ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
1
© IRVING-PENN
TRUMAN CAPOTE
Ο Τρούμαν Καπότε γεννήθηκε ως Τρούμαν Στρέκφας Πέρσονς στις 30 Σεπτεμβρίου του 1924 στη Νέα Ορλεάνη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του σημαδεύτηκαν από άστατη οικογενειακή ζωή. Την κηδεμονία του ανέλαβε η οικογένεια της μητέρας του, στο Μονρόβιλ της Αλαμπάμα· ο πατέρας του φυλακίστηκε για απάτη, ενώ οι γονείς του χώρισαν και επιδόθηκαν έπειτα σε σκληρή δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια του Τρούμαν. Τελικά, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει με τη 2
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της, έναν Κουβανό επιχειρηματία του οποίου πήρε το επώνυμο. Ο νεαρός Καπότε έπιασε δουλειά ως κλητήρας στο περιοδικό New Yorker, αλλά απολύθηκε επειδή προσέβαλε άθελά του τον Ρόμπερτ Φροστ. Η δημοσίευση των πρώτων του διηγημάτων στο Harper’s Bazaar τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό στερέωμα. Το μυθιστόρημά του Φωνές χαμένες και θολές (1948), μια γοτθική ιστορία ενηλικίωσης που ο Καπότε περιέγραφε σαν «μια απόπειρα να ξορκίσει δαίμονες», και η νουβέλα του The Grass Harp (1951), μια πιο ανάλαφρη ιστορία φαντασίας βασισμένη στα χρόνια του στην Αλαμπάμα, εδραίωσαν την πρόωρη φήμη του. Από το ξεκίνημα της καριέρας του ο Καπότε συνδέθηκε με μια ευρεία γκάμα από συγγραφείς και καλλιτέχνες, προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας και του διεθνούς τζετ-σετ, προσελκύοντας τακτικά την προσοχή των ΜΜΕ με την επιδεικτική κοινωνική ζωή του. Συγκέντρωσε τα διηγήματά του στη συλλογή A Tree of Night (1949) και δημοσίευσε έπειτα τη νουβέλα Πρόγευμα στο Τίφανις (1958), αλλά ήδη είχε αρχίσει να καταπιάνεται ολοένα περισσότερο με το θέατρο –διασκευάζοντας το The Grass Harp για τη σκηνή και γράφοντας το μιούζικαλ House of Flowers (1954)– και τη δημοσιογραφία, με πρώτα δείγματα γραφής του στον χώρο το «Local Color» (1950) και το «The Muses are Heard» (1956). Έκανε ακόμη ένα σύντομο πέρασμα από τον κινηματογράφο, γράφοντας το σενάριο για το Πιο δυνατός απ’ τον διάβολο (1954) του Τζον Χιούστον. Το ενδιαφέρον του Καπότε για τη δολοφονία μιας οικογένειας στο Κάνσας τον οδήγησε σε μια διεξοδική έρευνα που έγινε η βάση για το Εν ψυχρώ (1966), τη μεγαλύτερη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του. 3
«Γράφοντας για ένα πραγματικό συμβάν με τεχνικές μυθοπλασίας», ο Καπότε θέλησε να δημιουργήσει μια νέα σύνθεση: κάτι που να είναι τόσο «ανεπίληπτη καταγραφή γεγονότων» όσο και έργο τέχνης. Όπως κι αν οριστεί το είδος του, απ’ όταν άρχισε να εμφανίζεται σε συνέχειες στο New Yorker το βιβλίο συνεπήρε ένα κοινό πολύ ευρύτερο από αυτό που είχαν προσελκύσει ως τότε τα γραπτά του. Ο πολυδιαφημισμένος χορός μεταμφιεσμένων στο ξενοδοχείο Πλάζα με τον οποίο γιόρτασε την ολοκλήρωση του Εν ψυχρώ υπήρξε σημαδιακό κοσμικό γεγονός της δεκαετίας του ’60 και για ένα διάστημα ο Καπότε εμφανιζόταν συνεχώς στην τηλεόραση και στα περιοδικά, δοκιμάζοντας την τύχη του ακόμα και στην ηθοποιία, στην παρωδία μυστηρίου Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο. Έγραφε για πολλά χρόνια το Όταν οι προσευχές εισακούονται, ένα μυθιστόρημα που έμεινε τελικά ημιτελές και προοριζόταν να αποτελέσει το απόσταγμα όλων όσων είχε παρατηρήσει στη ζωή του ζώντας στους κύκλους των πλούσιων και διάσημων. Ένα απόσπασμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esquire το 1975 προκάλεσε φρίκη σε πολλούς ευκατάστατους φίλους του Καπότε, λόγω των ιδιωτικών μυστικών που αποκάλυπτε, με συνέπεια ο συγγραφέας να εξοριστεί από τον κόσμο στον οποίο κάποτε δέσποζε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κυκλοφόρησε δύο συλλογές μυθοπλασίας και δοκιμίων, τα Οι σκύλοι γαβγίζουν (1973) και Μουσική για χαμαιλέοντες (1980). Πέθανε στις 25 Αυγούστου 1984, μετά από χρόνια προβλήματα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Το 2004 κυκλοφόρησαν οι πλήρεις εκδόσεις των διηγημάτων και των επιστολών του Καπότε. 4
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
5
TRUMAN CAPOTE
ΚΕΦΆΛΑΙΟ
01
«Είσαι μυστήριο, χρυσό μου», της είπε η μητέρα της και η Γκρέιντι, κοιτάζοντάς την από την άλλη άκρη του τραπεζιού μέσα από ένα μπουκέτο με τριαντάφυλλα και φτέρες, χαμογέλασε αυτάρεσκα: ναι, είμαι μυστήριο, της άρεσε να το νομίζει. Η Απλ όμως, οκτώ χρόνια μεγαλύτερη, παντρεμένη και κάθε άλλο παρά μυστηριώδης, είπε: «Η Γκρέιντι είναι απλώς ανόητη. Μακάρι να ερχόμουν εγώ μαζί σου. Φαντάσου, μαμά, τέτοια ώρα την άλλη εβδομάδα θα τρως πρωινό στο Παρίσι! Ο Τζορτζ όλο υπόσχεται ότι θα πάμε… αλλά δεν ξέρω». Σταμάτησε και κοίταξε την αδελφή της. «Γκρέιντι, γιατί στην ευχή θες να μείνεις κατακαλόκαιρο στη Νέα Υόρκη;». Η Γκρέιντι πολύ θα ήθελε να την αφήσουν ήσυχη: συνέχεια το ίδιο τροπάριο, ακόμα και το πρωί που έφευγε το πλοίο – τα είχε ήδη πει όλα, τι άλλο έμενε πια; Μετά έμενε μόνο η αλήθεια, και την αλήθεια δεν είχε και πολλή όρεξη να την πει. «Δεν έχω περάσει ποτέ καλοκαίρι εδώ», είπε, αποφεύγοντας τα βλέμματά τους και κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο: η λάμψη από τα αυτοκίνητα τόνιζε την ησυχία αυτού του πρωινού του Ιουνίου στο Σέντραλ Παρκ και ο ήλιος των αρχών του καλοκαιριού, αυτός του ξεραίνει την πράσινη 6
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
