H.P. Lovecraft #9

Page 1

Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, γεννημένος το 1890 στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ, μία από τις πρώτες πόλεις που ιδρύθηκαν στις ΗΠΑ, 66 χιλιόμετρα νότια της Βοστόνης, ανήκει στην κατηγορία των διάσημων συγγραφέων που όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκαν εν ζωή, αλλά δεν είδαν καν το έργο τους να δημοσιεύεται σε μορφή βιβλίου. Είναι επίσης ένας από τους –μάλλον μετρημένους στα δάχτυλα–συγγραφείς που το όνομά τους χρησιμοποιείται ως επίθετο για να περιγράψει μια ορισμένη κατάσταση, ατμόσφαιρα ή συναίσθημα· και το επίθετο «λαβκραφτικός» είναι συνώνυμο του σκοτεινού, του τρομακτικού, του ζοφερού και του απλησίαστου. Συνδυάζοντας τη μακάβρια σκέψη του Πόε με την ονειρική διάθεση του Ντάνσανι, των δύο λογοτεχνικών προτύπων του, ο εσωστρεφής, φιλάσθενος, μέγας βιβλιοφάγος αλλά και λάτρης της αστρονομίας Λάβκραφτ δημιούργησε ένα εξ ολοκλήρου δικό του σύμπαν υπερφυσικών όντων και μοχθηρών δυνάμεων που ορίζει μέχρι σήμερα τον τρόπο που γράφεται μια ιστορία «κοσμικού» τρόμου και φαντασίας, ταυτόχρονα όμως, όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, κατορθώνει και να εκφράσει την αγωνία της εποχής του, όσο κι αν ο ίδιος, απομονωμένος για μεγάλες περιόδους της ζωής του στο σπίτι του στο Πρόβιντενς, πιθανότατα δεν ήθελε πολλές σχέσεις μαζί της. Γιατί ενώ στις γοτθικές ιστορίες τρόμου της βικτωριανής περιόδου, που έλκουν την καταγωγή τους απευθείας από τον ρομαντισμό, η απειλή είναι πάντα εξωτερική (το φάντασμα ή ο βρικόλακας), οι ριζικές αλλαγές των αρχών του 20ού αιώνα και η παράλληλη υποβάθμιση του ρόλου του συγγραφέα-διανοητή διευρύνουν το υπαρξιακό του κενό και ανοίγουν διάπλατα τις πύλες στην ταραγμένη και αφιλόξενη άβυσσο της φαντασίας –που κι αυτή ωστόσο ωχριά μπροστά στο μέγεθος και τη συντριπτική ισχύ των υπερκόσμιων χαοτικών δυνάμεων. Οι αφηγητές του Λάβκραφτ είναι πάντοτε αναξιόπιστοι, ανήμποροι και μικροί μπροστά στο ακατονόμαστο, το μυαλό τους ανεπανόρθωτα διαταραγμένο από τη φρίκη και τον τρόμο που έχουν βιώσει. Το παρόν «φυσιολογικά» αναιρείται, η αφήγηση τοποθετείται σ’ ένα παρελθόν οριστικά χαμένο και η αέναη αγωνία διαποτίζει κάθε σελίδα και παράγραφο, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρξει άλλη λύση εκτός από την τρέλα ή τον θάνατο. Με άλλα λόγια, είναι ακριβώς η ρητή περιφρόνηση του –εξάλλου ακραιφνώς ξενοφοβικού–Λάβκραφτ για την ανθρώπινη συνθήκη, το ανθρώπινο συναίσθημα και την ανθρώπινη αντίληψη που κάνει τον διογκούμενο τρόμο των ιστοριών του αληθινό και τελικά ανθρώπινο Θάνος Καραγιαννόπουλος

H. P. Lovecraft – ΙΧ

Μετάφραση Μαρία Έξαρχου

Τυπογραφική διόρθωση Δημήτρης Αλεξάκης

Σχεδιασμός σειράς Karlopoulos&Associates

Εξώφυλλο Λίλα Κούπριζα

Η εικόνα του εξωφύλλου προέρχεται από το The Public Domain Review

Mάρτιος 2024

ISBN: 978-960-436-616-3

BRAINFOOD DIGITAL MEDIA AND PUBLISHING Μ.Ε.Π.Ε.

