
απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Πρόλογος
Παύλο, σου γράφω από το σπίτι στην Αθήνα που παραμένει τρελή, ολοφώτιστη τη νύχτα, τη μέρα σκοτεινή. Τα φυτά στο μπαλκονάκι μου έχουν σαλτάρει. Νοέμβρης μήνας κι είναι σαν άνοιξη. Ανθίζουνε ξανά, λίγο πριν τον χειμώνα που όπως ξέρουμε καλά, θα έρθει ένα βράδυ ξαφνικά. Για την ώρα, η ευεπίφορος φύσις των, ακολουθεί τον ήλιο και ο μήνας έχει εννιά.
Παύλο, τώρα που το σκέφτομαι, κάπως έτσι διέλαθες την προσοχήν των γονέων και ξεπήδησες ως «άνθος τού κακού» αδιαφορώντας για την ημερολογιακή
ταραχές
που παραμένουν κλεισμένες στο ψυγείο. Τα κλειδιά τα κρατά η μαμά, ο μπαμπάς κυκλοφορεί ακόμα με σακουλάκια των τριάκοντα και επιβάλλει αγοράζοντας σιωπή. Κρίμα που δεν είσαι τριγύρω να δεις κι εσύ και να θαυμάσεις τα πιστοποιημένα άνευ διδασκάλου 6μηνα σεμινάρια και υπερπλούσια διάσπαρτα διαδικτυακά (και όχι μόνο) συμβουλευτικοφροντιστικά Μόρλοκς και αναγνωρισμένα κέντρα όπου οι ασθενείς μπορούν αφού πληρώσουν κι εφ’ όσον πληρούν τις προϋποθέσεις, να ουρλιάξουν σιωπηλά. Σε ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις,
το κόκκαλο, προκαλώντας στους πολίτες πανικό! Τις Κυριακές κι ενώ γυρνάμε μοναχοί, συναντάμε ξέμπαρκους θεούς, άστεγους, παρίες και τρελούς κι όταν σκοτεινιάζει ξεχύνονται απ’ τα υπόγεια μαύροι ποντικοί μ’ ελληνικές σημαίες και σταυρούς κι έτσι τρέχουμε γυμνοί μέσα στο κρύο και για να μη στα πολυλογώ, από τη διαδήλωση φεύγουμε με τη γεύση τού μισού.
Παύλο, ήταν μεγάλη μαλακία να πιστέψουμε ότι θάψαμε όλους τους νεκρούς γιατί όσο λείπεις φίλε, να ξέρεις έχουμε θάψει πολλούς και τελειωμό δεν έχει. Είναι και η ηλικία βλέπεις... Όμως παρ’ όλο το θανατικό, πάντα κάποιον θα βρίσκεις να τα λες κι ας τρέχει ο άνεμος μπροστά. Παύλο, αν σε ζάλισα και βαριέσαι να το διαβάσεις όλο, κράτα αυτό: ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΠΛΕΟΝ ΤΟΣΟ ΚΡΎΟ ΣΤΗΝ ΑΛΑΣΚΑ Σε φιλώ πολύ Θέκλα Ύ.Γ. Σου στέλνει φιλιά και ο θείος σου. Θέκλα Τσελεπή
Εισαγωγή
«Γύρω στο ’70 έγραφα στίχους του δρόμου, πιο αλήτικους, πιο άμεσους. Ο Μπάμπης ο φλου».
Π.Σ. Ο μύθος θέλει τον Παύλο Σιδηρόπουλο (1948-1990) ροκεντρολίστα «Πρίγκιπα» και «άγιο των Εξαρχείων», αυτόν, έναν Κυψελιώτη γεννημένο στη Θεσσαλονίκη. Τον θέλει επίσης συνδεδεμένο με το τραγούδι «Να μ’ αγαπάς», το οποίο δεν έγραψε ο ίδιος και δεν το τραγούδησε ποτέ, σε κανένα live του, όσο ζούσε. Κι άντε να ξεμπερδέψεις με τους μύθους. Στο ανά χείρας βιβλίο δεν θα εξετάσουμε τον βίο και την πολιτεία του στο πλαίσιο της εποχής του, ζήτημα που
θα λύσουμε εδώ τις διαφορικές εξισώσεις της ορολογίας, τι «ακριβώς» είναι ροκ, πώς ξεχωρίζει από την ποπ της χρυσής νεολαίας των sixties, πώς περνάει στη μυθολογία των παιδιών με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα, πώς εισάγεται στη ντόπια show biz, πώς αποτυπώνεται στο σινεμά, το θέατρο, τη λογοτεχνία και πάει λέγοντας. Μερικά βασικά και οφθαλμοφανή ας τα θεωρήσει δεδομένα ο αναγνώστης. Για παράδειγμα, ότι ροκ με ελληνικό στίχο είχαν κάνει προηγουμένως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Γιώργος Ρωμανός, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης, η Μαρίζα Κωχ, τα Ανάκαρα, οι Poll, οι Πελόμα Μποκιού και άλλοι. Στο Φλου για πρώτη φορά το ελληνόφωνο ροκ έγινε δημοφιλές λιτά, αυστηρά γύρω από τον πυρήνα κιθάρες-μπάσο-ντραμς, χωρίς «βαλκανικές επιρροές», με ρίζες στο rhythm and blues, το rock and roll και το progressive rock. Είναι, επίσης, άλλος ένας καρπός του
