Βιβλίο - Μακάβριες Ιστορίες Ι - Edgar Allan Poe

Page 1


2


3


ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ, ΣΑΡΛ ΜΠΟΝΤΛΕΡ ΜΑΚΑΒΡΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Ι

Τίτλος πρωτοτύπου: Les Contes Macabres Ι Εικονογράφηση / σχεδιασμός: Μπενζαμέν Λακόμπ Μετάφραση: Ιλέην Ρήγα

Επιμέλεια: Θάνος Καραγιαννόπουλος Προσαρμογή: Πάρις Κούτσικος

© ÉDITIONS SOLEIL / LACOMBE

Copyright © 2021 για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις Οξύ

Brainfood Εκδοτική ΜΕΠΕ

Εμπεδοκλέους 28 & Σουρή 20. Τ.Κ. 12131, Περιστέρι Τηλ.: 210 251 4123, Φαξ: 210 5227768 Email: info@brainfood.gr

www.brainfood.gr | www.brainfoodmedia.gr Νοέμβριος 2021

ISBN: 978-960-436-739-9

D Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της

ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται

απολύτως η χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει

αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

4


ΈΝΤΓΚΑΡ ΆΛΑΝ ΠΌΕ

σε μετάφραση και επιμέλεια του

ΣΑΡΛ ΜΠΟΝΤΛΈΡ

Εικονογράφηση

ΜΠΕΝΖΑΜΈΝ ΛΑΚΌΜΠ Μετάφραση από τα γαλλικά

ΙΛΈΗΝ ΡΉΓΑ

5



Αυτή η μετάφραση είναι αφιερωμένη στη

ΜΑΡΊΑ ΚΛΕΜ

Στην ενθουσιώδη και αφοσιωμένη μητέρα για την οποία ο ποιητής έγραψε αυτούς τους στίχους Καθώς το νιώθω πως εκεί ψηλά στους Ουρανούς οι Άγγελοι, όταν σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους, δεν βρίσκουν στις πυρωμένες από αγάπη λέξεις τους καμιά θερμότερη απ’ αυτήν της «Μητέρας», μ’ αυτό το υπέροχο όνομα σας αποκαλούσα καιρό Εσάς που είστε παραπάνω από μητέρα για μένα και γεμίζετε το ιερό της καρδιάς μου, όπου ο θάνατος σας έχει ενθρονίσει για να ελευθερώσει την ψυχή της Βιρτζίνια μου. Η μητέρα μου – η δική μου μητέρα, που πέθανε νωρίς, ήταν μόνο η μητέρα μου, δική μου. Αλλά εσείς, εσείς είστε η μητέρα της μονάκριβής μου αγάπης όθεν είστε πιο πολύτιμη απ’ τη μητέρα που γνώρισα κάποτε, με την ίδια απεραντοσύνη που κι η γυναίκα μου ήταν πολυτιμότερη για την ψυχή μου από την ίδια μου την ψυχή.


8


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

Dicebant mihi sodales, si sepulchrum amicae visitarem, curas meas aliquantulum fore levatas. ΕΜΠΝ ΖΑΪΆΤ


δυστυχία είναι πολύπλευρη. Η αθλιότητα του κόσμου πολύμορφη. Κυριαρχεί στον μεγαλειώδη ορίζοντα σαν το ουράνιο τόξο που τα χρώματά του είναι το ίδιο ποικίλα – τόσο διακριτά κι όμως, κάποιες φορές, τόσο ενιαία μπλεγμένα. Να κυριαρχείς στον μεγαλειώδη ορίζοντα όπως το ουράνιο τόξο! Πώς γίνεται να αντλώ από την ομορφιά ένα είδος απέχθειας; Από ένα σύμβολο ενότητας και ειρήνης ένα ομοίωμα πόνου; Αλλά όπως στην ηθική το κακό είναι συνέπεια του καλού, στην πραγματικότητα, με τον ίδιο τρόπο, είναι η χαρά που γεννά τη θλίψη· είτε η ανάμνηση μιας περασμένης ευτυχίας προκαλεί την αγωνία του σήμερα, είτε οι ανησυχίες που έχουν τις ρίζες τους σε εκστάσεις που ίσως κάποτε να υπήρξαν. Έχω μια ιστορία να διηγηθώ, που η πεμπτουσία της βρίθει από τρόμο. Θα την κατέπνιγα ευχαρίστως, μα πρόκειται περισσότερο για ένα χρονικό συναισθημάτων παρά για μια σειρά γεγονότων. Το βαφτιστικό μου όνομα είναι Αιγέας1· το οικογενειακό μου θα το διαφυλάξω. Σε ολόκληρη τη χώρα δεν υπάρχει άλλο κάστρο πιο νοτισμένο με δόξα και χρόνια από το μελαγχολικό και γερασμένο αρχοντικό της κληρονομιάς μου. Για χρόνια, η οικογένειά μου θεωρούνταν γενιά οραματιστών· και η αλήθεια είναι πως, σε αρκετές ιδιαίτερες λεπτομέρειες –στον χαρακτήρα του οικογενειακού μας αρχοντικού, στις τοιχογραφίες της μεγάλης σάλας, στις ταπετσαρίες των υπνοδωματίων, στο σμίλεμα των κολόνων του οπλοστασίου και ιδιαίτερα στη συλλογή των παλιών πινάκων, στη φυσιογνωμία της βιβλιοθή-

