Conference Cornelius Castoriadis 20 years after / Βιβλίο Περιλήψεων

Page 1



Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία» του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθήνα, 1, 2, 3 Δεκεμβρίου 2017

MSc Program “Political Science and History” of the Department of Political Science and History of Panteion University Athens, 1, 2, 3 December 2017

Programme Master « Science Politique et Histoire » du Département de Science Politique et Histoire de l’Université Panteion Athènes, 1, 2, 3 décembre 2017

castoriadis2017.blogspot.gr



Οργανωτική Επιτροπή Organizing Committee Comité d'Organisation Γιάννης Κτενάς / Yannis Ktenas Άκης Λελεδάκης / Akis Leledakis Αλέξανδρος Σχισμένος / Alexandros Schismenos Γιώργος Φουρτούνης / Yorgos Fourtounis Σχεδιασμός έντυπου υλικού Printed material design Conception des documents imprimés Δημήτρης Χαλιάσος / Dimitris Chaliasos


Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου του 1997. Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά τον θάνατό του, οι φιλοσοφικές του ιδέες εισδύουν όχι μόνο στον λόγο και τις πρακτικές των κοινωνικών κινημάτων, αλλά και σε διάφορα πεδία της φιλοσοφικής διαμάχης εκτός και εντός των ακαδημαϊκών θεσμών: διδακτορικές διατριβές, καινούρια βιβλία, άρθρα σε φιλοσοφικά περιοδικά, εξετάζουν την επιρροή των ιδεών του Καστοριάδη. Το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία» του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου διοργανώνει ένα διεθνές συνέδριο με αντικείμενο όλες τις πλευρές του καστοριαδικού στοχασμού, στις 1, 2 και 3 Δεκεμβρίου 2017. Το συνέδριο έχει ως στόχο να υπογραμμίσει την επικαιρότητα της σκέψης του Καστοριάδη στις μέρες μας και να φέρει κοντά ερευνητές και φοιτητές από μια πληθώρα διαφορετικών ακαδημαϊκών υποβάθρων. Ποιες είναι οι καινούριες τάσεις στο εσωτερικό του καπιταλιστικού φαντασιακού; Πώς θα μπορούσαμε να σκεφτούμε σήμερα για το κοινωνικοϊστορικό; Μας βοηθούν οι ιδέες του φιλοσόφου να προσεγγίσουμε και να υπερβούμε τη σύγχρονη κρίση των κοινωνιών μας; Τι κατευθύνσεις ανοίγει το καστοριαδικό έργο για περαιτέρω θεωρητικό στοχασμό; *** Cornelius Castoriadis passed away in Paris on December 26th 1997. Today, two decades after his death, his philosophical concepts penetrate not only the discourse and the practices of social movements, but also various fields of the philosophical debate outside and within academic institutions: PhD theses, new books, articles in philosophical reviews, research the impact of Castoriadis’ ideas. The MSc Program “Political Science and History” of the Department of Political Science and History of Panteion University in Athens organizes an international conference on all aspects of C. Castoriadis’ thought, on December 1st, 2nd and 3rd, 2017. The conference aims to highlight the relevance of Castoriadis’ reflection nowadays and to bring together scholars and students from a variety of academic backgrounds. Which are the new tendencies within the capitalistic imaginary? How could we contemplate today about the social-historical? Do the ideas of the philosopher help us approach and overcome the contemporary crisis of our societies? Towards which directions does Castoriadis' work lead us for further theorizing? *** Cornelius Castoriadis est mort le 26 Décembre 1997 à Paris. Aujourd’hui, deux décennies après sa mort, ses conceptions philosophiques pénètrent non seulement le discours et les pratiques des mouvements sociaux, mais aussi les établissements universitaires : thèses de doctorat, nouveaux livres, articles dans des revues scientifiques, examinent l'influence des idées de Castoriadis. 6


Le programme Master « Science Politique et Histoire » du département de Science Politique et Histoire de l’Université Panteion organise un colloque sur tous les aspects de la pensée castoriadienne, du 1er au 3 décembre 2017. Le colloque vise à souligner la pertinence de la réflexion de Castoriadis aujourd’hui et à rapprocher des chercheurs et des étudiants d’une varieté des formations académiques. Quelles sont les nouvelles tendances à l’intérieur de l’imaginaire capitaliste ? Comment pourrait-on penser le social-historique aujourd’hui ? Est-ce que les idées du philosophe nous aident à aborder la crise contemporaine de nos sociétés ? Quelles directions l'oeuvre de Castoriadis indique-t-elle à la pensée contemporaine ?

7


Κατερίνα Αλεξιάδη Φιλοσοφία, πολιτική, παιδεία ή παιδεία, πολιτική, φιλοσοφία; Η παιδεία ως σχηματοποίηση του Χάους-Είναι από τον παιδαγωγό στη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη «Το να δοθεί μορφή στο χάος – νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος δυνατός ορισμός της παιδείας» Κ. Καστοριάδης, Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία.

Το έργο του παιδαγωγού-εκπαιδευτικού είναι να μπορέσει να δώσει ώθηση στη «δημιουργική δύναμη» (vis formandi), που ενυπάρχει στον κάθε άνθρωπο, να ξυπνήσει μέσα στον κάθε νέο και στην κάθε νέα τον έρωτα και το πάθος της μόρφωσης (libido formandi) και να καταστήσει την εν δυνάμει έφεσή τους για δημιουργία σε συνεχή επιθυμία για δημιουργία. Από την παιδεία που θα λάβουν θα εξαρτηθεί το αν θα βοηθηθούν, ώστε να αναδυθεί η ανθρώπινη υποκειμενικότητά τους, μέσα από πράξεις αναστοχασμού, κριτικής ικανότητας, εντρύφησης σε πράξεις ενεργής πολιτειότητας και δημοκρατίας. Οι σύγχρονες κοινωνίες βασίζονται στην ετερονομία, στους νέους δίνεται έτοιμο το νόημα της ζωής τους μέσα από τους θεσμούς, τους οποίους δεν έχουν δικαίωμα να κρίνουν και να αμφισβητήσουν. Έτσι γίνονται παθητικοί, αδρανείς σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από παθητικότητα, αδράνεια και ανελευθερία. Μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η παιδεία σήμερα είναι ο μόνος τρόπος για να οδηγηθούμε σε μια ελεύθερη και αυτόνομη κοινωνία. Η αναγέννηση της ζωτικότητας της παιδείας μπορεί να δώσει στην κοινωνία τις μορφές και τα περιεχόμενα που αρμόζουν στην ιδέα της δημοκρατίας. «Μια καινούργια κοινωνία (...) θα προϋπέθετε τη ριζική καταστροφή των σύγχρονων “αξιών” και μια καινούργια πολιτισμική δημιουργία, συνακόλουθη μιας απέραντης μεταμόρφωσης των ψυχικών και νοητικών δομών των κοινωνικοποιημένων ατόμων» (Καστοριάδης, Παράθυρο στο Χάος). Η φαντασία στη φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη κατέχει κεντρική θέση ως πηγή δημιουργίας και μέσα από την ατομική ριζική φαντασία της ψυχής μπορεί να πραγματωθεί το κοινωνικο-ιστορικό φαντασιακό της κοινωνίας. Η παιδεία, η πολιτική, η φιλοσοφία σχηματίζουν έναν «ενάρετο κύκλο», ο οποίος ενδυναμώνει τη δημοκρατία ως «καθεστώς συλλογικής αναστοχαστικότητας». Η Κατερίνα Αλεξιάδη είναι Υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων στη ΔΔΕ Ανατολικής Αττικής, υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Εκπαίδευση και Θέατρο. 8


