Ο ΛΑΓΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ - John Updike

Page 1

Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

1


JOH N U PDI K E

Ι. ΜΠΑΜΠΑΣ / ΜΑΜΑ / ΣΕΛΗΝΗ

Στις τέσσερις ακριβώς οι εργαζόμενοι βγαίνουν χλωμοί από το μικρό τυπογραφείο· για μια στιγμή μοιάζουν σαν φαντάσματα

που ανοιγοκλείνουν τα μάτια, μέχρι να συνηθίσουν το φυσικό φως ύστερα από τη συνεχή παραμονή τους στο τεχνητό. Τέ­ τοια ώρα τον χειμώνα η οδός Πεύκων είναι σκοτεινή. Το σκοτά­ δι πέφτει νωρίς απ’ το βουνό που υψώνεται πάνω από την τελ­ ματωμένη πόλη του Μπρούερ. Τώρα το καλοκαίρι, όμως, τα

γρανιτένια κράσπεδα με τους αστραφτερούς μαρμαρυγίες, τα εφαπτόμενα σπίτια που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τις ετε­ ρόκλητες σαγρέ προσόψεις τους, οι βεραντούλες με τα διακο­ σμητικά υποστηρίγματα που αποπνέουν αισιοδοξία, τα γκρί­ ζα, μικρά κιβώτια για τα μπουκάλια γάλακτος, τα μαυρισμένα

από την κάπνα γκίνγκο και τα αυτοκίνητα που ψήνονται δίπλα στο πεζοδρόμιο μοιάζουν όλα σαν να μορφάζουν κάτω από τη

μόνιμη λάμψη του ήλιου, που θυμίζει παγωμένη έκρηξη. Ο δή­ μος, σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει το υποβαθμισμέ­

νο κέντρο της πόλης, κατεδάφισε ολόκληρα τετράγωνα για να φτιάξει χώρους στάθμευσης· έτσι μέσα απ’ τους κάποτε πολυ­ σύχναστους δρόμους έχουν ξεπηδήσει τώρα έρημες εκτάσεις

γεμάτες αγριόχορτα και μπάζα, έχουν αποκαλυφθεί προσό­ ψεις εκκλησιών που δεν φαίνονταν από μακριά, έχουν δημι­ 2


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

ουργηθεί νέες γωνίες θέασης προς τις πίσω εισόδους κάποιων

σπιτιών και προς κάτι στενοσόκακα, το εύρος του βάναυσου φωτός έχει επεκταθεί. Ο ουρανός είναι ανέφελος αλλά άχρω­ μος και η υγρασία αιωρείται στην ξασπρισμένη ατμόσφαιρα,

όπως γίνεται σε όλη την Πενσιλβάνια το καλοκαίρι. Το μόνο

καλό που έχει αυτός ο καιρός είναι ότι βοηθάει τα φυτά να αναπτυχθούν. Δεν κάνει ούτε για ηλιοθεραπεία. Οι άνθρωποι ιδρώνουν και, αντί να μαυρίσουν, κιτρινίζουν.

Ένας άντρας με τον γιο του, ο Ερλ Άνγκστρομ και ο Χάρι,

είναι ανάμεσα στους τυπογράφους που σχόλασαν απ’ τη δου­

λειά. Ο πατέρας κοντεύει να βγει στη σύνταξη. Είναι λεπτός, τίποτα περιττό δεν έχει απομείνει πάνω του. Το πρόσωπό του μοιάζει σαν ξεπλυμένο από το παράπονο και ρουφηγμένο· η κακή μασέλα του έχει φύγει απ’ τη θέση της και προεξέχει. Ο

γιος είναι δέκα πόντους ψηλότερος και πιο παχύς. Στην ακμή της ηλικίας του μοιάζει μαλθακός, κάπως ξεθωριασμένος και

ξινισμένος. Η μικρή του μύτη και το ελαφρώς ανασηκωμένο πάνω χείλος του, που κάποτε έκαναν το παρατσούκλι Λαγός

να μοιάζει ταιριαστό, τώρα φαντάζουν, σε συνδυασμό με τη φαρδιά του μέση και το επιφυλακτικό σκύψιμο που απέκτησε

υποχρεωτικά μετά από μια δεκαετία στο επάγγελμα του τυπο­

γράφου, σαν ενδείξεις αδυναμίας, μιας αδυναμίας στα πρόθυ­ ρα της ανωνυμίας. Αν και εξακολουθεί να ξεχωρίζει στον δρό­ μο από το ύψος του, τον όγκο του και κάποια υπολείμματα ζω­ ηράδας στον τρόπο που κουνά το κεφάλι του, έχουν περάσει χρόνια από τότε που τον αποκαλούσαν Λαγό.

«Χάρι, τι θα ’λεγες για ένα στα γρήγορα;» τον ρωτάει ο πα­

τέρας του. Στη γωνιά που ο παράδρομός τους συναντιέται με

την οδό Γουάιζερ υπάρχει μια στάση λεωφορείου κι ένα μπαρ, ο Φοίνικας, που έχει απ’ έξω μια γυμνή κοπέλα από νέον που

φοράει μόνο καουμπόικες μπότες και στο εσωτερικό του ζω­ 3


JOH N U PDI K E

γραφισμένους κάκτους στους σκοτεινούς τοίχους. Όταν παίρ­ νουν το λεωφορείο, πηγαίνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις:

ο γέρος παίρνει το 16Α για να επιστρέψει στο Μάουντ Τζατζ,

εκεί όπου έχει ζήσει όλη του τη ζωή, ενώ ο Χάρι παίρνει το 12 προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τις Βίλες Πεν, μια νεόδ­

μητη γειτονιά στα δυτικά της πόλης με μεγάλες μονοκατοικίες και κήπους ενός στρέμματος, που έχουν απομείνει όπως τους άφησαν οι μπουλντόζες, και μικρούς σφένδαμνους δεμένους

στη γη, λες και αλλιώς θα πετούσαν μακριά. Μετακόμισαν εκεί με την Τζάνις και τον Νέλσον πριν από τρία χρόνια. Ο πα­ τέρας του εξακολουθεί να εκλαμβάνει σαν απόρριψη τη φυγή

του από το Μάουντ Τζατζ, κι έτσι τα περισσότερα απογεύμα­

τα πίνουν ένα ποτό παρέα για να απαλύνουν τον πόνο του κα­

θημερινού αποχωρισμού τους. Δουλεύουν μαζί δέκα χρόνια κι

έχουν φτάσει να αγαπούν ο ένας τον άλλον όπως θα έπρεπε να έχουν κάνει όταν ο Χάρι ήταν μικρός, αν δεν δέσποζε ανάμεσά τους η πληθωρική παρουσία της μητέρας του.

«Δώσ’ μου μια Σλιτς», λέει ο Ερλ στον μπάρμαν.

«Ένα ντάκιρι», λέει ο Χάρι. Το κλιματιστικό είναι τόσο δυ­

νατό που ξετυλίγει τα μανικέτια του πουκαμίσου του και τα

κουμπώνει για να ζεσταθεί. Φοράει πάντα άσπρο πουκάμισο και όταν πηγαίνει στη δουλειά και όταν φεύγει, σαν αντιστάθ­ μισμα στα μελάνια πάνω του. Απευθύνει στον πατέρα του την καθιερωμένη ερώτηση για το πώς είναι η μητέρα του.

Όμως ο πατέρας του αποφεύγει να του απαντήσει με τον

καθιερωμένο τρόπο. Συνήθως του λέει: «Καλά είναι, όσο μπο­ ρεί». Σήμερα γλιστράει συνωμοτικά ένα εκατοστό πιο κοντά του στο μπαρ και του λέει: «Όχι και τόσο καλά, Χάρι».

Υποφέρει από Πάρκινσον εδώ και χρόνια. Ο Χάρι σχημα­

τίζει στο μυαλό του την εικόνα της όπως έχει γίνει τώρα, με

τα ροζιασμένα, τρεμάμενα χέρια της, το αβέβαιο, συρτό βάδι­ 4


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

σμα, τα απλανή μάτια που τον εξετάζουν με έκπληξη, παρό­ λο που ο γιατρός λέει πως το μυαλό της δουλεύει κανονικά, το

στόμα της που χάσκει ορθάνοιχτο και που ξεχνάει να το κλείσει ώσπου να της το υπενθυμίσουν τα σάλια της.

«Εννοείς τη νύχτα;» Ακόμα και η ερώτησή του την τυλίγει

στο σκοτάδι.

Ο γέρος και πάλι δεν αφήνει τον Λαγό να ξεγλιστρήσει.

«Όχι, τη νύχτα είναι καλύτερα τώρα. Της δίνουν ένα καινούρ­ γιο χάπι και η ίδια λέει πως τώρα κοιμάται καλύτερα. Πιο πολύ είναι στο μυαλό της».

«Ποιο πράγμα, μπαμπά;»

«Δεν το συζητάμε καθόλου, Χάρι, δεν είναι στον χαρακτή­

ρα της, δεν συζητούσαμε ποτέ για τέτοιου είδους πράγματα.

Η μητέρα σου κι εγώ δεν μιλούσαμε ποτέ για οριμένα πράγμα­

τα, έτσι μας μεγάλωσαν. Δεν ξέρω, ίσως θα ήταν καλύτερο να τα συζητούσαμε. Εννοώ κάποια πράγματα που της έχουν βάλει στο μυαλό τώρα».

«Ποιοι της τα έχουν βάλει;» Ο Χάρι αναστενάζει πάνω απ’

τον αφρό του ντάκιρι και σκέφτεται: Το χάνει κι αυτός, το χά­ νουν και οι δύο. Έχουν αρχίσει και οι δύο να ρετάρουν. Καθώς

ο πατέρας του τον πλησιάζει περισσότερο για να του εξηγή­ σει, μοιάζει με άλλον έναν από τους εκατοντάδες ξερακια­

νούς, γκρινιάρηδες γεροξεκούτηδες που τριγυρνούν σ’ αυτή την πόλη και τρέφονται απ’ το βυζί της για εξήντα χρόνια χω­ ρίς να έχουν απογαλακτιστεί ποτέ, έχοντας μαραζώσει κι εκεί­ νοι μαζί της.

«Μα, αυτές που την επισκέπτονται τώρα που περνάει τη

μισή μέρα στο κρεβάτι. Καταρχήν, η Μάμι Κέλογκ. Και η

Τζούλια Άρντ. Μα τον Θεό, δεν θέλω να σε σκοτίζω μ’ αυτά,

Χάρι, αλλά τα λόγια της δεν βγάζουν νόημα και, εφόσον η Μιμ είναι στη Δυτική Ακτή, μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να 5


JOH N U PDI K E

μη χάσω κι εγώ τα λογικά μου. Δεν θέλω να σε σκοτίζω, αλλά για να καταλάβεις πόσο παραλογίζεται θα σου πω ότι λέει μέ­ χρι και πως θα πάρει τηλέφωνο την Τζάνις».

