Τα βρόμικα σαλόνια της μπουρζουαζίας

Page 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σημείωμα του εκδότη ...9 I Τέλεια τέρατα ...23 II Κέιτ ΜακΚλάουντ ...133 IΙΙ Λα Κοτ Μπασκ ...177



ΣΗ ΜΕΙΩ ΜΑ ΤΟΥ ΕΚ ΔΟΤΗ

Στισ 5 Ιανουαριου 1966, ο Τρούμαν Καπότε υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Random House για ένα καινούργιο βιβλίο με τίτλο Answered Prayers. Η προκαταβολή για τα δικαιώματα ανήλθε σε 25.000 δολάρια ΗΠΑ και ως ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 1η Ιανουαρίου 1968. Το μυθιστόρημα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τρούμαν, έμελλε να αποτελέσει τη σύγχρονη εκδοχή του αριστουργήματος Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ. Θα εντρυφούσε στον μικρόκοσμο των ζάμπλουτων μελών –της εν μέρει αριστοκρατικής, εν μέρει κοσμικής κοινωνίας– της Ευρώπης και της ανατολικής ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1966 ήταν μια υπέροχη χρονιά για τον Τρούμαν. Δύο εβδομάδες μετά την υπογραφή του συμβολαίου για το Answered Prayers, το Εν Ψυχρώ εκδόθηκε με τυμπανοκρουσίες σε μορφή βιβλίου και γνώρισε ευρεία αποδοχή. Την επόμενη εβδομάδα, το πρόσωπο του συγγραφέα έγινε εξώφυλλο σε αρκετά περιοδικά εθνικής εμβέλειας και το νέο του έργο κατέκτησε τις λίστες βιβλιοκριτικής σε όλες σχεδόν τις κυριακάτικες εφημερίδες. Μέσα στη χρονιά, το Εν Ψυχρώ πούλησε περισσότερα από 300.000 αντίτυπα και παρέμεινε στη λίστα ευπώλητων των New York Times επί τριάντα συναπτές εβδομάδες. (Τελικά, το


TRUMAN CAPOTE

1966 πούλησε περισσότερα αντίτυπα απ’ όλα τα μη μυθοπλαστικά βιβλία, με εξαίρεση δύο βιβλία αυτοβοήθειας. Έκτοτε έχει εκδοθεί από πάνω από είκοσι ξένους εκδοτικούς οίκους και έχει πουλήσει σχεδόν πέντε εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ.) Εκείνη τη χρονιά ο Τρούμαν ήταν πανταχού παρών, έδινε συνεντεύξεις με το κιλό, εμφανιζόταν σε τηλεοπτικές εκπομπές κι έκανε διακοπές σε θαλαμηγούς και μεγαλειώδεις εξοχικές κατοικίες απολαμβάνοντας τη φήμη και τα πλούτη του. Αποκορύφωμα εκείνης της αχαλίνωτης περιόδου ήταν ο αξέχαστος «Χορός σε άσπρο και μαύρο» που οργάνωσε στα τέλη Νοεμβρίου του 1966 στο ξενοδοχείο Πλάζα προς τιμήν της Κέι Γκράχαμ, εκδότριας της Washington Post, ένα πάρτι που άφησε εποχή: η κάλυψη που έλαβε από τον εθνικό Τύπο ήταν μεγαλύτερη κι από μια ψυχροπολεμική σύνοδο κορυφής ΑνατολήςΔύσης. Ο Τρούμαν πίστευε πως άξιζε την ανάπαυλα, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι φίλοι του. Η έρευνα και η συγγραφή του Εν Ψυχρώ είχαν κρατήσει σχεδόν έξι χρόνια και η εμπειρία ήταν τραυματική. Εντούτοις, παρά τους περισπασμούς, ο Τρούμαν εκείνη την περίοδο μιλούσε διαρκώς για το Answered Prayers. Τα επόμενα χρόνια έγραψε αρκετά διηγήματα και άρθρα για περιοδικά, ωστόσο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το πολυπόθητο μυθιστόρημα. Έτσι, τον Μάιο του 1969, το αρχικό συμβόλαιο αντικαταστάθηκε από μια συμφωνία για τρία βιβλία και η προθεσμία παράδοσης μετατέθηκε για τον Ιανουάριο του 1973, ενώ το ύψος της προκαταβολής ανέβηκε. Στα μέσα του 1973 η προθεσμία μετατέθηκε για τον Ιανουάριο του 1974 και έξι μήνες αργότερα πήρε νέα αναβολή για τον 10


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

Σεπτέμβριο του 1977. (Τελικά, την άνοιξη του 1980, μια τελευταία τροποποίηση όρισε ως ημερομηνία παράδοσης την 1η Μαρτίου 1981, ενώ η προκαταβολή έφτασε πλέον το 1 εκατομμύριο δολάρια, τα οποία θα καταβάλλονταν μόνο κατά την παράδοση του έργου.) Στο μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια ο Τρούμαν δημοσίευε αρκετά βιβλία, τα οποία όμως είχαν γραφτεί τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Το 1966 ο εκδοτικός οίκος Random House εξέδωσε το βιβλίο A Christmas Memory, που είχε γραφτεί το 1958· το 1968 το The Thanksgiving Visitor, ένα διήγημα που είχε δημοσιευτεί σε περιοδικό το 1967· το 1969 μια επετειακή έκδοση με μια φρεσκογραμμένη, χαριτωμένη εισαγωγή για τα 20 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση του Other Voices, Other Rooms, του πρώτου του μυθιστορήματος που είχε ταρακουνήσει το λογοτεχνικό κατεστημένο το 1948· το 1973 μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο The Dogs Bark, εκ των οποίων όλα εκτός από τρία είχαν γραφτεί πολλά χρόνια νωρίτερα. Μόνο η Μουσική για Χαμαιλέοντες –που δημοσιεύτηκε το 1980 και για κάποιους, φίλους και κριτικούς, δεν στάθηκε στο ύψος των προηγούμενων έργων του– περιείχε καινούργιο υλικό, μυθοπλαστικό και μη. Ας δώσουμε όμως τον λόγο στον ίδιο τον Τρούμαν. Στο προοίμιο του βιβλίου Μουσική για Χαμαιλέοντες έγραψε για εκείνη την περίοδο: Επί τέσσερα χρόνια, χονδρικά από το 1968 ως το 1972, πέρασα τον περισσότερο χρόνο μου διαβάζοντας και ξεδιαλέγοντας, ξαναγράφοντας και ταξινομώντας όλες τις επιστολές μου, τις επιστολές άλλων, τα ημερολόγιά μου (που περιέχουν λεπτομερείς περιγραφές εκατοντάδων 11


TRUMAN CAPOTE

σκηνών και συζητήσεων) της περιόδου από το 1943 ως το 1965. Πρόθεσή μου ήταν να χρησιμοποιήσω μεγάλο μέρος αυτού του υλικού σε ένα βιβλίο που σχεδίαζα από καιρό: μια παραλλαγή του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος. Ονόμασα το βιβλίο Answered Prayers. Ο τίτλος παραπέμπει στα λόγια της Αγίας Τερέζας, η οποία έχει πει: «Έχουν χυθεί περισσότερα δάκρυα για προσευχές που εισακούστηκαν, παρά για προσευχές που δεν εισακούστηκαν ποτέ». Το 1972 ξεκίνησα να δουλεύω το βιβλίο γράφοντας πρώτα το τελευταίο κεφάλαιο (είναι πάντα καλό να ξέρει κανείς πού πηγαίνει). Έπειτα έγραψα το πρώτο κεφάλαιο «Τέλεια τέρατα». Κατόπιν, το πέμπτο («A Severe Insult to the Brain»). Μετά το έβδομο («Λα Κοτ Μπασκ»). Συνέχισα κατ’ αυτό τον τρόπο, γράφοντας διαφορετικά κεφάλαια, όχι με τη σειρά. Μπορούσα να το κάνω μόνο και μόνο επειδή η πλοκή –ή μάλλον οι πλοκές– ήταν αληθινές και όλοι οι χαρακτήρες υπαρκτοί. Έτσι δεν ήταν δύσκολο να τα έχω όλα στο μυαλό μου, αφού δεν είχα επινοήσει τίποτα. Τελικά, σε μια περίοδο μερικών μηνών από τα τέλη του 1974 ως τις αρχές του 1975, ο Τρούμαν μου έδειξε τέσσερα κεφάλαια από το νέο του βιβλίο –«Μοχάβε»1, «Λα Κοτ Μπασκ», «Τέλεια τέρατα» και «Κέιτ ΜακΚλάουντ»– και ανακοίνωσε ότι θα τα δημοσίευε στο Esquire. 1. Αρχικά το διήγημα «Μοχάβε» επρόκειτο να αποτελέσει το δεύτερο κεφάλαιο του μυθιστορήματος και ήταν θεωρητικά μια απόπειρα του πρωταγωνιστή Π. Μπ. Τζόουνς (ένα είδος σκοτεινού άλτερ έγκο του συγγραφέα), να γράψει ένα διήγημα. Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, ο Τρούμαν αποφάσισε ότι δεν ταίριαζε με το βιβλίο και το περιέλαβε στο Μουσική για Χαμαιλέοντες με τη μορφή διηγήματος.

