ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

Page 1


Προλογικά Οι Ιρλανδοί, όπως κάθε λαός, έχουν δίψα για δύναμη, μια δίψα να βρεθούν στη θέση του Κυρίαρχου που μπορεί να λέει στους άλλους πώς να φέρονται. Στους Ιρλανδούς, όμως, εκδηλώνεται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο αυτή η δίψα. Οφείλεται στο γεγονός πως χάσαμε τα παλαιά μας ήθη – τους απλούς νόμους, τα οχυρά μας και τις πατριές ως θεμέλια της κοινωνίας. Η διακυβέρνηση ρωμαϊκού τύπου δεν μας ταιριάζει. Πάντα καταλήγει να φέρνει βαθύ διαχωρισμό ανάμεσα σε Άρχοντες και Υπηκόους, με τους δεύτερους φυσικά να είναι πιο πολυπληθείς από τους πρώτους. Κάποιες φορές αυτό γίνεται αριστοτεχνικά, όπως στην περίπτωση της Αμερικής, με τη σταδιακή συσσώρευση δύναμης, νόμο με τον νόμο, από μια ελίτ που μονοπωλεί τη γνώση της μυστικής γλώσσας της αδικίας. Μην κατηγορείτε τους Άρχοντες. Ένας τέτοιος διαχωρισμός απαιτεί και πειθήνιους Υπηκόους. Ίσως τούτη είναι η μοίρα κάθε κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων και των μαρξιστών Ρώσων. Μπορεί κανείς να διακρίνει αυτή την ιδιαίτερη ανθρώπινη ροπή βλέποντας τους Σοβιετικούς και το πώς έφτιαξαν ένα σχεδόν ακριβές αντίγραφο του τσαρικού καθεστώτος: η ίδια παράνοια, η ίδια μυστική αστυνομία, ο ίδιος παντοδύναμος στρατός, τα τάγματα φονιάδων, τα Σιβηρικά στρατόπεδα του θανάτου, ο τρόμος που πνίγει τη δημιουργική φαντασία, η απέλαση όσων δεν γίνεται να φονευτούν ή να εξαγοραστούν. Σαν κάποια τρομερή, εύπλαστη ανάμνηση να στέκεται εκεί στο σκοτάδι του νου μας, πάντα έτοιμη να πάρει αρχέγονες μορφές με το που την αγγίξει η θερμότητα. Φοβάμαι για τη μορφή των πραγμάτων που μπορεί να προκύψει από τη θερμότητα της πανούκλας του Ο’Νίλ. Πραγματικά φοβάμαι γιατί καίει πολύ. Φίνταν Κρεγκ Ντόχενι


Ας έχει το κρεβάτι του στης κόλασης το σπιτικό για πάντα! Παλιά ιρλανδική κατάρα

Ήταν ένα συνηθισμένο γκρι βρετανικό Φορντ, πολύ οικονομικό μοντέλο, δεξιοτίμονο όπως συνηθίζεται στην Ιρλανδία. Αργότερα, ο Τζον Ρο Ο’Νίλ θα θυμόταν μες στο φως που πέρναγε από τα σύννεφα εκείνου του δουβλινέζικου απογεύματος το μπράτσο του οδηγού με το καφέ πουλόβερ να αναπαύεται στο ανοιγμένο παράθυρο. Ήταν η ανάμνηση του εφιάλτη σε μικρογραφία κι απέκλειε ό,τι άλλο περιλάμβανε η σκηνή εκείνη, εκτός από το αυτοκίνητο και το μπράτσο. Αρκετοί ακόμη αυτόπτες μάρτυρες παρατήρησαν ότι το μπροστινό αριστερό φτερό του Φορντ ήταν στραπατσαρισμένο. Το σημείο του χτυπήματος είχε πιάσει σκουριά. Από το κρεβάτι της στο νοσοκομείο, μια μάρτυρας είπε: «Έτσι που είχε στραπατσαριστεί, ήταν αιχμηρό και σκέφτηκα ότι κάποιος μπορεί να κοβόταν αν το ακούμπαγε.» Δύο από αυτούς που θυμόντουσαν το αυτοκίνητο να έρχεται από την οδό Λόουερ Λίσον γνώριζαν κάπως τον οδηγό, από τον καιρό που φορούσε την ταχυδρομική στολή. Ήταν ο Φράνσις Μπλέι, συνταξιούχος ταχυδρόμος ο οποίος δούλευε παρτ-τάιμ ως φύλακας σε μια οικοδομή στο Νταν Λίρι. Κάθε Τετάρτη, ο Μπλέι έφευγε νωρίς για το πόστο του ώστε να προλάβει να κάνει μερικές δουλειές και αμέσως μετά να πάει να πάρει τη γυναίκα του, την Τέσι. Κάθε Τετάρτη, η Τέσι περνούσε το πρωί της ως «βοηθός γραμματείας» σε ένα πρακτορείο της οδού Κινγκ. Η Τέσι το είχε συνήθεια να περνάει το υπόλοιπο της μέρας με τη χήρα αδερφή της, η οποία ζούσε σε 8


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

μια ανακαινισμένη αγροικία κοντά στην παράκαμψη του Νταν Λίρι, «λίγα μόνο λεπτά έξω από τη συνηθισμένη διαδρομή του Φράνσις.» Η μέρα ήταν Τετάρτη. 20 Μαΐου. Ο Μπλέι πήγαινε να πάρει την Τέσι. Η μπροστινή αριστερή πόρτα του Φορντ φαινόταν να μην έχει πάθει ζημιά από το ατύχημα που είχε τσαλακώσει το φτερό ήταν, ωστόσο, δεμένη με σύρμα για να μένει κλειστή· έτριζε κάθε φορά που το αυτοκίνητο τρανταζόταν. «Άκουσα το τρίξιμο όταν έστριψε στην Σαιντ Στίβενς Γκριν Σάουθ» είπε ένας μάρτυρας. «Ήταν θαύμα που δεν ήμουν στη γωνία της Γκράφτον στριτ όταν έγινε.» Ο Μπλέι έστριψε δεξιά από την Σαιντ Στίβενς Γκριν Σάουθ κι έτσι βγήκε στη Σαιντ Στίβενς Γκριν Γουέστ, κολλημένος στην αριστερή λωρίδα καθώς πήγαινε προς τη Γκράφτον. Υπήρχαν και καλύτερες διαδρομές για να πάει να πάρει την Τέσι αλλά αυτός ήταν «ο δρόμος του». «Του άρεσε να βλέπει τον κόσμο» είπε η Τέσι. «Ο Θεός να τον αναπαύσει. Αυτό έλεγε πως του έλειψε πιο πολύ όταν έφυγε από το ταχυδρομείο, ο κόσμος.» Ο Μπλέι, ξερακιανός καθώς ήταν και ρυτιδιασμένος, είχε εκείνη τη λιπόσαρκη όψη νεκρού που είναι συνηθισμένη μεταξύ ορισμένων γέρων Κελτών από τα νότια της Ιρλανδίας. Φορούσε ένα βρώμικο καφέ καπέλο σχεδόν της ίδιας απόχρωσης με το μπαλωμένο του πουλόβερ κι οδηγούσε με την υπομονετική αδιαφορία ανθρώπου που έκανε συχνά την ίδια διαδρομή. Για την ακρίβεια, μάλλον του άρεσε να χασομερά στο μποτιλιάρισμα. Εκείνη η άνοιξη ήταν κρύα και βροχερή και, παρόλη τη συννεφιά, το στρώμα των νεφών είχε αραιώσει και υπήρχε μια αίσθηση ότι μπορεί να άνοιγε ο καιρός. Λίγοι από τους περαστικούς είχαν μαζί τους ομπρέλα. Τα δέντρα του πάρκου του Σαιντ Στίβεν, στα δεξιά του Μπλέι, ήταν καταπράσινα.Καθώς 9


FRANK HERBERT

το Φορντ σερνόταν μες στο μποτιλιάρισμα, ο άνθρωπος που το κοίταζε από το παράθυρο στον τέταρτο όροφο της Ιρλανδικής Κινηματογραφικής Λέσχης έγνεψε ικανοποιημένος. Στη ώρα του ήρθε. Είχαν επιλέξει το Φορντ του Μπλέι εξαιτίας της συνέπειάς του κάθε Τετάρτη. Επιπλέον, ο Μπλέι δεν το έβαζε στο γκαράζ του σπιτιού τους με την Τέσι στην οδό Ντέβιτ. Το άφηνε παρκαρισμένο απέξω, πλάι σ’ έναν χοντρό φράχτη θάμνων και μπορούσε κανείς να το πλησιάσει βγαίνοντας από τον δρόμο και περνώντας από ένα μονοπάτι προστατευμένο χάρη σε κάποιο παρκαρισμένο φορτηγάκι. Και το προηγούμενο βράδυ είχε όντως υπάρξει ένα τέτοιο φορτηγάκι που κάλυπτε το μονοπάτι. Οι γείτονες το είδαν, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε να το σχολιάσει τότε. «Παρκάρανε συχνά σ’ εκείνο το σημείο» είπε κάποιος. «Πού να το φανταστούμε;» Ο παρατηρητής στο κτίριο της Κινηματογραφικής Λέσχης είχε πολλά ονόματα, μα είχε γεννηθεί ως Τζόζεφ Λίο Χέριτι. Ήταν μικρόσωμος, γεμάτος και γεροδεμένος με μακρύ, λεπτό πρόσωπο και χλωμό, σχεδόν διάφανο δέρμα. Ο Χέριτι είχε τα ξανθά του μαλλιά χτενισμένα ολόισια προς τα πίσω, σε σημείο που σχεδόν άγγιζαν τον γιακά του. Τα ανοιχτά καστανά του μάτια ήταν βαθουλωτά κι είχε μύτη ελαφρώς στραβή με πεταχτά ρουθούνια απ’ όπου εξείχαν τρίχες. Από το παρατηρητήριό του στον τέταρτο ο Χέριτι επόπτευε όλο το σκηνικό του δράματος που θα πυροδοτούσε. Ακριβώς απέναντί του, τα ψηλά δέντρα του πάρκου σχημάτιζαν ένα τείχος φυλλώματος και περιέκλειαν τη ροή των αυτοκινήτων και των πεζών. Το άγαλμα του Ρόμπερτ Έμμετ στεκόταν στην ίδια ευθεία με αυτόν, μέσα στο πάρκο, και στα αριστερά του υπήρχε μια ασπρόμαυρη πινακίδα που έδειχνε προς τις τουαλέτες. Το Φορντ του Μπλέι είχε σταματήσει μες στο μποτιλιάρισμα στα αριστερά του παραθύ10