10


ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

κης και, τέλος, στη γενική φύση του περιεχομένου αυτής της βιβλιοθήκης– υπάρχουν αρκετά πειστήρια που δικαιολογούν αυτή την πεποίθηση. Οι αναμνήσεις των πρώτων χρόνων μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μ’ αυτή την αίθουσα και τους τόμους της, για την οποία δεν θα μιλήσω περαιτέρω. Εκεί ήταν που πέθανε η μητέρα μου. Εκεί ήταν που γεννήθηκα. Μα είναι άσκοπο να πω πως δεν είχα ζωή πριν – πως η ψυχή δεν είχε πρότερη ύπαρξη. Το αρνείστε; Ας μη λογομαχήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα. Είμαι πεπεισμένος και δεν αποζητώ να πείσω. Υπάρχει, εξάλλου, μια ανάμνηση αέρινων μορφών, ματιών πανέξυπνων και ομιλητικών, ήχων μελωδικών μα μελαγχολικών· μια ανάμνηση που δεν φεύγει, ένα είδος μνήμης σαν σκιά – κενή, μεταβλητή, ακαθόριστη, τρεμάμενη. Και απ’ αυτή τη ζωτική σκιά μου είναι αδύνατον να δραπετεύσω όσο λάμπει ο ήλιος της λογικής μου. Σ’ αυτό το δωμάτιο ήταν που γεννήθηκα. Αναδύθηκα στη μέση μιας μακριάς νύχτας που έμοιαζε αλλά δεν ήταν ατέρμονη, για να πέσω απότομα σε μια παραμυθένια χώρα, σ’ ένα παλάτι φαντασιώσεων, στους παράξενους τόπους των μοναστικών σκέψεων και των νηστειών, αλλά το μοναδικό δεν ήταν που κοίταξα γύρω μου με τρόμο και θέρμη στο βλέμμα, που σπατάλησα την παιδική μου ηλικία στα βιβλία και διέλυσα τη νιότη μου στην ονειροπόληση, το μοναδικό ήταν τα χρόνια που περνούσαν και το ανδρωμένο μου απομεσήμερο που με έβρισκε να ζω ακόμα στο πατρικό μου. Είναι παράξενο πώς αυτή η στασιμότητα έπεσε πάνω στις πηγές της ζωής μου – αυτή η απόλυτη ανατροπή ήταν που καθόρισε τον χαρακτήρα των πιο απλών μου σκέψεων. Οι αλήθειες του κόσμου με επηρέαζαν σαν οράματα και μόνο, καθώς οι αλλοπρόσαλλες ιδέες της χώρας των ονείρων γίνονταν αντιθέτως, όχι απλώς η υπόσταση της καθημερινής μου ύπαρξης, αλλά η ίδια μου η μοναδική, ολόκληρη ύπαρξη.

