ΟΤΑΝ ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ - Γιώργος Μεσολογγίτης

Page 1


ΤΟ ΦΡΕΑΡ ΤΗΣ ΧΑΛΙ

14 Μαρτίου 2019 – 08.20

Τ

ο να βρίσκεις θέση στάθμευσης ακριβώς έξω απ’ τη δουλειά σου στο κέντρο της Αθήνας, ισούται με επίκληση σ’ έναν θεό που ακούει τις πιο βαθιές επιθυμίες σου. Και οι λόγοι είναι απλοί: δεν χρειάζεται να περπατήσεις πολύ για να φτάσεις στην είσοδο κι έτσι δεύτερες και τρίτες σκέψεις δεν προλαβαίνουν να ταξιδέψουν το μυαλό σου· άραγε αυτός ο θεός ακούει και τις υπόλοιπες επιθυμίες σου; Αυτό το σκοτεινό ον που είναι κρυμμένο κάτω από το κοστούμι; Το ίδιο και όταν είναι η ώρα να φύγεις· με ένα βήμα έχεις τρέξει μακριά από την τρύπα που χάσκει στο κέντρο της πόλης που κανείς δεν ξέρει ότι υπάρχει. Μια τρύπα σκοτεινή και δόλια, πιο παλιά από κάθε ανάμνηση. Ένα έρεβος που ποτίζει τις ψυχές γύρω του, στέλνοντας μηνύματα για τον χαμένο παράδεισο που δεν θα δεις ποτέ. «Καλημέρα, κύριε διευθυντά», μια φωνή επανάφερε στην πραγματικότητα τον Ευθύμιο Παπαποστόλου. Του πήρε μια στιγμή να απαντήσει και το δικαιολόγησε πίνοντας ακόμα μια γουλιά καφέ, προσποιούμενος ότι είχε κάποιο μήνυμα στο κινητό του. «Καλημέρα, Τάκη», είπε τελικά. Δεν υπήρξε άμεση ανταπόκριση, παρά μόνο ένα ξεφύσημα δυσανασχέτησης από τον υπάλληλο που τον καλημέρισε. Γαμώτο, σκέφτηκε. «Όλα καλά;» έκανε προς τον σεκιουριτά της βραδινής βάρδιας. «Μια χαρά. Απλώς...» κόμπιασε ο Τάκης. Έδειχνε προβληματισμένος. 2


Το Φρεαρ Της Χαλι

Άντε, πες το, σκέφτηκε ο Ευθύμης. Αυτός ο τύπος του την έδινε. Όχι ο πιο θαρραλέος άνθρωπος που υπήρχε να προσλάβουν, αλλά ο κατάλληλος για τη δουλειά. Δεν μίλαγε πολύ και ήταν και λιγάκι περήφανος στ’ αυτιά. Όχι σαν τον φαφλατά τον Γιάννη. «Τι συμβαίνει;» επέμεινε ο Παπαποστόλου. Βρήκε μέρα να κάνει τον ζωηρό, ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του. «Έχει από χθες που μαζεύονται περίεργοι και κοιτάνε από τη τζαμαρία. Τους διώχνω και ξανάρχονται. Ακόμα και το βράδυ ήρθαν κάποιοι. Με τρόμαξαν, αφού δεν έμοιαζαν... να καταλαβαίνουν τι κάνουν, ούτε να με ακούν που τους φώναζα». Ο Παπαποστόλου μέτρησε τις κουβέντες του μια και δυο φορές πριν απαντήσει. Άρχισε... σκέφτηκε. Κοίταξε τον Τάκη με το πιο εύθυμο ύφος που μπορούσε να υιοθετήσει και είπε: «Μάλιστα... Πόσο καιρό δουλεύεις μαζί μας;» «Είμαι ενάμιση χρόνο στο κτίριο». «Άρα πέρσι τέτοιον καιρό ήσουν εδώ;» «Θυμάμαι ότι Μάρτιο ήμουν γριπωμένος μερικές μέρες». «Μάλλον...» συμπλήρωσε ο Παπαποστόλου. Βλάκα, σκέφτηκε. Ο Ευθύμης περπάτησε προς τα ασανσέρ. «Πάλι δεν λειτουργεί αυτό;» φώναξε, αλλά μετά το μετάνιωσε. Κοίταξε τον Τάκη απολογητικά. «Μου είπαν να τους περιμένουμε μέσα στη βδομάδα πάλι. Δεν έχουν το θεό τους». «Ναι, δεν έχουν», είπε ο Παπαποστόλου και περίμενε το δεύτερο ασανσέρ που κατέβαινε με το πάσο του από τον ένατο όροφο. «Με το συνεργείο μίλησες;» «Όχι, με τη διοίκηση από τα κεντρικά. Έτσι μου είπαν πως έχει το πρωτόκολλο». Ο Ευθύμης έκανε τον κουφό. «Κύριε διευθυντά;» «Ναι». «Τι μου λέγατε γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Τι είχε γίνει πέρσι;» «Α! Τίποτα, ξέχνα το. Τρελοί είναι». 3


Γιώργος Μεσολογγίτης

Η απάντηση έμοιαζε να μην πείθει αρκετά τον σεκιουριτά. Δεν έπαιρνε το βλέμμα από τον Παπαποστόλου. «Εδώ που είναι χτισμένη η Υδρία είχε παλιά ένα κτίριο που το χρησιμοποιούσαν οι ναζί για βασανιστήρια», πρόσθεσε μετά από λίγο για να καλύψει την αμήχανη σιωπή. «Γκρεμίστηκε το 1991». «Έχουμε αρνητική ενέργεια, δηλαδή;» ρώτησε ο Τάκης. Ο Παπαποστόλου δεν ήταν σίγουρος για το ύφος που τέθηκε η ερώτηση. Αλλά ήξερε τον Τάκη. Όλο αθλητικές εφημερίδες διάβαζε και άκουγε τον Τράγκα στο κινητό του. Τι ξέρει αυτός για ενέργεια; Μάλλον στο ζώδιό του θα το είχε διαβάσει. «Ναι, είμαστε στοιχειωμένοι», ειρωνεύτηκε. Ο Τάκης γέλασε και η ομίχλη εγκατέλειψε το βλέμμα του. ΝΤΡΙΝ! Το κουδουνάκι χτύπησε και η πόρτα άνοιξε. «Καλά, θα τα πούμε άλλη φορά. Σχολάς τώρα, Τάκη; Καλή ξεκούραση». Στα τσακίδια κι εσύ.

14 Μαρτίου 2019 – 22.26 Τα τηλέφωνα μόλις είχαν σταματήσει να χτυπάνε σαν δαιμονισμένα. Ή μήπως το νευρικό της σύστημα απέρριπτε πια τον ήχο τους; Η Σία έκλεινε τις εφαρμογές στον υπολογιστή της, που τα γραφήματά τους στοίχειωναν τον ύπνο της, και βλαστημούσε την ώρα που δέχτηκε να βοηθήσει την Πόπη που ήταν αγχωμένη με τον δικό της φάκελο πελατών, πράγμα που της κόστισε μισή ώρα που δεν θα την πληρωνόταν ποτέ αλλά και τη δουλειά της που έμεινε πίσω. Όλο έλεγε στον εαυτό της ότι έπρεπε να μάθει να λέει όχι και να κοιτάει τα δικά της προβλήματα, αλλά όλο την πάταγε. Κάποια στιγμή έπρεπε να κοιτάξει αυτή την ακόρεστη επιθυμία της να είναι αρεστή. Με την άκρη του ματιού της έβλεπε την ώρα· υπολόγιζε αν εκείνο το βράδυ θα προλάβαινε το 608, για να πάει σπίτι της χωρίς να πληρώσει 8 ευρώ σε ταξί. Λεφτά 4


Το Φρεαρ Της Χαλι

που δεν της περίσσευαν κι ας δούλευε 9 ώρες και 6 μέρες την εβδομάδα. Τα τέσσερα ευρώ την ώρα μεικτά ήταν ένας μισθός, ίσα που της επέτρεπε να ζει… για να συνεχίσει να δουλεύει. Να δουλεύει και να σκορπάει τις μέρες της όπως κι αυτές σκορπούσαν την ίδια. Μέχρι εκείνο το βράδυ, το μόνο έργο που είχε αφήσει πίσω της και θα την θυμόταν ο κόσμος ήταν αυτό της καλής κόρης. Ένα φάντασμα, μια σκιά που με τον επόμενο ήλιο θα σβήσει από την ιστορία και κανείς δεν θα ρωτήσει γι’ αυτή. Πιο ψυχοφθόρο κι από την ίδια την κακοπληρωμένη δουλειά ήταν το ΑΝ. Αυτή η μονοσύλλαβη υποθετική κατάρα που την τσάκιζε κάθε μέρα, κάθε ώρα· αν έμενε μόνη, αν δεν είχε τη μητέρα της να φροντίζει με τα τόσο ακριβά φάρμακα, αν δεν είχε πει όχι στην πρόταση του Αντώνη πριν τρία χρόνια να φύγουν για το Λονδίνο, όπου αυτός –όπως μάθαινε– κατάφερε να ριζώσει ήδη, ενώ εκείνη φυλλορροούσε στις όχθες μιας μολυσματικής Αθήνας· αν, αν, αν… Όλα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αν μια από τις συνθήκες που την έφεραν σ’ εκείνη την πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Στα 33 της, της φαινόταν αδύνατον να ξενιτευτεί, αλλά στα 36 της πλέον θα έδινε και την ψυχή της για μια δεύτερη ευκαιρία. Βέβαια η κυρα-Μαίρη, η μαμά, είχε ανάγκη περισσότερο την κόρη της παρά τα λεφτά της και δεν έχανε ευκαιρία να της το υπενθυμίζει. Έτσι έκανε ακόμα πιο ασφυκτικό τον κλοιό στον λαιμό της. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα… Δεν θα είχε περάσει ούτε ένας μήνας που η Σία είδε στον ύπνο πως η μητέρα της είχε πεθάνει. Ένα θαμπό όνειρο σ’ ένα σπίτι άγνωστο. Ένα κρεβάτι λευκό με ένα σώμα άψυχο πάνω του. Είχε απλώσει το χέρι της για να την αγγίξει μια τελευταία φορά ως αντίο. Θυμόταν πως, όταν ξύπνησε, είχε ξεραμένα δάκρυα στα μάτια της και μια γεύση σαν να είχε πιπιλίσει μπαταρίες πλημύριζε το στόμα της. Την αγαπούσε την κυρα-Μαίρη. Δεν ξεχνούσε τις θυσίες και τον μόχθο της για να μπορεί εκείνη να πάρει το πτυχίο της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα αγγλικά της, τα γαλλικά της και τόσα άλλα (άχρηστα στη συγκεκριμένη θέση εργασίας της, ωστόσο) επιτεύγματα. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί αλλά εκείνο το πρωινό, έστω για λίγο, 5


