Βιβλίο - Σκυλιά της Βροχής - Adrian McKinty - Εκδόσεις Οξύ

Page 1

Oh how we danced with the Rose of Tralee, Her log hair black as a raven, Oh how we danced and she whispered to me, You’ll never be going back home. –Tom Waits, Rain Dogs, 1988

Ο εξευτελισμός, η δυστυχία και η διαμάχη είναι οι αρχαίες τροφές των ηρώων. –Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Περί τυφλότητας», 1983



1. Ο ΠΙΟ ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Μέχρι και τα φασαριόζικα εθνίκια πίσω από τα στημένα κάγκελα της αστυνομίας σώπασαν προς στιγμήν με δέος βλέποντας τον Πρωταθλητή να κατεβαίνει σβέλτα –σαν λεπιδόπτερο– από το λεωφορείο στο πεζοδρόμιο μπροστά στο Δημαρχείο του Μπέλφαστ. Ήταν φυσικά πιο μεγαλόσωμος από τους συνηθισμένους ανθρώπους, αλλά απέπνεε και μια δική του αύρα. Τουλάχιστον δέκα χρόνια μετά την ακμή του, πιο βαρύς, γκριζαρισμένος και στα πρώτα στάδια, όπως έλεγαν οι φήμες, της νόσου Πάρκινσον, αυτός ήταν ακόμα ο πιο διάσημος άνθρωπος στον πλανήτη Γη. Φορούσε παπούτσια Adidas, μια κόκκινη φόρμα και γυαλιά ηλίου. Περιστοιχιζόταν από δύο μέλη του Έθνους του Ισλάμ με σκούρα μπουφάν κι ένα βήμα πιο πίσω ερχόταν ο αιδεσιμότατος Τζέσε Τζάκσον, σελέμπριτι στην Αμερική αλλά σχετικά άγνωστη φιγούρα εδώ. Ο Πρωταθλητής ανέβηκε στην εξέδρα και το πλήθος κινήθηκε ασυναίσθητα προς τα μπρος για να δει καλύτερα. Με μπατσικούς όρους: ό,τι έπρεπε για να του την πέσει κάποιος – να πετάξει ένα μπουκάλι ή ένα τούβλο, να τραβήξει ένα κρυμμένο πιστόλι. Πολλοί τον αγαπούσαν, ναι, άλλοι τόσοι όμως 9


ADRIAN McKINTY

τον μισούσαν και είχε δρέψει ισόποσα μέρη εχθρότητας και λατρείας από την πρώτη κιόλας μάχη του για τον τίτλο βαρέων βαρών κόντρα στον δύσμοιρο Σόνι Λίστον. Με τα χρόνια η εχθρότητα είχε μειωθεί, αλλά κατάλοιπά της παρέμεναν ακόμα στις καρδιές όσων ήταν πιο ευάλωτοι στις ασθένειες του ρατσισμού, του πατριωτισμού και του θρησκευτικού ζήλου. Ο Πρωταθλητής έβγαλε τα γυαλιά ηλίου, χτύπησε με το δάχτυλο το μικρόφωνο, έκανε ένα βήμα πίσω και άρχισε να σκιαμαχεί. Επευφημίες ακούστηκαν από το πλήθος. Αυτό είχαν έρθει να δουν. «Κοιτάξτε τα πόδια του!» είπε κάποιος μπροστά μου – μια σοφή και πυγμαχικά πολύ εύστοχη παρατήρηση. Ο Πρωταθλητής χόρευε σαν παιδί, σαν εκείνο το αδύνατο παιδί που είχε κλέψει το χρυσό μετάλλιο από τον Ζμπίγκνιεφ Πιετρικόφσκι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960. Είχε το πλήθος στο τσεπάκι του και δεν είχε καν ανοίξει ακόμα το στόμα του. Ήταν μια ηλιόλουστη, κρύα μέρα που ούτε ο Νέστορ Αλμέντρος1 δεν θα μπορούσε να καδράρει καλύτερα: το φως του ήλιου έπεφτε στους μπαρόκ αναγεννησιακούς κίονες πίσω απ’ το κεφάλι του Πρωταθλητή και τα σύννεφα χωρίζονταν για να αποκαλύψουν έναν βαθύ μπλε ουρανό, σαν αυτόν που θα ’βλεπε κανείς συχνά να αιωρείται πάνω από τη γενέθλια πόλη του Πρωταθλητή στους μαιάνδρους του ποταμού Οχάιο, αλλά που σπάνια ελεούσε αυτήν εδώ τη λασπωμένη εκβολή του ποταμού Λάγκαν. Εκείνος σταμάτησε τη σκιαμαχία, χαμογέλασε, κι ένας βοηθός του του έδωσε μια πετσέτα για να σκουπίσει το μέτωπό του. Δοκίμασε να κατεβάσει λίγο το φερμουάρ της φόρμας του, αλλά το χέρι του δεν ήταν σταθερό στο φερμουάρ και ο βοηθός του αναγκάστηκε να παρέμβει. Μετά όμως ο Πρωταθλητής χαμο10


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

γέλασε ξανά, προχώρησε με σιγουριά προς τα μπρος, έπιασε το σταντ του μικροφώνου και είπε: «Γεια σου, Ιρλανδία! Είμαι πολύ χαρούμενος που έρχομαι επιτέλους στο πανέμορφο Μπέλφαστ!» Το κοινό μπερδεύτηκε λίγο μ’ αυτή τη δήλωση. Κανείς τους δεν είχε σκεφτεί ως τότε ότι το Μπέλφαστ μπορούσε να είναι πανέμορφο ή ότι κάποιος θα ερχόταν με τη θέλησή του και, φτάνοντας εδώ, θα χαιρόταν για την επιλογή του προορισμού του. Αλλά ο πιο διάσημος άνθρωπος στη Γη είχε μόλις πει ακριβώς αυτό. Ο σαρκασμός ήταν βέβαια μονόδρομος στο Μπέλφαστ και όλοι εκτιμούσαν ένα καλό ανέκδοτο, άρα μήπως ο Πρωταθλητής απλώς αστειευόταν; «Μάλιστα, κύριε, σήμερα είναι μια λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα και χαίρομαι πολύ που είμαι εδώ στο πανέμορφο Μπέλφαστ, Βόρεια Ιρλανδία!» επανέλαβε ο Πρωταθλητής, χωρίς αυτή τη φορά ν’ αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την ειλικρίνειά του. Το πλήθος, συγκινημένο παραδόξως, βρέθηκε να επευφημεί ολόψυχα. Είχε κάνει σκιαμαχία, τους είχε χαιρετήσει, τους είχε πει ψέματα πως η πόλη τους ήταν αισθητικά ευχάριστη. Θα μπορούσε να βάλει και για δήμαρχος με το ψηφοδέλτιο του Έθνους του Ισλάμ και να κερδίσει από τον πρώτο γύρο. Οι άλλοι αστυνομικοί χαλάρωσαν λίγο αλλά εγώ δεν επαναπαυόμουν τόσο εύκολα. Ήμουν πάνω σε μια υπερυψωμένη εξέδρα με άλλη μισή ντουζίνα μπάτσους και καλύτερα να είχαμε τον νου μας με τη μικρή ομάδα των σκίνχεντ του Εθνικού Μετώπου, που φώναζαν διάφορα από το μαντρί διαμαρτυρίας που τους είχε παραχωρηθεί δίπλα στα Marks & Spencer. Συνολικά δεν ήταν πάνω από είκοσι άτομα, αλλά με μια περούκα ή ένα καπέλο μπορούσαν εύκολα να παρεισφρήσουν στο πλήθος 11


