Τι είναι καλό, Φαίδρε, Και τι δεν είναι καλό – Πρέπει να ρωτάμε τους άλλους
να μας πουν γι’ αυτά τα πράγματα;
ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΉ ΈΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΊΚΟΣΙ ΠΈΝΤΕ ΧΡΌΝΩΝ
Υποθέτω πως κάθε συγγραφέας ονειρεύεται την επιτυχία που έχει γνωρίσει το Ζεν και η τέχνη συντήρησης της μοτοσικλέτας τα
τελευταία είκοσι πέντε χρόνια: διθυραμβικές κριτικές, πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων σε είκοσι τρεις γλώσσες, ο χαρακτηρισμός από τον Τύπο ως «το πιο ευρέως διαδεδομένο βιβλίο φιλοσοφίας που έχει γραφεί ποτέ»1.
Στις αρχές της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια εβδομήντα,
όταν γράφτηκε το βιβλίο, είχα τέτοια όνειρα, βεβαίως, αλλά δεν άφησα τον εαυτό μου να προσκολληθεί σ’ αυτά ούτε τα εξέφρασα
δημόσια, από φόβο μήπως ερμηνευτούν ως ενδείξεις μεγαλομανίας και οπισθοδρόμησης στην πρότερη ψυχική μου νόσο. Τώρα
τα όνειρα αυτά έχουν γίνει πραγματικότητα και δεν χρειάζεται πια να ανησυχώ.
Όμως, αντί να αφηγηθώ την ιστορία μιας επιτυχίας που όλοι
γνωρίζουν, θα ήταν μια ανώτερη κίνηση εκ μέρους μου να γράψω για τα λάθη του βιβλίου, και ίσως να βοηθήσω να διορθωθούν. Υπάρχουν δύο που ξεχωρίζουν – ένα μικρό κι ένα μεγάλο.
Το μικρό είναι ότι Φαίδρος δεν σημαίνει «λύκος» στα ελληνικά.
Ήταν ένα λάθος που προέκυψε από την εμπειρία μου στο πανεπι-
στήμιο του Σικάγο, η οποία παρουσιάζεται στο Τέταρτο Μέρος. Ο
1. Η London Telegraph και το ραδιόφωνο του BBC. (ΣτΣ)
12 | R O B E RT M . P I R S I G
καθηγητής μου στη φιλοσοφία είχε αναφέρει ότι στον Πλάτωνα άρεσε να δίνει στους χαρακτήρες του ονόματα που υποδήλωναν
τη φύση της ιδιοσυγκρασίας τους και στον διάλογο Φαίδρος η
ομοιότητα παρέπεμπε σε λύκο. Ο καθηγητής, που απ’ όσο θυμά-
μαι το πραγματικό του όνομα ήταν Λαμ ή Λαμπ2, με κοίταξε σαν να ήθελε να μου δείξει ότι πίστευε πως ο τίτλος του λύκου μάλλον
ταίριαζε στο άτομό μου. Ήμουν ένας «παρείσακτος» που έδειχνε να τον ενδιαφέρει περισσότερο να επιτεθεί σε αυτό που διδασκόταν, παρά να μάθει απ’ αυτό. Το υπερδραστήριο μυαλό μου εξέλαβε το περιστατικό ως μια κρίσιμη στιγμή στη σχέση μου με τη
σχολή κι έτσι του έδωσε μια θέση στο βιβλίο. Όμως ο χαρακτήρας που ο Πλάτων παρομοίαζε με λύκο δεν ήταν ο Φαίδρος αλλά
ο Λυσίας, το όνομα του οποίου προσομοιάζει με τη λέξη λύκος.
Όπως μου έχουν υποδείξει πολλές φορές οι αναγνώστες, Φαίδρος
σημαίνει «φωτεινός» ή «ακτινοβόλος». Ήμουν τυχερός. Θα μπορούσε να σημαίνει κάτι πολύ χειρότερο.
Το δεύτερο λάθος είναι πολύ σοβαρότερο, γιατί συσκοτίζει το βασικό νόημα του βιβλίου. Πολλοί άνθρωποι έχουν παρατηρήσει ότι το τέλος δεν διασαφηνίζει τα πράγματα, ότι κάτι λείπει. Κάποιοι το έχουν χαρακτηρίσει «χολιγουντιανό», ένα τέλος
που υπονομεύει την αξιοπιστία του βιβλίου. Έχουν δίκιο, αλλά
αυτό δεν συμβαίνει επειδή πρόθεσή μου ήταν ένα χολιγουντιανό τέλος. Συμβαίνει επειδή πρόθεσή μου ήταν ένα πολύ διαφορετικό τέλος, που δεν θα ήταν αρκετά ξεκάθαρο. Στο επιδιωκόμενο
τέλος δεν είναι ο αφηγητής που θριαμβεύει απέναντι στον φαύλο
Φαίδρο. Είναι ο έντιμος Φαίδρος που θριαμβεύει απέναντι στον
αφηγητή που τον κακολογεί διαρκώς. Αυτό γίνεται πιο ξεκάθαρο στην παρούσα έκδοση, όπου για τη φωνή του Φαίδρου χρησιμοποιήθηκε διαφορετική γραμματοσειρά. 2. Στα αγγλικά πρόβατο, αρνί. (ΣτΜ)
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 1 3
Θα ήθελα να επεκταθώ λίγο σ’ αυτό, επιτρέψτε μου λοιπόν
να επιστρέψω σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής που πραγ-
ματοποιήθηκε κάποια χειμωνιάτικα απογεύματα των αρχών της
δεκαετίας του 1950 στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Καθηγητής ήταν ο Άλεν Τέιτ, διακεκριμένος ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας. Θεματικό αντικείμενο πολλών παραδόσεων ήταν το Στρί-
ψιμο της βίδας του Χένρι Τζέιμς, όπου μια γκουβερνάντα προσπαθεί να κρύψει τα δύο παιδιά που ανατρέφει για να τα γλιτώσει από
μια άυλη παρουσία, αλλά στο τέλος δεν τα καταφέρνει κι εκείνα
πεθαίνουν. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι επρόκειτο για μια γνήσια ιστορία φαντασμάτων, αλλά ο Τέιτ είπε όχι, εδώ ο Χένρι Τζέιμς επιδιώκει περισσότερα. Η γκουβερνάντα δεν είναι η ηρωίδα
αυτής της ιστορίας. Είναι η κακιά. Δεν είναι το φάντασμα αυτό που σκοτώνει τα παιδιά, αλλά η υστερική πεποίθηση της γκουβερνάντας ότι το φάντασμα υπάρχει. Στην αρχή δεν μπορούσα να το πιστέψω, αλλά ξαναδιάβασα την ιστορία και διαπίστωσα
ότι ο Τέιτ είχε δίκιο. Μπορείς να την ερμηνεύσεις και με τους δύο τρόπους.
Πώς ήταν δυνατόν να μου έχει διαφύγει;
Ο Τέιτ εξήγησε ότι ο Τζέιμς είχε καταφέρει να πετύχει αυτό το
μαγικό αποτέλεσμα μέσω της χρήσης του αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο. Ο Τέιτ είπε ότι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είναι η πιο
δύσκολη συγγραφική φόρμα, γιατί ο συγγραφέας είναι εγκλωβι-
σμένος μέσα στο μυαλό του αφηγητή και δεν μπορεί να βγει από
εκεί. Δεν μπορεί να πει κάτι όπως «εντωμεταξύ, πίσω στο ράντσο» για να επιτύχει τη μετάβαση σε ένα άλλο θεματικό αντικείμενο – είναι φυλακισμένος για πάντα μέσα στον αφηγητή. Όμως το ίδιο
και ο αναγνώστης! Και αυτή είναι η δύναμη της πρωτοπρόσωπης
αφήγησης. Ο αναγνώστης δεν βλέπει ότι η γκουβερνάντα είναι η
κακιά της ιστορίας επειδή το μόνο που βλέπει ο αναγνώστης είναι αυτό που βλέπει η γκουβερνάντα.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο Ζεν και η τέχνη συντήρησης της
μοτοσικλέτας και ας παρατηρήσουμε τις ομοιότητες. Υπάρχει ένας
14 | R O B E RT M . P I R S I G
αφηγητής από το μυαλό του οποίου δεν φεύγεις ποτέ. Μιλάει για ένα κακό φάντασμα με το όνομα Φαίδρος, αλλά ο μόνος λόγος που ξέρεις πως αυτό το φάντασμα είναι κακό είναι επειδή σου το
λέει ο αφηγητής. Στη διάρκεια της ιστορίας, ο Φαίδρος εμφανί-
ζεται στα όνειρα του αφηγητή με τέτοιο τρόπο που αρχίζεις να καταλαβαίνεις όχι μόνο ότι ο αφηγητής καταδιώκει τον Φαίδρο με σκοπό να τον καταστρέψει, αλλά και ότι ο Φαίδρος καταδιώκει επίσης τον αφηγητή με την ίδια επιδίωξη. Ποιος θα νικήσει;
Εδώ υπάρχει μια διχασμένη προσωπικότητα: δύο μυαλά που
μάχονται για το ίδιο σώμα, μια κατάσταση που ενέπνευσε την αρχική σημασία του όρου «σχιζοφρένεια». Αυτά τα δύο μυαλά έχουν διαφορετικές αξίες για τη ζωή.
