Στην ταφόπετρα πάνω τα κόκαλά του τρίζει Ένας φτωχούλης είναι που κανένας δεν ορίζει. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
N eil G aim an
8|
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1
Πώς ήρθε στο νεκροταφείο ο Κανένας
Y
π ή ρ χ ε έ ν α χ έ ρ ι μέσα στο σκοτάδι και κρατούσε ένα μαχαίρι. Το μαχαίρι είχε μαύρη, γυαλιστερή, κοκάλινη λαβή και μια λεπίδα πιο κοφτερή και πιο αιχμηρή απ’ οποιοδήποτε ξυράφι. Αν σε χαράκωνε, μπορεί και να μην καταλάβαινες ότι έχεις κοπεί, όχι αμέσως τουλάχιστον.
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
|9
10|
N eil G aim an
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 11
Το μαχαίρι είχε σχεδόν τελειώσει τη δουλειά που το ’χαν φέρει να κάνει σ’ εκείνο το σπίτι, και η λεπίδα και η λαβή του ήταν υγρές. Η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή, λίγο μόνο. Από κει είχαν μπει αθόρυβα το μαχαίρι κι ο άντρας που το κρατούσε, και τολύπες νυχτερινής καταχνιάς σέρνονταν και πλέκονταν μες στο σπίτι. Ο άντρας ονόματι Τζακ κοντοστάθηκε στο κάτω μέρος της σκάλας. Με το αριστερό του χέρι τράβηξε ένα μεγάλο λευκό μαντίλι
1 2|
N eil G aim an
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 13
απ’ την τσέπη του μαύρου παλτού του και σκούπισε μ’ αυτό το μαχαίρι και το γαντοφορεμένο δεξί του χέρι, με το οποίο το κρατούσε· έπειτα, ξανάβαλε το μαντίλι στην τσέπη του. Το κυνήγι είχε σχεδόν τελειώσει. Είχε αφήσει τη γυναίκα στο κρεβάτι της, τον άντρα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, και το μεγαλύτερο παιδί, ένα κορίτσι, στο βαμμένο μ’ έντονα χρώματα υπνοδωμάτιό του, περιτριγυρισμένο από παιχνίδια και μισοτελειωμένα συναρμολογούμενα. Έμενε μόνο να τακτοποιήσει το μικρό, ένα μωρό που είχε μόλις αρχίσει να περπατάει. Ένα θύμα ακόμα κι η αποστολή του θα είχε εκτελεστεί. Ξεμούδιασε τα δάχτυλά του. Ο άντρας ονόματι Τζακ ήταν πάνω απ’ όλα επαγγελματίας, ή τουλάχιστον αυτό ήθελε να πιστεύει, και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να χαμογελάσει προτού ολοκληρώσει το έργο του.
1 4|
N eil G aim an Τα μαλλιά του ήταν σκούρα και τα μάτια του ήταν σκοτεινά και φορούσε μαύρα δερμάτινα γάντια απ’ το πιο λεπτό δέρμα προβάτου. Το δωμάτιο του μωρού ήταν στο τελευταίο πάτωμα του σπιτιού. Ο άντρας ονόματι Τζακ ανέβηκε τα σκαλιά, τα πόδια του αθόρυβα στη μοκέτα. Έπειτα έσπρωξε την πόρτα της σοφίτας και μπήκε μέσα. Τα παπούτσια του ήταν μαύρα δερμάτινα κι ήταν τόσο πολύ γυαλισμένα που έμοιαζαν με σκοτεινούς καθρέφτες: μπορούσες να δεις το φεγγάρι να αντανακλάται πάνω τους, μικροσκοπικό και μισογεμάτο. Το αληθινό φεγγάρι έφεγγε μέσα απ’ το δίφυλλο παράθυρο. Η λάμψη του ήταν αχνή και διαχεόταν στην ομίχλη, αλλά ο άντρας ονόματι Τζακ δεν θα χρειαζόταν πολύ φως. Το φεγγαρόφωτο θα ήταν αρκετό. Μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα του παιδιού μέσα στην κούνια· το κεφάλι, τα άκρα και τον κορμό.
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 15
Η κούνια είχε ψηλά κάγκελα στα πλάγια, για να μην μπορεί το παιδί να βγαίνει έξω. Ο Τζακ έσκυψε από πάνω, σήκωσε το δεξί του χέρι και σημάδεψε το στήθος… …κι έπειτα κατέβασε το χέρι του. Η φιγούρα στην κούνια ήταν ένα αρκουδάκι. Δεν υπήρχε παιδί. Τα μάτια του άντρα ονόματι Τζακ είχαν συνηθίσει στο αχνό φεγγαρόφωτο κι έτσι δεν χρειαζόταν ν’ ανάψει κάποιο φως. Εξάλλου, το φως δεν ήταν και τόσο σημαντικό. Είχε άλλες ικανότητες. Ο άντρας ονόματι Τζακ οσμίστηκε τον αέρα. Αγνόησε τις μυρωδιές που είχαν μπει στο δωμάτιο μαζί του, απέρριψε τις άλλες που μπορούσε σίγουρα να αγνοήσει, επικεντρώθηκε στην οσμή αυτού που είχε έρθει να βρει. Μύριζε το παιδί: μια μυρωδιά γάλακτος, σαν μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας, και η ξινή μυρωδιά μιας υγρής πάνας. Μύριζε το βρεφικό σαμπουάν στα μαλλιά του μωρού και κάτι μικρό και λαστιχένιο –ένα παιχνίδι, σκέφτηκε, και μετά, όχι, κάτι για να το πιπιλάει– που είχε μαζί του το παιδί. Το παιδί ήταν εδώ νωρίτερα. Δεν ήταν εδώ πια. Η μύτη του τον οδήγησε κάτω στις σκάλες, στο κέντρο του ψηλού και στενού σπιτιού. Έλεγξε το μπάνιο, την κουζίνα, την ντουλάπα για το στέγνωμα των ρούχων, και, στο τέλος, την είσοδο στον κάτω όροφο. Εκεί υπήρχαν μόνο τα ποδήλατα της οικογένειας, ένας σωρός με άδειες σακούλες από ψώνια, μια πάνα πεταμένη στο πάτωμα, και οι περιπλανώμενες τολύπες ομίχλης που είχαν τρυπώσει στην είσοδο απ’ την εξώπορτα. Απ’ το στόμα του άντρα ονόματι Τζακ βγήκε ένας μικρός ήχος, ένα γρύλισμα που εξέφραζε ταυτόχρονα απογοήτευση και ικανοποίηση. Έχωσε το μαχαίρι στη θήκη του, στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, και βγήκε στον δρόμο. Υπήρχε φως απ’ το φεγγάρι, υπήρχαν και φώτα απ’ τον δρόμο, αλλά η ομίχλη έπνιγε τα πάντα, θάμπωνε το φως και σκέπαζε τους ήχους, γέμιζε τη νύχτα με σκιές και την έκανε ύπουλη. Κοίταξε στους πρόποδες του λόφου, προς τα φώτα απ’ τα κλειστά μαγαζιά, μετά προς τον δρόμο, όπου τα τελευταία ψηλά σπίτια ελίσσονταν προς τα πάνω κι έφταναν ως τη σκοτεινιά του παλιού νεκροταφείου.