11


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

Η Βερενίκη κι εγώ ήμασταν ξαδέλφια και μεγαλώσαμε μαζί στο πατρικό αρχοντικό. Αλλά μεγαλώσαμε διαφορετικά – εγώ άρρωστος και θαμμένος στη μελαγχολία μου, αυτή αεικίνητη, χαριτωμένη, να ξεχειλίζει από ενέργεια. Γι’ αυτήν, περιπλανήσεις στον λόφο. Για μένα, μοναστηριακές μελέτες. Εγώ να ζω όπως όριζε η καρδιά μου, αφιερώνοντας τον εαυτό μου, το σώμα και την ψυχή μου στον πιο έντονο και οδυνηρό διαλογισμό, αυτή ξέγνοιαστη, να περιπλανιέται στη ζωή χωρίς να σκέφτεται τις σκιές στο διάβα της ή το σιωπηλό πέταγμα των μαύρων φτερούγων του χρόνου. Βερενίκη! –ψέλλισα τ’ όνομά της– Βερενίκη! Και γκρίζα ερείπια της μνήμης μου βαραίνουν με χιλιάδες ανάστατες αναμνήσεις! Αχ! Η εικόνα της είναι ζωντανή μπροστά μου, όπως στις πρώτες μέρες της ευτυχίας και της χαράς! Αχ! Υπέροχη, φανταστική ομορφιά! Αχ! Συλφίδα μες στα χωράφια του Άρνεμ2! Αχ! Ναϊάδα των σιντριβανιών! Κι όμως – κι όμως όλα είναι μυστήριο και τρόμος, μια ιστορία που δεν θέλει να ειπωθεί. Μια αρρώστια, μια μοιραία αρρώστια σάρωσε σαν λίβας την ύπαρξή της. Και όσο την κοιτούσα, το πνεύμα της μεταμόρφωσης περνούσε από μέσα της, διαπερνώντας την ψυχή, τις συνήθειές της, τον χαρακτήρα της, με τον πιο ύπουλο και φριχτό τρόπο, διαταράσσοντας την ίδια την προσωπικότητά της! Αλίμονο! Ο καταστροφέας ήρθε κι έφυγε μα το θύμα, η πραγματική Βερενίκη, τι απέγινε; Μπροστά μου δεν την αναγνώριζα πλέον, ή τουλάχιστον δεν την αναγνώριζα πια ως Βερενίκη. Ανάμεσα στις πολυάριθμες αλυσιδωτές αρρώστιες που προκάλεσε αυτή η μοιραία και σφοδρή επίθεση, αυτή που χειραγώγησε μια τόσο φρικαλέα επανάσταση στο είναι και στην ηθική της ξαδέλφης μου, πρέπει να αναφέρω ως πιο οδυνηρή και πιο εξοντωτική ένα είδος επιληψίας που κατέληγε συχνά σε καταληψία – μια καταληψία πανομοιότυπη με θάνατο, απ’ την οποία ξυπνούσε κάποιες φορές με τον πιο

12


13


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

άγριο και απότομο τρόπο. Συγχρόνως, η δική μου ασθένεια –καθώς δεν μου επιτρεπόταν να την αποκαλώ διαφορετικά– η ασθένειά μου φούντωνε ταχύτατα και, με τα ενισχυμένα από την αλόγιστη χρήση οπίου συμπτώματα, υιοθέτησε έναν εμμονικό χαρακτήρα, μια μορφή καινούργια και εξωπραγματική. Ώρα την ώρα, λεπτό το λεπτό, κέρδιζε ενέργεια και σφετερίστηκε σταδιακά την πιο απόλυτη και ακατανόητη κυριαρχία πάνω μου. Αυτή η μονομανία, αν αυτός ο όρος μπορεί να τη χαρακτηρίσει, αποτελούνταν από μια νοσηρή ευερεθιστότητα των ικανοτήτων του μυαλού που η γλώσσα της φιλοσοφίας αναγνωρίζει ως «ικανότητα εστίασης». Είμαι σίγουρος πως δεν γίνομαι κατανοητός. Αλλά πιστεύω πράγματι πως θα μου ήταν απολύτως αδύνατον να μεταδώσω στον απλό αναγνώστη μια ακριβή ιδέα αυτής της νευρικής έντασης ενδιαφέροντος με την οποία, στη δική μου περίπτωση, ο στοχασμός μου –για να αποφύγω τεχνικές ορολογίες– εφάρμοζε και βυθιζόταν στην περισυλλογή των πιο μακάβριων αντικειμένων του κόσμου. Για ώρες αναλογιζόμουν ακούραστα, με την προσοχή μου στραμμένη σε κάποια παιδαριώδη παραπομπή στο περιθώριο ή στο κείμενο ενός βιβλίου, έμενα απορροφημένος για το μεγαλύτερο μέρος μιας καλοκαιρινής μέρας κάτω από μια παράξενη σκιά που απλωνόταν διαστρεβλωμένα στην ταπετσαρία ή στο πάτωμα, ξεχνιόμουν ολόκληρες νύχτες παρατηρώντας τη λοξή φλόγα μιας λάμπας ή τα αποκαΐδια μιας φωτιάς, φαντασιοκοπούσα μέρες ολόκληρες από το άρωμα ενός λουλουδιού, επαναλάμβανα μονότονα μια περίεργη λέξη ώσπου ο ήχος, εξαναγκασμένος στην επανάληψη, έπαυε να αντιπροσωπεύει το πνεύμα οποιασδήποτε ιδέας, έχανα κάθε αίσθηση κίνησης ή φυσικής ύπαρξης, δέσμιος μιας απόλυτης, επίμονα παρατεταμένης ανάπαυσης – τούτες ήταν μερικές από τις πιο κοινές και λιγότερο ολέθριες παρεκκλίσεις των διανοητικών μου ικανοτήτων, παρεκκλίσεις που αναμφίβολα, αν και όχι απολύτως ανυπέρβλητες, αψηφούν σίγουρα κάθε εξήγηση και ανάλυση.