Εμπεδοκλέους 28, 12131 Περιστέρι Τηλ.: 210 2514123, Email: contact@brainfood.gr www.brainfood.gr

© Brainfood Εκδοτική 2024

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Π

ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α Σ ΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

Ε ΡΑ ΑΠ Ο ΤΟ ΤΕΊΧΟΣ ΤΟΥ Υ ΠΝΟΥ

ΣΤΗΝ

ΚΡ Υ ΠΤΗ

IX

Τα ποντίκια στους τοίχους

Στις 16 Ιουλίου του 1923 μετακόμισα στη Μονή Έξχαμ, αφού και ο τελευταίος εργάτης

ολοκλήρωσε τις εργασίες του. Η ανακαίνιση

ήταν τεράστιο έργο, καθώς από την εγκαταλελειμμένη έπαυλη στεκόταν μόνο ο σκελετός. Ωστόσο, καθώς αυτή ήταν η κατοικία των προγόνων μου, δεν τσιγκουνεύτηκα τα λεφτά. Το μέρος ήταν ακατοίκητο από τον καιρό της βασιλείας του Ερρίκου Α΄, οπότε και ένα πραγματικά φρικτό, και σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητο, κακό βρήκε τον κύριο του σπιτιού, πέντε από τα παιδιά του και αρκετούς υπηρέτες. Οι υποψίες, που συνοδεύονταν από ένα κύμα τρόμου, βάρυναν τον τρίτο γιο, που ήταν πρόγονός μου και ο μόνος που έμεινε από αυτή την οικογένεια. Αφού ο μοναδικός κληρονόμος είχε ανακηρυχθεί δολοφόνος, η γη επέστρεψε στη δικαιοδοσία του βασιλιά, και ο κατηγορούμενος δεν έκανε καμία

7

απόπειρα είτε για να αθωωθεί είτε για να ανακτήσει την περιουσία του. Βαθιά ταραγμένος

από κάτι που τον τρόμαζε πολύ περισσότερο

από τις τύψεις ή τον νόμο, και με μοναδική επιθυμία να μην ξαναδεί ποτέ και να ξεχάσει για

πάντα αυτό το αρχαίο κτίσμα, ο Ουόλτερ ντε λα Πουρ, ενδέκατος βαρόνος του Έξχαμ, το ‘σκασε και πήγε στη Βιρτζίνια όπου έκανε οικογένεια, η οποία μέσα στον επόμενο αιώνα υιοθέτησε το όνομα Ντελαπόρ.

Η Μονή Έξχαμ ήταν ακατοίκητη, παρόλο που αργότερα προστέθηκε στη γη της οικογένειας Νόρις, και τραβούσε το επιστημονικό ενδιαφέρον λόγω της ιδιαίτερα σύνθετης αρχιτεκτονικής της, που περιλάμβανε γοτθικούς πύργους χτισμένους σε σαξονικά και ρομανικά θεμέλια, που με τη σειρά τους είχαν χτιστεί πάνω σε κτήρια ακόμα παλαιότερου ρυθμού ή πάνω σε ένα μείγμα ρυθμών – ρωμαϊκού, ή ίσως δρυϊδικού και ντόπιου ουαλικού ρυθμού, αν οι φήμες ευσταθούν. Αυτά τα θεμέλια ήταν πραγματικά ξεχωριστά, αφού από τη μια πλευρά στηρίζονταν στον συμπαγή ασβεστόλιθο της πλαγιάς που έβλεπε στην έρημη κοιλάδα, περίπου