16|
N eil G aim an
Ο άνδρας ονόματι Τζακ οσμίστηκε τον αέρα. Έπειτα, χωρίς να βιάζεται καθόλου, άρχισε να ανηφορίζει τον λόφο. Από τότε που το παιδί έμαθε να περπατάει, οι γονείς του χαίρονταν μα και απελπίζονταν, γιατί τρελαινόταν να γυροφέρνει, να σκαρφαλώνει, να τρυπώνει και να βγαίνει απ’ όπου έβρισκε. Εκείνο το βράδυ το ξύπνησε κάτι που έπεσε με θόρυβο στο κάτω πάτωμα. Μόλις ξύπνησε, άρχισε γρήγορα να βαριέται, και βάλθηκε να ψάχνει έναν τρόπο να βγει απ’ την κούνια του. Είχε ψηλά κάγκελα, σαν τις πλευρές στο πάρκο του στον κάτω όροφο, αλλά πίστευε ότι μπορούσε να σκαρφαλώσει. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάτι για να πατήσει… Τράβηξε τον μεγάλο χρυσαφή αρκούδο του στη γωνία της κούνιας, και μετά, ενώ κρατιόταν απ’ τις σανίδες με τα μικρούλικα χεράκια του, έβαλε το ένα του πόδι στο πόδι του αρκούδου και το άλλο στο κεφάλι του, τραβήχτηκε ώσπου να έρθει σε όρθια στάση κι έπειτα μισοσκαρφάλωσε-μισογκρεμίστηκε πάνω απ’ τις σανίδες και βρέθηκε έξω απ’ την κούνια. Προσγειώθηκε μ’ έναν υπόκωφο γδούπο σ’ ένα μικρό ύψωμα από γούνινα, χνουδωτά παιχνίδια, που κάποια απ’ αυτά ήταν δώρα από συγγενείς για τα πρώτα του γενέθλια, λιγότερο από έξι μήνες νωρίτερα, και κάποια άλλα του είχαν μείνει απ’ την αδερφή του που ήταν μεγαλύτερη. Ξαφνιάστηκε όταν έπεσε στο πάτωμα, μα δεν έκλαψε: αν έκλαιγες, έρχονταν και σ’ έβαζαν ξανά στην κούνια σου. Βγήκε απ’ το δωμάτιο μπουσουλώντας. Το ανέβασμα στις σκάλες ήταν περίπλοκη υπόθεση και δεν το κατάφερνε ακόμα πολύ καλά. Το κατέβασμα, όμως, ήταν σχετικά εύκολο, όπως είχε ανακαλύψει, και τις κατέβηκε καθιστό, χτυπώντας από σκαλί σε σκαλί με το καλά προστατευμένο απ’ την πάνα ποπουδάκι του. Πιπίλισε τη λίλα του, την πλαστική πιπίλα για την οποία η μαμά είχε αρχίσει να του λέει ότι ήταν πια μεγάλος. Η πάνα του είχε χαλαρώσει όση ώρα κατέβαινε τη σκάλα, κι όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι στην είσοδο και στάθηκε
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 17
όρθιο, του έπεσε τελείως. Την άφησε στο πάτωμα και περπάτησε χωρίς αυτή. Φορούσε μόνο το φανελάκι με το οποίο κοιμόταν. Οι σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιό του και στην οικογένειά του ήταν απότομες, η εξώπορτα όμως ήταν ανοιχτή και δελεαστική… Βγήκε απ’ το σπίτι κάπως διστακτικά. Η ομίχλη τον αγκάλιασε σαν φίλος που ξαναβρίσκεις έπειτα από καιρό. Και ύστερα, λίγο αβέβαια στην αρχή μα μετά με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα και αυτοπεποίθηση, ανέβηκε παραπατώντας τον λόφο. Όσο ανέβαινες προς την κορυφή του λόφου, η ομίχλη γινόταν πιο αραιή. Το μισοφέγγαρο φώτιζε, όχι σαν να ήταν μέρα βέβαια, σε καμία περίπτωση, αρκετά όμως για να μπορεί κάποιος να δει το νεκροταφείο. Ρίξτε μια ματιά. Θα βλέπατε το εγκαταλειμμένο παρεκκλήσι, με τις σιδερένιες πόρτες του κλειδωμένες με λουκέτο, τον κισσό που σκέπαζε το επιστέγασμα, ένα δεντράκι που είχε φυτρώσει σ’ ένα ρείθρο κι έφτανε στο ύψος της στέγης. Θα βλέπατε ταφόπετρες και τάφους και νεκρικές κρύπτες κι επιμνημόσυνες επιγραφές. Θα βλέπατε πού και πού έναν λαγό ή έναν αρουραίο ή μια νυφίτσα να πετάγεται απ’ τα χαμόκλαδα και να εξαφανίζεται γοργά στο μονοπάτι. Θα τα βλέπατε όλα αυτά, στο φως του φεγγαριού, αν ήσασταν εκεί εκείνο το βράδυ. Ίσως δεν θα βλέπατε μια χλωμή, στρουμπουλή γυναίκα να περπατάει στο μονοπάτι κοντά στις μπροστινές πύλες, αλλά κι αν τη βλέπατε, με μια δεύτερη, πιο προσεκτική ματιά θα συνειδητοποιούσατε ότι ήταν μόνο ομίχλη, φεγγαρόφωτο και σκιά. Η στρουμπουλή, χλωμή γυναίκα ωστόσο ήταν εκεί. Περνούσε ανάμεσα από διάφορες μισοσπασμένες ταφόπετρες με κατεύθυνση τις πύλες. Οι πύλες ήταν κλειδωμένες. Τις κλείδωναν πάντα τον χειμώνα στις τέσσερις το απόγευμα και το καλοκαίρι στις οχτώ το βράδυ. Το μισό κομμάτι του νεκροταφείου ήταν φραγμένο από κάγκελα με αιχμηρές κορυφές, και το άλλο μισό από έναν ψηλό τουβλότοι-
18|
N eil G aim an
χο. Τα κάγκελα ήταν στενά: ένας ενήλικας δεν θα μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους, ούτε κι ένα παιδί γύρω στα δέκα… «Όουενς!» φώναξε η χλωμή γυναίκα, κι η φωνή της θα μπορούσε να είναι το θρόισμα του ανέμου στο ψηλό χορτάρι. «Όουενς! Έλα να δεις κάτι!» Κάθισε στις φτέρνες της και άρχισε να περιεργάζεται κάτι στο έδαφος, καθώς μια σκιά κινούνταν στο φως του φεγγαριού και όταν πλησίασε φάνηκε πως ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε που είχε αρχίσει να γκριζάρει. Χαμήλωσε το βλέμμα προς τη γυναίκα του, έπειτα κοίταξε αυτό που κοιτούσε κι αυτή κι έξυσε το κεφάλι του. «Κυρά Όουενς;» είπε, γιατί ερχόταν από μια εποχή που σεβόταν τους τύπους πολύ περισσότερο απ’ τη δική μας. «Μη μου πεις ότι αυτό που βλέπω είναι αυτό που νομίζω!» Εκείνη τη στιγμή το πλάσμα που επιθεωρούσε φάνηκε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της κυρίας Όουενς, γιατί άνοιξε το στοματάκι του κι η πιπίλα του έπεσε στο έδαφος, κι άπλωσε το μικρό, στρουμπουλό χεράκι του ακριβώς σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί απ’ το ωχρό δάχτυλο της κυρίας Όουενς. «Αν αυτό εδώ δεν είναι μωρό, εγώ είμαι τρελός», είπε ο κύριος Όουενς. «Μα φυσικά και είναι μωρό», είπε η γυναίκα του. «Και το ερώτημα είναι τι θα το κάνουμε». «Τολμώ να πω πως αυτό είναι ένα πολύ καλό ερώτημα, κυρά Όουενς», είπε ο σύζυγός της. «Όμως δεν πρέπει να απασχολεί εμάς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το μωρό είναι ζωντανό, επομένως δεν έχει καμία σχέση με μας και δεν είναι μέρος του δικού μας κόσμου». «Αχ, κοίταξέ το πώς χαμογελάει!» είπε η κυρία Όουενς. «Τι γλυκό χαμόγελο που έχει!» είπε, και με το άυλο χέρι της χάιδεψε τα αραιά ξανθά μαλλάκια του παιδιού κι αυτό άφησε ένα γελάκι όλο ευχαρίστηση. Ένας παγερός άνεμος φυσούσε στο νεκροταφείο και διέλυε την ομίχλη στις πιο χαμηλές πλαγιές (το νεκροταφείο δέσποζε σ’
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 19
ολόκληρη την κορυφή του λόφου, και τα μονοπάτια του ελίσσονταν προς τα πάνω στον λόφο, αλλά και στις παρυφές του, σαν να γυρνούσαν γύρω απ’ τον εαυτό τους). Ακούστηκε ένας θόρυβος σαν τράνταγμα: κάποιος ήταν στην κεντρική πύλη του νεκροταφείου και την ταρακουνούσε, έκανε την παλιά καγκελόπορτα, το λουκέτο και την αλυσίδα που τη συγκρατούσε να βροντούν. «Να, ορίστε», είπε ο Όουενς, «ήρθε η οικογένεια του παιδιού να το πάρει πίσω στη ζεστή αγκάλη της. Άσ’ το να πάει», πρόσθεσε, γιατί η κυρία Όουενς είχε αγκαλιάσει το νήπιο με τα άυλα χέρια της και το χάιδευε. «Τούτος εκεί δεν μοιάζει να είναι οικογένεια κανενός», είπε η κυρία Όουενς. Ο άντρας με το σκούρο παλτό είχε σταματήσει να τραντάζει την κεντρική πύλη κι εξέταζε την πλαϊνή, που ήταν πιο μικρή. Ήταν καλά κλειδωμένη κι αυτή. Τη χρονιά που πέρασε είχαν γίνει βανδαλισμοί στο νεκροταφείο και το συμβούλιο είχε λάβει μέτρα. «Έλα, λοιπόν, κυρά Όουενς, άσ’ το να φύγει. Έλα, καλή μου», είπε ο κύριος Όουενς, κι αμέσως μετά είδε ένα φάντασμα κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, και δεν μπορούσε να σκεφτεί να πει τίποτε άλλο. Μπορεί να σκεφτείτε –κι αν το σκεφτήκατε, δεν έχετε κι άδικο– ότι δεν είναι λογικό να τα χάσει τόσο πολύ που είδε ένα φάντασμα, αφού κι ο ίδιος ήταν νεκρός, εδώ και μερικές εκατοντάδες χρόνια μάλιστα, κι αφού σχεδόν ολόκληρη την κοινωνική τους ζωή την περνούσαν επίσης με νεκρούς. Υπήρχε, όμως, μια διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς που ήταν στο νεκροταφείο και σ’ αυτό: μια θλιβερή, τρεμουλιαστή μορφή, που είχε το γκρίζο χρώμα που έχουν τα παράσιτα στην τηλεόραση, γεμάτη πανικό και μια ταραχή τόσο εμφανή που κατέκλυσε τους Όουενς σαν να την ένιωθαν και οι ίδιοι. Υπήρχαν τρεις φιγούρες, δύο μεγάλες και μία πιο μικρή, αλλά μόνο η μία ήταν στο επίκεντρο, κι ήταν κάτι περισσότερο από ένα περίγραμμα ή ένα λαμπύρισμα. Η φιγούρα έλεγε: Το μωρό μου! Θέλει να κάνει κακό στο μωρό μου!
