Μπαμπάς

Page 1

Όταν μου λένε: «Μ’ αυτήν, έχεις κλείσει

για τα επόμενα 20 χρόνια», πάντοτε μου έρχεται να απαντήσω…

«Μόνο;»

«Η ιδιοφυΐα είναι 5% έμπνευση και 95% εφίδρωση», έλεγε ο Μπετόβεν.

Σήμερα η έμπνευση είναι σχεδόν μηδενική.

Και η εφίδρωση δεν βοηθάει.

Αυτό το Hit the Road Jack χορεύει σουίνγκ μέσα στο μυαλό μου, σαν μαμούθ στριμωγμένο μέσα σε σχολική τσάντα.

Δεν θα είμαι ποτέ έτοιμος για τη συναυλία…

Λα, σολ, φα, μι. Λα, γκλιν, φα…

Αυτό το σολ! Άμα πια, όλο σκοντάφτω πάνω σ’ αυτό το σολ!

Σταματάω. Βαρέθηκα.

Μπαίνεις μέσα φουριόζα.

– Συνέχισε, μπαμπά!

Κι άλλο «Ντοντσγιουκαμπάκ νομό-νομό-νομό-νομό»!

– Όχι τώρα. Ο μπαμπάς έχει νεύρα.

– Σεπαλακαλό, μπαμπά!

Ξανανοίγεις το πιάνο, δίνεις ένα φιλάκι στην παρτιτούρα, κάθεσαι. Τραγουδάς.

Ξαναρχίζω κι εγώ, μόνο για σένα, για τη φωνούλα σου… Ξαναβρίσκω τη χαρά του παιξίματος.

Δεν ξέρω εάν το πέτυχα αυτό το σολ ή όχι, έχουμε ήδη προχωρήσει τρεις νότες παρακάτω εσύ κι εγώ.

Μας έχει παρασύρει η μουσική.

«Νομό-νομό-νομό-νομό!»

Η μουσική μου είναι 95% έμπνευση. 95% εσύ.

Σου λείπει μια κάλτσα! Πάλι τα ίδια!

Η μαμά σου σε ταΐζει, η μαμά σου σε παρηγορεί,

η μαμά σου σε κοιμίζει.

Εγώ χάνω τις κάλτσες σου.

Κουβαλάω τσάντες, κάνω το πιθηκάκι για να σου τραβήξω

την προσοχή, σε νανουρίζω όταν σε πονάει η κοιλιά σου…

Όμως εκείνη είναι η αληθινή ηρωίδα, η μαμά.

Με το που εμφανίζεται η μαμά, ωπ!, νιώθεις ασφαλής.

Εγώ, ο μπαμπάς, είμαι ο κλόουν που σέρνει

το βήμα του στο φόντο, αυτός που δεν μπορεί

ούτε τα δυο πόδια σου να κρατήσει ζεστά.

Α, υπέρτατη νίκη! Τη βρήκα την κάλτσα!

Δες, πετάει! Μια πεταλούδα!

Τουλάχιστον σ’ έκανα να χαμογελάσεις.

Τι;

Μου χαμογελάει το μωρό μου;

Κι όμως, ναι!

Εμένα καρφώνεις με το βλέμμα σου ολόισια στα μάτια.

Με αναγνωρίζεις!

Καταλαβαίνω μονομιάς.

Ετούτη τη συγκεκριμένη, αξέχαστη στιγμή

που έχει παγώσει στον χρόνο, ξέρω ότι υπάρχω για σένα.

Ξέρεις ποιος είμαι.

Δεν είμαι ένας δευτερεύων χαρακτήρας του έργου.

Είμαι ο μπαμπάς!

Ο άλλος υπερήρωας της ζωής σου.

Ένας υπερήρωας που, στην παρούσα περίσταση, κλαίει δίχως να ξέρει το γιατί

και σκουπίζει τη μύτη του στην κάλτσα σου.

– Εγώ αυτό το πουλί θα ήθελα.

– Γιε μου, είσαι ο διάδοχος της τελευταίας γενιάς των Τρανών Αρχηγών-Κυνηγών. Δεν προτιμάς έναν αετό σαν τον Αυτοκράτορα

των Νεφών, τον σύντροφο του παππού σου;

– Προτιμώ το δικό μου.