κρούστα της άνοιξης, βυθιζόταν ανάμεσα στα δέντρα απέναντι απ’ το ξενοδοχείο όπου έπαιρναν το πρόγευμά τους. «Είμαι ανάποδη, όπως θέλετε». Συνειδητοποίησε χαμογελώντας πως ίσως να ήταν λάθος που το είπε αυτό: η οικογένειά της μάλλον τη θεωρούσε όντως ανάποδη – μια φορά, στα δεκατέσσερά της, είχε μια τρομερή και αρκετά ακριβή επιφοίτηση: αντιλήφθηκε πως η μητέρα της την αγαπούσε χωρίς στ’ αλήθεια να τη συμπαθεί. Στην αρχή σκέφτηκε πως ήταν επειδή η μητέρα της τη θεωρούσε πιο άχαρη, πιο επίμονη, λιγότερο παιχνιδιάρα από την Απλ, αργότερα όμως, όταν έγινε φανερό, και με οδυνηρό τρόπο από την ίδια την Απλ, ότι η Γκρέιντι ήταν πολύ πιο όμορφη, σταμάτησε να ψάχνει εξηγήσεις για τη στάση της μητέρας της: η απάντηση, βεβαίως, το έβλεπε επιτέλους και η ίδια, ήταν απλούστατα πως, μ’ έναν τρόπο μη ενεργητικό, ποτέ, ούτε καν όταν ήταν πολύ μικρή, δεν της πολυάρεσε η μητέρα της. Καμιάς η στάση δεν ήταν ωστόσο επιδεικτική – το σπίτι της εχθρότητάς τους ήταν μάλιστα επιπλωμένο λιτά και με μια στοργή την οποία η κυρία Μακ Νιλ εξέφρασε τώρα σφίγγοντας το χέρι της κόρης της στο δικό της και λέγοντας: «Θα ανησυχούμε για σένα, αγάπη μου. Δεν γίνεται να μην ανησυχούμε. Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη αν είναι ασφαλές. Δεκαεπτά είσαι, δεν είσαι μεγάλη ούτε έχεις μείνει στ’ αλήθεια ξανά μόνη σου». Ο κύριος Μακ Νιλ, που όποτε μιλούσε ακουγόταν σαν να πόνταρε σε παρτίδα πόκερ, αν και ούτως ή άλλως μιλούσε σπάνια, εν μέρει επειδή στη σύζυγό του δεν άρεσε να τη διακόπτουν και εν μέρει επειδή ήταν πολύ κουρασμένος άνθρωπος, βούτηξε ένα πούρο στην κούπα του καφέ του, κάνοντας και την Άπλ και την κυρία Μακ Νιλ 7
TRUMAN CAPOTE
να μορφάσουν, και είπε: «Εγώ πάντως όταν ήμουν δεκαοχτώ ζούσα ήδη τρία χρόνια μόνος μου στην Καλιφόρνια». «Μα πώς να το κάνουμε, Λαμόντ… εσύ είσαι άντρας». «Και ποια η διαφορά;» γρύλισε εκείνος. «Άντρες και γυναίκες δεν έχουν διαφορές εδώ και χρόνια. Μόνη σου το λες». Η κυρία Μακ Νιλ ξερόβηξε, σαν να έπαιρνε δυσάρεστη τροπή η συζήτηση. «Και πάλι, Λαμόντ, δεν νιώθω άνετα που φεύγουμε…» Η Γκρέιντι ένιωσε να φουντώνει μέσα της ένα ανεξέλεγκτο γέλιο, μια εύθυμη υπερδιέγερση που έκανε το λευκό καλοκαίρι που απλωνόταν μπροστά της να μοιάζει με τυλιγμένο καμβά στον οποίο ίσως και να ’βαζε εκείνες τις άτεχνες πρώτες αλλά καθαρές, ελεύθερες πινελιές. Κι έπειτα, χωρίς να ντρέπεται, γελούσε επειδή υποψιάζονταν τόσο λίγα, στην ουσία τίποτα. Το ελαφρύ τρέμουλο στα ασημικά του τραπεζιού έμοιαζε να τονώνει τη διέγερσή της και συγχρόνως να την προειδοποιεί: προσοχή, καλή μου. Έλεγε όμως και κάτι άλλο στην Γκρέιντι: να είσαι περήφανη, είσαι ψηλή, σήκωσε τη σημαία σου ψηλά στον αέρα. Τι μπορεί να της μίλησε, μήπως το τριαντάφυλλο; Μιλούν τα τριαντάφυλλα, είναι οι καρδιές της σοφίας, το είχε διαβάσει κάπου. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο ξανά· το γέλιο φούσκωνε, ξεχείλιζε από το στόμα της: τι αστραφτερή ηλιόλουστη μέρα για την Γκρέιντι Μακ Νιλ και τα τριαντάφυλλα που μιλούν! «Τι είναι τόσο αστείο, Γκρέιντι;». Η Απλ δεν είχε ευχάριστη φωνή, ακουγόταν σαν κλαψούρισμα κακότροπου μωρού. «Μια απλή ερώτηση σου κάνει η μητέρα κι εσύ γελάς λες και σου μιλάει καμιά ηλίθια». «Η Γκρέιντι δεν με θεωρεί ηλίθια, σίγουρα όχι», είπε 8
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
η κυρία Μακ Νιλ, αλλά ένας τόνος αβεβαιότητας άφηνε να διαφανεί η αμφιβολία της, και τα μάτια της, σκιασμένα από το αραχνοΰφαντο βέλο του καπέλου που τώρα είχε κατεβάσει στο πρόσωπό της, σαν να σκοτείνιαζαν από το κέντρισμα που ένιωθε πάντα όταν ερχόταν αντιμέτωπη μ’ αυτό που έβλεπε σαν περιφρόνηση απ’ τη μεριά της Γκρέιντι. Ήταν όλα τέλεια όταν είχαν μόνο τυπικές επαφές μεταξύ τους: αληθινή συμπάθεια δεν υπήρχε, το ήξερε· και πάλι όμως, όταν η Γκρέιντι με την ψυχρότητά της έκανε επίδειξη ανωτερότητας ήταν κάτι το ανυπόφορο: κάτι τέτοιες στιγμές, η κυρία Μακ Νιλ ένιωθε τα χέρια της να συσπώνται. Μια φορά, αν και είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε, η Γκρέιντι ήταν ακόμα αγοροκόριτσο με κοντό μαλλί και ζαρωμένα γόνατα, δεν είχε καταφέρει να ελέγξει τα χέρια της, κι εκείνη τη φορά, αλλά βέβαια ήταν εκείνη την περίοδο στη ζωή μιας γυναίκας που είναι η πιο κοπιαστική για τα νεύρα, εκείνη τη φορά λοιπόν, εκνευρισμένη από την εγωιστική αδιαφορία της Γκρέιντι, χαστούκισε την κόρη της με δύναμη. Από τότε, όποτε ένιωθε τέτοια παρόρμηση, έσφιγγε τα χέρια της σε μια στερεή επιφάνεια γιατί, εκείνη τη φορά που τα είχε αφήσει ανεξέλεγκτα, η Γκρέιντι, που τα πράσινα επικριτικά της μάτια ήταν σαν λωρίδες θάλασσας, την είχε κοιτάξει περιφρονητικά, την είχε διαπεράσει ολόκληρη και είχε ρίξει άπλετο φως στον κακομαθημένο καθρέφτη της ματαιοδοξίας της: γιατί ήταν γυναίκα περιορισμένη, ήταν η πρώτη της εμπειρία με μια θέληση δυνατότερη από τη δική της. Σίγουρα όχι, είπε, λάμποντας από ψεύτικο κέφι. «Συγγνώμη», είπε η Γκρέιντι. «Με ρώτησες κάτι; Σαν να μην ακούω τίποτα πια». Αυτό το τελευταίο δεν το είπε σαν δικαιολογία αλλά σαν σοβαρή εξομολόγηση. 9
TRUMAN CAPOTE
«Πραγματικά», έκανε η Απλ, «ούτε ερωτευμένη να ήσουν». Κάτι χτύπησε στην καρδιά της, μια αίσθηση κινδύνου, τα ασημικά κλυδωνίστηκαν για μια στιγμή και μια φέτα λεμόνι, μισοστυμμένη στο δάχτυλο της Γκρέιντι, στάθηκε ακίνητη: κοίταξε αμέσως την αδελφή της στα μάτια για να δει αν υπήρχε εκεί τίποτα έξυπνο, όχι, μόνο σκέτη ανοησία. Ικανοποιημένη, έστυψε και το υπόλοιπο λεμόνι στο τσάι της και άκουσε τη μητέρα της να λέει: «Για το φόρεμα σε ρώτησα, χρυσό μου. Νομίζω ότι θα μπορούσα να το πάρω από το Παρίσι, Ντιόρ, Φέιθ, κάτι τέτοιο. Μπορεί εκεί να είναι και λιγότερο ακριβό τελικά. Ένα απαλό πράσινο θα ήταν θεσπέσιο, ειδικά με το δέρμα σου και τα μαλλιά σου – αν και πρέπει να πω ότι θα ’θελα να μην τα έκοβες τόσο κοντά: μοιάζουν ανάρμοστα και όχι… όχι τόσο θηλυκά. Κρίμα που οι ντεμπιτάντ δεν μπορούν να φορούν πράσινα. Οπότε νομίζω κάτι σε απαλό λευκό μετάξι…» Η Γκρέιντι τη διέκοψε συνοφρυωμένη. «Αν λες για το φόρεμα της δεξίωσης, δεν το θέλω. Δεν θέλω δεξίωση και δεν πρόκειται να πάω σε καμία – καμία αυτού του είδους τουλάχιστον. Δεν θα κάτσω να γελοιοποιηθώ». Απ’ όλα τα πράγματα που κούραζαν την κυρία Μακ Νιλ, αυτό την εξαντλούσε και την ενοχλούσε περισσότερο: έτρεμε λες και αφύσικες δονήσεις έσειαν τους γερούς και στέρεους τοίχους της τραπεζαρίας του Πλάζα. Ούτε εγώ σκοπεύω να κάτσω να γελοιοποιηθώ, θα μπορούσε να είχε πει, γιατί στην προοπτική του ντεμπούτου της Γκρέιντι την επόμενη χρονιά είχε ήδη δουλέψει σκληρά, είχε κάνει προετοιμασίες – μέχρι που είχε σκεφτεί να προσλάβει και γραμματέα. Επιπλέον, με ύφος αυτολύπησης, 10