20|
N eil G aim an
Ένας θόρυβος. Ο άντρας έξω από τις πύλες έσερνε έναν βαρύ μεταλλικό σκουπιδοτενεκέ απ’ το δρομάκι προς τον ψηλό τουβλότοιχο που περιέβαλλε το νεκροταφείο σ’ εκείνο το κομμάτι. «Προστατέψτε τον γιο μου!» είπε το φάντασμα, και η κυρία Όουενς είχε την εντύπωση ότι η φιγούρα ανήκε σε γυναίκα. Στη μητέρα του μωρού, προφανώς. «Τι σας έκανε;» ρώτησε η κυρία Όουενς, χωρίς να είναι σίγουρη αν το φάντασμα μπορούσε να την ακούσει. Είναι φρεσκοπεθαμένη, η καημενούλα, σκέφτηκε. Ήταν πάντα πιο εύκολο να πεθάνει κάποιος ήρεμα, να ξυπνήσει την ώρα που πρέπει στο μέρος που έχει θαφτεί, να συμβιβαστεί με τον θάνατό του και ν’ αρχίσει τις γνωριμίες με όσους βρίσκονται στο ίδιο μέρος. Αυτή η μορφή που ήταν τώρα μπροστά τους, έβγαζε μόνο ανησυχία και φόβο για το παιδί της, κι ο πανικός της, που οι Όουενς τον ένιωθαν σαν κραυγή χαμηλής έντασης, είχε αρχίσει να τραβάει την προσοχή, καθώς κι άλλες χλωμές φιγούρες έρχονταν προς το μέρος τους από κάθε γωνιά του νεκροταφείου. «Ποια είσαι;» ρώτησε τη φιγούρα ο Γάιος Πομπήιος. Η ταφόπετρά του ήταν πλέον ένα κομμάτι βράχος σημαδεμένο απ’ τον καιρό, αλλά πριν από διακόσια χρόνια είχε ζητήσει ο ίδιος να τον βάλουν να αναπαυτεί μέσα στον λοφίσκο δίπλα απ’ τη μαρμάρινη λειψανοθήκη, αντί να στείλουν τη σορό του πίσω στη Ρώμη, κι ήταν ένας απ’ τους πιο παλιούς πολίτες του νεκροταφείου. Αυτό τον έκανε να παίρνει τις ευθύνες του πολύ στα σοβαρά. «Είσαι θαμμένη εδώ;» «Μα φυσικά και δεν είναι! Με το που την κοιτάς καταλαβαίνεις ότι είναι φρεσκοπεθαμένη». Η κυρία Όουενς πέρασε το ένα της χέρι γύρω απ’ τη γυναικεία σιλουέτα και της μίλησε εμπιστευτικά, με χαμηλή φωνή, ήρεμη και λογική. Απ’ το σοκάκι πίσω απ’ τον ψηλό τοίχο ακούστηκε ένας πάταγος. Είχε πέσει ο σκουπιδοτενεκές. Ένας άντρας είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή του τοίχου, ένα σκούρο περίγραμμα μέσα στα μουντζουρωμένα απ’ την ομίχλη φώτα του δρόμου. Σταμάτησε για μια στιγμή, έπειτα γύρισε για να κατέβει απ’ την άλλη πλευρά του τοίχου, με τα χέρια του να κρατιούνται απ’ την κορυφή και τα
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 21
πόδια του να κρέμονται, ώσπου πήδησε τα λίγα τελευταία μέτρα και βρέθηκε μέσα στο νεκροταφείο. «Μα, γλυκιά μου», είπε η κυρία Όουενς στη φιγούρα, τη μόνη που είχε απομείνει απ’ τις τρεις που είχαν εμφανιστεί στο νεκροταφείο. «Αυτό είναι ζωντανό. Εμείς όχι. Μπορείς να φανταστείς τι…» Το παιδί είχε σηκώσει το κεφαλάκι του και τις κοιτούσε απορημένο. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει τη μία απ’ τις δύο γυναίκες, και μετά την άλλη, αλλά έπιασε μόνο αέρα. Η γυναικεία σιλουέτα ξεθώριαζε πολύ γρήγορα. «Ναι», απάντησε η κυρία Όουενς σε κάτι που κανένας άλλος δεν είχε ακούσει. «Αν μπορούμε, τότε θα το κάνουμε». Έπειτα στράφηκε στον άντρα που ήταν δίπλα της. «Κι εσύ, Όουενς; Θα γίνεις ο πατέρας αυτού του μικρούλη;» «Να γίνω τι;» είπε ο Όουενς και ζάρωσε το μέτωπό του. «Εμείς δεν αποκτήσαμε δικά μας παιδιά», του είπε η γυναίκα του, «κι η μητέρα του μας ζητάει να το προστατεύσουμε. Θα πεις το ναι;» Ο άντρας με το μαύρο παλτό είχε σκοντάψει στον μπερδεμένο κισσό και στις μισοσπασμένες ταφόπετρες. Στάθηκε στα πόδια του και συνέχισε να προχωράει με μεγαλύτερη προσοχή, και ξάφνιασε μια κουκουβάγια που άρχισε να πετάει με αθόρυβα φτερά. Μπορούσε να δει το μωρό και το βλέμμα του ήταν θριαμβευτικό. Ο Όουενς ήξερε καλά τι σκεφτόταν η γυναίκα του όταν μιλούσε μ’ αυτό τον τόνο. Δεν ήταν τζάμπα παντρεμένοι, στη ζωή και στον θάνατο, για πάνω από διακόσια πενήντα χρόνια. «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε. «Είσαι όντως σίγουρη;» «Πιο σίγουρη δεν γίνεται», απάντησε η κυρία Όουενς. «Τότε, ναι. Αν εσύ γίνεις μητέρα του, εγώ θα γίνω πατέρας του». «Τ’ άκουσες;» ρώτησε η κυρία Όουενς την τρεμουλιαστή φιγούρα στο νεκροταφείο, που πλέον ήταν κάτι λίγο πιο ορατό από ένα περίγραμμα, κι έμοιαζε με μακρινή καλοκαιρινή αστραπή που είχε το σχήμα γυναίκας. «Δεν θα ξανάρθει εδώ», είπε η κυρία Όουενς. «Την επόμενη φορά που θα ξυπνήσει, θα βρίσκεται στο δικό της νεκροταφείο, ή οπουδήποτε αλλού είναι να πάει».
