1
Στην ανοιχτή θάλασσα
Τ
ην ιστορία μού την αφηγήθηκε κάποιος που δεν είχε καμιά δουλειά να την αφηγηθεί ούτε σε μένα ούτε σ’ άλλον κανέναν. Αρχικά πρέπει να τον επηρέασε η ατμόσφαιρα εποχής που ανέδιδε η συγκεκριμένη αφήγηση, αλλά και ο δικός μου σκεπτικισμός και η δυσπιστία μου για το αλλόκοτο περιστατικό. Όταν ο φιλικός οικοδεσπότης διαπίστωσε ότι μου είχε πει πάρα πολλά και ότι εγώ συνέχιζα ν’ αμφιβάλλω, τη συνέχεια του έργου την ανέλαβε η ανόητη περηφάνια του. Ανέσυρε λοιπόν γραπτά στοιχεία με τη μορφή μουχλιασμένων χειρογράφων, αλλά και επίσημων αρχείων του Βρετανικού Γραφείου Αποικιών, ώστε να υποστηρίξει πολλά βασικά χαρακτηριστικά της όντως αξιοσημείωτης αφήγησης. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία, αφού δεν υπήρξα μάρτυς των γεγονότων, η απόδοση όμως φανταστικών ονομάτων στους βασικούς ήρωες αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι πιθανολογώ πως είναι αληθινή. 9
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
Οι κιτρινισμένες, μουχλιασμένες σελίδες του ημερολογίου ενός ανθρώπου νεκρού από καιρό και τα αρχεία του Γραφείου Αποικιών συμπίπτουν με την αφήγηση του φιλικού οικοδεσπότη μου, σας αφηγούμαι λοιπόν την ιστορία όπως τη συναρμολόγησα με πολύ κόπο από τα διάσπαρτα ευρήματα. Αν δεν τη βρείτε πειστική, συμμεριστείτε τουλάχιστον τη δική μου άποψη ότι είναι όντως μοναδική, αξιοσημείωτη και ενδιαφέρουσα. Από τα αρχεία του Γραφείου Αποικιών και το ημερολόγιο του νεκρού μαθαίνουμε ότι ένας νέος σε ηλικία Άγγλος αριστοκράτης, τον οποίο θα αποκαλούμε Τζον Κλέιτον, λόρδο Γκρέιστοκ, ανέλαβε την ευαίσθητη αποστολή να ερευνήσει κάποια περιστατικά σε μια βρετανική αποικία της Δυτικής Αφρικής. Εκεί, από τους ιθαγενείς κατοίκους, μια άλλη ευρωπαϊκή δύναμη στρατολογούσε άτομα για τον δικό της στρατό ιθαγενών, τα οποία χρησιμοποιούσε αποκλειστικά για την καταναγκαστική συλλογή καουτσούκ και ελεφαντόδοντου από τις άγριες φυλές κατά μήκος των ποταμών Κόνγκο και Αρουγουίμι. Οι ιθαγενείς της βρετανικής αποικίας παραπονούνταν ότι πολλά νεαρά δικά τους άτομα δελεάζονταν με υποσχέσεις, ελάχιστοι όμως επέστρεφαν στις οικογένειές τους. Οι Άγγλοι της Αφρικής το πήγαιναν ακόμα πιο μακριά: ισχυρίζονταν ότι οι άμοιροι εκείνοι μαύροι ζούσαν ουσιαστικά σε συνθήκες δουλείας, αφού οι λευκοί αξιωματικοί εκμεταλλεύονταν την άγνοιά τους και τους κρατούσαν ακόμα και μετά τη λήξη της θητείας τους. 10
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
Έτσι, το Γραφείο Αποικιών διόρισε τον Τζον Κλέιτον σε μια καινούργια θέση στη Βρετανική Δυτική Αφρική, αλλά οι εμπιστευτικές οδηγίες αφορούσαν κυρίως μια έρευνα σε βάθος για την άδικη μεταχείριση μαύρων Βρετανών υπηκόων από τους αξιωματικούς μιας φιλικής ευρωπαϊκής δύναμης. Το γιατί τον έστειλαν δεν έχει ουσιαστικά σχέση με την ιστορία, αφού η έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε και ο απεσταλμένος δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Ο Κλέιτον ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του Άγγλου αριστοκράτη με τα πολλά και ένδοξα κατορθώματα στο πεδίο της μάχης, ένας άντρας δυνατός, διανοητικά, ηθικά και σωματικά: ανάστημα άνω του μετρίου, γκρίζα μάτια, χαρακτηριστικά αρμονικά και αδρά, σώμα εύρωστο και γυμνασμένο από τα χρόνια στο πεδίο της μάχης. Πολιτικές φιλοδοξίες τον ώθησαν να μεταπηδήσει από τον στρατό στο Γραφείο Αποικιών, έτσι λοιπόν τον βρίσκουμε, νέο ακόμα, να αναλαμβάνει μια σημαντική αποστολή στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος. Ο διορισμός τον ενθουσίασε αλλά και τον τρόμαξε συνάμα. Από τη μια, τον θεώρησε ανταμοιβή για τις επίπονες και ευφυείς υπηρεσίες του, και σκαλοπάτι για θέσεις μεγαλύτερης σπουδαιότητας και ευθύνης. Από την άλλη όμως ήταν μόλις τρεις μήνες παντρεμένος με την αξιότιμη Άλις Ράδερφορντ και τον τρόμαζε η σκέψη ότι θα εξέθετε την όμορφη εκείνη κοπέλα στους κινδύνους και στην απομόνωση της Αφρικής. Για χάρη της θα είχε αρνηθεί τον διορισμό, αλλά εκείνη δεν του το επέτρεψε. 11
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
Επέμενε να τον δεχτεί και μάλιστα να την πάρει και μαζί του. Η ιστορία δεν αναφέρει αν οι γονείς, τα αδέλφια και οι λοιποί συγγενείς είχαν άποψη για το θέμα και αν την εξέφρασαν. Γνωρίζουμε μόνον ότι ένα φωτεινό πρωινό του Μάη του 1888 ο Τζον Κλέιτον, λόρδος Γκρέιστοκ, και η λαίδη Άλις απέπλευσαν από το Ντόβερ με προορισμό την Αφρική. Έναν μήνα μετά έφτασαν στο Φριτάουν, όπου ναύλωσαν ένα μικρό σκάφος, τη Φουβάλντα, για να τους πάει στον τελικό τους προορισμό. Και στο σημείο αυτό, ο λόρδος Γκρέιστοκ και η λαίδη Άλις χάνονται από προσώπου γης. Δύο μήνες αφότου σήκωσαν άγκυρα από το λιμάνι του Φριτάουν έξι βρετανικά πολεμικά σάρωσαν τον Νότιο Ατλαντικό, αναζητώντας τα ίχνη του μικρού σκάφους, και δεν άργησαν να βρουν τα συντρίμμια του κοντά στις ακτές της Αγίας Ελένης. Όλοι πίστεψαν πως η Φουβάλντα είχε βυθιστεί παίρνοντας μαζί της όλους τους επιβάτες, με αποτέλεσμα οι έρευνες να σταματήσουν σχεδόν μόλις άρχισαν. Αν και οι ελπίδες δεν έσβησαν από τις καρδιές για πολλά χρόνια. Η Φουβάλντα, μια σκούνα περίπου εκατό τόνων, έκανε εμπορικά ταξίδια στις ακτές του Νότιου Ατλαντικού και το πλήρωμά της το αποτελούσαν κάθε λογής αποβράσματα, θανατοποινίτες και μαχαιροβγάλτες: με δυο λόγια, νταήδες που μισούσαν ο ένας τον άλλον. Ο καπετάνιος, αν και ικανός ναυτικός, ήταν ένας αγροίκος που 12
