
7 Τη χρονιά που ο Μαρδόνιος, ο Πέρσης στρατηγός του Ξέρξη, στρατοπέδευσε στην Βοιωτία, όλοι οι κάτοι κοι των χωριών του Κιθαιρώνα συμφωνούσαν ότι ο χειμώνας της ήταν από τους δριμύτερους που θυμούνταν. Ο Νεοκλής του Σέφερου, από τις Υσιές, το επιβεβαί ωνε με πάθος στους ζαλισμένους από το κρασί ακροατές του, περιγράφοντας σκηνές σφαγών ολόκληρων κοπαδιών από τους λύκους που νέμονταν την περιοχή. Οι θαμώνες του πανδοχείου κοίταζαν με περιέργεια τον γέρο-κτηνοτρόφο και τον άκουγαν με προσοχή, καθώς τα λόγια του υποδαύλιζαν τους παιδικούς τους φόβους για τα αιμοβόρα θηρία των βουνών. Εκείνα που δι ηγούταν άλλωστε, με το σαλιασμένο στόμα του, τους θύμιζαν τον μύθο του λιονταριού του Κιθαιρώνα, αλλά, θολωμένοι όπως ήταν από το ποτό, δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν μέσα τους εάν είχαν ξανακούσει τέτοιες περιγραφές σαν πραγματικές ή μυθικές.Ομόνος που παρακολουθούσε με δυσπιστία τον γέρο Νεοκλή, μειδιώντας ειρωνικά, ήταν ο Πολυδάμας, ο πανδοχέας. Δεν χαμογελούσε μονάχα κοροϊδευτικά, αλλά και από ικανοποίηση, αφού οι διηγήσεις του βοσκού είχαν εδώ και ώρα ξεπεράσει τα όρια του αληθινού και κυμαίνονταν πια στους χώρους του υπερβολικού και του υπερφυσικού, κάνοντας τους πελάτες του να πί νουν και να τρώνε περισσότερο. Γι’ αυτό χαιρόταν ο Πολυδάμας,
«…Δυο αγελάδες και έναν ταύρο σκότωσαν στο υποστατικό του Λεύκανδρου! Και ξέρετε τι αξία έχουν σήμερα οι αγελάδες. Τον κατάστρεψαν τον καημένο! Καλύτερα να έτρωγαν αυτόν, παρά τα ζωντανά του» είπε ο Νεοκλής, προκαλώντας
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ8επειδή έβλεπε τους αμφορείς του να αδειάζουν και διαπίστωνε ότι οι καλές ιστορίες βοηθούν στην πόση και στη χώνεψη. Κάποια στιγμή, μάλιστα, τού πέρασε από το μυαλό να προτείνει στον Νεοκλή να παραμείνει στο πανδοχείο μερικές ημέρες ακό μα πριν φύγει για το χωριό του. Ήλπιζε βεβαίως να βγάλει κάποιο κέρδος, ώστε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, αφού από την ημέρα που οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα και οι Έλληνες από τον νότο έπαψαν να ταξιδεύουν προς την Βοιωτία και την Θεσσαλία, τα έσοδά του από τους λιγοστούς πε λάτες ήταν ελάχιστα και δεν ήταν αρκετά να αγοράσει το αλεύ ρι του επόμενου μήνα… Ανάθεμα τους Πέρσες και τον Ξέρξη τους, έβρισε μέσα του ο Πολυδάμας και έβρεξε τα χείλη του με το κοκκινέλι από την Λο κρίδα. Εμ δεν νικάνε, εμ δεν φεύγουν κιόλας, οι μούλοι, συμπλή ρωσε τη σκέψη του και έβαλε στο στόμα του μια ελιά.
τα συγκα ταβατικά σχόλια των ακροατών του. «Από τη μια πλευρά οι Πέρσες και από την άλλη οι λύκοι κι ο χιονιάς» είπε ο Κόππας από την Χαιρώνεια. «Πάει η Ελλάδα, ρήμαξε!» πρόσθεσε και ήπιε μονορούφι το κρασί του κυπέλου του. «Δεν φταίνε οι Πέρσες. Εκείνοι οι ψωροπερήφανοι Αθηναί οι φταίνε, που θέλουν να μας κυβερνήσουν» είπε ο Δορυκλής ο Θηβαίος. «Να μην αναφέρω και τους Σπαρτιάτες, που η μόνη τους σκέψη είναι να κατακτήσουν όλη την Ελλάδα και να μας κάνουν δούλους τους. Καλύτερα να υποταχτούμε στον Πέρση, παρά να μας βάλουν χαλινάρι οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες. »Τουλάχιστον ο Πέρσης έχει χρήματα, πλούτη αμύθητα. Λένε ότι οι πόλεις τους δεν είναι χτισμένες με πλίνθους και με πέ
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 9 τρες, όπως οι δικές μας, αλλά με χρυσάφι και ασήμι. Ο Διαγόρας του Καλλικράτη, που ήταν Βοιωτάρχης, μου είπε ότι ο Σθένελος, ο γιατρός, άκουσε από τον Βορεάτη, τον πλοίαρχο, να λέει στον Χώριλο, τον σιδερά, ότι ο Οινόμαος, ο έμπορας, είδε με τα ίδια του τα μάτια τα παλάτια του Ξέρξη. Από τον πρώτο λίθο της βάσης μέχρι και τη σκεπή, του είπε, δεν υπήρχε κομμάτι που να μην ήταν καμωμένο από χρυσό ή ασήμι. Ακόμα και οι σφή νες της σκεπής, είπε, ήταν από ασήμι και στο κάθε κεφάλι είχαν κολλήσει από μια πολύτιμη πέτρα…» Η θεία της θείας μου βρήκε τη θεία της και της είπε ότι η θεία της… ειρωνεύτηκε νοερά ο πανδοχέας και έξυσε βαριεστημένα τα ξεραμένα λίπη πάνω στον πάγκο. Είχε ακούσει πολλές φορές τέτοιες υπερβολές και δεν άντεχε περισσότερες, αλλά έκα νε υπομονή. Άλλωστε το συμφέρον προηγούταν της αλήθειας, όπως κόμπαζαν όλοι οι έμποροι. «Εγώ μπήκα μια μέρα στο στρατόπεδο των Περσών» είπε ο Λύγκας, ο έτερος Θηβαίος της παρέας. «Εκείνη την ώρα βγήκε από το αντίσκηνο του Μαρδόνιου ο μάγειράς του, ένας Αιγύπτι ος δούλος και πάνω του, μα τον Δία σας λέγω, είχε τόσο χρυσάφι όσο το άγαλμα της Άρτεμης στους Δελφούς.» Ο Νεοκλής και ο Κόππας γούρλωσαν τα μάτια τους από θαυ μασμό, ακούγοντας τις υπερβολές των δυο Θηβαίων. Την επόμενη στιγμή όλοι τους έπεσαν σε περισυλλογή. Ο Πολυδάμας που είχε δει τους Πέρσες δυο φορές να περνά νε μπροστά από το πανδοχείο του, δεν εντυπωσιάστηκε από τις περιγραφές των Θηβαίων πελατών του. Πράγματι, οι αξιωματι κοί τους φορούσαν εντυπωσιακά ενδύματα και πάνω τους ξε χώριζαν οι αλυσίδες, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια που ήταν όλα καμωμένα από χρυσάφι. Οι απλοί στρατιώτες όμως, δεν εί χαν τίποτε που να φανερώνει ότι και ο λαός, εκτός από τους αξιωματούχους, έπλεε στα πλούτη. Όλοι εκείνοι οι χωριάτες,
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ10που κράδαιναν τα σπαθιά και τα δόρατα, απλοί χωριάτες ήταν, όπως της Ελλάδας, ίσως και χειρότεροι. Ωστόσο, οι Έλληνες πάντα έτειναν προς την υπερβολή και το ψέμα. Έτσι, οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τον πλούτο των Περσών ξεπερνούσαν κάθε όριο της πραγματικότητας και άγγιζαν τη βλαβερή φαντασιοπληξία.Συντοις άλλοις, οι δυο Θηβαίοι απέναντί του δεν ήταν άλλο παρά φαφλατάδες καιροσκόποι, που έψαχναν ευκαιρίες για να πλουτίσουν, μεγεθύνοντας έναν νερόλακκο σε ωκεανό ώστε να πείσουν τους ελαφρόμυαλους και τους ευκολόπιστους για να τους κατακλέψουν. Σιχαμεροί προδότες που και οι Πέρσες θα τους έσφαζαν, εάν δεν τους είχαν ανάγκη… Η ξυλόθυρα του πανδοχείου άνοιξε απότομα και στην αίθου σα μπήκε κρύος αέρας, μεταφέροντας στροβιλιζόμενες νιφάδες χιονιού. Στο άνοιγμα της εισόδου στάθηκε ένας ψηλόκορμος άνδρας που φορούσε δερμάτινο πανωφόρι με γούνινη καλύπτρα, η οποία σκέπαζε το πρόσωπό του. Ο νεοφερμένος μπήκε στο πανδοχείο και έκλεισε τον χειμώ να έξω από το κτίσμα. Χωρίς να χαιρετήσει, προχώρησε προς τον πάγκο όπου πίσω του στεκόταν ο Πολυδάμας. Έριξε μια πλάγια ματιά στους τέσσερις άνδρες που ζεσταίνονταν δίπλα στη φωτιά και κάθισε σ’ ένα σκαμνί, στηρίζοντας στα πόδια την ασπίδα του, η οποία ήταν σκεπασμένη με δερμάτινο, βρεγμένο από τα χιόνια, κάλυμμα. Ο Πολυδάμας έριξε μια ανήσυχη ματιά στους πελάτες του και σηκώθηκε να εξυπηρετήσει τον άγνωστο και παράξενο άνδρα. Ανησυχούσε επειδή δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που, με τον ερ χομό των Περσών, είχαν βγει στα βουνά και λήστευαν όποιον συναντούσαν. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, σκότωναν αδιακρί τως όποιον έπεφτε στα χέρια τους. Έτσι, ο ισχνός πανδοχέας με το οξυδερκές βλέμμα, προχώρησε με τις αισθήσεις του σε εγρή