Ο αφηγητής είναι πρωτίστως ένα άτομο που κυριαρχείται από
τις αξίες της κοινωνίας. Όπως λέει στην αρχή: «Είχα χρόνια να
σκεφτώ κάποια καινούργια ιδέα». Δεν λέει ποτέ την ιστορία του,
παρά μόνο χρησιμοποιώντας τρόπους που είναι υπολογισμένοι
να σε κάνουν σαν αυτόν. Τις μύχιες σκέψεις του θα τις μοιραστεί μαζί σου, αλλά όχι με τον Τζον, τη Σύλβια, τον Κρις ή τον Ντι-
Γουίζ. Πάνω απ’ όλα, δεν θέλει να είναι αποκομμένος από σένα –τον αναγνώστη– ή από την κοινωνία γύρω του. Διατηρεί μια
προσεκτική στάση στα φυσιολογικά πλαίσια της κοινωνίας που τον περιβάλλει, επειδή έχει δει τι συνέβη στον Φαίδρο, ο οποίος δεν το έπραξε. Έχει μάθει το μάθημά του. Τέρμα τα ηλεκτροσόκ
για εκείνον. Μόνο κάποια στιγμή ο αφηγητής εξομολογείται το
μυστικό του: ότι είναι ένας αιρετικός που όλοι τον συγχαίρουν
επειδή έχει σώσει την ψυχή του, αλλά μέσα του ξέρει ότι το μόνο που έχει σώσει είναι το τομάρι του.
Υπάρχουν μόνο δύο άλλοι άνθρωποι που το γνωρίζουν ή το
διαισθάνονται αυτό. Ο ένας είναι ο Κρις. Ισοπεδώνεται από τη σύγχυση και τη θλίψη καθώς αναζητά τον πατέρα που θυμάται
και αγαπά αλλά δεν μπορεί πια να βρει. Ο άλλος είναι ο Φαίδρος.
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 1 5
Γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια τον σκοπό του αφηγητή και τον μισεί γι’ αυτό.
Για τον Φαίδρο, ο αφηγητής είναι ένας ξεπουλημένος, ένας
δειλός που έχει εγκαταλείψει την αλήθεια με αντάλλαγμα τη δημοφιλία και την αποδοχή από τους ψυχιάτρους, την οικογένειά
του, τους εργοδότες και τις κοινωνικές επαφές του. Βλέπει ότι ο αφηγητής δεν θέλει πια να είναι έντιμος, αλλά μόνο ένα αποδε-
κτό μέλος της κοινότητας, που υποκλίνεται και προσαρμόζει τη συμπεριφορά του για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Ο Φαίδρος διακατεχόταν από πνευματικές αξίες. Δεν του και-
γόταν καρφί σε ποιον άρεσε ή σε ποιον δεν άρεσε. Αναζητούσε με
πείσμα μια αλήθεια που πίστευε πως είχε συνταρακτική σημασία για τον κόσμο. Ο κόσμος δεν είχε ιδέα για τις επιδιώξεις του και
προσπαθούσε να τον αφανίσει. Πλέον είχε καταστραφεί κοινωνικά – είχε σωπάσει. Όμως τα κατάλοιπα όσων γνώριζε παρέμεναν στον εγκέφαλο του αφηγητή και αυτή ήταν η αφετηρία της σύγκρουσης.
Στο τέλος, είναι η αγωνία του Κρις που απελευθερώνει τον
Φαίδρο. Όταν ο Κρις ρωτάει «Ήσουν στ’ αλήθεια τρελός;» και η
απάντηση είναι «Όχι», αυτός που απαντά δεν είναι ο αφηγητής
αλλά ο Φαίδρος. Και όταν ο Κρις λέει «Το ήξερα», καταλαβαί-
νει επίσης ότι για πρώτη φορά σε ολόκληρο το ταξίδι μιλάει ξανά στον πατέρα που είχε χάσει από καιρό. Η ένταση διαλύεται. Την
έχουν νικήσει. Ο υποκριτικός αφηγητής έχει εξαφανιστεί. «Από δω και μπρος τα πράγματα θα φτιάξουν», λέει ο Φαίδρος. «Κάτι τέτοια τα καταλαβαίνεις».
Για περισσότερα γύρω από τον πραγματικό Φαίδρο, ο οποίος
δεν είναι ένα φαύλο φάντασμα αλλά μάλλον ένας χαμηλών τόνων
υπερδιανοούμενος, θα ήθελα να συστήσω το Lila, μια συνέχεια
που έχει γίνει πλήρως κατανοητή από πολύ λίγους. Επίσης να προτείνω την ιστοσελίδα www.moq.org στο διαδίκτυο, μια ομάδα που είναι ανάμεσα σ’ αυτούς τους λίγους που την κατανοούν.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ •
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1
Στο ρολόι μου μπορώ να δω, χωρίς να πάρω το χέρι μου από τον
αριστερό λεβιέ της μοτοσικλέτας, πως είναι οκτώ και μισή το
πρωί. Ο άνεμος, ακόμα και με εξήντα μίλια την ώρα, είναι ζεστός και υγρός. Όταν έχει τόση ζέστη και κουφόβραση στις οκτώμισι, αναρωτιέσαι πώς θα είναι το απόγευμα.
Ο αέρας φέρνει δυνατές μυρωδιές από τα έλη δίπλα στον
δρόμο. Βρισκόμαστε σε μια περιοχή των Κεντρικών Πεδιάδων,
γεμάτη με χιλιάδες βαλτοτόπια ιδανικά για κυνήγι πάπιας, και κατευθυνόμαστε βορειοδυτικά από τη Μινεάπολη προς τη Ντακότα. Ο δρόμος είναι μια παλιά άσφαλτος δύο λωρίδων που δεν
έχει γνωρίσει μεγάλη κίνηση από τότε που ένας άλλος, τεσσά-
ρων λωρίδων, άρχισε να λειτουργεί παράλληλα πριν από τέσσερα
χρόνια. Όταν περνάμε από ένα έλος, ο αέρας δροσίζει αμέσως. Έπειτα, μόλις το αφήνουμε πίσω μας, ξαφνικά ζεσταίνεται πάλι.
Χαίρομαι που ταξιδεύω ξανά με τη μηχανή σ’ αυτή την περι-
οχή. Είναι κάτι σαν το πουθενά∙ δεν έχει κανένα λόγο να είναι διάσημη και ακριβώς αυτό της δίνει μια γοητεία. Η ένταση εξαφανίζεται όταν ταξιδεύεις σε παλιούς δρόμους σαν κι αυτόν. Σκαμπα-
νεβάζουμε στο μισοδιαλυμένο οδόστρωμα ανάμεσα σε καλαμιές και βοσκοτόπια και μετά κι άλλες καλαμιές και σημεία με ελώδη
βλάστηση. Κάπου κάπου βλέπεις ανοιχτές υδάτινες εκτάσεις και αν κοιτάξεις με μεγαλύτερη προσοχή μπορείς να δεις αγριόπα-
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 1 9
πιες στις άκρες των καλαμιών. Και χελώνες…. Βλέπω έναν κοκκινόπτερο κότσυφα.
Χτυπάω με την παλάμη μου το γόνατο του Κρις και του το
δείχνω.
«Τι;!» φωνάζει. «Κοτσύφι!»
Λέει κάτι που δεν μπορώ ν’ ακούσω. «Τι;» τον ρωτάω, φωνά-
ζοντας κι εγώ.
Πιάνει το πίσω μέρος του κράνους μου και ουρλιάζει: «Έχω δει
πολλά τέτοια, μπαμπά!»
«Α!» του αντιγυρίζω στην ίδια ένταση. Έπειτα γνέφω. Όταν
είσαι έντεκα χρονών δεν σε εντυπωσιάζουν τόσο οι κοκκινόπτε-
ροι κότσυφες.
Χρειάζεται να μεγαλώσεις κι άλλο για τέτοια. Για μένα,
όλα αυτά είναι ανάμικτα με αναμνήσεις που εκείνος δεν έχει. Κρύα πρωινά πριν από πολύ καιρό, όταν η βλάστηση του βάλ-
του έπαιρνε μια καφετιά απόχρωση και ο βορειοδυτικός άνεμος μαστίγωνε τα βούρλα. Η έντονη μυρωδιά ερχόταν τότε από την
κοπριά που ανάδευαν οι ψηλές μας μπότες καθώς παίρναμε τις θέσεις μας για τη στιγμή που ο ήλιος θα ανέτελλε και θα ξεκινούσε η περίοδος του κυνηγιού της πάπιας. Ή χειμώνες, όταν τα
βαλτοτόπια ήταν παγωμένα και νεκρά και μπορούσα να περπατάω στον πάγο βλέποντας μόνο γκρίζους ουρανούς και πράγματα
νεκρά και κρύα. Τα κοτσύφια έλειπαν τότε. Όμως τώρα είναι Ιούλιος και έχουν επιστρέψει∙ τα πάντα βρίσκονται στην πιο δραστήρια φάση τους και κάθε τετραγωνικό μέτρο αυτών των βάλτων
βομβίζει και τριζοβολάει, μουρμουρίζει και κελαηδάει, μια ολό-
κληρη κοινότητα εκατομμυρίων ζωντανών πραγμάτων που ζουν τις μέρες τους μ’ ένα είδος αγαθής συνέχειας.
Όταν ταξιδεύεις με μοτοσικλέτα για αναψυχή, βλέπεις τα
πράγματα μ’ έναν τρόπο εντελώς αλλιώτικο από οποιονδήποτε
20 | R O B E RT M . P I R S I G
άλλο. Με το αυτοκίνητο βρίσκεσαι συνεχώς μέσα σ’ ένα κουβού-
κλιο και επειδή το έχεις συνηθίσει δεν αντιλαμβάνεσαι ότι πίσω απ’ το παράθυρο ό,τι βλέπεις μοιάζει περισσότερο με οθόνη τηλεόρασης. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής και όλα σε προσπερνούν πληκτικά, μέσα σε πλαίσιο.