14


15


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

Θα ήθελα, ωστόσο, να γίνω απόλυτα κατανοητός. Η αφύσικη, έντονη και νοσηρή προσοχή που διεγείρεται από τη φρικαλέα φύση των αντικειμένων δεν πρέπει να συγχέεται με τον χαρακτήρα της ονειροπόλησης που είναι κοινός σε όλη την ανθρωπότητα και, πιο συγκεκριμένα, στα άτομα με έντονη φαντασία. Δεν ήταν ούτε κατά διάνοια, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχικά, μια ακραία κατάσταση ή μια υπερβολή τέτοιας έντασης, αλλά πρωτίστως και στην ουσία του κάτι διακριτό και αλλιώτικο. Σε μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις ο νεφελοβάτης, ο άνθρωπος που ταξιδεύει με τη φαντασία, που εστιάζει σ’ ένα συνήθως φευγαλέο αντικείμενο, χάνει σταδιακά το αντικείμενο από τα μάτια του μέσω μιας πληθώρας απαρνήσεων και επιβολών που απορρέουν απ’ αυτό, έτσι ώστε όταν τελειώνει μια από τις προαναφερθείσες ονειροπολήσεις, που συχνά μπολιάζονται και με ηθική, βρίσκει το κίνητρο ή το κύριο αίτιο των σκέψεών του παντελώς ξεθωριασμένο και ξεχασμένο. Στην περίπτωσή μου, το σημείο εκκίνησης ήταν πάντοτε ευμετάβλητο, αν και υιοθετούσε, μέσω του αρρωστημένου οράματός μου, τη φανταστική και διαθλαστική του σημασία. Λίγες απαρνήσεις –εάν υπάρχουν– πραγματοποιήθηκαν. Κι αυτές οι λίγες επέστρεψαν, θα μπορούσαμε να πούμε, στο αρχικό αντικείμενο ως πυρήνας. Οι διαλογισμοί δεν ήταν ποτέ ευχάριστοι. Μέχρι το τέλος της ονειροπόλησης, η βασική αιτία, πολύ μακριά από το οπτικό πεδίο, είχε ερεθίσει το υπερφυσικά υπερβολικό ενδιαφέρον που ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ασθένειάς μου. Εν ολίγοις, η ικανότητα του μυαλού που ήταν ιδιαίτερα οξυμένη σ’ εμένα ήταν, όπως έχω πει, η ικανότητα εστίασης, ενώ στον συνηθισμένο ονειροπόλο είναι αυτή του διαλογισμού. Τα βιβλία μου εκείνη την εποχή, αν και δεν συνέβαλαν ακριβώς στο να εξάψουν τη διαταραχή μου, φαίνεται πως, σε μεγάλο βαθμό, όξυναν με τη φαντα-

16


ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

σιακή και παράλογη φύση τους τις χαρακτηριστικές ιδιότητές της. Θυμάμαι καλά, μεταξύ άλλων, τη διατριβή De amplitudine beati regni Dei του ευγενούς Ιταλού Cœlius Secundus Curio3, το αριστούργημα του Αγίου Αυγουστίνου4 Η Πολιτεία του Θεού και το De carne Christi του Τερτυλιανού5, του οποίου η ασύλληπτη φράση –Mortuus est Dei Filius; credibile est quia ineptum est; et sepultus resurrexit, certum est quia impossibile est– απομυζούσε αποκλειστικά όλο μου τον χρόνο σε μια επίπονη και άκαρπη έρευνα εβδομάδων. Το δίχως άλλο θα πίστευε κανείς πως η –από ασήμαντα πράγματα ανισόρροπη– λογική μου φέρει ομοιότητες μ’ εκείνη τη θαλάσσια βραχονησίδα για την οποία μιλά ο Πτολεμαίος Ηφαιστίωνας6, αυτήν που αντιστέκεται με σθένος σε όλες τις επιθέσεις του ανθρώπου και στις πιο τρομερές ορμές των υδάτων και των ανέμων, και που τρέμει μόνο από το άγγιγμα εκείνου του λουλουδιού που ονομάζεται ασφόδελος. Σ’ έναν αφελή στοχαστή θα φαινόταν σχετικά απλό και πέραν πάσης αμφιβολίας πως η φοβερή αλλοίωση που βίωνε η ηθική κατάσταση της Βερενίκης από την αξιοθρήνητη ασθένειά της θα έπρεπε να μου προσφέρει πολλές ευκαιρίες για να εξασκήσω αυτό τον έντονο και αφύσικο διαλογισμό που τη φύση του δυσκολευόμουν να εξηγήσω. Το λοιπόν, δεν ήταν. Στα διαυγή διαστήματα της αναπηρίας μου, η ατυχία της μου προκαλούσε, ειλικρινά, θλίψη. Αυτή η απόλυτη καταστροφή της πανέμορφης και γλυκιάς ζωής της με είχε επηρεάσει βαθιά. Αναλογιζόμουν συχνά και με πικρία τους μυστηριώδεις και εκπληκτικούς τρόπους με τους οποίους είχε επέλθει η τόσο ξαφνική αλλαγή. Μα αυτές οι σκέψεις δεν ήταν μέρος της ιδιοσυγκρασίας του κακού μέσα μου, παρά τέτοιες που θα εμφανίζονταν σε ανάλογες περιπτώσεις σε όλους τους απλούς ανθρώπους. Όσο για τη δική μου αρρώστια, πιστή στον δικό της χαρακτήρα, έγινε τροφή για τις πιο ασήμαντες μα συνάμα συνταρακτικές αλλαγές που εκδηλώνονταν στη φυσική κατάσταση της