Αναπλιώτης Νίκος Ο ρόλος της δημιουργικής φαντασίας στη συγκρότηση της πραγματικότητας: Καντ, Καστοριάδης Αντικείμενο της παρουσίασης μας είναι η δημιουργική φαντασία στο έργο του Καντ και του Καστοριάδη. Η φαντασία γίνεται αντικείμενο διερεύνησης ως προς το ρόλο της στη συγκρότηση της σχέσης υποκειμένου και πραγματικότητας. Η φαντασία είναι οργανώτρια της υποκειμενικής εμπειρίας στο βαθμό που ως θεμελιακή βάση της δομής του υποκειμένου συνθέτει και σχηματίζει παραστάσεις μορφώνοντας το πραγματικό. Εδώ έγκειται η συμμορφία των δυο μοντέλων, παρόλο που η ριζική φαντασία παρεκκλίνει από την υπερβατολογική λόγω του ριζικότερου χαρακτήρα που της αποδίδει ο Καστοριάδης, αφού την αποσπά απο την εγω-λογική και σολιψιστική προοπτική της καντιανής γνωσιολογίας και την αναδεικνύει ως απεικονιστική των εκάστοτε κοινωνικοϊστορικών μορφών. Η δημιουργική σύνθεση της υπερβατολογικής φαντασίας συνιστά προϋπόθεση των εμπειρικών συνθέσεων και όργανο κατοχύρωσης της αντικειμενικότητας των κατηγοριών. Οι εντυπώσεις είναι το υλικό της γνώσης που προσλαμβάνεται παθητικά και συντίθεται στη βάση των κατηγοριών και των καθαρών μορφών της εποπτείας. Η αισθητικότητα, αντίθετα από ό,τι πίστευε ο Καντ, ανήκει στη φαντασία. Δεν υφίσταται δεκτικότητα των εντυπώσεων καθώς η αισθητικότητα είναι δημιουργία μορφών απο ενα σοκ το οποίο δεν προσλαμβάνεται ως τέτοιο αλλά εικονίζεται-γιγνώσκεται εφόσον δημιουργηθεί ως παράσταση από και για το υποκείμενο. Οι εικόνες και το φυσικό αντιληπτό συνιστούν το μεθεκτικό παραστασιακό στήριγμα των φαντασιακών σημασιών (συμβολική σχέση). Αυτές δεν έχουν ως φορέα ένα υποκείμενο παρά επειδή φέρονται απο τη γλώσσα, η οποία δομεί, εκκοινωνίζοντας-επικαλύπτοντας μέρος της ψυχής, έναν τόπο άλλο του α-κοινωνικού μονήρους πυρήνα του πρωταρχικού υποκειμένου, την υποκειμενική κοινωνική πραγματικότητα. Το εκάστοτε «πραγματικό» θεσμίζεται ως τέτοιο, ώστε τα άτομα να μπορούν ανακλαστικά να αναφερθούν μέσω της έκφρασης σε «αντιληπτά πράγματα», η οποία τους αποδίδει οντολογική πυκνότητα και πραγματοποιημένη συστατικότητα. Τα σημεία λειτουργούν ως όροι επισήμανσης και διαχωρισμού μέσα στον παραστασιακό ρου ορισμένων παραστάσεων, οι οποίες σε μια ανακλαστική ανάλυση διαφαίνονται ως «αντικείμενο» ή «πράγμα εξωτερικό» και «ανεξάρτητο» του παραστασιακού ρου που είναι το υποκείμενο. Ο Νίκος Αναπλιώτης είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη γνωσιολογία (Καντ και Χέγκελ) και στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία με έμφαση στο έργο του Κ. Καστοριάδη.

9


Δημήτριος Αργυρός Καστοριαδική αυτονομία και «Ελεύθεροι Συνεταιρισμένοι Παραγωγοί»: Είναι δυνατή ή και αναγκαία μια δημοκρατία των εργατών; Δεν ζούμε μόνο σε μια εποχή ασημαντότητας, όπως έλεγε και ο Κ. Καστοριάδης, βιώνουμε την πλέον καθολική –και βαθιά– κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, την πλέον ριζική κρίση του καπιταλιστικού φαντασιακού, όπως θα το όριζε και πάλι ο Κ. Καστοριάδης. Η απουσία θετικών ενδοσυστημικών και αντισυστημικών προταγμάτων, έχει δώσει την θέση της στην κυριαρχία του «There is no alternative», στην εποχή της πλήρους απουσίας εναλλακτικού προτάγματος στον «υπαρκτό καπιταλισμό». Με εργαλεία ερμηνείας και ανάλυσης την καστοριαδική αυτονομία και την πραγματική κίνηση των «ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών» θα επιχειρήσω να απαντήσω στα παρακάτω ερωτήματα: α) Δικαιώθηκε και σε πιο βαθμό η μαρξική θέση: «η απελευθέρωση των εργαζομένων ή θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων ή δεν θα υπάρξει»; β) Μπορούσε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις να νικήσει ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα; γ) Ποιες είναι οι δυνατότητες της άρσης και της υπέρβασης του «TINA», πόσο μάλλον όταν ζούμε την μετάβαση σε μια αντιδραστικότερη εκδοχή του νεοφιλελευθέρου μοντέλου; δ) Πώς νοηματοδοτείται στις σημερινές συνθήκες ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας; Οι ιστορικές συνθήκες δείχνουν πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έχουμε και δεν θα έχουμε επαρκείς απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Είναι όμως αναγκαίος και δυνατός ένας αναστοχασμός σε σχέση την κυριαρχία του «There is no alternative» και τις δυνατότητες οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ένας αναστοχασμός που θα στοχεύει στο να θέσουμε σε κίνηση και αυτοθέσμιση ένα μετακαπιταλιστικό κοινωνικό μοντέλο. Με κύριο χαρακτηριστικό της αυτοθέσμισης την πλήρη δημοκρατική ισότητα στις δομές οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Με τη δημοκρατία ως κυρίαρχη «μορφή ζωής» να στηρίζεται σε μια ισοπολιτεία ισότητας και ελευθερίας. Όπως έλεγε και ο Κ. Καστοριάδης: «Μόνο ίσοι άνθρωποι μπορεί να είναι ελεύθεροι και μόνο οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορεί να είναι ίσοι. Επειδή αναγκαστικά υπάρχει εξουσία στην κοινωνία, όσοι δεν συμμετέχουν σε αυτή την εξουσία στη βάση της ισότητας, κυριαρχούνται απ΄ αυτούς που συμμετέχουν στην εξουσία και την ασκούν – συνεπώς δεν είναι ελεύθεροι..» (Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού).