«Την Τζάνις; Γιατί να πάρει τηλέφωνο την Τζάνις;»

«Βασικά…» Πίνει μια γουλιά μπίρα. Σκουπίζει το βρεγμένο

πάνω χείλος του με την κοκαλιάρικη παλάμη του, μισοκλείνο­ ντας τα δάχτυλα όπως κάνουν οι γέροι. Ετοιμάζεται να μορ­ φάσει σαν να τον πονάει το δόντι του. «Βασικά, αυτά που λέει έχουν να κάνουν με την Τζάνις». «Τη δικιά μου την Τζάνις;»

«Έλα, Χάρι, μην ταράζεσαι. Μην κατηγορείς τον αγγελιο­

φόρο για τα κακά μαντάτα που σου φέρνει. Προσπαθώ να σου πω τι λένε εκείνες, όχι τι πιστεύω εγώ».

«Μου κάνει εντύπωση τι συζητάνε. Τώρα πια δεν τη βλέπω

σχεδόν καθόλου, είναι όλη μέρα στη μάντρα του Σπρίνγκερ».

«Βασικά, αυτό είναι. Αυτό μπορεί να είναι το σφάλμα σου,

Χάρι. Αδιαφορείς τελείως για την Τζάνις από… τότε». Από τότε

που την είχε αφήσει. Από τότε που πέθανε το μωρό. Από τότε

που τον είχε δεχτεί ξανά κοντά της. «Εδώ και δέκα χρόνια», προσθέτει άσκοπα ο πατέρας του. Μέσα στο κρύο μπαρ με

τις πλαστικές γλάστρες με τους κάκτους στα ράφια κάτω από τους καθρέφτες και το πολύχρωμο περιστρεφόμενο σηματά­

κι στην κάνουλα της μπίρας Σλιτς που διαγράφει ασταμάτητα

παραβολική τροχιά, ο Λαγός αρχίζει να αισθάνεται τον κόσμο να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια του. Μια ελπιδοφόρα ψυχρότη­

τα αναπτύσσεται μέσα του, τον αρπάζει απ’ τους καρπούς, κάτω από τα μανικέτια. Δεν έχει ακούσει ακόμα ολόκληρα τα

μαντάτα κι ένας καινούργιος συνδυασμός ίσως να διαρρήξει αυτή την αδιέξοδη ειρήνη.

«Χάρι, ο κόσμος λέει κακίες που δεν τις χωράει ανθρώπου

νους. Κι η κακομοίρα δεν έχει τρόπο να αμυνθεί. Κάθεται ξα­ 6


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

πλωμένη όλη μέρα και είναι αναγκασμένη να τις ακούει. Ενώ πριν από δέκα χρόνια θα τις έδιωχνε. Θα τους έκοβε τη φόρα

με μια απ’ τις πληρωμένες απαντήσεις της. Της είπαν ότι η

Τζάνις τριγυρνάει. Μ’ έναν συγκεκριμένο άντρα, Χάρι. Δεν λέει κανείς ότι τσιλιμπουρδίζει γενικώς».

Η ψυχρότητα επεκτείνεται στα μπράτσα του Λαγού, φτά­

νει στους ώμους του, κυλάει στις διακλαδισμένες φλέβες του και κατεβαίνει ως το στομάχι του. «Ξέρουν το όνομα αυτού του άντρα;»

«Απ’ όσο ξέρω όχι, Χάρι. Πώς να το ξέρουν, αφού είναι απί­

θανο να υπάρχει άλλος άντρας;»

«Εφόσον μπορούν να επινοήσουν μια κατάσταση, μπορούν

να επινοήσουν κι ένα όνομα».

Η τηλεόραση του μπαρ είναι αναμμένη, με τον ήχο κλειστό.

Ο πύραυλος εκτοξεύεται για εικοστή φορά εκείνη τη μέρα, τα

δέκατα του δευτερολέπτου αλλάζουν αντίστροφα πιο γρήγο­

ρα απ’ όσο προλαβαίνει να τα δει το μάτι, μέχρι που φτάνουν στο μηδέν. Ύστερα βγαίνουν άσπροι αφροί, σαν να βράζει μια ψηλή τσαγιέρα. Απογειώνεται τόσο αργά που νομίζεις ότι θα

πέσει, αλλά μικραίνει απότομα και γίνεται μια κουκκίδα που απομακρύνεται, ένα αστέρι που τρεμοπαίζει. Οι άντρες που

κάθονται στα σκοτεινά στον πάγκο του μπαρ μουρμουρίζουν μεταξύ τους. Δεν έχουν απογειωθεί, έχουν απομείνει εκεί. Ο

πατέρας του Χάρι λέει ψιθυριστά, τσιγκλώντας τον κι άλλο: «Δε μου λες, Χάρι, σου φαίνεται καθόλου αλλαγμένη τελευ­

ταία; Θέλω να πω, το πιθανότερο είναι πως όλα αυτά είναι αυτό που λένε ένα σωρό μαλακίες, αλλά… μήπως τελευταία σου φαίνεται, ξέρεις, αλλαγμένη;»

Ο Λαγός δυσανασχετεί ακούγοντας τον πατέρα του να βρί­

ζει. Σηκώνει ενοχλημένος το βλέμμα του, σαν να θέλει να δει

τηλεόραση. Το πρόγραμμα έχει επανέλθει σε μια εκπομπή με 7


JOH N U PDI K E

διαγωνιζόμενους που προσπαθούν να μαντέψουν τι βραβείο κρύβεται πίσω από μια κουρτίνα και χοροπηδούν, σκούζουν

και φιλιούνται μεταξύ τους όταν αποδεικνύεται πως πρόκει­ ται για έναν καταψύκτη δυόμισι μέτρα. Ίσως να έκανε λάθος,

αλλά για ένα δευτερόλεπτο θα ορκιζόταν πως είδε μια νεαρή

νοικοκυρά ν’ ανοίγει το στόμα της και να φιλάει τον παρουσι­ αστή με γλώσσα. Όπως και να ’χει, δεν λέει να σταματήσει να

τον φιλάει. Ο παρουσιαστής κάνει μια γκριμάτσα απόγνωσης

στην κάμερα και τότε η εκπομπή διακόπτεται και μπαίνουν δι­ αφημίσεις. «Δεν ξέρω», λέει ο Λαγός. «Μερικές φορές το τσού­ ζει λίγο παραπάνω, αλλά το ίδιο κάνω κι εγώ».

«Μπα, όχι εσύ, Χάρι», του λέει ο γέρος, «εσύ δεν πίνεις

πολύ. Έχω δει ένα σωρό άτομα που πίνουν – όπως ο Μπούνι

που κάνει τις εκτυπώσεις. Αυτός πίνει πολύ, σε βαθμό που θα τον ξεκάνει κάποτε και το ξέρει, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει ακόμα κι αν του ’λεγαν ότι θα πεθάνει αύριο.

Δεν είσαι πια παιδάκι, μπορείς να πιεις ένα δυο ποτήρια ουί­ σκι το βραδάκι, αυτό δεν σημαίνει ότι πίνεις πολύ». Σηκώνει το

ποτήρι με την μπίρα του και κρύβει το στόμα του που χάσκει. Ο Χάρι κάνει νόημα στον μπάρμαν να του βάλει άλλο ένα ντάκι­ ρι. Ο γέρος πλησιάζει πιο κοντά. «Συγγνώμη, Χάρι, αν σε φέρ­ νω σε δύσκολη θέση, αλλά θέλω να σε ρωτήσω, πώς τα πάτε στο κρεβάτι; Φαντάζομαι ότι είστε εντάξει, έτσι δεν είναι;»

«Όχι», του απαντάει αργά, ενοχλημένος με την αδιακρισία

του. «Δεν θα ’λεγα ακριβώς ότι είμαστε εντάξει. Πες μου για τη μαμά. Είχε καμιά άλλη κρίση δύσπνοιας τελευταία;»

«Δεν νομίζω, ή τουλάχιστον δεν μ’ έχει ξυπνήσει να μου το

πει. Κοιμάται σαν μωρό με τα καινούργια πράσινα χαπάκια.

Αυτά τα καινούργια φάρμακα κάνουν θαύματα, πρέπει να το παραδεχτώ. Μετά από μια δεκαετία ο μόνος τρόπος για να

πεθαίνουμε θα είναι να μας βάζουν σε θάλαμο αερίων – δίκιο 8


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

είχε ο Χίτλερ. Το ξέρεις ότι δεν υπάρχουν πια τρελοί; Τους δί­ νουν ένα χάπι το πρωί κι ένα το βράδυ και είναι λογικοί σαν τον

Αϊνστάιν. Για συνέχισε, λοιπόν. Έλεγες ότι δεν είστε ακριβώς εντάξει, αν κατάλαβα καλά».

«Ε, κοίτα, πατέρα, για να σου πω την αλήθεια ποτέ δεν

τα πηγαίναμε τέλεια σ’ αυτό τον τομέα. Πέφτει καθόλου; Η μαμά, εννοώ».

«Μπορεί να τρώει καμιά τούμπα μια δυο φορές την ημέρα,

όμως δεν μου το λέει. Της λέω, της το τονίζω, κάτσε στο κρε­

βάτι και βλέπε τηλεόραση. Θεωρεί ότι όσο κάνει πράγματα

δεν θα καταπέσει στο κρεβάτι. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να φροντίσει τον εαυτό της, να μπει στην κατάψυξη, τρόπος του

λέγειν, και το πιθανότερο είναι ότι μετά από ένα ή δύο χρό­ νια θα βγάλουν ένα χάπι και θα ξεμπερδεύεις μ’ αυτή την αρ­ ρώστια σαν να ’ταν απλό κρύωμα. Ήδη, ξέρεις, υπάρχουν οι

κορτιζόνες, αλλά οι γιατροί λένε ότι μπορεί οι παρενέργειες να είναι χειρότερες, ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν. Ξέρεις, το Κάπα

το κεφαλαίο. Όπως το σκέφτομαι εγώ, γιατί να μην το τολμή­ σεις; Έτσι κι αλλιώς, όπου να ’ναι θα νικήσουν τον καρκίνο και

τώρα με τις μεταμοσχεύσεις θα μπορούν να σου αλλάζουν όλα τα σωθικά σου». Ο γέρος αντιλαμβάνεται ότι τον έχει πιάσει

πολυλογία, χαλαρώνει το κορμί του και κοιτάζει τον αφρό της μπίρας να κυλάει προς τα κάτω στο άδειο ποτήρι του. Ωστόσο, δεν μπορεί να κρατηθεί και προσθέτει για να δώσει έμφαση:

«Είναι τρομερό». Κι αφού ο Χάρι δεν απαντάει, συμπληρώνει: «Δεν της αρέσει καθόλου να κάθεται και να μην κάνει τίποτα».

