The Spatial experience of Uncanny _ Η χωρική εμπειρία του Ανοίκειου

Page 1

Η Χωρική Εμπειρία του Ανοίκειου

Μπουρελιάσ Χριςτοσ Μπουρελιάσ Αλζξανδροσ

Επιβλζπων Κακθγθτισ: Γιϊργοσ Τηιρτηιλάκθσ

1


Η Χωρική Εμπειρία του Ανοίκειου Περιεχόμενα:

1. Ειςαγωγι: Αιςκιςεισ – Φόβοι και Επικυμίεσ

2. Ανοίκειο – Ρολεμικι τθσ “φοβίασ” του

3. Πμορφθ” φυλάκιςθ – Απϊκθςθ ταυτότθτασ

4. Αφαίρεςθ και Αναγζννθςθ τθσ αντίλθψθσ

5. Διάφορο του Φωτόσ – Σκιά

6. Σωςίασ – Φάνταςμα ςτο ςϊμα και ςτο χϊρο

7. Κρυμμζνθ πφλθ – Σθμάδι Απϊκθςθσ

8. Συναρμολόγθςθ Ανοίκειου (μετά τθν αποδόμθςθ)

Στόχοσ: Η ζρευνα επιχειρεί να διερευνιςει τον Ανοίκειο μθχανιςμό ςτο χϊρο. Αντλϊντασ από καλλιτεχνικζσ, ψυχολογικζσ και φιλοςοφικζσ τοποκετιςεισ, κακϊσ και αποκτϊντασ εμπειρία ςτο ότι ο όροσ είναι μια ακολουκία ςκζψθσ και ςυναιςκθμάτων που δεν προςδιορίηονται εφκολα, αναηθτείται πλζον δίπλα ςτθν όποια ανάλυςθ και επεξιγθςθ, μια ατμόςφαιρα που να προκαλεί αυτόν το μθχανιςμό. Οι αδυναμία των γνϊςεων και των κεκτθμζνων του ανκρϊπου, κακϊσ και θ αμφιςβιτθςθ του τι καταλιγει να είναι οικειότθτα και λειτουργικότθτα, φτάνουν ςε χωρικά ςυμπεράςματα και αμφιςβθτιςεισ. Ρροτείνεται ζνασ ςεβαςμόσ του διαφορετικοφ ζωσ τρομαχτικοφ και παράλογου απωκθμζνου κόςμου μασ, κακϊσ ο άνκρωποσ δεν είναι μονάχα όςα επικυμεί, αλλά και όςα φοβάται και κρφβει πίςω από αυτοφσ τουσ φόβουσ. Διατθρϊντασ ςτο ςϊμα-ψυχι και ςτο περιβάλλον μασ, υπαρκτά ςθμάδια των όςων απωκοφμε, επιτυγχάνουμε και τθν φπαρξθ και διατιρθςθ τθσ προςωπικισ ταυτότθτασ που αςυνείδθτα ζςτω, όλοι μασ ζχουμε ανάγκθ.

9. Φανταςία ενάντια ςτο Φόβο

10. Κατακλείδα: Οικείο – Ανοίκειο – Ραράλογο Ταξίδι

2


1. Ειςαγωγή: Αιςθήςεισ – Φόβοι και Επιθυμίεσ Μεταξφ των τρόπων δθμιουργίασ, υπάρχουν κάποιοι – όπωσ ο λόγοσ –, που δεν προκαλοφν πραγματικό ερζκιςμα κάποιασ αίςκθςθσ, και όμωσ ταυτόχρονα, τισ προςφζρουν όλεσ, με τρόπο προςωπικό, ξεχωριςτό ςτον κακζνα. Το γεγονόσ αυτό οφείλεται ςτθν φανταςία, που δθμιουργεί εικόνεσ, ιχουσ, μυρωδιζσ, γεφςεισ και επαφζσ. Και ενϊ οι αιςκιςεισ απουςιάηουν… με αυτι ακριβϊσ τθν απουςία τουσ, παραχωροφν τθν φπαρξθ ενόσ “ψεφτικου” κόςμου, ο οποίοσ μπορεί να δϊςει ςτον κακζνα μασ εκεί ςτον εςωτερικό “παιδότοπο”, μια διαφορετικι “αλικεια”. Αυτόσ ο “ψεφτικοσ” κόςμοσ για κάποιουσ δεν ζχει “φλθ”. Είναι μονάχα “φανταςία” και δεν ζχει καμία ςχζςθ με τον “πραγματικό” κόςμο των αιςκιςεϊν μασ και τθσ “υλοποιθμζνθσ δθμιουργίασ” μζςα ς’ αυτόν. Ο “πραγματικόσ” χϊροσ κυριαρχεί ςε αυτά τα πρακτικά μυαλά, και οι πζντε αιςκιςεισ υπoςτθρίηουν τθν δφναμι του. Αν λοιπόν τότε απουςιάηει ο παράγοντασ τθσ φανταςίασ, τότε οι τρόποι δθμιουργίασ κα χαρακτθρίηονταν “μονοδιάςτατα”. Για παράδειγμα ςτο γραπτό λόγο κα απουςίαηαν όλεσ οι εμφανείσ αιςκιςεισ, ςτθ μουςικι παρουςιάηεται μόνο εκείνθ τθσ ακοισ, ςτθ ηωγραφικι θ όραςθ, ςτον κινθματογράφο ακοι και όραςθ. Μονάχα ςτθ δθμιουργία προςβάςιμθσ φλθσ ι χϊρου, όπωσ για παράδειγμα ςτθν αρχιτεκτονικι, κα ζλεγε κανείσ πωσ όλεσ οι αιςκιςεισ δφνανται να εμφανίηονται. Αλλά ςτον αντίποδα αυτισ τθσ άποψθσ, όςεσ περιςςότερεσ αιςκιςεισ μασ “ικανοποιοφςε” κάκε δθμιουργία και γινόταν πιο “πλοφςια”, ταυτόχρονα γινόταν και πιο “φτωχι”, αφοφ ζδωςε τθν “ψευδαίςκθςθ” πωσ δεν χρειάηεται θ φανταςία. Στισ αρχζσ του 20ου αιϊνα, γεννικθκαν ςθμαντικζσ μορφζσ προςζγγιςθσ του ανκρϊπινου ψυχιςμοφ και των αιςκιςεϊν του όπωσ ο φορμαλιςμόσ, ο ςουρεαλιςμόσ, ο κινθματογράφοσ, θ ψυχανάλυςθ. Πςο

“Λόγια! Σκζτα λόγια! …Ρόςο κακαρά, ηωντανά και ςκλθρά! Δεν μπορείσ να τουσ ξεφφγεισ. Κι ωςτόςο, τι πανοφργα μαγεία που κρφβουν! Μοιάηει να μποροφν να δϊςουν πλαςτικι μορφι ςε άμορφα πράγματα… Υπάρχει τίποτα τόςο αλθκινό όςο τα λόγια;”ςελ.30, “Το Ρορτραίτο του Ντόριαν Γκρζυ”, Πςκαρ Ουάιλντ

“Τι βακφ που είναι το μυςτιριο του Αόρατου! Αδφνατο να το βυκομετριςουμε με τισ αξιοκρινθτεσ αιςκιςεισ μασ, με τα μάτια μασ που δεν μποροφν να διακρίνουν μιτε το ελάχιςτο, μιτε το μζγιςτο, μιτε το εγγφτατο, μιτε το απϊτατο, μιτε τουσ κάτοικουσ ενόσ αςτεριοφ μιτε τουσ κάτοικουσ μιασ νεροςταγόνασ… με τ’ αυτιά μασ που μασ απατοφν, αφοφ μετατρζπουν τισ δονιςεισ του αζρα ςε τόνουσ θχθτικοφσ. Δεν είναι άλλο από νεράιδεσ που προκαλοφν το καφμα τθσ μετατροπισ αυτισ τθσ κίνθςθσ ςε ιχο και με τθ μεταμόρφωςθ ετοφτθσ γεννοφνε τθ μουςικι, που κάνει τραγοφδι το βουβό ςάλεμα τθσ φφςθσ… με τθν όςφρθςι μασ, πιο αδφναμθ κι από ςκφλου… με τθ γεφςθ μασ, που μόλισ και μπορεί να ξεχωρίςει τθν παλαιότθτα ενόσ κραςιοφ! Ω! αν είχαμε άλλα αιςκθτιρια ικανά να πετφχουν για χάρθ μασ άλλου είδουσ καφματα, πόςα και πόςα πράγματα δεν κα μποροφςαμε ν’ ανακαλφψουμε γφρω μασ!” “Le Horla – Ο Οξαποδόσ” ςελ.244, Γκυ Ντε Μωπαςάν

3


θ επικυμία για γνϊςθ και αποτφπωςθ των μυςτθρίων του κόςμου ζψαχνε να δϊςει απαντιςεισ, άλλο τόςο κάποιοι, αναγνϊριςαν πωσ υπάρχουν μυςτιρια που μζνουν κρυμμζνα, ζωσ απλθςίαςτα για τον άνκρωπο. Κάκε προςπάκεια να εκφραςτεί ο ψυχιςμόσ του και θ πθγι που τον ωκεί ςε πράξεισ και δθμιουργίεσ, κα καταλιγει ςυχνά ςε ςθμεία που δεν προςεγγίηονται με τθ λογικι και τθ γνϊςθ. Στο ςθμείο που θ τζχνθ και θ επιςτιμθ ςζβονται τθν “διαφορετικότθτα” που προκαλεί το “άγνωςτο”, τότε επιτυγχάνουν τον ρόλο τουσ ωσ λειτουργίεσ για τθν εξερεφνθςθ τθσ ψυχισ. Από πάντα εξάλλου ο άνκρωποσ είχε μια αςυνείδθτθ και ζμφυτθ τάςθ να δυςκολεφει τθν αλικεια και εκείνο το οικείο που ταυτόχρονα του δινόταν ωσ κανόνασ ι κεμιτό παράδειγμα.

Αυτι θ αςυνείδθτθ ανάγκθ για ζκφραςθ και δθμιουργία μζςω μιασ ανοικειότθτασ ςτθν μορφι, είναι που εμπεριζχει όμωσ όλα τα μυςτικά του βακφτερου ψυχιςμοφ μασ και που ετοιμάηονται να βγουν ςτθν επιφάνεια, αν ανοίξουμε ςαν μια άλλθ “Ρανδϊρα” το καπάκι των “ςκιϊν”. Τι κρφβεται εκεί μζςα άραγε; Ρόςοι από μασ δεν κα ‘κελαν να παραμζνουν κρυμμζνα και καταχωνιαςμζνα τα λειτουργικά αιςκθτιρια του ανκρϊπου… για τα οποία κατά τα άλλα ιςχυριηόμαςτε πωσ μεριμνοφμε και αγωνιηόμαςτε. Τι είναι “λειτουργία” όμωσ, αν όχι οι βακφτερεσ κρυμμζνεσ επικυμίεσ μασ; Και είναι μιπωσ λειτουργία μονάχα αυτό που μασ δίνουν “ςυνταγι” οι “γιατροί” τθσ εξυγίανςθσ, ϊςτε να κρατοφν τα κακά πνεφματα μακριά; Από πάντα και πριν λοιπόν τθν επίςθμθ γζννθςθ τθσ όποιασ ψυχανάλυςθσ, ι πολφ παλιότερα ςτθν όποια φιλοςοφία πριν ακόμα τθν Αναγεννθςιακι κζλθςθ για φωσ και διαφυγι από το ςκοτάδι του Μεςαίωνα, από

“Ο Αριςτοτζλθσ ςτθν «Ροιθτικι» (κεφ.23) ςυμβουλεφει να δίνουμε ςτθ γλϊςςα μια αλλόκοτθ όψθ. Θ εξιγθςθ αυτϊν των πραγμάτων είναι ότι τοφτο το είδοσ θμικαταλθπτισ γλϊςςασ φαίνεται ςτον αναγνϊςτθ δυνάμει τθσ ανοικειότθτάσ του, πιο παραςτατικό… Θ δθμιουργία μιασ νζασ, «ςφιχτοδεμζνθσ» (ρως. tugoj. - όροσ του Κρουτςιόνυχ) γλϊςςασ είναι αναγκαία, και αυτι κα πρζπει να κατευκφνεται προσ τθ κζαςθ, και όχι προσ τθν αναγνϊριςθ. Και αυτι τθν αναγκαιότθτα ςυναιςκάνονται αςυνείδθτα πολλοί άνκρωποι. ςελ.24, “Για τον Φορμαλιςμό”, Βίκτ. Σκλόβςκι

“In the Box-Horizontal”, 1962 Ruth Bernhard

“Από τθν εποχι που ο άνκρωποσ ςκζφτεται, από τθν εποχι που ζμακε να διατυπϊνει και να καταγράφει τθ ςκζψθ του, νιϊκοντασ να περιβάλλεται από ζνα μυςτιριο απροςπζλαςτο για τισ χονδροειδείσ και ατελείσ του αιςκιςεισ, παςχίηει να αναπλθρϊςει, με τθ δφναμθ τθσ νόθςισ του, τθν ανικανότθτα των αιςκθτιριϊν του.” “Ροιοσ ξζρει; Πλα αυτά που μασ περιβάλλουν, όλα αυτά που βλζπουμε δίχωσ να τα κοιτάμε, όλα αυτά που ακουμπάμε δίχωσ να τα γνωρίηουμε, όλα αυτά που αγγίηουμε δίχωσ να τα εξετάηουμε, όλα αυτά που ςυναντοφμε δίχωσ να τα διακρίνουμε, προκαλοφν επάνω μασ, πάνω ςτα αιςκθτιριά μασ και, μες’ απ’ αυτά, ςτισ ςκζψεισ μασ, ςτθν ίδια μασ τθν καρδιά, ακαριαία

4


τα αρχαία ι τα πρωτόγονα χρόνια των ανιμιςμϊν και των πνευμάτων που εικονοποιοφςαν τα μυςτιρια τθσ φφςθσ, μζχρι τθν ςθμερινι ι μοντζρνα ζκφραςθ τθσ δθμιουργίασ και του ψυχιςμοφ, από πάντα λοιπόν, ο άνκρωποσ αναρωτιόταν για τον αρχζγονο “δαίμονα” που φφλαγε μζςα του, και που κάπωσ ζψαχνε να τον εκφράςει για να αποφορτίςει τισ επικυμίεσ και τουσ φόβουσ του. “Ο κρίαμβοσ του κανάτου” Λερϊνυμοσ Μποσ

αποτελζςματα, εκπλθκτικά και ανεξιγθτα. Τι βακφ που είναι το μυςτιριο του Αόρατου! ” ςελ.243, “Le Horla – Ο Οξαποδόσ ”, Γκυ Ντε Μωπαςάν “O Αινιγματικόσ μάρτυρασ μιασ ταραγμζνθσ εποχι” “Ο Λερϊνυμοσ Μποσ, ςτθν αναπαράςταςθ αλλόκοτων οραμάτων και φοβερϊν και τρομερϊν ονείρων ςτάκθκε αλθκινά μοναδικόσ και κεϊκόσ” -Τηιοβάνι Ράολο Λομάτςο ςελ.271 “Οι Μεγάλοι Ηωγράφοι-από το Τηιότο ςτθν Αναγζννθςθ” “…Και τζλοσ ιρκε θ πτϊςθ που δεν ζχει γυριςμό: το τζρασ τθσ διαςτροφισ κυρίευςε εξ ολοκλιρου τθν ψυχι μου. Για το δαιμόνιο αυτό θ φιλοςοφία δεν ζχει κάνει λόγο. Μα εγϊ είμαι τόςο ςίγουροσ, όςο και για τθν φπαρξθ ψυχισ: θ διαςτροφι είναι μια ζμφυτθ, πρωτογενισ και αρχζγονθ νοθτικι λειτουργία. Μια ενςτικτϊδθσ τάςθ τθσ ανκρϊπινθσ ψυχισ, που ενίοτε δίνει κατεφκυνςθ ςτον χαρακτιρα του ατόμου. Γιατί ποιοσ από ςασ δεν ζτυχε κάποια ςτιγμι να κάνει μια πράξθ ποταπι και ανόθτθ, με μόνο γνϊμονα το ότι δεν ζπρεπε να τθν κάνει; …Αυτόσ ο δαίμονασ λοιπόν που λζγεται διαςτροφι, προκάλεςε τθν τελικι μου πτϊςθ.” ςελ.6, “Ο Μαφροσ Γάτοσ” Ζντγκαρ Άλαν Ρόε

Αυτιν τθν εικόνα που ςυχνά μοιάηει τρομαχτικι, αυτιν τθν ανάγκθ τθσ ψυχισ, κάποιοι τθν απαγόρευςαν και τθν λογόκριναν. “Αρρϊςτια” και “Διαςτροφι” βαφτίςτθκε από τουσ πολζμιοφσ τθσ. Κάποιοι άλλοι όμωσ παρά τθν ονομαςία τθσ και τθν απόχρωςθ του ςκοτεινοφ χρϊματόσ τθσ, τθν αποδζχτθκαν και ξεκίνθςαν το ταξίδι εκείνο που καταλιγει μζχρι το ςεβαςμό τθσ. Κρατϊντασ ςυχνά από κοινοφ και οι δφο πλευρζσ τθν ονομαςία αυτι του φόβου… οι μεν για να τθν απωκιςουν και να ξεχαςτεί, και οι δε για να τθν κατανοιςουν όςο δφναται περιςςότερο και να τουσ κυμίηει τθν διαφορά από το “φωσ” που προτείνεται ςαν μοναδικι λφςθ. Ο κάκε “μαφροσ” λοιπόν δθμιουργόσ μπορεί να προκαλεί τθν όποια φιλοςοφία – ςτθν όποια φάςθ τθσ ιςτορίασ τθσ – να μιλιςει για κείνον το “δαίμονα” όπωσ και “για τθν φπαρξθ τθσ ψυχισ”.

“Ο μαφροσ γάτοσ” Luis Scafati

5


Και πριν μιλιςουμε για τθν ακραία αυτι κζςθ που χαρακτθρίηεται και ςτιγματίηεται ωσ “τελικι πτϊςθ”, κα αναφερκοφμε πρϊτα ςτθν ανάγκθ απλά για διαφορετικότθτα και ζκφραςθ τθσ κρυμμζνθσ επικυμίασ. Κάκε δθμιουργία του ανκρϊπινου ψυχιςμοφ βαςίηεται ςε επικυμίεσ και φόβουσ. Μζχρι που είναι όμωσ είπαμε διατεκειμζνοσ να ταξιδζψει για να βρει ι ζςτω να προςεγγίςει τθν άκρθ τθσ επικυμίασ του; Lebbeus Woods

Κάποιεσ αλικειεσ που αναδφονται λοιπόν και μοιάηουν ενοχλθτικζσ ςτον κακωςπρεπιςμό των γφρω, αλλά πρωτίςτωσ ςτθν εικόνα που ζχουμε για μασ, προκαλοφν τθν ανάγκθ για απόφαςθ αν αυτζσ κα παραμζνουν καμμζνεσ. Αν κα απωκιςουμε τον μυςτικό ζωσ επικίνδυνο κόςμο ι αν κα τον ακολουκιςουμε ζωσ εκεί που μποροφμε, αν κα ακολουκιςουμε “το λαγό μζχρι το βάκοσ τθσ κουνελότρυπασ”. Η φανταςία λοιπόν είναι θ αςυνείδθτθ κζλθςθ που επιτρζπει τα “μυςτικά” να ζρκουν ςτθν επιφάνεια του ςυνειδθτοφ μασ ελζγχου. Ζτςι θ δθμιουργία που βαςίηεται ςτθν φανταςία, ίςωσ να “παίηει” με τθν προςφορά και τθν απόκρυψθ αιςκιςεων, ϊςτε να βγαίνουν ωσ “φανταςία” όςεσ αποκρφπτονταν, όςεσ θκελθμζνα “δυςκολεφονταν”, “αμφιςθμαίνονταν”.

“Ρείτε μου: ζνασ άνκρωποσ που ζχει νιϊςει βακιά τον εαυτό του, μπορεί να τον ςζβεται; Να ςεβόμαςτε τον εαυτό μασ! Μπορεί λοιπόν να ςζβεται τον εαυτό του εκείνοσ που είναι αποφαςιςμζνοσ να βρει τθν απόλαυςθ, ζχοντασ ςυνείδθςθ του ξεπεςμοφ του;” ςελ. 28 “Το υπόγειο”, Φιοντόρ Ντοςτογιζφςκι

“Στισ αναμνιςεισ κάκε ανκρϊπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιςτεφεται ς’ όλο τον κόςμο, αλλά μόνο ςτουσ φίλουσ του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιςτεφεται ςτουσ φίλουσ του, τα λζει μονάχα ςτον εαυτό του, κι αυτό ςτα κρυφά. Και τζλοσ, υπάρχουν κι εκείνα που ο άνκρωποσ φοβάται να τα ομολογιςει και ςτον ίδιο του τον εαυτό, και τζτοιασ λογισ πράγματα μαηεφονται πολλά ςε κάκε κακωςπρζπει άνκρωπο. Και μάλιςτα, όςο πιο κακωςπρζπει είναι, τόςο περιςςότερα πρζπει να ζχει. Πςο για μζνα, είναι λίγοσ καιρόσ τϊρα που αποφάςιςα να κυμθκϊ μερικζσ δικζσ μου περαςμζνεσ περιπζτειεσ, που ωσ ςιμερα πάντοτε απζφευγα , και μάλιςτα με κάποια ανθςυχία. Μα τϊρα, όχι μόνο τισ κυμάμαι αλλά και αποφαςίηω να τισ γράψω, ακριβϊσ γιατί κζλω να δοκιμάςω αν μπορεί κανείσ να είναι απόλυτα ειλικρινισ με τον εαυτό του και να μθν φοβάται τθν αλικεια.” ςελ.47, “Το υπόγειο”, Φιοντόρ Ντοςτογιζφςκι

6


2. Ανοίκειο – Πολεμική τησ “φοβίασ” του Σε αυτό το άγνωςτο, ςτο ςκοτάδι των απαντιςεων που δζχεται ο άνκρωποσ, ζρχεται να γεννθκεί ζνασ όροσ που εκφράηει αυτιν τθν αμφίβολθ γνϊςθ και λογικι. Εξαπλϊκθκε ςτθν τζχνθ, τθν επιςτιμθ, τθν αρχιτεκτονικι και ο κάκε ζνασ μασ ίςωσ μπορεί να τον ερμθνεφςει κάπωσ διαφορετικά κακϊσ είναι “μθχανιςμόσ” ςκζψθσ και ερμθνείασ των επικυμιϊν και των φόβων, διαχείριςθσ τθσ λζξθσ “οικειότθτασ” και του τι αυτι ςθμαίνει ι καταλιγει να ςθμαίνει. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ και οι Φορμαλιςτζσ (κακϊσ και οι Νεοφορμαλιςτζσ φςτερα ςτον κινθματογράφο), ςτισ αρχζσ του 20ου αιϊνα μίλθςαν για το “ανοίκειο” και τθν “ανοικείωςθ” (ο κακζνασ για τον κλάδο του – ψυχαναλυτικι και αιςκθτικι προςζγγιςθ αντίςτοιχα)· αλλά θ αφετθρία του “ανοίκειου μθχανιςμοφ” όπωσ είπαμε ίςωσ κα ζπρεπε να τοποκετθκεί “αρχζγονα” δίπλα ςτθν δθμιουργία τθσ πρϊτθσ φανταςίασ και άρα του πρϊτου ανκρϊπου, των επικυμιϊν και των φόβων του, και ςτθν μετζπειτα άρα αιςκθτικι, ψυχολογικι και δθμιουργικι του ζκφραςθ. Αυτι θ αμφιβολία ακόμα και ςτθν ςθμαςιολογία και τον προςδιοριςμό τθσ ίδιασ τθσ λζξθσ, δθμιουργεί δίπλα τθσ ακριβϊσ, τθν ίδια φλθ που τθν γζννθςε, το “άγνωςτο και τθν αμφιβολία”. Ζτςι ζχει ςυχνά ταυτιςτεί το “ανοίκειο” με το “τρομαχτικό” και το “φόβο”, ενϊ κα ιταν πιο ςωςτό να δοφμε βακφτερα, κακϊσ αυτά προζρχονται από επικυμίεσ και ερωτιματα που υπζςτθςαν απϊλειεσ, απαγορεφςεισ, και ανικανότθτα για απαντιςεισ. Αυτό λοιπόν το αδιζξοδο για γνϊςθ, είναι που δθμιουργεί μια ανάγκθ για διείςδυςθ από το πραγματικό ςτο άγνωςτο, το φανταςτικό.

“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανοίκειο υπάγεται ςτθν κατθγορία των ςτοιχείων που προκαλοφν φόβο, τρόμο και φρίκθ, κι άλλο τόςο βζβαιο είναι ότι θ ςυγκεκριμζνθ λζξθ δεν χρθςιμοποιείται πάντα με μια ζννοια που να προςδιοριςτεί με ακρίβεια, ζτςι ϊςτε καταλιγει ςυνικωσ ςε ταυτοςθμία με το τρομαχτικό... ” ςελ. 13 “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ

7


“Απορροφθμζνθ ςτο παιχνίδι τθσ μοιάηει να αγνοεί τθν βαριά ατμόςφαιρα και τα δυςοίωνα ςθμάδια που τθν περιβάλλουν. Τι ςθμαίνει το βαγόνι του τςίρκου που ςτζκεται ανοιχτό ςαν παγίδα; Ροιανοφ είναι θ ςκιά πζρα ςτθν πλατεία; Ροιοσ κρφβεται ςτο ςκοτάδι τθσ μακράσ ςτοάσ; … Οι τίτλοι των ζργων του Ντε Κίρικο, πάντα περιςτρζφονται γφρω από λζξεισ όπωσ “μελαγχολία”, “μυςτιριο”, “όνειρο” ι “ςκζψθ” και το ρεπερτόριο των μορφϊν του, μοιάηει να είναι εναλλακτικό από τθ ςτιγμι που δεν αναφζρονται ςε μια πραγματικι κατάςταςθ αλλά εξυπθρετοφν το ηωγράφο ςαν κεατρικά ςτθρίγματα, όπωσ καταςκευάηει ζνα φανταςτικό χϊρο, μζςα ςτον οποίο εμείσ οι κεατζσ ερχόμαςτε πρόςωπο με πρόςωπο με τουσ εαυτοφσ μασ. Αν δεχτοφμε τθν ερμθνεία του Μπρετόν, ερχόμαςτε αντιμζτωποι εδϊ με μακρινζσ κρυμμζνεσ ςκζψεισ, βιϊνοντασ το ςοκ τθσ αναγνϊριςθσ των εικόνων και ονείρων που βρίςκονται καμμζνα ςτο αςυνείδθτο. Θ εικόνα του μικροφ κοριτςιοφ που τρζχει ανάμεςα ςτουσ άδειουσ δρόμουσ μιασ εγκαταλελειμμζνθσ πόλθσ, είναι μια ιδιαίτερα επιρρεπισ εικόνα, ςε ςχζςθ με τισ αναμνιςεισ παιδικισ θλικίασ.” ςελ.32 “Surrealism” Cathrin Klingsohr-Leroy “Mystery and melancholy of a street”, Giorgio de Chirico, (1914)

Η παντοδυναμία αυτι τθσ ςκζψθσ, δίνει το δικαίωμα ςε όλουσ να αναςτείλουν το κριτιριο του τι είναι πραγματικό και αυτοφ του απαραβίαςτου κανόνα γνϊςθσ και να προχωριςουν ςε ονειροπολιςεισ, φανταςίεσ “παράνομεσ” για τθν λογικι και τθν πραγματικότθτα. Ζτςι, ςτθν περίπτωςθ μθ λογοκριςίασ, κάποιοι πιςτεφουν τθν ονειροπόλθςθ ωσ μια εξίςου ιςχυρι – ι και ιςχυρότερθ – αλικεια. Σε ζνα κόςμο, που αρχίηει το ςυναίςκθμα, να παίρνει το ρόλο αυτοφ που κα πάρει τθν τελικι απόφαςθ, εκεί που θ φανταςία και το ψεφτικο, αρχίηουν να κολϊνουν τισ λογικζσ αιςκιςεισ και αυκυποβάλλεται θ αλικεια, ςε μια “άλλθ αλικεια”. Εκεί που ζνα παιδί είναι πιο

“…θ αίςκθςθ του ανοίκειου δθμιουργείται ςυχνά, και μάλιςτα εφκολα, όταν καταλφεται το όριο μεταξφ φανταςίασ και πραγματικότθτασ· όταν κάτι που προθγουμζνωσ κεωροφςαμε φανταςτικό εμφανίηεται μπροςτά μασ ςαν πραγματικό· όταν ζνα ςφμβολο αναλαμβάνει πλιρωσ τον ρόλο και τθ ςθμαςία του ςυμβολιηομζνου κλπ. Εδϊ εμφωλεφει ζνα ςθμαντικό μζροσ τθσ αίςκθςθσ του ανοίκειου που είναι εγγενζσ ςτισ πρακτικζσ τθσ μαγείασ. Εδϊ το παιδικό ςτοιχείο, κυρίαρχο και ςτθν ψυχικι ηωι των νευρωτικϊν, είναι θ κακ’ υπερβολι ζμφαςθ τθσ ψυχικισ πραγματικότθτασ ςε ςχζςθ με τθν εμπράγματθ – κάτι που ςυναρτάται με τθν παντοδυναμία τθσ ςκζψθσ. ” ςελ. 52-53, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ

8


εφκολο να προςποιθκεί και να πιςτζψει ςτθν ονειροπόλθςθ, ζνασ “τρελόσ” αδιαφορεί για τουσ επικριτζσ του, όταν βαδίηει ιδθ μακριά ςτα προςωπικά μονοπάτια του, εκεί που ο “ναρκομανισ” αποςφρεται μζςα ςτουσ κόςμουσ τουσ εςωτερικοφσ, μζχρι που όλεσ οι αιςκιςεισ αρχίηουν να λειτουργοφν όπωσ και ςτθν περίπτωςθ εκείνθ με τισ τζχνεσ, “αντιςτρόφωσ ανάλογα”· όςο δθλ οι αιςκιςεισ τθσ πραγματικότθτασ “χάνουν” αυτοφσ τουσ πρωταγωνιςτζσ, τόςο τουσ βρίςκουν όλο και περιςςότερο ςτον “ςυμμετρικό” κόςμο τθσ φανταςίασ, τθσ αλλαγισ, του παραμυκιοφ. Χαρακτθρίηονται και ςυχνά κρίνονται, για τθν αναηιτθςθ περιςςότερου και ψεφτικου χϊρου και χρόνου. Ζνασ “ανοίκειοσ μθχανιςμόσ” αίςκθςθσ για κάτι που ζρχεται να αναγεννθκεί μζςα από κάτι παλαιό που δεν “ευδοκίμθςε” ςτθν πραγματικότθτα. Αυτόσ όμωσ ο νζοσ χϊροσ του ταξιδευτι, που ψάχνει μια νζα εικόνα να δθμιουργιςει δίπλα ςτθν πραγματικι, είναι που δθμιοφργθςε ςτο “αντίπαλο μζτωπο” του ρεαλιςμοφ μια ανάγκθ για “πολεμικι” λόγο των ςθμαδιϊν που αφινει αυτόσ ο “ψεφτικοσ” και “παράνομοσ” κόςμοσ. Για εκείνουσ κα ζπρεπε να αφεκεί ςτθν λικθ και ςτο αςυνείδθτο, χωρίσ να “ςκαλιςτεί” βγάηοντασ όλα τα τρομαχτικά από μζςα του, ταράηοντασ τθν “καλαιςκθςία” του ιδθ δθμιουργθμζνου “αρμονικοφ” κόςμου. Τι γίνεται όμωσ ςτα ςθμεία εκείνα που είναι ξεκάκαρα “μθ αρμονικόσ” ο κόςμοσ τουσ; Ξεκάκαρα απομακρυςμζνοσ από κάκε γνϊςθ και λογικι κεκτθμζνθ; Τότε ίςωσ είναι που κα βαφτίηεται “τρόμοσ” από τθ λογοκριςία θ κάκε αναφορά ςτα “ψεγάδια” του “παράλογου” πολιτιςμοφ τουσ.

“Δεν είμαι εγϊ ο κλόουν, αλλά αυτι θ τερατϊδθσ, κυνικι και τόςο αςυνείδθτα αφελισ κοινωνία, που παίηει το παιχνίδι τθσ ςοβαρότθτασ, προκειμζνου καλφτερα να κρφψει τθν τρζλα τθσ.” Σαλβαντόρ Νταλί “Autumn Cannibalism” (1936) Salvador Dali:

“Από εδϊ πάνω, ο πλανιτθσ μασ δείχνει τζλειοσ, μονάχα αν κοιτάξουμε πιο καλά, αρχίηουμε να βλζπουμε μερικά από τα αποτελζςματα τθσ κατανάλωςισ μασ” Jeremy Irons – “Trashed” (2012, documentary) Candida Brady:

9


“Trashed” (2012, documentary) Candida Brady:

Το κομμάτι τθσ δθμιουργίασ, που λειτουργεί και ωσ “ςκζπαςμα” πάνω ςτα ςτρϊματα του χρόνου και των αναμνιςεων, και τθσ δθμιουργίασ άρα μεταγενζςτερων προτφπων – είτε αυτά είναι χωρικά, είτε ψυχολογικά και αιςκθτικά – είναι αποτελζςματα μιασ δθμιουργίασ που χαμογελάει με ζνα “προςωπείο αρλεκίνου” και απωκεί κάκε βιωματικό ςθμάδι του παρελκόντοσ που άφθςε πλθγι ςτο ςϊμα και ςτο χϊρο. Ροια είναι όμωσ τα αποτελζςματα αυτισ τθσ μαηικισ απϊκθςθσ των πλθγϊν που χαρακτθρίηουν το ςϊμα και το χϊρο μασ; Μοιάηει ςυχνά ςαν μια αποποίθςθ τθσ ταυτότθτάσ μασ, ζνα “ςαν να μθν ζγινε τίποτα”. “Σκθνικό για θκοποιοφσ ενόσ εξιδανικευμζνου δράματοσ για τθν ςφγχρονθ φπαρξθ: διαφιμιςθ για τθ ΜερςζντεσΜπενη μοντζλο του 1927, με φόντο το Νταμπλ Χάουσ των Λε Κορμπυηιζ και Ριερ Ηαννερζ, Βαιςενχοηίντλουγκ, Στουτγκάρδθ 1927” ςελ.78 “Θ Αρχιτεκτονικι τθσ Ευτυχίασ” Αλλαίν Ντε Μποττόν

“Χρθςιμοποιϊντασ ιςτορικά ςτοιχεία, το ανοίκειο κα μποροφςε να κατανοθκεί ωσ μια ςθμαντικι, ψυχαναλυτικι και αιςκθτικι αντίδραςθ ςτο πραγματικό ςοκ του μοντζρνου, ζνα τραφμα που, ςε ςυνδυαςμό με τθν αδιανόθτθ επανάλθψθ του, ςε μια ακόμα τρομερι κλίμακα κατά τθν διάρκεια του 2ου παγκοςμίου πολζμου, δεν ζχει εξορκιςτεί από τθν ςφγχρονθ φανταςία. Αποξζνωςθ και ανοικειότθτα αναδφκθκαν όπωσ τα πνευματικά ςυναιςκιματα του αιϊνα μασ, δίνοντασ υλικι και πολιτικι δφναμθ από τθν αναγζννθςθ τθσ ίδιασ τθσ “ανοικειοποίθςθσ”, γεννθμζνθσ πολλζσ φορζσ από τον πόλεμο, μερικζσ φορζσ από τθν άνιςθ διανομι του πλοφτου”. ςελ.9 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

“Ιταν ςε μία προςπάκεια να ελευκερϊςουν τον πολιτιςμό από αυτό που ο Henry James αποκαλοφςε αυτι θ επιβαρυντικι “αίςκθςθ του παρελκόντοσ”, όπου οι μοντζρνοι αρχιτζκτονεσ, δθμιουργθμζνοι από τον φουτουριςμό, επιχείρθςαν να διαγράψουν τα ςθμάδια του από τθν αρχιτεκτονικι τουσ. Αυτι θ επικυμία να ξεφφγουν από τθν ιςτορία, ςυνδζκθκε με ζνα κεραπευτικό πρόγραμμα, αφιερωμζνο ςτθν εξάλειψθ τθσ ακλιότθτασ του 19ου αιϊνα ςε όλεσ του τισ μορφζσ, όπου πρότεινε μια ςυμμαχία ανάμεςα ςτουσ υγιεινολόγουσ και τουσ αρχιτζκτονεσ, που κα ενιςχυόταν ςε κάκε επίπεδο από ςχεδιαςμό”. “Θ καταςτροφι του “δρόμου- μονοπατιοφ”, (…) τόςο περιφρονθμζνου από τον Le Corbusier, και θ αντικατάςταςι του από ανοιχτζσ εκτάςεισ ι πραςινάδεσ, τθν οριοκζτθςθ τθσ βιομθχανίασ μακριά από τα αςτικά κζντρα, τισ ατελείωτεσ βιολογικζσ αναλογίεσ, (…) ιταν μόνο μερικά αποτελζςματα αυτισ τθσ πολεμικισ εξίςωςθσ ανάμεςα ςτθν τζχνθ και τθν υγεία εξυμνοφμενθσ από τον μοντερνιςμό”. ςελ.63 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

10


3. Όμορφη” φυλάκιςη – Απϊθηςη ταυτότητασ Η ίδια θ κατοικία του ανκρϊπου, ςθμάδι παρελκόντοσ, αναμνιςεων γενεϊν και κλθρονομιάσ, κρίκθκε αναγκαίο να εξυγιανκεί ςτο όνομα μιασ απόκαλοφμενθσ “ομορφιάσ” και να περάςει ςτθν τυποποίθςθ μιασ παγκόςμιασ ςυνταγισ “ιατρικισ λικθσ” που δεν επιτρζπει ςτο άτομο να κυμάται γιατί ζγινε “αυτόσ που είναι”, παρά καλφτερα να βαφτιςτεί “άρρωςτοσ”.

