GILBERT ADAIR
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
Αφιερωμένο στον Μάικλ, την Εύα και τον Λουί – οποιοιδήποτε άλλοι ηθοποιοί θα ήταν απλώς υποκριτές
Η
Cinémathèque Française, η Ταινιοθήκη της Γαλλίας, βρίσκεται στο δέκατο έκτο διαμέρισμα του Παρισιού, ανάμεσα στην εσπλανάδα του Τροκαντερό και στη λεωφόρο Αλμπέρ-ντε-Μαν. Στεγάζεται στο Παλαί ντε Σαγιό, ένα μνημειώδες κτίριο μουσολινικής αισθητικής, που εντυπωσιάζει τον σινεφίλ όταν το επισκέπτεται για πρώτη φορά, γεμίζοντάς τον με αγαλλίαση, επειδή ζει σε μια χώρα πρόθυμη να προσδώσει ένα τέτοιο γόητρο σε μια τέχνη που αλλού θεωρείται ως η λιγότερο ευυπόληπτη. Εξ ου και η απογοήτευσή του όταν διαπιστώνει, πλησιάζοντας περισσότερο, ότι η Ταινιοθήκη καταλαμβάνει μόνο μια μικρή πτέρυγα του όλου οικοδομήματος, όπου μπαίνεις σχεδόν λαθραία από μια υπόγεια είσοδο μάλλον αθέατη. Στην είσοδο αυτή φτάνεις είτε από την εσπλανάδα, μια μαγευτική τοιχογραφία με εραστές, κιθαρίστες, τύπους με πατίνια, μαύρους πωλητές σουβενίρ και κοπελίτσες με καρό σκοτσέζικη φούστα που τις συνοδεύουν αγγλίδες ή πορτογαλίδες γκουβερνάντες, είτε από ένα στριφογυριστό, καταπράσινο μονοπάτι παράλληλο με τη λεωφόρο Αλμπέρ-ντε-Μαν, απ’ όπου διακρίνεται φευγαλέα μέσα από φωτισμένους θάμνους ο Πύργος του Άιφελ, ένα Όρος Φούτζι από σφυρήλατο σίδερο. Απ’ όποια κατεύθυνση κι αν έρθεις, καταλήγεις να κατηφορίσεις μια σκάλα και να φτάσεις στο φουαγιέ της Ταινιοθήκης, η αυστηρή λιτότητα του οποίου αντισταθμίζεται από μια 7
GILBERT ADAIR
μόνιμη έκθεση με κινητοσκόπια, πραξινοσκόπια, διοράματα, μαγικούς φανούς και άλλα απλοϊκά και γοητευτικά κειμήλια από την προϊστορία του κινηματογράφου. Οι σινεφίλ εισέβαλλαν στον κήπο τρεις φορές κάθε βράδυ, στις εξίμισι, στις οκτώμισι και στις δέκα και μισή. Οι αληθινοί φανατικοί, ωστόσο, οι λεγόμενοι ποντικοί της Ταινιοθήκης, που κατέφταναν στην προβολή των εξίμισι και σπανίως έφευγαν πριν από τα μεσάνυχτα, προτιμούσαν να μη συναγελάζονται με τους λιγότερο παθιασμένους επισκέπτες, για τους οποίους το Σαγιό ήταν απλώς ένας ανέξοδος τρόπος να περάσουν τη βραδιά τους. Διότι η σινεφιλία, όπως την ασκούσαν εδώ, στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, ήταν κάτι σαν μια μυστική εταιρεία, μια συνωμοσία, ένα είδος μασονίας. Η πρώτη σειρά παρέμενε η αποκλειστική επικράτεια των ποντικών, τα ονόματα των οποίων θα έπρεπε να έχουν χαραχτεί στα καθίσματά τους όπως τα ονόματα των σκηνοθετών του Χόλιγουντ γράφονταν στις πτυσσόμενες υφασμάτινες καρέκλες τους, το Κος Φορντ ή το Κος Κάπρα να σκιάζεται ελαφρώς από τον ώμο και το χέρι του τιμώμενου, καθώς αυτός στρέφει το χαμογελαστό, ηλιοκαμένο πρόσωπό του προς τον φωτογράφο. Τι άλλο ήταν αυτοί οι ποντικοί, οι φανατικοί, οι νυχτόβιοι, αν όχι βαμπίρ νυχτερίδες που τυλίγονταν με τον μανδύα της ίδιας τους της σκιάς; Προτιμούσαν να κάθονται πολύ κοντά στην οθόνη, γιατί θεωρούσαν απαραίτητο να δεξιώνονται πρώτοι τις σκηνές μιας ταινίας, προτού αυτές υπερπηδήσουν τα εμπόδια των καθισμάτων, προτού μεταβιβαστούν από τη μία σειρά στην άλλη, από τον ένα θεατή στον άλλο, ώσπου, μιασμένες, μεταχειρισμένες, να περιοριστούν σε διαστάσεις γραμματοσήμου και να περάσουν απαρατήρητες από τα ζευγάρια που μπαλαμουτιάζονται στην τελευταία σειρά με την πλάτη γυρισμένη 8
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
στην οθόνη, για να επιστρέψουν με ανακούφιση στην πηγή τους, την καμπίνα του μηχανικού προβολής. Επιπλέον, η οθόνη ήταν ένα παραπέτασμα. Ένα παραπέτασμα που τους προστάτευε από τον κόσμο. «Τον έχεις δει τον Κινγκ;» Η άνοιξη, με τους κρόκους και τις βιολέτες να σκάνε απ’ το πουθενά σαν το μπουκέτο από χάρτινα λουλούδια που εμφανίζει ένας ταχυδακτυλουργός, είχε φτάσει εκείνο το απόβραδο στους κήπους της Ταινιοθήκης. Ήταν έξι και είκοσι. Τρεις έφηβοι βγήκαν από την έξοδο του μετρό στην πλατεία Τροκαντερό και έστριψαν στο μονοπάτι παράλληλα στη λεωφόρο Αλμπέρ-ντε-Μαν. Την ερώτηση την έκανε ο πιο ψηλός από τους τρεις. Ήταν μυώδης και λεπτός, αλλά καμπούριαζε κάπως ασύμμετρα, ελαφρώς αταίριαστα με τη σωματική του διάπλαση. Κάτω από τα ρούχα του, όλα από δεύτερο χέρι, φανταζόταν κανείς σμιλεμένους αστραγάλους και φίνες ωμοπλάτες σαν πτερύγια καρχαρία. Και τα ρούχα του αυτά –ένα μπαλωμένο κοτλέ σακάκι, ένα τζιν με τσάκιση μέχρι τα γόνατα, που κρεμόταν ασουλούπωτο από κει και κάτω, και δερμάτινα σανδάλια– τα φορούσε με την ίδια μεγαλοφυή χάρη που αποδίδει ενίοτε ο Σταντάλ σε μια περίκομψη κυρία που αποβιβάζεται από την άμαξά της. Τον έλεγαν Τεό. Ήταν δεκαεφτά χρονών. Η αδελφή του, η Ιζαμπέλ, ήταν μικρότερή του κατά μία ώρα και τριάντα λεπτά. Φορούσε καπέλο κλος κι ένα απαλό μποά από λευκή αλεπού και κάθε πέντε λεπτά περίπου το έριχνε αμέριμνα στον ώμο της, όπως τυλίγονται οι πυγμάχοι με την πετσέτα τους. Ωστόσο, απείχε παρασάγγας από κάτι κουφιοκέφαλες δεσποινίδες που φορούσαν τέτοια αξεσουάρ λόγω μόδας, όσο κι ένας δρομέας που τρέχει δίπλα με έναν άλλο βήμα προς 9
GILBERT ADAIR
βήμα, αλλά προπορεύεται ήδη έναν γύρο. Είχε να φορέσει καινούργιο ρούχο από τα παιδικά της χρόνια. Για την ακρίβεια, δεν είχε ξεπεράσει ποτέ την παιδική της λατρεία για τα φορέματα της γιαγιάς της. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτά τα φορέματα και τα είχε κάνει δικά της. Οι κουφιοκέφαλες δεσποινίδες την κοίταζαν επίμονα και αναρωτιόντουσαν πώς τα κατάφερνε. Ιδού ποιο ήταν το μυστικό: Δεν χρησιμοποιούσε καθρέφτη. Η Ιζαμπέλ έλεγε με απαξίωση: «Είναι χυδαίο να κοιτιέσαι στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης είναι για να κοιτάς τους άλλους». Η ερώτηση του Τεό δεν απευθυνόταν στην αδελφή του, αλλά στον νεαρό που βάδιζε πλάι της. Ο Μάθιου, αν και ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις τους, όντας δεκαοχτώ, έμοιαζε ο νεότερος. Ως προς τη σωματική του διάπλαση, ανήκε στην κατηγορία φτερού και δεν είχε αρχίζει ακόμη να ξυρίζεται. Με το σιδερωμένο μπλουτζίν του, το εφαρμοστό πουλόβερ και τα άσπρα αθλητικά παπούτσια του, ήταν λες και βάδιζε στις μύτες των ποδιών του, χωρίς όμως να περπατάει πραγματικά ακροποδητί. Τα νύχια στα δάχτυλα των χεριών του ήταν φαγωμένα μέχρι τη σάρκα, ενώ είχε κι ένα ψυχαναγκαστικό τικ να τρίβει με τον δείκτη του την άκρη της μύτης του. Ήταν κάποτε ένα ελαφάκι που πήγε σε μια ορεινή λιμνούλα, αλλά δεν μπορούσε να πιει νερό, επειδή γυρνούσε συνεχώς το κεφάλι από δω κι από κει για να βεβαιωθεί ότι δεν ελλόχευε κάποια εχθρική παρουσία στην περιοχή. Στο τέλος πέθανε απ’ τη δίψα. Ο Μάθιου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυτό το ελαφάκι. Ακόμα κι όταν ξάπλωνε, τα μάτια του λοξοκοιτούσαν συνεχώς με επιφυλακτικότητα. Ο Μάθιου ήταν Αμερικανός, καταγόταν από ιταλούς μετανάστες και έμενε στο Σαν Ντιέγκο. Πρώτη φορά ταξίδευε μακριά από τον τόπο του. Στο Παρίσι, όπου σπούδαζε γαλλική φιλολογία, αισθανόταν σαν χοντράνθρωπος, λες κι ήταν εξω10