2 2|
N eil G aim an
Η κυρία Όουενς έσκυψε προς το μωρό κι άπλωσε τα χέρια της. «Έλα, λοιπόν», είπε με ζεστασιά στη φωνή της. «Έλα στη μαμάκα». Στον άντρα ονόματι Τζακ, που περπατούσε προς το μέρος τους μέσα απ’ το μονοπάτι στο νεκροταφείο με το μαχαίρι να βρίσκεται ήδη στο χέρι του, φάνηκε σαν μια δίνη ομίχλης να είχε τυλίξει το παιδί, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, και το παιδί δεν βρισκόταν πια εκεί: υπήρχε μόνο νοτερή ομίχλη, φεγγαρόφωτο και το χορτάρι που λικνιζόταν στο αεράκι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και οσμίστηκε τον αέρα. Κάτι είχε συμβεί, μα δεν είχε ιδέα τι. Ένα μουγκρητό αναδύθηκε απ’ το βάθος του λαιμού του, κι ακούστηκε σαν θηρίο που κυνηγάει τη λεία του, θυμωμένο κι απελπισμένο. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε ο άντρας ονόματι Τζακ, κι αναρωτιόταν μήπως το παιδί είχε κρυφτεί πίσω από κάτι. Η φωνή του ήταν σκοτεινή και βραχνή, κι είχε μια παράξενη οξύτητα, σαν να είχε ξαφνιαστεί ή μπερδευτεί που άκουγε τον εαυτό του να μιλάει. Το νεκροταφείο δεν πρόδιδε τα μυστικά του. «Είναι κανείς εδώ;» ξαναρώτησε. Έλπιζε ν’ ακούσει το μωρό να κλαίει ή να μουρμουράει λεξούλες, ή να το ακούσει να κινείται. Σίγουρα πάντως δεν περίμενε ν’ ακούσει αυτό που τελικά άκουσε· μια φωνή, απαλή σαν μετάξι, που του είπε: «Μπορώ να σας βοηθήσω;» Ο άντρας ονόματι Τζακ ήταν ψηλός. Αυτός ο άντρας, όμως, ήταν ψηλότερος. Ο άντρας ονόματι Τζακ φορούσε σκούρα ρούχα. Τα ρούχα αυτού του άντρα, όμως, ήταν ακόμα πιο σκούρα. Οι άνθρωποι που τύχαινε να προσέξουν τον άντρα ονόματι Τζακ όταν έκανε τη δουλειά του –και δεν του άρεσε καθόλου να τον προσέχουν– ένιωθαν μια ανησυχία, ή αισθάνονταν άβολα, ή τους καταλάμβανε ένας ανεξήγητος φόβος. Ο άντρας ονόματι Τζακ σήκωσε το βλέμμα του προς τον άγνωστο, και τώρα την ανησυχία την ένιωθε ο ίδιος. «Κάποιον έψαχνα», είπε ο άντρας ονόματι Τζακ, κι έχωσε βιαστικά το δεξί του χέρι στην τσέπη του παλτού του, ώστε το μαχαίρι να είναι κρυμμένο, αλλά και στη θέση του σε περίπτωση που το χρειαζόταν.
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 23
«Σ’ ένα κλειδωμένο νεκροταφείο, μέσα στη νύχτα;» είπε ο άγνωστος. «Να, ήταν ένα μωρό», είπε ο άντρας ονόματι Τζακ. «Απλώς περνούσα από δω κι άκουσα ένα μωρό να κλαίει, και κοίταξα απ’ την πύλη και το είδα. Όποιος κι αν ήταν στη θέση μου, αυτό δεν θα έκανε;» «Επικροτώ το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης σου», είπε ο άγνωστος. «Ωστόσο, ακόμα κι αν κατάφερνες να βρεις το παιδί, πώς σκόπευες να βγεις από δω μ’ αυτό μαζί; Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις πάλι τον τοίχο μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά». «Θα φώναζα μέχρι να έρθει κάποιος να μου ανοίξει», είπε ο άντρας ονόματι Τζακ. Ένα βαρύ κουδούνισμα από κλειδιά. «Τότε λοιπόν, θα ερχόμουν εγώ», είπε ο άγνωστος. «Θα έπρεπε να σου ανοίξω για να βγεις». Διάλεξε ένα κλειδί απ’ τον κρίκο και είπε: «Ακολούθησέ με». Ο άντρας ονόματι Τζακ προχώρησε πίσω απ’ τον άγνωστο. Έβγαλε το μαχαίρι απ’ την τσέπη του. «Εσύ είσαι ο φύλακας, λοιπόν;» «Είμαι, λες; Ναι, κατά κάποιον τρόπο, είμαι», απάντησε ο άγνωστος. Κατευθύνονταν προς τις πύλες κι απομακρύνονταν απ’ το μωρό· ο άντρας ονόματι Τζακ ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Όμως τα κλειδιά τα είχε ο φύλακας. Ένα μαχαίρι μέσα στο σκοτάδι, να τι θα χρειαζόταν μόνο, και μετά θα μπορούσε να ψάχνει το παιδί όλη νύχτα, αν ήταν ανάγκη. Ύψωσε το μαχαίρι. «Αν υπήρχε όντως κάποιο μωρό», είπε ο άγνωστος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του, «δεν θα ήταν εδώ, στο νεκροταφείο. Μάλλον έκανες λάθος. Είναι εντελώς απίθανο να έρθει σ’ αυτό το μέρος ένα παιδί. Το πιο πιθανό είναι ότι θ’ άκουσες κάποιο νυχτοπούλι, και θα είδες μια γάτα ή μια αλεπού. Το μέρος αυτό έχει ανακηρυχθεί επίσημα φυσικό καταφύγιο, ξέρεις, εδώ και τριάντα χρόνια, απ’ όταν έγινε κι η τελευταία ταφή. Σκέψου προσεκτικά, λοιπόν, και πες μου: είσαι σίγουρος ότι αυτό που είδες ήταν παιδί;» Ο άντρας ονόματι Τζακ σκέφτηκε. Ο άγνωστος ξεκλείδωσε την πλαϊνή πύλη. «Μπα, καμιά αλεπού θα πρέπει να ήταν, τελικά», είπε. «Ακριβώς. Βγάζουν πολύ
2 4|
N eil G aim an
περίεργους ήχους, όταν σκούζουν ακούγονται πολύ σαν ανθρώπινο κλάμα. Όχι, όχι. Η επίσκεψή σου στο νεκροταφείο ήταν λάθος κίνηση, κύριε. Κάπου αλλού σε περιμένει το παιδί που ψάχνεις, όχι εδώ», είπε ο άγνωστος. Σταμάτησε να μιλάει κι άφησε τη σκέψη εκεί, να εντυπωθεί στο μυαλό του άντρα ονόματι Τζακ για μια στιγμή, προτού ανοίξει την πύλη με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία. «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία», είπε. «Και είμαι σίγουρος πως ό,τι χρειάζεσαι θα το βρεις εκεί έξω». Ο άντρας ονόματι Τζακ στεκόταν έξω απ’ τις πύλες του νεκροταφείου. Ο άγνωστος στεκόταν μέσα απ’ την πύλη, την κλείδωσε ξανά κι έβαλε το κλειδί στη θέση του. «Εσύ πού θα πας τώρα;» ρώτησε ο άντρας ονόματι Τζακ. «Υπάρχουν κι άλλες πύλες εκτός απ’ αυτή», απάντησε ο άγνωστος. «Το