The Smiths – Meat is Murder
Με τη μουσική, παραδόξως πως, συνδέομαι με εικόνες και όχι με ήχους. Και φυσικά δεν κυριολεκτώ. Απλώς, κοιτάζοντας τη δισκοθήκη μου, αναγνωρίζω από τις ράχες των cd ένα άλμπουμ ή θυμάμαι τον ήχο του βλέποντας το εξώφυλλο και όχι διαβάζοντας τον τίτλο του.
Ακόμη πιο συναρπαστικά, έχω κρατήσει στη μνήμη μου εικόνες από την πρώτη στιγμή που άγγιξα ένα άλμπουμ
και τερματίζοντάς το, έχω στο μυαλό μου μικρο-βίντεο
από την πρώτη ακρόαση πολλών αγαπημένων δίσκων
μου.
Θυμάμαι τη μυρωδιά του IV των Led Zeppelin την
ώρα που το έβαζα στο παλιό οικογενειακό πικάπ-έπιπλο
garrard με την ετικέτα της Atlantic, να δημιουργεί την
ψευδή αίσθηση της δίνης στα μάτια μου. Το Closer των Joy Division ή το Scary Monsters του Bowie… To Αround the World in a Day του Prince…
Kαι θυμάμαι το σοκ από το Meat is Murder των Smiths.
Αν και από πολύ μικρός ήμουν updated στη μουσική, το εναρκτήριο τους Hand In Glove του 1983 κάπως το έχασα.
Πρόλογος
Το άκουσα και το θαύμασα, αλλά για κάποιον ασυγχώρητο λόγο δεν το πίστεψα παρά μόνο κάποιους
μήνες
αργότερα, όπως το ίδιο συνέβη και με το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ τους. Η πραγματική, στην ώρα της, ακρόαση έγινε έναν χρόνο μετά με τη «φανταστική» συλλογή
Hatfull Of Hollow, οπότε όταν κυκλοφόρησε
το καλύτερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ για τη δυστυχία που προκαλεί η κακή εκπαίδευση. Σ’ αυτό ο καθένας ταυτοποιεί τον προβληματικό εκπαιδευτικό που σημάδεψε τη ζωή του, αυτόν που του έκανε τη ζωή μαύ-
ρη κι εκείνον που πιθανότατα κατέστρεψε την όποια διάθεσή του για μάθηση. Επίσης είναι μια καταγγελία για το τότε βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα και τους αργούς
ρυθμούς του ενσωμάτωσης στον σύγχρονο κόσμο.
Η εισαγωγή αυτή όμως έχει ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο. Δείχνει τη δίψα του δίδυμου MorisseyMarr να παρουσιάσει νέους ήχους, με τη σύμπραξη των εξαιρετικών Andy Rourke και Mike Joyce. Αδιαφορώντας για το indie στίγμα της περιόδου, μας παρουσιά-
ζουν την πιο funky rhythm section που θα μπορούσε
να έχει συγκρότημα του είδους τους, με τo ροκαμπίλι της κιθάρας του Marr να μας στέλνει σε άλλη διάσταση, έναν ήχο που τον υπερασπίζονται συνεχώς σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ που λάτρεψα από την πρώτη στιγμή.
Το άλλο σημαντικό σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ των
Smiths είναι πως οριστικοποιεί την ιδέα του συνθετικού δίδυμου Morrissey-Marr, σαν άλλους McCartneyLennon ή Jagger-Richards – και ακόμη πιο πολύ καθιερώνει τον Morrissey ως τον ροκ ποιητή της γενιάς μου. Λατρεύαμε τον Jim Morrison αλλά θέλαμε στα πράγματα
τον δικό μας άνθρωπο, θέλαμε εκείνον που θα μιλούσε αόριστα και τόσο προσωπικά για τον καθέναν από εμάς.
Θέλαμε αυτόν που θα μιλούσε για απαγορευμένους ανεκπλήρωτους έρωτες, αν αναλογιστεί κανείς πόσο βαθιά συντηρητική ήταν η κοινωνία επί Ρίγκαν στα μέσα
της δεκαετίας του ’80, για τη μοναξιά, την κατάθλιψη, την ανημπόρια, την αγάπη έξω από ροζ πλαίσιο… Και
όλα αυτά με το περιτύλιγμα του νέου μανιφέστου του ότι το… κρέας είναι φόνος. Ή πως το να συνεχίζεις να είσαι κρεατοφάγος αποτελεί έγκλημα.
Και, για να πούμε
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ύμνος για εμένα πάντα σ’ αυτό το άλμπουμ θα είναι το «I Want the One I Can’t Have». Μια νεο-ροκαμπίλι ωδή προς κάθε ανεκπλήρωτο έρωτα και μια σοβαρή παράφραση της γνωστής ατάκας από τις ελληνικές ταινίες «νέοι είμαστε θα δουλέψουμε έχουμε ο ένας τον άλλον», με τον υπέροχο στίχο του Morrissey «Ένα διπλό κρεβάτι, έναν πιστό εραστή για σιγουριά, αυτά είναι τα πλούτη των φτωχών».
Φυσικά πάντα θα υπάρχει το «Barbarism Begins at Home» το πρώτο σινγκλ
νότατα,
τραγούδι που πάντα συνδέει συνειρμικά τους Smiths με τη μουσική μνήμη μας. Διόλου διδακτικό, είναι το τραγούδι που μιλά πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλο για την παιδική βία και τις βάρβαρες μεθόδους συμμόρφωσης. Το μπάσο του Andy Rourke γράφει ιστορία και ο στίχος «ένα χτύπημα στο κεφάλι είναι αυτό που εισπράττεις γι’ αυτό που είσαι». Φανταστείτε τώρα την τελειότητα αυτού του άλμπουμ αν περιείχε από την αρχή ακόμα το αριστούργημα που ακούει στον τίτλο «How Soon Is Now», το οποίο αρχικά υπήρχε μόνο στην αμερικανική έκδοση, ενώ πλέον είναι αναπόσπαστο κομμάτι
του δίσκου.
Σήμερα όλα κατεδαφίζονται
τον Morrissey –βοήθησε κι αυτός είναι η αλήθεια– στην
πυρά και να ξεχνάς τον ρόλο του στη μουσική εκείνα τα
περίεργα χρόνια της δεκαετίας του ΄80.
