ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΟΛΕΜΟΥΣΕ

Page 1



01 Το άλογο που δεν πολεμούσε


Η Αλταντσεγκτσέγκ ζει στη χώρα του γαλάζιου ουρανού. Έχει τρία αδέρφια, ένα μεγαλύτερο και δύο μικρότερα. Η οικογένειά της έχει για σπίτι ένα μεγάλο γκερ και τρεις μεγάλες καμήλες για να κουβαλούν τα υπάρχοντά τους. Ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδερφός βόσκουν και φροντίζουν το μεγάλο τους κοπάδι με τα πρόβατα. Ζουν ειρηνικά στη γη της στέπας και της τάιγκας, ανάμεσα στα ποτάμια του λιωμένου χιονιού, το χαμηλό χορτάρι της πεδιάδας και τα ψηλά δέντρα στα βουνά. Είναι νομάδες. Κάθε εποχή ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο, για να ταΐζουν τα ζώα τους και να προφυλάσσονται από τους καιρούς. Στη χώρα του γαλάζιου ουρανού, κάθε χρόνο διοργανώνεται φεστιβάλ καμήλας. Ο πατέρας, η μητέρα και ο μεγάλος αδερφός συμμετέχουν και καταφθάνουν πάντα για τη γιορτή στη μεγάλη έρημο περιποιημένοι. Όλα τα ζώα είναι στολισμένα με δερμάτινα στολίδια, χάντρες και πετράδια που φέρνουν μακροζωία και υγεία. Οι άνθρωποι φορούν τα ντιλ τους, τις κασμιρένιες παραδοσιακές στολές με τα ζωγραφιστά υφάσματα. Από πάνω, τους κρατούν ζεστούς χοντρά γιλέκα και μακριά πανωφόρια. Στα κεφάλια τους φορούν μεγάλα στρογγυλά γούνινα καπέλα κι έτσι μοιάζουν όλοι πολύ μεταξύ τους. Οι δερμάτινες μπότες τους είναι ζωγραφισμένες με μπλε και κόκκινα σχέδια και η μύτη τους είναι ανασηκωμένη λες κι είναι έτοιμη να χορέψει. Όταν το φεστιβάλ τελειώνει, τα στολίδια επιστρέφουν στο γκερ και αναπαύονται μέσα σε ξύλινες κασέλες. Οι τρεις καμήλες της οικογένειας της Αλταντσεγκτσέγκ είναι πολύ ευγενικές. Η καθεμιά έχει από δύο καμπούρες. Το κορίτσι ξέρει να γνέθει το μαλλί της καμήλας. Με αυτό φτιάχνει κλωστές για ρούχα και σκεπάσματα, μαζί με τη μητέρα της. 4


5


Όταν ο καιρός ζεσταίνει αρκετά, η μητέρα δίνει στην Αλταν­τσεγκτσέγκ το ανοιξιάτικο φουστάνι. «Μπορείς να το φοράς τη μέρα, το βράδυ όμως θα ντύνεσαι ζεστά», της λέει. Το κορίτσι ξέρει πως αν δεν ακούσει αυτές τις συμβουλές δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Η οικογένεια της Αλταντσεγκτσέγκ περνάει όλες τις ανοιξιάτικες μέρες στη στέπα. Κατεβαίνουν στο ποτάμι για νερό. Τα παιδιά μεγαλώνουν μαζί με το κοντό χορτάρι και τρέχουν δίπλα στο λιωμένο χιόνι που κυλάει με ορμή. Ένα βράδυ, η Αλταντσεγκτσέγκ ακούει βαθιά μέσα στον ύπνο της έναν καλπασμό. Ξυπνάει. Κοιτάζει γύρω της. Όλοι κοιμούνται. Σηκώνεται αργά, πλησιάζει την πόρτα. Ένα τραγούδι έχει φτάσει στην αυλή τους από πολύ μακριά. Ένα άλογο τραγουδάει. Μέσα από το λαρύγγι του βγαίνει ένα τραγούδι σαν ρίζα και σαν δέντρο και σαν πέτρα που πάνω της σκοντάφτει ο άνεμος. Τραγουδάει σαν χρυσός αετός πεινασμένος, σαν γεράκι με ανοιχτά φτερά, σαν καμήλα της

