια, τους φίλους της Μπλερ που δεν γνωρίζω, που πάνε στο U.S.C.∙ είναι ξανθοί και μαυρισμένοι κι
ο ένας τραγουδάει τον σκοπό που ακούγεται από τα ηχεία.
«Δουλεύει», λέει ο Τρεντ.
«Τι δουλεύει;» ρωτάω αφηρημένος.
«Το λουτρό υπεριωδών. Λουτρό υπεριωδών. Δες την κάρτα που σου έδωσα, δικέ μου».
«Α, μάλιστα». Κοιτάζω την κάρτα. «Σου βάφουν το δέρμα, σωστά;»
«Σωστά». «Οκέι».
Κάνω μια παύση.
«Πώς τα πας;» με ρωτάει ο Τρεντ.
«Αδειάζω τις βαλίτσες μου», λέω. «Εσύ;»
«Να», λέει και χαμογελάει με περηφάνια. «Με δέχθηκε
ένα πρακτορείο μοντέλων, και πολύ καλό μάλιστα», με διαβεβαιώνει. «Και μάντεψε ποιος θα είναι όχι μόνο στο
εξώφυλλο του καταλόγου του International Male σε δύο μήνες, αλλά θα ποζάρει και για τον μήνα Ιούνιο στο ημερολόγιο του U.C.L.A.».
«Ποιος;» ρωτάω.
«Εγώ, ρε δικέ μου», λέει ο Τρεντ.
«International Male;»
«Ναι. Δεν μου αρέσει ο κατάλογός τους. Ο ατζέντης μου
τους είπε όχι γυμνό, ότι πρέπει να είναι όπως στις διαφημίσεις για τα Speedo και τα ρέστα. Δεν κάνω γυμνό».
Τον πιστεύω χωρίς να ξέρω γιατί και κοιτάζω γύρω
μου στο δωμάτιο για να δω αν ο Ριπ, ο ντίλερ μου, είναι στο πάρτι. Όμως δεν τον βλέπω και γυρίζω ξανά προς τον
Τρεντ και τον ρωτάω: «Ναι; Τι άλλο κάνεις;»
«Α, τα γνωστά. Πάω στο Nautilus, γίνομαι λιώμα, πάω
σ’ αυτό το μέρος με τις υπεριώδεις… αλλά. Μην πεις σε κανέναν ότι πάω εκεί, εντάξει;»
«Τι;»
«Λέω μην πεις σε κανέναν γι’ αυτό το μέρος με τις υπεριώδεις, εντάξει;» Ο Τρεντ δείχνει να ανησυχεί, σχεδόν να αγωνιά, και βάζω το χέρι μου στον ώμο του για να τον καθησυχάσω. «Α, ναι, μην ανυσυχείς».
«Έι», λέει κοιτάζοντας γύρω του στο δωμάτιο. «Έχω
να κάνω κάτι δουλίτσες. Τα λέμε πιο μετά, στο φαγητό», αστειεύεται και φεύγει.
Ο Ντάνιελ επιστρέφει με το παντς που είναι πολύ κόκ-
κινο και πολύ δυνατό και μου φέρνει έναν μικρό βήχα κα-
θώς το κατεβάζω. Από το σημείο που στέκομαι βλέπω τον
πατέρα της Μπλερ που είναι κινηματογραφικός παραγω-
γός να κάθεται σε μια γωνία της σάλας μ’ εκείνη τη νεαρή
ηθοποιό που νομίζω ότι πήγαινε στο σχολείο μου. Το αγό-
ρι του πατέρα της Μπλερ βρίσκεται επίσης στο πάρτι. Τον
λένε Τζάρεντ και είναι πολύ νέος, ξανθός και μαυρισμένος
και έχει μαύρα μάτια, εντυπωσιακά ίσια οδοντοστοιχία
και μιλάει με τα τρία αγόρια από το U.S.C. Βλέπω επίσης
τη μητέρα της Μπλερ, που κάθεται δίπλα στο μπαρ, πίνοντας ένα κοκτέιλ με βότκα∙ τα χέρια της τρέμουν καθώς πλησιάζει το ποτό στα χείλη της. Η φίλη της Μπλερ η Αλάνα μπαίνει στο σαλόνι, με αγκαλιάζει και τη συστήνω στον Ντάνιελ.
«Μοιάζεις πολύ με τον Ντέιβιντ Μπάουι», λέει στον Ντάνιελ η Αλάνα, που είναι ολοφάνερα κόκαλο από την κόκα. «Είσαι αριστερόχειρας;»
«Όχι, φοβάμαι πως όχι», λέει ο Ντάνιελ.
«Στην Αλάνα αρέσουν οι αριστερόχειρες», λέω στον Ντάνιελ.
«Που μοιάζουν με τον Ντέιβιν Μπάουι», μου υπενθυμίζει εκείνη.
«Και που ζουν στο Κόλονι», ολοκληρώνω.
«Ω, Κλέι, είσαι τόσο τέρας», λέει χαχανίζοντας. «Ο Κλέι είναι εντελώς τέρας», λέει στον Ντάνιελ.
«Ναι, το ξέρω», λέει ο Ντάνιελ. «Εντελώς τέρας».
«Ήπιες καθόλου παντς; Πρέπει να δοκιμάσεις», της λέω.
«Καλέ μου», λέει αργά, δραματικά. «Εγώ το έφτιαξα».
Γελάει και μετά εντοπίζει τον Τζάρεντ και σταματάει από-
τομα. «Ω, Θεέ μου, μακάρι ο πατέρας της Μπλερ να μην
καλούσε τον Τζάρεντ σε τέτοια πράγματα. Φέρνει τη μη-
τέρα της σε μεγάλη αμηχανία. Έτσι κι αλλιώς γίνεται λιώ-
μα, αλλά όταν είναι κι αυτός παρών το πράγμα γίνεται
χειρότερο». Γυρίζει προς τον Ντάνιελ και λέει: «Η μητέρα
της Μπλερ είναι αγοραφοβική». Γυρίζει και κοιτάζει ξανά
τον Τζάρεντ. «Την άλλη βδομάδα ο τύπος θα πάει στο
Ντεθ Βάλεϊ για γύρισμα, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορεί να περιμένει μέχρι τότε, μήπως καταλαβαίνετε εσείς;»
Η Αλάνα γυρίζει προς τον Ντάνιελ, έπειτα προς εμένα.
«Όχι», λέει σοβαρά ο Ντάνιελ.
«Ούτε εγώ», λέω κουνώντας το κεφάλι μου.
Η Αλάνα κοιτάζει προς τα κάτω κι έπειτα ξανά προς το
μέρος μου και λέει: «Είσαι λιγάκι χλωμός, Κλέι. Πρέπει να
πας στην παραλία».
«Μπορεί». Χαϊδεύω την κάρτα που μου έδωσε ο Τρεντ κι έπειτα τη ρωτάω αν θα φανεί ο Τζούλιαν.