Γιώργος Μεσολογγίτης

μέχρι ο Μορφέας να φύγει από τον νου της με τις μεθυστικές εικόνες του, ήταν ανάλαφρο όπως όταν ήταν δώδεκα κι έκανε διακοπές στην κατασκήνωση, μακριά από τους φωνακλάδες και καβγατζήδες γονείς της. Ναι, ήταν ανάλαφρο που ένιωθε ότι δεν είχε πια υποχρέωση στον άνθρωπο που την είχε αναθρέψει με αγάπη, στοργή αλλά και πολύ πόνο κι ακόμα περισσότερη προσπάθεια όταν τους άφησε ο Παντελής, ο πατέρας της, για μια νεαρή Βουλγάρα. Ένιωθε ελεύθερη από τα δεσμά της για λίγα δευτερόλεπτα και ανέπνευσε βαθιά. Τόσο βαθιά που το μυαλό της ξεθόλωσε αμέσως και προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Κι αυτή ήταν τα τέσσερα ευρώ την ώρα, μέχρι το αίμα της να γίνει τόσο πηχτό ώστε να πεθάνει όρθια. Τα φώτα στον διάδρομο με την ξύλινη επένδυση και τα ανατριχιαστικά κάδρα είχαν ήδη κλείσει και όλοι έμοιαζαν να έχουν φύγει. Δεν άκουγε φασαρία. «Έι, είμαι ακόμα εδώ», σκέφτηκε βαδίζοντας γρήγορα προς το ασανσέρ. Από τότε που ο Ηλίας, ο φαφλατάς του τμήματός της, είχε αστειευτεί πως πίσω από την επένδυση των τοίχων κρυβόταν η πραγματική μορφή του κτιρίου, που ήταν αίμα και σάρκα από εργαζόμενους περασμένων δεκαετιών καταραμένους να δουλεύουν μέχρι την αιωνιότητα, που κάποιες μέρες του χρόνου κυκλοφορούσαν στο κτίριο κι έψαχναν για νέους «συναδέλφους», απλώς είχε προσθέσει ακόμα μια ενόχληση γι’ αυτό τον χώρο. Ειδικά όταν είχε την απογευματινή βάρδια και η ώρα ξεπερνούσε τις δέκα και κάτι το βράδυ για να σχολάσει. «Είμαι ακόμα εδώ, ρε ζώα», γέμισε το στόμα της με λέξεις που δεν ξεστόμισε. Απλώς μπούκωσε και μεγάλωσαν τα μάγουλά της. Έτρεξε με μια ανάσα να προλάβει την πόρτα του ασανσέρ που έκλεινε. Το τμήμα της βρισκόταν στον δέκατο όροφο. Αν το έχανε, θα έχανε ακόμα μερικά λεπτά από τον πολύτιμο χρόνο της. Η σκέψη να ανοίξει την πόρτα του κλιμακοστάσιου και να κατέβει με τα πόδια τής έστειλε ανατριχίλες σε όλο το κορμί. Τα ατελείωτα σκαλοπάτια και το σκοτάδι δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν για να κλείσει μια ακόμα Τρίτη. Η χειρότερη μέρα της εβδομάδας κι ας κατηγορούσαν όλοι τη Δεύτερα. Την Τρίτη και μόνο καταλαβαίνεις το σταυρό που θα κουβαλάς ως το Σάββατο το μεσημέρι. 6


Το Φρεαρ Της Χαλι

Οι πόρτες έκλειναν, αλλά πρόλαβε κι έχωσε το χέρι της. Ο παμπάλαιος μηχανισμός δεν επέτρεψε να ανοίξουν πάλι εγκαίρως πριν τα μέταλλα βρουν με δύναμη στον λεπτό καρπό της. Για μια στιγμή πίστεψε πως θα χάσει το χέρι της εκεί. Ούτε το ασανσέρδεν ήθελε να την εξυπηρετήσει εκείνο το βράδυ. «Άου! Γαμώτο μου», παραπονέθηκε και σκέφτηκε να τα παρατήσει. Ένιωσε την παρόρμηση να τραβηχτεί και να περιμένει. Αλλά αυτή η σκέψη έσβησε σε ένα δευτερόλεπτο. Έβαλε δύναμη και πείσμα και αγνόησε τη φωνούλα μέσα της. «Αυτή η απόδοση είναι απαράδεκτη, ρε Νίκο! Καταλαβαίνω ότι περνάς μια κόλαση, αλλά εσύ επέλεξες να γυρίσεις. Σου είπα να πάρεις όση άδεια άνευ αποδοχών θες, αλλά εσύ γύρισες. Απ’ τη στιγμή που είσαι εδώ, λοιπόν, πρέπει να αποδίδεις. Κατάλαβες; ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; ΚΑ-ΤΑ-ΛΑ-ΒΕΣ;» Μερικές φορές οι λέξεις χάνουν το νόημα τους αν τις αναλύεις διεξοδικά στο μυαλό σου. Αν σπάσεις τα γράμματα που τις αποτελούν, μοιάζουν μ’ ένα άσχημο ακαταλαβίστικο παζλ. Άραγε να νιώθουν έτσι οι γλωσσολόγοι ή οι φιλόλογοι ή όποιος άλλος είναι γλωσσολάτρης; Αυτών που η δουλειά τους είναι να χαρτογραφούν ολόκληρους πολιτισμούς και κομμάτια χαμένης και κρυφής ιστορίας μέσα από λέξεις και φράσεις; Άραγε αυτοί πιάνουν τον εαυτό τους μπροστά σε κάποιον συνομιλητή που ωρύεται, να μην μπορούν να καταλάβουν τι τους λέει μετά από κάποιο σημείο; Από άνθρωποι πολιτισμένοι του σήμερα, να ταξιδεύουν με ταχύτητα του φωτός χιλιάδες χρόνια πίσω μέσα σε μια στιγμή και η ομιλία να γίνεται απλώς μια άναρθρη κραυγή. Μια ιαχή που μπορούσε να σημαίνει πόλεμο, εκδίκηση ή απλώς ένα «ευχαριστώ» για την 15ετή προσφορά σου σε μια εταιρεία που στην πρώτη δυσκολία σου δίνει κίτρινη κάρτα και σε απειλεί με αποβολή. Ο Νίκος μόλις είχε αποχωρήσει από τη συνάντηση με τον διευθυντή του τηλεοπτικού τμήματος, τον Θύμιο, ή, όπως ήθελε να τον αποκαλούν πια, κύριο Ευθύμιο Παπαποστόλου, και ήδη οι φωνές του ανωτέρου του είχαν σβήσει στο μυαλό και στην καρδιά του. Μετά το 7


Γιώργος Μεσολογγίτης

συμβάν, όλα αυτά έμπαιναν σε μια ειδική θυρίδα στο όσχεό του, καταραμένα να ξεχαστούν από τον δέκτη τους. Το κινητό ήδη έπαιζε πλάνα του Ολυμπιακού να βάζει το ένα γκολ μετά το άλλο στην Τενερίφη και παρ’ όλα αυτά να αποκλείεται πανηγυρικά από την επόμενη φάση του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1993, όταν εκείνος ήταν δέκα χρονών. Αυτές οι νοσταλγικές εικόνες, που οι διάσημοι ποδοσφαιριστές της αγαπημένης του ομάδας του φαίνονταν τεράστιοι σαν αρχαίοι ήρωες που πολέμησαν στην Τροία, αποδεικνύονταν πιο χαλαρωτικές από κάθε υπνωτικό χάπι που του είχε γράψει ο ψυχολόγος του. Δυο μέρες πριν γυρίσει στη δουλειά, (ή την ημερομηνία που έπρεπε να επιλέξει αν θα δεχόταν την άνευ αποδοχών άδειά του), ανακάλυψε τυχαία αυτή τη μαγική συνταγή που τον βοήθησε να ανακτήσει την ανάγκη του για ύπνο χωρίς χημικά βοηθήματα. Αυτή η ανορθόδοξη τεχνική έβρισκε εφαρμογή και σε άλλες ανάγκες του απ’ τη στιγμή που γύρισε στο γραφείο 16 του δωδέκατου ορόφου. Έπιανε τον εαυτό του να βρίσκει βίντεο, κυρίως από γκέτο, με πράξεις βίας· άγριο ξύλο μεταξύ ανθρώπων που δεν τους ήξερε κι όμως αμέσως έπαιρνε το μέρος κάποιου. Του πιο μικρόσωμου ή αυτού που αρχικά φαινόταν να είναι σε άμυνα και πως την είχε άσχημα. Αν αυτός στο τέλος νικούσε, ή έστω δεν τον έπαιρνε το ασθενοφόρο, ένιωθε καλύτερα. Ένιωθε πως έβλεπε το σημάδι τους. Βία στη βία του άντρου του άγχους, της πλήξης και της οργής. Φυσικά και θα τον υποβίβαζαν μετά από 40 μέρες απουσίας. Φυσικά και θα έπαιρνε τη θέση του ο Θύμιος, μια θέση που τόσο επιθυμούσε για δύο χρόνια, από τότε που ο Νίκος την είχε κερδίσει με την αξία του. Ο Θύμιος, που μαζί είχαν προσληφθεί στην εταιρεία και ήταν ο μοναδικός του φίλος εκεί μέσα, είχε πικραθεί που ένιωθε να μένει πίσω σε εξέλιξη. Το απρόοπτο προσωπικό δράμα του Νίκου, όμως, τελικώς του άνοιξε τον δρόμο. Ο ίδιος ο Νίκος δεν θα μπορούσε να νοιάζεται πλέον λιγότερο για τη θέση και τις αρμοδιότητες. Αλλά κάθε βράδυ ξεστόμιζε: «Γραφείο χωρίς παράθυρα, ρε φίλε. Σε κελί με κλείσανε οι καριόληδες». Η πορεία του στην Υδρία του άφηνε το περιθώριο να παίρνει τον 8


Το Φρεαρ Της Χαλι

ικανοποιητικό μισθό του με μια τυπική απόδοση –κι ας φώναζε ο Θύμιος– μέχρι να νιώσει έτοιμος για τη μεγάλη αλλαγή. Ίσως και τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Βερολίνο, αφού τίποτα δεν τον κρατούσε πια στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, ήθελε να ξεχάσει αυτή τη χώρα που τον ανάθρεψε με κάρβουνο και βίωσε τα πλέον αποτρόπαια συναισθήματα. Ήξερε πως το μέλλον δεν θα είναι στον Πειραιά, ούτε στο διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη που κρατούσε κρυφό από την Αλεξία. Η πορεία του θα τον οδηγούσε εκτός χώρας μόλις το πνεύμα του, σαν πόδια μεθυσμένου, σταματούσε να τρεκλίζει. Ίσως με μια στάση πρώτα στο μέρος που ήθελε να επισκεφθεί η Αλεξία. Τον είδε φευγαλέα στο βάθος του ασανσέρ, που χωρούσε 14 άτομα αλλά για την ώρα φιλοξενούσε μόλις δύο. Δεν τον παρατήρησε καλά, εκτός από το ακριβό του κοστούμι, το λεπτό παρουσιαστικό και τον χαρτοφύλακα που μαρτυρούσε πως ήταν από το διοικητικό προσωπικό του ορόφου. Μια φορά τόλμησε να πει καλημέρα σε κάποιον τέτοιο και η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ένα περιφρονητικό βλέμμα. Την απασχολούσε περισσότερο η εικόνα της που έβλεπε στον καθρέφτη. Το σώμα της ήταν αδύνατο, πιο αδύνατο από ποτέ αλλά όχι σε κατάσταση που θα περηφανευόταν. Δεν είχε αδυνατίσει από την καλή διατροφή ή τη γυμναστική που λάτρευε κάποτε. Αυτό που αντανακλούσε στα μάτια της ήταν η ταλαιπωρία. Μέσα από τη ζακέτα της έβλεπε πως ακόμα και με τόσο λιγοστή μάζα, η έλλειψη άσκησης –αφού δεν είχε πλέον ενέργεια να κάνει τίποτα πέρα από τη δουλειά και τη φροντίδα της μαμάς της– είχε προκαλέσει μεγάλη χαλάρωση. Τι ειρωνεία. Να ζυγίζεις 51 κιλά στην καλύτερη των προβλέψεων και να μην είσαι σφιχτή σαν βερίκοκο. Όταν κοίταξε το πρόσωπό της, χαιρέτησε για δεύτερη φορά τη ρυτίδα που είχε έρθει για αρμένικη βίζιτα κάτω από το δεξί της μάτι· την είχε προσέξει μια βδομάδα πριν. Τόσο χρειάστηκε για να το επεξεργαστεί μέσα της και να ξανακοιτάξει τον εαυτό της στα μάτια. Η μικρή Σία που έβγαζε γλώσσα σε όλους και ήταν η ατρόμητη της παρέας με την Άννα και τη Λουκία, τώρα φοβόταν να αντικρίσει τους μπελάδες που μαρτυρούσε το ίδιο της το πρόσωπο. 9