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

ρου του Χέριτι. Ένα λευκό τουριστικό λεωφορείο με ρίγες μπλε και κόκκινες στο πλάι δέσποζε δίπλα στο μικρό Φορντ. Το καυσαέριο ήταν πυκνό ακόμα και στο ύψος του τέταρτου ορόφου. Ο Χέριτι έλεγξε την πινακίδα του Μπλέι για να σιγουρευτεί. Ναι, JIA-5028. Εξάλλου, φαινόταν και το τσαλακωμένο φτερό μπροστά αριστερά. Η ροή των αυτοκινήτων έκανε να συρθεί εμπρός και μετά σταμάτησε και πάλι. Ο Χέριτι κοίταξε αριστερά του, κατά τη γωνία της οδού Γκράφτον. Είδε τις ταμπέλες του Κόσμου των Παιχνιδιών και της Επενδυτικής Πέρμανεντ στο ισόγειο του τούβλινου κτιρίου, το οποίο σύντομα θα στέγαζε την Τράπεζα του Όλστερ1. Είχαν γίνει και διαμαρτυρίες γι’ αυτό: μια άθλια πορεία με μερικά πανό που ξεθύμανε γρήγορα. Η Τράπεζα είχε ισχυρούς φίλους στην κυβέρνηση. Ο Μπάρνι κι οι δικοί του, σκέφτηκε ο Χέριτι. Νομίζουνε πως δεν ξέρουμε για το σχέδιό τους να τα βρούνε μ’ αυτούς απ’ το Όλστερ! Το Φορντ του Μπλέι σύρθηκε ακόμη λίγα μέτρα προς τη γωνία και σταμάτησε και πάλι. Στο σημείο όπου η οδός Γκράφτον και η Σαιντ Στίβενς Γκριν συναντιόντουσαν είχε πολλούς πεζούς. Σχεδόν κάτω από το παράθυρο του Χέριτι είχε σταματήσει ένας φαλακρός με σκούρο μπλε κουστούμι και κοίταζε τη μαρκίζα του σινεμά. Δυο νεαροί που έσπρωχναν τα ποδήλατά τους πεζή προσπέρασαν τον φαλακρό προσεκτικά. Η κυκλοφορία παρέμενε στάσιμη. Ο Χέριτι κοίταξε το αυτοκίνητο του Μπλέι από ψηλά. Έδειχνε τόσο αθώο αυτό το αμάξι. Ο Χέριτι ήταν ο ένας εκ των δύο που πήγαν από το κρυμμένο στους θάμνους φορτηγάκι στο σημείο που πάρκαρε ο Μπλέι το προηγούμενο βράδυ. Είχε

1. Σ. τ. Μ: Το Όλστερ (Ulster) είναι μία από τις ιστορικές επαρχίες της Ιρλανδίας στο βόρειο τμήμα του νησιού, με ιδιαίτερη ιστορία και λογοτεχνική παράδοση. Μετά την ενσωμάτωση στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνεκδοχικά αποκαλείται έτσι η Βόρεια Ιρλανδία και η ενωτική με τη Βρεττανία τάση. 11


FRANK HERBERT

στα χέρια του ένα ασουλούπωτο πλαστικό πακέτο σαν παραμορφωμένο στρείδι που το κόλλησαν κάτω από το αυτοκίνητο του Μπλέι. Στο εσωτερικό αυτού του πακέτου βρισκόταν ένας μικροσκοπικός ραδιοδέκτης. Ο πομπός βρισκόταν στο παράθυρο μπροστά στον Χέριτι. Ήταν ένα μικρό, μαύρο, μεταλλικό ορθογώνιο κι είχε μια λεπτή συρμάτινη κεραία και δυο διακόπτες μέσα σε εσοχές – ο ένας βαμμένος κίτρινος κι ο άλλος κόκκινος. Ο κίτρινος όπλιζε. Ο κόκκινος έστελνε το σήμα. Μια ματιά στο ρολόι του έδειξε στον Χέριτι ότι ήδη είχαν περάσει πέντε λεπτά από την Ώρα Μηδέν. Δεν έφταιγε ο Μπλέι. Έφταιγε η καταραμένη η κίνηση. «Μέχρι και το ρολόι σου μπορείς να συντονίσεις με βάση τον Μπλέι» είχε πει ο επικεφαλής της επίλεκτης ομάδας τους. «Ο παλιόγερος θα έπρεπε να οδηγεί τραμ.» «Τι πολιτικών απόψεων είναι;» είχε ρωτήσει ο Γκριβς. «Ποιος νοιάζεται για τις πολιτικές του απόψεις;» απάντησε ο Χέριτι. «Είναι ιδανικός και θα πεθάνει για ιερό σκοπό.» «Ο δρόμος θα είναι γεμάτος κόσμο» είχε πει ο Γκριβς. «Και σίγουρα θα είναι γεμάτος τουρίστες, όσο γεμάτη Βρεττανούς είναι η κόλαση.» «Εμείς τους προειδοποιήσαμε να σταματήσουν τους τύπους του Όλστερ» είχε πει ο Χέριτι. Ο Γκριβς έκανε σαν γριά ώρεςώρες! «Ξέρουν τι τους περιμένει όταν δεν μας ακούνε.» Ήταν όλα κανονισμένα λοιπόν. Και τώρα το αυτοκίνητο του Μπλέι σερνόταν ξανά προς τη γωνία της Γκράφτον, προς μια μάζα πεζών που πιθανόν περιελάμβανε και τουρίστες. Ο Τζον Ρο Ο’Νίλ, η σύζυγός του Μαίρη και τα πεντάχρονα δίδυμα Κέβιν και Μερίντ θα μπορούσαν να θεωρηθούν τουρίστες, αν και ο Τζον υπολόγιζε ότι θα έμεναν έξι μήνες στην Ιρλανδία μέχρι να ολοκληρώσει την έρευνα για την οποία είχε υποτροφία του Ιδρύματος Πάστερμορν από το Νιου Χέβεν του Κονέκτικατ: «Επισκόπηση των Γενετικών Ερευνών για τον Ιρλανδικό Πληθυσμό». 12


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

Ο τίτλος τού φαινόταν πομπώδης μα ήταν απλώς προκάλυμμα. Πραγματικός στόχος της έρευνας ήταν ο βαθμός αποδοχής της νέας γενετικής από τους Ρωμαιοκαθολικούς, το κατά πόσο τούτοι οι άνθρωποι είχαν μπει στη διαδικασία να ασχοληθούν με τις εκρηκτικές δυνατότητες της μοριακής βιολογίας. Το όλο εγχείρημα τον απασχολούσε πολύ εκείνο το πρωινό της Τετάρτης, αλλά οι απαραίτητες προετοιμασίες απαιτούσαν την προσοχή του. Κάτι που έπρεπε να γίνει άμεσα ήταν το να μεταφέρει χρήματα από την Αμερική στην ιρλανδική Τράπεζα Αλάιντ Άιρις. Η Μαίρη ήθελε να πάει να αγοράσει πουλόβερ «για να είναι ζεστά τα παιδάκια μας τα βράδια». «Μάλιστα» την πείραξε ο Τζον καθώς έφευγαν από το ξενοδοχείο Σέρμπορν και έμπαιναν στην κοσμοσυρροή τουριστών και επιχειρηματιών στο δρόμο, «τέσσερις μόλις μέρες στην Ιρλανδία και ήδη μιλάς σαν ντόπια». «Και γιατί όχι;» είπε αυτή. «Και οι δυο μου οι γιαγιάδες ήταν απ’ το Λίμερικ.» Γέλασαν και προσέλκυσαν μερικά περίεργα βλέμματα. Τα παιδιά τραβολογούσαν τη Μαίρη ανυπομονώντας να πάνε για ψώνια. Της πήγαινε της Μαίρης η Ιρλανδία, σκέφτηκε ο Τζον. Είχε χλωμό, καθαρό δέρμα και σκούρα μπλε μάτια. Τα κορακάτα μαλλιά της – «ισπανικά» τα έλεγαν οι δικοί της – πλαισίωναν το μάλλον στρογγυλό της πρόσωπο. Πρόσωπο γλυκό. Ιρλανδέζικο δέρμα κι ιρλανδέζικα χαρακτηριστικά. Έσκυψε και τη φίλησε πριν πάρει το δρόμο του. Το πρόσωπό της κοκκίνισε λίγο αλλά ευχαριστήθηκε με την εκδήλωση των αισθημάτων του και του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο πριν χωριστούν. Ο Τζον απομακρύνθηκε σβέλτα σιγοτραγουδώντας έναν σκοπό μες στα χείλη του. Του φάνηκε διασκεδαστικό μόλις συνειδητοποίησε ποιος ήταν: «Oh What a Beautiful Mornin’». Το ραντεβού του Τζον εκείνη την Τετάρτη για «μεταφορά συναλλάγματος» ήταν στις δύο μμ. στην Τράπεζα Αλάιντ Άι13