Αλλά η εικόνα του διοπτροφόρου με τα άπαντα του
Όσκαρ Ουάιλντ στη μασχάλη, τις γλαδιόλες στην κωλό-
τσεπη και την non-binary σεξουαλικότητα, πόσο μπροστά από τότε, που με το συγκρότημά του άλλαξε το λεξιλόγιο στη ροκ μουσική, θα μας συντροφεύει για πάντα.
Σε μια περίοδο που μεσουρανούσαν σούπερ σταρ
όπως οι Michael Jackson, Madonna, Bruce Springsteen, Prince, David Bowie, έβγαλε από την αφάνεια των λίγων τη γνωστή αργότερα
την επιτυ-
χία που της άξιζε. Η κιθάρα πήρε ξανά τη θέση που της
άξιζε μέσω του σπουδαίου Johnny Marr και η ποίηση
του Morrissey, όπως κα εκείνη του Ian Curtis μερικά
χρόνια νωρίτερα, τόνισε την αναγκαιότητα να λέγονται
στα ποπ ή ροκ αν θέλετε τραγούδια και σημαντικότερα πράγματα.
Το Meat is Murder είναι το άλμπουμ που έκανε του
Smiths σημαντικούς και αναγκαίους, και αυτό δεν αλλάζει 40 χρόνια μετά.
Σάκης Δημητρακόπουλος
το 1984 οι
Smiths κράτησαν τον Clancy ζωντανό, κι αυτός με τη σειρά
του έκανε το ίδιο για μένα. Είμαι ευγνώμων σε όλους τους.
ΣΗΜΕ
Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα ξερνούσα. Συνέχισα να καταπίνω το σάλιο που ύγραινε τον φάρυγγά μου. Ήταν Σεπτέμβριος του 2000
και ήμουν κολλημένος σε ένα τρένο μεταξύ Βοστόνης
και Νέας Υόρκης, φορώντας ακόμα το ιδρωμένο τζιν και το λιγδιασμένο πουκάμισο που φορούσα στη συναυλία
μου στο Λονδίνο δυο μέρες νωρίτερα. Μύριζα πάνω μου
τον καπνό από τα Silk Cut που είχα αγοράσει στη Μέριλ-
μπον Χάι Στριτ και σκεφτόμουν πως ήταν τρομερό που η
μπόχα μπορεί να ταξιδεύει τόσο μακριά και να καταλήγει
άθικτη σε μια άλλη ήπειρο. Μου θύμισε ένα ποίημα που
είχα διαβάσει κάποτε, όπου μια σταγόνα αίμα περνάει
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από τη ζεστή, παλλόμενη
καρδιά ενός ανθρώπου στην προβοσκίδα ενός κουνου-
πιού, έπειτα στην κοιλιά μιας πέστροφας, και καταλήγει
στον βυθό μιας μαύρης, παγωμένης λίμνης. Προσπάθησα, χωρίς επιτυχία, να αποκοιμηθώ, χτυπώντας νευρικά
τα δάχτυλά μου στα πόδια μου.
Σκόπευα να εκμεταλλευτώ το ταξίδι για να βάλω τις
τελευταίες πινελιές σε μια αποχαιρετιστήρια ομιλία που
η κοπέλα μου θα άκουγε τελικά δύο χρόνια αργότερα.
JOE PERNICE
Αργός ως συνήθως. Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Κάποιοι υπεράριθμοι επιβάτες που στέκονταν όρθιοι
στους διαδρόμους αναστέναζαν δυνατά μία στο τόσο κι
έλεγαν ότι η κατάσταση ήταν απίστευτη. Ήταν το ξε-
κίνημα του πολυαναμενόμενου τριήμερου της Ημέρας
των Εργατών κι έκανε ζέστη. Ευτυχώς είχα βρει θέση
στον διάδρομο και δυο αγόρια —περίπου δώδεκα χρο-
νών και έτοιμα να βουτήξουν με τα μούτρα
δρά το άφτερ σέιβ Hai Karate που φορούσε κάποτε ο πατέρας μου, κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να
με ανακουφίσει και να με βυθίσει σ’ έναν ελαφρύ ύπνο.
Με το ένα μάτι καρφωμένο στα καταραμένα κωλόπαιδα
και το άλλο γλαρωμένο, μισοάκουγα την κουβέντα τους προσπαθώντας να πείσω τους γκαντέμηδες που δεν εί-
θέση και τριγυρνούσαν στους διαδρόμους ότι ήμουν
ο κηδεμόνας τους και επομένως ήταν αδύνατο ν’ αφήσω
το πόστο μου. Αν, για κακή μου τύχη, έπεφτε το βλέμμα
Θα ξεράσω αν σηκωθώ. Ελπίζω την επόμενη φορά να σταθείς
πιο τυχερός.
Ήταν ξαδέρφια, απ’ ό,τι κατάλαβα, αν και το Παιδί
Ένα ήταν εμφανώς πιο προχωρημένο και πιο πονηρό
από το Παιδί Δύο. Το Παιδί Ένα χτένιζε με μια στενή
μαύρη χτένα τα μαλλιά του κάθε λίγο και λιγάκι, μέχρι
να του φανούν τέλεια. Περνούσαν καλά, γελώντας με
μαλακίες που κανένας άνω των δεκατεσσάρων δεν θα
θεωρούσε αστείες (εκτός από μένα… όταν δεν έχω χανγκόβερ). Παρόλο που με κρατούσαν ξύπνιο, κάνοντάς
με να συνειδητοποιώ ότι ήμουν στο τσακ να ξεράσω, τα σκατόπαιδα διασκέδαζαν τόσο πολύ που δεν τους είπα τίποτα. Άλλωστε, δεν πίστευα πως άξιζα ιδιαίτερα τον οίκτο τους εκείνη την ώρα, καθώς αναλογιζόμουν τον αποχαιρετιστήριο λόγο που θα έβγαζα: Ένα τεράστιο
«άντε γαμήσου» προς την τότε κοπέλα μου, που σε καμία περίπτωση δεν της άρμοζε.