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
θα μπορούσε να είχε φτάσει ως το σημείο να δηλώσει πως όλη της την κοινωνική ζωή, κάθε μονότονο γεύμα και κάθε βαρετό τσάι (γιατί έτσι θα τα περιέγραφε), όλα τα είχε υπομείνει μόνο και μόνο για να μπορέσουν οι κόρες της να γίνουν δεκτές μετά βαΐων και κλάδων στον πρώτο τους χορό. Το ντεμπούτο της ίδιας της Λούσι Μακ Νιλ ήταν ξακουστό και συγκινητικό: η γιαγιά της, μια δικαίως παινεμένη καλλονή της Νέας Ορλεάνης που είχε παντρευτεί τον γερουσιαστή της Νότιας Καρολίνας Λα Τρότα, παρουσίασε τη Λούσι και τις δύο αδελφές της σ’ έναν ανοιξιάτικο χορό στο Τσάρλεστον, τον Απρίλιο του 1920· και ήταν αληθινή παρουσίαση εκείνη, γιατί οι τρεις αδελφές Λα Τρότα δεν ήταν παρά μαθήτριες και οι κοινωνικές τους περιπέτειες μέχρι εκείνη τη μέρα περιορίζονταν αποκλειστικά σε εκκλησιαστικές εκδηλώσεις. Η Λούσι είχε χορέψει τόσο λυσσασμένα εκείνο το βράδυ που για μέρες μετά τα πόδια της έφεραν τις μελανιές της εισόδου της στη ζωή, είχε φιλήσει τόσο αχόρταγα τον γιο του κυβερνήτη που τα μάγουλά της έκαιγαν για έναν μήνα από τη γεμάτη τύψεις ντροπή της, αφού οι αδελφές της –γεροντοκόρες τότε και γεροντοκόρες ακόμα– έλεγαν πως με τα φιλιά γίνονται μωρά: όχι, είπε η γιαγιά της όταν άκουσε τη δακρύβρεχτη εξομολόγησή της, δεν γίνονται μωρά με τα φιλιά, αλλά ούτε και κυρίες γίνονται. Ανακουφισμένη, συνέχισε μια χρονιά θριάμβου – θριάμβου, γιατί ήταν ευχάριστο να τη βλέπεις και όχι ανυπόφορο να την ακούς, τεράστια πλεονεκτήματα αν σκεφτεί κανείς πως η τάξη του χορού δεν πρόσφερε κατά τα λοιπά παρά θλιβερούς λωτούς σαν τη Χέιζελ Βιρ Νάμλαντ ή τις νεαρές Λίνκολν. Μετά, στις διακοπές των Χριστουγέννων, η οικογένεια της μητέρας της, οι Φερμόντ από τη Νέα Υόρ11
TRUMAN CAPOTE
κη, παρέθεσε κι αυτή προς τιμήν της έναν περίβλεπτο χορό σ’ αυτό ακριβώς το ξενοδοχείο, το Πλάζα. Αν και βρισκόταν τώρα τόσο κοντά στη σκηνή προσπαθώντας να θυμηθεί, λίγα μπορούσε να ανακαλέσει, μόνο πως όλα ήταν χρυσά και λευκά, πως είχε φορέσει τα μαργαριτάρια της μητέρας της και, α ναι, είχε γνωρίσει τον Λαμόντ Μακ Νιλ, αδιάφορο συμβάν: μια φορά χόρεψε μαζί του και δεν της είχε κάνει καμιά εντύπωση. Η μητέρα της όμως εντυπωσιάστηκε περισσότερο, γιατί ο Λαμόντ Μακ Νιλ, αν και άγνωστος στην καλή κοινωνία και ούτε καν τριάντα ακόμα, έριχνε ολοένα πιο βαριά τη σκιά του στη Γουόλ Στριτ κι έτσι τον θεωρούσαν κελεπούρι, αν όχι στους κύκλους των αγγέλων, πάντως στο αμέσως κατώτερο στρώμα. Τον κάλεσαν σε δείπνο. Ο πατέρας της Λούσι τον κάλεσε στη Νότια Καρολίνα για κυνήγι πάπιας. Αρρενωπός, σχολίασε η γιαγιά Λα Τρότα και, καθώς αυτό ήταν το κριτήριό της, έδωσε την έγκρισή της. Επτά μήνες αργότερα, ο Λαμόντ Μακ Νιλ, δίνοντας στην τζογαδόρικη φωνή του την πιο τρυφερή χροιά της, είπε το κομμάτι του και η Λούσι, που είχε δεχτεί μόνο δύο προτάσεις ακόμα, μία παλαβή και μία στ’ αστεία, είπε ω, Λαμόντ, με κάνεις το πιο ευτυχισμένο κορίτσι στη γη. Ήταν δεκαεννιά όταν έκανε το πρώτο της παιδί: Απλ, «μήλο», την ονόμασε, και ήταν χαριτωμένο γιατί όσο ήταν έγκυος η Λούσι Μακ Νιλ καταβρόχθιζε τα μήλα με το τελάρο, όμως η γιαγιά της, στα βαφτίσια, το θεώρησε σκανδαλιστικά ελαφρόμυαλο – η τζαζ και η δεκαετία του ’20, είπε, είχαν πειράξει το μυαλό της Λούσι. Όμως αυτή η επιλογή ονόματος ήταν το τελευταίο χαρούμενο ορόσημο μιας παρατεταμένης παιδικής ηλικίας, γιατί έναν χρόνο μετά έχασε το δεύτερο μωρό της: γεννήθηκε νεκρό, αγόρι, και τον είπε Γκρέιντι, στη μνήμη του αδελ12
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
φού της που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Έπεσε για καιρό σε μελαγχολία, ο Λαμόντ νοίκιασε ένα κότερο και πήγαν κρουαζιέρα στη Μεσόγειο. Σε κάθε φωτεινό παστέλ λιμάνι, από το Σεν Τροπέ μέχρι την Τασμίνα, διοργάνωνε στο σκάφος θλιβερά, δακρύβρεχτα πάρτι με παγωτά για παρέες από αμήχανα ντόπια αγόρια που ψάρευε ο θαλαμηπόλος από την ακτή. Επιστρέφοντας όμως στην Αμερική, η περίδακρυς ομίχλη διαλύθηκε μονομιάς: ανακάλυψε τον Ερυθρό Σταυρό, το Χάρλεμ, τα πακέτα προσφοράς, ασχολήθηκε επαγγελματικά με την Εκκλησία της Αγίας Τριάδος, το Κοσμοπόλιταν, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έγινε χορηγός στα πάντα, χρηματοδοτούσε και συνεργαζόταν με όλους: κάποιοι έλεγαν πως ήταν αξιοθαύμαστη, άλλοι την έλεγαν γενναία, ορισμένοι την απεχθάνονταν. Ήταν πάντως δραστήρια κλίκα αυτοί οι τελευταίοι, και με τα χρόνια ένωσαν τις δυνάμεις τους και σαμποτάρισαν δεκάδες φιλοδοξίες της. Η Λούσι περίμενε, περίμενε την Απλ: η μητέρα μιας κορυφαίας ντεμπιτάντ έχει στα χέρια της μια κοσμική εκδοχή πυρηνικής εκδίκησης· της την έκλεψαν όμως, γιατί μετά ήρθε ο άλλος πόλεμος και θα ήταν πολύ κακόγουστο ένα ντεμπούτο σε καιρό πολέμου – αντ’ αυτού, πρόσφεραν ένα ασθενοφόρο στην Αγγλία. Και τώρα προσπαθούσε να τη σαμποτάρει και η Γκρέιντι. Τα χέρια της πετάρισαν στο τραπέζι, άγγιξαν το πέτο του φορέματός της, έπιασαν μια καρφίτσα με διαμαντένιες κανέλες: πήγαινε πολύ, η Γκρέιντι ανέκαθεν προσπαθούσε να τη σαμποτάρει, από τότε που δεν γεννήθηκε αγόρι. Την ονόμασε Γκρέιντι, πάντως, και η καημένη η κυρία Λα Τρότα, στον τελευταίο ξέπνοο χρόνο της ζωής της τότε, είχε μαζέψει την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών της για να αποκαλέσει τη Λούσι μακάβρια. Αλλά η Γκρέιντι δεν 13
