



Αυτό το κατάστιχο είναι ένα καταραμένο βιβλίο. Αν έπεσε στα χέρια σας κατά λάθος, ξανακλείστε το αμέσως και φύγετε. Και κυρίως, ξεχάστε το.
Μην πάρετε τούτη την προειδοποίηση στ’ αστεία. Άλλοι πριν από εσάς δεν την πήραν στα σοβαρά: καταδικάστηκαν σε αιώνια κόλαση. Αν ωστόσο αποφασίσετε να το διαβάσετε, σκεφτείτε καλά:
δεν είναι ποτέ εύκολο να αποδεχτούμε την αλήθεια και θα σας είναι στη συνέχεια δύσκολο να αντέξετε τη σκληρότητα αυτής της πραγματικότητας. Η ζωή σας θα ανατραπεί για πάντα. Προσέξτε διότι τα στοιχεία
του κατάστιχου ανήκουν στην ιστορία τους: αν τα ενοχλήσετε, μπορούν να ξαναζωντανέψουν.
Τέλος, μην εμπιστεύεστε ποτέ τη φαινομενική όψη, είναι συχνά απατηλή.
Και να θυμάστε πως η ιστορία δεν έχει τέλος όσο το χάρισμα μεταβιβάζεται.
Κάντε τη σωστή επιλογή.





την καρδιά ενός κήπου γεννήθηκαν, την ίδια στιγμή, η Λίλιθ και ο Αδάμ. Φτιαγμένοι από πηλό, ήταν τα πρώτα ανθρώπινα όντα που πάτησαν το έδαφος αυτού του παρθένου ακόμα κόσμου. Μια βροντερή φωνή τούς υποδέχτηκε. Τους δίδαξε ότι εκείνη ονομαζόταν Λίλιθ κι εκείνος ονομαζόταν Αδάμ, και ότι τους είχαν αποθέσει στη Γη για να πολλαπλασιάσουν τον πληθυσμό της. Η Λίλιθ ξέχασε πολύ γρήγορα την εντολή της φωνής. Έφευγε να εξερευνήσει για ατελείωτες ώρες τις απομακρυσμένες γωνιές του άγνωστου κόσμου. Δοκίμαζε τα φρούτα των διάφορων δέντρων, προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τα ζώα και απολάμβανε τις γαλήνιες στιγμές που της προσφέρονταν. Η Λίλιθ επιχείρησε να μοιραστεί όλες τούτες τις ανακαλύψεις με τον Αδάμ. Αυτός, όμως, εκνευριζόταν με την περιέργεια της Λίλιθ. Λίγο τον ένοιαζε να γνωρίσει τον παράδεισο, ήθελε να πολλαπλασιάσει τον πληθυσμό του νέου κόσμου και να διοικήσει τα πάντα. Φυσικά, γεννήθηκε διχόνοια ανάμεσα στους δύο κατοίκους της Εδέμ. Η Λίλιθ δεν άντεχε τον όλο και πιο αυταρχικό τόνο του Αδάμ. Μια νύχτα λοιπόν, το έσκασε. Η Λίλιθ περιπλανήθηκε για κάμποσες μέρες πέρα από τα σύνορα του κήπου, πριν την προλάβει ένας άγγελος που τη διέταξε να επιστρέψει πίσω. Μα το ανεξάρτητο πνεύμα της Λίλιθ την έσπρωξε να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τον Αδάμ και τη φωνή. Περπάτησε τόσο πολύ που έφτασε στο τέρμα των πάντων. Εκεί όπου δεν υπήρχαν πια δέντρα ούτε ζώα. Εκεί όπου υπήρχαν όντα που δεν είχε δει ποτέ. Φτερωτά όντα, αλλά διαφορετικά από τους αγγέλους που είχε γνωρίσει ως τότε. Τα φτερά τους ήταν μαύρα και μικρά κέρατα ξεμύτιζαν στο κεφάλι τους.
Ο πηλός από τον οποίο γεννήθηκαν ο Αδάμ και η Λίλιθ.
Φτερό έκπτωτου αγγέλου.