10


Ο Δημήτριος Αργυρός γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 14/4/1969, όπου και διαμένει. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής φιλοσοφίας στο ΦΠΨ Ιωαννίνων και συγγραφέας του βιβλίου: Oι δυναμικές της χειραφέτησης. «Από το δικαστήριο της ιστορίας» στους «ελεύθερους συνεταιρισμένους παραγωγούς». (Εκδόσεις των συνάδελφων, Αθήνα, 2015). Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα www.argiros.net.

11


Αθηνόδωρος Βαρζελιώτης Από το μάγμα στην αυτονομία: αντινομίες του φαντασιακού στο έργο του Κ. Καστοριάδη Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, όπως το έργο όλων των μεγάλων διανοητών, σπονδυλώνεται από αντινομίες. Η πλέον καθοριστική εκκινείται από το πρόταγμα της επανάστασης και τη θεωρητική του θεμελίωση. Η επαναστατική πράξη θεμελιώνεται στις δυνατότητες του ανθρώπινου φαντασιακού, το οποίο εμφανίζεται προικισμένο με απεριόριστες δυνατότητες ανατροπής των στερεοτύπων, με κίνδυνο τη μεταφυσική του παρερμηνεία, αλλά και την υποτίμηση των ιστορικοκοινωνικών περιορισμών, στους οποίους υπόκειται. Η αποσόβηση των κινδύνων αυτών επιχειρείται μέσα από τη μελέτη του φαντασιακού, η οποία αναδεικνύει τον επικαθορισμό του ψυχισμού από τη μαγματική αναγκαιότητα. Η αμφιπλευρικότητα αυτή εξισορροπείται βέβαια στην περίπτωση που η σκέψη τίθεται στην υπηρεσία ενός πρακτικού σκοπού, παραβλέποντας τις λεπταίσθητες διακρίσεις. Ωστόσο η στάση του Καστοριάδη απέναντι σε όσους δήλωσαν επηρεασμένοι από τη σκέψη του προδίδει την απροθυμία του να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Όπως φαίνεται, όσο και αν η αλλαγή του κόσμου παρέμεινε για τον Καστοριάδη το κυρίως ζητούμενο, ο ίδιος επεχείρησε να αναδείξει πρωτίστως τις δύσκολες ισορροπίες που επιτρέπουν την ερμηνεία του. Ο Αθηνόδωρος Βαρζελιώτης είναι φιλόλογος.

12


Παναγιώτα Βάσση Για ποια ελληνική ιδιαιτερότητα; Όταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρέδιδε τα σεμινάρια στην EHESS μεταξύ των ετών 1982-1985 χρησιμοποίησε τον όρο «Ce qui fait la Grece», («Αυτό που κάνει την Ελλάδα»), αυτό που τη διαμορφώνει, τη χαρακτηρίζει και τη διαφοροποιεί, όρος που αποδόθηκε ως «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα». Το τρίτομο έργο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κριτική» και εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο του φιλοσόφου σχετικά με την ανθρώπινη δημιουργία, στην εμβάθυνσή του στα θέματα που έχει ήδη ανοίξει το 1975 με τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, οπότε τον απασχολεί η αυτοδημιουργία και η παραγωγή κοινωνικών φαντασιακών σημασιών που ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένους θεσμούς. Η παρούσα εισήγηση θα εξακτινωθεί σε παρατηρήσεις επίκαιρες και διαχρονικές σχετικά με τη χρήση του όρου («ελληνική ιδιαιτερότητα») που, ενώ επιφανειακά δεν σχετίζονται με τα σεμινάρια του φιλοσόφου, επιστρέφουν γόνιμα σε αυτόν. Έτσι, διαυγάζεται αφενός μία επίκαιρη πτυχή του έργου του, αφετέρου πραγματοποιείται ένας έμμεσος «διάλογος» του όρου, αυτόνομα πια, με την ιστορία και την επικαιρότητα που επιστρέφει στο κείμενο ή μάλλον τον απομαγνητοφωνημένο προφορικό λόγο του φιλοσόφου. Στη σύντομη αυτή διαδρομή των εξακτινώσεων με πυρήνα την καστοριαδική χρήση του όρου θα εξεταστούν οι συνάφειες των φιλοσόφων του «Mataroa» Καστοριάδη-Παπαϊωάννου σχετικά με το κοινό ενδιαφέρον τους για την αρχαία Ελλάδα και την αθηναϊκή δημοκρατία, θα υπάρξουν αναπόφευκτες αναφορές στο Βυζάντιο και τη θεώρηση του Καστοριάδη σχετικά με αυτό και τη συγκρότηση της νεοελληνικής ταυτότητας, θα γίνουν επίκαιρες παρατηρήσεις σχετικά με την κατάχρηση του όρου. Ειδικά αυτή η τελευταία εκδοχή εδράζεται στο δίπολο της εξιδανίκευσης ελληνολατρών νεοελλήνων αλλά και της ειρωνικής χρήσης του όρου στον δημόσιο λόγο δυτικών εταίρων της Ελλάδας στην Ε.Ε. Τελικά περί ποιας ελληνικής ιδιαιτερότητας πρόκειται; Πόση σχέση έχει ο όρος που χρησιμοποιείται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο από τον Καστοριάδη, με τις σύγχρονες παραφράσεις ή καταχρήσεις του; Και μήπως όλες αυτές οι εκδοχές αποτελούν τον πυρήνα ενός νέου προβληματισμού για τη σύγχρονη Ελλάδα και το δικό της ιστορικό αποτύπωμα; Παράγει η σύγχρονη Ελλάδα τις δικές της φαντασιακές σημασίες και πώς τις ενσαρκώνει στους θεσμούς της; Η Παναγιώτα Βάσση είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ.

