ΤΟ ΣΤΡΙΨΙΜΟ ΤΗΣ ΒΙΔΑΣ •
ΤΟ Σ ΤΡ ΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
© Brainfood Εκδοτική, Αθήνα 2017 Μετάφραση: Θάνος Καραγιαννόπουλος Επιμέλεια: Χάιδω Παπαβασιλείου Brainfood Εκδοτική ΜΕΠΕ
Κολωνού 12-14, 10437 Αθήνα
Τηλ.: 210 25 14 123, Fax: 210 52 27 768 Email: info@brainfoodmedia.gr www.brainfood.gr
α΄εκδοση: Φεβρουάριος 2016 Ανατύπωση: Ιούνιος 2017 ISBN: 978-960-436-403-9
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά
τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας
του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή,
αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Χένρι Τζέιμς
ΤΟ ΣΤΡΙΨΙΜΟ ΤΗΣ ΒΙΔΑΣ Μυθιστόρημα
•
Μ ΕΤΑΦΡΑ ΣΗ
Θάνος Καραγιαννόπουλος
Η Ι Σ ΤΟΡΙ Α μάς κρατoύσε γύρω απ’ τη φωτιά με την ανάσα κομμένη, αλλά πέρα από την προφανή παραδοχή του πόσο αποτρόπαιη ήταν, ως όφειλε άλλωστε να είναι μια παράξενη ιστορία παραμονή Χριστουγέννων σ’ ένα παλιό σπίτι, δεν θυμάμαι κάποιο άλλο σχόλιο να γίνεται, μέχρι που κάποιος έτυχε να πει πως αυτή ήταν η μοναδική απ’ όσες περιπτώσεις είχε ακούσει που ένα παιδί κλήθηκε να περάσει τέτοια δοκιμασία. Την περίπτωση, να αναφέρω εδώ, συνιστούσε η εμφάνιση μιας υπερφυσικής οντότητας σ’ ένα παλιό σπίτι, ακριβώς σαν κι αυτό όπου είχαμε συγκεντρωθεί για την περίσταση – μια εμφάνιση τρομακτική, μπροστά σ’ ένα μικρό αγόρι που κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα με τη μητέρα του και την ξύπνησε αμέσως τρομοκρατημένο· όχι όμως για να του διώξει τον φόβο και να το ηρεμήσει για να ξανακοιμηθεί, αλλά για να έρθει αντιμέτωπη κι εκείνη με το θέαμα που το είχε συνταράξει. Αυτή η λεπτομέρεια έκανε τον Ντάγκλας –όχι αμέσως, αλλά αργότερα το ίδιο βράδυ– να δώσει μια απάντηση που προχώρησε αρκετά τα πράγματα, και εδώ εφιστώ την προσοχή σας. Κάποιος άλλος είπε με τη σειρά του μια ιστορία, όχι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, και πρόσεξα πως εκείνος δεν την
6
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
παρακολουθούσε. Το πήρα σαν σημάδι ότι ετοίμαζε κι αυτός κάτι και πως το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε. Στην πραγματικότητα θα περιμέναμε μέχρι τη μεθεπόμενη νύχτα, αλλά το ίδιο εκείνο βράδυ, πριν χωριστούμε, μοιράστηκε τελικά μαζί μας εκείνο που τον απασχολούσε. «Όσο για το φάντασμα που λέει ο Γκρίφιν, ή ό,τι άλλο ήταν αυτό, δεν διαφωνώ καθόλου: η εμφάνισή του πρώτα στο αγοράκι, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, έχει τη σημασία της. Αλλά απ’ όσο ξέρω δεν είναι η πρώτη φορά που ένα παιδί εμπλέκεται σε τέτοιου είδους χαριτωμένα περιστατικά. Αν το παιδί επενεργεί στο συμβάν όπως ένα στρίψιμο της βίδας, τι θα είχατε να πείτε για δύο παιδιά;» «Θα μιλούσαμε, βέβαια», αναφώνησε κάποιος, «για δύο περιστροφές! Και θα ανυπομονούσαμε ν’ ακούσουμε γι’ αυτές». Σαν να βλέπω τον Ντάγκλας μπροστά στη φωτιά, με την πλάτη γυρισμένη στο τζάκι, να ρίχνει το βλέμμα στον συνομιλητή του με τα χέρια στις τσέπες του. «Κανείς εκτός από μένα δεν την έχει ακούσει ως τώρα. Στ’ αλήθεια φρικτή ιστορία». Αυτό, φυσικά, έγινε δεκτό από πολλές πλευρές σαν δηλωτικό ύψιστης τιμής και ο φίλος μας, με αδιόρατη δεξιοτεχνία, ετοίμασε τον θρίαμβό του στρέφοντας τα μάτια του σε μας τους υπόλοιπους και συνεχίζοντας: «Είναι πέρα από κάθε φαντασία. Δεν συγκρίνεται με τίποτα απ’ ό,τι ξέρω». «Ως προς τον τρόμο που εμπνέει;» θυμάμαι να τον ρωτάω.
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
7
Έμοιαζε να θέλει να μας πει πως δεν ήταν τόσο απλό· σαν να μην ήξερε ακριβώς πώς να το χαρακτηρίσει. Πέρασε το χέρι του μπροστά απ’ τα μάτια του κι έκανε μια αμυδρή γκριμάτσα. «Ως προς τη φρικώδη της… φρικαλεότητα!» «Ω, τι γοητευτικό!» φώναξε μία από τις γυναίκες. Δεν της έδωσε σημασία. Κοίταξε προς το μέρος μου, αλλά αντί για μένα ήταν σαν να έβλεπε αυτό που υπαινισσόταν. «Ως προς την απόκοσμη ασχήμια και τον τρόμο και τον πόνο». «Αν είναι έτσι», του είπα, «κάθισε αμέσως κάτω και ξεκίνα». Γύρισε προς τη φωτιά, έσπρωξε με το πόδι του ένα κούτσουρο και το κοίταξε για λίγο. Μετά γύρισε πάλι προς το μέρος μας. «Είναι αδύνατον να ξεκινήσω. Πρέπει πρώτα να στείλω ένα γράμμα στην πόλη». Ακολούθησαν ομόφωνες αποδοκιμασίες και διαμαρτυρίες. Τις προσπέρασε και μας εξήγησε με το αφηρημένο του ύφος: «Η ιστορία είναι γραμμένη. Βρίσκεται κλειδωμένη σ’ ένα συρτάρι κι έχει χρόνια να βγει από κει. Μπορώ να γράψω σ’ έναν έμπιστό μου, να εσωκλείσω το κλειδί κι εκείνος να μου στείλει το πακέτο όπως το βρει». Φαινόταν να απευθύνεται ειδικά σε μένα, σαν να ζητούσε σχεδόν τη βοήθειά μου για να μην κάνει πίσω. Είχε μόλις σπάσει ένα παχύ στρώμα πάγου, σχηματισμένο στη διάρκεια πολλών χειμώνων, και προφανώς είχε τους λόγους του γι’ αυτή τη μακρόχρονη σιωπή. Η αναβολή κακοφάνηκε στους υπόλοιπους, εμένα όμως αυτοί ακριβώς οι ενδοιασμοί ήταν που με συνάρπασαν. Τον παρακάλεσα
