Το ραφείο Σπύρος Ανέμης
Μυθιστόρημα
1 ΤΟ ΡΑΦΕIΟ ΤΗΣ ΜEΡΛΟ Ήταν νύχτα παγερή, με καταχνιά. Οκτώβριος του 1870. Οι πόρτες του ραφείου ήταν κλειστές. Τα παραθυρόφυλλά του ανοιχτά. Ένα αμυδρό φως αναδύονταν από το εσωτερικό τους. Έμοιαζαν με άστρα που τρεμόσβηναν, καθώς το ραφείο ταξίδευε στον ουρανό. Μέσα του, μια γριά γυναίκα, σωστή καπετάνισσα, ήταν στο τιμόνι και το οδηγούσε πάνω από χώρες μακρινές και άγνωστες. Μέσα από καταιγίδες, χιόνια και τυφώνες, έχοντας για χάρτες αυτά τα μάτια, τα πράσινα ανοιχτά που σπιθοβολούσαν σαν μικρού κοριτσιού, καθώς με λύσσα τα σαπισμένα της δόντια έτριζαν σε κάθε αναμπουμπούλα. Μα το ταξίδι τώρα τέλειωνε. Βρισκόταν ακριβώς πάνω από την πόλη που έψαχνε. Έτσι λοιπόν, η γριά και το ραφείο της κατέβηκαν στη γη. Μια πόλη ήταν, ούτε μικρή, μα ούτε και πολύ μεγάλη, μπροστά στη θάλασσα. Πίσω της υψώνονταν βουνά, που έλεγες θα την πλακώσουν. Το ραφείο προσγειώθηκε λίγο πιο πάνω από την εκκλησία, στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης και ήταν κάπως απόκεντρα – σε μια αλάνα, μάλλον δημοτική. Ήταν νύχτα, γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα και οι κάτοικοι κοιμούνταν βαθιά, μα όχι όλοι. Κάποιος έμενε άγρυπνος. Μονάχος τριγυρνούσε στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης με ένα παλιό σκουριασμένο φανάρι, παραμιλώντας και, κάποιες φορές, ουρλιάζοντας. Πολλοί τον φοβούνταν και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά. Τα γένια του ήταν κατάμαυρα και μακριά, τα μαλλιά του ανάκατα και άλουστα. Ήταν παχύς, μεσαίου ύψους και πάντα κρατούσε στο σκληροτράχηλο χέρι του ένα ακατέργαστο κλαδί που χρησιμοποιούσε για μπαστούνι. 7
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
Τον φώναζαν Τρελογενειάδα. Δεν είχε καιρό που εμφανίστηκε στην πόλη και κανείς δεν γνώριζε από πού είχε ξεφυτρώσει. Και αυτό έκανε ακόμα πιο τρομακτική και μυστηριώδη την παρουσία του. Εκείνο το βράδυ, ο Τρελογενειάδας περπατούσε και παραμίλαγε σαν μεθυσμένος –αν και δεν έπινε ποτέ–, ώσπου κάποια στιγμή, καθώς ήταν πλάι στην εκκλησία, άκουσε έναν θόρυβο που έμοιαζε σαν συνεχόμενο σιγανό τρίξιμο, να τον πλησιάζει. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό και αντίκρισε ένα μεγάλο αντικείμενο να κατεβαίνει προς τη γη. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν ο σταυρός του, το δεύτερο να σκύψει ακουμπώντας τα χέρια του σε ένα πέτρινο πεζούλι και το τρίτο να κλείσει τα μάτια του όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Όταν, ύστερα από λίγη ώρα, όρθωσε ξανά το σώμα και άνοιξε τα μάτια του, είδε ένα ξύλινο σπιτάκι, με τα παράθυρά του να ξεχειλίζουν από φως και μέσα να σαλεύει μια σκιά. Τρόμαξε τόσο, που γύρισε την πλάτη και τράβηξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το σπίτι του – το οποίο βρισκόταν στη νότια μεριά της πόλης και έστεκε πάνω από τη θάλασσα, στα απόκρημνα γκρίζα βράχια. Το κρεμαστό ρολόι του ραφείου έδειχνε δύο ακριβώς. Η Μέρλο σκέπασε με μεγάλη περιποίηση το τιμόνι του παράξενου ιπτάμενου οικήματός της –το οποίο έμοιαζε όντως με τιμόνι καραβιού– με ένα μεταξωτό κόκκινο ύφασμα. Έπειτα, ξεκρέμασε από την καφετιά της ζώνη ένα δερμάτινο πουγκί. «Ήρθε η ώρα να σε εξαφανίσω, παιδί μου», είπε. Άνοιξε το πουγκί της και άρχισε να ρίχνει, σε κάθε μεριά και σε κάθε αντικείμενο του ραφείου, μια σκουρόχρωμη σκόνη που οτιδήποτε ακουμπούσε το έκανε αόρατο. Ύστερα από μερικά λεπτά, το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν η Μέρλο όρθια σε ένα άδειο χωράφι. Το ραφείο και όλα τα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα σε αυτό, είχαν εξαφανιστεί. Η γριά, χωρίς να χάσει χρόνο, θέλησε να περιπλανηθεί για να γνωρίσει την πόλη στην οποία αποφάσισε να εγκατασταθεί. Πέρασε με σβελτάδα την αόρατη πόρτα, που μόνο εκείνη μπορούσε να δει, και βγήκε από το ραφείο. Σήκωσε το δεξί της χέρι στον αέρα και φάνηκε σαν κάτι 8
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
να τράβηξε προς το μέρος της. Έπειτα, οδηγώντας το χέρι της μέσα σε μία από τις βαθιές τσέπες του ολόμαυρου φορέματός της, ξέχωσε μια πίπα και λίγο καπνό. Τη γέμισε με ταμπάκο, την άναψε με φανερή απόλαυση και ακολουθούσε το πέτρινο σοκάκι, το οποίο φώτιζαν αμυδρά τα φανάρια που είχαν κρεμάσει οι κάτοικοι στις πόρτες των σπιτιών τους. Παρατηρούσε τα πάντα γύρω της, ώσπου τελικά έφτασε στη θάλασσα, στο λιμάνι της πόλης. Συνάντησε μια αλεπού που είχε στο στόμα της ένα ψάρι νεκρό και ανηφόριζε. Η Μέρλο, ολομόναχη σε αυτήν την πόλη, άδραξε την ευκαιρία για συντροφιά και την κάλεσε κοντά της. «Έλα εδώ, μικρή μου». Η φωνή της ήταν γλυκιά, σαν μια γιαγιά που προσκαλεί το εγγόνι της για αγκαλιά και χάδια. Η αλεπού την κοίταξε με καχυποψία. «Έλα εδώ, γλυκιά μου, μη φοβάσαι!» Η αλεπού άρχισε δειλά δειλά να προχωρά προς το μέρος της, μέχρι που έφτασε σε απόσταση μισού μέτρου. Η Μέρλο έσκυψε και τη χάιδεψε στη μουσούδα, εξαλείφοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε φόβο που υπήρχε στα μάτια του ζώου. «Εμείς οι δύο θα μπορούσαμε να γίνουμε πολύ καλές φίλες, νομίζω! Θα το ήθελα πολύ, ξέρεις. Εσύ τι λες, θα ήθελες να γίνουμε φίλες;» Η αλεπού άφησε το ψάρι να πέσει κι έκανε ακόμα ένα βήμα προς τη γριά, ακουμπώντας την άκρη του φορέματός της. «Πολύ ωραία», είπε με ικανοποίηση η Μέρλο. «Τότε, μικρή μου, ακολούθησέ με, γιατί θέλω να σου κάνω ένα δώρο, αλλά πρώτα θα πρέπει να πάμε στο εργαστήρι μου, για να το φτιάξω. Και θέλω να ξέρεις ότι, αν μείνεις μαζί μου στο ραφείο, θα σε ταΐζω καλά». Αυτά είπε και άρχισε να ανηφορίζει. Η αλεπού την ακολούθησε σαν υπάκουο σκυλί. Όταν έφτασαν στο σημείο που είχε προσγειωθεί το ξύλινο ραφείο, η γριά φάνηκε να σπρώχνει κάτι και ένα τρίξιμο ακούστηκε, κάνοντας την αλεπού να αναπηδήσει. Συνέχισε, όμως, να ακολουθεί τη Μέρλο χωρίς δισταγμό. «Εδώ θα φτιάξω το δώρο που θέλω να σου προσφέρω», είπε η γριά και χαμογέλασε ευτυχισμένη. Τα χέρια της άρχισαν να αρπάζουν τον 9
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
αέρα, λες και ήταν δυνατόν να τον δεσμεύσει ανθρώπινο χέρι. Οι επιδέξιες κινήσεις της θύμιζαν ταλαντούχο ηθοποιό σε άψογα συγχρονισμένη παράσταση παντομίμας. Όποιος την έβλεπε καταλάβαινε τα πάντα: πώς άνοιγε το κουτί τραβώντας μέσα από αυτό κλωστές, πώς τις άπλωνε πάνω σε κάτι που θα μπορούσε να ήταν ένας γυρτός πάγκος και κουνώντας τα δάχτυλα του ενός χεριού, τις μπέρδευε μεταξύ τους, ενώ με το άλλο της χέρι πήγαινε πέρα δώθε κάποιο αντικείμενο που κράταγε σφιχτά. Η αλεπού την κοιτούσε εμβρόντητη παρακολουθώντας ασάλευτη τις γρήγορες και, κάπως, χορευτικές κινήσεις της Μέρλο, που έμοιαζε να έχει χαθεί σε έναν άλλον κόσμο. Ύστερα από μία ώρα περίπου, η γυναίκα του ραφείου έπαψε να κινείται και η ανάσα της έγινε πιο αργή και σταθερή. Σήκωσε το αριστερό ρυτιδωμένο χέρι της και, βγάζοντας το δεξί χέρι από τη μαύρη τσέπη της, πέταξε μια σκόνη στο αριστερό, με αποτέλεσμα μικροσκοπικά χρυσαφί αστεράκια να γεμίσουν με φως το σκοτάδι. Η αλεπού, με έκπληξη, είδε μέσα στο πανέμορφο αστεροειδές φως μια πολύχρωμη κορδέλα να διαφαίνεται. Η Μέρλο την πλησίασε και έσκυψε από πάνω της. Τη χάιδεψε με τα δυο της δάχτυλα, ανάμεσα στα αφτιά και ύστερα με ένα πλατύ χαμόγελο και μεγάλη προσοχή, τύλιξε την πολύχρωμη κορδέλα γύρω από τον λαιμό της, δένοντας έναν όμορφο φιόγκο. Στο τέλος, κοίταξε την αλεπού στα μάτια. «Ελπίζω να σου αρέσει αυτό που έφτιαξα για σένα», είπε χαμηλόφωνα. «Μια μικρή προσφορά για τη συντροφιά που πρόκειται να μου προσφέρεις τις ανυπόφορες μέρες της διαμονής μου εδώ». Τα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού είχαν γαντζωθεί στο μαύρο φόρεμά της. Πίεζε με τα νύχια της τη σάρκα του γοφού της, λες και ήθελε να τη σκίσει. «Καλώς ήρθες, λοιπόν, αλεπού, φίλη μου καλή, “Στο Ραφείο της Μέρλο”. Σε αυτήν την κόλαση που βουτηγμένη μέσα στον παράδεισο, μου τρώει τα σωθικά». Η γριά ξέδεσε το μεταξωτό σκούρο μαντίλι απ’ το κεφάλι της και μια χοντρή μαύρη πλεξούδα έκανε την εμφάνισή της, παρέα με κάποιες ανακατωμένες τούφες. Μέσα στη νύχτα τα μάτια της έμοιαζαν περισ10
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
σότερο με μαύρα, κάτι που έκανε πιο τρομακτικό το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Στάθηκε πολλή ώρα όρθια, γυρισμένη προς την ανατολή, μουρμουρίζοντας σαν άρρωστη που παραμιλά από τον πυρετό. Κάποιες φορές έσκιζε την ησυχία της νύχτας με κάποιο τρανταχτό γέλιο, που άφηνε να φανερωθούν τα σαπισμένα της δόντια.
