για το επόμενο πόνημά μου.
Ρίχτηκα λοιπόν με τα μούτρα σε μεγαλεπήβολα project.
Το κυριότερο, αφού ξεκίνησα και παράτησα άλλα δύο, ήταν
να γράψω ένα μεγαλοπρεπές μυθιστόρημα. Ξεκίνησα και έφευγε νεράκι, χρησιμοποίησα ότι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια σαν αναγνώστης, όλα τα τερτίπια που κάνουν ένα μυθιστόρημα καλό, και πραγματικά πήγαινε σφαίρα. Έναν
μήνα αργότερα κι ενώ είχα φτάσει στη εκατοστή περίπου
σελίδα, κάθισα να το διαβάσω από την αρχή να του ρίξω μια ματιά και ξενέρωσα.
Δεν ήταν άσχημο, αντιθέτως μια χαρά ήταν, αλλά πρώτα
απ’ όλα έμοιαζε μια από τα ίδια, ήταν μια ιστορία που μέσα στην πρωτοτυπία της, που την είχα εγώ στο μυαλό μου, ένιωθα σαν να την έχω ξαναδιαβάσει και, δεύτερον, δεν ήμουν εγώ, δεν με αντιπροσώπευε, όσες αυτοβιογραφικές αναφορές κι αν είχε μου έμοιαζε ξένο σώμα. Αναστατώθηκα πολύ,
εκνευρίστηκα, στενοχωρήθηκα, γιατί σίγουρα δεν ήθελα να πουλήσω φούμαρα και δηθενιά σε όλους εσάς που με πιστέψατε, αλλά δεν ήθελα επίσης να πλασάρω στον εαυτό μου, που στην πορεία θα έπρεπε να το υποστηρίξει, κάτι που δεν το πίστευα. Τα παράτησα λοιπόν, σταμάτησα να γράφω.
Ένα βράδυ, βγήκα για ουισκάρες με τον φίλο μου τον Παναγιώτη, που αν και μικρότερος τον εμπιστεύομαι πολύ, και του είπα γι’ αυτή την «πνευματική» μου αγανάκτηση, του είπα τους προβληματισμούς μου. Γέλασε και μου είπε: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου! Γράψε, γράψε όπως έκανες πάντα για κάτι που το ξέρεις καλά, κάτι που το βίωσες, που το ένιωσες, που έχεις ιστορίες
να πεις και το αγαπάς. Γράψε για το ροκεντρό, ρε μαλάκα, για μουσικές, για φίλους, για μπαρ, για νύχτες, συναυλίες!
Τόσα έχεις να πεις, όλη σου η ζωή ήταν αυτό το πράγμα!»
Κι έτσι απλά, ξεμπλόκαρα! Όντως, γιατί να σκάω, γιατί να αγχώνομαι, γιατί να θέλω να γίνω, μέσα από ένα γραπτό, κάτι που δεν είμαι; Και στην τελική, αυτό το άλλο, αν δεν
είναι η αλήθεια μου, η προσωπική μου αλήθεια και μόνο αυτή, ποιον θα ενδιαφέρει;
Αργά το βράδυ, γύρισα λίγο ζαλισμένος στο σπίτι και κάθισα μπροστά στον υπολογιστή, ακούμπησα το πληκτρολόγιο και άρχισα αβίαστα να γράφω, να γράφω με την καρδιά μου, με την ψυχή μου, να γράφω χωρίς καλά
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν γράψει υπέροχα βιβλία για τη σκληρή μουσική, τη ροκ. Άνθρωποι που είναι πραγματικά κινητές εγκυκλοπαίδειες και τους θαυμάζω απεριόριστα
που τα θυμούνται όλα, όλα... Τι νούμερο παπούτσι φοράει ο Iggy Pop, πότε έπαιξαν τελευταία φορά στο Ντένβερ οι Deep Purple, ποιο ήταν το προτελευταίο τραγούδι που έπαιζαν οι
AC/DC στην περιοδεία του ’84, ξέρω ’γω. Άνθρωποι που
μελετάνε και μελέτησαν, που έψαξαν, που διάβασαν και μας
άφησαν βιβλία εξαιρετικά, βιβλία που μας έμαθαν και μας
μαθαίνουν, την αληθινή και βαθιά ιστορία της αγαπημένης
μας μουσικής και των λατρεμένων μας ροκ σταρ...
Εγώ δεν είμαι έτσι και πολύ τους ζηλεύω,
δεν θυμάμαι άλμπουμ, δεν θυμάμαι ημερομηνίες, ποτέ δεν ήταν στις προτεραιότητές μου, αλλά θυμάμαι ανθρώπους, ανθρώπους και καταστάσεις.
Θυμάμαι τον φίλο να γελάει δίπλα μου στο μπαρ, θυμάμαι
τον μαλλιά που κοπανιότανε μπροστά στην πρώτη συναυλία
που πήγα, θυμάμαι τον κολλητό που αλητεύαμε μαζί κι έχω
να τον δω δεκαετίες, θυμάμαι την
σι σε μια παραλία με το κασετόφωνο να κοπανάει, θυμάμαι... Και η κατάρα μου τελικά, όσο το σκέφτομαι, είναι ότι θυμάμαι τα πάντα, αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς δεν τα θυμάται το μυαλό, αλλά η καρδιά. Εκεί τα έχω αποθηκεύσει όλα, εκεί μέσα και πονάνε όταν βγαίνουν στην επιφάνεια, πονάνε πραγματικά, κι εδώ έρχεται το τίμημα που έλεγα παραπάνω.
Όσο έγραφα άκουγα μουσική, όσο άκουγα μουσική θυμόμουν, όσο θυμόμουν κατέρρεα και πάλι απ’ την αρχή. Έπινα, κάπνιζα, άκουγα μουσική και έγραφα, έπεσα σε μια λούμπα χρονική, που με πήγε πίσω και ανασύρθηκαν όλα εκείνα τα ψιχουλάκια από την ψυχή μου που με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Βγήκε από μέσα μου ο μικρός, ο έφηβος Γιαννάκης, εκείνος ο άγριος, ο ατρόμητος, ο απερίσκεπτος, και με κοίταζε στα μάτια, αλλά βρέθηκε απέναντι στον σημερινό εαυτό μου και τις πληγές, τις απογοητεύσεις και τον φόβο που ο μισός αιώνας ζωής σ’ αυτό τον πλανήτη τού έχουν δημιουργήσει.