Γνώρισε σύντομα τον Βελζεβούλ, ο οποίος διοικούσε τούτο το βασίλειο. Ήταν ενθουσιασμένος που την έβλεπε και την πληροφόρησε με νοσηρή ευχαρίστηση ότι, εν τη απουσία της από τον κήπο της Εδέμ, είχε αντικατασταθεί ως σύντροφος του Αδάμ. Πλασμένη από το ίδιο το πλευρό του Αδάμ, η Εύα ήταν πιο γλυκιά και πιο υπάκουη. Το νέο εξόργισε τη Λίλιθ. Όμως κατάλαβε γρήγορα με ποιον είχε να κάνει: με τον Βελζεβούλ, τον πρίγκιπα των δαιμόνων. Η Λίλιθ γοήτευσε τον Βελζεβούλ, που δεν είχε δει ποτέ παρόμοιο πλάσμα, φλογερό και ανεξάρτητο, και σύναψαν ένα σύμφωνο: εκείνος θα τη βοηθούσε να εκδικηθεί τον Αδάμ και την Εύα και θα της παραχωρούσε μεγάλες δυνάμεις, αλλά αυτή θα έπρεπε να μείνει εκεί αιωνίως και να κυβερνήσει μαζί του το σκοτεινό του βασίλειο. Ο Βελζεβούλ κατάφερε, με τη μορφή φιδιού, να πείσει την Εύα να δαγκώσει τον απαγορευμένο καρπό και να εκδιωχθεί μαζί με τον Αδάμ από τον παράδεισο. Η Λίλιθ πήρε, λοιπόν, την εκδίκησή της. Από την ένωσή της με τον Βελζεβούλ γεννήθηκε μια γενιά από θεληματικές γυναίκες με διάφορες δυνάμεις, οι οποίες θα ονομαστούν μάγισσες και θα




Σε αυτή τη βασιλική δέλτο είναι γραμμένο
νητή* μεταξύ των θνητών, η Ίσιδα ήταν ένα παράξενο παιδί· ήξερε ενστικτωδώς να χρησιμοποιεί φυτά για να θεραπεύει και να προκαλεί τρομερούς πόνους σε όποιον επιθυμούσε. Ήθελε να γίνει μία από εκείνους τους θεούς που τιμούσαν όλοι. Η Ίσιδα είχε γεννηθεί, ακριβώς όπως και ο αδελφός της ο Όσιρις, με μάτια στο χρώμα του νερού, πράγμα που ήταν πολύ σπάνιο σε τούτη την περιοχή του κόσμου. Ούτε οι γονείς της ούτε ο άλλος της αδελφός, ο Σετ, δεν είχαν αυτή την τύχη. Όλοι όσοι συναντούσαν τα βλέμματά τους αναστατώνονταν. Η Ίσιδα είχε πάρει τη συνήθεια να εκμεταλλεύεται την αλλόκοτη αύρα της για να αποκτά ό,τι ήθελε. Η Ίσιδα και ο Όσιρις έγιναν σύντομα τόσο διάσημοι σε όλη τη χώρα που η δημοτικότητά τους έφτασε στ’ αυτιά του θεού Ρα. Ζήτησε να συναντήσει τους δύο θνητούς για τους οποίους τόσο συχνά του μιλούσαν. Μόλις η Ίσιδα εμφανίστηκε με τη συνηθισμένη της αταραξία, ο Ρα κατάλαβε πως είχε μπροστά του τον τρόπο να εδραιώσει τη λατρεία του και την κυριαρχία του στην Αίγυπτο. Ήθελε να εκτοπίσει τον Ατούμ, τον ηλιακό θεό δημιουργό, από την καρδιά των Αιγυπτίων. Η συμφωνία ήταν απλή. Ο Ρα πρόσφερε τη διακυβέρνηση της Αιγύπτου και νομιμοποίηση στο ζεύγος της Ίσιδας και του Όσιρι και, σε αντάλλαγμα, θα έπρεπε να εξασφαλίσουν την ευημερία της λατρείας του Ρα ως ηλιακού θεού και δημιουργού των πάντων. Η Ίσιδα και ο Όσιρις ήταν ηγεμόνες που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Έμαθαν τον λαό να καλλιεργεί το σιτάρι και να αρδεύει τη γη για να σπρώξει πιο μακριά τα όρια της ερήμου. Τον δίδαξαν επίσης την τέχνη της γραφής και του σχεδίου. Τέλος, η Ίσιδα μεταβίβασε τη σοφία της ως θεραπεύτριας και τις γνώσεις της για τα φυτά. Η Αίγυπτος έγινε η πιο ευημερούσα επικράτεια και η λατρεία του Ρα αντικατέστησε εκείνη του Ατούμ. Μα ο Σετ, ο αδελφός με τα σκούρα μάτια, έτρεφε άσβεστη ζήλια και μίσος απέναντι στους δύο ηγεμόνες. Μια μέρα, βρέθηκε επιτέλους μόνος με τον Όσιρι. Άδραξε την ευκαιρία για να τον βάλει να δοκιμάσει μια σαρκοφάγο αντάξια του γοήτρου του και τον έκλεισε μέσα. Έπειτα ο Σετ πήγε να βυθίσει το μεγαλοπρεπές φέρετρο στον Νείλο, με τον αδελφό του στο εσωτερικό.