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Τι να κάνουν άραγε αυτές οι παλαβιάρες;» αναρωτήθηκε σχεδόν ψιθυριστά. Τα χείλη της κουνήθηκαν αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Της είχε κλέψει την ανάσα η στιγμή του αποχωρισμού με τις φιλενάδες της. Έναν αποχωρισμό που δεν ήξεραν ότι έρχεται. Είχαν περάσει πάνω από δεκαέξι χρόνια, αλλά η θύμηση του γεγονότος τής επιβεβαίωνε πως δεν ήταν πια η θαρραλέα Σία, αλλά η φαινομενικά σκληρή και στην πραγματικότητα λαγόκαρδη αφα-Σία. Η Άννα δεν τα είχε πάει καλά στις πανελλήνιες και θα πήγαινε για σπουδές στην Αγγλία. Κράτησαν επαφή τον πρώτο χρόνο, αλλά μέρα με τη μέρα το ένιωθε ότι το κενό μεταξύ τους μεγάλωνε, μέχρι που το σύμπαν τους διαστάλθηκε τόσο πολύ που δεν έμεινε ίχνος του. Με την Λουκία ήταν διαφορετικά. Απλώς μετακόμισε με την οικογένειά της σε άλλη γειτονιά της Αθήνας. Με τις σπουδές και τη ζωή μετά το σχολείο, κι αυτή η σχέση πήγε στον παράδεισο που πάνε οι παλιές σχέσεις, έτσι αθόρυβα. Χωρίς γιατί και πώς. Χωρίς αντίο. «Τέλεια, ακόμα μια τρελή», σκέφτηκε ο Νίκος, που παρατήρησε πως η άγνωστη, λυγερόκορμη μαυρομάλλα που πλημμύρισε το ασανσέρ με το ανοιξιάτικο άρωμά της φαινόταν να παραμιλάει. Εκείνη τη στιγμή χάθηκε από το κινητό του η σύνδεση ίντερνετ. Του ξέφυγε μια μικρή βρισιά, τραβώντας έτσι το βλέμμα της. Για μια στιγμή η καρδιά του σταμάτησε. Τα μάτια της έμοιαζαν με της Αλεξίας, το ίδιο και ο λεπτός καρπός που χώθηκε ανάμεσα στις πόρτες του ασανσέρ πριν μερικά δευτερόλεπτα. Δεν πρόλαβε να δράσει, να κάνει κάτι για να βοηθήσει την κατάσταση. Η τύπισσα ήταν τόσο αδύνατη που όρμησε μέσα στον θάλαμο χωρίς να μοιάζει να πονάει πραγματικά από τις πόρτες που χτύπησαν το χέρι της. Έπιασε τον εαυτό του να ζηλεύει λίγο το θράσος της. Πριν λίγο καιρό, το βλέμμα του θα περιεργαζόταν τους γλουτούς της και θα τους βαθμολογούσε σιωπηλά. Θα απομνημόνευε το πρόσωπό της και θα κοιτούσε κρυφά στα αρχεία της εταιρείας για να περάσει την ώρα του και ίσως... όχι μόνο αυτό. Τώρα, κοίταξε και πάλι το σημείο του πόθου του, αλλά από συνήθεια. Είχε όντως καλοσχηματισμένο κώλο, αλλά δεν του έκανε καμία αίσθηση. Όπως τόσοι κώλοι που κοιτούσε από τότε που τόλμησε να ξεμυτίσει από το σπίτι του, μια βδομάδα πριν ξεκινήσει πάλι την εργασία του. 10


Το Φρεαρ Της Χαλι

Ο ψυχολόγος του το είχε πει· ο Θύμιος του το είπε σήμερα· μέχρι και η Αλεξία, όταν μάλωναν και δήλωνε απογοητευμένη από τη σταδιακή έλλειψη ενεργητικότητας που επιδείκνυε, του το είχε πει: έπρεπε να βρει κάτι να τον συνεπάρει και πάλι. Να ανάψουν τα αίματα. Να γίνει άντρας και να ματώσει τις αρτηρίες του. Εκείνος το προσπάθησε μέσω του δρόμου που ήξερε. Αυτόν της λαγνείας, αλλά ακόμα κι αυτές οι ερωτικές περιπέτειες πριν γίνει ό,τι έγινε, με τις πανέμορφές φοιτήτριες, πέρα από στιγμιαία έκσταση λίγων λεπτών δεν του προσέφεραν κάτι άλλο. Ούτε αναμνήσεις, όπως παρατηρούσε τώρα τη Σία να χαζεύει στο κινητό της. Μελετούσε το πρόσωπό της και το τοποθετούσε από κάτω του, εκεί που ήταν η πρώτη φοιτήτρια που δεν θυμόταν, όχι το πρόσωπο αλλά ούτε τη μυρωδιά, ούτε καν το όνομά της. Μια αναλώσιμη εμπειρία που μεταμόρφωνε αυτή τη θύμηση γύρω από το κορμί και το πρόσωπο της Σίας. Ένιωσε ένα μικρό διστακτικό κλότσημα στο εσώρουχο και πετάχτηκε από τη θέση του. Είχε καιρό να συμβεί αυτό. Δεν είχε προβλήματα στύσης, αλλά αυτό το ξαφνικό, χωρίς άγγιγμα ή έντονο ερέθισμα (πάρα μόνο με τη μυρωδιά της), είχε να συμβεί καιρό. «Τι κοιτάει αυτός τώρα;» ψιθύρισε η φοβισμένη φωνή μέσα στο κεφάλι της Σίας. Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια της και συναντήθηκε με το ιριδίζον βλέμμα του. Στην αρχή της φάνηκε να έχει πράσινα μάτια, αλλά όταν την κοίταξε, πιο θαρραλέα μετά από πέντε ατελείωτα δευτερόλεπτα, φαινόταν να είναι γαλανομάτης. Το ασανσέρ βρισκόταν μεταξύ όγδοου και έβδομου ορόφου όταν έτριξε για πρώτη φορά. Εκείνη ξεστόμισε ένα «ωχ» και το μετάνιωσε αμέσως, γιατί ήταν η ευκαιρία εκείνου να προσθέσει ταχύτατα: «Σαράβαλο». Λίγο μετά ο θάλαμος τραντάχτηκε σαν να είχε μετακινηθεί από το χτιστό φρεάτιο και να βρήκε στο τσιμέντο του κτιρίου. Τώρα φαινόταν να φοβάται κι αυτός. Έφυγε από το πρόσωπό του η μάσκα του διευθυντή που είχε ή που του είχαν φορέσει τα μάτια της. Ο τρόπος που έδειξε να φοβάται μαρτυρούσε πως το πρόσωπό του ήταν χτισμένο μ’ αυτό τον υπεροπτικό τρόπο. Δεν προσποιούνταν κάτι, απλώς έμοιαζε σαν τον Άλακ Ρίκμαν στα καλύτερά του. 11


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Γαμώτο, κι έχω κλειστοφοβία», πρόλαβε να πει ο Νίκος πριν ο θάλαμος κάνει έναν τσιριχτό μεταλλικό ήχο και σταματήσει ανάμεσα στον έκτο και τον πέμπτο. Τα μεγάλα φώτα έσβησαν, ενώ κάτι άλλα πράσινα, σαν κρυφό led μέσα από τις μεταλλικές πλάκες της οροφής, σχημάτιζαν πια τις σκιές τους. «Το κουδουνάκι, το κουδουνάκι δεν λειτουργεί. Γαμώτο, το μπουρδέλο», πρόσθεσε λαχανιασμένα η Σία, πατώντας μανιασμένα το κουμπί του κινδύνου. Δεν την ένοιαζε τι θα πει αυτός ο άγνωστος εκείνη την ώρα. Σαν να τη συμπλήρωνε, φώναξε αμέσως δυνατά: «Εεεε! Μας ακούει κανείς;» «Σας παρακαλώ, μας ακούει κανείς;», φώναξε και η Σία. «Κλειστήκαμε στο ασανσέρ». «Ρε Τάκηηηηη. Έμεινε η μαλακία. Ακούει κανείς;» είπε Νίκος. «Ο σεκιουριτάς είναι ο Τάκης», μουρμούρισε προς τη Σία που τον κοιτούσε. «Λογικά τέτοια ώρα επιθεωρεί τους χώρους». «Είναι δέκα και δέκα. Ο Τάκης πάει στον έκτο στις έντεκα παρά είκοσι», απάντησε η Σία, που χτυπούσε με την παλάμη της τον τοίχο του φρεατίου. Είδε τον Νίκο να κάνει νόημα προς την κάμερα του ασανσέρ και εκνευρίστηκε. «Το ασανσέρ αυτό ήταν χαλασμένο καιρό, αμφιβάλλω αν αυτή η μαλακία δουλεύει», του είπε απότομα. Εκείνος, σαν τρομαγμένο μαθητούδι, μαζεύτηκε. «Συγγνώμη, έλειπα. Δεν το ήξερα», απολογήθηκε. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε έναν αριθμό. Μετά από λίγο το έκλεισε και πέταξε τον χαρτοφύλακά του, κάθισε στο βρώμικο πάτωμα και γέλασε νευρικά. «Δεν πιάνει η γραμμή. Τέλεια επιστροφή στο μπουρδέλο. Σημάδι είναι αυτό να παραιτηθώ. Ξέρεις, είμαι κλειστοφοβικός», είπε. «Το είπες και πριν», τον έβαλε στη θέση του η Σία. Συνέχισε να χτυπάει για λίγο ακόμα αλλά δεν έβλεπε να υπάρχει ανταπόκριση. Ψηλάφισε λίγο τον τοίχο αλλά αυτό το περίεργο φως την ενοχλούσε στα μάτια. Πήρε το κινητό και κάλεσε το τηλέφωνο που απαντούσε η ρεσεψιόν. Κανείς. «Έχεις σήμα εδώ μέσα, ε;» είπε ο Νίκος. «Εγώ τίποτα, από παλιά. iPhone σου λένε μετά». 12


Το Φρεαρ Της Χαλι

«Δεν είχα ποτέ λεφτά για τέτοιο. Ας είναι καλά αυτό το κινέζικο. Καζάμ νομίζω λέγεται. Μου το έδωσαν δώρο στο συμβόλαιο που έχω. Πιάνει παντού. Αλλά δεν το σηκώνει κανείς. Πήρα και τη ρεσεψιόν και στο κινητό του Τάκη». «Α, γι’ αυτό ξέρεις το ωράριό του», αστειεύτηκε ο Νίκος. «Δεν πηδιέμαι μαζί του αν εννοείς αυτό», αγρίεψε η Σία. «Όχι, συγγνώμη... δεν είπα αυτό». Ένας ηλεκτρονικός ήχος από το τηλέφωνό της την ειδοποιούσε ότι η μπαταρία έφτανε στο τέλος της. «Γαμώτο», είπε. Κάλεσε το 199 γρήγορα αλλά η οθόνη μαύρισε αμέσως. «Άντε γαμήσου!» φώναξε. «Έκλεισε. Δεν έχω μπαταρία». «Κόλλησες μαζί μου», είπε ο Νίκος. Πίστεψε ότι δεν θα του απαντούσε, αφού δεν φαινόταν ανοιχτή σε συζήτηση πέρα από το πώς θα έβγαιναν από το ασανσέρ. «Δούλευα μέχρι πέρσι στο κάτεργο του έκτου. Σχολούσα δώδεκα και μίλαγα με τον κάθε ανώμαλο ενδιαφερόμενο που δεν ήξερε τι ήθελε. Ο Τάκης ερχόταν μέχρι κάτω όταν σχολάγαμε όλες μας και περίμενε μέχρι να φύγουμε όλες. Τον παίρναμε τηλέφωνο για να κατέβει αν δεν τον βρίσκαμε. Έτσι κάναμε και με τον Γιάννη. Τον θυμάσαι τον Γιάννη;» είπε η Σία προς έκπληξή του. «Ναι. Ο Τάκης είναι ψυχούλα. Ο Γιάννης, αν και πιο γέρος, ήταν και πιο σκληρός και πολυλογάς. Συγγνώμη, αλλά πραγματικά δεν εννοούσα αυτό», είπε ο Νίκος κι έχωσε το κεφάλι του στα χέρια του. «Τι απέγινε ο Γιάννης, έμαθες;» Άνοιξε η γη και τον κατάπιε, σκέφτηκε η Σία. Δεν είχε όρεξη να πει περισσότερα. Είχε περάσει σίγουρα πάνω από ένας χρόνος. Άνοιξη ήταν που χάθηκαν τα ίχνη του ηλικιωμένου σεκιουριτά και η γυναίκα του είχε βγει και στην τηλεόραση να τον ψάξει. Η Σία ήταν σίγουρη πως η υπόθεση έμοιαζε μ’ αυτή του πατέρα της. Για να καλύψουν την υπόθεση, η υπεύθυνοι της εταιρείας έκλεισαν το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών και παραπόνων και το έδωσαν σε εξωτερικό συνεργάτη, μεταθέτοντας το υπάρχον προσωπικό σε άλλες θέσεις με τις ίδιες απολαβές. Η Σία είχε χαρεί γι’ αυτή την αλλαγή, πριν βαρεθεί τα νέα καθήκοντα μετά από μια εβδομάδα. 13