Πάνω στη μηχανή, αυτό το πλαίσιο εξαφανίζεται. Είσαι σε
πλήρη επαφή με τα πάντα. Βρίσκεσαι μέσα στο σκηνικό, πλέον δεν το παρατηρείς μόνο και η αίσθηση της παρουσίας είναι κατα-
λυτική. Το οδόστρωμα που περνά σφυρίζοντας δέκα εκατοστά
κάτω απ’ το πόδι σου είναι η αλήθεια, το ίδιο υλικό που πάνω του περπατάς βρίσκεται εκεί, τόσο θολό που δεν μπορείς να εστιάσεις πάνω του, αλλά μπορείς να κατεβάσεις το πόδι σου και να το αγγί-
ξεις ανά πάσα στιγμή, και το όλο πράγμα, η όλη εμπειρία, ποτέ δεν φεύγει από την άμεση συνείδηση.
Ο Κρις κι εγώ ταξιδεύουμε για τη Μοντάνα μαζί με κάποιους
φίλους που είναι στον δρόμο μπροστά μας, ίσως και πιο πέρα
ακόμα. Τα σχέδιά μας είναι σκοπίμως αόριστα, γιατί περισσότερο θέλουμε να ταξιδέψουμε παρά να φτάσουμε κάπου. Ταξιδεύουμε απλά για αναψυχή. Προτιμάμε τους επαρχιακούς δρόμους. Οι ασφαλτοστρωμένοι της κομητείας είναι οι καλύτεροι
και ακολουθούν οι πολιτειακοί αυτοκινητόδρομοι. Οι αυτοκινη-
τόδρομοι ελεύθερης πρόσβασης είναι οι χειρότεροι. Θέλουμε να πετύχουμε καλό χρόνο, αλλά με έμφαση στο «καλός» αντί στο «χρόνος», και όταν κάνεις αυτή τη διάκριση η όλη προσέγγισή σου αλλάζει. Οι ελικοειδείς δρόμοι στους λόφους είναι μακρύτεροι σε όρους δευτερολέπτων αλλά πολύ πιο απολαυστικοί πάνω
σε μια μοτοσικλέτα, καθώς γέρνεις στις στροφές και δεν κυλάς από τη μια πλευρά στην άλλη όπως σ’ ένα οποιασδήποτε μορφής
κουβούκλιο. Οι δρόμοι με λιγότερη κίνηση είναι πολύ πιο απο-
λαυστικοί, όπως και ασφαλείς. Οι δρόμοι δίχως καταστήματα και διαφημιστικές πινακίδες είναι καλύτεροι, οι δρόμοι με δασύλ-
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 2 1
λια, λιβάδια, οπωρώνες και πρασιές να φτάνουν σχεδόν ως την
άκρη τους, με παιδιά να σε χαιρετούν καθώς περνάς, ανθρώπους να σηκώνουν το κεφάλι απ’ τις εισόδους των σπιτιών τους για να
δουν ποιος είσαι, και όταν σταματάς για να ζητήσεις οδηγίες ή πληροφορίες οι απαντήσεις είναι συνήθως πιο φλύαρες απ’ όσο θα ήθελες παρά περιεκτικές, κι οι άνθρωποι σε ρωτούν από πού είσαι και πόσες ώρες ταξιδεύεις.
Πάνε λίγα χρόνια από τότε που η γυναίκα μου, εγώ και οι φίλοι
μας αρχίσαμε να πιάνουμε το νόημα αυτών των δρόμων. Τους
διαλέγαμε μία στις τόσες για ποικιλία ή για να παρακάμψουμε έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο και κάθε φορά το τοπίο ήταν υπέ-
ροχο και φεύγαμε απ’ τον δρόμο με μια αίσθηση χαλάρωσης και απόλαυσης. Το κάναμε ξανά και ξανά, ώσπου συνειδητοποιήσαμε κάτι που θα έπρεπε να είναι εμφανές: πως αυτοί οι δρόμοι είναι στ’ αλήθεια διαφορετικοί από τους κεντρικούς. Όλος ο
ρυθμός της ζωής και οι προσωπικότητες των ανθρώπων που ζουν δίπλα τους διαφέρουν. Δεν πηγαίνουν πουθενά. Δεν έχουν χρόνο
για αβρότητες. Το εδώ και το τώρα των πραγμάτων είναι κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά. Εκείνοι που το έχουν σχεδόν ξεχάσει είναι οι άλλοι, όσοι μετακόμισαν στις πόλεις πριν χρόνια και οι χαμένοι τους απόγονοι. Η ανακάλυψή μας ήταν αληθινό εύρημα.
Έχω αναρωτηθεί γιατί μας πήρε τόσο καιρό να πιάσουμε το
νόημα. Ήταν μπροστά στα μάτια μας και την ίδια στιγμή μας διέ-
φευγε. Ή μάλλον, ήμασταν εκπαιδευμένοι να μην το βλέπουμε.
Παραπλανημένοι, ίσως, ώστε να πιστεύουμε πως η αληθινή
δράση ήταν στις μητροπόλεις και όλα αυτά ήταν απλώς η βαρετή ενδοχώρα. Ήταν κάτι ακατανόητο. Η αλήθεια σού χτυπάει την
πόρτα κι εσύ λες: «Φύγε, γιατί ψάχνω την αλήθεια», κι αυτή φεύγει. Ακατανόητο.
Όταν όμως το καταλάβαμε, τίποτε φυσικά δεν μπορούσε
να μας κρατήσει μακριά απ’ αυτούς τους δρόμους, σαββατο-
22 | R O B E RT M . P I R S I G
κύριακα, βράδια, διακοπές. Γίναμε λάτρεις των επαρχιακών δρόμων και ανακαλύψαμε πως υπάρχουν πράγματα που τα μαθαί-
νεις στη διαδρομή.
Για παράδειγμα, έχουμε μάθει να εντοπίζουμε τους πιο
καλούς απ’ αυτούς στον χάρτη. Αν μια γραμμή ακολουθεί καμπυλωτή πορεία στον χάρτη, αυτό είναι καλό. Σημαίνει ότι υπάρχουν
λόφοι. Αν φαίνεται να είναι η κύρια αρτηρία που συνδέει μια κωμόπολη με μια μεγαλύτερη πόλη, αυτό είναι κακό. Οι καλύτεροι πάντα συνδέουν το πουθενά με το πουθενά κι έχουν μια εναλλακτική διαδρομή που σε πηγαίνει εκεί πιο γρήγορα. Αν πηγαίνεις βορειοανατολικά από μια μεγάλη κωμόπολη, ποτέ δεν ακο-
λουθείς για μεγάλο διάστημα σε ευθεία τον δρόμο που πήρες για
να βγεις απ’ αυτήν. Βγαίνεις και μετά αρχίζεις να παραδέρνεις βόρεια, έπειτα ανατολικά, έπειτα ξανά βόρεια, και σύντομα βρίσκεσαι σ’ έναν επαρχιακό δρόμο που τον χρησιμοποιούν μόνο οι ντόπιοι.
Η βασική ικανότητα που απαιτείται είναι να καταφέρνεις
να μη χάνεσαι. Καθώς αυτοί οι δρόμοι χρησιμοποιούνται μόνο
από ντόπιους που τους γνωρίζουν μόνο με το μάτι, κανείς δεν παραπονιέται αν οι διασταυρώσεις δεν έχουν σήμανση. Και
πολύ συχνά δεν έχουν. Και όταν έχουν, είναι συνήθως μια μικρή ταμπέλα κρυμμένη στα αγριόχορτα κι αυτό είναι όλο. Οι σχεδιαστές των στοιχείων σήμανσης των επαρχιακών δρόμων σπάνια σου λένε κάτι και δεύτερη φορά. Αν σου ξεφύγει η ταμπέλα
στα αγριόχορτα είναι δικό σου πρόβλημα, όχι δικό τους. Επιπλέον,
ανακαλύπτεις ότι οι οδικοί χάρτες σπάνια είναι ακριβείς για τους
επαρχιακούς δρόμους. Κι από καιρό σε καιρό ανακαλύπτεις ότι ο δικός σου «επαρχιακός δρόμος» οδηγεί σ’ έναν χωματόδρομο διπλής κατεύθυνσης που γίνεται μονής και φτάνει σ’ ένα βοσκοτόπι όπου και σταματάει, ή σε βγάζει στην αυλή ενός αγρότη.
Έτσι πλοηγούμαστε, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο εκτι-
μήσεις στίγματος εξ αναμέτρησης και αναγωγές από όποιες
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 2 3
ενδείξεις βρίσκουμε. Έχω στην τσέπη μου μια πυξίδα για τις συννεφιασμένες μέρες, όταν ο ήλιος δεν δίνει κατευθύνσεις και στε-
ρεώνω τον χάρτη σε μια ειδική θήκη πάνω στο ντεπόζιτο ώστε να μπορώ να παρακολουθώ τα μίλια από την τελευταία διασταύ-
ρωση και να ξέρω προς τα πού να κοιτάξω. Μ’ αυτά τα εργαλεία και την έλλειψη πίεσης να «φτάσω κάπου», όλα δουλεύουν ρολόι κι έχουμε σχεδόν όλη την Αμερική δική μας.