11
2 ΟΙ ΑΫΠΝΙΕΣ ΕΝΟΣ ΤΡΕΛΟΥ Ώρα 2:10. Στο σπίτι του τρελού. Ένας καθρέφτης με μια φράση σκαλισμένη στην ξύλινη κορνίζα: “Και νυξ ουκ έσται εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτίει αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων”. Ο Τρελογενειάδας, αλαφιασμένος, με το φανάρι στο χέρι μουρμούριζε τρέμοντας σκόρπια λόγια. Ύστερα, άρχισε να σκαλίζει αυτά τα λόγια με ένα μαχαίρι στο ξύλινο πάτωμα. «Ήρθε από ψηλά με φωτιά στα σωθικά του. Άστρο δεν είναι, μα ίσως να είναι θάνατος φλεγόμενος που τρίζει». Πέταξε το μαχαίρι κάτω και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας. Κοιτούσε αριστερά και δεξιά φοβισμένος, ενώ τραβούσε προς το παλιό οχυρό στην κορφή πίσω από την πόλη. Καθώς διάβαινε τα πέτρινα σοκάκια, η σκιά του στους τοίχους των σπιτιών φάνταζε γιγάντια και σίγουρα πιο ψύχραιμη από τον ίδιο. Τα βήματά του ήταν αρκετά γρήγορα αυτήν τη φορά, γιατί στον δικό του κόσμο όλα κυλούσαν αργά και γαλήνια. Πάντοτε προχωρούσε αργά. Πάντοτε εκτός από απόψε. Χωρίς να το καταλάβει, ο Τρελογενειάδας βρέθηκε μπροστά στην πύλη του οχυρού. Στις βάσεις της πύλης ορθώνονταν δύο ψηλά αγάλματα από σκουρόχρωμο γρανίτη. Στα δεξιά, στεκόταν ένας γέρος με μακριά γενειάδα, λεπτό πρόσωπο με γωνίες, μυτερή μύτη και στο στόμα μία πίπα την οποία κρατούσε με το δεξί του χέρι. Φορούσε ένα ημίψηλο καπέλο με στρογγυλό μα γυρτό προς τα πάνω γείσο, ένα γιλέκο, ένα μακρύ παντελόνι και μυτερά παπούτσια. Στα αριστερά, στεκόταν ένας πολεμιστής με μακριά μαλλιά και άγριο βλέμμα· κρατούσε ένα τεράστιο σπαθί σε 12
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
στάση επιθετική, σαν θέση μάχης. Η μπέρτα ανέμιζε πίσω του, λες και ο ίδιος έτρεχε. Ο Τρελογενειάδας κοίταζε με θαυμασμό, αλλά και δέος, τα αγάλματα αυτά. Πλησίασε φέγγοντας, κάτω από τα πόδια του γέρου, τη γρανιτένια βάση του αγάλματος, η οποία έφερε πάνω της μια χρυσή επιγραφή. Έτσι σκυμμένος όπως ήταν, με το φως του φαναριού, άρχισε να διαβάζει. “Αν είσαι φίλος για το Βέιθ, προχώρα”. Ύστερα, κοίταξε κάτω από τα πόδια του αριστερού αγάλματος, που έγραφε: “Αν είσαι εχθρός του Βέιθ, βάλτο στα πόδια”. Ο Τρελογενειάδας ξαφνιάστηκε, αλλά και αγρίεψε συνάμα. Κοίταξε μια το ένα και μια το άλλο άγαλμα. «Φίλος είμαι και θα μπω! Γι’ αυτό, λοιπόν, σας χαιρετώ», φώναξε. Με μια δρασκελιά πέρασε την πύλη και βρέθηκε μέσα στο οχυρό των νεκρών. Έτσι το αποκαλούσαν οι κάτοικοι της πόλης, διότι όσοι ζούσαν εκεί το λυπηρό έτος του 1682, βρέθηκαν άγρια σφαγμένοι από μία επιδρομή ανελέητων ληστών της θάλασσας. Λέγεται ότι, μετά το μακάβριο αυτό γεγονός, κανείς δεν κατοίκησε αυτόν τον τόπο για περίπου πενήντα χρόνια, ως τη μέρα που ένα μεγάλο μπουλούκι προσφύγων –περίπου εκατό οικογενειών– έφτασε ως εδώ και εγκαταστάθηκε. Με το οχυρό κανείς δεν ασχολήθηκε κι έτσι ερήμωσε. Μονάχα ένα σπίτι ζωντάνεψε ξανά, πριν από πέντε περίπου χρόνια – το σπίτι που διάλεξε ο δήμαρχος του τόπου. Μία κίνηση που κατέκριναν σχεδόν οι πάντες, διότι ήταν ενάντια στον όρκο που είχαν δώσει οι πρόγονοί τους, όταν εγκαταστάθηκαν εδώ. Ο όρκος έλεγε: “Ποτέ εμείς, οι ειρηνικοί πολίτες, δεν θα κατοικίσουμε την πόλη αυτών που άγρια σφαγιάστηκαν και τη στερήθηκαν με τρόπο άδικο. Μόνο τις ψυχές τους θα αφήσουμε να την ορίζουν και να την κατοικούν”. Όλοι, μικροί μεγάλοι, πίστευαν πως το οχυρό ήταν στοιχειωμένο. Όμως, ο Κρίστιαν Ράφλεϊ, ο δήμαρχος της πόλης, είχε διαφορετική άποψη. Από μικρό παιδί έμπαινε κρυφά –παρ’ όλες τις απαγορεύσεις των γονιών του– και περπατούσε μες στα ερειπωμένα σοκάκια, παρατηρώντας τα πάντα με μεγάλο θαυμασμό. Ήταν ένας άνθρωπος 13
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
γεμάτος ενδιαφέρον για τη ζωή και τις απολαύσεις της, αν και έπινε και συχνά έπαιρνε όπιο. Ήταν πιστός στη γυναίκα του και στην οικογένειά του, και ένα αδιαμφισβήτητα κοφτερό μυαλό. Εκεί, προφανώς, οφειλόταν και το ότι στο τεσσαρακοστό τέταρτο έτος της ζωής του, οι κάτοικοι του Βέιθ τον επέλεξαν για δήμαρχο. Ο Τρελογενειάδας είχε περάσει την πύλη αλαφιασμένος κι έψαχνε το σπίτι του δημάρχου. Δεν είχε βρεθεί ξανά σε αυτό το μέρος. Το τοπίο του φαινόταν ανατριχιαστικό. Προχώρησε ευθεία ώσπου τελικά βρέθηκε στο προαύλιο μιας θεόρατης εκκλησίας με πανύψηλα κυπαρίσσια. Είχε αρχίσει να κάνει τον σταυρό του, όταν ξαφνικά, με την άκρη του ματιού, εντόπισε στα δεξιά ένα φως, μέσα στην ομίχλη της κρύας νύχτας. Κίνησε χωρίς πολλή σκέψη προς τα εκεί και σε λίγα λεπτά βρέθηκε έξω από μια υπέροχη έπαυλη με τεράστιο κήπο. Σταμάτησε μπροστά στη δίφυλλη, σιδερένια εξώπορτα και άρχισε να χτυπά με τη χοντρή του μαγκούρα. «Ανοίξτε! Ανοίξτε να περάσω, πρέπει να δω αυτόν». Ένα φως φάνηκε στο βάθος του κήπου να πλησιάζει προς το μέρος του και μια φωνή ακούστηκε, αγουροξυπνημένη. «Ποιος είσαι; Τι θέλεις βραδιάτικα; Φύγε από εδώ και έλα, αν θέλεις, πάλι το πρωί», είπε ο άντρας εκνευρισμένος. «Ανοίξτε! Ανοίξτε σας λέω. Πρέπει να δω αμέσως αυτόν». Τα βήματα του ακούστηκαν πίσω από την πόρτα, καθώς και ένας αναθεματισμένος ξερόβηχας, που τρύπησε, για λίγο τα ευαίσθητα αφτιά τού Τρελογενειάδα και τον έκανε να δυσανασχετήσει. «Και ποιος είναι ο Αυτός; Θα ήθελες να μου πεις;» ρώτησε ο άντρας. «Μήπως με το Αυτόν, εννοείς τον κύριο Δήμαρχο;» συνέχισε με ύφος ενοχλημένο. «Ναι, αυτόν… μάλλον αυτόν! Δηλαδή, αυτόν που ενδιαφέρεται για όλους σε αυτήν την πόλη, εκτός από μένα. Γιατί, ναι… ναι, πιστεύει αυτός πως εγώ, ναι… ναι, πιστεύει πως δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτήν εδώ την καταραμένη πόλη». Ο ήχος του πορτόφυλλου καθώς άνοιγε, έκανε τον Τρελογενειάδα να κάνει ενστικτωδώς τρία με τέσσερα βήματα πίσω. Εμφανίστηκε 14
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
ένας ψηλός άντρας, σωματώδης, με λευκό πουκάμισο και μαύρο γιλέκο, μαύρο παντελόνι και μαύρα γυαλιστερά παπούτσια. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο, με εξογκωμένα ζυγωματικά και γωνίες στο πηγούνι. Τα μαλλιά του κοντοκομμένα, με μια φράντζα μικρή να πέφτει στο πλάι. «Καλά το ψυλλιάστηκα πως είσαι εσύ τρελέ, γεννημένε από το τίποτα για το τίποτα», είπε με άγριο τόνο. «Ο κύριος του σπιτιού κοιμάται και δεν πρόκειται να τον ξυπνήσω για κανέναν», συνέχισε αγριεμένος και πιάνοντας την πόρτα ακούστηκε να λέει χαμηλόφωνα, «πόσο μάλλον για έναν θεοπάλαβο». Η πόρτα έκλεισε και τα βήματα του άνδρα απομακρύνθηκαν. Ο Τρελογενειάδας βάρεσε με τη μαγκούρα του τη σιδερένια πόρτα και φώναξε με όση δύναμη τού είχε απομείνει. «Άστρο από ψηλά κατέβηκε, για να μας κάψει όλους». Έπειτα κίνησε να φύγει από εκείνη τη νεκρόπολη, μουρμουρίζοντας αδιάκοπα.