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 11 γορση, καθώς σκεφτόταν μήπως οι σύντροφοι εκείνου του επι σκέπτη παραμόνευαν απ’ έξω, περιμένοντας το σύνθημά του να επιτεθούν.«Κρασί» είπε ο άνδρας κι έριξε πάνω στον πάγκο δυο κοριν θιακά νομίσματα. Ο Πολυδάμας κοίταξε τα νομίσματα, ανασήκωσε το αριστερό του φρύδι και έσπευσε να ικανοποιήσει την επιθυμία του πελά τη του. Τράβηξε έναν αμφορέα από το κιβώτιο που βρισκόταν πίσω του, έπιασε ένα πήλινο κύπελλο και είπε: «Έχω βραστό χοιρομέρι με σέλινο και κρεμμύδια. Σκέτη λιχουδιά!» Ο άνδρας με την κουκούλα δεν αποκρίθηκε και ο πανδοχέας, μορφάζοντας, βιάστηκε να του δώσει τον αμφορέα. Δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. Χρόνια τώρα είχε μάθει να είναι διακριτι κός με τους ανθρώπους που έμπαιναν στο πανδοχείο του. Ήξε ρε ότι υπήρχαν τρία είδη πελατών. Το πρώτο είδος ήταν όπως ο Νεοκλής και οι Θηβαίοι, αρέσκονταν στην πολυλογία και ήταν ικανοί να ξημερώσουν μπροστά στη φωτιά, μιλώντας ακατά σχετα για οποιοδήποτε ζήτημα: από τον καιρό και την τρέχου σα γιορτή του τοπικού θεού, μέχρι τη διευθέτηση των πολιτι κών προβλημάτων και τις πόρνες της Κορίνθου. Είχαν άποψη για όλα, ακόμα και για το εάν ο Δίας είχε δίκαιο που κεραύνωσε τονΤοΑσκληπιό.δεύτερο είδος ήταν άνθρωποι που ήθελαν μονάχα να πού νε μερικές προτάσεις, ώστε να θερμάνουν την ατμόσφαιρα και να μην αισθάνονται μόνοι τους σ’ έναν ξένο τόπο. Αυτοί ήταν μετρημένοι στα λόγια τους, μιλούσαν μονάχα όσο χρειαζόταν και δεν άνοιγαν πολύωρες συζητήσεις. Ήταν πρόσχαροι και ευ γενικοί, διακριτικοί και συνετοί. Το τρίτο είδος ήταν σαν τον κουκουλοφόρο άνδρα με την ασπίδα. Έρχονταν στο πανδοχείο να ξαποστάσουν και να πι ούν ένα κρασί για να τονωθούν. Δεν έβγαζαν λέξη από το στό
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ12μα τους, παρά μονάχα για να παραγγείλουν. Κατόπιν, αφού έπι ναν και έτρωγαν, έφευγαν βιαστικά, σαν να τους κυνηγούσαν χίλιοι δαίμονες και χάνονταν από τη σκέψη των θαμώνων όπως κάποιο από τα πολλά σύννεφα που, εάν δεν είναι φορτωμένο με βροχή, ούτε καν προσέχουμε την ύπαρξή του. Ο Πολυδάμας διαχώριζε το τρίτο είδος πελατών σε δυο κα τηγορίες: στους βιαστικούς, εκείνους δηλαδή που έτρεχαν να προλάβουν τον χρόνο, όπως ήταν οι αγγελιοφόροι ή οι έμποροι που έσπευδαν να κλείσουν κάποια συμφέρουσα συμφωνία, και στα θύματα της μοίρας· έτσι ονόμαζε όσους βιάζονταν για προ σωπικούς λόγους. Συνήθως επρόκειτο για άνδρες που ήταν κυ νηγημένοι, απόκληροι και ψυχικά τραυματισμένοι. Τέτοιοι κάθονταν μόνοι τους, με κατεβασμένο το κεφάλι, βυθισμένοι στις μαύρες σκέψεις που τους βασάνιζαν. Κάθε φορά μάλιστα, που κάποιος ήχος έσπαγε τη σιωπή, τινάζονταν αλαφιασμένοι και έριχναν γύρω τους τρομαγμένες ματιές. Όταν ο Πολυδάμας έβλεπε τέτοιους πελάτες συνήθως προ σπαθούσε να φανταστεί ποιο ήταν το κακό που τους καταδίω κε: ο φόνος, η κλεψιά, ο έρωτας και τα τρία μαζί ή ο συνδυασμός δυο εξ αυτών. Κοιτάζοντας λοιπόν, τον άνδρα με το καλυμμένο πρόσωπο, άρχισε να αναλύει τις λεπτομέρειες όπως οι περιφε ρόμενοι μάντεις, που πριν προβλέψουν το μέλλον κάποιου τον εξετάζουν με το βλέμμα τους από την κορφή έως τα νύχια για να συμπεράνουν τι τον απασχολεί και μετά του δίνουν την πολυ πόθητη απάντηση, εκείνη που προσδοκά να ακούσει. Σε μια πρώτη ανάγνωση των στοιχείων, ο οξύνους πανδοχέ ας, κατάλαβε ότι ο άνδρας με την καλύπτρα ήταν φτωχός. Πέρα από την κακόμορφη εικόνα που παρουσίαζαν τα ενδύματά του, τα οποία ήταν ολοφάνερο ότι έραψε ο ίδιος –τα δέρματα που αποτελούσαν το πανωφόρι του ήταν ανεπεξέργαστα και κακο ραμμένα, με άτσαλες και ακανόνιστες ραφές– τίποτε δεν γυάλι
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 13 ζε στα χέρια και τον λαιμό του. Στους πλούσιους ή τους ευκατά στατους του είδους του πάντοτε υπήρχε κάποιο δαχτυλίδι, ένα βραχιόλι ή ένα περιδέραιο που πρόδιδε την οικονομική τους κα τάσταση. Σε τούτον δεν γυάλιζε τίποτα· μονάχα το βλέμμα του κάτω από την καλύπτρα. Το δεύτερο στοιχείο που μπορούσε κάπως να αναλυθεί ήταν η ασπίδα του. Το ότι την είχε καλυμμένη με δέρμα πρόδιδε πως ήθελε να κρύψει το σχέδιο που ήταν αποτυπωμένο πάνω της. Το οικόσημο ίσως της οικογένειάς του ή κάποια ζωγραφιά που αμέσως θα τον καθιστούσε αναγνωρίσιμο σ’ όποιον την έβλεπε. Ήταν βέβαιο λοιπόν, ότι κρυβόταν και, ίσως, κάποιοι τον κατα δίωκαν.Τοότι δεν είχε δόρυ μαζί του, δεν σήμαινε τίποτα. Πιθανό τατα να το είχε αφήσει έξω από το πανδοχείο, αλλά στη ζώνη, κάτω από το πανωφόρι του, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έκρυβε το σπαθί του. Ο Πολυδάμας ανατρίχιασε με την τελευταία σκέψη και έπια σε το δικό του σπαθί, που είχε κάτω από το τραπέζι. Έστρεψε το βλέμμα του στον Κόππα που του έδειχνε τον άδειο αμφορέα και σηκώθηκε αργά, σχεδόν βαρύθυμα, να τον εξυπηρετήσει. «Ξένε, μήπως είδες λύκους, καθώς ερχόσουν;» ρώτησε ο Νε οκλής με την αφέλεια του καλοκάγαθου ορεσίβιου που θέλει να ανοίξει συζήτηση με κάθε περαστικό. Σιωπή απλώθηκε στο πανδοχείο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η λύσσα του ανέμου έξω από το κτίσμα, το σφύριγμα κάτω από τη θύρα και τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων και το τριζοβόλημα της φωτιάς που καταβρόχθιζε τους χοντροκομμέ νους κορμούς. Ο Πολυδάμας νόμισε για μια στιγμή ότι άκουσε την καρδιά του να χτυπάει στα αυτιά του σαν κουδούνα βοδιού και έβρισε νοερά την περιέργεια του Νεοκλή. Με γρήγορες κινήσεις γέμισε
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ14τα κύπελλα των πελατών του με κρασί και βιάστηκε να επιστρέ ψει στο τραπέζι του, δίπλα στο σημείο όπου ήταν τοποθετημένο το σπαθί «Αρκετούς»του. είπε ο ξένος με την κουκούλα. «Μας ρήμαξαν φέτος!» είπε με παράπονο ο Νεοκλής. «Και να φανταστείς ότι έχουμε άλλους τρεις μήνες μπροστά μας, μέχρι να λιώσουν τα χιόνια. Προχθές, για να πιστέψεις, έφαγαν δέκα πρόβατα του Μελόχειρου… και ξέρεις πόσο αξίζουν σήμερα τα πρόβατα!»Οξένος δεν απάντησε. Ήπιε το κρασί του και ακούμπησε το αριστερό του χέρι στο τραπέζι. Ο ηλικιωμένος βοσκός στάθηκε να τον κοιτάζει για μερικές στιγμές και μετά, δυσαρεστημένος από τη σιωπή του, στράφη κε στην παρέα του που ήταν πιο δεκτική στη συζήτηση. «Τι λέ γαμε;»«Λέγαμε ότι εάν μας κυβερνήσουν οι Πέρσες θα μπορέσου με να ανασάνουμε. Θα πάψουν οι πόλεμοι μεταξύ μας και θα έρ θει στην Ελλάδα τόσο χρυσάφι, που κανένας μας δεν φαντάζε ται…»ΟΠολυδάμας με την άκρη του ματιού του πρόσεξε ότι ο ξέ νος, ακούγοντας τα λόγια του Δορυκλή, τέντωσε τη ραχοκοκα λιά του. Αμέσως ένα τρέμουλο ταλάντευσε τα χέρια του. Ένιωσε άσχημα και προσπάθησε να βρει κάποιο θέμα για να αλλάξει τη συζήτηση. Κάτι μέσα του τον προειδοποίησε ότι η κατάσταση ήταν έκρυθμη, αν και τίποτε δεν φανέρωνε την αιτία του φόβου του. Ίσως ήταν το ένστικτό του. Ίσως όμως, να ’ταν απλώς εκείνη η αίσθηση της υποβόσκουσας απειλής, που τα τελευταία χρόνια είχε κατακάτσει στο μυαλό όλων των απλών Ελλήνων. «Ας πούμε, λοιπόν, ότι νικάμε τους Πέρσες και τους διώχνου με στην Ασία. Τι θα κάνουμε μετά; Θα ανεχτούμε τους Σπαρτι άτες στις πόλεις μας; Ή θα αφήσουμε τους Αθηναίους να μας ζα