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Τελικά για πόσο καιρό ο έκτος θα είναι άδειος;» ρώτησε η Σία. «Δεν ξέρω», απάντησε ο Νίκος. Είχαν περάσει κάμποσα λεπτά που έμοιαζαν με ώρες όταν ο Νίκος ξεφώνισε πάλι: «Ρε Τάκηηηηηη», τρομάζοντας τη Σία. «Είναι η ώρα που είπες ότι περνάει», της είπε. Εκείνη σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Ο Νίκος έκανε πάλι προσπάθειες με το δικό του τηλέφωνο, αλλά τα παράτησε εκνευρισμένος. «Τίποτα. Πεινάω, ρε πούστη μου», παραπονέθηκε. Η Σία χαμογέλασε. Για πρώτη φορά ίσως μετά από μέρες. «Είμαι τρελή που σκέφτομαι πως είναι πιο ξεκούραστο να αράξω εδώ από το να τρέχω στο Γαλάτσι τέτοια ώρα;» Γέλασε και ο Νίκος, κουνώντας το κεφάλι του συγκαταβατικά. «Δεν λέω ότι η μέση μου δεν θα με κρατήσει αν δεν έχει θέση το λεωφορείο, αλλά εδώ... μου έρχεται ένας γλυκός ύπνος που, αν δεν είχα την έγνοια της μάνας μου και το πόσο θ’ ανησυχήσει, θα είχα κοιμηθεί ήδη. Όχι, δεν είμαι τόσο τρελή ακόμα. Αν και πλησιάζω». Τελικά ίσως να μην ήταν τόσο ξινή. Ίσως κάτω απ’ αυτό το επαναστατικό προσωπείο να ήταν ακόμα μια γυναίκα που πεινούσε για στοργή. Πάντως κάτω από τα ρούχα της ήταν μια γυναίκα γυμνή και δεν μπορούσε να της το κρύψει, ακόμα και τώρα στο μισοσκόταδο. Τον έλκυε. Ήταν λίγο ξαφνικό, αλλά αυτά είναι τα καλύτερα, λένε. Ακόμα και τώρα που δεν έβλεπε τα χαρακτηριστικά της καθαρά και χρησιμοποιούσε τα σύνορα της σιλουέτας της και τη μνήμη (ή την επιθυμία του) για να σχηματίσει και κάτι που του άρεσε ν’ ακούει και να μυρίζει. «Καταλαβαίνω τι λες», αρκέστηκε να της απαντήσει. «Ναι; Δεν σε περιμένει δηλαδή απ’ έξω η Μερσεντές σου;» του απάντησε απότομα. Εκείνος χαχάνισε. «Είναι Saab, αλλά δεν έχει σημασία. Τους τελευταίους μήνες κατάλαβα πως τα λεφτά δεν τα χαρίζουν όλα. Χαρίζουν σίγουρα την απόλαυση, αλλά αυτό είναι απλώς ένα μικρό ποσοστό της ευτυχίας». «Είναι προφανές ότι το λέει κάποιος που τα έχει». «Είναι έγκλημα να έχω χρήματα;» 14


Το Φρεαρ Της Χαλι

Η Σία έμοιαζε να μη θέλει να απαντήσει. Έκανε ένα νόημα δείχνοντάς του το κινητό, αλλά αυτός της έδειξε ότι, όσο και να το επιθυμούσαν, το καταραμένο δεν έβγαζε σήμα. «Τάκη. Ρε Τάκη», είπε ξέπνοα η Σία. Ο Νίκος την έπιασε απροετοίμαστη. «Τι τύπος ανθρώπου σε ελκύει;» «Ε; Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση». «Μια χαρά την καταλαβαίνεις. Πες μου, τι τύπος ανθρώπου σε ελκύει. Είδες; Λέω άνθρωπος. Αν και δεν πιστεύω τις μαλακίες με τα 45 φύλα». «Τι λες, άνθρωπέ μου, βραδιάτικα;» φώναξε η Σία. «Ε, πώς θα περάσει το βράδυ που βλέπω να τρώμε εδώ; Πρέπει να πούμε κάτι». «Είναι ανάγκη; Μπορούμε να κοιμηθούμε κιόλας», ειρωνεύτηκε εκείνη. «Σίγουρα τον θες με χιούμορ και καλούς τρόπους, σωστά;» «Α, τελικά δεν είμαι λεσβία;» Η Σία δεν συνέχισε τη συζήτηση, αλλά κοιτούσε κι αυτή την καθιστή σιλουέτα απέναντί της. Προσπαθούσε με τη σειρά της να τοποθετήσει τα χαρακτηριστικά που είχε δει φευγαλέα πιο πριν, σαν παζλ, στη σωστή τους θέση. «Δεν σου την πέφτω. Απλώς θα σου δείξω ότι κρίνεις τα χρήματα και όσους τα έχουν λανθασμένα». «Εγώ;» «Ναι. Εσύ, εγώ. Όλοι μας. Απάντησέ μου». «Ωραία, λοιπόν, ναι. Προφανώς και θέλω ο άλλος να έχει μια σταλιά μυαλό στο κεφάλι». «Ξέρεις γιατί;» «Γιατί; Πες μου να μάθω», αυθαδίασε. «Γιατί είσαι όμορφη. Είσαι ελκυστική γυναίκα παρά τις κακουχίες που είναι εμφανείς πάνω σου. Δεν κοπιάζεις να γίνεις το κέντρο της προσοχής ενός άντρα. Το καταφέρνεις αμέσως. Οπότε γίνεσαι επιλεκτική και καλά κάνεις». «Δεν με ξέρεις». 15


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Νίκος Μαυράκος», απάντησε και σηκώθηκε από τη θέση του. Πήγε προς το μέρος της και της έδωσε το χέρι του. Η Σια γέλασε. Σηκώθηκε από τη θέση της και τίναξε τα ρούχα της. «Σια...» είπε. «Σκέτο;» «Ασπασία Λαγιοπούλου. Χάρηκα». Γέλασαν και οι δύο και κάθισαν πάλι στις πρότερες θέσεις τους. «Τώρα λοιπόν σε ξέρω, Σία. Δεν σε αποκαλώ σνομπ ή κάτι τέτοιο. Όλοι μας θέλουμε το καλύτερο. Δεν μεγάλωσα σε πλούσια οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν ταξιτζής. Δούλεψε μια ζωή για να κάνει τελικά το 50% δικό του. Μόλις πέρασε στα χέρια μου, το πούλησα αμέσως για να κάνω το μεταπτυχιακό μου». «Οι άντρες κρίνετε εύκολα μια γυναίκα. Βασικά λάθος. Την κατακρίνετε. Τη δικάζετε μπροστά στο φαλλοκρατικό κοινό του δικαστηρίου σας. Και η ποινή είναι πάντα ομόφωνη». «Ναι, είναι αλήθεια. Το κάνουμε. Το έχω κάνει κι εγώ. Όπως οι φτωχοί κρίνουν έναν ευκατάστατο. Γιατί αυτό είμαι. Δεν είμαι πλούσιος σαν τον Σκρουτζ, όπως μπορεί να φαντάστηκες. Έχω ανάγκη να δουλέψω για να διατηρήσω τη ζωή που μου αρέσει και έχω συνηθίσει». «Οι άντρες που κρίνουν, λοιπόν, είναι οι φτωχοί στην εξίσωσή σου; Και οι γυναίκες είμαστε οι πλούσιοι;» «Περίπου. Ένας ευκατάστατος, είτε επειδή δούλεψε και ήταν τυχερός είτε επειδή τα βρήκε, είναι σαν έναν όμορφο άνθρωπο. Έναν άντρα ή μια γυναίκα που όπως και να ντυθεί ή ό,τι συμφορά κι αν τον βρει, δεν χάνει τη λάμψη του. Σαν να έχει στα χέρια του τη φωτιά του Προμηθέα. Και να ξέρεις, αυτό που έχεις εσύ, είναι ανώτερο απ’ αυτό που έχω εγώ». «Η ομορφιά φεύγει», απάντησε η Σία. «Σε 15 χρόνια δεν θα με κοιτάει ούτε ο άντρας μου». «Και τα λεφτά χάνουν την αξία τους αν χάσεις τη θέληση για ζωή. Γίνονται κωλόχαρτα και βαρετοί αριθμοί στις τραπεζικές εφαρμογές», είπε ο Νίκος κι έδειξε το χέρι της. «Δεν φοράς βέρα, πάντως». «Δεν είμαι παντρεμένη. Χάριν του λόγου το είπα. Σ’ ευχαριστώ που μου το τόνισες», είπε η Σία και γέλασε. 16


Το Φρεαρ Της Χαλι

«Να ’σαι καλά. Αυτό που θέλω να πω είναι πως, ναι, με περιμένει απ’ έξω ένα ακριβό αυτοκίνητο για να πάω στο μοντέρνο διαμέρισμά μου. Ναι, αν είχα το κίνητρο θα διοικούσα και πάλι το τμήμα που έχασα. Αλλά δεν σημαίνουν τίποτα πια για μένα όλα αυτά. Θα μου αρκούσε να κάτσω να ξεκουραστώ κι εγώ εδώ, στο βρωμερό αυτό ασανσέρ, μ’ εσένα ή ακόμα και μόνος μου, δεν θα είχε καμία διαφορά. Μάλιστα εμένα δεν θα με αναζητούσε, κανείς όπως εσένα η μαμά σου. Φυσικά προτιμώ να έχω την παρέα σου, αλλά αν θες μπορείς να φύγεις, δεν θα σε παρεξηγήσω», είπε. Γέλασαν μαζί, αλλά η Σία σταμάτησε απότομα. «Νίκος Μ...» ψέλλισε. Το όνομα της έφερε αναμνήσεις. Κάτι είχε ειπωθεί γι’ αυτόν στους πολύβουους διαδρόμους της Υδρίας. Αχ, γιατί ποτέ δεν προσέχει τα κουτσομπολιά; Γιατί να μην ξέρει τον λόγο που αυτή η τρελή η Λένα, από το τμήμα προσωπικού, μιλούσε γι’ αυτόν τόσο έντονα που σίγουρα θα ερχόταν σε οργασμό με τόση ένταση. Και όχι από λαγνεία για τον ίδιο αλλά για τις πληροφορίες που μοιραζόταν. «Έχεις ακούσει την ιστορία μου, ε;» ρώτησε ο Νίκος, διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Δεν είχα δώσει βάση. Είσαι εσύ που...» «Έχασα τη γυναίκα μου και τη μάνα μου την ίδια μέρα». Η Σία δόξασε τον πράσινο χαμηλό φωτισμό που δεν επέτρεπε στον συνομιλητή της να δει τα χρώματα που άλλαξε το πρόσωπό της. Ξαφνικά ένιωσε αφιλόξενη εκεί μέσα. Ο πόνος και η μελαγχολία αυτού του τύπου μπούκωναν τον χώρο και μπορούσες να τα κόψεις με μαχαίρι. Δεν ήταν το εγώ του αυτό που ένιωθε να ξεχειλίζει. Δεν ήξερε τίποτα για τα περιστατικά, αλλά είχε ακούσει για τις αντιδράσεις του. Αν και ήταν βαρύ να χάνεις δύο αγαπημένα σου πρόσωπα την ίδια μέρα, είχε ακούσει πως πάνω στην τρέλα του είχε δείρει έναν άγνωστο, τον είχε στείλει στο νοσοκομείο. Εκεί μετά χτύπησε κι έναν νοσηλευτή. Αργότερα, μετά τις κηδείες, προσπάθησε να αυτοκτονήσει με ασπιρίνες. «Ξέρω, έχεις ακούσει για μένα παλαβές καταστάσεις. Τίποτα δεν ισχύει», της είπε λες και διάβαζε τις σκέψεις της. «Δεν έχω ακούσει κάτι συγκεκριμένο», απάντησε η Σία. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είπε ψέματα. Της βγήκε φυσικά. 17