17


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

Βερενίκης – στην ασυνήθιστη και τρομακτική παραμόρφωση της προσωπικότητάς της. Στη λαμπερότερη περίοδο της απαράμιλλης ομορφιάς της, με πάσα σιγουριά, δεν την είχα αγαπήσει ποτέ. Στην παράξενη ανωμαλία της ύπαρξής μου, δεν φώλιασαν ποτέ συναισθήματα στην καρδιά μου και τα πάθη μου πήγαζαν πάντα από το μυαλό μου. Στο λευκό του λυκόφωτος το απόγευμα, καταμεσής του πλέγματος των σκιών του δάσους – και το βράδυ στη σιωπή της βιβλιοθήκης μου, ενόχλησε τη ματιά μου και την είδα. Όχι σαν τη Βερενίκη που ζούσε και ανέπνεε, αλλά σαν τη Βερενίκη του ονείρου. Όχι σαν κάτι γήινο, σαν σαρκικό ον, αλλά σαν την αφηρημένη έννοια μιας τέτοιας οντότητας. Όχι σαν κάτι άξιο θαυμασμού, αλλά σαν κάτι που πρέπει να μελετηθεί. Όχι σαν αντικείμενο αγάπης, αλλά σαν σκοπό διαλογισμού, τόσο άσκοπο όσο και ακαθόριστο. Και τώρα, τώρα έτρεμα στην παρουσία της, χλώμιαζα όσο με πλησίαζε. Παρ’ όλα αυτά, καθώς θρηνούσα με πικρία για τη θλιβερή της παρακμή, θυμήθηκα για πόσο καιρό εκείνη με αγαπούσε και σε μια κακιά στιγμή της μίλησα για γάμο. Τελικά, όταν η ώρα για τον γάμο μας έφτανε, καθόμουν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα –μια από κείνες τις παράλογα ζεστές μέρες που κυοφορούν τις πανέμορφες Αλκυονίδες7– μόνος, έτσι πίστευα, στο γραφείο της βιβλιοθήκης. Αλλά, σηκώνοντας τα μάτια, είδα τη Βερενίκη να στέκεται μπροστά μου. Να έφταιγε η υπερδιέγερση της φαντασίας μου, η αποχαυνωτική επιρροή της ατμόσφαιρας, το μεθυστικό λυκόφως του δωματίου ή ο σκουρόχρωμος κορσές τυλιγμένος στη μέση της που της προσέδιδαν μια τόσο τρεμάμενη και ακαθόριστη φιγούρα; Δεν μπορούσα να ξέρω. Ίσως η ασθένεια να την είχε αλλάξει. Δεν λέει ούτε λέξη κι εγώ, για τίποτα στον κόσμο, δεν θα ψέλλιζα ούτε συλλαβή. Ένα παγωμένο ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου, ένα αίσθημα ανυπόφορης αγωνίας με καταπίεζε, μια αχόρταγη περιέργεια έσκιζε την ψυχή μου