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
γήινος από άλλο πλανήτη. Τη φιλία του με τον Τεό και την Ιζαμπέλ –μια φιλία που είχε ωριμάσει στη σκιά της λευκής οθόνης στην Ταινιοθήκη– τη θεωρούσε ένα προνόμιο που δεν του άξιζε, και ζούσε με τον φόβο ότι κάποια στιγμή θα κατέληγαν κι οι φίλοι του στο ίδιο συμπέρασμα. Τον τρομοκρατούσε επίσης η ιδέα ότι δεν είχε διαβάσει καλά τα ψιλά γράμματα της σχέσης τους. Ξεχνούσε ότι η αληθινή φιλία είναι ένα συμβόλαιο που δεν μπορεί να έχει ψιλά γράμματα. Ο μοναχικός δεν σκέφτεται παρά μονάχα τη φιλία, ακριβώς όπως ένας άντρας με καταπιεσμένες ορμές δεν σκέφτεται παρά μονάχα τη σάρκα. Εάν γινόταν ένας φύλακας άγγελος να πραγματοποιήσει μιαν ευχή του Μάθιου, ο νεαρός θα του είχε ζητήσει ένα μηχάνημα που δεν είχε εφευρεθεί ακόμη, το οποίο θα επέτρεπε στον κάτοχό του να εξακριβώνει πού βρίσκεται καθένας από τους φίλους του ανά πάσα στιγμή, τι έκανε και με ποιον. Ανήκε στη φυλή αυτών που τριγυρίζουν κάτω από το παράθυρο ενός αγαπημένου προσώπου αργά τη νύχτα και επιχειρούν να καταλάβουν τι συμβαίνει βλέποντας σκιές να σκιρτάνε πίσω από τις γρίλιες. Στο Σαν Ντιέγκο, προτού έρθει στο Παρίσι, ο καλύτερός του φίλος ήταν ένας παίκτης του φούτμπολ, ένας νεαρός με όμορφο πρόσωπο, τη συμμετρία του οποίου χαλούσε μόνο η σπασμένη μύτη του. Αυτός ο φίλος, λοιπόν, τον κάλεσε να περάσει μια νύχτα στο σπίτι που έμενε με τους γονείς του. Το δωμάτιό του ήταν εντελώς ακατάστατο. Το κρεβάτι ήταν γεμάτο σκόρπια φανελάκια και σώβρακα. Στους τοίχους υπήρχαν καρφιτσωμένα μια αφίσα του Μπομπ Ντίλαν κι ένα σημαιάκι του κολεγίου. Κάμποσα επιτραπέζια παιχνίδια ήταν στοιβαγμένα σε μια γωνία. Ο νεαρός άνοιξε το τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας, έβγαλε έναν μεγάλο, μπεζ φάκελο και αράδιασε στο χαλί τα περιεχόμενά του, κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες, 11
GILBERT ADAIR
κομμένες από αθλητικά περιοδικά και περιοδικά μόδας, που έδειχναν νέους άντρες – οι πιο πολλοί ήταν σε προφίλ και όλοι τους σε διάφορα στάδια déshabillé, γυμνότητας. Ο Μάθιου, μπερδεμένος, πίστεψε ότι ο φίλος του προέβαινε σε μιαν εξομολόγηση κι ότι περίμενε να ακούσει κι απ’ αυτόν την ίδια εξομολόγηση. Κι έτσι παραδέχτηκε αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει για τον εαυτό του μέχρι εκείνη ακριβώς τη στιγμή: ότι και τον ίδιο τον διέγειρε το αρσενικό κάλλος, τα γυμνά αγόρια με θηλές σαν άστρα. Ο καλύτερός του φίλος εξοργίστηκε μ’ αυτή την απροσδόκητη εξομολόγηση. Οι γονείς του νεαρού του είχαν κάνει δώρο για τα δέκατα όγδοα γενέθλιά του τα έξοδα για μια πλαστική επέμβαση. Αυτό που ο Μάθιου είχε εκλάβει ως ερωτικές φωτογραφίες ήταν απλώς μια ανθολογία από δείγματα για μύτες. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή καθώς γύριζε σπίτι του μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Αποφάσισε να μην πιαστεί ποτέ ξανά σε τέτοια παγίδα. Ευτυχώς, η πόρτα της ντουλάπας από την οποία είχε βγει στιγμιαία αποδείχτηκε ότι ήταν περιστρεφόμενη. Ο φίλος του, απρόθυμος να αποκαλύψει το δικό του μυστικό, δεν ξεστόμισε λέξη για την αδιακρισία του Μάθιου. Ο Μάθιου άρχισε να αυνανίζεται – μία, ενίοτε και δύο φορές τη μέρα. Για να φτάσει σε οργασμό, φανταζόταν νεαρούς άντρες με γυμνασμένα πόδια. Τότε, ακριβώς τη στιγμή που το φράγμα ήταν έτοιμο να σπάσει, πίεζε τον εαυτό του να φαντασιωθεί κοπέλες. Αυτή η απότομη αναστροφή έγινε πια συνήθεια. Σαν παιδί που του διαβάζουν ένα παραμύθι, οι μοναχικοί οργασμοί του απαγορευόταν πια να παρεκκλίνουν έστω και στο ελάχιστο από το προκαθορισμένο σενάριο και έσβηναν ατιμωτικά εάν τύχαινε να παραλείψει την αναστροφή κατά την κορύφωση. Υπάρχει φωτιά και φωτιά: η φωτιά που πυρπολεί και η φωτιά που προσφέρει ζεστασιά, η φωτιά που τυλίγει στις φλόγες 12
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
ένα δάσος και η φωτιά που κάνει ένα γατάκι ν’ αποκοιμηθεί. Το ίδιο ισχύει και με τον αυνανισμό. Το όργανο του σώματος που κάποτε έμοιαζε να είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου, σύντομα φαντάζει άσχημο σαν παλιωμένη παντόφλα. Βαθμιαία, ο Μάθιου και ο εαυτός του έπαψαν πια να διεγείρουν ο ένας τον άλλο. Για να αναζωογονήσει την επιθυμία του, επεξεργάστηκε ένα σύστημα με βάση την γκάφα που είχε κάνει την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Σαν καλός, μικρός Καθολικός, πήγαινε να εξομολογηθεί κάθε εβδομάδα στην αγγλική εκκλησία της λεωφόρου Ος. Η εξομολόγηση έγινε το βίτσιο του. Πιο πολύ τον άναβε να δηλώνει ένοχος για τις μικρές βρομιές του, παρά να τις πραγματοποιεί. Η σκοτεινιά του εξομολογητηρίου σχεδόν πάντα του προκαλούσε στύση. Όσο για την αναγκαία τριβή, αυτή προκαλούνταν από την απολαυστική αμηχανία που ένιωθε όταν απαριθμούσε τις φορές που είχε «αυτοϊκανοποιηθεί». Γιατί είναι πιο εύκολο να εξομολογηθείς ότι διέπραξες φόνο, παρά ότι αυνανίστηκες. Τον δολοφόνο είναι εγγυημένο ότι θα τον ακούσουν με σεβασμό. Φτιάχνει τη μέρα του ιερέα. Άραγε αγαπούσε ο Μάθιου τον Τεό και την Ιζαμπέλ; Η αλήθεια είναι ότι είχε ερωτευτεί κάποια πλευρά που είχαν κοινή κι οι δυο τους, κάτι πανομοιότυπο μέσα τους, αν και δεν ήταν μονοζυγωτικά δίδυμα, κάτι που πεταγόταν από το πρόσωπο του ενός στου άλλου, ανάλογα με το ύφος τους, με το παιχνίδισμα του φωτός ή με τη γωνία που έγερναν το κεφάλι. Φυσικά, δεν είπε σε κανέναν απ’ τους δύο για τη λεωφόρο Ος. Προτιμούσε να πεθάνει, παρά να τους εξομολογηθεί ότι πήγαινε για εξομολόγηση. ••• 13