8
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
να στείλει το γράμμα με το πρώτο ταχυδρομείο και να συμφωνήσει μαζί μας να συγκεντρωθούμε πάλι το γρηγορότερο για να μας το διαβάσει. Έπειτα τον ρώτησα αν η εν λόγω εμπειρία ήταν δική του. Η απάντησή του σ’ αυτό ήταν άμεση. «Όχι, δόξα τω Θεώ, όχι!» «Και το αρχείο είναι δικό σου; Εσύ το κατέγραψες;» «Μόνο η αποτύπωση. Την έχω εδώ», ακούμπησε το μέρος της καρδιάς. «Ποτέ δεν την έχασα». «Και το χειρόγραφο…;» «Γράφτηκε με παλιό ξεθωριασμένο μελάνι και με τον πιο όμορφο γραφικό χαρακτήρα». Έκανε μια παύση. «Από το χέρι μιας γυναίκας. Είναι νεκρή εδώ και είκοσι χρόνια. Μου έστειλε τις σελίδες λίγο πριν πεθάνει». Τώρα οι πάντες άκουγαν με προσοχή, αν και φυσικά βρέθηκε και κάποιος ν’ αστειευτεί φωναχτά βγάζοντας εύκολα το συμπέρασμα. Και αν ο Ντάγκλας το αντιπαρήλθε χωρίς ούτε ένα χαμόγελο, το έκανε και χωρίς καμιά ενόχληση. « Ήταν όντως πολύ γοητευτική, αλλά και δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου. Ήταν η γκουβερνάντα της αδελφής μου», είπε ήρεμα. «Η πιο ευχάριστη κοπέλα που έχω γνωρίσει στη δουλειά της. Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, και το επεισόδιο συνέβη ακόμη νωρίτερα. Εγώ ήμουν μαθητής στο κολέγιο Τρίνιτι και τη βρήκα σπίτι επιστρέφοντας το δεύτερο καλοκαίρι. Έμεινα αρκετά σπίτι εκείνη τη χρονιά, έκανε πολύ ωραίο καιρό. Τις ώρες των διαλειμμάτων της κάναμε βόλτες και συζητήσεις στον κήπο κι από τις συζητήσεις μας μου έδωσε την εντύπωση πολύ έξυπνης και συμπαθητικής κοπέλας. Ναι, μη χαμογελάτε·
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
9
τη συμπαθούσα πάρα πολύ κι ακόμα και σήμερα χαίρομαι που ξέρω πως κι εκείνη με συμπαθούσε. Αλλιώς δεν θα μου το έλεγε. Ποτέ δεν το είχε πει σε κανέναν. Κι αυτό δεν μου το είπε απλώς για να το πει – το ξέρω πως δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Ήμουν σίγουρος. Το καταλάβαινα. Ακούγοντας την ιστορία, δεν θα δυσκολευτείτε να το καταλάβετε κι εσείς». «Για τον λόγο πως το συμβάν ήταν τόσο τρομακτικό;» Συνέχισε να με κοιτάζει. «Δεν θα δυσκολευτείς να καταλάβεις», επανέλαβε. «Εσύ, καθόλου». Ανταπέδωσα το βλέμμα. «Κατάλαβα. Ήταν ερωτευμένη». Γέλασε για πρώτη φορά. «Μέσα έπεσες. Ναι, ήταν ερωτευμένη. Εκείνη την εποχή, δηλαδή. Προέκυψε από την κουβέντα, δεν γινόταν να πει την ιστορία της χωρίς να προκύψει κι αυτό. Το κατάλαβα, κι εκείνη το είδε πως το κατάλαβα. Αλλά κανείς μας δεν είπε τίποτα. Θυμάμαι ακόμα την ακριβή ώρα και τοποθεσία. Τις γωνίες του γρασιδιού, τη σκιά από τις μεγάλες οξιές, το μακρύ, ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα. Δεν ήταν το κατάλληλο σκηνικό για ανατριχίλες, τώρα πια όμως…!» Άφησε τη φωτιά κι έπεσε πίσω στην πολυθρόνα του. «Την Πέμπτη το πρωί θα παραλάβεις το πακέτο;» τον ρώτησα. «Με το δεύτερο ταχυδρομείο πιθανότατα». «Εντάξει τότε. Μετά το δείπνο…» «Θα συναντηθούμε εδώ;» Μας κοίταξε όλους γύρω του. «Δεν θα φύγει κανείς;» Ο τόνος του φανέρωνε ελπίδα σχεδόν.
10
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
«Θα μείνουμε όλοι!» «Κι εγώ θα μείνω – κι εγώ!» φώναξαν οι κυρίες που είχαν κανονίσει να φύγουν. Η κυρία Γκρίφιν, ωστόσο, είχε μάλλον την ανάγκη να διαφωτιστεί λίγο περισσότερο. «Με ποιον ήταν ερωτευμένη;» «Θα μας το πει η ιστορία», ανέλαβα εγώ να απαντήσω. «Ω, δεν μπορώ να περιμένω μέχρι ν’ ακούσω την ιστορία!» «Δεν θα μας το πει η ιστορία», είπε ο Ντάγκλας. «Τουλάχιστον όχι κατά τρόπο σαφή και ωμό». «Πολύ κρίμα. Είναι ο μόνος τρόπος που καταλαβαίνω». «Δεν θα μας το πεις εσύ, Ντάγκλας;» ρώτησε κάποιος άλλος. Σηκώθηκε πάλι όρθιος. «Ναι… Αλλά αύριο. Τώρα πρέπει να πάω για ύπνο. Καληνύχτα». Και πιάνοντας βιαστικά ένα κερί, έφυγε και μας άφησε εκεί ελαφρώς σαστισμένους. Από την άκρη του μεγάλου σκούρου διαδρόμου, ακούσαμε τα βήματά του στη σκάλα. Πρώτη μίλησε η κυρία Γκρίφιν. «Και να μην ξέρω με ποιον ήταν ερωτευμένη, ξέρω με ποια ήταν ερωτευμένος αυτός». «Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του», είπε ο άντρας της. «Raison de plus 1, σ’ αυτή την ηλικία! Πολύ γλυκό εκ μέρους του, πάντως, να το κρατάει μέσα του τόσο καιρό». «Σαράντα χρόνια!» πρόσθεσε ο Γκρίφιν. «Ξέσπασε τελικά». «Το ξέσπασμα», παρατήρησα εγώ, «μας υπόσχεται μια υπέροχη βραδιά την Πέμπτη». Όλοι συμφώνησαν 1. Ένας λόγος παραπάνω.