πολλών ντόπιων συγκροτημάτων (τέλη sixties με αρχές seventies) να κάνουν διασκευές ξένων τραγουδιών. Οι Σπυρόπουλοι και οι φίλοι τους έπαιζαν από Muddy Waters και John Mayall μέχρι Cream, Rolling Stones και Traffic, από Lou Reed και Doors μέχρι Canned Heat, J.J. Cale – και βάλε. Εκείνη την εποχή υποχωρούσε το μεταπολιτευτικό τσουνάμι του πολιτικού τραγουδιού, δηλαδή ο Μπρεχτ στο χωριό, τα αντάρτικα και οι υψωμένες γροθιές παντού. Ο θεσμός των συναυλιών σε κινηματογραφικές αίθουσες (τα «κυριακάτικα πρωινά») παρέμενε σχετικά ανθεκτικός. Ύπήρχαν κάμποσα ροκ κλαμπ όπως το Tiffany’s στην προ Αντώνη Τρίτση Πλάκα. Και στην τσιμεντο-πρωτεύουσα τα γηπεδικά ραντεβού με τους μακρυμάλληδες fans δίνονταν σε συναυλίες στο Σπόρτινγκ. Οι διάσημοι ξένοι ροκ καλλιτέχνες δεν περιλάμβαναν την Ελλάδα στις τουρνέ τους. Τα συγκροτήματα γέμιζαν
μαζί με την –παρατραβηγμένη, νομίζω– άποψή του για την «πολύ rock and roll» προσωπικότητα του εκ μητρός προπάππου του, Γιώργου Ζορμπά (1865-1941) – «Αλέξη» στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. «Είμαι δισέγγονος του Ζορμπά, και ως γνωστό ο Ζορμπάς ήταν rock and roll, όπως και να το κάνουμε. Και πολύ μάλιστα. Αυτό μας το λέει κι ο Καζαντζάκης. Απ’ την άλλη μεριά όμως, έχω και σπέρμα από τη γενιά των Αλεξίου. Της Έλλης της Αλεξίου (σ.σ.: συγγραφέως και παιδαγωγού, 1894-1988) η οποία είναι θεία μου. Κι έτσι έχω μέσα μου και τον διανοούμενο και τον αλήτη. Από τη σύγκρουση αυτών των δύο βγαίνει άλλοτε καταστροφή κι άλλοτε δημιουργία» έλεγε. Στην καταστροφή εντάσσεται η εξάρτηση από τοξικές ουσίες, αν και –προσοχή– την εποχή του Φλου δεν κάνει ακόμα ενέσεις ηρωίνης και το φθινόπωρο
τος Σπυριδούλα στη σύνθεση που ηχογράφησε το Φλου. Τους ευχαριστώ και τους δύο από καρδιάς. Ανέσυραν απλόχερα μνήμες και συνειρμούς, διατύπωσαν με νηφαλιότητα προσωπικές εκτιμήσεις. Ευχαριστώ επίσης τον «προδρομικό» τραγουδιστή της Σπυριδούλας Γιώργο Κοτσμανίδη και τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο για τη μαρτυρία τους, τη Θέκλα Τσελεπή για τον εξαιρετικό πρόλογο-επιστολή στον Παύλο, όπως και τον Σιδερή Πρίντεζη, τον Νικόλα Ζηργάνο, τον Χριστόφορο Κάσδαγλη, τη Σταυρούλα Μουσούλη και βεβαίως τον υπεύθυνο της ελληνικής σειράς «33 1/3» των Εκδόσεων Οξύ, παλαιό γνώριμο (πόσα φεγγάρια και πόσα σκοτάδια από το 1987;) Μάκη Μηλάτο. Το βιβλίο αφιερώνεται στην Αθηνά – αγάπη μόνο. Γιώργος Ι. Αλλαμανής
Ο Παύλος, ο Τόλης, οι Σπυρόπουλοι και μια ροκ εντ ρολ περιπέτεια «Η συνεργασία μας άλλαξε τη ζωή μου. Μέσα από την ηχογράφηση του Φλου έκανα το άλμα από την εφηβεία στη μουσική ενηλικίωση. Όλα αυτά που βρίσκονταν μέσα μου σε ομιχλώδη κατάσταση πήραν συγκεκριμένη μορφή και κατεύθυνση και, βέβαια, η επιρροή του Παύλου σε όλη αυτή τη διαδικασία υπήρξε καταλυτική». Βασίλης Σπυρόπουλος Εν αρχή ην ο Παύλος γύρω στο 1976. Τα πρώτα τραγούδια του, το άσβεστο πυρ στο εγωκεντρικό Πρυτανείο της ψυχής του. Η αδυναμία
Δίσκοι γυρνούσαν στο πικάπ, μαγνητικά ίχνη ζωντάνευαν το μπομπινόφωνο και το κασετόφωνο στο πατρικό του, πρώτα επί της Βλαβιανού 13 στα Πατήσια και, μετά το 1970, επί της Ιωάννου Δροσοπούλου 50 στην Κυψέλη. Άκουγε παθιασμένα Rolling Stones, James Brown και Famous Flames («φοβερή ρυθμομηχανή» έλεγε), Lou Reed και Velvet Underground, Eric Clapton και Cream, David Bowie και J.J. Cale. Τον Bob Dylan από τότε που ’πιασε ηλεκτρική κιθάρα. Τους Animals, τους Who, τους Canned Heat. Τους Beatles και τους Troggs στα πιο ρυθμικά τους τραγούδια, το «Come together» και το «Wild thing». Μαύρους bluesmen που τους πρόσεξε καλύτερα όταν άκουσε τον ιταλο-ουγγρικής καταγωγής Γιάνος Λαμπίτσι (1948-2019) να παίζει στην κιθάρα Muddy Waters, John Lee Hooker και Howlin Wolf. «Με ξένιζε αυτό το μαύρο, το μουντό, το βαρύ πράγμα, αλλά ταυτόχρονα με γοήτευε αφάνταστα. Γιατί εγώ δεν είμαι ροκεντρολίστας από γεννησιμιού μου. Είχα
Διάβαζε ποίηση. T.S. Eliot, Σεφέρη, Ελύτη. Είχε αφήσει πίσω του κάμποσα μισογραμμένα διηγήματα, καρπούς (μετ)εφηβικής ορμής που τον έκανε να ονειρεύεται πως θα γινόταν συγγραφέας, «Παύλος Αστέρης», να θυμίζει τον λογοτέχνη και κριτικό Μάρκο Αυγέρη (18841973) τον οποίο γνώριζε μέσω της Έλλης Αλεξίου. Σημείωνε σκέψεις του. Έγραφε ποιήματα. Διάσπαρτα χαρτιά, ατακτοποίητα.