Το “Metropolis” (1927) του Fritz Lang ςθμείο αναφοράσ και επιρροισ για τισ μεταγενζςτερεσ του είδουσ, αναπαριςτά τθ μεγαλοφπολθ που είναι το φψιςτο παράδειγμα ςφγχρονθσ αρχιτεκτονικισ, τεχνολογίασ, δφναμθσ και πλοφτου. Ρανφψθλα ςυγκροτιματα κτθρίων, γζφυρεσ και δρόμοι, που απειλοφν όμωσ τθν ατομικότθτα του ανκρϊπου και κλείνει ςκλάβουσ εργάτεσ ςτα υπόγεια να δουλεφουν μζρα νφχτα αυτιν τθν πόλθ-μθχανι που λειτουργεί για τουσ λίγουσ από πάνω.

“Αν εξαλείψουμε από τισ καρδιζσ και το μυαλό μασ, όλεσ τισ νεκρζσ ζννοιεσ ςε ςχζςθ με το ςπίτι, … κα φτάςουμε ςτο «ςπίτι- μθχανι», τθν μαηικι παραγωγι ςπιτιοφ, υγιι (και τόςο πολφ θκικά) και όμορφου, με τον ίδιο τρόπο που τα εργαλεία και τα μζςα που ςυνοδεφουν τθν φπαρξθ μασ είναι όμορφα.”(Le Corbusier, Vers une architecture) ςελ.63 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler “Στθν κλίμακα του ςπιτιοφ, επίςθσ, θ οροφι του αφαιρζκθκε και αντικαταςτάκθκε από ζνα κιπο, τα οριηόντια παράκυρα και οι ταράτςεσ ενκαρρφνοντασ τθν αςταμάτθτθ ροι φωτόσ και αζρα, οι μοντερνιςτζσ πρότειναν να ςτείλουν τουσ ακατάςτατουσ διαταραγμζνουσ εςωτερικοφσ χϊρουσ, και τισ ανκυγιεινζσ ςυνκικεσ διαβίωςθσ αιϊνων ςτθ λικθ. Με αυτό το τρόπο κεωρικθκε ότι θ αςκζνεια, ατομικι και κοινωνικι, κα μποροφςε να ξεριηωκεί μια για πάντα, και οι κάτοικοι του 20ου αιϊνα, να είναι ικανοί για το μαρακϊνιο τθσ ςφγχρονθσ ηωισ. (ςελ.63) “Και αν οι γιατροί ζτςι εξυπθρετοφνταν από τθν «πράςινθ πόλθ» και το «maison domino», τότε ςιωπθρόσ, το ίδιο και οι ψυχαναλυτζσ. Θ φπαρξθ Κακαροφ αζρα, κα αντιμετϊπιηε τελικά τα αίτια αυτϊν των πακολογιϊν που τόςο ανακουφιςτικά κεραπεφτθκαν ςτουσ μεταφροχδικοφσ καναπζδεσ, απαλλάςςοντασ τθν κοινωνία από τα τοτζμ, τα ταμποφ και τισ δυςαρζςκειζσ τθσ. Αν τα ςπίτια δεν ςτοιχειϊνονταν πλζον από το βάροσ τθσ παράδοςθσ, και των διαπλοκϊν, που προιλκαν από πολλά χρόνια (γενεζσ) οικογενειακϊν δραμάτων. Αν καμία χαραμάδα δεν ζμενε για τθν αποκικευςθ κειμθλίων ςε υγρά κελάρια και μουχλιαςμζνεσ ςοφίτεσ, τότε θ μνιμθ κα απελευκερωνόταν από τισ ανκυγιεινζσ ζγνοιεσ του να ηεισ ςτο παρόν… όμωσ, αναπόφευκτα, αυτι θ επιχείρθςθ «εκκακάριςθσ» των ςπιτιϊν, δθμιοφργθςε τα δικά του φαντάςματα, τισ νοςταλγικζσ ςκιζσ όλων των «ςπιτιϊν» που τϊρα καταδικάςτθκαν ςτθν ιςτορία ι ςτθν κατεδάφιςθ. Μετά τθν αποδυνάμωςι του ςτα οςτά του ςκελετοφ του, μεταμορφωμζνο χωρίσ αναγνϊριςθ ςε ζνα κυτταρικό

11


Ζτςι οι άνκρωποι φτιάξανε τισ “φυλακζσ” των ςθμερινϊν κοινωνιϊν. Ρόλεισ κλουβιά από όμοια επαναλαμβανόμενα κουτιά, που δεν επιτρζπουν τθν παραμικρι προςωπικι ιςτορία μζςα τουσ, μθν και αυτι είχε κάποια πλθγι που κα μολφνει το χαμόγελο που μάκαμε ότι “πρζπει να φοράμε” και να αποκαλοφμε “λειτουργικό”. Ο “καταδικαςμζνοσ” που ηει ςε μια αλικεια περιοριςμζνθ, μια πόλθ που τον τφλιξε, ζνα δωμάτιο αςφυκτικό, μια πραγματικότθτα ολοζνα και πιο ςθμειακι κα λζγαμε, αποκτά μια διαφορετικι αντίλθψθ για το χϊρο από αυτιν του ελεφκερου κάτοικου μιασ ανοιχτισ ςε όρια επιλογισ. Και δεν ιταν ίςωσ οι “ακατάςτατοι και διαταραγμζνοι εςωτερικοί χϊροι” που ςκότωςαν τθν αντίλθψθ του ατόμου, αλλά αυτι θ αρπαγι τουσ μαηί με τθν προςωπικι τουσ ιςτορία που αφθγοφνταν. Τϊρα ςε ζνα φωτεινό και διαμπερζσ λευκό κουτί, το ςϊμα δεν ζχει βιωμζνθ ταυτότθτα, δεν ζχει διαφορά από τισ “πλθγζσ” του γείτονα, κακϊσ όλοι τυποποιικθκαν και ςτοιβάχκθκαν αρικμθμζνοι ςε μια “κιβωτό” που τάχα “ζςωςε” τον κόςμο από αμαρτίεσ. Η πόλθ φυλακι και θ καταδυναςτευτικι κοινωνία ςτο βιβλίο “1984” (1948) του Πργουελ (και θ αντίςτοιχθ μεταφορά του ςτθν ταινία του Michael Radford, τθν επετειακι χρονιά του ονόματοσ του ζργου 1984), υπό το μάτι του “Μεγάλου Αδελφοφ”, είναι ο χωρικόσ μα και ψυχικόσ εγκλωβιςμόσ που δεν επιτρζπει ςτο άτομο οφτε να ονειρεφεται, κακϊσ από αυτό πθγάηουν οι πιο επικίνδυνεσ για τθν εξουςία, ανατρεπτικζσ επικυμίεσ. Αν επιτευχκεί θ αγάπθ για τον μεγάλο αυτό περιοριςτικό αδελφό, τότε επιτυγχάνεται θ δθμιουργία του τζλειου πεικινιου ςκλάβου. Αυτζσ οι ιδζεσ ζφεραν πολλά παραδείγματα μίμθςθσ ςτθν τζχνθ και ςτθν ζκφραςθ γενικότερα για τθν πόλθ που υψϊνεται και χτίηεται ςαν κλουβί γφρω από το ςϊμα και τθν φανταςία για διαφορετικότθτα και διαφυγι, και δεν ιταν τυχαίο που το βιβλίο του Πργουελ χαρακτθρίςτθκε “προφθτικό”.

ιςτό τθσ μονάδασ και του οικιςμοφ, το ςπίτι ιταν το ίδιο ζνα αντικείμενο μνιμθσ, όχι τϊρα ενόσ ςυγκεκριμζνου ατόμου, για μια φορά- κατοικθμζνθ κατοικία, αλλά ενόσ ςυλλογικοφ πλθκυςμοφ για ζνα ποτζ- βιωμζνου χϊρου: το ςπίτι ζγινε ζνα όργανο, δθλαδι, τθσ γενικευμζνθσ νοςταλγίασ.” ςελ.64 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler “THX-1138” (1971), George Lucas

“Brazil”,

(1985),

Terry

Gilliam

“1984” (1984), Michael Radford

12


Πμωσ δίπλα ςτθν αντίλθψθ που οι αιςκιςεισ του ατόμου ςυνθκίηουν ςτθ λογικι ενόσ χωρικοφ εγκλωβιςμοφ, και ςτθν “λοβοτομι” που υφίςταται να αγαπά τθν λφςθ που προςφζρει χαμόγελα και λειτουργικότθτα, πρζπει να “επιβιϊςει” μια άλλθ αντίλθψθ που αναγεννάται ςυχνά ωσ θ πλζον ιςχυρι· ςε αυτιν, δεν αντιλαμβάνεται το χϊρο με τα μάτια και τισ υπόλοιπεσ αιςκιςεισ του, αλλά περιςςότερο με τισ όποιεσ αναμνιςεισ και τισ “αιςκιςεισ” εκείνεσ που αντιτάςςονται ςτθν επικρατοφςα λογικι, τισ “ςυμμετρικζσ” των πραγματικϊν, τισ αιςκιςεισ που γεννά θ φανταςία. Με υλικό λοιπόν από τθν ανάμνθςθ, και τθν φανταςία να προςκζτει δίπλα τθσ, μετουςιϊνεται μια νζα αντίλθψθ χϊρου.

“Haunting Goth” George Grie

Αυτι θ επαναςτατικι για τον ρεαλιςμό και τθν λειτουργικότθτα που “μεριμνά” για το καλό όλων μασ, φτιάχνει μια άλλθ λειτουργικότθτα που δεν ζχει ανάγκθ πατριαρχικζσ και αντικειμενικζσ απαντιςεισ για τόςο προςωπικά ηθτιματα.

“Ο χϊροσ καλεί τθ δράςθ και πριν απ’ τθ δράςθ θ φανταςία δουλεφει” ςελ.39, “Κλειςμζνοσ μζςα ςτο δωμάτιό μου… τι καλι άςκθςθ είναι να φζρνω ςτθ κφμθςι μου εκείνο το δρόμο. Γράφοντασ αυτι τθ ςελίδα αιςκάνομαι λυτρωμζνοσ από το κακικον μου να περπατιςω. Είμαι απόλυτα βζβαιοσ ότι ζχω βγει από το ςπίτι…” ςελ.38 “Θ ποιθτικι του χϊρου”, Γκαςτόν Μπαςελάρ “…Εξετάηοντασ τα βάκθ ενόσ γιινου αςυνείδθτου, τθσ υπόγειασ ηωισ, ο Bachelard βρικε τον τόπο τθσ γζννθςθσ, το ςπίτι τθσ γζννθςθσ, να ςτακεί ςτο κζντρο μιασ νοςταλγικισ όραςθσ: “Αυτό το ςπίτι είναι πια μακριά, είναι χαμζνο, δεν το κατοικοφμε πια· είμαςτε, αλίμονο, ςίγουροι ότι δεν κα το κατοικιςουμε ποτζ ξανά. είναι παρ’ όλα αυτά, κάτι παραπάνω από μια μνιμθ. Είναι ζνα ςπίτι ονείρων, το ονειρικό μασ ςπίτι.” αλλά ζνα τζτοιο ονειρικό ςπίτι, μια νοθτικι καταςκευι όπου εμπεριζχει όλα τα ςπίτια, που ζχουν κατοικθκεί και επρόκειτο να κατοικθκοφν, δεν δίνατε να βρεκοφν ςτο παρόν, και ςίγουρα όχι ςτο παρόν εξαςφαλιςμζνο απ’ τθν μοντζρνα ηωι και τα μοντζρνα διαμερίςματα. Ο Bachelard ιταν ξεκάκαροσ ςε αυτι τθν απόρριψθ του αςτικοφ ςφγχρονου (αςτικι ςυγχρονία, ςυγχρονικότθτα): “Δεν ονειρεφομαι ςτο Ραρίςι, ςε αυτό τον γεωμετρικό κφβο, ςε αυτό το τςιμεντζνιο κελί, ςε αυτό το δωμάτιο με τα ςιδερζνια παράκυρα τόςο εχκρικά ςτα “νυχτόβια” αντικείμενα. Πταν ονειρεφομαι καλά, πάω εκεί πζρα, ςε ζνα ςπίτι ςτθν Champagne, ι ςε μερικά ςπίτια όπου μζςα τουσ τα μυςτιρια τθσ χαράσ είναι εγχυμζνα”. (Γκαςτόν Μπαςελάρ, “Θ γθ και οι ονειροπολιςεισ”) Θ αντίςταςθ του Bachelard ςτο να ονειρεφεται ςε αυτοφσ τουσ “γεωμετρικοφσ κφβουσ” μπορεί φυςικά απλά να ερμθνευτεί ωσ θ αντι-αςτικι άποψθ ενόσ ονειροπόλου ςε μια μακρά παράδοςθ δθμιουργθμζνθ από τον Rousseau. Αλλά ςτο επακόλουκο του πολζμου, κα μποροφςε πιο ςωςτά να κεωρθκεί ςτο πλαίςιο τθσ αντι-μοντζρνασ ομιλίασ, όπου από τισ αρχζσ του 1930, κζρδιηε ζδαφοσ με κριτικζσ δφςπιςτεσ ςτθν “πρόοδο” και ςτα υποτικζμενα προνόμια.” ςελ.65 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

13


“Θ πιο απλι ςουρεαλιςτικι πράξθ ςυνίςταται ςτο να βγεισ ςτο δρόμο με ρεβόλβερ ςτισ γροκιζσ ςου και να πυροβολείσ τυφλά ςτο πλικοσ όςο δυνατόν περιςςότερο. Πποιοσ δεν ζχει νιϊςει τθν επικυμία να αντιμετωπίςει ζτςι τθν άκλια ςυγκεκριμζνθ αρχι ταπείνωςθσ και γελοιοποίθςθσ, ανικει ςαφϊσ ςε αυτό το πλικοσ με τθν κοιλία του ςτο φψοσ τθσ ςφαίρασ.” Αντρζ Μπρετόν

“Burdened with love under the great sun” (2004), the state opera in Hanover “Με κζμα τθν παριςινι κομμοφνα, τθ ρωςικι επανάςταςθ και τισ επαναςτάςεισ ςτθ Λατινικι Αμερικι, ο ςκθνογράφοσ Helmut Blade με τθ βοικεια πολφ απλϊν μεκόδων, ςχεδίαςε τεράςτιουσ τοίχουσ, που περικφκλωναν τουσ φυλακιςμζνουσ και ςυμβόλιηαν τθν καταπίεςθ.” ςελ.422 “Opera” Andras Batta

“Φιλόςοφοι και από το αριςτερό και από το δεξιό φάςμα, ςυνζβαλαν ςτθν ευαιςκθτοποίθςθ, από τον Theodor Adorno ςτον Martin Heidegger και από τον Max Horkheimer ςτον Sedlmayr, που εξαπζλυςαν μια ςυντονιςμζνθ επίκεςθ ςτα “κεμελιακά” κτίςματα του μοντερνιςμοφ, ι τουλάχιςτον ςε αυτοφσ που ζμοιαηαν να ευκφνονται για τθν μορφι του “μοντζρνου” ςπιτιοφ, τουσ “γεωμετρικοφσ κφβουσ”, ςτοιβαγμζνουσ ι απλωμζνουσ ςε τςιμεντοποιθμζνεσ κυψζλεσ. Απζναντι ςε αυτό το πριςματικό μοντζλο του maison domino, μια μοντερνιςτικι πρωτόγονθ καλφβα ςτθν γραμμι πολλϊν τζτοιων δομικϊν και ορκολογικϊν τφπων, από τθν εποχι του διαφωτιςμοφ, αυτοί οι κριτικοί προιγαγαν τθν κατθγορία- παράπονο τθσ uninhabitability (ακατάλλθλο για κατοίκθςθ).Ππωσ ζγραψε ο Αdorno το 1944, “θ κατοικία με τθν κυριολεκτικι ζννοια, είναι τϊρα αδφνατθ”, ζνα αίςκθμα που επανζλαβε ο Heidegger εφτά χρόνια αργότερα ςτθν πανθγυρικι του “ςκζψθ οικοδόμθςθσ κατοικίασ”. O Adorno απελπιςμζνοσ ςτο να ξαναβρεί το ςπίτι του χκεσ ςτθν πόλθ του αφριο, κριτικάρει ζντονα: “οι λειτουργικζσ μοντζρνεσ κατοικίεσ, ςχεδιαςμζνεσ από ζνα tabula rasa (άγραφοσ πίνακασ)… ηωντανζσ κικεσ- κιβϊτια καταςκευαςμζνα από ειδικοφσ για Φιλιςταίουσ, …απαλλαγμζνεσ από κάκε ςχζςθ με τον κάτοικο: ςε αυτζσ ακόμα και θ νοςταλγία για ανεξάρτθτθ φπαρξθ- αυτοτζλεια, νεκρι ςε κάκε περίπτωςθ, ςτζλνεται για πακετάριςμα- ςτοίβαγμα.” ςελ.65 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

14


4. Αφαίρεςη και Αναγζννηςη τησ αντίληψησ Αυτι θ αρχιτεκτονικι αφαίρεςθ “μονάχα για τθν αφαίρεςθ” και με άξονα τθν μείωςθ, τθν λευκι άγραφθ “ομορφιά”, που δεν προςζχει όμωσ μθν τθν “εξαφανίςει”, κυμίηει ςυχνά το παραμφκι του Χανσ Κρίςτιαν Άντερςεν “Τα Καινοφρια ΢οφχα του Βαςιλιά”. Στο βαςίλειο όπου όλοι βλζπανε κατά βάκοσ τθν αλικεια αλλά κανείσ δεν μιλοφςε και χειροκροτοφςε. Ζνα παιδί μονάχα γελϊντασ είπε πωσ το ςϊμα του βαςιλιά είναι γυμνό, πωσ δεν φορά κακόλου ροφχα. Ρωσ τα ροφχα δεν είναι “όμορφα”, γιατί πολφ απλά δεν υπάρχουν. Αυτι θ επιβολι του τι είναι “όμορφο” μζςω αφαιρζςεων, μπορεί να ξεγελάςει ολάκερο το “βαςίλειο” που παρ’ ότι μάτια ζχει, αιςκιςεισ ζχει, όλοι να καυμάηουν τθν “ομορφιά” επειδι τουσ είπαν πωσ αυτό είναι ομορφιά κι ασ μθν τθν νιϊκουν. Το αποτζλεςμα τθσ αφαίρεςθσ που δεν φαίνεται πωσ κρφβει μυςτικά, είναι ίςωσ ζνα αποτζλεςμα που πλθςιάηει τθν απάτθ και τθν χειραγϊγθςθ των αιςκιςεων. Πλοι ςτο “βαςίλειο” κυμόμαςτε πωσ κάτι υπιρχε πριν τθν απϊκθςθ και για αυτό είναι που πράγματι νιϊκουμε και περίεργα. Κάτι αςυνείδθτα φωνάηει να ξανάρκει ςτθν επιφάνεια. Μια απϊκθςθ κρφβει πφλεσ, για τα όςα “αφαιρζκθκαν”. Ρωσ ακόμα και ζνα λευκό-κενό δοχείο, κρφβει περιεχόμενο το οποίο καλοφμαςτε να ςυμβολίηουμε με τρόπουσ ικανοποιθτικοφσ και όχι μονάχα ςτο όνομα μιασ “αμφίβολθσ” αφαίρεςθσ. Αλλά να ςτοχεφουμε ςε μια μελετθμζνθσ αφαίρεςθ, ϊςτε να αποδεικνφεται ικανοποιθτικι. Ζτςι διευκρινίηουμε πωσ δεν ςτεκόμαςτε εχκρικι απζναντι ςτθν αφαίρεςθ και το λευκό ι άδειο, απλά κεωροφμε πωσ πρζπει να αποτελοφν πραγματικά καλοφτιαγμζνα “αόρατα ροφχα”. Γιατί τα αόρατα ροφχα και θ κάκε απουςία, κρφβουν απϊκθςθ περιεχομζνου για κάποιο λόγο, και

“Σε ζνα άδειο και άςπρο πάντα περιοριςμζνο κουτί κελαθδίςματοσ, το κοινό βρζκθκε αντιμζτωπο με ζνα δωμάτιο, κομμάτι ενόσ ψυχροφ ςυναιςκθματιςμοφ. Το εςωτερικό κενό των προςϊπων και των ςχζςεϊν τουσ που ςθμαδευόταν από δυςπιςτία, δφςκολα εκφραηόταν από αυτι τθ ριηικι μείωςθ” ςελ.696 “Opera” Andras Batta Verdi -Rigolleto, κζατρο Basel (2005)

“Θ αντιπάκεια του ςουρεαλιςμοφ για τον μοντερνιςμό, αντανακλϊμενθ ςτουσ γνωςτοφσ καβγάδεσ ανάμεςα ςτον Andre Breton και τον Le Corbusier, ιταν ςτθν πραγματικότθτα, βαςιςμζνθ ςτθν ζννοια τθσ αφαίρεςθσ. Για τον Breton ο μοντερνιςτικόσ φανκτιοναλιςμόσ ιταν “το πιο δυςάρεςτο όνειρο του ςυλλογικοφ αςυνείδθτου”, μια “παγίωςθ τθσ επικυμίασ με τον πιο βίαιο και ςκλθρό αυτοματιςμό.” ςελ.150 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler O Vidler αναφερόμενοσ ςτο βιβλίο του Carrington, House of fear: “Ο ίδιοσ ο Francis είχε τισ αμφιβολίεσ του ότι “θ αρχιτεκτονικι… ςτθν μοντζρνα τζχνθ είναι θ πλθςιζςτερθ μορφι ςτθν κακαρι αφαίρεςθ”, παρατθρϊντασ ακϊα, “ αλλά αν χτίηεισ αφθρθμζνα ςπίτια, όςο πιο αφθρθμζνα τα κάνεισ, τόςο λιγότερο κα είναι, και αν ζχεισ αφαίρεςθ από μόνθ τθσ, δεν κα μείνει τίποτα άλλο.” ςελ.150 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

15


άρα είναι εφκολο να παραπλανιςουν αν δεν ραφτοφν ςωςτά. Ε λοιπόν αφοφ ηθτάμε από το αςυνείδθτο να επιςτρζψει ςαν ανοίκειο και ςαν παρατιρθςθ ικανι που ταράηει τισ αιςκιςεισ του κεατι, τότε ναι, κα κζλαμε να είναι γζφυρα αςυνείδθτου με ςυνειδθτό, ικανοποιθτικισ αφαιρετικισ. Αντίκετα, μια αντίςτοιχθ γζφυρα που αποκαλείται ζτςι για χάρθ τθσ αλλαγισ αλλά τθν οποία δεν μπορεί να φζρει, τότε είναι μια δθμιουργία που απλά κζλει να εξαπατιςει το βαςίλειο με “ροφχα” όχι αόρατα… αλλά ανφπαρκτα. Γιατί αν πράγματι τα πιο όμορφα ροφχα ιταν λευκά και άδεια, αφαιρετικά, μζςω μελζτθσ κρυμμζνα, “άφαντα”… τότε ναι κα είχαμε όντωσ τθν πιο δυνατι και αφαιρετικι μετατροπι αςυνείδθτου που επζςτρεψε ςε ςυνειδθτό και άρα ανοίκειο. Ζνα ανοίκειο που επιβεβαιϊνει τθν αλλαγι που ιρκε μετά τθν απϊκθςθ, και εμείσ καλοφμαςτε να παρατθριςουμε τισ νζεσ αλικειεσ, αν είναι ικανοποιθτικζσ για να μασ φζρουν πίςω ςτθ ςυνείδθςθ τα όςα κρφφτθκαν.

“…φαίνεται ότι ο λόγοσ για τον οποίο χαρακτθρίηουμε ανοίκειεσ οριςμζνεσ εντυπϊςεισ, είναι διότι επιβεβαιϊνουν τθν παντοδυναμία τθσ ςκζψθσ και τον ανιμιςτικό τρόπο ςκζψθσ, ενϊ εμείσ απομακρυνκικαμε από αυτιν με τον ορκό λόγο. ” ςελ.47 “ …ζχουμε πια απορρίψει, ζχουμε ξεπεράςει αυτοφσ τουσ τρόπουσ ςκζψθσ, αλλά διατθροφμε μια αβεβαιότθτα για τισ νζεσ μασ πεποικιςεισ, ενϊ οι παλιζσ υπάρχουν ακόμα μζςα μασ και παραμονεφουν, ζτοιμεσ ν’ αδράξουν τθν πρϊτθ ευκαιρία που κα τισ επιβεβαιϊςει. Πταν, λοιπόν, ςυμβαίνει κάτι ςτθ ηωι μασ που μοιάηει να επιβεβαιϊνει αυτζσ τισ εγκαταλειμμζνεσ πεποικιςεισ του παρελκόντοσ, μασ δθμιουργείται μια αίςκθςθ ανοίκειου… ” ςελ.58 “Αντικζτωσ, όποιοσ ζχει ξεριηϊςει από μζςα του αυτζσ τισ ανιμιςτικζσ πεποικιςεισ, δεν γνωρίηει αυτοφ του τφπου τθν αίςκθςθ του ανοίκειου.” ςελ.58 “Σε τζτοιεσ περιπτϊςεισ το ηιτθμα είναι ο ζλεγχοσ τθσ πραγματικότθτασ, τθσ υλικισ πραγματικότθτασ. ” ςελ.59, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ “Stalker” (1979) Andrei Tarkovsky

“THX-1138” (1971), George Lucas

“Gilles Deleuze: Ανάμεςα ςε ζνα κενό χϊρο ι ζνα τοπίο και ςε μια νεκρι φφςθ κυριολεκτικϊσ υπάρχουν φυςικά πολλζσ ομοιότθτεσ… ζνασ κενόσ χϊροσ διακρίνεται πάνω απ’ όλα από τθν απουςία ενόσ πικανοφ περιεχομζνου, ενϊ θ νεκρι φφςθ ορίηεται από τθν παρουςία και τθν

16


Ακόμα και όταν θ λογικι μασ αντιςτρζφει τθν πραγματικότθτα, εμείσ (αςυνείδθτα) διακρίνουμε τι είναι αυτό που μασ ταράηει και μασ κάνει να βλζπουμε ςυγχρόνωσ τρομαχτικά αλλά και όμορφα αποτελζςματα. Ακριβϊσ γιατί θ απϊκθςθ και θ όποια αφαίρεςθ βαςίςτθκαν ςτθν πραγματικότθτα. Ακριβϊσ γιατί είχαν λόγουσ να αφαιρζςουν και να απωκιςουν και τϊρα καλοφνται να αναγνωριςτοφν ξανά επιςτρζφοντασ μεταλλαγμζνα τα κρυμμζνα. Ξζρουμε καλά τι μασ προκαλεί αςυνείδθτεσ διαταραχζσ και τι απλά κζλει αν μασ ξεγελάςει με ψεφτικεσ εικόνεσ ι ανφπαρκτεσ εικόνεσ. Δεν είναι εφκολο να ξεγελάςουμε τον εαυτό μασ που από τα βάκθ του βρυχάται. Είναι ςυχνά πιο πολφ πραγματικό ζνα ζωσ άςχθμο τρομαχτικό αποτζλεςμα με τα ψεγάδια του, από ότι ζνα αδιάφορο και προτεινόμενο για όλα ψευτολειτουργικό φάρμακο. Οι φορμαλιςτζσ με τθ ςειρά τουσ αντιτάκθκαν ςτθν τζχνθ για τθν τζχνθ και πρότειναν μια διαδικαςία δθμιουργίασ αλλά και ανάγνωςθσ των ζργων που κα βαςίηεται ςτο δυςκόλεμα τθσ μορφισ, ακριβϊσ επειδι “θ τζχνθ είναι γενικά ζνασ τρόποσ μετατροπισ αςυνείδθτων ποιοτιτων ςε ςυνειδθτζσ. Με άλλουσ όρουσ υλοποίθςθ του άφατου. Θ τζχνθ, θ οποία περιλαμβάνει τθ χριςθ τθσ ποιθτικισ λειτουργίασ, αλλά δεν περιορίηεται ςε αυτιν (άλλωςτε και θ ποιθτικι λειτουργία ςυναντάται και εκτόσ τζχνθσ), είναι μια καταςκευαςμζνθ επικζντρωςθ ςτθ ςτιγμι του περάςματοσ από το φανταςτικό ςτο ςυμβολικό. Μια γζφυρα μεταξφ του φανταςτικοφ και του ςυμβολικοφ.” (ςελ.30 “Μια ποιθτικι του κινθματογράφου”, Αντουανζττα Αγγελίδθ”) Ακριβϊσ λοιπόν για αυτό είναι που ο ςυμβολιςμόσ δεν πρζπει να “χαμογελά” τόςο πολφ κακϊσ το αςυνείδθτο ςυχνά δεν το κάνει. Ακριβϊσ επειδι ςτο υλικό πρζπει να υπάρχει ζνασ μθχανιςμόσ ικανοποιθτικόσ ςε όλεσ του τισ μορφζσ και όχι μονάχα ςτον “άγραφο πίνακα” που υπόςχεται “καφματα” και ασ μθν τα βλζπει κανείσ.

ςφνκεςθ των αντικειμζνων, που τυλιγμζνα ςτον εαυτό τουσ, γίνονται το δικό τουσ δοχείο.” ςελ.114 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler “Ο νεοφορμαλιςτισ κριτικόσ αναλφει μια δυναμικι διάδραςθ μεταξφ των δομϊν του ζργου και των υποκετικϊν αντιδράςεων του κεατι ςε αυτζσ. Θ τζχνθ, κατά τον Thomson, κακιςτά ςυνειδθτι εναςχόλθςθ ότι είναι μθ ςυνειδθτό ςτθν κακθμερινι ηωι. Μπορεί να ενδυναμϊςει ι να τροποποιιςει ι να επιτεκεί ςτο κακθμερινό αντιλθπτικό-γνωςτικό μασ ρεπερτόριο. Τα φιλμ που κεωροφνται υψθλισ αξίασ για τθ ςυνκετότθτα και τθν πρωτοτυπία τουσ είναι ακριβϊσ εκείνα που αποτελοφν πρόκλθςθ τόςο για τισ προςδοκίεσ μασ όςο και για τισ ςυνθκιςμζνεσ ικανότθτεσ όραςισ μασ (…). Ο ςκοπόσ του τθσ φορμαλιςτικισ μεκόδου δεν είναι να εξθγεί τα φιλμ, αλλά να προκαλεί τθν προςοχι ςε αυτά, να ςτρζφει τον προςανατολιςμό ςτθ μορφι, να ςτζλνει τουσ κεατζσ πίςω ςτα φιλμ, και ςε άλλα φιλμ ςαν αυτά, με καλφτερο οπλιςμό ικανοτιτων όραςθσ, με νζεσ ερωτιςεισ και όχι με ζτοιμεσ, μαςθμζνεσ απαντιςεισ. ςελ.25-26, “Μια ποιθτικι του κινθματογράφου”, Αντουανζττα Αγγελίδθ” ”Room Perspective with inhabitants” ”Τα πράγματα εμφανίηονται με μια εκτεταμζνθ και πολλαπλαςιαςμζνθ αίςκθςθ, ςυχνά αντιφατικι ςτθν ορκολογικι εμπειρία του χκεσ.” Paul Klee ςελ. 58 “Surrealism” Cathrin Klingsohr-Leroy

17


Ο Ζςςερ διαχωρίςτθκε από τθν τζχνθ που απλά ιταν τζχνθ, διαχωρίςτθκε από τθν τζχνθ που δεν βαςίςτθκε και ςτθν πραγματικι αλικεια, κακϊσ από μζςα τθσ πθγάηουν τα μυςτιρια. Θζλθςε να γεφυρϊςει το πραγματικό με το φανταςτικό όχι με αδφναμεσ “γζφυρεσ” αλλά με πραγματικοφσ μθχανιςμοφσ που πείκουν για τα “καφματά” τουσ.

“Το ζργο του είναι εγκεφαλικό ςε μεγάλο βακμό με τθν ζννοια ότι είναι του μυαλοφ- μια εικονογραφικι αναπαράςταςθ τθσ πνευματικισ κατανόθςθσ.” (ςελ.20) “Το ζργο του μασ διδάςκει ότι ο πιο τζλειοσ ςουρεαλιςμόσ είναι κρυμμζνοσ ςτθν πραγματικότθτα, αν κάποιοσ κάνει τον κόπο να φτάςει ςτισ βαςικζσ αρχζσ του.” (ςελ.29) “Αυτά τα ςχζδια, τα οποία για να είμαι ειλικρινισ, κανζνα απ’ αυτά δεν ζγινε ποτζ με πρωταρχικό ςτόχο να παράγω “κάτι όμορφο”, μου ζχουν ςίγουρα προκαλζςει τρομεροφσ πονοκεφάλουσ. Ρράγματι είναι γι’ αυτό το λόγο που ποτζ δεν νοιϊκω οικεία μεταξφ των ςυναδζλφων μου καλλιτεχνϊν· αυτό για το οποίο προςπακοφν, είναι πρϊτα απ’ όλα θ “ομορφιά”, μολονότι ο οριςμόσ αυτισ, ζχει αλλάξει ςε μεγάλο βακμό από τον ο 17 αιϊνα! Υποκζτω πωσ αυτό για το οποίο μάχομαι είναι το καφμα, γι’ αυτό προςπακϊ να ξυπνιςω ζνα καφμα ςτο μυαλό των κεατϊν μου.” ςελ.37 “The Magic Mirror of M.C. Escher”, Bruno Ernst

"ο άμεςοσ κόςμοσ ςυμβολίηεται εδϊ από τα επιπλζοντα φφλλα. υποδθλϊνουν τθν επιφάνεια του νεροφ. το ψάρι ςυμβολίηει τον κόςμο κάτω απ' το νερό και κακετί πάνω απ' το νερό εμφανίηεται ωσ αντανακλοφμενθ εικόνα. Πλοι αυτοί οι κόςμοι είναι ςυνυφαςμζνοι με ζναν απόλυτα φυςικό τρόπο και παρουςιάηονται ςε μια τζτοια μελαγχολικι φκινοπωρινι ατμόςφαιρα, όπου το πραγματικό νόθμα του τίτλου του ζργου είναι φανερό μόνο ςε αυτοφσ που κα του δϊςουν παραπάνω από ζνα λεπτό ςκζψθσ." ςελ.81 “Three worlds” “The Magic Mirror of M.C. Escher”, Bruno Ernst “Three worlds” M.C. Escher

18


“Tatlin’s Tower”, Model 1919, Vladimir Tatlin O “΢ωςικόσ Κονςτρουκτιβιςμόσ” καλλιτεχνικό και αρχιτεκτονικό κίνθμα που αναπτφχκθκε ςτθ ΢ωςία από το 1919 και μετά, απζρριψε το "θ τζχνθ για τθν τζχνθ", υπζρ μιασ πρακτικισ τθσ τζχνθσ με ςτόχουσ κοινωνικοφσ. Ωσ κίνθμα ιταν ενεργό μζχρι το 1934 επθρεάηοντασ τθν καλλιτεχνικι δθμιουργία κι άλλων χωρϊν. Διακόπθκε με τθν επιβολι του ςοςιαλιςτικοφ ρεαλιςμοφ. (1) “Dome” 1989 Paper Architects

Θ ομάδα “paper architects” δθμιουργικθκε ςτθ Μόςχα (ςε μια ςτιγμι όπου θ αρχιτεκτονικι πρακτικι ιταν αλλοιωμζνθ από τθν κουραςτικι τυποποιθμζνθ παραγωγι) για να διαμαρτυρθκεί ςε όλεσ αυτζσ τισ κατθγορίεσ των δθμιουργικϊν ιδεϊν ςαν “περιττζσ και ανικικεσ”. Οι Parer architects αποςφρκθκαν ςτο όμορφο, μαγικό κόςμο τθσ “αρχιτεκτονικισ του χαρτιοφ”, (αντίκετα με τθν επίςθμθ ςοβιετικι αρχιτεκτονικι) μζςω των νζο-κονςτρουκτιβιςτικϊν αποδομθτικϊν ςχεδίων τουσ. Τα πιο αντιπροςωπευτικά ζργα αυτισ τθσ περιόδου ιταν τα ςχζδια που γίνονται από τον Alexander Brodsky και Ilya Utkin, μεταξφ άλλων. Στα περίτεχνα ςχζδια τουσ, απεικονίηονται παράξενεσ, ςυχνά αδφνατεσ, ςυχνά ουτοπικζσ, καταςκευζσ και αςτικά τοπία ενόσ αλλθγορικοφ περιεχομζνου. Οι Brodsky & Utkin μασ κάνουν να νιϊκουμε τθν ομορφιά ενόσ μνθμειϊδθ κόςμου, τον οποίο, το άτομο, πρζπει να βιϊςει, μόνο του και ςυνεχϊσ όπωσ ακριβϊσ και ςε ζνα μυκιςτόρθμα του Κάφκα. Ρίςω από το πνεφμα και τθν οπτικι εφευρετικότθτα υπάρχει μια ολοφάνερθ θκικι: Πτι θ απάνκρωπθ αρχιτεκτονικι που παρατθρείται ςτισ πόλεισ τθσ ΢ωςίασ ςτθ δεκαετία του 1980 και του 1990, και αλλοφ ςε όλο τον κόςμο, παίρνει ανθςυχθτικζσ διόδουσ. (2)

19


Βλζπουμε ότι θ ονειροπόλθςθ και το καφμα ςυνδζονται με εκείνουσ τουσ “ακατάςτατουσ και διαταραγμζνουσ εςωτερικοφσ χϊρουσ” που ςτάλκθκαν ςτθ λικθ. Εκείνουσ που πριν τθν απϊκθςθ εξζφραηαν πραγματικότθτα. Μζςα από τθν επιςτροφι τουσ μοιάηουν διαταραγμζνα ακόμα και μπερδεμζνα (αςυνείδθτα). Μζςα ςτθν εξυγίανςθ για το όμορφο οι άνκρωποι ςυχνά φυλάκιςαν τισ πφλεσ για τα “καφματα”. Μζςα ςε αυτιν λοιπόν τθ φυλακι, ο ονειροπόλοσ άνκρωποσ, επαναςτατθμζνοσ και ζτοιμοσ να εκραγεί από τθν απϊκθςθ τθσ φανταςίασ του, ζρχεται να αναγεννθκεί μζςα από ζναν μθχανιςμό που καταλφει τουσ νόμουσ του ςωςτοφ και του λειτουργικοφ, του πραγματικοφ που κζλει επιτζλουσ να αλλάξει.