TRUMAN CAPOTE
υπήρξε ποτέ Γκρέιντι, το παιδί των ονείρων της. Και δεν ήταν πως σε αυτό το θέμα η Γκρέιντι φάνταζε ως ιδεώδης επιλογή: η Απλ, με τους χαριτωμένους παιχνιδιάρικους τρόπους της και τη βοήθεια της αίσθησης στιλ της μητέρας της, θα ήταν σίγουρη επιτυχία, όμως η Γκρέιντι, που καταρχάς δεν έμοιαζε δημοφιλής στις παρέες, ήταν ρίσκο. Αν αρνιόταν να συνεργαστεί, η αποτυχία ήταν σίγουρη. «Χορός θα γίνει, πάει και τελείωσε, Γκρέιντι Μακ Νιλ», είπε τεντώνοντας τα γάντια της. «Θα φοράς λευκό μετάξι και θα κρατάς ένα μπουκέτο πράσινες ορχιδέες: θα πιάσουν λίγο το χρώμα των ματιών σου και των κόκκινων μαλλιών σου. Και θα έχουμε την ορχήστρα που είχαν οι Μπελ για τη Χάριετ. Σε προειδοποιώ, Γκρέιντι, αν κάνεις κόνξες σε αυτό δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ. Λαμόντ, ζητάς τον λογαριασμό, σε παρακαλώ;» Η Γκρέιντι κάποιες στιγμές ήταν σιωπηλή – ήξερε πως οι άλλοι δεν ήταν τόσο ήρεμοι όσο φαίνονταν: περίμεναν από εκείνη να αντιμιλήσει, πράγμα που αποδείκνυε πόσο λίγο την παρατηρούσαν, πόσο λίγο ήξεραν πώς είχε γίνει τελευταία. Πριν από έναν δυο μήνες, αν ένιωθε πως είχαν προσβάλει τόσο την αξιοπρέπειά της, θα ορμούσε έξω και θα ξεχυνόταν με το αυτοκίνητό της στο λιμάνι, με το γκάζι πατημένο τέρμα· θα έβρισκε τον Πίτερ Μπελ και θα ολοκλήρωνε το κομμάτι της σ’ ένα φαγάδικο της εθνικής· θα τους έκανε να ανησυχήσουν. Όμως τώρα ένιωθε ειλικρινά σαν να μην την αφορούσε το θέμα. Μέχρι που καταλάβαινε μέχρι ενός σημείου τις φιλοδοξίες της Λούσι. Ήταν τόσο μακριά όλα αυτά, απείχαν ένα ολόκληρο καλοκαίρι: δεν υπήρχε λόγος να πιστεύει ότι θα συνέβαιναν ποτέ, το λευκό μεταξένιο φόρεμα και η ορχήστρα που είχαν φέρει οι Μπελ για τη Χάριετ. Ενώ ο κύριος Μακ Νιλ 14
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
πλήρωνε τον λογαριασμό και οι γυναίκες διέσχιζαν την τραπεζαρία, έπιασε το χέρι της Λούσι και με μια παιδική αδεξιότητα της έσκασε ένα αυθόρμητο φιλάκι στο μάγουλο. Αυτή η ξαφνική κίνηση τους συμφιλίωσε ξανά όλους. Ήταν οικογένεια: η Λούσι έλαμπε, είχε τον άντρα της, τις κόρες της, ήταν μια περήφανη γυναίκα, και η Γκρέιντι, με όλα τα πείσματα και τις παραξενιές της, κι ας έλεγαν όλοι ό,τι ήθελαν, ήταν υπέροχο παιδί, πραγματικός άνθρωπος. «Αγάπη μου», είπε η Λούσι, «θα μου λείψεις». Η Απλ, που προπορευόταν, γύρισε. «Ήρθες με το αμάξι σου το πρωί, Γκρέιντι;» Η Γκρέιντι άργησε ν’ απαντήσει, τελευταία ό,τι έλεγε η Απλ έμοιαζε ύποπτο. Τι την ένοιαζε; Και τι έγινε αν το μάθαινε η Απλ; Πάντως η Γκρέιντι δεν ήθελε η αδελφή της να ξέρει. «Πήρα το τρένο από το Γκρίνουιτς;» «Δηλαδή άφησες το αμάξι σπίτι;» «Γιατί, τι σημασία έχει;» «Δεν έχει. Δηλαδή έχει. Και δεν χρειάζεται να μου γαβγίζεις. Έλεγα μόνο μήπως μπορούσες να με πετάξεις μέχρι το Άιλαντ. Υποσχέθηκα στον Τζορτζ να περάσω από το διαμέρισμα να πάρω την εγκυκλοπαίδειά του – είναι ασήκωτη. Δεν έχω καμία όρεξη να την κουβαλάω στο τρένο. Αν φτάναμε νωρίς θα μπορούσες να κάνεις και μπάνιο». «Λυπάμαι, Απλ, το αμάξι είναι στο συνεργείο, το άφησα τις προάλλες γιατί είχε χαλάσει το ταχύμετρο. Φαντάζομαι θα το έχουν φτιάξει, αλλά να σου πω την αλήθεια έχω ραντεβού στην πόλη». «Α, μπα;» έκανε η Απλ εκνευρισμένη. «Με ποιον, αν επιτρέπεται;» 15
TRUMAN CAPOTE
Η Γκρέιντι δεν της το επέτρεπε καθόλου, αλλά απάντησε: «Με τον Πίτερ Μπελ». «Τον Πίτερ Μπελ, για όνομα του Θεού, γιατί τον βλέπεις συνέχεια; Περνιέται για πολύ έξυπνος». «Είναι». «Απλ», είπε η Λούσι, «να μη σε νοιάζουν οι φίλοι της Γκρέιντι. Ο Πίτερ είναι πολύ γοητευτικό αγόρι και η μητέρα του ήταν παρανυφάκι μου. Θυμάσαι, Λαμόντ; Είχε πιάσει την ανθοδέσμη. Ο Πίτερ όμως δεν είναι ακόμα στο Κέιμπριτζ;» Τότε ακριβώς η Γκρέιντι άκουσε να φωνάζουν τ’ όνομά της από την άλλη άκρη της αίθουσας. «Έι, Μακ Νιλ!». Μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο τη φώναζε έτσι, και με ψεύτικη χαρά μάλιστα, και δεν είχε διαλέξει και την καλύτερη ώρα για να εμφανιστεί, αλλά είδε πως ήταν πράγματι εκείνος. Ένας νεαρός ντυμένος ακριβά πλην αλλοπρόσαλλα (λευκή βραδινή γραβάτα με αυστηρό φανελένιο κοστούμι, στο παντελόνι καουμπόικη ζώνη γεμάτη ανάρμοστα μπιχλιμπίδια και στα πόδια του αθλητικά παπούτσια), άφηνε ψιλά στο ταμείο με τα πούρα. Προχώρησε προς το μέρος της κι εκείνη πήγε να τον προϋπαντήσει στα μισά της διαδρομής· ο νεαρός περπατούσε με την άνεση εκείνου που περιμένει πάντα να του τύχουν τα καλύτερα στη ζωή. «Κούκλα είσαι, Μακ Νιλ», της είπε και την αγκάλιασε χωρίς περιστροφές. «Όχι όσο εγώ όμως: μόλις βγήκα από τον κουρέα». Το έδειχνε η άψογη φρεσκάδα του καθαρού και σουλουπωμένου προσώπου του και το φρέσκο κούρεμα του χάριζε αυτή την όψη ανυπεράσπιστης αθωότητας που μόνο ένα κούρεμα μπορεί να δώσει. Η Γκρέιντι του έδωσε μια χαρούμενη αγορίστικη 16
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
σκουντιά. «Γιατί δεν είσαι στο Κέιμπριτζ; Ή μήπως παραείναι βαρετή η νομική;» «Βαρετή είναι, αλλά όχι όσο η οικογένειά μου όταν μάθουν ότι με πέταξαν έξω». «Δεν σε πιστεύω», γέλασε η Γκρέιντι. «Τέλος πάντων, να μου τα πεις αναλυτικά. Μόνο που τώρα βιαζόμαστε τρελά. Η μαμά και ο μπαμπάς φεύγουν για Ευρώπη, πάω να τους συνοδεύσω στο πλοίο». «Να έρθω κι εγώ; Παρακαλώ, δέσποινά μου;» Η Γκρέιντι δίστασε, μετά φώναξε: «Απλ, πες στη μαμά ότι θα έρθει και ο Πίτερ μαζί μας», και ο Πίτερ Μπελ, κοροϊδεύοντας την Απλ πίσω απ’ την πλάτη της, έτρεξε στον δρόμο για να βρει ταξί. Χρειάζονταν δύο ταξί. Η Γκρέιντι και ο Πίτερ, που περίμεναν να πάρουν από το βεστιάριο το μικρό αλλήθωρο ντάσχουντ της Λούσι, μπήκαν στο δεύτερο. Η οροφή του ήταν ανοιχτή: περιστέρια, σύννεφα και ουρανοξύστες περνούσαν από πάνω τους· ο ήλιος, ρίχνοντας τα βουτηγμένα στο καλοκαίρι βέλη του, έκανε τα χρυσά φρεσκοκομμένα μαλλιά της Γκρέιντι να λάμπουν και το αδύνατο, λυγερό πρόσωπό της, καμωμένο από λεπτά ψαρίσια κόκαλα, αναψοκοκκίνιζε στο μελένιο φως του αέρα. «Αν ρωτήσει κανείς», είπε, ανάβοντας στον Πίτερ το τσιγάρο του, «η Απλ ή όποιος άλλος, πες ότι έχουμε ραντεβού, εντάξει;» «Καινούργιο κόλπο αυτό, να ανάβεις τα τσιγάρα των κυρίων; Κι αυτός ο αναπτήρας! Πού στην ευχή τον βρήκες, Μακ Νιλ; Φρίκη». Ήταν, όντως. Αν και ως εκείνη τη στιγμή δεν της είχε περάσει απ’ το μυαλό. Φτιαγμένος από τζάμι, μ’ ένα τερά17