«Μου τηλεφώνησε και άφησε μήνυμα, αλλά δεν μπορώ
να έρθω σε επαφή μαζί του», λέω.
«Ω, Θεέ μου, όχι», λέει η Αλάνα. «Απ’ ό,τι μαθαίνω είναι εντελώς κατεστραμμένος».
«Τι εννοείς;» ρωτάω.
Ξαφνικά τα τρία αγόρια από το U.S.C. και ο Τζάρεντ
γελούν δυνατά, ταυτόχρονα.
Η Αλάνα κάνει μια γκριμάτσα που δηλώνει δυσφορία.
«Ο Τζάρεντ άκουσε ένα ηλίθιο αστείο από το αγόρι του
που δουλεύει στο Μόρτον. “Ποια είναι τα δυο μεγαλύτερα ψέματα;” “Θα σε ξεπληρώσω και δεν θα τελειώσω στο
στόμα σου”». Ούτε εγώ το καταλαβαίνω. Θεέ μου, καλύτε-
ρα να πάω να βοηθήσω την Μπλερ. Η μαμά της πάει πίσω
από το μπαρ. Χάρηκα που σε γνώρισα, Ντάνιελ».
«Ναι, κι εγώ», λέει ο Ντάνιελ.
Η Αλάνα πηγαίνει προς την Μπλερ και τη μητέρα της
δίπλα στο μπαρ.
«Ίσως θα έπρεπε να της τραγουδήσω μερικά μέτρα από
το “Let’s Dance”», λέει ο Ντάνιελ.
«Ίσως».
Ο Ντάνιελ χαμογελάει. «Ω, Κλέι, είσαι τόσο τέρας».
Φεύγουμε μετά τον Τρεντ κι ένα από τα αγόρια από το
U.S.C. πέφτει πάνω στο δέντρο στο καθιστικό. Αργότερα
την ίδια νύχτα, όταν καθόμαστε οι δυο μας στην άκρη του μισοσκότεινου μπαρ στο Polo Lounge, δεν λέμε και πολλά.
«Θέλω να γυρίσω πίσω», λέει ο Ντάνιελ σιγανά, με προσπάθεια.
«Πού;» τον ρωτάω αβέβαια.
Ακολουθεί μια μεγάλη σιωπή απ’ αυτές που με φρικάρουν και ο Ντάνιελ τελειώνει το ποτό του και χαϊδεύει τα γυαλιά ηλίου που φοράει ακόμα και λέει: «Δεν ξέρω. Πίσω».
Η μητέρα μου κι εγώ καθόμαστε σε ένα εστιατόριο στο Μέλροουζ, εκείνη πίνει λευκό κρασί και παρ’ όλα αυτά φοράει τα γυαλιά ηλίου της∙ αγγίζει όλη την ώρα τα μαλλιά
της κι εγώ κοιτάζω διαρκώς τις παλάμες μου, που είμαι πολύ σίγουρος ότι τρέμουν. Προσπαθεί να χαμογελάσει
όταν με ρωτάει τι δώρο θα ήθελα για τα Χριστούγεννα.
Εκπλήσσομαι διαπιστώνοντας πόση προσπάθεια χρειάζεται για να σηκώσω το κεφάλι μου και να την κοιτάξω.
«Τίποτα», λέω.
Ακολουθεί μια σιωπή και μετά τη ρωτάω: «Εσύ τι θα ήθελες;»
Δεν λέει τίποτα για πολλή ώρα κι εγώ κοιτάζω ξανά τις
παλάμες μου κι εκείνη πίνει το κρασί της. «Δεν ξέρω. Θέλω
απλώς να περάσω όμορφα Χριστούγεννα».
Δεν λέω τίποτα.
«Φαίνεσαι δυστυχισμένος», λέει πολύ ξαφνικά.
«Δεν είμαι», της λέω.
«Φαίνεσαι δυστυχισμένος», λέει, πιο σιγανά αυτή τη φορά. Αγγίζει ξανά τα ντεκαπαρισμένα, ξανθωπά μαλλιά
της.
«Κι εσύ το ίδιο», λέω, ελπίζοντας να μην πει κάτι άλλο.
Πράγματι δεν λέει κάτι άλλο, μέχρι που τελειώνει το τρίτο ποτήρι κρασί και βάζει ένα τέταρτο.
«Πώς ήταν το πάρτι;»
«Οκέι».
«Πόσα άτομα ήταν;»
«Σαράντα. Πενήντα», λέω ανασηκώνοντας τους ώμους
μου.
Πίνει μια γουλιά κρασί. «Τι ώρα έφυγες;»
«Δεν θυμάμαι».
«Μία; Δύο;»
«Πρέπει να ήταν μία».
«Α». Κάνει άλλη μια παύση και πίνει άλλη μια γουλιά.
«Δεν ήταν πολύ καλό» λέω, κοιτάζοντάς την.
«Γιατί;» ρωτάει με περιέργεια.
«Γιατί απλώς δεν ήταν», λέω και κοιτάζω ξανά τα χέρια μου.
Είμαι με τον Τρεντ σ’ ένα κίτρινο τρένο που υπάρχει στη Σάνσετ. Ο Τρεντ καπνίζει και πίνει μια Pepsi κι εγώ κοιτάζω έξω από το παράθυρο τους προβολείς από τα αυτοκίνητα που περνούν. Περιμένουμε τον Τζούλιαν, που υποτίθεται ότι θα φέρει στον Τρεντ ένα γραμμάριο κόκα.
Ο Τζούλιαν έχει αργήσει ένα τέταρτο και ο Τρεντ είναι
νευρικός και ανυπόμονος κι όταν του λέω ότι θα έπρεπε
να ψωνίζει από τον Ριπ, όπως εγώ, αντί για τον Τζούλιαν, απλώς ανασηκώνει τους ώμους του. Τελικά φεύγουμε
και λέει πως ίσως μπορέσουμε να βρούμε τον Τζούλιαν
στο ουφάδικο στο Γουέστγουντ. Όμως δεν βρίσκουμε τον
Τζούλιαν στo ουφάδικο στο Γουέστγουντ και ο Τρεντ προτείνει να πάμε στο Fatburger και να τσιμπήσουμε κάτι. Λέει ότι πεινάει, ότι έχει καιρό να φάει, αναφέρει κάτι για νηστεία. Παραγγέλνουμε και πάμε το φαγητό σ’ ένα από τα σεπαρέ. Αλλά εγώ δεν πεινάω πολύ και ο Τρεντ προσέχει ότι το Fatburger μου δεν έχει τσίλι.
«Τι είναι αυτό πάλι; Τα Fatburger δεν τρώγονται δίχως τσίλι».
Τον κοιτάζω με μια γκριμάτσα και ανάβω ένα τσιγάρο.