ADRIAN McKINTY

– όσο κι αν μια τέτοια επίδειξη ευρηματικότητας εκτεινόταν μάλλον πέραν των διανοητικών τους ικανοτήτων. Ένα άλλο ξεχωριστό γκρουπ διαμαρτυρίας ήταν το υπερήλικο συγκρότημα των ευαγγελικών ενοριτών του αιδεσιμότατου και βουλευτή Ίαν Πέισλι, πιο κάτω στη Ρόγιαλ Άβενιου, που δεν χαιρόταν καθόλου με την παρουσία ενός διάσημου εκπροσώπου των μουσουλμάνων στην πρωτεύουσα του Όλστερ, της αληθινής Γης της Επαγγελίας. Ακούγονταν να τραγουδούν τη δυσαρέσκειά τους με αυστηρούς πρεσβυτεριανούς ύμνους και αναπότρεπτα άχαρες ψαλμωδίες. Όπου κι αν πήγαινε, ο Πέισλι κουβαλούσε πάντα ασυνείδητα και το στοιχείο του σουρεαλισμού και σήμερα είχε φέρει μαζί του μια γκόσπελ χορωδία, ένα μπουλούκι μικρών ακορντεονιστριών κι ένα φεγγαροπρόσωπο παιδί που βαρούσε ένα ντέφι πάνω σ’ ένα γαϊδούρι. Ο Πρωταθλητής απέφυγε ένα αόρατο αριστερό κροσέ και μετά ξανάπιασε το σταντ του μικροφώνου. «Ο Έιμπ Γκρέιντι, ο προπάππους μου, ήρθε με τα πόδια από το Ένις της κομητείας Κλερ στο Μπέλφαστ το 1860. Και απ’ το Μπέλφαστ πήρε το πλοίο για την Αμερική. Πέρασε τον Ατλαντικό Ωκεανό και βρήκε μια χώρα εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Μια γη όπου οι άλλοι προπαππούδες μου ήταν σκλάβοι. Έχουμε όλοι διανύσει μεγάλη απόσταση από τότε και είναι πολύ ωραίο που ξαναγυρίζω εδώ!» Κι άλλα χειροκροτήματα από το πλήθος. «Άκουσα όμως, άκουσα πως κάποιοι δεν χαίρονται που ήρθα εδώ στο Μπέλφαστ για να σας δω σήμερα. Είναι αλήθεια;» Φωνές: «Όχι!» «Όχι, εγώ τους βλέπω. Τους βλέπω εκεί πέρα!» Επιθετικές κραυγές από το απόσπασμα του Εθνικού Μετώπου πιο κάτω από μας. 12


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

«Τους βλέπω. Κοιτάξτε τους! Είναι τόσο άσχημοι, φίλε, που όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη το είδωλό τους τρομάζει και φεύγει». Γέλια. «Είναι τόσο άσχημοι που όταν μπαίνουν σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι βγαίνουν με αιτήσεις συμμετοχής!» Τρανταχτά γέλια. «Είναι τόσο άσχημοι που όταν μπαίνουν στην τράπεζα οι κάμερες ασφαλείας κλείνουν!» Ένα μεγάλο κύμα γέλιου και χειροκροτημάτων. Ο Πρωταθλητής το άφησε να υποχωρήσει ώσπου απόμεινε μόνο η σιωπή. «Τώρα κάνουν ησυχία, ε; Δεν τους ακούω. Νομίζουν, φίλε μου, ότι μπορούν να την πουν σ’ εμένα; Εγώ είμαι τόσο όμορφος. Τόσο γρήγορος! Είμαι τόσο γρήγορος που χθες το βράδυ έσβησα το φως στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και ήμουν στο κρεβάτι μου πριν γίνει σκοτάδι!» Κι άλλα γέλια. «Τις λέει όλες τις κλασικές ατάκες» μουρμούρισε ένας αρχιφύλακας δίπλα μου. «Και στ’ όνειρό σου να δεις πως με νικάς, καλύτερα να ξυπνήσεις και να ζητήσεις συγγνώμη!» είπε ο Πρωταθλητής κι έκανε ένα βήμα πίσω για να κάνει λίγη ακόμα σκιαμαχία. Το πλήθος το διασκέδαζε σε βαθμό ντελίριου. Ο Πρωταθλητής σκούπισε πάλι το μέτωπό του και χαιρέτησε με το χέρι. Χαιρέτησε και ο Τζέσε Τζάκσον. Χαιρέτησε και ο δήμαρχος και, βγαίνοντας μπροστά σαν πρόθυμο σχολιαρόπαιδο με δερμάτινα μποτάκια, χαιρέτησε και ο Μπόνο. Ο Πρωταθλητής μίλησε λίγο ακόμα για τις ιρλανδικές ρίζες του, για τη γιαγιά και την προγιαγιά του. Μίλησε για το πώς 13


ADRIAN McKINTY

ήταν να είσαι μαύρος και να μεγαλώνεις στο Κεντάκι στα μέσα του 20ού αιώνα. Έπειτα σοβάρεψε. «Η βοήθεια που δίνεις στους άλλους είναι το νοίκι που πληρώνεις για τη διαμονή σου εδώ στη Γη. Η μάχη κερδίζεται ή χάνεται χωρίς μάρτυρες, πίσω από τις γραμμές, στο γυμναστήριο και έξω στον δρόμο, πολύ πριν βγω να χορέψω κάτω απ’ τους προβολείς. Μόνο κάποιος που ξέρει πώς είναι να χάνεις μπορεί να ψάξει βαθιά μες στην ψυχή του και να βρει αυτή την πρόσθετη δύναμη που χρειάζεται για να κερδίσεις όταν ο αγώνας είναι ισόπαλος… Τώρα, το ξέρω πως έχετε προβλήματα εδώ στο Μπέλφαστ. Το ξέρω. Αλλά πιστέψτε με, δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην μπορεί να το λύσει το ανθρώπινο πνεύμα. Πρέπει να δουλέψετε μαζί. Πρέπει να δουλέψετε σκληρά! Είμαστε όλοι αδέρφια, δεν έχει σημασία το χρώμα και η θρησκεία. Μια μέρα αυτό το νησί θα έχει ειρήνη. Κι αυτή η μέρα θα ’ρθει χάρη σε ανθρώπους σαν κι εσάς! Σ’ ευχαριστώ, Μπέλφαστ, και ο Θεός να σας έχει όλους καλά!» «Α-λί! Α-λί! Α-λί! Α-λί!» τραγουδούσε χειροκροτώντας το πλήθος. Ο Πρωταθλητής έκανε ένα νεύμα ευγνωμοσύνης και χαιρέτησε για τελευταία φορά. Γύρισε απ’ την άλλη κι ένας βοηθός πέρασε την πετσέτα στους ώμους του και άρχισε να τον οδηγεί προς το λεωφορείο. «Αυτό ήταν;» είπε ο μπάτσος δίπλα μου. «Έτσι νομίζω» απάντησα. Χαιρόμουν γι’ αυτό. Η βαριά εξάρτυση μ’ έκανε να ιδρώνω και το μποξεράκι μου από μέσα ήταν ήδη μουσκεμένο. Δεν θα με πείραζε να τα βγάλω όπως ήταν, να υπογράψω για την υπερωρία και να γυρίσω σπίτι μου στο Κάρικ. Όμως τότε, καθώς άνοιγε δρόμο ανάμεσα στα κιγκλιδώματα προς το λεωφορείο, ο Πρωταθλητής ξαφνικά σταμάτησε, 14


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

κούνησε το κεφάλι του, γύρισε και ξανανέβηκε στην εξέδρα. Άπλωσε το βλέμμα προς το κοινό του και μετά κατέβηκε τα σκαλοπάτια στο μπροστινό μέρος της εξέδρας, μπαίνοντας μέσα στο πλήθος που τον λάτρευε. «Γαμώτο! Κατέβηκε για βόλτα!» φώναξα στον ασύρματο. «Το ξέρουμε!» απάντησαν δέκα φωνές μαζί στο ακουστικό. Το πλήθος όρμησε πάνω στον Πρωταθλητή. Χιλιάδες κόσμου. Νέοι, γέροι, καθολικοί, προτεστάντες… Οι δύο συνοδοί του παραμερίστηκαν αμέσως. Εξαφανίστηκαν. «Τον έχασα! Δεν τον βλέπω!» φώναζαν απεγνωσμένες φωνές στον ασύρματο. Για τριάντα ανησυχητικά δευτερόλεπτα αναρωτιόμασταν αν είχε ποδοπατηθεί κι αν έπρεπε να ρίξουμε ίσως κάνα δυο δακρυγόνα ή να βγάλουμε τα κλομπ… αλλά μετά τον εντοπίσαμε όλοι, ακριβώς απέναντι στον δρόμο. Αντάλλασσε χειραψίες χωρίς να βιάζεται, πλησιάζοντας αργά προς τη θέση όπου βρισκόμουν. «Έρχεται προς την Ντόνεγκαλ» είπα στον ασύρματο. «Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε μια φωνή στο ακουστικό. «Ο Ντάφι». «Έρχεται προς τα σένα;» «Ναι». «Πήγαινέ τον πίσω στο αναθεματισμένο το λεωφορείο, Ντάφι!» «Πώς;» Η απάντηση χάθηκε σε μια θύελλα παράσιτων. Ο Πρωταθλητής γλιστρούσε μέσα στο πλήθος «σαν έλκηθρο στο χιόνι», είπε ο αστυνομικός δίπλα μου. Η φήμη του ήταν η προστασία του. Δεν ήταν πολιτικός oύτε ηθοποιός, ήταν όμως η αφρόκρεμα του αθλητισμού και κανείς δεν μπορούσε να του 15