Και θ νζα αυτι αντίλθψθ χϊρου ενόσ ονειροπόλου, εμφανίηεται ςαν μια πθγι δφναμθσ, αναγεννθμζνθ μζςα από τθν δυςκολία τθσ αντίλθψθσ και εκείνου του εγκλωβιςμζνου, ςυχνά αςφυκτικοφ χϊρου. Ανάλογα τον εγκλωβιςμό, ζρχεται θ ανάγκθ για νζα αντίλθψθ μζςα του, μα και ανάλογα τον παρατθρθτι του χϊρου, επιτυγχάνεται και θ αναγζννθςθ τθσ αντίλθψθσ. Μια ςυχνά ζωσ απολαυςτικι νζα δθμιουργία, μια κατάςταςθ λφτρωςθσ που γεννικθκε από το άγχοσ και τθν ανάγκθ ο εγκλωβιςμόσ να μεταμορφωκεί ςε διαφυγι.

“Κι ακριβϊσ μζςα ς’ αυτι τθν κατάςταςθ τθσ ψυχρισ απόγνωςθσ, μιςι απελπιςία και μιςι ελπίδα, ς’ αυτό το βφκιςμα του εγϊ του μζςα ςτθ λφπθ, ςτο κρθςφφγετο αυτό επί ςαράντα χρόνια κάτω από το πάτωμα, ςτο αναπόφευκτο και ςκοτεινό αδιζξοδο, ς’ όλο αυτόν τον βρωμερό αναβραςμό των πνιγμζνων πόκων, ςτθν αγωνία των διςταγμϊν, των αμετάκλθτων αποφάςεων και των ενδοιαςμϊν που γεννιοφνται αμζςωσ μετά, ς’ όλα αυτά λοιπόν μζςα κρφβεται θ πθγι εκείνθσ τθσ παράξενθσ απόλαυςθσ που ςασ ανζφερα. Είναι τόςο δφςκολο και λεπτό να τθ ςυλλάβουμε, που οι ςτενοκζφαλοι άνκρωποι ι απλϊσ οι άνκρωποι με γερά νεφρα δεν μποροφν να τθν καταλάβουν κακόλου”. ςελ.24, Φιοντόρ Ντοςτογιζφςκι, “Το Υπόγειο” Για το ζργο “Οι νεκροφανείσ” του Ζ.Α. Ρόε από τον Luis Scafati

Ρϊσ να γράψεισ όταν δεν ηεισ; Πταν κλειςμζνοσ ςε ζνα δωμάτιο περιμζνεισ. Εκεί κλείνεισ τα μάτια ςου και αφινεισ τθ φανταςία ςου να γράψει αυτά που ονειρεφτθκε μια ςτιγμι πριν. Εκείνθ που αξίηει κάποιεσ φορζσ περιςςότερο από όλεσ εκείνεσ που περίμενεσ υπνωτιςμζνοσ το παραμφκι να ‘ρκει ςτο ξφπνιο ςου και δεν ερχόταν. Εκείνο υπιρχε τρφπα να χωκεί και να ςε βρει ςτο κελί ςου μα εςφ δεν το ‘βλεπεσ. Γράψε το τϊρα και κυμιςου ςε τι κελί ςε κλείςανε μακριά από το όνειρο που περίμενεσ να ηιςεισ.

20


5. Διάφορο του Φωτόσ – Σκιά Η ονειροπόλθςθ λοιπόν ζρχεται να δθμιουργθκεί από τον ςεβαςμό αυτισ τθσ κατάςταςθσ εγκλωβιςμοφ. Το αποτζλεςμά τθσ κα είναι κόντρα ςτθν εξυγίανςθ, μια δθμιουργία “προβλθματικισ” αναπαράςταςθσ, που αναδεικνφει τθν προςωπικι ταυτότθτα του καταπιεςμζνου. Και μζςα από αυτόν τον ςεβαςμό που κα αναδυκεί, κα φτάςει ίςωσ ςε μια… διαφορετικι κατάςταςθ από αυτι του ςκοτεινοφ υπογείου.

Μια αρχιτεκτονικι που για να “εξυγιάνει” δεν απομακρφνει τα ςθμάδια τθσ ανθςυχίασ, αλλά κοιτά το πρόβλθμα και το αναγνωρίηει αλθκινό, το ςζβεται. “Αυτό το είδοσ αρχιτεκτονικισ δθμιουργθμζνο από ςκιζσ είναι μια ανακάλυψθ τθσ τζχνθσ που ανικει ςε μζνα, είναι μια νζα καριζρα που ζχω ανοίξει. Ι ξεγελάω τον εαυτό μου, ι οι καλλιτζχνεσ δεν κα απαξιϊςουν να το ακολουκιςουν.” Λζει ςτα μιςά του 18ου αιϊνα ο Ετιζν Λουί Μπουλζ, και κα λζγαμε πωσ κα απογοθτευόταν από τθν εξζλιξθ του χϊρου και του “δθμιουργθμζνου κόςμου” από αυτιν τθ μαηικι εξυγίανςθ και εξολόκρευςθ των ςτοιχείων ςκιάσ, που προκαλοφν διάφορο του φωτεινοφ και “λειτουργικοφ”.

“Θ παρα-αρχιτεκτονικι μπορεί να προςδιοριςτεί με όρουσ παρόμοιουσ με αυτοφσ όπου ο David Carroll ανζπτυξε ςτθν εξιγθςθ του για τθν παρα-αιςκθτικι, όπου επινοικθκε για να παραπζμψει ςτο βαςίλειο τθσ αιςκθτικισ μελζτθσ που περιγράφεται ςτθν δουλεία των Nietzsche, Lyotard, Foucault και Derrida.” “O Carrol αναφερόμενοσ ςτο “para esthetics” χρθςιμοποιεί τθν ζννοια του para με τθν αρχικι ελλθνικι του χριςθ “παρά” …«παρα-αιςκθτικζσ υποδθλϊνουν κάτι ςαν μια αιςκθτικι όπου ςτράφθκε απζναντι ςτον εαυτό τθσ, ι απωκικθκε πζρα από τον εαυτό τθσ, μια λανκάνουςα, παράτυπθ, διαταραγμζνθ, ακατάλλθλθ αιςκθτικι – μια όχι “ικανοποιθμζνθ” να παραμείνει εντόσ περιοχισ, όπου ορίηεται από τθν αιςκθτικι.” “Είναι ςθμαντικό να ςθμειϊςουμε ότι αυτι θ “παραιςκθτικι” δεν κα ιταν μια αιςκθτικι του ακανόνιςτου, του διαταραγμζνου και του ακατάλλθλου· οφτε μια αιςκθτικι όπου απλά ζςπαςε τα όρια τθσ ςυνικειασ, με τθν ζννοια που εννοοφμε με τον όρο πολφ ρομαντικι αιςκθτικι κεωρία· αλλά μάλλον μια πραγματικά ακατάλλθλθ αιςκθτικι. Θ προςπάκεια να περιγράψουμε μια παρα-αρχιτεκτονικι ομοίωσ κα αρνοφταν το γραφικό και το αποςπαςματικό για το δικό τθσ καλό, τθν αιςκθτοποίθςθ τθσ διαταραχισ, υπζρ μιασ λανκάνουςασ και διαταραγμζνθσ αρχιτεκτονικισ.” ςελ.107 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler ”Temple of Death” Etienne Louis Boullé

”monument to supreme being” Etienne Louis Boullée

21


“Ο Μπουλζ δθμιοφργθςε τθν εικόνα μιασ αρχιτεκτονικισ, όχι μόνο, χωρίσ πραγματικό βάκοσ, αλλά μιασ αρχιτεκτονικισ, θ οποία ςκόπιμα παίηει με τθν αμφιβολία ανάμεςα ςτθν απόλυτθ επιπεδότθτα και του άπειρου βάκουσ, ανάμεςα ςτθν ίδια του τθν ςκιά και το κενό. Το κτιριο, ωσ ο ςωςίασ του κανάτου του υποκειμζνου, μετζτρεψε αυτι τθν εξαφάνιςθ ςε βιωμζνθ χωρικι αβεβαιότθτα. «…αυτι θ ςκιά, ι το “είδωλο- ςωςίασ”, όπωσ ο Boullee το αποκαλοφςε, προβλζποντασ τθν εξαφάνιςθ του ςϊματοσ ςτο ςκοτάδι, ιταν ζνασ ςτοιχειωμζνοσ ςωςίασ για τον Boullee και ζνα μοντζλο μίμθςθσ ςτθν αρχιτεκτονικι.” (ςελ.170) “Ππωσ θ Sarah Kofman υποςτιριξε ςτθν ανάλυςι τθσ για το δοκίμιο του Freud για το ανοίκειο, “ανεγερμζνθ για να κατακτιςει το κάνατο, θ τζχνθ, ςαν ζνασ ςωςίασ, όπωσ κάκε ςωςίασ, γίνεται ο ίδιοσ μια εικόνα κανάτου. Το παιχνίδι τθσ τζχνθσ είναι ζνα παιχνίδι του κανάτου, το οποίο ιδθ υπαινίςςεται το κάνατο ςτθ ηωι, ωσ μια δφναμθ τθσ εξοικονόμθςθσ και τθσ αναςτολισ ” (ςελ.171) Ο Boullee, με αυτοφσ τουσ όρουσ κα μποροφςε κάλλιςτα να ζχει εφεφρει, αν όχι τθν πρϊτθ αρχιτεκτονικι αναπαράςταςθ του κανάτου, ςίγουρα τθν πρϊτθ ενςυνείδθτθ αρχιτεκτονικι του ανοίκειου…” (ςελ.171) “πρζπει κανείσ, όπωσ προςπάκθςα να κάνω εγϊ ςε ταφικά μνθμεία, να παρουςιάςει τον ςκελετό τθσ αρχιτεκτονικισ μζςω ενόσ τελείωσ γυμνοφ τοίχου, παρουςιάηοντασ τθν εικόνα μιασ καμμζνθσ αρχιτεκτονικισ χρθςιμοποιϊντασ μόνο χαμθλζσ και ςυμπιεςμζνεσ αναλογίεσ, βυκίηοντασ μζςα ςτθ γθ, δθμιουργϊντασ, τελικά, μζςω υλικϊν απορροφθτικϊν ςτο φωσ, τθν μαφρθ εικόνα μιασ αρχιτεκτονικισ των ςκιϊν, που απεικονίηεται από το αποτζλεςμα ακόμα πιο ςκοτεινϊν ςκιϊν.” ςελ.170 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

”Newton memorial monument” Etienne Louis Boullée

22


Αυτι θ ιδζα μιασ αρχιτεκτονικισ που κα μιλοφςε για τον κάνατο “μια καμμζνθ αρχιτεκτονικι όπου κυριολεκτικά ενςάρκωνε τθν ταφι που ςυμβόλιηε” μια “μελαγχολία του πζνκουσ μζςω των γυμνωμζνων τοίχων τθσ, ςτερθμζνθ από κάκε ςτολίδι”, είναι μια διαφορετικι πρόταςθ που δεν αποφεφγει τισ απϊλειεσ, άλλα μζςα από τισ πλθγζσ τθσ φπαρξθσ αυτοφ του ειδϊλου-ςωςία, ζρχεται να βρει μζςα από τισ ςτάχτεσ του, λφςθ. Και ίςωσ αυτό να εννοεί ο Μπουλζ, πωσ το αναπόφευκτο αποτζλεςμα – ςεβόμενοσ τθν άγνοια του ανκρϊπου και τουσ παντοτινοφσ του φόβουσ – ιταν να δθμιουργθκεί μια αρχιτεκτονικι ςκιϊν που ανατράφθκε από πιο ςκοτεινζσ ςκιζσ και βρικε κουράγιο να αναγεννθκεί. Μια διάφορθ του φωτεινοφ ναι, αλλά μακθμζνθ μζςα ςτο δθμιοφργθμά τθσ, το ςκοτάδι.

“… Ανζπνευςε ςτουσ φόβουσ ςου. Αντιμετϊπιςζ τουσ. Για να νικιςεισ το φόβο, πρζπει να γίνεισ φόβοσ. Ρρζπει να οικειοποιθκείσ το φόβο των άλλων. Και οι άνκρωποι φοβοφνται πιο πολφ αυτό που δεν βλζπουν. Ρρζπει να γίνεισ μια τρομαχτικι ςκζψθ. Μια ςκιά. Ρρζπει να γίνεισ μια ιδζα. Νιϊςε τον τρόμο να κολϊνει τισ αιςκιςεισ ςου. Νιϊςε τθ δφναμι του να παραμορφϊνει… να ελζγχει. Και μάκε ότι αυτι θ δφναμθ μπορεί να γίνει δικι ςου. Αγκάλιαςε τον χειρότερό ςου φόβο. Γίνε ζνα με το ςκοτάδι…” “Batman Begins” (2005), Christopher Nolan “Ο Claude Nicolas Ledoux, ζκανε τθν αρχιτεκτονικι του κανάτου ζνα ςθμείο εκκίνθςθσ για μια ονειροπόλθςθ, πάνω ςτθν άπειρθ κλίμακα του ςφμπαντοσ και τθσ απόλυτθσ ανυπαρξίασ-μθδενιςμου του απόλυτου κενοφ ςτθν μετά ηωι.” ςελ.77 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

“ΜΘΔΕΛΑ² ”(2008), Δθμιτρθσ Ραπαϊωάννου

“Ππωσ τα μεγάλα ζργα ζτςι και τα βαριά ςυναιςκιματα φανερϊνουν πάντα περιςςότερα από εκείνα που ενςυνείδθτα εκφράηουν. Θ ςτακερότθτα μιασ αντίδραςθσ ι θ απϊκθςθ τθσ ψυχισ ξαναβρίςκεται ςτισ ςυνικειεσ τθσ δράςθσ ι τθσ ςκζψθσ, ςυνεχίηεται ςτισ ςυνζπειεσ που θ ίδια θ ψυχι αγνοεί. Τα μεγάλα ςυναιςκιματα κουβαλοφν μαηί τουσ το υπζροχο ι άκλιο ςφμπαν τουσ.” ςελ.26, “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ “Αυτι είναι θ τελευταία μζρα. Κα νυχτϊςει και κα είναι πια για πάντα νφχτα.” “ΜΘΔΕΛΑ² ” (2008), Δθμιτρθσ Ραπαϊωάννου

Ζνα “ςφμπαν”, μπορεί να ςυνδυάηει αυτζσ τισ ρεαλιςτικζσ εικόνεσ, αλλά και εκείνεσ που εκφράηονται πίςω του ενςυνείδθτου. Είναι αυτι θ αβεβαιότθτα που μπορεί να παρουςιαςτεί εκεί που δεν πιςτεφει θ λογικι, και χωρίσ απαραίτθτα να κακαιρεί τθν πίςτθ του υποκειμζνου, να κατανοεί πωσ τα μεγάλα ςυναιςκιματα ακριβϊσ γεννάνε υπαρκτά “φαντάςματα” που είμαςτε ζτοιμοι να τα αναγνωρίςουμε ςοβαρότατα.

Ιταν ξερακιανόσ και με πολφ λευκό δζρμα. Δεν είχε επάνω του πια, τθ γυαλιςτερι και χρωματιςμζνθ φλθ, που κάνει εμάσ τουσ νζουσ να λάμπουμε. Θ γεραςμζνθ του επιδερμίδα ζφτιαχνε πια άλλεσ μορφζσ. Κάτι νζο φφτρωνε κάτω από το δζρμα του. Διαδρομζσ που ςυνζχιηαν κατά μικοσ των δακτφλων, μζχρι που διακόπτονταν από τα μακριά μανίκια του πουκαμίςου του, κλείνοντασ ςτουσ καρποφσ. Κάτι κολυμποφςε μζςα του, φτιάχνοντασ πορείεσ. Φανταηόςουν αυτζσ, να ςυνεχίηονται ςτα δφο χζρια κάτω από το πουκάμιςο, ςκαρφαλϊνοντασ ςαν επικετικοί κιςςοί· ζνα φυτό ολοηϊντανο, λευκό και λαίμαργο. Δεν είχε πουκενά ςιγουριά για το δρόμο που κα ακολουκοφςε, παρά ζνα αδθφάγο ςχζδιο, και το δζρμα δεν είχε καρρείσ τρόπο να το ςταματιςει. Κάπου ςυνζχιηε ανεβαίνοντασ και κάπου πλεκόταν, τυλίγοντασ και δζνοντασ γφρω-γφρω τον αγκϊνα, το μπράτςο ι τον ϊμο του. Είδα μζςα από τα ροφχα του το λευκό κιςςό, να φτιάχνει ζναν πυρινα και να κινεί αυτόσ τϊρα τθ ςάρκα που παραςιτοφςε πάνω του. Εκριγνυται από το ςτικοσ προσ κάκε κατεφκυνςθ. Αυτό το υπόγειο νερόφυτο ςτροβιλίηεται και πολλαπλαςιάηεται, μζχρι που φτάνει το ςφιχτοδεμζνο γιακά. Δεςμά λευκϊν γερατειϊν, να τα! Ξεπροβάλουν ψθλά ςτο λαιμό. Σαν ρίηεσ που βγικαν από τθ φυλακι τουσ, πετάγονται, γαηϊνονται ςτο ςαγόνι, περνάνε πίςω από τα αυτιά, απλϊνονται ςτα μάγουλα, γεμίηουν

23


“Bunkers”, Paul Virilio

“Φαινόμενα μιασ δραματικισ ςτιγμισ ςτθν ςφγχρονθ ιςτορία, εξαφανίηονται δζκα χιλιάδεσ μνθμεία. Απογυμνωμζνα από τισ λειτουργίεσ τουσ, ζχοντασ ξεφφγει από το πλαίςιο των τρεχόντων γεγονότων, τα ζργα αυτά υπαινίςςονται τθν παρουςία μιασ άγνωςτθσ ςθμαςίασ. Με τθν ενζργεια του αρχαιολόγου, ζψαξα ςε αυτόν τον υπόγειο κόςμο μια από τισ μυςτικζσ φιγοφρεσ τθσ εποχισ μασ. Το ςχζδιο του φυλακίου κυμίηει παραδόξωσ αυτό των ναϊν των Αητζκων, επίςθσ θ απόκρυψθ του μοιάηει με αιγυπτιακό τάφο, με ετρουςκικζσ νεκροπόλεισ, αλλά αυτό που με το πυραμιδικό ι κυκλικό ςχιμα των αρχαίων μνθμείων κφμιηε ζνα ιερό ςφμβολο, μια κοςμικι εικόνα, είναι τόςο ζμμεςα ενεργό, όςο και ακοφςιο. Θ γεωμετρία δεν είναι πια τόςο καταφατικι, είναι διαβρωμζνθ, φκαρμζνθ. Θ γωνία δεν είναι πια ορκι, αλλά καταρρακωμζνθ, για να αποφφγει τθν κατάςχεςθ, θ μάηα δεν βαςίηεται πλζον ςτο ζδαφοσ, αλλά με επίκεντρο τθν ίδια, είναι ανεξάρτθτθ, ικανι για κίνθςθ και άρκρωςθ. Αυτι θ αρχιτεκτονικι επιπλζει ςτθν επιφάνεια μιασ γθσ που ζχει χάςει τθν υλικότθτά τθσ. Ρλθςιάηοντασ ςε μια παραλία ενόσ από αυτοφσ τουσ μονόλικουσ, μου φαίνεται κατά ζνα τρόπο ςχεδόν ηωϊδθ, ςφάγιο, ςκελετόσ κενόσ, εγκαταλελειμμζνοσ ςτθν άμμο ςαν το φιδίςιο δζρμα ενόσ εξαφανιςμζνου είδουσ. Πταν μπαίνω, ζνα ιδιότυπο βάροσ με καταπιζηει, το πάχοσ των τοιχωμάτων μου είναι αιςκθτό, είναι ζνα δεφτερο φυςιολογικό περίβλθμα, ενιςχφοντασ οριςμζνεσ ζννοιεσ, προςτατεφοντασ τισ κινιςεισ. Εδϊ, δεν υπάρχουν παράκυρα για να φωτίηουν το εςωτερικό, το κοφφωμα τθσ πόρτασ φωτίηει μόνο το ζξω, αλλά με τθν ακρίβεια ενόσ φάρου. Σε αυτι τθ μθχανι επιβίωςθσ, θ ηωι δεν είναι ουδζτερθ. Είναι μια προςπάκεια για να γίνεισ πιο ευφυισ, πιο ουςιαςτικόσ. Μχνθερείπια κοινότυπα, αυτά τα ζργα ζχουν λάβει τθν απλι ςφςταςθ τθσ πλαγιάσ που μόνο θ δυςκολία τθσ κατεδάφιςθσ προςτατεφει ακόμθ. Εκπλθκτικά παραδείγματα τθσ τφφλωςθσ μιασ εποχισ ςτον ίδιο τθσ τον εαυτό, αυτά τα πρωτόγονα ζργα αναγγζλλουν μια νζα αρχιτεκτονικι που βαςίηεται όχι πια ςτισ φυςικζσ αναλογίεσ του ανκρϊπου, αλλά ςτισ διανοθτικζσ ικανότθτζσ του, μια αςτικοποίθςθ όπου θ ςτοιχειϊδθσ ανάλυςθ τθσ κοινωνικισ τθσ πραγματικότθτασ τελικά ζχει περάςει, θ κατοικία κα μποροφςε να ςυνδυαςτεί ςτενά με τισ μυςτικζσ δυνατότθτεσ των ατόμων.” “Bunker Archeology" by Paul Virilio (1958) (3)

με αυτι τθ φφςθ το πρόςωπο του φφλακα. Κάπου δεν κυμίηει άνκρωπο αυτό το λευκό, γεραςμζνο, αμφίςθμο πλάςμα. Τα βλζφαρα τα κρατά χαμθλωμζνα· γφρω τουσ μζχρι ψθλά, το ίδιο άγριο τοπίο, ωσ τισ λευκζσ κορυφζσ των μαλλιϊν του.

24


Στθν ταινία “The Others” (2001) του Alejandro Amenábar, το ςπίτι κατοικείται από τθν κεοςεβοφμενθ μθτζρα και τα δφο τθσ παιδιά. Ώςπου αιςκάνονται τθν φπαρξθ κάποιων “άλλων” ςτο χϊρο. Τα παιδιά πάςχουν από μια αςκζνεια του φωτόσ και πρζπει να φυλάςςονται όλα τα παράκυρα από μαφρεσ κουρτίνεσ. Κακϊσ και να τθρείται ο κανόνασ ότι: “ςε αυτό το ςπίτι... καμία πόρτα να μθν ανοίγεται χωρίσ να κλείςει θ προθγοφμενθ. Είναι ηωτικισ ςθμαςίασ αυτό. Δεν είναι εφκολο όςο φαίνεται. Υπάρχουν δεκαπζντε διαφορετικά κλειδιά για τισ 50 πόρτεσ ...αναλόγωσ ςε ποιά περιοχι του ςπιτιοφ βρίςκεςτε… Αυτό το ςπίτι είναι ςαν πλοίο. Το φωσ πρζπει να ςυγκρατείται ςαν νερό, κλείνοντασ τισ πόρτεσ. Θ ηωι των παιδιϊν μου κινδυνεφει!”

Ζνα επιτυχθμζνο παιχνίδι τθσ ταινίασ ανάμεςα ςτο κόςμο των ανκρϊπων και των φανταςμάτων κακϊσ και εκεί υπάρχει αυτι θ πεποίκθςθ των ανκρϊπων για το φωσ και τθν ανικανότθτα του φαντάςματοσ να βγει ςτθν μζρα εκτόσ του ςπιτιοφ. Κάπου βρίςκει ζνα βιβλίο θ μθτζρα και ρωτά τουσ υπθρζτεσ τι είναι: “ - Είναι ζνα βιβλίο πεκαμζνων. Τον περαςμζνο αιϊνα τραβοφςαν φωτογραφίεσ των πεκαμζνων... ελπίηοντασ ότι οι ψυχζσ τουσ κα ηοφςαν μζςα από τα πορτρζτα. - Υπάρχουν και ομαδικά πορτρζτα. Και παιδιά! Είναι μακάβριο. Ρϊσ μποροφςαν να είναι τόςο δειςιδαίμονεσ; - Θ κλίψθ για τον κάνατο ενόσ αγαπθμζνου... οδθγεί τουσ ανκρϊπουσ ςτα πιο παράξενα πράγματα.”

Η αίςκθςθ ότι το ςπίτι ζχει φάνταςμα αρχίηει να γίνεται πιο απειλθτικι όταν διαταράςςετε το όριο του φωτόσ και των διαχωριςμζνων δωματίων, που πρζπει να τθρείται ςτο ςπίτι. Σε ζνα παιχνίδι ςαν του φωτόσ και των δωματίων (φωλιάσ και παγίδασ), αυτι θ ταινία για τα φαντάςματα, παίηει το παιχνίδι των ταυτοπροςωπιϊν και αποπροςωποποιιςεων μζςα από μια βιωματικι ιςτορία που ςυνζβθ κάποτε.

“The Others” (2001) του Alejandro Amenábar

“ - Υπάρχει κάτι ςε αυτό το ςπίτι. Κάτι διαβολικό. Κάτι που δεν ζχει... γαλινθ. Ξζρω ότι δεν το πιςτεφετε. Δεν το πιςτεφετε, ζτςι; Δεν ςασ κατθγορϊ. Κάποτε δεν πίςτευα ςε αυτά. - Εγϊ το πιςτεφω, κυρία. Ράντοτε πίςτευα ςε αυτά. Δεν ζχουν εφκολθ εξιγθςθ... όμωσ ςυμβαίνουν. Πλοι ακοφμε ιςτορίεσ για το υπερπζραν... κάκε τόςο. Και νομίηω ότι, καμιά φορά... ο κόςμοσ των πεκαμζνων μπερδεφεται... με τον κόςμο των ηωντανϊν.”

25


Και είναι λοιπόν αυτό το ανοίκειο ςυναίςκθμα του κανάτου, του άγνωςτου και του ςκοταδιοφ, που μασ κάνει να βλζπουμε πωσ είναι ςυχνά ςτο τζλοσ μια διαδρομι που απορρζει από μια ανάγκθ. Μια ανάγκθ που ζςτω αςυνείδθτα αν όχι ςυνειδθτά, τθν ζχουμε όλοι μασ. Ηdzislaw Βeksinski

“Θ μζκοδοσ που προςδιορίηεται εδϊ δθλϊνει ότι κάκε πραγματικι γνϊςθ είναι ανζφικτθ. Μόνο τα φαινόμενα μποροφν να απαρικμθκοφν και θ ατμόςφαιρα μόνο να γίνει αιςκθτι. Κα μπορζςουμε ίςωσ να φτάςουμε ωσ ετοφτο το αςφλλθπτο ςυναίςκθμα του παραλόγου ςτουσ διαφορετικοφσ μα αδελφικοφσ κόςμουσ τθσ διάνοιασ, τθσ τζχνθσ του ηθν ι γενικά τθσ τζχνθσ. Στθν αρχι, θ ατμόςφαιρα του παραλόγου. Στο τζλοσ, το παράλογο ςφμπαν κι εκείνθ θ ςτάςθ του πνεφματοσ που φωτίηει τον κόςμο μ’ ζνα κακαρά δικό τθσ φωσ, ϊςτε να λάμψει ζτςι το προνομιοφχο κι αμείλικτο πρόςωπό του το οποίο είναι ςε κζςθ να του αναγνωρίςει.” ςελ.28, “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ “…ζνα όνειρο είναι το ίδιο ζνα νευρωτικό ςφμπτωμα και ακόμα περιςςότερο, ζνα ςφμπτωμα που κατζχει για μασ το ανυπολόγιςτο πλεονζκτθμα να παρουςιάηεται ςε όλουσ τουσ υγιείσ ανκρϊπουσ.” ςελ.92, “Ειςαγωγι ςτθν Ψυχανάλυςθ - Τα όνειρα”, Σίγκμουντ Φρόυντ

Μια διαδρομι που ςυχνά αρχίηει φωτεινι, ευρφχωρθ και πλθμυριςμζνθ φαςαρία, και καταλιγει ςε κάτι που δεν αναγνωρίηεται. Θα μποροφςε να εννοθκεί ςκοτεινι ι ςτενι, αλλά δεν αναφζρεται ςε αυτό ακριβϊσ. Το ςκοτάδι και τον περιοριςμό τον καταλαβαίνει θ ςυνείδθςθ και “ζξω”. Σκοτεινό είναι το υπόγειο και το δωμάτιό όταν κλείςουμε τα φϊτα, και περιοριςμζνα

26


ςτενόσ είναι ο διάδρομοσ ςε κείνο το ςπίτι ι το μυςτικό πζραςμα, που δεν φτάνουν να τεντϊςουν τα χζρια μασ. Σκοτεινό κ περιοριςμζνο είναι κ ζνα κρυμμζνο κουτί. Ζνα κουτί με όλουσ τουσ ςυνειρμοφσ που μπορεί να πάρει, για όλα αυτά που εγκλωβίηει και όςα “απ’ ζξω” υπόςχεται αλλά δεν προςφζρει. Μιλά περιςςότερο για τθν αμφιβολία τθσ ςυνείδθςθσ. Πχι αυτιν που “δεν κατανοεί” ωσ πραγματικότθτα, αλλά εκείνθ που “δεν κζλει” ωσ τζτοια. Για τθν εικόνα που θ λογικι ακόμα και αν μπορεί να τθν εξθγιςει, δεν αντζχει το ςυναίςκθμα να τθν ακολουκιςει και αποφαςίηει τϊρα ίςωσ να τθν φράξει. Οι νεκροφανείσ που ξυπνιςανε ςτον τάφο τουσ, δεν τρόμαξαν επειδι δεν ζβλεπαν και επειδι δεν μποροφςαν διόλου να κουνθκοφν, τρόμαξαν περιςςότερο, με μια φρίκθ που δεν καταλάβαινε το γιατί και το λοιπόν. Και όςο και να τζντωςαν τα αυτιά τουσ, δεν πιραν απάντθςθ. Δεν είχαν πρόβλθμα κατανόθςθσ, αλλά εμπειρίασ και δφναμθσ, για τθν αποδοχι του πραγματικοφ και αυτοφ του παράλογου λογιςμοφ.

“Τρομερι είναι θ υποψία, αςφαλϊσ… Αλλά ακόμα τρομερότερθ θ ίδια θ απαίςια μοίρα! Σασ διαβεβαιϊνω δίχωσ κανζναν διςταγμό ότι κανζνα γεγονόσ δεν είναι τόςο τρομαχτικά ικανό να προκαλζςει το απόλυτο ςωματικό ι πνευματικό πλιγμα, όςο θ ταφι πριν από το κάνατο. Θ ανυπόφορθ πίεςθ των πνευμόνων, οι αποπνικτικζσ ανακυμιάςεισ τθσ υγρισ γθσ, το άγγιγμα με το ςάβανο, θ αςφυκτικι ατμόςφαιρα του ςτενοφ χϊρου, τθσ απόλυτθσ Νφχτασ θ ςκοτεινιά, θ κάλαςςα τθσ ςιωπισ που πλθμυρίηει, θ αόρατθ αλλά αιςκθτι παρουςία του Κατακτθτικοφ Σκουλθκιοφ, όλα αυτά, μαηί με τισ ςκζψεισ για τον αζρα και τθ χλόθ από πάνω, μαηί με τθν ανάμνθςθ φίλων και αγαπθτϊν που κα ζτρεχαν να μασ ςϊςουν αν ιξεραν τθν τφχθ μασ, και ξζροντασ πωσ ποτζ δεν κα μάκουν ότι θ μοίρα μασ ιταν εκείνθ των νεκρϊν, οι ςκζψεισ όλεσ τοφτεσ, λζω, μεταδίδουν ςτθν καρδιά που ακόμα χτυπά, ζναν τρόμο αβάςταχτα φρικτό, που μπροςτά του και θ πιο τολμθρι φανταςία ωχριά. Τίποτα πιο εναγϊνιο πάνω ς’ αυτι τθ γθ δεν ξζρουμε, τίποτα οφτε ςτο μιςό πιο αποτρόπαιο δεν φανταηόμαςτε οφτε καν για τα ζγκατα τθσ Κόλαςθσ.” “Οι Νεκροφανείσ”, Ζντγκαρ Άλαν Ρόε

Ηdzislaw Βeksinski

Ηdzislaw Βeksinski

27


6. Σωςίασ – Φάνταςμα ςτο ςϊμα και ςτο χϊρο

“Ρομπθία” www.thinctanc.co.uk (2004)

Μια πορεία εν τζλει που καταλιγει ξζνθ, και είναι από κείνεσ που ζχουν ανάγκθ να γίνουν δυνατζσ. Είναι από αυτζσ που επειδι καταλιγουν πάντα τρομαχτικζσ, κα μάκει θ ςυνείδθςθ να αντζχει. Ζνασ λογιςμόσ παράλογοσ, που το ςυναίςκθμα τον ζκανε ίςωσ πιο λογικό από τον αλθκινό. Επειδι ακριβϊσ ςζβεται τθν κατάςταςθ του. Μια ςκζψθ που κζλει να ςεβαςτεί τθν ταλάντευςθ από κάτι που “γνωρίηει και δεν γνωρίηει” και κα καταλιξει ίςωσ ςτθν ιρεμθ επιλογι. Εξάλλου “…θ ςκζψθ και

“Αυτι που άλλοτε ιταν θ πόλθ τθσ Ρομπθίασ ζχοντασ εντελϊσ αλλαγμζνθ εμφάνιςθ, αλλά όχι μια ηωντανι, τϊρα φαίνεται μάλλον να ζχει απογίνει τελείωσ απολικωμζνθ, ςε μια νεκρι ακινθςία. Αλλά πζρα απ’ αυτό αναδφκθκε μια αίςκθςθ ότι ο κάνατοσ άρχιηε να μιλάει.” (Wilhelm Jensen ςελ. 45) Το ζμπειρο μάτι του καλλιτζχνθ εφκολα αναγνϊριςε τισ καμπφλεσ ενόσ όμορφου ςτικουσ και ενόσ μθροφ, τόςο κακαροφ ςε ςτυλ όπωσ και τα ελλθνικά αγάλματα… θ λάβα ζψυξε το ςϊμα μιασ γυναίκασ, διατθρϊντασ ζτςι το γοθτευτικό τθσ περίγραμμα. (ςελ. 51) Για κάποιουσ θ ιδζα του να καφτείσ ηωντανόσ κατά λάκοσ είναι το πιο ανοίκειο πράγμα απ’ όλα. (ςελ.45) Το ςϊμα γίνεται περιςςότερο ζνα αντικείμενο νοςταλγίασ, παρά ζνα μοντζλο αρμονίασ, εκδθλωμζνο ςτθν τζχνθ ωσ μια ςειρά από αςυμβίβαςτα κομμάτια: Τα “μζρθ”, για παράδειγμα, ςτθν ιςτορία του Frankenstein τθσ Mary Shelley, όπου δεν μποροφςαν να ςυναρμολογθκοφν ςε τίποτα άλλο παρά ςε ζνα τζρασ. Ραρόμοιεσ ιςτορίεσ του Ριγμαλίονα και τθσ Γαλατίασ και άλλεσ ιςτορίεσ δθμιουργίασ του άγνωςτου τζρατοσ-ςωςία του ανκρϊπου ςτθν τζχνθ, εξθγοφνται ςτθν ςφντομθ ιςτορία του Balzac “Le chef – d’oeuvre inconnu” ενιςχφοντασ τθν ρομαντικι τραγικι ζννοια τθσ απϊλειασ.” ςελ.77 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler Pompeii victim NATIONAL GEOGRAPHIC (2008)

το ςυναίςκθμά μασ ςε κανζναν άλλο τομζα δεν μεταβλικθκαν τόςο λίγο, δεν διατιρθςαν τόςο ανζπαφθ τθν πρωταρχικι τουσ υφι κάτω από ζνα υποτυπϊδεσ περίβλθμα, όςο ςτθ ςχζςθ μασ με τον κάνατο…”(ςελ. 49, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ). Και αφοφ δεν γνωρί-

ηουμε τίποτα για κείνον και θ ανάγκθ επιβάλλει μια απάντθςθ για αυτόν, από αρχαιοτάτων χρόνων ςυνδζεται με τισ δυνατότθτεσ και τισ επιλογζσ μασ, τα όριά μασ. Εκεί θ φανταςία ψάχνει να δϊςει απαντιςεισ και θ δθμιουργία κεϊν και δαιμόνων είναι χαρακτθριςτικι.