12


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

Αντιτάχθηκα στα σχέδιά του, επειδή κατά τη γνώμη μου αποκάλυπτε μεγάλο μέρος του βιβλίου πιο νωρίς απ’ ό,τι έπρεπε. Του το είπα. Αλλά ο Τρούμαν, που θεωρούσε εαυτόν μέγα διαφημιστή, δεν πτοήθηκε. (Ίσως, με μια συνδυασμένη προσπάθεια, αν ζούσε ο Μπένετ Σερφ, στενός και έμπιστος φίλος του συγγραφέα –είχε πεθάνει το 1971– να τον είχαμε αποτρέψει. Αν και αμφιβάλλω. Ήταν πεπεισμένος ότι ήξερε τι έκανε.) Όπως αποδείχτηκε, δεν ήξερε τι έκανε. Το «Μοχάβε» ήταν το πρώτο κεφάλαιο που εμφανίστηκε και προκάλεσε λίγο σούσουρο, το επόμενο κεφάλαιο όμως, το «Λα Κοτ Μπασκ», προκάλεσε έκρηξη στη μικρή κοινωνία που ο Τρούμαν είχε βαλθεί να περιγράψει. Σχεδόν όλοι οι φίλοι του τον εξοστράκισαν επειδή, σχεδόν απροκάλυπτα, αφηγήθηκε κουτσομπολιά. Πολλοί δεν του ξαναμίλησαν ποτέ. Ο Τρούμαν προκλητικά δήλωνε απτόητος από τον σάλο («Τι περίμεναν;» φέρεται να είπε. «Συγγραφέας είμαι, χρησιμοποιώ τα πάντα. Όλοι αυτοί πίστευαν πως η παρουσία μου εκεί ήταν απλώς ψυχαγωγική;»), όμως δεν χωρά αμφιβολία ότι είχε κλονιστεί από την αντίδραση και είμαι βέβαιος πως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που σταμάτησε να δουλεύει, τουλάχιστον προσωρινά, το Answered Prayers μετά την έκδοση των δύο διηγημάτων «Τέλεια τέρατα» και «Κέιτ ΜακΚλάουντ» στο Esquire το 1976. Α πό Το 1960, Οταν Πρωτογνωριστηκαμε, μέχρι το 1977, ο Τρούμαν κι εγώ βλεπόμασταν τακτικά, εντός και εκτός γραφείου, ταξιδέψαμε δύο φορές μαζί στο Κάνσας ενώ έγραφε το Εν Ψυχρώ και μια φορά περάσαμε μια ολόκλη13


TRUMAN CAPOTE

ρη εβδομάδα μαζί στη Σάντα Φε. Τον επισκέφτηκα και τρεις ή τέσσερις φορές τους χειμώνες στο Παλμ Σπρινγκς, όπου διατηρούσε ένα σπίτι για μερικά χρόνια. Επιπλέον, κατά σύμπτωση, κάποτε νοίκιασα ένα σπίτι στο Σαγκαπόνακ, μια μικρή, αγροτική παραθαλάσσια κοινότητα κοντά στο ανατολικό Λονγκ Άιλαντ, όπου είχε κι εκείνος σπίτι. Επαγγελματικά, η δουλειά μου για τον Τρούμαν εκείνη την περίοδο δεν ήταν απαιτητική. (Για παράδειγμα, η επιμέλεια στο Εν Ψυχρώ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί από τον κύριο Σον και άλλους στο New Yorker, όπου είχε πρωτοδημοσιευτεί σε τέσσερις συνέχειες τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1965.) Ωστόσο, η εργασιακή μας σχέση ήταν εξαιρετικά ικανοποιητική. Θυμάμαι ακόμα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση ένα απόγευμα του 1975 όταν ο Τρούμαν μου έδωσε το κεφάλαιο «Τέλεια τέρατα» για να το διαβάσω. Το διάβασα εν μία νυκτί και το βρήκα σχεδόν αψεγάδιαστο, με εξαίρεση μια μικρή υποσημείωση. Όταν με κάλεσε το επόμενο πρωί για να μάθει την αντίδρασή μου, ήμουν κατενθουσιασμένος, ωστόσο δήλωσα την ένστασή μου για μια λέξη που χρησιμοποιούσε η μις Βικτόρια Σελφ σε έναν διάλογο περίπου μισή σελίδα από τη στιγμή που τη γνωρίζει ο αναγνώστης. «Δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ τη λέξη “γκρίνια”», είπα στον Τρούμαν, «θα έλεγε…» (δεν θυμάμαι τι πρότεινα ως εναλλακτική λύση). Ο Τρούμαν γέλασε κατευχαριστημένος. «Ξαναδιάβασα το κεφάλαιο χθες βράδυ» είπε. «Μόνο μία αλλαγή ήθελα να κάνω και σε κάλεσα για να σου πω ότι θ’ αλλάξω ακριβώς τη λέξη που ανέφερες κι εσύ». Ήταν μια σπάνια στιγμή αμοιβαίας ικανοποίησης σ’ αυτή την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε συγγραφείς και επιμελητές. Δεν δώσαμε συγχαρητήρια 14


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

στον εαυτό μας, πιο πολύ μείναμε ευχαριστημένοι ο ένας με τον άλλον. Ανατρέχω και πάλι στο προοίμιο του Τρούμαν για το Μουσική για Χαμαιλέοντες, λίγες γραμμές παρακάτω: …Σταμάτησα να δουλεύω το Answered Prayers τον Σεπτέμβριο του 1977, ένα γεγονός που δεν είχε καμία σχέση με οποιαδήποτε δημόσια αντίδραση στα τμήματα του βιβλίου που είχαν ήδη δημοσιευτεί. Σταμάτησα επειδή είχα πολλά προβλήματα: περνούσα δημιουργική και ταυτόχρονα προσωπική κρίση. Καθώς η δεύτερη ελάχιστη ή και καμία σχέση δεν είχε με την πρώτη, το μόνο που πρέπει να αναφέρω εδώ είναι το δημιουργικό μου χάος. Τώρα, αν και ταλανίστηκα, χαίρομαι που συνέβη. Σε τελική ανάλυση, άλλαξε ολόκληρο τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη γραφή, τη στάση μου απέναντι στην τέχνη και στη ζωή και την ισορροπία ανάμεσα στα δύο, την αντίληψή μου για τη διαφορά ανάμεσα στο αληθινό και στο πραγματικά αληθινό. Καταρχάς, νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς, ακόμη και οι καλύτεροι, παραφορτώνουν το κείμενό τους. Εγώ προτιμώ να γράφω λιτά. Απλά και διάφανα σαν ένα ρυάκι στην εξοχή. Όμως ένιωσα πως η γραφή μου γινόταν υπερβολικά πυκνή, πως μου έπαιρνε τρεις σελίδες για να φτάσω στην ουσία που απαιτούσε μία και μόνη παράγραφο. Ξανά και ξανά διάβαζα όλα όσα είχα γράψει και άρχισα να αμφιβάλλω. Όχι για το υλικό ή την προσέγγισή μου, αλλά για την υφή της ίδιας της γραφής. Ξαναδιάβασα το Εν Ψυχρώ και η αντίδρασή μου ήταν ίδια: σε πάρα πολλά σημεία δεν έγραφα όσο καλά θα μπορούσα, δεν αξιοποιούσα πλήρως τις δυνατότητές μου. Αργά, αλλά με 15