8 H. P. LOVECRAFT

πέντε χιλιόμετρα δυτικά από το χωριό Άντσεστερ. Στους αρχιτέκτονες και τους αρχαιολόγους άρεσε πολύ να μελετούν αυτό το παράξενο απομεινάρι ξεχασμένων εποχών, αλλά οι ντόπιοι το μισούσαν. Το μισούσαν εδώ κι εκατοντάδες χρόνια, από τον καιρό που οι πρόγονοί μου ζούσαν εκεί μέχρι και τις μέρες μας, που το κάλυπταν τα βρύα και η μούχλα της εγκατάλειψης. Ούτε μέρα δεν είχα κλείσει στο Άντσεστερ, όταν έμαθα ότι προερχόμουν από ένα καταραμένο γένος. Τώρα, αυτή κιόλας την εβδομάδα, οι εργάτες ανατίναξαν τη Μονή Έξχαμ, και τώρα καταστρέφουν ό,τι έχει απομείνει από τα θεμέλιά της.

Πάντα γνώριζα τα επίσημα στοιχεία που υπήρχαν για την οικογένειά μου, όπως και το γεγονός ότι ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε την άφιξη του πρώτου Αμερικανού προγόνου μου στις Αποικίες. Δεν γνώριζα ωστόσο καθόλου τις λεπτομέρειες, καθώς η μυστικοπάθεια πάντα χαρακτήριζε τους Ντελαπόρ. Αντίθετα με τους γαιοκτήμονες γείτονές μας, εμείς σπάνια καυχιόμασταν για τους σταυροφόρους προγόνους μας ή για ήρωες του Μεσαίωνα και της Αναγέν-

9 ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

νησης απ’ όπου μπορεί να καταγόμασταν. Ούτε είχε περάσει κάποια οικογενειακή παράδοση

από γενιά σε γενιά, πέρα από το σφραγισμένο γράμμα που άφηνε παραδοσιακά κάθε γαιοκτήμονας πριν από τον εμφύλιο στον πρωτότοκο γιο του, για να διαβαστεί μετά θάνατον. Οι δόξες που μνημονεύαμε ήρθαν μετά τη μετανάστευση:

Ήταν δόξες μιας περήφανης και έντιμης, αν και κάπως κλειστής και αποτραβηγμένης, οικογένειας της Βιρτζίνια.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου η περιουσία μας εξανεμίστηκε και όλη μας η ζωή άλλαξε, όταν κάηκε το Κάρφαξ, στις όχθες του ποταμού Τζέιμς, όπου και ζούσαμε. Ο παππούς μου, που ήταν πολύ ηλικιωμένος, χάθηκε σ’ εκείνη τη φρικτή εμπρηστική ενέργεια και μαζί μ’ αυτόν το γράμμα που μας έδενε όλους με το παρελθόν. Ήμουν τότε επτά ετών και θυμάμαι ακόμα εκείνη τη φωτιά, και τους ομοσπονδιακούς στρατιώτες να φωνάζουν, τις γυναίκες να ουρλιάζουν, τους μαύρους να κλαίνε γοερά και να προσεύχονται. Ο πατέρας μου ήταν στρατιώτης και υπερασπιζόταν τότε το Ρίτσμοντ, και, μετά από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες, επι-

10 H. P. LOVECRAFT

τράπηκε στη μητέρα μου και σ’ εμένα να περάσουμε τη γραμμή και να πάμε κοντά του. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, μετακομίσαμε όλοι βόρεια, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα μου. Εκεί ενηλικιώθηκα κι εξελίχθηκα σ’ έναν τυπικό πλούσιο μεσήλικα γιάνκη. Ούτε ο πατέρας μου ούτε εγώ μάθαμε ποτέ τι περιείχε εκείνος ο φάκελος που θα περνούσε στα χέρια του και, καθώς με απορρόφησε η πεζή καθημερινότητα των επιχειρήσεών μου στη Μασαχουσέτη, εξανεμίστηκε και το ενδιαφέρον για τα μυστήρια που χωρίς αμφιβολία χάνονταν στα βάθη των περασμένων γενεών. Αν είχα έστω και μία υποψία για το τι με περίμενε, θα είχα αφήσει μετά χαράς

τη Μονή Έξχαμ στα βρύα, τις νυχτερίδες και τις αράχνες της!