ΓΙΏΡΓΟΣ
ΑΛΛΑΜΑΝΉΣ να περπατήσει κανείς για να μην ξεψυχήσει αόρατος και ακάτεχος. Κι ας σημαίνει Κάθοδο στην Κόλαση. Η μία όψη ήταν η ψευδαίσθηση της παντοδύναμης νεότητας. Η άλλη, η προετοιμασία για σκάκι με τον θάνατο. Και σε μια γωνιά ο ναρκισσισμός όσων βλέπουν στον καθρέφτη ότι ανήκουν στην ελίτ των καταραμένων ποιητών. Εκείνη την εποχή ήταν διπλό το βάρος στους ώμους του Σιδηρόπουλου. Πρώτον, τα ακυρωμένα όνειρα του 1973 για ένα δίσκο 33 στροφών με τα «Μπουρμπούλια». Και, δεύτερον, η συμμετοχή του σε προγράμματα και δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε άλλη μουσικοθεατρική επικράτεια από τη δική του, συνεργασία που έμελλε να σταματήσει το φθινόπωρο του 1976. Για «σατιρικό τραγουδιστή» που λέει το «Τούμπου τούμπου ζα» έγραφαν τα περιοδικά. Συνήθως στα ψιλά. Αυτοπροσδιοριζόταν πιο ευρύχωρα, ακόμη κι όταν, τρία χρόνια αργότερα, έμπλεκε σ’ ένα κουβάρι λέξεις το ΚΚΕ με την αναρχία και έβαζε τις ημιτελείς σπουδές του δίπλα στην ανασφαλή διακήρυξη
που [τρεις δια-
«Αγαπά τον Άνθρωπο»] σέβεται [δύο διαγραμμένες λέξεις: «ενδιαφέρεται για»]
κοινό του, όποιο κι αν είναι.
τον
που δηλώνει ανένταχτος
που ψηφίζει ΚΚΕ και που στην ασφάλεια έχει φάκελο Αναρχικού και θεωρήθηκε ύποπτος ότι ανήκει στη 17 Νοέμβρη. Για το Σιδηρόπουλο που επί Χούντας σπούδασε 3 χρόνια Μαθηματικός στο Αριστ. Παν. Θεσ/νίκης, γνώστη της Αγγλικής γλώσσας, έχοντας σπουδάσει 1 χρόνο σολφέζ και 1 χρόνο αρμονία κι αντίστιξη από τον γνωστό στους μουσικούς κύκλους Αινιάν. […] Τώρα είμαι με το συγκρότημα «Σπυριδούλα» και γυρίζουμε ένα μεγάλο δίσκο στην ΕΜΙ που πιστεύουμε να κυκλοφορήσει κατά το Πάσχα με τραγούδια που οι συνθέσεις και οι στίχοι είναι δικοί μου. Έχουμε δώσει
ΓΙΏΡΓΟΣ
ΑΛΛΑΜΑΝΉΣ Δημήτρη Πουλικάκου Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος (ΕΜΙ, 1976). Οι φωνές τους ενώθηκαν σε αυτοσχέδιες χορωδίες μαζί με πολλούς και πολλές, συνεργάτες και περαστικούς. Όπως στο τραγούδι «Τι μας λες», στη χορωδία που άδει παθιασμένα σε στυλ Frank Zappa: «Εμπρός όλοι μαζί παιδιά για μια καινούργια μεγάλη Ελλάδα!» Μετά από μια δύσκολη πίστα, το τρελόχαρτο απ’ τον στρατό την άνοιξη του 1976, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την απομάκρυνση από τον Μαρκόπουλο και δρομολογείται –επιτέλους– η διαδικασία
(1957-2017), κιθαρίστας των Juniors, We Five και Axis.
δε Αντώνης Τουρκογιώργης, μπασίστας και στιχουργός των επιδραστικών και επιτυχημένων (στην Ελλάδα όμως, όχι στο εξωτερικό) αγγλόφωνων Socrates, επέμενε ότι τα ελληνικά «δεν σονάρουν με το ροκ γιατί έχουνε πάρα πολλά φωνήεντα». Ο Παύλος είχε ηχογραφήσει το 1972 δύο τραγούδια με δικούς του στίχους στα αγγλικά και μουσική του συνθέτη Μιχάλη Καρρά, μπας και ενδιαφερθεί κανένας ξένος μάνατζερ. Δεν είχαν καμία τύχη. Αργότερα ξανάγραψε στα αγγλικά, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του στιχουργικού του έργου είναι στα ελληνικά. «Ο πρώτος δίσκος (σ.σ.: το Φλου) βασιζότανε περισσότερο σε rhythm and blues μαζί με folk. Τα περισσότερα κομμάτια θα μπορούσαν να παιχτούν και με μια ακουστική κιθάρα, σαν μπαλάντες. Είχα δυσκολία στο ταίριασμα της μουσικής με τον ελληνικό στίχο, δηλαδή κάπου δεν έρρεε το πράγμα. Έμπαινε και κάποια σκέψη, κάποια επιτήδευση. Στον δεύτερο (Εν
να παλέψεις. Πρώτα θα βγει λίγο κουτσό, λίγο τραυματισμένο, μετά όμως θα βρει το δρόμο του. Θέλει ειδική μελέτη… Εγώ κουράστηκα αλλά βρήκα τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας και τώρα ο στίχος κολλάει. Κοφτά, λέξη προς λέξη. Και νιώθω μεγάλη ικανοποίηση γιατί αυτό το ταξίδι το ’βγαλα πέρα μόνος μου»6 δήλωσε στο περιοδικό Μουσικό Εξπρές. Τον Μάιο του 1978, με το πράσινο φως της δισκογραφικής εταιρείας ΕΜΙ, ο Παύλος εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του σε πολύ καλά χέρια, στον Βασίλη (γενν. 1954) και τον Νίκο Σπυρόπουλο (1957-2019). Πιτσιρικάδες, με τις κιθάρες «στην πρίζα» από την εφηβεία, πολιτικοποιημένοι, μέλη αναρχικών ομάδων όπως ο πυρήνας των εκδόσεων «Διεθνής Βιβλιοθήκη» όταν το αντιεξουσιαστικό κίνημα μόλις άνοιγε τα φτερά του. Η πρώτη «μαζική» παρουσία αναρχικών στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης σημειώθηκε την Πρωτομαγιά του 1976. Καμιά 200αριά άτομα μαζεύτηκαν στο παρθενικό μαύρο μπλοκ. Τα δύο αδέλφια είχαν μόλις φτιάξει το γκρουπ