Αυτοί οι δύο μαζί, λοιπόν, δεν τσακώθηκαν, δεν διαφώνη-
σαν, αντιθέτως τα βρήκαν και συμφιλιωμένοι, σε μια έστω
για λίγο ειρηνική συμπόρευση, μου έλεγαν τις ιστορίες τους
και με βασάνιζαν. Μου έλεγε ο μικρός για το τότε, θυμόταν
ο μεγάλος για το τώρα και προχωρούσαμε... Όσο προχωρού-
σαμε η μουσική δυνάμωνε, όσο δυνάμωνε η μουσική ξεπετάγονταν οι ήρωες. Πραγματικά πρόσωπα σε φανταστικές ιστορίες και πραγματικές ιστορίες με φανταστικά πρόσωπα
δημιουργήθηκαν και το πάζλ στηνόταν σαδιστικά όμορφα. Μια απ’ αυτές τις μέρες, τις συναισθηματικά φορτισμένες, έπιασα κουβέντα με μια φίλη που ξέρει πολλά γράμ-
Ροκεντρό
ματα, που ξέρει γενικά, και τη ρώτησα γιατί κάνω τέτοιες βουτιές όταν βρίσκομαι στο παρελθόν, γιατί τελικά βουτάω
τόσο πολύ στο παρελθόν και γιατί όταν το επισκέπτομαι, ενώ ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου, μου βγάζει στην επιφάνεια τέτοια συναισθήματα; Και μου είπε: «Αυτό
που ζούσες τότε μπορεί να ήταν καταπληκτικό, αλλά δεν το καταλάβαινες! Για εσένα τότε δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, ήταν ακόμη μια μέρα, μια συνηθισμένη μέρα, οπότε τώρα που το βλέπεις από απόσταση μπορείς να το εκτιμήσεις, αλλά παράλληλα αισθάνεσαι και ενοχές που δεν μπορούσες, τότε, να το καταλάβεις!»...
Δεν ξέρω αν με βοήθησε ή αν με μπέρδεψε αυτή η «διάγνωση», αλλά σίγουρα με έβαλε σε σκέψεις καθώς το γράψιμο συνεχίζονταν. Οι σελίδες γέμιζαν και το παρελθόν εναλλασσόταν με το παρόν, η αλήθεια με το ψέμα, ο μικρός
με τον μεγάλο τα είχαν τακιμιάσει, περνούσαν μια χαρά κι
εγώ ήμουν στα όρια της κατάρρευσης, ακόμα μια φορά.
Η μουσική, το ταξίδι στον χωροχρόνο, με είχαν διαλύσει, ώσπου κάποια στιγμή τελείωσα... Είπα ότι τελείωσα, δηλα-
δή, γιατί οι ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν δεν τελειώνουν
ποτέ, τα άφησα στην άκρη για λίγο καιρό και μετά άρχισα
να διαβάζω, για να αποφασίσω αν αξίζει να το στείλω στον
εκδοτικό, αν πρέπει να φτάσει σ’ εσάς. Προσπάθησα να το
διαβάσω σαν να το είχε γράψει κάποιος άλλος...
Διάβαζα, έβγαζα, έβαζα, έσβηνα, συμπλήρωνα και στο
τέλος αποφάσισα, με βαριά καρδιά, ποιες ιστορίες πρέπει να μπουν και ποιες πρέπει να περιμένουν. Διάβασα, ξαναδιάβα-
σα και με έκρινα, με έκρινα αυστηρά.
Είναι αυτοβιογραφικές οι ιστορίες; Φυσικά και είναι, παντού και πάντα υπάρχουν διάσπαρτα κομμάτια της ζωής
μου, σκέψεις, αισθήματα, μαθήματα, παθήματα, πόθοι και κατραπακιές, φίλοι, εικόνες, μυρωδιές, ακούσματα, όλα από εμένα πηγάζουν.
Ποιον μπορεί να ενδιαφέρουν; Αξίζει να τυπωθούν, να κυκλοφορήσουν οι ιστορίες ενός μεσήλικα ροκά; Αυτό δεν το ξέρω, εσείς θα το απαντήσετε, αλλά πιστεύω, θέλω να πιστεύω, πως όταν κάτι είναι αληθινό και γραμμένο από τα εσώψυχα, από το μέρος εκείνο της
μόνο από εκεί προέρχονται...
Νομίζω ότι στις σελίδες που ακολουθούν όλοι εσείς, μέσα
από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών, θα βρείτε κάποιον
να σας μοιάζει ή κάποιον που θα σας θυμίσει έναν αγαπημένο, θα θυμηθείτε, θα αναπολήσετε, αλλά θα κοιτάξετε
κατάματα και το σήμερα, γιατί οι ήρωες δεν ζουν όλοι στο
παρελθόν, κάποιοι είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, και ο κοινός τους παρονομαστής είναι πως όλοι έζησαν ή ζουν τη ζωή τους με έναν τρόπο διαφορετικό.
Αυτοί που το άφησαν πίσω ποτέ δεν το ξέχασαν, δεν τους αφήνει να ξεχάσουν, γιατί το ροκεντρό, η ροκ, δεν είναι απλά μουσική, δεν είναι τρόπος ζωής, όπως συχνά πυκνά ακούγεται...
Είναι η ίδια μας η ζωή.
1. ΣΤΑ ΕΞ Α ΡΧΕΙΑ (Κ ΑΤΙ ΣΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΉ)
(Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα, «Τω αγνώστω Θεώ», Φλου, 1979)
Ε
ίχα πάρει μια δερμάτινη τσάντα, είχα ντυθεί όσο
καλύτερα μπορούσα, μ’ ένα καινούργιο τζιν και που-
λόβερ μπλε χρώματος και γυρνούσα στους δρόμους
της Αθήνας, στο κέντρο, ψάχνοντας να βρω και να επικοινωνήσω με τους εκδοτικούς.