αμάξι μου είναι στην άλλη πλευρά του λόφου. Μην ανησυχείς για μένα. Δεν είσαι καν υποχρεωμένος να θυμάσαι αυτή τη συζήτηση». «Σωστά», είπε ο άντρας ονόματι Τζακ με ευχαρίστηση. «Δεν είμαι». Θυμόταν ότι ανέβαινε στον λόφο, ότι αυτό που νόμιζε πως είναι παιδί ήταν τελικά μια αλεπού, ότι ένας εξυπηρετικός φύλακας τον συνόδευσε ως έξω στον δρόμο. Έβαλε το μαχαίρι στην εσωτερική θήκη του. «Λοιπόν», είπε, «καληνύχτα». «Καληνύχτα και σε σένα», είπε ο άγνωστος που ο Τζακ τον είχε περάσει για φύλακα. Ο άντρας ονόματι Τζακ κατηφόρισε τον λόφο, αναζητώντας το νήπιο. Μέσα από τις σκιές, ο άγνωστος έμεινε να παρακολουθεί τον Τζακ ώσπου χάθηκε απ’ το οπτικό του πεδίο. Ύστερα, προχώρησε μες στη νύχτα, πάνω, όλο και πιο πάνω, ως το επίπεδο μέρος κάτω απ’ το φρύδι του λόφου, εκεί όπου δέσποζε ένας οβελίσκος και μια επίπεδη ταφόπετρα στο έδαφος, αφιερωμένη στη μνήμη του Ιωσία Γουόρδινγκτον, ενός ντόπιου ζυθοποιού, πολιτικού και μετέπειτα βαρονέτου, που πριν από τριακόσια περίπου χρόνια είχε αγοράσει αυτό το παλιό νεκροταφείο και τη γη γύρω του και τα δώρισε στην πόλη για πάντα. Για τον εαυτό του είχε κρατήσει το καλύτερο σημείο πάνω στον λόφο –ένα φυσικό αμφιθέατρο
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 25
που είχε θέα σ’ όλη την πόλη κι ακόμα μακρύτερα– και είχε εξασφαλίσει ότι το νεκροταφείο θα συνέχιζε να υπάρχει, κάτι για το οποίο τον ευγνωμονούσαν οι κάτοικοι του νεκροταφείου, αν και δεν το έδειχναν τόσο πολύ όσο ο ίδιος ο βαρονέτος Ιωσίας Γουόρδινγκτον πίστευε ότι θα έπρεπε να το δείχνουν. Συνολικά, υπήρχαν γύρω στις δέκα χιλιάδες ψυχές στο νεκροταφείο, αλλά οι πιο πολλές κοιμούνταν βαθιά ή δεν ενδιαφέρονταν για τις νυχτερινές υποθέσεις του μέρους, κι αυτή τη στιγμή είχαν μαζευτεί λιγότερες από τριακόσιες στο αμφιθέατρο κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Ο άγνωστος τους πλησίασε, αθόρυβος σαν την ομίχλη, και παρακολουθούσε την εξέλιξη της διαδικασίας, αμίλητος και χωμένος στις σκιές. Ο Ιωσίας Γουόρδινγκτον είχε πάρει τον λόγο. Έλεγε: «Αγαπητή μου κυρία. Η επιμονή σας είναι κάπως… Μα, καλά, δεν βλέπετε πόσο γελοίο είναι όλο αυτό;» «Όχι», είπε η κυρία Όουενς. «Δεν βλέπω». Καθόταν στο έδαφος, με τα πόδια σταυρωμένα, και το ζωντανό παιδί κοιμόταν ακουμπισμένο στον μηρό της. Τα ωχρά της χέρια αγκάλιαζαν τρυφερά το κεφάλι του. «Αυτό που προσπαθεί να πει η κυρά Όουενς, αν μου επιτρέπετε, αξιότιμε κύριε», είπε ο κύριος Όουενς που στεκόταν δίπλα της, «είναι ότι αυτή δεν το βλέπει έτσι. Απλώς θεωρεί ότι κάνει το καθήκον της». Ο κύριος Όουενς είχε γνωρίσει τον Ιωσία Γουόρδινγκτον με σάρκα και οστά τότε που ήταν κι οι δυο ζωντανοί, είχε μάλιστα κατασκευάσει και κάποια έπιπλα για το αρχοντικό του Γουόρδινγκτον, κοντά στο Ίνγκλεσαμ, και τον αντιμετώπιζε ακόμα με δέος. «Το καθήκον της;» Ο Ιωσίας Γουόρδινγκτον κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να απομακρύνει έναν ιστό αράχνης από πάνω του. «Καθήκον σου, κυρία μου, είναι αυτό που έχεις απέναντι στο νεκροταφείο και στους πολίτες που συγκροτούν αυτή την κοινωνία από άυλες υπάρξεις, πνεύματα και άλλα πα-
2 6|
N eil G aim an
ρόμοια όντα, και καθήκον σου, λοιπόν, είναι να επιστρέψεις όσο το δυνατόν πιο σύντομα αυτό το πλάσμα στο φυσικό του περιβάλλον – το οποίο σίγουρα δεν είναι αυτό εδώ». «Μου το έδωσε η μαμά του», είπε η κυρία Όουενς, λες κι αυτό ήταν η απάντηση σε όλα. «Αγαπητή μου γυναίκα…» «Δεν είμαι η αγαπητή σου γυναίκα», είπε η κυρία Όουενς και σηκώθηκε όρθια. «Για να πω την αλήθεια, δεν βλέπω καν τον λόγο που κάθομαι ακόμα εδώ και μιλάω σε σας τους χασομέρηδες γερο-ξεροκέφαλους, τη στιγμή που αυτός ο μικρούλης θα ξυπνήσει σε λίγο και θα πεινάει. Και πού θα του βρω φαγητό σ’ αυτό το νεκροταφείο, ε; Να τι θα ’θελα να μάθω εγώ». «Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που λέω κι εγώ», είπε ψυχρά ο Γάιος Πομπήιος. «Τι θα του δίνετε να φάει; Πώς θα μπορείτε να τον φροντίζετε;» Τα μάτια της κυρίας Όουενς πετούσαν φλόγες. «Μπορώ να τον φροντίσω τόσο καλά όσο και η μητέρα του. Αυτή μου τον έδωσε. Για κοιτάξτε: τον κρατάω, δεν τον κρατάω; Τον ακουμπάω». «Ναι, μα ας είμαστε λογικοί, Μπέτσι», είπε η Μητέρα Σφαγή, ένα μικρούλικο γέρικο πλασματάκι που φορούσε τον τεράστιο σκούφο και την μπέρτα που είχε όσο ζούσε και που μ’ αυτά την είχαν θάψει κιόλας. «Πού θα μείνει;» «Εδώ», απάντησε η κυρία Όουενς. «Μπορούμε να του δώσουμε Ελευθέρας για το Νεκροταφείο». Το στόμα της Μητέρας Σφαγής έγινε σαν ένα μικροσκοπικό όμικρον. «Μα…», είπε. Και πρόσθεσε: «Εγώ, ποτέ». «Μα γιατί όχι; Δεν θα είναι η πρώτη φορά που δίνουμε Ελευθέρας για το Νεκροταφείο σ’ έναν ξένο». «Πράγματι», είπε ο Γάιος Πομπήιος. «Μόνο που εκείνος δεν ήταν ζωντανός». Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, ο άγνωστος κατάλαβε ότι, είτε του άρεσε είτε όχι, πλέον εμπλέκεται στη συζήτηση και βγήκε διστακτικά απ’ τις σκιές, αποσπάστηκε απ’ αυτές σαν ένα κομμάτι σκοτάδι. «Σωστά», συμφώνησε. «Δεν είμαι. Ωστόσο, υποστηρίζω την άποψη της κυρίας Όουενς».