Το ρούμι αρχίζει να κάνει τη δουλειά του. Ο Λαγός έχει πά­

ψει να κρυώνει και η διάθεσή του αναπτερώνεται. Η ατμό­ σφαιρα εκεί μέσα του φαίνεται πιο αραιή, τα μάτια του προ­ σαρμόζονται στο σκοτάδι. Ρωτάει: «Το μυαλό της πώς είναι; Μήπως πρέπει ν’ αρχίσει να παίρνει χάπια για τρελούς;» 9


JOH N U PDI K E

«Ειλικρινά, Χάρι, δεν σου λέω ψέματα, είναι πεντακάθαρο

όταν η γλώσσα της βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις. Όπως σου έλεγα, τελευταία της έχει μπει αυτή η ιδέα για την Τζάνις. Θα

βοηθούσε πολύ –Θεέ μου, δεν θέλω να σε σκοτίζω, αλλά είναι αλήθεια– θα βοηθούσε πολύ αν εσύ και η Τζάνις κάνατε τον κόπο να περάσετε μια βόλτα απόψε. Αν δεν σας βλέπει συ­

χνά μαζί, η φαντασία της αρχίζει και καλπάζει. Ξέρω ότι της

έχεις υποσχεθεί πως θα έρθεις την Κυριακή για τα γενέθλιά

της, αλλά σκέψου το εξής: αν είσαι κολλημένος στο κρεβάτι με μόνη παρέα το χαζοκούτι κι ένα μάτσο κακιασμένες γκιόσες,

μια βδομάδα σου φαίνεται ολόκληρος χρόνος. Αν καταφέρεις να περάσεις κάποιο βράδυ πριν το σαββατοκύριακο, φέρε μαζί και την Τζάνις για να τη δει και η Μέρι…»

«Πολύ θα το ήθελα, πατέρα. Το ξέρεις».

«Το καταλαβαίνω, Θεέ μου, το καταλαβαίνω. Καταλαβαί­

νω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις. Είσαι ακριβώς στην ηλικία που αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι ο γέρος σου δεν είναι τόσο χαζός όσο πίστευες».

«Το πρόβλημα είναι ότι η Τζάνις δουλεύει στο γραφείο μέ­

χρι τις δέκα-έντεκα κάθε μέρα και δεν θέλω ν’ αφήσω μόνο του

το παιδί στο σπίτι. Βασικά πρέπει να φύγω όπου να ’ναι, μπο­

ρεί να συμβεί τίποτα». Μπορεί να έχει καεί το σπίτι. Μπορεί να έχει μπει μέσα κανένας τρελός. Συμβαίνουν συνέχεια τέ­ τοια πράγματα, τα βλέπεις στις εφημερίδες. Κοιτάζοντας την

έκφραση στο πρόσωπο του πατέρα του –που σουφρώνει περί­ εργα τις άκρες των χειλιών του και κλείνει σφιχτά τα ξεθωρια­

σμένα μάτια του– αντιλαμβάνεται πως οι υποψίες του γέρου

επιβεβαιώθηκαν. Ο Λαγός γίνεται έξαλλος. Ο γερο-ξούρας, θέλει να χώνει τη μύτη του παντού. Η Τζάνις· ποιος θα πήγαι­

νε μ’ αυτή την κλώσα; Είναι ερωτευμένη με τον πατέρα της κι

έχει κολλήσει εκεί. Από τότε που άρχισε να δουλεύει στη μά­ 10


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

ντρα είναι χαρούμενη σαν προσκοπίνα και τα μισά βράδια του

καλοκαιριού γυρίζει σπίτι πολύ μετά την ώρα του δείπνου, ενώ ο Λαγός τρώει έτοιμα κατεψυγμένα γεύματα, βάζει μόνος του

τον Νέλσον για ύπνο και την περιμένει να μπει μέσα ευδιάθε­ τη και ομιλητική. Δεν την έχει ξαναδεί ποτέ τόσο ψωνισμένη

με την πάρτη της και κατά κάποιον τρόπο αισθάνεται ωραία

γι’ αυτό. Δυσανασχετεί με την απόπειρα του πατέρα του να του επιτεθεί μέσω της Τζάνις και ανταποδίδει το χτύπημα με

το πρώτο όπλο που βρίσκει μπροστά του, τη μητέρα του. «Αυ­ τός ο γιατρός που έχετε είπε ποτέ τίποτα για γηροκομείο;»

Το μυαλό του γέρου αργεί να επιστρέψει στη δική του γυναί­

κα. Ο Χάρι κάνει μια σκέψη, μια σπίθα λαμπυρίζει στο μυαλό του, σαν τις σπίθες που πετάγονται απ’ τους τροχούς των τρέ­ νων όταν αλλάζουν ράγες. Μήπως άραγε το είχε κάνει ποτέ η

μάνα του στον πατέρα του; Να τον απατήσει. Όλη αυτή η πε­ ριέργεια για το τι κάνουν στο κρεβάτι έχει μια υπόνοια προσω­

πικής εμπειρίας. Δύσκολα πάντως μπορεί να φανταστεί κάτι τέτοιο – και όχι μόνο με ποιον, αλλά και πότε. Απ’ όσο τη θυμά­

ται, ήταν συνέχεια μες στο σπίτι και οι μόνοι επισκέπτες ήταν ο μπογιατζής και οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά η σκέψη τού

εξάπτει την περιέργεια, όπως ανατριχιάζει και ο πατέρας του

στο άκουσμα των φημών, γιατί του ανοίγει νέες προοπτικές

στο μυαλό του. Ο πατέρας του λέει: «…στην αρχή. Θέλουμε να το καθυστερήσουμε, τουλάχιστον μέχρι να μείνει κατάκοι­

τη. Αν φτάσουμε στο σημείο να μην μπορεί πια να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της πριν πάρω σύνταξη και είμαι στο σπίτι όλη

μέρα, ίσως αναγκαστούμε να εξετάσουμε την πιθανότητα. Αν και δεν θα μου άρεσε καθόλου. Χριστέ μου, θα ήταν φρικτό». «Πατέρα;»

«Αφήνω σαράντα σεντς και άλλα δέκα για το φιλοδώρη­

μα». Ο τρόπος που ο γέρος σφίγγει στα χέρια του τις δεκάρες 11


JOH N U PDI K E

πριν τις αφήσει να πέσουν στον πάγκο βγάζοντας έναν κούφιο

ήχο φανερώνει πως γι’ αυτόν είναι πραγματικό ασήμι, όχι χάλ­

κινα κέρματα με μια φλούδα ασήμι στη μέση. Οι παλιοί είχαν άλλες αξίες. Τον καιρό της οικονομικής κρίσης μετρούσαν και την τελευταία δεκάρα. Τώρα όμως το χρήμα δεν θα ξαναγί­ νει ποτέ ιερό, ούτε καν οι δεκάρες δεν είναι ασημένιες πια.

Το πρόσωπο του Κένεντι κατέστρεψε τα κέρματα των πενή­ ντα σεντς, τα απέσυραν απ’ την κυκλοφορία και δεν έκοψαν

άλλα. Το μέταλλο στάλθηκε στο φεγγάρι. Η λεπτομέρεια της

διευθέτησης του λογαριασμού τον κάνει να αναβάλει την ερώ­ τησή του για τη μητέρα του μέχρι να βγουν έξω, αλλά τότε συ­ νειδητοποιεί πως δεν μπορεί να ρωτήσει τον πατέρα του τέτοιο

πράγμα, δεν έχουν τόσο στενή σχέση. Έξω, στο ζεστό φως, η όποια υποβόσκουσα εγκαρδιότητα με τον πατέρα του έχει χα­

θεί και του φαίνεται απλώς γέρος: μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια, φλέβες στο πλάι της μύτης του, τα μαλλιά του άχρω­ μα σαν χαρτόνι. «Τι ήθελες να με ρωτήσεις;»

«Το ξέχασα», λέει ο Χάρι και φτερνίζεται. Βγαίνοντας έξω

στη ζέστη από τον κλιματισμό, μια έκρηξη πυροδοτείται ανά­

μεσα στα μάτια του και κάνει τους πάντες σε απόσταση μισού τετραγώνου να γυρίσουν και να τον κοιτάξουν. Η μύτη του τρέ­ χει. «Α, το θυμήθηκα. Για το γηροκομείο. Πώς θα το πληρώ­

σουμε; Πόσο κάνει; Πενήντα δολάρια τη μέρα ή κάτι τέτοιο. Θα μείνουμε στην ψάθα».

Ο πατέρας του επαναφέρει τη μασέλα του στη θέση της με

μια απότομη κίνηση, γελάει και κάνει μια μικρή χορευτική φι­ γούρα στο καυτό πεζοδρόμιο, κάτω απ’ την ασπροκόκκινη πι­ νακίδα που γράφει ΣΤΑΣΗ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ. Κάποιος έχει ξύσει

ένα γράμμα κι έχει γράψει από πάνω με κραγιόν ΣΤΥΣΗ ΛΕ­

ΩΦΟΡΕΙΟΥ. «Χάρι, ο Θεός έχει φερθεί καλά στη μητέρα σου

κι εμένα. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, τη σημερινή εποχή έχει 12


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

κάποια πλεονεκτήματα το να ζεις πολύ. Αυτή την Κυριακή θα κλείσει τα εξήντα πέντε και εντάσσεται στο εθνικό πρόγραμμα κοινωνικής ασφάλισης. Το πληρώνω από το ’66 και είναι σαν να ’φυγε ένα τεράστιο άγχος από πάνω μου. Μπορεί να βρί­

ζουν τον Τζόνσον αλλά, πίστεψέ με, έκανε πολλά καλά για τον κοσμάκη. Και όπου έκανε σφάλματα, ήταν επειδή είχε μεγά­

λη καρδιά. Κι αυτούς τους λεβέντες που είναι τώρα εκεί πάνω

στον ουρανό οι Δημοκρατικοί τους έβαλαν εκεί, παρόλο που ο

Νίξον θα πάρει όλη τη δόξα. Αν και, απ’ όσο θυμάμαι, πάντα τα ίδια ίσχυαν, απ’ την εποχή ακόμα του Γουίλσον: οι Ρεπου­ μπλικάνοι ποτέ δεν κάνουν τίποτα για τον κοσμάκη».