Οι γονείς του Παιδιού Ένα, σοβαροί παίκτες του γκολφ απ’ ό,τι έδειχναν τα ρούχα τους, τσέκαραν τα παιδιά κατά διαστήματα μεταξύ ουίσκι και τσιγάρων στο βαγόνι του μπαρ. Αν βρισκόμουν σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση, ίσως να είχα πιάσει ψιλοκουβέντα με τον κο Φοροδιαφυγή
JOE PERNICE
γαλείο αναφέρομαι στο νυστέρι του. Οι ελαφριές, βαμβακερές τους μπλούζες μύριζαν Γκρίνουιτς1.
Το Παιδί Ένα κόντευε να κατουρηθεί από τα γέλια και
η φωνή του τρεμόπαιζε ασταμάτητα ενώ προσπαθούσε
να πει ένα σόκιν ανέκδοτο (το οποίο αναγνώρισα μετά
τις πρώτες κιόλας φράσεις) που περιλάμβανε μια καλόγρια, έναν οδηγό λεωφορείου, ένα νεκροταφείο και λίγη
φωσφοριζέ μπογιά. Το κοιμισμένο μου μάτι κουνήθηκε.
Ο σβέρκος μου ήταν πιασμένος, το κεφάλι μου ακίνητο πάνω στο μαξιλάρι που το ένιωθα σαν γυαλόχαρτο.
Έριξα μια φευγαλέα ματιά στο καθαρματάκι. Καθώς το κεφάλι του έκανε στροφή ενενήντα μοιρών, προς στιγμήν μπόρεσα να φανταστώ πώς θα έδειχνε στα σαράντα
πέντε του, και είχε τα χάλια του.
Προσπαθούσε να ψιθυρίσει, αλλά πάσχιζε τόσο πολύ
να συγκρατήσει τα γέλια του που δεν καταλάβαινες τί έλεγε. Και το Παιδί Δύο, επίσης γελώντας, του ζητούσε
ξανά και ξανά να επαναλάβει αυτό που είπε. Ήταν και
τα δύο σε κατάσταση υστερίας όταν έφτασε η τελευταία ατάκα… που είχε σχέση με κάποιο τέχνασμα και το πρω-
κτικό σεξ. Οι λέξεις και μόνο παραλίγο να τα ξεκάνουν:
πρωκτικό σεξ. Άρχισα να νιώθω πιο αισιόδοξος και προς
στιγμήν σκέφτηκα ότι θα μπορούσα και να παντρευτώ
την κοπέλα.
1. Μία από τις πλουσιότερες πόλεις της Αμερικής, έδρα μεγάλων
πολυεθνικών και επενδυτικών εταιρειών. (Σ.τ.Μ.)
Στριφογύριζαν στις θέσεις τους τσιρίζοντας και ανταλλάσσοντας σκαμπίλια. Ένας γκριζομάλλης, μυστακοφόρος εισπράκτορας τα κοίταξε με μισό μάτι προσπαθώντας να διασχίσει το βαγόνι, αγκαλιάζοντας
τις πλάτες των βινίλ καθισμάτων για να μη χάσει την
ισορροπία του. Ακόμα κι εγώ άρχισα να γελάω λίγο, αν και είχα ακούσει το ανέκδοτο τουλάχιστον δέκα φορές
(απόδειξη της διαχρονικότητας του ποιοτικού χιούμορ). Τελικά ηρέμησαν όταν το τρένο έφτασε στο σταθμό του Νιου Χέιβεν. Ενώ οι επιβάτες πάλευαν να κατεβάσουν τα υπάρχοντά τους από τα ράφια των αποσκευών, το Παιδί Δύο έβγαλε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό και ρώτησε
διστακτικά: «Τι είναι πρωκτικό σεξ;»
«Μη λες μαλακίες», απάντησε το Παιδί Ένα, κατεβάζοντας με δύναμη τον αγκώνα του στον ώμο του ξαδέρφου του. Του την έχωσε γερά.
«Αααχ! Με πόνεσες! Απλά μια ερώτηση έκανα», στρίγκλισε το θύμα και μετά σιώπησε, τρίβοντας την περιοχή
γύρω από το στροφικό του πέταλο. Τα μάτια του βούρκωσαν. Το Παιδί Ένα με κοίταξε και σήκωσε τους ώμους, συνειδητοποιώντας ότι το είχε παρατραβήξει. Έπρεπε να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει.
«Ξέρεις, ΠΡΩ-ΚΤΙ-ΚΟ-ΣΕΞ», είπε ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι του, κάνοντας ταυτόχρονα μια χειρονομία που συμβολίζει παγκοσμίως την πράξη που όλοι γνωρίζουν. Σίγουρα το Παιδί Δύο ήξερε τι ήταν το πρωκτικό σεξ. Έπρεπε να το ξέρει, σωστά; Λάθος. Η παντο-
JOE PERNICE
μίμα του Παιδιού Ένα δεν έριχνε αρκετό φως. Το Παιδί Δύο κοίταξε τον ξαδερφό του, με ύφος σοβαρό και μπερδεμένο. Εγώ το είχα βουλώσει, περιμένοντας να πέσει κι άλλη οβίδα. Ήμουν μάρτυρας σε κάτι καθοριστικό, κάτι
πιο ανθρώπινο και πρωτόγονο απ’ ότι περίμενα, και δεν μπορούσα να το σταματήσω. Το Παιδί Δύο ήταν το είδος του αργού μαθητή που χρειάζεται απλές, ξεκάθαρες εξηγήσεις. Με τα μάτια κλειστά
και ανέκφραστα:
«Πρέπει να του πεις». Σώπασαν για λίγα δευτερόλεπτα, έχοντας μείνει αποσβολωμένα. Το πλάσμα είχε ζωντανέψει. Τότε το Παιδί Δύο κρυφογέλασε και είπε:
«Ναι. Πρέπει να μου πεις». Το Παιδί Ένα έγειρε προς
το μέρος του και, ψιθυρίζοντας κάτι στο αυτί του, άλλα-
ξε τα πάντα. Τα μάτια μου ήταν ακόμα κλειστά, αλλά θα
έβαζα στοίχημα το τελευταίο μου δολάριο ότι το πρόσω-
πό του πήρε μια πρωτόγνωρη, τρομαγμένη έκφραση.
«ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!!», ούρλιαξε το Παιδί
Δύο. «ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!!»