GILBERT ADAIR
«Τον έχεις δει τον Κινγκ;» «Ναι, έτσι νομίζω». «Και λοιπόν;» «Δεν θυμάμαι να ήταν κάτι ιδιαίτερο. Δεν συγκρίνεται με του Φρανκ Μπορζέιγκι». Αυτό που εννοούσε με το «Κινγκ» ο Τεό ήταν ο Έβδομος ουρανός, ένα μελόδραμα που είχε σκηνοθετήσει στο Χόλιγουντ ο Χένρι Κινγκ στα μέσα της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια τριά ντα. Την ίδια ιστορία την είχε γυρίσει παλιότερα ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Φρανκ Μπορζέιγκι, αλλά τώρα είχαν έρθει να δουν την εκδοχή του Κινγκ. Η Ταινιοθήκη είχε προγραμματίσει μια ρετροσπεκτίβα του έργου του τον Μάρτιο. Γιατί όμως να δούνε μια ταινία που, σύμφωνα με τον Μάθιου, δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο; Η αλήθεια ήταν ότι δεν τους είχε περάσει καν απ’ το μυαλό να τη χάσουν, όπως δεν θα περνούσε απ’ το μυαλό ενός αναγνώστη μιας εφημερίδας να ακυρώσει την αγορά της αφού διάβαζε ένα πληκτικό άρθρο. Δεν είχαν πάει για να κρίνουν. Αντιθέτως, θεωρούσαν ότι βρίσκονταν εκεί ως φίλοι, ή καλεσμένοι, της λευκής οθόνης, που για ενενήντα λεπτά περίπου θα αποτελούσε ένα είδος πρεσβείας, ένα τμήμα της αμερικανικής επικράτειας. Καθώς οι τρεις τους κατηφόριζαν το μονοπάτι προς την Ταινιοθήκη, μιλούσαν για δικά τους, δηλαδή για σινεμά. Η συζήτηση των ποντικών ήταν απερίγραπτη. Ακόμα και ο Μάθιου υπέκυπτε στον σινεφιλικό πειρασμό να χαρακτηρίσει μια μέτρια ταινία ως sublime, εξαίσια, και μια κάπως καλύτερη ως chef d’ouvre, αριστούργημα - όρους που στη μητρική του γλώσσα επιφύλασσε για τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Σαίξπηρ και τον Μπετόβεν. Ωστόσο, κάτι δεν ήταν και τόσο πειστικό στον τρόπο που έβγαιναν απ’ τα χείλη του οι συγκεκριμένες λέξεις. Δεν μπορούσε να αποφασίσει εάν όφειλαν να ειπωθούν με ει14
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
ρωνικό τρόπο, πιασμένες μες στις δαγκάνες των εισαγωγικών, όπως ακριβώς κάποιος που πηγαίνει σπάνια σε εστιατόρια θα δίσταζε βλέποντας ένα σωρό μαχαίρια και πιρούνια τοποθετημένα τακτικά στη σειρά. Δεν καταλάβαινε ότι η αξία των λέξεων, όπως και των χρημάτων, υπόκειται σε διακυμάνσεις σαν τις τιμές συναλλάγματος και ότι στην Ταινιοθήκη το εξαίσιο και το αριστούργημα είχαν από καιρό καταστεί υπερτιμημένα νομίσματα. Μόνο όσοι αναγκάζονται να μεταφράσουν έννοιες από μια άλλη γλώσσα αντιλαμβάνονται τόσο λεπτές αποχρώσεις στον λόγο. Για τον Τεό και την Ιζαμπέλ αυτού του είδους οι ανακολουθίες δεν ανέκυπταν ποτέ. Εξ ου και ο Μάθιου έβρισκε κάτι αληθινά εξαίσιο στην άνεση με την οποία εκτόξευαν τέτοιους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς κάθε τόσο, καθιστώντας τους ανάλαφρους σαν πούπουλα. Θαμπωμένος, φοβόταν ότι θα τον άφηναν πίσω, ότι, σε σύγκριση με τον λυρισμό τους, ο δικός του χλιαρός ενθουσιασμός έμοιαζε φιλότιμος αλλά ανεπαρκής. Οπότε άρχισε να συμφωνεί μαζί τους. Ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του καλόβολου. Πάντως η Ιζαμπέλ δεν έδειξε να κολακεύεται από τη στάση του. Εκείνη τη στιγμή, καθώς πλησίαζαν στην είσοδο της Ταινιοθήκης, ο Μάθιου είχε μόλις συμφωνήσει με κάποιο σχόλιό της. «Μικρέ μου Μάθιου», του αντιγύρισε κοφτά η Ιζαμπέλ, «όταν δύο άνθρωποι συμφωνούν, σημαίνει ότι ο ένας απ’ τους δύο είναι περιττός». Το πρόσωπό του συννέφιασε, αλλά κατάλαβε ότι έπρεπε να συνεχίσει να συμφωνεί μαζί της. Ήταν σαν τον παίκτη που θα προτιμούσε να πασάρει κατά λάθος την μπάλα στους νικητές, παρά να σκοράρει για τους ηττημένους. «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό», απάντησε αμήχανα, «αλλά φυσικά έχεις δίκιο». 15
GILBERT ADAIR
Εκείνη τον αγριοκοίταξε. «Ω, Θεέ μου, είσαι αθεράπευτος». «Σταμάτα να τον τσιγκλάς», την επέπληξε ο Τεό. «Δεν βλέπεις ότι τον ενοχλεί;» «Ανοησίες. Το λατρεύει το τσίγκλισμα. Το ζητάει ο οργανισμός του, ή μάλλον το απαιτεί». Ο Μάθιου κοίταξε πάλι αυτή τη φοβερή κοπέλα που αγαπούσε με τον τρόπο του. «Με απεχθάνεσαι, το ξέρω», είπε. «Au contraire, απεναντίας», απάντησε εκείνη, «νομίζω ότι είσαι πολύ καλό παιδί. Και οι δυο μας το πιστεύουμε. Είσαι ο πιο καλός άνθρωπος που ξέρουμε. Καλά δε λέω, Τεό;» «Μην την ακούς, Μάθιου», είπε ο Τεό. «Είναι βρομοθήλυκο. Θέλει να μονοπωλεί την προσοχή». Μόλις είχαν φτάσει στον κήπο της Ταινιοθήκης. Με την πρώτη ματιά, η σκηνή που αντίκρισαν ήταν πανομοιό τυπη με αυτή που παιζόταν και ξαναπαιζόταν το ένα βράδυ μετά το άλλο, την ίδια πάντα ώρα. Αλλά μόνο με την πρώτη ματιά. Κάτι είχε αλλάξει. Οι ποντικοί δεν μιλούσαν για τα δικά τους. Ο Τεό προχώρησε ανήσυχος μπροστά απ’ τους άλλους και πήγε να ρίξει μια ματιά στις πύλες της Ταινιοθήκης. Ήταν μανταλωμένες. Απ’ τη μια και την άλλη μεριά ενός λουκέτου κρεμόταν ένα ημικύκλιο, μια βαριά, ατσάλινη αλυσίδα, που του θύμισε τα κραυγαλέα ρολόγια τσέπης των χοντρών καπιταλιστών στις σοβιετικές προπαγανδιστικές ταινίες. Στη μέση ήταν δεμένη στραβά με σπάγκο μια πινακίδα από χαρτόνι. Έγραφε: Fermé. Κλειστή. Κατέβηκε τα σκαλιά δύο-δύο τρέχοντας και κοίταξε πίσω από τα κάγκελα. Τα φώτα στο φουαγιέ ήταν σβηστά. Στο ταμείο δεν υπήρχε κανένας. Τα διοράματα κι οι μαγικοί φανοί με τους χάρτινους γλάρους, τους γυμνούς αθλητές και τις ιππείς 16
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
που ήταν καταδικασμένες να πηδούν αενάως μέσα από ένα μεγάλο μεταλλικό στεφάνι, παρέμεναν ανενόχλητα. Ο Τεό θα πρέπει να είχε το ίδιο ύφος με τον Νεύτωνα τη στιγμή που του έπεσε το μήλο κατακέφαλα. Τόσο τρομακτική έκφραση δεν θα είχε ούτε ένας εθισμένος που του αρνούνταν τη δόση του. «Γεια». Ο Τεό στράφηκε απότομα. Ήταν ο Ζακ, ένας από τους πιο φανατικούς ποντικούς. Φυσιογνωμικά θύμιζε έκλυτο γκρέιχαουντ κυνοδρομιών με παρδαλό τρίχωμα. Με το μακρύ καστόρινο πανωφόρι του, την παραγεμισμένη τσάντα στον ώμο, τις λεκιασμένες μπότες, το λευκό πρόσωπο κοκαϊνομανούς και τα φρικαλέα, ανάκατα μαλλιά του, έμοιαζε σαν σκιάχτρο που το τρόμαξαν τα κοράκια. «Γεια σου, Ζακ». «Για πες, Τεό, μήπως θα μπορούσες να…» Ο Τεό, που ήξερε ότι ο Ζακ σκόπευε να του κάνει τράκα μερικά φράγκα, τον έκοψε. Ήταν συνηθισμένη ιεροτελεστία. Αλλά ο Ζακ δεν ήταν κανονικός ζητιάνος. Ζητούσε μονίμως δανεικά «για να πληρώσω το μοντάζ της ταινίας μου». Κανένας βέβαια δεν είχε δει την ταινία του, αλλά συνέβαιναν και πιο παράξενα πράγματα σε τούτη τη ζωή, κι εξάλλου είχαν ολοκληρωθεί αριστουργήματα με λιγότερα χρήματα απ’ όσα θα είχε καταφέρει να αποσπάσει ο Ζακ από άλλους σινεφίλ όλα αυτά τα χρόνια. Τελευταία, η κατάστασή του είχε δυσκολέψει. Ένας από τους ποντικούς, ξέροντας ότι ο Ζακ ψαχούλευε τακτικά στους σκουπιδοτενεκέδες στην πλατεία Τροκαντερό, είχε αγοράσει από την Πιγκάλ ένα πορνογραφικό περιοδικό και είχε ζωγρα17