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
11
μαζί μου, τόσο που χάσαμε κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε άλλο. Η τελευταία ιστορία της βραδιάς, όσο ημιτελής κι αν ήταν, όσο κι αν έμοιαζε με πρόλογο ρομαντικής επιφυλλίδας, είχε ειπωθεί. Ανταλλάξαμε τις χειραψίες, «κερωθήκαμε», όπως είπε κάποιος, και πήγαμε για ύπνο. Την επόμενη μέρα έμαθα πως ο φάκελος που μαζί περιείχε και το κλειδί είχε φύγει για το σπίτι του στο Λονδίνο με το πρώτο ταχυδρομείο. Αλλά παρά τη διάδοση του νέου –ή ίσως και ακριβώς γι’ αυτό–, τον αφήσαμε σχετικά ήσυχο μέχρι και μετά το δείπνο, τη βραδινή εκείνη ώρα που ενδείκνυται μάλλον περισσότερο για το είδος των συγκινήσεων στις οποίες ελπίζαμε. Έγινε τότε τόσο επικοινωνιακός όσο τον περιμέναμε και στο τέλος ανταμειφθήκαμε με το παραπάνω. Έπιασε πάλι το νήμα μπροστά στο τζάκι του ευρύχωρου διαδρόμου, εκεί που την προηγούμενη νύχτα είχαμε γίνει μάρτυρες θαυμάτων εν αναμονή. Φαίνεται πως η ιστορία που είχε υποσχεθεί να μας διαβάσει απαιτούσε για τον μέσο νου μια μικρή εισαγωγή. Να δηλώσω εδώ ξεκάθαρα, για να μην υπάρχουν εκκρεμότητες, πως στη συνέχεια αυτό ακριβώς το αφήγημα θα παραθέσω, από ένα ακριβές αντίγραφο που έκανα αρκετό καιρό μετά. Ο δύσμοιρος ο Ντάγκλας, λίγο πριν από τον θάνατό του, όταν πια τον έβλεπε να πλησιάζει, μου εμπιστεύτηκε το χειρόγραφο που έφτασε την τρίτη εκείνη μέρα και που άρχισε να το διαβάζει στον ήσυχο μικρό μας κύκλο τη νύχτα της τέταρτης, στο ίδιο εκείνο σημείο, προκαλώντας μας την τεράστια αίσθηση που μας προκάλεσε. Οι κυρίες που θα
12
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
έφευγαν αλλά είχαν πει πως θα μείνουν, τελικά –και πάλι καλά, δηλαδή– αναχώρησαν, ύστερα βέβαια από μια σειρά διευθετήσεων για να καμφθεί η περιέργειά τους, στην οποία άλλωστε ειδικεύονταν, για όσα ήδη μας είχε προϊδεάσει ο Ντάγκλας. Το οριστικό του ακροατήριο έγινε έτσι πιο συμπαγές και εκλεκτό, και μαζεύτηκε γύρω από το τζάκι για να μοιραστεί τον κοινό ενθουσιασμό. Ένα ξεχωριστό εισαγωγικό στοιχείο ήταν πως η γραπτή αφήγηση έπιανε κατά κάποιον τρόπο την ιστορία μετά το σημείο της έναρξής της. Το γεγονός που χρειαζόταν να γνωρίζουμε ήταν πως η παλιά του φίλη, η μικρότερη από τις πολλές κόρες ενός φτωχού εφημέριου της επαρχίας, ανέλαβε καθήκοντα παιδαγωγού για πρώτη φορά στην ηλικία των είκοσι ετών και κατόπιν, γεμάτη δέος, ανέβηκε στο Λονδίνο για να απαντήσει αυτοπροσώπως σε μια αγγελία μετά και μια σύντομη αλληλογραφία με τον εκδότη της. Κατά την παρουσίασή της ενώπιόν του, σ’ ένα σπίτι στη Χάρλεϊ Στριτ, το πρόσωπο αυτό φαίνεται πως την εντυπωσίασε με την επιβλητικότητά του: ένας κύριος με τα όλα του, εργένης στην ακμή της ηλικίας του, μια εικόνα που ποτέ δεν είχε πάρει μορφή μπροστά στην άγουρη, αγχωμένη κοπέλα από ένα πρεσβυτέριο του Χάμσαϊρ, με εξαίρεση ίσως τα όνειρα ή κάποιο παλιό μυθιστόρημα. Εύκολο να φανταστεί κανείς τον τύπο του – ποτέ, ευτυχώς, δεν θα εκλείψει. Ήταν όμορφος και άνετος και ευχάριστος, αυθόρμητος, κεφάτος και ευγενικός. Της έδωσε αναπόφευκτα την εντύπωση του μεγαλοπρεπούς αριστοκράτη, αλλά αυτό που τη συνεπήρε περισσότερο
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
13
απ’ όλα και της έδωσε το κουράγιο που επέδειξε αργότερα, ήταν πως της πρόβαλε το όλο θέμα σαν ένα είδος χάρης που θα του έκανε και που εκείνος τη δεχόταν με ευγνωμοσύνη. Τον φαντάστηκε πλούσιο αλλά φοβερά σπάταλο. Τον έβλεπε μέσα στη λάμψη της υψηλής κομψότητας και της ωραίας εμφάνισης, με τις ακριβές συνήθειές του και τον γοητευτικό τρόπο του με τις κυρίες. Στο Λονδίνο διατηρούσε για τον εαυτό του ένα μεγάλο σπίτι, γεμάτο αναμνηστικά από ταξίδια και κυνηγετικά τρόπαια. Αλλά η επιθυμία του για κείνη ήταν να μεταβεί αμέσως στο εξοχικό του – μια παλιά οικογενειακή κατοικία στο Έσεξ. Είχε μείνει κηδεμόνας, μετά το θάνατο των γονιών τους στην Ινδία, του μικρού ανιψιού και της μικρής ανιψιάς του, παιδιά του μικρότερου αδελφού του που ήταν στρατιωτικός και τον είχε χάσει δύο χρόνια νωρίτερα. Αυτά τα παιδιά, μετά το πλέον αναπάντεχο γύρισμα της τύχης, ήταν μεγάλο βάρος για τις πλάτες ενός ανθρώπου σαν κι αυτόν – έναν άντρα μόνο του, χωρίς την κατάλληλη εμπειρία και τα αποθέματα υπομονής που απαιτούνταν. Δεν ήταν καθόλου εύκολο κι είχαν προηγηθεί, φυσικά, μια σειρά λάθη με δική του υπαιτιότητα, λυπόταν όμως τρομερά τα δύστυχα τα μικρά κι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Τα είχε στείλει κάτω, στο άλλο του σπίτι, αφού βέβαια το καλύτερο μέρος να μένουν ήταν η εξοχή, και τα κράτησε εκεί από την αρχή, με τους καλύτερους ανθρώπους που μπόρεσε να βρει για να τα προσέχουν. Αποχωρίστηκε ακόμα και τους δικούς τους υπηρέτες για να τα εξυπηρετούν και όποτε ευ-
14
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