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
κακομεταχειριζόταν τους ναύτες του. Και οι μόνες κουβέντες που ήξερε –ή τουλάχιστον χρησιμοποιούσε– για να τους χειρίζεται ήταν ένα χοντρό ξυλοκάρφι κι ένα περίστροφο· όχι βέβαια ότι εκείνοι θα έπαιρναν από λόγια μ’ οποιοδήποτε άλλο μέσο. Έτσι λοιπόν, από τη δεύτερη κιόλας μέρα πάνω στη σκούνα, ο λόρδος και η λαίδη Γκρέιστοκ έγιναν μάρτυρες σκηνών που νόμιζαν ότι υπήρχαν μόνο στα παραμύθια. Το πρωί της δεύτερης μέρας σχηματίστηκε ο πρώτος κρίκος μιας αλυσίδας που θα κατέληγε στο να ζήσει ένας αγέννητος ακόμη άνθρωπος ζωή ανήκουστη για την ιστορία του ανθρώπου. Δυο ναύτες έπλεναν τα καταστρώματα της Φουβάλντα, ο ύπαρχος ήταν υπηρεσία και ο καπετάνιος είχε σταθεί να κουβεντιάσει με τον Τζον Κλέιτον και τη λαίδη Άλις. Οι ναύτες δούλευαν με τις πλάτες γυρισμένες στη μικρή ομήγυρη. Πλησίαζαν όλο και πιο κοντά, ώσπου ένας βρέθηκε ακριβώς πίσω από τον καπετάνιο. Άλλη μια στιγμή και θα είχε προσπεράσει και η συγκεκριμένη αφήγηση δεν θα είχε ποτέ καταγραφεί. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο καπετάνιος γύρισε να φύγει και, καθώς το έκανε, σκόνταψε πάνω στον ναύτη και σωριάστηκε φαρδύς-πλατύς στο κατάστρωμα, αναποδογυρίζοντας τον κουβά που τον έλουσε με το βρόμικο νερό του. Για μια στιγμή το θέαμα προκάλεσε ιλαρότητα, αλλά μόνο για μια στιγμή. Με μια βροχή από φριχτές βλαστήμιες και πρόσωπο κατακόκκινο από την οργή, ο καπετά13
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
νιος σηκώθηκε όρθιος και σώριασε κάτω τον ναύτη με μια δυνατή σπρωξιά. Ο άντρας ήταν κοντός και αρκετά ηλικιωμένος, με αποτέλεσμα να γίνει ακόμα πιο αισθητό το βίαιο χτύπημα. Ο σύντροφός του όμως δεν ήταν ούτε ηλικιωμένος ούτε κοντός – θύμιζε αρκούδα, με πυκνό μαύρο μουστάκι κι ένα χοντρό σβέρκο καρφωμένο στους γεροδεμένους ώμους του. Μόλις είδε τον σύντροφό του να πέφτει, μ’ ένα πνιχτό γρύλισμα όρμησε στον καπετάνιο και τον έριξε στα γόνατα χτυπώντας τον δυνατά. Από κόκκινο, το πρόσωπο του καπετάνιου έγινε κάτασπρο, αφού επρόκειτο για ανταρσία. Και την ανταρσία την είχε δει και την είχε καταστείλει και παλιότερα στη βίαιη καριέρα του. Χωρίς να σηκωθεί, έβγαλε από την τσέπη του ένα περίστροφο και σημάδεψε κατ’ ευθείαν τον πελώριο μυϊκό όγκο που έστεκε μπροστά του. Αλλά και ο Κλέιτον κινήθηκε εξίσου γρήγορα και η σφαίρα που προοριζόταν για την καρδιά του ναύτη σφηνώθηκε στο πόδι του, αφού ο λόρδος χτύπησε προς τα κάτω το μπράτσο του καπετάνιου μόλις είδε το πιστόλι ν’ αστράφτει στον ήλιο. Ο καπετάνιος και ο Κλέιτον αντάλλαξαν λόγια, ο δεύτερος δεν έκρυψε την αηδία του για τη βάναυση συμπεριφορά του πλοιάρχου προς το πλήρωμα και δήλωσε ότι δεν θ’ ανεχόταν κάτι ανάλογο όσο βρίσκονταν στο πλοίο ο ίδιος και η σύζυγός του. Κάτι πήγε ν’ απαντήσει θυμωμένος ο καπετάνιος, αλλά το ξανασκέφτηκε. Έκανε επιτόπου στροφή και 14
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
απομακρύνθηκε. Δεν τον έπαιρνε ν’ ανταγωνιστεί Άγγλο αξιωματικό, γιατί το χέρι της Βασίλισσας ήταν μακρύ και, αν φοβόταν κάτι ο πλοίαρχος, αυτό ήταν το ισχυρό βρετανικό ναυτικό. Ο ηλικιωμένος ναύτης βοήθησε τον σύντροφό του να σηκωθεί. Ο ψηλός, γνωστός στους άλλους ως Μαύρος Μάικλ, επιχείρησε να πατήσει το πόδι του, διαπίστωσε ότι τον σήκωνε, και στράφηκε στον Κλέιτον μουρμουρίζοντας κατσούφικα μια συγγνώμη. Αμέσως μετά γύρισε κι έφυγε προς την πλώρη, χωρίς άλλη κουβέντα. Δεν τον ξαναείδαν για πολλές μέρες, αλλά κι ο καπετάνιος μόλις και μετά βίας τούς απηύθυνε τον λόγο, και μόνον όταν ήταν απαραίτητο. Ο λόρδος και η λαίδη γευμάτιζαν στην καμπίνα του, όπως και πριν, εκείνος όμως φρόντιζε να έχει πάντα κάποια δουλειά για να μην τρώει μαζί τους. Οι υπόλοιποι αξιωματικοί ήταν τραχείς, αγράμματοι άνθρωποι, ελάχιστα καλύτεροι από τους κακοποιούς που διοικούσαν, και μετά χαράς απέφευγαν τα πάρε-δώσε με τον Άγγλο αριστοκράτη και τη λαίδη του, με αποτέλεσμα οι Κλέιτον να μένουν ως επί το πλείστον μόνοι. Αυτό καθαυτό το γεγονός τούς ευχαριστούσε, ταυτόχρονα όμως τους απομόνωνε από τη ζωή στο πλοίο και δεν είχαν επαφή με τα γεγονότα που σύντομα θα κατέληγαν σε αιματηρή τραγωδία. Kάτι στην ατμόσφαιρα της σκούνας προμήνυε επικείμενη καταστροφή. Επιφανειακά, όλα κυλούσαν όπως και πριν. Κατά βάθος όμως οι Κλέιτον διαισθάνονταν έναν 15
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
απροσδιόριστο κίνδυνο που δεν τολμούσαν να ομολογήσουν. Δυο μέρες μετά τον τραυματισμό του Μαύρου Μάικλ, ο Κλέιτον ανέβηκε στο κατάστρωμα τη στιγμή που τέσσερις ναύτες κουβαλούσαν έναν αναίσθητο σύντροφό τους, ενώ ο ύπαρχος κρατούσε ένα ξυλοκάρφι και κοίταζε άγρια μια μικρή ομήγυρη βλοσυρών ναυτών. Ο Κλέιτον δεν έκανε ερωτήσεις –δεν χρειαζόταν άλλωστε– και την επομένη, μόλις διαγράφηκε στον ορίζοντα η σιλουέτα ενός βρετανικού πολεμικού, σκέφτηκε να ζητήσει ο ίδιος και η λαίδη Άλις να μεταφερθούν αμέσως εκεί, γιατί φοβόταν όλο και περισσότερο ότι μόνο σε κακό θα έβγαινε η συνέχιση της παραμονής τους στη σκούνα. Προς το μεσημέρι τα δύο σκάφη βρέθηκαν αρκετά κοντά, κι ενώ ο Κλέιτον κόντευε να πάρει την απόφαση να ζητήσει από τον καπετάνιο τη μετεπιβίβασή τους, ξάφνου το αίτημα του φάνηκε τελείως αστείο. Ποια δικαιολογία θα πρόβαλλε στον πλοίαρχο της Αυτής Μεγαλειότητος για το γεγονός ότι ήθελε να γυρίσει πίσω; Να του έλεγε πως οι αξιωματικοί του πλοίου είχαν τιμωρήσει δύο απείθαρχους ναύτες; Θα γελούσαν μαζί του και θα του καταλόγιζαν ένα μόνο κίνητρο: τη δειλία. Ο λόρδος Γκρέιστοκ δεν ζήτησε να επιβιβαστεί στο πολεμικό πλοίο. Αργά το απόγευμα είδε το σκαρί του να χάνεται στον ορίζοντα, ως τότε όμως είχε μάθει αυτό που θα επιβεβαίωνε τους χειρότερους φόβους του και θα τον έκανε να καταραστεί την ανόητη περηφάνια που του είχε 16