Ίσιδα δεν θα ξανάφερνε τον Όσιρι στη ζωή χρησιμοποιώντας το θεραπευτικό της χάρισμα. Ανέσυρε τη σαρκοφάγο, τεμάχισε το πτώμα του πνιγμένου σε δεκατέσσερα κομμάτια και τα σκόρπισε στις τέσσερις γωνιές της Αιγύπτου. Παρά την επιμονή της, η Ίσιδα δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει παρά μόνο δεκατρία κομμάτια του νεκρού, καθώς το τελευταίο το είχε καταβροχθίσει ένα ψάρι. Η μαγεία της δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα ελλιπές σώμα. Ικέτευσε τότε τον Ρα να ξαναφέρει τον Όσιρι στη ζωή, αλλά ο θεός αρνήθηκε να επέμβει, εκτιμώντας πως είχε ήδη εκπληρώσει το μερίδιό του στη συναλλαγή τους. Έξαλλη, η Ίσιδα έφτιαξε ένα φίλτρο με βάση το δηλητήριο φιδιού και, σε μια θυσία στον Ρα, τον δηλητηρίασε. Μόλις ξεκίνησε η επιθανάτια αγωνία του, η Ίσιδα διέταξε τον θεό να της παραχωρήσει όλες του τις δυνάμεις σε αντάλλαγμα του αντιδότου*. Πράγμα που εκείνος έκανε για να γλιτώσει από την τόση οδύνη. Έχοντας γίνει ισχυρότερη απ’ όλους τους άλλους θεούς, η Ίσιδα εμφύσησε και πάλι ζωή στον Όσιρι. Από τα παιδιά τους, γεννήθηκε τότε μια δυναστεία φαραώ που βασίλεψε σε όλη την Αίγυπτο για αιώνες.



ωραιότερη κι από θεά, νεαρή θνητή*. Αξίζεις όλη μου την προσοχή!» Έπειτα, μέσα σε μια δίνη, ο Ποσειδώνας την απήγαγε. Ο Ποσειδώνας, θεός των θαλασσών και των ωκεανών, θα απαγάγει τη Μέδουσα.
Θραύσμα της ασπίδας, της αιγίδας, που η Αθηνά έδωσε στον Περσέα.

Τα χαράματα, η Μέδουσα ξύπνησε μέσα σε μια λιμνούλα με νερό στον ναό της Αθηνάς. Παρατήρησε το είδωλό της. Η πλούσια κόμη της δεν ήταν πια παρά ένα κουβάρι από φίδια που σύριζαν κι έσταζαν δηλητήριο. Όταν βγήκε από τον ναό, όλα τα άτομα που συνάντησαν το βλέμμα της μεταμορφώθηκαν σε πέτρα. Αυτή η κατάρα ήταν η τιμωρία που επέβαλε η Αθη-
τολμήσει να σαγηνεύσει έναν θεό μέσα στον ίδιο της τον ναό. Σαστισμένη, η Μέδουσα τύλιξε τα φίδια της σ’ ένα πανί και το έσκασε στα βουνά όπου κατέφυγε σε μια σπηλιά. Η Μέδουσα έζησε έτσι μακριά από τον κόσμο, επειδή φοβόταν μη σκοτώσει αθώους. Μα η φήμη πως μια τρομακτική μάγισσα στοίχειωνε τα βουνά εξαπλώθηκε. Ο ήρωας* Περσέας αποφάσισε, λοιπόν, να την αντιμετωπίσει. Ζήτησε βοήθεια από την Αθηνά, η οποία, ενθουσιασμένη με την πρόταση, του έδωσε μια ασπίδα και τον συμβούλεψε να τη χρησιμοποιήσει ως καθρέφτη για να πλησιάσει τη Μέδουσα. Το τέχνασμα της Αθηνάς λειτούργησε θαυμάσια: ο Περσέας έκοψε δίχως κόπο το κεφάλι της μάγισσας με μια σπαθιά και γύρισε να το προσφέρει στη θεά.