TRUMAN CAPOTE
στιο αρχικό από παγέτα, κλασικό μαραφέτι περιπτέρου. «Τον αγόρασα», είπε, «και δουλεύει περίφημα. Τέλος πάντων, αυτό που σου είπα, θα το θυμάσαι, έτσι;» «Όχι, αγάπη μου, δεν τον αγόρασες ποτέ. Κάνεις ό,τι μπορείς, αλλά φοβάμαι ότι δεν είσαι στ’ αλήθεια πολύ φτηνιάρα». «Με πειράζεις, Πίτερ;» «Φυσικά», γέλασε αυτός κι εκείνη του τράβηξε τα μαλλιά γελώντας μαζί του. Παρότι δεν είχαν συγγένεια, η Γκρέιντι και ο Πίτερ ήταν δεμένοι με δεσμούς όχι συγγένειας αλλά συμπάθειας: ήταν ο πιο ευχάριστος φίλος της και πάντα χαλάρωνε μαζί του στα απάνεμα, ζεστά νερά της σχέσης τους. «Και γιατί να μη σε πειράζω; Το ίδιο δεν μου κάνεις κι εσύ; Όχι, μην κουνάς το κεφάλι. Κάτι σκαρώνεις και δεν έχεις σκοπό να μου το πεις. Μην ανησυχείς, γλύκα, δεν θα σε σκοτίσω τώρα. Όσο για το ραντεβού, γιατί όχι; Οτιδήποτε για να γλιτώσω από τους δύστυχους τους γονείς μου. Αλλά θα πληρώσεις εσύ, να το ξέρεις, ε; Τι νόημα έχει να ξοδεύει κανείς τα λεφτά του για σένα; Κάλλιο να γυρόφερνα την καλή μας τη Χάριετ, εκείνη τουλάχιστον μπορεί να σου πει τα πάντα για την αστρονομία. Με την ευκαιρία, ξέρεις τι έκανε το ανιαρό αυτό κορίτσι; Πήγε στο Ναντάκετ να περάσει το καλοκαίρι μελετώντας τα άστρα. Αυτό είναι το πλοίο; Το Βασίλισσα Μαίρη; Κρίμα, ήλπιζα σε κάτι πιο διασκεδαστικό, κανένα πολωνικό δεξαμενόπλοιο, ας πούμε. Όποιος φαντάστηκε αυτή τη γλιτσιασμένη φάλαινα θα ’πρεπε να εκτελεστεί: εσείς οι Ιρλανδοί έχετε όλο το δίκιο του κόσμου, οι Άγγλοι είναι βδελύγματα. Το ίδιο και οι Γάλλοι, βέβαια. Το Νορμανδία άργησε πολύ να καεί. Και πάλι, 18
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
όμως, σε αμερικάνικο πλοίο εγώ δεν θα έμπαινα ακόμα κι αν μου έδινες…» Οι Μακ Νιλ ήταν στο Κατάστρωμα Α, σε μια σουίτα από λουστραρισμένα δωμάτια με ψεύτικα τζάκια. Η Λούσι, με άρτι αφιχθείσες ορχιδέες να κλυδωνίζονται στο πέτο της, προχωρούσε χορευτά, ενώ η Απλ την ακολουθούσε διαβάζοντας φωναχτά τις κάρτες που συνόδευαν τα δώρα: λουλούδια και φρούτα. Η γραμματέας του κυρίου Μακ Νιλ, η επιβλητική δεσποινίς Σιντ, πέρασε ανάμεσά τους μ’ ένα μπουκάλι Πιπέρ-Αϊντσίκ, ελαφρώς συνοφρυωμένη με τον σολοικισμό της σαμπάνιας το πρωί (ο Πίτερ Μπελ της είπε να μην κάνει τον κόπο να του φέρει ποτήρι, θα έπινε ό,τι έμενε απευθείας από το μπουκάλι) και ο ίδιος ο κύριος Μακ Νιλ, σοβαρός πλην κολακευμένος, στεκόταν στην πόρτα αποθαρρύνοντας έναν άντρα που κινηματογραφούσε σημαντικούς επιβάτες: Να με συγχωρείς, φίλε… ξέχασα το μακιγιάζ μου, χα χα. Σε κανέναν δεν άρεσαν τα αστεία του κυρίου Μακ Νιλ, μόνο στους άλλους άντρες και στη δεσποινίδα Σιντ: κι αυτό, έτσι έλεγε η Λούσι, μόνο και μόνο επειδή η δεσποινίς Σιντ ήταν ερωτευμένη μαζί του. Το ντάσχουντ έσκισε το καλσόν μιας φωτογράφου που τραβούσε τη Λούσι για να ποζάρει όσο πιο ακίνητη μπορούσε: «Τι σχεδιάζουμε να κάνουμε στο εξωτερικό;» είπε η Λούσι επαναλαμβάνοντας την ερώτηση του ρεπόρτερ. «Δεν είμαι σίγουρη. Έχουμε ένα εξοχικό στις Κάννες όπου έχουμε να πάμε από τον πόλεμο, υποθέτω θα κάνουμε μια στάση εκεί. Και ψώνια· σίγουρα θα κάνουμε ψώνια». Κόμπιασε αμήχανα. «Κυρίως όμως είναι το ταξίδι με το πλοίο. Τίποτα δεν σου αλλάζει τη διάθεση όσο ένα καλοκαιρινό ταξίδι». Κλέβοντας τη σαμπάνια, ο Πίτερ Μπελ πήρε την Γκρέ19
TRUMAN CAPOTE
ιντι παράμερα, από τα σαλόνια μέχρι το ανοιχτό κατάστρωμα, όπου ταξιδιώτες παρέα με τους οικείους τους και φόντο τους ουρανοξύστες έκοβαν ήδη βόλτες καμαρωτοί. Ένα παιδί στεκόταν στην κουπαστή και πετούσε κατάμονο κομφετί: ο Πίτερ του πρόσφερε μια γουλιά σαμπάνια, αλλά η μητέρα του, μια γιγάντια γυναίκα με αλλόκοτο παρουσιαστικό, πλησίασε με βροντερά βήματα και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια προς το κατάστρωμα για τα σκυλιά. «Να πάρει», είπε ο Πίτερ, «πάλι στο σκυλόσπιτο: το έχει η τύχη μας, ε;». Στριμώχτηκαν με την Γκρέιντι σε μια μεριά που την έλουζε ο ήλιος: κρυμμένοι σαν λαθρεπιβάτες, ο στεναγμός από τις καμινάδες έσβησε οδυνηρά και ο Πίτερ είπε πόσο υπέροχο θα ήταν αν μπορούσαν να αποκοιμηθούν και να ξυπνήσουν με τ’ αστέρια από πάνω τους και το πλοίο στα ανοιχτά. Μαζί, τρέχοντας στις ακτές του Κονέτικατ και ατενίζοντας από κάτω τους τον Πορθμό, είχαν περάσει πριν χρόνια μέρες ολόκληρες σκαρώνοντας περίπλοκα και απελπισμένα σχέδια: ο Πίτερ ήταν πάντα σοβαρός μες στον ενθουσιασμό του, έμοιαζε απολύτως πεπεισμένος πως μια σχεδία από λάστιχο θα τους πήγαινε μέχρι την Ισπανία, και κάτι από εκείνο τον παλιό τόνο τρεμόπαιξε και τώρα στη φωνή του. «Υποθέτω τόσο το καλύτερο που δεν είμαστε πια παιδιά», είπε μοιράζοντας στα δύο το σώσμα από τη σαμπάνια, «χάλια ήταν εκείνη η σχεδία. Μακάρι όμως να ήμασταν ακόμα λιγάκι παιδιά για να μείνουμε σ’ αυτό το πλοίο». Τεντώνοντας τα μαυρισμένα μακριά της πόδια, η Γκρέιντι τίναξε το κεφάλι της. «Θα κολυμπούσα μέχρι την ακτή». «Ίσως να μη σε ξέρω πια όσο παλιά, έλειπα και πολύ. 20
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