15
3 ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΧΑΡΑ Το σκοτάδι είχε σχεδόν χαθεί και ο ήλιος ετοιμαζόταν να φωτίσει την πόλη. Η υγρασία της νύχτας ήταν ακόμα φανερή, σαν πάχνη πάνω στα χορτάρια και τα δέντρα. Κοράκια έκραζαν πετώντας γύρω από το σπίτι του δημάρχου. Ο ιπποκόμος έζευε τα άλογα στην άμαξα, ενώ ο Κρίστιαν Ράφλεϊ έπινε τον καφέ του στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού, παρέα με τη γυναίκα του, Κερένικα. Κανείς δεν μιλούσε. Ο Κρίστιαν άναψε ένα μικρό πούρο και απολάμβανε τον καφέ του κοιτάζοντας από το παράθυρο. Η γυναίκα του έπινε το τσάι της καθισμένη σε μια πολυθρόνα απέναντί του. Τη σιωπή διέκοψε η φωνή του δημάρχου, απευθυνόμενος στην υπηρέτρια του σπιτιού. «Σερμένια, είναι έτοιμος ο Φλέικ; Συνόδεψέ τον μέχρι εδώ, σε παρακαλώ. Είναι ώρα να φύγουμε». «Μάλιστα, κύριε! Σε δυο λεπτά θα είμαστε κάτω». «Όχι σε δυο λεπτά, ούτε σε ένα. Τώρα, Σερμένια! Τώρα», είπε και πετάχτηκε όρθιος. Η Κερένικα κοίταξε τον άντρα της με επιθετικό ύφος, ενώ εκείνος λύγιζε τα γόνατά του για να καθίσει και πάλι στην πολυθρόνα. Κάπου εκεί αντάμωσαν τα βλέμματά τους. «Τι κοιτάς εσύ;» τη ρώτησε. «Θα ήθελες να μου πεις κάτι; Έλα λοιπόν, πες το! Έλα, τι περιμένεις;» Η Κερένικα γύρισε το κεφάλι της προς την αντίθετη κατεύθυνση και έμεινε ακίνητη, χωρίς να βγάλει άχνα, ως τη στιγμή που η Σερμένια έφερε τον Φλέικ. Πατέρας και γιος βγήκαν από το σπίτι, κατέβηκαν τα μεγαλοπρεπή σκαλοπάτια της έπαυλης και επιβιβάστηκαν στην ολό16
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
μαυρη άμαξα. Ο οδηγός χτύπησε τα χαλινάρια στις πλάτες των τεσσάρων αλόγων και η άμαξα ξεκίνησε να κυλά στον πλακόστρωτο δρόμο. Οδηγός ήταν ο Ραμψέος, ο άντρας που το προηγούμενο βράδυ είχε διώξει κακήν κακώς τον Τρελογενειάδα. Τα φρένα της άμαξας έτριζαν και σφύριζαν σαν δαιμονισμένα στη διαδρομή. Κάποια στιγμή, ο Ράφλεϊ, σφίγγοντας γερά με τα χέρια του το μπαστούνι, έκλεισε τα μάτια και μουρμούρισε απεγνωσμένα. «Αναθεματισμένη άμαξα, με τρελαίνεις. Κάθε πρωί με τρελαίνεις». Βλέποντας αυτήν τη δυσαρέσκεια του πατέρα του, ο Φλέικ σήκωσε το μικρό του χέρι αργά και τον άγγιξε στο μπράτσο. «Μπαμπά, είσαι καλά; Τι έχεις;» Ο Ράφλεϊ τον κοίταξε όσο πιο τρυφερά μπορούσε και τον χάιδεψε στο κεφάλι. «Τίποτα δεν έχω, Φλέικ, ειδικά τώρα που φτάσαμε στην πόλη και τέλειωσε αυτή η ρημάδα κατηφόρα!» Είχαν ήδη μπει στον πλακόστρωτο δρόμο της αγοράς. Δεκάδες μαγαζιά αριστερά και δεξιά. Φάτσες αγουροξυπνημένες με μισάνοιχτα μάτια και άλλες χαρούμενες και ευδιάθετες που όλο χαμογελούσαν. Κάποιοι περαστικοί, περπατώντας πλάι στην άμαξα φώναζαν «καλημέρα, κύριε Δήμαρχε», «τα σέβη μου, κύριε Ράφλεϊ», «αξιότιμε, κύριε Δήμαρχε, καλή σας μέρα», όπως και κάθε πρωί που πήγαινε στη δουλειά του. «Αχ, μπαμπά, να ’ξερες πόσο θα ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω σαν εσένα και να με χαιρετάνε όλοι στον δρόμο», είπε αυθόρμητα ο Φλέικ. Ο Ράφλεϊ τον κοίταξε στα μάτια. «Μη βιάζεσαι, Φλέικ. Είσαι μόνο δέκα χρονών. Γι’ αυτό ξέρεις τι θα σου πρότεινα εγώ να σκέφτεσαι και να σε απασχολεί;» «Τι, μπαμπά; Τι;» ρώτησε το παιδί ανυπόμονα. «Το διάβασμα και το παιχνίδι. Έτσι και αλλιώς, όλα θα έρθουν όπως είναι να έρθουν». Η άμαξα σταμάτησε. Ο Φλέικ, ύστερα από το νεύμα του πατέρα του, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. «Άντε, καλό μάθημα και καλό παιχνίδι», ακούστηκε η φωνή του Ράφλεϊ και η άμαξα ξεκίνησε αμέσως, με κατεύθυνση προς το δημαρχείο. 17
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
Στον δρόμο μια γριά περπατούσε αργά προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ ο κύριος Ράφλεϊ χάζευε έξω τον δρόμο. Όταν η άμαξα πέρασε από δίπλα της, εκείνη, με τρόπο απότομο, έστρεψε το κεφάλι της και το βλέμμα της αντάμωσε αυτό του Κρίστιαν. Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της μπροστά και συνέχισε να προχωράει. Του Ράφλεϊ του φάνηκε τόσο τρομακτική η ματιά της. «Τι αγριεμένο βλέμμα, Θεέ μου, και τι φρικτό πρωινό», μονολόγησε. Η άμαξα σταμάτησε πλάι σε ένα μεγαλόπρεπο κτίριο, με πολλά πλατιά σκαλοπάτια και δύο ψηλούς κίονες πριν από την κύρια είσοδο. Πάνω στους κίονες βρισκόταν στερεωμένο ένα μαρμάρινο τρίγωνο, στις πλάτες του οποίου στηριζόταν ένα ξύλινο σκέπαστρο με λεπτές πλάκες. Στην πρόσοψη του μαρμάρινου τριγώνου ήταν χαραγμένο: «ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΪΘ». Ο Ράφλεϊ σήκωσε το χέρι του για να ανοίξει τη δεξιά πόρτα της άμαξας, αλλά τον πρόλαβε ένας νεαρός καλοντυμένος και ευπρεπής, που στεκόταν απέξω. Καθώς ο Ράφλεϊ έβγαινε, ο νεαρός έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Καλημέρα σας, κύριε Δήμαρχε», είπε με λεπτή φωνή. «Καλή σου ημέρα, Όντρεϊν», ανταπέδωσε ο δήμαρχος. Ο Όντρεϊν ήταν ένας νέος γύρω στα είκοσι, αρκετά κοντούλης και αδύνατος. Τα μαλλιά του ήταν κόκκινα. Το πρόσωπό του είχε αρκετές φακίδες, μια ωοειδή μικρή μύτη, γαλανά μάτια, μικρό πιγούνι με ένα ανεπαίσθητο βαθούλωμα και μεγάλα πεταχτά αφτιά. Ο Όντρεϊν ήταν ο γραφιάς του Ράφλεϊ και γενικότερα, καθώς ήταν στην υπηρεσία του δημάρχου, έκανε κάθε θέλημα και δουλειά που του ανέθετε εκείνος. Ο Ράφλεϊ, συνοδευόμενος από τον Όντρεϊν, ανέβηκε τα μαρμάρινα πλατύσκαλα και μπήκε στο δημαρχείο. Η Μέρλο προχωρούσε καπνίζοντας την πίπα της στην άγνωστη πόλη, όταν αντίκρισε ένα παιδί να κάθεται κάτω από ένα δέντρο. Πλησίασε και το ρώτησε, γλυκαίνοντας, όσο πιο πολύ μπορούσε, τη βραχνή από τα γεράματα και τον καπνό φωνή της. «Να σε ρωτήσω, αγόρι μου, εσύ που είσαι όμορφο και φαίνεσαι καλό παιδάκι, μήπως θα μπορούσες, σε παρακαλώ πολύ, να μου πεις προς τα πού πέφτει το δημαρχείο;» 18
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
Το παιδί σήκωσε το χέρι και υπέδειξε τον δρόμο που βρισκόταν ακριβώς πίσω του. Ύστερα έκλεισε όλα του τα δάχτυλα μέσα στην παλάμη, εκτός από τον δείχτη τον οποίο και έστρεψε προς τα αριστερά. «Ωραία», μονολόγησε η Μέρλο. «Οπότε μου λες να πάρω αυτόν εκεί τον δρόμο και να στρίψω αριστερά;» Το παιδί ένευσε καταφατικά κι έχωσε τα δάχτυλά του μες στο χώμα, τραβώντας κάποιες λεπτές ρίζες του δέντρου προς τα έξω. Η Μέρλο δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο και έφυγε δίχως να πει τίποτε άλλο. Έπειτα από λίγα λεπτά, βρέθηκε μπροστά από το δημαρχείο και πέρασε τη μεγάλη επιβλητική πόρτα. «Τι αριστούργημα με αξιώσατε να δω, δαίμονες, εσείς που με κατατρέχετε;» ψέλλισε μόλις βρέθηκε στον εσωτερικό χώρο του κτιρίου. Το εσωτερικό του δημαρχείου δεν ήταν πολύ μεγάλο. Περιελάμβανε δύο πλατιές σκάλες, μία στα αριστερά και μία στα δεξιά, οι οποίες οδηγούσαν σε ένα ψηλότερο επίπεδο. Τα σκαλοπάτια ήταν από μαύρη πέτρα –μάλλον με ηφαιστειογενή προέλευση– και τα κοσμούσαν περίτεχνα σκαλίσματα, που οι καλλιτέχνες είχαν στολίσει με χρυσό. Διάφορα σχέδια υπήρχαν από δέντρα, άλογα, τίγρεις, λύκους, μέχρι και ταύρους, γεράκια, άμαξες, ανθρώπους. Τα κάγκελα, που ήταν φτιαγμένα από μια πέτρα στο χρώμα της ώχρας, με λευκούς κυματισμούς, είχαν για κολόνες σκαλισμένα αγάλματα, τα οποία απεικόνιζαν μορφές άγριων πουλιών και ανθρώπων. Στο δάπεδο υπήρχαν πανέμορφα ψηφιδωτά, που αποτύπωναν μεγάλα καράβια, αλλά και μικρότερα, έως και βαρκούλες. Άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στα πλεούμενα, ενώ γύρω τους υπήρχαν ψάρια. Η Μέρλο ξεκίνησε να ανεβαίνει την αριστερή σκάλα, ενώ τα μάτια της ρουφούσαν με μανία τις εξαίσιες τοιχογραφίες που ξεδιπλώνονταν στους τεράστιους τοίχους. Όταν έφτασε στον πρώτο όροφο, αντίκρισε τρεις πόρτες. Η μεσαία είχε χρυσά γράμματα και έγραφε «ΔΗΜΑΡΧΟΣ». Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Όταν άνοιξε, εμφανίστηκε ο νεαρός Όντρεϊν. «Καλημέρα σας, κυρία μου. Τι θα θέλατε παρακαλώ;» ρώτησε με ευγένεια κι ένα γλυκό χαμόγελο. «Αναζητώ τον δήμαρχο και αν κρίνω από την ταμπέλα έχω έρθει στο κατάλληλο γραφείο, σωστά;» αποκρίθηκε, κοιτάζοντας χαμηλά. 19