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 15 λίζουν με τη δημοκρατία τους; Τα ξέρουμε τα χάλια τους. Οι μεν ξημεροβραδιάζονται μ’ ένα σπαθί στο χέρι. Δεν χαίρονται ούτε τις γυναίκες τους!» Ο Πολυδάμας σταμάτησε να ρίχνει κλεφτές ματιές προς το μέρος του ξένου και στράφηκε φανερά να τον παρατηρεί επίμονα. Ήταν ξεκάθαρο πια από τη στάση του ότι άκουγε με προσο χή τα λόγια του Θηβαίου. «Οι δε Αθηναίοι, στην αρχή θα μας καλοπιάσουν για να δώσουμε χρήματα ώστε να ξαναχτιστεί η πόλη τους και κατόπιν, όταν ορθωθούν, θα μας οδηγήσουν μέχρι και την Ινδία για να πολεμήσουμε τους Πέρσες. Και ό,τι κέρδος θα βγάζουμε από τον πόλεμο αυτοί θα το στοιβάζουν στα ταμεία τους, για τον εαυτό τους και την πόλη τους. Καλύτερα λοιπόν, να υποταχθούμε στον Πέρση που θα μας βοηθήσει, παρά…» Ο παράξενος πελάτης σηκώθηκε από το σκαμνί του και κοίταξε κατάματα τον Δορυκλή. Ο Πολυδάμας έπιασε τη λαβή του σπαθιού του, αλλά δεν το τράβηξε. Πρόσεξε ότι στο δεξί χέρι του άνδρα, που φορούσε προβιές και γούνινη καλύπτρα, γυάλι ζε ένα«Θέλειςμαχαίρι.την Ελλάδα υποταγμένη στους Πέρσες;» ρώτησε ο ξένος με βαριά δωρική προφορά. «Σαφώς…» έκανε ο Δορυκλής και σηκώθηκε όρθιος, ενώ αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του ξένου έβαλε την παλάμη στο σπαθί του. Την επόμενη στιγμή έπεσε μέσα στις φλόγες, με το στήθος του να αιμορραγεί και τα πόδια του να παρασέρνουν τα σκαμνιά δίπλα του. Δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Με το που απάντησε θετικά στην ερώτηση ένα μαχαίρι καρφώθηκε στο στήθος του, στο ύψος της καρδιάς, ρίχνοντάς τον νεκρό στην κυκλική εστία. Ο Νεοκλής και ο Κόππας έπεσαν στο πάτωμα, κραυγάζοντας φοβισμένοι, ενώ ο Λύγκας γύμνωσε το σπαθί του και καμπούρι
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ16ασε έτοιμος να αντιμετωπίσει τον φονιά του συμπατριώτη του. Ο Πολυδάμας είχε παγώσει, σαν να βρισκόταν έξω από το παν δοχείο κι όχι μέσα. Τα δάχτυλά του έσφιγγαν τη λαβή του σπαθι ού του, αλλά το ένστικτό του σάλπιζε υστερικά, αρνούμενο την όποια παράτολμη κίνηση. «Θέλεις και εσύ τους Πέρσες δεσπότες των Ελλήνων;» ρώτησε ο ξένος τον Λύγκα. «Ναι…» είπε ο Θηβαίος άφοβα, σαν να μην έβλεπε κατάματα τον Χάρο που του έγνεφε χαρούμενα.
Ο ξένος προχώρησε προς το μέρος του Λύγκα, δρασκέλισε τα σκαμνιά, τράβηξε το σπαθί του με απίστευτη ταχύτητα και τον χτύπησε πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει. Ο λαιμός του Θη βαίου κοκκίνισε αμέσως από το αίμα που πετάχτηκε, καθώς η σάρκα κόπηκε από το κοφτερό μέταλλο.
Την επόμενη στιγμή ο Λύγκας έπεσε στο πάτωμα σπαρτα ρώντας, με τα ματωμένα χέρια του να πιέζουν το σημείο της το μής. Τελικά, όταν ο ξένος επέστρεψε στο τραπέζι και σήκωσε την ασπίδα του, ξεψύχησε δίπλα στα πόδια του Δορυκλή, του οποίου το κεφάλι καιγόταν μέσα στην παραστιά. «Θέλει κανείς άλλος να δει τους Πέρσες να εξουσιάζουν την Ελλάδα;» ρώτησε
ο ξένος και αφού δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση, επέστρεψε στο τραπέζι και ήπιε μονορούφι το κρασί του. Κατόπιν, με σταθερά βήματα, προχώρησε προς την έξοδο. Εκεί, στάθηκε για μια στιγμή, έριξε ένα βλέμμα αηδίας στα δυο πτώ ματα και άνοιξε τη θύρα. Ο αέρας που καραδοκούσε απ’ έξω μπήκε με ορμή στο παν δοχείο και τίναξε την κουκούλα του άνδρα προς τα πίσω, φανε ρώνοντας την πλούσια καστανόξανθη κόμη του. Την επόμενη στιγμή ο φονιάς των δυο Θηβαίων χάθηκε στο σκοτάδι, κάτω από τις παχιές νιφάδες, κλείνοντας τη θύρα πίσω του.
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 17 *** Ο Κόλκας ο μονόφθαλμος, από την Χορασμία, στερέωσε το ακό ντιό του στον ώμο και έτριψε το στήθος του για να ζεσταθεί. Είχε παγώσει όλη εκείνη την ώρα μέσα στο χιόνι, περιμένοντας να φανούν οι αγριόχοιροι. Τα δάχτυλά του έκαιγαν και τα πόδια του είχαν ξυλιάσει, παρ’ όλο που ήταν ντυμένος με βαριά και ζε στά«Σκατά!»ενδύματα.έβρισε πίσω από τα δόντια και κούρνιασε περισσό τερο στην άβολη θέση του, μέσα στο κοίλωμα του εδάφους, δί πλα στον Καρυσπέρτη από την Παρθία και τον Λέραξη τον Του ρανό. Ο τελευταίος φορούσε έναν γούνινο σκούφο από δέρμα αλεπούς και στα χέρια του κρατούσε το καμπυλωτό του τόξο· το κεφάλι του ήταν γερμένο ελαφρά στα πλάγια και αφουγκραζό ταν τους ήχους του δάσους: το ελαφρύ σφύριγμα του αέρα ανάμεσα στα δένδρα, το κρώξιμο των κορακιών που αναζητούσαν τροφή, το φλοίσβισμα των νερών ενός ρυακιού που κυλούσε σε κοντινή απόσταση και το απαλό τσάκισμα του χιονιού από το βάρος των ζώων που πλησίαζαν. «Σκάσε!» μούγκρισε πνιχτά ο Τουρανός, που οσφραινόταν τον αέρα σαν σκύλος. «Είναι κοντά» ψιθύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του στην άκρη του περάσματος, εκεί δηλαδή απ’ όπου περίμεναν να εμφανιστούν τα θηράματά τους. Ο Καρυσπέρτης έσφιξε το ακόντιο στο δεξί του χέρι, τέντωσε το κεφάλι του και κοίταξε με περιέργεια. Το ζώο που πλησί αζε ήταν ένα μεγαλόσωμο αρσενικό. Δεν φαινόταν ολόκληρο, μονάχα η καμπυλωτή του ράχη και τα χνώτα που άφηνε καθώς ρουθούνιζε πάνω από το χιόνι. Οι δυο άνδρες κοιτάχτηκαν με νόημα και με αργές κινήσεις χαμήλωσαν τα κεφάλια τους στο ύψος του κοιλώματος. Έγνε
θηκαν στην άκρη του κοιλώματος. Ο Χοράσμιος σήκωσε το μάτι του και κοίταξε το χοντρό κλα δί του δένδρου που ταλαντευόταν από πάνω του. Το ρουθούνι σμα του αγριόχοιρου που πλησίαζε τον έκανε να στρέψει το κεφάλι του, αλλά σταμάτησε την κίνηση στη μέση. Κάτι είχε δει πάνω στο κλαδί, αλλά δεν το αναγνώρισε με την πρώτη ματιά και ξανάστρεψε το κεφάλι του για να το παρατηρήσει. Το ακόντιο που πετάχτηκε μπήκε στην πλάτη του Χοράσμι ου και η αιχμή βγήκε κάτω από τον αριστερό του πνεύμονα. Ο Κόλκας βόγκηξε και πέθανε αμέσως, έχοντας αποτυπωμένη στο μοναδικό του μάτι την εικόνα του φονιά του που τον κοίταζε καθισμένος στο κλαδί.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ18ψαν και οι δυο στον Κόλκα να σωπάσει και στάθηκαν να αφου γκραστούν τους ήχους των βημάτων. Δεκαπέντε βήματα μακριά τους, στα αριστερά, κρύβονταν άλλοι δυο Χοράσμιοι άνδρες, ο Σουάξης και ο Τερκίρ, κρατώ ντας ακόντια και μικρές ξύλινες ασπίδες, όπως επίσης, στα δε ξιά τους, περίμεναν καλυμμένοι ο Χουάρξης και ο Ταλίσπης με τόξα.ΟΤουρανός έβγαλε, ίσα με το έδαφος, το κεφάλι του και κοί ταξε προς το μέρος του αγριόχοιρου. Το πρόσωπό του άστραψε από ένα πλατύ χαμόγελο και έδειξε τρία δάχτυλα στον Καρυσπέρτη, εννοώντας τον αριθμό των ζώων που έβλεπε. Ο Καρυσπέρτης σήκωσε το χέρι του στα δεξιά και έγνεψε στους συντρόφους του να κινηθούν. Τα ζώα κατευθύνονταν στην παγάνα όπου βρίσκονταν ο Σουάξης και ο Τερκίρ και οι κυνηγοί είχαν σκοπό να τα κυκλώσουν.