«Χριστέ μου, τι μυστήριο τρένο είσαι. Μάλλον φταίει που έμεινες καιρό στο Νιου Χάμσαϊρ», μουρμουρίζει. «Χωρίς τσίλι. Αν είναι δυνατόν».
Δεν λέω τίποτα και προσέχω πως οι τοίχοι είναι βαμμένοι σ’ ένα πολύ έντονο, σχεδόν επώδυνο κίτρινο και κάτω
από το φως των λαμπτήρων φθορισμού μοιάζουν να φεγγοβολούν. Στο τζουκ μποξ οι Joan Jett and the Blackhearts τραγουδάνε το «Crimson and Clover». Χαζεύω τους τοίχους και ακούω τα λόγια. «Crimson and clover, over and over and over and over…» Ξαφνικά νιώθω δίψα, αλλά δεν
θέλω να πάω στον πάγκο και να παραγγείλω επειδή εκεί στέκεται ένα χοντρό κορίτσι με γιαπωνέζικα χαρακτηρι-
στικά στο λυπημένο της πρόσωπο που δέχεται παραγγελίες κι ένας σεκιουριτάς που γέρνει πάνω σ’ έναν άλλο κίτρινο τοίχο στο βάθος∙ κιαλάρει τους πάντες καχύποπτα
και ο Τρεντ συνεχίζει να κοιτάζει το Fatburger μου με μια
έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό του∙ υπάρχει κι ένας τύπος με κόκκινο μπλουζάκι και μακριά ίσια μαλλιά, που
κάνει ότι παίζει κιθάρα και ανοιγοκλείνει το στόμα του
τραγουδώντας τα λόγια και αρχίζει να κουνάει το κεφάλι
και το στόμα του ανοίγει. «Crimson and clover, over and over and over... Crimson and clo-oh-ver...» Είναι δύο το πρωί και κάνει ζέστη
σταματάει για
να μπει άλλο τραγούδι, τσιτώνω. Ακουμπάω την πλάτη
μου στον τούβλινο τοίχο και προσέχω δύο αγόρια που αγκαλιάζονται σε μια μισοσκότεινη γωνία. Ο Τρεντ κα-
ταλαβαίνει ότι είμαι σφιγμένος και μου λέει: «Τι θέλεις να
κάνω; Θέλεις κάνα Quaalude, έτσι;» Βγάζει ένα κουτάκι
για καραμέλες σε σχήμα καρτούν και τραβάει το κεφάλι
του Ντάφι Ντακ προς τα πίσω. Δεν λέω τίποτα, απλά κοι-
τάζω το κουτάκι για τις καραμέλες κι έπειτα το παίρνει
και στρίβει τον λαιμό του. «Αυτή είναι η Μιούριελ;»
«Όχι, το κορίτσι είναι μαύρο».
«Α ναι… έχεις δίκιο».
Σιωπή.
«Δεν είναι κορίτσι».
Αναρωτιέμαι πώς ο Τρεντ μπορεί να μπερδέψει έναν
μαύρο έφηβο, όχι ανορεξικό, με τη Μιούριελ, αλλά μετά
προσέχω ότι το μαύρο αγόρι φοράει φόρεμα. Κοιτάζω
τον Τρεντ και του λέω ξανά ότι πρέπει να φύγω.
«Ναι, όλοι πρέπει να φύγουμε», λέει. «Το είπες ήδη».
Έτσι κοιτάζω τα παπούτσια μου και ο Τρεντ βρίσκει
κάτι να πει. «Είσαι μεγάλος μπελάς». Συνεχίζω να κοιτάζω τα παπούτσια μου, μπαίνω σε πειρασμό να του ζητήσω να μ’ αφήσει να δω αυτό το κουτάκι για καραμέλες.
Δεν θέλω να γυρίσω πίσω στην κυρίως αίθουσα, αλλά συνειδητοποιώ ότι πρέπει να περάσεις από εκεί για να βγεις. Εντοπίζω τον Ντάνιελ, που μιλάει με ένα πολύ όμορφο μαυρισμένο κορίτσι που φοράει ένα κομμένο τι σερτ Heaven και ασπρόμαυρη μίνι φούστα και του ψιθυρίζω ότι φεύγουμε κι εκείνος μου ρίχνει ένα δολοφονικό
βλέμμα και μου λέει: «Μην αρχίζεις τις μαλακίες τώρα». Τελικά τον τραβάω από το μπράτσο και του λέω ότι είναι πολύ μεθυσμένος κι εκείνος μου λέει «Σώπα!». Φιλάει το κορίτσι στο μάγουλο και μας ακολουθεί προς την πόρτα, όπου στέκεται η Μπλερ και μιλάει μ’ ένα παιδί από το U.S.C.
«Φεύγουμε;» ρωτάει.
«Ναι», λέω, ενώ αναρωτιέμαι πού ήταν.
Βγαίνουμε έξω στη ζεστή νύχτα και η Μπλερ ρωτάει
«Λοιπόν, περάσαμε καλά;» αλλά κανείς δεν απαντάει κι εκείνη κοιτάζει προς τα κάτω.
Ο Τρεντ και ο Ντάνιελ στέκονται δίπλα στην BMW του
Τρεντ και ο Τρεντ βγάζει από το ντουλαπάκι του ταμπλό
τις ακαδημαϊκές σημειώσεις τού Καθώς Ψυχορραγώ και τις
δίνει στην Μπλερ. Αποχαιρετιόμαστε και φροντίζουμε να
σιγουρευτούμε ότι ο Ντάνιελ μπορεί να μπει στο αυτο-
κίνητό του. Ο Τρεντ λέει πως ίσως κάποιος από μας θα
έπρεπε να γυρίσει σπίτι τον Ντάνιελ με το αμάξι του αλλά
μετά συμφωνεί ότι θα ήταν πολλή φασαρία να τον πάει
και να τον φέρει ξανά πίσω αύριο. Κι εγώ πάω την
σπίτι της στο Μπέβερλι Χιλς και χαϊδεύει τις σημειώσεις αλλά δεν λέει τίποτε παρά μόνο όταν προσπαθεί
να ξύσει τη σφραγίδα από το χέρι της και λέει: «Γάμησέ τα. Μακάρι να μη χρειαζόταν να βάλουν αυτή τη μαύρη σφραγίδα στο χέρι μου. Δεν φεύγει με την καμία». Και
μετά αναφέρει πως παρόλο που έλειπα για τέσσερις μήνες
δεν την πήρα τηλέφωνο ούτε μια φορά. Της λέω ότι λυπάμαι και στρίβω στη Χόλιγουντ Μπούλεβαρντ επειδή έχει
πολλά φώτα και παίρνω τη Σάνσετ κι έπειτα φτάνω στον
δρόμο της και χώνομαι στο ιδιωτικό δρομάκι του κήπου
της. Φιλιόμαστε και προσέχει ότι σφίγγω το τιμόνι πολύ
δυνατά και κοιτάζει τις γροθιές μου και λέει: «Τα χέρια
σου είναι κόκκινα», και βγαίνει από το αμάξι.