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
«Μάλιστα, κυρία, εδώ είναι!» «Ε τότε, νεαρέ μου, θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Δήμαρχο», απάντησε με ειρωνικό ύφος η Μέρλο και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Περάστε, παρακαλώ! Καθίστε μέχρι να σας δεχτεί», πρότεινε ευγενικά εκείνος. «Τώρα να με συγχωρείτε, αλλά θα πρέπει να τον ενημερώσω σχετικά. Θα ήθελα να μου πείτε μόνο το όνομά σας και τον λόγο της επίσκεψής σας, παρακαλώ». «Το όνομα μου είναι Μέρλο, αλλά τον λόγο θα μου επιτρέψεις να τον αναφέρω και να τον συζητήσω μόνο με τον κύριο Δήμαρχο», του απάντησε κοφτά. Δίχως να πει κουβέντα, ο νεαρός υπάλληλος κατευθύνθηκε προς την απέναντι πόρτα, την οποία και χτύπησε ελαφριά. Την άνοιξε και προχώρησε μέσα, κλείνοντάς την πίσω του. Ο χρόνος, σύμφωνα με τους δείκτες του ξυλόγλυπτου ρολογιού που ήταν κρεμασμένο στην αίθουσα που βρισκόταν η Μέρλο, είχε κυλήσει αρκετά όταν η πόρτα άνοιξε πάλι και εμφανίστηκε ο νεαρός. «Παρακαλώ, περάστε! Σας περιμένει», είπε κι έκανε κάτι σαν υπόκλιση. Η Μέρλο μπήκε και έκλεισε την πόρτα νευρικά. Ο Κρίστιαν Ράφλεϊ βρισκόταν πίσω από το γραφείο του, καθισμένος σε μια ξύλινη, ανάγλυφη καρέκλα, καπνίζοντας ένα από τα πούρα του. Τα σπαστά μαλλιά του, κάπως ανάκατα, κρέμονταν μπροστά. Το πρόσωπό του, φρεσκοξυρισμένο και λείο, είχε ελάχιστες ρυτίδες. Τα μάτια του ήταν βαθουλωτά και μικρά, καστανού χρώματος και η μύτη του μικρή, λεπτή και ελαφρώς γαμψή. Το μόνο που χαλούσε τη σχετική συμμετρία του λεπτού αυτού προσώπου, ήταν τα ιδιαιτέρως σαρκώδη χείλη του. Τη στιγμή που εμφανίστηκε η Μέρλο στο γραφείο, ο Κρίστιαν σήκωσε τα μάτια του από το βιβλίο και την κοίταξε. Μια ανατριχίλα τον διαπέρασε κι έμεινε ακίνητος. Για κάποια δευτερόλεπτα έμοιαζε σαν χαμένος, μέχρι που η φωνή του κατάφερε να βγει μέσα από το αγκυλωμένο του στόμα. «Σε τι οφείλω την τιμή της επισκέψεώς σας, κυρία μου;» ρώτησε και αμέσως άρχισε να σαλεύει τα μαρμαρωμένα ακροδάχτυλά του. 20
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
«Μου επιτρέπετε να καθίσω σε μία καρέκλα, παρακαλώ;» ρώτησε η Μέρλο και χαμογέλασε με ειρωνεία. «Έτσι κι αλλιώς, είναι όλες άδειες». «Συγχωρέστε την αγενή μου στάση, απλώς είμαι κάπως αφηρημένος σήμερα. Βεβαίως και μπορείτε να καθίσετε. Παρακαλώ!» Η Μέρλο κάθισε και έβηξε πριν ξεκινήσει. «Το όνομά μου είναι Μέρλο και είμαι ράφτρα. Έφτασα στην πόλη χθες το απόγευμα. Διαπίστωσα ότι αυτή η πόλη μου αρέσει, αποφάσισα να εγκατασταθώ για κάποιο χρονικό διάστημα και να εξασκήσω το επάγγελμά μου εδώ. Και να ξέρετε, είμαι άριστη σε αυτό που κάνω». Ο Κρίστιαν Ράφλεϊ αισθάνθηκε κάπως πιο άνετα. «Συγνώμη, κυρία Μέρλο, μήπως, εντελώς τυχαία, ανταμώσαμε κάπου σήμερα; Διότι έχω την εντύπωση ότι κάπου σας πήρε το μάτι μου και αν δεν απατώμαι, ήταν στην οδό των Υακίνθων… ανάμεσα στην οδό Αγοράς και στην πλατεία των Θαλασσινών». «Με κάθε ειλικρίνεια, κύριε Δήμαρχε, δεν θυμάμαι όσα αναφέρετε. Αλλά χαίρομαι, ιδιαίτερα, που εσείς με προσέξατε. Με κολακεύετε βαθύτατα». Ο Κρίστιαν έδειχνε έτοιμος να βγάλει καπνούς από τα ρουθούνια του. Ήταν απολύτως σίγουρος ότι και εκείνη τον είχε δει και μάλιστα με εκείνο το αγριεμένο και απειλητικό βλέμμα. Κατάφερε να συγκρατηθεί. «Μάλιστα. Καλύτερα να το αφήσουμε τότε αυτό το περιστατικό. Έτσι και αλλιώς δεν έχει καμία σημασία. Ας επανέλθουμε στο θέμα, το οποίο και σας απασχολεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ήρθατε σε πολύ καλή χρονική στιγμή μιας και θεωρώ ότι είστε ήδη απαραίτητη εδώ. Αυτό το μέρος έχει μείνει αρκετό καιρό χωρίς κάποιον ράφτη, εφόσον ο ένας και μοναδικός που υπήρχε, πέθανε εδώ και έναν χρόνο. Αυτό που έχω να σας προτείνω, είναι να πάτε στη γυναίκα του και να ρωτήσετε αν θα ήθελε να σας νοικιάσει το ραφείο του. Θα σας δώσω εγώ ο ίδιος τη διεύθυνσή της. Καιρός είναι να ράψουμε και κανένα ωραίο κουστούμι», είπε χαριτολογώντας. «Κύριε Δήμαρχε, θα σας ράψω ωραίο κοστούμι και γι’ αυτό να είστε σίγουρος, αλλά στο δικό μου ραφείο, όχι σε ξένο. Ακριβώς γι’ αυτό ήρθα να σας μιλήσω. Δεν θα ήθελα να νοικιάσω κάποιο μαγαζί, αλλά λίγη γη 21
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
του δήμου, για να φτιάξω από την αρχή το δικό μου ραφείο», είπε με σοβαρό ύφος. Ο Κρίστιαν συνοφρυώθηκε. «Αν αυτό ζητάτε, κυρία Μέρλο, βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσω ότι ο δήμος μας δεν νοικιάζει σε ιδιώτες τους χώρους και τη γη που του ανήκουν, παρά μόνο την αξιοποιεί προς όφελος όλων των πολιτών. Και αυτό, είναι αδιαπραγμάτευτο», είπε ισιώνοντας και ακουμπώντας το πάνω μέρος του κορμιού του στην πλάτη της καρέκλας. «Κοιτάξτε, εγώ, απλώς θα ήθελα να νοικιάσω ένα πολύ μικρό κομμάτι γης. Όχι να το αγοράσω». «Ήσασταν πολύ ξεκάθαρη, κυρία Μέρλο». Τι παράξενο όνομα και αυτό, σκέφτηκε. «Αλλά νομίζω, ότι κι εγώ ήμουν εξίσου ξεκάθαρος». «Μα τόσα χρόνια ξέρετε τι κάνω;» αποκρίθηκε εκείνη χωρίς ανάσα. «Πηγαίνω σε μία πόλη, ασκώ το επάγγελμα μου τρία με τέσσερα χρόνια και όταν νιώσω ολοκληρωμένη από αυτή, φεύγω και πάω σε κάποια άλλη». «Και γιατί να κάνετε κάτι τέτοιο;» «Πείτε απλώς ότι είμαι μια περιπλανώμενη ράφτρα που της αρέσει να ράβει φορεσιές για διάφορους ανθρώπους, με διαφορετικές κουλτούρες και ενδυματολογικά γούστα. Επίσης, γέρασα, μα ακόμα δεν κουράστηκα να γυρίζω τα μέρη της γης και να γνωρίζω τις θαυμαστές πόλεις που έφτιαξαν οι άνθρωποι». Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό, αναλογίστηκε ο Κρίστιαν, που πάντα ονειρευόταν ταξίδια και περιπλάνηση. «Ε, το λοιπόν, πιστεύω, εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, ότι το καλύτερο που έχετε να κάνετε, αν αποφασίσετε να εγκατασταθείτε εδώ, είναι να νοικιάσετε κάτι έτοιμο. Και από την άλλη να το δούμε, δεν αξίζει να φτιάξετε κάτι καινούριο. Ποιο το νόημα;» Μετά τα λόγια του αυτά άνοιξε την κασετίνα και έφερε στο στόμα του ένα καινούριο πούρο. Το άναψε και περίμενε την απάντηση της Μέρλο, ενώ κατέβαζε μια γερή ρουφηξιά. «Θα ήθελα να γνωρίζετε, πως όλα αυτά που κάνω, περιπλάνηση και ραπτική, δεν τα κάνω για τα χρήματα. Από αυτά έχω αρκετά. Τα κάνω γιατί αυτά μου προσφέρουν έναν λόγο για να ζω και να πορεύομαι. Μπορείτε να το νιώσετε αυτό;» του απάντησε με σιγουριά. 22