TRUMAN CAPOTE

ολοένα και μεγαλύτερη ταραχή, διάβασα ό,τι είχα εκδώσει ως τότε και αποφάσισα πως ποτέ, ούτε μια φορά σε όλη τη συγγραφική ζωή μου, δεν είχα αξιοποιήσει όλη την ενέργεια και τα αισθητικά θέλγητρα που περιείχε το υλικό. Ακόμα κι όταν το κείμενο ήταν καλό, συνειδητοποιούσα ότι ποτέ δεν είχα επιστρατεύσει περισσότερες από τις μισές, ή και το ένα τρίτο, των ικανοτήτων που διέθετα. Γιατί; Η απάντηση, που μου αποκαλύφθηκε ύστερα από μήνες περισυλλογής, ήταν απλή μα διόλου ικανοποιητική. Φυσικά δεν με βοήθησε να μετριάσω την κατάθλιψή μου, που έγινε πιο έντονη. Γιατί η απάντηση γέννησε ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα. Κι αν δεν μπορούσα να λύσω αυτό το πρόβλημα, καλά θα έκανα να παρατήσω τη συγγραφή. Το πρόβλημα ήταν το εξής: πώς μπορεί ένας συγγραφέας να συνδυάσει επιτυχώς σε μία φόρμα –ας πούμε στο διήγημα– όλα όσα γνωρίζει για κάθε άλλη φόρμα γραφής; Αυτός ήταν ο λόγος που η δουλειά μου συχνά δεν είχε την απαιτούμενη σαφήνεια. Δυναμική υπήρχε, αλλά περιορίζοντας τον εαυτό μου στις τεχνικές της φόρμας που δούλευα δεν χρησιμοποιούσα όλα όσα ήξερα για τη συγγραφή, όλα όσα είχα μάθει από τα κινηματογραφικά σενάρια, τα θεατρικά έργα, το ρεπορτάζ, την ποίηση, το διήγημα, τη νουβέλα, το μυθιστόρημα. Ένας συγγραφέας οφείλει να έχει όλα τα χρώματα, όλες τις ικανότητές του διαθέσιμες στην ίδια παλέτα ώστε να τις αναμειγνύει (και, στις κατάλληλες περιστάσεις, να τις χρησιμοποιεί ταυτόχρονα). Πώς όμως; Επέστρεψα στο Answered Prayers. Αφαίρεσα ένα κε16


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

φάλαιο2 και ξαναέγραψα άλλα δύο. Είδα βελτίωση, σαφώς. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι έπρεπε να ξαναπιάσω το νήμα από την αρχή. Να λοιπόν που ξαναμπήκα στον ίδιο φαύλο κύκλο. Ωστόσο, ένιωθα συνεπαρμένος. Με φώτιζε ένας αόρατος ήλιος. Οι πρώτες μου απόπειρες ήταν μάλλον άχαρες. Έμοιαζα πραγματικά σαν ένα παιδί μ’ ένα κουτί ξυλομπογιές στο χέρι. Δυστυχώς, μερικά απ’ όσα γράφει ο Τρούμαν στα δύο αυτά αποσπάσματα πρέπει να τα δεχτούμε με επιφύλαξη. Για παράδειγμα, παρά την ενδελεχή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα υπάρχοντά του μετά τον θάνατό του από τον δικηγόρο του Άλαν Σουάρτς, τον διαχειριστή της λογοτεχνικής περιουσίας του Τζέραλντ Κλαρκ, τον βιογράφο του κι εμένα, σχεδόν καμία επιστολή, κανένα ημερολόγιο απ’ αυτά που αναφέρει δεν βρέθηκε ποτέ3. (Ας

2. «Μοχάβε». 3. Βρέθηκαν μόνο οι εκδοχές των τριών κεφαλαίων που προορίζονταν για το Esquire. Όλα τα ευρήματα –που ήταν αρκετά για να γεμίσουν οκτώ μεγάλα χαρτόκουτα– εξετάστηκαν εξονυχιστικά και καταλογογραφήθηκαν από τον Τζέραλντ Κλαρκ και τον εκδότη το 1984 και το 1985. Το υλικό περιλάμβανε χειρόγραφα πρωτότυπα και πρώτα, δεύτερα και τρίτα προσχέδια ιστοριών και μυθιστορημάτων. Ακόμη, τυπογραφικά δοκίμια του Εν Ψυχρώ για το New Yorker με διορθώσεις, φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, σημειωματάρια με συνεντεύξεις για το Εν Ψυχρώ, αντίγραφα ή τυπογραφικά δοκίμια από άλλα περιοδικά που είχαν δημοσιεύσει άρθρα ή ιστορίες του, μισή ντουζίνα επιστολές και μερικές σελίδες αρχικών σημειώσεων για το Answered Prayers. Το 1985, όλα τα παραπάνω δωρίστηκαν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης από τους διαχειριστές της περιουσίας του Καπότε και είναι σήμερα διαθέσιμα για τους ακαδημαϊκούς στο Τμήμα Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων στην Κεντρική Βιβλιοθήκη Ερευνών στην 42η οδό.

17


TRUMAN CAPOTE

ληφθεί υπόψη ότι ο Τρούμαν δεν πετούσε τίποτα. Μάζευε σχεδόν τα πάντα και δεν υπήρχε λόγος να καταστρέψει τέτοια έγγραφα.) Επιπλέον, δεν βρέθηκαν στοιχεία για την ύπαρξη του κεφαλαίου «A Severe Insult to the Brain», ή τέλος πάντων εκείνου του κεφαλαίου που, όπως ισχυριζόταν στο προοίμιό του, είχε γράψει πρώτο. (Θα το ονόμαζε «Father Flanagan’s All-Night Nigger-Queen Kosher Cafe». Άλλα κεφάλαια που ανέφερε σε διάφορες συζητήσεις μαζί μου και με άλλους κατά καιρούς ήταν τα «Yachts and Things» και «And Audrey Wilder Sang», ένα κεφάλαιο για το Χόλιγουντ.) Μετά το 1976, οι σχέσεις μου με τον Τρούμαν ψυχράνθηκαν. Υποψιάζομαι πως κατάλαβε ότι είχα δίκιο για τη δημοσίευση των συνεχειών στο Esquire, αν και φυσικά ποτέ δεν του το χρέωσα. Ίσως ακόμη συνειδητοποίησε πως οι συγγραφικές του ικανότητες έφθιναν και φοβόταν ότι θα ήμουν πολύ αυστηρός κριτής. Επιπλέον, πρέπει να ένιωθε τόσο ενοχές όσο και πανικό για την έλλειψη προόδου στο Answered Prayers. Τα τελευταία χρόνια φαινόταν να θέλει να ξεγελάσει όχι μόνο εμένα αλλά και άλλους στενούς φίλους σχετικά με τη δουλειά του, μέχρι και το κοινό. Τουλάχιστον δύο φορές ανακοίνωσε σε συνεντεύξεις ότι είχε μόλις ολοκληρώσει το βιβλίο, ότι το είχε παραδώσει στον εκδοτικό οίκο και ότι θα κυκλοφορούσε το πολύ σε έξι μήνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το διαφημιστικό τμήμα μας κι εγώ να δεχόμαστε καταιγισμό τηλεφωνημάτων, στα οποία η μοναδική απάντηση που μπορούσαμε να δώσουμε ήταν ότι δεν είχαμε δει το χειρόγραφο. Ο Τρούμαν ήταν προφανώς απελπισμένος. Ο τελευταίος παράγοντας στη ρήξη της σχέσης μας 18