FRANK HERBERT

ρις, γωνία Γκράφτον και Τσάταμ. Μια πινακίδα με το που έμπαινες στην τράπεζα, με γράμματα λευκά σε μαύρο φόντο, έγραφε: «Εξυπηρέτηση πελατών άλλων τραπεζών: πρώτος όροφος». Ένας φύλακας με στολή τον οδήγησε από τη σκάλα στον πρώτο και τον πήγε στο γραφείο του διευθυντή της τράπεζας, του Τσαρλς Μάλρεϊν, ενός μικρόσωμου, νευρικού ανθρώπου με μαλλιά στο χρώμα του λιναριού και χλωμά γαλάζια μάτια πίσω από γυαλιά με χρυσό σκελετό. Ο Μάλρεϊν το είχε συνήθειο να αγγίζει τις άκρες του στόματός του με τον δείκτη του, πρώτα αριστερά και μετά δεξιά, κι έπειτα να χαϊδεύει απότομα τη σκούρα γραβάτα του από πάνω προς τα κάτω. Αστειεύτηκε σχετικά με το γραφείο του στον πρώτο όροφο, «αυτόν που στα αμερικάνικα λέτε δεύτερο». «Όντως σε μπερδεύει μέχρι να το συνηθίσεις», συμφώνησε ο Τζον. «Λοιπόν!» Άγγιξε γρήγορα τα χείλη και τη γραβάτα του. «Καταλαβαίνετε ότι αυτό κανονικά θα το κάναμε στα κεντρικά, αλλά…» «Όταν μιλήσαμε, με διαβεβαίωσαν πως…» «Είναι για διευκόλυνση του πελάτη» είπε ο Μάλρεϊν. Σήκωσε τον φάκελο από το γραφείο του, κοίταξε μέσα κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το ποσό αυτό… Παρακαλώ, περιμένετε εδώ με την άνεσή σας. Πάω να φέρω τα απαραίτητα έγγραφα μια στιγμή κι επιστρέφω.» Ο Μάλρεϊν έφυγε χαρίζοντας στον Τζον ένα τυπικό χαμόγελο από την πόρτα. Ο Τζον πήγε στο παράθυρο και άνοιξε τη βαριά κουρτίνα για να δει την οδό Γκράφτον από ψηλά. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο μέχρι και την αψιδωτή πύλη του πάρκου του Σαιντ Στίβεν, δυο τετράγωνα πιο πάνω στη Γκράφτον. Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν δυο-δυο, γέμιζαν τον δρόμο και σέρνονταν προς το μέρος του. Ένας εργάτης καθάριζε το στηθαίο στην οροφή 14


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

του εμπορικού κέντρο απέναντι διαγώνια – μια ασπροντυμένη μορφή με μια μακριά βούρτσα, με φόντο πέντε καμινάδες. Κοιτώντας την κλειστή πόρτα του γραφείου του διευθυντή, ο Τζον αναρωτήθηκε πόσο θα αργούσε ο Μάλρεϊν. Ήταν όλα τόσο επίσημα εκεί μέσα, διάολε. Ο Τζον κοίταξε το ρολόι του. Η Μαίρη θα ερχόταν με τα παιδιά σε μερικά λεπτά. Σχεδίαζαν να πάνε για τσάι και μετά ο Τζον θα κατέβαινε τη Γκράφτον για να πάει στο Τρίνιτι Κόλετζ και να πιάσει δουλειά στην βιβλιοθήκη του κολλεγίου – θα ξεκινούσε και στην πράξη την ερευνητική του εργασία. Πολύ αργότερα, ο Τζον θα θυμόταν εκείνα τα λιγοστά λεπτά στο παράθυρο του διευθυντή της τράπεζας «στον πρώτο όροφο» και θα σκεφτόταν ότι χωρίς να το ξέρει μια άλλη αλληλουχία γεγονότων είχε τεθεί σε κίνηση, ένα πράγμα που ρόλαρε σαν κινηματογραφική ταινία, όπου το ένα πλάνο διαδέχεται το άλλο χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης. Και όλη η υπόθεση επικεντρωνόταν στο παλιό αυτοκίνητο του Φράνσις Μπλέι κι έναν μικρό πομπό VHF στα χέρια ενός άντρα αποφασισμένου, ο οποίος παρακολουθούσε από κάποιο ανοιχτό παράθυρο που τη γωνία όπου η Γκράφτον διασταυρωνόταν με τη Σαιντ Στίβενς Γκριν. Ο Μπλέι, υπομονετικός όπως πάντα, προχωρούσε προσεκτικά με τον ρυθμό της κυκλοφορίας. Ο Χέριτι στο παράθυρο γύρισε τον διακόπτη της όπλισης στον πομπό του και σιγουρεύτηκε ότι η συρμάτινη κεραία εξείχε από το περβάζι. Καθώς ο Μπλέι πλησίαζε τη γωνία της Γκράφτον, η μάζα των πεζών τον ανάγκασε να σταματήσει και έτσι δεν πρόλαβε να στρίψει στο φανάρι. Άκουσε το τουριστικό λεωφορείο στα δεξιά του να αφήνει πίσω του την κίνηση με τον θόρυβο του βαρύ ντιζελοκινητήρα του. Γύρω από το κτίριο στα αριστερά του είχαν μπει κιγκλιδώματα και μια μεγάλη κόκκινη ταμπέλα με άσπρα γράμματα που κρεμόταν πάνω από το ανάστατο εργοτάξιο έγραφε «Κτίριο υπό Ανακαίνιση Τζ. Τότεναμ και Υιοί, ΕΠΕ». Ο Μπλέι κοί15


FRANK HERBERT

ταξε στα δεξιά του, παρατήρησε την μακρόστενη κυανόλευκη ταμπέλα του Καφέ Πρεστίζ και ξαφνικά ένιωσε να πεινάει. Το πεζοδρόμιο πλάι του κατακλυζόταν από ανθρώπους που περίμεναν να περάσουν στην Σαιντ Στίβενς Γκριν κι άλλους που πάλευαν να περάσουν ανάμεσα από τα αμάξια που ήταν ακινητοποιημένα στη Γκράφτον κι εμπόδιζαν τον Μπλέι να προχωρήσει. Η μάζα των πεζών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη γύρω από το αμάξι του Μπλέι, άνθρωποι περνούσαν και από μπρος του και από πίσω του. Μια γυναίκα με καφέ τουίντ παλτό, ένα λευκό πακέτο κάτω από τη δεξιά της μασχάλη και από ένα μικρό παιδί σε κάθε χέρι στάθηκε διστακτικά πλάι στο δεξί μπροστά φτερό του αυτοκινήτου του Μπλέι καθώς αναζητούσε κάποιο άνοιγμα μέσα από την πιεστική ροή των ανθρώπων. Ο Τζον Ρο Ο’Νίλ, που στεκόταν στο παράθυρο του διευθυντή της τράπεζας, αναγνώρισε τη Μαίρη. Την αναγνώρισε πρώτα από το γνώριμο τουίντ παλτό και έπειτα αναγνώρισε τη φιγούρα του κεφαλιού της με κείνα τα λαμπερά κορακάτα μαλλιά. Τα δίδυμα του τα έκρυβαν οι βιαστικοί ενήλικες ολόγυρα μα καταλάβαινε από τη στάση της Μαίρη ότι τα κρατούσε από το χέρι. Ένα πρόσκαιρο άνοιγμα στο πλήθος άφησε τον Τζον να διακρίνει την κορυφή του κεφαλιού του Κέβιν καθώς και το παλιό Φορντ με τον αγκώνα του οδηγού να εξέχει με το καφέ πουλόβερ του. Τι απέγινε αυτός ο αναθεματισμένος διευθυντής τέλος πάντων; αναρωτήθηκε ο Τζον. Η Μαίρη φτάνει σε λίγο στο ραντεβού μας. Άφησε τη βαριά δαντελένια κουρτίνα και κοίταξε ξανά το ρολόι του. Στο ανοιχτό παράθυρο πάνω και πίσω από τον Μπλέι, ο Χέριτι κούνησε το κεφάλι του. Απομακρύνθηκε ένα βήμα από το παράθυρο και γύρισε τον δεύτερο διακόπτη στον πομπό του. Το αμάξι του Μπλέι ανατινάχτηκε, διαλύθηκε από τη βάση. Η βόμβα εξερράγη σχεδόν κάτω από τα πόδια του Μπλέι και τον εκτόξευσε προς τα πάνω μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι της 16