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και πήρε ένα λυπημένο ύφος. Τα μάτια της είχαν αρχίσει να υγραίνονται. «Παρότι είμαι κολλημένος σε αυτήν την καρέκλα εδώ και κάμποσα χρόνια, μπορώ να νιώσω αυτό που μου λέτε». Πρώτα ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα και μετά η φωνή του Όντρεϊν. Ο Κρίστιαν του είπε να περάσει. «Κύριε Ράφλεϊ, συγνώμη που διακόπτω, αλλά οι σύμβουλοί σας μου ανέθεσαν να σας ενημερώσω για την πρόοδο της ανακαίνισης της εκκλησίας. Κάτι που εσείς ο ίδιος τους είχατε ζητήσει». Ο γραμματέας στεκόταν πλάι στην ανοιχτή πόρτα. Προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του, δίχως όμως αποτέλεσμα. «Και βέβαια, Όντρεϊν! Πες μου, σε παρακαλώ, πώς πάει το έργο;» «Δεν πάει, κύριε Ράφλεϊ. Αυτό είναι το θέμα». Αφού ξεστόμισε αυτά τα λόγια, τον κυρίευσε ένα ελαφρύ τρέμουλο. Μερικές σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του. «Τι εννοείς όταν λες, δεν πάει;» ρώτησε σχεδόν ουρλιάζοντας ο Ράφλεϊ και χτύπησε το χέρι του στο γραφείο. Κάποια μικροπράγματα –η πένα του, ένα ξύλινο αγαλματάκι ενός τοξότη και μία κλεψύδρα με λευκή άμμο– αναπήδησαν. Είχε δώσει ένα κομμάτι από την ψυχή του γι’ αυτό το έργο και σε καμία περίπτωση δεν θα δεχόταν κάτι αρνητικό σχετικά με την πορεία του. «Ο κύριος Ρούμιθ που έχει αναλάβει το έργο ανακαίνισης και αναπαλαίωσης της εκκλησίας, έστειλε σήμερα μια επιστολή στον σύμβουλό σας, τον κύριο Νεϊνάρ». Ξεδίπλωσε το κίτρινο χαρτί, κοίταξε τον Κρίστιαν αναζητώντας ένα συγκαταβατικό νεύμα για το αν έπρεπε να το διαβάσει μπροστά στην ξένη και αφού συνεννοηθήκαν με τα μάτια, διάβασε: Προς κ. Νεϊνάρ Σύμβουλο του δημάρχου του Βέιθ Κύριε Νεϊνάρ, με μεγάλη μου λύπη σας αναφέρω ότι αναγκάζομαι να διακόψω τις εργασίες του έργου, που με υπευθυνότητα ανέλαβα και μέχρι στιγ23
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
μής έχω φέρει εις πέρας, διότι το ποσό το οποίο έχω λάβει ως τώρα, είναι πολύ μικρότερο του συμφωνηθέντος. Άρα, η μέχρι τώρα δουλειά που έχω κάνει εγώ και οι εργάτες μου είναι απλήρωτη και μιλώ, από όσο και ο ίδιος θα γνωρίζετε, για τριών μηνών δουλειά. Πόσο καιρό ακόμα νομίζετε ότι μπορώ να τους έχω απλήρωτους; Το ποσό που θα πρέπει να μου δοθεί, ώστε να συνεχιστεί το έργο, αγγίζει τα εξήντα χρυσά νομίσματα. Με κάθε εκτίμηση Βάρλεϊν Ρούμιθ «Εντάξει, Όντρεϊν. Κατάλαβα. Πήγαινε τώρα! Σίγουρα θα υπάρχει κάποια λύση και θα τη βρω. Θα σε ενημερώσω σύντομα». «Μάλιστα, κύριε Ράφλεϊ. Και πάλι συγνώμη, που σας διέκοψα». «Αυτή είναι η δουλεία σου. Πήγαινε τώρα». Τόση ώρα η Μέρλο δεν είχε βγάλει μιλιά. Μόνο κοίταζε τις δύο κόκκινες κλωστές που είχε τραβήξει μέσα από την τσέπη της και τις τύλιγε σχολαστικά στα δάχτυλά της. Ακόμα κι όταν ο Όντρεϊν έφυγε, εκείνη συνέχισε το ίδιο. Ο Κρίστιαν έστεκε ακίνητος, κοιτώντας την πόρτα. Ήταν αποσβολωμένος, μέχρι τη στιγμή που αντιλήφθηκε ότι η μαυροφορεμένη παρουσία βρισκόταν ακόμα στο γραφείο του. «Συγνώμη για όλο αυτό, κυρία μου, μα από ό,τι φαίνεται, θα πρέπει να σας αποχαιρετήσω». «Ίσως να μπορούσα να λύσω το πρόβλημά σας», του αποκρίθηκε συνεχίζοντας να κοιτάζει τις δύο κόκκινες κλωστές. «Με μια προϋπόθεση, όμως. Να με βοηθήσετε κι εσείς σε αυτό που σας ζήτησα». Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Και πώς θα μπορούσατε να κάνετε κάτι τέτοιο; Δεν καταλαβαίνω», σάστισε. «Εδώ τίθεται θέμα πολλών χρημάτων. Σας παρακαλώ πολύ, πηγαίνετε!» «Κι αν τα έχω». Η φωνή της Μέρλο ακούστηκε σαν να ερχόταν από τα βάθη του άλλου κόσμου, σέρνοντας συριστικούς απόηχους. 24
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
Ο Κρίστιαν έδειξε να ξαφνιάζεται αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του. «Τι εννοείτε;» «Έχω αυτά τα χρήματα», του είπε αποφασιστικά. «Θα μπορούσα να σας βοηθήσω, αν βέβαια με βοηθήσετε κι εσείς. Άλλωστε για εκκλησία πρόκειται. Ιερός ο σκοπός, δεν νομίζετε;» Η φωνή της έγινε ακόμα πιο σκοτεινή. Κοίταζε τα γουρλωμένα μάτια του Κρίστιαν, σαν κλόουν που περιμένει το χειροκρότημα του κοινού. «Τόσα χρήματα για να νοικιάσετε λίγη γη; Για δυο τρία χρόνια το πολύ;» «Για ένα πολύ μικρό κομμάτι γης, πιο πάνω από την εκκλησία. Στη χωματένια αλάνα που πίσω της βρίσκεται ένας βαθύς γκρεμός και ένα ζεστό ρυάκι που όλο αχνίζει». «Τελικά όντως δεν κάνετε αυτήν τη δουλειά για τα χρήματα και από ό,τι φαίνεται, θα βρούμε τρόπο μεταξύ μας. Είναι που ζητάτε τόσα λίγα και δίνετε τόσα πολλά!» είπε χαμογελαστός, ξαφνιάζοντας έτσι και τον ίδιο του τον εαυτό. «Καμιά φορά δεν ξέρεις τι μέσα σου σε παρακινεί να δίνεις τόσα πολλά, για να πάρεις τόσα λίγα», έντυσε η Μέρλο τα λόγια της με μια πιο χαρούμενη και συνάμα στοχαστική φωνή και πέταξε ένα πουγκί πάνω στο γραφείο, ελευθερώνοντας έτσι το περιεχόμενό του καθώς δεν ήταν σφιχτά δεμένο. Χρυσά νομίσματα. Μέχρι και στο ξύλινο πάτωμα έπεσαν μερικά. «Θα ήθελα να πιστέψω, ότι κάπου εδώ η συμφωνία μας έκλεισε», συμπλήρωσε η γριά και σηκώθηκε προτείνοντας το χέρι της. Ο Κρίστιαν Ράφλεϊ σήκωσε μερικά από τα χρυσά νομίσματα στα χέρια του και ύστερα τα άφησε πάλι κάτω. Τα μάτια του είχαν γεμίσει ενθουσιασμό την ώρα που έδινε το χέρι του στη γριά. Έμοιαζε μαγεμένος και μέσα του δεν ήταν σίγουρος για τον λόγο. Όλα έμοιαζαν τόσο μπερδεμένα στο μυαλό του, λες και βρισκόταν σε όνειρο· μέσα σε έναν βαθύ ύπνο. «Θα μπορούσα να σας πω μια παρατήρηση, κύριε Δήμαρχε;» Ο Κρίστιαν της ένευσε καταφατικά. «Μου φαίνεστε πολύ νέος για δήμαρχος. Κάνω λάθος; Σε όσες πόλεις έχω βρεθεί, όσοι κατείχαν την αξιότιμη αυτή θέση ήταν, θα έλεγα, αρκετά γερασμένοι». 25
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
«Είμαι σαράντα οκτώ ετών, αλλά δεν θα έλεγα ότι είμαι και τόσο μικρός για μια τέτοια θέση. Παρ’ όλα αυτά δεν πιστεύω ότι έχουν καμιά σημασία τα χρόνια που κουβαλά κανείς, αλλά η ευστροφία και η λογική που έχει ο καθένας», είπε αποδεσμεύοντας το χέρι της ξενόφερτης ράφτρας. «Συμφωνώ σε αυτό». «Θα θέλατε κάτι άλλο;» ρώτησε κοφτά ο Κρίστιαν Ράφλεϊ, καθώς την είδε σκεφτική. «Όχι! Ήδη έκλεψα αρκετό από τον πολύτιμο χρόνο σας, μα χαίρομαι που καταλήξαμε κάπου και συμφωνήσαμε! Καλή σας ημέρα. Ελπίζω να με επισκεφτείτε κάποια φορά όταν θα ανοίξω το ραφείο μου. Να ράψουμε κι εκείνο το κοστούμι που λέγαμε». Αυτά είπε και βγήκε από το γραφείο, κάνοντας στη συνέχεια ένα υποτυπώδες νεύμα χαιρετισμού προς τον Όντρεϊν. Κατέβηκε τη σκάλα και βγήκε από το κτίριο. Προχώρησε προς την εκκλησία και, αφού πρώτα έκανε μια στάση στο ξυλουργείο του Αλέον Άρ, έφτασε στον προορισμό της. Είχε ήδη μεσημεριάσει, όταν ο Κρίστιαν Ράφλεϊ σηκώθηκε από την καρέκλα, φόρεσε το ημίψηλο καπέλο του, πήρε το μπαστούνι του και βγήκε από το γραφείο του, έχοντας ένα αφηρημένο βλέμμα και ένα πλατύ χαμόγελο. Στάθηκε μπροστά από το γραφειάκι του Όντρεϊν και του έδωσε το πουγκί με τα χρυσά νομίσματα. «Πήγαινε αυτά στον Νεϊνάρ και πες του να επιλύσει άμεσα το πρόβλημα που υπάρχει με τον κύριο Ρούμιθ». «Μάλιστα, κύριε Ράφλεϊ. Πείτε ότι έγινε κιόλας. Καλό σας απόγευμα». «Καλό απόγευμα, Όντρεϊν». Η άμαξα ήταν σταματημένη απέξω. Όταν φάνηκε ο Κρίστιαν, ο αμαξάς κατέβηκε για να ανοίξει την πόρτα και να τον υποδεχτεί. Χοντρές στάλες άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό – έμοιαζαν μαντατοφόροι άγριας καταιγίδας. Η μέρα ξαφνικά άρχισε να ντύνεται με τα ρούχα της νύχτας. Στην αριστερή γωνιά του κτιρίου παραμόνευε κρυμμένος ο Τρελογενειάδας. Μόλις τον αντίκρισε έτρεξε καταπάνω του. 26