«Μάλιστα», λέει μηχανικά ο Χάρι. Έρχεται το λεωφορείο

του. «Πες της ότι θα έρθουμε την Κυριακή». Σπρώχνει τον κό­ σμο για να φτάσει σ’ ένα άδειο σημείο στο πίσω μέρος, κοιτά­

ζει έξω ενώ κρατιέται από τη χειρολαβή και βλέπει τον πατέρα του ολόιδιο με τον υπόλοιπο «κοσμάκη». Φαίνεται αποστεω­ μένος στο εκτυφλωτικό αμερικανικό φως, μισοκλείνει τα μά­ τια σαν να περιμένει να πέσουν απ’ τον ουρανό οι ευλογίες της

κυβέρνησης σαν το μάννα, κουνιέται νευρικά πέρα-δώθε από

χαρά που τέλειωσε τη δουλειά του για σήμερα, που έχει κα­ τεβάσει μια μπίρα, που ο Άρμστρονγκ βρίσκεται κάπου πάνω

του, που οι ΗΠΑ είναι η κορωνίδα και το θαύμα της ανθρώπι­

νης ιστορίας. Έχει βάλει κι αυτός το λιθαράκι του σε όλα αυτά, ένα χαλικάκι στην πλατφόρμα εκτόξευσης του πυραύλου. Κι

όμως, έχει ακόμα την υγεία του. Ποιος θα το φανταζόταν ότι η μάνα του θα αρρώσταινε πρώτη; Καθώς ο οδηγός βάζει ταχύ­

τητα και το λεωφορείο τραντάζεται και ξεχύνεται στον δρόμο,

ο Λαγός προσπαθεί να επαναφέρει στο μυαλό του την εικόνα

της που φυλάει σαν τρομακτικό κειμήλιο: τα μαύρα μαλλιά που έχουν γκριζάρει, το αντρικό της στόμα που παραήταν έξυ­

πνο για τη ζωή της, τα ρομβοειδή ρουθούνια, που όταν ήταν 13


JOH N U PDI K E

μικρός του φαίνονταν σαν ερεθισμένα στο εσωτερικό τους, τα

μάτια της, που το χρώμα τους ποτέ του δεν είχε τολμήσει να το

μάθει, σαν βουναλάκια κάτω από τα σφαλιστά βλέφαρά της μέσα στην αρρώστια της, το μακρουλό της πρόσωπο που γυα­

λίζει ελαφρά απ’ τον ιδρώτα όπως κείτεται ναρκωμένη στο μα­ ξιλάρι. Ο κρυφός λόγος που την επισκέπτεται τόσο σπάνια δεν είναι η Τζάνις, είναι επειδή δεν αντέχει να τη βλέπει σε τέτοια κατάσταση. Δεν αντέχει να βλέπει την πηγή της ζωής του να τον κοιτάζει μαραζωμένη και να πασχίζει να βρει τις λέξεις για να τον καλωσορίσει. Ούτε αντέχει την ελαφριά ξινισμένη μυ­ ρωδιά της αρρώστιας, που δεν περιορίζεται μόνο στο δωμά­ τιό της αλλά κατεβαίνει και κάτω, για να τους υποδεχτεί στον διάδρομο της εισόδου μαζί με τις ομπρέλες και να τους ακο­ λουθήσει στην κουζίνα, εκεί που ο καημένος ο πατέρας του ζε­ σταίνει το φαγητό τους. Μια μυρωδιά σαν διαρροή γκαζιού, πράγμα που την ανησυχούσε διαρκώς όταν εκείνος και η Μιμ ήταν μικροί. Σκύβει το κεφάλι του και προσεύχεται βιαστικά: Συγχώρεσέ με, συγχώρεσέ μας, μην την ταλαιπωρείς. Αμήν. Προσεύ­ χεται μόνο όταν είναι στο λεωφορείο. Τώρα η μυρωδιά έχει απλωθεί και μέσα στο λεωφορείο.

Μέσα στο λεωφορείο υπάρχουν πάρα πολλοί νέγροι. Ο Λαγός τους παρατηρεί όλο και πιο συχνά τελευταία. Τους έβλεπε πάντα, θυμάται όταν ήταν ακόμα παιδάκι πως υπήρχαν στο Μπρούερ μερικοί δρόμοι που κρατούσες την ανάσα σου όταν τους διέσχιζες, αν και δεν σε πείραζαν ποτέ, απλώς σε κοι­

τούσαν. Τώρα όμως έχουν αρχίσει να κάνουν πολλή φασαρία. Τώρα, αντί να ξυρίζουν το κεφάλι τους, αφήνουν αφάνα. Δεν πειράζει, είναι πιο κοντά στο φυσικό τους, κι έχουμε ξεμείνει από φυσικά πράγματα. Δύο άτομα στο μαγαζί, ο Φάρνσγου­ ερθ και ο Μπιουκάναν, είναι νέγροι. Μετά από λίγο έπαυες να το παρατηρείς. Τουλάχιστον αυτοί δεν έχουν χάσει ακόμα το 14


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

γέλιο τους. Είναι θλιβερό να είσαι νέγρος άντρας, πάντα αμεί­

βονται λιγότερο, τα μάτια τους δεν μοιάζουν με τα δικά μας, είναι κατακόκκινα, καστανά, το υγρό μέσα τους είναι σαν να

τρεμοσβήνει. Διάβασε κάπου ότι ένας ανθρωπολόγος πιστεύει πως οι νέγροι δεν είναι πιο πρωτόγονοι, αλλά αντίθετα έχουν εξελιχθεί πιο πρόσφατα, είναι οι πιο καινούργιοι άνθρωποι. Από κάποιες απόψεις είναι πιο ανθεκτικοί και από άλλες πιο ευαίσθητοι. Σίγουρα είναι πιο χαζοί, αλλά και τα επιτεύγματα των έξυπνων δεν είναι τόσο αξιόλογα. Έφτιαξαν την ατομική βόμβα και το αλουμινένιο κουτάκι της μπίρας. Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι ο Μπιλ Κόσμπι είναι βλάκας. Απέναντι όμως σ’ αυτές τις πεφωτισμένες, ανεκτικές από­ ψεις στέκει κι ένας φόβος. Δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να είναι τόσο φωνακλάδες. Οι τέσσερις που κάθονται μπροστά του φλυαρούν και κάνουν φασαρία, κάνουν θορύβους σαν με­ γάλους ασημένιους κρίκους. Ξέρουν πολύ καλά πως ενοχλούν τις χοντρές γερμαναρούδες νοικοκυρές που γυρνούν σπίτι με τα ψώνια τους. Έτσι κάνουν όλα τα παιδιά, βέβαια, ανεξαρτή­

τως χρώματος. Έχουν πάντως κάτι το παράξενο. Είναι παράξε­ νη φυλή. Όχι μόνο λόγω δέρματος, αλλά και στην κατασκευή τους: οι αρθρώσεις τους είναι εύκαμπτες σαν των λιονταριών, το κεφάλι τους παράξενο, λες και οι σκέψεις τους έχουν διαφο­ ρετικό σχήμα και βγαίνουν αλλοιωμένες, ακόμα κι όταν δεν έχουν κακό σκοπό. Λες και όλες αυτές οι αφάνες, τα χρυσά σκουλαρίκια και οι κρίκοι του θορύβου στο λεωφορείο προέρ­ χονται από σπόρους ενός τροπικού φυτού που έφεραν τα που­

λιά κρυφά και τώρα απειλεί να πνίξει τον κήπο. Τον δικό του κήπο. Ο Λαγός ξέρει καλά πως ο κήπος είναι δικός του και γι’ αυτό έβαλε ένα αυτοκόλλητο με τη σημαία στο πίσω παράθυ­ ρο του Φάλκον, παρόλο που η Τζάνις λέει πως είναι γελοίο και φασιστικό. Διαβάζεις στην εφημερίδα για κάτι σπίτια στο Κο­

νέκτικατ που οι γονείς έχουν πάει ταξίδι στις Μπαχάμες και 15


JOH N U PDI K E

τα παιδιά μπουκάρουν μέσα και σπάνε τα πάντα για να κά­ νουν πάρτι. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν όλο και πιο συχνά

σ’ αυτή τη χώρα. Λες και φύτρωσε από μόνη της, λες και δεν έδωσαν τη ζωή τους άνθρωποι για να τη χτίσουν.

Το λεωφορείο κατεβαίνει την οδό Γουάιζερ, περνά τη γέφυ­

ρα του ποταμού Ράνινγκ Χορς και αρχίζει να κατεβάζει κόσμο.

Η πόλη με τα καταπονημένα μαγαζάκια (κάποτε του φαίνο­ νταν μαγικά, η μύτη του έφτανε ως τον πάγκο και η σειρά των

Μεγάλων Βιβλίων Τσέπης μύριζε Χριστούγεννα), το πολυκα­ τάστημα Κρολς (όπου δούλευε παλιότερα ανοίγοντας κιβώ­ τια πίσω από το τμήμα επίπλων), τις πλατείες με τις γλάστρες

όπου οι ράγες του τραμ διασταυρώνονταν και έτριζαν όταν άλ­ λαζε γραμμή, τις άδειες, σκονισμένες βιτρίνες από τα μαγαζιά

που είχαν λιμοκτονήσει λόγω των προαστιακών σουπερμάρ­

κετ, τα θλιβερά, στενόχωρα μέρη που ανοίγουν και κλείνουν

στο φτερό με ονόματα όπως Γκο-γκο ή Μπουτίκ, τα γραφεία

κηδειών με τις δήθεν γρανιτένιες προσόψεις, τα στοκατζίδικα, το στιλβωτήριο που πουλάει ζεστά καβουρδισμένα φιστίκια

και αφροαμερικάνικες εφημερίδες τυπωμένες στη Φιλαδέλ­ φεια με τίτλους όπως Ο ΜΠΟΓΙΑ ΠΕΘΑΝΕ ΣΑΝ ΜΑΡΤΥΡΑΣ,

το ανθοπωλείο όπου στήνουν παράνομες λοταρίες και πουλά­ νε προστασία, το παντοπωλείο δίπλα σ’ ένα κατάστημα λιανι­ κής που πουλάει κρεμάστρες για τα ρούχα δίπλα σ’ ένα γωνια­

κό καταγώγιο που λέγεται ΤΟ φιλικό ΣΑΛΟΝΙ ΤΟΥ ΤΖΙΜΠΟ – η πόλη που σβήνει σαν τσιγάρο στη γέφυρα και, μετά το λαμπερό

ποτάμι που όταν ήταν μικρός ήταν πνιγμένο στη λάσπη (ένας

άντρας που πήγε κάποτε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας από τη γέφυρα, κόλλησε εκεί μέχρι τη μέση ώσπου τον τράβηξε έξω

η αστυνομία) αλλά πλέον, μετά την επιχωμάτωση, έχει γίνει αραξοβόλι σκαφών αναψυχής, παραχωρεί τη θέση της στο δυ­

τικό Μπρούερ, μια αραιή απομίμηση της άλλης πόλης, με τα 16


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

ίδια λεπτά σαν ντόμινο σπίτια από βαμμένα κόκκινα τούβλα,

αλλά με διάσπαρτα ανάμεσά τους μια μάντρα αυτοκινήτων, ένα βενζινάδικο με αντλίες και κρεμαστή φωτεινή επιγραφή

κι ένα σουπερμάρκετ με τεράστιο πάρκινγκ, που μοιάζει με βαθιά λίμνη όπου κολυμπούν ένα σωρό γυαλιστερά πτερύ­ για. Το λεωφορείο ξεχύνεται στον δρόμο αγκομαχώντας, ελα­ φραίνει καθώς οι νέγροι εξαφανίζονται και συνεχίζει προς μια

ονειρεμένη άπλα, περνά από κατοικίες σαν φρούρια με χλοε­

ρούς κήπους στις τέσσερις πλευρές και κλαδεμένες ορτανσίες πάνω από πρόσφατα στημένα αντερείσματα, περνά μπροστά από το μουσείο με τον μόνιμα ανθισμένο κήπο, όπου οι κύ­

κνοι έτρωγαν τα ψίχουλα που τους πετούσαν οι μαθητές, και μπροστά απ’ την ψηλή, καινούργια πτέρυγα της Ψυχιατρικής

Κλινικής της Κομητείας, με τα λουσμένα στο φως παράθυρα που αντανακλούν την πορτοκαλί λάμψη. Λίγο πιο κάτω είναι