13


Νατάσα Βέλλιου Η επιστήμη ως θεμέλιο της εξουσίας στον Πολιτικό του Πλάτωνα και η κριτική του Καστοριάδη Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην τρίτη κατά σειρά παρέκβαση που κάνει ο Πλάτωνας, όπου και αναλύονται οι σχέσεις εξουσίας μέσα στην ορθή πολιτεία. Στο απόσπασμα του 292 ο Ελεάτης ο Ξένος, αφού έχει προηγηθεί η συζήτηση για τη μορφή των πολιτευμάτων, ξαφνικά παρατηρεί ότι η διακυβέρνηση της αληθινής πολιτείας καθορίζεται με βάση τη βασιλική πολιτική διακυβέρνηση. Ο Ξένος ορίζει στο 292e ότι η πολιτική τέχνη είναι η επιστήμη. Ως επακόλουθο αυτού, διερωτάται αν η πολιτική επιστήμη είναι δυνατόν να κατακτηθεί από το σύνολο μιας πόλης. Ο νεαρός Σωκράτης τότε ανταπαντά πως αυτό δεν είναι δυνατό και πως οι πολίτες έχουν ως υποχρέωση την υπακοή στη βασιλική αρχή. Ο Καστοριάδης στο σημείο αυτό χαρακτηρίζει «ριζοσπαστικά» τα λόγια του Πλάτωνα, καθώς απονομιμοποιούν την εξουσία του νόμου, νομιμοποιώντας παράλληλα τη βασιλική εξουσία κόντρα στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες. Στη συνέχεια, στο απόσπασμα 294a-e, o Πλάτωνας δια στόματος Ξένου επισημαίνει πως είναι καλύτερο να κυβερνά ο βασιλικός άνδρας παρά οι νόμοι. Στο απόσπασμα αυτό ο Κ. Καστοριάδης σχολιάζει πως αποτυπώνεται η έννοια του αφηρημένου καθόλου και του συγκεκριμένου. Σε επόμενο απόσπασμα (294e-297d) ο Πλάτωνας αναλύει την απόλυτη εξουσία του βασιλικού άνδρα, παρουσιάζοντάς την ως την καλύτερη λύση που αποκαθιστά υγειώς τη νομοθετική εξουσία. Ο αρχαίος φιλόσοφος περνάει στην αιτιολόγηση του σχήματος που παρουσίασε. Ο Κ. Καστοριάδης σχολιάζει πως η επιλογή του δεύτερου πλου δεν γίνεται αντικείμενο επαρκούς επεξεργασίας, ούτε θεμελιώνεται επαρκώς. Επιπλέον, στην αναφορά που κάνει ο Πλάτωνας στο σημείο αυτό όσον αφορά τη μορφή των πολιτευμάτων, ο Καστοριάδης εντοπίζει δύο υπόρρητα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά την ύπαρξη της ορθής πολιτείας και το δεύτερο ότι αυτή ορίζεται από την επιστήμη του διευθύνοντος. Στα αποσπάσματα αυτά ο Κ. Καστοριάδης πέρα από τα μεγάλης φιλοσοφικής αξίας θέματα που διαπερνούν τον πλατωνικό διάλογο δεν διστάζει να αναδείξει τόσο τις αντιφάσεις όσο και τα μελανά σημεία του έργου του αρχαίου φιλοσόφου. Όμως και ο ίδιος ο Καστοριάδης κατά την κριτική που ασκεί στον Πλάτωνα πέφτει τόσο σε σφάλματα όσο και «εντυπώσεις», με την έννοια της ιδεολογικής λήψης μιας πραγματικότητας, πράγμα όχι κατακριτέο και μάλλον φυσικό. Η Νατάσα Βέλλιου είναι προπτυχιακή φοιτήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

14


Μηνάς Βλάχος Καστοριάδης και Ντερριντά. Από τη θέσμιση στην αποδόμηση και πάλι πίσω: συνολοταυτιστική λογική, λογοκεντρισμός και φαντασία. Παρίσι, 27 Αυγούστου 1967, ο Καστοριάδης γράφει στον Ντερριντά: «Εντυπωσιάστηκα και προβληματίστηκα διαπιστώνοντας πόσο οι απόψεις μου –και μάλιστα σε ορισμένα καθοριστικής σημασίας σημεία– συγκλίνουν με τις δικές σας αλλά και πόσο αποκλίνουν σε άλλες περιπτώσεις (...) υπάρχουν έτσι οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για ενα γόνιμο διάλογο» (Αρχεία IMEC). Πράγματι πρόκειται για τους δύο στοχαστές που θεματοποίησαν με τον πιο εμβληματικό τρόπο τις δυστοπίες της κληρονομημένης μεταφυσικής αλλά και τη δυνατότητα εξόδου από αυτήν (ποτέ απολύτως πραγματοποιήσιμης). Πολύ αδρά, ο Ντερριντά εντοπίζει το κλοιό της μεταφυσικής στη θέσμιση του Είναι ως «μεταφυσική της παρουσίας», ήτοι ένα σύστημα ανελαστικών διχοτομήσεων (κοσμικό/μη κοσμικό, ιδεατό/μη ιδεατό, υπερβατικό/εμπειρικό, μέσα/έξω κ.ά.), όπου λαμβάνει χώρα η καταστολή, ως «εκπεσμένη δευτερογένεια», των όρων που πλήττουν την υποτιθέμενη φυσική και αυθόρμητη εγγύτητα εις εαυτόν, την παρουσία (ως είδος, υπόσταση, ουσία, cogito κ.ά.). Από τη πλεύρα του ο Καστοριάδης θα δηλώσει εμφατικά πως, εδώ και 25 αιώνες, η ελληνοδυτική σκέψη συγκροτείται, αναπτύσσεται, διευρύνεται, εκλεπτύνεται πάνω σε αυτή τη θέση: Είναι σημαίνει είναι κάτι το καθορισμένο. Πυρήνας αυτής της καθοριστικότητας είναι η συνολοταυτιστική λογική που οργανώθηκε πάνω στην καταστολή της φαντασίας και των μαγματικών παραστασιακών ροών της. Έτσι η προβληματική του Είναι ως παρουσίας, που εκκινεί απο τον Χάιντεγγερ, ελέγχεται από τον Καστοριάδη ως θεμελιωμένη αλλά παράγωγη. Συνεπώς ο λογοκεντρισμός ως καθορισμός του Είναι του όντος ως παρουσίας απολήγει στη συνολοταυτιστική λογική του Είναι ως καθοριστικότητας. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως στις μείζονες αποδομητικές αναγνώσεις του Ντερριντά των θεμελιωδών κειμένων της δυτικής μεταφυσικής (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Ρουσσώ, Χέγκελ, Χάιντεγγερ, Χούσσερλ, Σωσσύρ, Μαρξ) η φαντασία αναδεικνύεται ως ο απορρυθμιστικός παράγοντας που καταστέλεται προς όφελος μιας παρουσίας αυστηρά καθορισμένης. Ενδεικτικά, ήδη η έννοια της différance (ο πολιορκητικός κριός της αποδόμησης, η αποϊδιοποιούσα εργασία της διαφοράς που αναβάλλει την παρουσία) σχηματίζεται ακριβώς ως αναίρεση της απόπειρας του Χούσσερλ να συλλάβει τη μη αναγώγιμη αντίληψη ενός αυθεντικού και καταγωγικού παρόντος αποκεκαθαρμένου απο την ανα-παραστατικότητα της φαντασίας. Θα τεθούν συνεπώς υπό διερώτηση οι διασυνδέσεις συνολοταυτιστικής λογικής, λογοκεντρισμού και φαντασίας. O Μηνάς Βλάχος είναι απόφοιτος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας του ιδίου τμήματος. 15