Ο πατέρας μου πέθανε το 1904, αλλά δεν είχε κάποιο γράμμα να αφήσει ούτε σ’ εμένα ούτε στο μοναχοπαίδι μου, τον Άλφρεντ, που ήταν δέκα ετών και ορφανός από μητέρα. Εξαιτίας αυτού του παιδιού αποκαλύφθηκε το παρελθόν της οικογένειας, αφού, αν και οι πληροφορίες που είχε από την πλευρά μου ήταν αόριστες και αποσπασματικές, όταν ο Α΄ Παγκόσμιος τον έφερε στην Αγγλία

11 ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

το 1917, ως αξιωματικό της Αεροπορίας, μου ανάφερε σ’ ένα γράμμα κάποιους πολύ ενδιαφέροντες θρύλους που είχε ακούσει για τους προγόνους μας. Οι Ντελαπόρ φαίνεται να είχαν πλούσιο και ίσως ύποπτο παρελθόν, αφού ένας φίλος του γιου μου, ο καπετάνιος της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, Έντουαρντ Νόρις, που ζούσε κοντά στο πατρικό της οικογένειας στο Άντσεστερ, ανέφερε στον γιο μου κάποιες ιστορίες που έλεγαν ο ντόπιοι, τόσο αλλόκοτες και απίστευτες, που ελάχιστοι λογοτέχνες θα μπορούσαν να τις έχουν συλλάβει με τη φαντασία τους. Ο Νόρις, φυσικά, δεν έπαιρνε αυτές τις ιστορίες στα σοβαρά, αλλά τον γιο μου τον διασκέδαζαν και ήταν ενδιαφέρον θέμα για τα γράμματά του. Αυτοί οι θρύλοι ήταν που έστρεψαν το ενδιαφέρον μου στην υπερατλαντική μου κληρονομιά για τα καλά και μ’ έκαναν να πάρω την απόφαση ν’ αγοράσω και να ανακαινίσω το πατρικό της οικογένειας, που έδειξε ο Νόρις στον Άλφρεντ, μέσα στη γοητευτική του εγκατάλειψη, και πρότεινε να το αγοράσει εκ μέρους του για ένα εντυπωσιακά λογικό ποσό, αφού ιδιοκτήτης του εκείνο τον καιρό ήταν ο θείος του.

12 H. P. LOVECRAFT

Αγόρασα τη Μονή Έξχαμ το 1918, αλλά την ίδια σχεδόν στιγμή με απόσπασε από το έργο της ανακαίνισης η επιστροφή του γιου μου, που γύρισε σακατεμένος από τον πόλεμο. Τα επόμενα δύο χρόνια, όσο έζησε, δεν είχα άλλη έννοια πέρα από τη φροντίδα του, σε σημείο που άφησα τον έλεγχο της επιχείρησής μου στους συνεργάτες μου. Το 1921, βουτηγμένος

όπως ήμουν στο πένθος και καθώς είχα χάσει τον σκοπό της ζωής μου, ένας γερασμένος εργοστασιάρχης, αποφάσισα να αφιερώσω τα υπόλοιπά μου χρόνια στο νέο μου απόκτημα.

Τον Δεκέμβριο πήγα στο Άντσεστερ, και με υποδέχτηκε ο κάπτεν Νόρις, ένας τροφαντός, συμπαθητικός νέος που εκτιμούσε πολύ τον γιο μου, και εξασφάλισα τη βοήθειά του για να συγκεντρώσω τα σχέδια και τις περιγραφές του σπιτιού που χρειάζονταν για να γίνει η ανακαίνιση. Δεν είχα κάποιο συναισθηματικό δέσιμο με το κτίσμα το ίδιο. Για εμένα δεν ήταν παρά μια στοίβα από μεσαιωνικά ερείπια καλυμμένα με λειχήνες και γεμάτα κουρουνοφωλιές, σκαρφαλωμένα επικίνδυνα σε μια πλαγιά, χωρίς πατώματα ή κάτι άλλο στο

13 ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

εσωτερικό, πέρα από τους πέτρινους τοίχους των διάφορων πύργων.