το Στεγνοκαθαριστήριο του δυτικού Μπρούερ, ένα κατάστημα

παιχνιδιών που ονομάζεται Ο Παράδεισος με τα Ξύλινα Αλο­

γάκια κι ένα σινεμά Ριάλτο με μια στενή ταμπέλα που γράφει 2001 ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η οδός Γουάιζερ στρίβει,

γίνεται λεωφόρος και κατηφορίζει διασχίζοντας καταπράσι­

να προάστια όπου τη δεκαετία του είκοσι οι επιτήδειοι απα­ τεώνες έχτισαν τα σπίτια των ονείρων τους με ξύλινο σκελετό,

τσιμέντο με χαλίκι και τούβλα από κλίνκερ, με γυψομάρμαρο που έχει σκάσει σαν κρούστα πίτας και ξεφλουδίζει – κάτι σπί­ τια σαν των μαγισσών στα παραμύθια, που μοιάζουν φτιαγμέ­ να από ζαχαρωτά και ψημένη ζύμη για μπισκότα, με γκαράζ

για δύο αυτοκίνητα και στριφογυριστά δρομάκια που καταλή­ γουν στην είσοδο. Αν εξαιρέσουμε λίγες πολυτελείς επαύλεις

περιφραγμένες με σιδερένια κάγκελα και περικυκλωμένες από στρέμματα πράσινου, τα σπίτια αυτά είναι τα καλύτερα

σε ολόκληρη την κομητεία του Μπρούερ. Οι μόνοι που έχουν 17


JOH N U PDI K E

την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσουν είναι οι πολύ πε­

τυχημένοι οδοντίατροι, οι πιο επίμονοι ασφαλιστές, οι καλύ­ τεροι οφθαλμίατροι. Αυτή η περιοχή έχει διαφορετικό όνομα

για να ξεχωρίζει από το δυτικό Μπρούερ: Πάρκο Πεν. Οι Βίλες Πεν φέρουν το ίδιο δελεαστικό όνομα, αν και δεν εντάσσονται σ’ αυτή τη γειτονιά· βρίσκονται απ’ έξω, στα σύνορα του δήμου Κλιβάνου, με το βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα. Ο δήμος όπου κάποτε έλιωναν τον σίδηρο σε κλιβάνους τροφοδοτούμε­ νους με κάρβουνο για να φτιαχτούν μουσκέτα για την Επανά­ σταση αποτελείται πλέον κυρίως από χωράφια. Οι λίγοι εκχιο­ νιστήρες και ο ένας και μοναδικός σερίφης δεν επαρκούν για ολόκληρο αυτό το χωριό με τις μεγάλες μονοκατοικίες, τους λασπωμένους κήπους, το γεμάτο λακκούβες σκυρόστρωμα και τους ακατάλληλους υπονόμους που άφησαν ξαφνικά πίσω τους οι εργολάβοι. Ο Λαγός κατεβαίνει σε μια στάση στο Πάρκο Πεν και κατη­ φορίζει τη λεωφόρο Έμπερλι, έναν δρόμο με σπίτια σε στυλ Τυ­ δώρ, μέχρι τα όρια του δήμου, στο σημείο που η άσφαλτος αλ­

λάζει· ο δρόμος μετονομάζεται σε οδό Έμπερλι στις Βίλες Πεν. Μένει στην Ημικυκλική Θέα, στο τρίτο σπίτι από την άκρη. Μπορεί κάποτε να είχε θέα προς μια ελαφρώς επικλινή πλα­ γιά με κόκκινους αχυρώνες και πέτρινα αγροτόσπιτα, αλλά

αφότου προστέθηκαν κι άλλες βίλες Πεν, η θέα απ’ όλα τα πα­ ράθυρα είναι πλέον σαν να κοιτάζεις μέσα από έναν θρυμμα­ τισμένο καθρέφτη: κι άλλα ίδια σπίτια, τηλεφωνικά καλώδια και κεραίες τηλεόρασης στα σημεία που έχει ραγίσει το τζάμι. Η πρόσοψη του σπιτιού του έχει εξωτερική επένδυση από κιτρι­ νοπράσινα φύλλα αλουμινίου και γράφει τον αριθμό 26. Ο Λα­ γός ανεβαίνει στο λιθόστρωτο της βεραντούλας του και ανοίγει την πόρτα με τα τρία καγκελόφραχτα παραθυράκια, που είναι τοποθετημένα κλιμακωτά, απηχώντας τις τρεις διαδοχικές νό­ τες που βγάζει το κουδούνι της πόρτας. 18


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

«Μπαμπά», φωνάζει ο γιος του απ’ το καθιστικό, ένα με­

γάλο δωμάτιο στα δεξιά που κάποτε το έλεγαν σαλόνι, μ’ ένα τζάκι που δεν το ανάβουν ποτέ. «Βγήκαν από την τροχιά της Γης! Έχουν φτάσει εβδομήντα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά». «Ποιος στη χάρη τους», λέει. «Η μητέρα σου είναι εδώ;»

«Όχι. Στο σχολείο μας μάζεψαν όλους για να δούμε την

εκτόξευση».

«Μήπως πήρε κανένα τηλέφωνο;»

«Απ’ την ώρα που ήρθα όχι. Πριν από λίγο μπήκα κι εγώ».

Το ανάστημα του Νέλσον στα δώδεκα είναι κάτω του μέσου όρου. Το δέρμα του είναι μελαχρινό σαν της μητέρας του και

το καλοσχηματισμένο πρόσωπό του έχει κάτι το δύσπιστο, που

μάλλον το κληρονόμησε από τους Άνγκστρομ. Αλλά τις μακρι­ ές βλεφαρίδες του δεν τις κληρονόμησε από πουθενά και ήταν δική του ιδέα να μακρύνει τα μαλλιά του ως τον ώμο. Ο Λαγός

πιστεύει παραδόξως πως, αν ο γιος του ήταν ψηλότερος, δεν

θα τον πείραζε που έχει τόσο μακριά μαλλιά. Έτσι όπως είναι, όμως, η ομοιότητά του με κορίτσι είναι τρομακτική. «Εσύ τι έκανες όλη μέρα;»

Η εκπομπή με τους παίκτες που μαντεύουν, κερδίζουν

δώρα, σκούζουν και φιλούν τον παρουσιαστή δεν έχει τελειώ­ σει ακόμα.

«Όχι και πολλά».

«Πήγες στο γηπεδάκι;» «Για λίγο».

«Και μετά;»

«Μετά πήγα στο δυτικό Μπρούερ και άραξα λίγο στο διαμέ­

ρισμα του Μπίλι. Μπαμπά;» «Ναι».

«Ο πατέρας του του πήρε ένα μηχανάκι για τα γενέθλιά

του. Πολύ πρώτο. Μπροστά είναι ψηλό, πρέπει να σηκώσεις τα χέρια σου για να πιάσεις το τιμόνι». 19


JOH N U PDI K E

«Το έκανες βόλτα;»

«Με άφησε μια φορά μόνο. Γυαλίζει ολόκληρο, είναι εντε­

λώς άβαφτο, σκέτο σίδερο, με διπλή άσπρη σέλα».

«Ο Μπίλι είναι πιο μεγάλος από σένα, έτσι δεν είναι;»

«Με περνάει τέσσερις μήνες. Αυτό είναι όλο. Μόνο τέσσε­

ρις μήνες. Μπαμπά, σε τρεις μήνες θα γίνω δεκατριών».

«Και πού πηγαίνει βόλτα με το μηχανάκι; Δεν επιτρέπεται

να βγαίνει στον δρόμο, έτσι δεν είναι;»

«Η πολυκατοικία τους έχει μεγάλο πάρκινγκ και πηγαίνει

εκεί πέρα-δώθε. Δεν του λέει κανείς τίποτα. Μπαμπά, κάνει μόνο εκατόν ογδόντα δολάρια».

«Λέγε εσύ, εγώ πάω να πάρω μια μπίρα».

Το σπίτι είναι αρκετά μικρό ώστε ο Λαγός ν’ ακούει τον μι­

κρό από την κουζίνα. Η φωνή του μπερδεύεται με χαρούμενες

εκρήξεις απληστίας από την τηλεόραση και τον ρουφηχτό ήχο που κάνει η ογκώδης πόρτα του ψυγείου ανοιγοκλείνοντας. «Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω κάτι». «Πες το».

«Νόμιζα ότι οι Φόσναχτ έχουν πάρει διαζύγιο». «Όχι, είναι σε διάσταση».

«Τότε πώς γίνεται να του παίρνει ο μπαμπάς του ένα σωρό

ωραία πράγματα; Πρέπει να δεις το στερεοφωνικό του, είναι όλο δικό του, το έχει στο δωμάτιό του, δεν το μοιράζεται με κα­ νέναν. Έχει τέσσερα ηχεία, μπαμπά, και ακουστικά. Τα ακου­ στικά είναι φανταστικά. Λες κι είσαι βαθιά χωμένος μέσα στον Τάινι Τιμ».

«Καλά είναι εκεί μέσα», λέει ο Λαγός μπαίνοντας στο καθι­

στικό. «Θέλεις μια γουλιά;»

Ο μικρός πίνει μια γουλιά από το κουτάκι και μορφάζει απ’

την πικρίλα. Στο χνούδι του πάνω χείλους του έχει αφρούς σε σχήμα κλειδαρότρυπας.

20


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

Ο Χάρι του εξηγεί: «Όταν παίρνουν διαζύγιο οι γονείς δεν

σημαίνει ότι ο πατέρας δεν θέλει πια τα παιδιά του. Απλώς δεν

μπορεί πια να μένει μαζί τους. Ο λόγος που ο Φόσναχτ αγορά­

ζει όλες αυτές τις πανάκριβες αηδίες στον Μπίλι είναι επειδή έτσι αισθάνεται λιγότερες τύψεις που τον παράτησε». «Ξέρεις γιατί χώρισαν, μπαμπά;»

«Πού να ξέρω; Το πιο μεγάλο μυστήριο είναι γιατί παντρεύ­

τηκαν». Ο Λαγός ήξερε την Πέγκι Φόσναχτ απ’ όταν λεγόταν ακόμα Πέγκι Γκρινγκ και ήταν μια αλλήθωρη χοντροκώλα στη μεσαία σειρά, που σήκωνε συνέχεια το χέρι της γιατί νόμιζε πως ήξερε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις των καθηγητών. Τον

Φόσναχτ δεν τον ξέρει τόσο καλά. Είναι ένας αδύνατος, κο­ ντός τύπος με μονίμως σκυφτούς ώμους. Έπαιζε σαξόφωνο σε

σχολικά συγκροτήματα και τώρα είναι συνιδιοκτήτης ενός μα­ γαζιού με μουσικό εξοπλισμό που κάποτε λεγόταν Συγχορδίες

και Δίσκοι και τώρα λέγεται Ήχος Υψηλής Πιστότητας, στο τέρ­ μα της οδού Γουάιζερ. Με την έκπτωση που έχει ο Φόσναχτ,