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
στερήσει την ευκαιρία να οδηγήσει στην ασφάλεια τη σύζυγό του και τον ίδιο. Λίγο νωρίτερα ο μικρόσωμος ναυτικός που είχε ρίξει κάτω ο καπετάνιος γυάλιζε κάτι μπρούτζινα εξαρτήματα στο κατάστρωμα. Όταν πλησίασε κοντά στον λόρδο και τη γυναίκα του που έστεκαν στην κουπαστή, τους ψιθύρισε: «Κόλαση θα γίνει, κύριε, θυμήσου τα λόγια μου. Κόλαση θα γίνει.» «Τι εννοείς, καλέ μου άνθρωπε;» ρώτησε ο Κλέιτον. «Καλά, δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν βλέπεις τι κάνει στα παιδιά το κάθαρμα ο καπετάνιος; Δυο σπασμένα κεφάλια χτες, τρία σήμερα. Δεν θα το χωνέψει ο Μαύρος Μάικλ. Άκου τι σου λέω, κύριε.» «Δηλαδή, άνθρωπέ μου, εννοείς ανταρσία;» «Ανταρσία!» αναφώνησε ο ναύτης. «Ανταρσία! Φονικό εννοώ, κύριε. Άκου τι σου λέω.» «Πότε;» «Έρχεται, κύριε, έρχεται, και πολλά είπα, δεν θα πω άλλα. Και το καλό που σου θέλω, σαν ακούσεις πιστολίδι να μείνεις κάτω. Α, και μην βγάλεις άχνα», πρόσθεσε ο ναύτης και συνέχισε το γυάλισμα, ξεμακραίνοντας από τον λόρδο και τη γυναίκα του. «Τι ευχάριστη ατμόσφαιρα, Άλις», παρατήρησε ο Κλέιτον. «Να ενημερώσεις αμέσως τον καπετάνιο, Τζον. Ίσως αποφευχθεί το κακό.» 17
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
«Ίσως θα έπρεπε, αλλά για καθαρά εγωιστικούς λόγους λέω να κρατήσω κλειστό το στόμα μου. Ό,τι κι αν κάνουν, εμάς δεν θα μας πειράξουν, επειδή προστάτεψα τον Μαύρο Μάικλ· αν όμως μιλήσω, μπορεί να μην μας δείξουν έλεος, Άλις.» «Το χρέος σου είναι προς την εξουσία, Τζον. Αν δεν προειδοποιήσεις τον καπετάνιο, θα θεωρηθεί πως είσαι με το μέρος τους κι ότι τους βοηθάς.» «Δεν καταλαβαίνεις, καλή μου», αντιγύρισε ο Κλέιτον. «Εσένα σκέφτομαι – αυτό είναι το πρώτιστο χρέος μου. Ο καπετάνιος προκάλεσε αυτή την κατάσταση σε βάρος του, γιατί λοιπόν να ρισκάρω και να υποβάλω τη γυναίκα μου σε δοκιμασία, προσπαθώντας να τον σώσω από την ίδια του τη βίαιη παράνοια; Δεν έχεις ιδέα, καλή μου, τι μπορεί να συμβεί, αν πάρουν τον έλεγχο του πλοίου αυτοί οι μαχαιροβγάλτες.» «Το χρέος είναι χρέος, Τζον, και δεν αλλάζει με σοφιστείες. Θα ήμουν ανάξια σύζυγος Άγγλου λόρδου, αν τον ανάγκαζα να παραβεί το καθήκον του. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, αλλά θέλω να τον μοιραστώ μαζί σου.» «Όπως θέλεις, Άλις», της απάντησε χαμογελώντας. «Ας μην το πάμε γυρεύοντας για μπελάδες. Όσο κι αν δεν μ’ αρέσει η κατάσταση σ’ αυτό το πλοίο, τελικά ίσως δεν είναι όσο άσχημη φαίνεται. Οι ανταρσίες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο πριν από εκατό χρόνια, αλλά το σωτήριο έτος 1888 είναι πολύ απίθανο να συμβούν. Α, να κι ο καπετάνιος, πάει στην καμπίνα του. Πάω να του μιλήσω, αν και δεν έχω καμία διάθεση.» 18
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
«Περάστε», γρύλισε ο πλοίαρχος όταν ο Κλέιτον χτύπησε την πόρτα του. Ο λόρδος μπήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Λοιπόν;» «Ήρθα για ν’ αναφέρω κάτι που άκουσα. Μπορεί να μην είναι τίποτα, καλύτερα όμως να το ξέρετε. Το πλήρωμα σχεδιάζει ανταρσία και σκοτωμούς.» «Ψέματα!» ούρλιαξε ο καπετάνιος. «Κι αν ανακατευτείτε ξανά στην πειθαρχία του πλοίου ή σε υποθέσεις που δεν σας αφορούν, θα υποστείτε τις συνέπειες. Δεν με νοιάζει αν είστε Άγγλος λόρδος ή όχι. Είμαι καπετάνιος σ’ αυτό το σκάφος και στο εξής δεν θα χώνετε τη μύτη σας στις δουλειές μου.» Το πρόσωπο του καπετάνιου είχε γίνει κατακόκκινο από θυμό και τα τελευταία λόγια τα ξεστόμισε με όλη τη δύναμη της φωνής του, κοπανώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Ο Γκρέιστοκ δεν έπαιξε ούτε βλέφαρο, παρά κοίταζε τον έξαλλο άντρα τελείως απαθής. «Πλοίαρχε Μπίλινγκς», είπε τελικά, «συγχωρήστε την ειλικρίνειά μου, αλλά είστε πολύ μεγάλο κάθαρμα.» Και αμέσως γύρισε και βγήκε από την καμπίνα του καπετάνιου, με τη χαρακτηριστική του άνεση και αδιαφορία που ήταν και χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του, με αποτέλεσμα να προκαλέσει έναν χείμαρρο από βλαστήμιες. «Λοιπόν, Άλις», είπε ο Κλέιτον όταν ξαναπήγε στη γυναίκα του, «χαράμισα το σάλιο μου. Ο τύπος αποδείχτηκε 19
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