Ο Κόλκας άκουσε κάποιον ήχο πίσω του και έστρεψε βαρι εστημένα το μονόφθαλμο βλέμμα του. Πάνω στο χιόνι κυλούσε ένα κουκουνάρι, το οποίο μπήκε στο κοίλωμα και σταμάτη σε δίπλα στην αριστερή του φτέρνα. Ταυτόχρονα, έπεσαν από ψηλά, στροβιλίζοντας, δυο τρία λεπτά κλαράκια και προσγειώ
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 19 Την επόμενη στιγμή, καθώς ο Λέραξης γύρισε να μαλώσει τον συμπολεμιστή του και ο Καρυσπέρτης άπλωσε το χέρι του στα τυφλά για να τον σπρώξει, κάτι βαρύ έπεσε πάνω στους δυο άνδρες. Ο Τουρανός άφησε έναν ξέπνοο ρόγχο, καθώς η λάμα του σπαθιού διαπέρασε το σώμα του, ποτίζοντας το χιόνι με αίμα, ενώ ο Καρυσπέρτης βόγκηξε από το χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι και το βάρος που έπεσε πάνω του, σπάζοντάς του τη σπονδυλική στήλη. Μέσα στο κοίλωμα όπου κρύβονταν οι τρεις Ασιάτες, ο άν δρας που τους επιτέθηκε έσκυψε από πάνω τους και μ’ ένα μα χαίρι έκοψε τους λαιμούς τους. Μετά, τέντωσε το κεφάλι του και κοίταξε στα δεξιά, εκεί όπου βημάτιζαν σκυφτοί οι δυο Χοράσμιοι, κρατώντας στα χέρια τους τόξα.
ανυποψίαστα για τον θάνατο που τα παραμόνευε. Ήταν ένα καστανότριχο θηλυκό που ρουθούνιζε συνεχώς, σαν να είχε άσθμα, και κοίταζε αλαφιασμένο δεξιά κι αριστερά.Τοένστικτο του ζώου σήμανε συναγερμό μόλις άκουσε τους πνιχτούς και παράξενους ήχους. Η χρόνια εμπειρία του μετάφρασε αμέσως τους θορύβους και το προειδοποίησε για κάποι ον άγνωστο κίνδυνο. Ωστόσο, μην έχοντας τη δυνατότητα να δει τους διώκτες του, συνέχισε να προχωράει νευρικά, με το κε φάλι του να ταλαντεύεται από την ένταση. Η ανησυχία του πέ ρασε και στα υπόλοιπα μέλη της κοπαδιού· το αρσενικό, που προπορευόταν, σήκωσε τη μουσούδα του και στάθηκε για να
Οι παράξενοι πνιχτοί ήχοι που ακούστηκαν από την πλευρά της κρυψώνας των συντρόφων τους, έκαναν τους δυο άνδρες να σταθούν για μια στιγμή. Τέντωσαν τα αυτιά τους και κατό πιν, μην ακούγοντας κάτι το ανησυχητικό, συνέχισαν την κυ κλωτική κίνηση που εκτελούσαν. Ο Ταλίσπης είδε το τελευταίο από τα τρία ζώα που περνού σαν κάτω από τα κλαδιά,
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ20μυρίσει τον αέρα. Η προειδοποίηση από τον ένστικτό του ήταν σαφής και τα νεύρα του είχαν πυροδοτηθεί· οι μύες των ποδιών του σφίχτηκαν, οι τρίχες στην πλάτη ορθώθηκαν και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Αν οι δυο Χοράσμιοι είχαν το ίδιο αλάθητο ένστικτο με τα ζώα που θήρευαν, ίσως να αντιλαμβάνονταν τον θάνατο που ερχόταν από τα αριστερά τους. Το πρώτο ακόντιο, που πέταξε ο φονιάς τους, πέτυχε τον Ταλίσπη στα πλευρά και το δεύτερο, που εξακοντίστηκε με μικρή χρονική διαφορά, χτύπησε τον Χουάρξη στον ώμο. Οι δυο άνδρες δεν σκοτώθηκαν ακαριαία και οι κραυγές πό νου που έβγαλαν απλώθηκαν στο δάσος, σπάζοντας τη φαινομενική του ηρεμία σε κομμάτια. Τα βογκητά τους έκαναν τα πουλιά που κούρνιαζαν στα κλαδιά να τρομάξουν και να φτε ρουγίσουν μακριά, τα μικρά ζώα να χωθούν στις φωλιές τους και τους αγριόχοιρους να το βάλουν στα πόδια, μουγκρίζοντας καιΟσκούζοντας.Ταλίσπηςέπιασε το ακόντιο που του σούβλιζε τα πλευρά και έκανε να το τραβήξει, αλλά λύγισε από τον πόνο και έπε σε στα γόνατα βαριανασαίνοντας. Την ίδια στιγμή ένα δεύτερο ακόντιο χώθηκε βίαια στο στήθος του. Πριν ξεψυχήσει, αναγνώ ρισε στο ακόντιο που του τρύπησε τη σάρκα, τα γράμματα του συμπατριώτη του, του Κόλκα, στη σκαλισμένη λέξη που σήμαι νε «σκότωσε».ΟΧουάρξης, μόλις είδε τον φίλο του να πέφτει, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε κατάματα τον άνδρα που ερχόταν με τα χύτητα καταπάνω του. Ούρλιαξε φοβισμένος και προσπάθησε να ξεφύγει. Το τόξο είχε πέσει από τα χέρια του όταν τον πέτυ χε το ακόντιο στον ώμο κι έτσι, θεωρώντας καλύτερη λύση τη φυγή από το να σταθεί και να τον αντιμετωπίσει, έτρεξε προς το δάσος μ’ όση δύναμη είχε.
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 21 Στη μια και μοναδική ματιά που έριξε στον επίδοξο φονιά του, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον αποκρούσει σε μάχη σώμα με σώμα. Όχι μόνο επειδή ήταν τραυματισμένος, αλλά γι ατί το πρόσωπο εκείνου του άνδρα έμοιαζε με των αγριανθρώ πων που ζούσαν νοτιοανατολικά της Κασπίας, στα βουνά του Τουράν, ενώ τα χέρια του ήταν ήδη κόκκινα από το αίμα των συ μπολεμιστών του. Παρά την προσπάθειά του όμως, δεν κατάφε ρε να απομακρυνθεί αρκετά ώστε να αποφύγει την παγωμένη λάμα του διώκτη του. Το χτύπημα που δέχτηκε στην πλάτη τον έριξε πάνω στα χιόνια να χαροπαλεύει, βογκώντας και κλαψου ρίζοντας. Σύρθηκε για λίγο στο έδαφος και μετά, άφησε την τε λευταία πνοή να βγει από το στόμα του μαζί με σάλια και αίμα. Ο Τερκίρ και ο Σουάξης, ακούγοντας τα μουγκρητά των αγρι όχοιρων και τα ουρλιαχτά των συντρόφων τους, πετάχτηκαν έξω από την κρυψώνα τους και έτρεξαν να προλάβουν τη συμπλοκή των ζώων με τους ανθρώπους. Ήταν έμπειροι κυνηγοί και ήξεραν ότι οι αγριόχοιροι δεν ήταν εύκολα θηράματα. Ειδι κά εάν πληγώνονταν, στρέφονταν εναντίον του θηρευτή τους με σκοπό να τον σκοτώσουν. Έτσι, εκλαμβάνοντας τις κραυγές των συμπολεμιστών τους σαν αποτέλεσμα της επίθεσης των αγριόχοιρων, έσπευσαν να βοηθήσουν. Σταμάτησαν όμως, κα θώς είδαν μπροστά τους τα τρία μεγαλόσωμα ζώα να τρέχουν προς το μέρος τους, σκούζοντας ανατριχιαστικά. Η αντίδραση του Σουάξη ήταν να ρίξει το ακόντιό του στην πλάτη του αρσενικού αγριόχοιρου και ταυτόχρονα να πηδήσει στα αριστερά, ώστε να αποφύγει τους χαυλιόδοντές του. Πα ράλληλα, ο Τερκίρ, ξεφεύγοντας από τα θηλυκά που έρχονταν κατά πάνω του, έτρεξε με ταχύτητα και σκαρφάλωσε επιδέξια στα κλαδιά του κοντινότερου δένδρου. Το ακόντιο που πέταξε ο Σουάξης πέτυχε το ζώο, αλλά δεν το σκότωσε. Το χτύπημα ήταν επιπόλαιο, αφού ο Χοράσμιος εξα