Το ίντερνετ υπήρχε, φυσικά, αλλά καμία σχέση με το σήμερα και τα σμάρτφον ήταν σενάριο επιστημονικής
φαντασίας. Τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα τα είχα γραμ-
μένα σ’ ένα μπλοκάκι και προχωρούσα.
Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, μιας και όπου και να έμπαινα βρισκόμουν σε έναν άγνωστο για μένα κόσμο, αλλά
και στα μάτια των ανθρώπων που δούλευαν εκεί κάτι σαν εξωγήινος φάνταζα.
Βλέπετε τα πολλά χρόνια στη νύχτα,
Γιάννης Σιδεράκης
το κεφάλι μου και στους ανθρώπους της μέρας, έμοιαζε επιθετική και απόκοσμη. Αυτό μαζί με τον σωματότυπό μου, αλλά και το σκαμμένο από την «καλοπέραση» πρόσωπο, με έκαναν να μοιάζω απειλητικός.
Στην καλύτερη περίπτωση κάπως τρόμαζαν, στη χειρότερη δεν μου έδιναν σημασία, καταλαβαίνοντας ότι είχαν να κάνουν με έναν διαφορετικό, με έναν άσχετο.
Το κερασάκι ίσως ήταν όταν, μπαίνοντας σε μεγάλο εκδοτικό, βρήκα την υπεύθυνη, που όταν της είπα ότι ετοιμάζω βιβλιοπωλείο, ότι θέλω να γίνω βιβλιοπώλης, μου είπε ότι
της τρώω τον χρόνο, αφού θα άνοιγα σε κάμποσους μήνες...
«Μα, κύριε, γιατί με απασχολείτε; Όταν θα είναι έτοιμο το μαγαζί σας ελάτε από εδώ να βγάλουμε παραγγελία...»
Η απογοήτευσή μου ήταν μεγάλη, εγώ ήθελα βοήθεια και όλοι με απόπαιρναν! Όταν αποφάσισα να ανοίξω βιβλιοπω-
λείο, να αλλάξω τη ζωή μου, το έβλεπα εντελώς ρομαντικά, θεωρούσα, ότι θα μπω σε έναν κόσμο με επίπεδο, με σεβα-
σμό στο βιβλίο, ότι θα συναναστραφώ με ανθρώπους που
θα είχαν μια διαφορετική ματιά, μια διαφορετική λογική,
και ότι αυτό που κουβαλούσα πίσω μου θα με βοηθούσε, θα
ταίριαζε.
Από τις πρώτες μέρες κατάλαβα πόσο μεγάλο λάθος
είχα κάνει. Όλοι, εκτός από φωτεινές εξαιρέσεις, το βιβλίο
το έβλεπαν σαν ένα απλό προϊόν, θα μπορούσαν άνετα αντί
γι’ αυτό να εμπορεύονται κωλόχαρτα ή κάλτσες, ακριβώς το
ίδιο θα ήταν, αρκεί να τους έδινε καλό μεροκάματο.
Εκνευρισμένος, προχώρησα προς το μέρος που αισθανόμουν ασφάλεια, εκεί που θα μπορούσα, παρά τη «στολή» που
φορούσα, να μη μοιάζω διαφορετικός, παρείσακτος, να δω
ανθρώπους που θα αισθάνονταν άνετα μαζί μου και εγώ μ’ αυτούς. Τα πόδια μου με οδήγησαν, σαν από μόνα τους, στα Εξάρχεια.
Φτάνοντας στην πλατεία πήρα μια ανάσα, σαν στο σπίτι μου αισθανόμουν, αλλά ταυτόχρονα και μια μεγάλη στενοχώρια φώλιαζε μέσα μου. Είχαν περάσει, όπως το έβλεπα τότε τουλάχιστον, οι εποχές που μπορούσα άγριος και ελεύθερος να βγω, ν’ ακούσω μουσικές, να μπεκρουλιάσω, να... Χίλια να, τα έβλεπα να χάνονται μπροστά στα μάτια μου. Ακόμα θυμόμουν την πρώτη φορά που είχα βρεθεί εκεί, πιτσιρικάκι ακόμα, με χίλια όνειρα.
Εγώ το είχα επιλέξει, ναι, αλλά και πάλι είναι κάπως
βαρύ να αλλάζεις, είναι μια μεγάλη απόφαση ν’ αφήνεις πίσω
έναν ολόκληρο κόσμο, οικείο σ’ εσένα, εκεί που ξέρεις πώς
να κινηθείς, πώς να μιλήσεις, να τα παρατάς όλα, όσο και
να σ’ έχουν κουράσει, και να αλλάζεις ρότα, ζωή, ώρες που
κυκλοφορείς και ανθρώπους που συναναστρέφεσαι.
Κοίταξα γύρω μου, σταμάτησα στο περίπτερο, πήρα ένα
πακέτο τσιγάρα και κάθισα να πιω ένα καφεδάκι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από τις εποχές που κυκλοφορούσα εδώ
καθημερινά. Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από ανθρώπους, ανακατεμένους μεταξύ τους, ήταν μπροστά μου κι εγώ με χαρά τους χάζευα.
Μεσήλικες φρικιά, με τον αέρα του παλιού, να κυκλοφορούν με ψηλά το κεφάλι, πρεζάκια να ζητούν ένα ευρώ να πάρουν ένα τοστ, φοιτητές και φοιτήτριες με το κατάλληλο ντύσιμο να προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους και τον χώρο τους, ντόπιοι μαθημένοι να πηγαίνουν βόλτα τα
να περπατάει στα ίδια μέρη, στους ίδιους δρόμους, να πατάει τα ίδια πλακάκια που είχαν περπατήσει ο Σιδηρόπουλος, ο Άσιμος, η Γώγου και τόσοι άλλοι ροκεντρόλ ήρωες.