ADRIAN McKINTY

αντισταθεί. Χέρια τεντώνονταν για να τον αγγίξουν, άλλοι κρατούσαν τετράδια ή χαρτάκια κι εκείνος τα υπέγραφε με μια φαραωνική αποστασιοποίηση. «Εδώ Ντάφι, θα χρειαστούμε κι άλλους ένστολους στην ανατολική πλευρά της Ντόνεγκαλ. Μπορεί να υπάρξει πρόβλημα. Κατευθύνεται προς τους διαδηλωτές του Εθνικού Μετώπου πίσω από τα κιγκλιδώματα». «Εντάξει, Ντάφι, μπορώ να σου στείλω μισή ντουζίνα άντρες». «Θα χρειαστούμε περισσότερους!» Πανικόβλητες, φοβισμένες φωνές στον ασύρματο. «Πάει να αρπαχτεί με το γαμημένο το Εθνικό Μέτωπο!» «Θα τον λιντσάρουν!» «Χρειαζόμαστε ενισχύσεις!» Κανονικά, ο Πρωταθλητής είχε προσωπική φύλαξη κάθε ώρα και στιγμή, για να εμποδίζονται τυχόν παλαβοί που θα πήγαιναν να ρίξουν τις μπουνιές τους στην τύχη με την ελπίδα να βγάλουν νοκ άουτ τον μεγάλο Μοχάμεντ Άλι. Και τώρα, χωρίς προσωπική φύλαξη, βοηθούς ή αστυνομικούς, εκείνος προχωρούσε ευθεία προς τους ρατσιστές διαδηλωτές του Εθνικού Μετώπου έξω από τα Marks & Spencer. «Δεν έχει μαύρο η σημαία της Βρετανίας!» τραγουδούσαν – με μια νευρικότητα– οι του Εθνικού Μετώπου, ενώ το πλήθος ακολουθούσε τον Πρωταθλητή προς το μέρος τους. Τι στην ευχή έκανε; Πίστευε ότι μπορούσε να μιλήσει λογικά μαζί τους; Ο λόγος του Άλι δεν περνούσε εκεί. Ο λόγος του Άλι ήταν προορισμένος για το μεταμοντέρνο αυτί. Το Όλστερ μόλις που είχε μπει στον εικοστό αιώνα. Κι όμως, εκείνος προχωρούσε. 16


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

Επιτέλους, είδα δύο αστυνομικά Land Rover να έρχονται προς το μέρος μας, φέρνοντας τις τόσο αναγκαίες ενισχύσεις. Αλλά είχαν καθυστερήσει: ο Πρωταθλητής έφτανε στους διαδηλωτές του Εθνικού Μετώπου πριν από τα τζιπ. «Έλα» είπα στον αρχιφύλακα. «Πρέπει να κατέβουμε εκεί κάτω». «Εκεί, σ’ αυτούς;» «Ναι». «Με τίποτα». «Είναι διαταγή». «Από ποιον;» Έδειξα το σήμα του αστυνόμου στον ώμο μου. «Από μένα». «Θα σκοτωθούμε και οι δύο… κύριε». Κατεβήκαμε απ’ την εξέδρα τη στιγμή που ο Πρωταθλητής έφτανε στα διαχωριστικά κιγκλιδώματα. Καμιά δεκαριά σκίνχεντ με αδιάβροχα, κολλητά τζιν και αρβύλες απευθύνονταν στον Άλι σκούζοντας σαν ζώα κλειδωμένα στο εργαστήριο. Η Ιρλανδία –η χώρα του Τζον Στιούαρτ Πάρνελ και του Ντάνιελ Ο’ Κόνελ– είχε περιέλθει σ’ αυτή την ευτυχή κατάσταση έχοντας τον Ίαν Πέισλι και μια χούφτα πειραγμένων σκίνχεντ να μιλούν τόσο καιρό εκ μέρους των δυσαρεστημένων. Ο Πρωταθλητής βρήκε τον αρχηγό των σκίνχεντ, τον κάρφωσε με το βλέμμα του και κούνησε το χέρι του για να σωπάσουν όλοι. Το πλήθος ησύχασε και κράτησε την ανάσα του. «Ακούστε με! Ακούστε με» άρχισε ο Πρωταθλητής. «Βρήκα πριν εύκολο στόχο. Σε είπα άσχημο και τους έκανα όλους να γελάσουν. Με εκνεύρισες. Άκουσα τη μουσική του πολέμου. 17


ADRIAN McKINTY

Αλλά μετά θυμήθηκα να είμαι ταπεινός απέναντι στους εχθρούς μου και να έχω εμπιστοσύνη στο έλεος του Αλλάχ. Έρχομαι σ’ εσένα με πνεύμα ειρήνης και αδελφοσύνης». Ο σκίνχεντ έμεινε να τον κοιτάζει έκπληκτος. Ο Πρωταθλητής έγειρε πάνω από το κιγκλίδωμα και έτεινε το χέρι του. Εκείνο το μεγάλο δεξί χέρι. Εκείνο το μεγάλο δεξί χέρι που είχε σωριάσει τον Τζορτζ Φόρμαν στον όγδοο γύρο. Εκείνο το μεγάλο δεξί χέρι που έτρεμε από Πάρκινσον. Ο σκίνχεντ πάγωσε. Το στόμα του άνοιξε και ξανάκλεισε. Και τότε το χέρι του άρχισε να σηκώνεται. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν μαγνητισμός. Ήταν κινητική ενέργεια. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Γύρισε απελπισμένος προς τους φίλους του. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ… Θέλω να πω, δεν βλέπετε ποιος είναι; Μπορούμε να μιλάμε όσο θέλουμε για τον Τζιν Τάνεϊ, τον Τζο Λούις και τον Τζακ Ντέμπσεϊ, αλλά αυτός εδώ είναι ο Καλύτερος Όλων Των Εποχών! Το χέρι του τεντώθηκε. Η γροθιά του ξεσφίχτηκε. Αντάλλαξε χειραψία με τον Πρωταθλητή. Σφίγγω το χέρι του Μοχάμεντ Άλι. «Τι είναι αυτό που δεν σ’ αρέσει στους μαύρους;» τον ρώτησε ο Πρωταθλητής. Η γλώσσα του σκίνχεντ ήταν δεμένη κόμπος. «Έλα, απάντησέ μου σαν άντρας!» «Δεν, ε… Δεν… Κανονικά δεν πρέπει να… Εδώ είναι, ε…» «Μικρέ» είπε ο Πρωταθλητής «αν έχεις όλο κι όλο ένα σφυρί, τότε τα πάντα σου φαίνονται σαν καρφιά…» Και τώρα φαινόταν καθαρά στα μάτια του σκίνχεντ. 18