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ22κόντισε περισσότερο από τρόμο, αιφνιδιασμένος από την απρό σμενη συνάντηση, παρά με σκοπό να το σκοτώσει. Το τραύμα ωστόσο, προκάλεσε τον θυμό του ζώου και το έστρεψε εναντίον του θηρευτή του. Αφηνιασμένο γλίστρησε στο χιόνι, έστριψε τον κορμό του και επιτέθηκε στα πόδια του ανθρώπου, μουγκρίζοντας οργισμένα. Ο Σουάξης προσπάθησε να πιάσει ένα κλαδί πάνω από το κε φάλι του, αλλά δεν τα κατάφερε και έπεσε στα χιόνια με την πλάτη. Πριν προλάβει να σηκωθεί, ο αγριόχοιρος πέρασε από πάνω του με φόρα, τον χτύπησε με τα πόδια, αλλά όχι και με τους χαυλιόδοντες. Ο Χοράσμιος κυνηγός κραύγασε από τον τρόμο του, γύρισε μπρούμυτα και σύρθηκε βιαστικά για να απο μακρυνθεί.Τοαγριεμένο θηρίο στράφηκε ξανά προς τον κυνηγό, χαμή λωσε το κεφάλι και τον χτύπησε στα πλευρά, σχίζοντάς του τα ρούχα και τη σάρκα. Οι καμπυλωτοί, κατάλευκοι χαυλιόδοντες χώθηκαν ανάμεσα στα κόκαλα και μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού του, σήκωσε το σώμα του ανθρώπου έναν πήχη περίπου από το έδαφος.ΟΣουάξης ούρλιαξε από τον πόνο και ο Τερκίρ, σκαρφαλω μένος στο κλαδί, χωρίς τον φόβο της καταδίωξης, αφού τα δυο θηλυκά απομακρύνθηκαν τρέχοντας πίσω από τους θάμνους, σημάδεψε σταθερά κι εκτόξευσε ένα βέλος προς το ζώο που προσπαθούσε να σκοτώσει τον συμπατριώτη του. Το βέλος χτύπησε τον αγριόχοιρο στα πλευρά. Το ζώο μούγκρισε από τον πόνο και έστρεψε το κεφάλι του προς τον θη ρευτή του, αφήνοντας τον Σουάξη να βαρυγκωμά και να χου φτώνει απεγνωσμένος την πληγή του. Έτρεξε κάτω από το δέν δρο, ενώ ένα δεύτερο βέλος σφηνώθηκε στο στήθος του, δίπλα στο δεξί του πόδι. Το αίμα από τις πληγές έσταζε στο χιόνι, αλλά ο αγριόχοιρος δεν πτοούταν. Αναζητούσε τον θάνατο των θηρευτών του και
Το ζώο πέρασε με φόρα δίπλα από τα γούνινα υποδήματα του άνδρα και έστριψε ξανά για να κατευθυνθεί προς το δένδρο. Ρουθούνισε απειλητικά και επιτέθηκε με περισσότερη μανία. Το τέταρτο βέλος που έριξε ο Τερκίρ καρφώθηκε στην πλάτη του ζώου. Και αυτό
το χτύπημα δεν ήταν θανατηφόρο. Ένα χέρι έπιασε το πόδι του Χοράσμιου και τον τράβηξε από το κλαδί, δυνατά προς τα κάτω. Ο Τερκίρ, έκπληκτος, βρέθηκε στον αέρα και την επόμενη στιγμή έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο κεφάλι του αγριόχοιρου. Το τρομαγμένο ουρλιαχτό του έσβησε, καθώς το κρανίο του συνθλιβόταν μεταξύ των δοντιών, του εδάφους και των ποδιών του ζώου. Ο αγριόχοιρος χτύπησε για δεύτερη φορά τον Τερκίρ στο κε φάλι οργισμένος, αλλά μόλις είδε τον καινούργιο κίνδυνο να στέκεται δίπλα στο δένδρο, στράφηκε προς τα πάνω του. Ο άν δρας με τα καστανόξανθα, μακριά, μαλλιά πέταξε το ακόντιο που κρατούσε στο δεξί του χέρι και πέτυχε το ζώο στο πίσω μέ
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 23 στριφογύριζε μανιασμένος, ρουθουνίζοντας και σκούζοντας συνεχώς.ΟΤερκίρ έβγαλε τρίτο βέλος από τη φαρέτρα του, έγλειψε την ουρά και το τοποθέτησε στη χορδή. Με τη μεταλλική αιχμή σημάδεψε το ζώο που έστριβε από κάτω του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έφερε το βέλος σε ευθεία γραμμή με το αριστερό του μάτι και την επόμενη στιγμή, μαζί με την εκπνοή του, άφησε την τεντωμένη χορδή. Το βέλος σφύριξε, έσκισε τον παγωμένο αέρα και καρφώθηκε στο αριστερό πόδι του αγριόχοιρου. «Σκατά!» έβρισε ο Τερκίρ και έβγαλε ακόμη ένα βέλος από τη θήκη που κρεμόταν στην πλάτη του. Ο Σουάξης είδε τον αγριόχοιρο να τρέχει καταπάνω του και με νευρικές κινήσεις προσπάθησε να χωθεί κάτω από έναν θά μνο. Πονούσε αφόρητα, αλλά η επιθυμία να ζήσει τού έδινε την απαραίτητη δύναμη να κινηθεί για να προστατευτεί.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ24ρος του λαιμού. Η μεταλλική αιχμή του ακοντίου βγήκε κάτω από τη σιαγόνα του αγριόχοιρου και έξυσε το έδαφος. Το κτήνος λύγισε τα γόνατα και σύρθηκε στο χιόνι, απλώνοντας πίσω του μια λωρίδα αίματος. Σπαρτάρισε για μερικές στιγμές, αφήνοντας μερικά επιθανάτια γρυλίσματα και κατόπιν παρέδωσε τις δυνάμεις του. Ο Σουάξης καλύφθηκε κάτω από τα κλαδιά του θάμνου, σή κωσε με κόπο τον λαιμό του και κοίταξε την πληγή που του άνοιξε στα πλευρά ο αγριόχοιρος. Κλαψούρισε, έβρισε την τύχη του και πήρε χιόνι με την αριστερή του παλάμη για να σκεπάσει το τραύμα που αιμορραγούσε, δίχως να αντιληφθεί την πα ρουσία εκείνου του άνδρα που σκότωσε τους συντρόφους του. Το χτύπημα δεν ήταν θανατηφόρο, αλλά ο πόνος τον έκανε να ιδρώνει. Έκαμψε το πόδι του και τράβηξε μέσα από το γούνινο υπόδημά του ένα λεπτό μαχαίρι. Με αργές κινήσεις έκοψε το λινό ύφασμα, που φορούσε κάτω από τη χλαίνη και στάθηκε να αναπνεύσει σφίγγοντας τα δόντια του. «Άδικα παιδεύεσαι…» Ο Σουάξης δεν κατάλαβε το νόημα της πρότασης, αλλά ο ει ρωνικός της τόνος τον έκανε να ανατριχιάσει. Κοίταξε έντρο μος τον Έλληνα απέναντί του και ενστικτωδώς πέταξε μακριά το μαχαίρι που κρατούσε. Μετά σήκωσε τις ματωμένες του πα λάμες και παρακάλεσε μυξοκλαίγοντας να τον λυπηθεί. «Ξέρω. Ναι, σε καταλαβαίνω» συνέχισε ο άνδρας στα ελληνικά, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι του και γονάτισε δίπλα στον Χοράσμιο. «Έχεις μάνα κι εσύ. Αγαπάς και σε αγαπά νε. Ίσως να έχεις και παιδιά, τα οποία περιμένουν να γυρίσεις για να αισθανθούν το πατρικό σου χάδι.» Ο Έλληνας σταμάτησε να μιλάει κι έριξε μια κλεφτή ματιά στην πληγή του τραυματισμένου Χοράσμιου. Κούνησε το κεφά λι λυπημένα κι έπιασε το αξύριστο πηγούνι του, σμίγοντας τα χείλη του με απογοήτευση.