Ήπια τον καφέ μου, κάπνισα ένα τελευταίο τσιγάρο, σηκώθηκα και προχώρησα από την πλευρά που οδηγεί στο κέντρο, βγαίνοντας από τη νοητή γραμμή που ξεχωρίζει αυτή την ιδιαίτερη περιοχή με τον υπόλοιπο κόσμο. Στα
σύνορα...
Τελειώνοντας το στενό, κοίταξα πίσω μου και σκέφτηκα
αναστενάζοντας πότε και αν θα ξαναερχόμουν, πότε και πώς
θα ήμουν, αν θα άλλαζα, αν θα με έπαιρνε, αν θα με αλλοίωνε
κι εμένα η μέρα και το εμπόριο, όπως είχε κάνει σε τόσους
και τόσους άλλους που ξεκίνησαν με όνειρα και προσδοκίες
και κατάντησαν αυτό που κορόιδευαν...
Την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ένα παιδί που
ήταν δεν ήταν 18, με κολλητό μαύρο παντελόνι, μαύρη
μπλούζα και άρβυλα, με πλησίασε.
«Με συγχωρείτε, κύριε!» μου είπε ευγενικά, αλλά και κάπως μάγκικα. «Για τα Εξάρχεια καλά πάω;»
Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω, κάτι μου θύμιζε...
Ροκεντρό
«Ναι!» του είπα και γύρισα το σώμα μου προς τα πίσω, δείχνοντάς του με τον δείκτη τον δρόμο. «Όλο ευθεία θα πας
και θα πέσεις πάνω στην πλατεία».
Με ευχαρίστησε μ’ ένα νόημα και συνέχισε μ’ ένα χοροπηδηχτό βήμα, να πάει να βρει το όνειρό του. Θα είχε κάνει
σίγουρα, πολλές φορές, αυτό το σενάριο στο μυαλό του.
Τον κοίταξα για λίγο να απομακρύνεται και συνέχισα κι
εγώ τον δρόμο μου, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Για τον έναν, ήταν η πρώτη φορά· για τον άλλον, έμοιαζε η τελευταία...
2. AVATAR
(Dio, «Holy Diver», Holy Diver, 1983)
ον είδα να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα καφενείου στην άκρη του πεζοδρομίου, περπατούσα με τον γιο μου, κρατώντας τον από το χέρι. Τον είδα που είχε
καρφωθεί πάνω μου αλλά δεν έδωσα σημασία, δεν τον ήξερα αυτόν τον μπάρμπα. Περνώντας από μπροστά του, άκουσα
να φωνάζει με βροντερή φωνή το όνομά μου. Γύρισα, κάπως
ενοχλημένος είναι η αλήθεια, και τον κοίταξα. Τα πόδια του στραβά, με κάτι ενισχυτικά σαν γάζες στα γόνατα, για να
μπορεί να περπατάει προφανώς, μιας και δεξιά κι αριστε-
ρά του είχε ακουμπισμένες δύο πατερίτσες... Μια μεγάλη
κοιλιά απλωνόταν και του έφτανε σχεδόν μέχρι τα γόνατα
έτσι όπως ήταν καθισμένος, τα χέρια του παρασάνταλα, το στόμα στραβό, κανένα δόντι μέσα και τα μαλλιά του
κάτασπρα σαν φρεσκοπεσμένο χιόνι... Μετά όμως κοίταξα
τα μάτια, τα γαμημένα τα μάτια, που όσα χρόνια και να
περάσουν, ό,τι και να γίνει, σε κάποιους ανθρώπους γυαλί-
ζουν, πετάνε φλόγες... Τα μάτια, όπως έλεγε και ο Τόνυ ο Μοντάνα... δεν λένε ποτέ ψέματα... «DIO; Εσύ;» ψέλλισα κι
έτρεξα να τον αγκαλιάσω...
Υπήρξε μια εποχή στην Ελλάδα, πόσο μάλλον εδώ στην επαρχία, απόλυτης ξηρασίας. Ναι, είχε κλαρίνα, είχε σκυλάδικα, είχε κοστούμια, καινούργια μαγαζιά και βεγγέρες, είχε ποζεράδες με καινούργια αμάξια και γυναίκες ντυμένες σαν παγώνια, είχε πατρίδα και θρησκεία και οικογένεια, υπολείμματα μιας άλλης εποχής καρφιτσωμένα στο προσκήνιο, αλλά για εμάς, τους διαφορετικούς, δεν είχε τίποτα πέρα από ειρωνεία, αποβολές από το σχολείο, κυνηγητό και προσαγωγές από τους γερο-μπάτσους, αποθάρρυνση από τις οικογένειες και ψαλιδισμένα όνειρα. Τότε, για εμάς δεν γινόταν τίποτα, με αποτέλεσμα να έχουμε φτιάξει μόνοι τον κόσμο μας· χτίσαμε τη μυθολογία μας βασισμένοι στις ελάχιστες πληροφορίες που παίρναμε από περιοδικά και νοικιασμένες κασέτες, από τις υπερβολές του ξαδέρφου που ερχόταν από την Αθήνα, από τις κουβέντες των παλιών στις παμπ. Μέσα σ’ αυτές τις καταστάσεις, ο καθένας από εμάς είχε κατασκευάσει τον χαρακτήρα του, τον ήρωά του, και είχε μεταμορφωθεί σ’ αυτόν, πώς είναι ξέρω ’γω τα avatar
τώρα στα παιχνίδια, αλλά στην πραγματική ζωή...
