ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
Πρόλογος Κάνε το καλό Παντοτινή αγάπη Μπράου Το τέλος καραδοκεί Οικογενειακή εκδρομή Ξανθός άγγελος Γκαζιές στον αέρα Η κληρονομιά Ο γαμπρός Χειμώνας Η ζωή μετά Η καλή γειτόνισσα Ο Μαύρος Τα γατσούλια Ο ψεύτης Το όνειρο
11 15 18 22 27 34 36 38 41 45 63 66 69 70 78 79 84
Ο Λαγός 89 Η πρέζα 95 Ο Μάγκας 99 Πέφτουμε 102 Το Μπολντόρι 104 Ο Μπάμπης σύνταξη; 109 Μια ιστορία για τα γεράματα 115 Ο Δάσκαλος 118 Χαμένος 120 Το όνειρο της Ζέβρας 123 Στα μπιλιάρδα 126 Οκτώ με δέκα π.μ. 128 Αμαρτία 143 Μια μέρα στο ΤΕΛ 148 Φλασιά 154 Μοιάζουμε 159 Σαν τα μηχανάκια 163
ΠΡΌΛΟΓΟΣ
Εδώ και χρόνια, φίλοι, γνωστοί, συγγενείς, μου ζητούσαν να γράψω ένα βιβλίο. Ήμουν πάντα μεγάλος παραμυθάς – το ήξεραν όλοι! Να σας πω την αλήθεια όμως, ποτέ δεν κατάλαβα ποια θα ήταν η χρησιμότητα, τι θα γινόταν αν έβγαζα τις ιστοριούλες μου σε χαρτί. Ήμουν και είμαι φυσικά σίγουρος, ότι δεν θα κέρδιζε κάτι η παγκόσμια λογοτεχνία, ούτε ότι θα έκανα κάποια διαφορά, ούτε θα μπορούσα να σταθώ δίπλα σε συγγραφείς που έχουν κουραστεί, έχουν λιώσει, έχουν προσπαθήσει και τελικά τα έχουν καταφέρει να γράψουν κάτι αξιοσημείωτο. Αυτός ο προβληματισμός, μαζί με μια τρελή ανασφάλεια, με κρατούσαν μακριά από ένα τέτοιο εγχείρημα. Άλλωστε, το ψώνιο, τον εγωισμό, την πείνα, που έχω μέσα μου για αναγνωσιμότητα, για δόξα ίσως, πώς να το πω, αυτά που λίγο πολύ τα έχουν όλοι οι άνθρωποι, προσωπικά τα έχω χορτάσει χάρη στη μουσική, οπότε δεν αγχώθηκα ποτέ, δεν πιέστηκα. Όλα άλλαξαν, όταν άρχισα να ανεβάζω ιστορίες· ιστορίες με μοτοσικλέτες, ανθρώπους και μοτοσικλέτες, μοτοσικλέτες και ανθρώπους, στο Facebook και ιδιαίτερα στην αγαπημένη μου ομάδα το MRCG. 11
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
Τότε συνέβη κάτι μαγικό... Είδα χιλιάδες ανθρώπους να τους αγγίζουν αυτές οι ιστορίες, να βγάζουν κάτι... κάτι όμορφο από μέσα τους· να κλαίνε, να γελάνε, να γουστάρουν! Είδα τις ιστορίες, αυτές που ήταν γραμμένες εκεί, στο γραφείο της δουλειάς μου, κάποια μέρα με πίεση, με άγχος, με νεύρα. Ιστορίες που βοηθούν εμένα βασικά, να ταξιδέψω νοητά, να μην ξεχάσω, να μείνω άνθρωπος. Τις είδα να περνούν τα όρια της ομάδας και να ξεχύνονται παντού, να γίνονται viral... Το σημαντικότερο από όλα, όμως, ήταν η αλληλεπίδραση στην πραγματική ζωή! Εκατοντάδες μηνύματα, από ανθρώπους που δεν ήξερα, δεν είχα συναντήσει ποτέ και μου εξέφραζαν την αγάπη τους, την κατανόησή τους, μου έδειχναν ότι αυτά που είχα στην ψυχή και στο μυαλό μου, κάτι τους είχαν δώσει. Δεκάδες άνθρωποι, από όλη την Ελλάδα, ήρθαν επί τούτω με τις μοτοσικλέτες τους, για να πιούμε έναν καφέ, να γνωριστούμε, να κάνουμε μια χειραψία, μια αγκαλιά, να μιλήσουμε, να πιούμε μια μπίρα, να με δουν από κοντά, να με νιώσουν. Πράγματα που κάνουμε όλοι με τους φίλους μας. Δηλαδή, έκανα νέους φίλους. Τι περισσότερο, τι σημαντικότερο μπορούσα να ζητήσω, να αποκτήσω; Αισθάνθηκα –μου έδωσαν να καταλάβω– ότι ήμουν –με έβλεπαν– σαν δικό τους άνθρωπο και όλα αυτά, χάρη στις ιστορίες... Τις ιστορίες! Αυτό με συγκίνησε βαθιά και με έκανε να καταλάβω, να σκεφτώ λιγότερο εγωιστικά και τελικά, να αποφασίσω να προχωρήσω και να κάνω το μεγάλο βήμα να στείλω τα γραπτά μου να δοκιμάσουν την τύχη τους, ίσως να εκδοθούν! Τελικά, έτσι έγινε... 12
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Γιατί, αν αυτές οι λέξεις, αυτές οι προτάσεις που περιέχει αυτό το βιβλίο, μπορούν να δώσουν σε έναν άνθρωπο λίγη χαρά, λίγη αγαλλίαση, να του βγάλουν καλοσύνη, συναισθήματα, να τον κάνουν και κείνον, όπως κι εμένα, να φύγει για λίγο, να πάει κάπου καλύτερα, να θυμηθεί, να κλάψει, να γελάσει... Ε, τότε, ναι! Αξίζει να ταξιδέψουν!