Καθώς σταδιακά άρχισα να καταλαβαίνω

πώς ήταν το κτίσμα πριν από τρεις αιώνες και βάλε, όταν το εγκατέλειψε ο πρόγονός μου, άρχισα να προσλαμβάνω εργάτες για την ανακαίνιση. Αναγκάστηκα μάλιστα να αναζητήσω

χέρια από άλλες περιοχές, αφού το μέρος προκαλούσε έναν σχεδόν παράλογο φόβο στους

κατοίκους του Άντσεστερ, που πραγματικά

το μισούσαν. Αυτό το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο, που οι ντόπιοι κάποιες φορές μοιράζονταν τους φόβους τους με τους εργάτες που έρχονταν απ’ τις άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα πολλοί να φεύγουν, ενώ φαίνεται πως κυκλοφορούσαν ιστορίες, όχι μόνο για τη μονή, αλλά και για την οικογένεια που ζούσε εκεί για εκατοντάδες χρόνια.

Ο γιος μου μού είχε πει ότι κάπως τον απέφευγαν, όταν πήγαινε εκεί, επειδή ήταν ένας ντε λα Πουρ, κι έπειτα ήταν η σειρά μου να νιώσω ελαφρώς εξοστρακισμένος για τον ίδιο λόγο, ώσπου έπεισα τους χωρικούς ότι δεν γνώριζα

πολλά για το παρελθόν της οικογένειάς μου.

14 H. P. LOVECRAFT

Ακόμα και τότε εξακολουθούσαν κατά βάθος να με αντιπαθούν, κι έτσι έπρεπε να συγκεντρώσω τις περισσότερες ιστορίες του χωριού μέσω του Νόρις. Αυτό που μάλλον δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν οι κάτοικοι του χωριού ήταν ότι είχα πάει εκεί για να αποκαταστήσω ένα σύμβολο που εκείνοι μισούσαν, αφού, καλώς ή κακώς, για εκείνους η Μονή Έξχαμ δεν ήταν παρά ένα λημέρι δαιμόνων και λυκανθρώπων.

Αφού έβαλα κάτω τις ιστορίες που συγκέντρωσε για μένα ο Νόρις και τις συμπλήρωσα με τις αναφορές διάφορων ειδικών που είχαν μελετήσει τα ερείπια, συμπέρανα ότι η Μονή Έξχαμ ήταν χτισμένη πάνω στα θεμέλια ενός προϊστορικού ναού, ενός δρυϊδικού ή προδρυϊδρικού κτίσματος που πρέπει να ήταν της εποχής του Στόουνχετζ. Κανείς σχεδόν δεν αμφέβαλλε ότι σ’ εκείνο το μέρος είχαν γίνει απερίγραπτες τελετές και, σύμφωνα με κάποιες τρομερές ιστορίες, αυτά τα τελετουργικά τα υιοθέτησαν οι πιστοί της λατρείας της Κυβέλης, που την είχαν φέρει σ’ εκείνα τα μέρη οι Ρωμαίοι. Φαίνονταν ακόμα ξεκάθαρα οι επιγραφές στο δεύτερο κελάρι, που σχημάτιζαν λέξεις όπως «DIV…

15 ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

OPS… MAGNA. MAT…» και που φανέρωναν ότι εδώ λατρευόταν η σκοτεινή Κυβέλη, ή αλλιώς Μάγκνα Μάτερ, που τη λατρεία της