Ιδεόγραμμα της Γιάμα Ούμπα.
Γιάμα Ούμπα θα θυμάται πάντα εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα που άντρες μπήκαν στην καλύβα όπου ζούσε με τη μητέρα της: τις κραυγές, τις ικεσίες, τα δάκρυα και το αίμα. Τα χαράματα, το κοριτσάκι βρέθηκε μόνο στον κόσμο, δίπλα στο άψυχο σώμα της μητέρας του. Η Γιάμα Ούμπα έκλαψε μέρες ολόκληρες. Τα βογκητά της προσέλκυσαν σύντομα τα αγρίμια. Οι πεινασμένοι λύκοι πλησίασαν, με τους κυνόδοντες να προεξέχουν, έτοιμοι να καταβροχθίσουν την εύκολη λεία. Μα όταν οι θηρευτές διείσδυσαν στην καλύβα, ανακάλυψαν μια νεαρή λύκαινα. Είχαν ξεγελαστεί από τη Γιάμα Ούμπα, της οποίας τα χαρίσματα είχαν φανερωθεί καθώς ο κίνδυνος ζύγωνε. Μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ό,τι επιθυμούσε. Η Γιάμα Ούμπα μεγάλωσε έτσι εκμεταλλευόμενη τη δύναμή της για να αμυνθεί ή για να προσεγγίσει τα θηράματα με τα οποία τρεφόταν. Όταν μεγάλωσε, η μάγισσα φόρεσε το κόκκινο κιμονό της μητέρας της κι έκανε το δάσος βασίλειό της. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, ενώ η Γιάμα Ούμπα προσευχόταν δίπλα στον βωμό που είχε αφιερώσει στη νεκρή, ξανάδε έναν άντρα, όμοιο μ’ εκείνους που την είχαν χωρίσει για πάντα από τη μητέρα της. Ένα ρίγος οργής τη διαπέρασε. Η κοπέλα μεταμορφώθηκε σε νύμφη* με μαγευτική ομορφιά και, δίχως λέξη, προσέλκυσε τον άντρα στην καλύβα της για να τον καταβροχθίσει. Πολλοί ήταν οι άντρες που παγιδεύτηκαν έτσι από τη δίψα για εκδίκηση της Γιάμα Ούμπα. Και όταν παρουσιάζονταν στο δάσος της κάποιοι πιο συνετοί, η Γιάμα Ούμπα έπαιρνε την όψη γριάς για να τους συγκινήσει. Κάθε φορά τους καταβρόχθιζε, αλλά κάθε νέα εκδίκηση δεν κατόρθωνε να χορτάσει την πείνα της.
Κομμάτι από το ύφασμα του κόκκινου κιμονό της Γιάμα Ούμπα.




ταν περίοδος πολέμου. Ήδη διαρκούσε τρία χρόνια και κανείς δεν έβλεπε το τέρμα του. Τώρα η πανούκλα είχε κυριεύσει τα χωριά. Και η τρέλα επίσης. Η Γκρέτσεν και ο σύζυγός της, Φραντς, αποφάσισαν λοιπόν πως εκείνη
σ’ ένα σπίτι
και νέα.
πήγαιναν καλά. Παρότι ο πόλεμος συνεχιζόταν, παρότι κάθε αποχωρισμός με τον Φραντς ήταν σπαρακτικός, η ζωή που είχαν φτιάξει τους ικανοποιούσε. Μια μέρα όμως ο Φραντς δεν ξανάρθε. Πέρασε μια εβδομάδα, έπειτα δύο… Κύλησαν τρεις μήνες και ο Φραντς δεν είχε επιστρέψει ακόμα: η Γκρέτσεν ήταν συντετριμμένη. Ο μικρός Μάρκους πεινούσε συνεχώς και τα τελευταία τρόφιμα που είχε φέρει ο Φραντς κόντευαν να εξαντληθούν. Σύντομα, ο Μάρκους και η Γκρέτσεν δεν είχαν πια τίποτα να φάνε. Η Γκρέτσεν άρχισε λοιπόν, κάθε πρωί, να φεύγει για κυνήγι, εξουθενωμένη, με άδειο στομάχι, για να αναζητήσει τροφή για τον Μάρκους. Μα ο πόλεμος
Μανιτάρια και μούρα που η Γκρέτσεν έφερνε από τις ατελείωτες μέρες αναζήτησης τροφής.