Κώστας Γαλανόπουλος Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της δημιουργίας της πόλεως και της πρόταξης της αυτονομίας. Το συντριπτικό πραγματολογικό βάρος υπέρ των ετερόνομα θεσμισμένων κοινωνιών μετατρέπει το ερώτημα της δυνατότητας ανάδυσης μιας μορφής αυτόνομης θέσμισης σε οντολογικής φύσης διερώτηση. Η προέκταση, δε, του ερωτήματος προς την κατεύθυνση της πιθανότητας ή της δυνατότητας μιας καθολικής αυτονομίας ή κοινωνικών μορφών αυτόνομης θέσμισης δίχως το χαρακτηριστικό της εξαίρεσης ή της προγεγραμμένης περατότητας μπορεί να εκτρέψει την οντολογική διερώτηση προς μια μεταφυσική οντολογία, απαιτεί παρ’ όλ’ αυτά μια ανθρωπολογική θεώρηση που θα επιτρέπει ως δυνατότητα την προέκταση αυτή. Η παραδοχή μιας διάτρητης και ασυνεχούς οντολογίας και η ριζική δημιουργία νέων, κοινωνικών και φαντασιακών, μορφών δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται την κάθε φορά επινόηση και δημιουργία νέων οντολογιών, νέων ανθρωπολογιών που ταυτίζονται αλλά και κάνουν δυνατή τη νέα μορφή. Είναι απολύτως προφανές ότι η δημιουργία της πόλεως ανταποκρίθηκε, ή δημιούργησε, έναν συγκεκριμένο τρόπο θέασης του ανθρώπου που δεν μπορεί παρά να διαφέρει ριζικά από την αντίστοιχη ανθρωπολογική θεώρηση της αστικής κοινωνίας. Η προτεινόμενη ανακοίνωση θέτει, λοιπόν, τα ακόλουθα ερωτήματα: Ποια είναι αυτή η συγκεκριμένη θέαση του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία της πόλεως και σε τι διαφέρει από τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της αστικής κοινωνίας; Πώς τροφοδοτεί την καστοριαδική ανθρωπολογία η αντίστοιχη της δημοκρατικής πόλεως και μπορούμε να μιλάμε για μια ανθρωπολογία η οποία επιτρέπει τη δυνατότητα της δημιουργίας μιας αυτόνομης κοινωνίας αποφεύγοντας ταυτοχρόνως τους κάθε είδους αναγωγισμούς; Και, τέλος, πώς τοποθετείται η καστοριαδική ανθρωπολογία σε σχέση με τις αντίστοιχες θεωρίες άλλων παραδόσεων της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, ιδίως της μαρξικής και αυτής του αναρχισμού; Ο Κώστας Γαλανόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Ο Κόσμος όπως είναι! Η ανθρώπινη φύση στον κλασικό αναρχισμό και η μετα-αναρχική ένσταση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες.

16


Γιώργος Δαρεμάς Η Οντολογία της Κοινωνίας στη σκέψη του Κ. Καστοριάδη Κεντρικό μέλημα του φιλοσοφικού στοχασμού του Καστοριάδη ήταν η διαύγαση του ερωτήματος «τι το ον;». Αξιοποιώντας μια πλειάδα πορισμάτων και ανακαλύψεων από τις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες, τις επιστήμες της ζωής και την ψυχανάλυση ο Καστοριάδης αποφαίνεται ότι το Ον συγκροτείται από την επαλληλία τεσσάρων στιβάδων, την φύση, την ζωή, την ψυχή και την κοινωνία, η συνύφανση των οποίων διαμορφώνει το είναι ως πολλαπλά εν. Η οντολογική σύλληψη του Καστοριάδη συγκρούεται με την κληρονομημένη οντολογική παράδοση την οποία εγκαλεί ότι συλλαμβάνει το Ον ως απόλυτα καθορισμένο μη δυνάμενη να στοχαστεί την ιδιότητα του είναι ως πηγή ανάδυσης νέων ειδολογικών μορφών. Παράλληλα επικρίνει την Δυτική μεταφυσική σκέψη για τον δυϊσμό υποκειμένουαντικειμένου που πριμοδοτώντας το υποκείμενο υποκρύπτει την επιθυμία κατεξουσιασμού του αντικειμένου. Στην οντο-γνωσιολογία του Καστοριάδη δεν υφίσταται ούτε «απόλυτο υποκείμενο και καθαρή αναστοχαστικότητα» ούτε ένα «απόλυτο αντικείμενο ανεξάρτητο από το υποκείμενο» αλλά η «διαλεκτική» αλληλοδιαμόρφωση τους υπό το πρίσμα μιας αέναης μεταλλαγής του αντικειμένου διαμέσου της σύλληψης του από μεταβαλλόμενα κατηγοριακά πλαίσια και λογικά σχήματα. Αμφότερα τα κατηγοριακά πλαίσια και τα λογικά σχήματα είναι κοινωνικά προϊόντα των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών που αναδύονται σε καθέκαστη κοινωνία. Συνεπώς αν η φύσις διαθέτει το οντολογικό πρωτείο επί του οποίου ερείδονται οι άλλες στιβάδες του όντος, είναι η κοινωνία που διαθέτει το πρωτείο σύλληψης των τρόπων ύπαρξης των άλλων στιβάδων συμπεριλαμβανομένου του τρόπου ύπαρξης της ως τέτοια. Εντός αυτού του πλαισίου θα φωτίσουμε διαστάσεις του οντολογικού κοινωνικού είναι και πώς αυτές διαμεσολαβούν τις υφιστάμενες στιβάδες του όντος ως ολότητας. Ο Γιώργος Δαρέμας είναι κάτοχος PhD Κοινωνικής & Πολιτικής Θεωρίας από το Sussex University στο Ηνωμένο Βασίλειο.