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση του Τρούμαν από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά από το 1977 κι έπειτα. Τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν έδειξα αρκετή κατανόηση για την κατάστασή του. Είχα εστιάσει πιο πολύ στο ξόδεμα του ταλέντου του, στις αυταπάτες του, στις ατέλειωτες, ασυνάρτητες φλυαρίες του, στα ακατάληπτα τηλεφωνήματά του στη μία το πρωί και πάνω απ’ όλα στην απώλεια του ευχάριστου, πνευματώδους και σκανταλιάρη συντρόφου μου των πρώτων εκείνων δεκαέξι χρόνων, για τον οποίο θρηνούσα εγωιστικά, παραβλέποντας τον εντεινόμενο πόνο του. Υπαρχουν Τρεισ Θεωριεσ για το χαμένο κεφάλαιο του βιβλίου. Σύμφωνα με την πρώτη, το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε και είτε καταχωνιάστηκε σε θησαυροφυλάκιο είτε το άρπαξε κάποιος πρώην εραστής από κακία ή με σκοπό το κέρδος ή ακόμη –σύμφωνα με την πιο πρόσφατη φημολογία– ο Τρούμαν το είχε βάλει σ’ ένα ντουλαπάκι στον σταθμό λεωφορείων Greyhound του Λος Άντζελες. Ωστόσο, με κάθε μέρα που περνάει, αυτά τα σενάρια φαντάζουν όλο και λιγότερο πιθανά. Η δεύτερη θεωρία είναι πως μετά τη δημοσίευση του κεφαλαίου «Κέιτ ΜακΚλάουντ», το 1976, ο Τρούμαν δεν ξανάγραψε ούτε μια φράση στο βιβλίο, ίσως εν μέρει επειδή συγκλονίστηκε από τη δημόσια και ιδιωτική αντίδραση στα δημοσιευμένα κεφάλαια, ή ίσως επειδή συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να πλησιάσει τα πρότυπα του Προυστ που είχε θέσει για τον εαυτό του. Η θεωρία είναι βάσιμη για έναν τουλάχιστον λόγο: ο Τζακ Ντάνφι, ο στενότερος φίλος και σύντροφος του Τρούμαν 19


TRUMAN CAPOTE

για πάνω από τριάντα χρόνια, την πιστεύει. Εντούτοις, ο Τρούμαν σπανίως συζητούσε για τη δουλειά του με τον Τζακ και τα τελευταία χρόνια ήταν περισσότερο χώρια παρά μαζί. Μια τρίτη θεωρία, την οποία διστακτικά προσυπογράφω, είναι ότι ο Τρούμαν έγραψε πράγματι κάποια από τα παραπάνω κεφάλαια (μάλλον τα «A Severe Insult to the Brain» και «Father Flanagan’s…»), αλλά κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα κατέστρεψε. Στα υπέρ της θεωρίας είναι ότι τουλάχιστον τέσσερις φίλοι του Τρούμαν λένε πως έχουν διαβάσει (ή τους είχε διαβάσει μεγαλόφωνα ο ίδιος) ένα ή δύο κεφάλαια πέραν των τριών που δημοσιεύονται στην παρούσα έκδοση. Φυσικά, εμένα με είχε πείσει για την ύπαρξη του μεγαλύτερου μέρους του χειρογράφου. Επανειλημμένα, τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του, ενώ γευματίζαμε παρέα και οι κουβέντες του ήταν σχεδόν ασυνάρτητες από τα ναρκωτικά, το αλκοόλ ή και τα δύο, μου περιέγραφε τα τέσσερα κεφάλαια που έλειπαν με κάθε λεπτομέρεια, παρέθετε μέχρι και διαλόγους που ήταν πάντοτε πανομοιότυποι ακόμα κι αν είχαν περάσει μήνες ή χρόνια από την προηγούμενη φορά. Το μοτίβο δεν άλλαζε: όταν του ζητούσα να δω το αντίστοιχο κεφάλαιο, μου υποσχόταν ότι θα το έστελνε την επόμενη μέρα. Στο τέλος εκείνης της μέρας, τηλεφωνούσα στον Τρούμαν κι εκείνος απαντούσε ότι το δακτυλογραφούσε ξανά και θα το έστελνε τη Δευτέρα· τη Δευτέρα το απόγευμα, το τηλέφωνό του δεν απαντούσε κι εκείνος εξαφανιζόταν για καμιά βδομάδα ή παραπάνω. Προσυπογράφω την τρίτη θεωρία όχι τόσο επειδή διστάζω να παραδεχτώ την ευπιστία μου, όσο επειδή ο 20


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

Τρούμαν ήταν πολύ πειστικός στην περιγραφή των κεφαλαίων. Φυσικά, είναι πιθανό οι διάλογοι να υπήρχαν μόνο στο μυαλό του, δυσκολεύομαι όμως να πιστέψω ότι δεν τους πέρασε ποτέ στο χαρτί. Ήταν πολύ περήφανος για τη δουλειά του, αλλά την αντιμετώπιζε και με μια ασυνήθιστη αντικειμενικότητα. Υποψιάζομαι λοιπόν ότι κάποια στιγμή κατέστρεψε κάθε απομεινάρι κεφαλαίου που είχε γράψει πέρα από τα τρία που περιλαμβάνει το βιβλίο αυτό. Μονάχα ένας άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, κι αυτός είναι νεκρός. Ο Θεός ας τον συγχωρέσει. —JOZEPH M. FOX, 1987

21



ΜΈΡ ΟΣ ΠΡΏΤΟ

ΤΈΛΕΙΑ ΤΈΡΑΤΑ


Σε Κ αποια Γωνια Αυτου Του Κοσμου Υπαρχει μια εξαιρετική φιλόσοφος ονόματι Φλόρι Ροτόντο. Τις προάλλες έπεσα πάνω σε μια από τις σκέψεις της, σ’ ένα περιοδικό με μαθητικά κείμενα. Έλεγε: Αν ήταν στο χέρι μου, θα πήγαινα στο κέντρο του πλανήτη μας, της Γης, και θα έψαχνα για ουράνιο, ρουμπίνια και χρυσό. Θα αναζητούσα Τέλεια Τέρατα. Ύστερα θα μετακόμιζα στην επαρχία. Φλόρι Ροτόντο, οκτώ ετών. Φλόρι καλή μου, ξέρω ακριβώς τι εννοείς – ακόμη κι αν εσύ δεν το ξέρεις: πώς θα μπορούσες, άλλωστε, στα οκτώ σου; Γιατί εγώ έχω βρεθεί στο κέντρο του πλανήτη, ή σε κάθε περίπτωση έχω υποστεί τα δεινά που ένα τέτοιο ταξίδι μπορεί να επιφυλάσσει. Έχω ψάξει για ουράνιο, για ρουμπίνια, για χρυσό και, καθοδόν, έχω δει κι άλλους με τις ίδιες αναζητήσεις. Και άκου, Φλόρι, κατάφερα να συναντήσω Τέλεια Τέρατα! Μα όχι και τόσο Τέλεια. Η τέλεια ποικιλία είναι όμως σπάνια, όπως οι λευκές τρούφες σε σύγκριση με τις μαύρες, τα πικρά άγρια σπαράγγια σε σύγκριση με τα καλλιεργημένα. Το ένα και μοναδικό πράγμα που δεν έχω κάνει είναι να μείνω στην επαρχία. Μιας και το ’φερε η κουβέντα, γράφω σε χαρτί της Αμε24


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

ρικανικής Χριστιανικής Ένωσης, σε μια εστία της Ένωσης στο Μανχάταν όπου διαμένω τον τελευταίο μήνα, σ’ ένα κελί δίχως θέα στον δεύτερο όροφο. Θα προτιμούσα τον έκτο. Έτσι, αν αποφάσιζα να πηδήξω από το παράθυρο η διαφορά θα ήταν ειδοποιός. Ίσως αλλάξω δωμάτιο. Να ανέβω όροφο. Ίσως και όχι. Είμαι δειλός. Μα όχι τόσο δειλός για την απονενοημένη πράξη. Ονομάζομαι Π. Μπ. Τζόουνς και είμαι αναποφάσιστος – να σας πω κάτι για τον εαυτό μου τώρα αμέσως ή να περιμένω και να διοχετεύω αργά τις πληροφορίες στον ρου της ιστορίας μου; Θα μπορούσα κάλλιστα να μη σας πω τίποτα ή να αναφέρω ελάχιστα, γιατί στην ιστορία αυτή αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως ρεπόρτερ και όχι ως συμμετέχοντα, τουλάχιστον όχι με σημαντικό ρόλο. Ίσως λοιπόν είναι ευκολότερο να ξεκινήσω από μένα. Όπως είπα, ονομάζομαι Π. Μπ. Τζόουνς. Είμαι τριάντα πέντε ή τριάντα έξι ετών: ο λόγος γι’ αυτή την αβεβαιότητα είναι ότι κανείς δεν ξέρει πότε γεννήθηκα ούτε ποιοι είναι οι γονείς μου. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι υπήρξα εγκαταλελειμμένο βρέφος στον εξώστη ενός θεάτρου βοντβίλ στο Σεντ Λιούις. Αυτό συνέβη στις 20 Ιανουαρίου 1936. Ανατράφηκα από καθολικές μοναχές σ’ ένα αυστηρό ορφανοτροφείο από κόκκινη πέτρα που δέσποζε σε ένα ανάχωμα με θέα τον Μισισιπή. Ήμουν ο αγαπημένος των μοναχών, επειδή ήμουν έξυπνο και πανέμορφο παιδί. Δεν αντιλήφθηκαν ποτέ πόσο πανούργος, πόσο διπρόσωπος ήμουν ή πόσο πολύ απεχθανόμουν την άχαρη ζωή τους, το άρωμά τους: λιβάνι και σαπουνόνερο, κεριά και κρεόζωτο, λευκός ιδρώτας. Μία από τις αδελφές, η αδελφή Μάρθα, η οποία μου άρε25