πολύ αχάριστος. Μόνο που δεν με δάγκωσε. Γι’ αυτό να πάει να πνιγεί, κι αυτός και το πλοίο του. Κι ώσπου να πιάσουμε στεριά, θα κοιτάζουμε τη δουλειά και την ησυχία μας. Και το πρώτο βήμα είναι να πάμε στην καμπίνα μας για να πάρω τα πιστόλια μου. Κρίμα που έστειλα στο αμπάρι τα μεγαλύτερα όπλα και τα πυρομαχικά». Βρήκαν την καμπίνα τους άνω-κάτω. Ρούχα πεταμένα έξω από ντουλάπια και τσάντες, ακόμα και τα κρεβάτια είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. «Κάποιος ενδιαφέρεται περισσότερο από μας για τα υπάρχοντά μας», είπε ο Κλέιτον. «Για να δούμε τι λείπει.» Μετά από προσεκτική έρευνα, διαπίστωσαν ότι έλειπαν μόνο τα δύο περίστροφα και το μικρό απόθεμα από σφαίρες που είχαν κρατήσει επάνω τους. «Ήταν τα μόνα πράγματα που ήθελα να μας αφήσουν», είπε ο λόρδος, «και το γεγονός ότι τα ήθελαν είναι από μόνο του ιδιαίτερα δυσοίωνο». «Τι θα κάνουμε, Τζον; Ίσως είχες δίκιο που έλεγες να μείνουμε ουδέτεροι. Αν οι αξιωματικοί είναι σε θέση να καταστείλουν ανταρσία, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε, ενώ αν νικήσουν οι αντάρτες μοναδική μας ελπίδα είναι να μην επιχειρήσουμε να τους αντισταθούμε.» «Δίκιο έχεις, Άλις. Δεν θα πάρουμε θέση.» Ενώ άρχιζαν να συγυρίζουν τον χώρο τους, οι Κλέιτον αντιλήφθηκαν ότι κάτω από την πόρτα τους άρχισε να προβάλλει ένα κομμάτι χαρτί. Ο Κλέιτον πήγε να το μαζέψει, παρατήρησε όμως ότι το χαρτί προχωρούσε όλο και πιο μέσα και κατάλαβε ότι κάποιος προσπαθούσε να το 20
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
σπρώξει απ’ έξω. Γρήγορα και αθόρυβα προχώρησε και άπλωσε να πιάσει το πόμολο, αλλά τον σταμάτησε το χέρι της γυναίκας του. «Όχι, Τζον», του ψιθύρισε. «Δεν θέλουν να τους δούμε, και δεν μας παίρνει να τους δούμε. Μην ξεχνάς ότι δεν παίρνουμε θέση.» Ο Κλέιτον χαμογέλασε και κατέβασε το χέρι του. Περίμεναν ώσπου να μπει μέσα όλο το χαρτί και τότε μόνο έσκυψαν να το μαζέψουν. Ήταν λιγδιασμένο και διπλωμένο σ’ ένα τσαλακωμένο τετράγωνο. Το άνοιξε και βρήκε ένα μήνυμα που σχεδόν δεν διαβαζόταν και φανέρωνε ότι όποιος το είχε γράψει είχε καταβάλει ασυνήθιστα μεγάλη προσπάθεια. Με δυο λόγια, ήταν μια προειδοποίηση προς τους Κλέιτον να μην αναφέρουν την κλοπή των περιστρόφων, ούτε να επαναλάβουν τα προειδοποιητικά λόγια του ναύτη – για να γλιτώσουν τον πόνο και τον θάνατο. «Ελπίζω να τη βγάλουμε καθαρή», σχολίασε ο Κλέιτον χαμογελώντας με θλίψη. «Το μόνο που θα κάνουμε είναι να κάτσουμε στ’ αυγά μας και να περιμένουμε.»
21
2
Το σπίτι των «αγρίων»
Δ
εν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ. Το άλλο πρωί, όταν ο Κλέιτον βγήκε για την καθιερωμένη του βόλτα στο κατάστρωμα, άκουσε πιστολιά, έπειτα κι άλλη, κι άλλη. Το θέαμα επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους του. Απέναντι στους λίγους αξιωματικούς της σκούνας έστεκαν απειλητικά οι μαχαιροβγάλτες του πληρώματος με επικεφαλής τον Μαύρο Μάικλ. Με την πρώτη επίθεση των αξιωματικών, οι άντρες έτρεξαν για κάλυψη πίσω από κατάρτια, ξάρτια και πανιά, κι από εκεί ανταπέδωσαν τα πυρά προς τα μέλη της μισητής εξουσίας του πλοίου. Δύο από τα μέλη του πληρώματος είχαν ήδη πέσει από τα πυρά του καπετάνιου, κι εκεί έμειναν. Γρήγορα όμως ο ύπαρχος βρέθηκε πεσμένος μπρούμυτα και με διαταγή του Μαύρου Μάικλ οι εξεγερμένοι όρμησαν στους υπόλοιπους. Το πλήρωμα διέθετε μόνο έξι όπλα, γι’ αυτό και οι υπόλοιποι ήταν οπλισμένοι με τσεκούρια, μαγκούρες και λοστούς. 22
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
Ο καπετάνιος ξαναγέμιζε το περίστροφό του. Το όπλο του ανθυποπλοιάρχου είχε μαγκώσει, έτσι απέμεναν μόνο δυο όπλα ενάντια στους στασιαστές – και τα μέλη της εξουσίας άρχισαν πια να υποχωρούν μπροστά στα έξαλλα μέλη του πληρώματος. Και οι δυο πλευρές ούρλιαζαν και εκτόξευαν χοντρές βρισιές, που μαζί με τις ομοβροντίες των όπλων έκαναν το κατάστρωμα της Φουβάλντα να θυμίζει τρελοκομείο. Η μάχη δεν άργησε να κριθεί. Πρώτος έπεσε ο καπετάνιος από το χέρι ενός εύσωμου νέγρου, σε χρόνο μηδέν ακολούθησαν οι άλλοι: νεκροί ή τραυματίες από δεκάδες χτυπήματα και σφαίρες. Και όλη αυτή την ώρα ο Κλέιτον έστεκε ακουμπισμένος σε μια κουπαστή και κάπνιζε ανέμελα την πίπα του, λες και παρακολουθούσε έναν τελείως ασήμαντο αγώνα κρίκετ. Όταν έπεσε κι ο τελευταίος αξιωματικός, αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάει κοντά στη γυναίκα του, για να μην την πετύχουν μόνη στην καμπίνα οι άγριοι εκείνοι άνθρωποι που η μοίρα είχε στείλει στον δρόμο τους για να τους διαφεντέψουν. Καθώς γύριζε να κατεβεί τη σκάλα, ξαφνιάστηκε βλέποντας την Άλις να στέκει λίγο πιο κάτω, σχεδόν δίπλα του. «Πόση ώρα στέκεις εκεί, Άλις;» «Απ’ την αρχή. Απαίσια κατάσταση, Τζον! Τι να ελπίζουμε στα χέρια τέτοιων ανθρώπων;» «Ένα πρόγευμα, υποθέτω», της απάντησε, σε μια προσπάθεια να διαλύσει τους φόβους της. «Τουλάχιστον, 23
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
αυτό σκοπεύω να τους ζητήσω. Έλα μαζί μου, Άλις. Για να καταλάβουν ότι πρέπει να μας φερθούν ευγενικά.» Οι άντρες είχαν περικυκλώσει νεκρούς και τραυματίες αξιωματικούς και, χωρίς άλλη διαδικασία, άρχισαν να τους πετάνε στη θάλασσα με απίστευτη απάθεια. Με την ίδια απάθεια ξεφορτώθηκαν και τις απώλειες από τις δικές τους τάξεις. Όταν είδε να εμφανίζονται οι Κλέιτον, ένας ναύτης φώναξε κραδαίνοντας ένα τσεκούρι: «Να κι άλλοι δυο για τα ψάρια!» Αλλά ο Μαύρος Μάικλ αποδείχτηκε πιο γρήγορος και ο ναύτης βρέθηκε σωριασμένος με μια σφαίρα από το πιστόλι του. Αμέσως, για να προσελκύσει την προσοχή των υπολοίπων, ο Μαύρος Μάικλ ούρλιαξε: «Αυτοί είναι φίλοι μου και θα τους αφήσετε ήσυχους. Καταλάβατε; Τώρα κουμάντο στο πλοίο κάνω εγώ!» Στράφηκε στους Κλέιτον. «Μείνετε μακριά και δεν θα πάθετε τίποτα», πρόσθεσε κοιτώντας απειλητικά τους συντρόφους του. Οι Κλέιτον ακολούθησαν τη συμβουλή τόσο πιστά που για αρκετές μέρες ούτε ναύτες είδαν ούτε κατάφεραν ν’ αντιληφθούν τα σχέδια των στασιαστών. Άκουγαν φωνές και πού και πού έπεφταν και μερικές πιστολιές, αλλά ο Μαύρος Μάικλ αποδείχτηκε ικανός ηγέτης για τους μαχαιροβγάλτες συντρόφους του και γρήγορα τους υπέταξε στις προσταγές του. Την πέμπτη μέρα μετά την ανταρσία φάνηκε στον ορίζοντα στεριά. Ο Μαύρος Μάικλ δεν ήξερε αν ήταν ήπειρος ή νησί, δήλωσε όμως στους Κλέιτον ότι, αν η έρευνα 24