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

Αυτό ήταν. Ο Σαούλ που έγινε Παύλος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ακαριαία. Δεν ήμασταν πια στην πλατεία Ντόνεγκαλ, ήμασταν στον δρόμο για τη Δαμασκό. Ο Πρωταθλητής διέλυσε το απόσπασμα του Εθνικού Μετώπου με μια χειραψία κι ένα χαμόγελο. Δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ τέτοιο πράγμα. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοιο πράγμα» είπε ο αρχιφύλακας. Ήταν το ανάποδο απ’ αυτό που είχε συμβεί όταν ήρθαν οι Κένεντι. Οι Κένεντι έφερναν κακό βουντού, ο Άλι έφερνε καλό βουντού. «Ντάφι, είσαι εκεί ακόμα;» ρώτησε η φωνή στον ασύρματο. «Ναι». «Φέραμε το λεωφορείο στη Ρόγιαλ Άβενιου. Κατέβασέ τον από την Καστλ Στριτ». «Έγινε». Συνοδεύσαμε με τον αρχιφύλακα τον Πρωταθλητή στο λεωφορείο του, που είχε κάνει τον γύρο ως τη διασταύρωση της Ρόγιαλ Άβενιου με την Καστλ Στριτ. Πλέον ήταν εξαντλημένος. Παρ’ όλα αυτά βρήκε τον χρόνο να ευχαριστήσει εμένα και τον αρχιφύλακα. Αντάλλαξε χειραψία και μ’ εμάς. Η λαβή του ήταν δυνατή. Ο αρχιφύλακας του πήρε και αυτόγραφο αλλά εγώ ήμουν πολύ έκθαμβος για να μου περάσει απ’ το μυαλό. Γύρισα με τα πόδια στο τμήμα της Κουίν Στριτ όπου είχα παρκάρει την μπέμπα και χαιρέτισα κάτι μεγαλύτερους γκριζομάλληδες μπάτσους που έμοιαζαν με κομμένους χαρακτήρες από παράσταση κουκλοθέατρου. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα την Α2 μέχρι το αστυνομικό τμήμα του Κάρικ. 19


ADRIAN McKINTY

Έλειπαν σχεδόν όλοι, εκτός από τον Λόσον στο δωμάτιο του Τμήματος Ερευνών επάνω και τον επιθεωρητή που παραμόνευε στο γραφείο του. Αποφάσισα να τους αποφύγω και τους δύο. Υπέγραψα για την υπερωρία και τσέκαρα τις βάρδιες στα γρήγορα. Η μέρα ήταν πολυάσχολη. Η επίσκεψη του Μοχάμεντ Άλι στο Μπέλφαστ είχε πάρει από το γραφείο το μισό προσωπικό του, και πίσω στο Καρικφέργκους ο υπουργός Βορείου Ιρλανδίας ξεναγούσε υψηλόβαθμους επισκέπτες στο παλιό χημικό εργοστάσιο στο Κίλρουτ. Τα μεγάλα κεφάλια ήταν από τη Σουηδία και οι φήμες έλεγαν πως η Volvo ή η Saab θα έστηναν εδώ εργοστάσιο παραγωγής. Αυτά όμως γίνονταν για τους τύπους. Κάθε καινούργιος υπουργός παρίστανε πως θα «σώσει τη Βόρεια Ιρλανδία» ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις, αλλά όταν η ώρα της αλήθειας έφτανε η καινούργια επένδυση πήγαινε πάντα στην περιφέρεια της Αγγλίας που είχε την πιο οριακή διαφορά ψήφων στις τελευταίες εκλογές. Έξω στην μπέμπα. Σπίτι στην Κορονέισον Ρόουντ, στη συνοικία Βικτόρια. Πάρκαρα την BMW μπροστά απ’ το σπίτι μου, στο 113, πρώην εργατική μονοκατοικία με τρία υπνοδωμάτια στη μέση του δρόμου. «Γεια σας, κύριε Ντάφι». Ήταν η Τζανέτ Κάμπελ, η μοιραία έφηβη κόρη της επικίνδυνα ελκυστικής, κοκκινομάλλας, τριανταπεντάρας γειτόνισσάς μου που κάπνιζε σαν το φουγάρο. Η Τζανέτ φορούσε πολύ κοντό σορτσάκι κι ένα κοντομάνικο που έγραφε Duran Duran. Κάπνιζε Benson and Hedges μ’ έναν τρόπο που θα έκανε την καρδιά του διευθυντή μάρκετινγκ της Philip Morris να αγαλλιάσει. «Γεια σου, Τζανέτ». 20


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

«Τον είδατε τελικά τον Μοχάμεντ Άλι;» «Ναι, τον είδα» είπα, απορώντας πώς ήξερε αυτή πού ήμουν εγώ σήμερα. «Το αγόρι μου ο Τζάκι λέει ότι ο Τάισον θα τον κέρδιζε για πλάκα». «Το αγόρι σου δεν ξέρει τι του γίνεται, Τζανέτ». Συμφώνησε κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι και μου πρόσφερε τσιγάρο. Αρνήθηκα και μπήκα στο σπίτι. Απ’ την κουζίνα ερχόταν μυρωδιά μαγειρέματος και στον διάδρομο στέκονταν όρθιες τρεις βαλίτσες. Η Μπεθ ήταν στο σαλόνι, κουλουριασμένη στον καναπέ σαν εξωτική γάτα, σαν οσελότος ένα πράγμα, και διάβαζε τις Επιστολές της Φάνι Μπάρνι. «Πώς είναι σήμερα η μικρή Φάνι2;» «Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Αφότου άρχισα την αντιβίωση, ξέρεις» είπε μ’ ένα χαμόγελο. «Αυτό το αστείο πρέπει να ’ναι πενήντα χρονών» είπα και κάθισα δίπλα της στον καναπέ. «Άκου ένα καινούργιο, μου το είπε η Τζανέτ από δίπλα. Γιατί οι Γάλλοι σεφ φτιάχνουν την ομελέτα μόνο με ένα αυγό;» «Δεν ξέρω». «Για να το φάω και να βγω». Κατέβασα το πρόσωπο στα χέρια μου και άφησα το στρατιωτικό κράνος να πέσει κάτω στο χαλί. Η Μπεθ με τσίμπησε ανάμεσα στις πτυχές της εξάρτυσης. «Λοιπόν;» είπε. «Τι λοιπόν;» «Λοιπόν, τον γνώρισες;» «Ποιον;» 21


ADRIAN McKINTY

«Τον Πρωταθλητή – όπως τόσο ενοχλητικά επέμενες να τον αποκαλείς όλη τη βδομάδα». «Το θέμα δεν ήταν να τον γνωρίσω. Πήγα εκεί απλά για να κάνω μια δουλειά». «Χα!» είπε καγχάζοντας. «Λες και δεν έβαλες λυτούς και δεμένους για να πας. Χθες το βράδυ είπες και “Άλι” μες στον ύπνο σου». «Όχι, δεν το είπα» είπα κοκκινίζοντας. «Πώς ήταν ο λόγος που έβγαλε;» με ρώτησε η Μπεθ, δίνοντάς μου ένα κουτάκι Bass, κρύο ακόμα. «Μια χαρά ήταν ο λόγος. Οι βαλίτσες τι ρόλο παίζουν;» «Μετακομίζω». «Μετακομίζεις;» «Ναι». «Τι; Πότε;» «Αύριο το πρωί. Θα έρθει να με πάρει ο αδερφός της Ρόντα». «Αύριο;» «Τα έχουμε συζητήσει αυτά, Σον». «Τα έχουμε;» «Το ήξερες πως όλο αυτό ήταν προσωρινό. Πρέπει να είμαι κοντά στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα μου. Κι αυτός εδώ, ειλικρινά, είναι ο λιγότερο ενδιαφέρων δρόμος στη λιγότερο ενδια­ φέρουσα πόλη του κόσμου». «Είχε τις στιγμές του τα τελευταία χρόνια, πίστεψέ με». «Τέλος πάντων, για μένα δεν κάνει». Ήπια και την υπόλοιπη μπίρα και της πήρα μαλακά το βιβλίο από τα χέρια. Με την Μπεθ βγαίναμε εδώ και σχεδόν εφτά μήνες και είχε έρθει να μείνει στο σπίτι τις τελευταίες εβδομάδες. Υπήρχε βέβαια η διαφορά ηλικίας, όμως δεν ήμουν ακόμα πεθαμένος και την έκανα να γελάει και τα πηγαίναμε 22