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 27
Ο Ιωσίας Γουόρδινγκτον είπε: «Την υποστηρίζεις, Σίλα;» «Ναι. Καλώς ή κακώς –και πιστεύω ακράδαντα πως είναι καλώς– η κυρία Όουενς κι ο σύζυγός της έχουν πάρει αυτό το παιδί υπό την προστασία τους. Θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από ένα καλόψυχο ζευγάρι για να μεγαλώσει αυτό το παιδί», είπε ο Σίλας. «Θα χρειαστεί ένα ολόκληρο νεκροταφείο». «Και με το φαγητό και τα υπόλοιπα τι θα γίνει;» «Μπορώ να φεύγω απ’ το νεκροταφείο και να επιστρέφω. Μπορώ να του φέρνω εγώ φαγητό», είπε ο Σίλας. «Πολύ ωραία μας τα λες όλα αυτά», είπε η Μητέρα Σφαγή, «αλλά εσύ έρχεσαι και φεύγεις και κανένας δεν ξέρει πού πας και τι κάνεις. Αν σου ’ρθει να λείψεις για καμιά βδομάδα, το αγόρι μπορεί να πεθάνει». «Είσαι σοφή γυναίκα», είπε ο Σίλας. «Καταλαβαίνω γιατί μιλάνε με τόσο μεγάλη εκτίμηση για σένα». Δεν μπορούσε να ελέγξει το μυαλό των νεκρών τόσο καλά όσο των ζωντανών, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιήσει όση κολακεία και πειθώ είχε, αφού ακόμα κι οι νεκροί δεν έχουν ανοσία σ’ αυτά. Έπειτα πήρε την απόφασή του. «Πολύ καλά. Αν ο κύριος και η κυρία Όουενς γίνουν γονείς του, εγώ θα γίνω προστάτης του. Θα μένω στο νεκροταφείο κι αν χρειάζεται να φεύγω, θα φροντίζω να έρχεται κάποιος άλλος στη θέση μου που θα φέρνει φαγητό στο παιδί και θα το προσέχει». Και πρόσθεσε: «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την κρύπτη στο παρεκκλήσι». «Ωστόσο», διαμαρτυρήθηκε ο Ιωσίας Γουόρδινγκτον. «Ωστόσο. Ένα ανθρώπινο ον. Ένα ζωντανό παιδί. Θέλω να πω. Θέλω να πω, δηλαδή… Νεκροταφείο είναι εδώ, όχι παιδικός σταθμός, που να πάρει». «Ακριβώς», είπε ο Σίλας γνέφοντας καταφατικά. «Πολύ σωστή παρατήρηση, κύριε Ιωσία. Ούτε εγώ δεν θα μπορούσα να το θέσω τόσο καλά. Και για τον λόγο αυτό, αν μη τι άλλο, είναι ζωτικής σημασίας να μεγαλώσουμε το παιδί με τρόπο που να επιφέρει όσο το δυνατόν λιγότερη αναστάτωση στην, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ζωή του νεκροταφείου». Και μ’ αυτά τα λόγια πήγε
2 8|
N eil G aim an
προς την κυρία Όουενς και κοίταξε το μωράκι που κοιμόταν στην αγκαλιά της. Ανασήκωσε το φρύδι του. «Έχει όνομα το μωρό, κυρία Όουενς;» «Δεν μου είπε κάτι η μητέρα του», του απάντησε. «Καλά, εξάλλου το παλιό του όνομα δεν θα του χρησιμεύσει και πολύ πλέον. Εκεί έξω είναι αυτοί που το ψάχνουν και θέλουν να του κάνουν κακό. Ας του διαλέξουμε εμείς ένα όνομα, τι λέτε;» είπε ο Σίλας. Ο Γάιος Πομπήιος τους πλησίασε και κοίταξε κι αυτός το παιδί. «Μοιάζει λίγο με τον ανθύπατό μου, τον Μάρκο. Θα μπορούσαμε να το βγάλουμε Μάρκο». Ο Ιωσίας Γουόρδινγκτον είπε: «Μπα, πιο πολύ μοιάζει με τον αρχικηπουρό μου, τον Στέμπινς. Δεν προτείνω βέβαια να το πούμε Στέμπινς το παιδί. Ο άνθρωπος έπινε σαν σφουγγάρι!» «Τώρα που το κοιτάω, σαν να μοιάζει με τον ανιψιό μου τον Χάρι», είπε η Μητέρα Σφαγή, και θα ’λεγε κανείς πως όλοι στο νεκροταφείο ετοιμάζονταν να μπουν στη συζήτηση κι ο καθένας να κάνει τη δική του σύγκριση ανάμεσα στο παιδί και σε κάποιον ξεχασμένο από καιρό, όταν τους διέκοψε η κυρία Όουενς. «Μοιάζει μόνο στον εαυτό του και σε κανέναν άλλον», είπε. «Δεν μοιάζει με κανέναν». «Τότε, ας είναι ο Κανένας», είπε ο Σίλας. «Ο Κανένας Όουενς». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να ανταποκρινόταν στο άκουσμα του ονόματός του, το παιδί άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, εντελώς ξύπνιο. Κοίταξε ολόγυρά του και παρατήρησε τα πρόσωπα των νεκρών, την καταχνιά, το φεγγάρι. Έπειτα κοίταξε τον Σίλα. Το βλέμμα του δεν αποτραβήχτηκε. Ήταν σοβαρό. «Και τι σόι όνομα είναι το Κανένας;» ρώτησε σκανδαλισμένη η Μητέρα Σφαγή. «Είναι το όνομά του. Και μάλιστα είναι μια χαρά όνομα», της είπε ο Σίλας. «Θα βοηθήσει να τον κρατάμε ασφαλή». «Εγώ δεν θέλω μπλεξίματα», είπε ο Ιωσίας Γουόρδινγκτον. Το μωρό σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε και μετά, είτε επει-
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 29
δή πεινούσε είτε επειδή ήταν κουρασμένο, είτε απλώς επειδή του έλειπε το σπίτι του, η οικογένειά του, ο κόσμος του, ζάρωσε το μουτράκι του κι άρχισε να κλαίει. «Άφησέ μας», είπε ο Γάιος Πομπήιος στην κυρία Όουενς. «Θα το συζητήσουμε περαιτέρω χωρίς εσένα». Η κυρία Όουενς περίμενε έξω απ’ το παρεκκλήσι. Με επίσημη απόφαση πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια, το κτίριο, ένα απλό παρεκκλήσι μ’ ένα επιστέγασμα, είχε συμπεριληφθεί στη λίστα με τα κτίρια ιστορικού ενδιαφέροντος. Το δημοτικό συμβούλιο είχε αποφασίσει ότι θα ήταν πολύ ακριβό να το ανακαινίσουν –ένα μικρό παρεκκλήσι σ’ ένα νεκροταφείο πνιγμένο στα χόρτα θεωρούταν ήδη αναχρονιστικό στοιχείο– κι έτσι το κλείδωσαν με λουκέτο και περίμεναν πότε θα καταρρεύσει. Ο κισσός το είχε σκεπάσει ολόκληρο, αλλά ήταν πολύ γερή κατασκευή και δεν θα έπεφτε αυτό τον αιώνα. Το παιδί είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της κυρίας Όουενς. Το κουνούσε απαλά και του τραγουδούσε ένα νανούρισμα πολύ παλιό, το νανούρισμα που της τραγουδούσε η μητέρα της όταν ήταν η ίδια μωρό, την εποχή που οι άντρες άρχιζαν να φοράνε πουδραρισμένες περούκες. Το τραγούδι έλεγε: Κοιμήσου, μωρό μου, κοιμήσου εσύ Κοιμήσου, μέχρι να ξυπνήσεις Κι αν δεν κάνω λάθος, εσύ Τον κόσμο όλο θα τον γυρίσεις. Να χαρίζεις φιλιά και χορό, Τ’ όνομά σου να βρεις, τον κρυφό θησαυρό… Κι η κυρία Όουενς το τραγουδούσε, ώσπου ανακάλυψε πως δεν θυμόταν το τέλος του. Είχε την εντύπωση ότι τελείωνε λέγοντας κάτι για ένα μαλλιαρό ζαμπόν, αλλά αυτό μπορεί και να ήταν εντελώς άλλο τραγούδι, οπότε σταμάτησε κι άρχισε να του τραγουδάει το Φεγγαράκι μου λαμπρό, και μετά απ’ αυτό τραγούδησε, με τη ζεστή χωριάτικη φωνή της, ένα πιο σύγχρονο τραγούδι
3 0|
N eil G aim an