πρόβες στο κλαμπ Hobby, ένα υπόγειο στην οδό Κύπρου κοντά στην πλατεία Αμερικής. Τον Οκτώβριο μπήκαν στο Στούντιο 1 της Κολούμπια, στον Περισσό. Καλλιτεχνική σύμπραξη: «Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα», όχι μόνο προσωπικός δίσκος του τραγουδοποιού, ούτε μόνο ντεμπούτο άλμπουμ του γκρουπ. Στο πλευρό του Παύλου από νωρίς, απ’ το καλοκαίρι του 1967 και ισοβίως, βρισκόταν ο Τόλης Μαστρόκαλος. Οι δυο τους πορεύτηκαν σε φωτισμένες λεωφόρους και ανήλιαγα στενά, μέσα και έξω από τη μουσική. Γέννημα θρέμμα της Κυψέλης και μεγαλωμένος στα σινεμά ήταν ο Τόλης. Δεν είναι τυχαίο που σπούδασε στη Σχολή Σταυράκου και έγινε σκηνοθέτης και μοντέρ, κυρίως στη διαφήμιση. Ο Κεφαλλονίτης
Τόλης Μαστρόκαλος: Ήταν πατριάρχης. Φράγκα, γκόμενα την Κοτοπούλη μια εποχή, μπον βιβέρ, απίστευτος. Γίνεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και 50 χρονών γνωρίζει τη μαμά μου, είχανε 24 χρόνια διαφορά. H οποία βγήκε απ’ τις Καλόγριες με γαλλικά και πιάνο. Έρχεται η αλλαγή της εποχής, τα σινεμά φέρνουνε δικές τους μηχανές, πιο εξελιγμένες. Οπότε μένει με τις δικές του. Το 1960, εγώ οκτώ χρονών, ζω το Σινεμά ο Παράδεισος. Ο μπαμπάς νοίκιαζε τις μηχανές πλέον για προβολές σε συνοικίες της Αθήνας και στην επαρχία. Βάζανε μια οθόνη. Κι ερχόταν το χωριό και έβλεπε. Πηγαίναμε Αράχοβα, Θήβα… Καφενεία τον χειμώνα, πλατείες το καλοκαίρι. Του λέω «Μπαμπά θέλω να δουλέψω». Και δουλεύω την πρώτη χρονιά, το ’61, στην «Πηγή» στα Άνω Μελίσσια και στο «Ρόδον». Τη δεύτερη και την τρίτη χρονιά στη Θήβα, είχαμε συγγενείς της μαμάς, υπήρχε σινεμά, εκεί έτυχε να δώσει μηχανή. Του ’πα «Θα πάω εγώ». Έντεκα χρονών, το ’63, όλο το καλοκαίρι έπαιζα
φο «Κυψελάκι». Τώρα έχει χτιστεί ένα πάρκινγκ, στην οδό Ζακύνθου. Εκεί ήταν της Κυψέλης το κέντρο, έπαιζε ωραίες ταινίες, ερχόντουσαν από παντού γύρω γύρω. Είχε έρθει η αδελφή του Παύλου με δυο φίλες της και έναν φίλο που κάνανε καλοκαίρι στα Στύρα Ευβοίας. – Είχαν εξοχικό οι Σιδηρόπουλοι εκεί. ΤΜ: Δεν είχανε, νοικιάζανε εξοχικό. Είχαν την παρέα τους και πήγανε σινεμά. Εμείς τότε αλητεύαμε εδώ με έναν φίλο μου και… σκάμε. «Γεια σας, τι κάνετε;» και αυτά, ένα καλησπέρα. Το καλησπέρα έφερε και μια άλλη μέρα, και «Να βρεθούμε» και αυτά. Και σε λίγο γινόμαστε έξι άτομα, τρία ζευγάρια. Εγώ ήμουνα ζευγάρι με τη Μελίνα. Χριστούγεννα μαζί, καλοκαίρια μαζί, Πάσχα μαζί, πάρτι μαζί. Γίναμε μια παρέα με κέντρο το σπίτι του Παύλου, που τότε ήταν στη Βλαβιανού 13 στα
Animals που ήταν το πρώτο κομμάτι που έβγαλα στην κιθάρα, αλλά και ιταλικά, Adamo, μετά το «Rain and tears», Dylan πολύ, το «Blowin’ in the wind», Rolling Stones… Κατέβαινε Αθήνα ο Παύλος, μας έλεγε ότι συγκατοικούσαν με τον Βαγγέλη τον Γερμανό, ότι τραγουδάγανε μαζί.
– Παίζει κιθάρα τότε; ΤΜ: Όχι, τίποτα. Κρουστά. Αλλά πώς; Βγαίνει το Abbey Road των Beatles (σ.σ.: τέλη 1969), το ’χουμε αγοράσει με τη Μελίνα, έρχεται κι αρχίζουμε και οι δύο, εκείνος με δυο καρέκλες απ’ τη μάνα του και μια κατσαρόλα να παίζει τύμπανα, κι εγώ με μια κιθάρα, να προσπαθούμε να βγάλουμε τραγούδια από τον δίσκο, το «Come together» και άλλα. Και να ’χουμε τρελαθεί. – Σας χτύπησε στο δόξα πατρί ο δίσκος. ΤΜ: Ναι, ναι. Την άλλη φορά που ήρθε όμως μου λέει «Ρε Μαστρόκαλε, ρε μαλάκα, μουσική…» Λέω «Τι έγινε; Μουσική;». Εγώ δεν
ΤΜ: Όχι. Ήταν η αλήθεια του, κατέβηκε και την είπε. Εμείς ούτως ή άλλως βρισκόμαστε εκεί. Στο σαλόνι στο νέο σπίτι πια, στη Δροσοπούλου. Προκάλεσε ο μπαμπάς την κουβέντα, κάτι κατάλαβε, κάτι του ’κρυβε φαίνεται ο Παύλος. Και του λέει ο πατέρας του «Για πες μου τι γίνεται». «Θα σταματήσω το Μαθηματικό». «Και τι θα κάνεις;». «Μουσικός». Ο Κώστας Σιδηρόπουλος είχε έναν δεύτερο εαυτό, κρυμμένο, απωθημένο. Σφύραγε καλύτερα από τον καλύτερο που είχε ποτέ η δισκογραφία. Και τραγούδαγε, ήτανε πολύ σωστός. Τραγούδαγε άριες και σφύριζε τις μελωδίες. Η μουσικότητα ήτανε μέσα του. – Κρίσιμη στιγμή. Πώς αντέδρασε; ΤΜ: Τον είδαμε εκεί, ήτανε σαν τρομοκρατημένος, έφυγε, πήγε μόνος του σινεμά.