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

οροφής του αμαξιού, με το κορμί του συντετριμμένο, διαμελισμένο και διαλυμένο. Ένα μεγάλο μέρος της οροφής πετάχτηκε προς τα πάνω διαγράφοντας αργά ένα τόξο κι έπεσε πάνω στο κτίριο της Επενδυτικής Πέρμανεντ διαλύοντας καμινάδες και κεραμίδια. Σε σχέση με άλλες δεν ήταν μεγάλη βόμβα, είχε όμως τοποθετηθεί αριστοτεχνικά. Το παλιό αμάξι έγινε κομμάτια από κοφτερό μέταλλο και γυαλί – μια πορτοκαλί σφαίρα φωτιάς πασπαλισμένη θανάσιμα θραύσματα. Ένα κομμάτι του καπό αποκεφάλισε τη Μαίρη Ο’ Νίλ. Τα δίδυμα έγιναν μέρος του αιμάτινου σωρού που έσκασε στον σιδερένιο φράχτη προς τον άλλη πλευρά του δρόμου, στο πάρκο του Σαιντ Στίβεν. Τα σώματά τους αναγνωρίστηκαν πιο εύκολα αργότερα επειδή ήταν τα μόνα παιδιά σε αυτή την ηλικία μες στο πλήθος. Ο Χέριτι δεν στάθηκε να δει το έργο του· τα είπε όλα ο ήχος. Έβαλε τον πομπό σε ένα μικρό και φθαρμένο πράσινο στρατιωτικό σακίδιο, τον κάλυψε με ένα παλιό κίτρινο πουλόβερ, έκλεισε το σακίδιο και το πέρασε στον ώμο του. Έφυγε από το κτίριο από την πίσω πόρτα περιχαρής και ικανοποιημένος. Ο Μπάρνι κι οι δικοί του θα λάμβαναν το μήνυμα! Ο Τζον Ο’Νίλ είχε αποστρέψει το βλέμμα από το ρολόι του ακριβώς πάνω στην ώρα για να δει την πορτοκαλί έκρηξη να τυλίγει τη Μαίρη. Οι βαριές κουρτίνες τον έσωσαν από τη θραύση του γυάλινου παράθυρου, συγκράτησαν όλα τα θραύσματα εκτός από ένα. Ένα μικρό κομμάτι γυαλί τον βρήκε στο κεφάλι. Το ωστικό κύμα τον παρέλυσε, πετώντας τον με την πλάτη σε ένα γραφείο. Έπεσε στο πλάι, αναίσθητος για μια στιγμή, μα γρήγορα ανασηκώθηκε γονατιστός καθώς ο διευθυντής όρμησε στο δωμάτιο και φώναξε: «Θεέ και Κύριε! Τι έγινε;» Ο Τζον σηκώθηκε τρεκλίζοντας κι αγνόησε την ερώτηση καθώς και την απάντηση που βούιζε στο μυαλό του σαν αντίλαλος της έκρηξης. Πέρασε ξυστά από τον διευθυντή της τράπεζας και βγήκε έξω. Το μυαλό του ήταν ακόμα σε σοκ μα το σώμα του 17


FRANK HERBERT

βρήκε τον δρόμο και κατέβηκε τα σκαλιά. Έδωσε μια με τον ώμο του σε μια γυναίκα στη βάση της σκάλας, την παραμέρισε και ξεχύθηκε στον δρόμο όπου άφησε το πλήθος να τον παρασύρει καθώς όρμαγε προς το σημείο της έκρηξης. Στον αέρα υπήρχε μυρωδιά καμένου σίδερου και ήχος από κλάματα και κραυγές. Μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα ο Τζον έγινε μέρος ενός πλήθους το οποίο συγκρατούσαν αστυνομικοί και πολίτες που έμειναν σώοι και τους ζητήθηκε να κρατήσουν την περιοχή γύρω από την έκρηξη κλειστή. Ο Τζον έριχνε αγκωνιές και σμπρωχνόταν για να βρεθεί μπροστά. «Η γυναίκα μου!» φώναξε. «Την είδα. Ήταν εκεί. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου!» Ένας αστυνομικός τον άρπαξε από τα μπράτσα και τον στριφογύρισε για να μην δει το σωρό από σκισμένα ρούχα και ματωμένες σάρκες που απλώνονταν στον δρόμο. Τα βογκητά των τραυματισμένων, οι εκκλήσεις για βοήθεια και τα ουρλιαχτά τρόμου έφεραν τον Τζον σε κατάσταση εξαλλοσύνης – η Μαίρη με χρειάζεται! Αγωνιζόταν να ελευθερωθεί από τον αστυνομικό. «Μαίρη! Ήταν ακριβώς μπροστά στο…» «Τα ασθενοφόρα έρχονται, κύριε! Έρχεται βοήθεια. Πρέπει να μείνετε ακίνητος. Δεν μπορείτε να περάσετε τώρα.» Μια γυναίκα στα αριστερά του Τζον είπε: «Αφήστε με να περάσω. Είμαι νοσοκόμα.» Περισσότερο από όλα, αυτό ήταν που σταμάτησε τον αγώνα του Τζον ενάντια στον αστυνομικό. Υπήρχε, λοιπόν, κόσμος που μπορούσε να βοηθήσει. Υπήρχε μια νοσοκόμα. «Θα καθαρίσει σε λίγο η κατάσταση» είπε ο αστυνομικός. Η φωνή του ήταν εξοργιστικά ήρεμη. «Έχετε ένα άσχημο κόψιμο στο κεφάλι. Ελάτε να σας πάω στο σημείο που θα έρθουν τα ασθενοφόρα.» Ο Τζον αφέθηκε να τον οδηγήσει μέσα από ένα άνοιγμα στο πλήθος καθώς έβλεπε τις ματιές των περίεργων και άκουγε 18


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

φωνές στα δεξιά του να βογκούν και κάποια να καλεί τον Θεό «να δει τι έγινε» – τις συγκλονισμένες φωνές που έλεγαν στον Τζον πράγματα που δεν ήθελε να αντικρίσει. Γνώριζε, ωστόσο. Και κατάφερε να δει λιγάκι πέρα από τον αστυνομικό που τον οδηγούσε σε έναν ανοιχτό χώρο μπροστά σε ένα κτίριο στην άλλη μεριά του πάρκου. «Ορίστε» είπε ο αστυνομικός. «Θα σας φροντίσουν εδώ πέρα.» Μετά είπε σε κάποιον άλλο: «Νομίζω ότι τον χτύπησε κάτι που πετάχτηκε· δεν φαίνεται να τρέχει άλλο αίμα». Ο Τζον στάθηκε με την πλάτη σε έναν ραγισμένο τούβλινο τοίχο από όπου ακόμη διαχεόταν σκόνη από την έκρηξη. Κάτω είχε σπασμένα γυαλιά. Από ένα ανοιχτό σημείο ανάμεσα στο πλήθος δεξιά του έβλεπε ένα τμήμα του ματωμένου χάους, τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν κι έσκυβαν πάνω από τις σκισμένες σάρκες. Του φάνηκε πως αναγνώρισε το παλτό της Μαίρης πίσω από έναν γονατιστό ιερέα. Κάπου μέσα του αντιλαμβανόταν τι έβλεπε. Το μυαλό του, ωστόσο, παρέμενε παγωμένο, παγερά κλειδωμένο σε περιορισμένες σκέψεις. Αν αφηνόταν να σκεφτεί ελεύθερα, τότε τα γεγονότα θα έτρεχαν – ο χρόνος θα έρρεε… ένας χρόνος δίχως Μαίρη και παιδιά. Ήταν σαν ένα μικροσκοπικό πετράδι επίγνωσης να κρατιόταν ανέπαφο μέσα του, καταλαβαίνοντας, γνωρίζοντας… αλλά τίποτε άλλο δεν έπρεπε να κινηθεί. Ένα χέρι άγγιξε το μπράτσο του. Ήταν σαν ηλεκτρισμός. Το ουρλιαχτό εξερράγη από μέσα του, αντιλάλησε γεμάτο πόνο στον δρόμο κι έκανε τον κόσμο να στραφεί προς το μέρος του. Το φλας κάποιου φωτογράφου τον τύφλωσε για λίγο κι έκοψε το ουρλιαχτό του που όμως εξακολουθούσε να το ακούει μες στο κεφάλι του. Ήταν κάτι παραπάνω από πρωτόγονη κραυγή. Ερχόταν από πιο βαθιά, από κάποιο μέρος του οποίου την ύπαρξη υποψιαζόταν και ενάντια στο οποίο δεν είχε καμιά άμυνα. Δυο ασπροντυμένοι τραυματιοφορείς τον άρπαξαν. Ένι19


FRANK HERBERT

ωσε να του βγάζουν το σακάκι και να του σκίζουν το πουκάμισο. Ένιωσε τρύπημα βελόνας στο μπράτσο του. Τον έχωσαν μες στο ασθενοφόρο και τον τύλιξε μια υπνηλία που κατέκλυσε τον νου του και έσβησε τη μνήμη του. Για πολύ καιρό ακόμα, η μνήμη του δεν θα αναπαρήγαγε εκείνα τα λεπτά του σοκ. Ήταν σε θέση να θυμηθεί το μικρό αυτοκίνητο, τον αγκώνα με το καφέ πουλόβερ στο ανοιχτό παράθυρο, μα τίποτε μετά από αυτά. Το ήξερε πως είχε δει ό,τι είχε δει: την έκρηξη, τον θάνατο. Τα γεγονότα είχαν αναγνωριστεί σε επίπεδο διανοητικής αντίληψης. Στεκόμουν σ’ εκείνο το παράθυρο, λογικά την είδα την έκρηξη. Όμως οι λεπτομέρειες βρίσκονταν πίσω από ένα προπέτασμα που δεν μπορούσε να διαπεράσει. Έστεκε παγωμένο μέσα του κι αποζητούσε από αυτόν να μην το αφήσει να λιώσει και τον αφανίσει.