Οτιδήποτε γινόταν από συναυλίες, που δεν γινόταν τίποτα, ήταν για εμάς πρωτόγνωρο και φυσικά ποτέ δεν αφήναμε την ευκαιρία να πάει χαμένη... Καλοκαίρι του 1986 ή 1987, δεν είμαι σίγουρος, μαθαίνουμε ότι θα παίξει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε παραλία της Πρέβεζας... Βασίλης Παπακωνσταντίνου, άσχετο, αλλά και μόνο ότι θα βλέπαμε live κάποιον που στα τραγούδια του ακούς
κομμένες μπλούζες, τα καρφιά μας, σηκώσαμε ή ισιώσαμε τα μαλλιά, πήραμε τα πενηντάρια και ξεκινήσαμε, έτοιμοι
να δημιουργήσουμε, να ζήσουμε πανικό... Όταν φτάσαμε, το πλήθος που είχε μαζευτεί μας απογοήτευσε. «Τι συναυλία είναι αυτή;» συζητάγαμε, μιας και εκεί ήταν όλοι οι κυριλέδες, οι μπαρμπάδες και οι κλαρινογαμπροί από τα γύρω χωριά με τις γκόμενές τους. Παρ’ όλα αυτά μαζευτήκαμε κάτω από το stage, ξεκινήσαμε να πίνουμε με μανία μπύρες
για να είμαστε έτοιμοι, φτιαγμένοι με το που θα σκάσει η πρώτη νότα. Άλλωστε ήταν συναυλία, συναυλία με αληθινούς μουσικούς, με όργανα και ντεσιμπέλ, όπως τα βλέπαμε
να γίνονται στο εξωτερικό. Δεν ήταν βέβαια οι Sex Pistols, οι Iron Maiden, οι Motorhead ή όποιοι άλλοι φαντασιω-
νόμασταν, αλλά ήταν συναυλία, οι περισσότεροι δεν είχαμε ξαναδεί, δεν είχαμε ξαναβρεθεί σε κάτι παρόμοιο...
Με το που ακούστηκε το πρώτο «Γκαγκάαααν» της κιθάρας, ξεκινήσαμε... Δεν μας ενδιέφερε τι έπαιζε, ποιος ήταν πάνω, τι έλεγε, ζούσαμε το όνειρό μας, είχαμε φύγει
από εκεί, είχαμε πάει μακριά, στις μεγάλες αρένες στο Αμέρικα, είχαμε φύγει και ταξιδεύαμε – τα όνειρα για φευγιό είναι άλλωστε παντοδύναμα. Χτυπάγαμε, κλωτσάγαμε, ουρλιάζαμε, ιδρώναμε, αγκαλιαζόμασταν και σπρωχνόμασταν σε έναν άγριο χορό, είχαμε ξεφύγει από τους περιορισμούς του σώματος, ζούσαμε τη ροκ νιρβάνα μας... Σιγά
σιγά όμως, αρχίσαμε να ενοχλούμε το ετερόκλητο πλήθος που ήταν μαζεμένο για να απολαύσει τον καλλιτέχνη, αγκάθια ήμασταν, αγκαθάκια που ενοχλούσαν την ομοιογένεια κι εκεί και παντού... Αγκάθια... Το πάθος μας τους εξαγρίωσε, άρχισαν να φωνάζουν, να παραπονιούνται και τότε εμφα-
νίστηκαν οι μπράβοι. Σεκουριτάδες και καλά, του κώλου, κάτι φουσκωτοί τριαντάρηδες, local heroes της περιοχής
που κοπανιούνταν στα γυμναστήρια και τεντώνονταν μαυρισμένοι στις παραλίες. Προσπάθησαν να μας απωθήσουν και αναπόφευκτα άρχισε το κλωτσομπουνίδι, πώς να τα βάλεις
με εφήβους που βράζει το αίμα τους, που δεν φοβούνται;...
Κάπου εκεί και μέσα στον πανικό, τον είδα να τρέχει προς
το μέρος μας, είχε μακριά ξανθά μαλλιά μέχρι τη μέση,
φορούσε κολλητό σωλήνα παντελόνι, άρβυλα κι ένα αμάνικο
τζιν μπουφάν που άφηνε να φανούν κάτι τεράστια μπράτσα.
Έτρεχε και άνοιγε με κουτουλιές και αγκωνιές χώρο μέσα
στο πλήθος και έκπληκτος, πάνω στην ένταση, τον βλέπω να ανεβαίνει στη σκηνή, να χτυπάει με μανία δύο φουσκωτούς
για να καταφέρει να σκαρφαλώσει και... αν είναι δυνατόν...
Να κάνει stage diving... Την ώρα που άνοιξε τα χέρια του,
είδα την μπλούζα με τα μεγάλα γοτθικά, άσπρα γράμματα: «DIO».
Το αποτέλεσμα δεν ήταν ό,τι καλύτερο, μιας και προσγει-
ώθηκε άτσαλα πάνω σ’ έναν μεσήλικα και έσκασαν και οι δύο με δύναμη στο νωπό χώμα. Οι σεκιουριτάδες, βλέποντας
αυτό το σκηνικό, αφήνουν εμάς και όρμησαν εξοργισμένοι πάνω του... Οκτώ με δέκα γομάρια πάνω σ’ ένα δεκαεξάχρονο, να το κοπανάνε χωρίς έλεος! Τον έβλεπα να αμύνεται σθεναρά και το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μου δεν λειτούργησε. Πήρα φόρα και μπήκα στη μέση για να τον βγάλω! Τώρα
λία και με στρεσαρισμένη φωνή από το μικρόφωνο φωνάζει: «Τι κάνετε εκεί, ρε; Αφήστε ήσυχα τα παιδιά!» Όλοι κοκάλωσαν, σταμάτησαν, κι εμείς, κρατώντας ο ένας τον άλλον, απομακρυνθήκαμε μελανιασμένοι μέσα στο σκοτάδι. Σταματήσαμε, πήραμε μια ανάσα, συστηθήκαμε, γελάσαμε, βρίσαμε, δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε...
Τον ξαναείδα στην παμπ που είχαμε στέκι, μερικές φορές
που
ήρθε να με δει, τα είπαμε, δέσαμε. Μετά τον έχασα... Τον
είδα μερικά χρόνια αργότερα στον ηλεκτρικό, απέναντι, χαιρετηθήκαμε από μακριά και χαμογελάσαμε... Τον έχασα...
Τον είδα στο Μοναστηράκι, σε άσχημο χάλι, πήγα να του μιλήσω, δεν ήθελε... Τον έχασα... Χρόνια μετά στη Θεσσαλονίκη, τυχαία στον δρόμο, άντρες πια! Σφίξαμε τα χέρια...