– Ή μια αγριοκουκουβάγια σαν τον Τρόμο του Ίσκιου, που κυνηγούσε για τον προπάππου σου;

– Όχι. Θέλω το δικό μου πετούμενο να κοιμάται τη νύχτα. Στο κρεβάτι μου.

– Μήπως ένα γεράκι σαν τον αγαπημένο μου Κήρυκα της Θύελλας;

– O Πιου Πιου είναι φίλος μου.

– Ο Πιου Πιου;

– Ναι. Τον έβγαλα Πιου Πιου.

– Πιου Πιου; Μα, τι θα πει ο παππούς σου;

– Ό,τι θέλει. Εγώ διάλεξα τον Πιου Πιου, είτε του αρέσει είτε όχι.

– A!

– Δεν θύμωσες;

– Μπα… Όχι. Δίκιο έχεις.

Εγώ θα τον ονόμαζα μάλιστα «Πιου Πιου ο Θαρραλέος»!

– Α, ναι! Σου φαίνεται θαρραλέος ο Πιου Πιου;

– Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να μπορεί ένα μικρό γαλαζοπούλι

να κελαηδά ανάμεσα σε αρπακτικά, καλό μου παιδί.

– Σ’ ευχαριστώ για το κέρασμα.

– Χαρά μου. Λοιπόν, είσαι ερωτευμένος; Πάλι;

– Ναι! Τρελά!

– Σαν τις άλλες φορές…

– Ναι, αλλά ξέρεις…

Δεν τις μπορώ αυτές που μου βγάζουν το λάδι.

Οι γυναίκες που απαιτούν την προσοχή μου, οι πριγκιπέσσες που βάζουν πάνω απ’ όλα την πάρτη τους, οι ντίβες που φτιασιδώνονται με τις ώρες στο μπάνιο, που δεν κουνάνε ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι

μέσα στο σπίτι, που σε στήνουν με τις ώρες, που αποφασίζουν πότε πρέπει να ξυπνήσεις

και πότε να κοιμηθείς, που κοπανάνε τις πόρτες, δεν είναι του στιλ μου.

Δεν γεννήθηκε ακόμη εκείνη που θα της τα συγχωρήσω όλα. Η γυναίκα που θα της δώσω τη ζωή μου!

– Άλλο ένα ποτηράκι;

– Όχι, με περιμένει η κόρη μου.

Δεν απάντησα στο μήνυμά σου, είχα να τελειώσω κάτι επείγον.

Δεν σου έστειλα σημειωματάκι για να σε ρωτήσω τι κάνεις.

Δεν έκρυψα τον θυμό μου, όταν μου ξαναείπες τα ίδια και τα ίδια.

Δεν διάβασα το βιβλίο που μου πρότεινες.

Σε παραμέλησα.

Επειδή έτσι είναι η ζωή.

Επειδή θα το κάνω αύριο.

Καμιά βιασύνη, δεν θα χαθείς έτσι ξαφνικά.

Ο μπαμπάς μου είναι ο φάρος μου, το ορόσημό μου, ο οδηγός μου.

Είμαι η αγαπημένη του κόρη.

Ύστερα, μια μέρα, ο μπαμπάς μου δεν ήταν πια εδώ.

Δεν απάντησε.

Δεν πήγαμε οι δυο μας για καφέ.

Δεν του είπα για το τελευταίο βιβλίο που διάβασα.

Δεν το έκανα.

Και δεν μπορώ να το κάνω πια.

Ένα σαββατόβραδο μου είπες: «Αντίο, καρδούλα μου».

Το τελευταίο.

Δεν ήξερες.

Ούτε κι εγώ.

Τώρα, παρ’ όλα αυτά που δεν έκανα, ξέρω ότι κάθε δευτερόλεπτο

ήμουν η αγαπημένη σου κόρη.

Τώρα, παρ’ όλα αυτά που δεν θα κάνουμε πια μαζί, θα είσαι η αγάπη μου, ο μπαμπάς μου.

Ο φάρος μου, το ορόσημό μου, ο οδηγός μου.

Χθες είπες στη μαμά:

«Όταν μεγαλώσω, θα γίνω δυνατός σαν τον μπαμπά!»

Η μαμά γέλασε και σου θύμισε ότι πρέπει να τρως

πολλά λαχανικά για να γίνεις δυνατός

(δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να κάνει προώθηση των λαχανικών).

Θυμάμαι μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου.

Τα ίδια έλεγα κι εγώ, όταν ήμουν μικρός.