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Έχεις χάσει τη μιλιά σου. Και δεν με κοιτάς πια». «Τι;» «Τέλος πάντων. Στις 30 Ιανουαρίου με πήραν τηλέφωνο, ήμουν εδώ στον δέκατο. Η μητέρα μου, που ήταν στην εντατική με λοίμωξη του αναπνευστικού, είχε πεθάνει. Ήταν θέμα χρόνου, δεν είχε τις δυνάμεις να αντέξει μια τέτοια δοκιμασία. Μου το είχαν πει οι γιατροί. Ξεκίνησα για το νοσοκομείο και πήρα τη γυναίκα μου τηλέφωνο. Δεν την έβρισκα κι έτσι πέρασα πρώτα από το γραφείο της. Δικηγόρος ήταν». Την έπιασες με άλλον; Μόνο εκεί πάει η ιστορία, σκέφτηκε η Σία αλλά δεν σάλεψε το στόμα της για να ακουστούν αυτές οι σκέψεις. «Η γυναίκα μου είχε αγόρι», απάντησε ο Νίκος και γέλασε. «Ακούγεται τόσο γελοίο». Η Σία είχε μείνει αμίλητη προσπαθώντας να καταλάβει. «Ο γάμος μας δεν πήγαινε τόσο καλά. Αλλά δεν θέλαμε να χωρίσουμε. Συμφωνήσαμε να προσπαθήσουμε. Συζητήσαμε πώς να βρούμε τη χαμένη έλξη και το ενδιαφέρον για τα απλά πράγματα που κρατάνε μια σχέση όρθια· ήταν δρόμος που θα ανοιγόταν μέσα από τη σεξουαλική ορμή μας. Θα έπρεπε να γίνει μέσα από περιστασιακές απιστίες. Θα πηδούσαμε άλλους για να καταφέρουμε μετά να αναζωπυρώσουμε τη δική μας σχέση στο κρεβάτι και... γενικά». Η Σία τέντωσε τα χέρια της σαν να έλεγε: αρκετά! «Μετά μου λες για τους πλούσιους. Ποιος ανώμαλος το κάνει αυτό; Πώς στην ευχή να δουλέψει όλο αυτό;» απάντησε. Ασυναίσθητα έβαλε το κινητό στην τσάντα της, μαζεύτηκε όσο μπορούσε στη γωνία και χτύπησε με δύναμη τον τοίχο και το πλαϊνό του ασανσέρ, τραντάζοντας τον θάλαμο. «ΤΑΚΗ! Ρε Τάκη, γαμώτο πια». «Έχεις δίκιο, καταλαβαίνω πλέον πόσο μαλακία είναι αυτό». Η Σία το μόνο που φανταζόταν ήταν τον πατέρα της να έχει κερδίσει μια νέα ζωή κάπου μακριά. Ίσως σκεφτόταν κι αυτός σαν τον Μαυράκο. Με το πουλί του. «Τι σε νοιάζει η γνώμη μου; Τι ξέρω εγώ; Είμαι κάποια που το μόνο που έχει είναι η εξωτερική εμφάνιση, δηλαδή τίποτα». «Είσαι εκρηκτική. Καταλαβαίνω γιατί δεν είσαι παντρεμένη. Στο παραμικρό λάθος τους σουτάρεις όλους». 18


Το Φρεαρ Της Χαλι

«Η μητέρα μου έχει Αλτσχάιμερ, ρε παπάρα. Δεν έχει κανέναν να τη φροντίσει εκτός από μένα. Είναι από τις σπανιότατες περιπτώσεις που... γαμώτο, δεν είναι ακόμα ούτε εβδομήντα και δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα γίνει ένα φυτό που θα χέζεται πάνω της. Ήταν πολύ έξυπνη και δραστήρια γυναίκα». Ο Νίκος έριξε το κεφάλι του πίσω. «Συγγνώμη», είπε. «Φοβάμαι πως θα καταντήσω όπως εκείνη. Μόνη, αβοήθητη, ή ακόμα και προδομένη αν εμπιστευτώ κάποιον. Δεν είμαι από τις γυναικούλες που ζητάνε υποσχέσεις για μια νύχτα, για ένα πήδημα. Αν θελήσω ένα πήδημα θα το έχω. Ναι. Αλλά οι περισσότεροι άντρες που λένε ότι θέλουν μόνο αυτό λένε ψέματα. Εσείς είστε το πρόβλημα. Δεν θέλετε να γαμήσετε ανάμεσα στα πόδια, αλλά το μυαλό και τις ζωές μας. Θέλετε ένα σταθερό μουνί για κάνα εξάμηνο. Μόλις σας συνηθίσουμε, εσάς και τις βρωμερές συνήθειές σας, μόλις έχουμε προσαρμόσει το πρόγραμμα και τη ζωή μας για να χωράτε κι εσείς, τότε το σκάτε. Και σε όλα αυτά είναι η μητέρα μου, που θα μνημονεύει τον κάθε μαλάκα σε άκυρες στιγμές και θα ρωτάει ξανά και ξανά πότε θα δούμε τον Αντώνη και τον κάθε μαλάκα Αντώνη, το καλό παιδί». Άρχισε να ξεκαρδίζεται και να χτυπάει τα πόδια της στο πάτωμα. Ο Νίκος ένιωσε άβολα που ο θάλαμος κουνιόταν ξανά, αλλά του φάνηκε πως ήθελε να γελάσει. Κρατιόταν με το ζόρι. Η Σία το κατάλαβε και γέλασε περισσότερο, παρασύροντάς τον. «Μη με ξανακρίνεις τόσο εύκολα», του είπε κι εκείνος δεν απάντησε. Μετά είπε ένα ανέκδοτο. Κακάριζαν για πάνω από δέκα λεπτά. Κάποια στιγμή ο Νίκος παραπονέθηκε ότι τον έπιασε κράμπα και σταμάτησε, προσπαθώντας να τεντώσει τους μυς του στομαχιού του. Η Σία το βρήκε επίσης αστείο, αλλά μετά από λίγο είχε ξεμείνει από οξυγόνο. Αυτή η διαπίστωση την έκανε να αισθανθεί τα λίγα τετραγωνικά να κλείνουν ακόμα περισσότερο γύρω τους. Όσο ο Νίκος έκανε τη σουηδική γυμναστική του, εκείνη έβγαλε από την τσάντα της δύο πακέτα νάιλον που είχαν από ένα τοστ. Πέταξε το ένα στη μεριά του και το άλλο το άνοιξε, στριμώχνοντάς το στο στόμα της. 19


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Σχεδόν πάντα τα πετάω. Δεν προλαβαίνω να φάω για βράδυ. Μέχρι να κάνω μπάνιο τη μητέρα μου, να πλυθώ κι εγώ, έχω γίνει πτώμα. Έχει μαρούλι, γαλοπούλα και τυρί. Κανονικό γκούντα, όχι διαίτης. Λατρεύω τα τυριά». «Ευχαριστώ. Πω, και πεινάω. Όλη μέρα σήμερα ήμουν με κάτι κριτσίνια. Κι εγώ λατρεύω τα τυριά, εκτός από τη φέτα». «Α, είσαι απ’ αυτούς;» «Ναι, τους φυσιολογικούς. Η φέτα είναι τα λίπη των κολασμένων στα καζάνια του διαβόλου», είπε ο Νίκος. Η Σία γέλασε. «Και το χταπόδι... το χταπόδι είναι κάποιο εξωγήινο πλάσμα που θα έπρεπε να τιμάμε για την παρουσία του στη γη κι εμείς το τρώμε με ούζο. Μπλιαχ!» έκανε πάλι ο Νίκος. «Να είχαμε λίγο, με λαδόξιδο και δυο μπύρες», απάντησε η Σία. «Σςςςς. Θα μας ακούσουν οι γονείς του, οι θεοί. Φάε λίγο λουκάνικο καλύτερα. Γουρουνάκι. Και κάνε τέσσερις τις μπύρες». «Σε πειράζει να βγάλω τα παπούτσια μου;» ρώτησε η Σία. Ο Νίκος δεν απάντησε. Φαντάστηκε πως της έκανε κάποιο νόημα που δεν το καταλάβαινε μες στο σκοτάδι, οπότε τα έβγαλε. Κι αμέσως ένιωσε ακόμα ελαφρύτερη, αν αυτό ήταν δυνατό. Σαν να απενεργοποιήθηκε το νευρικό της σύστημα. «Και η μαμά, τώρα;» ρώτησε μετά από λίγο ο Νίκος. Η φωνή του έμοιαζε ζεστή, σαν να ενδιαφερόταν πραγματικά. Φαίνεται το τοστ τον έκανε πιο ανθρώπινο. «Αν υποθέσουμε ότι δεν θα βάλει φωτιά και δεν θ’ ανοίξει την πόρτα να φύγει, μάλλον θα την πάρει ο ύπνος σε μια πολυθρόνα. Τις ώρες που λείπω έχει τον νου της μια γειτόνισσα. Ήταν φίλες για χρόνια και νιώθει υπεύθυνη, αλλά δεν έχει δίκιο». «Υπεύθυνη για το Αλτσχάιμερ;» «Εκείνη της μαρτύρησε πως ο πατέρας μου είχε γκόμενα το πουτανάκι του πρώτου ορόφου. Από την πρώτη στιγμή που το έμαθε, άρχισε να χάνει λάδια. Άρχισε σαν διαταραχή προσοχής, που έχουν και τα παιδάκια. Αργότερα, όταν μας άφησε, χρόνο με το χρόνο ήταν χειρότερα. Δεν ξέρω πόσο συνδέονται αυτά. Ο γιατρός είπε πως ήταν τυχαίο. Απλώς το σοκ την έκανε να μη νοιάζεται πια», είπε η Σία. 20