Τον έχασα... Στο ροκάδικο που είχα στην Άρτα, πολύ μετά. Ήταν καλά, είχε γυρίσει μετά από είκοσι χρόνια στο χωριό, είχε παντρευτεί και είχε κι ένα παιδάκι, πήγαινε καλά, ήταν χαρούμενος... Τον έχασα... για πολλά χρόνια, μέχρι τώρα.
Τον αγκάλιασα με δύναμη. «Εσύ είσαι, ρε αλήτη;» του
είπα καθώς τον έσφιγγα. «Σταμάτα, ρε μαλάκα! Θα με σκά-
σεις», είπε και γέλασε δυνατά. Απομακρύνθηκα, κρατώντας
μόνο τα χέρια του μέσα στα δικά μου. «Είσαι καλά, παλικάρι
μου; Είσαι δυνατός;» του είπα. Σκοτείνιασε. «Εγκεφαλικό
σοβαρό, γάμα τα! Τώρα τουλάχιστον περπατάω λίγο και
μπορώ να μιλάω». Τον κοίταξα καλά καλά, δεν μπορούσε
«Πότε θα βρεθούμε να πιούμε καμιά μπύρα ρε;» είπα
για να ελαφρύνω το κλίμα. «Πάνε αυτά, αγόρι, τσαγάκι και
καφέ μόνο τώρα! Ευτυχώς όμως που παίρνω χάπια, και με
συνταγή γιατρού μάλιστα!» είπε και το γέλιο του γέμισε
τον τόπο. «Εσύ τι κάνεις; Παίζεις ακόμα, ροκάρεις;» «Κάτι
κάνω», του απάντησα, «Το παλεύω! Θα έρθεις καμιά φορά
να με δεις;» τον ρώτησα. «Άμα μπορώ θα έρθω, ρε φίλε, άμα
μπορώ θα έρθω, στον λόγο μου!» είπε σηκώνοντας το κεφάλι
ψηλά... «Άντε, ρε λαμόγιο! Εσύ δεν μπορείς; Εσύ είσαι ο
DIO! Θα έρθεις, αλλά να μην κάνεις κανένα stage diving
και μας πλακώσουν πάλι στο ξύλο! Δεν βαστάω άλλο ξύλο»,
του
είπα καθώς έπιανα το κεφάλι του και τον φιλούσα στο μέτωπο, λούζοντάς τον με τα δάκρυά μου. «Είσαι ο DIO, ρε!»
επέμεινα, φωνάζοντας καθώς απομακρυνόμουν.
Σήκωσε το χέρι του σε ένα μεγαλόπρεπο devil’s horn. Τα μάτια του, τα γαμημένα τα μάτια, πέταγαν φλόγες...
3. ΚΌΡΑ ΚΙΑ ΚΑΙ Λ Α ΣΠ Ή
(Fleetwood Mac, «The Chain», Rumours, 1977)
θάλαμος ήταν κρύος, η θερμοκρασία σίγουρα κάτω
από το μηδέν έξω, και μέσα όσο κι αν προσπαθούσε
η σιδερένια, μπομπέ σόμπα να την ανεβάσει δεν τα κατάφερνε με τίποτα. Η υγρασία, η καταραμένη υγρασία, τρυπούσε τα κόκαλα νύχτα μέρα και δεν σ’ άφηνε να ησυχάσεις.
Τα χέρια είχαν παγώσει, τα πόδια μουδιασμένα και όσο
κι αν τραβούσα τη βρομερή κουβέρτα για να κουκουλωθώ, να ζεσταθώ, δεν κατάφερνα τίποτα. Τα δόντια άρχισαν να κροταλίζουν, η κατάσταση ήταν αβάσταχτη και αποφάσισα, αν και άυπνος, να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αν φορούσα το τζάκετ, τα άρβυλα και τον σκούφο μου, αν κουνιόμουν λίγο, θα ήταν σίγουρα καλύτερα κι έτσι έκανα.
Σκοτάδι γύρω, μια λάμπα αναμμένη πάνω απ’ τη σόμπα, όπου ο θαλαμοφύλακας καθισμένος δίπλα της προσπαθούσε
να κλέψει λίγη ζέστη, έριχνε ένα αρρωστιάρικο φώς τριγύρω.
Μυρωδιά από βρόμικα πόδια, κάπνα, ιδρώτα και ροχαλητά
ανακατεμένα με αναστεναγμούς συμπλήρωναν το σκηνικό.
Παιδιά, σχεδόν άντρες στα πέρατα του κόσμου, λίγα μέτρα από τα σύνορα, που στάλθηκαν εκεί για να κάνουν
τι; Να αμυνθούν; Κόντρα σε ποιον; Με τι; Το μοναδικό που
προσπαθούσαν τελικά ήταν να μην τους σαλέψει.
Ντύθηκα βιαστικά, φόρεσα και τα γάντια μου και πήγα
να καθίσω εκεί, δίπλα στη φωτιά, μήπως πάρω έστω μια ανάσα. Ο θαλαμοφύλακας με κοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα, έκανε λίγο στην άκρη μόνο για να πιάσω κι εγώ γωνία. Άναψα ένα τσιγάρο και το ρούφηξα με βουλιμία, μήπως κι αυτό με βοηθήσει κάπως. Άπλωσα τα
Τίποτα, άδικος κόπος!
Ήμουν έναν μήνα εδώ και νόμιζα ότι είχαν περάσει δέκα χρόνια, σ’ ένα στρατόπεδο χωρίς φράχτη καν, άδειο και μουντό, λες και είχε φτιαχτεί επίτηδες για να σε κάνει να μαραζώσεις, να σε κάνει να ξεχάσεις, να σπάσεις. Χακί, μαυρίλα, βροχή, κρύο, λάσπη και κοράκια, πολλά κοράκια, που περιφέρονταν τριγύρω τσιμπολογώντας και κράζοντας ασταμάτητα, κάνοντας αυτό τον τόπο να μοιάζει ακόμα πιο μαύρος απ’ ό,τι ήταν.