Τρεις ώρες αργότερα βρισκόμουν σ’ ένα δισκάδικο
στο Μανχάταν για να αγοράσω μια ολοκαίνουργια κόπια
του Meat is Murder.
Αργοπέθαινα στο καθολικό λύκειο. Το λύκειο του Αγίου
Λογγίνου, για την ακρίβεια. Ήταν άνοιξη του 1985 και
ο ριγκανισμός βρισκόταν στην πλήρη, σάπια του άνθιση. Το λύκειο του Αγίου Λογγίνου ήταν ένα πληκτικό
ησυχαστήριο που αποτελούνταν από τρία πανομοιότυπα
τούβλινα κουτιά τοποθετημένα σε μια έκταση τεσσάρων
στρεμμάτων στην άρρωστη καρδιά των προαστίων της
Βοστόνης. Οι καλεντούλες με άρωμα κάτουρου και τα
ένα κτίριο στο άλλο, από τα Λατινικά στα Θρησκευτικά, διογκωνόταν από τις αναπόφευκτες λακκούβες με νερά, γεμάτες πρησμένα σκουλήκια. Ήταν καλύτερα να κοιτάς όλο ευθεία και απλώς να περπατάς και να προσπαθείς να αγνοείς τα περιστασιακά στρώματα σκουληκιών κάτω απ’ τα πόδια
σου. Σοφή συμβουλή που πολλοί μαθητές ακολουθούσαν και στο εσωτερικό του σχολείου.
Ο παιδικός μου φίλος Ντάνι είχε πρόσφατα αυτοκτο-
νήσει με ένα τουφέκι 5,6 χιλιοστών. Αυτό
JOE PERNICE
για το πένθος. Η δική μου αντίδραση ήταν να υιοθετήσω
την αναγκαία αποστασιοποίηση ενός καταπονημένου
ογκολόγου.
Το γιατί να το κάνει κάποιος (και το έκαναν πολλοί
εκείνη τη χρονιά) έξυνε πληγές και απέφευγα να το σκε-
φτώ. Όπως και να ’χει, ένιωθα απείρως καλύτερα όταν
χανόμουν στους ήχους του Hatful of Hollow ή του War.
Ή όταν άνοιγα την τηλεόραση και τραβούσα μαλακία
με την ταγματάρχη Margaret Houlihan που ούρλιαζε
σε κάποιον κατώτερο. Ή με την Chrissy Snow. Ή την
Jennifer Hart.2 Το ’84 και το ’85 ήταν όλο τέτοια.
Ήξερα επίσης ότι αυτοπυροβολήθηκε γύρω στις πέντε τα ξημερώματα μέσα στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς του. Πρέπει να ήταν δύσκολο να τα καταφέρει
σε τόσο περιορισμένο χώρο. Είχα δει αυτή την ντουλάπα
πολλές φορές. Γεμάτη παλιό εξοπλισμό για χόκεϊ, μπέ-
ιζμπολ και BMX. O Ντάνι είχε έναν αδερφό μόλις δέκα
μήνες μικρότερό του, και μεγαλώνοντας έκαναν όλων
των ειδών τα αθλήματα. Τους παρακινούσαν οι γονείς
τους, όχι με τον γεμάτο μίσος τρόπο των στρατιωτικών εκπαιδευτών, αλλά ήρεμα και ευγενικά. Νομίζω ότι οι γονείς είχαν ενοχές επειδή δούλευαν και οι δύο και ανη-
2. Τηλεοπτικές ηρωίδες των σειρών M*A*S*H, Three is Company και Hart and Hart αντίστοιχα, που στα 80s προβάλλονταν και στην ελληνική τηλεόραση. (Σ.τ.Μ.)
συχούσαν μήπως ο Ντάνι και ο Πάτρικ δεν κοινωνικοποιούνταν σωστά. Και υποθέτω πως είχαν δίκιο.
«Εγώ λέω ότι ήταν κρυφοαδερφή, γιατί το έκανε
κρυμμένος στη ντουλάπα», διατυμπάνιζαν εχθρικά οι
«καμένοι» του σχολείου —με τα λεπτά, σχεδόν αόρατα
μουστάκια τους— από τις τελευταίες θέσεις των λεωφορείων. Μόλις δεκαπέντε εκατοστά ακίνητου αέρα, ξύλου
και σοβά χώριζαν το αναβλύζον DNA του Ντάνι από τους
κοιμώμενους στο διπλανό δωμάτιο. Η ευθραυστότητα του ανθρώπινου σώματος είχε αρχίσει να με απασχολεί
σχεδόν σε ανησυχητικό βαθμό.
Οι γονείς του τον βρήκαν σωριασμένο, να αιμορραγεί
πάνω σε μια πράσινη σακούλα σκουπιδιών γεμάτη καλοκαιρινά ρούχα που του πήγαιναν πλέον μικρά. Πέρασα περισσότερο χρόνο απ’ όσο θα έπρεπε παρατηρώντας
τις σφιχτοδεμένες σκουπιδοσακούλες που έβγαλε στο πεζοδρόμιο ο πατέρας του Ντάνι την επόμενη Τετάρτη.
(Όταν επισκέπτομαι τους γονείς μου στο πατρικό μου, ακόμα νιώθω κάποιες φορές την παρόρμηση να ψάξω για ίχνη του αίματός του σ’ εκείνο το σημείο του πεζοδρομίου.)
Ήμουν σχεδόν δύο χρόνια μεγαλύτερος του Ντάνι, και είχαμε απομακρυνθεί από τότε που πήγα σ’ ένα ιδιωτικό γυμνάσιο μερικές πόλεις μακριά. Η σχέση μας σταδιακά περιορίστηκε σε γειτονικούς χαιρετισμούς μέσα από κινούμενα αυτοκίνητα. Δεν είχαν περάσει πολλά
χρόνια από τότε που ήμασταν κολλητοί, αλλά σ’ εκείνη
JOE PERNICE
την ηλικία ακόμα και λίγα χρόνια είναι μια ολόκληρη ζωή. Βασικά δεν ένιωσα τίποτα όταν έμαθα ότι πέθανε.
Ήμουν τόσο απορροφημένος στις σημαντικές, παθιασμένες ζυμώσεις της εφηβείας που δεν ένιωσα όσο συντετριμμένος θα έπρεπε. Γενικότερα, εκείνη την εποχή
μόνο η Άλισον μπορούσε να μου εμπνεύσει κάτι που να μοιάζει με απελπισία.