για τον λαιμό, για να ’ναι καθαρός. Δηλαδή όχι απλά τον υποστήριζε, πώς να σου πω… –Με ποιον έπαιζε στις συναυλίες αυτές; ΤΜ: Τότε είχαν κατέβει από τη Θεσσαλονίκη με τον Παντελή τον Δεληγιαννίδη (1951-2000). Είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα από τότε που πήγαν στον Σαββόπουλο. Εγώ έμενα σπίτι του Παύλου. Γιατί εδώ μια μέρα ο δικός μου ο μπαμπάς μου είχε πει «Τι κάνεις μπάνιο κάθε μέρα, πούστης είσαι;». Εγώ προσεβλήθην και δεν ξανάρθα ποτέ. Και με μάζεψε η κυρά Τζένη και η Μελίνα. Πλέκανε πουλόβερ για μένα και του Παύλου δεν του
πλέκανε. Και δεν ζήλευε ο Παύλος.
– Δεύτερος γιος, κανονικά. ΤΜ: Κανονικά. Δεκαπέντε πουλόβερ τώρα; Αρχές 1970. Η επόμενη φάση. Ο wannabe λογοτέχνης εκχωρεί τη θέση του στον εκκολαπτόμενο
που ’χε γράψει ο Παντελής. Τα ακούσαμε με μεγάλη έκπληξη. Και μας τα ’πε με μεγάλη υπερηφάνεια ο Παύλος, τα τραγούδησε. Και πήγανε στο Rodeo, να τους ακούσει ο Διονύσης. – Έπαιζε λίγη, έστω, κιθάρα τότε; ΤΜ: Έπαιζε λίγο, αλλά δεν τον άφηνε ο Παντελής γιατί ήτανε πολύ συγκεκριμένα θέματα κι εκείνος ήτανε πρωταθλητής των riffs ας πούμε. Δεν ήθελε μόνο μια συνοδεία. Άμα δεις και το (σ.σ.: τραγουδάει) «Κανέναν δεν πειράζω κι εγώ πάντα προσπαθώ…» – «Απογοήτευση», του Δεληγιαννίδη. ΤΜ: Έχει μέσα ένα δύσκολο πράγμα. Όχι δύσκολο αλλά… αμερικανο-έτσι. Ο Παύλος δεν μπορούσε. Ήξερε μόνο –πώς κουνάς το πόδι εσύ;– να βαράει το χέρι του πάνω στις χορδές. – Τρία τέσσερα ακόρντα δηλαδή; ΤΜ: Ναι. Και
Έχει κάνει μπάνιο ο Παύλος, έχει βάλει κολόνιες, είναι κι ο Παντελής έτσι σνομπ κι αυτά. Κατεβαίνουνε κάτω [σ.σ.: Το Rodeo ήταν υπόγειο επί της οδού Χέυδεν 34], εγώ δεν μπήκα μέσα. Πάω σπίτι, περιμένω κι έρχονται. «Περάσαμε!». Ο Σαββόπουλος τους έδωσε δουλειά. – Τον θαυμάζετε τον Σαββόπουλο τότε, ως παρέα; ΤΜ: Πολύ. Πάρα πολύ. Όταν έκανε το Περιβόλι του τρελλού, είδα μετά εγώ στην οδό Χέυδεν κάποιους μουσικούς του, τον Λαμπίτσι, τον Τσιλογιάννη, τον Ντάλλα. Και τι κάνανε; Χτίζανε την πόρτα του Rodeo στην ανακαίνιση. Δηλαδή πηγαίνανε και δουλεύανε, λες κι έκαναν μεροκάματο, για να τελειώσει το Rodeo! Ήταν μια οικογένεια.
Εδώ, είτε η μνήμη παίζει παιχνίδια είτε ο Παύλος μεταφέρει πίσω στον χρόνο «όλο» το δημιουργικό έργο του δίσκου, εκτός από δύο τραγούδια, για λόγους εντυπωσιασμού. Κιθάρα πρωτόπιασε στη Θεσσαλονίκη και τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1972 τη σκάλιζε χαλαρά, χωρίς προκοπή και χωρίς αξιώσεις. Σίγουρα έγραφε στίχους, ίσως ψιλομουρμούριζε μελωδίες, αλλά με τη σύνθεση ασχολήθηκε σοβαρά μετά τη συνεργασία του με τα «νέα Μπουρμπούλια» όπως τα αποκαλεί (Βασίλης Ντάλλας μπάσο, Νίκος Τσιλογιάννης ντραμς, Παντελής Δεληγιαννίδης ηλεκτρική κιθάρα και ο ίδιος τραγούδι) για να τα ξεχωρίσει απ’ το σχήμα που έπαιξε με τον Διονύση Σαββόπουλο στον Μπάλλο. Μετά το 45άρι «Απογοήτευση/Ο Ντάμης ο σκληρός», που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του ’72 από τη Zodiac (ΛΎΡΑ), ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Αλέκος Πατσιφάς αρνήθηκε να τους κάνει «μεγάλο δίσκο». Είχαν μια πρόταση ανάλογη του «βαλκανικού ροκ» του Σαββόπουλου.