καιρούσε κατέβαινε και ο ίδιος για να δει τι κάνουν. Το παράξενο ήταν πως στην ουσία δεν είχαν κανέναν άλλο συγγενή, ενώ αυτός τον περισσότερο καιρό ήταν απασχολημένος με τις υποθέσεις του. Τους είχε γράψει την ιδιοκτησία στο Μπλάι, ένα μέρος υγιεινό και ασφαλές, και είχε τοποθετήσει επικεφαλής του νοικοκυριού –αλλά μόνο σε ό,τι αφορούσε την υπηρεσία– μια εξαίρετη γυναίκα, την κυρία Γκρόουζ, γκουβερνάντα κάποτε της μητέρας του, που ήταν σίγουρος πως η καινούρια ένοικος θα τη συμπαθούσε αμέσως. Τώρα ήταν η γενική επιστάτρια του σπιτιού, ενώ για την ώρα πρόσεχε και το μικρό κοριτσάκι, το οποίο, καθώς δεν είχε δικά της παιδιά, υπεραγαπούσε. Το προσωπικό αποτελούνταν από έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που συνεισέφεραν, αλλά η νεαρή κυρία που θα κατέβαινε να αναλάβει χρέη γκουβερνάντας θα ήταν ασφαλώς ψηλότερα στην ιεραρχία. Στις διακοπές θα αναλάμβανε την επίβλεψη και του μικρού αγοριού, που είχε μπει εσωτερικό σε σχολείο –μικρό ακόμη για να φύγει από το σπίτι, αλλά τι άλλο μπορούσε να γίνει;– αλλά από μέρα σε μέρα, καθώς οι διακοπές πλησίαζαν, θα επέστρεφε. Αρχικά είχε προσληφθεί για τα δύο παιδιά μια άλλη νεαρή κυρία, την οποία όμως είχαν τη δυστυχία να χάσουν. Τα πήγαινε πολύ καλά με τα παιδιά –ήταν πολύ σωστή κοπέλα– μέχρι που πέθανε, γεγονός που η παραδοξότητά του δεν άφηνε άλλη εναλλακτική για τον μικρό Μάιλς από το να μπει εσωτερικός σε σχολείο. Από τότε η κυρία Γκρόουζ, σε επίπεδο τρόπων και συμπεριφοράς, έκανε ό,τι μπορούσε για τη μικρή Φλόρα. Το προσωπικό συμπλήρωναν μία μαγείρισ-
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
15
σα, μία καμαριέρα, μία γυναίκα που φρόντιζε τα ζώα, ένα γέρικο αλογάκι, ένας γέρος ιπποκόμος κι ένας γέρος κηπουρός, όλοι τους εξίσου σωστοί και ευπρεπείς. Ο Ντάγκλας σχημάτιζε το πλαίσιο της ιστορίας, όταν κάποιος τον διέκοψε για να κάνει μια ερώτηση. «Και από τι πέθανε η πρώην γκουβερνάντα; Από την τόση ευπρέπεια;» Η απάντηση του φίλου μας ήταν άμεση. «Θα αποκαλυφθεί κι αυτό. Ας μην προτρέχουμε». «Με συγχωρείς, αλλά νομίζω πως αυτό ακριβώς κάνεις». «Αν ήμουν στη θέση της διαδόχου της», πρότεινα, «θα με ενδιέφερε να μάθω αν οι αρμοδιότητές μου συνεπάγονταν…» «Και κίνδυνο για τη ζωή της;» ολοκλήρωσε τη σκέψη μου ο Ντάγκλας. «Πράγματι, θέλησε να μάθει και έμαθε. Το τι έμαθε θα το ακούσετε αύριο. Στο μεταξύ, και όπως ήταν φυσικό, η προοπτική τής φαινόταν μάλλον δυσοίωνη. Ήταν νέα, άπειρη και αγχωμένη. Της προσφερόταν μια θέση με σοβαρά καθήκοντα και ελάχιστη παρέα – μια μεγάλη μοναξιά στην πραγματικότητα. Δίσταζε, της πήρε μια δυο μέρες να το σκεφτεί και ν’ αποφασίσει. Αλλά ο μισθός που θα έπαιρνε υπερέβαινε κατά πολύ το ταπεινό της μέτρο και στη δεύτερη συνέντευξη υπέκυψε και δέχτηκε». Μετά κι απ’ αυτό ο Ντάγκλας έκανε μια παύση που με παρακίνησε, προς όφελος της παρέας, να επέμβω. «Το καίριο στοιχείο, ασφαλώς, είναι η γοητεία που της άσκησε ο νέος άντρας με την ακτινοβολία του. Σ’ αυτήν υπέκυψε».
16
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
Ο Ντάγκλας σηκώθηκε και, όπως είχε κάνει και το προηγούμενο βράδυ, πλησίασε στο τζάκι, σκάλισε ένα κούτσουρο με το πόδι του και στάθηκε για μια στιγμή έτσι, με την πλάτη γυρισμένη. «Μόνο δύο φορές τον είδε». «Ναι, αλλά αυτή ακριβώς ήταν η ομορφιά του πάθους της». Προς μικρή μου έκπληξη, ο Ντάγκλας γύρισε προς το μέρος μας ακούγοντάς το. «Αυτή ήταν, ναι. Είχαν υπάρξει κι άλλες», συνέχισε, «που δεν υπέκυψαν. Της μίλησε ειλικρινά για όλες τις δυσκολίες. Πως για αρκετές υποψήφιες οι συνθήκες είχαν λειτουργήσει αποτρεπτικά. Οι περισσότερες, με λίγα λόγια, απλώς φοβούνταν. Τους ακουγόταν ανόητο, παράξενο. Ιδίως λόγω του βασικού όρου που τους έθετε». «Που ήταν…;» «Ότι δεν θα τον ενοχλούσε ποτέ – όταν λέμε ποτέ, ποτέ. Ούτε για να του ζητήσει κάτι, ούτε για να παραπονεθεί, ούτε να του γράψει για τίποτα. Να χειριστεί όλες τις καταστάσεις μόνη της, να λαμβάνει τα χρήματα από τον δικηγόρο του, να πάρει πάνω της την όλη υπόθεση και να τον αφήσει ήσυχο. Κι εκείνη του υποσχέθηκε πως θα το κάνει, και μου ανέφερε μάλιστα πως όταν για μια στιγμή, ενθουσιώδης και ανακουφισμένος, της κράτησε το χέρι ευχαριστώντας την για τη θυσία της, εκείνη ένιωσε πως είχε κιόλας ανταμειφθεί». «Αυτή ήταν όλη κι όλη η ανταμοιβή της;» ρώτησε μία από τις κυρίες. «Δεν τον ξαναείδε ποτέ».
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
17
«Ω», έκανε η κυρία. Και καθώς ο φίλος μας μας εγκατέλειπε πάλι απρόσμενα, αυτή ήταν κι η τελευταία λέξη που ακούστηκε σχετικά με το θέμα και είχε κάποια σημασία μέχρι την επόμενη νύχτα, όταν ο Ντάγκλας, καθισμένος στην καλύτερη πολυθρόνα στη γωνία του τζακιού, άνοιξε το ξεθωριασμένο κόκκινο εξώφυλλο ενός παλιού λεπτού άλμπουμ με επιχρυσωμένο τελείωμα. Το όλο πράγμα κράτησε βέβαια παραπάνω από μία νύχτες, την πρώτη βραδιά πάντως η ίδια κυρία έκανε άλλη μια ερώτηση. «Τι τίτλο έχεις βάλει στην ιστορία;» «Δεν έχω βρει». «Βρήκα εγώ!» είπα. Αλλά ο Ντάγκλας, χωρίς να με ακούει, είχε ήδη αρχίσει να διαβάζει, με καθαρή φωνή που απέδιδε στο αυτί την ομορφιά του χεριού της συντάκτριας.