Εκ των υστέρων, πιστεύω πως θα ήμουν καλύτερα
τώρα αν είχα νιώσει χειρότερα τότε. Είχα αποστασιοποιηθεί τόσο πολύ την ώρα της κηδείας, που ένιωθα σαν να βρίσκομαι σε αποχαιρετιστήριο πάρτι με πολλούς, υπερβολικά καλοντυμένους καλεσμένους, προς τιμήν κάποιου που είχε ήδη μετακομίσει στη Δυτική Ακτή ή στον Καναδά. Το πάρτι ξέφυγε τελείως μετά την κηδεία και κράτησε για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Μια από τις τελευταίες φορές που ο Ντάνι κι εγώ κάναμε παρέα σαν πραγματικοί φίλοι, συνειδητοποίησα ότι
ο ένας από τους δυο μας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Τον
κυνηγούσα μέσα στην αυλή των γονιών μου, απειλώντας να του μπήξω στο μάτι ένα σταυροκατσάβιδο. Ήταν
ένα βιολετί, φθινοπωρινό δειλινό, ο ουρανός φωτεινός
και πεντακάθαρος. Πόνεσαν τα στομάχια μας από τα γέλια, το δικό μου όμως έκανε και κάτι παραπάνω.
Είχα μεγάλο πρόβλημα με το άσθμα μέχρι τα τέλη
της εφηβείας μου, κι εκείνο το βράδυ έπαθα μια σοβαρή
κρίση καθώς εισέπνεα τον κρύο αέρα ενώ παλεύαμε στο
υγρό γρασίδι. Αν και ήμουν ένα αδύναμο σκατουλάκι,
ήμουν πάντα δυνατότερος από τον Ντάνι, κυρίως επειδή
τον περνούσα δύο χρόνια. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό
για να μην ξεράσω ντοματόσουπα και Gatorade πάνω
στο μπεζ Barracuda τζάκετ μου, γεγονός που αυτομάτως
έστειλε και τους δυο μας στη στρατόσφαιρα του απόλυ-
του ενθουσιασμού.
Όταν τελικά ηρεμήσαμε και ξαπλώσαμε ανάσκελα για
να ξεκουραστούμε, κοιτάζοντας τα φώτα προσγείωσης
που ζωντάνευαν όσο πλησίαζαν στο αεροδρόμιο Λόγκαν, ο Ντάνι είπε κοντανασαίνοντας: «Φαντάζεσαι να
είχες ξεράσει σούπα με ζυμαρικά σε σχήμα γραμμάτων, και να ψάχναμε ανάμεσα στα γράμματα και να γράφαμε “όρχεις” μπροστά στο γκαράζ των Προύντομ;» Εντελώς παιδιάστικα πράγματα, που μπορούν να οδηγήσουν
τα αγόρια μιας συγκεκριμένης ηλικίας σε πραγματική
υστερία. Φαινόταν τόσο μικρός και ενθουσιώδης όπως
γελούσε περιμένοντας μάταια την επιδοκιμασία μου.
Υπήρχε κάτι που μου φάνηκε περίεργο στο ότι χρησι-
μοποίησε την ιατρική λέξη «όρχεις» και όχι μια λέξη από
το ιερό λεξικό της αγορίστικης εφηβείας. Θα μπορούσε
να έλεγε «αρχίδια» ή «παπάρια» ή κάτι άλλο αντί για
όρχεις. Είχα μια πρωτόγνωρη, έντονη αίσθηση πως κάτι
είχε τελειώσει ανεπιστρεπτί. Δεν διέφερε πολύ από τον
ανακουφιστικό συνδυασμό ψυχρής αντικειμενικότητας
και θλίψης που σου μένει όταν πεθάνει ο έρωτάς που νιώθεις για κάποιον.
Τα βρόμικα, ξανθά μαλλιά του ήταν κολλημένα απ’
JOE PERNICE
τον ιδρώτα πάνω στο μέτωπό του, σχηματίζοντας συστάδες που θύμιζαν φωλιές ζυμαρικών. Ένιωσα πως ο Ντάνι
βρισκόταν ακινητοποιημένος ανάμεσα σε δύο κόσμους, ενώ εγώ προχωρούσα παραπαίοντας προς τον δεύτερο.
Ήταν πραγματικά ευάλωτος, σαν αντίχειρας που βγάζει
καινούργιο νύχι.
Δεν έχω ιδέα τι κουβαλούσε μέσα του αυτό το παιδί, αλλά κάποια κοπέλα με την οποία είχε χωρίσει (που μάλλον σήμαινε ότι ήθελε καινούργιο σύντροφο μελέτης)
τον αποκάλεσε χρήστη, και αυτό ήταν που τον τσάκισε.
Θα έτρωγα το άλλο παπούτσι του Βέρνερ Χέρτζογκ3 αν ο Ντάνι είχε προβεί σε κάποια έστω αμυδρά σεξουαλική
πράξη μαζί της, οπότε, αλήθεια τώρα, πώς θα μπορούσε
να την είχε χρησιμοποιήσει σ’ εκείνη την ηλικία; Χαζή
ερώτηση. Θα μπορούσε να την είχε χρησιμοποιήσει με πολλούς τρόπους, αλλά ο Ντάνι δεν ήταν τέτοιο παιδί. Ήταν πραγματικά ντροπαλός κι ευγενικός: τόσο ευγενικός που έλεγε «όρχεις» όταν αστειευόταν με τους φίλους του. Ένα καλό παιδί με καλούς γονείς.
Μπορώ να φανταστώ τη σκηνή: Ο Ντάνι μαζεύει 3. Ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης είχε βάλει στοίχημα ότι θα έτρωγε το παπούτσι
το απαραίτητο κουράγιο για να τριφτεί πάνω στο καινούργιο, καλυμμένο από μοχέρ στήθος της, ενώ προσπαθούν να χορέψουν μπλουζ υπό τους ρυθμούς του
«Baba O’Riley» σ’ έναν αξιοθρήνητο σχολικό χορό, και
μετά από μια εβδομάδα της ζητάει συνεσταλμένα να του
επιστρέψει τους δίσκους των REO Speedwagon. Μιλάμε για τρομερό μίσος. Πάντως ό,τι και να συνέβη ήταν
αρκετό.