13
ΚΆΝΕ ΤΟ ΚΑΛΌ
Ε
ίμαι στο μπαρ και πίνω μια μπίρα για να καταφέρω να ξυπνήσω και να ξεκινήσει η βραδιά, όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας άνθρωπος, που θα ορκιζόμουν, ότι τον ήξερα. Ψηλός και αδύνατος, καραφλομαλλιάς, με ένα ξεφτισμένο δερμάτινο μπουφάν περασμένης δεκαετίας να κολλάει πάνω του από το μούλιασμα του ψιλόβροχου και με ένα χιλιοχτυπημένο κράνος να κρέμεται στο χέρι του. Όχι, τελικά δεν τον ήξερα, αλλά ήταν τόσο οικεία η μορφή του, μια και την είχα αντικρίσει εκατοντάδες φορές, σε διαφορετικά μέρη, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ήταν ο κλασικός Έλληνας μοτοσικλετιστής, αυτός που δεν έχει πολλά λεφτά, δεν διαθέτει καλό εργαλείο, δεν έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό, δεν σου γεμίζει και πολύ το μάτι, αλλά είναι εκείνος που έχει τη μηχανή του κορώνα στο κεφάλι. Αυτήν έχει για τη δουλειά, για τη βόλτα, με αυτήν πηγαίνει τα παιδιά του στο σχολείο, στις διακοπές, στα ψώνια, με αυτήν ξεκαυλώνει. Κλασική μορφή... Είναι ο τύπος που έχουμε δει όλοι μας, στα στέκια μας, δίπλα μας, ο φίλος μας, ο κολλητός μας, ο άγνωστος που σταμάτησε να βοηθήσει 15
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
στη μέση του πουθενά, όταν μείναμε από λάστιχο, αυτός που μας έμαθε παλιά να στρίβουμε, ο γείτονας που θαυμάζαμε πιτσιρίκια, ο θείος από τα Γιάννενα που ερχόταν τα Χριστούγεννα παγωμένος... Κάθισε και παρήγγειλε μία μπίρα. Τον πλησίασα και πιάσαμε την κουβέντα... Από πού είσαι, τι μηχανή έχεις, τι κάνεις εδώ, πόσα σου έκαψε, αμάν εκείνη η στροφή, μια φορά το ’94, ήμουνα κι εγώ στα Καμένα Βούρλα, δεν είναι λάδια αυτά, γαμάνε οι «ZZ Top», πώς τον έλεγαν εκείνον με το «ZZR», μαλακία το storm... Ήπιαμε, ήπιαμε πολύ, μιλήσαμε, μιλήσαμε πολύ, γελάσαμε, κλάψαμε λίγο, αγκαλιαστήκαμε, σπρωχτήκαμε, ψιθυρίσαμε, φωνάξαμε, πέρασε η ώρα. Όταν σηκώθηκε για να φύγει και πήγε να βάλει το χέρι στην τσέπη, δε δεχόμουν κουβέντα, αυτός επέμενε, «όχι» εγώ, «ναι» αυτός. Με τα πολλά, του είπα και συμφώνησε ότι μόλις δει κάποιον στο μπαρ που συχνάζει στις Σέρρες, κάποιον δικό μας, κάποιον περαστικό, κάποιον μηχανάκια, κάποιον μόνο του, να τον κεράσει ό,τι γουστάρει από εμένα, να τα πιουν στην υγειά μου! Έφυγε με αυτή την υπόσχεση. Πέρασε ο καιρός και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις όμορφες φιλίες του ποδαριού και του δρόμου, τον έβγαλα από το μυαλό μου. Δύο χρόνια μετά, έχω αλλάξει επάγγελμα και ζωή. Είμαι ο ίδιος, αλλά και άλλος ταυτόχρονα. Μπαίνει στο βιβλιοπωλείο ένας τύπος, δικός μας άνθρωπος, μπαμ έκανε! Μεσαίο ύψος, λίγο γεματούλης με κόκκινα μάγουλα, παχιά, γκριζωπά μαλλιά, ανακατεμένα. Φορούσε ένα αδιάβροχο και στο χέρι του είχε ένα καινούργιο κράνος. Όταν τον ρώτησα τι 16
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
ήθελε, μου συστήθηκε, και κείνος με τη σειρά του ρώτησε το όνομά μου. Μου χαμογέλασε όταν του απάντησα, και μου είπε «ευχαριστώ, χρωστάω». Όταν απόρησα γιατί και πώς, ισχυρίστηκε ότι ένα βράδυ που είχε πάει μόνος του για δουλειά στην Καστοριά, πήγε να πιει ένα ποτό σε ένα μαγαζί και έφυγε κομμάτια, αλλά χαρούμενος, γιατί απέκτησε έναν καλό φίλο. Επίσης, δεν πλήρωσε τίποτα, όλα ήταν κερασμένα και όταν ρώτησε τον τύπο γιατί, του είπε ότι ήταν κερασμένα από κάποιον Βολιώτη, που τον είχε κεράσει κάποιος στα Τρίκαλα, τον οποίον είχε κεράσει ένας Σερραίος, που τον είχε κεράσει κάποιος στην Άρτα... Περίεργο πράγμα ο δρόμος, νομίζεις ότι φεύγεις, αλλά τελικά όλο κύκλους κάνεις και πάντα μα πάντα βρίσκεις αυτό που ψάχνεις, καλό ή κακό, με γκάζι ή με φρένο, σε στροφές ή σε ευθείες...
17
ΠΑΝΤΟΤΙΝΉ ΑΓΆΠΗ
Έ
να ξημέρωμα που γυρνούσε ο Σταύρος με την μοτοσικλέτα από βραδινή εξόρμηση, αντίκρισε τον γάτο, γατάκι δηλαδή ήταν τότε, μαζεμένο σε μια γωνία, κάτω από το υπόστεγο με τον τσίγκο, που την άραζε στην αυλή του πατρικού του. Ούτε ο θόρυβος της εξάτμισης τον είχε τρομάξει ούτε το σφύριγμα της μηχανής. Σηκώθηκε αμέσως αγέρωχος, ατρόμητος και πήγε και τρίφτηκε εκεί στα ζεστά σίδερα. «Φύγε από εδώ, ρε μαλάκα, θα καείς», του είπε. Τον έσπρωξε μάλιστα απαλά με το πόδι του λίγο παραπέρα. Τίποτα ο γάτος· εκεί. Μόλις την έσβησε και την πάρκαρε στη θέση της, πήδηξε πάνω στη σέλα, δίπλωσε τα πόδια, μάζεψε την ουρά, διπλώθηκε και άρχισε να χουρχουρίζει ευτυχισμένος. Πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες, εκεί αυτός, επάνω, δημιουργώντας μερικές φορές τρυπούλες στη δερματίνη με τα νύχια του. Ο Σταύρος τον άφηνε, ιδίως ύστερα από ένα βράδυ που όλες οι μοτοσικλέτες της γειτονιάς, άλλες δύο που ήταν εκεί δίπλα δηλαδή, βρέθηκαν με φαγωμένα καλώδια από τα ποντίκια, εκτός από τη δική του. 18