GILBERT ADAIR
φίσει στην πιο λάγνα φωτογραφία ένα μπαλόνι καρτούν πάνω από το χάσκον αιδοίο του μοντέλου, γράφοντας με αραχνοειδή γραφικό χαρακτήρα, καλημέρα, Ζακ. Καθ’ οδόν προς την Ταινιοθήκη στις έξι και μισή, ο ποντικός είχε χώσει το περιοδικό εκεί όπου ήταν σίγουρος ότι θα το σούφρωνε ο Ζακ βγαίνοντας τα μεσάνυχτα. Ύστερα από το περιστατικό αυτό, που είχε εξελιχθεί κατά τον αναμενόμενο τρόπο, ο Ζακ είχε εξοριστεί από την πρώτη σειρά των καθισμάτων και πλέον αντάλλασσε σπανίως κουβέντα με τους πρώην φίλους του. Ο Τεό ήξερε ότι ήταν ο μοναδικός πια από τον οποίο ζητούσε χρήματα ο Ζακ, ωστόσο εξακολουθούσε να τρέφει μια κάποια συμπάθεια για εκείνο το οικτρό πλάσμα που είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες. Η Ιζαμπέλ απ’ την άλλη δεν ήθελε την παραμικρή σχέση μαζί του. Διατεινόταν ότι ήταν μες στην μπίχλα, ότι έζεχνε. «Αν τα σκατά έχεζαν», έλεγε στον Τεό, «θα μύριζαν σκατίλα όπως ο φίλος σου ο Ζακ». Ο Ζακ είχε τρομερά νέα. Είχαν απολύσει τον Λανγκλουά. Τον Ανρί Λανγκλουά, τον δημιουργό και διευθυντή της Ταινιοθήκης, αυτόν που ο Κοκτώ είχε αποκαλέσει «δράκο που φυλάει τους θησαυρούς μας». Τον είχε απολύσει ο Μαλρώ, ο υπουργός Πολιτισμού του ντε Γκολ. «Τι εννοείς ότι τον απέλυσαν;» «Αυτό ξέρω, τίποτ’ άλλο», απάντησε ο Ζακ, εξακολουθώντας να ψάχνει ευκαιρία για να γυρίσει τη συζήτηση στο ζήτημα των δανεικών. «Πάει ο Λανγκλουά – και η Ταινιοθήκη μένει κλειστή μέχρι νεωτέρας. Αλλά, για πες, Τεό…» «Μα, για ποιο λόγο να κάνει ο Μαλρώ κάτι τέτοιο; Δεν έχει νόημα». «Α, η γνωστή ιστορία. Το χάος, η ανακατωσούρα, η μεγαλομανία». 18
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
Ο Τεό τα ’χε ξανακούσει αυτά. Έλεγαν ότι ο Λανγκλουά φύλαγε μπομπίνες με φιλμ στην μπανιέρα του, ότι είχε παραπετάξει αναντικατάστατες κλασικές ταινίες, αλλά και ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε σώσει αρνητικά από φιλμ όπως άλλοι είχαν σώσει αλεξιπτωτιστές. Ως διευθυντής ήταν ιδιόμορφος. Θεωρούσε ότι αν θέλεις να διαφυλάξεις έναν θησαυρό, τον μοιράζεις στον κόσμο. Του άρεσε να προβάλλει ταινίες. Κατά την άποψή του, ήταν καλό για το φιλμ να περνάει μέσα από τη μηχανή προβολής. Σε αυτό διέφερε από τους αρχειοφύλακες, που πιστεύουν ότι το φιλμ χαλάει με την προβολή – κάτι ανάλογο με το να λες ότι το χαμόγελο χαλάει το πρόσωπο. Ωστόσο είναι απολύτως αληθές, η προβολή δημιουργεί ζάρες, όπως και το χαμόγελο. Οι εχθροί του Λανγκλουά τον κατηγορούσαν ότι χαραμίζει την εθνική κληρονομιά. Κανείς δεν φυλάει πια φιλμ σε μπανιέρα, έλεγαν. Ο Τεό, που δεν διάβαζε ποτέ εφημερίδα, τώρα ήθελε να αγοράσει κατεπειγόντως μία. Λεπτομέρειες, έπρεπε να μάθει λεπτομέρειες. Ψάρεψε μηχανικά μερικά κέρματα από την τσέπη του και τα έχωσε στην παλάμη του Ζακ, δίχως να τα ξεδιαλέξει πρώτα. Με τα νέα που είχε μόλις μάθει, ήταν σαν να πλήρωνε έναν πληροφοριοδότη. Η Ιζαμπέλ δεν φάνηκε ιδιαίτερα κεραυνοβολημένη από τις εξελίξεις. «Μπα, δεν το πιστεύω», αποφάνθηκε με τη σιγουριά μελλοντολόγου. «Κάποιο λάθος έχει γίνει. Έχουν βγάλει τον Λανγκλουά στη σέντρα για κάποιο ασήμαντο παράπτωμα. Η Ταινιοθήκη θ’ ανοίξει αύριο. Ίσως και αργότερα απόψε». Ήταν σαν κάποιον που ακούει έναν πυροβολισμό και λέει μέσα του ότι πρόκειται για την εξάτμιση αυτοκινήτου. «Άκου, Ιζά», είπε ο Τεό. «Βγάλε αυτή την απαίσια ψόφια 19
GILBERT ADAIR
αλεπού απ’ τ’ αυτιά σου κι άκου μια φορά επιτέλους. Σου λέω τι μου είπε ο Ζακ». «Και τι ξέρει ο Ζακ;» «Ξέρει αυτό που του είπε ο Βίκτορ ο Μανδύας» –ο Βίκτορ ο Μανδύας ήταν ένας άλλος ποντικός της Ταινιοθήκης και του είχαν βγάλει αυτό το παρατσούκλι λόγω του πάθους του για τις φτηνές ιταλικές επικές ταινίες, αυτές με τον ρωμαλέο Μασίστα ή τον Ηρακλή, που μοστράρουν τους θεόρατους δικέφαλους μυς τους κάτω από λεπτές χλαμύδες– «και ο Μανδύας το έμαθε από κάποιον που δουλεύει στο ταμείο». «Καλά, θα δεις», είπε η Ιζαμπέλ και χτύπησε απαλά την άκρη της μύτης της με τον δείκτη της. Στο μεταξύ οι σινεφίλ είχαν πάει να πιουν menthes à l’eau σ’ ένα από τα καφενεία δίπλα στην πλατεία Τροκαντερό. Το φως στον κήπο είχε γίνει απαλό, ομοιογενές, καθώς δεν φυσούσε το παραμικρό αεράκι για να διαταράξει την ομοιόμορφα διαχυμένη λάμψη του. Τυλιγμένοι σ’ αυτό το ημίφως –που το σάρωνε ανά τακτά διαστήματα ένα άλλο, πιο συμπυκνωμένο φως από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα, ο φωτερός κώνος που ισορροπούσε σαν γυροσκόπιο στην κορυφή του Πύργου του Άιφελ– οι θάμνοι άρχιζαν να βγάζουν σκιώδη φτερά σαν της νυχτερίδας. Κοντά στην είσοδο της Ταινιοθήκης ένα νεαρό ζευγάρι, παράκαιρα ηλιοκαμένο, ντυμένο με ίδιο γκρι καμηλό πανωφόρι και ίδιο μάλλινο μπερέ, καθόταν αγκαλιασμένο σ’ ένα παγκάκι. Φανταστείτε σιαμαίους διδύμους ενωμένους στο στόμα. Αδιά φοροι για τον κόσμο που, σύμφωνα με την παράδοση, γύριζε χάρη σ’ αυτούς, αναπροσάρμοζαν διαρκώς τη γωνία των λαιμών τους, τους ώμους και τα χέρια τους, σαν ακροβάτες πριν εκτελέσουν τριπλή τούμπα. Τόσο αρχέγονη και αδιάντροπη ήταν η ερωτοτροπία τους, που ένας ανθρωπολόγος θα μπο20
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