I
σαν μια διαδοχή από ανατάσεις και καταπτώσεις, μια μικρή τραμπάλα από ενθουσιασμούς και αποθαρρύνσεις. Αφού ανέβηκα στην πόλη όπως μου είχε ζητήσει εκείνος, πέρασα δύο συνεχόμενες πολύ κακές ημέρες. Βρήκα τον εαυτό μου να αμφιβάλλει πάλι, ένιωσα εντελώς σίγουρη πως είχα κάνει λάθος. Οι ώρες των αναταράξεων και των παλινδρομήσεων της άμαξας που με μετέφερε μέχρι την ορισμένη στάση περνούσαν αργά. Θα ερχόταν να με πάρει άμαξα από το σπίτι. Μου είπαν πως είχε δοθεί παραγγελία γι’ αυτή την επιπλέον παροχή και την ώρα που ο ήλιος έδυε εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου βρήκα ένα άνετο μόνιππο να με περιμένει. Η μέρα ήταν υπέροχη και στη διαδρομή μέσα στην εξοχή, με τη γλυκύτητα του καλοκαιριού να με καλωσορίζει φιλικά, ξαναβρήκα το κουράγιο μου. Την ώρα που στρίβαμε στη δεντροστοιχία ένιωσα ένα ξαλάφρωμα, που πιθανότατα δεν ήταν παρά η απόδειξη πως η καλή μου διάθεση είχε μονάχα ανασταλεί προσωρινά. Φαντάζομαι πως περίμενα ή φοβόμουν ένα πολύ μελαγχολικό περιβάλλον, αυτό που με υποδεχόταν επομένως ήταν μια όμορφη έκπληξη. Θυμάμαι την ευχάριστη εντύπωση που μου προκάλεσε η φαρδιά, καθαρή πρόσοψη, τα ανοιχτά παράθυρα ΘΥΜ Α Μ Α Ι ΤΗ Ν Α ΡΧ Η
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
19
με τις ανάλαφρες κουρτίνες και οι δύο υπηρέτριες που κοίταζαν έξω. Θυμάμαι το γρασίδι και τα πολύχρωμα λουλούδια, το τρίξιμο των τακουνιών μου στο χαλίκι και τις πυκνές κορυφές των δέντρων, με τις κουρούνες από πάνω να κάνουν κύκλους κρώζοντας στον χρυσό ουρανό. Το σκηνικό είχε μια μεγαλοπρέπεια που το έκανε να διαφέρει πολύ από το δικό μου φτωχικό σπίτι και σύντομα εμφανίστηκε στην πόρτα, κρατώντας απ’ το χέρι ένα μικρό κοριτσάκι, μια ευγενική κυρία που λύγισε τα γόνατα και υποκλίθηκε λες και ήμουν η οικοδέσποινα ή κάποια εξέχουσα επισκέπτρια. Στη Χάρλεϊ Στριτ μου είχε δοθεί η εντύπωση ότι το μέρος ήταν πιο μικρό, αλλά βλέποντάς το, όπως θυμάμαι τώρα, στις πραγματικές του διαστάσεις, θεώρησα τον ιδιοκτήτη του ακόμη πιο ευγενή και διασκέδασα στην ιδέα πως ίσως τελικά θα τα περνούσα πολύ καλύτερα απ’ όσο μου είχε υποσχεθεί. Η μελαγχολία δεν με ξανάπιασε ως την επόμενη μέρα, αφού μέσα στις επόμενες ώρες με πήγαν να γνωρίσω και επίσημα τη μικρότερη από τους δύο μαθητές μου. Το κοριτσάκι που εμφανίστηκε μπροστά μου με τη συνοδεία της κυρίας Γκρόουζ, ήταν ένα πλάσμα τόσο χαριτωμένο, που μου φάνηκε μεγάλη τύχη που θα είχα να κάνω μαζί της. Ήταν το πιο όμορφο παιδί που είχα δει στη ζωή μου και αργότερα απόρησα που ο εργοδότης μου δεν μου είχε μιλήσει περισσότερο γι’ αυτήν. Κοιμήθηκα ελάχιστα εκείνη τη νύχτα. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη, πράγμα που με εξέπληξε, θυμάμαι, ρίζωσε μέσα μου, ενισχύοντας την αίσθηση γενναιοδωρίας με την οποία με είχαν αντιμετωπίσει. Το ευρύχω-
20
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
ρο, εντυπωσιακό δωμάτιό μου, ένα από τα καλύτερα του σπιτιού, με το μεγάλο, πριγκιπικό του κρεβάτι, έτσι σχεδόν το ένιωσα, τις πλούσιες κουρτίνες με τα σχέδια και τους ψηλούς καθρέφτες που μέσα τους, για πρώτη φορά, μπόρεσα να δω τον εαυτό μου από το κεφάλι ως τα πόδια – όλα αυτά που συνάντησα, μαζί με την απαράμιλλη χάρη της μικρής μου μαθητευόμενης, με είχαν συναρπάσει. Κάτι άλλο που με απασχολούσε από την πρώτη στιγμή ήταν η σχέση που θα ανέπτυσσα με την κυρία Γκρόουζ, ένα ζήτημα που καθώς ερχόμουν με την άμαξα ομολογώ πως με είχε μάλλον ανησυχήσει, με το σκεπτικό ότι το μόνο πράγμα που σ’ αυτή την πρώτη επαφή θα μ’ έκανε να κλειστώ πάλι στον εαυτό μου θα ήταν η καθαρή εκδήλωση χαράς από μέρους της όταν θα με έβλεπε. Μέσα σε μισή ώρα αντιλήφθηκα πως ήταν τόσο χαρούμενη –αυτή η παχουλή, τίμια, απλή, ειλικρινής και ηθική γυναίκα– που στην πραγματικότητα κρατιόταν για να μην το δείχνει υπερβολικά. Ακόμη και τότε, αναρωτήθηκα δειλά για τον λόγο που δεν ήθελε να φανεί τόσο πολύ, κι αυτό μου γέννησε σκέψεις και υποψίες που πολύ πιθανόν να μ’ έκαναν να νιώσω κάπως άβολα. Αλλά εκείνο που με καθησύχασε ήταν πως δεν γινόταν να υπάρξει καμιά αμηχανία σε κάτι τόσο αναζωογονητικό όσο η φωτεινή εικόνα του μικρού μου κοριτσιού. Αυτή η εικόνα της αγγελικής της ομορφιάς μου προκαλούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο την εγρήγορση που ένιωθα και που πολλές φορές με ανάγκασε, πριν έρθει το πρωί, να σηκωθώ και να τριγυρίζω μέσα στο
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
21
δωμάτιο για να εμπεδώσω πλήρως την όλη κατάσταση και προοπτική. Κοίταζα από το ανοιχτό μου παράθυρο τη θαμπή καλοκαιρινή αυγή, για να δω όσα περισσότερα μέρη του σπιτιού μπορούσα και για να αφουγκραστώ, ενώ το σκοτάδι υποχωρούσε και τα πρώτα πουλιά άρχιζαν να τιτιβίζουν, μια πιθανή επανάληψη του ενός ή των δύο ήχων –λιγότερο φυσικών και προερχόμενων όχι απ’ έξω αλλά από μέσα– που νόμιζα πως είχα ακούσει. Υπήρξε μια στιγμή που πίστεψα ότι αναγνώρισα, αδύναμο και μακρινό, το κλάμα ενός παιδιού. Μια άλλη έπιασα τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται, σαν να είχα ακούσει έναν ελαφρύ βηματισμό έξω απ’ την πόρτα μου. Αλλά αυτές οι εντυπώσεις δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες και μόνο υπό το φως, ή μάλλον το σκοτάδι, για να το θέσω καλύτερα, άλλων, μεταγενέστερων γεγονότων μου ξανάρχονται τώρα στο νου. Η επίβλεψη, η διδασκαλία, η «διαμόρφωση» της μικρής Φλόρα αποσκοπούσε ασφαλώς στη δημιουργία μιας ευτυχισμένης και χρήσιμης ζωής. Είχε συμφωνηθεί προηγουμένως, κάτω στο ισόγειο, πως μετά απ’ αυτή την πρώτη διανυκτέρευση θα αναλάμβανα φυσικά να την προσέχω και κατά τη διάρκεια της νύχτας, και το μικρό λευκό της κρεβατάκι είχε ήδη τοποθετηθεί γι’ αυτό τον λόγο στο δωμάτιό μου. Ήμουν υπεύθυνη για όλη τη φροντίδα της και αν έμεινε γι’ αυτή την τελευταία φορά με την κυρία Γκρόουζ, ήταν απλώς και μόνο επειδή σκεφτήκαμε την αναπόφευκτη δική μου ανοικειότητα και τη φυσική συστολή της μικρής. Παρ’ όλη όμως αυτή τη συστολή –που το ίδιο το παιδί, κατά τον πιο περίεργο τρό-