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 25 «Ναι, μόνο που όλα αυτά δεν τα σκέφτηκες πριν έρθεις εδώ, αλλά τώρα, πεσμένος κι ανήμπορος. Όχι, όταν έφυγες από τη χώρα σου δεν σε ενδιέφερε η μητέρα σου, που είμαι βέβαιος ότι έκλαιγε βλέποντάς σε να απομακρύνεσαι οπλισμένος. Μήτε η αγαπημένη σου σε ένοιαζε. Όσο για τα παιδιά σου, κανένα πατρικό αίσθημα δεν κρύβει η κρύα σου καρδιά. Τους παράτησες και έφυγες μακριά τους, χωρίς να σκεφτείς έστω τον πόνο που τους προκάλεσες. Εσύ σκεφτόσουν μονάχα να έρθεις εδώ και να πολεμήσεις. Να σκοτώσεις τους γιους ξένων μητέρων, να βι άσεις γυναίκες άλλων συζύγων και να υποδουλώσεις παιδιά κατεστραμμένων οικογενειών…» έκανε μια παύση και έξυσε το μάγουλό του θλιμμένος. «Τώρα τους θυμήθηκες όλους» συνέχισε βραχνιασμένος. «Τώρα που έπεσες στα χέρια του εχθρού σου και βλέπεις τα μά τια του, τα ανθρώπινα μάτια του, θυμήθηκες όλα εκείνα που είναι όμορφα στη ζωή και επειδή λυπάσαι που θα τα χάσεις, παρα καλάς να σου δείξει οίκτο. Δεν λυπήθηκες όμως τους άνδρες που σκοτώθηκαν από το χέρι σου, δεν νοιάστηκες για τις γυναίκες που άφησες χήρες και τα παιδιά που ορφάνεψαν εξαιτίας σου. Όχι, εσύ ξεκίνησες από την άκρη του κόσμου να έρθεις εδώ και να πολεμήσεις ανθρώπους που δεν σου έφταιξαν, ούτε και που έπραξαν το οποιοδήποτε κακό στον λαό ή την οικογένειά σου» η φωνή του Έλληνα χόντρυνε και το βλέμμα του στένεψε από τον θυμό που τον πλημμύρισε. «Οίκτο λοιπόν, μην περιμένεις από εμένα, γιατί δεν τον αξίζεις. Οίκτο και έλεος δείχνει ο νικητής στον ηττημένο σε μάχη ή σε πόλεμο που έχει βάση την τιμή. Ο πόλεμος όμως, που εσύ ξε κίνησες ήταν άτιμος, ύπουλος και αναίτιος.» Ο Έλληνας έχωσε το σπαθί του στο στήθος του Χοράσμιου και με το αριστερό του χέρι τού έκλεισε τα βλέφαρα. Κάθισε στο χιόνι λαχανιασμένος από την ένταση και σήκωσε το βλέμμα του
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ26στον ουρανό. Έψαξε να βρει τους θεούς του, αλλά δεν τους είδε. Ήταν καλά κρυμμένοι πίσω από τα γκρίζα συμπαγή σύννεφα… *** Με επιδέξιες κινήσεις άρχισε να γδέρνει τον αγριόχοιρο. Κρέ μασε το ζώο ανάποδα σ’ ένα χοντρό κλαδί και με το μαχαίρι του έκοψε το κρέας σε κομμάτια. Δίπλα του είχε στοιβάξει χιόνι, μέ χρι το ύψος της μέσης του και κάθε κομμάτι που έκοβε το σκέπαζε, ώστε να μπορέσει να το διατηρήσει μέχρι τις επόμενες μέρες –εάν φυσικά δεν το έβρισκαν τα αγρίμια του δάσους. Το κρησφύγετό του δεν ήταν μακριά, αλλά δεν μπορούσε να μεταφέρει μέχρι εκεί όλο εκείνο το κρέας. Το ζώο ήταν τερά στιο, θα μπορούσε να θρέψει δέκα και παραπάνω άνδρες και θα χρειαζόταν τουλάχιστον τέσσερις για να το κουβαλήσει. Εκτός εάν ήταν μαζί του ο Αλκμαίων… Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, καθώς έφερε στο μυαλό του τη μορφή του φίλου του. Ναι, σίγουρα θα μπορούσε να το σηκώσει και να το βάλει στην πλάτη του, σκέ φτηκε και θυμήθηκε το περιστατικό με την άμαξα που είχε πέ σει στον Αίφνης,Ευρώτα.τοπρόσωπό του συννέφιασε, καθώς η επόμενη ει κόνα που εμφανίστηκε στο μυαλό του ήταν το κατατρυπημένο σώμα του Αλκμαίωνα από δεκάδες βέλη των Περσών. Αμέσως κι άλλα πρόσωπα πέρασαν από μπροστά του. Φίλοι που σκοτώ θηκαν… Αδέλφια, που θα τα συναντούσε ξανά, όταν θα κατέβαι νε κι αυτός στον Άδη. Στάθηκε ακίνητος μπροστά στο ζώο με το χέρι να σφίγγει το μαχαίρι και το μυαλό του να ανασκαλεύει τις μνήμες, ξεθάβο ντας εικόνες που νόμιζε ότι είχε ξεχάσει. Θυμήθηκε τόσα πολλά, που τελικά η καρδιά του σφίχτηκε από τη θλίψη. Ήταν βαρύ το τίμημα της απώλειας…
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 27 Ένας ήχος τον επανέφερε στο παρόν. Αστραπιαία γύρισε το κεφάλι του, καμπουριάζοντας ταυτόχρονα το σώμα του. Οι μύες του σφίχτηκαν και τα μάτια του σμίκρυναν. Πίσω του, στα δέκα βήματα απόσταση, στεκόταν παρατηρώντας τον ένας λύκος. Το τρίχωμα του θηρίου ήταν μαύρο με λευκές τούφες στο στήθος και την ουρά, ενώ πάνω από το αριστερό μάτι διακρινόταν μια ουλή σε σχήμα μισοφέγγαρου. Ο άνδρας έσκυψε αμέσως και σήκωσε το σπαθί του. Ο λύκος αντέδρασε στην κίνηση πλαγιοπατώντας, αλλά δεν έφυγε. Η μυρωδιά του αίματος και η πείνα που του θέριζε το στομάχι τον έκαναν να αψηφά τον κίνδυνο και να κοιτάζει επίμονα, επιδει κνύοντας με άγρια γρυλίσματα τους κυνόδοντές του. «Άφησέ τον, Αριστόδημε». Τα λόγια του πατέρα του ακού στηκαν ζωντανά στο μυαλό του, σχεδόν σαν να προφέρονταν εκείνη τη στιγμή. Αμέσως, σαν να δόθηκε κάποιο σύνθημα, ανέβρυσαν εικόνες του παρελθόντος από τις αραχνιασμένες γωνί ες της μνήμης του. Είδε τον εαυτό του και τον πατέρα του να κά θονται σ’ έναν βράχο στους πρόποδες του Ταϋγέτου, μασουλώ ντας το μεσημεριανό τους φαγητό, ένα κομμάτι ξερό ψωμί, σχε δόν μουχλιασμένο, ελιές, σύκα και τυρί. Τυρί έτρωγαν μονάχα αυτοί απ’ όλο το στράτευμα. Το είχε κλέψει ο πατέρας του από ένα μαντρί που συνάντησαν κατά την πορεία τους το προηγούμενο βράδυ. Γι’ αυτό είχαν απομακρυνθεί κάπως από τους συ μπολεμιστές τους, ώστε να μην τους δούνε που έτρωγαν κάτι το οποίο εκείνοι δεν είχαν. Ήταν ένας από τους άγραφους κανόνες του Σπαρτιάτη πολεμιστή. «Άφησέ τον, θα φύγει.» «Θα χάσω τη δόξα» είχε παραπονεθεί στον πατέρα του. Ο Κάστορας, ο πατέρας του, χαμογέλασε και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη. Ήταν μια στιγμή που χαράχτηκε στο μυα λό του και δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Λίγες φορές συναντιόταν
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ28με τον πατέρα του όσο βρισκόταν στο στάδιο της εκπαίδευσης. Τον έβλεπε μονάχα τις ώρες του φαγητού, ωστόσο ακόμα και τότε, εάν βρίσκονταν στην Σπάρτη, δεν μπορούσε να καθίσει μαζί του. Ο πατέρας του έτρωγε με τους Ομοίους του και αυτός με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Στην ύπαιθρο και στις πορείες, όταν το κατόρθωναν, ξέφευγαν από το σύνολο και κάθο νταν μαζί να απολαύσουν το φαγητό και να ανταλλάξουν μερι κές προτάσεις ως πατέρας και γιος. Συνήθως τον ρωτούσε εάν ήταν καλά στην υγεία του, πώς τα πήγαινε στις ασκήσεις και, αν προλάβαινε, τον επέπληττε φραστικά με ήπιο πατρικό ύφος για την ατημέλητη εικόνα του. Την ημέρα που είδαν τον λύκο ήταν η πρώτη φορά του που τον άγγιξε. Το απαλό εκείνο χτύπημα στην πλάτη, που συνή θως έβλεπε να πράττουν οι Όμοιοι αναμεταξύ τους, οι συμπο λεμιστές δηλαδή, τον έκανε να ανατριχιάσει από ευτυχία, νιώθοντας για πρώτη φορά τον δεσμό πατέρα και γιου. Έτσι, εκεί νη η ημέρα στον Ταΰγετο έγινε μια από τις σημαντικότερες της ζωής«Οιτου.λύκοι, Αριστόδημε, είναι πλάσματα που ζουν σε οργανω μένες αγέλες. Μαζί τρώνε και κυνηγούν, μαζί αντεπεξέρχονται τις αντιξοότητες της ζωής. Όταν βλέπεις έναν λύκο μόνον του πρέπει να γνωρίζεις ότι αυτός είναι απόβλητος και απόκληρος, διωγμένος από την αγέλη και καταδικασμένος να πεθάνει απο μονωμένος.»ΟΚάστορας του έριξε ένα βλέμμα για να δει εάν τον παρακολουθεί και, καταλαβαίνοντας από το ύφος του την ερώτηση που ετοιμαζόταν να εκστομίσει, πρόσθεσε: «Όταν οι λύκοι ενηλικιώ νονται, έρχεται η ημέρα που πρέπει να παλέψουν για την αρχη γία της αγέλης. Αρχηγός γίνεται ο δυνατότερος. Την τελευταία ημέρα των αγώνων οι δυο επίδοξοι αντίπαλοι παλεύουν μέχρι τελικής πτώσης. Ο νικητής του τελευταίου αγώνα ανακηρύσσε