18


ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

κι έμεινα για λίγη ώρα δίχως ανάσα, ακίνητος, με την πλάτη στην πολυθρόνα και τα μάτια μου καρφωμένα στη μορφή της. Αλίμονο! Ήταν απελπιστικά εξασθενημένη και δεν είχε μείνει το παραμικρό ίχνος του πρότερου εαυτού της, μόνο ένα ασθενικό περίγραμμα. Έπειτα, τα μάτια μου στράφηκαν στο πρόσωπό της. Το ψηλό της μέτωπο ήταν υπερβολικά χλωμό, δίχως ρυτίδες, και τα πάλαι ποτέ κατάμαυρα μαλλιά της, που το κάλυπταν εν μέρει σκιάζοντας τους σμιλεμένους κροτάφους της με αμέτρητες μπούκλες, είχαν τώρα ένα φλογερό ξανθό χρώμα που ο ονειρικός του χαρακτήρας συγκρούονταν σφόδρα με τη δεσπόζουσα μελαγχολία της φυσιογνωμίας της. Τα μάτια της ήταν πια άψυχα, θαμπά, οι κόρες δεν ξεχώριζαν, και απρόθυμα απομάκρυνα το βλέμμα μου από τη νεκρική τους ματιά για να το στρέψω στα λεπτά, χλευαστικά χείλη. Εκείνα άνοιξαν διάπλατα και, μ’ ένα χαμόγελο όλο νόημα, τα δόντια της νέας αυτής Βερενίκης αποκαλύφθηκαν αργά. Παρακαλώ τον Θεό να μην τα είχα αντικρίσει ποτέ γιατί, απ’ τη στιγμή που τα είδα, ήμουν πια νεκρός! Το κλείσιμο μιας πόρτας με τάραξε και σηκώνοντας τα μάτια είδα πως η ξαδέλφη μου είχε φύγει από το δωμάτιο. Όμως η απαίσια, λευκή οπτασία των δοντιών της δεν έφυγε ποτέ απ’ το δωμάτιο του ταραγμένου μυαλού μου. Ούτε μια κηλίδα στην επιφάνειά τους, ούτε ένας λεκές στο σμάλτο τους, ούτε η κόψη των άκρων τους δεν αρκούσε για να αποτρέψει αυτό το φευγαλέο χαμόγελο από το να χαραχτεί στη μνήμη μου! Τα έβλεπα ακόμα πιο καθαρά απ’ ό,τι νωρίτερα. Τα δόντια! Τα δόντια! Ήταν εκεί, κι εκεί, παντού, ορατά, χειροπιαστά μπροστά μου. Μακριά, λεπτά

19


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

και εξωπραγματικά λευκά, με χείλη χλωμά να τα τυλίγουν τραβηγμένα απόκοσμα όπως πριν. Και τότε επανήλθε η πλήρης έκσταση της μονομανίας μου και εις μάτην πάλευα ν’ αντισταθώ στην παράξενη επιρροή της. Από τον άπειρο αριθμό των αντικειμένων έξω στον κόσμο, εγώ μπορούσα να σκεφτώ μόνο τα δόντια. Ένιωθα μια ακατανίκητη επιθυμία για κείνα. Όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα και τα αναρίθμητα ενδιαφέροντα απορροφήθηκαν από αυτή τη μία έγνοια. Εκείνα, μόνο εκείνα υπήρχαν για τη ματιά του μυαλού μου και η ξεχωριστή τους μοναδικότητα έγινε η πεμπτουσία της πνευματικής μου

ζωής. Τα έβλεπα κάθε μέρα. Τα περιεργαζόμουν απ’ όλες τις πλευρές. Μελετούσα τα χαρακτηριστικά τους. Παρατηρούσα τα ιδιαίτερα σημάδια τους. Συλλογιζόμουν τη μορφή τους. Σκέφτηκα την αλλοίωση της φύσης τους. Αναρριγούσα καθώς τους προσέδιδα με τη φαντασία μου αισθήσεις και αισθήματα, κι ακόμα, χωρίς τη βοήθεια των χειλιών, μια ικανότητα ηθικής έκφρασης. Έχει ευρέως αναφερθεί για τη δεσποινίς Σαλέ8 πως τα βήματά της ήταν αισθήματα, αλλά για τη Βερενίκη πίστευα ακόμα πιο ακράδαντα πως τα δόντια της ήταν ιδέες. Ιδέες! Αχ, αυτή ήταν η παράλογη σκέψη που με κατέτρωγε! Ιδέες! Αχ, γι’ αυτό τα λάτρευα απεγνωσμένα! Ένιωθα πως μονάχα αν τα