για ένα κουνελάκι που έκανε τρύπες σε ξένο περιβολάκι, και μετά έπιασε μια μακρόσυρτη μπαλάντα για ένα χωριατόπουλο που η κοπέλα του το δηλητηρίασε με πιτσιλωτά χέλια, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, και πάνω εκεί εμφανίστηκε στο παρεκκλήσι ο Σίλας μ’ ένα χαρτοκιβώτιο. «Έτοιμοι, λοιπόν, κυρία Όουενς», είπε. «Έχω εδώ ένα σωρό καλούδια για ένα παιδάκι που μεγαλώνει. Μπορούμε να τα φυλάξουμε στην κρύπτη, σωστά;» Το λουκέτο έπεσε στο χέρι του και τράβηξε τη σιδερένια πόρτα ν’ ανοίξει. Η κυρία Όουενς πέρασε το κατώφλι κι άρχισε να επιθεωρεί με δυσπιστία τα ράφια και τα παλιά ξύλινα στασίδια που έγερναν προς τα πίσω στον τοίχο. Υπήρχαν μουχλιασμένα κουτιά με παλιά αρχεία της ενορίας στη μία γωνία και στην άλλη μια ανοιχτή πόρτα που αποκάλυπτε μια τουαλέτα βικτοριανού τύπου με καζανάκι και νιπτήρα με βρύση μόνο για το κρύο νερό. Το μωρό άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. «Το φαγητό μπορούμε να το βάλουμε εδώ», είπε ο Σίλας. «Είναι δροσερά και θα διατηρείται για πιο πολύ καιρό». Έβαλε το χέρι του στο χαρτοκιβώτιο κι έβγαλε μια μπανάνα. «Και τι είναι αυτό, για να ’χουμε καλό ρώτημα;» ρώτησε η κυρία Όουενς, κοιτώντας το καφεκίτρινο πράγμα με καχυποψία. «Είναι μπανάνα. Ένα φρούτο απ’ τις τροπικές χώρες. Έχω την εντύπωση ότι πρέπει να βγάλουμε το περίβλημά του, κάπως έτσι», είπε ο Σίλας. Το παιδί –ο Κανένας– στριφογύρισε στα χέρια της κυρίας Όουενς, κι αυτή το κατέβασε απ’ την αγκαλιά της και το άφησε στο πάτωμα. Περπάτησε με γρήγορα ασταθή βηματάκια προς τον Σίλα, άρπαξε το μπατζάκι του παντελονιού του και το κράτησε γερά. Ο Σίλας τού έδωσε την μπανάνα. Η κυρία Όουενς το παρακολουθούσε καθώς έτρωγε. «Μπανά-να», είπε διστακτικά. «Δεν το έχω ακούσει ποτέ μου. Τι γεύση έχει;» «Ιδέα δεν έχω», απάντησε ο Σίλας, που έτρωγε μόνο ένα είδος φαγητού, κι αυτό δεν ήταν οι μπανάνες. «Ξέρεις, θα μπορούσες να στρώσεις εδώ μέσα ένα κρεβατάκι για το αγόρι».
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 31
«Α, όχι, δεν υπάρχει περίπτωση. Ο Όουενς κι εγώ έχουμε έναν πολύ χαριτωμένο και ζεστό τάφο κοντά στο χωράφι με τους νάρκισσους κι έχει πολύ χώρο για ένα μωράκι. Κι εξάλλου», πρόσθεσε, επειδή ανησυχούσε μήπως ο Σίλας θεωρήσει ότι απέρριπτε τη φιλοξενία του, «δεν θα ήθελα να σ’ ενοχλεί ο μικρούλης». «Δεν θα μ’ ενοχλεί». Το αγοράκι έφαγε την μπανάνα του. Ό,τι δεν είχε φάει βρισκόταν πασαλειμμένο παντού πάνω του. Ακτινοβολούσε, λερωμένο και με κόκκινα μαγουλάκια. «Νάνα!» είπε χαρούμενα. «Άχου το, τι έξυπνο που είναι!» είπε η κυρία Όουενς. «Και κοίτα πώς τα έκανε! Αχ, κάτσε, βρε σβουρίτσα…», είπε και απομάκρυνε τα κομματάκια της μπανάνας απ’ τα ρούχα και τα μαλλιά του. Έπειτα είπε: «Τι απόφαση πιστεύεις ότι θα πάρουν;» «Δεν ξέρω». «Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω. Το υποσχέθηκα στη μητέρα του». «Έχω υπάρξει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου», είπε ο Σίλας, «αλλά ποτέ δεν έχω υπάρξει μητέρα. Και δεν σκοπεύω να το κάνω τώρα. Ωστόσο, μπορώ να φεύγω από δω…» Η κυρία Όουενς είπε μόνο: «Εγώ δεν μπορώ. Τα κόκαλά μου βρίσκονται σ’ αυτό το μέρος. Το ίδιο και του Όουενς. Δεν πρόκειται να φύγω ποτέ». «Πρέπει να είναι ωραία να νιώθεις πως ανήκεις κάπου. Κάπου που να ξέρεις ότι είναι το σπίτι σου», είπε ο Σίλας. Ο τρόπος που το είπε δεν ήταν καθόλου μελαγχολικός. Η φωνή του ήταν πιο ξερή απ’ την έρημο, και το είπε σαν να έκανε μια δήλωση που δεν μπορεί να την αντικρούσει κάποιος. Η κυρία Όουενς δεν διαφώνησε. «Πιστεύεις ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ ακόμα;» «Όχι πολύ», απάντησε ο Σίλας, αλλά έκανε λάθος. Ψηλά στο αμφιθέατρο η συζήτηση συνεχιζόταν. Ήταν ένα θέμα στο οποίο είχαν ανακατευτεί οι Όουενς κι όχι τίποτα ελαφρόμυαλοι νεοφερμένοι, κι αυτό είχε μεγάλη σημασία, γιατί οι
3 2|
N eil G aim an
Όουενς ήταν ευυπόληπτοι και τους σέβονταν όλοι. Επίσης μετρούσε πολύ και το ότι ο Σίλας είχε προσφερθεί να γίνει προστάτης του αγοριού. Τον Σίλα τον αντιμετώπιζαν με κάποιο επιφυλακτικό δέος, έτσι όπως ζούσε στο μεταίχμιο του κόσμου τους και του κόσμου που είχαν αφήσει. Παρ’ όλα αυτά… Υπό κανονικές συνθήκες, στα νεκροταφεία δεν υπάρχουν δημοκρατικές διαδικασίες, όμως ο θάνατος είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία κι έτσι κάθε νεκρός είχε λόγο και άποψη σχετικά με την παραμονή του ζωντανού παιδιού, κι εκείνο το βράδυ όλοι ήταν αποφασισμένοι να ακουστούν. Ήταν περασμένο φθινόπωρο κι αργούσε να χαράξει. Παρόλο που ο ουρανός ήταν ακόμη σκοτεινός, ακούγονταν τα αυτοκίνητα που περνούσαν στο κάτω μέρος του λόφου, και καθώς ο ζωντανός κόσμος ξεκινούσε για τη δουλειά, ο κόσμος του νεκροταφείου συζητούσε για το παιδί που τους είχε έρθει και για το τι θα το κάνουν. Τριακόσιες φωνές. Τριακόσιες απόψεις. Ο Νεεμίας Τροτ, ο ποιητής απ’ το βορειοδυτικό κομμάτι του νεκροταφείου που βρισκόταν στην πλαγιά του λόφου, είχε αρχίσει να εκφράζει με ρητορείες την άποψή του για το ζήτημα, αν και κανείς απ’ αυτούς που άκουγαν δεν καταλάβαινε ποια ήταν, όταν συνέβη κάτι· κάτι που έκανε κάθε στόμα που είχε γνώμη να σωπάσει, κάτι χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του νεκροταφείου. Ένα τεράστιο άσπρο άλογο, απ’ αυτά που όσοι γνωρίζουν από άλογα θα το έλεγαν «γκρίζο», ανέβηκε πλαγιοποδίζοντας τον λόφο. Το ποδοβολητό απ’ τις οπλές του ακουγόταν προτού καν φανεί, καθώς και το τρίξιμο απ’ τα κλαδάκια των θάμνων που έσπαγαν όταν περνούσε ανάμεσά τους, ανάμεσα απ’ τον κισσό και τα βάτα που φύτρωναν στη λοφοπλαγιά. Ήταν μεγαλόσωμο σαν άλογο Σάιρ, δύο μέτρα περίπου ψηλό. Το άλογο αυτό θα μπορούσε να μεταφέρει στη μάχη έναν ιππότη με όλη του την αρματωσιά, αλλά το μόνο που μετέφερε στη γυμνή του ράχη ήταν μια γυναίκα, ντυμένη στα γκρι απ’ την κορφή ως τα νύχια. Η μακριά φούστα και το σάλι της θα μπορούσαν και να έχουν υφανθεί από παλιούς ιστούς αράχνης.