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 29 ται αρχηγός και ο ηττημένος, εφόσον δεν έχει σκοτωθεί, εξορί ζεται για πάντα από την αγέλη. Τον διώχνουν, τον αποβάλουν από την κοινωνία τους, γιατί δεν θέλουν να έχουν ανάμεσά τους αδύναμους, ούτε και διεκδικητές που θα τους προκαλούν προ βλήματα.»Γι’αυτό να θυμάσαι, οι μοναχικοί λύκοι δεν είναι άλλο παρά ηττημένοι και απόκληροι, καταδικασμένοι να ζουν μόνοι τους, απροστάτευτοι, δίχως φίλους και οικογένεια…» Ο Αριστόδημος επανήλθε στο παρόν, στην πλαγιά του χιονι σμένου Κιθαιρώνα, πολλά χρόνια αργότερα από εκείνη την αξέ χαστη μέρα στον Ταΰγετο και κοίταξε τον λύκο απέναντί του, που γρύλιζε απειλητικά, αλλά δεν τολμούσε να επιτεθεί. Αναγνώρισε σ’ εκείνον τη γενναιότητα και χαμογέλασε ειρωνικά. «Έλα, φίλε. Πάρε να φας» σήκωσε από το χιόνι δυο μεγάλα κομμάτια κρέατος και τα πέταξε προς το μέρος του θηρίου. «Εσύ και εγώ έχουμε κοινή μοίρα. Εσένα σ’ έδιωξαν από την αγέλη σου και εμένα από την Σπάρτη.» Ο λύκος άρπαξε το κρέας και άρχισε να το μασάει με μανία, ρίχνοντας συνεχώς κλεφτές ματιές προς το μέρος του Αριστό δημου. Όταν έφαγε το πρώτο κομμάτι άρπαξε το δεύτερο με τα δόντια του, έριξε μια τελευταία ματιά στον άνθρωπο και έτρεξε να κρυφτεί στο δάσος. «Αυτό που μας διαφοροποιεί» μονολόγησε ο Αριστόδημος, «είναι ότι εγώ θα επιστρέψω στην πόλη μου. Θα παλέψω, με νύ χια και με δόντια, για να με δεχτούν ξανά πίσω…» *** Τακτοποίησε τα πράγματά του έξω από το μικρό καλυβόσπιτο. Κουβάλησε μαζί του από το δάσος τα ακόντια, τα τόξα και τις φαρέτρες των ανδρών που είχε σκοτώσει, όπως και μερικά κομ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ30μάτια κρέατος. Στους γυλιούς των Χοράσμιων είχε βρει τυρί, ελιές και αλάτι. Όταν ανακάλυψε το αλάτι, μέσα σε δερμάτινα σακουλάκια, χάρηκε και το πρόσωπό του φωτίστηκε, αφού εδώ κι έναν μήνα έτρωγε ανάλατα και άγευστα τα φαγητά που ετοί μαζε. Ακόμα και ο μέλας ζωμός είχε αλάτι, το φαγητό των Σπαρτιατών που όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες απεχθάνονταν και μόλις το δοκίμαζαν το έφτυναν αηδιασμένοι. Ευχαριστημένος λοιπόν, από την ανακάλυψή του, έσπευσε να ψήσει το κρέας. Παραμέρισε τους τρεις κορμούς που κάλυπταν την είσοδο της καλύβας του· το εγκαταλειμμένο κατάλυμα πιθανόν κά ποιου βοσκού, που εδώ και τρεις βδομάδες είχε γίνει σπίτι του. Έσκυψε πάνω από τις στάχτες στη γωνία που είχε διαμορφώσει ώστε να μοιάζει με παραστιά και μ’ ένα ξύλο σκάλισε τα κάρ βουνα, που ήταν έτοιμα να σβήσουν. Έβαλε πάνω τους ένα στε γνό ύφασμα και φύσηξε, μέχρι που εκείνο άρχισε να μαυρίζει και να βγάζει καπνούς. Από το πλάι του σήκωσε μερικές ξερές φλούδες δένδρου, στεγνά κλαράκια και τα έβαλε με προσοχή πάνω στις φλογίτσες που έκαψαν το ύφασμα. Σε λίγο η φωτιά είχε φουντώσει και έριξε χοντρότερα κλα διά. Ζέστανε τα χέρια του και βγήκε από την καλύβα. Το στομά χι του διαμαρτυρόταν από την πείνα, αλλά σκέφτηκε ότι πριν καθίσει να φάει έπρεπε να μαζέψει ξύλα για την επόμενη μέρα. Έτσι, κατευθύνθηκε στους θάμνους που βρίσκονταν στα αρι στερά του, κρατώντας έναν μικρό πέλεκυ. Για τρεις βδομάδες, κάθε μέρα, μεριμνούσε να διατηρεί τη φωτιά και να στοιβάζει ξύλα έξω και μέσα στην καλύβα. Αν έσβηνε η φωτιά του θα έπρεπε να κατέβει μέχρι την πόλη ή το πανδοχείο που βρισκόταν στον δρόμο για τις Ερυθρές. Εκεί όπου είχε ξοδέψει τα ελάχιστα χρήματά του για να πιει κρασί και να νιώσει άνθρωπος. Ένα κρασί που του ανακάτεψε το στομάχι, αφού εκείνοι οι δυο προδότες τού θόλωσαν το μυαλό.
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 31 Στην αρχή δεν πίστεψε στα αυτιά του, αλλά μετά, ακούγο ντας όσα είπαν για τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους, σάλεψε. Θα σκότωνε και τους υπόλοιπους, αλλά από τις κινήσεις και τα βλέμματά τους κατάλαβε ότι ήταν απλώς φοβισμένοι Έλλη νες, χτυπημένοι από την καταστρεπτική πνοή του πολέμου, ψυχικά λαβωμένοι, που παράδερναν ανάμεσα στο ένστικτο της επιβίωσης και την αγάπη προς την πατρίδα. Δεν ήθελε να ξαναπάει σ’ εκείνο το πανδοχείο. Με τα εφόδια που απόκτησε μπορούσε να κατέβει μέχρι την πεδιάδα και να βρει Πέρσες, όπως σήμερα. Ναι, προτιμούσε να εκθέσει τον εαυτό στον κίνδυνο να τον ανακαλύψουν, παρά να σκοτώνει τα δειλά τρωκτικά που πουλούσαν την ελευθερία και την πατρίδα τους για μια χούφτα χρυσά νομίσματα. Για μισή ώρα περίπου έκοβε ξύλα και τα μετέφερε στην κα λύβα. Κάθε τόσο έμπαινε μέσα και τάιζε τα κάρβουνα για να διατηρεί τη φωτιά, ενώ στο τέλος, με το στομάχι του να έχει πε ράσει στο στάδιο της επίμονης διαμαρτυρίας, πελέκησε κλαδιά στα οποία πέρασε το κρέας του αγριόχοιρου και τα τοποθέτησε πάνω από την παραστιά. Όσο το κρέας αργοψηνόταν, μάζεψε χιόνι και γέμισε τις υδροφόρες των Περσών, αλλά, καθώς η μυ ρωδιά εμβόλισε τη μύτη του, παράτησε κάθε εργασία και γύρι σε για να φάει. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και από τα δυτικά σηκώθηκε ψυχρός άνεμος. Με γρήγορες κινήσεις τοποθέτησε τους κορ μούς για να σκεπάσει την είσοδο και έκλεισε τον αέρα, την παγωνιά και τα ουρλιαχτά των λύκων έξω από το μικρό του κατά λυμα.Έφαγε λαίμαργα. Αλάτιζε το κάθε ψημένο κομμάτι και μα σουλούσε ευχαριστημένος, γλείφοντας τα δάχτυλά του. Όταν χόρτασε, ξάπλωσε ζαλισμένος δίπλα στη φωτιά και έβαλε τα χέ ρια του πίσω από το κεφάλι. Νύσταξε αμέσως, αλλά μόλις έκλει
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ32σε τα βλέφαρά του, τινάχτηκε αλαφιασμένος και έπιασε το σπα θί του.«Σηκωθείτε άνδρες, έφτασε η ώρα να μάθουν οι Πέρσες πώς πολεμάνε οι Σπαρτιάτες» η φωνή του βασιλιά του, τον έκανε να ανατριχιάσει για μια ακόμη φορά. Τα λόγια ακούστηκαν από το χθες στο τώρα και ο Αριστόδημος άφησε το σπαθί του στο πλάι. Δεν βρισκόταν στις Θερμοπύλες και ο Λεωνίδας είχε σκοτωθεί πριν από τρεις μήνες. Τρεις μήνες! σκέφτηκε. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε! Έγειρε το κεφάλι στο στέρνο και άφησε τις αναμνήσεις να του επιτεθούν για μια ακόμα αγωνιώδη φορά, όπως γινόταν κάθε βράδυ. Και τα βράδια του χειμώνα είναι μεγαλύτερα από εκείνα των άλλων εποχών. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει ξανά το παρελθόν και τις ακαταμάχητες Ερινύες, που με τα βρωμερά, κοφτερά τους νύχια τού μάτωναν την καρδιά και τη σκέ ψη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν Ερινύες, αλλά εγκάθετες ιδέες που του έβαλαν στο μυαλό οι συμπατριώτες του, εξαιτίας της στενομυαλιάς και των διαβολών τους. …Όταν πέρασαν οι πρώτοι Έλληνες ιππείς από τους δρόμους της Αλπηνούς, της μικρής πόλης κοντά στις Θερμοπύλες, ο Αρι στόδημος βρισκόταν στο θεραπευτήριο, ένα δωμάτιο με είκοσι κλίνες που το είχαν διαμορφώσει οι ιερείς του Ασκληπιού για τις ανάγκες του πολέμου. Με τις πρώτες φωνές και τους ήχους των σαλπίγγων οι γιατροί, οι ιερείς του Ασκληπιού, πετάχτηκαν έξω αλαφιασμένοι. Τους ακολούθησαν όσοι από τους τραυματί ες μπορούσαν να περπατήσουν. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Εύρυτος που ξάπλωνε δίπλα του. «Πού θες να ξέρω;!» του απάντησε ο Αριστόδημος και σηκώ θηκε από τη στρωμνή του. Στα τυφλά έψαξε το ραβδί του και το έπιασε από την άκρη. Το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο με λω
«Χάσαμε! Ο Λεωνίδας έδιωξε τον στρατό. Οι Θερμοπύλες έπεσαν!»Κεραυνοί και φωτιές χτύπησαν το μυαλό του, ακούγοντας τα λόγια του έντρομου ιερέα. Δεν τον πίστεψε και τινάχτηκε να τον πιάσει, αλλά έτσι όπως ήταν τυφλός, έπεσε στο πάτωμα και φώναξε αποκαρδιωμένος: «Ψέματα! Λες ψέματα! Αν σε πιάσω σκύλε, στα χέρια μου, θα σε σκοτώσω…» Άκουσε τα βήματα του ιερέα να απομακρύνονται και ταυτό χρονα στα αυτιά του έφτασαν οι ήχοι
από οπλές αλόγων που κάλπαζαν και θόρυβοι από ρόδες αμαξών που έτριζαν. Έμεινε για μερικές στιγμές ξαπλωμένος στο δάπεδο και προσπάθησε να ηρεμήσει τη σκέψη του. Δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια του ιερέα, του ήταν αδύνατο να σκεφτεί μια τέτοια εξέλιξη της μάχης. Μόλις εχθές νικούσαν. Από τα στενά δεν μπορούσε να περάσει ούτε περσική μύγα. Πώς μπόρεσαν να τρέψουν τους Έλληνες σε φυγή; Πώς κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή των Σπαρτιατών;Στααυτιά του έφτασαν φωνές και οιμωγές. Οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν στους δρόμους και έτρεχαν μαζί με τους στρατι ώτες. Άκουγε μητέρες να θρηνούν μαζί με τα παιδιά τους, ανή μπορους πολίτες να θερμοπαρακαλούν για βοήθεια και γέρους
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 33 ρίδες πανιών, όπως και του συμπατριώτη του Ευρύτου. Οι ιερείς τους είχαν αλείψει διάφορα βάλσαμα στα μάτια για να μειώσουν τη δράση του δηλητηρίου και για να ελαττώσουν τον πόνο. Πριν προλάβει να σηκωθεί, όμως, ένας από τους ιερείς μπή κε με φόρα στο δωμάτιο και φώναξε δυνατά, φανερώνοντας τον τρόμο του: «Σηκωθείτε! Φεύγουμε! Ηττηθήκαμε…» Ο Αριστόδημος εάν δεν ήταν καθιστός θα έπεφτε, με το άκουσμα εκείνων των δηλώσεων. Η καρδιά του πιάστηκε και η αναπνοή του κόπηκε. «Τι λες, άνθρωπε;!» ούρλιαξε αγριεμένος προς τον ιερέα.