το στερεοφωνικό του Μπίλι δεν θα του κόστισε σχεδόν τίπο­ τα. Όπως τα δώρα με τα οποία λούζουν τους νεαρούς που τσι­ ρίζουν στην τηλεόραση. Η κοπέλα που φίλησε στο στόμα τον

παρουσιαστή έφυγε και τώρα κάνει τις μαντεψιές ένα ζευγάρι έγχρωμων. Ανοιχτόχρωμοι, αλλά σίγουρα έγχρωμοι. Δεν πει­

ράζει, ας μαντέψουν κι αυτοί, ας κερδίσουν και ας τσιρίξουν

κι αυτοί μαζί μας. Είναι προτιμότερο απ’ το να ανεβαίνουν σε ταράτσες και να πυροβολούν τον κόσμο στην τύχη. Παρ’ όλα

αυτά, αναρωτιέται πώς θα ήταν αν είχε μαύρη σύζυγο. Έχουν

τεράστια χείλη, μάλλον θα χύνεις αμέσως όταν σου παίρνουν

πίπα. Οι άντρες αργούν σαν τη Δευτέρα Παρουσία να τελειώ­ σουν και τον έχουν μακρύ, σαν μαστίγιο. Παίρνει ώρα για να

τους σηκωθεί, αλλά μένουν μέσα για πάντα, γι’ αυτό τους γου­ στάρουν οι λευκές, επειδή οι λευκοί άντρες τελειώνουν γρή­ 21


JOH N U PDI K E

γορα, θέλουν να ξεμπερδεύουν για να γυρίσουν στη δουλειά τους, να δοξάσουν ξανά την Αμερική. Του Λαγού του αρέσει

πολύ όταν η Τερέζα στην εκπομπή Ομαδικό Γέλιο κάνει το χο­ ρευτικό της και της γράφουν στο δέρμα λέξεις με άσπρη μπο­ γιά. Όταν τη βλέπουν όλοι μαζί, η Τζάνις και ο Νέλσον τον ρω­ τάνε πάντα τι λένε οι λέξεις. Από τότε που άρχισε να δουλεύει

στο τυπογραφείο μπορεί και διαβάζει αστραπιαία, και ανάπο­ δα και αντίστροφα. Ανέκαθεν τα μάτια του ήταν γρήγορα, ο

Τούδερο του έλεγε για να τον επαινέσει πως ήταν ικανός να δει την μπάλα μέσα κι από τις τρύπες των αυτιών του. Ο Τούδερο

επαινούσε τους μαθητές μόνο κατ’ ιδίαν. Μακαρίτης πλέον.

Το μπάσκετ έχει αλλάξει πλέον πολύ στα πάντα, τώρα κάνουν

πολλά τζαμπ σουτ· ψηλοί, πεινασμένοι μαύροι πηδούν στον

αέρα στρίβοντας το κορμί τους, αιωρούνται για ένα δευτερό­ λεπτο και πετούν την μπάλα με τη ροδαλή παλάμη τους, που

είναι μακριά σαν τον βραχίονά σου. Ρωτάει τον Νέλσον: «Γιατί

δεν κάθεσαι πια στο γηπεδάκι; Όταν ήμουν στην ηλικία σου έπαιζα σουτάκια και ρολόι όλη μέρα».

«Ναι, αλλά εσύ ήσουν καλός. Είχες ύψος». Κάποτε ο Νέλ­

σον τρελαινόταν για τον αθλητισμό. Έπαιζε στην κατηγορία

των μικρών στα σχολικά πρωταθλήματα μπέιζμπολ. Τελευταία

όμως όχι. Ο Λαγός πιστεύει ότι γι’ αυτό φταίει ένα άλμπουμ που είχε φτιάξει η μητέρα του συγκεντρώνοντας αποκόμμα­

τα από τα δικά του κατορθώματα όταν έπαιζε μπάσκετ, στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, κάνοντας και κάποια ρεκόρ κομητείας. Τον περασμένο χειμώνα, κάθε φορά που πήγαιναν στο Μάουντ Τζατζ για επίσκεψη, ο Νέλσον ζητούσε να το δει και ξάπλωνε στο πάτωμα για να μελετήσει τις κιτρινισμένες

φωτογραφίες από τους αγώνες –η κόλλα είχε ξεραθεί και οι σε­ λίδες έτριζαν καθώς τις γύριζε– ΤΟ ΜΑΟΥΝΤ ΤΖΑΤΖ ΣΥΝΤΡΙ­

ΒΕΙ ΤΟΝ ΟΡΙΟΛΟ, 37 ΠΟΝΤΟΥΣ Ο ΑΝΓΚΣΤΡΟΜ, και ο μικρός 22


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

βίωνε εκείνη τη στιγμή όλα όσα είχαν συμβεί πριν από είκοσι χρόνια, όπως το φως των αστεριών που φτάνει στον προορι­ σμό του μετά από καιρό.

«Δεν ήμουν ψηλός, ψήλωσα», του λέει ο Λαγός. «Στην ηλικία

σου δεν ήμουν πολύ πιο ψηλός απ’ όσο εσύ τώρα». Ψέμα, αλλά

όχι μεγάλο. Μερικά εκατοστά. Σ’ έναν κόσμο όπου κάθε εκα­

τοστό μετράει. Στο γκολφ. Στο γαμήσι. Στις τροχιές. Στο εμβα­

δό ενός επιπέδου. Δεν είναι πολύ ευχαριστημένος με το ύψος

του Νέλσον. Βέβαια, κι αυτός που είναι ψηλός τι κατάλαβε; Αν μπορούσε να κόψει δέκα πόντους απ’ τον ίδιο και να τους δώ­ σει στον Νέλσον θα το έκανε. Αν ήταν ανώδυνο.

«Έτσι κι αλλιώς, μπαμπά, ο αθλητισμός δεν είναι της μόδας

σήμερα. Κανείς δεν ασχολείται».

«Τίποτα δεν είναι της μόδας σήμερα. Μόνο το να χαπακώ­

νεσαι και να γλιτώνεις τον στρατό. Και ν’ αφήνεις μαλλί μέχρι τα μάτια σου. Πού στο διάολο είναι η μάνα σου; Θα την πάρω

τηλέφωνο. Χαμήλωσε την αναθεματισμένη την τηλεόραση για μια φορά στη ζωή σου, επιτέλους!»

Ο Ντέιβιντ Φροστ έχει αντικαταστήσει το Ταίριασμα κι έτσι ο

Νέλσον την κλείνει τελείως. Ο Χάρι στενοχωριέται βλέποντας

την τρομαγμένη έκφραση που πήρε για μια στιγμή το πρόσω­ πο του παιδιού. Του θυμίζει την έκφραση στο πρόσωπο του δι­ κού του πατέρα όταν είχε φτερνιστεί στον δρόμο. Χριστέ μου,

φοβούνται ακόμα και να τον αφήσουν να φτερνιστεί ελεύθε­

ρα. Ο πατέρας του και ο γιος του μοιάζουν ίδιοι στα μάτια του, αδύναμοι και θλιβεροί. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν νοιάζε­ σαι για κάποιον, αρχίζεις να γίνεσαι υπερπροστατευτικός. Και μετά αρχίζεις να νιώθεις περιορισμένος.

Το τηλέφωνο βρίσκεται στο κάτω ράφι μιας ανοιχτής ραφιέ­

ρας που θεωρητικά χωρίζει το καθιστικό από μια εσοχή που

αποκαλούν κουζινάκι. Στα ράφια υπάρχουν κάμποσα βιβλία 23


JOH N U PDI K E

μαγειρικής αλλά, απ’ όσο γνωρίζει, η Τζάνις δεν τα έχει ανοί­ ξει ποτέ της και απλώς σερβίρει το ίδιο τηγανητό κοτόπουλο

και την ίδια άγευστη μπριζόλα με αρακά και τηγανητές πατά­ τες που σερβίρει μια ζωή. Ο Χάρι παίρνει το γνώριμο νούμερο

και μια γνώριμη φωνή του απαντάει. «Αυτοκίνητα Σπρίνγκερ. Γεια σας, είμαι ο κύριος Σταύρος».

«Γεια σου, Τσάρλι. Είναι εκεί η Τζάνις;»

«Και βέβαια, Χάρι. Πώς πάνε τα κέφια;» Ο Σταύρος είναι

πωλητής και πρέπει πάντα να πει κάτι. «Έτσι κι έτσι», απαντάει ο Λαγός.

«Μισό λεπτό, φίλε μου. Ήρθε η γυναίκα». Της φωνάζει μα­

κριά απ’ το ακουστικό: «Σήκωσέ το. Ο άντρας σου».

Κάποιος σηκώνει το ακουστικό. Μέσα απ’ τον κόμπο

της στιγμιαίας ησυχίας, ο Χάρι βλέπει νοερά το γραφείο: τα αστραφτερά αυτοκίνητα στον όροφο της έκθεσης, τις κλει­ στές πόρτες από αμμοβολισμένο τζάμι του γερο-Σπρίνγκερ,

τον πράσινο πάγκο με τα τρία ατσάλινα γραφεία πίσω του, τον Σταύρος στο ένα, την Τζάνις σ’ ένα άλλο και στο ενδιάμεσο τη

Μίλντρεντ Κράουστ, τη λογίστρια που έχει ο Σπρίνγκερ εδώ και τριάντα χρόνια, μόνο που συνήθως εκείνη λείπει γιατί δεν

αισθάνεται καλά λόγω ενός γυναικολογικού προβλήματος που

της προέκυψε σε μεγάλη ηλικία, οπότε το γραφείο της είναι εντελώς άδειο, δεν έχει τίποτα πάνω του εκτός από συρμάτι­ να καλαθάκια, μια βάση για καρφίτσωμα χαρτιών κι ένα στυ­ πόχαρτο. Ο Λαγός βλέπει ακόμη το ημερολόγιο της περυσινής

χρονιάς με τα κουτάβια στον τοίχο και το χαρτονένιο ομοίωμα

του στέισον βάγκον της Τογιότα πάνω στο καφετί χρηματοκι­ βώτιο, πίσω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Την τελευταία

φορά που είχε πάει στη μάντρα των Σπρίνγκερ ήταν για το χρι­

στουγεννιάτικο πάρτι τους. Ο Σπρίνγκερ έχει χαρεί τόσο πολύ που πήρε την αντιπροσωπεία της Τογιότα μετά από χρόνια 24


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

που πουλούσε μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, ώστε έχει πει στον Χάρι πως αισθάνεται «όλο τον χρόνο σαν παιδάκι τα Χριστού­ γεννα». Πριν από δέκα χρόνια αποπειράθηκε να μετατρέψει

τον Λαγό σε πωλητή αυτοκινήτων, αλλά τελικά ο Χάρι προ­

τίμησε ν’ ακολουθήσει το έντιμο επάγγελμα του πατέρα του. «Χάρι, γλύκα μου», λέει η Τζάνις, κι αυτός διακρίνει κάτι και­

νούργιο στη φωνή της, ένα ψιθυριστό κελάιδισμα που έχει μια υποψία βιασύνης, σαν να την είχε διακόψει την ώρα που τρα­ γουδούσε. «Το ξέρω ότι θα με μαλώσεις, εντάξει;»

«Όχι, απλά αναρωτιόμασταν με τον μικρό αν πρόκειται

ποτέ να φάμε ένα μαγειρεμένο φαγητό σ’ αυτό το σπίτι».