20


Η απελπισία και το πένθος ταιριάζουν στον κέλτικο νου περισσότερο από τη χαρά και τη νίκη. Κάθε κέλτικη χαρά έχει και μια δόση πένθους. Κάθε νίκη οδηγεί στην απελπισία. Φίνταν Κρεγκ Ντόχενι

Ο Στίβεν Μπράουντερ διάβαζε για τη βομβιστική επίθεση στη Γκράφτον στριτ καθισμένος στο γρασίδι του προαύλιου της Ιατρικής Σχολής του Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ, στο Κορκ. Ως τριτοετής φοιτητής ο Μπράουντερ ήξερε πια αρκετά τη ρουτίνα της σχολής ώστε να εξασφαλίζει μια γεμάτη ώρα για μεσημεριανό και μια ευκαιρία να μελετήσει και να ξαποστάσει πριν τα μαθήματα. Πάντως, το μέρος το είχε επιλέξει γιατί το χρησιμοποιούσαν και μερικές φοιτήτριες νοσηλευτικής και η Κάθλιν Ο’Γκάρα ήταν συχνά εκεί, στην κομπανία του μεσημεριανού. Η μέρα ήταν ζεστή και το γεγονός αυτό είχε τραβήξει πολλούς ακόμη στο προαύλιο, καθώς όλοι τους προτιμούσαν το γρασίδι από το πέτρινο γοτθικό τερατούργημα της σχολής, το οποίο περισσότερο θύμιζε τις φυλακές που κάποτε λειτουργούσαν εκεί παρά τις σύγχρονες εγκαταστάσεις της Ιατρικής. Κρατούσε την εφημερίδα Ερευνητής του Κορκ απλώς για προκάλυμμα, μα τον είχε όντως απορροφήσει η φωτογραφία ενός ανθρώπου που ούρλια­ζε – «Αμερικανός Τουρίστας Χάνει την Οικογένειά του» – και διάβασε το άρθρο, κουνώντας πού και πού το κεφάλι του μπροστά στη φρίκη του πράγματος. Η προσοχή που έδειχνε ο Μπράουντερ για την Κάθλιν Ο’Γκάρα δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τις άλλες φοιτήτριες της νοσηλευτικής. Τώρα της έκαναν σχετικά πειράγματα. 21


FRANK HERBERT

«Να ’τος, Κέιτι. Θα σου δανείσω ένα μαντήλι για να το αφήσεις να σου πέσει μπροστά του.» Η Κέιτ κοκκίνισε μα δεν μπορούσε να μην κοιτάξει προς το μέρος του Μπράουντερ στην άλλη πλευρά του γρασιδιού. Ήταν ένας νέος αδύνατος και αδέξιος, με αχυρένια μαλλιά και μπλε μάτια τοποθετημένα σε απόσταση μεταξύ τους. Όλο του το παρουσιαστικό υποσχόταν πως θα γινόταν ένας από κείνους τους σκυφτούς παθολόγους που εμπνέουν μεγάλη πίστη στους ασθενείς τους με την ανυπέρβλητη καλοσύνη τους. Είχε μια ακλόνητη στοχαστικότητα που της άρεσε. Η συστολή σίγουρα θα εξελισσόταν στη μετριοπάθεια τον μορφωμένων και σε λίγη αφυψηλού αυστηρότητα που θα ταίριαζε πολύ με τα ωραία σμιλεμένα χαρακτηριστικά του. Ο Μπράουντερ σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Κέιτι. Σχεδόν αμέσως το έστρεψε αλλού. Δυο βδομάδες προσπαθούσε να βρει το θάρρος και τον τρόπο να της ζητήσει να βγούνε. Τώρα έψεξε τον εαυτό του που δεν της χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια γιατί τον έλκυε. Είχε σιλουέτα γεμάτη νιάτα, κάπως τετράγωνη μα όμορφη. Το δέρμα της είχε αυτές τις ωραίες επιφανειακές φλέβες που έδιναν έναν τόνο ροδαλό στο χρώμα της. Όσο για τα μαλλιά της – αυτά ήταν λαμπερά καστανοκόκκινα, κομμάτι της κληρονομιάς των Βίκινγκ, και τα σκούρα καστανά της μάτια ήταν βαλμένα κάπως βαθιά κάτω από ένα πλατύ μέτωπο. Γνώριζε πως ήταν εργατική, έξυπνη και χαρωπή ενώ είχε ακούσει μια συμφοιτήτριά της να λέει: «Καλλονή δεν την λες αλλά είναι αρκετά καλή για να βρει άντρα.» Είναι όμορφη με τον δικό της τρόπο, σκέφτηκε. Και πάλι την κοίταξε και τα μάτια τους διασταυρώθηκαν. Του χαμογέλασε και πιέστηκε να της χαμογελάσει κι εκείνος προτού κοιτάξει αλλού. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και έσκυψε 22


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

στην εφημερίδα για να ηρεμήσει. Η φωτογραφία του ανθρώπου που ούρλιαζε φαινόταν να τον κοιτάζει και του έφερνε παγωμάρα. Ολόκληρη η οικογένεια τούτου του κακόμοιρου χάθηκε σε εκείνη την έκρηξη – γυναίκα και δυο παιδιά. Προς στιγμή, ο Μπράουντερ φαντασιώθηκε τον εαυτό του παντρεμένο με την Κέιτ Ο’Γκάρα – με παιδιά φυσικά. Κι έπειτα να χάνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όλοι τους. Χωρίς καμιά προειδοποίηση. Κάθε τι μέσα στον Στίβεν Μπράουντερ που είχε επηρεάσει την επιλογή του επαγγέλματός του ένιωσε εξοργισμένο από την επίθεση εκείνη. Άξιζε όλο αυτό; Άραγε, ακόμη και η ενοποίηση όλης της Ιρλανδίας, για την οποία προσευχόταν με κάθε σοβαρότητα στις γιορτές, μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την πράξη; Μια ομάδα που αποσχίστηκε από τον ΙΡΑ, οι Πρόβος2, ανέλαβε την ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο του Ερευνητή. Ο Μπράουντερ είχε φίλους στον ΙΡΑ. Ένας από τους συμφοιτητές του έφτιαχνε εκρηκτικά γι’ αυτούς. Τις συμπάθειες των φοιτητών του Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ δεν ήταν δύσκολο να τις διαπιστώσει κανείς. Ήθελαν να φύγουν οι Βρετανοί. Έξω οι Βρετανοί! Ο Μπράουντερ ένιωθε διχασμένος μεταξύ των ρεπουμπλικανικών απόψεών του και του σοκ από αυτό που συνέβη σε κείνους τους ανθρώπους στο Δουβλίνο. Τριάντα ένας νεκροί· εβδομήντα έξι ακρωτηριασμένοι και τραυματίες. Κι όλα αυτά

2. Σ. τ. Μ.: “Irish Republican Army” και “Provisional Irish Republican Army”. Η δεύτερη οργάνωση αποσχίστηκε από τον κυρίως ΙΡΑ κι έμεινε ενεργή από το 1969 ως την συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998. Η διάκριση των δύο οργανώσεων δεν είναι πάντα σαφής. Και οι δυο στόχευαν στην ενοποίηση της Ιρλανδίας υπό αριστερό πολιτικό πρόσημο. 23


FRANK HERBERT

γιατί μερικοί στο Ντόιλ3 υποτίθεται ότι αμφιταλατεύονταν και συζητούσαν για «συμβιβασμό». Ποτέ δεν θα συμβιβάζονταν με τους Άγγλους. Ποτέ! Μα τι μπορούσαν να λύσουν οι βόμβες; Μια σκιά έπεσε στην εφημερίδα του. Ο Μπράουντερ σήκωσε το βλέμμα και είδε την Κέιτ Ο’Γκάρα να στέκεται εκεί και να τον κοιτάζει. Πετάχτηκε όρθιος βιαστικά πετώντας ένα εγχειρίδιο ανατομίας από τα πόδια του και αφήνοντας να του πέσει κάτω ένα μέρος της εφημερίδας. Την κοίταζε από πιο ψηλά τώρα και ξαφνικά κατάλαβε ότι ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερος. «Είσαι ο Στίβεν Μπράουντερ, σωστά;» ρώτησε. «Ναι. Ναι, εγώ είμαι.» Είχε φωνή γλυκιά και απαλή, σκέφτηκε. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο δυνατό προτέρημα ήταν για μια νοσηλεύτρια να έχει τέτοια φωνή. Ήταν φωνή καταπραϋντική. Του έδινε θάρρος. «Κι εσύ είσαι η Κέιτ Ο’Γκάρα» κατάφερε να πει. Του έγνεψε καταφατικά. «Σε είδα να διαβάζεις για κείνη την έκρηξη, στο Δουβλίνο. Τρομερό πράγμα.» «Ναι, ακριβώς» συμφώνησε. Έπειτα, προτού χάσει το θάρρος του: «Πρέπει να πας στο μάθημα αμέσως;» «Έχω μόνο λίγα λεπτά.» «Και τι ώρα τελειώνεις;» Κατάλαβε ότι κοκκίνισε όταν έκανε την ερώτηση. Χαμήλωσε το βλέμμα της. Τι ωραίες βλεφαρίδες που έχει, σκέφτηκε εκείνος. Στέκονταν σαν πούπουλα στα μάγουλά της. «Θα ήθελα να σε δω» είπε. Και τούτη ήταν η αλήθεια πέρα για πέρα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.