TRUMAN CAPOTE

σε αρκετά, δίδασκε αγγλικά και ήταν τόσο πεπεισμένη ότι είχα ταλέντο στο γράψιμο που πείστηκα κι εγώ. Τέλος πάντων, όταν έφυγα από το ορφανοτροφείο, όταν το έσκασα δηλαδή, δεν της άφησα ούτε σημείωμα ούτε επικοινώνησα μαζί της ξανά: τυπικό δείγμα της ψυχρής, καιροσκοπικής φύσης μου. Χωρίς συγκεκριμένο προορισμό κατά νου, έκανα οτοστόπ και με πήρε ένας άντρας που οδηγούσε μια λευκή καμπριολέ Κάντιλακ. Ήταν ένας εύσωμος τύπος με σπασμένη μύτη και κοκκινωπή, φακιδιασμένη ιρλανδέζικη επιδερμίδα. Με τίποτα δεν θα τον έπαιρνες για αδελφή. Κι όμως ήταν. Με ρώτησε πού πήγαινα κι εγώ απλώς ανασήκωσα τους ώμους. Θέλησε να μάθει πόσων χρονών ήμουν. Απάντησα δεκαοκτώ, αν και στην πραγματικότητα ήμουν τρία χρόνια νεότερος. Χαμογέλασε πλατιά και είπε: «Λοιπόν, δεν θα ήθελα να διαφθείρω την ηθική ενός ανήλικου». Λες και είχα ηθική. Έπειτα δήλωσε με επισημότητα: «Είσαι όμορφο παιδί». Αλήθεια έλεγε: κάπως κοντός, μόλις ένα και εβδομήντα (τελικά ένα και εβδομήντα δύο), αλλά γεροδεμένος και με καλές αναλογίες, σγουρά καστανόξανθα μαλλιά, καστανά μάτια με πράσινες κηλίδες και ένα πρόσωπο έντονα γωνιώδες. Η θέα του εαυτού μου στον καθρέφτη μου δημιουργούσε πάντοτε μια καθησυχαστική αίσθηση. Έτσι, όταν ο Νεντ έκανε την κίνησή του, νόμισε πως έπιασε την καλή. Χα! Ξεκινώντας από μικρή ηλικία, επτά με οκτώ ή κάπου εκεί, είχα ήδη καλύψει όλη την γκάμα, από κάμποσα μεγαλύτερα αγόρια και αρκετούς παπάδες, μέχρι κι έναν όμορφο νέγρο κηπουρό. Στην πραγματικότητα, 26


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

ήμουν ένα είδος πόρνης της σοκολάτας – δεν υπήρχαν πολλά που δεν θα έκανα για ένα κομμάτι σοκολάτα Χέρσεϊ. Μόλο που έζησα μαζί του για αρκετούς μήνες, αδυνατώ να θυμηθώ το επίθετο του Νεντ. Έιμς; Ήταν αρχιμασέρ σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο του Μαϊάμι Μπιτς – ένα από εκείνα τα παστέλ χρώματος εβραϊκά στέκια με τα γαλλικά ονόματα. Ο Νεντ μου δίδαξε την τέχνη και όταν τον παράτησα κέρδιζα το ψωμί μου ως μασέρ σε μια σειρά από ξενοδοχεία της περιοχής. Επιπλέον, είχα αρκετούς δικούς μου πελάτες, άνδρες και γυναίκες, στους οποίους έκανα μασάζ και γυμναστική με ασκήσεις για το σώμα και το πρόσωπο – αν και οι ασκήσεις για το πρόσωπο είναι σκέτη βλακεία· η μόνη που φέρνει αποτέλεσμα είναι το τσιμπούκι. Δεν αστειεύομαι, είναι η ιδανική άσκηση για σύσφιξη των μυών της γνάθου. Με τη βοήθειά μου, η Άγκνες Μπίρμπαουμ βελτίωσε απίστευτα το περίγραμμα του προσώπου της. Η κυρία Μπίρμπαουμ ήταν χήρα ενός οδοντιάτρου από το Ντιτρόιτ ο οποίος είχε αποσυρθεί στο Φορτ Λόντερντεϊλ αλλά σύντομα υπέστη ένα θανατηφόρο έμφραγμα. Δεν ήταν πλούσια, είχε όμως χρήματα – σε συνδυασμό με μια προβληματική πλάτη. Στη ζωή της πρωτομπήκα με σκοπό να καταπραΰνω τους σπασμούς στη σπονδυλική της στήλη κι έμεινα μαζί της αρκετό καιρό για να συγκεντρώσω, χάρη σε δώρα εκτός της συνήθους αμοιβής μου, πάνω από δέκα χιλιάδες δολάρια. Τότε ακριβώς θα έπρεπε να έχω μετακομίσει στην επαρχία. Αντ’ αυτού αγόρασα ένα εισιτήριο λεωφορείου που 27


TRUMAN CAPOTE

με πήγε στη Νέα Υόρκη. Είχα μια βαλίτσα με ελάχιστα υπάρχοντα – μόνο εσώρουχα, πουκάμισα, ένα σετ μπάνιου και πολυάριθμα σημειωματάρια που περιείχαν μερικά κακογραμμένα ποιήματα και λιγοστά διηγήματα. Ήμουνα δεκαοχτώ, ήταν Οκτώβριος και θα θυμάμαι για πάντα εκείνη την οχτωβριάτικη λάμψη του Μανχάταν ενώ το λεωφορείο μου κατευθυνόταν προς την πόλη μέσα από τους βαλτότοπους του Νιου Τζέρσι. Όπως θα έλεγε και ο Τόμας Γουλφ, ένα αλλοτινό λατρεμένο και ήδη λησμονημένο είδωλο: ω, τι υπόσχεση έδιναν εκείνα τα παράθυρα! – κρύα και φλογερά κάτω από τη ρυτιδιασμένη λάμψη ενός φθινοπωριάτικου ήλιου που όδευε προς τη δύση του. Έκτοτε, ερωτεύτηκα πολλές πόλεις. Ωστόσο, μονάχα ένας οργασμός διάρκειας μίας ώρας θα μπορούσε να ξεπεράσει την ευτυχία της πρώτης μου χρονιάς στη Νέα Υόρκη. Δυστυχώς, αποφάσισα να παντρευτώ. Ίσως αυτό που επιζητούσα με τη μορφή της συζύγου να ήταν η ίδια η πόλη, η ευτυχία μου εκεί, μια αίσθηση αναπόφευκτης φήμης και πλούτου. Αλίμονο, αυτό που παντρεύτηκα τελικά ήταν ένα κορίτσι. Μια αναιμική, κάτωχρη αμαζόνα με ξανθά, σαν σχοινιά μαλλιά και αυγουλοειδή μενεξελιά μάτια. Ήταν συμφοιτήτριά μου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Είχα γραφτεί σ’ ένα τμήμα δημιουργικής γραφής της Μάρθα Φόλεϊ, μιας από τους ιδρυτές και εκδότες του παλιού περιοδικού Story. Αυτό που μου άρεσε στη Χούλγκα (ναι, ξέρω, η Φλάνερι Ο΄ Κόνορ είχε ονομάσει μια από τις ηρωίδες της Χούλγκα, αλλά δεν κλέβω, είναι καθαρή σύμπτωση) ήταν ότι ποτέ δεν βαριόταν να με ακούει να διαβάζω τα γραπτά μου μεγαλόφωνα. Ως επί το πλείστον, το περιεχόμενο των ιστοριών μου ερχό28