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
«Εσύ! Μ’ ακούς, εσύ! Ήρθε σου λέω τη νυχτιά. Σπίτι είναι όμως; Δεν ξέρω. Από ψηλά κατέβηκε. Από την καταχνιά βγήκε, πλάι από την εκκλησιά κάθισε κι εκεί θα στέκει τώρα». Όταν αντιλήφθηκε ο αμαξάς πως ο τρελός λίγο ήθελε για να γραπώσει τον κύριο Ράφλεϊ από τον ώμο, δίχως δεύτερη σκέψη, όρμησε και τον έσπρωξε. Ο Τρελογενειάδας απέφυγε την επίθεση, κοίταξε και τους δυο με απέχθεια και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, μονολογώντας. Ο αμαξάς χτυπούσε με μανία το καμουτσίκι του στα κατάμαυρα άλογα. Εκείνα, καλπάζοντας σαν τρελαμένα, διέσχιζαν τους πλακόστρωτους δρόμους. Λασπωμένα νερά πετάγονταν αριστερά και δεξιά, καθώς και κάτω από την άμαξα. Η καταιγίδα είχε ξεσπάσει απότομα και έχοντας για συντροφιά έναν λυσσαλέο άνεμο, θύμιζε θεομηνία. Κάποιες λεύκες λύγιζαν τόσο από την ορμή του, που τα κλαδιά τους χτυπούσαν στα πλάγια την άμαξα και τον ίδιο τον οδηγό. Τα ύδατα που ορμητικά κατέβαιναν από τις πλαγιές του βουνού, είχαν διαμορφώσει διάφορα ρυάκια, άλλα πιο βαθιά και άλλα πιο ρηχά – δημιουργούσαν δυνατές αναταράξεις σε κάθε πέρασμα της άμαξας. Τα άλογα ρουθούνιζαν εξουθενωμένα. Ο Κρίστιαν κοιτούσε προς την ανταριασμένη θάλασσα και φαινόταν απόλυτα ψύχραιμος και ήρεμος. Αλλά αν κάποιος κατάφερνε να διαβάσει τη σκέψη του, θα διαπίστωνε πως η ταραχή και η ανησυχία είχαν θρονιαστεί μέσα της – δύο υποψήφιες βασίλισσες, που η μια προσπαθούσε να πάρει το στέμμα από την άλλη με κάθε τρόπο. Η ισορροπία μέσα του θα επερχόταν μονάχα τη στιγμή που θα αποφάσιζε να εξοστρακίσει την τελευταία φράση του τρελού. Από την καταχνιά βγήκε, πλάι από την εκκλησία κάθισε κι εκεί θα στέκει τώρα. Μια φράση που συνέδεσε μονομιάς με τη γριά και το ραφείο της. Από τη μία σκεφτόταν πως αυτός ο αλαφροΐσκιωτος ίσως να άκουσε με κάποιο τρόπο τη συζήτηση που είχαν το πρωί και να ήθελε να τον χλευάσει. Αλλά πώς; Με ποιον τρόπο να είχε ακούσει αυτά που είχαν ειπωθεί; Από την άλλη, συλλογιζόταν μήπως ήταν γνώριμος της γριάς και του είχε μιλήσει η ίδια για τη συνάντηση και όσα ειπώθηκαν. Θέλοντας και ο ίδιος να βάλει ένα τέλος σε αυτόν τον παραλογισμό, 27
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
απέρριψε και τις δύο αυτές εκδοχές, χρεώνοντάς τες στην αχαλίνωτη φαντασία του. Η άμαξα πέρασε την πύλη της έπαυλης με τα άλογα να σέρνουν τα πόδια τους, τα κεφάλια τους χαμηλωμένα στη γη και τις γλώσσες τους να κρέμονται σαν νεκρές. Ο Ραμψέος, αφού πρώτα αποχαιρέτησε τους επιβάτες του, Κρίστιαν και Φλέικ, κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Ξέζεψε με βιαστικές κινήσεις και μετέφερε τα άλογα στο εσωτερικό του. Αφού τα περιποιήθηκε βάζοντάς τους νερό και αρκετό σανό, βγήκε έξω κλείνοντας τη μεγάλη ξύλινη πόρτα. Άρπαξε το τετράτροχο αμαξωτό με τα γερά του χέρια και το οδήγησε στον αποθηκευτικό χώρο που έστεκε κολλητά στον στάβλο. Βέβαιος πια ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη εκκρεμότητα να τακτοποιήσει, προχώρησε περίπου τριάντα μέτρα, με τη βροχή να μαστιγώνει το ακμαίο πρόσωπό του και τα πόδια του να βουλιάζουν στα λασπόνερα, φτάνοντας στη μικρή του οικία· το πέτρινο σπιτάκι του κήπου. Άναψε τη σόμπα και έβαλε στεγνά ρούχα και χωρίς καν να σκεφτεί να φάει κάτι, έπεσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε.
28
4 ΣΤΟ ΣΠIΤΙ ΤΟΥ ΧΑΣAΠΗ Στο σπίτι του Λεονάρντ Ντινό, του χασάπη, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο πάνω από το κρεοπωλείο, δεν έλειπε ποτέ το κρέας. Εκείνη τη βραδιά η γυναίκα του, η Τίνα, καψάλιζε στα πυρωμένα κάρβουνα του τζακιού τρία μεγάλα λουκάνικα. Ήταν μια νεαρή κοπέλα στον εικοστό πέμπτο χρόνο της ζωής της, που φημολογείται ότι ο χασάπης την είχε αγοράσει από ένα σκλαβοπάζαρο μιας μακρινής χώρας του Βορρά, όταν ήταν ακόμα ναυτικός και ταξίδευε σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο. Τη χρονιά που έφτασαν οι δυο τους εδώ, η Τίνα ήταν μόνο δώδεκα χρονών. Όταν κάποιοι από τους κατοίκους της πόλης τον ρωτούσαν τι γύρευε με αυτό το κορίτσι, εκείνος απαντούσε πως ήταν η μοναχοκόρη ενός φίλου του ναυτικού, του οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει. Όταν και ο φίλος του χτυπήθηκε από μια βαριά και ανίατη ασθένεια, του ζήτησε, σαν πεθάνει, να πάει στο ίδρυμα όπου είχε αφήσει την κόρη του και να την πάρει κοντά του, με την προϋπόθεση ότι θα άφηνε πίσω του τη ζωή του ναυτικού και να τη μεγαλώσει σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Ο Λεονάρντ Ντινό, λοιπόν, πραγματοποίησε την τελευταία επιθυμία του καρδιακού του φίλου. Η Τίνα μεγάλωσε με πολλές δυσκολίες και σκληρότητα κάτω από τη σκιά του χασάπη, δίχως περαιτέρω μόρφωση από αυτήν που ήδη κατείχε, και δίχως καμιά χαρά να φωτίζει τη μίζερη ζωή της. Ακόμα και πιο μετά, όταν έπεσε –παρά τη θέλησή της– στα νύχια του ερωτευμένου χασάπη καμιά ελευθερία δεν της δόθηκε. Ήταν αιχμάλωτη σε μια πόλη που δεν γνώριζε κανέναν και όλοι την κοιτούσαν με μισό μάτι. Λες και φοβούμενοι να κοιτάξουν με κάποιο ύφος καχυποψίας τον χασάπη, μην τυχόν και τους πάρει χαμπάρι, κοιτούσαν εκείνη, που ήταν ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. 29
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
Με τη ματωμένη ποδιά στα χέρια, ο χασάπης, σβαρνίζοντας τα χοντρά του πόδια στα σκαλοπάτια, ανέβαινε την ξύλινη σκάλα, που συνέδεε το κρεοπωλείο με το σπίτι του. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του σπιτιού κοίταξε για λίγο την Τίνα που σκάλιζε τα κάρβουνα και γυρνούσε τα ζουμερά λουκάνικα στη σχάρα, και με την αρπάγη μιας γερής ρουφηξιάς κατέβασε ως τα πνευμόνια του κάμποση από τη λαχταριστή μυρωδιά που κυρίευε το σπίτι. Απαλλάχτηκε γρήγορα από τη ματωμένη του ποδιά, πετώντας την κάτω, κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι. «Από τη μυρωδιά και μόνο, φαίνεται πόσο μεγάλος τεχνίτης είμαι στα λουκάνικα. Πού να τα γευθείς κιόλας!» Με τα βρόμικα χέρια του χούφτωσε το αχνιστό ψωμί που βρισκόταν στη μέση του τραπεζιού. Έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι και απόλαυσε αργά κάθε του μπουκιά. «Επιτέλους, Τίνα, βγάλ’ τα απ’ τη φωτιά, τα αναθεματισμένα! Μου σπάσανε τη μύτη. Αυτά και άψητα τρώγονται, όχι τόσο που τα έψησες εσύ. Πάντα τα αφήνεις τόσο πάνω στη φωτιά, που όλη η νοστιμάδα τους πέφτει μέσα στη στάχτη». Η Τίνα έβαλε στην πήλινη πιατέλα βιαστικά τα τρία λουκάνικα και την απίθωσε πάνω στο τραπέζι. Κάθισε και εκείνη σε μια καρέκλα. Στο τραπέζι υπήρχε φαγητό, κρασί και η αύρα της σιωπής. Η τελευταία χανόταν μόνο όταν τα κροταλίσματα των πιρουνιών και των πιάτων την έπαιρναν στο κατόπι σαν άγρια σκυλιά. Όταν τέλειωσαν το γεύμα τους, η Τίνα έκλεισε τα μάτια της πλημμυρισμένη από ικανοποίηση και έκανε τον σταυρό της. Αμέσως μετά κίνησε να σηκωθεί, αλλά η αγριεμένη φωνή του χασάπη την έκανε να ξανακάτσει άτσαλα και τρομαγμένη στη θέση της. «Τι κάνεις τον σταυρό σου, μωρή αναθεματισμένη και καλείς εδώ μέσα τους δαίμονες; Λες και δεν σου έχω μιλήσει αρκετά για τις θρησκείες. Όλες είναι άπληστες. Γεννημένες από μυαλά άπληστων ανθρώπων. Αιματοβαμμένες από των αθώων το αίμα. Αμαρτωλές· καθεμιά με τον τρόπο της έφερε δεινά σε όσους δεν πίστευαν σε αυτήν, μέχρι να αναγκαστούν να τη λατρέψουν. Πες μου, είναι όλες αυτές πράξεις ενός καλοκάγαθου Θεού όπως τον παρουσιάζουν; Ή έστω υπηρετούν έναν 30