ρούσε να την περάσει για την ιεροτελεστία κάποιας αρχαίας φυλής – για τον χορό ζευγαρώματος δύο ηλιοκαμένων. Ο Μάθιου ανατρίχιασε. Το θέαμα της γυαλιστερής επιδερμίδας τους τον έκανε να νιώθει άσπρος σαν το γάλα. «Και τι κάνουμε τώρα;» Πρώτα θα έτρωγαν στην εσπλανάδα του Τροκαντερό τα σάντουιτς που είχαν φέρει για βραδινό. Στην κατηφόρα από την εσπλανάδα προς το ανάχωμα στην όχθη του Σηκουάνα κάποιοι είχαν στήσει στη σειρά, ανά ίσα διαστήματα, μπουκάλια Κόκα-κόλας, κι ανάμεσά τους έκαναν σλάλομ με ιλιγγιώδη ταχύτητα νεαροί με πατίνια, γέρνοντας το σώμα τους προς τα πίσω σαν καρυοθραύστες και στρίβοντας την τελευταία στιγμή με έναν απότομο ελιγμό, για να μην πέσουν με τα μούτρα στον ποταμό. Ένας τρομερά ψηλός και λιγνός μαύρος λουστράκος –το στιλπνό του δέρμα ήταν η καλύτερη διαφήμιση του επιτηδεύματός του– ντυμένος με ένα ελαφρύ, μπλε γιλέκο και τζιν σορτσάκι, είχε αφήσει στην άκρη το κασελάκι του, είχε δέσει τα πατίνια του στα πόδια και είχε αρχίσει να πατινάρει κυκλικά, μεγαλοπρεπής, ευθυτενής, με τα χέρια τεντωμένα οριζόντια στις δυο μεριές του όμορφου κορμιού του, στη στάση μαύρου Χριστού στον σταυρό. Γυαλιστερές, μεταξένιες τρίχες ξεπετάγονταν από τις μασχάλες του Εσταυρωμένου. Βρήκαν ένα απάνεμο σημείο με καλή θέα και κάθισαν εκεί, λικνίζοντας τα πόδια τους και τρώγοντας τα σάντουιτς. Μιλούσε η Ιζαμπέλ. Αντίθετα με τους τραπιστές μοναχούς, που παίρνουν όρκο σιωπής, εκείνη είχε πάρει όρκο ομιλίας. Σχολίαζε το θέαμα που απλωνόταν μπροστά στα πόδια τους. Παρίστανε τον Θεό. Κοίταξε υπεροπτικά ένα κορίτσι με μελαψή επιδερμίδα, μάτια σαν καφετιές μπίλιες και μια υποψία από χνούδι στα χείλη, 21
GILBERT ADAIR
και είπε: «Λοιπόν, ό,τι κι αν σκέφτεστε γι’ αυτή, και συμφωνώ ότι δεν θα την έβρισκαν όλοι του γούστου τους, θα μου φαινόταν αδιανόητο να είχε δημιουργήσει ο Θεός τον κόσμο δίχως να συμπεριλάβει τουλάχιστον ένα δείγμα του είδους της. Καλά δε λέω;» Για έναν ξανθό και διοπτροφόρο νεαρό με γυαλιά με διάφανο σκελετό, που μαλάκωναν κάπως το μάλλον υπερβολικά διαπεραστικό βλέμμα του καθώς ρέμβαζε, είπε: «Τολμώ να πω ότι θα του έδινα πιο φίνα ζυγωματικά» –εννοώντας, «εάν ήμουν Θεός»– «αλλά, μα την αλήθεια, στο σύνολό του δεν είναι κακός, καθόλου κακός, μάλιστα». Ή για κείνο το εκπληκτικό ντουέτο κοντά στα σιντριβάνια, δύο αλμπίνους και προφανώς τυφλούς μονοζυγωτικούς διδύμους γύρω στα τριάντα, ντυμένους ίδια κι απαράλλαχτα, με ολόιδιο άσπρο μπαστούνι, που το χτυπούσαν ρυθμικά καθώς βάδιζαν, μία αριστερά, μία δεξιά, μία αριστερά, μία δεξιά, με άψογο συγχρονισμό, σαν εκπαιδευμένοι φρουροί: «Για δες! Οφείλω να πω ότι δεν θα σκεφτόμουν ποτέ κάτι τέτοιο!» Έπιασε βροχή. Η Ιζαμπέλ, που δεν ανεχόταν να την αγγίζει ο καιρός, επέμεινε να πάρουν το μετρό, αν και τα δύο αγόρια θα προτιμούσαν να σεργιανίσουν στις όχθες του Σηκουάνα. Στον σταθμό του μετρό στην πλατεία Οντεόν ο Μάθιου άφησε τους φίλους του και γύρισε μόνος του με τα πόδια στο δωμάτιό του, σ’ ένα ξενοδοχείο στο Καρτιέ Λατέν, χωμένο ανάμεσα σε πολυκαταστήματα με μπλουτζίν, μικρούς κινηματογράφους τέχνης που ευημερούσαν χάρη σε μια σπαρτιατική δίαιτα από Μπέργκμαν και Αντονιόνι, και σε τυνησιακά μαγαζιά με αλλαντικά, απ’ όπου αγόραζες με λίγα φράγκα κεμπάπ με αρνάκι ή προβατίνα, καθώς κι ένα κολλώδες γλύκισμα με παχύρρευστο μέλι ή με γέμιση λεμόνι. Το σάουντρακ της αυλής του ξενοδοχείου ήταν αυτό μιας ταινίας ιταλικού νεορεαλισμού: χορευτι22
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
κή ορχηστρική μουσική, το τσιριχτό κλάμα ενός μωρού και το «Für Elise», παιγμένο άτσαλα σ’ ένα ξεκούρδιστο πιάνο. Ο ύπνος είναι ένα πνεύμα που εξαρτάται, όπως τα περισσότερα πνεύματα, από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πνευματιστικής συνεδρίας: τις καλυμμένες λάμπες, τις τραβηγμένες κουρτίνες, την καρτερικότητα και τη σιωπή. Εξαρτάται επίσης από την ευπιστία του ατόμου, από την προθυμία του να πιστέψει ότι σε μερικά λεπτά, εάν συγυρίσει τα του οίκου του πριν από την αναχώρησή του, θα εισέλθει σε μια αυθυποβαλλόμενη υπνωτική καταληψία. Μονάχα τότε συγκατατίθεται ο ύπνος να εξαπολύσει το μυστηριώδες και τρομερό εκτόπλασμα των ονείρων. Ο Μάθιου δεν εμπιστευόταν τα αποκρυφιστικά ξελογιάσματα του ύπνου. Ωστόσο, εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε. Το όνειρό του ήταν συγκεχυμένο με μιαν ανάμνηση από την περασμένη χρονιά, όταν ήταν στο Λονδίνο και πήγαινε προς την Εθνική Πινακοθήκη. Είχε βρεθεί σε μια νησίδα του δρόμου στην Πλατεία Τραφάλγκαρ. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, μπροστά από την Πινακοθήκη, στεκόταν ένας νεαρός (Αμερικανός; Γερμανός; Σουηδός;) με απαράμιλλο σωματικό κάλλος, περιμένοντας να διασχίσει τον δρόμο. Τα μάτια του Μάθιου γέμισαν δάκρυα, από τα δάκρυα εκείνα που μόνο μια τέτοια ακραία εκδήλωση ομορφιάς μπορεί να εμπνεύσει και που, σαν τα μη αναμίξιμα υγρά σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα, δεν μπερδεύονταν ποτέ με τα κατώτερά τους. Ωστόσο δεν είχε ιδέα για το τι έμελλε να τον βρει. Γιατί μόλις ο νεαρός άρχισε να διασχίζει τον δρόμο, ο Μάθιου είδε τα εξαρθρωμένα πόδια του. Χτυπημένος από κάποια νευρολογική πάθηση, βάδιζε σαν κλόουν σε βουβή κωμωδία, τινάζοντας σπασμωδικά τα γόνατά του καθώς προχωρούσε. Τα δύο μη αναμίξιμα είδη δακρύων ξαφνικά έσμιξαν στα 23
GILBERT ADAIR
μάτια του Μάθιου. Τον κατέκλυσε ο οίκτος για εκείνο το σαγηνευτικό τέρας, ήθελε να πάει να πιάσει τον νεαρό από τους ώμους, να τον φιλήσει στο μέτωπο και να τον γιατρέψει, έτσι ώστε να βαδίζει στητός. Και μετά ο Μάθιου θα ξεγλιστρούσε αθέατος μες στο πλήθος, ενώ πολλοί θα έμεναν αποσβολωμένοι από το θαύμα, θα έπεφταν στα γόνατα και θα προσεύχονταν. Με άλλα λόγια, είχε το σύνδρομο του Μεσσία, ένα ψυχολογικό φαινόμενο που δεν είχε κωδικοποιηθεί ακόμη, κι όμως υπήρχε. Εκεί τελείωσε η ανάμνηση. Στη συνέχεια πήρε τα ηνία το όνειρο. Στο όνειρο ο Μάθιου έσπευσε να υπερασπιστεί τον νεαρό από τις κοροϊδίες των περαστικών. Αναφώνησε, Μα, έχει καλή καρδιά! Αυτό όμως προκάλεσε τους περαστικούς να ουρλιάξουν, Όχι, η καρδιά του δεν είναι καλή! Η καρδιά του δεν είναι καλή! Μετά είδε ότι ο νεαρός είχε κουρνιάσει στην κορυφή της Στήλης του Νέλσονα, ανεμίζοντας την οθόνη της Ταινιοθήκης, λες κι ήταν μια πελώρια κίτρινη σημαία καραντίνας. Ο Μάθιου άρχισε να σκαρφαλώνει στη στήλη, που ταλαντευόταν. Από κάτω ο όχλος τον πετροβολούσε, υπακούοντας στις προτροπές του Τεό και της Ιζαμπέλ, τα χαρακτηριστικά των οποίων ήταν παραμορφωμένα από τη λύσσα. Ο Μάθιου έφτασε στην κορυφή. Με αστραπιαία ταχύτητα ο νεαρός μεταμορφώθηκε διαδοχικά στον Νέλσονα και στον Ναπολέοντα, και μετά έγινε πάλι ο εαυτός του. Στην οθόνη εμφανίστηκε το σήμα της Paramount Pictures: ένα χιονισμένο βουνό που το περιβάλλει μια τιάρα από αστέρια. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός, με αποτέλεσμα ο Μάθιου και ο νεαρός να ανέλθουν μαζί προς τα ουράνια σε κατάσταση αγαλλίασης, μέσα σε μιαν άλω από τα αστέρια της Paramount, όπως στον πίνακα του Θουρμπαράν Η Παρθένος και το Θείο Βρέφος. Ακούστηκε και δεύτερος πυροβολισμός. Ήταν το τηλέφω24