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Τον άφηνε, λοιπόν, να την αράζει, τον χαιρόταν και με τον καιρό, τον αγάπησε. Διασκέδαζε με το τρίψιμο πάνω στον κινητήρα, στην εξάτμιση, όταν γύριζε τις νύχτες. Πάντα τον έψαχνε με το βλέμμα του, κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι, και ο γάτος τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος της στροφής. Τον περίμενε υπομονετικά να γυρίσει, οποιαδήποτε ώρα, ανεβασμένος στην αυλόπορτα, με την ουρά μαζεμένη, γύρω από τα πόδια και με μια έκφραση αγωνίας. Τα κυριακάτικα πρωινά, ο Στάυρος άπλωνε τα εργαλεία πάνω σε μια πετσέτα, έπαιρνε τα πανιά, ένα σκαμνάκι και κατσαβίδιαζε· μια ιεροτελεστία που την περίμενε όλη την εβδομάδα. Τον ξεκούραζε. Δίπλα, ο πατέρας του σε ένα μεταλλικό τραπεζάκι έπινε ούζο, απολαμβάνοντας τους μεζέδες που η κυρά του σπιτιού έφερνε. Η αλήθεια είναι ότι τους συνόδευε με λίγη μουρμούρα, για το πότε θα βάλει μυαλό ο κανακάρης της. Ο γάτος εκεί, κοντά τους πάντα, σηκωνόταν μόνο για να τσιμπήσει κανένα καλαμαράκι που του έδινε ο κυρ Λεωνίδας ή κανένα κομματάκι κεφτέ και μετά επέστρεφε στη θέση του. Πάνω στη σέλα, έστω κι αν αυτή ήταν βγαλμένη και ακουμπισμένη στο τσιμέντο της αυλής. Τότε γέλαγαν δυνατά και οι δύο και έλεγε ο πατέρας χαϊδεύοντας με κυκλικές κινήσεις την κοιλιά του. «Θα στη φάει τη μοτοσικλέτα όπως το πάει ο Σταύρακας, Σταύρο! Χαχα!» Σταύρακα τον έβγαλαν τον γάτο. «Θέλει κι αυτός να την οδηγήσει, να του πάρεις και κανά κράνος!» 19
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
Και δώσ’ του γέλια και πειράγματα, ήταν κι αυτός πια μέλος την οικογένειας. Πέρασαν μερικά χρόνια, ο Λεωνίδας έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, η κυρά Τασία με τα μαύρα σταυροκοπιόταν και λιβάνιζε, κλεισμένη τις περισσότερες ώρες μέσα στο σπίτι. Ο Σταύρος, βρήκε μια πιτσιρίκα, αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν στα γρήγορα ένα παιδάκι, ενώ η κοιλιά της στα καπάκια, φούσκωνε πάλι. Όσο μεγάλωνε η φαμίλια τόσο δούλευε ο Σταύρος, όσο δούλευε ο Σταύρος τόσο τελείωνε το γάλα, τόσο ερχόταν η ΔΕΗ, τόσο χάλαγαν τα υδραυλικά, τόσο ήθελε παπούτσια ο μικρός, τόσο φώναζε η κυρά... «Να τη δώσεις τη μηχανή, θέλουμε λεφτά! Άκουσες, να τη δώσεις που την έχεις εκεί να μαζεύει τη βρόμα, μπας και φύγει και κείνο το βρομόγατο που είναι γαρτζαλωμένο πάνω, που θα μας κολλήσει και καμιά αρρώστια...» Ο Σταύρος αντιστάθηκε βουβά, έναν χρόνο, δύο... Όταν δεν τον έβλεπαν, ξεσκόνιζε τη μηχανή, τη χάιδευε, πέταγε λίγο φαΐ στον Σταύρακα, τον χάιδευε κι αυτόν. Στο τέλος, όμως, η μουρμούρα, έκανε τη δουλειά της, δεν άντεξε την πίεση. Πήρε τηλέφωνο έναν έμπορα που ήξερε, συμφώνησαν τιμή και του είπε να πάει να την πάρει το πρωί, όταν θα έλειπε στη δουλειά· δεν μπορούσε να το αντέξει. Το απόγευμα που επέστρεψε, η γυναίκα του ήταν μέσα στα νεύρα. Τον περίμενε στο πλατύσκαλο με τα χέρια στη μέση. «Παραλίγο να μας βγάλει τα μάτια ο διάβολος». Τότε του έδειξε τα χέρια της που είχαν δύο μεγάλες γρατζουνιές. 20
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ο Σταύρακας το πολέμησε το θέμα, δεν άφησε τη μηχανή να φύγει χωρίς σκληρή μάχη, αντίθετα με τον Σταύρο, που τώρα ντρεπόταν λίγο. Πήγε στο υπόστεγο και είδε τον γάτο κουλουριασμένο σε μια γωνιά στο τσιμέντο, ξεσπιτωμένο, με γυρισμένη την πλάτη, λες και ήξερε το ζωντανό και του είχε νεύρα. Γύρισε, του έριξε μια γατήσια ματιά, από αυτές που σε διαπερνούν, που βλέπουν μέσα σου, που φτάνουν στην ψυχή. «Τη μηχανή μας, ρε Σταύρο;» σα να του έλεγε. Την επόμενη μέρα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, είχε μαζί του τη σέλα κάτω από τη μασχάλη. Πήρε δύο άδειους ντενεκέδες από λάδι, τη στερέωσε επάνω καλά καλά και περίμενε. Ύστερα από λίγο, ο γάτος, με ένα σάλτο, βρέθηκε να είναι ξαπλωμένος πάνω της, κούρνιασε και άρχισε να χουρχουρίζει, όπως πάντα ευχαριστημένος. Εκεί έμεινε, για κάμποσα χρόνια, μέχρι που ένα χειμωνιάτικο πρωινό, τον βρήκαν παγωμένο, ακίνητο και σκληρό, πάνω της. Ο Σταύρος τον σήκωσε απαλά, με δάκρυα στα μάτια και τον έθαψε, έτσι όπως ήταν, μαζί με τη σέλα, σε μια γωνιά στην αυλή που είχε μαλακό χώμα.
21
ΜΠΡΆΟΥ
Ή
ταν αργά το απόγευμα, όταν άλλαξα τον πρωινό. Είχε ξεκινήσει να βρέχει και ο κόσμος ήταν λιγοστός, μια παρέα πιτσιρικάδων σε ένα τραπέζι και δύο συνήθεις ύποπτοι στα ψηλά σκαμπό, να πίνουν ο ένας κονιάκ και ο άλλος «πράσινη», όπως το συνήθιζαν. Πήγα και έβαλα έναν δίσκο στο πικ-απ και άρχισα ανόρεχτα να τακτοποιώ τα ποτήρια, τις μπίρες στο ψυγείο, να μαζεύω πάγο και να καθαρίζω τα τασάκια, την μπάρα, όταν άνοιξε η πόρτα και ένας άγνωστος, αυτήν τη φορά μπήκε μέσα, μισοβρεγμένος και βιαστικός. Τίναξε το νερό από το μπουφάν του, κοίταξε τριγύρω, με φιδίσιο βλέμμα και χωρίς να το σκεφτεί, πήγε και έκατσε στην πιο απομακρυσμένη γωνία του μπαρ, πίσω από τη μηχανή του καφέ. Η τριβή μου σε αυτήν τη δουλειά, αν και πιτσιρικάς, έκανε έναν εσωτερικό μηχανισμό να χτυπήσει συναγερμό. «Μπελάς», μου έλεγε και όλο το σώμα μπήκε κατευθείαν σε αυτό το mood – δεν ήθελα και πολύ. Τον πλησίασα, κοιτάζοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω, το ίδιο όμως έκανε κι αυτός. Δεν μάσησε παρά το ότι είχα το διπλάσιο μέγεθος, κάτι που με έκανε να τσιτώσω ακόμα περισσότερο. Ζήτησε μια «Kaiser», την άφησα μπροστά του, 22
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