6


ερήμου και σαν καταρράκτης που στα νερά του κολυμπούν ελάφια. Τα μάτια της απλώνονται στο ανοιχτό τοπίο για να ανταμώσουν το τραγούδι. Το κορίτσι κρύβει το τραγούδι κάτω από το ρούχο του και ψιθυρίζει: «Αλογάκι, τρέξε γρηγορότερα απ‘ το τραγούδι αυτό». Το αυτί του αλόγου, πέρα από τα ποτάμια, ακούει το ψιθύρισμά της και καλπάζει με ορμή και γενναιότητα προς τα μέρη της. Το επόμενο πρωί, η Αλταντσεγκτσέγκ ακολουθεί τον πατέρα και τον μεγάλο αδερφό στη βοσκή. Με συντροφιά μερικά αρνάκια, πλησιάζει τα πρώτα δέντρα της τάιγκας. Κοιτάζει μέσα στο πυκνό δάσος. Κι εκεί βλέπει μια κατάμαυρη ουρά αλόγου να χοροπηδάει. Μα, τίποτε άλλο. Η Αλταντσεγκτσέγκ τρέχει πίσω στο κοπάδι. Τα αρνάκια ακολουθούν. Η κατάμαυρη ουρά εξαφανίζεται. Τη δεύτερη μέρα ακολουθεί και πάλι τον πατέρα της και τον μεγάλο αδερφό στη βοσκή. Μαζί με μερικά αρνάκια πλησιά­ ζει τα πρώτα δέντρα της τάιγκας. Κοιτάζει μέσα στο πυκνό δάσος. Κι εκεί βλέπει τέσσερις χρυσές οπλές αλόγου να χοροπηδούν πάνω από τους θάμνους. Μα, τίποτε άλλο. Η Αλταντσεγκτσέγκ τρέχει πίσω στο κοπάδι. Τα αρνάκια ακολουθούν. Οι χρυσές οπλές εξαφανίζονται. Την τρίτη μέρα ακολουθεί και πάλι τον πατέρα της και τον μεγάλο αδερφό στη βοσκή. Μαζί με μερικά αρνάκια πλησιάζει τα πρώτα δέντρα. Κοιτάζει μέσα στο πυκνό δάσος και τότε εμφανίζεται μπροστά της ένα κοντό άλογο με όρθια χαίτη και γυαλιστερό τρίχωμα, ράχη στο χρώμα της κανέλας και λευκή κοιλιά. Η Αλταντσεγκτσέγκ ανεβαίνει στη ράχη του αλόγου, πιάνεται από τον λαιμό του και του ψιθυρίζει στο αυτί: «Πες μου το τραγούδι σου». Κι αυτό αρχίζει να χορεύει με το 7


8


κορίτσι στη ράχη του. Οι μακριές πλεξούδες των μαλλιών της Αλταντσεγκτσέγκ πηγαίνουν κι έρχονται με τον ρυθμό του. Το ανοιξιάτικο φουστάνι χορεύει κι αυτό. Το κορίτσι γελάει ευτυχισμένο, το άλογο χλιμιντρίζει ευτυχισμένο. Μετά σταματάει και το κορίτσι κατεβαίνει από τη ράχη του. Το άλογο κάτι θέλει να της πει. «Τα άλογα στη χώρα του γαλάζιου ουρανού είναι πολεμιστές. Πολεμούν

9


εδώ και χιλιάδες χρόνια, πίνουν νερό από τα αρχαία ποτάμια του λιωμένου χιονιού και χορταίνουν με το λιγοστό χορτάρι της στέπας. Οι ράχες τους είναι δυνατές, τα πόδια τους είναι δυνατά, μπορούν να κάνουν τον γύρο του κόσμου κουβαλώντας τους δυνατούς πολεμιστές στη ράχη τους. Εγώ, όμως, αγαπώ τη δύναμη μα όχι τον πόλεμο. Δεν θέλω να πολεμήσω. Και από πίσω μου έρχεται ένας πόλεμος. Καλπάζει κι αυτός. Ξέρεις, κορίτσι, τι είναι ο πόλεμος;» Αυτά είπε και χάθηκε από τα μάτια της Αλταντσεγκτσέγκ. Τα ανοιξιάτικα βράδια κρύβουν κάτω από τις σφιχτές παλάμες τους το κρύο του χειμώνα. Αλλά τις νύχτες τεντώνουν τις παλάμες τους και με τα ανοιχτά τους δάχτυλα χτενίζουν τα μακριά μαλλιά τους. Τότε το κρύο ξεφεύγει και απλώνεται στη στέπα και τα ζώα πλησιάζουν πολύ κοντά το ένα στο άλλο για να ζεσταθούν. Η Αλταντσεγκτσέγκ δεν μπορεί να βγει έξω. Δεν μπορεί να ακολουθήσει το αλογάκι της, που μόνο αυτή το ακούει κάθε βράδυ να τραγουδάει και να καλπάζει με ορμή. Ξαπλώνει στο ζεστό της κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά και τις πλεξούδες των μαλλιών της λυτές και ονειρεύεται πως ταξιδεύει με το άλογο που δεν θέλει να πολεμήσει σ’ έναν μεγάλο δρόμο που πάνω του κατοικούν, ζουν, χορεύουν τραγουδούν, γελούν και κλαί-