Αλλά πώς μπόρεσες να σνομπάρεις την Ευρώπη, Μακ Νιλ; Ή μήπως είναι αγενές εκ μέρους μου; Θέλω να πω, μήπως χώνω τη μύτη μου στα μυστικά σου;» «Δεν υπάρχει κανένα μυστικό», του είπε, λίγο συγχυσμένη και λίγο ζωηρεμένη με τη σκέψη πως ίσως και να υπήρχε. «Όχι πραγματικό μυστικό, τουλάχιστον. Είναι πιο πολύ, ξέρεις, κάτι προσωπικό, ένα μικρό προσωπικό απόρρητο που θα ’θελα να το κρατήσω λιγάκι ακόμα, καλά όχι και για πάντα, μια βδομάδα, μια μέρα, λίγες ώρες έστω: ξέρεις, σαν δώρο που το κρατάς κρυμμένο στο συρτάρι – θα το δώσεις όπου να ’ναι, αλλά για λίγο το θέλεις όλο για σένα». Αν και είχε εκφράσει τα συναισθήματά της άγαρμπα, κοίταξε τον Πίτερ σίγουρη πως θα έβλεπε στο πρόσωπό του την αντανάκλαση μιας βαθιάς κατανόησης· είδε όμως μόνο μια ανησυχητική απουσία έκφρασης: φαινόταν έτοιμος να λιποθυμήσει, λες και η ξαφνική έκθεση στον ήλιο είχε ρουφήξει όλο του το χρώμα και, συνειδητοποιώντας πως δεν είχε ακούσει τίποτα απ’ όσα του είπε, η Γκρέιντι τον άγγιξε στον ώμο. «Αναρωτιόμουν», είπε εκείνος βλεφαρίζοντας, «αναρωτιόμουν αν αξίζει τελικά τον κόπο να είσαι αντιδημοφιλής». Είχε την ιστορία της η ερώτησή του. Αλλά η Γκρέιντι, που είχε μάθει την απάντηση απ’ τη ζωή του ίδιου του Πίτερ, τον άκουσε με έκπληξη, ίσως και ελαφρά σοκαρισμένη, να τη διατυπώνει τόσο ρεμβαστικά – να τη διατυπώνει ολωσδιόλου. Ο Πίτερ ποτέ δεν είχε υπάρξει δημοφιλής, αλήθεια ήταν, ούτε στο σχολείο ούτε στη λέσχη ούτε με κανέναν από τους ανθρώπους με τους οποίους, όπως το έθετε, ήταν καταδικασμένοι να συγχρωτίζονται. Ωστόσο ήταν ακριβώς αυτή η κατάσταση που τους είχε δέσει τόσο, γιατί η Γκρέιντι, που δεν την ένοιαζε ούτε να 21
TRUMAN CAPOTE
είναι ούτε να μην είναι δημοφιλής, αγαπούσε τον Πίτερ και του έκανε παρέα στο εξώτερο βασίλειό του σαν να ανήκε και η ίδια εκεί για τον ίδιο λόγο μ’ εκείνον. Ο Πίτερ σίγουρα της είχε μάθει πως ούτε κι αυτή άρεσε πολύ: παραήταν εκλεπτυσμένοι οι δυο τους, δεν ήταν η στιγμή τους αυτή η περίοδος της εφηβείας, θα τους εκτιμούσαν στο μέλλον, έλεγε. Η Γκρέιντι δεν είχε σκοτιστεί ποτέ – μ’ αυτή την έννοια, όσο το ξανασκεφτόταν έβλεπε ένα πρόβλημα που τώρα έμοιαζε γελοίο, αφού δεν ήταν ποτέ της αντιδημοφιλής: απλώς δεν είχε προσπαθήσει ποτέ, δεν είχε νιώσει ποτέ μέσα της πως είχε σημασία να αρέσεις. Αλλά τον Πίτερ τον ένοιαζε αβάσταχτα. Σε όλη την παιδική τους ηλικία είχε βοηθήσει τον φίλο της να χτίσει ένα προστατευτικό κάστρο από άμμο, όσο πρόχειρο κι αν ήταν. Τέτοια κάστρα κανονικά διαλύονται από διαδικασίες φυσικές και αβίαστες. Το γεγονός ότι για τον Πίτερ το δικό του έστεκε ακόμα ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Η Γκρέιντι, αν και ακόμα της άρεσε το αρχείο με τις ιδιωτικές χιουμοριστικές αναφορές τους, τα μελαγχολικά ανέκδοτα και τις τρυφερές προσφωνήσεις που μοιράζονταν, δεν ήθελε να ανακατευτεί στο κάστρο του: αυτή η ώρα της δόξας, η χρυσή στιγμή που της είχε υποσχεθεί ο Πίτερ, δεν ήξερε πως ήταν τώρα; «Ξέρω», είπε σαν να είχε μαντέψει τη σκέψη της και τώρα να της απαντούσε. «Αλλά παρ’ όλα αυτά». Ξέρω. Αλλά παρ’ όλα αυτά. Ο Πίτερ αναστέναξε με τον γρίφο του. «Υποθέτω φαντάστηκες ότι αστειευόμουν. Για το πανεπιστήμιο. Αλήθεια όμως, μ’ έδιωξαν. Όχι επειδή είπα κάτι λάθος, ίσως επειδή είπα κάτι υπερβολικά σωστό – φαίνεται πως και τα δύο είναι επιλήψιμα». Η πληθωρικότητα που τόσο πολύ του πήγαινε εξισορροπούσε 22
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
το σκανταλιάρικο πρόσωπό του. «Χαίρομαι για σένα», της είπε ανεξήγητα, αλλά με τόση διαχυτικότητα που η Γκρέιντι κόλλησε το μάγουλό της στο δικό του. «Αν έλεγα πως είμαι ερωτευμένος μαζί σου θα ήταν αιμομιξία, έτσι δεν είναι, δεσποινίς Μακ Νιλ;». Σήμαντρα αναχώρησης ακούγονταν σε όλο το πλοίο, στάχτες σκιάς από σύννεφα που είχαν μαζευτεί ξαφνικά έπεφταν και γέμιζαν το κατάστρωμα. Για μια στιγμή η Γκρέιντι ένιωσε την πιο παράξενη απώλεια: ο καημένος ο Πίτερ, την ήξερε λιγότερο κι από την Απλ ακόμα, συνειδητοποιούσε τώρα, αλλά επειδή ήταν ο μοναδικός της φίλος ήθελε να του πει – όχι τώρα, κάποτε. Και τι θα του έλεγε; Επειδή ήταν ο Πίτερ, του είχε εμπιστοσύνη πως μετά θα την αγαπούσε περισσότερο. Αν όχι, ας σάρωνε η θάλασσα το κάστρο τους, όχι εκείνο που είχαν χτίσει για να κρατήσουν τη ζωή απ’ έξω, αυτό είχε χαθεί ήδη, τουλάχιστον για την ίδια – αλλά ένα άλλο, εκείνο που προστάτευε φιλίες και υποσχέσεις. Καθώς ο ήλιος χυνόταν έξω, ο Πίτερ σηκώθηκε και τη σήκωσε κι εκείνη λέγοντας «και πού θα το γλεντήσουμε απόψε;», αλλά η Γκρέιντι, που κάθε στιγμή πήγαινε να του εξηγήσει πως δεν θα μπορούσε να κάνει σχέση μαζί του, το άφησε να περάσει ξανά γιατί, όπως κατέβαιναν τα σκαλιά, ένας καμαρότος, φανταχτερός από τη λάμψη ενός σήμαντρου, τους ειδοποίησε για την επικείμενη αναχώρηση και αργότερα, πάνω στη βαβούρα του αποχαιρετισμού της Λούσι, το ξέχασε εντελώς. Κρατώντας επιδεικτικά ένα μαντίλι και αγκαλιάζοντας σπασμωδικά τις κόρες της, η Λούσι τις ακολούθησε στη σκάλα· μόλις τις είδε να κατεβαίνουν το τούνελ από καμβά, έτρεξε στο κατάστρωμα και περίμενε να εμφανιστούν πίσω από τον πράσινο φράχτη. Τις είδε να κοιτά23
ζουν ζαλισμένες μες στον συνωστισμό και τότε άρχισε να κουνά το μαντίλι για να τους δείξει πού είναι, αλλά, παράξενο, το χέρι της άρχισε να αδυνατίζει και, καθώς την κατέκλυσε μια ένοχη αίσθηση ανολοκλήρωτου, πως είχε αφήσει κάτι στη μέση, ημιτελές, το άφησε να πέσει στο πλάι. Το μαντίλι σκέπασε τα μάτια της για τα καλά και η εικόνα της Γκρέιντι (την αγαπούσε! Μα τον Θεό, είχε αγαπήσει την Γκρέιντι όσο της το επέτρεπε το παιδί της) ανάβλυσε μέσα από τη θαμπάδα. Υπήρχαν μέρες επώδυνες, δύσκολες, και παρόλο που η Γκρέιντι ήταν τόσο διαφορετική απ’ αυτήν όσο διαφορετική υπήρξε και η ίδια από τη δική της μητέρα, ξεροκέφαλη και σκληρότερη, ακόμα δεν ήταν γυναίκα, ήταν κορίτσι, παιδί, και ήταν λάθος τρομερό, δεν μπορούσαν να την αφήσουν εκεί, δεν μπορούσε ν’ αφήσει το παιδί της μισό, ημιτελές, έπρεπε να τρέξει, έπρεπε να πει στον Λαμόντ πως δεν έπρεπε να φύγουν. Αλλά πριν προλάβει να κουνηθεί εκείνος την έκλεισε στα χέρια του, ο άντρας της χαιρετούσε τα παιδιά κάτω, και μετά τα χαιρετούσε κι εκείνη.