«Εντάξει, το ξέρω», του λέει τραγουδιστά, «ούτε εμένα μ’

αρέσει, αλλά η Μίλντρεντ λείπει συνέχεια και πρέπει να κοι­

τάξουμε τα βιβλία της. Από οργάνωση, είναι νούλα». Νούλα: ακούει μια άλλη φωνή πίσω απ’ τη δική της. «Ειλικρινά», συ­ νεχίζει το τραγούδι της, «δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν απο­ δειχτεί ότι έχει φάει εκατομμύρια απ’ τον μπαμπά».

«Καλά, εντάξει, Τζάνις. Φαίνεσαι να περνάς καλά εκεί

πέρα…»

«Καλά; Δουλεύω, γλυκέ μου».

«Ναι, σίγουρα. Λοιπόν, για πες μου, τι διάολο συμβαίνει;»

«Τι εννοείς, τι συμβαίνει; Τίποτα δεν συμβαίνει, η γυναίκα

σου προσπαθεί απλώς να φέρει σπίτι κάνα φράγκο παραπά­

νω». Κάνα φράγκο; «Άκου εκεί τι συμβαίνει. Χάρι, μπορεί εσύ

να νομίζεις ότι τα επτά δολάρια την ώρα, ή δεν ξέρω κι εγώ

πόσα παίρνεις για να κάθεσαι μες στο σκοτάδι και να πασπα­ τεύεις εκείνο το μηχάνημα, είναι καλά λεφτά, αλλά γεγονός

είναι ότι με εκατό δολάρια δεν αγοράζεις πια τίποτα, απλώς εξανεμίζονται».

«Χριστέ μου, τώρα θα μου κάνεις και διάλεξη για τον πλη­

θωρισμό; Εγώ θέλω να μάθω γιατί η γυναίκα μου δεν είναι 25


JOH N U PDI K E

ποτέ σπίτι για να μαγειρέψει βραδινό για μένα και το παιδί, πού να πάρει ο διάολος!»

«Χάρι, μήπως σου βάζει κάποιος λόγια για μένα;»

«Να μου βάζει λόγια; Ποιος και γιατί, Τζάνις; Πες μου

μόνο, να βάλω δύο γεύματα στον φούρνο ή τρία;»

Ακολουθεί μια παύση και στη διάρκειά της βλέπει ένα όρα­

μα: τη βλέπει να μαζεύει τις φτερούγες της και ν’ αφήνει το

τραγούδι της στη μέση· φαντάζεται τον εαυτό του να πετάει

ψηλά, ξεριζωμένος, ελεύθερος. Έχει ένα παλιό, αχνό προαί­ σθημα. Η Τζάνις του λέει, μετρώντας τα λόγια της και κάνο­ ντάς τον να νιώθει σαν παιδί που παρακολουθεί τη μητέρα του

να ρίχνει ζάχαρη με το κουτάλι σε μια λεκάνη με ζυμάρι: «Δύο, γλυκέ μου. Μόνο γι’ απόψε. Η κατάσταση εδώ είναι κρίσιμη, ειλικρινά. Είναι πολύ περίπλοκο για να σου το εξηγήσω, αλλά

πρέπει εμείς να διασταυρώσουμε κάποια νούμερα, αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τις πληρωμές αύριο». «Ποιοι εσείς; Είναι κι ο πατέρας σου εκεί;» «Φυσικά».

«Να του μιλήσω ένα λεπτάκι;»

«Τι τον θέλεις; Έχει βγει έξω, στη μάντρα».

«Θέλω να μάθω αν πήρε τα εισιτήρια για το παιχνίδι των

Μπλαστς. Ο μικρός ψοφάει να πάει».

«Ε… δεν τον βλέπω πουθενά. Μάλλον θα γύρισε σπίτι». «Άρα είσαι μόνη σου με τον Τσάρλι εκεί;»

«Μπαινοβγαίνει κι άλλος κόσμος. Προσπαθούμε απεγνω­

σμένα να ξεμπλέξουμε το χάος που δημιούργησε η Μίλντρεντ.

Απόψε είναι η τελευταία φορά, Χάρι, σου το υπόσχομαι. Θα

γυρίσω σπίτι κάπου μεταξύ οκτώ και στις εννιά, και αύριο μπορούμε να πάμε όλοι μαζί να δούμε καμιά ταινία. Παίζει ακόμα εκείνο το διαστημικό στο δυτικό Μπρούερ. Το πήρε το μάτι μου σήμερα το πρωί όταν οδηγούσα». 26


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

Ο Λαγός αισθάνεται ξαφνικά μπουχτισμένος μ’ αυτή τη

συζήτηση, όπως και με τα πάντα. Τον περιβάλλει ένας αέρας

σύγχυσης. Ένας άνθρωπος μπορεί να ικανοποιήσει την πείνα του, αλλά ο κόσμος ποτέ. «Εντάξει. Έλα όποτε μπορείς. Πρέ­

πει όμως να μιλήσουμε».

«Πολύ θα το ήθελα να μιλήσουμε, Χάρι». Από τον τόνο της

φωνής της καταλαβαίνει ότι εξέλαβε το «να μιλήσουμε» ως

«να γαμηθούμε», ενώ εκείνος εννοούσε να μιλήσουν. Του κλεί­ νει το τηλέφωνο με μια ικανοποίηση και μια ανυπομονησία.

Ανοίγει άλλη μια μπίρα. Ο κρίκος απ’ το κουτάκι σπάει και

ο Λαγός αναγκάζεται να βρει το παλιό, σκουριασμένο ανοι­ χτήρι κάτω απ’ όλα τα μαχαίρια στο συρτάρι. Ζεσταίνει δύο

κατεψυγμένες μπριζόλες για να φάνε. Όσο περιμένει τον

φούρνο να προθερμανθεί στους 400 βαθμούς, διαβάζει τα

συστατικά που αναγράφονται στη συσκευασία: νερό, βοδι­

νό κρέας, αρακάς, αφυδατωμένες νιφάδες πατάτας, ψίχου­ λα ψωμιού, μανιτάρια, αλεύρι, βούτυρο, μαργαρίνη, αλά­ τι, μαλτοδεξτρίνη, τοματοπολτός, κορν φλάουρ, σάλτσα Γού­

στερσερ, υδρολυμένη φυτική πρωτεΐνη, γλουταμινκό νάτριο, άπαχο γάλα σε σκόνη, αποξηραμένα κρεμμύδια, αρωματικές ύλες, καραμελόχρωμα, καρυκεύματα, υδροχλωρική κυστεΐνη

και θειαμίνη, αραβική γόμα. Βλέποντας την εικόνα στο αση­ μόχαρτο, δεν καταλαβαίνει πώς χωράνε όλα αυτά εκεί μέσα. Νόμιζε πως η αραβική γόμα χρησιμοποιείται για το σβήσιμο

όταν γράφεις. Έχει φτάσει τριάντα έξι χρονών και ξέρει λιγό­ τερα απ’ ό,τι παλιότερα. Η μόνη διαφορά είναι πως τώρα ξέ­ ρει πόσα λίγα είναι αυτά που έχει μάθει. Δεν θα μάθει ποτέ

του να μιλάει κινέζικα, ούτε πώς είναι να πηδάς μια αφρικανή πριγκίπισσα. Στις ειδήσεις των έξι λένε μόνο για το διάστημα,

για το κενό: ένας φαλακρός άντρας παίζει με κάτι παιχνιδά­

κια για να δείξει τους ελιγμούς που πρέπει να κάνει το σκά­ 27


JOH N U PDI K E

φος κατά τη σύνδεση και την αποσύνδεση κι ύστερα ένα πά­ νελ ειδικών συζητάει για το πόσο σημαντικά είναι όλα αυτά

για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια. Αναφέρονται συνεχώς

στον Κολόμβο, αλλά κατά την άποψη του Λαγού δεν υπάρ­ χει καμία σύγκριση. Ο Κολόμβος πετούσε στα τυφλά κι έτυχε να πέσει πάνω σε κάτι. Αυτοί εδώ οι τύποι βλέπουν ακριβώς

πού κατευθύνονται, όμως ο προορισμός τους είναι ένα μεγά­ λο, στρογγυλό τίποτα. Η μπριζόλα έχει γεύση συντηρητικού και ο Νέλσον τρώει μόνο λίγες μπουκιές. Ο Λαγός προσπαθεί

να τον παροτρύνει με αστεία: «Πώς να δεις τηλεόραση αν δεν

τρως κατεψυγμένο φαΐ;». Αλλάζουν κανάλια προσπαθώντας να βρουν κάτι που θα τους κρατήσει το ενδιαφέρον, αλλά δεν

υπάρχει τίποτα, ώσπου λίγο μετά τις εννιά, στην εκπομπή της Κάρολ Μπερνέτ, εκείνη και ο Γκόμερ Πάιλ κάνουν ένα αρκε­ τά αστείο σκετσάκι με τον Μοναχικό Καβαλάρη. Ο Λαγός θυ­

μάται όταν έμεναν παλιά στην οδό Τζάκσον και άκουγε ρα­ διόφωνο καθισμένος στην πολυθρόνα με μια στοίβα σάντου­ ιτς με κρακεράκια και φυστικοβούτυρο και γέμιζε με λεκέδες

τα μπράτσα της πολυθρόνας. Η μητέρα του γινόταν έξαλλη.

Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή βράδυ στις επτά και

μισή άρχιζε ο Μοναχικός Καβαλάρης, κι αν ήταν καλοκαίρι γύ­ ριζε σπίτι μετά το κρυφτό ή τα μήλα· οι αυλές των σπιτιών στη

γειτονιά ησύχαζαν για λίγο και μετά, στις οκτώ, ακούγονταν πάλι οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν και το παιχνίδι άρχιζε ξανά.

Εκείνες τις γεμάτες καλοκαιρινές μέρες, που σκοτείνιαζε ίσα για να προλάβει να κοιμηθεί, γινόταν πόλεμος σε δύο ωκεα­

νούς, κάποιοι σκοτώνονταν για να περνάει αυτός τις μέρες

του ευτυχισμένος, μεγαλώνοντας ήσυχα. Τρώγοντας δημητρι­ ακά Γουίτις παρέα με τον Τζακ Άρμστρονγκ, και Τζέλο, που ήταν ο σπόνσορας της εκπομπής του Τζακ Μπένι.

Στο σκετσάκι, ο Μοναχικός Καβαλάρης είναι παντρεμέ­

νος. Η γυναίκα του τριγυρίζει σε μια ξύλινη καλύβα και λέει 28


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

πόσο σιχαίνεται τις δουλειές του σπιτιού και τη μοναχική ζωή της. «Δεν είσαι ποτέ σπίτι», λέει, «εξαφανίζεσαι συνέχεια σ’ ένα σύννεφο σκόνης μ’ ένα ζωηρό “ντέι, Ασημένιε”». Το αθέ­

ατο κοινό γελάει, και ο Λαγός γελάει. Ο Νέλσον δεν το βρίσκει αστείο. Ο Λαγός του λέει: «Έτσι άρχιζε κάθε φορά η εκπομπή».