17


Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος H έννοια της ανάδυσης στo οντολογικό σχήμα του Καστοριάδη και η σημασία της για την σύγχρονη έρευνα στη Φυσική και τη Βιολογία Σύμφωνα με το οντολογικό σχήμα του Καστοριάδη, το Ον είναι στιβαδωτό, αλλά μόνον η πρώτη του στιβάδα, η φυσική, μπορεί να «περιγραφεί» από την, κατ’ αυτόν, «συνολοταυτιστική λογική» των Μαθηματικών. Η δημιουργία στις άλλες δύο στιβάδες, που είναι η βιολογική και η ψυχική, με την τελευταία να συνδέεται άμεσα και με την κοινωνικο-ιστορική δημιουργία, πρoϋποθέτει την λειτουργία του φαντασιακού στοιχείου τόσο σε ατομικό επίπεδο (ριζικό φαντασιακό το αποκαλεί, εν προκειμένω, ο Καστοριάδης) όσο και σε συλλογικό. Η δημιουργία, όμως, σε αυτές τις δύο στιβάδες, νέων μορφών, συχνά δεν μπορεί να εξηγηθεί με την μέθοδο της αναγωγής στα πλέον στοιχειώδη, συστατικά στοιχεία της εκάστοτε προηγούμενης στιβάδας. Για να περιγράψει τον τρόπο που προκύπτουν τέτοια καινοφανή φαινόμενα, ο Καστοριάδης προκρίνει τον όρο ανάδυση. Τα Μαθηματικά της ανάδυσης ερείδονται στην καλούμενη «μαγματική λογική». Στην παρούσα εισήγηση ασχολούμαι με την «χρησιμότητα» ή μη της έννοιας της ανάδυσης για την εξήγηση διαφόρων φυσικών και βιολογικών φαινομένων. Με αφορμή σχετικές επισημάνσεις του φυσικού, Παναγιώτη Μπενετάτου, και του βιολόγου, Γιώργου Κόλλια, συζητώ κριτικά το βιβλίο του Νομπελίστα φυσικού, Robert B. Laughlin, Ένα Διαφορετικό Σύμπαν - Επινοώντας εκ νέου τη Φυσική, στην Εποχή της Ανάδυσης. Προς τούτο, λαμβάνω υπ’ όψιν τις βιβλιοκρισίες που δημοσίευσαν για το προαναφερθέν πόνημα του Laughlin, οι επίσης Νομπελίστες φυσικοί, Antony Leggett και Philip Anderson, στα περιοδικά, Physics Today και Nature, αντιστοίχως. Αυτές περιέχουν διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις ως προς την «χρησιμότητα» της έννοιας της ανάδυσης. Εν κατακλείδι, υποστηρίζω ότι η έννοια της ανάδυσης συζητείται στην σύγχρονη έρευνα στην Φυσική και την Βιολογία πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσαν να φανταστούν οι πλείστοι φυσικοί και βιολόγοι πριν από είκοσι και περισσότερα χρόνια (δηλαδή όσο ζούσε ακόμη ο φιλόσοφος). Γι’ αυτόν τον λόγο, αξίζει τουλάχιστον ν’ αναγνωριστεί στον Καστοριάδη το γεγονός ότι διέθετε μια ξεχωριστή διανοητική τόλμη και φαντασία. O Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος είναι δικηγόρος και διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων (LSE). Έχει συγγράψει 4 βιβλία και έχει συμμετάσχει στην έκδοση αρκετών άλλων.

18


Λία Θεοδωρούδη Καστοριάδης και Πλάτων Σε αυτή την εργασία θα παρουσιαστούν, από τη μία, κάποια σημεία της κριτικής που ασκεί ο Καστοριάδης στον Πλάτωνα, κι από την άλλη, πτυχές της σκέψης των δύο φιλοσόφων στις οποίες μπορούν να εντοπιστούν συγκλίσεις. Στο έργο Ο Πολιτικός του Πλάτωνα, Επτά Σεμινάρια στην EHESS, ο Καστοριάδης εξετάζει την πολιτική βιογραφία του Πλάτωνα, τις μεθόδους που αξιοποιεί για να πείσει τους αναγνώστες, το ίδιο το φιλοσοφικό περιεχόμενο του έργου του αλλά και την πρόσληψη και επιρροή του ανά τους αιώνες, για να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί σημαντικό τον ρόλο του «σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε καταστροφή του ελληνικού κόσμου». Αναγνωρίζει, ωστόσο, την αξία της πλατωνικής σκέψης, επισημαίνοντας κάποιες από τις όψεις της. Αρχικά, στο έργο του Πλάτωνα εντοπίζουμε για πρώτη φορά την αναζήτηση του νοήματος της αυτονομίας στην ατομική ψυχή. Για τον Καστοριάδη, η διαύγαση του νοήματος της αυτονομίας στο άτομο είναι απαραίτητη, πριν το πέρασμα στο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Μέσω της ψυχανάλυσης, επιχειρεί να κατανοήσει την αυτονομία στο πλαίσιο μιας σχέσης συνειδητού-ασυνείδητου, όχι ως τελειωμένο γεγονός, αλλά ως ενεργό κατάσταση. Στον Πλάτωνα βλέπει μια ανάλογη οπτική για την αυτονομία, μέσα από τη σχέση των μερών της ψυχής, που τίθεται επίσης ως διαρκής αναζήτηση. Επιπλέον, στη σκέψη και των δύο αποτυπώνεται η ανάγκη υπέρβασης των προβλημάτων που προκύπτουν από τη μονιστική οντολογία. Ο Καστοριάδης επιχειρεί να υπερβεί, από τη μία, τις συνέπειες που έχει για την πολιτική δημιουργία ο εντοπισμός του όντος σε έναν χώρο εκτός του κοινωνικού, από την άλλη, τον πολιτικό αγνωστικισμό του μεταμοντέρνου κομφορμισμού, εισάγοντας τη λογική των μαγμάτων. Στην πλατωνική μεταφυσική, ον και γίγνεσθαι συνέχονται διαλεκτικά στην προσπάθεια κατάκτησης της γνώσης μέσω του ορθού λόγου, με επίγνωση ωστόσο των ορίων της αποδεικτικής του δύναμης, και προσφυγή τελικά σε μια περιοχή εκτός του πεδίου της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής. Η Λία Θεοδωρούδη είναι υποψήφια διδάκτωρ φιλοσοφίας στο ΑΠΘ.