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

καλά μεταξύ μας. Είχαμε γνωριστεί στη συναυλία των Stone Roses στο Όλστερ Χολ, αλλά πέρα από τη συμπάθεια για τα συγκροτήματα του Μάντσεστερ δεν είχαμε πολλά κοινά. Καταγόταν από εύπορη προτεσταντική οικογένεια και, αφού δούλεψε για λίγα χρόνια στον πατέρα της, τώρα έκανε μεταπτυχιακό στην αγγλική φιλολογία στο Κουίνς. Κοντό κόκκινο μαλλί, αδύνατη, όμορφη, μ’ ένα άγουρο ανδρόγυνο κορμί που, σε όποιον με ξέρει λίγο, δεν θα ’κανε μεγάλη εντύπωση. Είχε μακριά, δυνατά πόδια και τα βαθυπράσινα μάτια της ήταν το κάτι άλλο. «Νόμιζα ότι το πράγμα πήγαινε καλά εδώ πέρα, Μπεθ». «Ακούς ποτέ τι σου λέω; Μία φορά, έστω; Δεν σου είπα ότι θα έμενα εδώ μέχρι να πιάσει η Ρόντα το σπιτάκι στην Κάιρο Στριτ;» «Νόμιζα ότι αυτό το πλάνο ακυρώθηκε». «Όχι. Δεν ακυρώθηκε». «Δηλαδή αυτό ήταν; Εμείς… τι; Χωρίζουμε;» «Έλα τώρα, Σον. Ό,τι μυαλό σου ’χε μείνει σου το ’καψε το χόρτο; Τα είπαμε αυτά πριν από δύο βδομάδες». «Ναι, αλλά νόμιζα ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει, κατάλαβες; Νόμιζα ότι μπορεί να ήθελες να μείνεις. Αφού τα πάμε πολύ καλά μεταξύ μας». «Δεν έχουμε μέλλον μαζί, Σον. Σε δύο χρόνια θα είσαι σαράντα». «Κι εσύ τριάντα!» «Δεν είναι το ίδιο. Κοίτα, και πάλι θα είμαστε φίλοι. Πάντα θα είμαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;» «Φίλοι. Ο Χριστός κι η Παναγία». Με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο. «Έλα τώρα, Σον. Δεν το πίστευες όντως ότι θα έμενα εδώ μόνιμα;» 23


ADRIAN McKINTY

«Μάλλον αυτό πίστευα, βασικά». «Γλυκέ μου Σον… Κοίτα, πρέπει να σ’ έχει κόψει η πείνα, κάτσε να σου σερβίρω το βραδινό σου. Έβαλα τα δυνατά μου, αλήθεια. Ένα τελευταίο δείπνο». Η μαγειρική δεν περιλαμβανόταν στα ταλέντα της Μπεθ, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Ήταν ζεστό κι έπρεπε να είσαι γαστρονομική διάνοια για να μη σου πετύχει η πιο κλασική ιρλανδέζικη συνταγή. «Πώς σου φαίνεται;» με ρώτησε βλέποντάς με να τρώω. «Καλό είναι». «Δεν σου φαίνεται λίγο καμένο το πατατόψωμο;» «Έτσι μ’ αρέσει». Έσκυψε προς το μέρος μου και με ξαναφίλησε. «Λες όλα τα σωστά πράγματα». Άφησα το πιρούνι μου κάτω. «Μείνε. Μείνε εδώ μαζί μου. Δεν θα το μετανιώσεις». Κούνησε το κεφάλι της και σηκώθηκε να πάρει μια μπίρα απ’ το ψυγείο. «Έλα, κάτσε να δούμε ειδήσεις μήπως δείξουν κι εσένα κάπου στο πλήθος». Η πρωτοβουλία του Άλι για την ειρήνευση στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν το πρώτο θέμα. Σαράντα έξι πλέον ετών αλλά φτιαγμένος για την τηλεόραση, ξεχώριζε σαν μαύρος Αχιλλέας ανάμεσα στις χλωμές φάτσες των ιρλανδόμπατσων. «Θεέ μου! Να ’σαι!» φώναξε η Μπεθ με ενθουσιασμό, και ήμουν πράγματι εγώ που κατέβαινα με τον αρχιφύλακα απ’ την εξέδρα. «Βγήκες στην τηλεόραση! Δεν το πιστεύω! Είσαι διάσημος». «Ναι. Είμαι διάσημος». «Διάσημε, πήγαινε τώρα να πλύνεις τα πιάτα για να τελειώ­νω κι εγώ με το πακετάρισμα». 24


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

Έπλυνα τα πιάτα και βγήκα πίσω στον κήπο. Έστριψα έναν χοντρό μπάφο με γλυκό καπνό Βιρτζίνια και τούρκικη μαύρη κάνναβη. Είχα καπνίσει τον μισό όταν είδα ότι χιόνιζε. Ήλιος στο Μπέλφαστ το απόγευμα, χιόνι στο Καρικφέργκους το βράδυ. Καλωσήρθατε στη Βόρεια Ιρλανδία. Τέλειωσα το τσιγάρο και όταν μπήκα πάλι μέσα η Μπεθ είχε προσθέσει στις τρεις βαλίτσες και δύο τσαντάκια με είδη υγιεινής. «Τέλος;» ρώτησα. «Αυτά είναι όλα». «Άσε με να σου δανείσω και μερικούς δίσκους. Η Ρόντα δεν θα ’χει μεγάλη συλλογή και τη δική σου την έχω δει». «Μπα, δεν πειράζει, Σον, δεν τρελαίνομαι γι’ αυτό το στυλ». «Ποιο στυλ;» «Το παλιό στυλ. Έλβις και τέτοιες βλακείες». «Γαμώτο μου, τίποτα δεν σου έμαθα τόσο καιρό; Περίμενε ν’ ακούσεις έναν δίσκο». Αναστέναξε καθώς έβαζα στο πικάπ το σπάνιο βινύλιο του From Elvis in Memphis, με το ένα χιτ να διαδέχεται το άλλο στην τελευταία μεγάλη παράσταση του Βασιλιά. Ξέρετε ποια κομμάτια λέω: το «In the Ghetto», το «Suspicious Minds», το «Kentucky Rain»… «Και να σκεφτείς ότι ηχογραφήθηκε τον ίδιο μήνα με το Let it Be, τον τελευταίο δίσκο των Beatles – είναι τρελό, η μουσική του ’50 και η μουσική του ’60 τέλειωσαν ακριβώς την ίδια στιγμή» είπα. Αναστέναξε πάλι, κούνησε το κεφάλι της κι έσκασε εκείνο το υπέροχο και τόσο χαρακτηριστικό της χαμόγελο. «Θα μου λείψεις, Σον Ντάφι». 25


ADRIAN McKINTY

Αργότερα τη νύχτα, ξαπλωμένος στο διπλό κρεβάτι, κοίταζα τα ανοιχτόχρωμα μάγουλά της στο γαλάζιο φως της σόμπας παραφίνης. «Κι εμένα θα μου λείψεις, γλυκιά μου Μπεθ» είπα.

26


2. Η ΚΛΟΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ

Τηλέφωνο. Νωρίς. Το επίμονο χτύπημά του να διαπερνά την ομίχλη από τον λήθαργο του χασισιού. Μπρρρρριιιιινννγκγκγκ. «Βλέπεις; Γι’ αυτό θα πάω να μείνω με τη Ρόντα. Κανείς δεν την παίρνει ποτέ τηλέφωνο. Κανείς». «Η ψυχή του πάρτι πρέπει να είναι η φίλη σου». «Μιλάς κι εσύ». «Θέλεις να πάω να το σηκώσω;» «Προφανώς και είναι για σένα, Σον». «Μήπως έγινε τίποτα επείγον με τον πατέρα σου;» «Εκτιμώ τη σκέψη. Πήγαινε τώρα να το σηκώσεις. Χτυπάει και ο βομβητής σου». Κανονικά θα τύλιγα το πάπλωμα πάνω μου και θα φώλια­ζα μέσα του για να κατέβω κάτω σαν Ρώσος στρατιώτης στο Στάλινγκραντ, όμως δεν μπορούσα να της το πάρω και κάπως έτσι, τρέμοντας μόνο με το κάτω μέρος της πιτζάμας, βγήκα στο πλατύσκαλο κάνοντας τζόκινγκ και κατέβηκα την παγωμένη σκάλα μέχρι το τηλέφωνο που χτυπούσε σαν τρελό στον διάδρομο. Σήκωσα το ακουστικό. «Εμπρός». 27