22
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
πο του κόσμου, είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να την αποδέχεται χωρίς ίχνος ανησυχίας στη συνείδησή της, με τη βαθιά και γλυκιά ηρεμία των αγίων βρεφών του Ραφαήλ, αφήνοντάς τη να συζητηθεί, να της καταλογιστεί και να μας προσδιορίσει– ένιωσα σχεδόν σίγουρη πως με είχε συμπαθήσει αμέσως. Κι ο ένας λόγος που συμπαθούσα ήδη την ίδια την κυρία Γκρόουζ, ήταν η ευχαρίστηση που καταλάβαινα πως ένιωθε με την έκπληξη και τον θαυμασμό μου όταν καθίσαμε για βραδινό, με τα τέσσερα μεγάλα κεριά και τη μαθήτριά μου να με κοιτάζει ανάμεσά τους, πάνω απ’ το ψωμί και το γάλα της, καθισμένη σε μια ψηλή καρέκλα με την ποδιά της. Υπήρχαν φυσικά και πράγματα που μπροστά στη Φλόρα διαμείβονταν μεταξύ μας μόνο με πλατιά χαμόγελα ικανοποίησης ή ασαφείς υπαινιγμούς. «Και το αγοράκι; Της μοιάζει; Είναι κι αυτό τόσο πολύ ξεχωριστό;» Όχι πως είναι το σωστότερο να κολακεύεις ένα παιδί. «Ω, δεσποινίς, πολύ ξεχωριστό! Αν σας αρέσει αυτή εδώ!» Και στάθηκε εκεί όρθια, μ’ ένα πιάτο στο χέρι της, ρίχνοντας περήφανες ματιές στη μικρή που μας κοίταζε εναλλάξ μ’ ένα ατάραχο, παραδεισένιο βλέμμα που δεν έκρυβε την παραμικρή επίκριση. «Αν μου αρέσει λέει…» «Θα ενθουσιαστείτε με τον μικρό κύριο!» «Γι’ αυτό ήρθα κι εγώ: για να ενθουσιαστώ. Φοβάμαι όμως», ένιωσα, θυμάμαι, την παρόρμηση να προσθέσω, «πως μάλλον ενθουσιάζομαι πολύ εύκολα. Μου συνέβη και στο Λονδίνο!»
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
23
Σαν να βλέπω μπροστά μου το πλατύ πρόσωπο της κυρίας Γκρόουζ όσο το σκεφτόταν. «Στη Χάρλεϊ Στριτ;» «Στη Χάρλεϊ Στριτ». «Ούτε η πρώτη είστε, δεσποινίς, ούτε η τελευταία». «Ω, μα δεν έχω καμία βλέψη να είμαι η μοναδική» κατάφερα να γελάσω. «Ο άλλος μου μαθητής, αν κατάλαβα καλά, επιστρέφει αύριο;» «Όχι αύριο, την Παρασκευή, δεσποινίς. Θα έρθει με τη δημόσια άμαξα όπως κι εσείς και θα φροντίσει ο οδηγός μας να τον παραλάβει από το ίδιο σημείο». Υπογράμμισα αμέσως πως το σωστό και το πλέον φιλικό και πρόθυμο εκ μέρους μου, θα ήταν να είμαι εκεί με τη μικρή του αδελφή και να περιμένουμε μαζί την άφιξη της άμαξας που θα τον μετέφερε. Μια ιδέα που η κυρία Γκρόουζ επικρότησε τόσο θερμά, που έφτασα να εκλάβω την αντίδρασή της σαν ένα είδος κατευναστικής δέσμευσης –που δεν διαψεύστηκε ποτέ, δόξα τω Θεώ!– ότι κάθε ζήτημα που θα προέκυπτε από δω και μπρος θα μας έβρισκε σύμφωνες. Πόσο χαρούμενη ήταν που είχα έρθει! Αυτό που ένιωσα την επόμενη μέρα δεν μπορεί, φαντάζομαι, να οριστεί απόλυτα σαν το αντίβαρο της χαράς για την άφιξή μου. Δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή πίεση μάλλον, που μου δημιουργήθηκε από τον πληρέστερο υπολογισμό της καινούριας μου ζωής καθώς τη συναντούσα, την εξέταζα και την επεξεργαζόμουν. Όπως διαμορφωνόταν, είχε ένα εύρος κι έναν όγκο για τα οποία δεν ήμουν προετοιμασμένη και, συνειδητοποιώντας το όψιμα, βρήκα τον εαυτό μου λίγο φοβισμέ-
24
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
νο αλλά και κάπως υπερήφανο. Μέσα σ’ όλη αυτή την αναστάτωση, τα μαθήματα είναι αλήθεια πως έμειναν λίγο πίσω. Κατέληξα πως το πρώτο μου καθήκον, με την πιο ήπια μέθοδο που μπορούσα να επιστρατεύσω, ήταν να κερδίσω το παιδί, με την έννοια του να με γνωρίσει κι εκείνη. Περάσαμε την ημέρα έξω μαζί. Συμφωνήσαμε, προς μεγάλη της ικανοποίηση, αυτή και μόνο αυτή να μου δείξει το σπίτι. Και μου το έδειξε βήμα προς βήμα, όλα τα δωμάτια κι όλα τα μυστικά τους, με μια κωμική, απολαυστική παιδική φλυαρία. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουμε μέσα σε μισή ώρα οι καλύτερες φίλες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μικρής αυτής ξενάγησης μου έκαναν μεγάλη εντύπωση η σιγουριά και το θάρρος που έδειχνε για την ηλικία της· έμπαινε σε άδεια δωμάτια και σκοτεινούς διαδρόμους, ανέβαινε στριφογυριστές σκάλες που βλέποντάς τες δίσταζα, ανέβηκε ακόμα και στην κορυφή ενός παλιού τετράγωνου πυργίσκου που εκείνη την ώρα μου έφερε ζαλάδα. Αλλά η χαρούμενη πρωινή της διάθεση και η όρεξή της να πει πολύ περισσότερα απ’ όσα με ρωτούσε με ξυπνούσαν και με οδηγούσαν. Έχω να δω το Μπλάι από την ημέρα που το άφησα και τολμώ να πω ότι στα πιο έμπειρα μάτια μου θα φαινόταν ίσως τώρα πιο μαζεμένο σε μέγεθος. Αλλά καθώς η μικρή οδηγός μου με τα χρυσαφένια μαλλιά και το μπλε φορεματάκι της έστριβε χορεύοντας στις γωνίες κι ελαφροπατούσε στους διαδρόμους, έφτιαξα την εικόνα ενός ονειρικού κάστρου που κατοικούνταν από μια μικρή τριανταφυλλένια νεράιδα. Ένα μέρος που με κάποιον τρόπο, για την επιπλέον έξαψη της παιδικής
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
25
φαντασίας, είχε πάρει όλα του τα χρώματα μέσα από βιβλία με ιστορίες και παραμύθια. Σ’ ένα τέτοιο βιβλίο δεν είχα μπει κι εγώ, θαμπωμένη και ονειροπαρμένη; Όχι· ήταν ένα μεγάλο και άσχημο, παμπάλαιο μα απλόχωρο σπίτι, που ενσωμάτωνε και τα απομεινάρια ενός ακόμη πιο παλιού σπιτιού που είτε αντικαταστάθηκαν είτε αξιοποιήθηκαν στην πορεία, και τότε έκανα τη σκέψη πως ήμασταν εκεί μέσα τόσο χαμένοι σχεδόν, όσο μια χούφτα επιβάτες ενός αχανούς καραβιού στη μέση του ωκεανού. Κι όμως, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το τιμόνι το κρατούσα εγώ!