19


Νίκος Ιωάννου Η σημασία της σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη σήμερα Υπάρχουν τρία βασικά στοιχεία στη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη τα οποία μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στον σύγχρονο κόσμο. Και όχι μόνο μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις αλλαγές αυτές, αλλά μας βοηθούν να αποκτήσουμε έναν προσανατολισμό όσον αφορά το ζήτημα της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, το ζήτημα της πολιτικής. Πρόκειται για τη σκέψη του Καστοριάδη όσον αφορά: α) το άτομο μέσα στο κοινωνικοϊστορικό γίγνεσθαι και συγκεκριμένα την αλλαγή της θέσης του ατόμου στην κοινωνία και την επιρροή που αυτή η αλλαγή είχε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας β) τη διάλυση κάποιων θεσμισμένων λειτουργιών, η οποία διευκόλυνε την καπιταλιστική ολοκλήρωση και ταυτόχρονα εξέφρασε κατά κάποιο τρόπο την κρίση του κοινωνικοϊστορικού προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας γ) τη διάλυση των παλαιών και την δημιουργία των νέων σημασιών. Παρατηρώντας την ανθρώπινη περιπέτεια να διαδραματίζεται πάνω σε αυτούς τους τρεις τομείς που ερευνούμε, ανακαλύπτουμε ένα νέο πεδίο σκέψης και δημιουργίας. Ο Καστοριάδης δεν κάνει καμιά πρόβλεψη. Παρουσιάζει όμως μια άλλη θεωρία της κοινωνίας και της ιστορίας, ξεπερνώντας τα όρια των παραδοσιακών θεωριών και απορρίπτοντας τον ντετερμινιστικό τους χαρακτήρα. Πώς μας βοηθά η σκέψη του Καστοριάδη να διακρίνουμε στη δραστηριότητα του κοινωνικού φαντασιακού τη γέννηση μιας νέας εποχής για την κοινωνία και την πολιτική; Πώς συνδέεται η δημιουργία των νέων σημασιών με το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας, με το πρόταγμα της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας; Αυτά είναι τα κύρια ερωτήματα που θα αναλύσω στην παρουσίασή μου. Ο Νίκος Ιωάννου γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1964 στο Αγρίνιο. Από τη δεκαετία του ’80 αρθρογραφεί σε διάφορα πολιτικά έντυπα, ενώ υπήρξε συντάκτης του περιοδικού ContaAct και της εφημερίδας Βαβυλωνία. Ζει στην Αθήνα και συμμετέχει στη συντακτική συνέλευση του πολιτικού περιοδικού Βαβυλωνία. Από τις Eκδόσεις Εξάρχεια κυκλοφορεί το έργο του Μετά τον Καστοριάδη: Δρόμοι της αυτονομίας στον 21ο αιώνα (δοκίμιο γραμμένο μαζί με τον Αλέξανδρο Σχισμένο).

20


Κωνσταντίνος Καβουλάκος Κορνήλιος Καστοριάδης και Γκέοργκ Λούκατς Και μόνο το γεγονός ότι η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας ξεκινάει με έναν κριτικό απολογισμό του μαρξισμού φανερώνει τη μεγάλη σημασία του τελευταίου για τη συγκρότηση της ιδιαίτερης θεωρητικής πρότασης του Καστοριάδη. Η πολεμική ενάντια στον μαρξισμό συγκαλύπτει εντούτοις τη θετική επίδραση που ενδέχεται να δέχθηκε αυτή η πρόταση από την εγελιανή ανάγνωσή του, όπως τη βρίσκουμε στο πρώιμο μαρξιστικό έργο του Γκέοργκ Λούκατς. Στην παρουσίασή μου θα επιχειρήσω να ανιχνεύσω ορισμένα κεντρικά στοιχεία αυτής της επιρροής: Την κοινή αντιπαράθεση των δύο θεωρητικών με τις μηχανιστικές ερμηνείες του μαρξισμού, οι οποίες οδηγούν κατ’ ανάγκη σε μια ανιστορική θεώρηση της ιστορίας· το εγχείρημα μιας ολιστικής, κοινωνικής-ιστορικής μετακριτικής της γνώσης, που θα επικεντρώνεται σε μια κριτική του μοντέρνου φορμαλισμού· τη στενή διαπλοκή της θεωρίας και της πράξης και, συνακόλουθα, την ανάδειξη του προβλήματος της ανάδυσης του «ριζικά νέου» στο πλαίσιο μιας πρακτικά προσανατολισμένης, διαλεκτικής θεωρίας του παρόντος. Και για τους δύο στοχαστές μια τέτοια θεωρία στέκει κατ’ ανάγκη κριτικά απέναντι σε κάθε φορμαλιστική ερμηνεία της διαλεκτικής, σαν κι εκείνη που μπορεί να διακρίνει κανείς σε πολλά σημεία του εγελιανού έργου. Ο Κωνσταντίνος Καβουλάκος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα: Γιούργκεν Χάμπερμας: Τα θεμέλια του Λόγου και της κριτικής κοινωνικής θεωρίας (Πόλις, 1996), Πέρα από τη μεταφυσική και τον επιστημονισμό: Ο διεπιστημονικός υλισμός του Max Horkheimer (Αλεξάνδρεια, 2001) και Τραγωδία και ιστορία. Η κριτική του νεωτερικού πολιτισμού στο νεανικό έργο του Γκέοργκ Λούκατς (1902-1918) (Αλεξάνδρεια, 2012). Έχει επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους Κριτική θεωρία: Παράδοση και προοπτικές (Νήσος, 2003), Ιμμάνουελ Καντ. Πρακτικός Λόγος και νεωτερικότητα (Αλεξάνδρεια, 2006) και Η Φαινομενολογία του πνεύματος του Γκ. Β. Φ. Χέγκελ. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις (Αλεξάνδρεια, 2009). Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και έχει μεταφράσει φιλοσοφικά έργα της ευρύτερης παράδοσης της κριτικής θεωρίας (G. Lukacs, J. Habermas, A. Wellmer, A. Honneth).