Είμαστε στο Μπέβερλι Χιλς για ψώνια κοντά στο μεσημέρι. Η μητέρα μου, οι δυο αδελφές μου κι εγώ. Η μητέρα μου έχει ξοδέψει τον περισσότερο χρόνο στο NeimanΜarcus και οι αδελφές μου είχαν πάει στο Jerry Magnin και
είχαν αγοράσει κάτι με τον χρεωστικό λογαριασμό του πατέρα μου. Την περισσότερη ώρα εγώ κάθομαι στο μπαρ
του La Scala Boutique, πλήττω του θανατά, καπνίζω και
πίνω κόκκινο κρασί. Τελικά, η μητέρα μου εμφανίζεται με
τη Mercedes της, παρκάρει μπροστά από το La Scala και
με περιμένει. Σηκώνομαι και αφήνω λίγα χρήματα στον
πάγκο∙ έπειτα μπαίνω στο αμάξι και ακουμπάω το κεφάλι
μου στο μαξιλαράκι του καθίσματος.
«Βγαίνει με το μεγαλύτερο μωρό», λέει μία από τις αδελφές μου.
«Πού σπουδάζει;» ρωτάει η άλλη με ενδιαφέρον.
«Στο Χάρβαρντ».
«Σε ποιο έτος;»
«Τελευταίο. Ένα έτος πάνω απ’ αυτήν».
«Άκουσα πως το σπίτι τους έχει βγει για πούλημα», λέει η μητέρα μου.
«Αναρωτιέμαι αν κι αυτός είναι για πούλημα», μουρμουρίζει η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές μου, που νομίζω ότι είναι δεκαπέντε, και οι δυο τους χαχανίζουν από
το πίσω κάθισμα.
Ένα φορτηγό με συσκευές βιντεοπαιχνιδιών δεμένες
στην καρότσα περνάει και οι αδελφές μου βαράνε κόκκινο.
«Ακολούθα αυτά τα βιντεοπαιχνίδια!» διατάσσει η μία.
«Μαμά, τι θα ’λεγες να ζητήσω από τον μπαμπά να μου
πάρει ένα Galaga για τα Χριστούγεννα;» ρωτάει η άλλη, βουρτσίζοντας τα κοντά ξανθά μαλλιά της. Είναι δεκατριών. Νομίζω.
«Τι είναι το Galaga;» ρωτάει η μητέρα μου.
«Ένα βιντεοπαιχνίδι», λέει η μία.
«Έχετε Atari», λέει η μητέρα μου.
«Το Atari είναι φτηνό», λέει, δίνοντας τη βούρτσα στην
άλλη αδελφή μου, που έχει επίσης ξανθά μαλλιά.
«Δεν ξέρω», λέει η μητέρα μου, διορθώνοντας τα γυαλιά της και ανοίγοντας την ηλιοροφή. «Απόψε θα φάω μαζί του».
«Πολύ ενθαρρυντικό», λέει σαρκαστικά η μεγαλύτερη αδελφή.
«Πού θα το βάλουμε;» ρωτάει η μία.
«Τι πράγμα;» ρωτάει με τη σειρά της η μητέρα μου.
«Το Galaga! To Galaga!» ουρλιάζουν οι αδελφές μου.
«Στο δωμάτιο του Κλέι, φαντάζομαι», λέει η μητέρα μου.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.
«Μαλακίες! Ούτε με σφαίρες!» ουρλιάζει η μία. «Ο Κλέι
δεν μπορεί να έχει Galaga στο δωμάτιό του. Η πόρτα του είναι πάντα κλειδωμένη».
«Ναι, Κλέι, αυτό μου τη δίνει άσχημα», λέει η μία με τσιριχτή φωνή.
«Γιατί κλειδώνεις την πόρτα σου Κλέι, τέλος πάντων;»
Δεν λέω τίποτα.
«Γιατί κλειδώνεις την πόρτα σου, Κλέι;» ξαναρωτάει η
μία, δεν ξέρω ποια.
Εξακολουθώ να μη λέω τίποτα. Σκέφτομαι ν’ αρπάξω
μια από τις τσάντες από το MGA ή το Camp Beverly Hills ή
ένα κουτί με παπούτσια από το Privilege και να τα πετάξω
έξω απ’ το παράθυρο.
«Μαμά, πες του να μου απαντήσει. Γιατί κλειδώνεις
την πόρτα σου, Κλέι;»
Γυρίζω. «Γιατί εσείς οι δύο μου κλέψατε μισό γραμμά-
ριο κοκαΐνη την τελευταία φορά που την άφησα ανοιχτή.
Να γιατί».
Οι αδελφές μου δεν λένε τίποτα. Στο ραδιόφωνο μπαί-
νει το «Teenage Enema Nurses in Bondage» ενός γκρουπ
που λέγεται Killer Pussy και η μητέρα μου ρωτάει αν είμα-
στε υποχρεωμένοι να το ακούσουμε αυτό και οι αδελφές
μου της λένε να το δυναμώσει και κανείς δεν λέει τίποτε
άλλο μέχρι που το τραγούδι τελειώνει. Όταν φτάνουμε
σπίτι, η μικρότερη αδελφή μου μού λέει τελικά έξω, δίπλα
στην πισίνα. «Λες βλακείες. Άμα θέλω βρίσκω κόκα και
μόνη μου».
Ο
ψυχίατρος που βλέπω τις τέσσερις εβδομάδες που είμαι στην Καλιφόρνια είναι νεαρός, οδηγεί μια 450 SL και έχει μούσι και σπίτι στο Μάλιμπου. Συνήθως κάθομαι στο γραφείο του στο Γουέστγουντ με τα στόρια κλειστά και
φοράω τα γυαλιά μου καπνίζοντας ένα τσιγάρο, κάποιες φορές με άρωμα γαρύφαλλο, μόνο και μόνο για να τον εκνευρίσω∙ κάποιες φορές κλαίω. Άλλες φορές του βάζω
τις φωνές κι εκείνος μου τις ανταποδίδει. Του λέω ότι έχω εξωφρενικές σεξουαλικές φαντασιώσεις και το ενδιαφέρον του εντείνεται αισθητά. Κάποτε αρχίζω να γελάω
χωρίς λόγο και μετά παθαίνω ναυτία. Μερικές φορές του
λέω ψέματα. Εκείνος μου λέει για την ερωμένη του και τις
επισκευές που κάνει στο σπίτι του στο Τάχο κι εγώ κλείνω
τα μάτια μου και ανάβω άλλο ένα τσιγάρο, τρίζοντας τα δόντια μου. Κάποιες φορές απλώς σηκώνομαι και φεύγω.