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
αποδείκνυε ότι το μέρος ήταν κατοικήσιμο, θα τους αποβίβαζε εκεί μαζί με τις αποσκευές τους. «Θα είστε μια χαρά για μερικούς μήνες, ώσπου να πιάσω στεριά και να ειδοποιήσω την κυβέρνησή σας», εξήγησε. «Και τότε θα στείλουν πολεμικό να σας πάρει. Αν σας κατεβάσω σε πολιτισμένο μέρος, θα μου κάνουν πολλές ερωτήσεις και δεν έχουμε πειστικές απαντήσεις να τους δώσουμε.» Ο Κλέιτον παρατήρησε ότι ήταν απάνθρωπο να τους παρατήσουν σε μια άγνωστη ακτή, στο έλεος των άγριων θηρίων, ίσως και ακόμα πιο άγριων ανθρώπων. Αλλά τα λόγια του πήγαν στον βρόντο και, για να μην εξοργίσει τον Μαύρο Μάικλ, αποφάσισε να δεχτεί την προσφορά, που ήταν η καλύτερη κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Γύρω στις τρεις το απόγευμα βρέθηκαν ν’ αντικρίζουν μια πανέμορφη καταπράσινη ακτή κι ένα μικρό φυσικό λιμάνι. Ο Μαύρος Μάικλ κατέβασε μια βάρκα κι έστειλε ναύτες να διαπιστώσουν αν το λιμάνι ήταν αρκετά βαθύ για να ρίξει άγκυρα η Φουβάλντα. Μετά από καμιά ώρα οι άντρες επέστρεψαν λέγοντας ότι το λιμάνι ήταν ασφαλές και, πριν σκοτεινιάσει, η σκούνα έριξε άγκυρα στα ήρεμα νερά του όρμου. Οι γύρω ακτές ήταν κατάφυτες με κάθε λογής δέντρα, ενώ στο βάθος υψώνονταν λόφοι που εναλλάσσονταν με εξίσου καταπράσινα υψίπεδα καλυμμένα με παρθένα δάση. Δεν υπήρχαν ορατά ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, ήταν όμως ολοφάνερο ότι ο τόπος μπορούσε να υποστηρίξει 25
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
ανθρώπινη ζωή, αφού αφθονούσαν πουλιά και ζώα, γεγονός που διαπίστωσαν οι ναύτες κοιτώντας από το κατάστρωμα του πλοίου με το τηλεσκόπιο. Εντοπίστηκε επίσης κι ένα ποταμάκι που κατέληγε στη θάλασσα, εξασφαλίζοντας άφθονο τρεχούμενο νερό. Ενώ έπεφτε το σκοτάδι, ο Κλέιτον και η λαίδη Άλις στάθηκαν στην κουπαστή και ατένισαν αμίλητοι τη μελλοντική τους κατοικία. Από τα σκοτεινά βάθη του δάσους έφταναν στ’ αυτιά τους κραυγές άγριων ζώων – ο βρυχηθμός κάποιου λιονταριού και, κατά διαστήματα, το διαπεραστικό ουρλιαχτό κάποιου πάνθηρα. Αργότερα το βράδυ, τους πλησίασε ο Μαύρος Μάικλ και τους είπε να ετοιμαστούν, γιατί θα αποβιβάζονταν την επομένη το πρωί. Προσπάθησαν να τον πείσουν να τους μεταφέρει σε μια πιο φιλόξενη ακτή, κοντά στον πολιτισμό, ώστε να ελπίζουν σε γρήγορη σωτηρία. Αλλά ούτε ικεσίες ούτε απειλές έφεραν αποτέλεσμα. «Είμαι ο μόνος πάνω σ’ αυτό το πλοίο που δεν θέλει τον θάνατό σας· κι ενώ ξέρω πως είναι ο μόνος τρόπος να σώσουμε το τομάρι μας, ο Μαύρος Μάικλ δεν ξεχνάει τη χάρη που του κάνουν. Μου σώσατε τη ζωή μία φορά, τώρα σας χαρίζω τη δική σας, είναι το μόνο που μπορώ. Οι άντρες μου δεν το βλέπουν έτσι· κι αν καθυστερήσετε περισσότερο, μπορεί ν’ αλλάξουν γνώμη. Θα κατεβάσω όλα σας τα πράγματα και θα σας δώσω και σκεύη μαγειρικής και παλιά καραβόπανα για να στήσετε σκηνή, και τρόφιμα για να περάσετε μέχρι να βρείτε φρούτα και κυνήγι. Με τα όπλα σας για προστασία, θα ζήσετε με ασφά26
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
λεια, ώσπου να έρθει βοήθεια. Όταν δεν θα κινδυνεύω, θα φροντίσω η βρετανική κυβέρνηση να μάθει πού είσαστε. Το πού ακριβώς, ούτε κι εγώ το ξέρω. Πάντως θα σας βρουν.» Και μ’ αυτά τα λόγια ο Μαύρος Μάικλ έφυγε και τους άφησε πνιγμένους σε αμφιβολίες και δυσοίωνα προαισθήματα. Ο Κλέιτον δεν πίστευε ότι ο Μαύρος Μάικλ είχε την παραμικρή πρόθεση να ενημερώσει τη βρετανική κυβέρνηση για τη θέση τους, ούτε ήταν σίγουρος ότι δεν θ’ ακολουθούσε κάποια προδοσία εκ μέρους των υπόλοιπων ναυτών, όταν θα τους συνόδευαν με τη βάρκα μέχρι την ακτή. Όταν δεν θα τους έβλεπε ο Μαύρος Μάικλ, μπορεί οι μαχαιροβγάλτες να τους σκότωναν, χωρίς να επιβαρύνουν τη συνείδηση του αφεντικού τους. Ωστόσο, ακόμα κι αν γλίτωναν απ’ αυτή τη φριχτή μοίρα, γύρευε τι τους περίμενε σε μια άγρια, αφιλόξενη ακτή. Ο Κλέιτον δεν θ’ ανησυχούσε, αν ήταν μόνος του. Ήταν νέος, δυνατός και γυμνασμένος. Αλλά είχε μαζί του μια γυναίκα που περίμενε μάλιστα και παιδί. Τι ελπίδες είχαν μέσα στις κακουχίες και τους κινδύνους ενός πρωτόγονου κόσμου; Για μια στιγμή ο Κλέιτον αναρίγησε με τη σκέψη του πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασή τους. Ευτυχώς όμως η Θεία Πρόνοια δεν του επέτρεψε να προβλέψει τη φριχτή πραγματικότητα που τους περίμενε στα σκοτεινά βάθη του ανεξερεύνητου εκείνου δάσους. Νωρίς το πρωί τα πολυάριθμα μπαούλα και οι κούτες τους μεταφέρθηκαν στο κατάστρωμα, όπου περίμεναν 27
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