Θ Ρομπθία καταςτράφθκε μερικϊσ και κάφτθκε κάτω από 4 ζωσ 6 m τζφρασ και ελαφρόπετρασ ςτθν ζκρθξθ του Βεηοφβιου το 79 μ.Χ.. H Ρομπθία είχε χακεί για ςχεδόν 1700 χρόνια πριν από τθν ανακάλυψθ τθσ το 1748. (wikipedia.org/wiki/Pompeii)

28


“…ο χαρακτιρασ του ανοίκειου δεν μπορεί παρά να ςχετίηεται με το γεγονόσ ότι ο ςωςίασ είναι ζνα μόρφωμα των παλαιότερων ψυχικϊν χρόνων, που το υποκείμενο ζχει ξεπεράςει, ζνα μόρφωμα που είχε τότε μια πιο φιλικι υπόςταςθ. Ο ςωςίασ ζγινε μια μορφι τρομαχτικι, ςαν τουσ κεοφσ που οι άνκρωποι δαιμονοποίθςαν μετά τθν κατάλυςθ τθσ κρθςκείασ τουσ. ”ςελ. 41, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ

”Ρράγματι είναι ο Γιοφνγκ που λζει ότι ςτο υποςυνείδθτο πραγματικά οι ηωντανοί βρίςκονται μαηί με τουσ πεκαμζνουσ. Στθ Γερμανία ζχουν ζνα άλλο όνομα για τον απεςταλμζνο του κανάτου. Είναι κάποιοσ που μοιάηει με τον κακζνα από εμάσ. Είναι ο ςωςίασ μασ. Αν θ ματιά ςου διαςταυρωκεί με τθ δικι του ι με τθ ματιά κάποιου ςαν κι αυτόν, αυτό ςθμαίνει, χωρίσ καμία ελπίδα ςίγουρο διαβατιριο με τον άλλο κόςμο.” “El Orfanato” 2007 , Juan Antonio Bayona

Βλζπουμε λοιπόν ότι θ δθμιουργία μιασ κατάςταςθσ, ι θ δθμιουργία ενόσ προςϊπου ςτθ κζςθ εκείνθ που κα ‘μπαινε κάποιοσ κεόσ, ζνα πρόςωπο-κεόσ, ζνασ ςωςίασ τθσ ψυχισ μασ, είναι ςυςχετιςμζνα με μια ανοίκεια αίςκθςθ δθμιουργίασ και φανταςιακισ δφναμθσ. Ζνασ άνκρωποσ που αναλαμβάνει τθν δφναμθ τθσ νόθςισ του, ζνασ “δαίμονασ” επικίνδυνοσ για τουσ κεοφσ και τουσ νόμουσ, με ανυπολόγιςτθ δφναμθ. “Spell

1”

H.R.Giger

“ Δεν μποροφμε, να παραγνωρίςουμε πια ςε τι ζδαφοσ βριςκόμαςτε. Θ ανάλυςθ των περιπτϊςεων του ανοίκειου μασ επαναφζρει ςτθν κοςμοκεωρία του ανιμιςμοφ, τθν οποία χαρακτθρίηουν θ πίςτθ ότι ο κόςμοσ κατοικείται από ανκρϊπινα πνεφματα, θ ναρκιςςιςτικι υπερεκτίμθςθ των υποκειμενικϊν ψυχικϊν διεργαςιϊν, θ πίςτθ ςτθν παντοδυναμία τθσ ςκζψθσ (ςτθν οποία ςτθρίχτθκε και θ τζχνθ τθσ μαγείασ), θ απόδοςθ διεξοδικά διαβακμιςμζνων μαγικϊν δυνάμεων ςε ξζνα πρόςωπα και πράγματα, κακϊσ και όλεσ οι νοθτικζσ καταςκευζσ που χρθςιμοποιοφςε ο απεριόριςτοσ ναρκιςςιςμόσ εκείνθσ τθσ φάςθσ τθσ εξζλιξθσ του ανκρϊπου για να αμυνκεί ςτο απαραγνϊριςτο αίτθμα τθσ πραγματικότθτασ. ” ςελ. 47, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ “…οι ταινίεσ που δείχνουν “ςωςίεσ” απλϊσ εκμεταλλεφονται κατά ζνα βακμό επιπλζον το ςτοιχειϊδεσ προνόμιο του κινθματογραφικοφ μζςου αναπαράςταςθσ και επικοινωνίασ: τθ δυνατότθτά του να αναδιπλαςιάςει (οπτικο-ακουςτικά) το ανκρϊπινο ςϊμα ηωντανό, εν κινιςει, όπωσ ακριβϊσ είναι αυτό ςτθν πραγματικότθτα. Υπ’ αυτιν τθν ζννοια, θ αίςκθςθ του ανοίκειου ςε κάκε κζαςθ κινθματογραφικισ ταινίασ, είναι εγγενισ ςτθν ίδια τθ δομι του κινθματογραφικοφ μζςου. Πςεσ χιλιάδεσ ταινίεσ και αν ζχουμε δει (…), το γεγονόσ παραμζνει ότι (τουλάχιςτον αςυνείδθτα) θ αίςκθςθ του ανοίκειου πάντα κα προξενείται απλϊσ και μόνο από τθν (αςυνείδθτθ και γι’ αυτό διαρκϊσ παροφςα) επίγνωςθ ότι κα μποροφςαμε ςτθν (όποια) οκόνθ να βλζπουμε το είδωλο του εαυτοφ μασ ι κάποιου γνωςτοφ μασ, φίλου μασ, που είναι νεκρόσ. Αν λοιπόν ςτθ

29


Στθν ταινία “Θ διπλι Ηωι τθσ Βερόνικα” (1991), του Krzysztof Kieślowski, επιτυγχάνεται αυτι θ διπλι και παράλλθλθ χρονικι, χωρικι και ςωματικι φπαρξθ και θ αντανάκλαςι τθσ μζςα από το κάνατο. Σαν θ μία ηωι να προειδοποιεί και να αφινει ςθμάδια ςτθν άλλθ, ςυναιςκιματα, χϊροι και αντικείμενα ξαναηοφν. Οι επικυμίεσ μπλζκονται ςε ονειροπολιςεισ και μνιμεσ. Χαρακτθριςτικι θ ςκθνι με το κουκλοκζατρο που μζςα από αυτιν κα λζγαμε, ξαναηεί ο χρόνοσ ςε ζναν χϊρο ςυμβολικό, μα και ςυγχρόνωσ πραγματικό.

ςχζςθ τθσ ψυχαναλυτικισ πρακτικισ με τθ νεωτερικι λογοτεχνία βρίςκουμε τθν κοινι κεματικι του ανείπωτου, του ςκανδαλϊδουσ, του μφχιου, και κατά ςυνζπεια ςε αυτι τθ διαδρομι είναι που ςυναντάμε τθν κοινι εναςχόλθςι τουσ με το ανοίκειο, ςτθ ςχζςθ τθσ ψυχαναλυτικισ κεωρίασ με τον κινθματογράφο ανακαλφπτουμε τθν κοινι δομι των ειδϊλων και των ποικιλόμορφων εικονικϊν ταυτίςεων – εν ολίγοισ, των φανταςμάτων: που ςτθν ψυχαναλυτικι κεωρία εςωτερικεφονται είτε για να μασ γοθτεφςουν είτε για να μασ απειλιςουν, και ςτον κινθματογράφο για να ςυγκροτιςουν τθν – μυκοπλαςτικι ι μθ – αφιγθςθ που εκτυλίςςεται ςτθν οκόνθ. Θ ενδιάμεςθ περίπτωςθ είναι βζβαια τα όνειρα, όπου τα φαντάςματα “εξωτερικεφονται” μεν αλλά παραμζνοντασ μζςα μασ. Και ςτισ τρεισ περιπτϊςεισ το ανοίκειο είναι το φάνταςμα: Το φάνταςμα διαφζρει από το τζρασ, για παράδειγμα, κατά το ότι μασ φοβίηει ι μασ ξενίηει επειδι είναι οικείο – ο εαυτόσ μασ ι κομμάτι του (παρελκόντοσ) εαυτοφ μασ που μασ προκφπτει ακάλεςτο. Κα ποφμε ότι πρόκειται για μια ανοίκεια χρονολογικι ςφμπτωςθ: Με το πζραςμα από τον 19ο ςτον 20ο αιϊνα, γεννιοφνται ταυτόχρονα δυο πολιτιςτικζσ πρακτικζσ – ο κινθματογράφοσ και θ ψυχαναλυτικι κεωρία –, που και οι δφο ςυμβάλλουν ςτθν επιβίωςθ των φανταςμάτων ςτθ ςφγχρονθ εποχι.” ςελ.85, “Επίμετρο” για το “Ανοίκειο” του Φρόυντ, Κφρκοσ Δοξιάδθσ

30


Ππωσ και ο χϊροσ λοιπόν, ζτςι και το ςϊμα, αντικείμενο απορρόφθςθσ πλθγϊν και άρα μιασ τερατογζνεςθσ απορρόφθςθσ άγχουσ και φόβων ζρχεται ςε κόντρα με τθν αρμονία του ςϊματοσ όπωσ και του χϊρου όπωσ είδαμε προθγουμζνωσ. Ο ιςχυριςμόσ του Geoffrey Scott για το ςϊμα ςτθν αρχιτεκτονικι: “Θ αρχιτεκτονικι, για να μεταδϊςει τισ ηωτικζσ αξίεσ του πνεφματοσ, πρζπει να παρουςιάηεται αρμονικι, όπωσ το ςϊμα.” (ςελ.87 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler) ζρχεται αντίκετοσ με αυτιν

τθν χωρικι και ςωματικι “νεκροφάνεια”. Η νεκροφάνεια είτε μιλά ρεαλιςτικά είτε ςυνειρμικά και ποιθτικά εκφράηοντασ τθν ανοίκεια αυτι διαδρομι προσ το άγνωςτο, το ςκοτάδι και το κάνατο, κα ξυπνά πάντα εφιάλτεσ ςε όνειρα και ονειροπολιςεισ. Θα γεννά φαντάςματα.

Ηdzislaw

Βeksinski

”Ανάςταςθ τθσ Σάρκασ” Σαλβαντόρ Νταλί “Necronomicon 5” H.R.Giger

31


“Ζνασ χϊροσ κρφβει φαντάςματα”. Κάποιοι πιςτεφουν ςτα φαντάςματα που κατοικοφν ςτο χϊρο και τον καταλαμβάνουν, προςδίδοντάσ του μια ιδιότθτα. Κάποιοι πιςτεφουν ςτα φαντάςματα που κατοικοφν μζςα ςτο ςϊμα, και το κάνουν να βλζπει το χϊρο ζξω, με κάποια ιδιότθτα. Κάποιεσ φορζσ αυτι θ ιδιότθτα είναι ίδια, είτε το φάνταςμα βρίςκεται ςτο χϊρο και τον αλλάηει, είτε είναι μζςα ςου και ςε κάνει να τον βλζπεισ αλλαγμζνο. Ζνα παιδί κοιτά κάτω από το κρεβάτι του πριν κοιμθκεί γιατί πιςτεφει “ςτο μπαμποφλα που κα το φάει”. Μεγαλϊνοντασ όμωσ ξεπερνά τουσ φόβουσ του, αρχίηει να ςυνειδθτοποιεί τθν κατάρριψθ τθσ δειςιδαιμονίασ και βρίςκει “χαριτωμζνο” πλζον τον παλιό του “παράλογο” φόβο. Ζςτω και μετά από πολλά χρόνια και για πάντα ίςωσ, το κρεβάτι αυτό κρατά τθν ιςτορία ενόσ μπαμποφλα που κατοικεί από κάτω, κάποια ςυγκεκριμζνα βράδια. Η ενιλικθ ωριμότθτα (ςυχνά ωσ λογοκριςία τθσ φανταςίασ κα τθ λζγαμε), του απαγορεφει να χρθςιμοποιιςει τθ λζξθ “μπαμποφλα”, όταν κα ψάξει να προςδϊςει όνομα ςτο φόβο, που τον κρατά ακόμα ξφπνιο “κάποια ςυγκεκριμζνα βράδια”. Θα τθ χρθςιμοποιιςει ίδια ωσ λζξθ και κακόλου τυχαία πικανϊσ, μόνο χάρθ μιασ ποιθτικισ αδείασ. Ρλζον ξζρει πωσ ο φόβοσ είναι “μζςα” του και τον κάνει να βλζπει, όςα κάποτε ιταν “ζξω” του. Δεν ζχει ςυχνά ςθμαςία αν παρουςιάηονται ίδιεσ ωσ ανθςυχίεσ, αλλά ότι το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι, απορροφά και εκφράηει τισ ανθςυχίεσ. Αυτζσ που με τθ μορφι “μπαμποφλα” και τρομαχτικοφ κρεβατιοφ που τον ζκρυβε, κάποτε μπικαν μζςα ςτο παιδί, και τϊρα βγαίνουν ωσ ανθςυχίεσ ξανά και ίςωσ μόνο ςτον ίδιο αυτό χϊρο.

“ Τι είναι ζνα φάνταςμα; Μια τραγωδία, καταδικαςμζνθ να επαναλαμβάνει τον εαυτό τθσ; Μςωσ μια ςτιγμι πόνου. Κάτι νεκρό που μοιάηει να ‘ναι ακόμα ηωντανό. Ζνα ςυναίςκθμα που αιωρείται ςτο χρόνο. Σαν μια επίμονθ φωτογραφία. Σαν ζνα ζντομο που παγιδεφτθκε ςτο κεχριμπάρι.” (“Θ ραχοκοκαλιά του διαβόλου” 2001, Guillermo Del Toro) ”Στενζσ επαφζσ τρίτου τφπου” (1977) Στίβεν Σπίλμπεργκ

“Μπαμποφλασ Α.Ε.” (2001) Pixar

32


“Βθματίηω μζςα ςτο ςαλόνι πζρα δϊκε, κάτω απ’ το βάροσ ενόσ ςκοτεινοφ κι ακατανίκθτου φόβου, που δεν είναι άλλοσ από το φόβο του φπνου και το φόβο του κρεβατιοφ. Γφρω ςτισ δφο, ανεβαίνω ςτθν κάμαρά μου. Μόλισ μπω, γυρνϊ δφο φορζσ το κλειδί και τραβϊ το ςφρτθ. Φοβοφμαι… τι;… Ανοίγω τα ςυρτάρια μου, κοιτάηω κάτω από το κρεβάτι· ακοφω… ακοφω… τι;…” ςελ.245, “Le Horla – Ο Οξαποδόσ”, Γκυ Ντε Μωπαςάν “…το ζβλεπε κακαρά πωσ όςο ζμενε ςτο κρεβάτι οι ςκζψεισ του δεν οδθγοφςαν ςε κανζνα λογικό ςυμπζραςμα… ζνιωςε και πάλι τθν ίδια αγωνία να δει πωσ κα διαλυκοφν ςιγά ςιγά κι αυτζσ οι φανταςιϊςεισ” ςελ.27, “Θ Μεταμόρφωςθ”, Φραντσ Κάφκα

Σκίτςο για το “Le Horla – Ο Οξαποδόσ”

“Ο φπνοσ τθσ λογικισ γεννά τζρατα”- χαλκογραφία, Φρανςίςκο Γκόγια

33


7. Κρυμμζνη πφλη – Σημάδι Απϊθηςησ “Κάτι διαφορετικό” ανοικειϊνει, και αυτό που ανοικειϊνει, αυτό το δυςκόλεμα τθσ οικείασ εικόνασ, αυτό είναι που ταράηει. Ταράηει, γιατί αναφζρεται όχι ςε κάτι που δεν ξζρει ι δεν ζχει φανταςτεί ο παρατθρθτισ, αλλά γιατί ακριβϊσ κάτι προςωπικό, μια ιςτορία δικι του και των όςων ζμακε ι φαντάςτθκε, ζρχεται να επιβεβαιωκεί. Είναι αυτό που ερχόμενο από τα παλιά τον ανανεϊνει με όχι τθν ίδια, μα με μια διαφορετικι αίςκθςθ ενόσ “ςωςία” που κριτικάρει το είναι του. Με μια επιβεβαίωςθ φόβων ι επικυμιϊν που από κάπου γωνιαςμζνεσ ηωντάνεψαν, ζςτω ςτο μικρό τουσ βακμό ι ςε κείνον που ζφταςε να γιγαντωκεί. Γιατί μερικϊσ “ςθμαντικό” μπορεί να είναι το ςυναίςκθμα, ανάλογα τθν προςωπικι ιςτορία που κρφβει. Μια πφλθ από το παρελκόν, ςε ζνα νζο μζλλον – που κρφβει για απωκθμζνουσ φόβουσ και επικυμίεσ. Γιατί αυτά που απαςχολοφν είναι ςχετικά με όςα ζχουν βιωκεί και όχι με το τελείωσ ξζνο.

“Tο αλθκινό μυςτιριο του κόςμου είναι το ορατό, όχι το αόρατο…” ςελ.33, “Το Ρορτραίτο του Ντόριαν Γκρζθ”, Πςκαρ Ουάιλντ

“The Magic Mirror” M.C. Escher "...ζτςι ο νζοσ μασ ςτζκεται μζςα ςτο ίδιο το ςχζδιο με εκείνο που κοιτάηει!" “Print Gallery” ςελ.35 “The Magic Mirror of M.C. Escher”, Bruno Ernst

"o Escher παίρνει τα πράγματα ζνα βιμα πιο πζρα. όχι μόνο υπάρχει μια αντανακλόμενθ εικόνα αλλά ακόμθ προτείνεται ότι οι αντανακλάςεισ ηωντανεφουν και ςυνεχίηουν τθν φπαρξθ τουσ ςε ζναν άλλο κόςμο. Αυτό φζρνει ςτο μυαλό τον κακρεφτζνιο κόςμο από τθν Αλίκθ ςτθ χϊρα των καυμάτων και το Μεσ ςτον κακρζφτθ, ιςτορίεσ που λάτρευε ο Escher" ςελ.81 Bruno Ernst

O κακρζφτθ που μασ προςκάλεςε ςτον κόςμο του. Εμάσ που ψάξαμε πφλθ για το διαφορετικό εγϊ μασ. Και ςαν γυρίςαμε, ςτόχοσ ιταν να φζρουμε αποδείξεισ από κει μζςα. Θ είςοδοσ, ζνα βιμα πιο πζρα από τθν απλι παρατιρθςθ του ςυμμετρικοφ ειδϊλου, μια ειςβολι ςε αυτό το είδωλο, μια ανάγνωςι του ωσ ενιαίο με το πραγματικό. Είναι θ εξερεφνθςθ νζων τόπων. Εκεί μια ςτιγμι πριν αυκυποβλθκείσ, τθν ςτιγμι μιλϊ που ακουμπάσ το χζρι και το βλζμμα ςτο γυαλί του, και αναςαίνεισ εκτόσ του κακρζφτθ, εκείνθ τθ ςτιγμι πριν περάςεισ μζςα, τότε αναρωτιζςαι ςαν τι μπαίνεισ. Ωσ εγϊ; Ωσ τι κα εξζλκεισ; Σε τι αποςκοπεί το ταξίδι; Κα ανακαλφψεισ τουσ χϊρουσ που εμφωλεφουν μζςα ςου; Τουσ ςυμμετρικοφσ ςε ζνα εξωτερικό εγϊ; Άρα τι ονομαςία ζχει το εγϊ ςου εκεί μζςα; Τι όνομα; Και αν βρεκεί αυτό, τότε ςαν εξζλκεισ πωσ κα λζγεςαι πια, ςτον κόςμο που νόμιηεσ πραγματικό; Αυτόν που ςαν αναπνζεισ τϊρα κακϊσ ςκζφτεςαι, ετοιμάηεςαι να εγκαταλείψεισ για κάτι άλλο. Μα πριν απαντιςω ςε ανθςυχίεσ ενόσ ςωςία, που άρχιςε να αναπνζει απζναντί μου, δεσ τθν πφλθ του κακρεφτόςπιτου να με καλεί να ηιςω και αλλοφ. Να προχωριςω ζςτω κάπου που δεν πιγα και που ζςτεκε πάντα δίπλα μου. Μςωσ πιο ςυμμετρικοφ από όςο νόμιηα. Τόςο πιο πολφ, που αναμεμιγμζνο με το εγϊ, να αφομοιϊνεται. Να κάνει το μζςα με το ζξω να ςυγχζονται διφοροφμενα και παραμυκζνια. Και όςο ςκζφτομαι, ςε μια ςτιγμι

34


Άρα όταν ψάχνει ο παρατθρθτισ τθν πφλθ του “κακρζφτθ”, είναι λογικό να μοιάηει ςτο είδωλό του. Είναι όλα όπωσ τα ξζρει και κυλάνε ςαν ςιμερα, μζχρι που “κάτι” αλλάηει. Ξεκινϊντασ τόςο απλά και ςαν να ιταν φυςιολογικό με όςα κα γίνονταν, είναι ςαν οικείο και όμωσ διαφορετικό, ςαν μια αλλαγι, που ζφερε το δυςκόλεμα και τθν ανοικείωςθ, το διαφορετικό. “Κάτι τρζχει εδϊ ςιμερα”. Κάτι είναι περίεργο, κάτι άλλαξε. Και αυτό που άλλαξε, πάντα είναι ςε ςχζςθ με τθ μνιμθ μασ. Τζτοια πφλθ να περιμζνει. Και εδϊ ασ κυμθκοφμε πάλι τα λόγια του Φρόυντ που αναφζρονται ςτθν αμφιβολία για τθν “πίςτθ ςτθν (υλικι του) πραγματικότθτα”. Εδϊ κατανοοφμε πωσ για τθν επίτευξθ αυτισ τθσ πφλθσ εννοοφμε να είναι το περιβάλλον αναγνωρίςιμο για να μασ επιτρζψει να ξεγελαςτοφμε. Πχι μια “εξωγιινθ” ι “φουτουριςτικι” πφλθ λοιπόν; Μα εκείνθ που λίγο-λίγο πείκει ότι δεν είναι φανταςτικι, και επζτρεψε να τθν εμπιςτευτεί ο παρατθρθτισ και να τθν διαςχίςει. Ζτςι ακριβϊσ λίγολίγο πείςτθκε και πζραςα ςτο Κακρεφτόςπιτο. Πχι ξαφνικά, μα ζτςι “λίγο-λίγο”, επειδι το οικείο με το ανοίκειο είναι πολφ ςτενά και άρρθκτα δεμζνα, μζχρι που θ επιλογι του δεφτερου γίνεται δελεαςτικά επικυμθτι. Σζβεται τθ μνιμθ και προχωρά ςε παραξζνιςμα ςφμφωνα με αυτιν. Θα χακεί ςε εφιάλτθ, όπου εκεί κρυφά, ξζρει γιατί ςτοίχειωνε αυτόσ. Σε εικόνεσ φανταςτικζσ που ξζρει γιατί τισ ζπλαςε το αςυνείδθτο. Και αφοφ είπαμε πωσ ίςωσ να μθν ξζρει να πει με τθν πρϊτθ ςυνειδθτι ςκζψθ, τισ κρυφζσ αυτζσ απωκθμζνεσ επικυμίεσ, κα πει ζςτω πωσ αιςκάνεται εδϊ μπροςτά τουσ, περίεργα μα και «ςαν οικεία». Μζςα ςε περιβάλλον “ςαν οικείο”. Κάτι “ανοίκειο”. Μπορεί όμωσ ζνα “υπερφυςικό ον” να προκαλζςει μια αίςκθςθ του ανοίκειου; Μπορεί να αποτελεί μια “μικρι” διαφορά με το “πραγματικό” ϊςτε να μπορεί να μασ ξεγελάςει να περάςουμε τθν “πφλθ”. Ακόμα και ζνα τζτοιο πλάςμα, όπου αυτό εμφανίηεται, κα πετφχει τον ςκοπό τθσ ονειροπόλθςθσ και κα ναι ο “κάτοικοσ

“Hand with reflecting sphere” 1935 M.C. Escher

“Ζνα αντικείμενο, υπονοεί ότι υπάρχει ζνα ακόμα κρυμμζνο πίςω του.” ΢ενζ Μαγκρίτ

μόνο, κακϊσ ακουμπϊ τα δάχτυλα και το βλζμμα μου ςτον κακρζφτθ, κακϊσ αναπνζω πριν μπω και θ ανάςα μου αφινει μια κολι ςτάμπα ςτθν πφλθ που κάποτε μασ χϊριηε, καταλαβαίνω πωσ ο λαβφρινκοσ είναι και ςτισ λζξεισ. Στθ ςκζψθ. Αυτζσ οι λζξεισ μπερδεφουν τισ ςκζψεισ, κι αυτζσ μπερδεφουν με τθ ςειρά τουσ το χρόνο, που με τθ ςειρά του μπερδεφει το χϊρο. Και να ‘μαι ς’ ζνα τζλειο λαβφρινκο που προςπακϊ να ςκεφτϊ από πότε άρχιςε και που τελειϊνει. Είναι ςωςτό να ψάχνω ςτθ λφςθ το χωροχρόνο. Γιατί τότε κα ςκεφτϊ και κα βγω. Αν τρζχω πζρα δϊκε κα τυλιχκϊ κι άλλο. Γφριςα ςτον κακρζφτθ να βρω τθν ιςτορία του τόπου που απωκικθκε. Ενόσ ανοίκειου κόςμου. Ο τόποσ μου είναι θ δθμιουργία, θ μεταμόρφωςθ που δεν ζςτεκε με τίποτα λογικι. Ρϊσ να μεταμορφωκείσ εξάλλου ζκραξαν οι λιγόψυχοι; Ρϊσ να περάςεισ τον τοίχο που ςε φράηει; Ρϊσ να ειςβάλεισ ςτον κακρζφτθ; Μα όςο εκείνοι ςκζφτονται, εγϊ προχωρϊ ιδθ ςτα ενδότερα και ο χρόνοσ μπλζχτθκε, ςαν να άφθνα ακόμα εκείνθ τθν ανάςα ςτο γυαλί που το κόλωνε. Σαν να ςκεφτόμουν τθ ςτιγμι που ακόμα βριςκόμουν ζξω του. Και μόλισ τα δάχτυλά μου τον κακαρίςουν με μια κίνθςθ από τθ κολοφρα τθσ ανάςασ, και ςκεφτϊ ςυνθκιςμζνοσ πωσ είμαι ι ιμουν πάντα ζξω του, κα χω ζνα ηευγάρι μάτια φυλακιςμζνα πίςω του, να με κοιτοφν ςε βλζμμα που πολλαπλαςιάηει τα είδωλα, και να μου κυμίηει πόςο λάκοσ κα χω. Κυμιςου που βρίςκεςαι πια. Ο

35


του λαβυρίνκου” που κα ειςζλκουμε (και μάλιςτα μπορεί και να πολλαπλαςιάηει αυτιν τθν αίςκθςθ), αρκεί να αναφζρεται ςε δικά μασ βιϊματα. Άρα αν κζλει θ φανταςία να δϊςει κάτι παραπάνω εδϊ, ϊςτε να δθμιουργθκεί θ αίςκθςθ του ανοίκειου και τθσ ιςχυρισ ονειροπόλθςθσ, κα πρζπει να δοκοφν ςθμάδια αν όχι απαραίτθτα πρωτότυπα, ζςτω ικανά να τα ακολουκιςει κάποιοσ, προσ τθν βιωμζνθ του απϊκθςθ. Γιατί βζβαια εδϊ μιλάμε και για τθν αξία τθσ μορφισ. Ζνα φάνταςμα ι ζνα πλάςμα, που δεν καταφζρνει να μασ ξυπνά δικά μασ απωκθμζνα, ζνα τζρασ που δεν ςχεδιάηεται πετυχθμζνα με τθν πλευρά που αναγνωρίηεται ςτα όςα ο άνκρωποσ φοβάται, τότε απλά αποτελεί ζνα κακό παράδειγμα μυκοπλαςίασ και για το οποίο δικαιολογθμζνα ο Φρόυντ αμφιβάλει αν κα μασ μεταφζρει κάποιο ανοίκειο ςυναίςκθμα, κακϊσ δεν προκαλεί καμία πίςτθ ςτθν “υλικι του πραγματικότθτα”. Ζνασ χϊροσ από ςχιματα και μορφζσ που ζχουμε ςυνθκίςει, μπορεί να μεταμορφωκεί αν ειδωκεί κάπωσ αλλιϊσ. Μζςα από μια “περιπζτεια” τθσ ψυχισ ι του ςϊματοσ μζςα ςτουσ χϊρουσ αυτοφσ τθσ ςυνικειασ. Και εκεί ςτο βάκοσ κρφβονται οι λόγοι που ο χϊροσ κωράτε διαφορετικά.

“Ο Λαβφρινκοσ του Ράνα” (2006), του Guillermo del Toro

Luis Royo “Scact 7” H.R. Giger

λαβφρινκοσ είναι ςτθ ςκζψθ. Στισ λζξεισ. Στο χρόνο. Και αν χϊροσ είναι αυτόσ που αιςκάνονται οι αδφναμεσ αιςκιςεισ ςου, τότε γιατί παρ’ ότι και κείνον τον αιςκάνεςαι, εκείνον τον ψεφτικο, τότε γιατί τον λογοκρίνεισ; Αλικεια δεν υπάρχει ςυμπζρανα. Γνϊςθ δεν υπάρχει. Σεβαςμόσ υπάρχει για τθν πορεία μου. Για όςα δεν καταλαβαίνω, μα δεν ξζχαςα. Το ταξίδι που ςυνεχίηω να καυμάηω. Απουςία πολφ ιρεμου, μα και πολφ τρομαχτικοφ. Σεβαςμόσ και αποφόρτιςθ άρα. Αν περάςω μια πφλθ, δεν ξζρω αν είναι αλθκινι, δεν ξζρω πωσ δθμιουργικθκε και που καταλιγει. Μα αφοφ τθν πζραςα, τθν πιςτεφω, είναι τόςο κεμιτι και υπαρκτι για μζνα ζςτω. Πταν παιδιά ονειρευόντουςαν και πίςτευαν πωσ πφλεσ φτιάχτθκαν ςτον κόςμο μόνο. Ζνασ κόςμοσ λαβφρινκοσ, γεμάτοσ πφλεσ μόνο. Κακρζφτεσ και τίποτα άλλο. Για να κοιτάνε μζςα τουσ και να μπερδεφονται, για όςα κρφβουν πίςω τουσ. Για να αντικρίηουν το είδωλό τουσ και να τουσ κυμίηει τι κζλουν να ζχει μζςα ο κόςμοσ. Γιατί αν δεν ζχει τίποτα κα τον γεμίςει θ φανταςία τουσ και ο ςεβαςμόσ τουσ ςε αυτιν, κα τον κάνει αλθκινό. Ζνα ταξίδι ςε λαβφρινκο από κακρζφτεσ. Τον ζφτιαξα. Και τϊρα ηω και παίηω μζςα του. Σαν τότε που ιξερα καλφτερα τθν αδυναμία και τθν αξία του κόςμου μου. Ρωσ να ειςβάλλω ςτον κακρζφτθ; Μα που νομίηεισ αλικεια βρίςκομαι ιδθ, αν όχι ςτθν προθγοφμενθ πφλθ που πζραςα;

36


Το comic “Coraline”, του Neil Gaiman (αντίςτοιχα και θ μεταφορά του το 2009 ςτθν ομότιτλθ κινθματογραφικι ταινία κινουμζνου ςχεδίου του Henry Selick), κυμίηει τθν ιςτορία του Χόφμαν “Σάντμαν”(ο άνκρωποσ με τθν άμμο), τθν οποία ο Φρόυντ χρθςιμοποιεί για να μιλιςει για τθν ατμόςφαιρα του ανοίκειου. Θυμίηει ακόμα το “Μζςα απ’ τον Κακρζφτθ” του Λιοφισ Κάρολ, τθ ςυνζχεια δθλαδι του “Η Αλίκθ ςτθ χϊρα των καυμάτων”. Ζνα κορίτςι, βαριζται το καινοφργιο ςπίτι που μετακομίηει, τουσ γείτονεσ του, και κα λζγαμε ακόμα και τουσ γονείσ του. Ανακαλφπτει όμωσ μια μικρι πορτοφλα, χαμθλά, ςε ζναν εςωτερικό τοίχο του ςπιτιοφ. Τα βράδια μονάχα εκείνθ είναι ξεκλείδωτθ και όταν τθν ανοίγει θ Coraline, βλζπει πωσ οδθγεί ςε ζνα ςτενό τοφνελ και το ακολουκεί. Στθν άλλθ άκρθ βρίςκεται ζνα ςυμμετρικό ςπίτι, όμοιο ςχεδόν με το δικό τθσ. Πλα ςτθν άλλθ μεριά του τοφνελ είναι ςυμμετρικά, ακόμα και οι ςυμμετρικοί γείτονεσ, και οι ςυμμετρικοί γονείσ τθσ. Μονάχα που όλοι ζχουν αντί για μάτια… κουμπιά. Αυτόσ ο ςυμμετρικόσ κόςμοσ μοιάηει ςαν ζνα άλλο Κακρεφτόςπιτο όπου θ Αλίκθ πζραςε μζςα του λζγοντασ με τθν παιδικι ακωότθτα, – και όπου απαντά θ λαϊκι παροιμία: “πρόςεχε τι εφχεςαι” – “Α, τι αςτείο που κα’ ναι όταν κα με δουν μζςα ςτο γυαλί και δεν κα μποροφν να με φτάςουν!” Ραρόμοια ςτθν Coraline, τθσ φαίνεται – ςαν παιδί που είναι – αςτείοσ ζνασ κόςμοσ ςωςίασ, ςτθν άκρθ μιασ τρφπασ, από τθν κρυμμζνθ μικροςκοπικι πόρτα ςτον τοίχο του ςπιτιοφ τθσ. Πλα ςτθν άλλθ άκρθ μοιάηουν καλφτερα και πιο διαςκεδαςτικά… όπωσ κάκε παγίδα μοιάηει ςτθν αρχι. Πλο και ςυχνότερα επιλζγει να βρίςκεται ςτο ςυμμετρικό ςπίτι με του “άλλουσ” γονείσ. Μζχρι που ζρχεται το τίμθμα τθσ απϊκθςθσ. Οι “ψεφτικοι” γονείσ, τθσ λζνε πωσ για να μείνει εκεί, πρζπει να τθσ πάρουν τα μάτια, και ςτθ κζςθ τουσ, να τισ ράψουν δφο κουμπιά. Ζτςι όπωσ και όλοι ςε αυτόν τον κόςμο, ςαν κοφκλεσ με μάτια κουμπιά. Και τότε θ

“Α, τι αςτείο που κα’ ναι όταν κα με δουν μζςα ςτο γυαλί και δε κα μποροφν να με φτάςουν!” ςελ.173 “Μζςα απ’ τον κακρζφτθ” Λιοφισ Κάρολ

“Coraline” (2009) Henry Selick

37


ατμόςφαιρα αλλάηει και όλα τα δελεαςτικά παιχνίδια μοιάηουν τρομαχτικά και θ Coraline ςαν θ ευχι να πραγματοποιικθκε, ςαν να μθν μπορεί να περάςει από τον κακρζφτθ ςαν τθν Αλίκθ, να μθν μπορεί να επιςτρζψει πίςω ζτςι απλά. Η απϊκθςθ τθσ αλικειασ, ζφερε και το φόβο μαηί ςτο νζο κόςμο. Και θ Coraline βλζπει πωσ κανζνασ κόςμοσ δεν είναι τζλειοσ, ακριβϊσ επειδι θ ανάγκθ τθσ από τον παλαιό κόςμο, οδιγθςε ςε αυτόν. “Ο Λαβφρινκοσ του Ράνα” (2006), του Guillermo del Toro

“Ρρόςεχε τι εφχεςαι” “Coraline” (2009) Henry Selick

Ο νζοσ χϊροσ άρα που ταλαντεφεται ανάμεςα ςε φόβουσ και επικυμίεσ, είναι ανοίκειοσ λόγο τθσ προϊςτορίασ του από κάτι που απωκικθκε. Από μια παλαιά κατάςταςθ, μια ανάγκθ πίεςε για τον ερχομό μιασ νζασ δθμιουργίασ, χωρίσ να ξζρει όμωσ πάντα τα αποτελζςματα. Ζτςι βλζπουμε πωσ θ Coraline κα οδθγθκεί πίςω ςτθν πραγματικότθτα πιο ϊριμθ και ζτοιμθ να δεχτεί τθν οικογζνειά τθσ, και το ςπίτι τθσ. Μόνο που βλζπουμε, πωσ αυτό ζπρεπε να γίνει δια μζςω μιασ περιπζτειασ. Ζπρεπε να αποκομίςει τθν εμπειρία από τθν φανταςία τθσ αυτι, για να φζρει αποτελζςματα ςτθν πραγματικι ηωι φςτερα. Σε κάποια παραδείγματα λοιπόν μοιάηει πωσ εγκαταλείφτθκε ο χϊροσ τθσ φανταςίασ και ςε κάποια πωσ εγκαταλείφκθκε αυτόσ τθσ πραγματικότθτασ. Πμωσ ςε πολλζσ περιπτϊςεισ καλφτερα να διατθρείται θ γεφφρωςθ των κόςμων, γιατί αυτι είναι που οδθγεί ςτα ςυμπεράςματα.