Κάθομαι στο Du Par’s στο Στούντιο Σίτι, περιμένοντας
την Μπλερ, την Αλάνα και την Κιμ. Μου είχαν τηλεφωνή-
σει και μου ζήτησαν να πάμε σινεμά παρέα, αλλά νωρίτε-
ρα εκείνο το απόγευμα είχα πάρει κάτι βάλιουμ και είχα αποκοιμηθεί, έτσι δεν μπορούσα να είμαι έτοιμος έγκαιρα
για να τις συναντήσω για το σινεμά. Οπότε τους είπα ότι
θα τους συναντούσα στο Du Par’s. Κάθομαι σε ένα σεπαρέ
κοντά σ’ ένα μεγάλο παράθυρο και ζητάω από τη σερβιτό-
ρα έναν καφέ αλλά εκείνη δεν μου φέρνει τίποτε∙ έχει ήδη
αρχίσει να σκουπίζει το τραπέζι δίπλα στο δικό μου και να
παίρνει την παραγγελία από ένα άλλο. Ίσως δεν μου φέρ-
νει τίποτα επειδή τα χέρια μου τρέμουν σαν τρελά. Ανάβω
ένα τσιγάρο και προσέχω τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα δίπλα στον κεντρικό πάγκο. Ένας πλαστικός Άγι-
ος Βασίλης φωτισμένος με νέον κρατάει ένα μπαστούνι με καραμέλες με μήκος ένα μέτρο και υπάρχουν ένα σωρό μεγάλα πράσινα και κόκκινα κουτιά που ακουμπούν πάνω
του και αναρωτιέμαι αν περιέχουν οτιδήποτε. Το βλέμμα
μου ξαφνικά εστιάζει στα μάτια ενός μικρόσωμου, μελαχρινού τύπου με έντονα χαρακτηριστικά που φοράει ένα
μπλουζάκι με στάμπα των Universal Studios και κάθεται
δύο σεπαρέ πιο πέρα. Με κοιτάζει κι εγώ χαμηλώνω το
βλέμμα μου και τραβάω μια ρουφηξιά, βαθιά, από το τσιγάρο. Ο άντρας συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα και το
μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως είτε δεν με βλέπει
ή δεν είμαι εκεί. Δεν ξέρω γιατί το σκέφτομαι αυτό. Οι
άνθρωποι φοβούνται να ενωθούν. Αναρωτιέμαι αν είναι για πούλημα.
Ξαφνικά η Μπλερ με φιλάει στο μάγουλο και κάθεται
στο σεπαρέ μαζί με την Αλάνα και την Κιμ. Η Μπλερ μου
λέει ότι σήμερα η Μιούριελ μπήκε στο νοσοκομείο για νο-
σηλεία από την ανορεξία. «Λιποθύμησε στο μάθημα του κινηματογράφου. Την πήγαν στο Σένταρς-Σινάι, που δεν
είναι και το πιο κοντινό νοσοκομείο στο U.S.C.», λέει η Μπλερ βιαστικά, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η Κιμ φοράει
ροζ γυαλιά ηλίου και ανάβει κι αυτή ένα κι έπειτα η Αλάνα
ζητάει άλλο ένα.
«Κλέι, θα έρθεις στο πάρτι της Κιμ, έτσι δεν είναι;» ρωτάει η Αλάνα.
«Ω, ναι, Κλέι. Πρέπει να έρθεις», λέει η Κιμ.
«Πότε είναι;» ρωτάω, ξέροντας ότι η Κιμ κάνει συνέχεια πάρτι, μια φορά τη βδομάδα ή κάτι τέτοιο.
«Κάπου κοντά στο τέλος της άλλης εβδομάδας», μου λέει, αν και συνειδητοποιώ ότι μάλλον εννοεί αύριο.
«Δεν έχω με ποιον να πάω», λέει ξαφνικά η Αλάνα. «Θεέ μου, δεν έχω με ποιον να πάω, γαμώτο». Κάνει μια παύση. «Μόλις το συνειδητοποίησα».
«Ο Κλιφ; Δεν θα πήγαινες με τον Κλιφ;» ρωτάει η Μπλερ.
«Δεν πάω με τον Κλιφ», λέει η Κιμ κοιτάζοντας την Μπλερ.
«Α, ναι, σωστά», λέει η Μπλερ.
«Εντάξει, αν πας εσύ με τον Κλιφ, εγώ θα πάω με τον Γουόρεν», λέει η Αλάνα.
«Μα νόμιζα ότι με τον Γουόρεν θα πήγαινες εσύ», λέει η Κιμ στην Μπλερ.
Ρίχνω μια λοξή ματιά στην Μπλερ.
«Θα πήγαινα, αλλά δεν βγαίνω πια με τον Γουόρεν», λέει η Μπλερ έπειτα από μια στιγμή.
«Δεν βγαίνατε ποτέ. Απλώς γαμηθήκατε. Δεν βγαίνατε», λέει η Αλάνα.
«Τέλος πάντων, τέλος πάντων», λέει η Μπλερ∙ ξεφυλλίζει τον κατάλογο, με λοξοκοιτάζει, μετά κοιτάζει αλλού.
«Εσύ κοιμήθηκες με τον Γουόρεν;» ρωτάει την Αλάνα
η Κιμ.
Η Αλάνα κοιτάζει την Μπλερ, μετά την Κιμ και μετά
εμένα και λέει: «Όχι». Κοιτάζει ξανά την Μπλερ και μετά
ξανά την Κιμ. «Εσύ;»
«Όχι, αλλά νόμιζα ότι με τον Γουόρεν κοιμόταν ο
Κλιφ», λέει η Κιμ, μπερδεμένη για μια στιγμή.
«Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά εγώ νόμιζα ότι ο
Κλιφ κοιμόταν μ’ αυτό το απαίσιο γκομενάκι από το Βά-
λεϊ που την είδε πάνκισσα, την Ντίντι Χέλμαν».
«Ω, αυτό δεν παίζει με τίποτα. Ποιος στο ’πε;» θέλει να
μάθει η Αλάνα.
Για μια στιγμή συνειδητοποιώ ότι μπορεί εγώ να έχω κοιμηθεί με την Ντίντι Χέλμαν. Συνειδητοποιώ επίσης ότι
μπορεί να έχω κοιμηθεί και με τον Γουόρεν. Δεν λέω τίποτε. Ίσως το ξέρουν ήδη.
«Η Ντίντι», είπε η Μπλερ. «Σε σένα δεν το είπε;»
«Όχι», λέει η Κιμ. «Δεν μου το είπε».
«Ούτε σε μένα», λέει η Αλάνα.
«Εντάξει λοιπόν, σε μένα το είπε», λέει η Μπλερ.
«Και τι ξέρει αυτή; Μένει στο Καλαμπάσας, για όνομα
του Θεού», λέει η Αλάνα μ’ ένα βογκητό.