Ο μικρός λέει θυμωμένα: «Το ξέρω, μπαμπά». Ο Λαγός χά­

νει για λίγο το σκετσάκι· κάποιος είπε ένα αστείο γιατί ακούγε­ ται γέλιο που σβήνει.

Η γυναίκα του Μοναχικού Καβαλάρη του γκρινιάζει γιατί ο

Ντάνιελ Μπουν φέρνει συνέχεια στη γυναίκα του ωραία γου­ ναρικά. «Ενώ εσύ τι μου έφερες; Μια ασημένια σφαίρα». Ανοί­ γει μια πόρτα κι ένας σωρός από ασημένιες σφαίρες πέφτουν

κάτω με θόρυβο και πλημμυρίζουν το πάτωμα. Σε όλο το υπό­

λοιπο σκετς η Κάρολ Μπερνέτ, ο Γκόμερ Πάιλ και ο ηθοποιός που υποδύεται τον Τόντο (όχι ο Σάμι Ντέβις Τζούνιορ, ένας άλ­

λος τηλεοπτικός νέγρος), γλιστρούν και πατάνε κατά λάθος τις σφαίρες. Ο Λαγός σκέφτεται ότι, παρά τα εκατομμύρια των θεατών που παρακολουθούν την εκπομπή και τα εκατομμύρια

που πληρώνουν οι σπόνσορες, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να

σκεφτεί πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, πως θα γινόταν ένας χαμός από ασημένιες σφαίρες στο πάτωμα.

Ο Τόντο λέει στον Μοναχικό Καβαλάρη: «Την επόμενη

φορά καλύτερα βάλε τις σφαίρες μέσα στο όπλο πρώτα».

Η γυναίκα του αρχίζει να γκρινιάζει για τον Τόντο. «Πάλι

αυτός; Γιατί τον καλούμε συνέχεια για φαγητό; Αυτός δεν μας έχει καλέσει ποτέ».

Ο Τόντο της λέει πως, αν έρθει στη σκηνή του, θα την απα­

γάγουν επτά ή οκτώ πολεμιστές. Εκείνη όμως, αντί να φοβη­ θεί, δείχνει να ενδιαφέρεται. Η Μπερνέτ ανοίγει διάπλατα τα μεγάλα μάτια της και λέει: «Πάμε, que más sabe».

Ο Νέλσον τον ρωτάει: «Μπαμπά, τι πάει να πει que más

sabe;»

29


JOH N U PDI K E

Ο Λαγός εκπλήσσεται όταν συνειδητοποιεί πως είναι

αναγκασμένος να του πει: «Δεν ξέρω. Κάτι σαν “φίλε” ή

“αφεντικό”, υποθέτω». Τώρα που το καλοσκέφτεται, δεν κα­

ταλαβαίνει καθόλου τον Τόντο. Ο Μοναχικός Καβαλάρης

είναι λευκός, οπότε έχει να επωφεληθεί από την επικράτηση

του νόμου και της τάξης στην περιοχή, αλλά ο Τόντο; Αυτός

είναι προδότης της φυλής του, μια πιο αδιάφορη, μοναχική και ηρωική ηθική μορφή. Πότε τον είχαν εξαγοράσει; Γιατί ήταν πιστός στον μασκοφόρο ξένο; Τον καιρό του πολέμου

κανείς δεν ρωτούσε τέτοια πράγματα. Ο Τόντο ήταν απλώς με την «πλευρά του καλού». Τότε ένα τέτοιο όνειρο έμοιαζε

σωστό, λευκοί και ερυθρόδερμοι μαζί, το κόκκινο δίπλα στο άσπρο με την ίδια φυσικότητα όπως στις ρίγες της σημαίας.

Έχει χάσει κάμποσα αστεία προσπαθώντας να απαντήσει στον

Νέλσον. Το σκετς πλησιάζει στην κορύφωσή του. Η γυναίκα του Μοναχικού Καβαλάρη του λέει: «Διάλεξε: Ή αυτός ή εγώ». Σταυρώνει τα χέρια της και στέκεται βλοσυρή.

Ο Μοναχικός Καβαλάρης διστάζει ελάχιστα μέχρι να πάρει

την απόφασή του: «Τόντο, ανέβα στο άλογό σου», λέει. Βά­ ζει στο γραμμόφωνο έναν δίσκο με την ουβερτούρα από τον

Γουλιέλμο Τέλλο και οι δύο άντρες φεύγουν. Η γυναίκα του πηγαίνει στο γραμμόφωνο στις μύτες των ποδιών της, πατάει μια σφαίρα, αλλάζει δίσκο και βάζει το «Ινδιάνικο ερωτικό

κάλεσμα». Ο Τόντο εμφανίζεται απ’ την άλλη μεριά της

οθόνης. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Η Κάρολ Μπερνέτ στρέφεται στο κοινό και εξομολογείται: «Ανέκαθεν με ενδιέφερε η σύσφιξη των σχέσεων με τους Ινδιάνους».

Το αθέατο κοινό γελάει σ’ εκείνο το σημείο, ακόμα κι ο

Λαγός γελάει, καθισμένος στην πολυθρόνα του σπιτιού του, αλλά πίσω από τα γέλια αυτή η τελευταία ατάκα πέφτει στο

κενό, ίσως επειδή όλοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Τόντο 30


Ο Λ Α Γ ΟΣ Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ε ΦΕ Ι

είναι αδιάφθορος, υπεράνω όλων, σαν τον Χριστό και τον Άρμ­ στρονγκ. «Ώρα για ύπνο», λέει ο Λαγός. Κλείνει την τηλεόραση ενώ στην οθόνη παίζει ο κατάλογος με τους συντελεστές της

εκπομπής. Το λαμπερό αστέρι αστράφτει γρήγορα στην οθόνη και μετά σβήνει.

Ο Νέλσον λέει: «Τα παιδιά στο σχολείο λένε ότι ο κύριος

Φόσναχτ είχε άλλη σχέση, γι’ αυτό χώρισαν».

«Μπορεί απλά να βαρέθηκε να προσπαθεί να μαντέψει με

ποιο μάτι τον κοιτάζει η γυναίκα του».

«Μπαμπά, τι ακριβώς πάει να πει άλλη σχέση;»

«Είναι όταν δύο άτομα βγαίνουν μαζί, ενώ είναι παντρε-

μένοι με άλλους».

«Εσύ και η μαμά κάνατε ποτέ τέτοιο πράγμα;»

«Δεν θα το έλεγα. Εγώ έκανα κάποτε ένα διάλειμμα, αλλά

δεν κράτησε πολύ. Ήσουν μικρός, δεν θα το θυμάσαι».

«Κι όμως, το θυμάμαι. Θυμάμαι που η μαμά έκλαιγε

συνέχεια, θυμάμαι να σε κυνηγούν όλοι στην κηδεία του

μωρού και θυμάμαι να στέκομαι μαζί σου σ’ ένα δωμάτιο στο

σπίτι στην οδό Γουίλμπουρ και να κοιτάζω κάτω την πόλη από τα στόρια του παραθύρου και να ξέρω ότι η μαμά ήταν στο νοσοκομείο».

«Ναι. Δεν ήταν καλή περίοδος τότε. Αυτό το Σάββατο, αν

ο παππούς Σπρίνγκερ έχει πάρει τα εισιτήρια που έλεγε, θα πάμε στον αγώνα των Μπλαστς».

«Το ξέρω», λέει ο μικρός αδιάφορα και τραβάει προς τη

σκάλα. Ο Χάρι αισθάνεται άβολα επειδή μια δυο φορές μέσα στη μέρα του φαίνεται πως βλέπει με την άκρη του ματιού του μια άλλη γυναίκα μέσα στο σπίτι, μια γυναίκα που δεν

είναι η Τζάνις, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για τον μακρυμάλλη γιο του.

Άλλη μια μπίρα. Πετάει το σχεδόν ανέγγιχτο βραδινό του

Νέλσον στον σκουπιδοφάγο, που μερικές φορές βγάζει μια 31


JOH N U PDI K E

βαριά μυρωδιά γιατί το νερό στο αποχετευτικό σύστημα στις

Βίλες Πεν κυλάει υπερβολικά αργά, λόγω κακού σχεδιασμού. Κάνει έναν γύρο στα κάτω δωμάτια και μαζεύει ποτήρια

για το πλυντήριο πιάτων. Ένα από τα γνωστά καμώματα της

Τζάνις

είναι

να

περιφέρεται

αφήνοντας

παντού

φλιτζάνια με κατακάθι και πιατάκια που τα χρησιμοποιεί

και σαν τασάκι, καθώς και ποτήρια κρασιού με ίχνη βερμούτ

πάνω σε οποιαδήποτε επιφάνεια της έρθει – πάνω στην

τηλεόραση ή στο περβάζι. Πώς είναι δυνατόν να βοηθήσει στο ξέμπλεγμα του χάους της Μίλντρεντ; Ίσως εκτός σπι­

τιού η Τζάνις να είναι ένας τυφώνας αποτελεσματικότητας. Ντέι, Ασημένιε. Εξωσυζυγικές σχέσεις. Ο καημένος ο πατέ­ ρας του και οι διαδόσεις του. Η κακομοίρα η μάνα του κάθεται

στο κρεβάτι, με τις φαρμακόγλωσσες και τους εφιάλτες να την τυραννούν. Και οι δύο έχουν πλέον άχυρα στο κεφάλι

τους, σαν θημωνιές που μέσα τους κυκλοφορούν ποντίκια.

Αποστρέφει τη σκέψη του. Κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο και βλέπει μέσα στο σούρουπο τις μαύρες γραμμές μιας κεραίας τηλεόρασης, μια αλουμινένια κρεμάστρα ρούχων και μια μπασκέτα σ’ ένα μακρινό γκαράζ. Πώς μπορεί να κάνει τον

μικρό να ενδιαφερθεί για τον αθλητισμό; Αν είναι πολύ κοντός

για μπάσκετ, τότε ας παίξει μπέιζμπολ. Οτιδήποτε θα του προσφέρει κάτι, κάποιου είδους χαρά, που θα τον κρατήσει

για λίγο στη μετέπειτα ζωή του. Αν δεν έχει κάτι να τον γεμίζει από τώρα δεν θ’ αντέξει, γιατί όσο πιο πολύ μεγαλώνουμε τόσο πιο πολύ αδειάζουμε. Ο Λαγός παίρνει το βλέμμα του από το

παράθυρο και βλέπει παντού, σ’ όλο του το σπίτι, μια απατηλή, αναλώσιμη λάμψη. Όλα γυαλίζουν στα μάτια του, το συνθετικό

ύφασμα στις καρέκλες και στον καναπέ του καθιστικού, το ψευτοκαλλιτεχνικό φωτιστικό με το σύρμα και την ξύλινη βάση που αγόρασε η Τζάνις, τα ράφια με το αφύσικο στην 32


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.