20


ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

έθετα υπό την κατοχή μου θα μπορούσε να επανέλθει η γαλήνη και η λογική μου. Και η βραδιά απλώθηκε πάνω μου, το σκοτάδι ήρθε, έμεινε κι έφυγε, και μια νέα μέρα ξημέρωσε – κι η πάχνη της δεύτερης βραδιάς με τύλιξε – και συνέχισα να μένω ακίνητος σ’ αυτό το απομονωμένο δωμάτιο – πάντα καθιστός, πάντα χαμένος στον διαλογισμό μου – και πάντα το φάντασμα των δοντιών διατηρούσε την απαίσια επιρροή του σε σημείο που, με την πιο ζωντανή και αποκρουστική σαφήνεια, αιωρούνταν εδώ κι εκεί, ανάμεσα στο φως και τις μεταβαλλόμενες σκιές του δωματίου. Ξαφνικά, καταμεσής της ονειροπόλησής μου, μια δυνατή κραυγή ακούστηκε κι ύστερα, μετά από μια παύση, ο ήχος θλιμμένων φωνών που τον διέκοπταν πνιχτά βογκητά πόνου ή πένθους. Σηκώθηκα και, ανοίγοντας μία απ’ τις πόρτες της βιβλιοθήκης, βρήκα στον προθάλαμο έναν υπηρέτη λουσμένο στα δάκρυα, που μου είπε πως η Βερενίκη δεν υπήρχε πια! Έπαθε επιληπτική κρίση το πρωί. Τώρα, που ήταν πια νύχτα, ο τάφος περίμενε τη μελλοντική του φιλοξενούμενη και όλες οι προετοιμασίες για την ταφή είχαν ολοκληρωθεί. Με καρδιά πλημμυρισμένη από αγωνία και πνιγμένη στον φόβο, περπατούσα διστακτικά προς το υπνοδωμάτιο της νεκρής. Ο χώρος ήταν τεράστιος, πολύ σκοτεινός, και σε κάθε βήμα σκόνταφτα στις προετοιμασίες της ταφής. Οι κλινοκουρτίνες, μου είπε ένας υπηρέτης, έκρυβαν το φέρετρο και, μέσα σ’ αυτό το φέρετρο, πρόσθεσε, υπήρχε ό,τι είχε απομείνει από τη Βερενίκη. Ποιος με ρώτησε, ύστερα, αν επιθυμούσα να δω το πτώμα; Δεν είδα κανενός τα χείλη να κινούνται, όμως η ερώτηση είχε ξεκάθαρα ειπωθεί και η ηχώ των τελευταίων συλλαβών αντηχούσε ακόμα μες στο δωμάτιο. Ήταν αδύνατον να αρνηθώ και, μ’ ένα αίσθημα καταπίεσης, σύρθηκα ως την άκρη του κρεβατιού. Σήκωσα απαλά το σκούρο ύφασμα από τις κουρτίνες. Αλλά καθώς έπεφταν πίσω απ’ τους ώμους μου και με

21


22


23


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

απομόνωναν από τον κόσμο των ζωντανών, με κλείδωσαν στη στενότερη επαφή με τη νεκρή. Όλη η ατμόσφαιρα του δωματίου μύριζε θάνατο. Η παράξενη αύρα του φερέτρου με αρρώσταινε και φαντάστηκα πως μια κακόβουλη οσμή αναδυόταν από το πτώμα. Θα έδινα τα πάντα για να ξεφύγω, να απεγκλωβιστώ από την ολέθρια επιρροή της θνησιμότητας, να αναπνεύσω ξανά τον καθαρό αέρα του αιώνιου Παραδείσου. Όμως δεν είχα πια τη δύναμη να κουνηθώ, τα γόνατά μου λύγιζαν και είχα ριζώσει στο έδαφος να παρατηρώ κάθε σπιθαμή από το παγωμένο πτώμα ξαπλωμένο μέσα στο ανοιχτό φέρετρο. Παντοδύναμε Κύριε! Είναι δυνατόν; Μήπως το μυαλό μου παίζει παιχνίδια; Ή όντως το δάχτυλο της νεκρής κουνήθηκε μέσα στο λευκό σάβανο που την τυλίγει; Τρέμοντας με ανείπωτη φρίκη, σήκωσα αργά το βλέμμα για να δω το πρόσωπο της νεκρής. Είχαν βάλει έναν επίδεσμο γύρω απ’ το σαγόνι της, όμως, δεν ξέρω πώς, είχε χαλαρώσει. Τα ζωηρά χείλη στράβωσαν σε κάτι που θύμιζε χαμόγελο και μέσα απ’ αυτό το μελαγχολικό πλαίσιο τα δόντια της Βερενίκης, λευκά, γυαλιστερά, απαίσια, με κοιτούσαν ακόμα πραγματικά και ολοζώντανα. Αποσύρθηκα από το κρεβάτι χωρίς ν’ αρθρώσω λέξη κι έτρεξα σαν τρελός μακριά απ’ αυτό το δωμάτιο που έζεχνε μυστήριο, τρόμο και θάνατο. Βρισκόμουν στη βιβλιοθήκη, καθισμένος, μόνος. Μου φαινόταν σαν να ξυπνάω μόλις από ένα μπερδεμένο και ανήσυχο όνειρο. Συνειδητοποίησα πως ήταν μεσάνυχτα και πήρα τις προφυλάξεις μου ώστε η Βερενίκη να ταφεί μετά τη δύση του ήλιου, όμως δεν διατηρούσα αισιόδοξη ή ξεκάθαρη γνώση του τι συνέβη σ’ εκείνο το θλιβερό διάστημα. Αλλά η μνήμη μου ήταν γεμάτη από τρόμο – έναν τρόμο που η αμφισημία του τον έκανε ακόμα πιο φριχτό. Ήταν σαν μια τρομακτική σελίδα στο βιβλίο ολόκληρης της ύπαρξής μου, γραμμένη με ζοφερές,