Τα σαββατοκύριακα της Ημέρας της Εργασίας και της Ημέρας
των Πεσόντων ταξιδεύουμε πολλά μίλια σ’ αυτούς τους δρόμους χωρίς να βλέπουμε άλλο όχημα, έπειτα διασχίζουμε έναν ομοσπονδιακό αυτοκινητόδρομο και βλέπουμε τα αμάξια κολλημένα
το ένα πίσω απ’ το άλλο ως εκεί που φτάνει το μάτι. Μέσα, βλοσυρά πρόσωπα. Παιδιά που κλαίνε στο πίσω κάθισμα. Διαρκώς
εύχομαι να υπήρχε ένας τρόπος να τους πω κάτι, αλλά εκείνοι είναι βλοσυροί, δείχνουν να βιάζονται, κι έτσι τέτοιος τρόπος δεν προκύπτει…
Έχω δει αυτά τα έλη χίλιες φορές και κάθε φορά μού φαίνονται
καινούργια. Είναι λάθος να τα χαρακτηρίζει κανείς ακίνδυνα. Θα μπορούσες να τα πεις σκληρά και αναίσθητα και είναι όλα αυτά
τα πράγματα μαζί, αλλά η πραγματικότητά τους εξουδετερώνει
τις ημιτελείς εννοιολογικές συλλήψεις. Να! Ένα τεράστιο σμή-
νος κοκκινόπτερα κοτσύφια σηκώνονται απ’ τις φωλιές τους στις καλαμιές, ξαφνιασμένα από τον ήχο μας. Χτυπάω για δεύτερη φορά το γόνατο του Κρις… και θυμάμαι ότι τα έχει ξαναδεί. «Τι;» φωνάζει ξανά. «Τίποτα».
«Τι; Πες μου».
«Απλώς ήθελα να δω αν είσαι ακόμα εκεί», του φωνάζω και
δεν λέμε τίποτε άλλο.
Αν δεν σου αρέσει να ουρλιάζεις, δεν κάνεις τίποτα τρομερές
συζητήσεις πάνω σε μια μοτοσικλέτα που βρίσκεται σε κίνηση.
24 | R O B E RT M . P I R S I G
Αντί γι’ αυτό, περνάς την ώρα σου αποκτώντας επίγνωση των πραγμάτων και διαλογίζεσαι πάνω σ’ αυτά. Τοπία και ήχους, τη
διάθεση του καιρού και τα πράγματα που θυμάσαι, τη μηχανή
και την εξοχή που μέσα της ταξιδεύεις∙ σκέφτεσαι τα πράγματα
με μεγάλη χαλαρότητα και διάρκεια, χωρίς να βιάζεσαι και χωρίς την αίσθηση ότι χάνεις τον χρόνο σου.
Αυτό που θα ήθελα είναι να χρησιμοποιήσω τον χρόνο που ακο-
λουθεί τώρα για να μιλήσω για μερικά πράγματα που μου έχουν έρθει στο νου. Τον περισσότερο καιρό βιαζόμαστε τόσο που δεν βρίσκουμε πολλές ευκαιρίες να μιλήσουμε. Το αποτέλεσμα είναι
ένα είδος ατελείωτης καθημερινής ρηχότητας, μια μονοτονία που
μετά από χρόνια κάνει κάποιον να αναρωτιέται πού πήγε όλος
αυτός ο χρόνος και να λυπάται για την απώλειά του. Τώρα που έχουμε κάποιο χρόνο και το ξέρουμε, θα ήθελα να τον εκμεταλλευτώ για να μιλήσω με λίγο βάθος για πράγματα που μου φαίνονται σημαντικά.
Αυτό που έχω κατά νου είναι ένα είδος Σατόκβα –αυτό το
όνομα μπορώ μόνο να σκεφτώ– από τις περιοδεύουσες παραστάσεις Σατόκβα που ταξίδευαν σε όλη την Αμερική, αυτή την Αμε-
ρική, την Αμερική στην οποία βρισκόμαστε τώρα, μια σειρά από
εκλαϊκευμένες διαλέξεις του παλιού καιρού που σκοπό είχαν να
μορφώσουν και να ψυχαγωγήσουν, να βελτιώσουν το νου και να φέρουν τον πολιτισμό και τη φώτιση στα αυτιά και τη σκέψη του ακροατή. Οι Σατόκβα παραμερίστηκαν από το πιο ταχύρρυθμο ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και μου
φαίνεται πως στο σύνολό της η αλλαγή δεν ήταν προς το καλύτερο. Ίσως εξαιτίας αυτών των αλλαγών το ποτάμι της συνείδησης της χώρας κινείται σήμερα πιο γρήγορα και είναι πλατύτερο,
αλλά μοιάζει λιγότερο βαθύ. Τα παλιά κανάλια δεν μπορούν να το χωρέσουν και η αναζήτηση νέων φαίνεται να προκαλεί όλο και μεγαλύτερο χάος και καταστροφή στις όχθες του. Σ’ αυτή
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 2 5
τη Σατόκβα δεν θα ’θελα να χαράξω νέα κανάλια συνείδησης, απλά να σκάψω βαθύτερα τα παλιά που έχουν προσχωθεί με τα
συντρίμμια μουχλιασμένων σκέψεων και χιλιοειπωμένων κοινο-
τοπιών. Το ερώτημα «Τι νέα;» είναι ένα αιώνια ενδιαφέρον και κινητήριο ερώτημα, αλλά, αν απαντηθεί με στενό τρόπο, καταλήγει μόνο μια ατελείωτη παρέλαση από μικρολεπτομέρειες και
τάσεις του συρμού∙ αυτή είναι η λάσπη από τις προσχώσεις του αύριο. Απεναντίας, θα ήθελα να ασχοληθώ με το ερώτημα «Τι είναι καλύτερο;», μια ερώτηση που διαθέτει περισσότερο βάθος παρά εύρος, μια ερώτηση που οι απαντήσεις της έχουν την τάση να κάνουν τον βούρκο να κυλάει παρακάτω στο ρεύμα του ποταμού. Υπάρχουν περίοδοι της ανθρώπινης ιστορίας όπου τα κανά-
λια της σκέψης είχαν χαραχτεί βαθιά και καμιά αλλαγή δεν ήταν δυνατή, τίποτα καινούργιο δεν συνέβαινε και το «καλύτερο» ήταν ζήτημα δόγματος, ωστόσο τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει. Τώρα το ρεύμα της συλλογικής μας συνείδησης μοιάζει να σβήνει τις
ίδιες του τις όχθες, να χάνει την κεντρική του κατεύθυνση και τον στόχο, να πλημμυρίζει τα βαθύπεδα, να αποσυνδέει και να απο-
μονώνει τα υψίπεδα χωρίς ιδιαίτερο σκοπό πέρα από τη σπάταλη εκπλήρωση της δικής του εσωτερικής ορμής. Απ’ ό,τι φαίνεται, χρειάζεται μια διάνοιξη.
Λίγο παρακάτω, οι άλλοι αναβάτες, ο Τζον Σάδερλαντ και η
γυναίκα του, η Σύλβια, έχουν σταματήσει σ’ έναν χώρο για πικνίκ
δίπλα στον δρόμο. Είναι ώρα να ξεμουδιάσουμε. Σταματώντας τη
μηχανή μου δίπλα τους, η Σύλβια βγάζει το κράνος και τινάζει τα μαλλιά της ενώ ο Τζον στηρίζει την BMW του στο σταντ. Τίποτα δεν λέγεται. Έχουμε κάνει τόσα ταξίδια μαζί που μόνο μ’ ένα
βλέμμα καταλαβαίνει ο ένας πώς νιώθει ο άλλος. Αυτή τη στιγμή είμαστε απλώς σιωπηλοί και κοιτάζουμε γύρω μας.
Οι πάγκοι για πικνίκ είναι άδειοι τόσο νωρίς το πρωί. Έχουμε
όλο το μέρος δικό μας. Ο Τζον διασχίζει το γρασίδι, πλησιάζει μια
26 | R O B E RT M . P I R S I G
αντλία από χυτοσίδηρο και αρχίζει να βγάζει νερό για να πιει. Ο Κρις περιπλανιέται σε κάτι δέντρα πίσω από έναν χορταριασμένο
λοφίσκο, κοντά σ’ ένα μικρό ρυάκι. Εγώ κοιτάζω απλά γύρω μου.
Μετά από λίγο, η Σύλβια κάθεται σ’ ένα ξύλινο παγκάκι και
τεντώνει τα πόδια της∙ σηκώνει αργά το ένα μετά το άλλο, όχι όμως και το βλέμμα της. Τα μακριά διαστήματα σιωπής σημαίνουν πως είναι μελαγχολική, και το σχολιάζω. Σηκώνει το βλέμμα της και μετά κοιτάζει ξανά κάτω.
«Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι στα αυτοκίνητα στο αντίθετο
ρεύμα», λέει. «Ο πρώτος φαινόταν πολύ λυπημένος. Κι έπειτα
ο δεύτερος έμοιαζε ακριβώς το ίδιο, κι έπειτα ο επόμενος και ο μεθεπόμενος∙ ήταν όλοι ίδιοι».
«Απλά πήγαιναν στις δουλειές τους».
Είναι πολύ παρατηρητική, όμως όλο αυτό δεν ήταν καθόλου
αφύσικο. «Ξέρεις, δουλειά», επαναλαμβάνω. «Δευτέρα πρωί.
Είναι αγουροξυπνημένοι. Ποιος πάει για δουλειά τη Δευτέρα το πρωί με χαμόγελο;»
«Μα έδειχναν εντελώς χαμένοι», λέει. «Λες και ήταν όλοι
νεκροί. Σαν νεκρώσιμη πομπή». Ακουμπάει και τα δύο της πόδια κάτω και τα αφήνει εκεί.
Καταλαβαίνω τι θέλει να πει, αλλά λογικά η συζήτηση δεν
καταλήγει πουθενά. Δουλεύεις για να ζεις, κι αυτό κάνουν όλοι. «Εγώ κοιτούσα τους βάλτους», της λέω.