II
δύο ημέρες αργότερα, όταν πήραμε με τη Φλόρα την άμαξα για να συναντήσουμε, όπως είχε πει και η κυρία Γκρόουζ, τον μικρό κύριο· αλλά ακόμη περισσότερο με αφορμή ένα περιστατικό που με στενοχώρησε πολύ τη δεύτερη βραδιά μετά την άφιξή μου. Η πρώτη μέρα ήταν στο σύνολό της, όπως σημείωσα και προηγουμένως, καθησυχαστική, αλλά θα την έβλεπα να τελειώνει μέσα σε μια άστατη ανησυχία. Εκείνο το βράδυ, το ταχυδρομείο ήρθε αργά κι έφερε κι ένα γράμμα για μένα, με τον γραφικό χαρακτήρα του εργοδότη μου. Λίγες λέξεις μόνο, αλλά με ένα άλλο γράμμα εσώκλειστο, απευθυνόμενο στον ίδιο και σφραγισμένο ακόμα. «Αυτό, όπως καταλαβαίνω, είναι από τον διευθυντή του σχολείου και ο διευθυντής του σχολείου είναι βαρετός. Διαβάστε το, παρακαλώ. Συνεννοηθείτε μαζί του. Αλλά μη μου αναφέρετε τίποτα σχετικά. Ούτε λέξη. Είμαι εκτός!» Έσπασα τη σφραγίδα ύστερα από μεγάλη προσπάθεια – μου πήρε πολλή ώρα να το καταφέρω. Πήρα τελικά το διπλωμένο γράμμα στο δωμάτιό μου και κάθισα να το διαβάσω λίγο πριν πέσω για ύπνο. Καλύτερα να το είχα αφήσει να περιμένει μέχρι το πρωί, γιατί εκείνο το γράμμα μ’ έκανε να περάσω και δεύτερη ΑΥ ΤΟ ΤΟ Κ ΑΤΑ Λ Α ΒΑ
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
27
νύχτα άγρυπνη. Την επόμενη μέρα, μη έχοντας κανέναν να συμβουλευτώ, ήμουν μες στην ταραχή. Και με κατέβαλε τόσο πολύ στο τέλος, που αποφάσισα να το μοιραστώ τουλάχιστον με την κυρία Γκρόουζ. «Τι σημαίνει αυτό; Το παιδί το διώχνουν από το σχολείο λέει». Μου έριξε ένα βλέμμα που εκείνη τη στιγμή το συγκράτησα. Αμέσως μετά η έκφρασή της άδειασε, φάνηκε να προσπαθεί να το πάρει πίσω. «Ναι, μα όλα τους δεν τα–» «Τα στέλνουν σπίτι, ναι. Αλλά μόνο για τις διακοπές. Ο Μάιλς μπορεί να μην ξαναπάει καθόλου». Συνειδητά, μπροστά στην έντασή μου, κοκκίνησε. «Δεν θα τον δεχτούν πάλι;» «Αρνούνται κατηγορηματικά». Ακούγοντάς το, σήκωσε το βλέμμα της που το είχε αποστρέψει από μένα. Είδα τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. «Μα τι έκανε;» Δίστασα για λίγο. Αμέσως μετά έκρινα σκόπιμο να της δώσω απλώς το γράμμα, αποτέλεσμα όμως αυτού ήταν να μην το δεχτεί και να βάλει μόνο τα χέρια της πίσω απ’ την πλάτη. Κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. «Αυτά τα πράγματα δεν είναι για μένα, δεσποινίς». Η σύμβουλός μου δεν ήξερε να διαβάζει! Ντράπηκα για το λάθος μου και το μετρίασα όπως μπορούσα, ανοίγοντας πάλι το γράμμα για να της το διαβάσω. Έπειτα, αφού κατά την ανάγνωση κόμπιασα αρκετές φορές και στο τέλος το δίπλωσα γι’ άλλη μια φορά, το ξανάβαλα στην τσέπη μου. «Είναι στ’ αλήθεια κακός;»
28
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
Τα μάτια της ήταν ακόμα δακρυσμένα. «Έτσι λένε οι κύριοι;» «Δεν μπαίνουν σε λεπτομέρειες. Εκφράζουν μόνο τη λύπη τους που είναι αδύνατον να τον κρατήσουν. Αλλά αυτό μόνο ένα νόημα μπορεί να έχει». Η κυρία Γκρόουζ άκουγε σιωπηλή, αποφεύγοντας να με ρωτήσει ποιο νόημα μπορεί να ήταν αυτό. Κι έτσι, για να βάλω τα πράγματα σ’ έναν ειρμό κι έχοντας στο μυαλό μου τη βοήθεια που μου έδινε η παρουσία της, συνέχισα. «Σημαίνει πως κάνει κακό στους άλλους». Τότε, με μια από κείνες τις απότομες μεταστροφές των απλών ανθρώπων, ξαφνικά ζωντάνεψε. «Ο κύριος Μάιλς! Αυτός να κάνει κακό;» Το είπε με τόση ειλικρίνεια και καλή πίστη που, παρότι δεν είχα δει ακόμα το παιδί, οι ίδιοι οι φόβοι μου μ’ έκαναν να αναπηδήσω με το παράλογο της ιδέας. Βρήκα τον εαυτό μου να συμπλέει με το πνεύμα της φίλης μου και απάντησα σαρκαστικά: «Στους κακόμοιρους μικρούς και αθώους συμμαθητές του!» «Είναι τρομερό», φώναξε η κυρία Γκρόουζ, «να λένε τόσο σκληρά πράγματα! Γιατί; Ούτε δέκα χρονών δεν είναι». «Ναι, ναι, δύσκολο να το φανταστείς». Δέχτηκε αυτή τη δήλωση με φανερή ευγνωμοσύνη. «Δεσποινίς, δείτε τον πρώτα και ύστερα πιστέψτε το!» Ένιωσα αμέσως μια επιπλέον ανυπομονησία να τον γνωρίσω. Ήταν η αρχή μιας καινούριας περιέργειας, που μέσα στις επόμενες ώρες κατέληξε να γίνει σχεδόν οδυνηρή. Η κυρία Γκρόουζ, απ’ όσο μπορούσα να κρίνω, καταλάβαι-
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
29
νε πόσο με είχε επηρεάσει και συνέχιζε να με διαβεβαιώνει: «Και μπορείτε να το πιστέψετε και για τη μικρή κυρία. Καλά να ’ναι», πρόσθεσε αμέσως. «Μα κοιτάξτε την!» Γύρισα και είδα τη Φλόρα, που πριν από δέκα λεπτά την είχα καθίσει στο δωμάτιο διδασκαλίας μ’ ένα λευκό φύλλο χαρτί, ένα μολύβι κι ένα υπόδειγμα ωραίων «στρογγυλών όμικρον», να έχει τώρα εμφανιστεί και να κοιτάζει από την ανοιχτή πόρτα. Έδειχνε με τον παιδικό της τρόπο μια χαρακτηριστική αποστασιοποίηση για οποιαδήποτε δυσάρεστη υποχρέωση, αλλά με κοίταζε τώρα με μια εξαίσια παιδική φωτεινότητα, που μου την πρόσφερε σαν συνέπεια των τρυφερών αισθημάτων που της είχαν γεννηθεί για το άτομό μου και την έπειθαν να με ακολουθήσει. Δεν χρειαζόμουν τίποτε περισσότερο για να συναισθανθώ απόλυτα τον παραλληλισμό της κυρίας Γκρόουζ, και παίρνοντας στην αγκαλιά μου τη μαθήτριά μου τη γέμισα φιλιά που περιείχαν μέσα τους κι έναν λυγμό εξιλέωσης. Παρ’ όλα αυτά, στο υπόλοιπο της ημέρας έψαχνα πάλι την ευκαιρία να πλησιάσω τη συνάδελφό μου, ειδικά από τη στιγμή που, κατά το βραδάκι, άρχισα να έχω την εντύπωση πως μάλλον προσπαθεί να με αποφύγει. Την πρόλαβα, θυμάμαι, στις σκάλες· κατεβήκαμε κάτω μαζί και φτάνοντας την έπιασα από το μπράτσο. «Ό,τι μου είπες το μεσημέρι το παίρνω σαν διαβεβαίωση ότι εσύ ποτέ δεν τον έχεις δει να κάνει κάτι άσχημο». Τίναξε το κεφάλι της πίσω. Έπαιρνε τώρα μια ξεκάθαρη και πολύ ειλικρινή στάση. «Σιγά που δεν τον έχω δει! Είπαμε, αλλά όχι κι έτσι!»