μαζί με ένα ποτήρι, που το έκανε αμέσως στην άκρη και τη ρούφηξε από το μπουκάλι. Μέσα στο επόμενο μισάωρο ήπιε άλλες δύο και παρήγγειλε και μια τέταρτη, όταν με φώναξε να πλησιάσω. Μoυ ζήτησε, ευγενικά μεν, αλλά κοιτάζοντάς με μέσα στα μάτια, αν μπορώ να βάλω «AC/DC». Έβαλα τον μαύρο δίσκο και από τις πρώτες νότες, χαλαρώσαμε και οι δύο. Βρήκαμε κοινό παρονομαστή, «δικός μου άνθρωπος», σκέφτηκα, αλλά και αυτός, με χαμόγελο ικανοποίησης, μου ζήτησε να του βάλω άλλη μια μπίρα και δύο σφηνάκια για να τα πιούμε μαζί. Κουνούσα πλέον ρυθμικά το κεφάλι, βάζοντας το πρώτο ποτό της βραδιάς. Τον κοίταξα λίγο καλύτερα. Ήταν καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Κάπου στα σαράντα, μεσαίο ανάστημα, γεροδεμένος με κάτι χέρια σαν τανάλιες κι ένα παγωμένο βλέμμα, που μαρτυρούσε ότι έχει περπατήσει πολύ στη ζωή του. Όσο τον παρατηρούσα, κάτι μου θύμιζε, μα δεν μπορούσα να καταλάβω. Τον πλησίασα, έβαλα άλλα δυο σφηνάκια και αφού τα ήπιαμε, τον ρώτησα. «Είμαι ο Μπράου». Μου είπε μονολεκτικά και όσο τα μάτια μου μαζί με το στόμα μου άνοιγαν από έκπληξη, ρώτησε: «Με θυμάσαι;» Είναι κάποιες μορφές, κάποια ονόματα, κάποιες ιστορίες, εικόνες, που ποτέ δεν μπορείς να ξεχάσεις. Σε όλα αυτά, μέσα και στα εφηβικά μου όνειρα, υπήρχε ο «Μπράου», μια μορφή σχεδόν μυθική, που παρακολουθούσα με δέος από παιδάκι και οι ιστορίες, με αυτόν πρωταγωνιστή, μας είχαν κρατήσει πολλά βράδια συντροφιά στην παλιά γειτονιά, παρέα με τα φιλαράκια, όταν πάνω στα ποδήλατά μας και 23
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
με κοντά παντελονάκια, βγαίναμε στην περιφερειακή οδό και στηνόμασταν με τις ώρες, μήπως και τον δούμε να περνάει σαν σιδερένιος θεός, στη μια ρόδα, πάνω στην ιπτάμενή του μοτοσικλέτα. Από τους μεγάλους, είχε τον χαρακτηρισμό «αλήτης», αλλά για εμάς ήταν κάτι ανάμεσα από Ρομπέν των Δασών και Ζορό, μια και οι ιστορίες που τον συνόδευαν είχαν πολλή αλητεία, πολλή περιπέτεια, αλλά ταυτόχρονα και πολύ ρομαντισμό, ευγένεια και σκληρό τσαμπουκά, σε όποιον το άξιζε και μόνο. Σαν τους ήρωες των βιβλίων που διαβάζαμε δηλαδή, μόνο που το άλογό του ήταν σιδερένιο και φασαριό ζικο. Ακόμη καλύτερα! Ένας δικός μας ήρωας, αλητήριος, όλοι θέλαμε να του μοιάσουμε. Είχαμε ακούσει ότι κάποτε, είχαν πειράξει τον αδελφό του άσχημα και μπήκε με τη μηχανή, σπάζοντας την τζαμαρία μέσα σε ένα μπαρ, για να πάρει εκδίκηση. Πως ήταν με μια κοπέλα και η μηχανή του έφυγε σε μια στροφή και ο ίδιος γύρισε, την κράτησε όρθια με τα χέρια του, σύρθηκε στην άσφαλτο αλλά το κορίτσι δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. Ότι είχε έρθει οδηγός αγώνων από την Αθήνα, με ειδική «αγωνιστική» μοτοσικλέτα, αλλά αυτός με τη δική του, που τη χρησιμοποιούσε κάθε μέρα τον ξεφτίλισε. Ότι μπορούσε να κάνει σούζα για είκοσι χιλιόμετρα σερί. Ότι κάποτε, τον κυνήγησαν αστυνομικοί και δεν μπορούσαν να τον πιάσουν με τίποτα κι όταν κάποια στιγμή τον σταμάτησαν σε μπλόκο, τον παραδέχτηκαν για τις εξωγήινες οδηγικές του ικανότητες και τον άφησαν να φύγει, αφού του έδωσαν πρώτα συγχαρητήρια και... και... 24
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ανάμεσα σε παγωμένη μπίρα και ζεστά σφηνάκια, λυμένοι πλέον και οι δύο, τον ρώτησα, αν όλα αυτά που είχα ακούσει ισχύουν. Γέλασε, πικρά μάλλον... «Όχι, αδελφέ! Μαλακίες είναι όλα αυτά, δεν ξέρω ποιος τα σκέφτηκε, έχω ακούσει κι εγώ κάμποσα και γέλασα! Βέβαια τότε γουστάραμε, μας βόλευαν, τα στηρίζαμε». Κάγκελο εγώ! «Μα πώς γίνεται; Εντάξει, ίσως κάποια να ήταν υπερβολές, αλλά όλα; Γιατί;», αναρωτήθηκα. Σα να κατάλαβε τη σκέψη μου και συνέχισε: «Φτωχόπαιδα ήμασταν! Μια ζωή μεροκάματο και πείνα. Σχολείο δεν πήγα, στο γιαπί δούλευα, μάζευα πορτοκάλια, ό,τι έβρισκα. Οτιδήποτε κάναμε γινόταν από αντίδραση και γιατί το κεφάλι το είχαμε πούτσα... Τσαμπουκάδες, μηχανάκια, φασαρίες, σαν κάποιος να μας κυνηγούσε, ήμασταν σαν άγρια ζώα. Σκεφτόμασταν, δε μας θέλετε εσείς μια, εμείς δε σας θέλουμε δέκα και σιγά σιγά πήραμε μηχανές και οδηγούσαμε “ζω πεθαίνω”, γίναμε αυτό που θα φοβούνταν όλοι. Ήταν στη μέση και τα πιόματα και τα χάπια, ε, δεν ήθελε και πολύ! Χάθηκε πολύς κόσμος, άλλοι μπήκαν φυλακή, έτσι, στη χαζομάρα». Ήπιε μια γουλιά μπίρα και συνέχισε: «Ξέρεις γιατί με φώναζαν Μπράου;» «Γιατί;» Τον ρώτησα, αν και ήμουν σίγουρος, ότι την ήξερα από χρόνια την απάντηση· σίγουρα τον ονόμασαν έτσι από τον θόρυβο της μηχανής από όπου και αν περνούσε ή από καμιά διαστημική γροθιά, που είχε ρίξει και ακούστηκε μέχρι τα περίχωρα. 25
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
«Γιατί ήμουν τόσο λιώμα σχεδόν πάντα και όλο έπεφτα κάτω και ακουγόταν αυτός ο γδούπος “ΜΠΡΡΑΟΥ”. Άσ’ τα, μαλακίες, άσχημες εποχές». Μου ανέφερε κι άλλα για τη ζωή του, πώς γνώρισε τη γυναίκα του, κοριτσάκι ακόμη, και την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά· πώς πούλησε τη μηχανή κι έκοψε τις φασαρίες· πώς αγωνίστηκε να φύγει από τα λιώματα· πώς βρήκε δουλειά σαν άνθρωπος με χίλιες δυσκολίες· πώς έκοψε από τις παρέες· πως ο εφιάλτης του ήταν να μην του μοιάσει ο γιος του... Καθόμουν και τον άκουγα με το στόμα ορθάνοιχτο. Από τη μια γκρεμιζόταν ένας θρύλος και μαζί του μια ολόκληρη εποχή, από την άλλη, γνώριζα έναν άνθρωπο που μου έλεγε αλήθειες. Σκέφτηκα όλους τους απατεώνες, που κατά καιρούς μου έλεγαν ιστορίες για το παρελθόν και για τα κατορθώματά τους, ενώ δεν τους θυμόμουν πουθενά, δεν υπήρχαν τότε... Όλα γίνονταν μακριά, στην Αθήνα, ας πούμε. Χαμογέλασα. Δεν μπήκα καν στον κόπο να τον ρωτήσω. Τον χαιρέτισα στην πόρτα. Έφυγε τρεκλίζοντας, άμαθος πια, μεσήλικας, με υποχρεώσεις και οικογένεια. Πρωί πρωί έπρεπε να πάει για δουλειά. Γύρισε και με κοίταξε, χάιδεψε τη μοτοσικλέτα που ήταν δίπλα του και με χαιρέτισε, σηκώνοντας το χέρι του ψηλά. Ανατρίχιασα! Έστριψε στο δίπλα στενό και χάθηκε, εγώ μπήκα μέσα στη φασαρία να συνεχίσω τη δουλειά. Είχα να χτίσω τον δικό μου θρύλο, να κάνω τις μαλακίες που μου αναλογούσαν, ήταν η σειρά μου!