οι βάρκες για να τα αποβιβάσουν στην ακτή. Οι Κλέιτον είχαν πάρει μαζί τους πολλές προμήθειες, ακόμα και είδη πολυτελείας, επειδή προέβλεπαν ότι θα έμεναν στο καινούργιο τους σπίτι από πέντε μέχρι οκτώ χρόνια. Ο Μαύρος Μάικλ επέμεινε ότι έπρεπε να ξεφορτωθούν από τη σκούνα όλα τα υπάρχοντα των Βρετανών· θα ήταν δύσκολο να δικαιολογήσει την παρουσία τους, αν τους έκαναν έρευνα σε κάποιο λιμάνι. Τους παρέδωσε επίσης τα όπλα και τα πυρομαχικά τους, ίσως από συμπόνια, καθώς και αρκετά τρόφιμα, παστά κρέατα, γαλέτες, πατάτες και φασόλια, μαζί με σπίρτα, κατσαρόλες, μια εργαλειοθήκη, αρκετά μέτρα σχοινί και τα παλιά καραβόπανα που τους είχε υποσχεθεί. Και για να κατασιγάσει τους φόβους του Κλέιτον, ίσως επειδή κι ο ίδιος το υποψιάστηκε, τους συνόδευσε μέχρι την ακτή και έμεινε τελευταίος, ώσπου οι ναύτες να ξεφορτώσουν όλα τα πράγματα. Ο Κλέιτον και η λαίδη Άλις στάθηκαν στην ακτή, ώσπου ξεμάκρυνε και η τελευταία βάρκα, απελπισμένοι και με μια αίσθηση επικείμενης, απόλυτης καταστροφής. Και πίσω τους, πίσω από μια ράχη, παρατηρούσαν άλλα μάτια, μάτια μοχθηρά, που γυάλιζαν κάτω από πυκνά φρύδια. Όταν η Φουβάλντα κρύφτηκε πίσω από τον τελευταίο κάβο, η λαίδη Άλις αγκάλιασε τον Κλέιτον από τον λαιμό και αναλύθηκε σε λυγμούς. Είχε αντιμετωπίσει με γενναιότητα την ανταρσία και την προοπτική ενός ζοφερού μέλλοντος. Τώρα όμως, μέσα στην απόλυτη εκείνη μο28
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
ναξιά, τα νεύρα της την πρόδωσαν και ακολούθησε το ξέσπασμα. «Τι θ’ απογίνουμε, Τζον;» έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς της. Εκείνος την άφησε να ξεσπάσει, ώσπου οι λυγμοί κόπασαν και η κοπέλα –σχεδόν παιδί– ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Ένα μόνο μας μένει να κάνουμε, Άλις», είπε, μόλις κατάλαβε ότι εκείνη μπορούσε να τον ακούσει. «Να δουλέψουμε. Η δουλειά θα είναι η σωτηρία μας. Να μην δώσουμε στον εαυτό μας χρόνο για σκέψη, γιατί η σκέψη θα φέρει την τρέλα. Θα δουλέψουμε και θα περιμένουμε. Και η σωτηρία θα ‘ρθει γρήγορα, γιατί μόλις γίνει αντιληπτό πως η Φουβάλντα χάθηκε, θα ψάξουν να μας βρουν, έστω κι αν δεν τηρήσει την υπόσχεσή του ο Μαύρος Μάικλ.» «Ναι, Τζον, αλλά δεν είμαστε μόνο εσύ κι εγώ», αντιγύρισε η Άλις. «Αν δεν ήταν το…» «Το ξέρω, καλή μου, το σκέφτηκα κι εγώ. Αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, όπως πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε κι ό,τι προκύψει, με θάρρος και αυτοπεποίθηση για την ικανότητά μας να τα βγάλουμε πέρα με οτιδήποτε. Εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν οι πρόγονοί μας αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα που καλούμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τώρα εμείς, στα ίδια πρωτόγονα δάση. Και δεν διέθεταν τα μέσα που διαθέτουμε τώρα εμείς χάρη στην επιστήμη και τη γνώση. Και τα κατάφεραν με όπλα μόνο από πέτρα και κόκαλο, άρα μπορούμε κι εμείς.» «Ελπίζω να έχεις δίκιο, Τζον. Παρόλο που δεν το βλέπω έτσι, αλλά μόνο με τα μάτια της γυναίκας, θα κάνω το 29
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
παν για να γίνω σαν την πρωτόγονη γυναίκα, κατάλληλη σύντροφος του πρωτόγονου άντρα.» Πρώτο μέλημα του Κλέιτον ήταν να ετοιμάσει ένα μέρος για ύπνο. Κάτι που θα τους προστάτευε από τα άγρια θηρία της λείας. Άνοιξε το κιβώτιο με τις καραμπίνες και τα πυρομαχικά, ώστε να είναι οπλισμένοι κι οι δυο σε περίπτωση επίθεσης, και μαζί άρχισαν να ψάχνουν για ένα μέρος κατάλληλο για ύπνο. Καμιά εκατοστή μέτρα παραμέσα από την ακτή εντόπισαν έναν ανοιχτό χώρο, ελεύθερο από δέντρα. Εκεί αποφάσισαν να φτιάξουν τη μόνιμη κατοικία τους, προς το παρόν όμως σκέφτηκαν πως ήταν καλύτερα να κατασκευάσουν ένα μικρό δεντρόσπιτο, για να μην τους φτάνουν τα αγρίμια που θα τριγύριζαν τη νύχτα. Ο Κλέιτον διάλεξε τέσσερα δέντρα που σχημάτιζαν παραλληλόγραμμο με αρκετό άνοιγμα, έκοψε μακριά κλαριά από άλλα δέντρα για να σχηματίσει ένα πλαίσιο γύρω τους, σε ύψος τριών μέτρων από το έδαφος, κι έδεσε γερά με σχοινί τις άκρες των κλαριών στα δέντρα. Στη συνέχεια τοποθέτησε διαγώνια στο πλαίσιο άλλα κλαριά, μικρότερα, κοντά το ένα στο άλλο. Την πλατφόρμα την έστρωσε με φύλλα κολοκασίας, πλατιά φύλλα που θυμίζουν αυτιά ελέφαντα και φύτρωναν άφθονα γύρω τους, και πάνω στα φύλλα έστρωσε ένα καραβόπανο διπλωμένο πολλές φορές. Δυο μέτρα πιο ψηλά έφτιαξε μια παρόμοια, πιο ελαφριά, πλατφόρμα για στέγη, και στα πλαϊνά της κρέμασε 30
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
το υπόλοιπο καραβόπανο για τοίχους. Όταν ολοκλήρωσε την κατασκευή της αρκετά ζεστής αυτής φωλιάς, μετέφερε κουβέρτες και μερικές από τις πιο ελαφριές αποσκευές τους. Το υπόλοιπο διάστημα, ώσπου να νυχτώσει, αφιερώθηκε στην κατασκευή μιας γερής σκάλας, ώστε η λαίδη Άλις να μπορεί να σκαρφαλώσει στο νέο τους σπίτι. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας στο δάσος γύρω τους αντηχούσαν τρίλιες πουλιών με λαμπερό φτέρωμα, κραυγές μαϊμούδων που παρατηρούσαν από απόσταση τους νεοφερμένους και τις εργασίες κατασκευής της υπέροχης φωλιάς τους, με φανερό ενδιαφέρον και απορία. Παρόλο που και οι δυο Κλέιτον είχαν συνεχώς τον νου τους, δεν εντόπισαν μεγαλύτερα ζώα τριγύρω, αν και μια-δυο φορές κάποιες μεγαλύτερες μαϊμούδες πλησίασαν αρκετά βγάζοντας κραυγές και ρίχνοντας τρομαγμένες ματιές στα τρομερά πράγματα που συνέβαιναν γύρω τους. Λίγο πριν νυχτώσει, ο Κλέιτον ολοκλήρωσε την κατασκευή της σκάλας. Γέμισαν ένα δοχείο με νερό από το κοντινό ρυάκι και ανέβηκαν μαζί στη σχετική ασφάλεια της εναέριας κάμαράς τους. Επειδή έκανε ζέστη, ο Κλέιτον είχε αφήσει τις πλαϊνές κουρτίνες ριγμένες στην οροφή. Αφού κάθισαν οκλαδόν και οι δυο πάνω στις κουβέρτες, η λαίδη Άλις προσήλωσε τα μάτια στο σκοτεινό δάσος και, σε μια στιγμή, άδραξε το μπράτσο του Κλέιτον. «Τζον», ψιθύρισε, «κοίτα! Τι είναι αυτό; Άνθρωπος;» Ο Κλέιτον γύρισε να κοιτάξει προς τη μεριά που του έδειχνε και είδε να διαγράφεται μέσα στο σκοτάδι, πάνω 31