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
καλό Θεό; Όλες οι θρησκείες, θρησκείες του σατανά είναι και αυτών που διψάνε για αίμα και πιστούς. Που στο όνομα, τάχα, κάποιου καλού Θεού κλέβουν, καταπατούν και φονεύουν. Όλες οι θρησκείες ανήκουν σ’ αυτό το μαύρο πνεύμα, αλλά αδυνατούν, λόγω ανοησίας, να το αποδεχτούν οι υπηρέτες τους, παρ’ όλο που κάνουν τα πάντα ώστε να μην πάψει ποτέ να ισχύει κάτι τέτοιο». Η Τίνα έτρεμε από θυμό και τα ματιά της πετούσαν σπίθες. «Ίσως να έχεις και δίκιο. Αλλά τι θες να κάνω; Εάν δεν πιστέψω και σε κάτι εδώ μέσα, θα τρελαθώ. Άλλωστε, εσύ μόλις τώρα δεν είπες, στο περίφημο κήρυγμά σου, ότι κανείς δεν πρέπει να επιβάλει σε κανέναν, με οποιοδήποτε τρόπο, πού να πιστεύει και πού όχι. Αυτό δεν εννοούσες πριν από λίγο ή κάνω λάθος;» Ο Λεονάρντ Ντινό, φανερά σε θέση αμηχανίας από την αντεπίθεση της γυναίκας του, δάγκωσε με δύναμη τα χείλη του. Επανήλθε και η παλάμη του δεξιού του χεριού προσγειώθηκε αστραπιαία στο αριστερό μάγουλό της. «Μάζεψε το τραπέζι, μωρή, και πάψε να μιλάς! Βρομίζεις το σπίτι μου. Σε μάζεψα εδώ μέσα, σε έχω αρχόντισσα στα πούπουλα κι εσύ μου βγάζεις γλώσσα. Έχε χάρη που είμαι πονόψυχος άνθρωπος και σε αγαπάω κιόλας, ειδάλλως θα στην ξερίζωνα από τη ρίζα». Η Τίνα, αφού αποδεσμεύτηκε με δυσκολία από το χοντροκομμένο χέρι του χασάπη, πήρε μονομιάς όλα τα αντικείμενα που χρειάζονταν πλύσιμο, εκτός από την κανάτα με το κρασί, και πήγε στην κουζίνα με υγρά μάτια και τρεμάμενα πόδια. Ο χασάπης, γέμισε την κούπα του με κρασί και κάθισε πλάι από το τζάκι, στο παράθυρο, κοιτώντας κάτω τον δρόμο. Η ομίχλη είχε αρχίσει να κατεβαίνει, καλύπτοντας το πάνω μέρος της εκκλησίας. Η βροχή δυνάμωνε. Έβγαλε από την τσέπη του τα σπίρτα και αφού άναψε τον ναργιλέ δίπλα του, άρχισε να ρουφάει με όρεξη και ευχαρίστηση τον καπνό. Καθώς παρατηρούσε τις άμαξες και τους λιγοστούς ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν κάτω από το σπίτι του, με βιάση, σαν δαιμονισμένοι, διέκρινε απέναντι –λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, στην άγονη και αταίριαστη για την πόλη αλάνα– κάτι που φάνταζε ακόμη πιο δαιμονικό. Ένα κοντό μαύρο πράγμα, ασάλευτο, σαν σκιά, που δύσκολα 31
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
διέκρινε κανείς αν ήταν ζώο, άνθρωπος, ή κάτι άλλο. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε τέσσερις φορές. Ο χασάπης έβγαλε το στρογγυλό ρολόι από το τσεπάκι του γιλέκου του, για να τσεκάρει αν είναι ακριβές· και αφού το κούρδισε, το ξανάβαλε στη θέση του. Πίνοντας πρώτα μια γουλιά από το κόκκινο κρασί, έριξε πάλι το βλέμμα του σε εκείνη τη σκιά. Παρατηρούσε απορημένος. Σαν να είχε μαγνητιστεί από αυτό που έβλεπε και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από πάνω του. Χωρίς να κουνηθεί απευθύνθηκε στη γυναίκα του και της ζήτησε να τον πλησιάσει. «Το βλέπεις αυτό εκεί; Τι είναι; Εσύ έχεις πιο γερά μάτια από εμένα. Το διακρίνεις αυτό μέσα στην ομίχλη; Για τι σου μοιάζει;» ρώτησε με ανυπομονησία. «Είναι απλώς μια φιγούρα», του αποκρίθηκε αδιάφορα και ψυχρά, γυρνώντας την πλάτη της για να φύγει. Εξαφανίστηκε μέσα στην κάμαρα. «Είσαι σίγουρη; Είναι μόνο μια φιγούρα;» τη ρώτησε ξανά, δίχως να πάρει καμιά απάντηση· χωρίς να πτοηθεί από την αδιαφορία της, για κάτι που για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωθε να του σφίγγει το στομάχι. «Τι φιγούρα ακριβώς είναι; Ανθρώπου; Ζώου; Τι στον διάβολο είναι αυτό το κατράμι απέναντι;» Τίποτα δεν ακούστηκε από μέσα. Καθόταν στην πολυθρόνα με τη μύτη του σχεδόν να ακουμπά στο τζάμι. Μισόκλεινε τα μάτια του μήπως και εστιάσει καλύτερα. Κάρφωναν σαν λεπίδες την απέναντι μεριά, λες και ήθελαν να σκίσουν την ομίχλη στα δύο για να ανοίξουν μια διάπλατη είσοδο στο βλέμμα. Μα η ομίχλη ήταν μια επίμονη κυρά εκείνη τη μέρα, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή – πυκνώνοντας συνεχώς το θεόρατο σώμα της με απληστία. Ο χρόνος ταξίδευε μέσα από δευτερόλεπτα και λεπτά, πλησιάζοντας την πέμπτη ώρα του απογεύματος, ενώ ο χασάπης εξακολουθούσε να έχει βυθισμένο το βλέμμα του μέσα στην ομίχλη. Ξαφνικά τα μάτια του ανοιγόκλεισαν, καθώς είδαν αχνά μέσα στο θολό τοπίο τη μαύρη φιγούρα να σαλεύει, να ορθώνεται, να γίνεται σχεδόν διπλάσια. Τότε μόνο σιγουρεύτηκε ότι ήταν άνθρωπος καθισμένος που σηκωνόταν να περπατήσει. Εκεί κοντά ήταν σταματημένο και ένα 32
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
κάρο, όπου δύο άντρες ξεφόρτωναν δοκάρια και τάβλες, μεταφέροντας τα ως το σημείο που καθόταν πριν από λίγο η παράξενη φιγούρα. Παρατηρούσε τα πάντα. Κάθε κίνηση, με αμείωτο ενδιαφέρον. Έμοιαζε λες και κοιτούσε ένα πορτρέτο αφηρημένης τέχνης, προσπαθώντας να ξεχωρίσει μέσα από τα μπερδεμένα χρώματα το βαθύτερο και κρυμμένο νόημα του ζωγράφου. Δεν τον ένοιαζε ο χρόνος που κυλούσε, ούτε τον ενδιέφερε η ξεκούραση που τον καρτερούσε στο μαλακό του στρώμα. Αυτός κοιτούσε και κάπνιζε. Κάπνιζε και κοιτούσε, καθώς το σκοτάδι πλησίαζε και η μέρα χανόταν. «Μα, ναι!» κραύγασε ξαφνικά ο χασάπης με ενθουσιασμό, ενώνοντας και τρίβοντας με δύναμη τα χέρια του. «Αυτό είναι το κάρο του Αλέον Αρ, του ξυλουργού. Εκείνοι που μεταφέρουν τα ξύλα θα είναι οι δύο γιοί του. Μα τι γυρεύουν εδώ αυτά τα υλικά, τόσο μακριά από την εκκλησία; Τι ετοιμάζει πάλι αυτός ο θρησκόληπτος δήμαρχος; Κανένα παρεκκλήσι, ίσως;» είπε και γέλασε με ειρωνεία, φέρνοντας ταυτόχρονα το ποτήρι με το κρασί στα χείλη του. Η κινητικότητα συνεχιζόταν. Οι δύο άντρες μετέφεραν συνεχώς αντικείμενα, ενώ ένας τρίτος, που μόλις είχε κατέβει από τη θέση του οδηγού στον πλακόστρωτο δρόμο, έστεκε αντικριστά με τη μαύρη παρουσία και πιθανότατα συνομιλούσε μαζί της. Tο κάρο έφυγε και η νύχτα έπεσε. Σκοτάδι σκέπασε τους δρόμους και την πόλη. Ο χασάπης δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο πια, παρά μόνο μερικά φανάρια που άναβαν στους έρημους δρόμους. Σηκώθηκε και πήγε στην κάμαρα να ξαπλώσει πλάι στην Τίνα – όσο εκείνη διάβαζε ένα μικρό δερματόδετο βιβλίο. Πάνω από το ρυάκι, με τα μάτια της να λάμπουν, έστεκε η Μέρλο. Το καυτό νερό μέσα στο αυλάκωμα έτρεχε με μανία προς τη θάλασσα. Η αλεπού έστεκε πίσω της και παρακολουθούσε. Η γριά έπιανε τάβλες και μαδέρια και τα πετούσε στο νερό. Όλη η ξυλεία που της είχε φέρει ο Αλέον Αρ ταξίδευε τώρα στο αυλάκωμα. Όλο αυτό δεν κράτησε πάνω από δύο ώρες. Η Μέρλο, αν και ολοφάνερα κουρασμένη και καταπονημένη από τα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω της, επέδειξε τρομερή δύναμη και γρηγοράδα στην όλη διαδικασία. 33