Η Μπλερ το σκέφτεται για μια στιγμή και λέει αργά, ουδέτερα: «Αν ο Κλιφ κοιμήθηκε με την Ντίντι, τότε θα πρέπει να έχει κοιμηθεί και με… τον Ραούλ».
«Ποιος είναι ο Ραούλ;» ρωτούν η Αλάνα και η Κιμ την ίδια στιγμή.
Ανοίγω τον κατάλογό μου και προσποιούμαι ότι τον διαβάζω, ενώ αναρωτιέμαι αν εγώ έχω κοιμηθεί με τον Ραούλ. Το όνομα μου ακούγεται γνώριμο.
σ’
«Το άλλο αγόρι της Ντίντι. Συνέχεια πάει και μπλέκει
αυτά τα αηδιαστικά τρίο. Ήταν γελοία», λέει η Μπλερ
κλείνοντας τον κατάλογό της.
«Η Ντίντι είναι γελοία», λέει η Αλάνα.
«Ο Ραούλ είναι μαύρος, σωστά;» ρωτάει η Κιμ μετά
από λίγο.
Άρα λοιπόν δεν έχω κοιμηθεί με τον Ραούλ.
«Ναι. Γιατί;»
«Γιατί νομίζω ότι τον γνώρισα κάποτε σ’ ένα πάρτι
στα παρασκήνια του Roxy».
«Νόμιζα ότι είχε πεθάνει από υπερβολική δόση».
«Όχι, όχι. Είναι πολύ γλυκούλης. Νομίζω ότι είναι ο πιο όμορφος μαύρος που έχω δει ποτέ», λέει η Μπλερ.
Η Αλάνα και η Κιμ συμφωνούν γνέφοντας. Κλείνω τον
κατάλογό μου.
«Μα δεν είναι γκέι;» ρωτάει η Κιμ∙ δείχνει προβληματισμένη.
«Ποιος; Ο Κλιφ;» ρωτάει η Μπλερ.
«Όχι. Ο Ραούλ».
«Είναι αμφί. Αμφί», λέει η Μπλερ κι έπειτα, κάπως αβέβαια, προσθέτει: «Νομίζω».
«Δεν πιστεύω ότι κοιμήθηκε ποτέ με την Ντίντι», λέει η Αλάνα.
«Ούτε κι εγώ, για να πω την αλήθεια», λέει η Μπλερ.
«Τότε γιατί βγήκε μαζί του;»
«Της φαινόταν πολύ σικ να έχει μαύρο αγόρι», λέει η Μπλερ, που έχει πια βαρεθεί το συγκεκριμένο θέμα συζήτησης.
«Την παλιοβρώμα», λέει η Αλάνα μ’ ένα ψεύτικο ρίγος αηδίας.
Οι τρεις τους σταματάνε να μιλούν και σε λίγο η Κιμ
λέει: «Δεν ήξερα ότι ο Κλιφ είχε κοιμηθεί με τον Ραούλ».
«Ο Κλιφ έχει κοιμηθεί με τους πάντες», λέει η Αλάνα
και κάνει μια γκριμάτσα, ενώ η Κιμ και η Μπλερ βάζουν
τα γέλια. Η Μπλερ με κοιτάζει κι εγώ προσπαθώ να χαμο-
γελάσω∙ τότε η σερβιτόρα έρχεται και παίρνει την παραγγελία μας.
Όπως το είχα προβλέψει, το πάρτι της Κιμ είναι το ίδιο βράδυ. Πάμε μαζί με τον Τρεντ. Ο Τρεντ φοράει γραβάτα
όταν έρχεται σπίτι μου και μου λέει να φορέσω κι εγώ, έτσι διαλέγω μια κόκκινη. Όταν σταματάμε στο Σάντο Πιέτρο να τσιμπήσουμε κάτι πριν από το πάρτι, ο Τρεντ
βλέπει το είδωλό του σε μια βιτρίνα και βγάζει τη γραβά-
τα του και μου λέει να βγάλω κι εγώ τη δική μου, πάλι
καλά, μιας και στο πάρτι δεν φοράει κανείς.
Στο σπίτι στο Χόλμπι Χιλς μιλάω με πολλούς ανθρώ-
πους που μου λένε για κουστούμια από το Fred Segal και
εισιτήρια για συναυλίες και ακούω τον Τρεντ να λέει
στους πάντες πόση πλάκα έχει η αδελφότητα της οποίας
έγινε μέλος στο U.C.L.A. Μιλάω και με τον Πιρς, έναν φίλο
από το γυμνάσιο, και του ζητάω συγγνώμη που δεν του
τηλεφώνησα όταν έφτασα κι εκείνος μου λέει ότι δεν πειράζει, ότι είμαι χλωμός και ότι κάποιος έκλεψε την BMW
που του αγόρασε ο πατέρας του για δώρο αποφοίτησης.
Ο Τζούλιαν είναι κι αυτός στο πάρτι και δεν μοιάζει τόσο
χάλια όσο τον περιέγραψε η Αλάνα: είναι ακόμα μαυρισμένος, έχει ακόμα τα μαλλιά του κοντά και ξανθά, ίσως
είναι κάπως υπερβολικά αδύνατος αλλά κατά τ’ άλλα εί-
ναι όμορφος όπως πάντα. Ο Τζούλιαν λέει στον Τρεντ ότι λυπάται που δεν τον πέτυχε στο Carney’s τις προάλλες
και ότι ήταν πολύ απασχολημένος κι εγώ στέκομαι δίπλα
στον Τρεντ, που έχει μόλις τελειώσει το τρίτο τζιν με τόνικ και τον ακούω να λέει «Ήταν πολύ ανεύθυνο από μεριάς σου, γαμώτο» και κοιτάζω αλλού, ενώ αναρωτιέμαι
αν θα έπρεπε να ρωτήσω τον Τζούλιαν τι ήθελε όταν τηλεφώνησε και μου άφησε μήνυμα, αλλά όταν τα βλέμμα-
τά μας συναντιούνται και είμαι έτοιμος να πω γεια εκείνος κοιτάζει αλλού και μπαίνει στο καθιστικό. Η Μπλερ έρχεται κοντά μου χορεύοντας και τραγουδώντας τους
στίχους του «Do You Really Want to Hurt Me?», μάλλον κόκαλο από τη μαστούρα, και λέει ότι φαίνομαι χαρούμενος
και κούκλος και μου δίνει ένα πακέτο από το Jerry Magnin
και μου ψιθυρίζει «Χρόνια πολλά, αλεπουδίτσα» στο αυτί
και με φιλάει.
Ανοίγω το κουτί. Είναι ένα φουλάρι. Την ευχαριστώ
και της λέω ότι είναι πολύ όμορφο. Μου λέει να το φορέ-
σω για να δω αν μου κάνει κι εγώ της λέω ότι τα φουλά-
ρια συνήθως κάνουν σε όλους. Όμως επιμένει οπότε φο-
ράω το φουλάρι κι εκείνη χαμογελάει και μουρμουρίζει
«τέλειο» και γυρίζει πίσω στο μπαρ για να πάρει ένα ποτό.