κάποτε μάταια απαγόρευσε η Ρώμη. Το Άντσεστερ ήταν το στρατόπεδο της τρίτης λεγεώνας του Αυγούστου, όπως αποδεικνύεται από διάφορα αρχαία ερείπια, ενώ, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο ναός της Κυβέλης ήταν υπέροχος και συνέρρεαν εκεί οι πιστοί για να τελέσουν ακατονόμαστες τελετές υπό την καθοδήγηση κάποιου Φρύγιου ιερέα. Οι ιστορίες πιστοποιούσαν ότι το τέλος της παλαιάς θρησκείας δεν έφερε και το τέλος των οργιαστικών τελετών στον ναό, αλλά ότι οι ιερείς συνέχισαν το έργο τους και με τη νέα θρησκεία, χωρίς σημαντικές αλλαγές. Αντίστοιχα έλεγαν ότι τα τελετουργικά δεν έσβησαν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και πως ορισμένοι Σάξονες επέκτειναν ό,τι είχε απομείνει από τον ναό και έδωσαν στο κτίσμα το βασικό σχήμα που διατήρησε έκτοτε, κι έτσι έγινε το λατρευτικό κέντρο μιας λατρείας που τη φοβούνταν όλοι, σχεδόν μέχρι τα μισά της Επταρχίας. Υπάρχει μια μαρτυρία σε ένα χρονικό του

1000 μ.Χ. περίπου, που λέει ότι εκεί υπήρχε ένα

16 H. P. LOVECRAFT

μεγάλο πέτρινο μοναστήρι, όπου κατοικούσαν οι μοναχοί ενός παράξενου και πολύ ισχυρού τάγματος, και ότι είχε τριγύρω μεγάλους κήπους που δεν χρειάζονταν φράκτες για να κρατήσουν τους έντρομους ντόπιους μακριά. Αυτό το τάγμα δεν το κατέστρεψαν οι Δανοί, παρόλο που μετά τη Νορμανδική Κατάκτηση πρέπει να παρήκμασε πολύ, καθώς κανείς δεν έφερε αντίρρηση, όταν ο Ερρίκος ο Γ΄ παραχώρησε τη γη στον πρόγονό μου, τον Γκίλμπερτ ντε λα Πουρ, πρώτο βαρόνο του Έξχαμ, το 1261.

Δεν υπάρχουν αρνητικές αναφορές για την οικογένειά μου πριν από αυτή την ημερομηνία, αλλά κάτι παράξενο πρέπει να συνέβη τότε. Σε μια γραπτή μαρτυρία του 1307 γίνεται αναφορά στους ντε λα Πουρ ως «καταραμένους από τον Θεό», ενώ οι θρύλοι του χωριού ξεχείλιζαν κακό και φόβο για το κάστρο που υψώθηκε πάνω στα θεμέλια του παλιού ναού και της μονής. Οι ιστορίες που έλεγαν οι χωρικοί μπροστά στο τζάκι ήταν φρικτές, ενώ ο αφανέρωτος τρόμος και τα σκοτεινά υπονοούμενά τους τις έκαναν ακόμα πιο τρομακτικές. Αυτές οι ιστορίες παρουσίαζαν τους προγόνους μου ως γεννήματα δαιμό-

17 ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

νων, μπροστά στους οποίους ο Ζιλ ντε Ρε και ο Μαρκήσιος ντε Σαντ ωχριούσαν, και άφηναν με ψιθύρους να εννοηθεί ότι εκείνοι έφταιγαν για τις εξαφανίσεις κατοίκων, οι οποίες μάστιζαν κατά καιρούς και επί γενιές ολόκληρες την περιοχή.

Οι χειρότεροι, απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν οι βαρόνοι και οι διάδοχοί τους. Ή τουλάχιστον εκείνους αφορούσαν οι περισσότερες ιστορίες.

Αν κάποιος από τους απογόνους τους δεν είχε τις ίδιες άρρωστες τάσεις, έλεγαν οι κάτοικοι, πέθαινε νωρίς κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, για να πάρει τη θέση του κάποιος καταλληλότερος απόγονος. Πρέπει να υπήρχε ένα λατρευτικό σύστημα εντός της οικογένειας, με αρχηγό τον κύριο του σπιτιού, στο οποίο μάλιστα κάποια μέλη μπορεί να μην είχαν πρόσβαση. Ο χαρακτήρας φαίνεται να ήταν πιο σημαντικός από το αίμα σ’ αυτή τη λατρεία, αφού πολλά από τα μέλη της είχαν παντρευτεί κάποιο μέλος της οικογένειας. Με την ιστορία της λαίδης Μάργκαρετ Τρέβορ από την Κορνουάλη, συζύγου του Γκόντφρι, δεύτερου γιου του πέμπτου βαρόνου, φοβέριζαν σε όλη την επαρχία οι γονείς τα παιδιά τους, και ήταν η δαιμο-