είχε αποδεκατίσει μέχρι και το μικρότερο θήραμα: το δάσος είχε γίνει εχθρικό, τα εδάφη άγονα, και η Γκρέτσεν γύριζε σχεδόν πάντα με άδεια χέρια. Μερικά μούρα και ρίζες που είχε μαζέψει εδώ κι εκεί αποτελούσαν το πενιχρό τους σιτηρέσιο. Κι ύστερα, μια μέρα, επιχειρώντας να πιάσει έναν λαγό, η Γκρέτσεν έσπασε το πόδι της. Δεν μπορούσε πια να απομακρυνθεί πολύ από το σπίτι και η συγκομιδή της γινόταν όλο και πιο ισχνή. Ο μικρός Μάρκους, πεινασμένος, αδυνάτιζε εμφανώς. Ένα πρωί, η Γκρέτσεν προσπάθησε απελπισμένα να τον ξυπνήσει αλλά εκείνος είχε τελικά πεθάνει από την πείνα.
Για μέρες ολόκληρες έκλαψε, νανουρίζοντας και χαϊδεύοντας το σώμα του παιδιού της σαν να ήταν ακόμα ζωντανό. Εξουθενωμένη, κλεισμένη στο σπίτι χωρίς να έχει βάλει τίποτα στο στόμα της εδώ και βδομάδες, με το σπασμένο της πόδι να σαπίζει και να την πονάει τρομερά, βυθιζόταν στην τρέλα. Έπειτα, ένα βράδυ, του έριξε μια δαγκωνιά κι έκανε ένα γερό τσιμπούσι. Σύντομα το πόδι της σταμάτησε να τη βασανίζει, η τραχιά της επιδερμίδα μαλάκωσε: ένιωσε πιο υγιής από ποτέ, όπως πριν απ’ τον πόλεμο και πριν από τη θλίψη. Όπως όταν ήταν ακόμα μικρή.

Τα απίστευτα ζαχαρωτά που έφτιαχνε η Γκρέτσεν για να δελεάσει τα παιδιά. Όταν καταβρόχθισε και τα τελευταία υπολείμματα του Μάρκους, η Γκρέτσεν σύντομα δεν είχε παρά μία μόνο σκέψη: να δοκιμάσει και πάλι τρυφερή σάρκα. Τα παιδιά όμως δεν αφθονούσαν μέσα στο δάσος. Επομένως, με τα μούρα που μάζευε και χάρη στα έξυπνα μείγματα που είχε εφεύρει, ετοίμασε θαυμάσια γλυκίσματα για να προσελκύσει τα παιδιά. Κατασκεύασε μάλιστα ένα ολόκληρο σπίτι από ζαχαρωτά! Και τα θηράματα τσίμπησαν το δόλωμα. Κάθε φορά, η Γκρέτσεν έκανε ένα εξαιρετικό τσιμπούσι. Ξανθούλες ψημένες με λεμονόχορτο, παϊδάκια διδύμων με μέλι, φιλέ μινιόν πιτσιρίκων… Τα άφηνε να σιγοβράσουν για ώρες. Ένιωθε ευφορία. Σε κάθε καινούργιο τσιμπούσι, η Γκρέτσεν αισθανόταν πιο νέα, πιο δροσερή, πιο δυνατή. Το σπίτι της και τα ζαχαρωτά της γίνονταν όλο και πιο ακαταμάχητα. Ως τη μέρα που δύο παιδάκια με τα ονόματα Χάνσελ και Γκρέτελ ήρθαν να τσιμπολογήσουν την πόρτα της. Ήταν τόσο λιπόσαρκα που δεν μπόρεσε να αποφασίσει να τα φάει. Δεν θα κατάφερνε να φτιάξει μ’ αυτά ούτε ένα αξιοπρεπές γεύμα! Έκλεισε λοιπόν το αγόρι σ’ ένα κλουβί για να το παχύνει και κράτησε την αδελφή του για υπηρέτρια. Μα οι δύο μικροί αχάριστοι παγίδεψαν την Γκρέτσεν. Πρέπει να πούμε πως ήταν σχεδόν εκατόν δεκαεφτά ετών και είχε αρκετά κακή όραση! Την έκαναν να σκοντάψει μέσα στη σόμπα και η μάγισσα ψήθηκε, όπως είχε ψήσει όλα τα παιδάκια πριν από εκείνη.