Υποθέτω ότι η κοπέλα είχε αρχίσει
Χρήστη, ή Ο Χρήστης. Οι συνομήλικοί της τη θεωρούσαν «γκομενάρα» (δεκατετράχρονη με κορμί δεκαπεντάχρονης) και —χωρίς να φταίει η ίδια— όλοι οι ξαναμμένοι άρρενες μαθητές ήθελαν να προσεγγίσουν την αναπτυγμένη τους συμμαθήτρια. Είναι απλά μαθηματικά. Έχουν γίνει
πολύ χειρότερα πράγματα για πολύ πιο ασήμαντους λόγους.
Κι έτσι το όνομα εξαπλώθηκε στις υπόλοιπες τάξεις
σαν στρεπτόκοκκος και του κόλλησε. Πρέπει να του έρι-
ξε πολύ το ηθικό και δεν το άντεξε. Κάθε μέρα που περνούσε, αγκωνιές στο πρόσωπο, σφαλιάρες στο κεφάλι, γονατιές στο πίσω μέρος του ποδιού και «Ει, Χρήστη, χρησιμοποίησες κάποιον τώρα τελευταία;» ή «Κυρίες
και κύριοι, ας χειροκροτήσουμε… τον Χρήστη». Αυτά που έλεγαν δεν ήταν καν έξυπνα ή χιουμοριστικά. Δεν
JOE PERNICE
είναι να απορείς που αυτοκτόνησε. Ποιος ξέρει, αν τα αστεία ήταν τουλάχιστον καλά…
Ακόμα και κάποιοι άλλοι περιθωριοποιημένοι, με φαινομενικά πιο δυσοίωνο μέλλον στο λύκειο του Αγίου Λογγίνου, είδαν τον Ντάνι σαν ένα όχημα που θα τους
οδηγούσε στο επόμενο επίπεδο αποδοχής και επιβιβάστηκαν. Ίσως να ήταν ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους
που δεν έχουν καμία ελπίδα, όσα εμπόδια κι αν ξεπεράσουν. Αν είχε επιβιώσει μετά την τρίτη γυμνασίου, ίσως να είχε αυτοκτονήσει για κάποιον άλλο λόγο στην
πρώτη ή τη δευτέρα λυκείου. Προφανώς, είχε κάποια θέματα για τα οποία δεν έφταιγε κανείς άλλος. Δηλαδή, δεν μπορείς να κατηγορήσεις ένα συγκρότημα χέβι μέταλ αν κάποια παιδιά αποφασίσουν να το ακούσουν, να μνημονεύσουν τους στίχους του στο σημείωμα αυτοκτο-
νίας τους και μετά αυτοπυροβοληθούν. Και δεν μπορείς
να κατακρίνεις τους συντετριμμένους, απαρηγόρητους
συγγενείς και φίλους επειδή επιρρίπτουν ευθύνες. Σε
ποιον δεν αρέσουν οι εύκολες απαντήσεις;
Αν ποτέ αποφασίσω να τα τινάξω οικειοθελώς, θ’
αφήσω ένα σημείωμα αυτοκτονίας και θα κατηγορήσω
για τον θάνατό μου έναν συγκεκριμένο Αμερικάνο τρα-
γουδιστή της κάντρι και τα σχέδια του μάνατζέρ του:
«Αγαπημένοι μου, ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν μια
πράξη δειλίας και λυπάμαι πραγματικά για τον πόνο
που προκάλεσα σε όλους σας. Αλλά όταν διάβασα σ’
ένα μουσικό περιοδικό ότι το νέο τραγούδι του [ ]
θα άρχιζε σύντομα να παίζεται στο ραδιόφωνο, κατά-
λαβα ότι δεν μπορούσα να ζω πια σ’ αυτό τον κόσμο.
Η συγκεκριμένη σκέψη με καταδίωκε σε κάθε μου
βήμα. Μου λείπετε ήδη…»
Την εβδομάδα που πέθανε ο Ντάνι, η μεγάλη είδηση
ξο κυρίαρχο αρσενικό —θα τον αποκαλώ Γαμιόλη για να προστατέψω τους ενόχους— βίασε στα ντους έναν άλλο
μαθητή (που προσπαθούσε να γίνει κι αυτός δημοφιλής)
μ’ ένα μπουκάλι σαμπουάν.
«Έι, Τζόνι, Ντιν-ο, πρέπει να το δείτε αυτό»,
ρωτούσε τη φιλενάδα του αν τα δάχτυλά του μύριζαν περίεργα. Πραγματικά γοητευτικός σαδιστής.
Μάλλον δεν πέρασε
JOE PERNICE
αλήθεια, ο Γαμιόλης πέρασε σε κορυφαίο πανεπιστήμιο αντιγράφοντας στις εξετάσεις (και κατά πάσα πιθανότη-
τα το τέλειωσε με τον ίδιο τρόπο) και τώρα είναι ένας πετυχημένος δικηγόρος σε μια ασφαλιστική εταιρεία που
ασχολείται με αποζημιώσεις για ιατρική αμέλεια. Τέλεια.
Αργοπέθαινα στο καθολικό λύκειο. Ήταν άνοιξη και το μόνο που ενδιέφερε τους πάντες ήταν να γαμήσουν. Για
να χρησιμοποιήσω ορολογία αεροπλοΐας, βρισκόμασταν σε μια ζώνη μεγάλων αναταράξεων. Μερικά παιδιά εί-
χαν μια γενική ιδέα του τι συνέβαινε και έκαναν ό,τι καλύτερο (ή χειρότερο) μπορούσαν για να μετατρέψουν αυτή την ακατέργαστη, πρωτόγνωρη ενέργεια σε αξιοποιήσιμη κοινωνική δεξιότητα. Επιδείκνυαν τις ωραίες καθαρές επιδερμίδες τους, αλλά ήταν μπερδεμένοι και χαμένοι όπως κι εμείς οι υπόλοιποι. Αυτοί ήταν οι άξεστοι αθληταράδες. Οι Γαμιόληδες, που άφηναν γένια πέντε ημερών (επειδή μπορούσαν) για καλή τύχη λίγες
μέρες πριν το Μεγάλο Παιχνίδι. Ειδήμονες στα πάντα, από ελαφριά μπίρα μέχρι αλπικό σκι.