24
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
ΚΕΦΆΛΑΙΟ
02
Το Μπρόντγουεϊ είναι δρόμος· είναι επίσης συνοικία, ατμόσφαιρα. Από τότε που ήταν δεκατριών, όλους εκείνους τους χειμώνες στις τάξεις της δεσποινίδος Ρίσντεϊλ, η Γκρέιντι, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε –και σήμαινε συχνά– κοπάνα από το σχολείο, έκανε μυστικές εβδομαδιαίες εκδρομές σ’ αυτή την ατμόσφαιρα: στην αρχή το δέλεαρ ήταν οι μπάντες στο Παραμάουντ, στο Στραντ, παράξενες ταινίες που δεν παίζονταν ποτέ στις αίθουσες ανατολικά της Πέμπτης ή στο Στάμφορντ και στο Γκρίνουιτς. Την τελευταία χρονιά, ωστόσο, της άρεσε απλώς να σουλατσάρει ή να στέκεται στις γωνίες των δρόμων με τα πλήθη να περνούν από δίπλα της. Έμενε όλο το απόγευμα, μερικές φορές μέχρι που σκοτείνιαζε. Αλλά εκεί δεν σκοτείνιαζε ποτέ: τα φώτα που ήταν αναμμένα όλη μέρα γίνονταν κίτρινα το σούρουπο, λευκά τη νύχτα, και τα πρόσωπα, αυτά τα ονειροπαρμένα πρόσωπα, της φανερώνονταν τότε περισσότερο. Η ανωνυμία ήταν κομμάτι της απόλαυσης, όσο όμως δεν ήταν πια η Γκρέιντι Μακ Νιλ δεν ήξερε ποιος την αντικαθιστούσε και τις ψηλότερες φλόγες της διέγερσής της τις άναβε ένα καύσιμο που δεν μπορούσε να το ονομάσει. Δεν το είπε ποτέ σε κανέ25
TRUMAN CAPOTE
ναν κι εκείνοι οι παρφουμαρισμένοι μαύροι με τα μαργαριταρένια μάτια, εκείνοι οι άντρες με τα μεταξωτά ή τα ναυτικά πουκάμισα, ζόρικοι ή με δόντια κιτρινισμένα και πορφυρά κοστούμια, οι άντρες εκείνοι που παρακολουθούσαν, χαμογελούσαν, ακολουθούσαν: προς τα πού πας; Μερικά πρόσωπα, όπως η κυρία που έδινε συνάλλαγμα στο Νικ’ς Αμιούζμεντς, είναι πρόσωπα που δεν ανήκουν πουθενά, είναι πράσινες σκιές μέσα από πράσινα γυαλιά, βραδινά ομοιώματα βαλσαμωμένα και αιωρούμενα στον γλυκό σαν καραμέλα αέρα. Γρήγορα. Μεγάφωνα στα κουφώματα ουρλιάζουν ξέφρενα στους εκτυφλωτικούς θλιμμένους βρυχηθμούς του ρυθμού, επιταχύνουν τις αισθήσεις μέχρι αναισθησίας: τρέχα έξω από το λευκό, στο πραγματικό, στο δίχως φύλο και δίχως τζαζ χαρούμενο σκοτάδι: αυτούς τους τρόμους που ξελογιάζουν, δεν τους είχε πει σε κανέναν. Σ’ ένα δρομάκι έξω από το Μπρόντγουεϊ, όχι μακριά από το θέατρο Ρόξι, υπήρχε ένα υπαίθριο πάρκινγκ. Μια μοναχική, έρημη έκταση, το μόνο ουσιαστικό ξέφωτο σ’ ένα τετράγωνο γεμάτο μαγαζιά με ποπ κορν και χελώνες. Μια πινακίδα στην είσοδο έγραφε NEMO PARKING. Ήταν ακριβό και γενικά άβολο, αλλά νωρίτερα μέσα στη χρονιά, αφότου οι Μακ Νιλ έκλεισαν το διαμέρισμά τους και άνοιξαν το σπίτι τους στο Κονέτικατ, η Γκρέιντι άρχισε ν’ αφήνει εκεί το αμάξι της όποτε έμπαινε στην πόλη. Κάποια στιγμή τον Απρίλη, ένας νεαρός είχε πιάσει δουλειά στο πάρκινγκ. Τον έλεγαν Κλάιντ Μάνζερ. Πριν καν φτάσει στο πάρκινγκ, η Γκρέιντι τον έψαχνε κιόλας: τα μουντά πρωινά σουλάτσαρε μερικές φορές στη γειτονιά ή καθόταν στην καντίνα της περιοχής κι 26
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
έπινε καφέ. Δεν τον είδε όμως πουθενά, ούτε τον βρήκε όταν μπήκε στο πάρκινγκ. Ήταν μεσημέρι, το αμμοχάλικο ανέδιδε μια καυτή μυρωδιά βενζίνης. Αν και όπως φαινόταν δεν ήταν εκεί, η Γκρέιντι διέσχισε το πάρκινγκ φωνάζοντας ανυπόμονα το όνομά του: η ανακούφιση απ’ το ταξίδι της Λούσι, ο χρόνος ή η ώρα που περίμενε να τον δει, όλα αυτά που την είχαν ταράξει το πρωί έμοιαζαν να έχουν πέσει από πάνω της μονομιάς. Τελικά τα παράτησε και στάθηκε ήσυχη και βαρύθυμη στο παλλόμενο φως. Μετά θυμήθηκε ότι πότε-πότε έπαιρνε έναν υπνάκο σε κάποιο από τα αμάξια. Το δικό της αμάξι, μια μπλε καμπριολέ Μπιούικ με τα αρχικά της στην πινακίδα κυκλοφορίας της πολιτείας του Κονέτικατ, ήταν το τελευταίο στη σειρά, κι ενώ ακόμα έψαχνε κάμποσα αμάξια μακρύτερα κατάλαβε ότι θα τον έβρισκε εκεί. Κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Αν και η οροφή ήταν ανοιχτή, δεν τον είχε δει νωρίτερα γιατί παραήταν χωμένος στο κάθισμα. Το ραδιόφωνο μουρμούριζε αχνά τις ειδήσεις της μέρας και στα πόδια του είχε ανοιχτό ένα αστυνομικό. Από τις πολλές μαγείες, η μία είναι να παρακολουθείς έναν αγαπημένο σου να κοιμάται: είναι απαλλαγμένος από μάτια και συνείδηση, και για μια γλυκιά στιγμή κρατάς την καρδιά του· ολότελα αβοήθητος και, όσο παράλογο κι αν μοιάζει, έτσι τον εμπιστεύτηκες να είναι, αγνός σαν άντρας, τρυφερός σαν παιδί. Η Γκρέιντι έσκυψε από πάνω του, τα μαλλιά της έπεσαν λίγο στα μάτια της. Ο νεαρός που είχε μπροστά της ήταν κάπου είκοσι τριών, ούτε ωραίος ούτε ανεπιτήδευτος – θα ήταν δύσκολο να κάνεις βόλτα στη Νέα Υόρκη και να μη δεις κάθε τόσο ανθρώπους να του μοιάζουν, αν και, κυκλοφορώντας έξω όλη μέρα, ήταν πολύ πιο ψημένος από 27
TRUMAN CAPOTE
τους περισσότερους. Είχε όμως μια καλοφτιαγμένη ευλυγισία και τα μαλλιά του, μαύρα με μικρές μπούκλες, του ταίριαζαν σαν φίνος σκούφος από περσικό μαλλί. Η μύτη του ήταν ελαφρά σπασμένη, δίνοντας στο πρόσωπό του, που με το χωριάτικο κοκκίνισμά του απέπνεε μια ορισμένη εξυπνάδα, ασυνήθιστη ανδροπρέπεια. Οι βλεφαρίδες του τρεμόπαιξαν και η Γκρέιντι, νιώθοντας την καρδιά του να ξεγλιστρά από τα δάχτυλά της, ετοιμάστηκε για το άνοιγμά τους. «Κλάιντ», ψιθύρισε. Δεν ήταν ο πρώτος της εραστής. Δυο χρόνια πριν, στα δεκαέξι της, όταν πήρε το πρώτο της αμάξι, είχε κάνει την οδηγό στο Κονέτικατ για ένα συνεσταλμένο νεαρό ζευγάρι από τη Νέα Υόρκη που έψαχνε για σπίτι. Όταν το βρήκαν, ένα ωραίο σπιτάκι στα περίχωρα μιας αριστοκρατικής λέσχης και ακριβώς δίπλα σε μια λιμνούλα, το ζευγάρι αυτό, οι Μπόλτον, της είχαν πια αφοσιωθεί και η Γκρέιντι έμοιαζε κι αυτή παθιασμένη μαζί τους: επέβλεψε τη μετακόμιση, έφτιαξε τον βραχόκηπό τους, τους βρήκε υπηρέτρια και τα Σάββατα έπαιζε γκολφ με τον Στιβ Μπόλτον ή τον βοηθούσε να κουρέψει το γκαζόν· η Τζάνετ Μπόλτον, μια ντροπαλή άκακη κοπελίτσα που μόλις είχε βγει από το κολέγιο του Μπριν Μορ, ήταν πέντε μηνών έγκυος, άρα ακατάλληλη για κοπιαστικά πράγματα. Ο Στιβ ήταν δικηγόρος σε μια εταιρεία που έκανε δουλειές με τον πατέρα της, έτσι οι Μπόλτον καλούνταν συχνά στο Ολντ Τρι, το όνομα που είχαν δώσει οι Μακ Νιλ στο κτήμα τους: ο Στιβ χρησιμοποιούσε εκεί την πισίνα και τα γήπεδα του τένις και ο κύριος Μακ Νιλ ουσιαστικά του είχε παραχωρήσει ένα σπιτάκι που ανήκε στην Απλ. Ο Πίτερ Μπελ είχε μείνει άναυδος, το ίδιο και οι λί28
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