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
στη ράχη του βουνού, μια ψηλή φιγούρα. Για μια στιγμή η φιγούρα έμεινε ακίνητη, σαν ν’ αφουγκραζόταν, κι ύστερα χάθηκε στις σκιές της ζούγκλας. «Τι είναι, Τζον;» «Δεν ξέρω, Άλις. Είναι πολύ σκοτεινά και δεν βλέπω μακριά, μπορεί να ήταν απλώς μια σκιά που έριξε βγαίνοντας το φεγγάρι.» «Όχι, Τζον. Αν δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ένα μεγάλο και γκροτέσκο πλάσμα που μοιάζει με άνθρωπο. Ω, φοβάμαι.» Ο Κλέιτον την πήρε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε στο αυτί ενθαρρυντικά λόγια αγάπης. Σε λίγο, κατέβασε τα πλαϊνά καραβόπανα, τα έδεσε γερά στα δέντρα και άφησε μόνο ένα μικρό άνοιγμα προς την ακτή. Ήταν ώρα να κοιμηθούν, μήπως και μπορούσαν να ξεφύγουν λιγάκι από τις σκέψεις τους. Ο Κλέιτον πλάγιασε αντικρίζοντας το μπροστινό άνοιγμα, με την καραμπίνα στο χέρι και τα περίστροφα κοντά του. Δεν πρόλαβαν να κλείσουν τα μάτια τους, όταν ακούστηκε η τρομερή κραυγή ενός πάνθηρα που ξεμύτιζε από τη ζούγκλα πίσω τους. Ήρθε όλο και πιο κοντά, ώσπου μπορούσαν να τον ακούνε ακριβώς από κάτω τους. Για περισσότερο από μία ώρα τον άκουγαν να ρουθουνίζει και να γρατζουνάει τα δέντρα που υποστήριζαν την πλατφόρμα τους, κάποια στιγμή όμως το θεριό ξεμάκρυνε προς την παραλία, όπου ο Κλέιτον μπόρεσε να το διακρίνει καθαρά στο λαμπερό φως του φεγγαριού – ένα 32
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
μεγαλόπρεπο, γοητευτικό ζωντανό, το μεγαλύτερο που είχε δει ποτέ. Κοιμήθηκαν ελάχιστα εκείνη την ατέλειωτη νύχτα, γιατί οι νυχτερινοί θόρυβοι στην απέραντη ζούγκλα με τις μυριάδες των αγριμιών τούς κράτησαν ξάγρυπνους με τα νεύρα τεντωμένα. Άπειρες φορές πετάχτηκαν από διαπεραστικές κραυγές ή με τις κλεφτές κινήσεις κάποιων μεγάλων ζώων από κάτω τους.
33
3
Ζωή και θάνατος
Η
αυγή τούς βρήκε κάθε άλλο παρά ξεκούραστους, την υποδέχτηκαν όμως με απέραντη ανακούφιση. Αφού έφαγαν το λιτό πρωινό τους από παστό χοιρινό, καφέ και γαλέτα, ο Κλέιτον άρχισε την κατασκευή του σπιτιού, γιατί καταλάβαινε ότι δεν θα ήταν ήρεμοι και ασφαλείς τη νύχτα, ώσπου να υψώσουν γύρω τους γερούς τοίχους. Το έργο ήταν δύσκολο και πήρε σχεδόν έναν μήνα, αν και το κτίσμα ήταν μόνο ένα καλύβι. Το έφτιαξε με μικρούς κορμούς διαμέτρου δεκαπέντε πόντων περίπου και τους ένωσε με πηλό που βρήκε σκάβοντας λίγο πιο βαθιά το χώμα. Στη μιαν άκρη έχτισε ένα τζάκι με βότσαλα της ακτής. Και αυτά τα ένωσε με πηλό· κι όταν ολοκλήρωσε την κατασκευή της καλύβας, έστρωσε την εξωτερική επιφάνεια με πηλό πάχους δέκα πόντων. Στο άνοιγμα του παραθύρου τοποθέτησε μικρά κλαριά, κάθετα και οριζόντια, πλεγμένα πυκνά ώστε ν’ αντέ34
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
χουν την πίεση σε περίπτωση εμφάνισης κάποιου δυνατού ζώου. Έτσι όμως θα είχαν και τον κατάλληλο εξαερισμό, χωρίς να μειώνεται η ασφάλεια της καλύβας τους. Η στέγη είχε σχήμα κεφαλαίου άλφα και στρώθηκε με μικρά κλαριά κοντά το ένα στο άλλο, ενώ από πάνω στρώθηκαν χόρτα και άλλα κλαριά μ’ ένα τελευταίο στρώμα πηλού. Την πόρτα την έφτιαξε κόβοντας σανίδες από τα κιβώτια των αποσκευών τους. Κάρφωσε τη μια πάνω στην άλλη, οριζόντια και κάθετα, έτσι ώστε το πάχος της πόρτας να είναι περίπου οκτώ πόντοι. Τη μεγαλύτερη δυσκολία με την πόρτα ο Κλέιτον την αντιμετώπισε όταν αποφάσισε να την κρεμάσει. Μετά από δυο μέρες δουλειά όμως, κατάφερε να κατασκευάσει δυο ξύλινους μεντεσέδες και μ’ αυτούς την κρέμασε στο άνοιγμα της καλύβας, με αποτέλεσμα ν’ ανοιγοκλείνει εύκολα. Όταν μπόρεσαν επιτέλους να μεταφερθούν στο εσωτερικό της καλύβας, ασχολήθηκαν με την επίπλωση. Κρεβάτι, καρέκλες και ράφια ήταν σχετικά εύκολη δουλειά, έτσι στο τέλος του δεύτερου μήνα είχαν βολευτεί μια χαρά. Κι αν εξαιρούσες τον μόνιμο φόβο της επίθεσης από κάποιο άγριο ζώο και την απόλυτη μοναξιά, ούτε άβολα ένιωθαν ούτε δυστυχισμένοι. Τη νύχτα, τα θηρία γρύλιζαν και ρουθούνιζαν γύρω από το καλύβι τους, με τον καιρό όμως τα συνήθισαν και άρχισαν να κοιμούνται τη νύχτα βαθιά. Τρεις φορές διέκριναν μεγαλόσωμες φιγούρες που έμοιαζαν με ανθρώπινες, σαν εκείνη της πρώτης νύχτας, όχι όμως τόσο 35
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