10


νε όλοι οι άνθρωποι του κόσμου. Είναι αυτός ο δρόμος που της λέει η μαμά της στα παραμύθια και που δεν τον έχει ανταμώσει ποτέ. Η Αλταντσεγκτσέγκ στα όνειρά της καλπάζει με το άλογό της πάνω στον δρόμο του μεταξιού. Η άνοιξη φεύγει, το καλοκαίρι είναι εδώ κι ένα μαύρο σύννεφο ασχημαίνει τον ορίζοντα. Δεν είναι σύννεφο βροχής. Έχει μια απαίσια μυρωδιά και αντί για βροντές ακούγονται τρομακτικές στριγκλιές από τα σπλάχνα του. Η Αλταντσεγκτσέγκ τρέχει να συναντήσει το άλογο που δεν πολεμούσε. Εκείνο την περιμένει στην άκρη του δάσους της τούνδρας. «Αλογάκι, τι είναι αυτό το μαύρο σύννεφο;» «Κορίτσι, είναι ο πόλεμος που πλησιάζει», της λέει το άλογο με ορθάνοιχτα τα μάτια. «Πλησιάζει. Αν μείνετε εδώ για πολύ καιρό, ο πόλεμος θα σας βάψει με κόκκινο χρώμα που ρέει, θα κλείσετε τα μάτια σας για πάντα και δεν θα χαμογελάσετε ποτέ ξανά στο χιόνι και τον ήλιο». Το κορίτσι πηδάει στη σκληρή ράχη του αλόγου και κρατιέται από τη χαίτη του. Τα πλεκτά καλοκαιρινά της παπούτσια με τους δερμάτινους πάτους σφίγγουν τα λεπτά της πόδια. Τα λεπτά της πόδια σφίγγουν τα πλευρά του αλόγου. Οι ράχες των δυνατών αλόγων κρατούν τους ανθρώπους σφιχτά επά-


νω τους και γίνονται ένα. Το άλογο της Αλταντσεγκτσέγκ πετάει στον ουρανό. Θέλει να δει από κοντά το μαύρο σύννεφο, αλλά το άλογο που δεν πολεμούσε προτιμά να πετάξει λίγο πιο κοντά στον ήλιο. Μέχρι να κατέβει από τον ουρανό, ο καιρός κρύωσε, το μαύρο σύννεφο μεγάλωσε κι άλλο. Η μητέρα, τότε, δίνει στην Αλταντσεγκτσέγκ το χειμωνιάτικο φουστάνι. «Μπορείς να το φοράς τη μέρα, το βράδυ όμως θα ντύνεσαι ακόμα πιο ζεστά», της λέει. Το κορίτσι ξέρει πως αν δεν ακούσει αυτές τις συμβουλές δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Όλη η οικογένεια κοιτάζει το μεγάλο μαύρο σύννεφο που πλησιάζει. Ο πατέρας το βράδυ γύρω από τη φωτιά λέει πως την επόμενη μέρα, που το φεγγάρι θα στρογγυλέψει σαν παλιό ασημένιο κέρμα, θα ξεκινήσουν τις προετοιμασίες. Θα ταξιδέψουν νότια. H Αλταντσεγκτσέγκ ενθουσιάζεται. Στον νότο βρίσκεται ο δρόμος του μεταξιού. Ο ουρανός στον νέο τόπο είναι καθαρός, χωρίς μαύρα σύννεφα. Την πρώτη νύχτα που ξεχειμωνιάζουν στον νότο, η Αλταντσεγκτσέγκ μένει ξάγρυπνη μα δεν ακούει τίποτα. Τη δεύτερη νύχτα που ξεχειμωνιάζουν στον νότο, η Αλταντσεγκτσέγκ μένει ξάγρυπνη μα δεν ακούει τίποτα. Την τρίτη μέρα που ξεχειμωνιάζουν στον νότο, η Αλταντσεγκ­­τσέγκ ακούει ένα τραγούδι να την πλησιάζει από μακριά. Έρχεται όλο και πιο κοντά μαζί μ’ έναν καλπασμό. Η Αλταντσεγκτσέγκ φοράει βιαστικά τις μυτερές ζωγραφιστές της μπότες, το μακρύ της πανωφόρι και το στρογγυλό γούνινο καπέλο της και ανοίγει την πόρτα με λαχτάρα. Το άλογο που δεν πολεμούσε είναι έξω από το γκερ τους. «Κι εγώ που νόμιζα ότι σε έβαψε με κόκκινο χρώμα ο πόλεμος!» του είπε συγκινημένη. Η Αλταντσεγκτσέγκ, αμέσως, πηδάει 12