24


25


ΒΕΡΕΝΊΚΗ

αποτρόπαιες και ακατανόητες αναμνήσεις. Προσπάθησα να τις αποκρυπτογραφήσω, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κάθε τόσο, πάντως, σαν ήχος ουράνιας φωνής, ένας διαπεραστικός λυγμός –μια γυναικεία κραυγή– έμοιαζε να γαργαλάει τ’ αυτιά μου. Είχα καταφέρει κάτι. Τι ήταν, όμως; Ρωτούσα δυνατά τον εαυτό μου και η ηχώ του δωματίου μού απάντησε ψιθυριστά: Τι ήταν; Στο τραπέζι δίπλα μου μια λάμπα σιγόκαιγε και δίπλα της ήταν ένα εβένινο κουτί. Όχι κάποιο ιδιαίτερο κουτί, το είχα δει αρκετά συχνά παλιότερα αφού άνηκε στον οικογενειακό γιατρό. Πώς όμως βρέθηκε εκεί στο τραπέζι και γιατί έτρεμα καθώς το κοιτούσα; Ένα αντικείμενο σαν κι αυτό δεν ήταν άξιο παρατήρησης. Τελικά, τα μάτια μου στράφηκαν στις ανοιχτές σελίδες ενός βιβλίου και σε μια υπογραμμισμένη αράδα. Αυτές ήταν οι μοναδικές αλλά πολύ απλές λέξεις του ποιητή Εμπν Ζαϊάτ: Οι σύντροφοί μου είπαν πως αν επισκεπτόμουν τον τάφο της αγαπημένης μου τα προβλήματά μου θα τέλειωναν. Για ποιο λόγο, λοιπόν, όταν τις διάβασα, οι τρίχες της κεφαλής μου ανασηκώθηκαν και το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου; Άκουσα ένα αδύναμο χτύπημα στην πόρτα της βιβλιοθήκης και, ωχρός σαν να είχε βγει μόλις από τάφο, ένας υπηρέτης μπήκε μέσα ακροπατώντας. Το βλέμμα του ήταν κενό απ’ τον τρόμο, μου μιλούσε με φωνή ψιθυριστή, τρεμάμενη, σπασμένη. Μα τι μου έλεγε; Άκουσα μερικές προτάσεις εδώ κι εκεί. Μου φάνηκε πως μου είπε ότι μια συγκλονιστική κραυγή είχε διαταράξει την ησυχία της νύχτας, πως όλοι οι υπηρέτες είχαν μαζευτεί να ελέγξουν το σημείο απ’ όπου ακούστηκε η κραυγή – και τελικά η ψιθυριστή φωνή του έγινε ακόμα πιο υπόκωφη όταν μου μίλησε για παραβίαση ταφής, για ένα παραμορφωμένο πτώμα που απογυμνώθηκε απ’ το σάβανο, που ανέπνεε ακόμα – που είχε ακόμα παλμό – που ήταν ακόμα ζωντανό! Κοίταξε τα ρούχα μου. Ήταν ποτισμένα με λάσπη και αίμα. Χωρίς να πει κουβέντα, με πήρε μαλακά από το χέρι. Είχε σημάδια από ανθρώπινες νυχιές. Έστρεψε την προσοχή μου

26


ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

σ’ ένα αντικείμενο τοποθετημένο απέναντι στον τοίχο. Το κοίταξα για λίγες στιγμές. Ήταν ένα φτυάρι. Με μια κραυγή πετάχτηκα πάνω στο τραπέζι και άρπαξα το εβένινο κουτί. Όμως δεν είχα το κουράγιο να το ανοίξω και πάνω στην ταραχή μου γλίστρησε απ’ τα χέρια μου, έπεσε βαρύ στο πάτωμα κι έσπασε σε κομμάτια. Κι από εκεί ξεχύθηκαν αφήνοντας έναν μεταλλικό θόρυβο μερικά οδοντιατρικά εργαλεία. Και μαζί μ’ αυτά τριάντα δύο μικρά, πορσελάνινα κομμάτια σκορπίστηκαν παντού στο πάτωμα.

27


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.