Σε λίγο κοιτάζει προς τα πάνω και μου λέει: «Τι είδες;»
«Ένα ολόκληρο κοπάδι κοκκινόπτερα κοτσύφια. Σηκώθηκαν
ξαφνικά καθώς περνούσαμε». «Ω».
«Χάρηκα που τα ξαναείδα. Σαν να συνδέουν μεταξύ τους τα
πράγματα, τις σκέψεις, όλα αυτά. Έτσι δεν είναι;»
Σκέφτεται για λίγο κι έπειτα, με τα δέντρα πίσω της σ’ ένα
βαθύ πράσινο, χαμογελάει. Καταλαβαίνει μια παράξενη γλώσσα, που δεν έχει καμία σχέση με όσα λες. Μια κόρη.
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 2 7
«Ναι», είπε. «Είναι όμορφα». «Πρόσεξέ τα», λέω. «Εντάξει».
Ο Τζον εμφανίζεται και ελέγχει τον εξοπλισμό πάνω στη μοτο-
σικλέτα. Διορθώνει τα σκοινιά, ανοίγει τον σάκο της σέλας και αρχίζει να ψάχνει κάτι. Ακουμπάει μερικά πράγματα στο έδα-
φος. «Αν χρειαστείς σκοινί, μη διστάσεις», μου λέει. «Θεέ μου, νομίζω πως έχω εδώ μέσα πέντε φορές περισσότερο απ’ όσο χρειάζομαι».
«Όχι ακόμα», απαντάω.
«Σπίρτα;» λέει, εξακολουθώντας να ψάχνει. «Αντηλιακό, χτέ-
νες, κορδόνια… κορδόνια; Τι τα θέλουμε τα κορδόνια;»
«Ας μην το πιάσουμε αυτό», λέει η Σύλβια. Κοιτάζονται ανέκ-
φραστοι κι έπειτα στρέφουν το βλέμμα τους σ’ εμένα.
«Τα κορδόνια μπορούν να σπάσουν ανά πάσα στιγμή», λέω
σοβαρά. Χαμογελούν, αλλά όχι ο ένας στον άλλον.
Σε λίγο ο Κρις εμφανίζεται και είναι ώρα να φεύγουμε. Όσο
ετοιμάζεται και ανεβαίνει στη μηχανή, οι άλλοι ξεκινάνε και η
Σύλβια μας χαιρετάει. Έχουμε βγει ξανά στον αυτοκινητόδρομο και τους βλέπω να απομακρύνονται μπροστά μου.
Τη Σατόκβα που έχω στο μυαλό μου γι’ αυτό το ταξίδι την εμπνεύστηκα απ’ αυτούς τους δύο πριν από πολλούς μήνες και ίσως, αν
και δεν το ξέρω σίγουρα, σχετίζεται με τη δυσαρμονία που υποβόσκει μεταξύ τους.
Υποθέτω πως η δυσαρμονία είναι κάτι αρκετά συνηθισμένο σε
κάθε γάμο, αλλά στην περίπτωσή τους φαίνεται πιο τραγική. Στα μάτια μου, τουλάχιστον.
Δεν υπάρχει σύγκρουση προσωπικοτήτων μεταξύ τους∙ είναι
κάτι άλλο, για το οποίο δεν φταίει κανείς απ’ τους δυο τους, αλλά
κανείς τους δεν έχει και τη λύση, ενώ ούτε κι εγώ είμαι σίγουρος πως έχω κάποια λύση, μόνο ιδέες.
28 | R O B E RT M . P I R S I G
Οι ιδέες αυτές πήγαζαν από κάτι που φαινόταν σαν μια ασή-
μαντη διάσταση απόψεων ανάμεσα στον Τζον κι εμένα, για ένα
ζήτημα ήσσονος σημασίας: πώς πρέπει να συντηρεί κάποιος τη μοτοσικλέτα του. Μου φαίνεται φυσικό και αναμενόμενο να χρησιμοποιώ τις μικρές εργαλειοθήκες και τα φυλλάδια που προσφέρονται μαζί με κάθε μοτοσικλέτα ώστε να τη χρονίζω και να ρυθ-
μίζω ο ίδιος τον κινητήρα. Ο Τζον έχει ενδοιασμούς. Προτιμά να αφήνει κάποιον ικανό μηχανικό να φροντίζει αυτά τα πράγματα ώστε να γίνονται σωστά. Καμία από τις δύο απόψεις δεν είναι
ασυνήθιστη κι αυτή η επουσιώδης διαφορά δεν θα είχε λάβει ποτέ διαστάσεις αν δεν περνούσαμε τόσο καιρό ταξιδεύοντας μαζί,
πίνοντας μπύρες σε επαρχιακά μπαρ δίπλα στον δρόμο και μιλώ-
ντας για ό,τι μας έρχεται στο μυαλό. Κι αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, συνήθως, είναι όσα σκεφτόμασταν το τελευταίο μισάωρο ή τα σαράντα πέντε λεπτά από την τελευταία φορά που μιλήσαμε μεταξύ μας. Όταν αφορά τους δρόμους, τον καιρό, τους ανθρώπους, παλιές αναμνήσεις ή κάτι που γράφουν οι εφημερίδες,
όπως είναι φυσικό η συζήτηση εξελίσσεται ευχάριστα. Αλλά κάθε
φορά που μου έρχονται στο μυαλό και μπαίνουν στη συζήτηση οι επιδόσεις της μηχανής, η εξέλιξη σταματάει. Η συζήτηση μένει στάσιμη. Είναι λες και δύο παλιοί φίλοι, ένας καθολικός κι ένας
προτεστάντης, πίνουν μπύρες παρέα και κάποια στιγμή φτάνουν στο ζήτημα του ελέγχου των γεννήσεων. Παγωμάρα.
Και, βεβαίως, όταν ανακαλύπτεις κάτι τέτοιο είναι σαν να
ανακαλύπτεις ένα δόντι που του έχει φύγει το σφράγισμα. Δεν
μπορείς να το ξεχάσεις στιγμή. Είσαι αναγκασμένος να το σκαλίζεις, να το πειράζεις, να το ζουλάς και να το σκέφτεσαι, όχι επειδή
είναι κάτι ευχάριστο, αλλά επειδή έχει καρφωθεί στο μυαλό σου
και δεν λέει να φύγει. Και όσο περισσότερο σκαλίζω και ζουλάω το ζήτημα της συντήρησης της μοτοσικλέτας τόσο περισσότερο εκείνος εκνευρίζεται, και φυσικά αυτό με κάνει να θέλω να το σκα-
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 2 9
λίζω και να το ζουλάω ακόμα περισσότερο. Όχι σκόπιμα, για να
τον εκνευρίσω, αλλά γιατί ο εκνευρισμός μοιάζει με σύμπτωμα από κάτι βαθύτερο, κάτι που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια και δεν γίνεται εμφανές αμέσως.
Όταν μιλάς για έλεγχο των γεννήσεων, αυτό που εμποδίζει και
παγώνει τη συζήτηση δεν έχει τόση σχέση με το αν θα γεννιούνται περισσότερα ή λιγότερα παιδιά. Αυτό είναι επιφανειακό. Υποβόσκει μια σύγκρουση πίστεων, της πίστης στον εμπειρικό κοι-
νωνικό προγραμματισμό απέναντι στην πίστη στην εξουσία του Θεού, όπως αποκαλύπτεται μέσω της διδασκαλίας της καθολικής
εκκλησίας. Μπορείς να αποδεικνύεις την πρακτική αξία της προ-
γραμματισμένης τεκνοποιίας μέχρι να κουραστείς ν’ ακούς τον
εαυτό σου, αλλά το πράγμα δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά γιατί ο ανταγωνιστής σου δεν συμφωνεί με το δεδομένο πως οτι-
δήποτε έχει πρακτική αξία για την κοινωνία είναι εκ προοιμίου καλό. Η καλοσύνη για εκείνον έχει άλλες αφετηρίες, στις οποίες
δίνει ίση ή μεγαλύτερη αξία από τα πρακτικά οφέλη για την κοινωνία.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Τζον. Θα μπορούσα να κηρύττω την
πρακτική αξία και τη σημασία της συντήρησης της μοτοσικλέ-
τας μέχρι να βραχνιάσω και όλο αυτό να μην έχει καμιά επίδραση πάνω του. Μετά από δύο προτάσεις πάνω στο ζήτημα, τα μάτια
του γίνονται γυάλινα και αλλάζει θέμα ή απλά κοιτάζει αλλού. Δεν θέλει ν’ ακούσει λέξη.
Η Σύλβια είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη μαζί του σ’ αυτό το
ζήτημα. Μάλιστα, είναι ακόμα πιο κάθετη. «Είναι κάτι εντελώς
διαφορετικό», λέει όταν είναι σε στοχαστική διάθεση. «Όπως τα
σκουπίδια», λέει όταν δεν είναι. Δεν θέλουν να το καταλάβουν. Δεν θέλουν να ακούσουν γι’ αυτό. Και όσο περισσότερο προσπαθώ
να βολιδοσκοπήσω τι είναι αυτό που με κάνει να απολαμβάνω τη
μηχανολογική εργασία κι αυτούς να τη μισούν, τόσο πιο δύσκολο
30 | R O B E RT M . P I R S I G
γίνεται. Η ουσιαστική αιτία αυτής της αρχικά ασήμαντης διαφοράς απόψεων δείχνει να φτάνει πολύ, πολύ βαθιά.