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
νο. Ο Μάθιου κοίταξε το ξυπνητήρι στο κομοδίνο του. Δεν είχε κοιμηθεί πάνω από εφτά λεπτά. Στο τηλέφωνο ήταν ο Τεό· τον έπαιρνε για να του πει ότι, αφού χώρισαν στην πλατεία Οντεόν, είχε θυμηθεί να αγοράσει τη Monde. Η υπόθεση Λανγκλουά είχε γίνει πρωτοσέλιδο. Οι τρεις νεαροί εστίαζαν τόσο έντονα την προσοχή τους στην οθόνη της Ταινιοθήκης, ώστε παρέμεναν σε απόλυτη άγνοια σχετικά με τα όσα διαδραματίζονταν πίσω απ’ αυτήν. Το coup d’état, το πραξικόπημα κατά του Λανγκλουά, ήταν καλά οργανωμένο, σαν καταδρομική αποστολή. Το κλείσιμο της Ταινιοθήκης εκείνο το βράδυ ήταν απλώς η coup de grâce, η χαριστική βολή, που δόθηκε μετά από ένα σωρό τηλεγραφήματα που είχαν φτάσει στο Υπουργείο Πολιτισμού, τηλεγραφήματα κινηματογραφιστών απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι είχαν δωρίσει κόπιες των ταινιών τους στον Λανγκλουά και αρνούνταν πλέον να εξουσιοδοτήσουν περαιτέρω προβολές τους ύστερα από την αποπομπή του. Από όλον αυτόν τον μύδρο, ο Μάθιου συγκράτησε μόνο ένα γεγονός και το διατύπωσε στο μυαλό του σαν λογικό θεώρημα. Η Ταινιοθήκη είχε κλείσει τις πύλες της. Και το μόνο μέρος όπου συναντούσε τον Τεό και την Ιζαμπέλ ήταν η Ταινιοθήκη, κανένα άλλο. Κατά συνέπεια, δεν θα τους συναντούσε πια. Στον τοίχο, η σκιά από το ακουστικό του τηλεφώνου πήρε το σχήμα ενός περίστροφου στο κεφάλι του. «Αυτό σημαίνει ότι δεν θα σας δω αύριο;» Σιωπή από την άλλη άκρη της γραμμής. Και μετά: «Εννοείς να πάμε στο Σαγιό ούτως ή άλλως;» «Όχι, εννοούσα…» Ο Μάθιου ανέκαθεν παραδινόταν στο ρεύμα των γεγονότων. Του αρκούσε να τα αφήνει να τον παρασύρουν στα ύψη, όπως στο τέλος μιας γελοίας αλλά συγκινητικής ταινίας που είχαν δει στην Ταινιοθήκη, όταν η Εντίτ Πιάφ ανυψώθηκε προς 25
GILBERT ADAIR
τα ουράνια με το τελεφερίκ της Μονμάρτης, ενώ η λέξη Fin μεγάλωνε στην οθόνη σαν το φως στην άκρη μιας σήραγγας. Κάθε φορά που διάλεγαν ποιο φιλμ θα έβλεπαν ή σε ποιο εστιατόριο θα έτρωγαν, γενικώς όποτε έπρεπε να πάρουν κάποια απόφαση, πάντοτε άφηνε την πρωτοβουλία στους άλλους. Τώρα, για πρώτη φορά, θα έκανε αυτός μια πρόταση στον Τεό. «Τι λες, δεν συναντιόμαστε το απόγευμα; Για ένα ποτό ίσως;» Το τηλέφωνο είναι μια κλειδαρότρυπα. Το αυτί κατασκοπεύει τη φωνή. Ο Τεό, που δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό να συναντήσει τον Μάθιου κάπου αλλού εκτός από την Ταινιοθήκη, συνειδητοποίησε ότι λάμβανε στον δέκτη του ένα αμυδρό σήμα κινδύνου. «Λοιπόν…», απάντησε κάπως αβέβαια. «Θα πρέπει να κάνω κοπάνα από ένα μάθημα. Αλλά... οκέι, θα είμαι στη Rhumerie στις τρεις. Ξέρεις πού είναι;» Ήταν ο τόνος κάποιου που δίνει εντολές δίχως να σταθεί ν’ αναρωτηθεί εάν θα τις υπακούσουν, που κρατάει τους άλλους σε αναμονή, γνωρίζοντας ότι τωόντι θα περιμένουν. «Η Rhumerie; Στη λεωφόρο Σεν-Ζερμέν;» «Να είσαι εκεί στις τρεις. Τσάο». Η γραμμή έκλεισε. Ο Μάθιου τράβηξε το πάπλωμα ίσαμε το πηγούνι του και έκλεισε τα μάτια. Η φιλία του με τον Τεό και την Ιζαμπέλ ήταν ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε φτάσει σώος και αβλαβής στην απέναντι μεριά. Έξω, στη λεωφόρο, ακουγόταν το παράφωνο ογκάνισμα της σειρήνας ενός περιπολικού. Σε αναμονή. Ο Μάθιου περίμενε. Καθόταν σε μια ψάθινη καρέκλα στο καστανόφαιο, σκεπαστό αίθριο της Rhumerie ήδη από τις τρεις παρά δέκα, αργοπίνοντας ένα λικέρ. Η ώρα είχε 26
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
πάει τρεις και τέταρτο. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε το ρολόι στη λεωφόρο απέναντί του. Ο Μάθιου είχε λεπτούς, ευαίσθητους, τετραγωνισμένους καρπούς και δεν φορούσε ποτέ ρολόι. Η αίσθηση της αγκράφας και του λουριού του προκαλούσαν αναγούλα, λες κι ένας γιατρός του μετρούσε διαρκώς τους σφυγμούς. Ήταν υποχρεωμένος να βασίζεται στα ρολόγια του δρόμου. Επίσης, παρέμενε πεπεισμένος ότι όποιο ρολόι τύχαινε να δει πρώτο, αυτό έλεγε τη σωστή ώρα, σε βαθμό που ακόμα κι αν όλα τα υπόλοιπα ρολόγια που έβλεπε στη συνέχεια έγραφαν κάτι διαφορετικό, εκείνος επέμενε να τα αγνοεί. Σε αναμονή. Για έναν άνθρωπο σε κατάσταση αναμονής, το παράδοξο του Ζήνωνος, σύμφωνα με το οποίο η κίνηση είναι αδύνατη, μάλλον δεν αποτελεί παράδοξο, αλλά μια βιωμένη εμπειρία. Ο Μάθιου βίωνε το παράδοξο, το ζούσε. Διότι, προκειμένου να φύγει ο Τεό από το σπίτι των γονιών του στην οδό Οντεόν και να διανύσει τη σύντομη απόσταση μέχρι τη Rhumerie (έλεγε μέσα του ο Μάθιου), θα έπρεπε πρώτα να φτάσει στη λεωφόρο Σεν-Ζερμέν. Αλλά προτού φτάσει στη λεωφόρο, θα έπρεπε να διασχίσει το σταυροδρόμι της Οντεόν, και πριν από το σταυροδρόμι της Οντεόν υπήρχε η οδός Οντεόν, που θα έπρεπε να την κατηφορίσει, και πριν απ’ αυτό θα έπρεπε να κατεβεί από το κράσπεδο – και πάει λέγοντας, σε σημείο όπου θα έπρεπε να στεκόταν ακόμη ασάλευτος, παραλυμένος στο κατώφλι του υπνοδωματίου του, με το χέρι μισοβαλμένο στο μανίκι του σακακιού του. Καθώς περίμενε ο Μάθιου, πρόσεξε μια ομάδα νεαρών Αμερικανών που πέρασαν από μπροστά του. Καμπούριαζαν από το βάρος των σακιδίων τους. Με τα φουλάρια και τα καφτάνια τους, τα μοκασίνια, τα στρογγυλά γυαλιά με τους χρωματιστούς φακούς, τις κιθάρες τους, τα δερμάτινα παγούρια τους και μια σειρά από σαστισμένα κουτσούβελα πίσω τους, έμοιαζαν να γνωρίζουν ότι έπρεπε να συγκεντρωθούν στη δια27
GILBERT ADAIR