Το Φρεαρ Της Χαλι

Μετά από λίγο αναθάρρησε και μίλησε δυνατά. «Ακούς τις σειρήνες από μακριά; Έρχονται! Κάποιος τους ειδοποίησε». «Όχι. Αυτά είναι ασθενοφόρα. Δεν βάζουν σειρήνα τα πυροσβεστικά για απεγκλωβισμό». «Γαμώτο...» «Πίστεψέ με, έχουν διαφορετικό ήχο ακόμα κι αν βάλουν. Αναγνωρίζω πια τις σειρήνες», μονολόγησε. Το νάιλον έγινε μπάλα στα χέρια της, το πέταγε στο μεταλλικό μέρος του ασανσέρ κι αυτό ερχόταν πίσω. Ο πολυλογάς δεν έδειχνε σθένος για να μιλήσει. «Τι έγινε, τότε; Αν μου επιτρέπεις να μάθω», ρώτησε τελικά η Σία. Με μια κίνηση έβγαλε το σακάκι της και απλώθηκε ακόμα περισσότερο, λες και ήταν στην κατασκήνωση με τα κορίτσια και αγνάντευε τον αστερόφωτο ουρανό ακούγοντας ιστορίες. Μόνο που τώρα έβλεπε έναν σκοτεινό ουρανό με πρασινωπή απόχρωση, λες κι ήταν το βόρειο σέλας. Έρχονταν Εκείνοι από τα αγαλήνευτα βάθη για τα θηράματά τους και η Σία το μόνο που οσμιζόταν ήταν η ποδαρίλα που μπούκωνε το φρεάτιο. Ο Νίκος σηκώθηκε και την πλησίασε. Κάθισε πιο κοντά και τη ρώτησε: «Μου επιτρέπεις; Με πόνεσε ο λαιμός από τις φωνές». Οι μυρωδιές του ταλαιπωρημένου κορμιού της την έκαναν ακαταμάχητη. Ο ιδρώτας από τα πόδια της, η ζεστασιά από τις μασχάλες της και το πράσινο περίγραμμα του ιδρωμένου προσώπου της ήταν ό,τι χρειαζόταν για να μη σκέφτεται το έρεβος στο οποίο κρεμόταν τόση ώρα ο θάλαμος. Ήξερε πως υπήρχαν φρένα, παπούτσια όπως τα έλεγαν οι τεχνικοί, που κρατούσαν το ασανσέρ, αλλά εκείνος φανταζόταν τον κόσμο σαν ένα τεράστιο μαύρο πλαίσιο και τον θάλαμό τους να κρέμεται από μια κλωστή. Και από κάτω τους, όχι, δεν υπήρχε τσιμέντο που θα τους συνέθλιβε. Όχι, υπήρχαν δόντια και στόματα. Σαν αυτά που είδε το βράδυ μετά την κηδεία. Για μια φορά, αλλά αρκετή για να μην το ξεχάσει ποτέ. Στον τόπο που οι ήλιοι δεν ανατέλλουν, θυμήθηκε τη φράση που ακουγόταν σαν σειρήνα σ’ εκείνο τον βαλτότοπο που έμοιαζε να έχει κολλήσει. Όχι, απλώς δεν μπορούσε να προχωρήσει σ’ αυτό τον εφιαλτικό κόσμο που έφτιαχνε το υποσυνείδητό του, αλλά 21


Γιώργος Μεσολογγίτης

δεν μπορούσε καν να ξυπνήσει. Είχε προσπαθήσει να καλύψει αυτή τη διαπεραστική σειρήνα με δικές του κραυγές, αλλά όταν κατάφερε να ξυπνήσει βρισκόταν γυμνός και όρθιος στο κέντρο του δωματίου του. «Το μέρος που ήθελε να ταξιδέψει η Αλεξία», του έλεγε μια φωνή μέσα του. Αυτό που εκτός από τους εφιάλτες υπάρχει κρυμμένο στον πολιτισμένο κόσμο. «Την έπιασα με τον φιλαράκο της, είχες δίκιο», είπε. «Το έκαναν;» Ο Νίκος έκανε, «Τσου! Κάτι χειρότερο». «Του...» είπε η Σία και κούνησε τη χούφτα της μπροστά στο στόμα της. Ο Νίκος γέλασε. «Χειρότερο». «Δεν καταλαβαίνω». «Ήταν αγκαλιά στον καναπέ, γελούσαν κι έβλεπαν κάτι φυλλάδια για εκδρομές. Είχα να τη δω τόσο λαμπερή από τότε που παντρευτήκαμε. Μετά τον αναγνώρισα. Ήταν ο πρώην της. Αυτός που τα είχε από το γυμνάσιο μέχρι τα 24 της, πριν γνωρίσει εμένα». Η Σία γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. «Μόνο αυτό; Γελούσαν;» «Ναι. Σχεδίαζαν βόλτες και εκδρομές και της έλεγε αστεία. Εκείνη χαζογελούσε με τα πάντα. Εκεί κατάλαβα πως την είχα χάσει. Εγώ είχα πηδήξει κάτι γκομενάκια που ξεχνούσα τ’ όνομά τους μόλις τελείωνα κι εκείνη βρήκε τον πρώην της. Δεν την κάλυπτα σεξουαλικά ούτε συναισθηματικά, όλα είχαν τελειώσει». «Και είχες πάει για τη μητέρα σου εκεί...» πρόσθεσε η Σία, που ένιωθε αμήχανη μ’ αυτή του την εξήγηση. «Θόλωσα, η αλήθεια είναι. Του επιτέθηκα, αλλά είναι αθλητικός τύπος. Με απέφυγε με ευκολία. Ένα χαστούκι του έριξα κι αυτό σαν παιδάκι. Σήκωσα ένα βαρύ αντικείμενο και ήμουν έτοιμος να του σπάσω το κεφάλι και τότε η Αλεξία βγήκε απ’ το γραφείο και φώναζε σαν τρελή. Την κυνήγησα για να το τερματίσουμε. Να μη γίνουμε περισσότερο ρεζίλι». «Και;» 22


Το Φρεαρ Της Χαλι

«Πέρασε τον δρόμο χωρίς να κοιτάξει». «Χριστέ μου». «Δεν υπήρχε κανένας Χριστός εκεί. Μόνο το σώμα της, λιωμένο κάτω από ένα διπλό τρόλεϊ. Ο οδηγός, μόλις αντιλήφθηκε τι έκανε, έπαθε εγκεφαλικό. Πέθανε δυο μέρες μετά». «Ο άλλος, ο... φίλος της τι έκανε;» «Εξαφανίστηκε εκείνη τη μέρα. Με πήρε τηλέφωνο μερικές μέρες μετά να βρεθούμε, είχε κακές διαθέσεις, το ξέρω. Αλλά εγώ δεν είχα χρόνο γι’ αυτά. Αν ήθελε πραγματικά να με βρει ήξερε πού θα είμαι». «Είναι αληθινή η ιστορία με τις ασπιρίνες;» «Περίπου. Πρόλαβα να πάρω τρεις πριν αρχίσω να ξερνάω τα συκώτια μου, αφού είχα πιει ένα μπουκάλι ουίσκι κι είχα καπνίσει έναν μπάφο». «Είχες την πρόθεση δηλαδή...» «Φοβάμαι να πεθάνω, αν ρωτάς αυτό. Με κατακλύζει το μαύρο σκοτάδι όταν προσπαθώ να αναπαραστήσω αυτό που έγινε με την Αλεξία απ’ την πλευρά της. Θα πόνεσε; Θα κατάλαβε ότι εκεί, στη μέση του δρόμου, τερμάτιζε τη ζωή της από ένα λάθος; Θα το μετάνιωνε; Θα έβλεπε τα γεγονότα να παίζουν σαν ταινία, όπως λένε;» Η Σία άπλωσε τα πέλματά της στα καλάμια του. Εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται. Λες και προσπαθούσε να κάνει ξανά αυτό που είχε μόλις πει. Να νιώσει τον θάνατο· κι εκείνη τον έβγαζε απ’ αυτή την κατάσταση προσφέροντάς του κάτι άλλο. Κάτι που είχε κι αυτός κρυμμένο μέσα του. Αλλά για να ενεργοποιηθούν αυτά τα μαγικά φίλτρα που έκρυβαν, έπρεπε πρώτα να τα ενώσουν. «Μη...» είπε αυτός. «Γιατί;» «Είμαι το αφεντικό σου. Δεν είναι σωστό», της είπε δειλά. Η Σία έβγαλε το πουκάμισο κι έμεινε με το μαύρο σουτιέν της. «Έχει ζέστη», απάντησε. Σηκώθηκε και κατέβασε τη φούστα της. Ευχαρίστησε την τύχη της που δεν φορούσε σήμερα το βαμβακερό, σχεδόν παιδικό, εσώρουχό της αλλά εκείνο με τη δαντέλα. Λες και το ήξερε. «Μέχρι πριν λίγο δεν ήξερες ποιος είμαι. Και ούτε ακόμα ξέρεις καλά. Κι αν το μάθει κάποιος;» 23


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Όταν έφυγε ο πατέρας μου αισθάνθηκα υπεύθυνη κι ας έπαιρνε η γειτόνισσα το βάρος. Ξέρεις τι μου καθάρισε λίγο το μυαλό; Ένα πήδημα. Έτσι δεν με νοιάζει». Εκείνος ήταν διστακτικός σαν παιδί. «Τι δεν σε νοιάζει;» «Να το μάθει κάποιος». Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το πόδι της όπως στεκόταν μπροστά του. Ανατρίχιασαν και οι δύο στο άγγιγμα. Ήταν ηλεκτρικό και τρυφερό. «Είμαι σαν αυτούς που μισείς. Θα σε θελήσω τόσο όσο». Σαν το δέρμα της. Σαν την μυρωδιά της. «Κι εγώ θα σου δώσω ό,τι θέλω». Ο Νίκος σηκώθηκε. Έβγαλε όλα του τα ρούχα και αγνόησε τη στύση του που απαιτούσε προσοχή. Ακούμπησε πάνω της και τη φίλησε. Την κράτησε στην αγκαλιά του για να μυρίσει τα μαλλιά της κι εκείνη του παραδόθηκε. «Δεν έχω προφυλακτικό», της ψιθύρισε. «Δεν με νοιάζει», απάντησε εκείνη. Το χέρι του έγινε εργαλείο που αχόρταγα ανακάλυπτε κάθε πτυχή του σώματός της και η μύτη του, το στόμα του, ακόμα και ο κορμός του τη στρίμωχνε στη γωνία, σαν πομπός που μετέτρεπε τα άγνωστα σήματα μηνυμάτων σε κάτι που μπορούσε να νιώσει και να καταλάβει. Η Αλεξία στεκόταν στην απέναντι γωνία και τους παρατηρούσε μ’ ένα μειδίαμα στο πρόσωπό της. Σαν να του έλεγε: «Ποτέ δεν πίστεψες. Έρχεται. Έρχεται για σένα...» Ένα τσιγάρο θα ήταν τέλειο, αλλά όχι για εκεί μέσα. Αν ήταν μπαρ, θα έβγαινε στον δρόμο να φουμάρει. Αν ήταν ξενοδοχείο, θα έφευγε και θα άναβε ένα καθ’ οδόν. Δεν είχε κανείς τους τσιγάρα, όμως. Δεν είχαν τίποτα πια. «Γιατί είπες ότι ήσουν υπεύθυνη για τον πατέρα σου;» της ψιθύρισε πολύ μετά. Η Σία είχε τυλιχτεί στην αγκαλιά του, ενώ είχαν σκεπαστεί με όλα τους τα ρούχα. Ο θάλαμος έμοιαζε να μπάζει από κάπου ξαφνικά. Όλες οι εποχές του έτους περνούσαν μέσα στο μεταλλικό κελί τους μέσα σε λίγες ώρες. 24