“Το ανοίκειο *unheimlich+ είναι μια μορφι του τρομαχτικοφ, θ οποία ανάγεται ςε κάτι παλαιόκεν γνωςτό και οικείο *heimlich+… αυτό το οικείο μπορεί να καταςτεί ανοίκειο και φρικϊδεσ, τρομαχτικό (ςελ. 15) …το ανοίκειο, το φρικϊδεσ *unheimlich+, είναι αυτό που ιταν κάποτε οικείο *heimlich, heimisch+. Πμωσ το πρόκεμα α- [un-+ ς’ αυτι τθ λζξθ είναι το ςιμα κατατεκζν τθσ απϊκθςθσ.” ςελ. 54, “Το Ανοίκειο” Σίγκμουντ Φρόυντ “…να ξεκινιςω από τθ νοθτικι περιπζτεια και να φτάςω ςτισ κακθμερινζσ κινιςεισ. Οι εμπειρίεσ γεννικθκαν ςτθν ζρθμο που δεν πρζπει να εγκαταλείψουμε. Ρρζπει να μάκουμε τουλάχιςτον ωσ που ζφταςαν”. ςελ.47 “Θ πραγματικι προςπάκεια είναι, να επιμζνεισ όςο περιςςότερο γίνεται και να εξετάηεισ από κοντά τθν αλλόκοτθ βλάςτθςθ αυτϊν των μακρινϊν τόπων. Θ επιμονι και θ διορατικότθτα είναι προνομιοφχοι κεατζσ αυτοφ του απάνκρωπου παιχνιδιοφ όπου το παράλογο, θ ελπίδα και ο κάνατοσ ανταλλάςουν τα επιχειριματά τουσ. Σ’ αυτό τον ςτοιχειϊδθ και ςυνάμα ανάερο χορό, το πνεφμα μπορεί τότε ν’ αναλφςει τισ φιγοφρεσ του, πριν τισ επαναλάβει και τισ ξαναηωντανζψει με τθ ςειρά του.” ςελ.25, “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ

38


Η φπαρξθ λοιπόν μιασ ιςτορίασ ςε ζνα χϊρο ι ςτο ςϊμα που κατοικεί τον χϊρο, ζχει ωσ αποτζλεςμα τϊρα ο χϊροσ αυτόσ να δείχνει ςτοιχειωμζνοσ. Ασ αναφερκοφμε ςε ζνα ακόμα παράδειγμα μιασ βιωματικισ ιςτορίασ που ζφερε τθν απϊκθςθ και τθν επιςτροφι του ανοίκειου ςυναιςκιματοσ. Το βιβλίο “Η Λάμψθ” του Στίβεν Κίνγκ και αντίςτοιχα θ ομότιτλθ ταινία του 1980 του Στάνλεχ Κιοφμπρικ μιλάνε για το “ςθμάδι” που αφινεται ςτο ςϊμα και ςτο χϊρο από τθν προςωπικι ιςτορία που ςτοίχειωςε. Ζνασ χϊροσ που “παίηει” και χρθςιμοποιεί το “κάκε” τι για να δθμιουργιςει μια ατμόςφαιρα και να μασ περάςει ςτθν πφλθ τθσ. Οι διάδρομοι (ο λαβφρινκοσ και οι διάδρομοι του ξενοδοχείου), οι ιχοι (χαρακτθριςτικζσ οι αλλαγζσ ςτισ φωνζσ των θρϊων, και οι ςκθνζσ πορείασ όπωσ π.χ. που το αγόρι πάνω ςτο αυτοκινθτάκι του που περνά τα ξφλινα δάπεδα και τα χαλιά και μια τρίηουν και μια ςιωποφν), οι εικόνεσ ονειροπόλθςθσ και οι διάλογοι τθσ ταινίασ που αποτελοφν ζνα “όλα ι τίποτα” μιασ δειςιδαιμονικισ αλλαγισ. Πλα μασ μεταφζρουν ςε αυτιν τθν μοναξιά, το άγνωςτο, το μυςτικό που βρίςκεται κρυμμζνο ςτθ “φωλιά” που μετατρζπεται ςε “παγίδα”, και το Εγϊ που μετατρζπεται ςε ζνα άλλο Εγϊ. Το “ςθμάδι” αυτό πράγματι μπορεί να ειδωκεί ωσ κάτι καταραμζνο ι προβλθματικό, αλλά ςε άλλα μάτια ίςωσ δείχνει να “λάμπει”, όπωσ εξάλλου λάμπει ολόκλθρθ θ ματιά που μπορεί να προβλζπει, να παρατθρεί και να φαντάηεται (χαρακτθριςτικι θ ματιά του μικροφ παιδιοφ ωσ ςωςίασ που “προβλζπει για να ςϊςει” και θ αντίςτοιχα αντίκετθ του πατζρα που κατακλφηεται από τουσ ςωςίεσ του).

Και ακόμα και αν αυτι θ ικανότθτα μασ δίνει τθν “κατάρα” να βλζπουμε και “τρομαχτικά” πράγματα, μασ δίνει όμωσ και το “χάριςμα” να βλζπουμε και όςα ζχει ανάγκθ θ ψυχι μασ για να τθν “ςϊςουμε”.

“Ξζρεισ για τι πράγμα μιλάω, ζτςι; Κυμάμαι, όταν ιμουν μικρόσ θ γιαγιά μου κι εγϊ κάναμε ολόκλθρεσ ςυηθτιςεισ… χωρίσ ν’ ανοίξουμε κακόλου το ςτόμα μασ. Το ζλεγε “Λάμψθ”. Και για πολφ καιρό νόμιηα ότι ιμαςταν οι μόνοι που είχαμε τθ “Λάμψθ”. Ππωσ κι εςφ κα νόμιηεσ ότι ιςουν ο μόνοσ. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι… αν και δεν το ξζρουν, ι δεν το πιςτεφουν.” “Θ Λάμψθ” 1980, Στάνλεχ Κιοφμπρικ

“Θ Λάμψθ” 1980, Στάνλεχ Κιοφμπρικ

“- Tο φοβάςαι αυτό το μζροσ; - Δεν φοβάμαι τίποτα εδϊ. Μόνο που… μερικά μζρθ είναι ςαν τουσ ανκρϊπουσ. Μερικά “Λάμπουν” και μερικά όχι. Μπορείσ να πεισ ότι ο χϊροσ αυτόσ ζχει κάτι παράξενο, ςαν “Λάμψθ”. - Υπάρχει κάτι κακό εδϊ; - Λοιπόν… ξζρεισ, όταν ςυμβεί κάτι… μπορεί να αφιςει κάποιο ςθμάδι. Ππωσ όταν κάποιοσ κάψει ζνα τοςτ. Μςωσ τα γεγονότα αφινουν άλλου είδουσ ίχνθ. Πχι κάτι που μπορεί να προςζξει ο οποιοςδιποτε. Αλλά πράγματα που μποροφν να δουν μόνο όςοι ζχουν “Λάμψθ”. Ππωσ μποροφν να δουν πράγματα που δεν ζχουν ςυμβεί ακόμα… μερικζσ φορζσ βλζπουν πράγματα που ζγιναν πριν από πολφ καιρό. Νομίηω ότι πολλά ζγιναν εδϊ… ς’ αυτό το μζροσ, όλα αυτά τα χρόνια. Και δεν ιταν όλα καλά.” “Θ Λάμψθ” 1980, Στάνλεχ Κιοφμπρικ

Άνοιξα τα μάτια μου και μια πόλθ με περίμενε. Μια ςτεριά ςτθν άκρθ τθσ με καλωςόριηε, με ζφερνε ναυαγό ςτθν ερθμιά τθσ. Κτιρια ψθλά και χαμθλά ανεβοκατζβαιναν γεραςμζνα. Ο ιλιοσ, ζπεφτε πάνω ςτθν πόλθ που μάκραινε μζχρι τουσ ορίηοντεσ και τθσ ζφτιαχνε ζνα πρόςωπο που ζλιωνε. Αποςφνκεςθ ενόσ παλαιοφ βαςιλείου. Θ μνιμθ μου, πζταξε ςαν τζρασ, που κάποτε φυλάχτθκε βακιά κλειςμζνο. Κάτι μου κυμίηει αυτόσ ο τόποσ που ςβινει εμπρόσ μου. Θ βάρκα μου κόλλθςε ςε μια όχκθ από λάςπθ μαφρθ. Σθκϊκθκα χωρίσ να βγω από το ςκαρί και το βλζμμα μου δίχωσ να ντρζπεται, κοίταξε τισ ατζλειεσ αυτοφ του τόπου. Το τζρασ τθσ μνιμθσ είχε ιδθ ςθκωκεί ψθλά ςτον άνεμο, μζχρι που χάκθκε μζςα του. “Ιρκα” ψζλλιςα, και όλα τα κτιρια, οι δρόμοι, όλα τα παράκυρα, προδομζνα από άλλα χρόνια, γφριςαν και με κοίταξαν μονομιάσ. Τα κουφϊματα φαγωμζνα και βγαλμζνα απ’ τθ κζςθ τουσ, μου ςτράβωναν τα ςάπια χείλθ τουσ. Οι κουρτίνεσ τουσ ςκιςμζνεσ, με ειρωνεφονταν με κινιςεισ που διζταηε ο άνεμοσ. “Εγϊ ηω εδϊ τϊρα” μου ψικφριςε εκείνοσ…

39


“Θ Λάμψθ” 1980, Στάνλεχ Κιοφμπρικ

Κάποια πνεφματα και φαντάςματα είναι τρομαχτικά λοιπόν ςαν αυτά που ςυνζβθςαν, και κάποια άλλα τελικά αποδεικνφονται όχι πάντα τόςο ξζνα όςο ζμοιαηαν ςτθν αρχι. Μα όλα ζχουν το ςτοιχείο, ότι κάποτε ιταν οικεία, και για κάποιο λόγο ςτοιχειϊςανε.

“Θ Λάμψθ” 1980, Στάνλεχ Κιοφμπρικ

Ηdzislaw Βeksinski

Ζτςι το ανοίκειο ςυναίςκθμα αναγνωρίηεται από τισ αιςκιςεισ μασ· και όταν αυτζσ δεν λογοκρίνονται από τθ λογικι, γίνεται πιο δεκτικι και αναγνωρίςιμθ θ “υλιςτικι” του πλευρά ςτθν ηωι μασ. Το δίπολο φωλιά ι παγίδα και ταυτοπροςωπία ι αποπροςωποποίθςθ δείχνει ωσ θ “δθμιουργία” του ανκρϊπου για τθν ζκφραςθ των επικυμιϊν του και των φόβων του. Αυτι θ προςωπικι κατάκεςθ, ςυχνά οδθγεί ςε ζνα “ςτοίχειωμα” τθσ ψυχισ. Αυτό το ςτοίχειωμα είδαμε να αμφιςβθτείται, κακϊσ ςυχνά θ λογικι δεν μπορεί να το δεχτεί. Η φανταςία ζχει ωσ ρόλο να δθμιουργιςει δίπλα ςτα όςα ιδθ γνωρίηει, ζνα καινοφργιο αποτζλεςμα και για να το πετφχει αυτό κα πρζπει να αποτελεί μια αυκεντικι ονειροπόλθςθ που κα αντιπροςωπεφει ακριβϊσ το βιωματικό και μεταφυςικό υπόςτρωμα που αναςτατϊνει τον δθμιουργό. Αλλιϊσ κα είναι μια ψεφτικθ εικόνα που δεν κα λειτουργεί ωσ θ “πφλθ” που κα μασ πείςει να τθν διαςχίςουμε. Μια “υλικι” και όχι μόνο “κεωρθτικι” φπαρξθ των “φανταςμάτων” που ςτοιχειϊνουν τουσ χϊρουσ και τα ςϊματα που τουσ κατοικοφν, μπορεί να δθμιουργθκεί από ονειροπολιςεισ των όςων ζχουμε δει και ςυμπλθρϊςει με δικά μασ βιϊματα και φανταςιϊςεισ.

40


8. Συναρμολόγηςη Ανοίκειου (μετά την αποδόμηςη) Ράντα κάποιοσ κα δθμιουργεί νζουσ χϊρουσ από όςα βλζπει, ακοφει, αγγίηει, μυρίηει, ονειρεφεται, κυμάται. Και ακόμα και αν αυτά είναι παραδείγματα κάποιασ παλαιάσ απϊκθςθσ, τότε είναι που κα επθρεάηουν και πάλι τθ δθμιουργία άμεςα. Γιατί όταν κάποιοσ απωκεί, φςτερα επθρεαςμζνοσ φανερά κα αναηθτά τα φορτία που πζραςαν ςτθ δθμιουργία του. Πταν βίαια ξεχνά, μετά κυμάται, όταν βίαια κλείνει τα μάτια του, τα αυτιά του, τθ μφτθ του, άλλο τόςο βίαια μετά τυφλϊνεται από εικόνεσ, κουφαίνεται από ιχουσ, γεμίηει από μυρωδιζσ.

“Τότεσ εγϊ καταράςτθκα τα ςτοιχεία με τθν κατάρα τθσ αναςτάτωςθσ· και μια τρικυμία τριςάγια ξζςπαςε ςτα ουράνια, όπου πρωτφτερα, δε διάβαινε άνεμοσ. Κι ζγινε ο ουρανόσ πελιδνόσ απ’ τθν οργι τθσ τρικυμίασ – κ’ θ βροχι ζδερνε το κεφάλι του ανκρϊπου – και κατθφόριςαν τα ρζματα του ποταμοφ – κι ‘άφριςε λυςςαςμζνο το ποτάμι – και κράξανε ςτριγγά ςτθν κοίτθ τουσ τα νοφφαρα – και μπροσ ςτον άνεμο κατρακφλθςε το δάςοσ – και βρόντθξε ο κεραυνόσ – κ’ ζπεςε τ’ αςτροπελζκι – κι ο βράχοσ ςυκζμελα τραντάχτθκε. Κ’ εγϊ ιμουν ξαπλωμζνοσ εκεί μεσ ςτθν κρυψϊνα μου και πρόςεχα το τι ζκανε αυτόσ ο άνκρωποσ. Κι ο άνκρωποσ ζτρεμε ςτθ μοναξιά· – μα θ νφχτα διάβαινε, κ’ εκείνοσ κακότανε πάνω ςτο βράχο…” ςελ. 52, Ζντγκαρ Άλαν Ρόε, “ΣΛΩΡΘ” από “Λςτορίεσ Μυςτθρίου και Φανταςίασ”

Κάκε προςζγγιςθ τθσ ψυχισ του ανκρϊπου πρζπει να αναγνωρίηει και να διορκϊνει αν γίνεται αυτό το ςθμάδι τθσ απϊκθςθσ και τθσ απϊλειασ, και αν δεν γίνεται να εξαλειφκεί, τότε ζςτω να αντικακίςταται με ζνα άλλο που κα ςϊςει τθν ψυχι. “Guernica” (1937)

Στισ 26 Απριλίου του 1937, μζςα ςε τριςιμιςθ μόνο ϊρεσ, θ πόλθ των Βάςκων Γκερνίκα, ιςοπεδϊκθκε από τισ αεροπορικζσ δυνάμεισ των φαλαγγιτϊν. (…) Ζχοντασ τισ εντυπϊςεισ αυτζσ ηωντανζσ ςτο μυαλό του, ο Ρικάςο εγκατζλειψε τθν αρχικι του ιδζα και τθν Ρρωτομαγιά του 1937 άρχιςε να δουλεφει πάνω ςε μια νζα ιδζα. Στα μζςα Λουλίου το ζργο είχε ολοκλθρωκεί και είχε ιδθ ςτθκεί ςτον τοίχο του ιςπανικοφ περιπτζρου τθσ Διεκνοφσ Ζκκεςθσ. ςελ.145 “ΡΛΚΑΣΟ” Carsten-Peter Warncke

Ηdzislaw Βeksinski

“Θ τζχνθ πλζνει τθν ψυχι από τθν ςκόνθ τθσ κακθμερινότθτασ” Ράμπλο Ρικάςο

41


Η δθμιουργία, ςαν κομμάτια πολλά που ενϊκθκαν, κυμίηει μια ςυναρμολόγθςθ από μια αποςυναρμολόγθςθ που προθγικθκε. Ζνα νζο κατακερματιςμζνο αποτζλεςμα που πλθςιάηει τθν αςυνείδθτθ ανάγκθ επικυμίασ και φοβίασ. “micromegas” Daniel Libeskind

“Για ζναν αρχιτζκτονα που ςκοπίμωσ δεν βρίςκει ευχαρίςτθςθ ςτθν ενατζνιςθ ςπουδαίων ζργων, παλιϊν ι ςφγχρονων, ι ακόμα και ςτθν ανταγωνιςτικι μίμθςι τουσ, αλλά μάλλον ςτθν “αποςυναρμολόγθςι” τουσ, ςίγουρα μετατρζπει τθν ευχαρίςτθςθ ςε “παράλογα” αποτελζςματα.” ςελ.103 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler “…ο Tschumi, ςφμμαχοσ, ο ίδιοσ πρωτίςτωσ ςε μία παροφςα κατάςταςθ όπου κα χαρακτθριηόταν από κατακερματιςμό και αποχωριςμό. Μια αποδόμθςθ που ταιριάηει με αυτιν τθσ λογοτεχνικισ – φιλοςοφικισ. ” ςελ.104 “Θ θδονι μου δεν αναδφκθκε ποτζ ςτο να κοιτάηω τα κτιρια, τα “ςπουδαία ζργα” τθσ ιςτορίασ ι του παρόντοσ τθσ αρχιτεκτονικισ, αλλά μάλλον ςτο να τα αποςυναρμολογϊ.” Bernard Tschumi ςελ.103 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

“Parc de la Villette” Bernard Tschumi

“Ο ντεκονςτρουκτιβιςμόσ είναι μια εξζλιξθ τθσ μεταμοντζρνασ αρχιτεκτονικισ, που ξεκίνθςε ςτα τζλθ τθσ δεκαετίασ του 1980. Επθρεάηεται από τθ κεωρία τθσ “Αποδόμθςθσ”, που είναι μια μορφι τθσ ςθμειωτικισ ανάλυςθσ. Χαρακτθρίηεται από τισ ιδζεσ του κατάκερματιςμοφ, το ενδιαφζρον ςτο να χειρίηεται ιδζεσ απ’ τθν επιφάνεια του δζρματοσ ι μιασ δομισ, από μθ ευκφγραμμα ςχιματα που ενδζχεται να νοκεφςουν και να εξαρκρϊςουν μερικά από τα ςτοιχεία τθσ αρχιτεκτονικισ, όπωσ τθ δομι του κτιρίου και το κτιριακó κζλυφοσ. Θ τελικι οπτικι εμφάνιςθ των κτιρίων που παρουςιάηουν τα πολλά ντεκονςτροκτιβιςτικά "ςτυλ" χαρακτθρίηεται από μια τόνωςθ του απρόβλεπτου και από ζνα ελεγχόμενο χάοσ.” “Ραρ 'όλα αυτά, ο όροσ ζχει “κολλιςει” και ςτθν πραγματικότθτα, ζχει ζρκει τϊρα να αγκαλιάςει μια γενικι τάςθ ςτθ ςφγχρονθ αρχιτεκτονικι.” “Ο Tschumi πίςτευε ότι ο ντεκονςτρουκτιβιςμόσ δεν ιταν ζνα κίνθμα, αλλά απλά μια κίνθςθ ενάντια ςτθν πρακτικι του μεταμοντερνιςμοφ.” (4)

42


Ππωσ ζνα παιδί που από ανάγκεσ ςτο παιχνίδι του αποςυναρμολογεί και ςυναρμολογεί μετά “παράλογα” ανάλογα τθν βακφτερι του ανάγκθ, αυτι θ δθμιουργία βλζπουμε πωσ προζρχεται από επικυμίεσ που κατάλθξαν ςτον πραγματικό κόςμο ελλιπείσ, και από φόβουσ που κρφβουν απουςίεσ. Η ανάγκθ μετουςίωςθσ ιταν είδαμε ανάγκθ “αποδόμθςθσ”. Φτάςαμε άρα ςε μια δθμιουργία ονειροπόλθςθσ από κάποια απουςία, “κενό”. Μζρθ για τα οποία κάποιοσ ζχει τυχόν ακοφςει, αλλά δεν ζχει βρεκεί ποτζ, του τα ζχουν περιγράψει και μερικϊσ απεικονίςει, ςε όλθ αυτι τθν περιγραφι, ενδζχεται να ακολουκιςει μια δικι του ονειροπόλθςθ. Η προςπάκεια αυτι, να φανταςτεί τουσ χϊρουσ αυτοφσ που δεν βρζκθκε, είναι ςυχνά τόςο φποπτθ, όςο για να εκφράςει μια κζλθςθ ι φοβία για τθν επίςκεψι του ςε αυτοφσ. Να εκφράςει κάποια οικειότθτά του. Εδϊ με τθ λζξθ “οικειότθτα”, εννοοφμε τθν κζλθςθ για επαφι με το χϊρο. Ή ςτο αντίκετό τθσ, μια κζλθςθ αποφυγισ του, μια φοβία δθλ για τθν επαφι με αυτόν. Άρα μια οικειοποίθςθ για αποφυγι τθσ φοβίασ. Είτε λοιπόν ωσ οικειότθτα επικυμίασ, είτε ωσ φόβου, με κάποιο τρόπο, το υποκείμενο μερικϊσ “βρζκθκε” ςε αυτοφσ τουσ χϊρουσ. Ρροςπάκθςε να τουσ περιγράψει και να τουσ ηωντανζψει από δικά του βιϊματα και δικζσ του εικόνεσ. Τουσ “βίωςε” μζςω των αιςκιςεων του ςε παρόμοιεσ καταςτάςεισ, που δθμιοφργθςαν χϊροι δικοί του, και θ φανταςία του τϊρα, μαηί με τθ μνιμθ από εκείνουσ, ςφνκεςε νζεσ εικόνεσ για χϊρουσ, για ότι δεν γνωρίηει, δεν ζχει δει ι ηιςει. Ζφτιαξε μια εικόνα καινοφργια, θ οποία υπάγεται και δεν υπάγεται ςε κάποια “προ-γζνεςθ”, αφοφ ταυτόχρονα προζρχεται και από εξωτερικοφσ παράγοντεσ εκτόσ του προςωπικοφ φανταςτικοφ. Ζνασ χϊροσ, από χϊρουσ που ζχουν κάπωσ “βιωκεί”. Εμπνεφςτθκε από όςα ζχει δει ι ακοφςει. Φτιάχτθκε ζνα δθμιοφργθμα από κομμάτια πολλά και του δόκθκε ηωι.

“Jewish Museum Berlin” Daniel Libeskind “Ζνα Κενό "δεν είναι πραγματικά ζνασ μουςειακόσ χϊροσ." (Daniel Libeskind, 1999) “Τα κενά του Μουςείου αναφζρονται ςε "αυτό που δεν μπορεί ποτζ να εκτεκεί, όταν πρόκειται για τθν ιςτορία των Εβραίων του Βερολίνου:. Ανκρωπότθτα που μετατράπθκε ςε ςτάχτθ" (Daniel Libeskind, 2000) (5)

43


“Τρεισ άξονεσ που ςυμβολίηουν τρεισ πραγματικότθτεσ ςτθν ιςτορία των γερμανικϊν Εβραίων. Ο πρϊτοσ και μεγαλφτεροσ από αυτοφσ τουσ άξονεσ είναι ο "Άξονασ τθσ Συνζχειασ." Συνδζει το παλιό κτίριο με τθν κφρια ςκάλα, θ οποία οδθγεί ςε επίπεδα ζκκεςθσ. Ο αρχιτζκτονασ περιγράφει τον άξονα τθσ ςυνζχειασ ωσ θ ςυνζχιςθ τθσ ιςτορίασ του Βερολίνου, ο ςυνδετικόσ δρόμοσ από τον οποίο οι άλλοι άξονεσ διακλαδίηονται.” (5)

"Άξονασ τθσ Συνζχειασ”

“Ο “Άξονα τθσ Μετανάςτευςθσ" οδθγεί ζξω ςτο φωσ τθσ θμζρασ και τον Κιπο τθσ Εξορίασ. Στο δρόμο για εκεί, οι τοίχοι είναι ελαφρϊσ λοξοί… ενϊ το δάπεδο είναι ανϊμαλο και ανεβαίνει ςταδιακά. Μια βαριά πόρτα πρζπει να ανοίξει πριν από το κρίςιμο βιμα μζςα ςτον κιπο.” (5)

44


“Ο “Άξονασ του Ολοκαυτϊματοσ" είναι ζνα αδιζξοδο. Γίνεται όλο και ςτενότεροσ και πιο ςκοτεινόσ και τελειϊνει ςτον Ρφργο του Ολοκαυτϊματοσ. Στο δρόμο εμφανίηονται πίςω από γυαλί, ζγγραφα και προςωπικά αντικείμενα που μαρτυροφν τθν ιδιωτικι και δθμόςια ηωι των ιδιοκτθτϊν τουσ, οι οποίοι ζχαςαν τθ ηωι τουσ.” (5)

45


Εκτόσ όμωσ των χϊρων που κουβαλάνε ζνα εμφανζσ βιωματικό ςθμάδι ανοικείωςθσ, κανάτου και ςκιάσ, κάκε χϊροσ μπορεί να δθμιουργιςει ονειροπολιςεισ, πίςω από πιο κακθμερινζσ ανθςυχίεσ και αναηθτιςεισ, ςτθν ζννοια αυτισ τθσ ςυνζνωςθσ ςτοιχείων από το οτιδιποτε για νζεσ εικόνεσ και άρα κάποιου ςωςία. Ασ αναφερκοφμε πρϊτα ςε κάποιουσ, που ακόμα και για τθν πιο ρεαλιςτικι αντίλθψθ, είναι ο ρόλοσ τουσ τζτοιοσ να το επιτυγχάνουν. Υπάρχουν χϊροι λοιπόν, καταςκευαςμζνοι από τουσ ανκρϊπουσ, που δθμιουργικθκαν για να “μεταφζρουν” ςε κάποια άλλθ πραγματικότθτα. Για παράδειγμα ζνα μουςείο, μασ μεταφζρει ςτθν ατμόςφαιρα των εκκεμάτων του. Ανάλογα το ζκκεμα και θ ονειροπόλθςθ. Αν για παράδειγμα μασ προςφζρει πλθροφορίεσ για μια πόλθ κάποιασ ςυγκεκριμζνθσ εποχισ, τότε μεταφερόμαςτε “μερικϊσ” ςτουσ χϊρουσ, ςτα αντικείμενά τουσ, μεταφερόμαςτε ςτισ ςυνικειεσ των κατοίκων, ςτισ εικόνεσ που βλζπουμε και φανταηόμαςτε. Αντίςτοιχα και ςε ζνα ηωολογικό κιπο, φανταςιωνόμαςτε το περιβάλλον, ψάχνουμε τθν υποκετικι μασ τοποκζτθςθ ςτον χϊρο αυτό, ςαν να ιμαςταν άλλοι άνκρωποι (για παράδειγμα ζνασ Νοφβιοσ ικαγενισ του Νείλου, μζςα ςτθ φελοφκα του, τθν ενδυμαςία του και τθν κακθμερινότθτα που μασ αναδεικνφει θ κάκε πλθροφορία. Μπορεί ζτςι να ςυναντιςουμε π.χ. κροκόδειλουσ ι ακόμα προχωρϊντασ ςε βακφτερεσ ονειροπολιςεισ, όπωσ να ιμαςταν εμείσ ο κροκόδειλοσ, ι τα πλάςματα που παρατθροφμε, ακόμα και κάποια αντικείμενα. Αυτι θ ιδζα τθσ “μεταφοράσ” μασ ςτθ κζςθ κάποιου άλλου χϊρου, ςϊματοσ, πλάςματοσ ι αντικειμζνου, ι ακόμα και ςτοιχείο τθσ φφςθσ, κινείται ανάμεςα ςτθν εικόνα του ςωςία μασ και ςτθν προςφορά ι αφαίρεςθ ηωισ από κάτι άψυχο ι ζμψυχο· ςτθν οποία εικόνα, όπωσ αναλφςαμε, κάποιοι αναγνωρίηουν μια ζντονθ εμφάνιςθ του ανοίκειου. Απλά εδϊ πρζπει να παρατθριςουμε, πωσ θ γνϊμθ μασ, δεν κεωρθκεί κάτι ανοίκειο αν δεν αποτελεί όπωσ

Το μυαλό μου ςαν να κυμόταν τθν εκλεκτι του αξία εδϊ ςτον κόςμο όπου παιδί βαςίλεψα. Ρωσ ζφταςα ςτθσ νφχτασ τοφτθσ το κόλο; Ρου αφοφ φεγγάρι δεν ζχει εκεί ψθλά, να βρω μια πόρτα να βγω μζχρι τθν παλιά μου πόλθ. Να βγω και να ξεφφγω απ’ τον τόπο εκείνο που ξεχάςτθκε, να δω τον ιλιο που κα ‘ρκει το πρωί. Και οι ςκάλεσ λζγοντασ αυτά βρζκθκαν κι εγϊ τισ ανζβθκα. Θ ςκζψθ μιασ γυναίκασ εδϊ μζςα, ηζςταινε το χϊρο και τοίχουσ ζχτιηε με τθ λαχτάρα μου. Ζχτιςα γι’ αυτιν μια αυλι υπερυψωμζνθ, που εδϊ κάκεται και κοιτά τισ ςτζγεσ μιασ πόλθσ όμορφθσ. Γζφυρεσ τθ φζρνουν πιο κοντά μ’ όλουσ αυτοφσ που τθν κωροφν, και δρόμοι κάτω, τθν κάνουν πριγκίπιςςα του πφργου. Ηωι γεμάτθ, τα ςπίτια και τα δωμάτια αντίκρυ τθσ. Λίμνεσ τθν κακρεφτίηουν και άλλα γεφφρια τθν χαηεφουν από ψθλά. Θ ζλευςι μου κάκε νφχτα τθ ςυμπλιρωνε, τθ γζμιηε με γειτονιζσ περιςςότερεσ. Και ιμουν ανάμεςά τουσ ζνα δρομάκι, ςαν τα αμζτρθτα που φτιάχνανε τον κόςμο, και ςκαρφάλωνα ςτα παρακφρια τουσ. Ανάμεςα ςε όλεσ τισ εικόνεσ, εγϊ ο δθμιουργόσ, χανόμουν ςτα πατάρια που ςασ φυλάνε κόρεσ. Να τθ, ςτολίηει τθ βεράντα τθσ. Και με λαχτάρα τθ φϊναηε κάποιοσ να επιςτρζψει ςτο δωμάτιο πίςω. Ζνα παιδί που μου ‘μοιαηε χρόνια πριν, μθν ξζροντασ πωσ κα ξεχάςει να ξανάρκει, και ςιμερα ςου ψικυρίηει “άςε με να μείνω εδϊ, ς’ αυτόν τον κρφο, τον νεκρό τον λόφο”. Σάπια ερείπια ςτζκουν πια, ςτθ κζςθ τθσ

46


λζει ο Shelling ζνα μφχιο μυςτικό: “Ανοίκειο είναι κάκε τι που αναδφεται ςτθν επιφάνεια των πραγμάτων, ενϊ όφειλε να παραμείνει κρυφό.”

Στθν περίπτωςθ λοιπόν μεταφοράσ του ςϊματόσ μασ ςε μια κατάςταςθ – μζςω ονειροπόλθςθσ – , για να κεωρθκεί ανοίκεια, πρζπει να ςυνδζεται με βακιζσ ίςωσ και καταπιεςμζνεσ επικυμίεσ. Δεν είναι ανοίκειο άρα να ςκεφτεί κάποιοσ τον εαυτό του ςαν… ικαγενι τθσ εριμου ι κροκόδειλο ι ςτρουκοκάμθλο(!), αν αυτό δεν ζχει να προςκζςει κάτι ακόμα ςτθν ονειροπόλθςι του. Ρικανϊσ όςο το ςκζφτεται να του φαντάηει μονάχα αςτείο ι μπορεί και πολφ ενδιαφζρον, αλλά όχι απαραίτθτα ανοίκειο. Και ακόμα κι αν αναπάντεχα πραγματοποιθκεί θ ςκζψθ του, απλά για αρκετό χρόνο πικανϊσ να μθν μπορεί να ςυνειδθτοποιιςει καν τι ςυνζβθ

Ο Κφρκοσ Δοξιάδθσ, ςτο επίμετρό του για το κείμενο του Φρόυντ “Το Ανοίκειο” γράφει, πωσ “…το ανοίκειο δεν είναι θ απλι διαπίςτωςθ κάποιασ ςυνφπαρξθσ αςφμφωνων μεταξφ τουσ αναπαραςτάςεων. Θ αίςκθςθ του ξζνου ι του φοβιςτικοφ ςθματοδοτεί το ζνοχο μυςτικό που επανζρχεται, όχι κάτι που απλϊσ δεν ςυνάδει αρμονικά με κάποιεσ άλλεσ πεποικιςεισ μασ… Για να μποροφν οι ξεπεραςμζνεσ ι υπερνικθμζνεσ πεποικιςεισ να επανζλκουν, και να επανζλκουν όχι ωσ απλζσ αναμνιςεισ αλλά ωσ αίςκθςθ ανοίκειου, ςθμαίνει ότι αυτζσ είναι ικανζσ να απειλιςουν τισ τρζχουςεσ, ςυνειδθτζσ πεποικιςεισ του υποκειμζνου.”(ςελ.78) Ζτςι καταλιγει πωσ “Το ανοίκειο είναι θ εκ των ζνδον απειλι του εαυτοφ μασ: όταν μζροσ εαυτοφ απειλεί εαυτόν.”(ςελ.79) “Είναι πικανϊσ ςωςτό ότι το ανοίκειο ταυτίηεται με το οικείο, το οποίο υπζςτθ μιαν απϊκθςθ απ’ όπου αναδφεται εκ νζου, κακϊσ και ότι και κάκε τι ανοίκειο πλθροί αυτιν τθν προχπόκεςθ. Πμωσ, εδϊ θ επιλογι του υλικοφ δεν επιλφει το μυςτιριο του ανοίκειου. Είναι προφανζσ ότι θ υπόκεςθ μασ δεν επιδζχεται αντιςτροφι: οτιδιποτε παραπζμπει ςε απωκθμζνεσ επικυμίεσ και παρωχθμζνουσ τρόπουσ ςκζψθσ δεν είναι κατ’ ανάγκθν ανοίκειο ”. ςελ. 55, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ

παλιάσ φωλιάσ ςου. “Εδϊ πάνω να ξαπλϊςω τισ νφχτεσ που απομζνουν κζλω”. Εδϊ ψθλά δίπλα ςτθ ςκζψθ, πωσ κάποιοσ περιμζνει. Ρριν προδϊςω τθ φυλι μου όλθ, πριν αυτόσ που ονομαηόταν ιρωασ, τζρασ μοιάςει. Αυτά τα τζρατα, που βγαίνουν μνιμεσ καταραμζνεσ απ’ το βοφρκο και απ’ τθ κζςθ τουσ απολικωμζνα ηωντανεφουν, γιατί εμζνα με κοιτάνε τζρασ;

“Ξυπνϊντασ κάποιο πρωί ο Γκρζγκορ Σάμςα από ταραγμζνο φπνο, βρζκθκε ςτο κρεβάτι του μεταμορφωμζνοσ ς’ ζνα τεράςτιο ζντομο.” ςελ.27, “Θ Μεταμόρφωςθ”, Φραντσ Κάφκα

“Metamorphosis” - Franz Kafka, Theatre, Dublin, David Farr – Gisli Orn Gardarsson

47


Αν όμωσ προςκζςει κάποιο μφχιό του μυςτικό, το οποίο πθγάηει από μια “απουςία” του, τότε θ μεταμόρφωςθ, ο ςωςίασ, θ εμψφχωςθ τθσ άλλθσ ηωισ και ο ανιμιςμόσ τθσ παντοδφναμθσ ςκζψθσ, αλλάηουν τθν ονειροπόλθςθ από ανοφςια… ςε “ανοίκεια”. Αν για παράδειγμα ο ςυγκεκριμζνοσ, είναι ζνασ με αναπθρία ςτα πόδια ονειροπόλοσ, που δεν μπορεί πλζον να τρζξει και αυτό του ζχει προκαλζςει απϊλεια ςωματικι και ψυχικι… τϊρα ίςωσ φτάςει ςτο ςυμπζραςμα πωσ δεν ιταν τυχαία και ανοφςια θ επιλογι να γίνει… ςτρουκοκάμθλοσ: Το ταχφτερο πλάςμα του κόςμου, που όπωσ κα κυμθκεί είχε διαβάςει κάποτε μικρόσ, καλείτε τϊρα ξανά ςτθ φανταςία του, όπωσ ζλεγε ο Ιοφλιοσ Βερν, να τρζξει όςο γίνεται γρθγορότερα με τα πόδια του, μζχρι “Το αςτζρι του Νότου” μακριά ςτον ορίηοντα τθσ εριμου. Τϊρα πράγματι θ ονειροπόλθςθ μοιάηει να κινείται ανάμεςα ςε μια προςωπικά βιωμζνθ απουςία και μια παντοδυναμία τθσ ςκζψθσ· και πωσ αυτζσ πικανϊσ ςυνδζονται ςτθν γζννθςθ του ανοίκειου, ακόμα και μζςα από ζνα “ψεφτικο” παραμφκι. Από τα παλαιότερα χρόνια οι άνκρωποι ταυτίηονταν με τα ςτοιχεία τθσ φφςθσ, τα ηϊα και τουσ κεοφσ· και αν ςκεφτοφμε καλφτερα κα δοφμε πωσ ίςωσ πάλι να γινόταν ανάλογα με τα ςυναιςκιματά τουσ και τα χαρακτθριςτικά αυτϊν, ενϊνοντασ άρα τα βιϊματα με τισ φανταςίεσ. Σε ζνα τζτοιο παράδειγμα, ζνασ ινδιάνοσ που πιρε το όνομα του “ποταμοφ”, ασ αναλογιςτοφμε ότι ίςωσ να προερχόταν από κάποια του ονειροπόλθςθ, ςε μορφι καταπιεςμζνθσ επικυμίασ ι φόβου.