Η ψυχολογία στα τάρταρα και μια ζωή, αν και άγουρη, που είχε μείνει πίσω, έμοιαζε εκείνη τη χρονική στιγμή ότι
δεν θα επιστρέψει ποτέ. Τους φίλους, τα μαγαζιά, τις μουσικές, τις βόλτες, τον χαβαλέ, τα είχε καταπιεί κι αυτά η
ομίχλη που ανά διαστήματα έκανε την εμφάνισή της και τα
σκέπαζε όλα. Κάποιες στιγμές προσπαθούσα να θυμηθώ για να αντέ-
ξω, αλλά οι φωνές του λοχία, οι καλλιόπες, οι πατάτες και
τα λιγδιασμένα ταψιά στα μαγειρεία, οι ατελείωτες σκοπιές, η βρόμα, αλλά και η έλλειψη ανθρωπιάς, με λύγιζαν, ένιω-
θα πως αυτή ήταν η ζωή, έτσι θα είναι από εδώ και πέρα
κι αυτό το συναίσθημα με είχε αλλοτριώσει, είχα αλλάξει.
Μαζί με όλα τ’ άλλα η απομόνωση είχε κάνει τη δουλειά της, είχα αλλάξει πολύ εσωτερικά, είχα μια τρύπα μέσα μου που μεγάλωνε.
Δεν ήμουν το καλό χαμογελαστό παιδί που όλα τα έβλεπε
και όμορφα, που ήταν πάντα αισιόδοξο και δυνατό, που δεν φοβόταν τίποτα... Είχα αφομοιωθεί κι εγώ από το τοπίο, είχα μαυρίσει, είχα μαυρίσει πολύ, είχα βαρύνει, είχα κακιώσει.
Ο θαλαμοφύλακας έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη σόμπα
κι αυτή, μετά τον χαρακτηριστικό θόρυβο που κάνει όταν καταβροχθίζει το βρεγμένο ξύλο, πήρε να πυρώνει. Με κοίταξε και μου είπε: «Θ’ ανοίξω και το τρανζίστορ ρε σειρά,
να περάσει η ώρα!» και το άνοιξε. Παράσιτα ακούστηκαν κι
αυτός, με το δεξί του χέρι, γύρισε τη ροδέλα που είχε στο
πλάι κι άρχισε να ψάχνει για σταθμό του γούστου του. Δεν
δυσκολεύτηκε πολύ, μετά από μερικά δευτερόλεπτα μια
βραχνή αλλά κλαψιάρα φωνή ακούστηκε, σαν μέσα από
πηγάδι, μιας και το μικρό ηχειάκι παραμόρφωνε όταν ήταν
κάπως δυνατά. Το κατάλαβε και το χαμήλωσε, μέχρι να ακουστεί σιγά αλλά καθαρά.
Σκυλάδικο, όπως πάντα, αλλά σκυλάδικο απ’ αυτά που
για να τ’ ακούσεις πρέπει να έχεις πιει ένα μπουκάλι ουίσκι
και να είσαι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όχι λαϊκά, όχι
ρεμπέτικα, όχι παραδοσιακά, σκυλάδικα ακούγαμε πάντα
Ροκεντρό
και παντού και μου είχε γεννηθεί η απορία πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό. Κανένα μαγαζί, κανένας σταθμός, τίποτα, κανένας δεν άκουγε άλλη μουσική... Ήταν ένας σοβαρός
λόγος να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε άλλο πλανήτη, μόνος και ξεκομμένος, δεν μπορούσα να φανταστώ πριν να μπω
στον στρατό πολλά πράγματα, αλλά κι αυτό ήταν συγκλονιστικό, δεν μπορούσα να το πιστέψω μιας και στον δικό μου
κόσμο, αυτόν που είχα αφήσει πίσω, ήταν εντελώς διαφορετικά.
Άναψα άλλο ένα τσιγάρο και άκουσα τον τραγουδιστή να
μυξοκλαίει για
καταδικασμένος, αλλά αν γυρίσει η κακούργα
τη συγχωρεί, γιατί έχει ψυχάρα και την αγαπάει... «Πω, ρε κλάψα!» σκέφτηκα και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Το χιονόνερο έπεφτε ασταμάτητα κι ένας μανιασμένος αέρας
έπαιρνε τα πάντα στο πέρασμά του· σκέφτηκα ότι σε λίγη
ώρα θα έπρεπε να πάω και να καθίσω εκεί πέρα, σε μια σκοπιά, για δύο ώρες, να μουσκεύομαι και να κρυώνω, μήπως
και γίνει ξέρω ’γω γιουρούσι, να ανατινάξουν σκουριασμένα
οχήματα τριάντα χρονών παλιά... Λες και αν γινόταν επίθε-
ση ένας πιτσιρικάς που τρέμει θα τους σταματούσε, θα τον
φοβούνταν με μια ξιφολόγχη και ένα άδειο όπλο. Ο παραλο-
γισμός σε όλο του το μεγαλείο, αισθανόμουν ώρες ώρες, λες
κι έχω ρόλο σε παράσταση,
κλίμα, για να λέει τα ίδια μ’ εμάς πάρα γιατί το πίστευε. Τον
κοίταξα και του είπα: «Ρε Βλάχο! Να ψάξω κι εγώ μήπως
βρω κάτι άλλο ν’ ακούσουμε;» «Τι άλλο;» μου απάντησε
απορημένος. «Ξέρω ’γω, ρε σειρά; Τίποτα απ’ αυτά που μου αρέσουνε εμένα, τα ξένα ας πούμε!» «Ξένα;» είπε με μια
απέχθεια. Άπλωσε το χέρι και μου έδωσε το μικροσκοπικό ραδιοφωνάκι, με τη στραβωμένη κεραία για να γαντζώνεται
στον σουμιέ του πάνω κρεβατιού, και μου είπε: «Πάρ’ το και
βάλε ό,τι θέλεις,
είμαστε εντάξει!»....
καλή, πίσω ακριβώς απ’ την σόμπα, στη γωνία, που ήταν το
μοναδικό μέρος στον θάλαμο με μια καλύτερη θερμοκρασία.
Βολεύτηκα καλά καλά και άρχισα να ψάχνω τους σταθμούς.
Σκυλάδικα, παράσιτα... παράσιτα, τούρκικος σταθμός...