Το Φρεαρ Της Χαλι

«Όταν υποπτεύθηκα πως κάτι τρέχει με τον πατέρα μου, είπα πως η Ξένια, έτσι την έλεγαν, φέρνει άντρες στο σπίτι επί πληρωμή. Το είπα σε όλη τη γειτονιά. Της έφτιαξα και αγγελίες στο ίντερνετ. Πολλοί την ενοχλούσαν για καιρό». Ο Νίκος την κοίταξε με απορία. Της Σίας της φάνηκε πως του φαινόταν αστείο και θα γελούσε όπως με τόσα που είχε πει. Η ίδια σίγουρα ένιωθε πλέον αυτή την ιστορία σαν ένα μεγάλο ανέκδοτο έτσι όπως εξελίχθηκε. Ήταν κάτι ξένο γι’ αυτήν. Ο ίδιος ο εκδικητικός εαυτός της ήταν μια ξένη οντότητα που την τρόμαζε και, όπως εξιστορούσε τα πράγματα, έπιανε ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς της να πονάει. Να πονάει όχι για τη μητέρα της, αλλά για την ίδια. Για το πώς είχε καταντήσει. Μια γυναικούλα της σειράς. Ακόμα και για την ξένη λυπόταν, αν και αυτή της έκλεψε τον πατέρα. «Μέχρι και το Βουλγάρα ήταν... σχεδόν ψέμα· όσο κι αν φώναζε, εμένα άκουσαν όλοι. Είχε μια γιαγιά Βουλγάρα, αλλά η Ξένια είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Δράμα. Από το κλίμα που δημιουργήθηκε έφυγε. Νομίζω ένα βράδυ τη χτύπησαν κιόλας κάτι ξαναμμένοι που δεν τους έκανε το χατίρι να τους μπάσει στο σπίτι. Μετά από έναν μήνα περίπου, ο πατέρας μου την ακολούθησε». Έψαξε το κινητό για να δει την ώρα, αλλά είχε ξεχάσει πως ήταν νεκρό. «Γαμώτο», είπε. «Τελικά όντως εδώ θα ξημερώσουμε». «Πρέπει να κοντεύει τρεις», είπε ο Νίκος. «Μάντης είσαι;» αστειεύτηκε εκείνη. Προσπάθησε να ελαφρύνει το κλίμα. Ο Νίκος, σοβαρός, σηκώθηκε και ντύθηκε. «Όχι, απλώς το μυαλό μου δουλεύει με χίλιες στροφές». Πήγε στη γωνία του και άνοιξε τον χαρτοφύλακα. Έβγαλε ένα θερμός με νερό και το ήπιε όλο πριν στρωθεί στη θέση του. Αυτή που πριν είχε κυλήσει στην αγκαλιά της. «Συγγνώμη;» είπε η Σία. «Διψούσα κι εγώ, ξέρεις». Ο Νίκος απλώς της τσούλησε το άδειο θερμός. «Έχει αρκετή υγρασία. Γλειψ’ το. Ξέρεις να το κάνεις καλά». Η Σία έμεινε αμίλητη αρχικά. Έσπρωξε το θερμός από κοντά της και σηκώθηκε για να ντυθεί. Σκέφτηκε καλά πριν μιλήσει και πριν ανακτήσει τη θέση της κι εκείνη, στην απέναντι γωνία του ασανσέρ. 25


Γιώργος Μεσολογγίτης

«Τι; Τόσο γρήγορα θα το παίξεις αδιάφορος; Κάτσε να βγούμε από δω τουλάχιστον», είπε. «Απογοητευμένος είμαι». Τα χέρια και των δύο σφίχτηκαν σε γροθιές. «Από μένα; Το ίδιο μπορώ να πω κι εγώ για σένα». «Απογοητευμένος. Σκέτο. Δεν γυρίζει όλος ο κόσμος γύρω σου». «Ο πρίγκιπας βαριέται εύκολα τα παλιά παιχνίδια και αναζητά νέα;» Ο Νίκος δεν απάντησε. Φαινόταν σαν να μην την άκουγε. Αν αυτό ήταν το παιχνίδι του, η Σία ήξερε ένα διαφορετικό. «Πήγες να με πνίξεις δυο φορές. Γι’ αυτό σε χτύπησα κι εγώ», του είπε. «Πλάκα μου κάνεις; Απλά έτσι κάνω σεξ». «Σιγά, βαρβατάντρα». «Πολλά λες. Δεν εκτίμησες καν τον χρόνο που σε περιποιήθηκα». «Είναι παράξενα τα σημεία που επικεντρώθηκες και ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκες». «Μου αρέσει να οσμίζομαι». «Τουλάχιστον οσμίζεσαι τώρα την απέχθειά μου; Πρέπει να σκας από την μπόχα». Η Αλεξία φαινόταν πια να κάθεται δίπλα στη Σία και να της μαρτυράει τα μυστικά του. Αυτή η τσούλα θα νόμιζε πως ήταν πολύ έξυπνη για να τα σκεφτεί όλα αυτά, αλλά δεν ήξερε η ηλίθια πως όλοι τους ήταν μέρος ενός παιχνιδιού. Το καταλάβαινε πια, το άκουγε να πλησιάζει. Τον εξουσίαζε. Αυτόν. Αυτήν. Όλους. Τα στόματα άνοιγαν. «Με μίσησες κιόλας;» ρώτησε ο Νίκος. «Μη μου πεις ότι αυτό είναι παιχνίδι, που με κάνεις ηθελημένα να σε μισήσω για να μην κολλήσω», απάντησε αμέσως η Σία. Είχε τραβήξει την τσάντα κοντά της και δεν θα την άφηνε από τα χέρια της μέχρι να βγουν από το καταραμένο το ασανσέρ. Είχε σκεφτεί κιόλας την επόμενη κίνησή της. Θα έπαιρνε δυο βδομάδες άδεια και δεν θα ξαναπατούσε ποτέ εκεί. Ίσως αυτό να ήταν το πιο αρμόζον τέλος σ’ αυτή την καριέρα του κώλου στην Υδρία. 26


Το Φρεαρ Της Χαλι

«Σου αξίζει να σε μισεί ο πατέρας και η μάνα σου. Κι εμένα το ίδιο». «Σκάσε! Κι εγώ καταλαβαίνω γιατί δεν σε άντεξε η γυναίκα σου». Οι δύο πιστολέρο είχαν ανταλλάξει ήδη τις πρώτες βολές τους και αξιολογούσαν την κατάσταση πριν την επόμενη. «Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν είπαν τόσοι άνθρωποι την αλήθεια, αν και με είδαν. Κανείς δεν τόλμησε, ακόμα κι αυτός ο μαλάκας ο μικροτσούτσουνος, που του την πήρα από κοντά του. Όλοι φοβόμαστε τον θάνατο. Επειδή ο θάνατος είναι η μόνη αλήθεια που καταλαβαίνουμε. Φαντάσου όταν μαθαίνεις πως ακόμα κι αυτό είναι ψέμα», φώναξε εξοργισμένος ο Νίκος. Σηκώθηκε από τη θέση του κι έκανε δυο βήματα προς τη Σία. «Εσύ καταδίκασες τη μάνα σου. Είσαι το ίδιο ένοχη μ’ εμένα. Το ίδιο με την Αλεξία. Είστε όλες το ίδιο! Έχετε το σημάδι. Αυτό το καταραμένο κίτρινο σημάδι». «Μη με πλησιάζεις», είπε εκείνη και σήκωσε την τσάντα της μπροστά σαν ασπίδα. Αν και αυτό που πραγματικά θα την προστάτευε κρυβόταν σε μια θήκη μέσα. Όσο κι αν το σκαρί του δεν του το μαρτυρούσε, ήταν δυνατός. Τουλάχιστον πιο δυνατός από τη Σία. Τη στρίμωξε με το σώμα του και η κοκαλιάρα παλάμη του έσφιξε τον λαιμό της. «Τττττελικ’ ήτ’ν τιποτ’ ‘ληθεια;» προσπάθησε να πει εκείνη, ενώ το οξυγόνο δεν μπορούσε πια να κατέβει στα πνευμόνια της. «Ήταν αλήθεια ότι εσύ...» Προς έκπληξή της ο Νίκος χαλάρωσε τη λαβή του και την άφησε. Η Σία έβηχε αλλά παρατήρησε πως έμοιαζε τρομαγμένος. Κι αυτό την τρόμαζε κι εκείνη περισσότερο. Έμοιαζε χαμένος μέσα στην παράνοιά του. Ίσως είχε πάρει ναρκωτικά πιο πριν και τώρα ήταν σε πλήρη εξέλιξη οι παρενέργειές τους. «Δεν είμαστε μόνοι», είπε ο Νίκος. «Εκείνη τους έφερε. Εκείνη, δεν θα με συγχωρήσει ποτέ. Αλλά μύρισαν και την αύρα σου. Δεν είσαι αγνή. Έχεις αυτό που θέλουν. Έχεις οργή. Έχεις δόλο. Έχεις το κίτρινο σημάδι». Αστραπιαία έσφιξε τη γροθιά του και χτύπησε τη Σία κάτω από το μάτι. Ο ήχος που έκανε το πρόσωπό της που υποχωρούσε από τους 27


Γιώργος Μεσολογγίτης

κόμπους του χεριού του τη σόκαρε πιο πολύ από τον πόνο. Ακούστηκε σαν ξύλο που έσπαγε, αυτό που πραγματικά κομματιαζόταν όμως ήταν το ηθικό και τα κόκαλά της. «Έτσι. Σου αρέσει αυτό; Πονάει αλλά κάτι ξυπνάει μέσα σου, έτσι δεν είναι; Άστο, είναι το εισιτήριο για τη γη με τους ήλιους. Αυτό θα μας οδηγήσει. Η καριόλα... Είναι στην κόλαση και θα με τραβήξει κι εμένα μαζί της. Αλλά κι εγώ θα πάρω εσένα και θα σας κυνηγάω στην αιωνιότητα», της είπε, έχοντας σκύψει πάνω απ’ το κεφάλι της. «Δυστυχώς εδώ δεν υπάρχει δρόμος και μεγάλα οχήματα, θα υποφέρεις περισσότερο». Η Σία κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατά της. «Κοντραριστήκαμε και στην αρχή. Γιατί; Γιατί τώρα το κάνεις αυτό;» κλαψούρισε. Η γροθιά την είχε ζαλίσει, ήταν ζήτημα αν άκουγε τα μισά απ’ όσα της έλεγε. «Νόμιζα ότι εσύ θα μπορούσες να λύσεις την κατάρα μου. Μύριζες διαφορετικά αλλά τώρα καταλαβαίνω πως ήταν απλώς η οργή σου. Τώρα πια μυρίζεις σαν ψωλή. Δεν έχεις τίποτα το ξεχωριστό». «Απλώς κάναμε σεξ, δεν θα το μάθει κανείς», παρακάλεσε με τη στάση του σώματός της για να μην την πλησιάσει ξανά. «Αφού σου το είπα αυτό». «Όχι, σεξ έκανα μ’ εκείνες τις φοιτήτριες που ήταν πιο αναλώσιμες κι από τα προφυλακτικά που χρησιμοποιούσαμε. Μ’ εσένα ενώθηκα. Μου θύμισες για λίγο εκείνη. Αλλά δεν είσαι εκείνη. Αυτή είναι ζωντανή ακόμα. Δεν τη σκότωσα, την έστειλα εξοργισμένη σε μια άλλη διάσταση. Εξοργισμένη που τη χώρισα με τον αγαπημένο της. ΕΓΩ ΟΜΩΣ ΗΜΟΥΝ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ». Ο θάλαμος ταρακουνήθηκε. Το πρασινωπό φως που είχε ζαλίσει τόση ώρα τη Σία έμοιαζε να τρεμοπαίζει. Και τώρα το αγαπούσε. Ήταν το μοναδικό πράγμα που της έδινε ακόμα ελπίδα. «Έρχονται να μας πάρουν τώρα», της φώναξε. «Δεν ακούω κανέναν». «Δεν είναι αυτοί που νομίζεις, μικρή μου Σία. Είναι αυτοί που πάντα φοβόσουν. Αυτοί που κρύβονταν κάτω απ’ το κρεβάτι σου. Τα περίεργα φώτα που έβλεπες τις νύχτες έξω από το παράθυρο, όταν κάποιος εφιάλτης σε ξυπνούσε». 28