26
ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΚΑΡΑΔΟΚΕΊ
Ό
λα τελειώνουν παλικάρι, όλα κάνουν έναν κύκλο και μετά τελειώνουν. Έτσι είναι η ζωή. Γι’ αυτό κοίτα να τη χαρείς». Με συμβούλεψε κοιτώντας με στα μάτια και σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι με το κονιάκ για να τσουγκρίσουμε, άλλη μια φορά.
«
Τρεις ώρες σχεδόν πριν, είχα πιει μια κούπα καφέ στη ζέστη του σπιτιού μου και ντύθηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Δεν χρειαζόταν να ανησυχήσω την υπόλοιπη οικογένεια, που κοιμόταν γαλήνια. Όταν ετοιμάστηκα, άνοιξα την πόρτα και με χτύπησε ένα κύμα παγωμένου πραγματικά αέρα, ανακατεμένου με χοντρές σταγόνες βροχής. Ήταν μέσα Φεβρουαρίου, ο χειμώνας υποχωρούσε σταδιακά, αλλά τα δόντια του τα έδειχνε ακόμη καλοακονισμένα. Η θερμοκρασία κοντά στο μηδέν και ο ουρανός κατάμαυρος. Έξι το πρωί και έμοιαζε σα να ήταν μεσάνυχτα. Πάτησα τη μίζα, φόρεσα το κράνος, καβάλησα και περίμενα δύο λεπτά, να κουνηθούν λίγο τα λάδια στον κινητήρα, πριν να βάλω πρώτη, να αφήσω τον συμπλέκτη και σιγά σιγά να ξεκινήσω. 27
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
Πήρα την παλιά εθνική, όπως πάντα, και κινήθηκα βόρεια. Μετά τα πρώτα τριάντα χιλιόμετρα και τις ανηφόρες που ξεκινούσαν, αισθάνθηκα τη θερμοκρασία να πέφτει δραματικά, ενώ η βροχή δυνάμωνε. Ζωάρα, σκέφτηκα και άνοιξα λίγο ακόμη το γκάζι. Αυτά τα ταξιδάκια, αυτές οι χειμωνιάτικες βόλτες, είναι που κάνουν τη διαφορά. Βρίσκεις τα όριά σου, παλεύεις με τον εαυτό σου και όταν καταφέρεις να νικήσεις τις φοβίες και να βγεις από τη σφαίρα της κλειστοφοβικής ασφάλειας που σου δημιουργεί η συνήθεια και η καθημερινότητα, μπαίνεις σε μια νιρβάνα ζηλευτή. Ο οδηγός, η αγριάδα της φύσης και όλα τα στοιχεία της, εναρμονίζονται και δημιουργούν ένα μοναδικό χορευτικό. Σκληρό και πανέμορφο ταυτόχρονα. Έστριψα στην Εγνατία έπειτα από λίγο και ο καιρός έμοιαζε να αλλάζει απότομα. Η βροχή σταμάτησε και ένα απόκοσμο φως γυάλιζε στον ουρανό. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ πόσο όμορφα είναι, όταν οι πρώτες νιφάδες χιονιού, άρχισαν να σκάνε άτσαλα στη ζελατίνα του κράνους. Πριν να το καταλάβω, είχα τεντώσει τα πόδια χαμηλά και προχωρούσα μέσα σε ένα κάτασπρο και γλιστερό δρόμο, προσπαθώντας με υπερένταση, να μην γίνω ένα με το τοπίο. Την ανασφάλεια και τη σκέψη ότι έκανα μεγάλη μαλακία, ενίσχυσε η μεγαλόπρεπη μούτζα, που ήρθε συστημένη από τον οδηγό του εκχιονιστικού, που πάλευε για το μεροκάματο, οδηγώντας το τέρας στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Στην πρώτη έξοδο που βρήκα, βγήκα αμέσως και ύστερα από λίγο, άρχισα να κατηφορίζω. Το χιόνι σταμάτησε αλλά πριν να προλάβω να πάρω μια ανάσα, ξεκίνησε να με χτυπάει με λύσσα μια σκληρή ορεινή βροχή. «Καλύτερα 28
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
έτσι», είπα μέσα μου. Ό,τι και να σημαίνει αυτό, τουλάχιστον μπορούσα πλέον να οδηγώ, κανονικά, με τα πόδια στη θέση τους και χωρίς τον άμεσο κίνδυνο, να γίνω ένα με την άσφαλτο, και να μην μπορώ να αντιδράσω. Προχώρησα κάμποσο, αντικρίζοντας πλέον το βουνό να τελειώνει και τη θέση του να παίρνει ένας κατσουφιασμένος, μουλιασμένος κάμπος. Υπάρχουν πολλά μέσα για να αντιμετωπίσεις τα στοιχεία της φύσης πάνω στη μηχανή, πολλά όπλα, αλλά πάντα και όλα είναι αναποτελεσματικά, όταν μιλάμε για ακραία φαινόμενα. Αδιάβροχα, πολύ καλής ποιότητας, μπότες αδιάβροχες, γάντια τούμπανο, κρατάνε για λίγο, από ένα σημείο και μετά, όμως, το νερό θα δημιουργήσει μια δίοδο και θα σε διαλύσει. Στη δική μου περίπτωση, σταγόνα τη σταγόνα, είχε βρει τον δρόμο της και σε συνδυασμό με τον δυνατό αέρα, είχε τρυπώσει κάτω από το κράνος, στον λαιμό και από εκεί στο στήθος και όπου αλλού μπορούσε να πάει. Τα γάντια, πενήντα κιλά το ένα, έσταζαν σε κάθε κίνηση των δαχτύλων μου. Αισθανόμουν ζεστός ακόμη, αλλά μουσκεμένος. Έπρεπε να κάνω μια στάση, να πάρω μια ανάσα, να αλλάξω την μπλούζα μου τουλάχιστον. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου ένα καφενεδάκι χαμηλό. Φως φαινόταν να λαμπυρίζει κάπου στο βάθος και καπνός σηκωνόταν στον παγωμένο, γκρίζο ουρανό από την καμινάδα. Ανεπαίσθητα, ένιωσα, έστω και νοητά, σε κάθε μόριο του κορμιού μου τη ζέστη της πυρωμένης ξυλόσομπας. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να τεντώσω τα μουλιασμένα μου χέρια, προς το μέρος της, να κλέψω λίγη από την καυτή της ανάσα. Φλας δεξιά και σταματάω. 29
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