αμανέδες, παράσιτα... παράσιτα, παράσιτα, σκυλάδικα...
μέχρι που κάποια στιγμή έγινε το θαύμα... Πήρα το χέρι
μου απότομα απ’ τη ροδέλα, μήπως κάνω καμιά μαλακία
και το χάσω.
Βαθιά ανάσα... Κοίταξα γύρω μου για να σιγουρευτώ πού
βρίσκομαι, κουνήθηκα λίγο, πριν να μείνω εντελώς ακίνητος
μήπως και ονειρεύομαι.
Η φωνή ήρθε και με βρήκε σαν να κατέβηκε ένας Άγγελος απ’ τον ουρανό και να με πήρε στην αγκαλιά του...
«Listen to the wind blow, watch the sun rise... Running in the shadows, damn your love, damn your lies...»
Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα, μεταφέρθηκα κάπου
αλλού, κάπου ομορφότερα... Είδα πρόσωπα χαμογελαστά, φιλικά, είδα δρόμους
ανοίγονται μπροστά μου και μεγάλες λεωφόρους... Ταξίδεψα
μου, έφυγα από το χακί, από το μαύρο, και πήγα κάπου πολύχρωμα, ζεστά και ανθρώπινα, ένιωσα άνθρωπος και πάλι, μετά από αρκετό καιρό...
Λίγο κράτησε αυτή η θεραπευτική νιρβάνα. Το τραγούδι τελείωσε και με μια απότομη
έκλεισα το ραδιοφωνάκι. Δεν ήθελα άλλο, έφτανε, δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτε άλλο, δεν ήθελα τίποτα να μου χαλάσει τη στιγμή!
Ξύπνησα τον Χοντρό και βγήκα έξω. Ο ορίζοντας είχε πάρει να φωτίζεται από τις ακτίνες του ήλιου, που ερχόταν, αρρωστιάρης κι αυτός, για να κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια να μας ζεστάνει, να μας στεγνώσει. Πήρα μια ζεστή σοκολάτα από το μηχάνημα που ήταν έξω απ’ τον θάλαμο, ρίχνοντας ένα κέρμα στη σχισμή και περιμένοντας το χάρτινο ποτηράκι, που έπεσε με θόρυβο στην ειδική θήκη, να γεμίσει.
Άναψα ένα τσιγάρο, ήπια μια γερή γουλιά, κοίταξα στο βάθος τον ατέλειωτο λασπωμένο κάμπο να απλώνεται ως
εκεί που έφτανε το μάτι μου κι ακόμα παραπέρα, κοίταξα
τον ουρανό με τα αραιά σύννεφα και τα κοράκια, που όπως
κάθε πρωί έκαναν αισθητή την παρουσία τους, και αναστέ-
ναξα...
«Listen to the wind blow, down comes the night. Running in the shadows, damn your love, damn your lies. Break the silence, damn the dark, damn the light...»
(Metallica, «Last Caress/Green Hell», The $5.98 E.P. – Garage Days Re-Revisited, 1987)
πρώτες μας εξετάσεις.
Το «ετοιμαζόμαστε» μια κουβέντα είναι, βέβαια, μιας
και τα έχουμε φορτώσει στον κόκορα και περνάμε όλη τη μέρα στην παμπ και στα σφαιριστήρια, που έλεγαν και οι
παλιακοί τότε, δεν είχαμε μυαλό για διάβασμα σε καμία
περίπτωση.
Για να περάσουμε την τάξη, έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας στο σκονάκι και σε καμιά ματιά από τον μπροστινό, ή στον Κώστα, που είχε θείο καθηγητή και θα μας σφυρούσε τα θέματα. Δεν θέλαμε πολύ, ένα πάνω από τη βάση να καταφέρναμε και θα ήμασταν αρχηγοί. Ξυπνάω το πρωί, παίρνω το μηχανάκι και πηγαίνω από το σπίτι του κολλητού, να τον πάρω για να πάμε στο σχολείο. Έμενε ψιλομακριά και είχα αναλάβει τον ρόλο του ταξιτζή γι’ αυτόν, αλλά και για πολλούς φίλους. Φτάνοντας,
βλέπω τη μάνα του έξω από το σπίτι, με ποδιά φορεμένη, με μια σκούπα στα χέρια, να καθαρίζει το πεζοδρόμιο με μανία.
Την καλημερίζω και τη ρωτάω: «Πού είναι ο Στέλιος;»
Σταματάει, ακουμπάει τη σκούπα κάτω με το ένα χέρι και στηρίζεται πάνω της, σαν να είναι γκλίτσα, ενώ το άλλο το
βάζει με τον καρπό σπασμένο και προς τα έξω στη μέση.
«Μέσα είναι! Κάνει επανάληψη!» μου λέει, ενώ με κοιτάζει
μ’ ένα ύφος λες κι έχω κατουρηθεί πάνω μου, κάτι ανάμεσα
σε λύπη, αηδία και συμπόνια.
Έμεινα μαλάκας. «Επανάληψη;» σκέφτηκα. «Μωρέ
μπράβο! Απίστευτο!»
Ανοίγω την πόρτα και προχωράω γρήγορα προς τα μέσα, με έχει φάει η περιέργεια, «δεν άνοιξε βιβλίο όλο τον χρόνο
και τώρα τον έπιασε η προκοπή;» σκέφτομαι...
Μπαίνω στο δωμάτιο, σπρώχνοντας τη μισάνοιχτη πόρτα
και τον βλέπω να κάθεται εκεί, στο κρεβάτι του, ένα τσιγάρο
να κρέμεται στο στόμα, η μαλλούρα ελεύθερη να πηγαίνει
πάνω κάτω σ’ ένα επικό headbanging απ’ αυτά που συνή-
θιζε και στη διαπασών, όπως πάντα, Metallica.
Το μάθημα δεν το πέρασα, πήγα ξανά τον Σεπτέμβριο,
αλλά η κυρα-Βασιλική εκείνη τη μέρα με δίδαξε με τον
καλύτερο τρόπο την έννοια της λέξης «ειρωνεία».