ADRIAN McKINTY

«Αστυνόμε Ντάφι;» «Ναι». «Κύριε, εγώ είμαι». «Τι ώρα είναι;» «Περασμένες εξίμισι, κύριε». Δεν μου φαινόταν για εξίμισι, αλλά όταν άνοιξα την εξώπορτα είδα μια λωρίδα φωτός στον ανατολικό ουρανό και ο γαλατάς είχε περάσει και είχε αφήσει δύο μπουκάλια με ασημί καπάκι. Έκανε παγωνιά, ο μπροστινός κήπος είχε πιάσει πάγο και το όρος Νόκαγκ ήταν πασπαλισμένο με χιόνι. Έφερα το γάλα μέσα κι έκλεισα την εξώπορτα. «Αυτό το πολύ πρωινό τηλεφώνημα αφορά κάποια υπόθεση ή απλά έχεις όρεξη για κουβέντα, Λόσον;» «Ναι, βέβαια, κύριε, ποτέ δεν θα…» «Ωραία. Πάω στην κουζίνα. Περίμενε ένα λεπτό». Πήρα το τηλέφωνο στην κουζίνα, άνοιξα το ραδιόφωνο κι έβαλα δυο φέτες του τοστ στην τοστιέρα. Το «Gimme Shelter» έπαιζε για εκατομμυριοστή φορά στον Atlantic 252, αλλά επειδή ήταν πειρατικός σταθμός που εξέπεμπε από ένα καράβι στην Ιρλανδική Θάλασσα δεν πλήρωναν στους Stones τίποτα, πράγμα που σ’ έκανε να αισθάνεσαι λίγο καλύτερα γι’ αυτό. Προσπάθησα να ανάψω τον ολοκαίνουργιο βραστήρα. Αυτόν που είχε αγοράσει η Μπεθ. Ένα υπερσύγχρονο μηχάνημα που έμοιαζε κάπως με τμήμα από το πιλοτήριο του Σταρ Τρεκ. Η Μπεθ ερχόταν από λεφτά. Όχι σαν τον Σκρουτζ Μακ Ντακ που κολυμπάει στα χρυσά νομίσματα στο θησαυροφυλάκιό του, αλλά την άνεσή της την είχε. Κοίταξα την έξυπνη συσκευή και θυμήθηκα τα λόγια της Μπεθ. Είναι πανεύκολο, Σον. Πατάς το μπλε κουμπί και μετά το κόκκινο κουμπί και το φωτάκι γίνεται πράσινο και το νερό βράζει. Αλλά όταν πάτησα το μπλε κουμπί 28


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

δεν έγινε τίποτα, όπως τίποτα δεν έγινε και όταν πάτησα το κόκκινο κουμπί και κανένα πράσινο φωτάκι δεν εμφανίστηκε πουθενά στο καταραμένο το μηχάνημα. «Γαμώτο». «Κύριε;» Παράτησα τον βραστήρα, άναψα ένα τσιγάρο κι έβαλα βούτυρο και μαρμελάδα στο ψωμί του τοστ. «Πες μου για την υπόθεση, Λόσον». «Κοιτάξτε, κύριε, έγινε μια κλοπή στο ξενοδοχείο Κοστ Ρόουντ». «Κλοπή;» «Μάλιστα, κύριε». «Όχι ληστεία;» «Όχι. Χάθηκε ένα πορτοφόλι από ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου». «Δεν ασκήθηκε βία;» «Όχι». «Πόσα λεφτά;» «Περίπου είκοσι λίρες και πιστωτικές κάρτες». «Μιλάω με τον πραγματικό ντετέκτιβ αστυφύλακα Αλεξάντερ Λόσον ή μήπως με κάποιον άλλον ντετέκτιβ αστυφύλακα, έναν ντετέκτιβ αστυφύλακα που δεν γνωρίζει τις πρακτικές του Τμήματος Ερευνών του Καρικφέργκους;» «Εγώ είμαι, κύριε». «Μάλλον έχουμε να κάνουμε με απατεώνα. Επειδή αποκλείεται ο πραγματικός Αλεξάντερ Λόσον να με ξυπνούσε Κυριακή πρωί για να χειριστώ την κλοπή είκοσι λιρών από ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Κοστ Ρόουντ. Πού τον έχετε; Τι κάνατε στον πραγματικό Λόσον, αχρείοι!» «Κύριε, εγώ είμαι, αλήθεια!» 29


ADRIAN McKINTY

«Και με πήρες τηλέφωνο γιατί δεν μπορείς να χειριστείς μια μικροκλοπή;» «Με συγχωρείτε, κύριε». Η Μπεθ είχε κατέβει κι εκείνη κάτω και με κοίταζε από τον διάδρομο. «Δώσε μου ένα λεπτό» είπα στον Λόσον και σκέπασα το ακουστικό με το χέρι. «Ποιος είναι;» με ρώτησε η Μπεθ. «Ο Λόσον». «Αυτός που φαίνεται σαν να φοράει λάτεξ και να τρώει ξυλιές τα βράδια;» «Όχι, αυτός είναι ο Νταλζίλ». «Τουλάχιστον θα ’ναι καλή υπόθεση για να σε παίρνουν τέτοια ώρα το πρωί». «Μια κλοπή είναι. Δεν θα πάω». «Να πας, για να έχω φύγει κι εγώ με ασφάλεια όταν γυρίσεις» μου είπε. «Δεν είναι ανάγκη να φύγεις τόσο νωρίς. Έχεις όλη τη μέρα. Χαλάρωσε. Φτιάξε λίγο πρωινό. Άναψε τον βραστήρα». Δίπλωσε τα χέρια στο στήθος της και κούνησε το κεφάλι. «Θα σε βοηθήσω με το κουβάλημα». «Σιγά μη με βοηθήσεις». «Σοβαρά, δεν υπάρχει λόγος βιασύνης, γλύκα μου. Μερικά από τα πράγματά σου είναι για πλύσιμο. Και σου ’βαλα και τους δίσκους αλφαβητικά στη συλλογή μας… δηλαδή σου…» είπα. «Δώσε τα ρούχα, κράτα τους δίσκους, έτσι κι αλλιώς τώρα θα παίρνω CD». «Τα CD είναι μια περαστική τάση». «Όλα μια περαστική τάση είναι». «Τι σημαίνει τώρα αυτό;» «Κοίτα, Σον, εμείς οι δύο τελειώσαμε, εντάξει;» 30


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

«Τελειώσαμε σαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή τελειώσαμε σαν τον Γκρέιαμ Σούνες και τη Λίβερπουλ, ας πούμε;» «Ποιος είναι ο Γκρέιαμ Σούνες; Άστο, δεν έχει σημασία. Πήγαινε στην υπόθεσή σου, Σον. Καλύτερα και για τους δυο μας» είπε. «Μπεθ, σε παρακαλώ… Ενισχύεις ένα στερεότυπο που ξέρω από τη λογοτεχνική κριτική σου ότι το μισείς. Ο αστυνομικός με προβλήματα εξάρτησης και προβλήματα με τις γυναίκες. Μην είμαστε εντελώς κλισέ» είπα. «Δεν έχουν πάντα να κάνουν όλα μ’ εσένα» μου είπε, με φίλησε στο μάγουλο, πήρε τη μία από τις ψημένες φέτες του ψωμιού μου και ανέβηκε πάλι πάνω. «Δείξε μου τουλάχιστον πώς δουλεύει ο βραστήρας!» φώναξα πίσω της. Πήρα το χέρι μου απ’ το ακουστικό του τηλεφώνου. «Απ’ ό,τι φαίνεται θα είμαι εκεί σε δέκα λεπτά, Λόσον» είπα. Φόρεσα τζιν παντελόνι, μαύρο ζιβάγκο, μαύρο δερμάτινο μπουφάν, πήρα το όπλο μου και βγήκα έξω στην BMW. Έλεγξα από κάτω για βόμβες υδραργύρου, δεν βρήκα καμία. Ήμουν έτοιμος να μπω στο αμάξι όταν θυμήθηκα πως έπρεπε να πάρω στο τμήμα τη στολή με την εξάρτυση για καθαρισμό από τις μυρωδιές. Ξαναγύρισα μέσα, πήρα τη στολή μου, την έβαλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, το κλείδωσα και επέστρεψα μια τελευταία φορά στο σπίτι. «Φεύγω» φώναξα προς τις σκάλες. «Να προσέχεις, Σον» είπε εκείνη. «Αυτό ήταν;» «C’ est tout». Έκλεισα την εξώπορτα, έλεγξα πάλι κάτω απ’ την μπέμπα, μπήκα μέσα, κατηφόρισα την Κορονέισον Ρόουντ και πήρα την Τέιλορ Άβενιου. 31