Το Φρεαρ Της Χαλι

Η Σία έβγαλε το σπρέι πιπεριού από την τσάντα και τον σημάδεψε, όσο της επέτρεπε το τραύμα στο μάτι της και ο πόνος από τον σβέρκο της. Ο Νίκος όμως δεν έδειξε ενοχλημένος. Είχε κατρακυλήσει στη δική του κόλαση και της έδειχνε τον δρόμο. «Πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά για μένα; Ανώμαλε μαλάκα. Πώς; ΠΩΣ;» «Όταν προσπάθησα να τον μαχαιρώσω τον πούστη με απέφυγε, είναι όντως ευκίνητος και γυμνασμένος. Παρά τα μπράτσα του, όμως, ήταν κότα. Δεν προσπάθησε να με σταματήσει. Έφυγε τρέχοντας απ’ το γραφείο, αφήνοντας την Αλεξία πίσω». «Τη μαχαίρωσες;» «Προσπάθησα να της μιλήσω της ηλίθιας. Να της πω ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό. Δεν είναι μέρος των κανόνων που ΑΥΤΗ είχε θέσει. Και το μόνο που είπε είναι ότι θα πάει μαζί του στη Χάλι. Γιατί αυτός πίστευε ενώ εγώ όχι. Άρχισε να λέει για το σημάδι της. Είπε... ΦΩΣ, Κίτρινο ΦΩΣ...» «Χάλι. Στους δίδυμους ήλιους, το φως που δεν ανατέλλει», ψιθύρισε η Σία. Δεν ήξερε από πού πήγαζαν αυτά το λόγια. Λες και ήταν κατάλοιπο από κάποιο νανούρισμα της μαμάς της. Θυμάται πόσο περήφανη την έκανε όταν ζωγράφιζε τοπία και σπίτια σε μαγευτικούς τόπους με δύο ήλιους. Λίγο μετά έπεσε με τη μούρη στις χριστιανικές προσευχές για να τη βοηθήσουν να κοιμάται τα βράδια. «Η λίμνη», είπε ξανά, όσο χρειαζόταν για να την ακούσει ο Νίκος. Ή και όχι μόνο αυτός. Τα μάτια του κιτρίνισαν από το μίσος και τον τρόμο. Αυτό ούρλιαζε κι ο ίδιος σ’ εκείνο τον εφιάλτη για να ξυπνήσει. Το θυμόταν τώρα. «Ξέρεις; Ξέρεις κι εσύ...» Η Σία ήταν ζαλισμένη αλλά του έδειξε τον τοίχο του φρεατίου. «Δεν ξέρω τι λες. Λίγο πριν κλείσει το κινητό μου το είδα χαραγμένο στον τοίχο», είπε. Ήταν φοβισμένη από τις αναμνήσεις που ξερνούσε το μυαλό της. Προσπαθούσε να σταματήσει τις εικόνες. Έκλεινε τα μάτια της, αλλά τότε όλα ήταν πιο έντονα. Έπρεπε να τον κάνει να σκάσει. «Πέρσι!» φώναξε ο Νίκος. «Έχει ξαναγίνει αυτό. Εδώ, πέρσι και πιο 29


Γιώργος Μεσολογγίτης

παλιά. Το κτίριο είναι ζωντανό. Είναι αλήθεια!» είπε, σε πλήρη παράκρουση πια. «Τη σκότωσες... όλα ήταν αλήθεια τελικά», μονολογούσε η Σία, βλέποντας τον Νίκο να βαδίζει προς το τέλος της ιστορίας. «Αν κανείς δεν λέει την αλήθεια, πώς τελικά έφτασε η αλήθεια στους διαδρόμους εδώ, ρε μαλάκα; Όλοι λέγανε ότι τη σκότωσες». «Δεν με προσέχεις», είπε και την κλότσησε στον κώλο, σωριάζοντάς τη πάλι στο έδαφος. «Όταν μου είπε ότι Τους ανήκει, νόμιζα ότι εννοούσε άλλους άντρες. Μου ούρλιαξε στα μούτρα ξανά ότι τους ανήκει. Ότι δεν ήμουν ικανός να κάνω κακό σ’ εκείνη γιατί Τους ανήκει. Ότι δεν ήμουν άντρας να κάνω σε κανέναν κακό και να γίνω δικός Τους. Σήκωσα το μαχαίρι μου μπρος στο πρόσωπό της...» Η Σία σύρθηκε στην άλλη άκρη, εκεί που πριν λίγη ώρα καθόταν αυτός, και με το χέρι στο σπρέι ένιωθε τους τριγμούς στο πάτωμα του ασανσέρ. Θα είχε έρθει η πυροσβεστική, πίστεψε. Όλα έτριζαν. Τα γρανάζια, το συρματόσκοινο. Το μυαλό της. «Εδώ είμαστε!» φώναξε. «Βοηθήστε μας, σας παρακαλώ». Εκείνος ξεκαρδίστηκε. Διπλώθηκε και γέλαγε με την ψυχή του δείχνοντάς την. Κάθισε πάλι κάτω κι έβγαλε τα παπούτσια του πετώντας τα προς εκείνη. Το ένα τη βρήκε το πρόσωπο με το τακούνι. Ο Νίκος πανηγύρισε λέγοντας: «Μπιλ για τρεις». «Έρχονται, αλλά όχι για βοήθεια. Τον ξέρεις τον Θύμιο;» «Με ακούει κανείς;» φώναξε πάλι η Σία χτυπώντας τα χέρια της στο πάτωμα. «Σε ακούνε, ναι. Χα! Τον Ευθύμη Παπαποστολου τον ξέρεις; Στον δέκατο είναι κι αυτός. Είναι ο διευθ...» Τα φρένα του θαλάμου ξαγκιστρώθηκαν ξαφνικά και ο θάλαμος κατρακύλησε μερικά μέτρα πριν φρενάρει πάλι. Ο ίδιος ο Νίκος φάνηκε να κλείνει για λίγο τα μάτια του και να προσπαθεί να κρατηθεί από κάποια αόρατη χειρολαβή. Αλλά δεν έβγαλε μιλιά, σε αντίθεση με τη Σία. «Παναγία μου. Βοήθεια, βοήθεια!» έκλαψε εκείνη. Έπιασε πάλι το κινητό και πάτησε με μανία το κουμπί για να ανοίξει. Να στραγγίξει το χιλιοστό ενέργειας που ίσως να του είχε μείνει. Το μόνο που κατάφε30


Το Φρεαρ Της Χαλι

ρε ήταν να το δει να σβήνει ξανά στα χέρια της. Όλα έμοιαζαν σαν μια καλοστημένη φάρσα. Τις είχε δει στο youtube. Είχε δει κάτι ακραίες που την έκαναν να απορεί πώς και δεν έπεφταν μηνύσεις μετά. Δεν ήταν τόσο ακραίες όσο να τρώει κάποιος μια γροθιά στο μάτι απ’ αυτόν που μόλις έκανε σεξ, αλλά ορκιζόταν πως αν κατάφερνε να βγει ζωντανή απ’ όλο αυτό κι αν τελικά ήταν φάρσα, θα γελούσε με την ψυχή της και δεν θα την ένοιαζε να βγει σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα και να μιλήσει για το πήδημα με το αφεντικό της. «Ήταν ωραίος, είχε την αύρα του μοιραίου άντρα κι αυτό ήταν. Δεν χρειαζόμουν πολλά». Ευθύς κατάλαβε ότι μιλούσε απ’ έξω της, με τον Νίκο να μην έχει σταματήσει να γελάει και να τη δείχνει. «Κάπως έτσι αντέδρασαν και οι γύρω μας, εκεί στο Χαλάνδρι. Νομίζανε ότι είχαμε γυρίσματα· ότι κάναμε κάποιο prank. Έφυγε τρέχοντας, την πήρα στο κατόπι. Αλλά κανείς δεν νοιάστηκε, παρά μόνο χαζογελούσαν. Φώναζα «σε παρακαλώ, μη μ’ εγκαταλείπεις» και περίμενα τη στιγμή. Κάτι πιτσιρικάδες χειροκρότησαν και με παρότρυναν να την αρπάξω. Η στιγμή ήρθε όταν κοντοστάθηκε για μια στιγμή στη Βενιζέλου. Μπορούσα να την πιάσω. Είχα το μαχαίρι στην τσέπη μου, αλλά ήθελα τόσο να της συνθλίψω τον λαιμό». «Πες μου ότι όλο αυτό είναι ένα ψέμα», είπε η Σία. Είχε κλείσει τα αυτιά και τα μάτια της. «Φυσικά. Η καθημερινότητά μας είναι ψέμα», απάντησε ο Νίκος. «Θα δεις τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά σε λίγο». «Θα... θα σε σκοτώσω», ψέλλισε εκείνη. «Ναι! Άσε την οργή σου να ξεχειλίσει. Έτσι θα γίνεις πιο νόστιμη! Θα σε φάνε πρώτη». «Με ακούει κανείς; Αν αυτό είναι κάποια φάρσα, δεν έχει πλάκα πια. Θα του κάνω κακό», είπε κοιτώντας τα πράσινα φώτα. Της θύμισαν τα αυτοκόλλητα αστεράκια στο ταβάνι του υπνοδωματίου της όταν ήταν μικρή. Όταν έκλειναν τα φώτα, αυτά φωσφόριζαν και την ταξίδευαν σε γαλαξίες μακριά. Ή τα φώτα έξω απ’ το παράθυρό της, όπως της είχε πει αυτός πριν λίγο. Πώς το ήξερε αυτό, Θεέ μου; Σηκώθηκε όρθια και με ψύχραιμες κινήσεις ξεκούμπωσε το λουρί από την τσάντα της. Στο ίδιο χέρι κρατούσε και το μπρελόκ με τα 31


Γιώργος Μεσολογγίτης

κλειδιά της. Τα έχωσε ανάμεσα στα δάχτυλα σαν ιδιότυπη σιδερογροθιά. Στο άλλο κρατούσε το σπρέι. «Έλα, έλα... Θα είσαι το εισιτήριο μου. Θα ήθελα να δω τα μούτρα της όταν καταλάβει ότι της ξέφυγα, ή ότι ακόμα κι εκεί που πάμε εγώ θα είμαι πάλι ο κυνηγός». «Πέφτουμε», μούγκρισε η Σία, που ένιωθε το κενό να τους καταπίνει. Τα φρένα είχαν υποχωρήσει. «Παίζουν μαζί μας. Όπως έκανα εγώ με την Αλεξία. Δεν είναι ξεκαρδιστικό; Μπορούσα να την πιάσω δύο και τρεις φορές, όμως την άφηνα να φοβάται και να τρέχει. Αλλά όλα έχουν ένα τέλος. Σκόνταψα στο σακίδιο ενός τύπου κι έπεσα πάνω της τελικά. Όχι με πολλή δύναμη, αλλά όσο χρειαζόταν για να πέσει στις ρόδες του τρόλεϊ. Όλοι έκαναν ότι δεν το είδαν. Ίσως νόμιζαν ότι έτσι θα ξορκίσουν την τραγωδία που μας βρήκε. Ή επειδή... η Αλεξία Τους άνηκε και τρόμαξαν ότι οι μάρτυρες αυτής της... ατυχίας θα είναι οι επόμενοι. Είμαστε όλοι δεμένοι σ’ αυτό το κοσμικό ξόρκι». «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο μόνος έχων εξουσίαν ανθρώποις αφιέναι αμαρτίας, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, πάριδέ μου πάντα τα εν γνώσει και αγνοία πταίσματα...» «Πλάκα μου κάνεις τώρα, ε;» είπε ο Νίκος και σηκώθηκε. Στέκονταν πια πρόσωπο με πρόσωπο, σε απόσταση δύο μέτρων. Η Σία κοιτούσε τα μάτια του. Εκείνος σήκωνε τα μανίκια του αλλά τίποτα δεν μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή. «Και αξίωσόν με ακατακρίτως μεταλαβείν των θείων, και ενδόξων, και αχράντων, και ζωοποιών Σου μυστηρίων, μη εις κόλασιν, μη εις προσθήκην αμαρτιών, αλλ’ εις καθαρισμόν, και αγιασόν, και αρραβώνα της μελλούσης ζωής και βασιλείας...» «ΣΚΑΣΕ! Τους εξαγριώνεις. Επικαλείσαι θεούς που δεν υπάρχουν, όταν οι μοναδικοί και οι παντοδύναμοι είναι κοντά μας!» Η Σία απλώς έβγαλε όλο το διαθέσιμο οξυγόνο από μέσα της με φωνή που έφτανε σε όλους του ορόφους της Υδρίας. Ο Νίκος την άρπαξε ξανά απ’ τον λαιμό και προσπάθησε να την κάνει να σωπάσει. «...εις τείχος και βοήθειαν, και ανατροπήν των εναντίων, εις εξάλειψιν των πολλών μου πλημμελημάτων». 32


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.