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

ταν σε αντίθεση με τον χαρακτήρα μου – δηλαδή, ήταν τρυφερές και λυπημένες· όμως, η Χούλγκα πίστευε πως ήταν υπέροχες και τα μεγάλα μενεξελιά μάτια της ήταν πάντοτε θολά και βουρκωμένα από ικανοποίηση στο τέλος κάθε ανάγνωσης. Λίγο μετά τον γάμο μας, ανακάλυψα ότι υπήρχε λόγος που τα μάτια της είχαν εκείνη την υπέροχη, υποτονική γαλήνη. Ήταν ηλίθια. Ή ένα βήμα πριν. Αναμφίβολα, το μυαλό της ήταν λειψό. Η καλή μου Χούλγκα, χωρίς ίχνος χιούμορ, ογκώδης κι όμως τόσο χαριτωμένη και ναζιάρικα καθαρή – σωστή νοικοκυρούλα. Δεν είχε ιδέα για τα πραγματικά μου αισθήματα για κείνη, τουλάχιστον μέχρι που έφτασαν τα Χριστούγεννα και δεχτήκαμε την επίσκεψη των γονιών της: ένα ζευγάρι σουηδέζικων θηρίων από τη Μινεσότα, ένα αντρόγυνο μαμούθ δύο φορές η κόρη τους. Ζούσαμε σ’ ένα διαμέρισμα, μόλις ενάμισι δωμάτιο, κοντά στο Μόρνινγκσαϊντ Χάιτς. Η Χούλγκα είχε αγοράσει ένα δέντρο που συναντάς μόνο στο Κέντρο Ροκφέλερ: απλωνόταν από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι και από τοίχο σε τοίχο – το διαβολεμένο ρουφούσε όλο το οξυγόνο από τον αέρα. Κι όμως, η Χούλγκα έφερε τα πάνωκάτω, ξόδεψε μια περιουσία γι’ αυτό το σκουπίδι από το Γούλγορθ! Συμβαίνει να μισώ τα Χριστούγεννα, συγχωρήστε με για τη δακρύβρεχτη παρένθεση, αλλά ήταν πάντοτε η πιο καταθλιπτική εποχή στα χρόνια που πέρασα στο ορφανοτροφείο του Μιζούρι. Έτσι την παραμονή των Χριστουγέννων, μερικά λεπτά προτού αφιχθούν οι γονείς της Χούλγκα για το εορταστικό πανηγύρι, έχασα ξαφνικά τον έλεγχο: διέλυσα το δέντρο και κομμάτι κομμάτι 29


TRUMAN CAPOTE

το εκσφενδόνισα από το παράθυρο μέσα σε μια κόλαση από καμένες ασφάλειες και σπασμένα λαμπάκια – όλη εκείνη την ώρα η Χούλγκα σφάδαζε σαν μισοσφαγμένο σφαχτάρι. (Προσοχή, εσείς που σπουδάζετε λογοτεχνία! Η παρήχηση –το παρατηρήσατε;– είναι το πιο ανώδυνο ελάττωμά μου.) Της είπα τι πίστευα για εκείνη και, για μία και μοναδική φορά, εκείνα τα μάτια έχασαν την ηλίθια καθαρότητά τους. Λίγο μετά, εμφανίστηκαν η μαμά και ο μπαμπάς, οι γίγαντες από τη Μινεσότα: ακούγεται σαν ανθρωποκτόνος ομάδα του χόκεϊ και κάπως έτσι αντέδρασαν. Οι γονείς της Χούλγκα με πηγαινόφερναν ανάμεσά τους σαν σάκο του μποξ και προτού καταρρεύσω, μου είχαν ήδη σπάσει πέντε πλευρά, τη μία κνήμη και μου είχαν μαυρίσει και τα δύο μάτια. Έπειτα, προφανώς, οι γίγαντες μάζεψαν το παιδί τους και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Δεν ξανάκουσα ούτε λέξη από τη Χούλγκα, ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Απ’ όσο ξέρω όμως, σύμφωνα με τον νόμο είμαστε ακόμα ζευγάρι. Έχετε ακούσει την έκφραση «πούστης δολοφόνος»; Είναι μια συγκεκριμένη κατηγορία αδελφής που στο αίμα της κυλάει ψυκτικό φρέον. Ο Ντιαγκίλεφ, για παράδειγμα. Ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ. Ο Αδριανός. Δεν συγκρίνεται βέβαια μ’ αυτές τις σημαντικές προσωπικότητες, ωστόσο ο τύπος που έχω κατά νου είναι ο Τέρνερ Μπόουτραϊτ. Ο Μπόουτι, όπως τον αποκαλούσαν οι αυλοκόλακές του. Ο κύριος Μπόουτραϊτ ήταν υπεύθυνος του λογοτεχνικού τμήματος ενός γυναικείου περιοδικού μόδας που δημοσίευε κείμενα «ποιοτικών» συγγραφέων. Υπέπεσε στην αντίληψή μου, ή μάλλον εγώ στη δική του, 30


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

όταν μια μέρα ήρθε να μας μιλήσει στο μάθημα λογοτεχνίας. Καθόμουνα στη πρώτη σειρά και κατάλαβα, από τον τρόπο που ζύγιαζε το παγωμένο βλέμμα του στον καβάλο μου, ποιες σκέψεις περνούσαν από το όμορφο σγουρό γκριζομάλλικο κεφάλι του. Εντάξει, αποφάσισα όμως ότι δεν θα έκανα εύκολο παζάρι. Μετά το μάθημα, οι μαθητές τον περιτριγύρισαν για να τον γνωρίσουν. Όχι εγώ. Έφυγα χωρίς να περιμένω να με συστήσουν. Πέρασε ένας μήνας και στη διάρκειά του χτένισα τα δύο διηγήματά μου που θεωρούσα καλύτερα: «Το μαύρισμα», που μιλούσε για τις αρσενικές πόρνες στο Μαϊάμι Μπιτς, και «Το μασάζ», που πραγματευόταν τις ταπεινώσεις μιας χήρας οδοντιάτρου που είχε ερωτευτεί με δουλοπρέπεια έναν έφηβο μασέρ. Με τα χειρόγραφα ανά χείρας, ξεκίνησα να επισκεφτώ τον κύριο Μπόουτραϊτ – χωρίς ραντεβού. Πήγα απλώς στα γραφεία του περιοδικού και ζήτησα από τη ρεσεψιονίστ να ενημερώσει τον κύριο Μπόουτραϊτ ότι ένας από τους μαθητές της μις Φόλεϊ είχε έρθει να τον δει. Ήμουν βέβαιος ότι ήξερε ποιος ήταν. Όταν όμως τελικά με συνόδεψαν μέχρι το γραφείο του, προσποιήθηκε ότι δεν με θυμόταν. Δεν ξεγελάστηκα. Το γραφείο είχε την αυστηρότητα που ταιριάζει σε επαγγελματικό χώρο. Έμοιαζε με βικτοριανό σαλόνι. Ο κύριος Μπόουτραϊτ καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα από μπαμπού πλάι σ’ ένα τραπέζι καλυμμένο με κροσσωτά σάλια που χρησίμευε για γραφείο. Μια ακόμη κουνιστή πολυθρόνα ήταν τοποθετημένη στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο εκδότης, με μια νυσταλέα χειρονομία που υποτίθεται ότι έκρυβε την εγρήγορση της κόμπρας, μου έδειξε την πολυθρόνα (η 31