“Τότε το ςυμπζραςμά μασ κα ιταν ότι θ βιωματικι αίςκθςθ του ανοίκειου γεννιζται όταν οριςμζνα απωκθμζνα παιδικά ςυμπλζγματα αναβιϊνουν με αφορμι ζνα ερζκιςμα, ι όταν δθμιουργείται θ εντφπωςθ ότι επιβεβαιϊνονται εκ νζου οριςμζνεσ πρωτόγονεσ πεποικιςεισ που το υποκείμενο ζχει ξεπεράςει. Τελικά, θ επικυμία μασ να ζχουμε μια οριςτικι άποψθ και απόλυτθ διαφάνεια δεν πρζπει να ςκιάηει τθν επίγνωςθ ότι τα δφο είδθ του ανοίκειου που ςκιαγραφιςαμε εδϊ δεν οριοκετοφνται πάντα απολφτωσ. Αν αναλογιςτοφμε ότι οι πρωτόγονεσ πεποικιςεισ ςυναρτϊνται ςτενότατα με τα παιδικά ςυμπλζγματα και ότι ςτθν πραγματικότθτα είναι ριηωμζνεσ εκεί, δεν κα εκπλαγοφμε ιδιαίτερα από αυτι τθν κατάργθςθ των ορίων.” ςελ.60, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ

“Θ κινοφμενθ πλατφόρμα ςτο ςπίτι ςτο Μπορντό του Rem Koolhaas επιτρζπει ςτον κάτοικο να αποκτιςει πρόςβαςθ ςε μια ςειρά από ςτοιβαγμζνουσ όγκουσ χωρίσ να χρειάηεται να μετακινείται. Μερικά από τα πιο αξιομνθμόνευτα ζργα τθσ αρχιτεκτονικισ ζχουν προκφψει από τισ ατυχίεσ τθσ ηωισ: ζνα ςχεδόν κανατθφόρο αυτοκινθτιςτικό ατφχθμα οδιγθςε ζναν άνκρωπο κακθλωμζνο ςε αναπθρικι καρζκλα ςτθ Γαλλία να δϊςει παραγγελία το ςπίτι ςτο Bordeaux, ζνα λαμπρό παράδειγμα του Rem Koolhaas εναλλακτικισ εςωτερικισ κυκλοφορίασ.” (6)

48


“Ο Frank Lloyd Wright ομοίωσ ςχεδίαςε ζνα ςπίτι το 1948 για τον Kenneth Laurent, ζναν ανάπθρο βετεράνο πολζμου, του οποίου θ ηωι ζγινε ευκολότερθ από το ευρφχωρο, καμπυλόγραμμο ςχζδιο του ΢άιτ.” (6)

“Στο ςφγχρονο Τόκιο, οι αρχιτζκτονεσ Takeshi Hosaka ςχεδίαςαν ζνα ιδιόμορφο ςπίτι για ζνα ηευγάρι κωφϊν και τθν οικογζνειά τουσ, ϊςτε οι γονείσ να επικοινωνοφν με τα μικρά παιδιά τουσ, ακόμθ και από μεγάλεσ αποςτάςεισ.” (6)

Στον Ψαλιδοχζρθ (1990, Τιμ Μπάρτον) δθμιουργείται μια παραμυκζνια ιςτορία που ξεκινά με μια ςωματικι αναπθρία και μια ψυχικι απϊλεια. Και ςτον “Τςάρλι και το εργοςτάςιο ςοκολάτασ” (2005 Τιμ Μπάρτον) ζχουμε τθ δθμιουργία ενόσ φανταςτικοφ κόςμου εξαιτίασ μιασ παιδικισ ανικανοποίθτθσ επικυμίασ.

49


Κάποιοσ μπορεί, μθν πιςτεφοντασ απαραίτθτα ςε ανιμιςτικά - μεταφυςικά ςτοιχεία, να εκλάβει ωσ ανοίκεια τθν (ανιμιςτικι -μεταφυςικι) εικόνα που του παρουςιάηεται. Ακριβϊσ επειδι αυτι ςυνδζεται με τα προςωπικά του “κζλω και φοβάμαι”. Βζβαια εδϊ να επιςθμάνουμε, πωσ για το ςυναίςκθμα του ανοίκειου, δεν χρειαηόμαςτε τον ψυχαναλυτι να μασ το υποδείξει, ι δεν χρειάηεται καν να δράςουμε για να το αιςκανκοφμε ςαν “ντεντζκτιβ” και να βροφμε πωσ αυτό ερμθνεφεται (κακϊσ εδϊ δεν μιλάμε για τθν οδό τθσ κεραπείασ από αυτό το ανοίκειο και τθν απϊλεια από τθν οποία προζρχεται, αλλά μιλάμε απλά για τθν ςτιγμι που εκλαμβάνεται ωσ τζτοιο, και αν γίνεται αντιλθπτό). Ξζρει καλά ο κάκε ζνασ μασ, πότε και με τι, αιςκάνεται ανοίκεια, και αν απλά το “γιατί” μονάχα, παραμζνει κρυφό, τότε δεν είναι απαραίτθτο να βρεκεί κεωροφμε· κακϊσ θ εικόνα από μόνθ τθσ αρκεί (θ αξία τθσ “φαινομενολογίασ” τθσ εικόνασ).

“Το ςυναίςκθμα του παραλόγου μπορεί να χτυπιςει καταπρόςωπο οποιονδιποτε άνκρωπο, ςτθ ςτροφι οποιουδιποτε δρόμου. Αυτό κακαυτό, με τθν τρομερι γφμνια του, με το δίχωσ λάμψθ φωσ του, είναι αςφλλθπτο.” ςελ.26, “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ

Αν αιςκάνεται κάποιοσ ανοίκεια ςτο να δει τθ κάλαςςα, δεν χρειάηεται απαραίτθτα να μάκει το γιατί. Αρκεί να φροντίςει να το κάνει ι να μθν το κάνει (ανάλογα με το αν προζρχεται από επικυμία ι φόβο). Αλλά γιατί κάποιοσ να κεωριςει ανοίκειο κάτι τζτοιο; “Εφχομαι, θ κάλαςςα να είναι τόςο γαλάηια όςο είναι και ςτα όνειρά μου” λζει ο φυλακιςμζνοσ (“The Shawshank

Redemption”(1994), του Frank Darabont, βαςιςμζνο ςτο βιβλίο του Steven King) που δεν ζχει φτάςει ποτζ να τθ δει, μα παρ’ όλα αυτά φοβάται για αυτιν, μθν και δεν είναι τόςο γαλάηια. Και αιςκανόμαςτε τθν ςυγκίνθςι του όταν αποφυλακιςμζνοσ πια τθν πλθςιάηει. Μιλϊντασ για κάτι που δεν ξζρει, μα παρ’ όλα αυτά το ονειρεφεται, αναφερόμαςτε εδϊ ςε εικόνεσ πλαςμζνεσ ςτο μυαλό του, από όςα ζχει ακοφςει, αλλά και με βάςθ δικά του απωκθμζνα βιϊματα. Για παράδειγμα εδϊ μπορεί θ κάλαςςα να εκφράηει τθν ελευκερία που του ςτερικθκε τόςα χρόνια. Ζφτιαξε λοιπόν μια κάλαςςα

50


να ονειρεφεται πάντα, γιατί ιταν κάτι που δεν είχε ποτζ, όπωσ και θ ελευκερία. “Δεν φοβάμαι μθν πεκάνω,

“The Shawshank Redemption”(1994), Frank Darabont

ι που παραβιάηω τθν αναςτολι μου, αλλά… ςαν φτάςω, μιπωσ δεν είναι θ κάλαςςα τόςο γαλάηια.” Μιπωσ δεν

είναι τόςο γλυκιά θ ελευκερία μπορεί να ςκεφτοφμε εμείσ, μιπωσ δεν μπορζςει πια να “κολυμπιςει” μζςα ςτθν ελευκερία αυτι. Και το ανοίκειο κινείται ανάμεςα ςε φόβο και επικυμία. Ανάμεςα ςε μια ονειροπόλθςθ και μια βιωμζνθ καταπίεςθ, απουςία. Γιατί αν θ ελευκερία πλζον που γζραςε, δεν είναι τόςο όμορφθ; Τότε ίςωσ ζςτω να είναι “θ κάλαςςα τόςο γαλάηια”. Γιατί εδϊ ερχόμαςτε να ξαναποφμε πωσ αςχολοφμενοι με τθν ψυχανάλυςθ τθσ εικόνασ και τθν ερμθνεία του ανοίκειου, πικανϊσ ςπάμε τθν απϊκθςθ που ζγινε και για κάποιο λόγο είχε γίνει: ςτο ότι αυτόσ ο φυλακιςμζνοσ ςτερικθκε τθν ελευκερία του, και ζτςι ανιγαγε όλο του το πάκοσ ςτθ γαλάηια κάλαςςα. Ροιόσ είπε, πωσ κζλει να αςχολθκεί άλλο με τθν ελευκερία που χάκθκε; Τα όνειρα ζρχονταν εξάλλου και ςτο κελί μζςα, πριν ελευκερωκεί και πριν ακόμα φτάςει να κάνει ίςωσ το όνειρο πραγματικότθτα. Μπορεί για παράδειγμα να μθν αποφυλακιηόταν ποτζ, ι θ ελευκερία τϊρα που γζραςε, να είναι μια νζα, ζωσ απάνκρωπθ και δφςκολθ πρόκλθςθ για αυτόν. Χαρακτθριςτικά ςτθν ταινία, ζνασ άλλοσ τρόφιμοσ που αποφυλακίηεται ςε μεγάλθ θλικία κι αυτόσ, μθν μπορϊντασ να επανενταχκεί ςτθν κοινωνία, αυτοκτονεί: “ςτθν φυλακι τόςα χρόνια, ιμουν πλζον κάποιοσ” ομολογεί ςτον εαυτό του και δεν αντζχει τθν ςυνζχεια τθσ πορείασ και τθσ γεφφρωςθσ των κόςμων του μζςω μιασ ςωτιριασ ονειροπόλθςθσ. Μπορεί λοιπόν για κάποιον θ αςυνείδθτθ επικυμία να είναι θ ελευκερία, μα το οικείο πια χάκθκε τόςα χρόνια ςτο κελί του, και το ςυνειδθτό του κζλω (θ ίδια του θ λογικι) διαςτρεβλϊκθκε, και ζτςι επιςτρζφει ωσ αςυνείδθτο όνειρο, ωσ μυςτικό μφχιο, ωσ ςυνειδθτι μεταμόρφωςθ, ζνα ανοίκειο ςυναίςκθμα, ονειροπόλθςθ μιασ κάλαςςασ τόςο γαλάηιασ.

“…κατανοοφμε γιατί θ γλωςςικι χριςθ επιτρζπει τθ ςθμαςιολογικι μετάβαςθ του οικείου *heimlich+ ςτο αντίκετό του, το ανοίκειο *unheimlich+· διότι, ςτθν πραγματικότθτα, αυτό το ανοίκειο δεν είναι κάτι νζο ι ξζνο αλλά κάτι παλαιόκεν οικείο (vertraut) ςτθν ψυχικι ηωι, που θ απϊκθςθ αποξζνωςε από αυτιν. Θ ςχζςθ με τθν απϊκθςθ ξεδιαλφνει και τον οριςμό του Σζλλινγκ ότι το ανοίκειο είναι κάτι που, από το ςκοτάδι όπου όφειλε να παραμείνει, πρόβαλε ςτο φωσ.” ςελ.48, “Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ

51


Και ίςωσ πράγματι, το μυςτικό ςε κάποιεσ περιπτϊςεισ, κα πρζπει να παραμζνει κρυμμζνο, πζρα από κάκε ψυχανάλυςθ και ανιχνευτικι μασ περιζργεια. Άλλο το να μθν ερμθνεφουμε πάντα το αςυνείδθτο για να μθν παραμελιςουμε τθν φαινομενολογία τθσ εικόνασ, και άλλο το να απωκοφμε τα όνειρα και να τα λογοκρίνουμε, να τα εγκαταλείπουμε. Το ανοίκειο ςυνιςτά τθν επιςτροφι τθσ απωκθμζνθσ απϊλειασ ςε νζα μεταμορφωμζνθ εικόνα και όχι τθν εγκατάλειψι τθσ. Γιατί ο πρωταγωνιςτισ και εμείσ ωσ παρατθρθτζσ, δεν χρειαηόμαςτε τθν ανάλυςθ για να ςυγκινθκοφμε βλζποντάσ τον να πλθςιάηει τθ κάλαςςα· αλλά και να πιςτζψουμε πωσ αυτό είναι πια, ςτ’ αλικεια, το δυνατότερο ςθμείο του “κζλω” του. Μπορεί βακιά μασ και εμείσ, και αυτόσ, να το ζχουμε ανάγει ιδθ ςτθν ελευκερία του, αλλά θ φαινομενολογία τθσ εικόνασ, είναι πιο δυνατι από τθν ερμθνεία τθσ. Δεν κζλει ίςωσ καν να αςχολθκεί με τθν ελευκερία του, να του υπενκυμίηονται τα χρόνια που χάκθκαν ςτθν φυλακι τθσ· κακϊσ τϊρα ςτθν νζα του εικόνα: “δεν μου καίγεται καρφί, τι ςφραγίδα κα βάλει ο διευκυντισ τθσ φυλακισ για τθν αποφυλάκιςι μου ι όχι” μονάχα εφχεται, ζςτω τϊρα γζροσ που είναι, “θ κάλαςςα να είναι τόςο γαλάηια όςο ςτα όνειρά μου”.

Ζτςι λοιπόν, πρζπει να ξεχωρίςουμε από τισ περιπτϊςεισ ονειροπόλθςθσ, εκείνεσ που ζχουμε λόγουσ να νοιϊςουμε ανοίκεια, λόγο τθσ παλαιάσ οικειότθτασ που χάκθκε *θ οικειότθτα αυτι ξαναλζμε μπορεί να αναφζρεται είτε (α) ςε μια παλιά επικυμία, είτε (β) ςε μια παλιά φοβία, που άρα κρφβει μζςα τθσ, τθν επικυμία του αντικζτου τθσ, άρα και πάλι επικυμία.] Ο κάκε χϊροσ μπορεί να προκαλζςει αυτά τα αποτελζςματα, αρκεί να προςφζρει υλικό άγνωςτο που να αφυπνίηει τθν φανταςίωςθ και τθν ιδθ γνωςτι αποκθκευμζνθ βιϊςιμθ εικόνα, ϊςτε να πετφχει θ “μεταφορά”. Ρροφανϊσ δεν μποροφμε να αναφερκοφ-

”Το ςπίτι όπωσ και ο άνκρωποσ, μπορεί να γίνει ζνασ ςκελετόσ. Μια δειςιδαιμονία είναι αρκετι για να το ςκοτϊςει. Από εκεί και πζρα είναι τρομερό.” Βίκτωρ Ουγκϊ ςελ.20“The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

52


με ςε κάκε λογισ εικόνα που μπορεί να προςφζρει “πφλθ για μεταφορά” τθσ ςκζψθσ, αφοφ πραγματικά – και χωρίσ να κεωροφμε πωσ υπερβάλλουμε – μπορεί να προζρχεται από οποιοςδιποτε χϊρο. Άρα ασ παραμείνουμε προςωρινά ςτουσ “ειδικά” διαμορφωμζνουσ χϊρουσ για αυτιν τθν χριςθ. Χϊροι κακαρά μετουςίωςθσ ονειροπολιςεων είναι: πάρκα , λοφνα παρκ, παιδότοποι, τςίρκα, χϊροι κεάματοσ γενικότερα *διαδραςτικοί εννοοφμε περιςςότερο, και φςτερα χϊροι παραςτάςεων και προβολϊν, οι οποίοι δεν αποβλζπουν ςε διάδραςθ του παρατθρθτι παρά μόνο από τθ κζςθ του, οπτικο-ακουςτικϊσ (κινθματογράφοι, κζατρα)+. Πλοι αυτοί οι χϊροι αποτελοφν προςπάκεια να μθν παραμζνουν οι ονειροπολιςεισ μόνο ςτο χϊρο του φανταςτικοφ. Είναι θ επικυμία δθλαδι του παιδιοφ και του ενιλικα που δεν ξζχαςε να ονειρεφεται, να βρεκεί ςε ζναν χϊρο όςο γίνεται πλθςιζςτερο ςτθ φανταςία, και που αλλιϊσ δεν κα είχε τθ δυνατότθτα, αν όχι να βρεκεί, ζςτω να πλθςιάςει ςε απεικόνιςθ. Τϊρα μζςα από ζνα περιβάλλον πραγματικό, αποφορτίηεται μερικϊσ θ παράδοςι του ςε ονειροπολιςεισ. Επίςθσ, οι ονειροπολιςεισ των μεταφυςικϊν αναηθτιςεων, οδθγοφςαν από ανζκακεν ςτθ δθμιουργία ειδικά διαμορφωμζνου περιβάλλοντοσ και κρθςκευτικϊν χϊρων λατρείασ, όπωσ ναοφσ και ιεροφσ χϊρουσ. Η ανάγκθ για ζναν υπαρκτό χϊρο, που να προςφζρει όςο το δυνατόν περιςςότερα από τα όςα φανταςιϊκθκε ο άνκρωποσ, είναι απαραίτθτθ, με τον τρόπο που είναι απαραίτθτθ θ χρθςιμοποίθςθ των πραγματικϊν αιςκιςεων ςτθ δθμιουργία. Ειδικά αυτά τα δφο κζματα, (α) τθσ “παιδικισ” αναηιτθςθσ και κεάματοσ, και (β) τθσ κρθςκείασ και μεταφυςικισ αναηιτθςθσ, ςχετίηονται άμεςα – περιςςότερο ίςωσ από άλλουσ χϊρουσ – με τα αναπάντθτα ερωτιματα του ςωςία, τθσ φπαρξθσ ι όχι ψυχισ ςε αντικείμενα και χϊρουσ, τθν εμφάνιςθ των ςκιϊν και των ςιωπϊν. Αν αυτζσ οι ονειροπολιςεισ

“The Silence Glory” George Grie

Απόψε είμαι ςε μια ςπθλιά και ζχω τρομοκρατθκεί. Κρατϊ τα μάτια μου ψθλά και δεν γυρνϊ δίπλα μου γιατί ςκζφτομαι τι μπορεί να ναι εκεί. Δεν τολμϊ να ανοίξω το κερί ςτο χζρι μου γιατί δεν τολμϊ να αντικρίςω αυτό που παραμονεφει ςτο ςκοτάδι κρυμμζνο. Άςτο εκεί μζςα. Μπορεί να μθν με είδε. Κα περάςουν χρόνια μζχρι να το κυνθγιςω εγϊ εδϊ μζςα. Τι ειρωνεία. Τθν πάκαμε ιρωεσ. Μασ ξεγζλαςαν. Είδα ωσ χειρότερο εχκρό το είδωλο μου. αυτόν που ξζρω καλφτερα και χειρότερα ςτα όνειρά μου. δεν κοιτϊ κακρζφτεσ γιατί κα δω τον άλλο εγϊ. Είμαι ζνα παιδί που φοβάται ςτον φπνο του. Φαντάςου τι είναι το άλλο εγϊ λοιπόν. Τι τζρασ κρφβει ο κακρζφτθσ. Μθν κοιτάσ καλφτερα μθ. Κα γίνεισ ςαν και αυτό. Μθν κοιτάσ προσ τθ κάλαςςα. Κα κακρεφτιςτείσ μζςα τθσ. Μθν κοιτάσ ςτα μάτια τον κόςμο κα παγϊςεισ ςαν το νάρκιςςο. Αυτόν ξζρεισ λιγότερο από ςζνα για να μθν ξζρεισ το δαίμονα μζςα του και τον ξζρεισ καλφτερα από τουσ άλλουσ για να ξζρεισ τθ μαγεία του. Είςτε άρα οφτε ζνα οφτε δυο μα το επικυμθτό ενάμιςθ. Αυτόν ακολοφκα ςτο όνειρο και πιγαινε όπου ςου πει. Τότε κα ξυπνιςεισ μόνο. Είμαι ςε μια ςπθλιά και τρζχω μζςα τθσ. Κρφβω το βλζμμα μου από κακρζφτεσ που κα με παγϊςουν χρόνια ακόμα ςτον φπνο και ψάχνω αυτόν που με τραβά πίςω ςτο ξφπνιο. Αυτό που ιταν τρόμοσ ζγινε λατρεία. Ο φόβοσ μθν ηωντανζψει θ ςκζψθ και με τρομάξει

53


ζμεναν κρυμμζνεσ από τθ δθμιουργία, δε κα υπιρχε αποφόρτιςθ. Θα πρζπει ζςτω να βρίςκονται μζςω μιασ δθμιουργίασ “εξίςωςθσ”, μιασ αρχιτεκτονικισ που κα ςζβεται τισ ονειροπολιςεισ. Και όπωσ οι τζχνεσ προςφζρουν δρόμο μζςω τθσ φανταςίασ, επαναπροςδιορίηουν όλεσ τισ αιςκιςεισ και ηωντανεφουν τισ ονειροπολιςεισ, ζτςι και θ αρχιτεκτονικι πρζπει να βρίςκει πάντα τθν γεφφρωςθ αυτϊν των δφο κόςμων. Αλλά όπωσ είπαμε, δεν είναι μόνο οι ειδικά διαμορφωμζνοι χϊροι (όπωσ ζνα μουςείο) που κα ‘πρεπε να απορροφοφν τισ ονειροπολιςεισ μασ και να μασ αποφορτίηουν. Κάκε χϊροσ και καταςκευι κα μποροφςε και ίςωσ κα ‘πρεπε να τθρεί αυτζσ τισ προχποκζςεισ. Πλα όςα καταςκευάηουμε οι άνκρωποι και τα πλάςματα, είναι παράγωγα αυτϊν των ςυναιςκθμάτων που γεννάνε οι ανοίκειεσ περιπτϊςεισ. Και λζγοντασ ανοίκειεσ, εννοοφμε τον βακμό ανοικείωςθσ που μπορεί να ποικίλει από ανάγκεσ και επικυμίεσ – φοβίεσ. Πλεσ δθλαδι οι καταςκευζσ είναι αναγωγζσ των δίπολων: (α) φωλιά ι παγίδα, και (β) ταυτοπροςωπία ι αποπροςωποποίθςθ. Είτε δθλ εμείσ αιςκανόμαςτε οικεία ι μθ, εκπλθρϊνουμε μια επικυμία ι μθ, κρυβόμαςτε ι μθ, και άρα αναλαμβάνουμε τθν ταυτοποίθςθ του Εγϊ μασ μζςα από πράξεισ και μετουςιϊςεισ, ι αποπροςωποποιοφμαςτε ςε ςωςίεσ και απωκιςεισ (ςυνδεόμενοι άμεςα με το ςτοίχειωμα και τα φαντάςματα μασ). Μια “υλικι” μετουςίωςθ τθσ κζλθςθσ για ονειροπόλθςθ, όπωσ τθν είδαμε να ςυνδζει φανταςτικό και βιωματικό.

μετατράπθκε ςε επικυμία να ηωντανεφω αυτά που δεν μπορϊ ςτο ξφπνιο. Ριγα παντοφ ςτα όνειρα. Ζκανα ότι λαίμαργα λαχταροφςα. τςάκιςα ότι δεν μποροφςα ζξω. Άρχιςα να εμπιςτεφομαι το είδωλο και να το φοβάμαι ςιγά ςιγά ςτο ξφπνιο γιατί ιταν κάπου ανεπαρκζσ ξανά. Καμιά φορά μπερδεφομαι όμωσ για το πια ςπθλιά με τρϊει ςιμερα. Του φπνου ι του ζξω. Θ αλικεια είναι τα όνειρα ςυμφϊνθςα κάποτε. Πχι τϊρα. Θ αλικεια είναι ςτθ μζςθ. Κάποτε ςυμφϊνθςα πωσ γιατί να ηιςεισ αυτό που μπορείσ να ονειρευτείσ; Και κάποτε το άλλαηα με το γιατί να ονειρευτείσ αυτό μπορείσ να ηιςεισ; Θ αλικεια είναι ςτθ μζςθ. Ζνα εκκρεμζσ τινάηεται αριςτερά και δεξιά με τθν ίδια μανία. Μζχρι να βρει τθν ιςορροπία του αγωνιά και αντιςτζκεται. Κα ‘ρκει ςτο κζντρο και κα κυμάται τα πάντα. Κα ξζρει πωσ ίςωσ εκεί είναι καλφτερα. Κα ςπρϊχνεται πάλι ξανά που και που, μα κα ιςορροπεί ξανά.

Βίκτωρ Ουγκϊ

54


Ζνα γεφφρι πάνω από τα κανάλια τθσ Βενετίασ και ανάμεςα ςτο πλζξιμο των ςτενϊν ςοκακιϊν τθσ πόλθσ, φτιάχνει από μόνο του μια ονειροπόλθςθ. Πχι μόνο μζςα από τα όςα ξζρουμε για τθν μεςαιωνικι και αναγεννθςιακι πόλθ, αλλά και ςτα όςα θ φανταςία προςκζτει δίπλα, από τα όςα κζλει να ςυνδυάςει. Αν ζνα γεφφρι όμωσ δεν κατάφερνε να φτιάξει ονειροπολιςεισ, οφτε χάρθ ςτθν δυναμικι που του προςφζρει θ φφςθ του… θ τοποκζτθςι του να κρζμεται ςτον αζρα, ι εκείνθ του νεροφ που κυλά κάτω του… κα πρζπει να “καταφζρνει” τότε να είναι ζνα εντελϊσ “αδιάφορο” δθμιοφργθμα. Ή αυτόσ που το επιςκζπτεται να “καταφζρνει” να είναι ζνασ εντελϊσ “ςτεγνόσ” από όνειρα, παρατθρθτισ. Είναι τα ςτοιχεία τθσ φφςθσ αυτά που ςυνδζουν μνιμεσ που δεν ςχετίηονται μόνο με τουσ χϊρουσ, τθν πόλθ και τα υλικά τθσ, αλλά και με διαχρονικζσ και παιδικζσ επικυμίεσ και ανθςυχίεσ, ονειρικζσ αναηθτιςεισ, που περνάνε ςτθν μελλοντικι ονειροπόλθςθ.

Ζνα γεφφρι λοιπόν και θ αίγλθ που απορροφά από τα υλικά του – τθσ φφςθσ όπωσ το χϊμα ι θ πζτρα, το μάρμαρο και το μζταλλο, ι ακόμα και το τςιμζντο των ανκρϊπων – όλα αυτά που τυλίγονται με τθν ιςτορία τουσ, αυτά που πζραςαν και αυτά που φτιάχνονται ακόμα, ζνα γεφφρι ςαν αυτό, που μπορεί κάποιοσ να μθν ζχει το ζχει ςυναντιςει, αλλά οι περιγραφζσ ςτθ ςκζψθ και τθν φανταςία του, είναι ςυχνά ατμοςφαιρικά πανίςχυρεσ και οικουμενικζσ, ικανζσ να τισ ενϊςει κάποιοσ με τα δικά του προςωπικά βιϊματα και απωκθμζνα, και εφκολα να αναηθτοφν ςτον περίπατό του τϊρα, να ανιχνεφςουν ζνα γεφφρι (ι κάτι παρόμοιο ακόμα), ϊςτε πάνω του να επικολλθκεί θ αναπαράςταςθ του “ανοίκειου” γεφυριοφ που ζχει φτιάξει ιδθ θ φανταςία. Πλο και κάποιο γεφφρι κα ζχει

“Ο τόποσ τθσ γζννθςθσ όμωσ είναι περιςςότερο φλθ παρά ζκταςθ. Είναι γρανίτθσ ι χϊμα, αζρασ ι ξθραςία, νερό ι φωσ. Μζςα ς’ αυτόν υλοποιοφμε τισ φανταςιϊςεισ μασ. Μζςα απ’ αυτόν το όνειρό μασ παίρνει τθ ςωςτι του υπόςταςθ. Σ’ αυτόν αναηθτάμε το βαςικό μασ χρϊμα. Θ ονειροφανταςία ςτο παιδί είναι μια υλιςτικι ονειροπόλθςθ. Το παιδί είναι γεννθμζνοσ υλιςτισ. Τα πρϊτα του όνειρα, είναι τα όνειρα των οργανικϊν ουςιϊν. Υπάρχουν ϊρεσ που το όνειρο του δθμιουργοφποιθτι είναι τόςο βακφ, τόςο φυςικό που ξαναβρίςκει χωρίσ να το υποπτεφεται, τισ εικόνεσ τθσ παιδικισ του ςάρκασ. Τα ποιιματα που θ ρίηα τουσ βρίςκεται τόςο βακιά, ζχουν ςυχνά μιαν αλλόκοτθ ιςχφ. Τα διαπερνά κάποια δφναμθ, ο αναγνϊςτθσ, χωρίσ να το ςκεφτεί, ςυμμετζχει ς’ αυτιν τθν αρχζγονθ δφναμθ. Οφτε που διακρίνει τθν προζλευςθ. Αυτό που αγαπάμε, πάνω απ’ όλα ςτον άνκρωπο είναι ότι μπορεί να γραφτεί γι’ αυτόν. Αξίηει τον κόπο να βιωκεί αυτό που δεν μπορεί να γραφτεί; Ζτςι λοιπόν αναγκαςτικαμε ν’ αρκεςτοφμε ςτθ μελζτθ τθσ μπολιαςμζνθσ υλικισ φανταςίασ και ςχεδόν πάντα, περιοριςτικαμε ςτθ ςπουδι των διαφόρων κλωναριϊν τθσ υλοποιοφςασ φανταςίασ, πάνω από το μπόλι, κάκε φορά που ζνασ πολιτιςμόσ άφθςε τα ίχνθ του ςτθ φφςθ.” “Το Νερό και τα Πνειρα”, Γκαςτόν Μπαςελάρ

“The Tale of the three brothers” - “Harry Potter and the deathly hallows” 2010 David Yates

55


δει ςτθν πραγματικι ηωι ο ονειροπόλοσ, όλο και κάποιο ςτθν τζχνθ… αλλά εκείνο που κρζμεται αςυνείδθτα πάνω από το νερό τθσ φανταςίασ του, θ φλθ του και θ βλάςτθςθ ι μθ, τα πλάςματα που το διαςχίηουν, είναι εικόνα από κάτι προςωπικά δικό του. Και μόλισ κα νοιϊςει πραγματικά περίεργα ςτθ κζα κάποιασ εικόνασ που άγγιξε τθν “χορδι” αυτοφ του ονειρικοφ του γεφυριοφ, τότε ακόμα και να μθν ξζρει γιατί δθμιουργικθκε αυτι θ πανίςχυρθ εικόνα… κα ξζρει ζςτω πωσ είναι θ ϊρα να πει, πωσ… εδϊ κοιτϊντασ τθν, ι μυρίηοντασ αυτό το ποτάμι, νιϊκοντασ μια μουςικι κακϊσ το διαςχίηει, εδϊ… νιϊκει τόςο “ανοίκεια”. Κςωσ κάποιοσ νοιϊςει ζτςι, βλζποντασ τθ “γζφυρα των ςτεναγμϊν”, να κρζμεται πάνω από το κανάλι τθσ. Ζνα δθμιοφργθμα που κρφβει ιςτορίεσ υπαρκτζσ, και προκαλεί προςωπικζσ υποκζςεισ δίπλα τουσ. Μια ονειροπόλθςθ ανάμεςα ςε μνιμθ και φανταςία, μιασ γζφυρασ που ζνωνε το παλάτι με τισ τρφπεσ των μπουντρουμιϊν. Και κακϊσ περνοφςε από κει ο καταδικαςμζνοσ, ςτεκόταν με τθν άδεια του φρουροφ του, να δει μονάχα για μια τελευταία φορά το “λυπθμζνο” κανάλι μζςα από το μικρό παράκυρο τθσ γζφυρασ. Τι ιςτορία! Τι φαινομενολογικι εικόνα, όπωσ κα ‘λεγε ο Μπαςελάρ για κάκε παράδειγμα που του άρεςε! Εδϊ ςυνδζονται όλα για τισ ανοίκειεσ μορφζσ μετουςίωςθσ που είδαμε. Τον όποιο βακμό ανοικείωςθσ ανάλογα τον χϊρο και τον παρατθρθτι. Τισ ανάγκεσ, τισ επικυμίεσ, τισ φοβίεσ. Αυτι θ ιςτορία, αυτι θ γζφυρα, είναι ταυτόχρονα τόςο τρομαχτικι και φρικτι, αλλά ςαν ο χρόνοσ περάςει από πάνω του, πόςο παραμζνει θ δθμιουργία του απλά μια καταςκευι που ςκοπό είχε να προκαλζςει ςυναιςκιματα! Αυτό το παράκυρο που ανοίχτθκε εκεί λίγα μζτρα πριν τον τάφο, πόςο ξυπνά ςιμερα άλλεσ εικόνεσ! Ππωσ τόςα κτίςματα ι μνθμεία που ςιμερα καυμάηονται αλλά κάποτε προκαλοφςαν φρίκθ ςε κάποιεσ ψυχζσ. Ακριβϊσ καυμάηονται γιατί προκαλοφν ονειροπολιςεισ

“Σκίτςο από τθ “γζφυρα των ςτεναγμϊν”

56


αμφίςθμεσ. Αλλά και τότε μιπωσ αυτόσ ο δυςτυχισ που ςερνόταν ςαν ζντομο από τθν αράχνθ ςτο “κουκοφλι” τθσ, όςο και να μίςθςε αυτό το παράκυρο ςε αυτιν τθν γζφυρα, ςε αυτό το κανάλι που αντίκριηε, μιπωσ ταυτόχρονα τo… αγάπθςε κιόλασ; Ήταν θ τελευταία εικόνα του για τθν γθ τθσ φφςθσ και των ανκρϊπων, και ιταν αλικεια όμορφθ, όςο ειρωνικι και ςκλθρι ταυτόχρονα. Ήταν όπωσ αυτι που είπε ο Καμφ ςτον “Ξζνο” του, “εικόνα που κα μποροφςε να τον ςυντροφεφει εκατό χρόνια ςτθ φυλακι του”. Κςωσ ο αρχιτζκτονασ να μθν ιταν ο “βαςανιςτισ” που ευκφνεται για τισ “πλθγζσ” του κόςμου και να δθμιοφργθςε ςκιά – αναγκαςμζνοσ ςε αλθκινά άςχθμουσ καιρόσ, μθν κρφβοντασ τθν αλικεια ςτθν δθμιουργία του – επιδιϊκοντασ πφλθ για να μετατρζψει μζςα από πλθγζσ… ονειροπολιςεισ. Και όχι αρνιςεισ που χαμογελοφν και δεν αφινουν ςθμάδια ταυτότθτασ. Ρράγματι εδϊ ςε αυτιν τθν γζφυρα κάποιοι είδαν για τελευταία φορά το φωσ, το οποίο κάποιοι άλλοι κζλουν να αντιπροςωπεφει μόνο τθ δθμιουργία τουσ. Αλλά μιπωσ είναι αυτό περιςςότερο ειρωνικό από τθ ςτιγμι που διαγράφοντασ τισ ςκιζσ, διαγράφουμε και τα ςθμάδια τουσ. Κάποιοι οδθγοφμενοι ςτθν τελευταία εικόνα του καναλιοφ κα ικελαν να κυμθκοφμε και όχι να ξεχάςουμε. Σωςίεσ του ςϊματοσ και του χϊρου που παραμζνει ακόμα εκεί γζφυρα κρεμαςμζνθ πάνω από νερά που αναςτενάηουν ιςτορίεσ. Εκεί ςτθ γζφυρα των ςτεναγμϊν ιταν αν μθ τι άλλο θ τελευταία ευκαιρία δοςμζνθ από το χϊρο να δει και να πάρει εφόδια ονειροπόλθςθσ. Δεν κα ποφμε απαραίτθτα φιλεφςπλαχνο τον φρουρό που επζτρεψε ςτον καταδικαςμζνο να ςτακεί να δει, δεν κα ποφμε απαραίτθτα πωσ ζφταςε ο δεφτεροσ να αγαπιςει τθν τελευταία εικόνα, αλλά δεν κα ποφμε και απαραίτθτα πωσ μθ ςκεπτόμενοσ ο αρχιτζκτονασ δεν ζφτιαξε μια αρχιτεκτονικι ςκιάσ ςε καιροφσ που τισ επιβάλλουν. Τι να ποφμε λοιπόν για τθν υπαρκτι αλικεια; Ροιοσ τολμά να απαγορεφςει ςτον φυλακιςμζνο εκείνθ τθν ςτιγμι,

57


τθν καταςκευι μιασ άλλθσ αλικειασ, θ οποία ακριβϊσ βαςίηεται ςτθν πραγματικι. Ραγίδα μα και φωλιά ταυτόχρονα. Ταυτοπροςωπία του εγϊ του, αλλά και αποπροςωποποίθςι του, ςε ζνα ςωςία ενόσ άλλου κόςμου. Κςωσ εμάσ που κοιτάμε τϊρα τθν γζφυρα των ςτεναγμϊν και μπαίνουμε ςτθν ιςτορία “του”, και τθσ φανταςίασ “μασ”. Κάποιοσ μπορεί ςτα όςα άκουςε και είδε για τθ γζφυρα των ςτεναγμϊν, τϊρα ςτεκόμενοσ μπροςτά τθσ, να πει: “Αυτό είναι όλο;” Αλλά ςίγουρα και ςε αντίκεςθ με αυτόν, κάποιοσ άλλοσ κα αρπάξει τθ δφναμθ τθσ ςτιγμισ, και το ελάχιςτο που κα μποροφςε να πει, είναι… “άξιηε να ςτακϊ εδϊ για μιασ ςτιγμισ ζςτω ονειροπόλθςθσ”, ςαν ο ςωςίασ του απζναντι, ςε ζναν άλλο χρόνο τον κοιτά οδθγοφμενοσ ςτο αιϊνιο ςκοτάδι τθσ φυλακισ του. Μια ανάταςθ τθσ ψυχισ, κλιμμζνθ και ευτυχισ μαηί, για όςα πρόλαβε ζςτω και ζηθςε ωσ ςωςίασ και παρατθρθτισ μαηί. ”Where I can reach the sky” xetobyte

58


9. Φανταςία ενάντια ςτο Φόβο Η ταινία “Ο Φανταςτικόσ κόςμοσ του Δρ. Ραρνάςουσ” (2009), του Terry Gilliam, μιλά για τθν “φανταςία” που πολεμά τον “φόβο”. Ο διάβολοσ ςυναντά τον Δρ. Ραρνάςουσ και τον βρίςκει να λζει τθν αιϊνια ιςτορία:

“Ο Φανταςτικόσ κόςμοσ του Δρ. Ραρνάςουσ”(2009) Terry Gilliam

“- Λζμε τθν αιϊνια ιςτορία. Θ ιςτορία που ςυντθρεί το ςφμπαν. Θ ιςτορία χωρίσ τθν οποία δεν υπάρχει τίποτα. - Αν ςταματιςετε να λζτε τθν ιςτορία το ςφμπαν κα πάψει να υπάρχει; - Κάποιοσ λζει μια ιςτορία. Συντθρεί το ςφμπαν. Δεν μπορείσ να εμποδίςεισ να λζγονται ιςτορίεσ.”