ADRIAN McKINTY

«Μπεθ! Μα πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό; Τι πήγε στραβά;» είπα στον Σνούπι που είχε κολλήσει εκείνη στο ταμπλό. Ο Σνούπι κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του κι εγώ ήμουν ακόμα συγχυσμένος όταν πάρκαρα μπροστά στο Κοστ Ρόουντ, το μοναδικό ξενοδοχείο στο Καρικφέργκους. Ο Λόσον στεκόταν απ’ έξω και με περίμενε. «Με συγχωρείτε πολύ γι’ αυτό, κύριε, ο επιθεωρητής μού είπε να σας καλέσω» είπε μόλις βγήκα απ’ το αυτοκίνητο. «Είναι εδώ ο επιθεωρητής;» τον ρώτησα έκπληκτος. Εμφανιζόταν πού και πού όταν γινόταν κανένας φόνος. Αλλά σε κλοπή; «Μάλιστα, κύριε. Όπως και ο αρχιεπιθεωρητής ΜακΜπέιν και ο επιθεωρητής Στρονγκ που μόλις έφυγε». «Σκατά. Τι διάολο γίνεται εδώ πέρα, Λόσον;» «Μάλλον καλύτερα να έρθετε μέσα, κύριε». «Έρχομαι». Μπήκαμε στο σχετικά κομψό παραθαλάσσιο ξενοδοχείο, που θα έκανε θραύση αν δεν βρισκόταν στο γαμημένο το Κάρικ – και μάλιστα στο γαμημένο το Κάρικ εν μέσω των γαμημένων των Ταραχών. «Πρόσεξα τη στολή εξάρτυσης στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σας, κύριε» είπε ο Λόσον. «Ναι;» «Άκουσα πως ήσασταν στη φύλαξη του πλήθους στην εκδήλωση με τον Άλι χθες;» Τον κοίταξα στραβά. Μήπως κορόιδευε; Το βλέμμα του ήταν σταθερό και δεν φαινόταν καμιά υποψία χαμόγελου. Πιθανότατα δεν μου την έλεγε. Ήταν καλό παιδί ο Λόσον. Ομορφόπαιδο, αν τη βρίσκει κανείς με τη νεκρική χλωμάδα (σ’ αυτή την περίπτωση σας βρίσκω πάσο για το νεκροτομείο 32


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

μ’ ένα δεκάρικο). Ψηλός και γαλανομάτης, με ξανθά μαλλιά σηκωμένα με ζελέ σε μια σειρά από καρφάκια που αψηφούσαν τη βαρύτητα. Ο αρχιφύλακας ΜακΚράμπαν κι εγώ του είχαμε ξεκόψει το ζελέ εδώ και χρόνια, αλλά ο ίδιος το είχε ξαναλανσάρει ύπουλα το τελευταίο δίμηνο περίπου. Σήμερα φορούσε αυστηρό σκούρο μπλε κοστούμι με καλό κόψιμο, καφέ παπούτσια και σκουρόγκριζο αδιάβροχο. Κι επίσης ήταν παρατηρητικός. Η στολή εξάρτυσης, γαμώτο. Έπρεπε να τη βάλω στο πορτμπαγκάζ. Ως ντετέκτιβ, θεωρούσα τον εαυτό μου υπεράνω πραγμάτων όπως η φύλαξη του πλήθους και ενθάρρυνα και τους άλλους ντετέκτιβ στο Τμήμα Ερευνών του Καρικφέργκους να σκέφτονται έτσι. Όσο για τη συναδελφική αλληλεγγύη, παιδιά, εμείς είμαστε ένα επίλεκτο σώμα που διακρίνεται όχι για τους μυς αλλά για το μυαλό του. Ωραία λόγια, όμως να που είχα παρακαλέσει τον επιθεωρητή Στρονγκ να είμαι παρών στον Άλι και τώρα ο Λόσον με είχε πιάσει στα πράσα. «Ναι, πήγα στην εκδήλωση με τον Άλι. Έκανα τη χάρη στον Στρονγκ, ήθελε ένα έμπειρο χέρι». «Ασφαλώς, κύριε» είπε ήρεμα ο Λόσον. Μέσα στο ξενοδοχείο βρήκαμε έναν εξουθενωμένο επιθεωρητή ΜακΆρθουρ κι έναν θυρωρό με ροδαλά μάγουλα και κόκκινα μαλλιά. Ο επιθεωρητής, και διοικητής του τμήματός μας, μου έδωσε το χέρι του. Ήταν ένας λεπτός, γαλανομάτης και μαυρομάλλης Σκοτσέζος, νεότερος από μένα, προορισμένος για καριέρα αλλά στη φάση ακόμα της προσαρμογής στο ρημαγμένο από τον πόλεμο Όλστερ. «Δόξα τω Θεώ που σε βρήκαν, Ντάφι. Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε δράση» είπε ο ΜακΆρθουρ. «Τι συμβαίνει, κύριε;» 33


ADRIAN McKINTY

«Κάποιος σούφρωσε ένα πορτοφόλι σ’ ένα από τα δωμάτια των επισκεπτών». Κοίταξα τον Λόσον. Είχαν τρελαθεί όλοι τους εντελώς σ’ αυτό τον κόσμο; «Ένα πορτοφόλι, κύριε;» «Πρέπει να ’ταν κάποιος από το προσωπικό καθαρισμού ή κάτι τέτοιο» μουρμούρισε ο ΜακΆρθουρ. «Ο αρχιεπιθεωρητής ΜακΜπέιν είναι τώρα πάνω μαζί τους και προσπαθεί να ηρεμήσει τα πράγματα. Είναι κρίσιμη η κατάσταση». «Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω απόλυτα, κύριε. Μιλάμε εδώ για ένα συνηθισμένο πορτοφόλι, σωστά; Όχι για κάποιο μαγικό πορτοφόλι που πραγματοποιεί ευχές;» «Το πήραν απ’ το δωμάτιο του κυρίου Λάακσο! Είναι τα σημαντικά πρόσωπα, Ντάφι» είπε ο ΜακΆρθουρ, χαμηλώνοντας τη φωνή του σ’ έναν πανικόβλητο ψίθυρο. «Σημαντικά πρόσωπα;» «Οι Φινλανδοί». «Από την επίσκεψη στο εργοστάσιο;» «Ναι! Γι’ αυτό κι εγώ κι εσύ και οι επιθεωρητές είμαστε εδώ αξημέρωτα! Τι νόμιζες ότι γινόταν;» «Δεν ξέρω. Κάτι με μασόνους, ίσως;» «Μασόνους; Η υπόθεση είναι σοβαρή, Ντάφι». «Νόμιζα πως ήταν Σουηδοί οι επισκέπτες, κύριε. Από τη Volvo, τη Saab, κάτι τέτοιο». «Όχι. Όχι Σουηδοί. Φινλανδοί, Ντάφι. Τηλέφωνα, όχι αυτοκίνητα». «Και γιατί αυτοί οι VIP μένουν στο Καρικφέργκους και όχι στο Μπέλφαστ;» «Θα πάνε πέρα στο παλιό εργοστάσιο της Κόρτολντς. Φαντάζομαι τους βολεύει» μου εξήγησε ο ΜακΆρθουρ. 34


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

Το Καρικφέργκους είχε μια ντροπιαστική πληθώρα εγκαταλειμμένων εργοστασίων που άνοιξαν την αισιόδοξη δεκαετία του ’60, έκλεισαν την πεσιμιστική δεκαετία του ’70 και βρίσκονταν στα όρια της ερήμωσης τώρα, στα τέλη της αποκαλυπτικής δεκαετίας του ’80. Ο θυρωρός χώθηκε ανάμεσά μας μ’ ένα ενοχλημένο ύφος στο πρόσωπό του. «Δεν είναι θέμα βολής, κύριοι. Το ξενοδοχείο μας είναι ένα από τα καλύτερα στη Βόρεια Ιρλανδία. Πριν από δύο καλοκαίρια φιλοξενήσαμε την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αγγλίας, αν θέλετε να ξέρετε» επέμεινε με μια έντονη, επιτηδευμένη προφορά δυτικού Μπέλφαστ που θα μπορούσαν να την απαγορεύουν αρκετές διατάξεις της Συνθήκης της Γενεύης. «Και αν μου επιτρέπετε να συμπληρώσω, κύριοι, η πιθανότητα να κλάπηκε πορτοφόλι από μέλος του προσωπικού μου σε δωμάτιο του ξενοδοχείου είναι πολύ, πάρα πολύ μειωμένη, όπως το ακούτε». «Γιατί αυτό;» τον ρώτησα. «Είμαστε μια μικρή επιχείρηση, κύριε. Αυτές τις ώρες του πρωινού είμαστε εδώ μόνο εγώ και ο βραδινός φύλακας. Μόνο εμείς. Το προσωπικό για τον καθαρισμό και το σερβίρισμα του πρωινού ήρθε μόλις τώρα. Εγώ δεν το πήρα το πορτοφόλι και ο Τζο ήταν στην εξώπορτα όλη τη νύχτα». «Εσάς πώς σας λένε;» τον ρώτησα. «Κέβιν, αστυνόμε. Κέβιν Ντόνολι. Κεβ, αν προτιμάτε». «Ωραία, Κέβιν, εσύ δηλαδή είσαι ο θυρωρός, σωστά;» «Εγώ είμαι ο διευθυντής!» «Και είσαι απολύτως βέβαιος ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος υπάλληλος στο κτίριο τις πρώτες πρωινές ώρες; Κι αν κάποιος πεινάσει ή κάτι τέτοιο;» 35