3. Σ. τ. Μ.: Dáil Éireann. Το Ντόιλ Έραν είναι ιρλανδικό νομοθετικό σώμα, παρόμοιο με τη Βουλή των Κοινοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. 24


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

«Με περιμένουν στο σπίτι στις πεντέμισι» είπε κοιτάζοντάς τον. «Ίσως να πάμε για τσάι φεύγοντας.» «Θα βρεθούμε εδώ μετά το μάθημα, λοιπόν;» ρώτησε εκείνος. «Ναι.» Του χαμογέλασε και βιάστηκε να φύγει με τις φίλες της. Μια από τις άλλες εκπαιδευόμενες νοσηλεύτριες που τους είχε παρακολουθήσει ψιθύρισε στο αυτή μιας φίλης: «Θεέ μου! Χαίρομαι που επιτέλους έγινε!»

25


Η Αγία Ιρλανδία ήταν απλώς ένα όνομα, ένας μύθος, ένα όνειρο δίχως σύνδεση με οποιαδήποτε πραγματικότητα. Ήταν η παράδοσή μας, κομμάτι της υπόληψής μας – μαζί με τον μύθο ότι μόνο δόξα κερδίσαμε από τις σπουδαίες μάχες. Πατήρ Μάικλ Φλάνερι

Ο Τζον Ρο Ο’Νίλ ξύπνησε αντικρίζοντας έναν ιερέα να στέκεται πλάι του και έναν γιατρό να στέκεται στην άκρη του κρεβατιού του. Ένιωθε το κρεβάτι από κάτω του και μύριζε τα αντισηπτικά. Βρισκόταν στο νοσοκομείο, λοιπόν. Ο γιατρός ήταν ψηλός και μεγάλος στην ηλικία, με γκρίζους κροτάφους. Φορούσε πράσινο μπουφάν με το στηθοσκόπιο στην τσέπη. Γιατί είμαι εδώ; αναρωτήθηκε ο Τζον. Ήταν θάλαμος νοσοκομείου, το έβλεπε: υπήρχαν κι άλλα κρεβάτια με ανθρώπους πάνω τους. Ήταν ένα δωμάτιο παντελώς απρόσωπο, ένα μέρος σχεδιασμένο με μοχθηρία ώστε να ακυρώνει την προσωπικότητα του ενοίκου – σαν κάποιος να είχε εργαστεί συνειδητά και με πολύ μίσος για να δημιουργήσει ένα μέρος που δεν θα απέπνεε καμία ανθρώπινη ζεστασιά. Αν αυτό το δωμάτιο δήλωνε κάτι, αυτό ήταν το «Δεν θα ζήσεις για πολύ εδώ μέσα». Ο Τζον προσπάθησε να καταπιεί. Ο λαιμός του πονούσε. Είχε ονειρευτεί τη Μαίρη. Στο όνειρο, κολυμπούσε μακριά του. Μια μεγάλη μπλε έκταση νερού ολόγυρα κι ούτε ήχος από τις κινήσεις της ακόμα και όταν φαινόταν οι παφλασμοί που προκαλούσαν. «Θα πάω να βρω τα παιδιά» του είπε. Αυτό το άκουσε, μα εξακολουθούσε να μην την ακούει να κολυμπάει. 26


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

Ο εαυτός του στο όνειρο είχε σκεφτεί: Φυσικά. Πρέπει να πάει στα παιδιά. Ο Κέβιν και η Μερίντ θα τη χρειάζονται. Στο όνειρο αισθανόταν το μυαλό της Μαίρη σαν δικό του. Το μυαλό της εξέπεμπε μια αίσθηση παράξενα κρυστάλλινη σαν να είχε προηγηθεί πυρετός. «Δεν μπορώ να νιώσω το σώμα μου» του είπε. «Καημένε Τζον. Σ’ αγαπώ.» Μετά ξύπνησε. Τα μάτια του έκαιγαν κι ήταν εκεί ο παπάς με τον γιατρό. Ήταν ένα μέρος πράσινο με οσμή φαινόλης, η οποία το διαφοροποιούσε από τις αναμνήσεις των αμερικανικών νοσοκομείων. Νοσηλεύτριες πηγαινοέρχονταν φορώντας τα σκουφάκια τους και όποτε κάποια τους τον έβλεπε ξύπνιο έφευγε αμέσως. Το στόρι ήταν κατεβασμένο στο μονό, ψηλό παράθυρο στα αριστερά του γιατρού: έξω είχε σκοτάδι. Άρα ήταν νύχτα. Το φως ερχόταν από γλόμπους που κρέμονταν γυμνοί από το ψηλό ταβάνι, στην άκρη μακριών καλωδίων. Ο γιατρός εξέταζε τον πίνακα που ήταν στερεωμένος με σπάγκο κι ένα γαντζάκι στην άκρη του κρεβατιού. «Είναι ξύπνιος» είπε ο ιερέας. Ο γιατρός άφησε τον πίνακα να κρέμεται από τον σπάγκο του και σήκωσε το βλέμμα του στο κρεβάτι μέχρι το πρόσωπο του Τζον. «Κύριε Ο’Νίλ, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα. Θα είστε περδίκι μέχρι το πρωί.» Στράφηκε από την άλλη και έφυγε. Ο ιερέας έσκυψε προς τον Τζον. «Είστε καθολικός, κύριε;» «Καθολικός;» Του φάνηκε τρελή η ερώτηση. «Είμαι… είμαι… ενορία της Αγίας Ρόζας…» Μα γιατί να πει στον παπά το όνομα της ενορίας του; Ο ιερέας ακούμπησε καθησυχαστικά το χέρι του στον ώμο του Τζον. «Εντάξει, εντάξει. Καταλαβαίνω. Μάλιστα.» Ο Τζον έκλεισε τα μάτια του. Άκουσε το σύρσιμο μιας καρέκλας στο πάτωμα κι όταν άνοιξε τα μάτια του είδε πως ο ιερέας είχε καθίσει και είχε φέρει το πρόσωπό του κοντά του. 27


FRANK HERBERT

«Είμαι ο πατήρ Ντέβον» είπε ο ιερέας. «Ξέρουμε ποιος είστε, κύριε Ο’Νίλ, χάρη στα πράγματά σας. Έχετε καμιά σχέση με τους Ο’Νίλ του Κουλέινι παρεμπιπτόντως;» «Τι;» Ο Τζον προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει. «Εγώ … όχι. Δεν ξέρω.» «Θα ήταν καλό να έχετε συγγενείς κοντά σας σε μια τέτοια στιγμή. Το σώμα της γυναίκας σας ταυτοποιήθηκε˙ από το πορτοφόλι της. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες.» Τι λεπτομέρειες; αναρωτήθηκε ο Τζον. Θυμόταν έναν σωρό από ματωμένο τουίντ μα δεν μπορούσε να τον τοποθετήσει σε χρόνο και χώρο. «Είναι πολύ άσχημα τα νέα που σας φέρνω, κύριε Ο’Νίλ» είπε ο πατήρ Ντέβον. «Τα παιδιά μας» αγκομάχησε ο Τζον αγκιστρωμένος στην ελπίδα. «Τα δίδυμα ήταν μαζί της.» «Ααα» είπε ο πατέρας Ντέβον. «Λοιπόν, μάλιστα, όσον αφορά αυτό, δεν το γνωρίζω. Έχουν περάσει κάποιες ώρες και η δύσκολη δουλειά έχει γίνει αλλά… Ήταν τα μικρούλια μαζί της όταν…» «Τα κρατούσε από τα χέρια.» «Τότε δεν θα έτρεφα πολλές ελπίδες. Τι φρικτό πράγμα! Να προσευχηθούμε για τις ψυχές των αγαπημένων σας;» «Να προσευχηθούμε;» ο Τζον στράφηκε από την άλλη και του ήρθε να πνιγεί. Άκουσε το σύρσιμο της καρέκλας και βήματα να πλησιάζουν. Μια γυναικεία φωνή είπε «Πάτερ…» και μετά κάτι που δεν διέκρινε ο Τζον. Ο ιερέας απάντησε με ψίθυρο χαμηλό και ακατάληπτο. Έπειτα ακούστηκε καθαρά η φωνή της γυναίκας: «Παναγία μου! Η γυναίκα του και τα δυο μικρά! Αχ, τον καημένο.» Ο Τζον κοίταξε προς τα πίσω και πρόλαβε να δει την αδελφή νοσοκόμα να φεύγει με την πλάτη της στητή. Ο ιερέας στεκόταν δίπλα του. 28