Επί λέξει.

Και, μάλλον όπως εσύ, σκεφτόμουν:

«Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ΠΙΟ δυνατός από τον μπαμπά».

Πιο δυνατός από τον μπαμπά. Σε όλα.

Στις σπουδές μου, στη δουλειά μου, στη ζωή μου γενικά.

Κι ο μπαμπάς το ήθελε.

Να έχω μια πιο καλή δουλειά,

Να χαίρομαι πιο πολύ τα νιάτα μου….

Ένας πατέρας, ένα σημείο αναφοράς που πρέπει να ξεπεράσεις

για να γίνεις καλύτερος (ενώ ο μπαμπάς είναι ήδη πολύ καλός).

Εγώ, ως μπαμπάς, αλληλεπιδρώ μαζί σου, έχοντας

στη σκέψη μου τον δικό μου πατέρα.

Θέλω να είμαι πιο δεκτικός, πιο παρών, πιο συνένοχος.

Θέλω, με τη σειρά μου, να με ξεπεράσεις.

Έχω φιλοδοξίες για τον γιο μου.

Παίρνω θέση πατρική, σημαδιακή...

Κι αν δεν γίνεις «πιο» από μένα;

Κι αν δεν θέλεις να γίνεις «πιο» από μένα;

Κι αν το να γίνεις «πιο» από μένα σε εμποδίζει να είσαι ο εαυτός σου;

Κι αν δεν γίνεις «πιο δυνατός» από τον μπαμπά;

Το μόνο «πιο» που θέλω για σένα

είναι να γίνεις «πιο ευτυχισμένος» από μένα.

Όταν μεγαλώσεις, γίνε ευτυχισμένος σαν τον μπαμπά.

Αν κάποιος με ρωτούσε (αλλά δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο)

ποια εικόνα θα κρατούσα στο νου μου από τη μέρα εκείνη, θα έλεγα τη δεύτερη εικόνα, λίγο πριν πεις το «ναι», όταν σούφρωσες τη μύτη σου κρατώντας σφιχτά την ανθοδέσμη σου, ακριβώς όπως έκανε το μικρό, το κούτσικο κοριτσάκι μου στην κούνια του,

τη στιγμή που άρχιζε να κλαίει πολύ δυνατά.

Ζάρωνες τα μικροσκοπικά ρουθούνια σου και έσφιγγες

το αγαπουλίνι σου (τον άτιμο τον Κικίτ) πάνω στην κοιλιά σου.

Και τότε, ήξερα ότι έπρεπε να σε πάρω αγκαλιά

για να σε παρηγορήσω.

Έπειτα, είπες το «ναι» και όλοι χειροκρότησαν…

Όσο για μένα, σκεφτόμουν μονάχα τη μύτη σου

και το κλάμα που θα έριχνες μετά.

Έτρεξα βιαστικά να πάρω το μικρό, το κούτσικο κορίτσι μου, που έχει πια μεγαλώσει, στην αγκαλιά μου. Έκλαψες με αναφιλητά πάνω στον ώμο μου.

Ο μπαμπάς είναι εδώ. Προστατευτικός. Περήφανος. Φορώντας το ωραίο του κοστούμι. Ένας μπαμπάς αληθινά παλιομοδίτης.

Ένας αμετανόητος, υπερευαίσθητος άνθρωπος.

Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, όμως οι λέξεις είχαν σκαλώσει μέσα στον λαιμό μου. Ψέλλιζα.

Ένας αμήχανος βλάκας, άγαρμπος, αδέξιος, τραυλός.

Μα δεν υπήρχε επιστροφή.

Έπρεπε να εκφράσω όλη μου την αγάπη

στο παιδί μου που παντρευόταν.

Κι έτσι, ξεστόμισα αυτές τις γεμάτες νόημα λέξεις (που σίγουρα θα μείνουν ζωντανές στην ιστορία).

«Εγώ… Εσύ… Εγώ… Εγώ… Χμ… Δεν… Ε…

Ναι… Πανέμορφο νυφικό».

Η μύτη μου ζάρωσε.

Τότε, το υπέροχο, μικρό, κούτσικο

κορίτσι μου, που έχει πια μεγαλώσει,

με έσφιξε πολύ δυνατά

στην αγκαλιά του

και απάντησε με απαλή φωνή: «Κι εγώ σ’ αγαπώ».

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.