Έλληνες μονάχα οι Σπαρτιάτες αποκαλούσαν βασιλιά τον στρατηγό Λεωνί δα, επειδή ήταν δικός τους μονάρχης. Έτσι, αντιλαμβανόμενος την καταγωγή των δυο ανδρών που είχαν επιδέσμους στο κεφά λι και ήταν ντυμένοι με απλούς χιτωνίσκους, ρώτησε με αμηχα νία: «Ποιοι είστε εσείς;» «Είμαι ο Εύρυτος του Πυθοκλή από την Σπάρτη και αυτός εί ναι ο Αριστόδημος του Κάστορα.» «Α!» έκανε έκπληκτος ο αξιωματικός και συστήθηκε αμέσως σαν σε ανωτέρους του. «Ονομάζομαι Δεύκαλος του Κριτία από την Τεγέα, λοχαγός.» «Τι συμβαίνει λοχαγέ;» ρώτησε ο Αριστόδημος.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ34να καταριόνται τους νέους που το έβαζαν στα πόδια, αφήνοντάς τους ανυπεράσπιστους στα δόντια των Περσών. Ακόμη και τα ζώα κατάλαβαν τον πανικό των ανθρώπων και βάλθηκαν να μουγκρίζουν, να βελάζουν και να αλυχτούν για το κακό που ερ χόταν.Σηκώθηκε όρθιος στηριζόμενος στο ραβδί του και βγήκε αργά από το δωμάτιο στον διάδρομο. Από εκεί, ακουμπώντας στον τοίχο, έφτασε μέχρι την έξοδο. Οι φωνές ήταν ξεκάθαρες, το κλάμα σπαρακτικό και οι βρισιές έφταναν μέχρι τον Όλυμπο. «Χαθήκαμε» μουρμούρισε ο Εύρυτος δίπλα του.
«Μαζέψτε τους τραυματίες!» ακούστηκε η αυστηρή, βραχνή, φωνή κάποιου αξιωματικού. «Πολύδημε, Ιππία, Τηλέφορε βοη θήστε αυτούς τους δυο να ανέβουν σε μια άμαξα.» «Ποιος είσαι, άνδρα;» ρώτησε ο Εύρυτος τον αξιωματικό που έδινε εντολές στους στρατιώτες. «Δεν είναι ώρα για γνωριμίες οπλίτη. Ακολουθήστε τους άν δρες,«Τιφεύγουμε.»συμβαίνει; Πού είναι ο βασιλιάς Λεωνίδας;» Ο αξιωματικός κοντοστάθηκε. Από όλους τους
Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ 35 «Μας πρόδωσαν! Κάποιος πρόδωσε στους Πέρσες τον δρόμο που βγάζει πίσω από τις Θερμοπύλες. Οι Φωκείς οπισθοχώρησαν και ο Λεωνίδας έδωσε εντολή να φύγουμε…» «Ο βασιλιάς πού βρίσκεται τώρα; Και τι κάνουν οι Σπαρτιά τες;» ρώτησε ο Εύρυτος με σπασμένη φωνή. «Ο Λεωνίδας με τους Σπαρτιάτες έμειναν να καθυστερήσουν τους Πέρσες, ώστε να υποχωρήσουμε με ασφάλεια. Μαζί τους συντάχτηκαν οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι.» «Πόση ώρα χρειάζεται για να κατέβουν οι Πέρσες από το βουνό;» ρώτησε ο Αριστόδημος. «Σε μια δυο ώρες θα είναι έξω από την πόλη. Πρέπει να την εκκενώσουμε αμέσως και εσείς να ακολουθήσετε τις διατα γές…»«Διαταγές λαμβάνουμε μονάχα από τον βασιλιά μας» έκανε ο Εύρυτος θυμωμένα και έπιασε το χέρι του Αριστόδημου. «Είσαι τρελός Σπαρτιάτη;!» γκάριξε ο λοχαγός. «Η κατάστα σή σας δεν σας επιτρέπει να παρακούσετε τις εντολές. Είστε τυφλοί και δεν μπορείτε να κάνετε δέκα βήματα χωρίς βοήθεια.» Ο Εύρυτος τράβηξε τους επιδέσμους από το πρόσωπο και στράφηκε προς το μέρος όπου βρισκόταν ο Τεγεάτης. Δεν τον έβλεπε, τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και έτσουζαν, αλλά ο εγωισμός και η περηφάνια του τον έκαναν να συμπεριφέρεται ανόητα.«Εφόσον η διαταγή του βασιλιά μας είναι οι Σπαρτιάτες να παραμείνουν, εμείς θα υπακούσουμε.» «Ηλίθιοι! Κάντε ό,τι νομίζετε…» γρύλισε ο Τεγεάτης. «Εγώ πρέπει να σώσω τους κατοίκους, δεν θα κάθομαι να ασχολού μαι μ’ εσάς.» Ο Εύρυτος του γύρισε την πλάτη και με δυνατή φωνή φώνα ξε τον υπασπιστή του: «Κρόνε!» «Τι σκέφτεσαι Εύρυτε;» ρώτησε ο Αριστόδημος, καθώς συλλογίστηκε με σύνεση το τι έπρεπε να πράξουν.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ36«Θα πάμε στις Θερμοπύλες. Οι Πέρσες θα φτάσουν σε δυο ώρες, εμείς θα προλάβουμε να συνταχτούμε με τη φάλαγγα σε λιγότερο χρόνο.» «Και να κάνουμε τι; Να σκοτωθούμε χωρίς νόημα;» ο Αριστό δημος έπιασε το χέρι του Ευρύτου σφιχτά από τον καρπό. «Αν είχαμε την όρασή μας δεν θα διαφωνούσα, αλλά έτσι τυφλοί όπως είμαστε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα είμαστε βάρος στους συμπολεμιστές μας, γιατί θα πρέπει να μας προσέχουν. Δεν καταλαβαίνεις ότι εάν πάμε εκεί θα σκοτωθούμε χωρίς να προσφέρουμε κάτι;» «Θα σκοτωθούμε με τους Ομοίους μας, όπως έχουμε μάθει. Σύμφωνα με τους όρκους που δώσαμε!» Άρχισαν να μαλώνουν μπροστά στην είσοδο του θεραπευτη ρίου, την ώρα που οι μισοί κάτοικοι της Αλπηνούς ξεχύνονταν στα χωράφια, κατευθυνόμενοι στις σπηλιές των βουνών και οι άλλοι μισοί ακολουθούσαν τους Έλληνες στρατιώτες που υπο χωρούσαν προς τα νότια. Σ’ εκείνη την ώρα του πανικού, ο κα θένας προσπαθούσε να σωθεί, δίχως να νοιάζεται για τον διπλα νό του, παρά μονάχα να σώσει τη ζωή του και τη ζωή των αγα πημένων του προσώπων. Κανένας, λοιπόν, δεν έδωσε σημασία στους δυο άνδρες που μάλωναν. Αργότερα, όταν όσοι κατάφερ ναν να ξεφύγουν θα ήταν πια ασφαλείς, θα άρχιζε το μοιρολόγι της χαμένης πατρίδας, του ξεριζωμού και των νεκρών. Ο Κρόνος, ο Είλωτας του Ευρύτου, πλησίασε και στάθηκε δί πλα στον κύριό του. Στο πρόσωπό του φαινόταν καθαρά η αγωνία του. Κοίταζε τους Έλληνες που έφευγαν πανικόβλητοι και ήξερε ότι ο Εύρυτος δεν θα υποχωρούσε, παρ’ όλο που δεν έβλε πε τη μύτη «Εύρυτε,του.οιόρκοι που δώσαμε ήταν να προστατεύσουμε την Σπάρτη και τους συμπολεμιστές μας χωρίς να σκεφτόμαστε τη ζωή μας. Να τους προστατεύσουμε, όχι να σκοτωθούμε μόνο και