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 33
Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και ήρεμο. Οι άνθρωποι του νεκροταφείου την ήξεραν, γιατί ο καθένας από μας συναντάει τη Γυναίκα πάνω στον Γκρίζο στο τέλος των ημερών του και δεν την ξεχνάει ποτέ. Το άλογο σταμάτησε δίπλα στον οβελίσκο. Στ’ ανατολικά ο ουρανός φωτιζόταν απαλά από το φιλντισένιο ακτινοβόλο φως της επικείμενης αυγής, που έκανε όσους βρίσκονταν στο νεκροταφείο να αισθάνονται άβολα και να θέλουν να επιστρέψουν στις αναπαυτικές κατοικίες τους. Παρ’ όλα αυτά, κανένας δεν κουνήθηκε. Όλοι παρακολουθούσαν τη Γυναίκα πάνω στον Γκρίζο κι όλοι ήταν μισοενθουσιασμένοι και μισοφοβισμένοι. Γενικά, οι νεκροί δεν είναι προληπτικοί, αλλά την κοιτούσαν όπως ένας Ρωμαίος οιωνοσκόπος θα παρακολουθούσε τα ιερά κοράκια να πετούν κυκλικά, αναζητώντας σοφία, αναζητώντας κάποια ένδειξη. Και η γυναίκα τούς μίλησε. Η φωνή της ήταν σαν να κουδούνιζαν γλυκά χιλιάδες μικροσκοπικά χρυσά καμπανάκια, και τους είπε μόνο: «Οι νεκροί οφείλουν να είναι φιλεύσπλαχνοι». Έπειτα χαμογέλασε. Το άλογο, που όλη αυτή την ώρα ξερίζωνε και μασουλούσε με ευχαρίστηση το παχύ χορτάρι, σταμάτησε. Η γυναίκα ακούμπησε τον λαιμό του και το άλογο έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της. Κάλπασε κάμποσα μέτρα, και μετά έφυγε απ’ την πλαγιά και τριπόδισε με άνεση στον ουρανό. Οι βροντερές οπλές του ήχησαν σαν κάποιος απόμακρος κεραυνός της αυγής, και μέσα σε λίγα λεπτά δεν φαινόταν πια. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται ότι έγινε οι άνθρωποι του νεκροταφείου που ήταν μαζεμένοι στον λόφο εκείνο το βράδυ. Η συζήτηση είχε λάβει τέλος, και με μια απλή ψηφοφορία με το σήκωμα των χεριών η απόφαση είχε παρθεί. Το παιδί που λεγόταν Κανένας Όουενς θα έπαιρνε Ελευθέρας για το Νεκροταφείο. Η Μητέρα Σφαγή κι ο βαρονέτος Ιωσίας Γουόρδινγκτον συνόδευσαν τον κύριο Όουενς στην κρύπτη στο παλιό παρεκκλήσι και ανακοίνωσαν τα νέα στην κυρία Όουενς. Η κυρία Όουενς δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται απ’ το θαύμα που της περιέγραψαν. «Μα φυσικά», είπε. «Μερικοί από δαύτους εκεί
3 4|
N eil G aim an
πέρα δεν έχουν κουκούτσι μυαλό στο κεφάλι τους. Αυτή, όμως, έχει. Φυσικά κι έχει». Το επόμενο πρωί, προτού ο ήλιος ρίξει τις αχτίδες του σ’ ένα γκρίζο πρωινό με βροντές, το παιδί κοιμόταν βαθιά στον περίτεχνο μικρό τάφο των Όουενς (ο Αφέντης Όουενς όσο ήταν εν ζωή κατείχε εξέχουσα θέση ως αρχηγός της συντεχνίας των επιπλοποιών, και οι επιπλοποιοί είχαν φροντίσει να ταφεί με όλες τις τιμές). Ο Σίλας βγήκε απ’ το νεκροταφείο μια τελευταία φορά προτού ξημερώσει. Βρήκε το ψηλό σπίτι στη λοφοπλαγιά, και έλεγξε προσεκτικά τα τρία σώματα και το μοτίβο που είχαν οι μαχαιριές. Όταν είδε όλα όσα ήθελε, βγήκε στη σκοτεινιά του πρωινού μ’ ένα σωρό δυσάρεστες πιθανότητες να μπλέκονται μέσα στο κεφάλι του κι επέστρεψε στο νεκροταφείο, στο παρεκκλήσι όπου κοιμόταν και παρακολουθούσε τις μέρες να αργοκυλάνε. Κάτω, στη μικρή πόλη στους πρόποδες του λόφου, ο άντρας ονόματι Τζακ θύμωνε όλο και πιο πολύ. Εκείνη τη νύχτα την περίμενε πάρα πολύ καιρό, ήταν το αποκορύφωμα μηνών –χρόνων– δουλειάς. Και το ξεκίνημα της βραδιάς ήταν πολλά υποσχόμενο – είχε τακτοποιήσει τρεις ανθρώπους χωρίς κανείς τους να προλάβει να βγάλει κιχ. Και μετά… Μετά είχαν πάει όλα τόσο εξωφρενικά στραβά. Τι στο καλό του ήρθε κι ανέβηκε τον λόφο τη στιγμή που, όπως όλα έδειχναν, το παιδί είχε κατέβει τον λόφο; Μέχρι να πάει στους πρόποδες του λόφου ξανά, τα ίχνη είχαν κρυώσει. Κάποιος θα πρέπει να βρήκε το παιδί, να το πήρε και να το έκρυψε. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Ένας κεραυνός αντήχησε, δυνατός και ξαφνικός σαν πιστολιά, κι η βροχή άρχισε να πέφτει με μεγαλύτερη δύναμη. Ο άντρας ονόματι Τζακ είχε μεθοδικότητα, και σχεδίαζε ήδη την επόμενη κίνησή του: τις επισκέψεις που θα έπρεπε να κάνει σε κάποιους ντόπιους, τους ανθρώπους που θα γίνονταν τα μάτια και τ’ αυτιά του στην πόλη. Δεν ήταν ανάγκη ν’ αναφέρει στη Συνέλευση ότι είχε αποτύχει. Και τέλος πάντων, είπε στον εαυτό του καθώς αποτραβιόταν κάτω απ’ το υπόστεγο ενός μαγαζιού για να προφυλαχτεί απ’ τις
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ σταγόνες της βροχής που έπεφταν σαν δάκρυα, δεν είχε αποτύχει. Όχι ακόμα. Όχι για πολλά χρόνια ακόμα. Υπήρχε άπλετος χρόνος. Χρόνος για να βάλει στη θέση του και το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Χρόνος για να κόψει τον τελευταίο δεσμό. Έπειτα ακούστηκαν οι σειρήνες της αστυνομίας κι από μπροστά του πέρασαν με ταχύτητα πρώτα ένα περιπολικό, μετά ένα ασθενοφόρο και στο τέλος ένα αυτοκίνητο της ασφάλειας με τον φάρο του να αναβοσβήνει, και μόνο τότε ο άντρας ονόματι Τζακ ανέβασε διστακτικά τον γιακά στο πανωφόρι του, χαμήλωσε το κεφάλι κι άρχισε να απομακρύνεται μέσα στο πρωινό. Το μαχαίρι του βρισκόταν στην τσέπη του, ασφαλές και στεγνό μέσα στη θήκη του, προστατευμένο απ’ τη δυστυχία των πραγμάτων.
| 35
3 6|
N eil G aim an
Το β ι β λ ί ο το υ ν ε κ ρ ο τα φ ε ί ο υ
| 37
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2
Μια νέα φιλία
Ο
k α ν ή τ α ν έ ν α ή σ υ χ ο π α ι δ ί με σοβαρά γκρίζα μάτια και πυκνά, ανακατεμένα, ποντικί μαλλιά. Τις περισσότερες φορές ήταν υπάκουος. Είχε μάθει να μιλάει και, από εκείνη τη στιγμή, ζάλιζε τους κατοίκους του νεκροταφείου με ερωτήσεις του τύπου «Γιατί δεν ημπορώ να βγω απ’ το νεκροταφείο;»,
3 8|
N eil G aim an