Στέκομαι μόνος στη γωνία του καθιστικού με το φουλάρι
τυλιγμένο στον λαιμό μου και τότε προσέχω τον Ριπ, τον
ντίλερ μου, και νιώθω μεγάλη ανακούφιση.
Ο Ριπ φοράει χοντρά, φαρδιά ρούχα που μάλλον έχει αγοράσει στο Parachute και μια ακριβή μαύρη ρεπούμπλι-
κα και ο Τρεντ τον ρωτάει, καθώς έρχεται προς το μέρος
μου, αν κάνει πτώσεις με αλεξίπτωτο. «Κάνεις πτώσεις με αλεξίπτωτο; Το ’πιασες;» λέει ο Τρεντ χαχανίζοντας. Ο Ριπ
απλώς κοιτάζει τον Τρεντ ώσπου εκείνος σταματάει να χαχανίζει. Ο Τζούλιαν επιστρέφει στο δωμάτιο και είμαι
έτοιμος να πάω κοντά του και να του πω γεια, αλλά ο Ριπ
αρπάζει το φουλάρι που είναι τυλιγμένο στον λαιμό μου
και με τραβάει σ’ ένα άδειο δωμάτιο. Προσέχω ότι δεν
υπάρχουν έπιπλα στο δωμάτιο και αρχίζω να αναρωτιέ-
μαι γιατί∙ μετά ο Ριπ με χτυπάει ελαφρά στον ώμο και γελάει.
«Πώς τα πας;»
«Μια χαρά», λέω. «Γιατί δεν υπάρχουν έπιπλα εδώ μέσα;»
«Η Κιμ μετακομίζει», μου λέει. «Σ’ ευχαριστώ που ανταπέδωσες τις κλήσεις μου, αρχίδι».
Ξέρω ότι ο Ριπ δεν έχει δοκιμάσει να μου τηλεφωνήσει, αλλά λέω: «Συγγνώμη, έχω μόνο τέσσερις μέρες που έχω γυρίσει και… δεν ξέρω… αλλά σε γύρευα».
«Ορίστε λοιπόν, εδώ είμαι. Τι μπορώ να κάνω για σένα, δικέ μου;»
«Τι έχεις;»
«Τι μαθήματα έκανες στο Νιου Χάμσαϊρ;» με ρωτάει ο
Ριπ, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μου απαντήσει. Βγάζει από την τσέπη του δύο μικρά διπλωμένα φακελάκια.
«Λοιπόν, καλές τέχνες, γραφή και μουσική…»
«Μουσική;» με διακόπτει ο Ριπ κάνοντας τον ενθουσιασμένο. «Γράφεις μουσική;»
«Ναι, λιγάκι». Βάζω το χέρι στην πίσω τσέπη μου για να βγάλω το πορτοφόλι μου.
«Έι, έχω κάτι στίχους. Γράψε καμιά μουσική. Θα βγάλουμε εκατομμύρια».
«Εκατομμύρια από τι;»
«Θα γυρίσεις πίσω;» ρωτάει ο Ριπ, χωρίς να χάνει τον
χρόνο του.
Δεν λέω τίποτα, κοιτάζω μόνο το μισό γραμμάριο που
έχει χύσει σ’ έναν μικρό καθρέφτη χειρός.
«Ή σκοπεύεις να μείνεις… και να παίξεις μπάλα… στο
Λος Άντζελες;» Ο Ριπ γελάει και ανάβει ένα τσιγάρο. Μ’
ένα ξυράφι κόβει τον σωρό σε τέσσερις μεγάλες γραμμές
και μου δίνει ένα τυλιγμένο εικοσαδόλαρο κι εγώ σκύβω
και κάνω μια γραμμή.
«Πού;» ρωτάω, σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι μου και ρουφώντας τη μύτη μου.
«Ιησού Χριστέ», λέει ο Ριπ σκύβοντας. «Στη σχολή, ρε βλάκα».
«Δεν ξέρω. Μάλλον».
«Μάλλον». Ρουφάει και τις δύο γραμμές του∙ είναι τεράστιες και μακριές και μετά μου δίνει το εικοσαδόλαρο.
«Ναι», λέω∙ ανασηκώνω τους ώμους μου και σκύβω ξανά.
«Ωραίο φουλάρι. Πολύ γαμάτο. Μάλλον η Μπλερ σε γουστάρει ακόμα», λέει ο Ριπ μ’ ένα χαμόγελο.
«Ναι, μάλλον», λέω και κάνω την άλλη μακριά γραμμή.
«Μάλλον, μάλλον», λέει ο Ριπ γελώντας.
Χαμογελάω και ανασηκώνω ξανά τους ώμους μου. «Είναι καλή. Έχεις ένα γραμμάριο;»
«Δικό σου, φίλε». Μου δίνει έναν από τους μικρούς φακέλους.
Του δίνω δύο πενηντάρικα κι ένα εικοσάρικο και μου δίνει πίσω τα είκοσι και μου λέει: «Χριστουγεννάτικο δωράκι, εντάξει;»
«Ευχαριστώ πολύ, Ριπ».
«Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι πρέπει να γυρίσεις πίσω», λέει τσεπώνοντας τα χρήματα. «Μην τα γαμήσεις όλα. Μη γίνεις ρεμάλι».
«Σαν και σένα;» Μετανιώνω που το είπα. Ακούστηκε λάθος.
«Σαν και μένα, δικέ μου», λέει ο Ριπ μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό.
«Δεν ξέρω αν θέλω», αρχίζω να λέω.
«Τι εννοείς, δεν ξέρεις αν θέλεις;»
«Δεν ξέρω. Τα πράγματα δεν είναι και πολύ διαφορετικά εκεί».
Ο Ριπ αρχίζει να δείχνει ανήσυχος κι έχω την αίσθηση
ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Ριπ αν μείνω ή αν φύγω.
«Άκου, θα μείνεις καιρό για τα Χριστούγεννα, έτσι; Ένα μήνα, σωστά;»
«Ναι. Τέσσερις εβδομάδες».
«Ένα μήνα, ναι. Σκέψου το».
«Θα το σκεφτώ».
Ο Ριπ πηγαίνει στο παράθυρο.
«Δεν κάνεις πια τον ντι τζέι;» τον ρωτάω, ανάβοντας
ένα τσιγάρο.
«Ούτε με σφαίρες, φίλε». Περνάει το δάχτυλό του πάνω
απ’ τον καθρέφτη και τον τρίβει στα δόντια και τα ούλα
του, έπειτα γλιστράει τον καθρέφτη πίσω στην τσέπη του.