στη ράχη του και αρχίζουν να χορεύουν. Στο ζεστό στρογγυλό της σπίτι όλοι κοιμούνται, στη μικρή στρογγυλή της αυλή οι δυο τους χορεύουν. Οι μύτες από τις χρωματιστές της μπότες, οι χρυσαφένιες οπλές του αλόγου, οι μακριές της πλεξούδες, η ουρά του αλόγου, χορεύουν. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και τα κορίτσια της χώρας του γαλάζιου ουρανού έμαθαν να υφαίνουν στα χαλιά τους την ιστορία της Αλταντσεγκτσέγκ και του αλόγου που δεν πολεμούσε. Μόνο που η καθεμιά δίνει το δικό της τέλος. Άλλη υφαίνει πως χάθηκαν μέσα στην τάιγκα, άλλη πως καλπά13


ζουν στις ερημιές της στέπας, άλλη πως η Αλταντσεγκτσέγκ ιππεύει καμαρωτά σαν βασίλισσα πάνω στον δρόμο του μεταξιού. Γύρω τους γκρίζοι λύκοι, καμήλες, λεοπαρδάλεις του χιονιού, αγριόγατες και ελάφια τους συνοδεύουν χορεύοντας κι αυτά, ενώ από πάνω τους πετούν σπάνιοι λευκοί γερανοί.

Αλταντσεγκτσέγκ: χρυσό λουλούδι Γκερ: αλλιώς και γιουρτ, φορητή στρογγυλή σκηνή από κομμάτια ξύλου ή μπαμπού για σκελετό και εσωτερικούς στύλους, που καλύπτεται συνήθως από δέρματα και χρησιμοποιείται ως κατοικία από διάφορες νομαδικές ομάδες στις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Βακτριανή καμήλα: Η καμήλα με τις δύο ράχες/καμπούρες που ζει στην Ασία από τους αρχαίους χρόνους. Άλογα Πρζεβάλσκι: Τους αρχαίους χρόνους ζούσαν στις στέπες της Μογγολίας, τώρα σε προστατευόμενες περιοχές-φυσικά καταφύγια. Τα σπάνια αυτά άλογα πήραν το όνομά τους το 1879 από τον εξερευνητή και φυσιοδίφη Νικολάι Πρζεβάλσκι. Μέχρι τότε, θεωρούσαν πως έχουν εξαφανιστεί. Ακόμα δεν έχει οριστεί αν πρόκειται για είδος ή υποείδος αλόγου. Θεωρείται πως είναι απόγονοι των αλόγων που είχε ο πολιτισμός των Μπούτατζ στην Kεντρική Ασία και τα χρησιμοποίησε ο Τζένγκις Χαν. Λέγεται πως το άλογο Πρζεβάλσκι εξημερώθηκε από τους Μογγόλους, που τα φωνάζουν «τάκι», όμως η αλήθεια είναι ότι αυτό το άλογο δεν εξημερώθηκε ποτέ.

14


02 Ο ψαράς Τοακάι

Στη Σάτσικο


Το πρωινό είναι όμορφο. Ο ψαράς Τοακάι ξύπνησε νωρίς και ετοίμασε τα σύνεργά του για το ψάρεμα. Θα πάει με τον Τεϊτόι, τον καλό του φίλο. Ο Τοακάι ψαρεύει από μικρό παιδί, ποτέ όμως δεν έζησε κάποια απίστευτη θαλασσινή περιπέτεια, σαν αυτές που συνήθως άκουγε τους άλλους ψαράδες να αφηγούνται, και περιμένοντας αυτή τη μοναδική μέρα χαμογελούσε γαλήνια. Ο Τοακάι φοράει το μεγάλο ψάθινο καπέλο του, παίρνει στα χέρια το μεγάλο ψάθινο καλάθι του, στερεώνει καλά στα πόδια τα μεγάλα ψάθινα πλεκτά παπούτσια του και ξεκινάει για τη βάρκα του. Εκεί τον περιμένει ο Τεϊτόι, που αρχίζει να τον χαιρετάει βλέποντάς τον από μακριά. Ο ήλιος έχει το χρώμα που έχουν τα νεαρά στάχυα όταν στέκονται στητά, περιμένοντας την αλεπού και τον λαγό να κρυφτούν ανάμεσά τους. Οι δύο φίλοι τακτοποιούν τα ψαρικά τους στην κοιλιά της βάρκας. Μερικοί περαστικοί τους χαζεύουν, μια γάτα περνάει, κοντοστέκεται λίγο και φεύγει. Ένα πιτσιρίκι πιάνει το νεύμα τους και λύνει το σκοινί της βάρκας από τον ξύλινο μόλο. Ο Τοακάι κρατάει το πηδάλιο και ο Τεϊτόι τραβάει τα κουπιά.

16


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.