Η ανικανότητα εκ μέρους τους αποκλείεται πάραυτα. Διαθέ-
τουν και οι δύο παραπάνω από επαρκή ευφυΐα. Ο καθένας τους θα μπορούσε να μάθει να χρονίζει μια μοτοσικλέτα μέσα σε μιάμιση ώρα αν έβαζε το μυαλό και την ενέργειά του στο εγχείρημα,
και η οικονομία που θα έκαναν σε χρήματα, ανησυχία και καθυστέρηση θα τους αποζημίωνε πολλαπλάσια για την προσπάθειά
τους. Κι αυτό το ξέρουν. Ή μπορεί και να μην το ξέρουν. Δεν ξέρω.
Ποτέ δεν τους φέρνω αντιμέτωπους με το ερώτημα. Είναι καλύ-
τερα να πηγαίνεις απλώς με τα νερά τους.
Όμως θυμάμαι ότι μια φορά, έξω από ένα μπαρ στο Σάβατζ
της Μινεσότα, μια πολύ ζεστή μέρα, παραλίγο να ξεπεράσω τα όρια. Καθόμασταν στο μπαρ για μια ώρα περίπου και όταν βγήκαμε οι μηχανές έκαιγαν τόσο πολύ που καλά καλά δεν μπορού-
σες να τις καβαλήσεις. Εγώ έβαλα μπροστά και ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω, και να σου ο Τζον να παλεύει με τη μανιβέλα. Μυρίζω
βενζίνη λες και είμαστε δίπλα σε διυλιστήριο και του το λέω, νομί-
ζοντας ότι αρκεί να του πω πως ο κινητήρας του έχει υπερχειλίσει. «Ναι, το μυρίζω κι εγώ», μου λέει και συνεχίζει να κλοτσάει
επίμονα τη μανιβέλα. Ξανά και ξανά, δώστου και πηδάει με δύναμη πάνω της και πιέζει, κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο να του
πω. Τελικά εξαντλείται και ο ιδρώτας κυλάει σε όλο του το πρό-
σωπο και δεν αντέχει άλλο κλοτσίδι, έτσι προτείνω να βγάλουμε τα μπουζί για να στεγνώσουν και να αεριστούν οι κύλινδροι όσο εμείς θα πίνουμε άλλη μια μπύρα στο μπαρ.
Ω, Θεέ μου, όχι! Δεν θέλει να μπλέξει με όλα αυτά. «Όλα αυτά; Δηλαδή;»
«Να πρέπει να βγάλουμε τα εργαλεία και όλα τα υπόλοιπα.
Δεν υπάρχει λόγος να μην πάρει μπρος. Η μηχανή είναι του κου-
τιού και ακολουθώ τις οδηγίες πιστά. Βλέπεις, έχω το τσοκ στο τέρμα, όπως το λένε».
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 3 1
«Τέρμα το τσοκ;»
«Έτσι λένε οι οδηγίες».
«Μόνο όταν κάνει κρύο!»
«Να, είμαστε εκεί μέσα τουλάχιστον μισή ώρα», λέει.
Αυτό με ταρακουνάει κάπως. «Κάνει πολλή ζέστη, Τζον», του
λέω. «Και μια μηχανή θέλει ώρα για να κρυώσει ακόμα κι όταν κάνει ψόφο».
Ξύνει το κεφάλι του. «Τότε γιατί δεν το λέει στις οδηγίες;»
Ανοίγει το τσοκ και με τη δεύτερη μανιβελιά η μηχανή παίρνει μπροστά. «Μάλλον αυτό έφταιγε», λέει όλος χαρά.
Και, την επόμενη κιόλας μέρα, ήμασταν έξω κοντά στην ίδια
περιοχή και συνέβη ξανά. Αυτή τη φορά είχα αποφασίσει να μην πω λέξη και όταν η γυναίκα μου με προέτρεψε να πάω να τον βοηθήσω κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Της είπα ότι μέχρι να νιώσει ότι με είχε στ’ αλήθεια ανάγκη απλώς θα απέρριπτε τη βοήθεια, έτσι πήγαμε κοντά και καθίσαμε στη σκιά και περιμέναμε.
Πρόσεξα ότι ήταν υπερβολικά ευγενικός με τη Σύλβια ενώ
πάλευε με τη μανιβέλα, πράγμα που σήμαινε πως ήταν έξαλ-
λος, και μας κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει: «Γαμώ την τρέλα μου μέσα!». Αν μου είχε απευθύνει κάποια ερώτηση θα βρισκόμουν δίπλα του την άλλη στιγμή για να βοηθήσω στη
διάγνωση, αλλά δεν το έκανε. Θα πρέπει να πέρασαν δεκαπέντε λεπτά προτού καταφέρει να τη βάλει μπροστά.
Αργότερα πίναμε ξανά μπύρες στη λίμνη Μινετόνκα και όλοι
μιλούσαν καθισμένοι γύρω απ’ το τραπέζι, αλλά εκείνος ήταν σιωπηλός και καταλάβαινα ότι μέσα του είχε δεθεί κόμπος. Παρόλο
που είχε περάσει τόση ώρα. Ίσως για να τον λύσει, είπε τελικά: «Ξέρεις…. Όταν δεν παίρνει μπρος… μέσα μου γίνομαι τέρας. Με πιάνει παράνοια». Φάνηκε να χαλαρώνει και πρόσθεσε: «Απλά
είχαν αυτή τη μία μοτοσικλέτα, το πιάνεις; Αυτό το ένα ελαττω-
ματικό κομμάτι. Και δεν ήξεραν τι να την κάνουν, αν έπρεπε να
32 | R O B E RT M . P I R S I G
τη στείλουν πίσω στο εργοστάσιο ή να την πουλήσουν για παλιοσίδερα ή δεν ξέρω κι εγώ τι… Και τότε, την τελευταία στιγμή, με
είδαν να έρχομαι. Με χίλια οκτακόσια δολάρια στην τσέπη. Και κατάλαβαν ότι τα προβλήματά τους είχαν λάβει τέλος».
Με λιγάκι τραγουδιστή φωνή επανέλαβα την έκκλησή μου για
ρύθμιση της μηχανής και προσπάθησε στ’ αλήθεια να με ακούσει.
Μερικές φορές βάζει τα δυνατά του. Αλλά μετά, το μπλοκάρισμα
επανήλθε και πήγε στο μπαρ για να παραγγείλει άλλον ένα γύρο μπύρες για όλους μας και το ζήτημα έκλεισε.
Δεν είναι πεισματάρης, ούτε στενοκέφαλος ούτε τεμπέλης
ούτε βλάκας. Δεν υπήρχε εύκολη εξήγηση. Έτσι το πράγμα έμεινε μετέωρο, σαν ένα μυστήριο από το οποίο κάποιος παραιτείται γιατί αποφασίζει πως δεν έχει νόημα να κάνεις κύκλους γύρω από μια απάντηση που δεν υπάρχει.
Μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως εγώ να έκανα λάθος στο
ζήτημα, αλλά αντιπαρήλθα τη σκέψη. Οι περισσότεροι μοτοσικλετιστές που κάνουν ταξίδια ξέρουν πώς να διατηρούν καλά
ρυθμισμένους τους κινητήρες τους. Οι ιδιοκτήτες αυτοκινήτων συνήθως δεν αγγίζουν τη μηχανή, αλλά και η τελευταία κωμό-
πολη έχει ένα γκαράζ με ακριβά ανυψωτικά, ειδικά εργαλεία και
διαγνωστικό εξοπλισμό που ο μέσος ιδιοκτήτης αυτοκινήτου δεν μπορεί να αποκτήσει. Και καθώς ένας κινητήρας αυτοκινήτου είναι πιο περίπλοκος και πιο δύσκολα προσπελάσιμος από έναν
κινητήρα μοτοσικλέτας, όλο αυτό φαίνεται πιο λογικό. Αλλά για τη μοτοσικλέτα του Τζον, μια BMW R60, βάζω στοίχημα ότι δεν
υπάρχει ούτε ένας κατάλληλος μηχανικός από εδώ μέχρι το Σολτ
Λέικ Σίτι. Αν οι πλατίνες ή τα μπουζί του καούν, πάει και τελεί-
ωσε. Ξέρω ότι δεν έχει κάποιο σετ με εφεδρικά μπουζί μαζί του.
Δεν ξέρει τι είναι οι πλατίνες. Αν η μηχανή τον αφήσει στη δυτική Νότια Ντακότα ή στη Μοντάνα, δεν ξέρω τι θα κάνει. Ίσως να την πουλήσει στους Ινδιάνους. Αυτή τη στιγμή ξέρω τι κάνει. Απο-
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 3 3
φεύγει επιμελώς να σκεφτεί με οποιονδήποτε τρόπο το ζήτημα.
Οι BMW έχουν τη φήμη ότι δεν βγάζουν προβλήματα στον δρόμο και σ’ αυτό βασίζεται.
Θα μπορούσα να πιστέψω πως όλο αυτό ήταν απλώς μια περί-
εργη στάση που είχαν απέναντι στις μοτοσικλέτες, αλλά αργότερα ανακάλυψα ότι επεκτεινόταν και σε άλλα πράγματα… Ενώ
τους περίμενα να ετοιμαστούν ένα πρωί στην κουζίνα τους, πρόσεξα ότι η βρύση της κουζίνας έσταζε και θυμήθηκα ότι το ίδιο
έσταζε και την τελευταία φορά που είχα βρεθεί εκεί, ότι στην πράξη δεν τη θυμόμουν ποτέ να μη στάζει. Το σχολίασα και ο
Τζον είπε πως είχε προσπαθήσει να την επισκευάσει αλλάζοντας
ροδέλα, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Αυτό ήταν το μόνο που είπε. Το συμπέρασμα που έμεινε ήταν ότι το ζήτημα είχε κλείσει. Αν προσπαθήσεις να επισκευάσεις μια βρύση και η επισκευή σου δεν
έχει αποτέλεσμα, τότε το ’χει το ριζικό σου να ζήσεις με μια βρύση που στάζει.
Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ πώς δεν τους έδινε στα νεύρα
αυτό το πλιτς-πλιτς-πλιτς, βδομάδα με τη βδομάδα, χρόνο με τον χρόνο, αλλά δεν παρατήρησα κανένα σχετικό εκνευρισμό ή ανη-
συχία εκ μέρους τους και συμπέρανα ότι απλώς δεν ενοχλούνται από πράγματα όπως οι χαλασμένες βρύσες. Κάποιοι άνθρωποι, σίγουρα όχι.
Τι ήταν αυτό που άλλαξε εκείνο το συμπέρασμα, δεν θυμά-
μαι… Μια διαίσθηση, μια ενόραση που είχα μια μέρα, ίσως μια
αδιόρατη αλλαγή στη διάθεση της Σύλβια κάθε φορά που οι στα-
λαγματιές ήταν ιδιαίτερα δυνατές και προσπαθούσε να μιλήσει. Έχει πολύ σιγανή φωνή. Και μια μέρα που προσπαθούσε να ακουστεί πιο δυνατά από τις σταγόνες και τα παιδιά μπήκαν και τη διέκοψαν, έχασε τη ψυχραιμία της και ξέσπασε πάνω τους. Φαινό-
ταν πως ο θυμός της προς τα παιδιά δεν θα ήταν τόσο έντονος αν η βρύση δεν έσταζε όταν προσπαθούσε να μιλήσει. Αυτό που την
34 | R O B E RT M . P I R S I G
έκανε να εκραγεί ήταν ο συνδυασμός απ’ τη βρύση που έσταζε
και τις φωνές των παιδιών. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση τότε ήταν πως δεν έριχνε το φταίξιμο στη βρύση, κι αυτό
το έκανε συνειδητά. Δεν αγνοούσε καθόλου τη βρύση! Έπνιγε τον
θυμό της γι’ αυτή τη βρύση κι αυτή η αναθεματισμένη έσταζε και
τη διέλυε! Όμως για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να παραδεχτεί τη
σημασία αυτού του γεγονότος.
Γιατί να πνίγεις τον θυμό σου για μια βρύση που στάζει; ανα-
ρωτήθηκα.
Και μετά αυτό ήρθε κι έδεσε με τη συντήρηση της μοτοσι-
κλέτας κι ένας γλόμπος άναψε πάνω απ’ το κεφάλι μου και σκέφτηκα, Αααααα!
Δεν έχει να κάνει με τη συντήρηση της μοτοσικλέτας, ούτε με
τη βρύση. Έχει να κάνει με όλη τη τεχνολογία που δεν μπορούν να απορροφήσουν. Και τότε όλα τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους και κατάλαβα πως αυτό ήταν! Ο εκνευρισμός της
Σύλβια για έναν φίλο που πίστευε ότι ο προγραμματισμός υπολο-
γιστών ήταν κάτι «δημιουργικό». Όλες οι ζωγραφιές, οι πίνακες και οι φωτογραφίες που είχαν κρεμάσει στους τοίχους τους, χωρίς
εξαίρεση δεν περιείχαν καμιά νύξη τεχνολογίας. Είναι επόμενο να μην τρελαίνεται για τη βρύση, σκέφτηκα. Πάντα καταστέλλεις τον στιγμιαίο θυμό σου για κάτι που μισείς βαθιά και μόνιμα.
Είναι επόμενο ο Τζον να «κατεβάζει ρολά» κάθε φορά που προ-
κύπτει το ζήτημα της επισκευής της μοτοσικλέτας του, ακόμα
κι όταν είναι φανερό ότι τον βασανίζει. Έτσι είναι η τεχνολογία. Σίγουρα, βεβαίως, προφανώς. Είναι τόσο απλό όταν το βλέπεις.
Καταρχάς, ο λόγος που ταξιδεύεις με μηχανή είναι γι’ αυτούς το
να αποδράσεις από την τεχνολογία και να βγεις στην εξοχή, στον καθαρό αέρα και στη λιακάδα. Το ότι τους επαναφέρω πίσω στο
σημείο και στον χώρο απ’ όπου νομίζουν ότι έχουν τελικά καταφέρει να αποδράσουν τούς κάνει να παραλύουν. Αυτός είναι ο
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 3 5
λόγος που η συζήτηση πάντα σκορπίζει και παγώνει όταν θίγεται το συγκεκριμένο ζήτημα.
Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που ταιριάζουν στο μοτίβο. Μία
στις τόσες μιλούν με όσο το δυνατόν λιγότερο αλγεινές λέξεις για
«αυτό» ή για «όλα αυτά», όπως στην πρόταση «Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτό». Και αν ρωτήσω «Από τι;», η απάντηση μπο-
ρεί να είναι «απ’ όλα αυτά» ή «απ’ όλο το οργανωμένο πράγμα», ή ακόμα και «από το σύστημα». Η Σύλβια είπε κάποτε πειραγμένη
«Εντάξει λοιπόν, εσύ ξέρεις πώς να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτό», και
μ’ έκανε να νιώσω τόσο περήφανος που ντράπηκα να ρωτήσω τι
ήταν «αυτό» κι έτσι παρέμεινα σε μια σύγχυση. Σκέφτηκα πως ήταν κάτι πιο μυστηριώδες από την τεχνολογία. Αλλά τώρα καταλαβαίνω πως «αυτό» ήταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, η τεχνολογία. Παρά ταύτα, ούτε αυτό μου ακούγεται σωστό. Το «αυτό»
είναι ένα είδος δύναμης που δίνει ώθηση στην τεχνολογία, κάτι
ακαθόριστο αλλά και απάνθρωπο, μηχανικό, άψυχο∙ ένα τυφλό τέρας, μια δύναμη θανάτου. Κάτι αποτρόπαιο, από το οποίο προ-
σπαθούν αλλά δεν μπορούν να ξεφύγουν ποτέ. Το διατυπώνω με βαριά λόγια εδώ, αλλά μ’ έναν λιγότερο εμφατικό και λιγότερο
σαφή τρόπο έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Κάπου υπάρχουν
άνθρωποι που καταλαβαίνουν και εφαρμόζουν την τεχνολογία, αλλά αυτοί είναι τεχνολόγοι και όταν περιγράφουν αυτό που κάνουν μιλούν μια γλώσσα απάνθρωπη. Μια γλώσσα όλο εξαρτή-
ματα και σχέσεις ανάμεσα σε ανήκουστα πράγματα που ποτέ δεν βγάζουν νόημα, όσο συχνά κι αν ακούς γι’ αυτά. Και τα πράγματά
τους, το τέρας τους, καταβροχθίζει τη γη ασταμάτητα, μολύνει τον αέρα και τις λίμνες και δεν υπάρχει τρόπος να του αντεπιτεθείς και δεν μπορείς να του ξεφύγεις με τίποτα.
Δεν είναι δύσκολο να καταλήξεις σε μια τέτοια στάση. Περνάς
από τη βιομηχανική περιοχή μιας μεγάλης πόλης και μόνο αυτό
υπάρχει, η τεχνολογία. Μπροστά σου υψώνονται ψηλά συρμα-
36 | R O B E RT M . P I R S I G
τοπλέγματα, σφαλισμένες πύλες, πινακίδες που γράφουν ΑΠΑ-
ΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ και πίσω τους, μέσα στον βρόμικο αέρα,
διακρίνεις άσχημες, αλλόκοτες μορφές από μέταλλο και τούβλο που ο σκοπός τους είναι άγνωστος και ποτέ δεν θα δεις ποιος τις
εξουσιάζει. Δεν ξέρεις για τι προορίζονται ούτε γιατί είναι εκεί,
δεν υπάρχει κανείς να σου πει κι έτσι μπορείς μόνο να νιώσεις αποξενωμένος, αποκλεισμένος, σαν να μην ανήκεις εκεί. Όποιος
τις κατέχει και τις κατανοεί δεν σε θέλει στα πόδια του. Όλη αυτή
η τεχνολογία σε έχει κάνει μ’ έναν τρόπο ξένο στην ίδια σου τη γη. Η ίδια η μορφή, το παρουσιαστικό και η μυστηριώδης φύση
της σου λένε «Φύγε». Ξέρεις ότι κάπου υπάρχει μια εξήγηση για όλα αυτά και χωρίς αμφιβολία ό,τι κάνει εξυπηρετεί το ανθρώπινο είδος μ’ έναν έμμεσο τρόπο, αλλά και πάλι δεν το βλέπεις.
Αυτό που βλέπεις είναι οι πινακίδες που γράφουν ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ, ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ, κάτι που δεν εξυπηρετεί τους ανθρώπους γενικά αλλά λίγους ανθρώπους, σαν μυρμήγκια, που υπηρετούν αυτές τις παράξενες, ακατανόητες μορφές. Και σκέφτεσαι, ακόμα κι αν ήμουν κομμάτι όλου αυτού, ακόμα κι
αν δεν ήμουν ξένος, θα ήμουν απλώς ένα ακόμη μυρμήγκι που υπηρετεί τις μορφές. Έτσι, η συνολική αίσθηση που αποκομίζεις είναι
εχθρική και πιστεύω ότι αυτή ευθύνεται εντέλει για την κατά τα
άλλα ανεξήγητη στάση του Τζον και της Σύλβια. Ό,τι έχει να κάνει με βαλβίδες, έμβολα και εργαλεία είναι μέρος αυτού του αποθηριωμένου κόσμου και θα προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση.
Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν είναι οι μόνοι. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι ακολουθούν τη φυσική τους προδιάθεση και δεν προσπαθούν να μιμηθούν κάποιον. Όμως πολλοί άλλοι ακολουθούν επίσης τη φυσική τους προδιάθεση χωρίς να προσπαθούν
να μιμηθούν κάποιον και η φυσική προδιάθεση πολλών ανθρώπων είναι παραπλήσια σ’ αυτό το ζήτημα∙ έτσι που αν τους κοιτά-
T O Z E N K A I H T E X N H Σ Υ Ν Τ Η Ρ Η Σ Η Σ Τ Η Σ Μ Ο Τ Ο Σ Ι Κ Λ Ε ΤΑ Σ | 3 7
ξεις συλλογικά, όπως κάνουν οι δημοσιογράφοι, έχεις την ψευδαίσθηση ενός μαζικού κινήματος, ενός αντιτεχνολογικού μαζικού κινήματος, μιας ολόκληρης πολιτικής αντιτεχνολογικής αριστεράς που μοιάζει να ξεπροβάλλει από το πουθενά λέγοντας: «Σταματήστε την τεχνολογία. Πηγαίνετέ την κάπου αλλού. Μην
τη φέρνετε εδώ». Κι αυτό περιορίζεται επιπλέον από έναν λεπτό
ιστό λογικής που υποδεικνύει ότι χωρίς τα εργοστάσια δεν υπάρχουν δουλειές ούτε βιοτικό επίπεδο. Υπάρχουν όμως ανθρώπινες
δυνάμεις ισχυρότερες από τη λογική. Πάντα υπήρχαν και αν ενισχυθούν αρκετά από το μίσος τους για την τεχνολογία, τότε αυτός ο ιστός μπορεί να διαρραγεί.
Κλισέ και στερεότυπα όπως «μπίτνικ» και «χίπις» έχουν επινο-
ηθεί για τους αντιτεχνολογιστές, τους αντισυστημικούς ανθρώ-
πους, κι αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει. Αλλά δεν μπορεί κανείς να μετατρέψει τα άτομα σε ανθρώπους της μάζας απλώς
επινοώντας έναν μαζικό όρο. Ο Τζον και η Σύλβια δεν είναι
άνθρωποι της μάζας, όπως δεν είναι ούτε οι περισσότεροι που ακολουθούν τον δρόμο τους. Μοιάζουν να επαναστατούν απέναντι στο «είσαι ένας άνθρωπος της μάζας». Και πιστεύουν πως η τεχνολογία έχει μεγάλη σχέση με τις δυνάμεις που προσπαθούν
να τους μετατρέψουν σε ανθρώπους της μάζας, πράγμα που δεν
τους αρέσει. Μέχρι τώρα, η αντίσταση είναι περισσότερο παθη-
τική∙ αποδράσεις σε αγροτικές περιοχές όταν μπορούν και τέτοια πράγματα, όμως δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι πάντα τόσο παθητική.
Διαφωνώ μαζί τους ως προς τη συντήρηση της μοτοσικλέτας,
αλλά όχι επειδή μου λείπει η αντίληψη των αισθημάτων τους γύρω
από την τεχνολογία. Απλώς πιστεύω ότι η υπεκφυγή και το μίσος
τους για την τεχνολογία είναι ένδειξη ηττοπάθειας. Ο Βούδας, ο Θεός, κατοικεί με την ίδια άνεση στα κυκλώματα ενός ψηφιακού υπολογιστή και στις ταχύτητες του συστήματος μετάδοσης κίνη-
38 | R O B E RT M . P I R S I G
σης μιας μοτοσικλέτας, όπως και στην κορυφή ενός βουνού ή στα πέταλα ενός άνθους. Το να σκέφτεσαι με άλλο τρόπο σημαίνει
ότι υποβιβάζεις τον Βούδα – υποβιβάζεις δηλαδή τον ίδιο σου τον εαυτό. Γι’ αυτό θέλω να μιλήσω σε τούτη τη Σατόκβα. •
Τώρα έχουμε βγει από τα βαλτοτόπια, αλλά ο αέρας είναι ακόμα
τόσο υγρός που μπορείς να κοιτάξεις ευθεία ψηλά στον κίτρινο κύκλο του ήλιου, λες και στον ουρανό είχε απλωθεί καπνός ή
αιθαλομίχλη. Αλλά τώρα είμαστε στην καταπράσινη εξοχή. Οι αγροικίες είναι καθαρές, λευκές και καινούργιες. Και δεν υπάρχει καπνός, ούτε αιθαλομίχλη.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2
Ο δρόμος ξεδιπλώνεται μπροστά μας… Κάνουμε στάσεις για ξεκούραση και φαγητό, μιλάμε περί ανέμων και υδάτων και ετοι-
μαζόμαστε για τη μεγάλη διαδρομή. Η αρχική εξάντληση του απογεύματος εξισορροπεί την έξαψη της πρώτης μέρας και ταξιδεύουμε με σταθερή ταχύτητα∙ ούτε αργά ούτε γρήγορα.
Έχουμε πάνω μας έναν νοτιοδυτικό πλάγιο άνεμο και η μοτο-
σικλέτα παίρνει κλίση κόντρα στις ριπές του ανέμου, σαν από μόνη της, για να αντισταθμίσει την επίδρασή του. Εδώ και λίγη
ώρα υπάρχει μια παράξενη αίσθηση σ’ αυτό τον δρόμο, μια ανη-
συχία για κάτι, σαν να μας παρατηρούν ή να μας ακολουθούν. Όμως δεν υπάρχει ούτε ένα αυτοκίνητο μπροστά και στον καθρέφτη μας φαίνονται μόνο ο Τζον και η Σύλβια, πολύ πιο πίσω.
Δεν είμαστε ακόμη κοντά στην Ντακότα, αλλά τα ανοιχτά
λιβάδια δείχνουν ότι πλησιάζουμε. Κάποια είναι γαλάζια από τα άνθη του λιναριού που σαλεύουν σε μεγάλα κύματα στην επιφάνεια του ωκεανού. Οι καμπύλες των λόφων είναι περισσότερες
από πριν και τώρα κυριαρχούν παντού με εξαίρεση τον ουρανό, που μοιάζει πιο πλατύς. Οι μακρινές αγροικίες είναι τόσο μικρές που καλά καλά δεν τις βλέπουμε. Η γη αρχίζει να ανοίγει.
Δεν υπάρχει κανένα ορόσημο ή διαχωριστική γραμμή εκεί
που τελειώνουν οι Κεντρικές Πεδιάδες και αρχίζουν οι Μεγάλες Πεδιάδες. Μια τόσο σταδιακή αλλαγή σε αιφνιδιάζει, λες κι
έχεις σαλπάρει στα ανοιχτά από ένα ελαφρώς φουρτουνιασμένο
40 | R O B E RT M . P I R S I G
παράκτιο λιμάνι και κάποια στιγμή γυρίζεις να κοιτάξεις πίσω
και συνειδητοποιείς ότι έχεις πάψει να βλέπεις στεριά. Υπάρχουν όλο και λιγότερα δέντρα εδώ και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν
είναι πια ενδημικά. Έχουν μεταφερθεί και φυτευτεί εδώ σε σειρές γύρω από τα σπίτια και ανάμεσα στα λιβάδια, για να λειτουργήσουν σαν ανεμοφράκτες. Όμως εκεί που λείπουν δεν φαίνεται
χαμηλή βλάστηση ούτε φυντάνια – μόνο χορτάρι, μερικές φορές με αγριολούλουδα και ζιζάνια, αλλά κυρίως χορτάρι. Εδώ μιλάμε για χορτολίβαδα. Είμαστε στον λειμώνα.
Έχω την αίσθηση ότι κανείς μας δεν αντιλαμβάνεται πλήρως
πώς θα είναι τέσσερις μέρες σ’ αυτό τον λειμώνα τον Ιούλιο. Οι
αναμνήσεις από ταξίδια με αυτοκίνητο φέρνουν πάντα στο νου επίπεδες και άδειες εκτάσεις ως εκεί που φτάνει το μάτι σου,
ακραία μονοτονία και βαρεμάρα καθώς οδηγείς για ώρες ατελείωτες χωρίς να φτάνεις πουθενά και αναρωτιέσαι πόσο θα κρα-
τήσει αυτό, να μη βλέπεις ούτε μια στροφή στον δρόμο, ούτε μια αλλαγή στην έκταση που απλώνεται χωρίς όριο στον ορίζοντα.
Ο Τζον ανησυχούσε μήπως η Σύλβια δεν άντεχε όλη αυτή την
ταλαιπωρία και σχεδίαζε να της προτείνει να ταξιδέψει με αερο-
πλάνο μέχρι το Μπίλινγκς της Μοντάνα, αλλά η Σύλβια κι εγώ τον πείσαμε να το ξεχάσει. Το επιχείρημά μου ήταν πως η σωμα-
τική ταλαιπωρία είναι σημαντική μόνο όταν δεν υπάρχει η σωστή διάθεση. Τότε προσκολλάσαι σε όποιο πράγμα σε κάνει να νιώ-
θεις άβολα και το αποκαλείς αιτία. Αλλά με τη σωστή διάθεση η σωματική δυσφορία δεν σημαίνει και πολλά. Κι όταν σκέφτομαι την προηγούμενη διάθεση και τα συναισθήματα της Σύλβια, δεν βλέπω λόγο για παράπονα.
Επίσης, φτάνοντας στα Βραχώδη Όρη με αεροπλάνο σήμαινε
ότι τα έβλεπες μέσα σ’ ένα πλαίσιο από συμφραζόμενα, σαν ένα όμορφο σκηνικό. Αλλά αν έφτανες μετά από δύσκολο ταξίδι ημε-
ρών μέσα απ’ τους λειμώνες θα τα έβλεπες με άλλο τρόπο, σαν