τα επεξεργάζεται με δεξιοτέχνες οργανοπαίκτες. Εμπρός στον δρόμο που χάραξε ο Διονύσης. Το ’χε δει με τα μάτια του να δουλεύει. Πήγε σε κλασικό Ωδείο; Ξεκίνησε μακροχρόνιες σπουδές; Όχι. Επέλεξε τον γρήγορο –προσοχή: όχι απαραίτητα εύκολο– δρόμο. Χτύπησε το κουδούνι του συνθέτη, μαέστρου και δάσκαλου μουσικής Αλέξανδρου (Αλέκου) Αινιάν (1908-1983), ο οποίος είχε επινοήσει ένα δικό του σύστημα διδασκαλίας. Το ανακοίνωσε στον Τόλη. Μια μέρα κατηφόρισαν παρέα μέχρι τη διασταύρωση των οδών Κύπρου και Αγίας Ζώνης, σε μια πολυκατοικία του Μεσοπολέμου. Ο Αινιάν παρέδιδε μαθήματα εκεί, στο διαμέρισμά του. Στο κουδούνι της εξώπορτας έγραφε μια λέξη: «Εγώ». Τόλης Μαστρόκαλος: Έμαθε ο Παύλος ότι ο Σαββόπουλος είχε πάει στον Αινιάν, μου λέει «Θα πάω». «Πάμε μαζί» του λέω. – Μπήκατε σε τμήμα; Ή κάνατε ιδιαίτερα μα-
– Σας δίδασκε ο ίδιος; ΤΜ: Ναι. Άκου πώς ήταν το μάθημα. Και σταθερά αυτό, κάθε μέρα ήταν ρουτίνα την οποία έπρεπε να την κάνεις 17 φορές και μετά «πάρε το πτυχίο σου». Σου ’δινε την πρώτη μέρα ας πούμε 25 νότες στη σειρά. Αυτός στις έπαιζε με πολλούς τρόπους. Ο ένας ήτανε στη συνέχειά τους, μετά τις έκοβε ανά τετράδες (σ.σ.: τραγουδάει σολφέζ): Ντο-ΜιΣολ-Φα, Ντο-Μι-Σολ-Φα…, Ρε-Ντο-Σι-Ντο, ΡεΝτο-Σι-Ντο… Έπρεπε εσύ να τις απομνημονεύσεις και να του τις πεις.
– Πώς τα πήγατε; ΤΜ: Λοιπόν, ο Παύλος –με τη μία δηλαδή– όταν πήγαμε και μας είπε «Κάντε εκείνο κι εκείνο», δέκα λεπτά ήτανε, μας βάζει ο Αινιάν απέναντι. Και του λέει: «Εσύ να το δουλέψεις, θα πας πολύ μακριά». (σ.σ.: στρέφεται στην άλλη πλευρά, μιλάει… ξινά:) «Κι εσύ να το δουλέψεις για να φτάσεις κάπου». (γελάμε) – Σε σένα; ΤΜ: Ναι. «Δάσκαλε συγγνώμη, τι εννοείτε;» του λέω. «Βέβαια, όταν ήμουνα δυο χρόνια στο Βαρβάκειο, πρώτη, δευτέρα Γυμνασίου, με βάλανε στη χορωδία και είδα τα μούτρα του μαέστρου, δεν ήταν ευχαριστημένος». «Πώς να ’τανε;…»
μου λέει. «Γιατί;». «Θες δουλειά, θες δουλειά». «Θα φτάσω κάπου;». «Ναι, μην το βάζεις κάτω, θα φτάσεις. Αλλά τούτος εδώ…» και μου δείχνει τον Παύλο «…αυτός είναι έτοιμος. Αυτός δεν σκέφτεται, εσύ πρέπει να σκεφτείς». Είπα εντάξει, ας το δοκιμάσουμε. Και άρχισα να έχω μια σχέση με τους ήχους. Δηλαδή ήξερα τουλάχιστον ποια νότα είναι πάνω και ποια κάτω, ποια είναι πιο ψηλή και ποια πιο χαμηλή. – Η μέθοδος πέρναγε και σε όργανα ή έμενε στο σολφέζ; ΤΜ: Όχι, αυτό ήταν. Αλλά εγώ δεν πήγα παραπέρα. Γιατί απ’ τα 17 μαθήματα έφτασα στο 11. Ο Παύλος έφτασε στο 13 ή 14, δεν το τέλειωσε ούτε ο Παύλος. – Ο Σαββόπουλος; ΤΜ: Δεν ξέρω.
σαν να ηχογραφούν απλά, με δύο κιθάρες, τα τραγούδια του Φλου, για να τα προτείνουν σε εταιρείες δίσκων. Το μπομπινόφωνο, όπου έγινε το demo, το είχε αγοράσει μεταχειρισμένο από «αμερικάνικη αγορά». Παίρναν μετάθεση κάθε λίγο οι Αμερικανοί που υπηρετούσαν στις Βάσεις και στην πρεσβεία των ΗΠΑ και ξεπουλούσανε τις οικοσκευές τους. Δημοσιεύονταν μικρές αγγελίες στις εφημερίδες, «στην οδό τάδε, αριθμός τάδε, αμερικάνικη αγορά». Έλληνες μεσάζοντες κάνανε τους διερμηνείς και κανονίζανε το παζάρι. Έτρεχε ο κόσμος κι αγόραζε μισοτιμής από σεντόνια και τζιν παντελόνια μέχρι κατσαρολικά, ξυριστικές μηχανές και έπιπλα. Η διαδικασία της οικιακής ηχογράφησης ήταν απλή, το λεγόμενο πινγκ πονγκ. Την εξηγεί ο ίδιος. «Ήταν ένα μαγνητόφωνο reel to reel, αμερικάνικο σαν τα Revox αλλά ήτανε National Panasonic. Είχα πάει με τη Μελίνα [Σιδηροπούλου] και το αγόρασα από μια αμερικάνικη αγορά στα Σούρμενα. Sound on sound κάναμε. Γράφαμε ένα κανάλι left. Ακούγοντάς το γράφαμε
στον προϋπολογισμό, κάποιοι του είπαν «δεν πληρώνουμε session μουσικούς και μαέστρο γι’ αυτό το υλικό, φτιάξε ή βρες ένα ροκ συγκρότημα και τα ξαναλέμε». Τόλης Μαστρόκαλος: Ο Παύλος είχε απογοητευτεί από τρεις εταιρείες. Η μία ήτανε στη Συγγρού, η άλλη ήτανε προς τα πάνω, βόρεια προάστια, δεν θυμάμαι. Όσες φορές τον είχα πάει τον περίμενα από κάτω, στο αμάξι. Πήγαινε μέσα μόνος του. – Σαν καλός φίλος, πολύ ωραία εικόνα. Τι αυτοκινητάκι ήταν αυτό; ΤΜ: Ένα Morris Minor στέισον με ξύλα, άσπρο κοκκαλί, με δύο μικρές πόρτες πίσω για το πορτμπαγκάζ. Δεξί τιμόνι, αγορασμένο από την Αγγλίδα γυναίκα ενός πάμπλουτου στο Κολωνάκι, η οποία το είχε μόνο για να πηγαίνει να παίρνει ψωμί. Ήτανε σαν να ’χει βγει από μουσείο παλιάς τέχνης και βάλανε ένα «πωλείται». Εγώ τότε δούλευα στη Stefi Films, όπως ανεβαίνουμε την Ακαδημίας, αριστερά σε ένα δρομάκι. Το βλέπω παρκαρισμένο εκεί μπροστά. Παίρνω τηλέφωνο, τότε είχα λεφτά, μου λέει ένα πολύ μεγάλο ποσό. Της λέω «Πότε;» μου λέει «Τώρα». «Πάμε». Κι έρχεται, μου δίνει τα κλειδιά και μένω με ένα αυτοκίνητο απίστευτο. Γι’ αυτό το αυτοκίνητο πρέπει να γραφτεί βιβλίο τι έχει ζήσει.