«Προς το παρόν τη βγάζω με το καταπίστευμα. Μπορεί να
γυρίσω πίσω όταν ξεμείνω. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι
νομίζω πως δεν θα ξεμείνω ποτέ», λέει γελώντας. «Έπιασα
ένα πολύ γαμάτο ρετιρέ στη Γουίλσαϊρ. Είναι φανταστικό».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Πρέπει να περάσεις μια βόλτα».
«Θα περάσω».
Ο Ριπ κάθεται στο περβάζι και λέει: «Νομίζω ότι η Αλά-
να θέλει να με γαμήσει. Εσύ τι λες;»
Δεν λέω τίποτε. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, καθώς
ο Ριπ δεν μοιάζει καθόλου με τον Ντέιβιντ Μπάουι, δεν
είναι αριστερόχειρας ούτε μένει στο Κόλονι.
«Εσύ τι λες, να τη γαμήσω;»
«Δεν ξέρω», λέω. «Ναι, γιατί όχι;»
Ο Ριπ κατεβαίνει από το περβάζι και λέει: «Άκου, πρέπει να περάσεις από το διαμέρισμα. Έχω ένα μπούτλεγκ
του Temple of Doom. Το πήρα τετρακόσια δολάρια. Πρέπει
να περάσεις, δικέ μου».
«Ναι, Ριπ, θα περάσω σίγουρα». Πηγαίνουμε προς την
πόρτα.
«Θα περάσεις;»
«Γιατί όχι;»
Όταν οι δυο μας μπαίνουμε στο καθιστικό, αυτά τα
δύο κορίτσια που δεν θυμάμαι με πλησιάζουν και μου
λένε ότι πρέπει να τους τηλεφωνήσω και η μία μου θυμίζει εκείνη τη νύχτα στο Roxy κι εγώ της λέω ότι έχουν
υπάρξει πολλές νύχτες στο Roxy κι εκείνη χαμογελάει και
μου λέει να της τηλεφωνήσω έτσι κι αλλιώς. Δεν είμαι σίγουρος αν έχω το νούμερο του συγκεκριμένου κοριτσιού
και πάνω που είμαι έτοιμος να της το ζητήσω, η Αλάνα
έρχεται κοντά μου και μου λέει ότι ο Ριπ την ενοχλεί και
αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Της λέω δεν νομίζω.
Και καθώς η Αλάνα αρχίζει να μιλάει για τον Ριπ, προ-
σέχω τον συγκάτοικο του Ριπ να χορεύει με την Μπλερ
δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκείνος της ψιθυ-
ρίζει κάτι στο αυτί και γελάνε και οι δύο κουνώντας τα κεφάλια τους.
Υπάρχει επίσης ένας μεγάλος σε ηλικία τύπος με μακριά
γκρίζα μαλλιά, πουλόβερ Giorgio Armani και μοκασίνια, που προσπερνάει την Αλάνα κι εμένα και αρχίζει να μιλάει
στον Ριπ. Ένα από τα αγόρια από το U.S.C. που ήταν στο
πάρτι της Μπλερ είναι ακόμα εκεί και κοιτάζει τον ηλικιω-
μένο, τον τύπο που είναι περίπου σαράντα-σαράντα πέντε
χρονών, και μετά γυρίζει προς ένα από τα κορίτσια που
με είχαν βρει στο Roxy και κάνει μια γκριμάτσα. Προσέχει
ότι τον κοιτάζω όταν το κάνει και χαμογελάει κι εγώ του ανταποδίδω το χαμόγελο και η Αλάνα συνεχίζει να μιλάει ασταμάτητα και ευτυχώς κάποιος ανοίγει την ένταση και ο Prince αρχίζει να ουρλιάζει. Η Αλάνα φεύγει μόλις μπαίνει
ένα τραγούδι που θέλει να χορέψει κι εκείνος ο τύπος από το U.S.C., o Γκρίφιν, με πλησιάζει και ρωτάει αν θέλω λίγη σαμπάνια. Του λέω ναι και πηγαίνει προς το μπαρ ενώ εγώ ψάχνω μια τουαλέτα για να κάνω άλλη μια γραμμή.
Πρέπει να περάσω από το δωμάτιο της Κιμ για να φτάσω εκεί, μιας και η κλειδαριά στη μία από τις κάτω τουαλέτες είναι σπασμένη, και καθώς φτάνω στην πόρτα της ο Τρεντ βγαίνει και την κλείνει.
«Πήγαινε στην κάτω τουαλέτα», μου λέει.
«Γιατί;»
«Γιατί ο Τζούλιαν, η Κιμ και ο Ντερφ γαμιούνται εκεί μέσα».
Απλώς στέκομαι εκεί. «Ο Ντερφ είναι εδώ;» ρωτάω.
«Έλα μαζί μου», λέει ο Τρεντ.
Ακολουθώ τον Τρεντ στο κάτω πάτωμα, βγαίνουμε από το σπίτι και φτάνουμε στο αυτοκίνητό του.
«Μπες μέσα», μου λέει.
Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στην BMW.
«Τι θέλεις;» τον ρωτάω όταν μπαίνει στη θέση του συνοδηγού.
Βάζει το χέρι στην τσέπη του και βγάζει ένα μικρό μπουκαλάκι.
«Λίγη κο-καΐνη», λέει με προσποιητή προφορά του νότου.
Δεν του λέω ότι ήδη έχω πάρει λίγη∙ βγάζει ένα χρυσό
κουταλάκι, το χώνει μέσα στη σκόνη κι έπειτα το φέρνει στη μύτη του και ρουφάει τέσσερις φορές. Μετά βάζει στο στερεοφωνικό του αυτοκινήτου την ίδια κασέτα που ακούγαμε στο πάρτι και μου δίνει το μπουκαλάκι και το κουταλάκι. Κάνω κι εγώ τέσσερις μυτιές∙ τα μάτια μου
δακρύζουν και ξεροκαταπίνω. Είναι διαφορετική κόκα από του Ριπ και αναρωτιέμαι αν την έχει πάρει από τον Τζούλιαν. Δεν είναι τόσο καλή.
«Γιατί δεν πάμε στο Παλμ Σπρινγκς για μια βδομάδα
όσο είσαι εδώ;» προτείνει.
«Στο Παλμ Σπρινγκς; Ναι, γιατί όχι;» του λέω. «Άκου, πάω ξανά μέσα».
Αφήνω τον Τρεντ μόνο στο αυτοκίνητο και γυρίζω
πίσω στο πάρτι∙ πλησιάζω στο μπαρ, εκεί που στέκεται ο Γκρίφιν κρατώντας δυο ποτήρια σαμπάνια. «Νομίζω ότι είναι λιγάκι ξεθυμασμένη», λέει.
«Τι;»
«Είπα ότι η σαμπάνια σου είναι ξεθυμασμένη».
«Α». Κάνω μια παύση, μπερδεμένος για μια στιγμή.
«Δεν πειράζει».
Την πίνω ούτως ή άλλως και μου βάζει άλλο ένα ποτήρι.