Ήταν και οι ξενέρωτες οικοδέσποινες των πάρτι, που
φορούσαν τα αθλητικά μπουφάν των αγοριών τους και ήθελαν τόσο πολύ να αποφοιτήσουν γεμάτες αξέχαστες αναμνήσεις. Και οι πρόεδροι των τάξεων με τα αντιπαθητικά τους χαμόγελα και τους δευτεροκλασάτους κολλη-
τούς που περιστρέφονταν γύρω τους σαν μικρά πουλιά που με το ράμφος τους καθαρίζουν τα δόντια των ρινόκερων. Και ήταν εντελώς ηλίθιοι, εκτός των άλλων.
Μια διαφορετική ομάδα άγαρμπων, ανασφαλών μαθητών καταλάμβανε τον διόλου ζηλευτό χώρο στο άλλο
άκρο του φάσματος. Είχαν τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μυωπικά τους μάτια. Η απαράμιλλη σεξουαλική τους
απογοήτευση έκανε αναστροφή 180 μοιρών με κατεύθυνση το μυαλό και τους ανάγκαζε να πασπατεύουν όχι τους εαυτούς τους ή ο ένας τον άλλο, αλλά ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ποικίλα πνευστά όργανα. Φαίνονταν ταλαιπωρημένοι και αγχωμένοι. Τιτάνες της Σκακιστικής Λέσχης που δυστυχώς ήταν ανίκανοι σε όλους τους υπόλοιπους τομείς που δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Σκακιστικής Λέσχης. Αδιάφοροι για τη σωματική τους οσμή αλλά γεμάτοι ντροπή και αμηχανία όποτε κροτάλιζαν οι κηδεμόνες σκολίωσης που φορούσαν. Πρόσφυγες με τσάντες γεμάτες βιβλία που διέσχιζαν τους διαδρόμους βιαστικά ελπίζοντας να περάσουν απαρατήρητοι. Ήξεραν πως όλοι μπορούσαν να το δουν, ήταν γραμμένο καθαρά στα λιπαρά τους πρόσωπα ότι ακατανόητα πράγματα συνέβαιναν μέσα τους. Οι Γαμιόληδες και οι Σπασίκλες. Τους περίμενε ένα
υποσχόμενο μέλλον γεμάτο οικονομικές απάτες και άπλυτα πουκάμισα. Μια τεράστια σκοτεινή άβυσσος
χώριζε το πολυτελές Club Med από την αποικία των λεπρών. Κι εκεί παραδέρναμε όλοι οι υπόλοιποι, από φόβο
JOE PERNICE
μήπως ξεβραστούμε σε κάποια από τις δύο αυτές ακτές.
Όπως και να το έβλεπες, σχεδόν όλοι ήταν δυστυχισμέ-
νοι.
Για παράδειγμα, ο νούμερο ένα μαθητής της τάξης
μου ήταν ένα παιδί-θαύμα ονόματι Ντάγκλας. Αυτό το
παιδί δεν είχε πάρει ούτε μια φορά στη ζωή του κάτι λιγότερο από άριστα. Ήταν ο ορισμός του φύτουλα, απίστευτα μελετηρός και φανατικός λάτρης του Star Trek
Το γνήσιο. Με σάρκα και οστά. Ένας αναίσχυντος μπουφόνος α λα Μόντι Πάιθον που ήθελε τόσο οι καθηγητές
όσο και οι μαθητές να τον αποκαλούν Φιλαράκι. Καλύτερα να είχε διαλέξει το όνομα Κλαράκι, αφού δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί από τα πειράγματα.
Λοιπόν, το Φιλαράκι ήταν φρικτός αθλητής και δεν υπερβάλλω. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. Και παρόλο που μπορούσε να ογκομετρεί, να ολοκληρώνει και να παραγωγίζει λες κι ήταν ο Φέρμι, αυτές του οι ικανότητες δεν τύχαιναν μεγάλης εκτίμησης στη γυμναστική, ειδικά πριν τη διακοπή των Χριστουγέννων που διεξαγόταν ο Προεδρικός Διαγωνισμός Φυσικής Κατάστασης.
Τέλος πάντων, για να μην κάνω μια προβλέψιμη ιστορία πιο μακροσκελή και επίπονη απ’ όσο χρειάζεται, το μόνο που κατάφερε το Φιλαράκι, χάρη σε μια ηρωική όσο και τραγελαφική εκδοχή περίσταλσης, ήταν να ανέβει αργά μέχρι τα μισά του σκοινιού αναρρίχησης προτού παγώσει. Αμέτρητες αποδοκιμασίες και γιουχαΐσμα-
τα αντήχησαν από άκρη σ’ άκρη στο θορυβώδες Κολοσσαίο. Δεν έλεγε να προχωρήσει, ούτε προς τα πάνω ούτε
προς τα κάτω.
«Σταυρώστε τον!» φώναξε κάποιος.
Η δεσποινίς Χολ, η γυμνάστριά μας, είχε το πρόσωπο
και τη σωματική διάπλαση μιας εναέριας σύγκρουσης
μεταξύ του ρεπουμπλικάνου βουλευτή Νιουτ Γκίνγκριτς
και του Sluggo από τη σειρά κόμικς Nancy. Φορούσε
μονίμως ένα μπουφάν προπόνησης και κοτλέ αθλητικά
σορτσάκια, τόσο στενά που όταν περπατούσε ένα ενοχλητικό «φφφφιτ φφφφιτ φφφφιτ» τσιτσίριζε από τον καβάλο της.
«Τσακίσου ν’ ανεβείς στην κορυφή του σκοινιού και ξανακατέβα ΤΩΡΑ!» Οι φλέβες του λαιμού της φούσκωσαν θυμίζοντας αρσιβαρίστα.