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

«Ήταν κι η γυναίκα σας και τα παιδιά σας καθολικοί κι αυτοί;» ρώτησε ο πατήρ Ντέβον. Ο Τζον κούνησε το κεφάλι. Ένιωθε ζάλη και πυρετό. Μα γιατί αυτές οι ερωτήσεις; «Μεικτός γάμος, ε;» ο πατέρας Ντέβον είχε βιαστεί να βγάλει λάθος συμπέρασμα κι ακουγόταν επικριτικός. «Εντάξει, η καρδιά μου είναι μαζί σας και πάλι. Ό,τι έμεινε το έχουν πάει στο νεκροτομείο. Μπορούμε να αποφασίσουμε το πρωί τι θα γίνει με ό,τι έμεινε.» Ό,τι έμεινε; σκέφτηκε ο Τζον. Μιλάει για τη Μαίρη και τα παιδιά. Ο γιατρός επέστρεψε και πήγε προς την άλλη μεριά του κρεβατιού, απέναντι από τον ιερέα. Ο Τζον κοίταξε κατά τη μεριά του γιατρού και είδε ότι η αδελφή είχε επανεμφανιστεί πλάι του ως δια μαγείας. Φορούσε άσπρη ποδιά πάνω από πράσινο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα μέσα σε ένα σφιχτό κεφαλόδεσμο. Το πρόσωπό της ήταν λεπτό και αυστηρό. Κρατούσε μια υποδερμική σύριγγα στο δεξί της χέρι. «Είναι κάτι για να σας βοηθήσει να κοιμηθείτε» είπε ο γιατρός. Ο πατήρ Ντέβον είπε: «Η Γκάρντα4 θα είναι εδώ το πρωί για να μιλήσετε. Ζητήστε να με δείτε μόλις φύγουν.» «Θα χαμηλώσουμε τα φώτα τώρα» είπε ο γιατρός. «Και πολύ καθυστερήσαμε.» Η αδελφή είχε αυστηρή φωνή και αρκετά ξινή, μια φωνή προστατευτική. Αυτό σκεφτόταν καθώς τον τύλιξε ο ύπνος. Το πρωί ήρθε με τον ήχο από το κροτάλισμα που έκαναν οι πάπιες πάνω σ’ ένα καρότσι. Ο Τζον ξύπνησε και είδε έναν ένστολο αστυνομικό να στέκεται εκεί που ήταν ο ιερέας.

4. Σ. τ. Μ.: Garda: η ιρλανδική αστυνομία. 29


FRANK HERBERT

«Είπαν ότι θα ξυπνούσατε σύντομα» είπε ο αστυνομικός· φωνή με γλυκιά χροιά, τετράγωνο πρόσωπο με πεταχτές φλέβες. Το πηλήκιό του το βαστούσε γερά κάτω από το αριστερό του μπράτσο. Έβγαλε ένα μικρό τετράδιο από την πλαϊνή του τσέπη κι ετοιμάστηκε να γράψει. «Δεν θα σας κουράσω πολύ, κύριε Ο’Νίλ. Αλλά σίγουρα καταλαβαίνετε ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κάνουμε.» «Τι θέλετε;» η φωνή του Τζον ήταν βραχνή. Το μυαλό του το ένιωθε ακόμα θολό. «Θα μου πείτε τι κάνατε στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας;» Ο Τζον κοίταξε τον αστυνομικό. Τι έκανα; Η ερώτηση περιπλανιόταν άσκοπα μες στην αντίληψη που είχε για τον χρόνο. Το μυαλό του το αισθανόταν βαρύ και κολλημένο. Έπρεπε να πιεστεί για να δώσει απάντηση. «Ήμουν … έχω χρηματοδότηση… κάνω έρευνα.» «Τι είδους έρευνα;» «Γεν… γενετική.» Ο αστυνομικός έγραφε στο σημειωματάριό του, κι έπειτα: «Και είναι αυτό το επάγγελμά σας; Ερευνητής;» «Δι… διδάσκω… μοριακή βιολογία, βιοχημεία… και…» Πήρε μια ανάσα βαθιά και τρεμάμενη. «Και στη Σχολή της Φαρμακευτικής επίσης.» «Και αυτό γίνεται στο Χάιλαντ Παρκ στην πολιτεία της Μινεσότα; Έχουμε δει τα χαρτιά σας όπως καταλαβαίνετε.» «Ναι… εκεί κοντά.» «Έχετε οικογένεια εδώ στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας;» «Θα το ψά… ψάχναμε.» «Μάλιστα.» Ο αστυνομικός έγραφε στο σημειωματάριό του. Ο Τζον πάλευε με ένα σφίξιμο στο στήθος. Βρήκε τη φωνή του για λίγο: «Ποιος… ποιος το έκανε;» «Παρακαλώ;» 30


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

«Τη βόμβα;» Το πρόσωπο του αστυνομικού πάγωσε. «Λένε ότι την ευθύνη την ανέλαβαν οι Πρόβος.» Παγωμάρα πλάκωσε τον Τζον. Το σκληρό μαξιλάρι κάτω από τον σβέρκο του το ένιωθε υγρό και κρύο. Την ευθύνη; Οι φονιάδες αναλαμβάνουν κι ευθύνες; Αργότερα ο Τζον θα θυμόταν τη στιγμή εκείνη ως την αρχή της οργής που κατέλαβε όλη του τη ζωή. Εκείνη ήταν η στιγμή που υποσχέθηκε: Θα το πληρώσετε. Ω, πόσο θα το πληρώσετε! Και στον νου του δεν υπήρξε καμιά αμφιβολία για το πώς θα τους έκανε να πληρώσουν.

31


Καταλαβαίνετε ότι αυτός ο άνθρωπος αλλάζει μόνος του κάθε πολιτική ισορροπία στον κόσμο; Στρατηγός Λούσιους Γκόραμ, σύμβουλος επί εξωτερικών θεμάτων του προέδρου των ΗΠΑ, απευθυνόμενος στον Υπουργό Άμυνας

Οι προειδοποιητικές επιστολές ξεκίνησαν να έρχονται στη διάρκεια της βδομάδας πριν την πρώτη επέτειο της βομβιστικής επίθεσης στην οδό Γκράφτον. Η πρώτη είχε υπολογιστεί να φτάσει την Ιρλανδία υπερβολικά αργά για να ληφθούν μέτρα. Άλλες στάλθηκαν σε ηγέτες του κόσμου που τις μεταχειρίστηκαν σαν φάρσα ή τις παραπέταξαν σε ειδικούς. Οι επιστολές ήταν πολυάριθμες αρχικά – σε ειδησεογραφικά τμήματα ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, σε εφημερίδες, σε πρωθυπουργούς, προέδρους και επικεφαλής εκκλησιών. Αργότερα, φάνηκε ότι μια από τις πρώτες επιστολές είχε ταχυδρομηθεί σε έναν συντάκτη εφημερίδας της Ο’Κόνελ στριτ στο Δουβλίνο. Ο συντάκτης Άλεξ Κόλμαν, ήταν άνθρωπος αδιαφανής και δυναμικός ο οποίος ήξερε να καλύπτει τις επιδιώξεις του με την ηπιότητα της συμπεριφοράς του ακόμα κι όταν γινόταν πολύ πιεστικός. Θεωρούνταν παράξενη περίπτωση μεταξύ των συναδέλφων του λόγω της προσήλωσής του στην εγκράτεια μα κανείς δεν αμφέβαλλε για τη διορατική του εγρήγορση ενώπιον ενός καλού ρεπορτάζ. Ο Κόλμαν διάβασε το γράμμα αρκετές φορές, κοιτώντας ενδιαμέσως πού και πού από το παράθυρό του στον τρίτο όροφο τον δρόμο κάτω, όπου η πρωινή κυκλοφορία του Δουβλίνου είχε 32


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

ήδη ξεκινήσει να πήζει ώσπου να γίνει το γνωστό, εκνευριστικό σημειωτόν. Φάρσα; Η υπόθεση δεν του άφηνε τέτοια αίσθηση. Οι προειδοποιήσεις και οι απειλές έκαναν το δέρμα του να ριγήσει. Ήταν δυνατόν αυτό; Τα λόγια απέπνεαν μόρφωση, λεπτότητα. Αυτό το πράγμα είχε δακτυλογραφηθεί σε καλό χαρτί. Έτριψε το χαρτί ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ακριβό. Ο Όνι Ο’Μούρ, ιδιαίτερος γραμματέας του Κόλμαν, είχε βάλει με συνδετήρα στο γράμμα τη σημείωση: «Ελπίζω να είναι φάρσα. Να τηλεφωνήσουμε στη Γκάρντα;» Άρα είχε καταφέρει να ταράξει και τον Όνι. Για άλλη μια φορά, ο Κόλμαν διάβασε ολόκληρο το γράμμα αναζητώντας έναν λόγο να το αγνοήσει. Άφησε για λίγο το γράμμα απλωμένο μπροστά του και πήρε τον Όνι στην ενδοεπικοινωνία. «Λέγετε.» Η φωνή του Όνι πάντα είχε κάτι το στρατιωτικά απότομο. «Όνι, έλεγξε το θέμα του νησιού Άκελ. Εντάξει; Μην πας γυρεύοντας. Μόνο βρες αν υπάρχει τίποτα το ασυνήθιστο.» «Αμέσως.» Ο Κόλμαν έστρεψε ξανά την προσοχή του στο γράμμα. Ήταν τόσο διαολεμένα άμεσο, τόσο καθαρό και σαφές. Πίσω του κρυβόταν ένα μυαλό πολύ δυνατό και… ναι, με τρομακτικό σκοπό. Υπήρχε και η γνωστή προειδοποίηση να δημοσιευτεί «διαφορετικά θα», αλλά ήταν… «Θα εξαπολύσω τα δέοντα αντίποινα στην Ιρλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Λιβύη.» Η διατύπωση της αιτιολόγησης κάτι έφερε στη μνήμη του Κόλμαν. «Μου κάνατε κακό σκοτώνοντας τους αγαπημένους μου. Θα το πληρώσετε από το ίδιο μου το χέρι. Σκοτώσατε τη Μαίρη 33