κοντά ώστε να καταλάβουν αν επρόκειτο για άνθρωπο ή για θηρίο. Τα πολύχρωμα πουλιά και οι μικρές μαϊμούδες άρχισαν να γίνονται μόνιμοι επισκέπτες. Όταν ζωάκια και πτηνά ξεπέρασαν τους φόβους τους για τα πλάσματα που πρώτη φορά έβλεπαν στη ζωή τους, επικράτησε η περιέργεια και μέσα σ’ έναν μήνα πολλά από τα πουλιά έφτασαν στο σημείο να δέχονται τροφή από το φιλικό χέρι των Κλέιτον. Ένα απομεσήμερο, ενώ ο Κλέιτον δούλευε μια προσθήκη στην καλύβα τους, γιατί λογάριαζε να προσθέσει κι άλλους χώρους, κάμποσοι από τους άγριους μικρούς φίλους κατέφθασαν κρώζοντας από τη μεριά των υψωμάτων. Κρύφτηκαν στα φυλλώματα ρίχνοντας φοβισμένα βλέμματα πίσω τους, ώσπου κάποια έφτασαν κοντά στον Κλέιτον και βάλθηκαν να τσιρίζουν, σαν να προσπαθούσαν να τον προειδοποιήσουν για επικείμενο κίνδυνο. Και κάποια στιγμή εκείνος το είδε, το φόβητρο των μαϊμούδων, το ανθρωπόμορφο θηρίο που οι Κλέιτον είχαν διακρίνει στη ράχη του υψώματος κατά καιρούς. Πλησίαζε διασχίζοντας τη ζούγκλα, μισό όρθιο μισό σκυφτό, αγγίζοντας πότε-πότε το έδαφος με τις κλειστές του γροθιές: ένας πελώριος ανθρωπόμορφος πίθηκος που, όσο πλησίαζε, έβγαζε από το στόμα του πνιχτά γρυλίσματα κι έναν υπόκωφο ήχο σαν γάβγισμα. Ο Κλέιτον απείχε αρκετά από την καλύβα. Είχε ρίξει κάτω ένα ιδιαίτερα βολικό δέντρο για τις οικοδομικές εργασίες του. Η αίσθηση της ασφάλειας είχε αμβλύνει 36
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
τους φόβους του με τον καιρό, αφού την ημέρα δεν έβλεπε πουθενά επικίνδυνα ζώα, με αποτέλεσμα ν’ αφήνει τις καραμπίνες του στην καλύβα. Και τώρα που είδε τον πίθηκο να πλησιάζει συνθλίβοντας με τα πόδια του την πυκνή βλάστηση, και από κατεύθυνση που, ουσιαστικά, του έκλεινε τον δρόμο της διαφυγής, ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Ήξερε ότι με μοναδικό όπλο το τσεκούρι που κρατούσε οι πιθανότητες ν’ αντιμετωπίσει εκείνο το τέρας ήταν ελάχιστες – και η Άλις… Θεέ μου, είπε με τον νου του, τι θ’ απογίνει η Άλις; Ωστόσο υπήρχε μια αμυδρή πιθανότητα να φτάσει στην καλύβα. Στράφηκε κι έτρεξε προς τα εκεί, φωνάζοντας δυνατά στη γυναίκα του να τρέξει και να κλείσει την πόρτα, σε περίπτωση που ο πίθηκος του έκοβε τον δρόμο. Η λαίδη Γκρέιστοκ καθόταν σε μικρή απόσταση από την καλύβα κι όταν άκουσε την κραυγή του ανέβλεψε και είδε τον πίθηκο να ορμά εναντίον του Κλέιτον με απίστευτη για τον όγκο του ευλυγισία. Με μια πνιχτή κραυγή όρμησε στο καλύβι και, καθώς έμπαινε μέσα, έριξε πίσω μια ματιά που γέμισε τρόμο την ψυχή της, γιατί το θηρίο είχε αναχαιτίσει τον άντρα της, που τώρα έσφιγγε στα χέρια του το τσεκούρι, έτοιμος να ορμήσει στο αφηνιασμένο ζωντανό. «Κλείσε και μαντάλωσε την πόρτα, Άλις», φώναξε ο Κλέιτον. «Θα το ξεκάνω εγώ με το τσεκούρι μου.» Ήξερε όμως ότι βρισκόταν αντιμέτωπος μ’ έναν φριχτό θάνατο, όπως κι εκείνη. 37
ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΪΣ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
Ο πίθηκος ήταν πανύψηλος και πρέπει να ζύγιζε γύρω στα διακόσια κιλά. Τα φριχτά, μισόκλειστα μάτια του καθρέφτιζαν μίσος κάτω από τα πυκνά φρύδια, ενώ κάτι σαν μακάβριο χαμόγελο είχε γυμνώσει τους πελώριους κυνόδοντες που ατένιζαν τη λεία τους. Πάνω από τον ώμο του θηρίου, ο Κλέιτον μπόρεσε να διακρίνει την πόρτα της καλύβας και τον πλημμύρισε ένα κύμα τρόμου βλέποντας να προβάλλει στο άνοιγμα η γυναίκα του κρατώντας ένα από τα τουφέκια του. Ανέκαθεν η Άλις φοβόταν τα όπλα και δεν τα άγγιζε ποτέ, τώρα όμως όρμησε προς τον πίθηκο σαν ατρόμητη λέαινα που προστατεύει τα μικρά της. «Πίσω, Άλις», ούρλιαξε ο Κλέιτον. «Για όνομα του Θεού, κάνε πίσω!» Αλλά εκείνη τον αγνόησε· κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο πίθηκος εξαπέλυσε την επίθεσή του. Ο Κλέιτον σήκωσε το τσεκούρι ψηλά με όλη του τη δύναμη, αλλά το πανίσχυρο θηρίο το άρπαξε με τα φριχτά του χέρια και το πέταξε παράμερα. Με ένα απαίσιο γρύλισμα όρμησε στο απροστάτευτο θύμα του, αλλά πριν οι κυνόδοντες προλάβουν να καρφωθούν στον λαιμό του Κλέιτον ακούστηκε δυνατός βρόντος και μια σφαίρα καρφώθηκε στην πλάτη του πιθήκου ανάμεσα στους ώμους του. Με τον Κλέιτον πεσμένο καταγής, ο πίθηκος στράφηκε και όρμησε στον καινούργιο εχθρό. Εκεί, μπροστά του, έστεκε η έντρομη κοπέλα που μάταια προσπαθούσε να οπλίσει ξανά, αφού δεν ήταν εξοικειωμένη με τα όπλα, 38
Ο ΤΑΡΖΆΝ ΤΩΝ ΠΙΘΉΚΩΝ
δεν γνώριζε τον μηχανισμό και ο κόκορας του τουφεκιού έπεσε πάνω σε άδειο φυσίγγι. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Κλέιτον σηκωνόταν όρθιος και, χωρίς να σκεφτεί πόσο μάταιο ήταν, όρμησε ν’ αποσπάσει τον πίθηκο από το πεσμένο κορμί της γυναίκας του. Το κατάφερε μ’ ελάχιστη έως καθόλου προσπάθεια, αφού ο πελώριος όγκος γύρισε ανάσκελα πάνω στα χορτάρια – ο πίθηκος ήταν νεκρός. Η σφαίρα είχε κάνει τη δουλειά της. Με μια γρήγορη εξέταση στη γυναίκα του, ο Κλέιτον διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν τραύματα. Προφανώς το θηρίο είχε ψοφήσει τη στιγμή που ορμούσε καταπάνω της. Την πήρε απαλά στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στην καλύβα, ωστόσο πέρασαν δύο ώρες ώσπου να ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Τα πρώτα λόγια της προκάλεσαν στον Κλέιτον έναν αόριστο φόβο. Για κάμποση ώρα η λαίδη Άλις περιέφερε το βλέμμα στον χώρο, με απορία, και έπειτα αναστέναξε με ευχαρίστηση και είπε: «Ω, Τζον, τι καλά που γυρίσαμε στην πατρίδα! Είδα ένα απαίσιο όνειρο, καλέ μου. Νόμισα ότι δεν ήμασταν πια στο Λονδίνο, αλλά σ’ ένα φοβερό μέρος όπου μας επιτέθηκαν κάτι τρομερά θηρία.» «Έλα, έλα, Άλις, προσπάθησε να κοιμηθείς», της ψιθύρισε απαλά χαϊδεύοντας το μέτωπό της. «Και μην ασχολείσαι με απαίσια όνειρα.» Εκείνη τη νύχτα ένα μικρό αγόρι γεννήθηκε στη μικρή καλύβα δίπλα στο παρθένο δάσος της ζούγκλας, ενώ μια λεοπάρδαλη ούρλιαζε στην πόρτα και από τα υψώματα 39