σταύρωση των λεωφόρων Σεν-Ζερμέν και Σεν-Μισέλ. Εκεί έστηναν τον καταυλισμό τους. Εκεί τραβούσαν απολαυστικές τζούρες από τσιγαριλίκια με μαριχουάνα, περνώντας τα ο ένας στον άλλον σαν πίπα της ειρήνης. Και ήταν τόσο δύσκολο να τους φανταστείς σε οποιαδήποτε άλλη γειτονιά, ώστε έμπαινες στον πειρασμό να πιστέψεις ότι είχαν έρθει απευθείας στην πλατεία Σεν-Μισέλ με φτηνές πτήσεις τσάρτερ κι είχαν προσγειωθεί ανάμεσα στο σιντριβάνι και στους Άραβες που πουλούσαν χασίς απ’ τη μία τσέπη και μειωμένα εισιτήρια του μετρό απ’ την άλλη. Η ώρα είχε πάει τρεις και είκοσι. Οι Κινέζοι λένε μια παροιμία: Όταν αφήνεις κάποιον να σε περιμένει, του δίνεις χρόνο να λογαριάσει τα ελαττώματά σου. Αντιθέτως, ο Μάθιου είχε την τάση να λογαριάζει τα δικά του. Γιατί πίστευε ότι τα δικά του ελαττώματα, και όχι του Τεό, ήταν εκείνα που εμπόδιζαν τον δεύτερο να πάει στην ώρα του στο ραντεβού τους. Η Ιζαμπέλ, όπως και να ’χε, τον διέλυε τελείως. Όταν ήταν μπροστά της, πάντα θυμόταν πολύ αργά τι σκόπευε να πει. Όμως η ανωτερότητα του Τεό δεν τον έκανε να αισθάνεται υποδεέστερος. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν εν μέρει αληθές. Αναμφίβολα υπήρχαν στιγμές που αυτός και ο Τεό τα έλεγαν σαν ίσος προς ίσον, εντρυφώντας στις παραληρηματικές συζητήσεις των σινεφίλ πολύ πιο άνετα απ’ όταν ήταν παρούσα κι η Ιζαμπέλ. Αλλά ακόμα και τότε, μια φασματική Ιζαμπέλ, σχεδόν αόρατη σαν αερικό, κατακυρίευε τον αδελφό της τρεμοφέγγοντας, όπως σε κάτι σύνθετες φωτογραφίες όπου δύο προφίλ υπερτυπώνονται για να σχηματίσουν ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο, όταν το βλέπεις, σου φαίνεται εντελώς άγνωστο. Αυτόν τον άγνωστο αγαπούσε λοιπόν ο Μάθιου. Όμως η ίδια του η αγάπη τον υπονόμευε. Τραύλιζε σαν ντροπαλός 28
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
αγαπητικός σε φαρσοκωμωδία. Η πιο απλή φράση γινόταν γλωσσοδέτης. Ακόμη σε αναμονή. Ο ενθουσιασμός που είχε αισθανθεί όταν έβαλε το ακουστικό στη θέση του την περασμένη νύχτα είχε πια χαθεί. Ακροβατούσε πάλι σε τεντωμένο σκοινί, πάνω από μια καινούργια άβυσσο. Είχε πάει τρεις και είκοσι πέντε. Στο πεζοδρόμιο έξω από τη Rhumerie στεκόταν ένας μουσικός του δρόμου, ένας νεαρός μαροκινός βιολιστής. Έπαιζε το «Vilja» από την Εύθυμη χήρα, και μάλιστα αρκετά καλά. Ο Μάθιου τον παρατηρούσε. Κάθε τόσο, όποτε πήγαινε να σβήσει μια φράση της μελωδίας, ο βιολιστής τη ζωντάνευε πάλι την τελευταία στιγμή με μια απότομη κίνηση του δοξαριού, τυλίγοντάς το γύρω από το όργανό του, όπως τυλίγουν τα μαλακά, στριφτά ζαχαρωτά στα πανηγύρια. Αν και χαμογελούσε καθώς έπαιζε, οι άλλοι μελαγχολούσαν μόνο και μόνο που τον σκέφτονταν. Έφερε μέσα του το μικρόβιο της μελαγχολίας, σαν φορέας μολυσματικής νόσου που τη μεταδίδει ακούσια σε αγνώστους, δίχως ο ίδιος να υποκύπτει σ’ αυτή. Τη συγκεκριμένη στιγμή ο Μάθιου ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής στη μόλυνση. Έβλεπε τον εαυτό του σαν πρωταγωνιστή σε μια ταινία από κείνες που περιφρονούσε, σαν έναν ευαίσθητο αποσυνάγωγο, ο οποίος ακολουθούσε τον μοναχικό του δρόμο σε αστραφτερές λεωφόρους με φώτα νέον, ανάμεσα σε εύθυμα, πολύβουα πλήθη που κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η μουσική υπόκρουση της ταινίας προερχόταν αποκλειστικά από μουσικούς του δρόμου –όλοι τους ένας κι ένας– που τους είχε επιστρατεύσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, μετά από μια πολυδιαφημισμένη αναζήτηση στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρκα και στους υπόγειους διαδρόμους του μετρό της πόλης. Και το κομμάτι που έπαιζαν –το «Vilja», φυσι29
GILBERT ADAIR
κά– μεταφερόταν σαν σκυτάλη από το ένα όργανο στο άλλο, από τον έναν πλανόδιο μουσικό στον άλλο, από την αγαθιάρα γριά με το ακορντεόν στο Café de Flore, που το χαμόγελό της ήταν εξίσου πλατύ και ζαρωμένο με το όργανό της, ως τον τυφλό με την γκιμπάρντα, που είχε για στέκι του την πλατεία Μονζ. Ήταν λες και η μελωδία κυνηγούσε τον Μάθιου σε όλο το Παρίσι. Είχε πάει τρεις και μισή όταν έφτασε τελικά ο Τεό, σουλατσάροντας με το πάσο του στη λεωφόρο. Δεν ήταν μόνος του. Η βαριεστημένη Ιζαμπέλ είχε αποφασίσει να έρθει κι αυτή μαζί. Φορούσε ένα προπολεμικό ταγιεράκι Σανέλ, τουλάχιστον δύο νούμερα μικρότερο, με περίτεχνα κουμπιά και μανικετόκουμπα. Εφόσον ο Τεό ήταν κι αυτός ντυμένος με τη μόνιμη στολή του, κοτλέ σακάκι, κοτλέ παντελόνι και σανδάλια, οι δυο τους προκάλεσαν σάλο στην πελατεία της Rhumerie, προς τέρψη του Μάθιου, καθώς περιφέρονταν ανάμεσα στις μεσοαστές χήρες με τα φουλάρια Hermès και το ανεξάντλητο απόθεμα από εφιαλτικές ιστορίες φαρμακευτικού περιεχομένου, και στους ελάχιστους μοναχικούς, λιγομίλητους τύπους που διάβαζαν τη Monde ή το Nouvel Observateur. Παρότι ο Τεό κι η Ιζαμπέλ καθυστέρησαν μισή ώρα, κανείς απ’ τους δυο τους δεν ζήτησε συγγνώμη για την αργοπορία, μιας και δεν τους είχε περάσει καν απ’ το μυαλό ότι ο Μάθιου μπορεί να είχε φύγει. Ο Τεό κοίταξε στα γρήγορα το μενού κι η Ιζαμπέλ πήρε ένα βιβλίο τσέπης που είχε ακουμπήσει ο Μάθιου στο τραπέζι και το ξεφύλλισε. «Μπα, διαβάζεις Σάλιντζερ στα ιταλικά; Μόλτο σικ». «Μου έχουν πει ότι ένας καλός τρόπος να μάθεις μια γλώσσα είναι να διαβάζεις μεταφράσεις βιβλίων που τα ξέρεις απέξω». «Ενδιαφέρον μου ακούγεται». 30
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