Ένας εξυπνάκιας ονόματι Μαχόνι άρχισε να τινάζει το σκοινί αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας να απελευθερώσει τον ακροβάτη όπως θα απελευθέρωνε ένα αχλάδι
από την αχλαδιά. Η Χολ έριξε στον Μαχόνι μια πελεκιά με
τον ιδανικό για μπρα ντε φερ πήχη της. Ακούστηκε ένας
αρχικός γδούπος, που συνοδεύτηκε από μια σειρά μικρό-
τερων γδούπων, λες και κάποιος έριξε το χοιρινό μπούτι
που μαγείρευε από το ταψί στο ξύλινο πάτωμα. Ο Μαχόνι
κατέληξε κοντά στις κερκίδες και μπουσούλησε σαν πληγωμένο ζώο από κάτω τους για να βρει καταφύγιο.
«Χάσου από τα μάτια μου!» είπε η Χολ περιφρονητικά
ενώ έβαζε στη θέση του το ρολόι της που είχε μετακινηθεί δραματικά μετά το χτύπημα.
Το Φιλαράκι απλά κρεμόταν εκεί πέρα, μην ακούγοντας τίποτα. Για πάνω από πενήντα λεπτά. Πρέπει να
ήταν κάποιου είδους ρεκόρ. Ο ίδιος ο Ρίγκαν θα έπρεπε
να είχε σκαρφαλώσει στο σκοινί για να του δώσει χρυσό μετάλλιο. Εγώ σίγουρα δεν θα μπορούσα να κρέμομαι
από ένα σκοινί για μία ώρα ενώ όλος ο κόσμος με έβριζε.
Οι γονείς του ήταν δακρυσμένοι όταν εμφανίστηκαν για να τον πείσουν να κατέβει. Τελικά, οι τρεις τους
συμπτύχθηκαν σε μία μονάδα που έφυγε κλαίγοντας εν όψει των χριστουγεννιάτικων διακοπών.
Η Άλισον μύριζε σαμπουάν μάρκας Halsa. Έχει πολύ ιδιαίτερο άρωμα. Όχι αυτό με εκχύλισμα πράσινου μή-
λου ή πορτοκαλιού αλλά αυτό με τη χένα, στο μπουκάλι
με την ετικέτα που απεικονίζει ένα ελβετικό βουνό. Θα έλεγα πως το μυρίζω σε άλλους ανθρώπους τουλάχιστον
μια φορά τον μήνα και πάντα με αναστατώνει λίγο. Η
Άλισον είχε κόψει τα μαύρα μαλλιά της κοντό καρέ, σε
μια εποχή που ήταν
στροφή του κεφαλιού της μπορούσε να απελευθερώσει μέσα μου κεραυνούς σεξουαλικής ενέργειας ικανούς να διαλύσουν δορυφόρους στον ουρανό. Τα επίθετά μας ξεκινούσαν από το ίδιο γράμμα και ήμασταν και οι δύο στην τάξη των «προχωρημένων», όπως την ονόμαζαν, έτσι, για μεγάλη μου ενόχληση και ευχαρίστηση, καθόταν πάντα κάπου κοντά.
Όταν καθόταν μπροστά μου, την κοιτούσα επίμονα
μέσα από το πλέγμα της πλάτης της καρέκλας της, προσπαθώντας να διακρίνω το περίγραμμα των εσωρούχων
της. Η μπλε παστέλ μπλούζα της στολής της κάλυπτε το μυστήριο του δέρματός της σαν παλίμψηστο. Ήθελα να
ξύσω τη φτηνή μπογιά και να αποκαλύψω το κρυμμένο
πορνογραφικό τοπίο.
Όταν καθόταν δίπλα μου, τη χάζευα με τις άκρες των
ματιών μου, ζορίζοντάς τα ώσπου να με πιάσει πονοκέφαλος και ν’ αρχίσουν να εμφανίζονται μυγάκια στο
οπτικό μου πεδίο. Όποτε άλλαζε τη στάση του σώματός
της έκανα κι εγώ το ίδιο, συνειδητά και προσεκτικά.
Κάθε στιγμή που περνούσε γινόμουν όλο και χειρότερος μαθητής, καθώς και καπνιστής. Η Άλισον κάπνιζε
σαν στάρλετ, Merit Lights, οπότε το άρχισα κι εγώ και προπονούμουν σκληρότερα κι από μελλοντικό ολυμπιονίκη για να την εντυπωσιάσω στο «Πνευμόνι» — μια άθλια εσωτερική αυλή χωρίς παγκάκια, κοντά στους κάδους σκουπιδιών πίσω από την καφετέρια. Τα βροχερά πρωινά άραζα στο Πνευμόνι πριν το μάθημα και κάπνι-
JOE PERNICE
ζα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο κάτω από το ανίσχυρο
τσίγκινο σκέπαστρο που κρεμόταν πάνω απ’ την πόρτα, ακούγοντας το Hatful of Hollow ή το All Mod Cons στο γουόκμαν μου.
Η σκηνή είχε εκτυλιχθεί στο μυαλό μου αμέτρητες
φορές: η Άλισον μούσκεμα, να χώνεται πλάι μου για
να χωρέσει κάτω από το σκέπαστρο ενώ ρυάκια βροχής χύνονται γύρω μας… when she cycles by… Τα τσιγάρα της έχουν βραχεί, είναι άχρηστα, λέει, και τα χείλη της φιλούν τον αέρα. Της προσφέρω ένα από τα δικά μου… there go all my dreams… Το κρατάει με τα δάχτυλά της σαν κόκαλο κάποιου αγίου. Το βάζει ανάμεσα στα χείλη της αμίλητη. Τα μάτια της τόσο τεράστια που κοιτάζω το καθένα ξεχωριστά. Ανάβω το τσιγάρο της… is she still there or has she gone away?...4 Καπνίζει. Μου κλείνει το μάτι. Πηδιόμαστε.
Αυτό που ένιωθα τότε ήταν τόσο μεγάλο και αληθινό
που επισκίαζε την ανάμνηση ενός παλιού, νεκρού φίλου
και αρνιόμουν να μισήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό. Ποιος Ντάνι; Όταν η Άλισον καθόταν πίσω μου, βασανιζόμουν
που δεν μπορούσα να τη δω. Ο πόνος ήταν σχεδόν σωματικός. Έκανα κάποιους φρενήρεις υπολογισμούς που
4. Οι προτάσεις στα αγγλικά είναι ελαφρώς παραλλαγμένοι
στίχοι από το «Back to the Old House», ένα από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του άλμπουμ Hatful of Hollow των Smiths. (Σ.τ.Μ.)