Ανοίγω την πόρτα και μου έρχεται κατευθείαν η μυρωδιά του καμένου ξύλου, σε συνδυασμό με βαριά τσιπουρίλα και ντόπιο καπνό. Αυτή η μυρωδιά, που είναι ίδια παντού, η οποία έχει ποτίσει κάθε μόριο των τοίχων, των επίπλων, αυτών των καφενείων. Παράδεισος! Ξεκινάω, καθώς πλησιάζω σε κείνο το τραπέζι που είναι κοντά στη σόμπα, να βγάζω τα γάντια, τα αδιάβροχα, το μπουφάν, να κατεβάζω τις τιράντες από το παντελόνι και οτιδήποτε αισθάνομαι βρεγμένο πάνω μου. Τα τοποθετώ έτσι ώστε να στεγνώσουν σε μια καρέκλα και στην άλλη κάθομαι εγώ. Τεντώνω τα χέρια μπροστά στη σόμπα και σχεδόν ακαριαία, υδρατμοί φεύγουν από πάνω μου, από παντού, από όλο μου το σώμα και εξαφανίζονται στο ζεστό δωμάτιο. Ανατριχιάζω ολόκληρος και έχω και ένα ψιλοτρέμουλο, αλλά η ζέστη αρχίζει να κάνει τη δουλειά της. Συνέρχομαι σιγά σιγά. Βγάζω μια στεγνή μπλούζα από τον σάκο μου και τη φοράω. Ανάβω με δυσκολία ένα τσιγάρο και κοιτάζω στον χώρο να βρω τον καφετζή, που τον αντιλήφθηκα να με κοιτάζει όλο έκπληξη, πίσω από το νικελένιο ψυγείο, με τη μικρή βιτρίνα που παίζει τον ρόλο του μπαρ. «Ένα διπλό κονιάκ, σε παρακαλώ!» Του παραγγέλνω και πριν προλάβω καλά καλά να τελειώσω, ακούω μια βαριά φωνή από πίσω μου. «Κερασμένο». Γυρίζω και βλέπω, δυο τραπέζια μακριά μου, δυο γεροντάκια να κάθονται και να πίνουν τον πρωινό τους καφέ. Με κοιτούσαν με χαμόγελο, αλλά και μια ανησυχία. Τους ευχαρίστησα, τους καλημέρισα και αυτοί πολύ ευγενικά, μου ζήτησαν, αν ήθελα, να πάω να καθίσω μαζί τους. 30
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Σηκώθηκα, τράβηξα την καρέκλα μου μαζί και πήγα δίπλα τους. Το κονιάκ έφτασε μαζί με μεζέ στραγάλια. Ήπια μια μεγάλη γουλιά με βουλιμία, για να ζεσταθεί και το μέσα μου, πράγμα που έγινε αμέσως, καθώς αισθανόμουν το φτηνό αλκοόλ, να κυλάει από τον λαιμό προς το στομάχι, να γεμίζει σιγά σιγά το είναι μου. Πιάσαμε την ψιλοκουβέντα: από πού είσαι;· πού πας;· εσείς εδώ μένετε;· και όλα τα τυπικά που λένε οι άνθρωποι, όταν συναντιούνται πρώτη φορά και κάτω από περίεργες συνθήκες. Με κέρασαν άλλο ένα κονιάκ, πήραν κι αυτοί από ένα. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια, ενώ ο καιρός έξω μας έδειχνε τις άγριες διαθέσεις του, με το ανεμοβρόχι να χτυπάει μανιασμένα στα τζάμια και να κάνει δύσκολη τη ζωή στα δέντρα απέναντι, τα οποία πολεμούσαν για να κρατήσουν τα κλαδιά τους στη θέση τους. «Μα καλά, παιδί μου, πού πας με τέτοιον καιρό; Τρελός είσαι;» με ρώτησε ο ένας από αυτούς με πραγματικό ενδια φέρον. «Τι να κάνουμε, παππού, τι να κάνουμε; Ο καθένας με την τρέλα του. Εμένα αυτή είναι· να καβαλάω και να ταξιδεύω, να κόβω χιλιόμετρα. Με βροχή; Με κρύο; Όπως κάτσει. Δεν το κυνηγάω, αλλά έτυχε! Πάω να βρω φίλους στην άλλη άκρη της Ελλάδας, έχουμε ραντεβού και δεν θα το έχανα με τίποτα!» «Μα με μοτοσικλέτα;» επέμεινε... «Εκεί είναι η ομορφιά, παππού, με τη μοτοσικλέτα! Αν ήταν να είμαι με αμάξι, δε θα το ’κανα καθόλου, δε θα ξεκινούσα, θα καθόμουνα στο τζάκι μου. Δεν ξέρω αν καταλα31
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
βαίνεις, αλλά είναι άλλο πράγμα! Τρέλα; Βλάψιμο; Πες το όπως θέλεις, αλλά είναι άλλο πράγμα...» «Αχ!» Αναστέναξε και κοίταξε κάπου μακριά, κάπου απροσδιό ριστα. Στο δωμάτιο κοιτούσε; Τον απέναντι τοίχο; Αλλά τα μάτια του, το ύφος του, έδειχναν ότι είχε επικεντρωθεί κάπου πολύ μακρύτερα. «Είχα κι εγώ μοτοσικλέτα». Το έβγαλε τελικά από μέσα του κι εγώ καρφώθηκα, τέντωσα τ’ αυτιά μου για να ακούσω με προσοχή. «Είχα, που λες, μια φλορέτα. Την καλή ε; Τη γλήγορη, την ξωκύλιντρη. Την είχα πάρει καινούργια και την είχα... Πού να δεις πώς την είχα... Κούκλα! Με τα κρόσια της, με τις μπάρες της, με τα δίχρωμα λαστιχάκια, αγωνιστικιά εξάτμιση... Από την Αθήνα τα είχα φέρει. Περνούσα στο χωριό κι έκανα στράκες, όλοι με κοιτούσαν, και τα κορίτσια!» είπε και κορδώθηκε λιγάκι. «Και γιατί δεν παίρνεις τώρα ένα μηχανάκι; Δεν χρειά ζεται να βγαίνεις στη βροχή σα κι εμένα, να το έχεις για να κάνεις τις δουλειές σου στο χωρίο. Να παίρνεις την κυρά καμιά Κυριακή με λιακάδα, να τη βάζεις πίσω και να πηγαίνετε για καφεδάκι». Με κοίταξε με ένα βλέμμα στενάχωρο. «Δεν μπορώ, παιδάκι μου. Είμαι γέρος τώρα. Έχω όλα τα κακά της μοίρας μου! Τα αρθριτικά που με βασανίζουν κι αυτό το παλιογόνατο που με πονάει πολύ και κουτσαίνω ώρες ώρες... Γεράματα, τι να πεις; Πού να καβαλήσω μηχανάκι; Να είμαι καλά, όσο μπορώ, και να θυμάμαι τότε που το έκανα... Δεν μπορώ τώρα, πάει!» 32
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Δεν είχα τι να πω. Τι να πεις άλλωστε; Σήκωσα το ποτήρι και του ευχήθηκα υγεία και για πολλά χρόνια να είναι δυνατός και χαρούμενος. «Όλα τελειώνουν, παλικάρι μου. Όλα κάνουν έναν κύκλο και μετά τελειώνουν. Έτσι είναι η ζωή, γι’ αυτό κοίτα να τη χαρείς». Καθώς μου έλεγε αυτά και κοιτώντας με στα μάτια, σήκωσε ψηλά το ποτήρι με το κονιάκ για να τσουγκρίσουμε, άλλη μια φορά... τελευταία. Σηκώθηκα, τους ευχαρίστησα και άρχισα να ντύνομαι, να φοράω τα άρματα, για να πάω να πολεμήσω τη φύση, που μανιασμένη, ήταν σα να με προκαλούσε να δει πόσο βαστάω. Χαιρέτισα, λοιπόν, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Τα λόγια του, αυτό το «δεν μπορώ», μαχαιριά στην καρδιά, σφήνα στο μυαλό... «Δεν μπορώ». Ο αέρας φυσούσε και έβαζε στον άγριο χορό του όλο το τοπίο, που κουνιόταν πέρα δώθε στον ρυθμό του. Η βροχή, χωρίς να με λυπάται, έπεφτε πάνω μου βίαια, για να μου θυμίσει ποιος κάνει κουμάντο. Γύρισα το κλειδί και πάτησα τη μίζα. Ο δρόμος ήταν μπροστά και η μέρα προβλεπόταν αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Όπως πήγα να καβαλήσω, θα ορκιζόμουν ότι με πόνεσε το γόνατο. Γέλασα πίσω από το κράνος. Κι αυτή την ιστορία, την έβαλα μέσα μου, βαθιά μέσα μου... Άνοιξα γκάζι και έφυγα. Όχι ακόμη, ρε καριόλη, όχι ακόμη!