Ο Δρ. Ραρνάςουσ αγόραςε τθν ακαναςία του από το διάβολο και ζβαλε ζνα ςτοίχθμα μαηί του: “Το επιχείρθμά του διαβόλου ιταν θ αναγκαιότθτα του κινδφνου, του φόβου και τθσ δφναμθσ τθσ άγνοιασ. Το δικό μου ιταν θ δφναμθ τθσ φανταςίασ να μεταμορφϊνει και να φωτίηει τισ ηωζσ μασ. Μα με ξεγζλαςε. Οι καιροί άλλαξαν. Κάποια μζρα, κανείσ δεν ικελε πια τισ ιςτορίεσ μου.”

Ο ακάνατοσ πλανόδιοσ ονειροποιόσ, τριγυρνά τον κόςμο και ψάχνει να προςφζρει “ονειροπολιςεισ”. Πςοι δεν κατανοοφν το ρόλο του, ςαν εκείνουσ που δεν αναγνωρίηουν το ρόλο τθσ τζχνθσ και τθσ φανταςίασ, αναρωτιοφνται: “Αν ο Δρ. Ραρνάςουσ μπορεί πραγματικά να ελζγχει το νου των ανκρϊπων, γιατί δεν εξουςιάηει τον κόςμο; Γιατί παιδεφεται με αυτό το άχρθςτο κζαμα;

Και θ απάντθςθ είναι πωσ: “πίςω από τον κακρζφτθ είναι ζνα μυςτιριο, είναι αδφνατον να το περιγράψω, είναι τα πάντα. Εςφ, εγϊ, όλα, ολόκλθρο το ςφμπαν. (…) Ο Φανταςτικόσ κόςμοσ δεν κοςτίηει τίποτα. Ονειρεφεςτε κακόλου; Μπορείτε να κοςτολογιςετε τα όνειρά ςασ; Είχα κι εγϊ ζνα όνειρο. Μα το αγνόθςα. Δεν είχα κακόλου χρόνο για αυτό. Δεν ςασ ακοφγετε οικείο αυτό; (…) Κα ιςαςταν πραγματικά ευτυχιςμζνοι ς’ ζνα μζροσ χωρίσ φανταςία; Εγϊ όχι. Δεν κα μποροφςα να ηιςω ζτςι. Ο Δρ. Ραρνάςουσ δε κζλει να εξουςιάςει τον κόςμο, κζλει, ο κόςμοσ να εξουςιάςει τον εαυτό του.”

“Αυτόσ ο κίαςοσ με ςυνόδευε από πόλθ ςε πόλθ, από μζροσ ςε μζροσ, ςε πόλεισ που ζχω πάει και πόλεισ που δεν ζχω επιςκεφτεί. Το καςτ παρουςιάηεται ςε μία πόλθ και τουσ κατοίκουσ τθσ. Μερικά από τα αντικείμενα χτίηονται και παραμζνουν ςτθν πόλθ. Μερικά χτίηονται για κάποιο χρονικό διάςτθμα και μετά αποςυναρμολογοφνται και εξαφανίηονται. Μερικά χτίηονται, αποςυναρμολογοφνται και μεταφζρονται ςε άλλθ πόλθ όπου ανακαταςκευάηονται.” John Hejduk ςελ.207 “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

59


Ζνασ χϊροσ από ςχιματα και μορφζσ από τα όςα ζχουμε ςυνθκίςει, μπορεί να μεταμορφωκεί αν ειδωκεί κάπωσ αλλιϊσ. Μζςα από μια “περιπζτεια” τθσ ψυχισ ι του ςϊματοσ μζςα ςτουσ χϊρουσ αυτοφσ τθσ ςυνικειασ. Και εκεί ςτο βάκοσ κρφβονται οι λόγοι που ο χϊροσ κωράτε διαφορετικά. Τα ςχιματα καμπυλϊνουν, πλαγιάηουν, αγριεφουν. Οι άξονεσ περιςτρζφονται, τα υλικά απορροφοφνται. Οι κινιςεισ μζςα ςτουσ κόςμουσ αλλάηουν. Η πφλθ μασ προετοιμάηει. “Ο Φανταςτικόσ κόςμοσ του Δρ. Ραρνάςουσ”(2009) Terry Gilliam

“Θ πλάγια λειτουργία αναπτφχκθκε για πρϊτθ φορά τθν δεκαετία του 60 με τθν Architecture Principe (Parent Claude & Paul Virilio) Θ ιδζα ιταν θ κλίςθ του εδάφουσ , προκειμζνου να φζρει επανάςταςθ ςτο παλιό πρότυπο του κάκετου τοίχου. Στθν πραγματικότθτα, ο υπό κλίςθ τοίχοσ γίνεται βιϊςιμοσ και πειραματικόσ και ζτςι είναι οι πόλεισ που φαντάηονται οι δφο Γάλλοι αρχιτζκτονεσ. Θ πλαγιότθτα είναι ουςιαςτικά ενδιαφζρουςα για το πϊσ ζνα ςϊμα βιϊνει φυςικά το χϊρο. Θ κλίςθ υπαινίςςεται μια προςπάκεια να ανζβεισ και μια ταχφτθτα να κατζβεισ. Μ’ αυτό τον τρόπο το ςϊμα δεν μπορεί να αφαιρεκεί από το χϊρο και αιςκάνεται τουσ βακμοφσ τθσ κλίςθσ.” Οι Claude Parent και Paul Virilio χρθςιμοποίθςαν κεκλιμζνα επίπεδα για τθ δθμιουργία μιασ αρχιτεκτονικισ τθσ ανιςορροπίασ, ςε μια προςπάκεια να φζρουν το φυςικό περιβάλλον τθσ κατοικίασ ςε μια δυναμικι εποχι του ςϊματοσ ςε κίνθςθ. “Κζλαμε πάνω απ’ όλα να δθμιουργιςουμε ζνα ςυνθκιςμζνο χϊρο όπου ο πειραματιςμόσ αντικακιςτά τθν ενατζνιςθ, όπου θ αρχιτεκτονικι βιϊνεται μζςα από τθν κίνθςθ και τθν ποιότθτα αυτισ τθσ κίνθςθσ. Ο ςκοπόσ τθσ πλαγιότθτασ ιταν να ενκαρρφνει μια ςτακερι ςυνειδθτοποίθςθ τθσ βαρφτθτασ, φζρνοντασ το ςϊμα ςε απτι ςχζςθ με το κτιριο.”

(7)

60


Κάκε φορά που ειςζρχεται ζνασ παρατθρθτισ μζςα ςτο μυαλό του δόκτορα Ραρνάςουσ, το περιβάλλον κάκε ονειροπόλθςθσ που δθμιουργείται είναι πάντα διαμορφωμζνο από τισ επικυμίεσ και τισ φοβίεσ εκείνου που μπικε. Οι χϊροι που δθμιουργοφνται, περιλαμβάνουν το κομμάτι που αναγνωρίηεται ςαν μια ανάμνθςθ, αλλά δίπλα του υπάρχει εκείνο που κρφβει τθν μετουςίωςθ τθσ φανταςίασ και τθσ ανάγκθσ, θ οποία μπορεί να κρφβει όμορφεσ εικόνεσ επικυμιϊν και φανταςτικϊν αποτυπϊςεων, αλλά και απωκιςεισ, διαςτρεβλωμζνεσ αλικειεσ, τρομαχτικζσ παγίδεσ. Ράντα ταλαντεφεται ανάμεςα ςε ζναν χϊρο οικείο, αλλά και ζναν “ανοίκειο”. Φωλιά και παγίδα όπωσ παρατθριςαμε πριν. Ράντα ο τρόποσ που ο κάκε ζνασ βλζπει τον εαυτό του, είναι ανάμεςα ςτο εγϊ, και ςε μια άλλθ μορφι που αντιπροςωπεφει τουσ ςωςίεσ τθσ ψυχισ του. Και εκεί μζςα ςτθν ονειροπόλθςθ, θ ψυχι του βρίςκεται ανάμεςα ςτο να τθν κερδίςει και “να μεταμορφϊςει και να φωτίςει τθ ηωι του” ι αντίκετα να χάςει τθν ψυχι του ολοκλθρωτικά ςτον “κίνδυνο, το φόβο και τθ δφναμθσ τθσ άγνοιασ.” Σαν άλλοσ ζνασ δθμιουργόσ, ο ονειροποιόσ εδϊ προςφζρει απλά τθν εξίςωςθ, και κα πετφχει ι μθ, ανάλογα αυτόν που κα τθν επιςκεφτεί: “Εγϊ δθμιουργϊ τισ ευκαιρίεσ δεν φταίω εγϊ που εςφ δεν τισ εκμεταλλεφτθκεσ.” Από εμάσ λοιπόν εξαρτάται θ ςυνζχιςθ τθσ “αιϊνιασ ιςτορίασ που ςυντθρεί το ςφμπαν”. “Ο Φανταςτικόσ κόςμοσ του Δρ. Ραρνάςουσ”(2009) Terry Gilliam “House of Stairs” M.C. Escher”

61


“Ο Φανταςτικόσ κόςμοσ του Δρ. Ραρνάςουσ”(2009) Terry Gilliam

Diana al Hadid

Parent Claude & Paul Virilio

“Ζνασ τοίχοσ είναι όμορφοσ, όχι μόνο λόγο τθσ εφπλαςτθσ μορφισ του, αλλά λόγο των εντυπϊςεων που μπορεί να προκαλζςει. Μιλάει για μια άνεςθ, μιλάει για μια λεπτότθτα, μιλάει για μια δφναμθ και μια κτθνωδία; είναι απαγορευτικόσ ι είναι φιλόξενοσ; είναι μυςτιριοσ. Ζνασ τοίχοσ προκαλεί ςυναιςκιματα.” ςελ.90 Le Corbusier “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

62


Αυτι θ φανταςτικι δφναμθ των ζργων μυκοπλαςίασ, που ςτο τζλοσ ςυχνά κζτουν τον κίνδυνο τθσ ψυχισ και αυτιν τθν μελαγχολικι και τρομαχτικι ίςωσ αμφίςθμθ επιλογι των ανκρϊπων, δείχνει πωσ ακριβϊσ ςυνδζονται με κζματα βιωματικά και υπαρκτά. Οι ταινίεσ του Hayao Miyazaki, παραμφκια κινουμζνου ςχεδίου, μιλάνε ακριβϊσ ςε βακιζσ βιωματικζσ, παιδικζσ απϊλειεσ και τισ ςχζςεισ του ανκρϊπου με τθ φφςθ του. Μζςα από ανιμιςτικά και μεταφυςικά πλάςματα και φαντάςματα, ζρχεται ο κεατισ να δει τθν παιδικι του ψυχι και που τθν οδθγεί θ λογοκριςία αν πάψει να ονειρεφεται και να ςζβεται γφρω του το μυςτιριο του κόςμου. Μιπωσ και ο Ιοφλιοσ Βερν δεν καταςκεφαςε μια ςειρά από φανταςτικά ταξίδια, μόνο και μόνο για να πάει ο άνκρωποσ “ζνα ταξίδι ςτα ζγκατα …τθσ ψυχισ του”; Μια αίςκθςθ ανοίκειου πλανάται πάντα, γφρω από τθ φανταςία τθσ ςκζψθσ και τα όςα δεν ζχουμε δει ακόμα, ϊςτε να φτιάξουμε δίπλα ςτισ απϊλειεσ, που (ναι) ζχουμε ιδθ ηιςει.

Ερχόμενοι πιο κοντά ςτθν δικι μασ αλικεια και πραγματικότθτα, με μια ςαν τοκιμαντερίςτικθ ματιά, μια πιο απτι επαφι του ανκρϊπου του ςιμερα και των προβλθμάτων του, οι ταινίεσ του Alejandro González Iñárritu επεξεργάηονται αυτζσ τισ ζννοιεσ του ςωςία, του κρινου, τθσ ςιωπισ, του φόβου και τισ επικυμίασ. Και είναι ζνα πολφ δυνατό παράδειγμα πωσ θ “μαγεία” υπάρχει ακόμα και ςτισ πιο ρεαλιςτικζσ απεικονίςεισ. Οι πφλεσ τθσ ονειροπόλθςθσ βρίςκονται και εδϊ για “όποιον ξζρει να κοιτάξει”. Ο χϊροσ ςτισ πόλεισ του ςιμερα και ςτισ ςχζςεισ των ανκρϊπων μζςα τουσ. “Λιμνάηει” ο χρόνοσ, ςτον παντοτινό χϊρο, μζςω ςυνικειασ και κακθμερινότθτασ. Οι ςχζςεισ και οι διαφορζσ των πολιτιςμϊν και των λαϊν, φτιάχνουν ζνα

“…Το παράλογο ζργο εκφράηει τθν παραίτθςθ τθσ ςκζψθσ από το γόθτρό τθσ. Και τθν καρτερικι απόφαςισ τθσ να περιοριςτεί ςτθ διανοθτικι ικανότθτα που κζτει ςε ενζργεια τα φαινόμενα και καλφπτει με εικόνεσ κάκε τι που δεν ζχει λογικι. Αν ο κόςμοσ ιταν ςαφισ δεν κα υπιρχε τζχνθ… Θ ζκφραςθ αρχίηει εκεί που τελειϊνει θ ςκζψθ… ςελ.135, “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ

“Howl's moving Castle” 2004 Hayao Miyazaki

Daniel Dociu

63


χϊρο τόςο διαφορετικό και κοινό ταυτόχρονα, ςαν τον πφργο τθσ Βαβζλ που κζλθςε να φτάςει ςτθν ακαναςία του. Μζςα από τθν αποτυχία αυτοφ του ανκρϊπινου οικοδομιματοσ και το διαχωριςμό των λαϊν, καλοφνται να βρουν τϊρα, πφλεσ απλοϊκζσ, κρυμμζνεσ ςτθ γθ, χαμθλά πολφ από εκείνον τον ουτοπικό κεόπφργο. “Αν κεσ να καταλάβεισ… άκου” λζει το μινυμα ςχεδόν μζςα από όλεσ τισ ταινίεσ του: Amores perros (2000), 21 Grams (2003), Babel (2006), Biutiful (2010), μποροφν να κεωρθκοφν ζνα αφιζρωμα ςτισ ςφγχρονεσ πόλεισ μασ, και τουσ τραγικοφσ ιρωεσ που τισ κατοικοφν. Και μζςα από τθν απϊλειά τουσ και το κενό τουσ, τα ςφγχρονα “ερείπια” των χϊρων, τισ παραγκουπόλεισ και κατοικίεσ “Slums”, τουσ ξεριηωμοφσ των μεταναςτϊν, τθ μοναξιά, τα ατυχιματα και τισ εγκλθματικζσ πράξεισ, μοιάηουν λοιπόν οι ονειροπολιςεισ και οι αναηθτιςεισ τουσ, να βρίςκουν ταπεινά, τισ μυςτικζσ πφλεσ ανάμεςα ςε καλφβια, επαρχίεσ ερειπωμζνεσ, δρόμουσ φτωχοφσ και διαμερίςματα ςτοιβαγμζνα. Daniel Dociu

Daniel Dociu

Lebbeus Woods

64


“Αν κεσ να καταλάβεισ… άκου” λοιπόν, κα ξανάλεγαν όςοι εγκαταλείφκθκαν ωσ τρελοί ι περικωριοποιθμζνοι από τισ κοινωνίεσ τουσ. Το 1809 θ “καλι κοινωνία” του Λονδίνου, φανερά “ενοχλθμζνθ”, χαρακτιριςε ζναν εκ των μεγαλφτερων βρετανϊν ποιθτϊν (και δθμιουργό μιασ ολόκλθρθσ μυκολογίασ κόςμων ςε ποιθτικι και ηωγραφικι), τον William Blake ωσ “…ζναν ατυχι παράφρων του οποίου θ αγακότθσ τον διαςϊηει από τον εγκλειςμό του ςε άςυλο… ο καθμζνοσ κεωρεί τον εαυτό του μζγα καλλιτζχνθ και ηωγράφιςε μερικοφσ ταλαίπωρουσ πίνακεσ, τουσ οποίουσ αποκαλεί ζκκεςθ. Μάλιςτα εξζδωςε και ζναν κατάλογο, ι μάλλον ςυνονκφλευμα από ανοθςίεσ, αςυναρτθςίεσ και παραφουςκωμζνθ ματαιοδοξία, νοςθρό παραλιρθμα ενόσ ταραγμζνου νου.” Ο ίδιοσ απάντθςε τα εξισ λόγια: “Εκείνοσ που δεν φαντάηεται με εντονότερα και καλφτερα ςχιματα, και με εντονότερο και καλφτερο φωσ απ’ ότι με τα τρωτά και κνθτά του μάτια, δεν φαντάηεται τίποτα απολφτωσ. Ο δθμιουργόσ αυτϊν των εικόνων κζλει να καταδείξει πωσ ό,τι φαντάηεται του εμφανίηεται απείρωσ πιο τελειοποιθμζνο και αρμονικά οργανωμζνο από οτιδιποτε ςυλλαμβάνει το κνθτό του μάτι”. ςελ.20, “Ρρόλογοσ” του ΢ότηερ Νόρμαν, για το “Οράματα των Κυγατζρων του Αλβιόνα” του Ουίλιαμ Μπλζθκ

Είδαμε ςε όλεσ τισ περιπτϊςεισ ανοίκειου, το ςυναίςκθμα να ετοιμάηεται να παίξει τον ςθμαντικότερο ρόλο. Είναι πλθγωμζνο από τισ επικυμίεσ και τουσ φόβουσ του Εγϊ, από τθν άγνοια και το παράπονο αυτοφ που δεν μπορεί και δεν κατανοεί. Αυτοφ που δεν μπορεί να δεχτεί, αλλά τϊρα κα μάκει να δζχεται και μετατρζπει ςε δφναμθ.

“The Ancient of Days” William Blake

Κράτθςα τα πόδια μου ςε γωνία απ’ το υπόλοιπο ςϊμα, με τα γόνατα να ςτζκουν όρκια, τα πζλματα να ακουμπάνε το ςτρϊμα. Αν τα τεντϊςω ςτθν ευκεία κα κοιμθκϊ. Αν τα τεντϊςω κα με τραβιξει από αυτά. Ρζραςαν οι ϊρεσ κι εγϊ κουραςμζνοσ προςπακϊ να ξεχάςω το δαίμονα του δωματίου. Δεν υπάρχει αυτόσ, που εδϊ μζςα μαηί του ςκζφτομαι. …Ρωσ περνά θ νφχτα τϊρα; “Κοίτα ςτον κόςμο που ςε περιεργάηεται, τα δικά ςου όχι”. Απόψε θ κάμαρά μου ζμεινε λιτι με όςα αξίηω. Ζνα κρεβάτι ςαν χϊμα που βουλιάηει και όλο τα όρια του τρζμουν, ςαν να μποροφςε να τραβιξει ολάκερθ τθν φπαρξι μασ, κάμαρά μου. Το τραπζηι μου που κάπου κα ‘πρεπε να φάω και το γραφείο μου να μιλιςω ςε κάποιον. Εςφ κακρζφτθ που απζναντι με πρόςεχεσ, όταν με κλζβανε ςτισ εποχζσ και ςτα δάςθ που ταίριαηα, φίλα μου μια κζςθ για όταν με ςβιςουν τα ςχόλιά τουσ. Με κάψανε τθ νφχτα και το πρωί πρζπει να διαβϊ τα ςοκάκια μιασ πόλθσ βρϊμικθσ και πολιτιςμζνθσ. Ροιοσ το τζρασ δεν είδε λοιπόν;…

“… Είναι ζνασ κόςμοσ που ποτζ δεν κα κατανοείσ. Και πάντα φοβάςαι, ότι δεν κατανοείσ… Αυτό που πραγματικά φοβάςαι είναι μζςα ςου. Φοβάςαι τθν ίδια ςου τθ δφναμθ, φοβάςαι το κυμό ςου. Τθν επικυμία να κάνεισ ςπουδαία ι φριχτά πράγματα. Τϊρα πρζπει να ταξιδζψεισ εςωτερικά… Ρεσ μου… τι φοβάςαι;” ,“Batman Begins” (2005) Christopher Nolan

65


Κοιτά τθν αλικεια και δεν του είναι ίςωσ αρκετι. Κοιτά γιατί κάποτε είχε απωκιςει και εγκατζλειψε τον κόςμο του. Να ςτοιχειϊςει και να αποφορτιςτεί μζςω τθσ δθμιουργίασ, να μάκει και να γνωρίςει υπερβατικά μζςω μιασ ονειροπόλθςθσ τα όςα δεν γινόταν ςτθν πραγματικότθτα. Είχε ανάγκθ να δει “τζρατα” και να γίνει ζνα όπωσ αυτά… για να αντζξει! Γιατί είναι το περιβάλλον μασ θ “κόλαςθ” που ευκφνεται για τα παιδιά τθσ. Τζρατα ςτο χϊρο ι ςτο ςϊμα όπωσ είδαμε. Αλλά δεν κατανοοφν όλοι πωσ είναι ευκφνθ τουσ να αναγνωρίηουν ςε αυτιν τθν πόλθ το χαρακτιρα των προςϊπων τθσ, και να αναγεννοφν από μζςα τθσ τισ ονειροπολιςεισ τθσ που “λάμπουν” και τθν ςϊνουν.

“… Είμαι ςτθν κορυφι του κόςμου και κοιτάηω κάτω. Ξζρετε τι βλζπω; Κζλετε να μάκετε τι βλζπω; …Βλζπω εςάσ. Μια αρρϊςτια. Μια επιδθμία που υπάρχει περιςςότερο καιρό από το Gotham, τθ μολυςμζνθ πόλθ. Μια αρρϊςτια που είναι πιο παλιά από κάκε αςτικό κζντρο. Διάολε, μάλλον είναι θ ίδια αρρϊςτια που ζχτιςε τθν πρϊτθ πόλθ. Ράντα κα υπάρχει ζνασ Τηόκερ. Γιατί δεν υπάρχει κεραπεία γι’ αυτόν. Καμία κεραπεία… Μόνο ζνασ Μπάτμαν.” DC Comics “JOKER”, Brian Azzarello “Θ κόλαςθ των ηωντανϊν δεν είναι κάτι που αφορά το μζλλον· αν υπάρχει μια κόλαςθ, είναι αυτι που υπάρχει ιδθ εδϊ, θ κόλαςθ που κατοικοφμε κακθμερινά, που διαμορφϊνουμε με τθ ςυμβίωςι μασ. Δφο τρόποι υπάρχουν για να μθν υποφζρουμε. Ο πρϊτοσ είναι για πολλοφσ εφκολοσ: να αποδεχτοφν τθν κόλαςθ και να γίνουν τμιμα τθσ μζχρι να καταλιξουν να μθν τθ βλζπουν πια. Ο δεφτεροσ είναι επικίνδυνοσ και απαιτεί ςυνεχι προςοχι και διάκεςθ για μάκθςθ: να προςπακιςουμε και να μάκουμε να αναγνωρίηουμε ποιοσ και τι, μζςα ςτθν κόλαςθ, δεν είναι κόλαςθ, και να του δϊςουμε διάρκεια, να του δϊςουμε χϊρο.” ςελ.198, “Οι αόρατεσ πόλεισ”, Μταλο Καλβίνο

"The Lure of the City," c1925 Hugh Ferriss Lebbeus Woods

66


Είναι λοιπόν θ ϊρα αυτϊν των τόπων να πεκάνουν, επειδι οι πλθγζσ τουσ τισ μετατρζψανε ςε κολάςεισ; Ππωσ είπε ο δθμιουργόσ του φόβου “… Θ ϊρα του Gotham ιρκε. Θ πόλθ ζγινε ζνασ τόποσ πρόςφοροσ ςε βάςανα και αδικίεσ. Είναι πζρα από κάκε ςωτθρία και πρζπει να αφεκεί να πεκάνει…”; (“Batman Begins” -2005 Christopher Nolan) Αυτι είναι θ λφςθ;

Αυτόσ ο χϊροσ καταςτροφισ, αυτόσ ο “διαλυμζνοσ ναόσ”, ζχει το δικαίωμα να βρει ζνα είδωλο ςυμμετρικό του πόνου του… εκείνο που κα μοιάηει να ςζβεται τα παιδιά του και τα παιδιά του εκείνο. Και είναι λοιπόν οι πόλεισ και οι χϊροι ςαν τουσ ανκρϊπουσ (όπωσ είπαμε άλλοι ζχουν “Λάμψθ” και άλλοι όχι), ζχουν μζςα τουσ τθν κόλαςθ και τθ ςκιά, μα και τον ςεβαςμό που ςυμπλθρϊνει τθν ελπίδα. Το “Γκόκαμ” είναι μια πόλθ ανάμεςα ςτον κόςμο των κόμικσ, τόςο άμεςα ςυςχετιςμζνθ με τα παιδιά που γεννάει. Στθν ανιλια μορφι που είναι ςαν να γεννικθκε για να ηει ςτθ νφχτα, που ακόμα και τθ μζρα το φωσ δεν φτάνει ςτο ζδαφοσ των ςκοτεινϊν ςοκακιϊν τθσ, που μζςα τθσ το ζγκλθμα και φκορά γεννοφν τζρατα. Σε μια τζτοια πόλθ, οι φόβοι και οι επικυμίεσ, πωσ γίνεται να μθν διαπεραςτοφν από άγχοσ και ςκιζσ ςτθν ονειροπόλθςι τθσ, για ζναν ιρωα. Αυτό που κα γεννθκεί δεν είναι ιρωασ ακριβϊσ. Είναι άλλο ζνα τζρασ, μαυροντυμζνο, για να μπορζςει να αντζξει, για να μπορζςει μζςα από τθ ςκιά, να φζρει μια “διάφορθ του πολφ ςκοτεινοφ” λάμψθ. Γιατί αυτόσ που ζηθςε ςτισ ςκιζσ και τθν απϊλεια, τϊρα ςτθ δθμιουργία του δεν κα ζχει τθν ψευδαίςκθςθ τθσ κατάκτθςθσ που αναφζραμε.

“Ζτςι, μζςα από επιςτιμεσ τόςο ανόμοιεσ, θ κραυγι ςτο τζλοσ τθσ πορείασ τουσ αντθχεί με τον ίδιο τρόπο που μόλισ αναφζραμε. Αν ποφμε ότι το κλίμα είναι κανατθφόρο, μόλισ μετά βίασ παίηουμε με τισ λζξεισ. Το να ηεισ κάτω από τοφτον τον αποπνικτικό ουρανό επιβάλλει ότι πρζπει να φφγεισ ι να μείνεισ. Χρειάηεται να ξζρεισ πϊσ να φφγεισ, ςτθν πρϊτθ περίπτωςθ, και για ποιο λόγο μζνεισ ςτθν δεφτερθ”. ςελ.48, “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ Lebbeus Woods

Οι κζςεισ του Woods χαρακτθριςτικά για τον πόλεμο ι τισ slums κατοικίεσ και οι προτάςεισ του για δθμιουργία μζςω όχι μιασ διαγραφισ από τθν μνιμθ αλλά αντιμετϊπιςθσ μζςω του ςεβαςμοφ τθσ υπάρχουςασ κατάςταςθσ, και αποδοχισ μιασ νζασ ανοίκειασ ηωισ, είναι χαρακτθριςτικζσ. Αναφερόμενοσ ςτθν αναςυγκρότθςθ των πόλεων μετά τον πόλεμο και πριν παρουςιάςει τισ προτάςεισ του με κζμα τθν ηωι μετά τον πόλεμο ςτθ Βοςνία, ο Woods φανερϊνει πρϊτα τθν κεωρία του για το πϊσ πρζπει να γίνει ςεβαςτόσ αυτόσ ο “νζοσ κόςμοσ”.

“Πλεσ οι εικόνεσ είναι καλζσ με τθν προχπόκεςθ να ξζρει κανείσ πϊσ να τισ χρθςιμοποιεί.” ςελ.57 “Θ ποιθτικι του χϊρου”, Γκαςτόν Μπαςελάρ

67


“Χρειάηεται να ξζρεισ πϊσ να φφγεισ, ςτθν πρϊτθ περίπτωςθ, και για ποιο λόγο μζνεισ ςτθν δεφτερθ” λοιπόν, και κείνοσ που διάλεξε να μείνει ςτθν φανταςία, με άλλα λόγια να βρει τον τρόπο να φφγει προσ τθν ονειροπόλθςθ, είναι ναι το νζο πλάςμα που γεννικθκε, “το νζο ον” ο ευτυχισ άνκρωποσ και ο ευτυχισ χϊροσ, ζνασ φοίνικασ αναγεννθμζνοσ από τισ ςτάχτεσ του. Lebbeus Woods

“Υπάρχει μια τεράςτια βιβλιογραφία ςχετικά με αυτιν τθν “βαςανιςμζνθ” αλλά και “κρίςιμθσ ςτιγμισ” ςτθν ιςτορία τθσ ανκρωπότθτασ… καρδιά. Ωςτόςο, υπάρχει μια μικρι βιβλιογραφία ςχετικά με τθν ανοικοδόμθςθ των κατεςτραμμζνων πόλεων – πολλζσ από τισ οποίεσ είχαν υποςτεί ςοβαρζσ ηθμιζσ – και ακόμα λιγότερο για τισ πραγματικζσ ιδζεσ που κακοδιγθςαν τθν αναςυγκρότθςθ τουσ. Από τισ μελζτεσ μου, μπορϊ να δω μόνο δφο κατευκυντιριεσ αρχζσ που ςυμμερίηεται θ πλειοψθφία των μεταπολεμικϊν ζργων αναςυγκρότθςθσ.” “Θ πρϊτθ αρχι: Επαναφορά ςε ό, τι ζχει χακεί ςτθν προπολεμικι κατάςταςθ. Θ ιδζα είναι να αποκαταςτακεί θ “ομαλότθτα”, όπου το “κανονικό” είναι ο τρόποσ ηωισ που χάκθκε ωσ αποτζλεςμα του πολζμου. Θ ιδζα κεωρεί τον πόλεμο ωσ μόνο μια διακοπι τθσ ςυνεχοφσ ροισ του “κανονικοφ”. “Θ δεφτερθ αρχι: Κατεδάφιςθ των ηθμιϊν και κατεςτραμμζνων κτθρίων και χτίςιμο κάτι εντελϊσ νζου. Αυτό το “νζο” κα μποροφςε να είναι κάτι ριηικά διαφορετικό από ό, τι υπιρχε πριν, ι μόνο μια ενθμερωμζνθ ζκδοςθ του χαμζνου πριν από τον πόλεμο “κανονικοφ”. Θ εφαρμογι του είναι πολφ ακριβι οικονομικά, τουλάχιςτον. Στθν πραγματικότθτα, μια νζα αρχι για τθν αναςυγκρότθςθ πρζπει να κακιερωκεί.” “Κα τθν ονομάςουμε Θ τρίτθ αρχι: Θ μεταπολεμικι πόλθ πρζπει να δθμιουργιςει το νζο από το παλαιό κατεςτραμμζνο. Ρολλά από τα κτίρια ςτθν κατεςτραμμζνθ από τον πόλεμο πόλθ είναι ςχετικά διαςϊςιμα, και επειδι τα οικονομικά των ιδιωτϊν και των υπόλοιπων κεςμικϊν οργάνων ζχουν εξαντλθκεί από τον πόλεμο και τισ ςτεριςεισ του, ότι διαςωκζν κτιριακό απόκεμα πρζπει να χρθςιμοποιθκεί για τθν καταςκευι τθσ “νζασ” πόλθ. Και επειδι ο νζοσ τρόποσ ηωισ δεν κα είναι ο ίδιοσ με τον παλιό, θ ανοικοδόμθςθ των παλαιϊν κτιρίων πρζπει να επιτρζπει νζουσ τρόπουσ και ιδζεσ ηωισ. Το οικείο παλαιό πρζπει να μετατραπεί, να μεταμορφωκεί, με ςυνειδθτι πρόκεςθ και ςχεδιαςμό, ςτο άγνωςτο νζο.” Lebbeus Woods (8)

68


Lebbeus Woods

69


10. Κατακλείδα: Οικείο–Ανοίκειο–Παράλογο Ταξίδι Ασ δοφμε ξανά ςτα γριγορα τι ςυνζβθ: - Είχα κάτι οικείο που το ‘χαςα. - Ζτςι ικελα να φτιάξω ξανά από τθν αρχι, ζνα οικείο από τθν “ανάγκθ” του παλαιοφ. - Ζχτιςα ζνα φράγμα τθσ μνιμθσ, με ςκεπτικό ότι τίποτα δεν κα μποροφςε να το περάςει παρά μόνο θ ανάγκθ του παλαιοφ οικείου που με ευχαριςτοφςε κάποτε. - Ζξω από το φράγμα και ςτο νζο δθμιοφργθμα, δε κα κυμόμουν τι ζγινε. Οφτε καν ίςωσ, oτι εγϊ είμαι ο δθμιουργόσ. Ώςτε να μθν μπορϊ να κυμθκϊ και τθν απϊλεια, που με οδιγθςε να φτιάξω το νζο οικείο. Θα ηοφςα λοιπόν, ςε ζνα οικείο παρόμοιο, αλλά και πιο αςφαλζσ. Ζναν ςωςία. - Ζτςι ξζχαςα το γεγονόσ που μου ςτζρθςε το οικείο και μαηί ξζχαςα και το προςωποποιθμζνο οικείο. - Αλλά το άγχοσ, ο φόβοσ, θ απορία, το παράπονο, δεν ζφυγαν με τθν απϊκθςθ εντελϊσ, αλλά περάςανε ωσ υπόλειμμα απϊκθςθσ. Ζνα “αν δεν”. Ζνα ςθμάδι ςτζρθςθσ. Ζνα ςτερθτικό -αν-. Τϊρα μζςα ςτθν νζα δθμιουργία: - Το νζο μου καταςκεφαςμα, που δεν κυμάμαι πια ότι εγϊ το ζφτιαξα, αποτελείται από μνιμθ τθσ ανάγκθσ του -οικείου-, μα και από υπόλειμμα άγχουσ και απϊκθςθσ, το ςτερθτικό -αν-. - Ζτςι ο χϊροσ πια είναι αν-οικείοσ.

“Κάποιεσ φορζσ ςτθ ηωι γίνονται πολλά που τουσ αναγκάηουν όλουσ να ςιωπιςουν. Τόςθ ςιωπι που κανείσ δεν τολμά να βγάλει λζξθ για αυτά. Σε κανζναν. Οφτε ςτουσ εαυτοφσ τουσ. Οφτε καν μζςα ςτο κεφάλι τουσ, όχι δυνατά, οφτε μια… λζξθ. Επειδι όλα ζχουν κολλιςει. Βακιά μζςα ςτα χωράφια, χρόνο με τον χρόνο... Και τότε ξαφνικά όλα ξαναγυρνάν... Ζτςι απότομα, από τθν μια μζρα ςτθ άλλθ. Μπορεί να πζραςε πολφσ καιρόσ, αλλά πάντα, κάποιοσ κα τα ξανακυμθκεί και πάλι. Πτι και να κάνεισ.” “Rundskop” (2011), Michael R. Roskam

…Μζςα ςε αυτιν τθ ςυνεχιηόμενθ ςτροφι, ο χρόνοσ ξζφυγε από τον υπολογιςμό μου ςιγά ςιγά. Άρχιςα να ξεχνϊ πόςοσ κφλιςε και να μθν υπολογίηω το πόςοσ μζνει. Και τότε μου φάνθκε πωσ άκουςα ξανά μια βροχι νεραϊδίςια να πζφτει ςυνεχόμενα και ιρεμα. Ζβλεπα διαμάντια να γεμίηουν μια γυάλινθ ςφαίρα και ςτο γζμιςμα τθσ να χϊνεται ςε μια ςυνεχόμενθ πτϊςθ ςε λαγοφμι και να ςκάει κρυμματιςμζνθ ςτο βάκοσ του. Ανθςυχοφςα μθ με προλάβει θ ζκρθξθ του γυάλινου βράχου εδϊ κάτω. Φοβόμουν τισ ρίηεσ του ρολογιοφ και του λευκοφ κιςςοφ, μθ γεμίςουν τθν πζτρα και τα κάνουν όλα λευκά και ετοιμόρροπα. Ρϊσ να τρζξω πάνω ςε γυαλί; Θ ανθςυχία όλο και μεγάλωνε· κι εγϊ από τθ μια προχϊραγα διςτακτικά και τρομαγμζνα προσ το εςωτερικό τθσ ςπείρασ, ξζροντασ πωσ θ ζξοδοσ είναι από τθν αντίκετθ κατεφκυνςθ, και ταυτόχρονα ζτρεχα· να ‘μαι! με βιμα λυςςαςμζνο. Με τα χζρια να ςπρϊχνουν τουσ τοίχουσ ςτο πλάι, για να ‘βρω ιςορροπία ςτθν τρεχάλα· ςε μια δίνθ που με ρουφάει ςτο κζντρο. Μια κεντρομόλοσ με τραβά να πζςω, όπωσ τρζχω πιο γριγορα κι απ’ αυτόν το μικρό γυάλινο δείκτθ! Τρζχω προσ το κζντρο που ονειρεφομαι, προσ τθ λάκοσ κατεφκυνςθ. Δεν κζλω να το παραδεχτϊ αυτό το παράδοξο, γιατί να! το ςπιλαιο τελειϊνει εδϊ όπου να ‘ναι και κα ζχω χρόνο να γυρίςω. Το φωσ ζγινε τόςο καμπό και αδφναμο! Ζνασ ςυνεχόμενοσ δραςτιριοσ ιχοσ ςτο πλατςοφριςμα του ποδιοφ μου μζςα ςτο νερό. Ζνασ ιχοσ ότι ζκανα

70


Ο λαβφρινκοσ αυτόσ, δεν ζχει τα αποτελζςματα που ικελα. Το μόνο οικείο που υπάρχει εδϊ, βγαίνει μζςα από φόβουσ και μυςτιριο. Υπάρχει κάτι ταυτόχρονα που με κρατά μζςα του και που με ξενίηει. Ρζτυχα να ξεχάςω τθν απϊλεια του οικείου. Αλλά δεν πζτυχα να φτιάξω ζνα νζο οικείο όμοιο όπωσ εκείνο. Άρα δεν πζτυχα να διϊξω τον πόνο μου, αλλά να με μπερδζψω μετατοπίηοντάσ τον, ςτο νζο ανοίκειο χϊρο. Μπορεί όμωσ να μθν γίνει ποτζ ξανά οικείοσ, αλλά ςίγουρα εμπεριζχει και αυτόν τον παλαιό οικείο κάπου και κάπωσ κρυμμζνο. Ζνασ λαβφρινκοσ φτιάχτθκε για να μθν ζχει λφςθ. Ή ζςτω αν ποτζ βρεκεί να είναι δφςκολθ. Αυτόσ λοιπόν ο λαβφρινκοσ, είτε ζχει λφςθ, είτε όχι, παρ’ ότι δφςκολοσ και ςυχνά τρομαχτικόσ, είναι ζνασ δθμιουργθμζνοσ χϊροσ, που μου επιτρζπει να επιςτρζψω ςτθν ανάγκθ του απολεςκζντοσ οικείου μου. Στο ςυνεχζσ ταξίδι, μζςα από αυτιν τθν ανάγκθ. Η ανθςυχία ςτον ανοίκειο «χϊρο», οδθγεί ςυχνά, ςτθν ανάγκθ για αλικεια. Εκείνο το αμφίςθμο, που μια διϊχνει, και μια αποτρζπει τθ φυγι, ίςωσ πρζπει να εξθγθκεί. Πςο δφςκολοσ και να είναι ζνασ λαβφρινκοσ, θ χριςθ του, είναι θ αναηιτθςθ και περιιγθςθ μζςα του. Η ελπίδα επίλυςθσ. Ρωσ κάποια ςτιγμι αφοφ περιθγθκεί ο ιρωασ αρκετά, ίςωσ βρει κάποιο «Μινϊταυρο», που ςκοτϊνοντάσ τον κα φτάςει και ςτθν αλικεια και τθν ζξοδο. Είναι κεμιτό ςυχνά να πιςτεφει ςτθ λφςθ αυτι.