ADRIAN McKINTY

«Τα κάνουμε όλα εμείς. Μέχρι να έρθει το προσωπικό για το σερβίρισμα του πρωινού είμαστε μόνο ο Τζο κι εγώ». «Χμμμ. Και πόσα δωμάτια διαθέτει το ξενοδοχείο;» «Εννέα στον πρώτο όροφο και έξι στον δεύτερο. Το δωμάτιο του κυρίου Λάακσο είναι στον πρώτο όροφο. Η σουίτα Θέα στο Κάστρο». «Ποιος άλλος έχει κλειδί για τα δωμάτια;» «Οι σουίτες δεν έχουν κλειδιά. Τις έχουμε κάνει πολύ σικάτες, αν θέλετε να ξέρετε. Όλες οι σουίτες λειτουργούν με κάρτες και το μοναδικό άτομο με την επιβλέπουσα κάρτα για όλες τις σουίτες είμαι εγώ». «Ο κύριος Λάακσο κοιμόταν μόνος του;» «Μάλιστα». «Θα μπορούσε μήπως να έχει κάποιον καλεσμένο; Μια νεαρή κυρία, ίσως;» «Ο κύριος Λάακσο είναι, εμ, ηλικιωμένος κύριος. Δεν δήλωσε κάποιον καλεσμένο». «Ούτε εστάλη κανένα άτομο στο δωμάτιό του;» «Φυσικά και όχι! Δεν είμαστε τέτοιου είδους επιχείρηση». «Το δωμάτιο του κυρίου Λάακσο επικοινωνεί με κάποιο από τα άλλα δωμάτια;» «Α ναι, με άλλα δύο δωμάτια εκατέρωθεν, που και τα δύο ήταν κατειλημμένα από μέλη του προσωπικού του». «Αν λοιπόν το πορτοφόλι δεν κλάπηκε από το προσωπικό του ξενοδοχείου, τότε είτε παράπεσε κάπου είτε το πήρε κάποιο άλλο από τα μέλη της αντιπροσωπείας;» πρότεινα. «Είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάπου παράπεσε, αστυνόμε. Συμβαίνει όλη την ώρα. Μία ή δύο φορές κάθε βδομάδα. Κανείς φυσικά δεν φωνάζει τόσο γρήγορα “κλοπή!” και δεν καλεί το μισό αστυνομικό σώμα μέσα στα άγρια χαράματα» είπε ο Κέβιν. 36


ΣΚΥΛΙΆ ΤΗΣ ΒΡΟΧΉΣ

Τώρα βλέπαμε τον αρχιεπιθεωρητή Τζον Έντουαρντ «Εντ» ΜακΜπέιν να κατεβαίνει τις σκάλες: ένας νευρικός, ξερακια­ νός άντρας σαν λελέκι, με μια ανυποχώρητη χωρίστρα των αρχών του ’70. Ο ΜακΜπέιν ήταν ο επιχειρησιακός διοικητής όλων των αστυνομικών τμημάτων του ανατολικού Άντριμ κι ένα από τα λίγα γαλόνια που τα πηγαίναμε καλά. Πάντα τον άφηνα να με κερδίζει στο σνούκερ στην αστυνομική λέσχη και κάποτε είχαμε βρει με τον ΜακΚράμπαν το σκυλί του που αγνοούνταν πριν το πατήσει αμάξι ή πριν, όπως προέβλεπε η γυναίκα του η Τζοάν, «πέσει στα νύχια αυτών των σατανιστών που διαβάζεις στη News of the World». Από τότε και στο εξής, ο Εντ ΜακΜπέιν ήταν απείρως ευγνώμων στο Τμήμα Ερευνών του Κάρικ. Μου έσφιξε το χέρι με μια ιδρωμένη λαβή ασυνήθιστα διστακτική για τα δεδομένα του. Ήταν χλωμός και φαινόταν βαθιά ενοχλημένος. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Ντάφι» είπε. «Κι εγώ το ίδιο, κύριε». «Έμαθα ότι γνώρισες τον Μοχάμεντ Άλι χθες». «Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, έτσι δεν είναι, κύριε;» «Υπερεκτιμημένος. Όλο φωνή. Για να παίζει ξύλο, όχι πυγμαχία». «Αν το λέτε εσείς, κύριε». «Το λέω, Ντάφι». Κοίταξε για μια στιγμή εμένα, τον Λόσον, τον Κέβιν και τον επιθεωρητή. Με τη σειρά μου κοίταξα το ρολόι μου, πολύ διακριτικά. «Να ανέβαινα ίσως επάνω για να εξετάσω τον χώρο, κύριε;» «Καλή ιδέα». Έδειξε προς το πάνω πάτωμα και χαμήλωσε τη φωνή του σε επίπεδα ψιθύρου. «Θέλουν να εξαντλήσουμε όλα τα ενδεχόμενα. Είμαι σαφής;» 37


ADRIAN McKINTY

«Μάλιστα, κύριε». «Ήρθαν τώρα οι Φινλανδοί να μας σώσουν τη χώρα. Φαντάσου δηλαδή να μην κερδίζαμε και τον πόλεμο, ε;» «Μα δεν ήταν, εμ, σύμμαχοί μας, κύριε;» τον ρώτησα. «Όχι, δεν ήταν! Τουλάχιστον στην αρχή. Ελάτε, πάμε πάνω». «Πρόκειται για σκηνή εγκλήματος, κύριε» είπα στον ΜακΜπέιν, δείχνοντας με το κεφάλι μου τον επιθεωρητή. Ο ΜακΜπέιν το έπιασε. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του ΜακΆρθουρ. «Εσύ πρέπει να περιμένεις εδώ, Πιτ. Είναι δουλειά για το Τμήμα Ερευνών» είπε. Ο ΜακΆρθουρ φάνηκε να ταράζεται. «Α. Είναι; Α… εντάξει. Τότε θα καθίσω κάπου εδώ, καλώς;» «Αυτό θα ήταν το καλύτερο» είπε ο ΜακΜπέιν. Δεν ήταν μόνο ότι ήθελα να πειράξω λίγο τον επιθεωρητή… Στον επάνω όροφο είχε όντως τελεστεί αδίκημα και δεν χρεια­ ζόμασταν κανέναν ερασιτέχνη με καλές προθέσεις να μας το χαλάσει. Ο ΜακΜπέιν οδήγησε εμένα και τον Λόσον πάνω στην πλατιά, κομψή σκάλα, περνώντας μπροστά από φωτογραφίες, υδατογραφίες και χαρτογραφικές αναπαραστάσεις του Καρικφέργκους των τελευταίων οχτώ αιώνων. «Καμία τεχνική ικανότητα, Ντάφι. Μόνο μπουνίδι και τσαμπουκά. Αυτό είναι το πρόβλημά του». «Του επιθεωρητή, κύριε;» «Του Άλι». «Και τα πόδια του, κύριε; Σίγουρα…» «Τα πόδια του! Για τα πόδια του μου λες; Ναι… Τα πόδια του. Δεν έχεις κι άδικο, Ντάφι. Δεν έχεις καθόλου άδικο. Χόρευε κανονικά ο άτιμος, ε;» «Μάλιστα, κύριε». 38


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.