TRUMAN CAPOTE

δική του καρέκλα, όπως ανακάλυψα αργότερα, είχε ένα μαξιλαράκι με μια κεντητή αφιέρωση: ΜΗΤΕΡΑ). Μόλο που ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, στο παράθυρο οι βαριές βελούδινες κουρτίνες, σε μια απόχρωση που νομίζω λέγεται σάπιο μήλο, ήταν τραβηγμένες. Το μοναδικό φως ερχόταν από δύο πορτατίφ, ένα με σκούρο κόκκινο και ένα με πράσινο αμπαζούρ. Ενδιαφέρων χώρος, το λημέρι του κυρίου Μπόουτραϊτ. Αναμφίβολα η διεύθυνση του είχε δώσει μεγάλη ελευθερία. «Λοιπόν, κύριε Τζόουνς;» Εξήγησα τον λόγο της επίσκεψής μου, είπα ότι είχα εντυπωσιαστεί από την ομιλία του στο Κολούμπια, από την ειλικρίνεια της πρόθεσής του να βοηθά νέους συγγραφείς και ανακοίνωσα ότι είχα φέρει δύο διηγήματα που επιθυμούσα να υποβάλω στην κρίση του. Μου απάντησε μ’ έναν ανεπαίσθητο σαρκασμό που με τρόμαξε: «Και γιατί επέλεξες να τα υποβάλεις αυτοπροσώπως; Το πιο σύνηθες μέσο είναι το ταχυδρομείο». Χαμογέλασα και το χαμόγελό μου είναι πάντα ένα αφοπλιστικό υπονοούμενο, κι άλλωστε συνήθως έτσι εκλαμβάνεται. «Φοβήθηκα πως δεν θα τις διαβάζατε ποτέ. Ένας άγνωστος συγγραφέας χωρίς ατζέντη; Δεν θα πρέπει να φτάνουν στα χέρια σας πολλές τέτοιες ιστορίες». «Φτάνουν εφόσον το αξίζουν. Η κυρία Σόου, η βοηθός μου, είναι μια εξαιρετικά ικανή και οξυδερκής αναγνώστρια. Πόσων χρονών είσαι;» «Θα κλείσω τα είκοσι τον Αύγουστο». «Και πιστεύεις πως είσαι ιδιοφυΐα;» «Δεν ξέρω». Πράγμα που ήταν ψέμα. Ήμουνα βέβαιος γι’ αυτό. «Γι’ αυτό είμαι εδώ. Θα ήθελα τη γνώμη σας». 32


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

«Ένα είναι βέβαιο: είσαι φιλόδοξος. Ή μήπως πρόκειται για απλή παρόρμηση; Τι είσαι, οβριός;» Η απάντησή μου δεν περιποιεί ιδιαίτερη τιμή σε μένα. Αν και γενικά δεν ενδίδω στην αυτολύπηση (αναρωτιέμαι γιατί), δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ το παρελθόν μου για να κερδίσω τη συμπάθεια. «Μπορεί. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο. Δεν γνώρισα ποτέ τους γονείς μου». Ωστόσο, ο κύριος Μπόουτραϊτ μου κατάφερε το κατάλληλο χτύπημα με οδυνηρή ακρίβεια. Είχε αντιληφθεί πού το πήγαινα, ενώ εγώ δεν ήμουν πια καθόλου σίγουρος ότι είχα τον έλεγχο. Εκείνη την περίοδο, ήμουν απρόσβλητος στους τεχνητούς εθισμούς – σπανίως κάπνιζα και ποτέ δεν έπινα. Τώρα όμως, χωρίς να ζητήσω καν άδεια, διάλεξα ένα τσιγάρο από μια ταμπακιέρα από ταρταρούγα. Καθώς το άναβα, όλα τα σπίρτα στο σπιρτόκουτο λαμπάδιασαν. Μια μικροσκοπική φωτιά έκαψε το χέρι μου. Αναπήδησα, έσφιγγα το χέρι μου κλαψουρίζοντας. Ο οικοδεσπότης μου, απλά και ψύχραιμα, μου έδειξε τα πεσμένα, φλεγόμενα ακόμη σπίρτα και είπε: «Προσοχή, σβήσ’ τα. Θα καταστρέψεις το χαλί». «Έλα εδώ» συνέχισε. «Δώσε μου το χέρι σου». Τα χείλη του μισάνοιξαν. Αργά με το στόμα του ρούφηξε τον δείκτη μου, το πιο τσουρουφλισμένο δάκτυλο. Βύθισε το δάχτυλο στα βάθη του στόματός του, έπειτα σχεδόν το έβγαλε από το στόμα και το ξαναβύθισε – σαν κυνηγός που ρουφά ένα επικίνδυνο δηλητήριο μετά από δάγκωμα φιδιού. Σταμάτησε και ρώτησε: «Ορίστε. Νιώθεις καλύτερα;» 33


TRUMAN CAPOTE

Η ισορροπία είχε ανατραπεί. Η εξουσία άλλαξε χέρια ή ήμουν αρκετά ανόητος για να πιστέψω κάτι τέτοιο. «Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ». «Έξοχα» είπε και σηκώθηκε για να αμπαρώσει την πόρτα του γραφείου. «Τώρα θα συνεχίσουμε τη θεραπεία». Οχι, Δεν Ηταν Κ αθολου Ευκολο. Ο Μπόουτι ήταν σκληρός τύπος. Αν χρειαζόταν θα πλήρωνε για τις απολαύσεις του, ποτέ όμως δεν θα δημοσίευε κάποιο από τα διηγήματά μου. Για τα πρώτα δύο που του έδωσα, δήλωσε: «Δεν είναι καλά. Κανονικά, δεν θα ενθάρρυνα κανέναν με ένα ταλέντο τόσο λιγοστό όσο το δικό σου. Αυτό είναι το σκληρότερο πράγμα που μπορεί κάποιος να κάνει: να ενθαρρύνει κάποιον ότι έχει χαρίσματα που στην πραγματικότητα δεν έχει. Ωστόσο, θεωρώ ότι έχεις κάποια αίσθηση του λόγου. Είσαι ικανός να πλάθεις χαρακτήρες. Ίσως κάτι μπορεί να γίνει. Αν είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις, να διακινδυνεύσεις να καταστρέψεις τη ζωή σου, θα σε βοηθήσω. Όμως δεν το συνιστώ». Μακάρι να τον είχα ακούσει. Μακάρι τότε και τώρα να είχα μετακομίσει στην επαρχία. Αλλά ήταν πολύ αργά, επειδή είχα ήδη ξεκινήσει το ταξίδι μου για τα έγκατα της Γης. Μου τελειώνει το χαρτί. Σκέφτομαι να κάνω ένα ντους. Κι ίσως μετά να μετακομίσω στον έκτο. Μετακομισα Στον Εκτο. Το παράθυρό μου όμως ανοίγει πάνω στο διπλανό κτίριο. Ακόμη κι αν σκαρφάλωνα στο περβάζι, το μόνο που θα πετύχαινα θα ήταν να κουτου34


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

λήσω στον τοίχο του άλλου κτιρίου. Έχουμε ένα σεπτεμβριάτικο κύμα καύσωνα και το δωμάτιό μου είναι τόσο μικρό, τόσο ζεστό, που είμαι αναγκασμένος να αφήνω την πόρτα μου ορθάνοιχτη μέρα-νύχτα, γεγονός ατυχές αφού, όπως στα περισσότερα κτίρια της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων, οι διάδρομοι αντηχούν τα παπουτσωμένα βήματα των φιλήδονων χριστιανών. Αν τύχει κι αφήσεις την πόρτα ανοιχτή, συχνά το ερμηνεύουν ως ερωτική πρόσκληση. Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τις προάλλες, όταν ξεκίνησα την αφήγηση, δεν είχα ιδέα αν θα τη συνέχιζα. Να όμως που μόλις βγήκα από ένα χαρτοπωλείο, απ’ όπου αγόρασα ένα κουτί με μολύβια Μπλάκγουινγκ, μια ξύστρα και μισή ντουζίνα χοντρά τετράδια. Ούτως ή άλλως, δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Μόνο να ψάξω για δουλειά. Έλα όμως που δεν ξέρω τι δουλειά να ψάξω – εκτός κι αν το ρίξω πάλι στο μασάζ. Πάντως δεν κάνω για πολλά. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν παύω να σκέφτομαι ότι ίσως, αν αλλάξω τα περισσότερα ονόματα, θα μπορούσα να εκδώσω το κείμενο με τη μορφή νουβέλας. Διάολε, δεν έχω τίποτα να χάσω. Φυσικά, κάνα δυο άτομα ίσως επιχειρήσουν να με σκοτώσουν, αλλά θα το θεωρούσα χάρη. Αφου Του Εδωσα Περισσοτερα Α πο Εικοσι Διηγηματα, ο Μπόουτι τελικά αγόρασε ένα. Έκανε ένα σωρό διορθώσεις και σχεδόν το ξαναέγραψε από την αρχή, αλλά τουλάχιστον τυπώθηκε. «Οι πολλές σκέψεις του Μόρτον», του Π. Μπ. Τζόουνς. Η υπόθεση αφορούσε μια μοναχή ερωτευμένη μ’ έναν νέγρο κηπουρό ονόματι Μόρτον (τον ίδιο κηπουρό που είχε ερωτευτεί εμένα). Έκανε 35