FRANK HERBERT

μου και τα δυο μας παιδιά, τον Κέβιν και τη Μερίντ. Πήρα τριπλό όρκο στη μνήμη τους. Η εκδίκησή μου θα είναι της ίδιας φύσεως.» Ο Κόλμαν πήρε πάλι την ενδοεπικοινωνία και ζήτησε από τον Όνι να τσεκάρει εκείνα τα ονόματα. «Και καθώς το κάνεις, πάρε και το Κολεγιακό Νοσοκομείο και κοίτα μήπως μπορείς να μου βρεις τον γιατρό Φιν Ντόχενι.» «Πρόκειται για τον Φίνταν Κρεγκ Ντόχενι;» «Σωστά.» Ο Κόλμαν διάβασε το γράμμα ακόμη μια φορά. Τον διέκοψε το τηλέφωνο και η ενδοεπικοινωνία ταυτόχρονα. Η φωνή του Όνι είπε: «Κύριε Κόλμαν, ο κύριος Ντόχενι είναι στη γραμμή.» Ο Κόλμαν σήκωσε το τηλέφωνο. «Φιν;» «Τι είναι τόσο φοβερά σημαντικό, Άλεξ; Ο Όνι Ο’Μούρ ακούγεται λες και τρελάθηκε.» «Έχω μια απειλητική επιστολή, Φιν. Κι έχει κάτι σημεία τεχνικού περιεχομένου. Θα με ακούσεις λίγο;» «Συνέχισε.» Η φωνή του Ντόχενι ακουγόταν σαν με ηχώ, πράγμα που υποδείκνυε ανοιχτή ακρόαση. «Είναι κάποιος άλλος μαζί σου;» ρώτησε ο Κόλμαν. «Όχι. Προς τι η ανησυχία;» Ο Κόλμαν αναστέναξε κι επικεντρώθηκε και πάλι στο γράμμα απομονώνοντας για τον Ντόχενι τις επιστημονικές αναφορές. «Είναι δύσκολο να κρίνω από ένα γράμμα μόνο» είπε ο Ντόχενι. «Αλλά δεν βρίσκω κάποιο λάθος στις αναφορές του στις διαδικασίες του ανασυνδυαζόμενου DNA. Δηλαδή, Άλεξ, με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να φτιαχτούν νέες ασθένειες… όμως αυτό…» «Μπορεί να είναι αληθινή η απειλή;» «Θα απαντούσα ναι με πάσα επιφύλαξη.» «Οπότε δεν πρέπει να το αγνοήσω αυτό το πράγμα;» 34


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

«Εγώ θα έπαιρνα τη Γκάρντα.» «Είναι τίποτε άλλο που πρέπει να κάνω;» «Εντάξει, θα το σκεφτώ αυτό λίγο και θα σε ξαναπάρω.» «Ένα πράγμα μόνο, Φιν! Μην σου ξεφύγει κουβέντα ώσπου να το πιάσω εγώ το θέμα.» «Α, εσείς οι ανακατώστρες οι δημοσιογράφοι!» Μα υπήρχε μια υποψία γέλιου στη φωνή του Ντόχενι και του Κόλμαν του φάνηκε καθησυχαστικό αυτό. Ναι με πάσα επιφύλαξη. Άρα ο Ντόχενι δεν ανησυχούσε πάρα πολύ. Και πάλι όμως θα γινόταν καλό άρθρο, σκέφτηκε ο Κόλμαν και ξανάβαλε το ακουστικό στη συσκευή. Θύμα βομβιστικής έκρηξης εκδικείται. Ειδικός ιατρός δηλώνει ότι είναι πιθανό. Η φωνή του Όνι ήρθε από την ενδοεπικοινωνία: «Κύριε Κόλμαν, εκείνη τη βόμβα στη γωνία Γκράφτον και Σαιντ Στίβενς Γκριν τη θυμάστε;» «Ώστε αυτό είναι, γαμώτο!» «Τρία από τα θύματα είχαν τα ονόματα της επιστολής. Υπήρξε μια Μαίρη Ο’Νίλ που σκοτώθηκε με τα δίδυμα παιδιά της, Κέβιν και Μερίντ.» «Από την Αμερική, ναι, το θυμάμαι.» «Ο σύζυγος ήταν στο παράθυρο μιας τράπεζας στον ίδιο δρόμο, λίγο πιο κάτω, και τα είδε όλα. Ονόματι…» Ο Όνι έκανε μια παύση και μετά είπε: «Καθηγητής Τζον Ρο Ο’Νίλ.» «Της ιατρικής είναι;» «Όχι, άλλου είδους. Είχε έρθει εδώ με μια χρηματοδότηση από εκείνες των ιδρυμάτων που θέλουν όλοι τους – μελετούσε την κατάσταση της γενετικής ή κάτι… ναι, αυτό λέει το άρθρο μας. Γενετική έρευνα.» «Γενετική» συλλογίστηκε ο Κόλμαν. «Κύριε Κόλμαν, σύμφωνα με το τότε άρθρο μας, αυτός ο Ο’Νίλ είχε κάποια σχέση με φυσικοχημεία – βιοφυσικός είναι 35


FRANK HERBERT

– και δίδασκε σε κάποια σχολή φαρμακευτικής στην Αμερική. Εδώ λέει ότι είχε και φαρμακείο εκεί πέρα.» Ο Κόλμαν ξαφνικά ανατρίχιασε. Ένιωσε ότι κάτι σατανικό είχε συρθεί κάτω από την επιφάνεια της χώρας του, ένα πράγμα πιο δηλητηριώδες από όλα τα φίδια που εκδίωξε ο Άγιος Πατρίκιος από την Ιρλανδία. Αυτή η βόμβα του ΙΡΑ μπορεί τελικά να γινόταν γνωστή ως το φρικτότερο λάθος στην ιστορία της ανθρωπότητας. «Κατάφερες τίποτα με το νησί Άκελ;» ρώτησε ο Κόλμαν. «Έχουν πέσει οι γραμμές. Να στείλουμε ελικόπτερο;» «Όχι ακόμα. Επικοινώνησε με τη Γκάρντα. Αν τα τηλέφωνα του Άκελ είναι κατεβασμένα, κάτι μπορεί να ξέρουν αυτοί. Έβγαλες αντίγραφα για το γράμμα;» «Δύο, κύριε Κόλμαν.» «Θα θέλουν το πρωτότυπο…» «Αν δεν έχουν ήδη το δικό τους.» «Το σκέφτηκα αυτό. Απλά δεν μ’ αρέσει να φανερώνουμε τους άσσους μας. Μπορεί και να ’χουμε το προβάδισμα στο όλο θέμα. Λοιπόν, θα πρέπει να το ρισκάρουμε.» Κοίταξε το γράμμα πάνω στο γραφείο του. «Έτσι κι αλλιώς, δεν νομίζω πως υπάρχει περίπτωση να μπορούν να βρουν αποτυπώματα.» «Προχωράμε για δημοσίευση δηλαδή;» «Όνι, με πιάνει σχεδόν φόβος στο ενδεχόμενο να μην το δημοσιεύσω. Έχει κάτι το ιδιαίτερο. Και το γεγονός ότι απομονώνει το Άκελ έτσι… Μια επίδειξη, το αποκαλεί.» «Κύριε, σκεφθήκατε τον πανικό που ίσως να…» «Όνι, κάλεσέ μου τη Γκάρντα.» «Αμέσως, κύριε!» Ο Κόλμαν πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε τη γυναίκα του στο σπίτι. Μίλησε σύντομα κι επιτακτικά. «Θα έχουμε προβλήματα με ένα άρθρο που πρόκειται να δημοσιεύσουμε» εξήγησε. «Θέλω να πάρεις τα παιδιά και να πας στον αδερφό σου στη Μαδρίτη.» 36


ΛΕΥΚΗ ΠΑΝΩΛΗ

Μόλις εκείνη πήγε να διαμαρτυρηθεί, την έκοψε: «Θα είναι άσχημα… πιστεύω. Αν είσαι εδώ, θα είμαι ευάλωτος. Μην σπαταλάς άλλο χρόνο· φύγε τώρα. Πάρε με από τη Μαδρίτη και θα σου εξηγήσω.» Άφησε το τηλέφωνο στη θέση του νιώθοντας κάπως ανόητος μα ανακουφισμένος. Πανικός; Αν αυτό το πράγμα αποδεικνυόταν αληθινό, ο πανικός δεν θα ήταν τίποτα. Κοίταξε επίμονα την επιστολή εστιάζοντας στην υπογραφή. «Ο Τρελός» Ο Κόλμαν έκανε ένα νεύμα άρνησης με το κεφάλι του και θυμήθηκε την ιρλανδική ιστορία του επιζώντα από το πλοίο -φέρετρο5 ο οποίος έφτιαξε έναν σταυρό από φτυάρια για τον τάφο της γυναίκας του στη νήσο Γκρος του Κεμπέκ κι ορκίστηκε: «Στον σταυρό, Μαίρη, ορκίζομαι ότι θα εκδικηθώ για τον θάνατό σου». Η γυναίκα του Ο’Νίλ λεγόταν Μαίρη. Και τώρα, αν ήταν όντως ο Ο’Νίλ αυτός, αυτοαποκαλούνταν απλώς «Ο Τρελός».

5. Σ. τ. Μ.: Coffin ships: τα καράβια που μετέφεραν Ιρλανδούς στην Αμερική την περίοδο 1845-49, ώστε να σωθούν από τον Μεγάλο Λιμό. Πολλοί πέθαιναν στο ταξίδι. 37


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.