γοι ακόμη φίλοι της Γκρέιντι, γιατί εκείνη έβλεπε μόνο τους Μπόλτον ή, στο δικό της μυαλό, έβλεπε μόνο τον Στιβ. Και σαν να μην έφτανε όλος ο χρόνος που περνούσαν μαζί, πότε-πότε έπαιρνε μαζί του το τρένο της επιστροφής, τον συνόδευε στην πόλη και περιμένοντας να ξαναπάρει το τρένο για το Ολντ Τρι περιπλανιόταν στο Μπρόντγουεϊ, από τη μια ταινία στην άλλη. Δεν έβρισκε όμως γαλήνη: δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εκείνη η αρχική χαρά που είχε νιώσει είχε γίνει πόνος και τώρα δυστυχία. Εκείνος ήξερε. Ήταν σίγουρη πως ήξερε: τα μάτια του, που την παρακολουθούσαν όταν διέσχιζε ένα δωμάτιο, όταν κολυμπούσε προς το μέρος του στην πισίνα, τα μάτια αυτά ήξεραν και δεν ήταν δυσαρεστημένα. Έτσι, εκτός από την αγάπη της, έμαθε και κάτι για το μίσος, για τί ο Στιβ Μπόλτον ήξερε και δεν έκανε τίποτα για να τη βοηθήσει. Και τότε κάθε μέρα ήταν γεμάτη έχθρα: τσαλαπατούσε μυρμήγκια, έκοβε τα φτερά των πυγολαμπίδων, λυσσομανούσε λες ενάντια σε καθετί που ήταν τόσο αβοήθητο όσο εκείνη, η ανήμπορη και περιφρονημένη. Και φορούσε τα πιο λεπτά φορέματα που έβρισκε, φορέματα τόσο λεπτά που κάθε ίσκιος φύλλου και κάθε κρύο αεράκι την έκανε να τρέμει. Αλλά δεν έτρωγε, ήθελε μόνο να πίνει κόκα κόλα, να καπνίζει τσιγάρα και να οδηγεί το αμάξι της, και έγινε τόσο αδύνατη και καχεκτική που τα λεπτά φορέματα ανέμιζαν ολόγυρά της. Ο Στιβ Μπόλτον συνήθιζε να κολυμπάει πριν από το πρόγευμα στη λιμνούλα δίπλα στο σπίτι του και η Γκρέιντι, που το είχε ανακαλύψει, δεν μπορούσε να το βγάλει απ’ το κεφάλι της: ξυπνούσε το πρωί και τον φανταζόταν στην όχθη της λίμνης, να στέκεται ανάμεσα στις καλαμιές σαν παράξενο χρυσοπούλι της αυγής. Ένα πρωί πήγε 29
TRUMAN CAPOTE
ως εκεί. Ένα μικρό πευκοδάσος περιέβαλλε τη λίμνη κι εκεί ακριβώς κρύφτηκε, ξαπλωμένη στις υγρές πευκοβελόνες. Ένα μισοσκόταδο φθινοπωρινής ομίχλης σκέπαζε τη λίμνη: σίγουρα δεν θα ερχόταν, είχε περιμένει πάρα πολύ, το καλοκαίρι είχε τελειώσει χωρίς καν να το αντιληφθεί. Τότε τον είδε στο μονοπάτι: αμέριμνο, να σφυρίζει, με τσιγάρο στο ένα χέρι και πετσέτα στο άλλο· φορούσε μόνο μια ρόμπα που, όταν έφτασε στη λίμνη, την έβγαλε και την πέταξε σ’ έναν βράχο. Ήταν λες και το αστέρι της επιτέλους είχε πέσει και, χτυπώντας στη γη, δεν έγινε μαύρο αλλά πύρωσε κι έγινε ακόμα πιο γαλαζωπό: μισογονατιστή τώρα, με τα χέρια της τεντωμένα, σαν για να τον αγγίξει, να τον χαιρετίσει ενώ αυτός πλατσούριζε εκεί ψηλός σαν σε παραμύθι, της φαινόταν ν’ απλώνεται προς το μέρος της μέχρι που, σχεδόν απροειδοποίητα, βυθίστηκε στο νερό κάτω από τις καλαμιές: η Γκρέιντι έβγαλε άθελά της μια κραυγή και γλίστρησε ξανά πίσω από ένα δέντρο, αγκαλιάζοντάς το σαν να ήταν κομμάτι της αγάπης του, κομμάτι του μεγαλείου του. Το μωρό της Τζάνετ Μπόλτον γεννήθηκε στο τέλος της σεζόν – τη φθινοπωρινή βδομάδα των φασιανών πριν οι Μακ Νιλ κλείσουν το Ολντ Τρι και γυρίσουν στα χειμερινά τους ανάκτορα στην πόλη. Η Τζάνετ Μπόλτον ήταν απελπισμένη: είχε φτάσει δύο φορές πολύ κοντά στο να χάσει το μωρό και η νοσοκόμα της, που μόλις είχε κερδίσει έναν διαγωνισμό χορού, γινόταν ολοένα και πιο αδιάφορη: τις περισσότερες φορές δεν εμφανιζόταν καν και αν δεν ήταν η Γκρέιντι η Τζάνετ δεν θα ’ξερε τι να κάνει. Η Γκρέιντι πήγαινε και μαγείρευε κάτι πρόχειρο, έριχνε ένα γρήγορο σκούπισμα στο σπίτι· αλλά ένα πράγμα το έκανε πάντα με αγαλλίαση: της άρεσε να μαζεύει 30
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΌ ΤΑΞΊΔΙ
την μπουγάδα του Στιβ και ν’ απλώνει τα ρούχα του. Τη μέρα που γεννήθηκε το μωρό, η Γκρέιντι βρήκε την Τζάνετ διπλωμένη στα δύο, να ουρλιάζει. Όποτε είχε λόγο να το σκέφτεται, η Γκρέιντι διαπίστωνε πάντα με έκπληξη πόσο τρυφερά ήταν στην πραγματικότητα τα αισθήματά της για την Τζάνετ: ανθρωπάκι, σαν κοχύλι που το μαζεύεις και, λόγω της τελειότητας των ροδαλών του πτυχώσεων, το κρατάς για να το θαυμάζεις, αλλά ένας συλλέκτης δεν το βάζει ποτέ στους σοβαρούς θησαυρούς του. Η ασημαντότητα ήταν η γοητεία και η προστασία της συγχρόνως, γιατί ήταν αδύνατον να νιώσεις –και η Γκρέιντι σίγουρα δεν ένιωθε– απειλή ή ζήλια απέναντί της. Το πρωί όμως που η Γκρέιντι μπήκε και την άκουσε να ουρλιάζει, ένιωσε μια ικανοποίηση που, χωρίς να είναι ένδειξη σκληρότητας, τουλάχιστον την εμπόδισε να τρέξει να τη βοηθήσει, γιατί ήταν λες και όλα τα μαρτύρια που είχε περάσει η ίδια είχαν βρει τη θριαμβευτική έκφρασή τους σ’ αυτές τις στιγμές αγωνίας της Τζάνετ Μπόλτον. Όταν με τα πολλά το πήρε απόφαση να κάνει τα απαραίτητα, τα έκανε πολύ καλά: κάλεσε τον γιατρό, πήγε την Τζάνετ στο νοσοκομείο και μετά τηλεφώνησε στον Στιβ στη Νέα Υόρκη. Εκείνος έφτασε με το επόμενο τρένο. Ήταν αμήχανο το απόγευμα που πέρασαν μαζί στο νοσοκομείο. Νύχτωσε, ακόμα ούτε λέξη, και ο Στιβ, που είχε καταφέρει να πετάξει στην Γκρέιντι μερικά αστεία και να παίξει μια παρτίδα κούπες μαζί της, αποσύρθηκε σε μια γωνιά και άφησε τη σιωπή να πέσει ανάμεσά τους. Η πολυκαιρισμένη απελπισία των ωραρίων των τρένων, της δουλειάς, των λογαριασμών που έπρεπε να πληρωθούν, φαινόταν να τον σκεπάζει σαν σκουριά – καθόταν και κάπνιζε 31
TRUMAN CAPOTE
αφήνοντας δαχτυλίδια καπνού, κούφια μηδενικά σαν το μηδενικό που άρχιζε να νιώθει η Γκρέιντι, λες και η τροχιά της την έφερνε μακριά του, στο διάστημα, λες και η εικόνα του απ’ τη λίμνη υποχωρούσε μπροστά της μέχρι που μπορούσε πια να τον δει έτσι όπως ήταν, ένα θέαμα που της φάνηκε το πιο συγκινητικό απ’ όλα γιατί, με το εξαντλημένο κύρτωμα των ώμων του και το δάκρυ στη γωνία του ματιού του, ανήκε στην Τζάνετ και στο παιδί της. Θέλοντας να του δείξει την αγάπη της, σαν να ήταν όχι εραστής αλλά ένας άντρας φορτωμένος με αγάπη και γέννα, κινήθηκε προς το μέρος του. Μια νοσοκόμα είχε βγει στην πόρτα και ο Στιβ Μπόλτον άκουσε τον γιο του χωρίς ν’ αλλάξει έκφραση. Αργά, σηκώθηκε όρθιος με κόπο και μάτια ωχρά σαν του τυφλού· μ’ έναν αναστεναγμό που σάρωσε την αίθουσα, το κεφάλι του έπεσε μπροστά, στον ώμο της Γκρέιντι: είμαι πολύ ευτυχισμένος, είπε. Είχε τελειώσει, δεν ήθελε τίποτε άλλο από εκείνον, οι πόθοι του καλοκαιριού είχαν θαφτεί στη σπορά του χειμώνα: οι άνεμοι τους πήραν πολύ πριν σπάσει το λουλούδι τους ένας άλλος Απρίλης. «Έλα, άναψέ μου ένα τσιγάρο». Η φωνή του Κλάιντ Μάνζερ, βραχνιασμένη από τον ύπνο αλλά πάντα αρκετά τραχιά και πουριασμένη, είχε κάτι το πολύ ιδιαίτερο: εύκολα σου έκανε εντύπωση ό,τι κι αν έλεγε, γιατί το μουρμούρισμά του είχε μια δύναμη, σαν βουλωμένος σωλήνας που μόλις αρχίζει να ξεμπουκώνει, αφήνοντας να περάσει αργά μια θρυαλλίδα αρρενωπότητας με κάθε συλλαβή. Σκόνταφτε όμως στις λέξεις, οι παύσεις του καμιά φορά χώριζαν τόσο πολύ τις προτάσεις που κάθε νόημα χανόταν. «Μην το σαλιώσεις, μικρή. Πάντα το σαλιώνεις». Η 32