– Ο Παύλος κατεβαίνει απογοητευμένος, υποθέτω. Σου ’λεγε τι του λέγανε; ΤΜ: Μια φορά μου ’πε: «Καλά άμα καταλάβουν αυτοί ποτέ εμένα να μου γράψεις. Χέσ’ τους μωρέ μαλάκα, δεν, δεν, δεν…». Πρώτα απ’ όλα ζητάγανε να τους πάμε έτοιμη τη δουλειά, για να πάρουμε εμείς το ρίσκο αν θα γίνει ή δεν θα γίνει επιτυχία. – Να πληρώσετε απ’ την τσέπη σας την παραγωγή. ΤΜ: Ναι. Ή μετά, να τους κάνουμε μια πρόταση πόσες ώρες στούντιο θέλουμε. «Μα δεν ξέρουμε» μου ’λεγε, «τι να πω ρε πούστη;». Κι απ’ την άλλη μεριά όσοι του ’χανε πει «Έλα», του ’χανε πει πρώτα «Τι ωραία πράγματα που είναι αυτά», δηλαδή του λέγανε να πάει, πήγαινε, και μετά τον απογοητεύανε. Αυτό είχα εισπράξει εγώ, αυτό είχα
ΑΛΛΑΜΑΝΉΣ το μετεμφυλιακό κράτος, ήταν όμως αριστερός. Ο Βασίλης θυμάται με δέος έναν οικογενειακό γνωστό που αποφυλακίστηκε το 1973 στα 40 του, έχοντας ζήσει 20 συνεχόμενα χρόνια φυλακή και εξορία. Η μητέρα τους, από εύπορη οικογένεια της Κορίνθου, ήταν υπάλληλος της Βουλής, αγαπούσε κι αυτή τη μουσική και έπαιζε πιάνο. Και τα δύο αδέλφια πήγαιναν σχολείο στου Παναγιωτόπουλου. Παρακολούθησαν το κύμα των ντόπιων ροκ γκρουπ στη γόνιμη περίοδο τέλη sixties/αρχές seventies. Θαύμαζαν κι αυτοί τον Σαββόπουλο, που έστησε το δικό του rock and roll circus λίγα μέτρα απ’ το σπίτι τους. Βασίλης Σπυρόπουλος: Έμενα στην οδό Ηπείρου. Τελείωσα το σχολείο το ’72, πρέπει να είχα δει live τον Σαββόπουλο στο Κύτταρο τουλάχιστον 30 φορές με το «Βρώμικο ψωμί», πριν βγει ακόμα ο δίσκος. Όποτε μάζευα 70 δραχμές, πόσο έκανε ένα ποτό, πήγαινα, ήμουνα fan. Κι έβλεπα πώς παίζανε για να μάθω κιόλας, να μάθω κιθάρα. Επιδίωξα και έγινα φίλος με τα παιδιά αυτά, με τον Γιώργο τον Γαβαλά, τον Θεολόγο
< 40 >
• ΦΛΟΥ Λέει ο Νίκος Σπυρόπουλος: «Από 12 χρονών είχα πέσει με λύσσα στην κιθάρα. Μόλις τέλειωνα το σχολείο, πέταγα τα βιβλία σε μια γωνιά και γινόμουν κιθαρίστας. Οι επιρροές μας ήταν οι ίδιες: όλη η αμερικανική και αγγλική ροκ σκηνή, Rolling Stones, Doors, Velvet Underground, Lou Reed, αλλά και τα πρώτα ελληνικά ροκ συγκροτήματα: Πελόμα Μποκιού, Δάμων και Φιντίας, Εξαδάκτυλος. »Εγώ, ουσιαστικά, ως μικρότερος, ακολουθούσα τον Βασίλη στις εξερευνήσεις του στο χώρο της μουσικής. Είχε την τύχη η πρώτη του δουλειά να είναι σε µια μπουάτ στην Πλάκα δίπλα στον Θανάση Γκαϊφύλλια και στον Νικόλα Άσιμο. Δεν ήταν λίγο αυτό για έναν πιτσιρικά 19 χρονών (σ.σ.: ο Βασίλης το 1973 εμφανίστηκε στη μπουάτ «Εντεκάτη εντολή»). Έτσι, είχα εμπλακεί κι εγώ σε έναν άλλο κόσμο σε σχέση µε την ηλικία μου. »Ο τρόπος που παίζαμε αντανακλούσε και την ιδιοσυγκρασία
ενός πλανόδιου μουσικού είναι σκληρή, όχι όπως παρουσιάζεται στις ρομαντικές νουβέλες». […] Λέει ο Βασίλης:
Νίκος, αν και τρία χρόνια μικρότερος, χωρίς να
μαθήματα, ρίχτηκε με τα μούτρα στην κιθάρα, με έφθασε και με ξεπέρασε γρήγορα. Από 16 χρονών, είχε φτιάξει δική του μαθητική μπάντα και είχε αποφασίσει να γίνει μουσικός, ενώ εγώ έπρεπε να φθάσω στο τρίτο έτος του Πολιτικού της Νομικής για να το κάνω. Αυτό είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα του Νίκου: η επιμονή του και το ότι με το ένστικτο καταλήγει πιο γρήγορα σε αποφάσεις. »Το 1976 ιδρύουμε με τον Νίκο τη ροκ μπάντα