18 H. P. LOVECRAFT

νική ηρωίδα μιας τρομερής παλαιάς μπαλάντας

που ακόμα τραγουδιέται στα σύνορα της Ουαλίας. Επίσης μπαλάντα, αν και όχι τόσο γλαφυρή, έγινε η φρικτή ιστορία της λαίδης Μέρι ντε λα Πουρ, η οποία λίγο μετά τον γάμο της με τον κόμη του Σριούσφιλντ δολοφονήθηκε από τον ίδιο και τη μητέρα. Και τους δυο τούς συγχώρεσε και τους ευλόγησε ο παπάς στον οποίο ομολόγησαν πράγματα που δεν τολμούσαν να επαναλάβουν στον έξω κόσμο.

Αυτά τα παραμύθια κι οι μπαλάντες, έτσι όπως ήταν γεμάτα χονδροειδείς δεισιδαιμονίες, δεν μου άρεσαν καθόλου. Με ενοχλούσε ιδιαίτερα ότι διατηρούνταν ακόμη ως παράδοση και ότι αφορούσαν τόσους πολλούς από τους προγόνους μου, ενώ όσα λέγονταν για τις τρομερές τους συνήθειες δυστυχώς μου έφερναν στο μυαλό το μοναδικό γνωστό πρόσφατο σκάνδαλο – την περίπτωση του ξαδέλφου μου, του νεαρού Ράντολφ Ντελαπόρ του Κάρφαξ, που, όταν γύρισε από τον Αμερικανομεξικανικό Πόλεμο, πήγε με τους μαύρους κι έγινε ιερέας βουντού.

Από την άλλη πλευρά δεν με ενοχλούσαν ιδιαίτερα οι πιο αόριστες ιστορίες για τα ουρλιαχτά

19 ΤΑ ΠΟΝΤΊΚ Ί Α ΣΤΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ

και τ’ αλυχτίσματα που έρχονταν απ’ την ξερή, ανεμοδαρμένη κοιλάδα κάτω απ’ τον βράχο όπου ήταν χτισμένο το σπίτι, για τη βρόμα της προχωρημένης αποσύνθεσης που απλωνόταν μετά την ανοιξιάτικη βροχή, για το λευκό πλάσμα που σπαρταρούσε κι έσκουζε, όταν το πάτησε ένα βράδυ σ’ ένα έρημο χωράφι το άλογο του σερ Τζον Κλέιβ, και για τον υπηρέτη που τρελάθηκε, αφού είδε κάτι στη μονή μέρα μεσημέρι. Φυσικά αυτές οι ιστορίες είχαν τα κλασικά

μεταφυσικά στοιχεία, κι εγώ εκείνο τον καιρό ήμουν δηλωμένος σκεπτικιστής. Τις αναφορές

για τις εξαφανίσεις ντόπιων δεν μπορούσα να τις αγνοήσω τόσο εύκολα, αν και ούτε αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο για τα μεσαιωνικά δεδομένα. Η ενοχλητική περιέργεια μπορούσε πραγματικά να σκοτώσει, και δεν είχαν πέσει λίγα κεφάλια δημοσίως στα παλιά φρούρια γύρω από τη Μονή Έξχαμ.

Ορισμένες από τις ιστορίες ήταν εξαιρετικά ευφάνταστες και μ’ έκαναν να μετανιώνω που δεν είχα μελετήσει περισσότερο τη συγκριτική μυθολογία στα νιάτα μου. Υπήρχε, για παράδειγμα, η πεποίθηση ότι τη Σύναξη των Μαγισ-

20 H. P. LOVECRAFT

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.