κάπου λάκοσ. Δίχωσ να ςτακϊ, φζρνω το φωσ χαμθλά και βλζπω το χρϊμα του νεροφ να ςκοτεινιάηει. Ζχαςε τθ λάμψθ που είχε ςτθν αρχι τθσ ςπείρασ, τθ λευκότθτά του, τθν κακάρεια του υπόςχεςθ. Κυμάμαι τον λευκό γζρο, να γεμίηει το ειςιτιριο μου και να μου λζει πωσ ζχω “κάτι λιγότερο” από μια ϊρα. Τισ ρίηεσ του φυτοφ, να προςπακοφν να ειςζλκουν ςτο μανίκι του, να βγαίνουν από το καπζλο και να κατεβαίνουν ςτο γιακά μζςα ςτο ςϊμα του. Το βάηο με τθ ςκόνθ και τισ ηάρεσ του, να ενϊνεται με τα δάχτυλά του. Τα δάχτυλά του, που με ακοφμπθςαν για να μου δϊςουν το ειςιτιριο· ιταν κρφα και λευκά. Ζχω αρχίςει να ηαλίηομαι ςε αυτιν τθν περιςτροφικι κίνθςθ. Σε μια περιςτροφικι ςκζψθ και ανάμνθςθ. Θ βροχι δυναμϊνει άγρια και τα διαμάντια νομίηω πωσ τα τςαλαπατάω ςτθν τρεχάλα μου· ανάμεςα ςε μια ςτάκμθ δφο δαχτφλων νερό. Δάχτυλα λευκά ςαν φυτό, που κζλει να με τραβιξει ςε μια παγίδα. Μια παγίδα ναι… αυτό είναι!

Κάποιεσ φορζσ με φόβο και άλλεσ με επικυμία, κα ςκζφτεται, ότι ακόμα, – και ίςωσ για πάντα – κα είναι μζςα ςτο λαβφρινκο αυτόν που για πάντα ζφτιαχνε ο ίδιοσ. Μετά τθν απϊλεια, ζμεινε ζνα οδοιπορικό κυνιγι του οικείου, που δεν κα οικειοποιθκεί ποτζ ξανά. Ζνασ ανοίκειοσ δρόμοσ μονάχα, όλο μεταβαλλόμενοσ. Πλο τυλιγϊμενοσ ςαν ςπείρα ατζλειωτθ που πονθρά υπόςχετε τερματιςμό. Μα ο δθμιουργόσ τθν ζφτιαξε

71


ζτςι να μθν τελειϊνει, και αφοφ απϊκθςε τθ μνιμθ του, μπικε ςτο λαβφρινκο με ελπίδα μόνο, να ψάχνει πάντα να τον λφςει. Δεν κα τον κερδίςει, μα δεν κα χάςει και ποτζ μζςα του, μονάχα κα γυρίηει αςταμάτθτα ικανοποιθμζνοσ για το παιχνίδι. Δεν υπάρχει κακαρό οικείο πια, μα οφτε και κακαρι απϊλεια. Ζνασ ανοίκειοσ ςεβαςμόσ. Μπορεί να κρατιςει και τουσ δφο κόςμουσ του, “πραγματικό και φανταςτικό” χωρίσ να τον νοιάηει πια που είναι θ αλικεια. Γιατί ζμακε, πωσ δεν υπάρχει οφτε εδϊ, οφτε εκεί. Ρζταξε το κεκτθμζνο τθσ γνϊςθσ που τον κοφραςε, και μνιμθ ζκανε και από τουσ δφο κόςμουσ. Αναγνϊριςε το ελλειμματικό του κάκε κόςμου, ωσ μθ ξζγνοιαςτων παραδείςων. Είναι όλοι δφςκολοι, απλά κάποιοι είναι απρόςωποι ωσ προσ τθν απϊλεια του οικείου. Θα φοβάται δθλαδι πάντα, ναι, αλλά δεν κα ξζρει γιατί. Θα αγχϊνεται ναι, αλλά με τι; Δφςκολο κα είναι, αλλά χωρίσ να ξζρει ποιο τι είναι το δφςκολο και χωρίσ να τον νοιάηει πια. Κατάφερε να φτιάξει ζνα παραμφκι χωρίσ τζλοσ, από εκεί που είχε μια ιςτορία όπου είχε τελειϊςει με απϊλεια.

“Carcere XIV - The Gothic Arch” Giovanni Battista Piranesi ςελ.78 “PIRANEZI - The Etchings” Luis Ficacci

“Ο κατακόρυφοσ λαβφρινκοσ απεικονίηει τον καλλιτζχνθ Piranesi, εγκλωβιςμζνο ςε ζναν ίλιγγο, ςε μια άβυςςο απ’ αυτζσ που δθμιοφργθςε ο ίδιοσ, να ςκαρφαλϊνει για πάντα, τισ ατελείωτεσ ςκάλεσ ςτο λαβφρινκο χϊρων φυλακϊν. Στισ πλευρζσ των τοίχων, διζκρινεσ μια ςκάλα που υψωνόταν κατά μικοσ και πάνω τθσ, ιταν ο ίδιοσ ο Piranesi που τθν ανζβαινε ψθλαφϊντασ. Ακολοφκθςε λίγο ακόμα τισ ςκάλεσ και κα δεισ ότι κάπου ςταματοφν απότομα, χωρίσ κάγκελα, κι αυτόσ, που ζχει φτάςει ςτθν άκρθ, δεν μπορεί να κάνει άλλο βιμα, παρά μονάχα ςτο κενό. ‘Πτι κι αν πρόκειται να ςυμβεί ςτο δφςτυχο Piranesi, υποκζτεισ ότι κατά κάποιο τρόπο εδϊ τελειϊνουν οι κόποι του. Αλλά, ςικωςε τα μάτια και κοίταξε μια δεφτερθ ςειρά από ςκαλιά, ακόμα πιο ψθλά: πάνω τουσ διακρίνεται πάλι ο Piranesi, που αυτι τθ φορά ςτζκεται ςτο χείλοσ τθσ αβφςςου. Σικωςε πάλι τα μάτια και κα δεισ ψθλότερα κι άλλα ςκαλιά: και πάλι τον άμοιρο Piranesi απαςχολθμζνο με τα φιλόδοξα ζργα του. Και ςυνζχεια το ίδιο, ζωσ ότου και οι ςκάλεσ και ο Piranesi χακοφν ςτο ςκοτάδι που βρίςκεται πολφ ψθλά ςτθν αίκουςα.” ςελ.37 “Ραρ’ όλα αυτά ο Piranezi ςκαρφαλϊνει ξανά. Ρρζπει να ανζβει και να ανζβει και να φτάςει. –και φτάνει. Φτάνει επιβαρυμζνοσ, ετοιμόρροποσ, ςυντετριμμζνοσ, αδφναμοσ ςαν ςκιά. Ζφταςε ςτο κατϊτατο επίπεδο ενόσ κτθρίου όμοιου με τα πρϊτα κτίρια.” ςελ.40 “Με αυτό τον τρόπο ο Piranezi ςκαρφαλϊνει για πάντα μζςα ςε ζνα χϊρο όπου εικονιςτικά ελζγχεται από τουσ κανόνεσ τθσ προοπτικισ, μιλϊντασ κακϊσ επαναλαμβάνεται, “μζχρι τθν ςτιγμι όπου τα κτίρια χάνονται ςε μια απόςταςθ δφςκολα μετριςιμθ από τθν φανταςία”. Σε αυτό το ςθμείο, ακόμα και ο ίδιοσ ο Piranezi, “o Piranezi που κοιτάει κάκε νζο κτίριο με τρόμο, που ςκαρφαλϊνει, που προχωράει, που φτάνει, ςχεδόν να ενδϊςει ςτθν απερίγραπτθ κλίψθ μιασ ατελείωτθσ άφιξθσ ςτο τζλοσ του μαρτυρίου του, γίνεται ανεπαίςκθτοσ… ςαν μια μαφρθ κουκίδα, ςε ζνα επίπεδο ξεκωριαςμζνο, ςχεδόν χαμζνο ςτα βάκθ των ουρανϊν.” πζραν αυτοφ, ο Nodier μασ βεβαιϊνει με μια ανακοφφιςθ, “δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά χϊροσ”. ςελ.40

72


Μιλάει για “ανίκθτθ μοίρα” όπου αναγκάηει τον Piranezi να ςκαρφαλϊνει προσ τθν κορυφι, για μια “παράξενθ μανία”, προερχόμενθ από τον φπνο και τα όνειρα. “πρζπει να ςκαρφαλϊςει εν μζςω εμποδίων και κινδφνων, κριαμβεφοντασ ι πεκαίνοντασ” ςελ.39, “The Architectural Uncanny” Anthony Vidler

“Relativity” M.C. Escher ”Οι δεκαζξι μικρζσ φιγοφρεσ που εμφανίηονται ςε αυτό το ςχζδιο μποροφν να χωριςτοφν ςε τρεισ ομάδεσ, κακεμιά από τα οποίεσ κατοικεί ζνα δικό τθσ κόςμο. και για κάκε ομάδα με τθ ςειρά τθσ όλο το περιεχόμενο του ςχεδίου είναι ζνασ πολφ δικό τουσ κόςμοσ. μόνο αιςκάνονται διαφορετικά για τα πράγματα και τουσ δίνουν διαφορετικά ονόματα. Π,τι είναι ταβάνι για τθν μία ομάδα είναι τοίχοσ για τθν άλλθ. Αυτό που είναι πόρτα για τθν μία κοινότθτα, κεωρείται για τθν άλλθ καταπακτι ςτο πάτωμα.” ςελ.51“The Magic Mirror of M.C. Escher”, Bruno Ernst

“Ο Οδοιπόροσ” του Φερνάντο Ρεςςόα, Ράολο Γκζτςι

73


Κάκε “Οδφςςεια” που οδθγεί ςτθν “Ικάκθ” τθσ χωρίσ να εκτιμά το ταξίδι τθσ, είναι μια Οδφςςεια που κοιτά τθν απϊλεια και δεν αντζχει να ςυνεχίςει. Κάκε “οδοιπόροσ” ςαν αυτόν του Καβάφθ ι του Ρεςςόα, κάκε “ονειρευτισ”, ξζρει πωσ “Αυτόσ που κυβερνά τθν αφιγθςθ δεν είναι θ φωνι αλλά το αυτί.” (ςελ.168, “Οι αόρατεσ πόλεισ”, Μταλο Καλβίνο) και πωσ αυτό το ταξίδι

ζχει ανάγκθ να γίνει.

“…κυμικθκα ξαφνικά, χωρίσ να κυμάμαι πια τθ μορφι του, τα λόγια που μου είχε πει ο Άντρασ με τα Μαφρα. “Μθν κοιτάηεισ το Δρόμο. Ακολοφκθςζ τον.” Εκείνθ ακριβϊσ τθ ςτιγμι αποφάςιςα να φφγω. (ςελ.26) …αυτό που μου είχε πει ιταν να τον ακολουκιςω και όχι να πάω μζχρισ οριςμζνου ςθμείου, ζπρεπε λοιπόν να τον ακολουκιςω χωρίσ να ςταματιςω, μζχρι τζλουσ… Ζπρεπε να ακολουκιςω το δρόμο, να ςκζφτομαι μόνο να τον ακολουκιςω, να επικυμϊ μόνο να μθν τον εγκαταλείψω ποτζ.” ςελ.30, “Ο Οδοιπόροσ”, Φερνάντο Ρεςςόα “Ο Οδοιπόροσ” του Φερνάντο Ρεςςόα, Ράολο Γκζτςι

Και όπωσ κα ‘λεγε και ο Μίχαελ Ζντε δίπλα τουσ, μζςα από τα λόγια του “ταξιδιωτικοφ του ονειρευτι” “Εγϊ… δε ηθλεφω κακόλου αυτοφσ που ζφταςαν ςτο ςτόχο τουσ. Εμζνα μ’ αρζςουν τα ταξίδια.” ςελ.157, “Από τισ ςθμειϊςεισ του Μαξ Μοφτο, ενόσ ταξιδιωτικοφ ονειρευτι” από τθ “Φυλακι τθσ Ελευκερίασ”, Μίχαελ Ζντε

74


Σαν τουσ ανκρϊπουσ και οι χϊροι, ςαν τισ ψυχζσ των ςωμάτων και οι ψυχζσ των πόλεων:

“The Return of Ulysses” (1968), Giorgio de Chirico

“Να κατοικεί παντοφ, χωρίσ όμωσ να κλείνεται πουκενά, αυτό είναι το ζμβλθμα του ανκρϊπου που ονειρεφεται τθν κατοικία. Στο οριςτικό ςπίτι όπωσ και ςτο ςπίτι όπου πράγματι μζνω, το ονειροπόλθμα δοκιμάηεται. Κα πρζπει να αφινουμε πάντα ανοιχτι μια ονειροπόλθςθ για το αλλοφ.” ςελ.89, “Θ ποιθτικι του χϊρου”, Γκαςτόν Μπαςελάρ “Οι διάφορεσ μορφζσ που του ζχουν αποδοκεί, κατά τθ διάρκεια τθσ μακράσ ηωισ του, οδθγοφν μια τελευταία φορά πίςω ςτον Οδυςςζα, τον μυκικό ταξιδιϊτθ με τον οποίο ο καλλιτζχνθσ ταυτίςτθκε ακριβϊσ ςτο ξεκίνθμα του καλλιτεχνικοφ του ταξιδιοφ. “Θ επιςτροφι του Οδυςςζα”, παρ’ όλα αυτά δεν δείχνει ζναν καλλιτζχνθ φιλόςοφο που μελετά τα μυςτιρια του κόςμου και τθσ ίδιασ του τθσ φπαρξθσ, οφτε τθν κριαμβευτικι επιςτροφι ενόσ μυκικοφ ιρωα. Ο Οδυςςζασ κωπθλατεί τθν βάρκα του ςτα κφματα μιασ λίμνθσ μζςα ςε ζνα επιπλωμζνο δωμάτιο. Θ αναπαραγωγι ενόσ μεταφυςικοφ πίνακα ςτον τοίχο και θ όψθ ενόσ ελλθνικοφ ναοφ μζςα απ’ το παράκυρο ολοκλθρϊνουν το ςκθνικό. Ο ταξιδιϊτθσ, κα μποροφςε κάποιοσ να ςυμπεράνει, επζηθςε απ’ τισ περιπζτειεσ του ταξιδιοφ του. Ι δεν ιταν πραγματικά τίποτε άλλο από τα όνειρα ενόσ “stay at home”; Αυτόσ που επζςτρεψε ςπίτι του, ζλειψε ποτζ; Ι μιπωσ οι μεγάλεσ ανακαλφψεισ και το μοιραίο του ταξίδι ςτο άγνωςτο πραγματοποιικθκαν μόνο ςτο μυαλό του; Για ακόμα μια φορά ο Ντε Κίρικο, τϊρα με ελαφρά ειρωνεία, μασ αφινει αμφιβολίεσ όςον αφορά τθν απάντθςθ”. ςελ.88 “DE CHIRICO” Magdalena Holzhey

75


Βριςκόμαςτε ςτο ενδιάμεςο του κακρζφτθ. Θυμάμαι. Ζχω μνιμθ από δφο κόςμουσ. Ζχω ανάγκθ για ςεβαςμό αυτοφ του παράλογου ςυλλογιςμοφ. Ζχω να αφοςιωκϊ ςε μια ιδζα. Ζχω τθν ανάγκθ να γίνω παραμφκι εγϊ ο ίδιοσ, χαμζνοσ μζςα ςε ζναν λαβφρινκο που χτίςτθκε προςεχτικά και μελετθμζνα να είναι δφςκολοσ, για αυτόν το λόγο ακριβϊσ. Και όςον αφορά το “δφςκολο” από όλα τα εμπόδια που ςυναντιςαμε και λόγο ακριβϊσ τθσ ιςτορίασ τουσ που γζννθςαν τζρατα… ζνασ κόςμοσ μζςα από ζναν ερειπωμζνο κακρεφτίηεται, και πριν τθν ολοκλθρωτικι ταφι του παλαιοφ, ουρλιάηει ςεβόμενοσ ςαν τζρασ… για τθν ελπίδα του να αναγεννθκεί. Weather Project Olafur Eliasson

“…Γιατί αυτό πρζπει να γίνει. Γιατί μερικζσ φορζσ… θ αλικεια δεν είναι αρκετι. Μερικζσ φορζσ οι άνκρωποι αξίηουν περιςςότερα. Μερικζσ φορζσ οι άνκρωποι αξίηουν… θ πίςτθ τουσ να ανταμειφτεί…” “The Dark Knight” (2008), Christopher Nolan “Είναι φορζσ που μου φαίνεται ότι θ φωνι ςου ζρχεται ς’ εμζνα από μακριά, ενϊ εγϊ είμαι φυλακιςμζνοσ ς’ ζνα φανταχτερό και αβίωτο παρόν, ςτο οποίο όλεσ οι μορφζσ τθσ ανκρϊπινθσ ςυμβίωςθσ ζφταςαν ςτα άκρα του κφκλου τουσ και κανείσ δεν μπορεί να φανταςτεί ποιεσ νζεσ μορφζσ κα πάρουν. Και ακοφω από τθ φωνι ςου τισ αόρατεσ αιτίεσ για τισ οποίεσ οι πόλεισ ηοφςαν, και για τισ οποίεσ ίςωσ, μετά το κάνατό τουσ, κα ξαναηιςουν.” ςελ.168, “Οι αόρατεσ πόλεισ”, Μταλο Καλβίνο “Μια ελπίδα, όμωσ, μπορεί να αυτοπροςδιορίηεται ςτο μυαλό μασ. Μπορεί να μθν ζχει ακόμα προκφψει, ίςωσ ςε μια άλλθ γενιά, αρχιτζκτονεσ οι οποίοι, εκτιμϊντασ τθν επιρροι που αςυνείδθτα λαμβάνουν, να μάκουν ςυνειδθτά να τθν κατευκφνουν” Hugh Ferriss Weather Project Olafur Eliasson

Μια ονειροπόλθςθ ζρχεται και ςε υπνωτίηει. Αιςκάνεςαι τα πάντα γφρω να κυλάνε πιο αργά, εγωιςτικά, προςεχτικά, για ςζνα που κλείνεςαι ςτισ ςκζψεισ ςου. Αιςκάνεςαι ςε μια ιδανικι γωνιά, τθν ευτυχία να βρίςκει τα όρια τθσ ςτενοχϊριασ ςου. Ξζρεισ πωσ κα ταξιδζψεισ ςε λίγο, με το ειςιτιριο που δίνουν οι αιςκιςεισ. Ταξίδι ίςωσ αγχωτικό και τρομαχτικό, μελαγχολικό και γεμάτο φαντάςματα που ςυνδζονται με ςζνα. Ραρόλα αυτά κα είναι ζνα προςωπικό διάλλειμα, από ζνα κόςμο απρόςωπα φρενιρθ. Νομίηεισ βρικεσ κθςαυρό κρυμμζνο βακιά και κα τον ξεκάψεισ με τα χζρια ςου. Ακόμα και να ανοίξεισ το καπάκι του και αντικρίςεισ ςκουλικια, κα πείςεισ τον εαυτό ςου για χάρθ του κόπου ςου, πωσ βρικεσ χρυςάφι. Γιατί αιςκάνεςαι πωσ κάτι μεριμνά για ςζνα εδϊ κάτω. Ρωσ ιξερεσ ίςωσ τι ζκανεσ. Το πιο τρομακτικό βζβαια κα είναι όταν καταλάβεισ ότι εςφ τα χεσ κρφψει εκεί, γιατί ιταν ςκουλικια και όχι χρυςάφι. Μα κανζνασ κθςαυρόσ δεν μζνει κρυφόσ. Κανζνα μυςτικό. “Ο βαςιλιάσ ζχει γαϊδουρινά αυτιά” φϊναξε ο αυλικόσ και νόμιηε πωσ το πε θ άρπα. Θ ονειροπόλθςθ που ζφτιαξε ο εγωιςμόσ μιασ “κρυψϊνασ”. Αυτό είναι που τον οδιγθςε. Εγωιςμόσ κεμιτόσ για ςυντροφιά, χωρίσ να ςκεφτεί τισ ςυνζπειεσ, τισ οποίεσ δεν χρειάηεται ο νζοσ κόςμοσ να αντιμετωπίηει άμεςα. Ξζρω ζνα μυςτικό. Μόνο εγϊ. Ρρζπει να το μοιραςτϊ. Κα το κρφψω ςε ζνα δζντρο. Και επειδι το δζντρο δεν

76


“… Αν μετατρζψεισ το εγϊ ςου, ςε κάτι περιςςότερο από ζναν άνκρωπο… αν αφοςιωκείσ ςε μια ιδζα… τότε γίνεςαι κάτι τελείωσ διαφορετικό. Ζνασ μφκοσ…” “Batman Begins” (2005), Christopher Nolan

Γκουςτάβ Ντορζ, (1857) γκραβοφρα για το Χάροντα, ςτθν εικονογράφθςθ τθσ Κόλαςθσ - “Κεία Κωμωδία” του Δάντθ Αλιγκζρι

“…οι Κεοί τον είχαν καταδικάςει να ςπρϊχνει ςτον Άδθ αςταμάτθτα ζνα βράχο μζχρι τθν κορυφι ενόσ βουνοφ, απ’ όπου θ πζτρα κατρακυλοφςε από το ίδιο τθσ το βάροσ. (…) …τοφτθ θ ϊρα που είναι ςαν μια ανάςα και που επαναλαμβάνεται το ίδιο ςίγουρθ με τθ δυςτυχία του, τοφτθ θ ϊρα είναι θ ϊρα τθσ ςυνείδθςθσ. Σε κάκε μια απ’ αυτζσ τισ ςτιγμζσ, από τότε που αφινει τθν κορυφι και βουλιάηει ςιγά ςιγά ςτισ φωλιζσ των κεϊν, είναι ανϊτεροσ τθσ μοίρασ του. Είναι πιο δυνατόσ απ’ το βράχο του. (…) …ανίςχυροσ και επαναςτατθμζνοσ, γνωρίηει όλθ τθν ζκταςθ τθσ άκλιασ κατάςταςισ του: αυτιν ςκζφτεται κακϊσ κατεβαίνει. Θ διαφγεια του πνεφματόσ του, που κα ‘πρεπε να ιταν το μαρτφριό του, ολοκλθρϊνει ταυτόχρονα τθ νίκθ του. (…) …διδάςκει τθν φψιςτθ πίςτθ που αρνείται τουσ κεοφσ και ςθκϊνει βράχουσ. Κι εκείνοσ κρίνει ότι όλα είναι καλά. Τοφτο το ςφμπαν, αδζςποτο ςτο εξισ δεν του φαίνεται άγονο οφτε αςιμαντο. Κάκε κόκκοσ αυτισ τθ πζτρασ, κάκε ορυκτό κραφςμα αυτοφ του πλθμυριςμζνου από νφχτα βουνοφ, ςχθματίηει από μόνο του ζναν κόςμο. Ο αγϊνασ και μόνο προσ τθν κορυφι αρκεί για να γεμίςει μιαν ανκρϊπινθ καρδιά. Ρρζπει να φανταςτοφμε τον Σίςυφο ευτυχιςμζνο.” ςελ.168 “Ο μφκοσ του Σίςυφου”, Αλμπζρ Καμφ

μιλάει, κάποια μζρα κα το κάνω άρπα και κα τα τραγουδιςει όλα. Οι ςυνζπειεσ κα ζρκουν φςτερα παραμφκι και κείνεσ. Μια ονειροπόλθςθ. Σε κρατά μακριά από όλα αυτά που τρζχουν γφρω ςου, μα ςε κρατάνε ταυτόχρονα ςτθν πραγματικότθτα με μια βακιά κρυμμζνθ ερμθνεία. Αυτιν που δεν χρειάηεςαι απαραίτθτα. Υπάρχει θ εικόνα τθσ ονειροπόλθςθσ αλθκινι. Θ γεφφρωςθ των δφο κόςμων, μπορεί να γίνει χωρίσ να κατανοεί θ μια όχκθ τθν άλλθ. Αρκεί να γίνεται το ταξίδι πζρα δϊκε, από ζναν μαγεμζνο παντοτινά “βαρκάρθ” που ζτςι κρατά τουσ κόςμουσ γεφυρωμζνουσ. Δεν χρειάηεται θ ερμθνεία. Οφτε απαραίτθτα μια λογικι, αφοφ υπάρχουν δφο κόςμοι. Υπάρχουν οι δφο όχκεσ να βγάηουν ςυμπεράςματα, δφο διαφορετικά, και μια αίςκθςθ κοινι, διφοροφμενθ και αμφίςθμθ. “Μαγικι”!

77


78


Βιβλιογραφία: “Το Ρορτραίτο του Ντόριαν Γκρζυ”, Πςκαρ Ουάιλντ Μετάφραςθ: Τίνα Στεφανοποφλου, Ζκδοςθ: ΕΛΕΥΚΕ΢ΟΤΥΡΛΑ 2006 “Για τον Φορμαλιςμό” Θ ανάςταςθ τθσ λζξθσ Θ κεωρία τθσ “φορμαλιςτικισ μεκόδου”, Βίκτ. Σκλόβςκι – Μπ. Αϊχενμπαουμ Μετάφραςθ: Βαςίλθ Λαμπρόπουλου- Νίκου Καλταμπάνου, Ζκδοςθ: Ε΢ΑΣΜΟΣ 1985 “Ο Οξαποδόσ και άλλεσ ιςτορίεσ τρόμου και τρζλασ ”, Γκυ Ντε Μωπαςάν Μετάφραςθ: ΣΤ΢ΑΤΘΣ ΡΑΣΧΑΛΘΣ, Ζκδοςθ: Μκαροσ 1992

“Θ ποιθτικι του χϊρου”, Γκαςτόν Μπαςελάρ Μετάφραςθ: ΕΛΕΝΘ ΒΕΛΤΣΟΥ – ΛΩΑΝΝΑ Δ. ΧΑΤΗΘΝΛΚΟΛΘ Ζκδοςθ: Χατηθνικολι 1982 “Το Νερό και τα Πνειρα”, Γκαςτόν Μπαςελάρ Μετάφραςθ: Τςοφτθ Ζλςθ Ζκδοςθ: Χατηθνικολι 1985 “Opera”, Andras Batta Ζκδοςθ: h.f.ullman 2009 “Θ Αρχιτεκτονικι τθσ Ευτυχίασ” Αλλαίν Ντε Μποττόν Μετάφραςθ: Αντϊνθσ Καλοκφρθσ Ζκδοςθ: ΡΑΤΑΚΘ 2006

“ΣΛΩΡΘ” “(Θ ΡΤΩΣΘ ΤΟΥ ΟΛΚΟΥ) ΤΟ ΡΕΣΛΜΟ ΤΟΥ ΣΡΛΤΛΟΥ ΤΩΝ ΩΣΕ΢” από “ΡΟΕ Λςτορίεσ Μυςτθρίου και Φανταςίασ”, Ζντγκαρ Άλαν Ρόε Μετάφραςθ: ΝΛΚΟΥ ΣΘΜΘ΢ΛΩΤΘ Ζκδοςθ: ΔΩΔΩΝΘ 1980 “Οι αόρατεσ πόλεισ”, Μταλο Καλβίνο Μετάφραςθ: ΑΝΤΑΛΟΣ Χ΢ΥΣΟΣΤΟΜΛΔΘσ Ζκδοςθ: ΚΑΣΤΑΝΛΩΤΘ 2004 “Ρρόλογοσ” του ΢ότηερ Νόρμαν, για το “Οράματα των Κυγατζρων του Αλβιόνα” του Ουίλιαμ Μπλζθκ Μετάφραςθ: ΜΛΛΤΟΣ Φ΢ΑΓΚΟΡΟΥΛΟΣ Ζκδοςθ: Θ΢ΛΔΑΝΟΣ

“ΟΛ ΜΕΓΑΛΟΛ ΗΩΓ΢ΑΦΟΛ-από το Τηιότο ςτθν Αναγζννθςθ” Ζκδοςθ: FABRI MILANO και ΜΕΛΛΣΣΑ ΑΚΘΝΑ

“Μια ποιθτικι του κινθματογράφου” Γ΢ΑΦΕΣ ΓΛΑ ΤΟΝ ΚΛΝΘΜΑΤΟΓ΢ΑΦΟ ΔΛΕΡΛΣΤΘΜΛΝΛΚΕΣ Ρ΢ΟΣΕΓΓΛΣΕΛΣ, Α. ΑΓΓΕΛΛΔΘ, Ε. ΜΑΧΑΛ΢Α, Κ. ΚΥ΢ΛΑΚΟΣ ” Ζκδοςθ: ΝΕΦΕΛΘ 2005

“Ο Μαφροσ Γάτοσ” και άλλεσ ιςτορίεσ τρόμου (“Οι Νεκροφανείσ”)-“ θ πρόωρθ ταφι”, Ζντγκαρ Άλαν Ρόε Μετάφραςθ: ηζφθ κόλια Ζκδοςθ: οξυ 2009

“The Magic Mirror of M.C. Escher”, Bruno Ernst Ζκδοςθ: TASCHEN 2007

“Ο Οδοιπόροσ”, Φερνάντο Ρεςςόα Μετάφραςθ: ΜΑ΢ΛΑ ΡΑΡΑΔΘΜΑ Ζκδοςθ: Νεφζλθ 2010

“Το Υπόγειο”, Φιοντόρ Ντοςτογιζφςκι Μετάφραςθ: ΓΛΩ΢ΓΘΣ ΣΘΜΘ΢ΛΩΤΘΣ Ζκδοςθ: ΕΛΕΥΚΕ΢ΟΤΥΡΛΑ 2006

“Ο μφκοσ του Σίςυφου” δοκίμιο για το παράλογο, Αλμπζρ Καμφ Μετάφραςθ: ΝΛΚΘ ΚΑ΢ΑΚΛΤΣΟΥ – ΝΤΟΥΗΕ, ΜΑ΢ΛΑ ΚΑΣΑΜΡΑΛΟΓΛΟΥ - ΢ΟΜΡΛΕΝ Ζκδοςθ: ΚΑΣΤΑΝΛΩΤΘ 1998

“Φυλακι τθσ Ελευκερίασ”, Μίχαελ Ζντε Μετάφραςθ: Μαρία Αγγελίδου Ζκδοςθ: ΨΥΧΟΓΛΟΣ 1994

“Το Ανοίκειο”, Σίγκμουντ Φρόυντ Μετάφραςθ: Ζμθ Βαϊκοφςθ Επίμετρο: Κφρκοσ Δοξιάδθσ Ζκδοςθ: ΡΛΕΚ΢ΟΝ 2009

“Ειςαγωγι ςτθν Ψυχανάλυςθ - Τα όνειρα”, Σίγκμουντ Φρόυντ Μετάφραςθ: Α. ΡΑΓΚΑΛΟΣ Ζκδοςθ: ΓΚΟΒΟΣΤΘ 2005

“Surrealism” Cathrin Klingsohr-Leroy Ζκδοςθ: TASCHEN 2004

“Θ Μεταμόρφωςθ”, Φραντσ Κάφκα Μετάφραςθ: ΜΑ΢ΓΑ΢ΛΤΑ ΗΑΧΑ΢ΛΑΔΟΥ Ζκδοςθ: ΡΑΤΑΚΘ 2007

“The Architectural Uncanny” Anthony Vidler Ζκδοςθ: Essays in the Modern Unhomely The MIT Press Cambridge, Massachusetts London, England

“PIRANEZI The Etchings” Luis Ficacci Ζκδοςθ: TASCHEN

DC Comics “JOKER”, Brian Azzarello Μετάφραςθ: ΣΑΒΒΑΣ Α΢ΓΥ΢ΟΥ Ζκδοςθ: ANUBIS 2008

“DE CHIRICO” Magdalena Holzhey Ζκδοςθ: TASCHEN 2005 “ΡΛΚΑΣΟ” Carsten-Peter Warncke Μετάφραςθ: Λνϊ ΢όηου Ζκδοςθ: TASCHEN 2006 “Θ Αλίκθ ςτθ χϊρα των καυμάτων και Μζςα απ’ τον κακρζφτθ”, Λιοφισ Κάρολ Μετάφραςθ: Ραυλίνα Ραμποφδθ Ζκδοςθ: PRINTA 2009

79


“DALI” Robert Descharnes, Gilles Neret Ζκδοςθ: TASCHEN 2007 “GOYA - ΧΑ΢ΑΚΤΘΣ ΤΘΣ ΕΚΝΛΚΘΣ ΡΛΝΑΚΟΚΘΚΘΣ - Ο φπνοσ τθσ λογικισ γεννά τζρατα” Επιμζλεια: Μαριλζνα Η.ΚΑΣΛΜΑΤΘ Ζκδοςθ: ΧΟ΢ΘΓΟΣ ΕΚΝΛΚΘ ΡΛΝΑΚΟΚΘΚΘ ΚΑΛ ΜΟΥΣΕΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔ΢ΟΥ ΣΟΥΤΗΟΥ 2008

“Metropolis” (1927,) Fritz Lang

Link από Ιντερνετ:

“THX-1138” (1971), George Lucas

(1) http://en.wikipedia.org/wiki/Tatlin%27s_T ower

“Brazil” (1985), Terry Gilliam “Stalker” (1979) Andrei Tarkovsky

(2) http://dprbcn.wordpress.com/2009/09/02/ the-paper-architects/

“ΜΘΔΕΛΑ² ”(2008), Δθμιτρθσ Ραπαϊωάννου “Metamorphosis” - Franz Kafka, Theatre, Dublin, David Farr –

Αποςπάςματα από Ταινίεσ και θεατρικά:

(3) http://boiteaoutils.blogspot.gr/2008/10/ar chitecture-principe-n7-claude-parent.html

Gisli Orn Gardarsson (4) “Trashed” (2012, documentary) Candida Brady

“El Orfanato” (2007) , Juan Antonio Bayona

“1984” (1984), Michael Radford

“Θ διπλι ηωι τθσ Βερόνικα” (1991), Krzysztof Kieślowski,

http://en.wikipedia.org/wiki/Deconstructivi sm (5)

“Batman Begins” (2005), Christopher Nolan

”Στενζσ επαφζσ τρίτου τφπου” (1977,) Στίβεν Σπίλμπεργκ

http://www.juedisches-museumberlin.de/main/EN/04-About-The-

“The Dark Knight” (2008), Christopher Nolan

“Μπαμποφλασ Α.Ε.” (2001) Pixar

Museum/01-Architecture/01-libeskindBuilding.php(6)

“The Others” (2001), Alejandro Amenábar “Θ ραχοκοκαλιά του διαβόλου” 2001, Guillermo Del Toro “Coraline”(2009), Henry Selick “Θ Λάμψθ” 1980, Στάνλεχ Κιοφμπρικ “The Shawshank Redemption”(1994), Frank Darabont “The imaginarium of Doctor parnassus” (2009), του Terry Gilliam

“Ο Λαβφρινκοσ του Ράνα” (2006), Guillermo del Toro

http://www.architizer.com/en_us/blog/dyn /38972/wounded-warrior-home/

“Ψαλιδοχζρθσ” (1990), Τιμ Μπάρτον (7) “Τςάρλι και το εργοςτάςιο ςοκολάτασ” (2005), Τιμ Μπάρτον

http://thefunambulist.net/2010/12/23/gre at-speculations-the-oblique-function-by-

“Harry Potter and the deathly hallows” (2010), David Yates

claude-parent-and-paul-virilio/

“Howl's moving Castle” (2004), Hayao Miyazaki

(8) http://lebbeuswoods.wordpress.com/2011 /12/15/war-and-architecture-three-

“Rundskop” (2011), Michael R. Roskam

principles/

80


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.