30
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
Ταράχτηκα πάλι. «Άρα τον έχεις δει…» «Εννοείται, δεσποινίς, και δόξα τω Θεώ δηλαδή!» Το σκέφτηκα λίγο και παραδέχτηκα: «Θες να πεις πως ένα αγόρι που ποτέ δεν κάνει–» «Για μένα δεν είναι αγόρι!» Την έπιασα σφιχτότερα. «Τα προτιμάς όταν έχουν διάθεση για αταξίες;» Και πιάνοντας τον τόνο της απάντησής της, «Κι εγώ!» υπογράμμισα πρόθυμα. «Αλλά όχι στον βαθμό που να διαβρώσει–» «Να διαβρώσει;» Η μεγαλόστομη λέξη μου την άφησε μετέωρη. «Να διαφθείρει», της εξήγησα. Έμεινε να με κοιτάζει, για να καταλάβει τι ήθελα να πω. Αλλά αυτό που της βγήκε ήταν ένα παράξενο γέλιο. «Φοβάστε μήπως διαφθείρει εσάς;» Έκανε την ερώτηση μ’ ένα τόσο λεπτό και τολμηρό χιούμορ που μ’ ένα γέλιο, λίγο ανόητο για να ταιριάξει με το δικό της, την άφησα αναπάντητη προς αποφυγή του γελοίου. Αλλά την επόμενη μέρα, όσο η ώρα της αναχώρησης με την άμαξα πλησίαζε, έπιασα ένα άλλο θέμα. «Πώς ήταν η κυρία που ήταν εδώ πριν;» «Η τελευταία γκουβερνάντα; Ήταν κι αυτή νέα και όμορφη. Σχεδόν τόσο νέα και τόσο όμορφη όσο εσείς, δεσποινίς». «Α, ελπίζω τότε τα νιάτα κι η ομορφιά της να τη βοήθησαν!» θυμάμαι να μου ξεφεύγει. «Του αρέσουμε νέες και όμορφες όπως φαίνεται!» «Ναι», συμφώνησε η κυρία Γκρόουζ, «έτσι του άρεσαν όλες!» Και πολύ γρήγορα συνέχισε: «Αλλά έτσι είναι ο τρόπος του. Του κυρίου δηλαδή».
Χ ΕΝΡ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ
31
Πάγωσα. «Μα για ποιον έλεγες πριν;» Τα ’χασε λίγο, αλλά όχι και το χρώμα της. «Για ποιον, γι’ αυτόν». «Για τον κύριο;» «Για ποιον άλλον;» Προφανώς δεν υπήρχε κανείς άλλος και την αμέσως επόμενη στιγμή μου είχε σβηστεί η εντύπωση πως της είχε κατά λάθος ξεφύγει κάτι που δεν ήθελε να πει. Οπότε τη ρώτησα απλώς αυτό που ήθελα να μάθω. «Μήπως αυτή είδε κάτι στο παιδί…;» «Που να μην ήταν σωστό; Ποτέ δεν μου είπε τίποτα». Είχα έναν ενδοιασμό αλλά τον προσπέρασα. « Ήταν προσεκτική σε μερικά πράγματα;» Η κυρία Γκρόουζ φάνηκε να προσπαθεί να συγκεντρωθεί. «Σε μερικά πράγματα, ναι». «Αλλά όχι σε όλα;» Έμεινε πάλι συλλογισμένη. «Τι να σας πω, δεσποινίς, πέθανε πια. Μη βγάζω και ιστορίες απ’ το μυαλό μου». «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις», έσπευσα να απαντήσω, αλλά αμέσως μετά σκέφτηκα πως μία ακόμα ερώτηση δεν συνιστούσε απρέπεια. «Εδώ πέθανε;» «Όχι. Έφυγε πρώτα». Δεν ξέρω τι μου φάνηκε διφορούμενο στην αποστροφή της κυρίας Γκρόουζ. «Έφυγε για να πεθάνει;» Η κυρία Γκρόουζ έριξε το βλέμμα της έξω απ’ το παράθυρο, εγώ όμως αισθάνθηκα πως είχα το δικαίωμα να ξέρω, έστω υποθετικά, πώς χειρίζονταν τέτοιες καταστάσεις όσοι απασχολούνταν στο Μπλάι. «Εννοείς πως αρρώστησε και γύρισε σπίτι της;»
32
Τ Ο Σ Τ ΡΙΨΙ ΜΟ ΤΗ Σ ΒΙ Δ Α Σ
«Δεν αρρώστησε σ’ αυτό το σπίτι, έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Στα τέλη της χρονιάς έφυγε για το δικό της, να κάνει λίγες διακοπές, έτσι μας είπε, και στο κάτω-κάτω είχε κάθε δικαίωμα τόσο χρόνο που είχε αφιερώσει. Είχαμε τότε μια κοπέλα, μια νοσοκόμα που έμενε εδώ κι ήταν καλό και έξυπνο κορίτσι – αυτή ανέλαβε τα παιδιά στο ενδιάμεσο. Αλλά η νεαρή κυρία μας δεν έλεγε να γυρίσει, και πάνω που την περίμενα ακούω από τον κύριο ότι πέθανε». «Από τι, όμως;» της αντιγύρισα. «Ποτέ δεν μου είπε! Αλλά σας παρακαλώ, δεσποινίς» είπε η κυρία Γκρόουζ. «Πρέπει να πάω στη δουλειά μου».