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
Όταν τέλειωσε, επέστρεψε στο σημείο που βρισκόταν το αόρατο ραφείο και μπήκε μέσα. Φάνηκε να σκύβει και να ψαχουλεύει κάτι στον αέρα. Πάνω από το υγρό χώμα, μέσα στη μανιασμένη καταιγίδα –που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να την αγγίξει–, ξεκίνησε να σπρώχνει, κάτι να ανοίγει, κάτι να πετάει και στο τέλος, κάτι να σφίγγει στα χέρια της και να βγαίνει πάλι έξω. Ό,τι κρατούσε στα χέρια της ξάφνου φανερώθηκε. Ήταν ένα λευκό δερμάτινο πουγκί. Βούτηξε το χέρι της μέσα σε αυτό, και άρχισε να φέρνει βόλτες γύρω από το σημείο που ήταν το ραφείο. Όταν έβγαλε το χέρι της από το πουγκί, έσταζε από τα ακροδάχτυλά της ένα πηκτό μαύρο υγρό, που έμοιαζε με πίσσα μπερδεμένη με χώμα. Τότε άπλωσε το λερωμένο χέρι της στον αέρα, σαν να ακουμπούσε κάπου· εκεί ήταν που φάνηκε το πρώτο δοκάρι. Ύστερα μια τάβλα, η αρχή ενός παραθύρου, μεγάλα καρφιά μπηγμένα στα ξύλα· η βάση του ραφείου άρχισε να εμφανίζεται. Όταν έγινε ορατό ολόκληρο το ραφείο, ως το ύψος του στήθους της, ξέπλυνε το χέρι της στη βροχή και πιάνοντας ένα σφυρί, άρχισε να βαρά με δύναμη τα ήδη μπηγμένα καρφιά. Ο εκκωφαντικός θόρυβος ξεχώριζε από τις βροντές και ακουγόταν σε μεγάλη απόσταση. Ορισμένα σπίτια, που βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, φωτίστηκαν. Φιγούρες αγουροξυπνημένων ανθρώπων εμφανίστηκαν στα παράθυρα. Όταν τις αντιλήφθηκε, η Μέρλο μείωσε τα χτυπήματα και σταδιακά σταμάτησε να βαράει με το σφυρί. Κανείς δεν μπορούσε να τη δει μέσα στο σκοτάδι – εκτός αν έριχνε το φως της μια επερχόμενη αστραπή. Η ομίχλη εξακολουθούσε να κρύβει τα πάντα γύρω της. Η αλεπού γυρόφερνε στα πόδια της και χοροπηδούσε χαδιάρικα. Η Μέρλο κάθισε σε ένα ξύλινο τελάρο, αφού πρώτα το ανασήκωσε για να τρυπώσει από κάτω η αλεπού και έμεινε εκεί παρατηρώντας τα παράθυρα των σπιτιών, ένα προς ένα, να σκοτεινιάζουν και πάλι. Ένα μονάχα παρέμενε φωτεινό και η γριά είχε κολλήσει το βλέμμα της πάνω του. Από την αόρατη σκεπή του ραφείου, το νερό από τη βροχή έπεφτε σαν να το έριχναν με κουβάδες. Η ομίχλη όμως, αυτήν την ώρα, ήταν τόσο πυκνή που έκρυβε καλά αυτό το σκηνικό –ώστε να μην μπορεί κανείς να αντιληφθεί το παραμικρό. Τα χέρια του έτρεμαν ακόμα από τον ύπνο. Χρειαζόταν οπωσδήποτε μια πρέζα δυνατού καφέ. Γι’ αυτό, βέβαια, φρόντιζε η Τίνα, που έβραζε 34
ΤΟ ΡΑΦΕIΟ
ένα γερό χαρμάνι σε ένα μπρίκι ακουμπισμένο πάνω στα κάρβουνα. Ο Λεονάρντ Ντινό μπορεί να ήταν ένας από τους πλέον αναίσθητους ανθρώπους του κόσμου, αλλά όταν κοιμόταν, κατά έναν περίεργο τρόπο, όλες του οι αισθήσεις υπερλειτουργούσαν. Γι’ αυτό και εκείνο το βράδυ, λόγω των εκκωφαντικών βροντών, δυσκολεύτηκε πολύ να κοιμηθεί. Μα και όταν τον έπαιρνε ο ύπνος κάποιες στιγμές, ξυπνούσε από τους κρότους μουρμουρίζοντας σαν σε παραζάλη και ύστερα κοιμόταν ξανά. Ώσπου κάποια στιγμή, κατά τις τεσσεράμισι το πρωί ξύπνησε από πολλαπλούς δυνατούς ήχους, που έμοιαζαν να έρχονται από συμφωνική τυμπάνων. Νόμιζε ότι έγινε κάποια εξέγερση από εκείνους τους άθλιους, που ζούσαν τρυπωμένοι στις παλιές αποθήκες του λιμανιού, κουλουριασμένοι σε βρομόπανα. Διότι, κάποιες φορές, όταν ξύπναγαν από τη λήθη τους, ξεσηκώνονταν εναντίων των ευπρεπών και δυνατών αυτής της πόλης. Χωρίς σοβαρές επιπτώσεις τις περισσότερες φορές, αλλά κάποιες άλλες προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα και ζημιές. Έτσι λοιπόν, σκεπτόμενος την εξέγερση, πετάχτηκε από το κρεβάτι του, άναψε ένα κηροπήγιο και πήγε αλαφιασμένος ως το παράθυρο. Ο μοναδικός που κάνει επανάσταση εδώ είναι ο ουρανός, σκέφτηκε και κοίταξε το ρολόι που κρεμόταν πάνω από το τζάκι. Μα είναι αργά για να πλαγιάσω ξανά. Έτσι κάθισε στην ίδια πολυθρόνα που καθόταν το απόγευμα και βάζοντας μια δυνατή φωνή, σήκωσε τη γυναίκα του στο πόδι για να του βράσει καφέ. Έπινε το ρόφημά του και χάζευε ήρεμος το απέραντο σκοτάδι. Φαινόταν να διασκεδάζει με τους υπέροχους σχηματισμούς των αστραπών, καθώς, ταυτόχρονα, ένιωθε το λευκό τους φως να αγγίζει το πρόσωπό του. Γι’ αυτό και γούρλωνε τα μάτια του, λες και ήθελε να απορροφήσει κάθε τους φωτεινή δέσμη. Η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να χτυπά πέντε φορές. Εκείνη τη στιγμή, το βλέμμα του χασάπη σταμάτησε και πάλι σε μια σκοτεινή παρουσία. Αλαφιάστηκε, τινάχτηκε όρθιος και πλησίασε στο τζάκι για να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς του. Μα τι ήταν αυτό το αναθεματισμένο, που έμοιαζε να έχει στραμμένο το κεφάλι του προς τα εδώ; αναλογίστηκε, φανερά προβληματισμένος. Τι στο καλό με έπιασε τούτο το πρωινό και φοβάμαι ακόμα και τον ίδιο μου τον ίσκιο, τους περαστικούς… τα πάντα; 35
ΣΠΎΡΟΣ ΑΝΈΜΗΣ
Πλησίασε και πάλι το παράθυρο, έτοιμος να αντικρίσει την ίδια φιγούρα. Κανείς δεν βρισκόταν εκεί. Σκούπισε με το μανίκι του τη θολούρα από τα ίδια του τα χνώτα πάνω στο τζάμι και ξανακοίταξε ακόμα πιο προσεχτικά. Και πάλι τίποτα. «Μάλλον με επηρέασαν τα σκοτεινά ονείρατα που έβλεπα τη νύχτα. Τα πήρα μαζί μου και σαν ξύπνησα, μου φαίνεται», είπε αστειευόμενος στον εαυτό του. Ετοιμάστηκε και πάλι να πάρει θέση, μα καθώς έγειρε το κορμί του προς τα μπροστά, η ματιά του έπεσε στον εξωτερικό χώρο του κρεοπωλείου. Κάτω από το φως του φαναριού, ο χασάπης είδε τη μαυροφορεμένη παρουσία με το κουκουλωμένο κεφάλι της στραμμένο προς το παράθυρο. Παρά το ξάφνιασμά του, τα μάτια του άστραψαν όταν θάρρεψε ότι θα κατάφερνε να δει το πρόσωπο του παράξενου ξένου. Η σκοτεινή φιγούρα γύρισε απότομα την πλάτη προς τον χασάπη και χάθηκε στην ομίχλη. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει ο Λεονάρντ Ντινό, χωρίς όμως να είναι απολύτως σίγουρος, είναι ότι επρόκειτο για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. Λίγο η κορμοστασιά, λίγο το δυσκίνητο περπάτημα και εκείνο το πρόσωπο, το οποίο έμοιαζε σαν χαρακωμένο, τον έπεισαν για την προχωρημένη ηλικία εκείνου που βάλθηκε να τον τρελάνει. Έριξε το κορμί του στο μαλακό κάθισμα που αποζητούσε και καταπιάστηκε με τη φιλντισένια πίπα του. Αφού πρώτα την άρπαξε βιαστικά από το στρογγυλό τραπεζάκι, πήρε το αναμμένο κηροπήγιο και την πύρωσε. Ένας βαρύς καπνός ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Η Τίνα σέρβιρε τον βραστό καφέ στον άντρα της και ξάπλωσε να αποκοιμηθεί. Τον χασάπη έδειχνε μα μην τον βαραίνει καμία σκέψη πια. Έτσι, όπως ήταν βυθισμένος στην πολυθρόνα του, αγνάντευε το ξημέρωμα που πρόβαλε δειλά πάνω από την πόλη, σαν καράβι που φτάνει στον προορισμό του και αράζει. Το πρωί η βροχή είχε κοπάσει. Μαζί με εκείνη και ο άνεμος. Μονάχα η ομίχλη επέμενε ακόμα, αλλά και πάλι, η ορατότητα στους δρόμους ήταν πολύ καλύτερη. Έξω από το κρεοπωλείο του Ντινό ήταν σταματημένο ένα κάρο. Ένας μαυριδερός άντρας χαμηλού αναστήματος τραβούσε με το ζόρι μια κατσίκα και ένα κατσικάκι μέσα στο κρεοπωλείο. Όταν ο 36