33
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉ ΕΚΔΡΟΜΉ
Τ
ο αυτοκίνητο ανέβαινε βογκώντας τον ανηφορικό όλο στροφές δρόμο. Μέσα όλοι στη θέση τους. Ο πατέρας οδηγός, η μητέρα δίπλα και τα δύο παιδιά στο πίσω κάθισμα, όσο πιο μακριά γινόταν το ένα από το άλλο... Είχα γείρει στο αριστερό παράθυρο και κοίταζα το τοπίο να εναλλάσσετε, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή μου με τα walkman στ’ αυτιά, κουνούσε το κεφάλι της και σιγοτραγουδούσε. Τι σκεφτόμουν, δεν θυμάμαι, αλλά είμαι σίγουρος, ότι κάπου «ταξίδευα», όπως πάντα άλλωστε. Η άγουρη ανοιξιάτικη εξοχή ήταν όμορφη και ο αέρας καθαρός, αν και έφτανε σε εμάς ανακατεμένος με την αναγουλιαστική μυρωδιά του καλοριφέρ. Είχε μια ύπουλη δροσούλα ακόμη. Το κασετόφωνο έπαιζε Πάριο ή Καλογιάννη, όπως σε όλες τις οικογενειακές εξορμήσεις και οι συζητήσεις αραιές και συγκεκριμένες. Ένα περίεργο βουητό, προερχόμενο από το πουθενά, έσπασε το μονότονο γουργουρητό του αυτοκινήτου, που ακούγαμε τόσες ώρες αδιάκοπα, και είδα τον πατέρα μου να κοιτάζει ανήσυχος στον καθρέφτη. Με μία απότομη κίνηση του τιμονιού, τιναχτήκαμε όλοι προς τα δεξιά. Γύρισα τα μάτια πιο πίσω στο παράθυρο και είδα μια φιγούρα να 34
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
ξεπροβάλει, ακριβώς δίπλα μου. Φορούσε ένα πορτοκαλί κράνος, με άσπρα γράμματα, δερμάτινο μπουφάν, γάντια και ήταν σκυμμένος ελαφρά μπροστά. Τον είδα να γυρίζει τον δεξί του καρπό και να εξαφανίζεται. Αμέσως μετακινήθηκα προς τα δεξιά, γράπωσα με τα χέρια μου το κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού αντίστοιχα και χώθηκα όσο πιο μπροστά μπορούσα στο κενό που δημιουργούν, για να βλέπω μακριά... Είδα για λίγο τη μοτοσικλέτα με τον αναβάτη όρθιους και μετά, με μια σχεδόν χορευτική κίνηση, να ρίχνει το σώμα του όλο αριστερά. Η μοτοσικλέτα ακολούθησε την κίνηση αυτή και έπεσαν και οι δύο στην παρατεταμένη αριστερή στροφή. Αμέσως μετά σηκώθηκαν και συνέχισαν στη δεξιά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και πάλι στην αριστερή που ακολουθούσε, επικίνδυνα κοντά. Σε λίγο τους έχασα, μόνο ο μπάσος θόρυβος έμεινε για λίγη ώρα να γεμίζει την ατμόσφαιρα γύρω μας. Κάθισα στη θέση μου αποσβολωμένος, προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τις σκέψης μου. Κάτι περίεργο είχα αισθανθεί, φόβο, δέος, κάτι... Δεν ήμουν σίγουρος. Ο πατέρας μου, ανεβοκατέβασε το κεφάλι του και είπε εκνευρισμένος: «Βρε τον παλιοαλήτη!» Χαμογέλασα και βυθίστηκα στο κάθισμά μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα τι ήθελα να κάνω, τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγαλώσω.
35
ΞΑΝΘΌΣ ΆΓΓΕΛΟΣ
Κ
αι για πες, ρε Πέτρο. Τι είχε γίνει τότε που πήγες στην Κέρκυρα; Τότε, ρε, με την τουριστριούλα!» «Ήταν ουγδόντα ιφτά; Ουγδόντα ουχτό; Θα σε γιαλάσω, δε θμάμαι και καλά. Ήμαν ιγώ με το μπουλντόρτ εννιακόσα και ο Μπαμπς με του τζιεξεράρ. Είχαμαν πάει για δλιά, οικοδουμή, όλη μέρα δλιά σ’ λέου, αλλά τα απογέματα, σαζόμασταν, φτιαχνόμασταν, βάναμε τς κολόνιες μας, παίρναμε τα μηχανάκια και πηγαίνεμε για καμάκια... Ε! Νέα παιδιά ήμασταν... »Ξεκνάμε ένα απόγεμα να πάμε στου κέντρου, να πιούμε καφεδάκ κι μετά όξω, όλο το βραδ, μπαράκια, ντισκοτέκ, χορούς... Χαμός γνότανε, κάθε μέρα τα ίδια... Πάου το λοιπό, εγώ μπροστά και ο Μπαμπς από πίσω. Σιγά σιγά το γκαζ, να μας βλέπνε κιόλας. Μπροστά μ, έτσι όπως πήενα, τσκααάκ... Γκομενάκ κατάξανθου, στ’ μες στου δρόμου, πέριμενε δέκα, δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά απ’ του κέντρου π’ μαζευόμασταν όλα. Πάου δίπλα, σταματάου και τς’ κάνου μι το χερ. »“Αί έλα, ανέβα απάν, μη σκιάζεσαι!” »Δίν’ μια αυτή. Καβάλα, ούτε φοβήθκε, ούτε τίποτα... Καβάλα σ’ λέου με τς μίας... “Καλά θα φάμε”, σκέφτηκα.