TRUMAN CAPOTE

εντύπωση και ξανατυπώθηκε στα Καλύτερα Αμερικανικά Διηγήματα εκείνης της χρονιάς. Και, το πιο σημαντικό, το πρόσεξε μια διακεκριμένη φίλη του Μπόουτι, η μις Άλις Λι Λάνγκμαν. Ο Μπόουτι είχε στην ιδιοκτησία του μια ευρύχωρη, παλιά κατοικία από καφετιά πέτρα. Βρισκόταν κάπου πάνω από την ογδοηκοστή πέμπτη οδό, στα ανατολικά της πόλης. Το εσωτερικό ήταν μια εξεζητημένη ρέπλικα του γραφείου του, ένα συνονθύλευμα από βυσσινί βικτοριανά έπιπλα από αλογότριχα: κουρτίνες με πέρλες και βαλσαμωμένες κουκουβάγιες που ατένιζαν τον χώρο συνοφρυωμένες πίσω από γυάλινες θολωτές προθήκες. Η αισθητική αυτού του είδους, τώρα πια ντεμοντέ, ήταν δια­σ κεδαστικά ασυνήθιστη εκείνη την εποχή και το σαλόνι του Μπόουτι ήταν ένα από τα πιο πολυσύχναστα κοσμικά κέντρα στο Μανχάταν. Γνώρισα τον Ζαν Κοκτώ εκεί μέσα – μια όρθια ακτίνα λέιζερ με ένα κλωναράκι μιγκέ στην μπουτονιέρα του. Με ρώτησε αν είχα τατουάζ στο σώμα και όταν απάντησα αρνητικά, τα πανέξυπνα μάτια του έγιναν ανέκφραστα και ξεγλίστρησαν από πάνω μου. Τόσο η Ντίτριχ όσο και η Γκάρμπο έρχονταν περιστασιακά στου Μπόουτι, η δεύτερη πάντα συνοδευόμενη από τον Σεσίλ Μπίτον, με τον οποίο είχα γνωριστεί όταν με φωτογράφισε για το περιοδικό του Μπόουτι (μια στιχομυθία ανάμεσα στους δυο τους που άκουσα τυχαία: Μπίτον: «Το πιο θλιβερό με τα γεράματα είναι που ανακαλύπτω ότι τα απόκρυφα σημεία μου συρρικνώνονται». Γκάρμπο, μετά από μια πένθιμη παύση: «Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο»). Στην πραγματικότητα, στου Μπόουτι μπορούσε κα36


ΤΑ ΒΡΌΜΙΚΑ ΣΑΛΌΝΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΊΑΣ

νείς να συναντήσει έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό διάσημων προσωπικοτήτων: ηθοποιούς όπως η Μάρθα Γκράχαμ και η Τζίπσι Ρόουζ Λι, διαφόρων ειδών πασπαλισμένους με στρας καλλιτέχνες στους οποίους συγκαταλέγονταν στρατιές ζωγράφων (Τσελίτσεβ, Κάντμους, Ρίβερς, Γουόρχολ, Ράουσενμπεργκ), συνθετών (Μπέρνσταϊν, Κόπλαντ, Μπρίτεν, Μπάρμπερ, Μπλίτσταϊν, Ντάιμοντ, Μενότι) και, σε αφθονία, συγγραφέων (Άουντεν, Ίσεργουντ, Γουέσκοτ, Γουίλιαμς, Στάιρον, Πόρτερ και, σε αρκετές περιστάσεις, όταν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, ο εμμονικός με τις λολίτες Φόκνερ, συνήθως σοβαρός και αβρός υπό το διπλό βάρος μιας αβέβαιης αρχοντιάς και μιας αδιαθεσίας που οφειλόταν στα Τζακ Ντάνιελς). Ακόμη και την Άλις Λι Λάνγκμαν, την οποία ο Μπόουτι θεωρούσε πρώτη κυρία της αμερικανικής λογοτεχνίας. Σε όλους εκείνους τους ανθρώπους, όσους ζουν ακόμη, δεν θα πρέπει να είμαι παρά η πιο μακρινή ανάμνηση. Ούτε καν. Φυσικά, ο Μπόουτι θα με θυμόταν, αν και όχι με ευχαρίστηση (Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ τι θα έλεγε: «Π. Μπ. Τζόουνς; Εκείνος ο αλήτης. Χωρίς αμφιβολία, τριγυρίζει στις αγορές του Μαρακές πουλώντας τον κώλο του σε γηραιούς Άραβες σοδομίτες»). Μα ο Μπόουτι δεν υπάρχει πια, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου μέσα στο μαονένιο σπίτι του από έναν τρελαμένο ηρωινομανή Πορτορικάνο πόρνο που τον εγκατέλειψε με τα μάτια πεταμένα έξω να κρέμονται πάνω στα μάγουλά του. Και η Άλις Λι Λάνγκμαν πέθανε πέρυσι. Οι New York Times δημοσίευσαν τη νεκρολογία της στην πρώτη σελίδα, μαζί με την περίφημη φωτογραφία της, έργο του Άρνολντ Γκέντε στο Βερολίνο το 1927. Οι 37


TRUMAN CAPOTE

δημιουργικές γυναίκες σπανίως είναι εμφανίσιμες. Πάρε για παράδειγμα τη Μέρι ΜακΚάρθι, που τόσο συχνά διαφημίστηκε ως σπουδαία καλλονή. Η Άλις Λι Λάνγκμαν υπήρξε όμως κύκνος ανάμεσα στους κύκνους του αιώνα μας: εφάμιλλη της Κλεό ντε Μερόντ, της μαρκησίας ντε Κάσα Μορί, της Γκάρμπο, της Μπάρμπαρα Κούσινγκ Πάλεϊ, του Ρίτσαρντ Φινόκιο (του τραβεστί που αποκαλεί τον εαυτό του Χάρλοου), της Γκλόρια Γκίνες, της Μάγια Πλισέτσκαγια, της Μέριλιν Μονρόε και τέλος της ασύγκριτης Κέιτ ΜακΚλάουντ. Υπήρξαν αρκετές διανοούμενες λεσβίες που ξεχώρισαν για την εμφάνισή τους: Κολέτ, Γερτρούδη Στάιν, Γουίλα Κάθερ, Άιβι Κόμπτον-Μπερνέτ, Κάρσον ΜακΚάλλερς, Τζέιν Μπόουλς και, σε μια κατηγορία μόνες τους, με μια απλώς αξιολάτρευτη ομορφιά, τόσο η Έλινορ Κλαρκ όσο και η Κάθριν Αν Πόρτερ δικαιώνουν τη φήμη τους. Αλλά η Άλις Λι Λάνγκμαν ήταν μια τελειοποιημένη παρουσία, μια καλογυαλισμένη κυρία με μια χαρακτηριστική ανδρόγυνη φιγούρα, εκείνη τη σεξουαλικά αμφίθυμη αύρα που αποτελεί κοινό παρονομαστή σε κάποιους ανθρώπους των οποίων η σαγήνη διαπερνά κάθε σύνορο – κάτι μυστηριακό που όμως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των γυναικών, αφού τη συναντάμε στον Νουρέγιεφ, στον Νεχρού, στον νεαρό Μάρλον Μπράντο και στον Έλβις Πρίσλεϊ, αλλά και στον Μοντγκόμερι Κλιφτ και τον Τζέιμς Ντιν. Όταν γνώρισα τη μις Λάνγκμαν, και ποτέ δεν την αποκάλεσα αλλιώς, είχε προ πολλού πατήσει τα πενήντα κι όμως έμοιαζε αλλόκοτα αναλλοίωτη από την πάλαι ποτέ φωτογραφία του Γκέντε. Η συγγραφέας των βιβλίων 38


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.