Αλλά η Ιζαμπέλ δεν ενδιαφερόταν ποσώς. Απλώς είχε ανακαλύψει μόλις μια καινούργια έκφραση. Και την απολάμβανε ερωτικά. Στο εξής, ό,τι άλλοτε ήταν εξαίσιο –μια ταινία, μια βραδινή τουαλέτα Worth, ένα κινέζικο παραβάν– θα ήταν πλέον μόλτο σικ. Σαν τους λάτρεις της στήλης Πλούτισε το λεξιλόγιό σου στο Reader’s Digest, οι οποίοι πιστεύουν ότι η υπόληψή τους ως συνομιλητών βασίζεται στις φορές που θα βρουν την ευκαιρία να πουν τις λέξεις πληθώρα, ατόπημα και πεμπτουσία μέσα σε μια μέρα, κάνοντας φιγούρα με αυτές όπως άλλοι κάνουν φιγούρα πετώντας ηχηρά ονόματα, έτσι κι η Ιζαμπέλ απεχθανόταν να αφήνει μια διασκεδαστική φράση να πηγαίνει χαμένη, άπαξ και είχε εξάψει τη φαντασία της. Ή μπορεί να επρόκειτο για ένα τσιτάτο. Όπως, για παράδειγμα, η ρήση του Ναπολέοντα «Οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πιστέψουν οτιδήποτε, αρκεί να μην το λέει η Βίβλος». Αν και η Ιζαμπέλ δεν ήταν χριστιανή, ούτε κατά διάνοια, της άρεσε να την παραθέτει είτε είχε σχέση με τη συζήτηση είτε όχι. Ή πάλι μπορεί να ήταν ένα πνευματώδες χαϊδευτικό που έδινε μια για πάντα σε ένα αντικείμενο. Τα τσιγάρα της ήταν ρωσικά, μοβ και έμοιαζαν με κραγιόν, και τα είχε μετονομάσει σε «Ρασπούτιν». Και εάν κάποιο εξακολουθούσε να σιγοκαίει ύστερα από απανωτές απόπειρες να το σβήσει, η Ιζαμπέλ έλεγε χαμογελώντας τσαχπίνικα, δήθεν αυθόρμητα: «Δεν λέει να πεθάνει με τίποτα! Είναι Ρασπούτιν!» Εντωμεταξύ, ο Τεό και ο Μάθιου αποφάσισαν να πάρουν το μετρό για το Τροκαντερό, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Υπήρχε μια πιθανότητα, έστω και μικρή, να έχει επανέλθει στο κανονικό η κατάσταση. Ήλπιζαν να πιάσουν τη μοίρα εξαπίνης. Είχαν μπροστά τους ένα δροσερό, συννεφιασμένο απόγευμα. 31
GILBERT ADAIR
«Ίσως δούμε καμιά ταινία», είπε ο Μάθιου. «Δεν υπάρχει τίποτα να δούμε», αντιγύρισε ο Τεό. Αφαίρεσε σκυθρωπός τη ροζ χάρτινη ομπρελίτσα που προστάτευε το παγωτό του από τις αχτίδες ενός φανταστικού ήλιου, και αφού την ανοιγόκλεισε μια, δυο φορές, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα μουντζουρωμένο τεύχος του L’Officiel des Spectacles και το πέταξε προς το μέρος του Μάθιου. «Δες και μόνος σου». Κάθε Τετάρτη πρωί, όταν κυκλοφορούσε το περιοδικό, ο Τεό είχε τη συνήθεια να σημειώνει με ένα αστεράκι όλες τις ταινίες που είχε ήδη δει. Σε κάθε σελίδα, όπως διαπίστωσε ο Μάθιου, υπήρχε μια σχεδόν αδιάκοπη σειρά από αστεράκια. «Τέλος πάντων», είπε ο Τεό, «αν ήταν, θα πηγαίναμε στην προβολή στις τέσσερις η ώρα, οπότε θα αργούσαμε για την Ταινιοθήκη». Τους διέκοψε η χλευαστική φωνή της Ιζαμπέλ. «Είστε τρελοί». Ο Τεό κοκκίνισε. «Τι σ’ έπιασε πάλι;» «Μα, δεν καταλαβαίνετε πόσο γελοίοι είστε; Και οι δύο. Η Ταινιοθήκη είναι κλειστή. Έκλεισε. Αν πάτε απόψε στο Σαγιό, θα είναι χάσιμο χρόνου και το ξέρετε. Αν δεν ήσασταν τόσο δειλοί, θ’ αγοράζατε μια εφημερίδα και θα γλιτώνατε και τα χρήματα για το εισιτήριο του μετρό». «Πρώτ’ απ’ όλα», απάντησε ο αδελφός της, «η εφημερίδα είναι πιο ακριβή από το εισιτήριο του μετρό. Και δεύτερον, εσύ ορκιζόσουν ότι ο Λανγκλουά θα επανερχόταν το αργότερο σήμερα. Τρίτον, δεν σε κάλεσε κανείς να έρθεις μαζί μας, όπως και κανείς δεν σου είπε να βγεις μαζί μου απόψε». Αφού ο θυμός του απέναντι στην αδελφή του μαλάκωσε χάρη στον αριθμό, την ισχύ και τη συγκυριακή κυκλικότητα 32
ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΌΛΟΙ
των επιχειρημάτων του, ο Τεό σώπασε και άρχισε πάλι να παίζει μηχανικά με την ομπρελίτσα του. Η Ιζαμπέλ ανέβασε την ένταση. «Εντάξει, λοιπόν, θα έρθω κι εγώ. Αλλά μόνο και μόνο για να δω τη φάτσα σου όταν θα διαπιστώσεις ότι η Ταινιοθήκη είναι κλειστή. Τι ωραίος που ήσουν χθες βράδυ! Έτοιμος ν’ αρχίσεις να μυξοκλαίς. Μα, δεν ήταν σιχαμένος, Μάθιου; Δεν ντρεπόσουν να σε βλέπουν μαζί του; Έχεις δει κανέναν άλλο τόσο μίζερο; Λυπάμαι που το λέω, αλλά ο αδελφός μου είναι αξιολύπητος σαν όλους τους άλλους. Σαν τον Μανδύα. Σαν τον Ζακ. Μια ζωή χαμένος». Ο Μάθιου δεν τόλμησε να παρέμβει. Κατά τη διάρκεια τέτοιων σκηνών αισθανόταν σαν παρείσακτος περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Θύμιζε παιδάκι που στέκεται βουβό και ολομόναχο με τις πιτζάμες του μες στ’ άγρια μεσάνυχτα έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του και τους ακούει να ανταλλάζουν προσβολές που δεν μπορούν να τις πάρουν πίσω. Ο Τεό δεν είχε βγάλει μιλιά όσο άκουγε τον εξάψαλμο από την Ιζαμπέλ. Τράβηξε όμως με τέτοια δύναμη τον μικρό μηχανισμό στο κοντάρι της ομπρελίτσας του, ώστε αυτή γύρισε ανάποδα, σαν κανονική ομπρέλα όταν φυσάει δυνατός αέρας. «Μα, τι λες, πια;» είπε τελικά. «Να πάμε στην Ταινιοθήκη, ή να μην πάμε;» «Φυσικά και θα πάμε στην Ταινιοθήκη», απάντησε η Ιζαμπέλ. «Δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα να μην πάμε. Αυτό που μου γυρίζει τ’ άντερα είναι να βλέπω εσάς τους δύο να σαλιαρίζετε πάνω απ’ το Officiel, όπως τα απαίσια φιλαράκια σας». «Τι προτείνεις, λοιπόν;» «Τι προτείνω;» είπε εκείνη, παίρνοντας το ύφος του Πίτερ Λόρε – τον μιμούνταν περίφημα. Κι έγειρε μπροστά, μιλώντας μ’ έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο, όπως στις κινηματογραφικές 33
GILBERT ADAIR
σκηνές που σβήνουν ακριβώς τη στιγμή που ο αρχισυνωμότης ετοιμάζεται να αποκαλύψει το τέχνασμα με το οποίο κρατάει όμηρο ολόκληρο τον κόσμο. Η Ιζαμπέλ πρότεινε το εξής: Στον ελεύθερο χρόνο που ξέκλεβε ο Τεό από τα μαθήματα και την Ταινιοθήκη, συνέτασσε καταλόγους με τα αγαπημένα του φιλμ σε ντοσιέ που αγόραζε από το βιβλιοπωλείο Gibert Jeune, και όταν γέμιζαν, τα τοποθετούσε σ’ ένα ράφι με αυστηρά χρονολογική σειρά. Σε ένα ντοσιέ είχε καταγράψει τις εκατό αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών· σε έναν άλλο τα εκατό αγαπημένα του φιλμ από κάθε χρονιά. Συνέτασσε τους καταλόγους αυτούς από τότε που ήταν δέκα χρονών παιδί, αλλά υπήρχε ένα φιλμ στο οποίο είχε μείνει παντοτινά πιστός, το Μια ξεχωριστή συμμορία του Γκοντάρ, μ’ εκείνη τη σκηνή όπου οι τρεις πρωταγωνιστές τρέχουν στις αίθουσες και στους διαδρόμους του Λούβρου, προσπαθώντας να σπάσουν το ρεκόρ –εννέα λεπτά και σαράντα πέντε δευτερόλεπτα– του χρόνου που χρειάζεται για να δει κανείς, έστω και φευγαλέα, τη συλλογή των θησαυρών του μουσείου. Η πρόταση της Ιζαμπέλ ήταν να προσπαθήσουν κι αυτοί να κάνουν το ίδιο. Η ιδέα της συνεπήρε τον Τεό. Θα ήταν μια πράξη αντίστασης ενάντια στο κλείσιμο της Ταινιοθήκης, μια εκδήλωση ανυπακοής. Αφού δεν προβάλλονταν πια ταινίες εκεί, ωραία λοιπόν, πολύ ωραία, θα τις μετέφεραν εκείνοι στους δρόμους. Στο ίδιο το Λούβρο. Ο Τεό και η Ιζαμπέλ έσκισαν μια γωνία από το χάρτινο τραπεζομάντιλο και σχεδίασαν την καλύτερη διαδρομή, χαχανίζοντας σαν παιδιά που σκαρφίστηκαν μια ζαβολιά. Ο Μάθιου προσπάθησε μάταια να τους συνετίσει. Ανησυχούσε επειδή ήταν ξένος, αλλοδαπός, και κινδύνευε να μπλέξει άσχημα αν τους έπιαναν. Φαντάστηκε ότι θα τον ξαπόστελναν στο Σαν Ντιέγκο ατιμασμένο· θα σταματούσε τις σπουδές 34