


Κάποτε υπήρχε ένας πατέρας που αγαπούσε μονόχρωμα τον γιο του.

Μια μέρα πήγανε μαζί μια μακρινή βόλτα μέχρι τους μωβ αμμόλοφους.
-Μπαμπά, μπαμπά, κοίτα τι όμορφα
βυθίζονται τα πόδια μου στην άμμο, είπε χαρούμενα ο γιΟς.
Κι ο πατέρας που πολύ αγάπαγε τον γιΟ του
κι ήθελε να τον κάνει άντρα σωστό

έριξε το πρώτο βέλος.
-Οι άντρες δεν περπατούν στις αμμουδιές. Πατούν γερά
στις πέτρες
και στ’ αγκάθια.


Κι ο γιΟς, χωρίς να καταλάβει το γιατί, έχτισε τα πόδια του γερά για να πατούν αντρίκια.


Κανένας βράχος πια, καμιά απότομη πλαγιά δεν θα του είναι κόπος.
Και μια άλλη μέρα, που έξω φύσαγε και λύσσαγε ο καιρός και άστραφτε το χιόνι,

φοβήθηκε
και άρχισε να φωνάζει.
πολύ ο γιος
-Μπαμπά, φοβάμαι, δεν τον μπορώ αυτόν τον κρότο.
Κι ο πατέρας που πολύ αγάπαγε τον γιο του

κι ήθελε να τον κάνει άντρα σωστό
κι άντρα τρανό έριξε το δεύτερο βέλος.
-Πώς είναι δυνατόν να σκιάζεσαι
π’ αστράφτει; Φοβούνται βρε
οι άντρες; του ‘πε.

Κι ο γιος, χωρίς να καταλάβει

το γιατί, έχτισε γερά τα μάτια
και τ’ αυτιά του.


Κανένας θόρυβος, καμία λάμψη πια δεν θα τον κάνει να φοβάται.

Και πέρασαν τα χρόνια κι ο γιος ερωτεύθηκε μια όμορφη κοπέλα που ζούσε στη μάντρα
τις κερασιές.
με