Last Barricade. Τότε, η ροκ σκηνή ήταν νεκρή, την είχε πνίξει η χούντα και τη διέλυσε αργότερα το πολιτικό τραγούδι της πρώτης φάσης της Μεταπoλίτευσης. Όλοι άκουγαν αντάρτικα, εμείς θεωρούμασταν φρικιά, περιθωριακοί. Όταν παίξαμε το 1976, μάλιστα, στο Πολυτεχνείο,
από τα ελληνικά sixties, όπως ο Αλέκος Καρακαντάς ας πούμε; Βασίλης Σπυρόπουλος: Όχι. Δεν νομίζω ότι έχω επηρεαστεί από Έλληνες κιθαρίστες, παρά μόνο από ανθρώπους που ή έχω δει από κοντά ή έχουμε παίξει μαζί. Όπως ο Θανάσης ο Μπίκος, εξαιρετικός κιθαρίστας, ακουστικός κυρίως αλλά και τα ηλεκτρικά του δεν ήταν άσχημα, παίξαμε μαζί στον Άσιμο [σ.σ.: σε λάιβ]. Έχω επίσης μια αρκετά μεγάλη θητεία σε αυτό που λέμε δεύτερη κιθάρα, όπως με τον Δημήτρη Ζαφειρέλη, με τον οποίο είμαστε συνομήλικοι αλλά είναι πιο καταρτισμένος. Και ενώ αισθητικά δεν μου έδωσε κάτι, είχε τεχνικές που με επηρέασαν, καλός τεχνίτης. Και ήταν κι άλλος ένας, ο Χρήστος ο Αρβανιτάκης, άγνωστος, τώρα ζει στην Αίγινα. Παίζαμε μαζί ένα φεγγάρι στον Άσιμο, είχε κάτι το αμερικάνικο, Allman Brothers και τέτοια, ωραίος κιθαρίστας. Και μετά, βέβαια, από τον Θεολόγο τον Στρατηγό που ήταν ένας θεϊκός κιθαρίστας. Πήγαινα και
όχι για υπογραφή σε προκήρυξη –ναι για όνομα ροκ γκρουπ Πώς προέκυψε όμως το όνομα Σπυριδούλα; Είναι προφανής η αναφορά στην 12χρονη υπηρέτρια Σπυριδούλα Ράπτη, την οποία βασάνιζαν φριχτά στον Πειραιά τα αφεντικά της, ένας ιδιοκτήτης καμπαρέ στην Τρούμπα και η θεούσα σύζυγός του, γιατί νόμιζαν ότι τους έκλεψε ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων. Την έκαιγαν με ηλεκτρικό σίδερο. Η υπόθεση, τον Αύγουστο του 1955,
είχε προτείνει άλλο όνομα για την ομάδα. – Υπάρχει αναρχική μπροσούρα που την υπογράψατε ο Νίκος, εσύ και κάποιοι άλλοι ως «Σπυριδούλα»; Βασίλης Σπυρόπουλος: Δεν είναι μπροσούρα. Ένα κείμενο υποστήριξης ήτανε στους απεργούς
ας και Δροσοπούλου γωνία. Αυτός, ο Νίκος, εγώ και ο Σπύρος ο Καπώνης, ο αδελφός του Λευτέρη του Καπώνη, του μετέπειτα σεναριογράφου. Ο Γαϊτάνος ήταν ένα παιδί που στην παρέα τραγούδαγε, έπαιζε φυσαρμόνικα, ήταν ωραίος. Αλλά είχε αυτό το «Δεν θέλω να γίνω επαγγελματίας». – Πώς βιοποριζότανε; ΒΣ: Δούλευε εργάτης σε εργοστάσια. Στον Βαγιωνή ήταν τότε. Το ’χαμε… τον εργατισμό τον είχαμε… (γελάει). Σκοτώθηκε ο κακομοίρης με μηχανή στην Πάρο το ’83. Κρίμα, γιατί έπεσε στην πρέζα κι αυτός όπως οι περισσότεροι και πάνω που την έκοψε και ξαναβρεθήκαμε, είχαμε χαθεί, λέει «Φεύγω σεζόν στην Πάρο». Και σκοτώθηκε. – Είναι λοιπόν ο άνθρωπος που έριξε την ιδέα «Αντιεξουαστική Ομάδα Σπυριδούλα». ΒΣ: Ναι. Τελικά
παμε «Θα κάνουμε το σχήμα κανονικά, θα το κρατήσουμε», τότε έπεσε ξανά η ιδέα, για το γκρουπ αυτή τη φορά: «Να το πούμε «Σπυριδούλα;» Να το πούμε. Το πρωί της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 1977 η νεογέννητη μπάντα έδωσε την πρώτη της συναυλία στο σινεμά Κνωσός. Μεγάλη υπόγεια αίθουσα, επί της οδού Κνωσού 11, κοντά στην πλατεία Αμερικής. Κιθάρες οι Σπυρόπουλοι, ντραμς ο Αντρέας Μουζακίτης που έπαιζε και στους Last Barricade, μπάσο ο Μάκης Μπλαζής. Maζεύτηκαν 700 άτομα, ροκ γιορτή αποκλειστικά με covers, η Σπυριδούλα δεν είχε ακόμη δικά της τραγούδια. Ο φωτογράφος Γιώργος Κοτσμανίδης σκάρωσε την αφίσα της εκδήλωσης –είκοσι αντίτυπα που αναρτήθηκαν σε μπαρ και καφέ– και ήταν ο ένας από τους δύο αρχικούς τραγουδιστές του γκρουπ, ο άλλος ήταν ο Κώστας Κουρεμένος. «Δεν πιστεύαμε τα μάτια μας που γέμισε ασφυκτικά