«
36
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Πού; Τα λέου; Πού; Μι το χέρ νόημα, μη νομίζς, δε καταλάνινι ντιπ ιλλινικά. Μ’ δίχν αυτή: »“Οκ”, τα λέου. »Τραβάω μια γκαζιά, Α, φέβγ το μπολντόρ, σφαίρα λέμε, τα δίνω κι άλλου, τα δίνω κι άλλου, ήθελα να κάνω και το κομμάτι’μ, ξέρ’ς ισή... Τίπουα αυτή! Κουλώνα. »“Αί κιαρατούλα”, σκέφτουμαι, τώρα θα ιδείς... Κατεβάζου δύο και τα σκάου, “ΜΠΡΑΑΑΦΦΦ”, καντίλ το μπολντόρ. Πάου, πάου, πάου, του κατεβάζου, τα ξανασκάου ζ’ν εθφία όλα μέσα. Τίπουα αυτή! Ούτε κίχ. “Αχ, γαμώ τν Ουλλανδία’ς!” σκάφτομαι. Τώρα θα ιδείς! »Στρουφή μπρουστά, όλο κάτ, βρήκανι τα σίδερα ολομία. Το σκώνω, τέρμα γκαζ, πάλ’ στρουφή, πάλ’ κάτ... Ακούου, “ΓΚΡΑΑΑΑΠ”. “ Πάει του μπουρί”, σκέφτομαι. Το σκόνω, βγαίνου ζ’ν ευθεία, τέρμα, τέρμα του γκαζ, λαμπάδα του μπολντόρ. Α! Σα λυσσαμένου, έκανε, πάλ’ τέρμα του γκαζ, τέρμα λιέμε... Τίπουτα αυτή! Εκεί ακούνη’τ... “Βρε γαμώ τουν Χάνς, πούχ’ς γκόμηνο. Μι πύραυλο σι πηγαί’ν βόλτα ζ’ν Γιρμανία; Δεν ιδρώ’ν τα αυτάκι’ς μι τίποτα;” »Φτάν’μι μι τα πουλλά... Σταματάου, δε προλαβαίνου να πατήσου φρένο, πητάγιτη αυτή σα το γατσούλ! Σάλτο σ’λέου, τρία μέτρα μακριά έφτακε, σα χαμένο τα κοίταγα. Φεύγει πέρα, χάθκε κοσί, μπουχώς, σφαίρα... »“Μπα, γαμώ το Δούναβ, τι έπαθε αυτή”, λέου. »Δε προλαβαίνου να του πω... Νιώθω κάτ’, κάτ’ στου παντελονι’μ! Σκόνωμαι απ’ τ’ σέλα κι τι να δου; »“Μπα γαμώ’τ Φιλανδία’ς... Κατρήθκε!”»
37
ΓΚΑΖΙΈΣ ΣΤΟΝ ΑΈΡΑ
Τ
ον Κώστα, τον «Κώστα τον Καραφλό», είχα να τον συναντήσω χρόνια. Του κόλλησε αυτό το παρατσούκλι από όταν ήμασταν μικρά παιδιά στη γειτονιά. Ήταν εφτά αδέρφια και τα κούρευε όλα ο πατέρας τους με την ψιλή, για να φύγουν οι ψείρες, έτσι του έμεινε. Φορούσε τα δικά μας τα παλιά παπούτσια και ρούχα κι αυτός και τα αδέρφια του, ενώ στις γιορτές έβαζε όλη η γειτονιά ρεφενέ, για να έχουν κάτι στο τραπέζι. Φτώχεια καταραμένη, άγρια φτώχεια, απάνθρωπη. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε, έγινε παλικαράκι και από «Κώστας ο Καραφλός» σε μια στιγμή, έγινε «Κώστας ο Κουρσάρος», η κακιά στιγμή βλέπετε. Έπεσε πάνω σε έναν μαντρότοιχο με το παπί που οδηγούσε και έχασε το μάτι του. Από τότε φοράει ένα γυάλινο. Παρά τη δύσκολη ζωή που αντιμετώπιζε από μικρός, ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Μεγάλη του αγάπη και αδυναμία ήταν τα μηχανάκια. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, καβάλα ήταν. Σα να τον κυνηγούσε κάτι, σα να βιάζονταν. Αγωνιστής από μικρός. Τίποτα δεν του χαρίστηκε. Στο μεροκάματο από παιδί και όπως καταλαβαίνετε με τα 38
ΜΗΧΑΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
πρώτα χρήματα που έπιασε, πήγε και πήρε το πρώτο του παπί, αυτό που στούκαρε. Αγωνιστής και στα μηχανάκια. Όλο έπεφτε, αλλά πάντα σηκωνόταν και τα έδινε όλα ξανά και ξανά, στη μία ρόδα, τέρμα στη στροφή, στην κόντρα, μια πάνω, μια κάτω ήταν και όλο δούλευε και όλο άλλαζε μηχανάκια, μια και όλα τα μετέτρεπε σε ένα μάτσο παλιοσίδερα αργά ή γρήγορα. Το αποτέλεσμα ήταν σε νεαρή ηλικία, ενώ εμείς μόλις είχαμε αρχίσει να παίρνουμε τα πρώτα μας πενηντάρια, αυτός να οδηγεί μοτοσικλέτες όλων των ειδών και τύπων. Σκυφτές και γρήγορες, ψηλόφτερες χωματερές, δίχρονες και τετράχρονες και δώσ’ του τέρμα το γκάζι, σα να ήθελε να προλάβει τη ζωή, να ξορκίσει την καθημερινότητα, τη μοίρα του... Μία μέρα, πριν να παρουσιαστεί στον στρατό, πίναμε ούζα σε ένα καφενείο για να του ευχηθούμε. Το ένα ούζο έφερε το άλλο και το άλλο... και στο τέλος φύγαμε όλοι πατουριασμένοι. Την επόμενη μέρα έμαθα ότι έπεσε, χτύπησε πολύ άσχημα, δεν επανήλθε ποτέ και από «Κώστας ο Κουρσάρος» έγινε «Κώστας ο Χαμένος»... Τον συνάντησα προχθές, ήμουν καβάλα στη μοτοσικλέτα και μίλαγα με έναν φίλο, όταν αισθάνθηκα ένα χέρι στην πλάτη μου. Γύρισα και τον είδα να μου χαμογελάει, με το χαμόγελο αυτό το παιδικό, το αναμάρτητο, με το μάτι στραβό να γυαλίζει, με μια μεγάλη καράφλα πια στο κεφάλι, ρακένδυτος, μύριζε από μακριά τσίπουρο. Του γέλασα, του έκανα ματιά και του έδειξα με το βλέμμα μου το ΧΤ. Το κοίταξε προσεκτικά, έβαλε το ένα χέρι στο στόμα και το άλλο το κουνούσε, για να δείξει τον θαυμασμό του. «Καλό;» με ρώτησε. 39
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΔΕΡΑΚΗΣ
«Τι ρωτάς, ρε Κώστα, αφού είχες τέτοιο! Καλό είναι». «Το πας;» συνέχισε, εννοώντας, αν το πάω γρήγορα, αν το κάνω σούζες, αν το σπάω... «Μόνο εσύ τα κάνεις αυτά, ρε Κώστα, αφού ξέρεις, μόνο εσύ είσαι τιμόνι γερό!» Γέλασε πλατιά και το μάτι του, το καλό, γέλασε κι αυτό μαζί του. «Να προσέχεις, μαλάκα», σοβάρεψε απότομα. «Να προσέχεις» και μου έδειξε με το δάχτυλο το κεφάλι του. «Άσ’ τα αυτά, ρε!», του απάντησα. «Καμιά βόλτα πότε θα πάμε; Να πούμε και στον Αντρέα να έρθει μαζί μας, να πάμε για κανένα άλμα στο δάσος, όπως κάναμε παλιά». Σκοτείνιασε, με κοίταξε σοβαρά μέσα στα μάτια, μια φλέβα πετάχτηκε στο κούτελο. «Το πας, ρεε!», φώναξε. Μόλις με είδε να σοβαρεύω, ξαναχαμογέλασε. «Να προσέχεις, ρε, ας λέω εγώ!» Μου επανέλαβε. Έκανε με το στόμα «μπουμ που μπουμ, μπουμ που μπουμ που», όπως κάνει ένα μονοκύλινδρο και με το δεξί του χέρι έπαιζε ένα αόρατο γκάζι. Με χαιρέτισε με το αριστερό χέρι ψηλά και γύρισε την πλάτη. Έφυγε με αυτό τον χορευτικό βηματισμό, τον παιδικό, τον αθώο, που κρύβει χαρά και άγνοια, σαν το παιδί που θέλει να παίξει κι άλλο κι άλλο...
40