21


Ευαγγελία Καραγεώργη Ψυχανάλυση και η φαντασιακή θέσμιση του ολοκληρωτισμού στον Κορνήλιο Καστοριάδη

Ο Καστοριάδης θέλησε να διερευνήσει τη βαθύτερη φύση της «βρομερής έλξης», όπως την αποκάλεσε, που ασκεί η δύναμη στο κοινωνικό υποκείμενο, αναζητώντας ψυχαναλυτικά τις ρίζες της συλλογικής αυτονομίας στη χειραφέτηση από τους πόθους και τις παραστάσεις του βρεφικού φαντασιακού. Η αγχίνους πολιτική του θεωρία καυτηρίασε την υπερφίαλη θέση της παραδοσιακής Αριστεράς ότι τα ετερονομικά μοντέλα συμπίπτουν με την κυριαρχική εκμετάλλευση ενός ορισμένου κοινωνικού υποσυνόλου από ένα άλλο. Αντίθετα,ο ίδιος, ως ψυχαναλυτής, συσχετίζει την οντολογική τους προέλευση με την ψυχική ανάγκη υποταγής σε μια ορισμένη ενσάρκωση του παντοδύναμου «κυρίου των σημασιών», την οποία αποδίδει καταρχήν στη μορφή της μητέρας, ενώ στη συνέχεια διαπιστώνει πώς η κατάλυση της μητρικής απόδοσης νοήματος, μέσω ενός «υγιούς» βαθμού βίας, συνδέεται άμεσα με τη συγκρουσιακή υπέρβαση της αρχής της ηδονής από την αρχή της πραγματικότητας. Η τελευταία υλοποιείται σε ένα σύστημα θεσμών, που σε κοινωνικό επίπεδο μετουσιώνει την προσωπική ελευθερία σε συλλογική ανάγκη με σκοπό τη σύμπηξη του πολιτισμού, ο οποίος ως εκ φύσεως συνιστά αγώνα ενάντια σ’ αυτή την ελευθερία (Marcuse). Από την άλλη, τα ψυχικά κατάλοιπα του τραύματος της αποδόμησης του «κυρίου των σημασιών», παραμένοντας απωθημένα κατά την ενήλικη ζωή, ωθούν το υποκείμενο στην εύρεση κάποιου υποκατάστατου, ενός ανδρείκελου θεσμικής εξουσίας –που μπορεί να είναι ο δικτάτορας ή το Κόμμα–, προκειμένου να ετερονομηθεί η κοινωνική βούληση, η οποία και εναποθέτει φαντασιακά τον εαυτό της στα θέσφατά του. Αυτό που ο Sartre κατονομάζει «κακή πίστη» (mauvaise fois), την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι ηθικές επιλογές του ανθρώπου εκκινούν από αποκαλυψιακά απαρέγκλιτους καθολικούς κανόνες, κατορθώνοντας τη δραπέτευσή του από την αγωνία που συνεπάγεται η ευθύνη του μηδενός (néant) ως άπειρης δυνατότητας ύπαρξης, το συναντάμε στον καστοριαδικό φιλοσοφικό άξονα περί κοινωνικής ετερονόμησης, με συχνή παρενέργεια την αποδοχήτων μορφών ολοκληρωτισμού. Η Ευαγγελία Καραγεώργη είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΜΑ) στη Φιλοσοφία (Ηθική) και Υποψήφια Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Ε.Κ.Π.Α. (Μεταφυσική). Συνεργάζεται με τον Τομέα Φιλοσοφίας του Τμήματος Φ.Π.Ψ. του ίδιου πανεπιστημίου στα e-learning Προγράμματα Επαγγελματικής Επιμόρφωσης & Κατάρτισης.

22


Κατερίνα Καραγεώργου Οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι ως πεδίο έρευνας της καστοριαδικής αυτονομίας Το ζήτημα της αυτονομίας υπήρξε ορόσημο στη φιλοσοφική σκέψη του Καστοριάδη, σε σημείο που χαρακτηρίζεται –και δικαίως– ως ο κατεξοχήν φιλόσοφος της αυτονομίας. Ο Καστοριάδης φρόντισε να αναδείξει την εν λόγω έννοια –τόσο στα πρώιμα όσο και στα μεταγενέστερα έργα του–, ξεπερνώντας τα πολιτικά προτάγματα των ντετερμινιστικών κοινωνικών θεωριών, αποδομώντας την ιεραρχική-γραφειοκρατική δομή της κοινωνίας και αναδεικνύοντας τη γέννηση του αυτόνομου υποκειμένου το οποίο μέσα από την «εκπαίδευσή» του θα αποδεσμευτεί από το μεταφυσικό και θεολογικό χαρακτήρα των εξωκοινωνικών νόμων, εδραιώνοντας την αυτόνομη κοινωνία. Στην παρούσα ιστορική περίοδο, η έντονη οικονομική και πολιτική κρίση, η αύξηση της καταστολής, η άνοδος της ακροδεξιάς, το προσφυγικό ζήτημα, οι διαρκείς πολιτικές ανακατατάξεις, η αποδόμηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή αύξηση αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων με πολλές και ποικίλες δράσεις, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο επίκεντρο την ανάγκη αναστοχασμού της καστοριαδικής σκέψης. Αυτοοργανωμένα ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, εργατικές κολεκτίβες, αυτοδιαχειριζόμενα ωδεία, αυτοοργανωμένα δίκτυα αλληλεγγύης προς τους μετανάστες, αυτοδιαχειριζόμενα φροντιστήρια, ανταλλακτικά παζάρια και άλλες παρόμοιες δράσεις αποδεικνύουν το πολιτικό έλλειμμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από τη μια, αλλά από την άλλη γίνεται σαφής η τάση του ατόμου να αντιδρά ως αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο μέσα από τη συγκρότηση ομάδων και συλλογικοτήτων που λειτουργούν με όρους αμεσοδημοκρατικούς. Σκοπός της συγκεκριμένης παρουσίασης είναι μια προσπάθεια προσέγγισης και σύνδεσης της καστοριαδικής αυτονομίας με τους αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους. Η εισήγησή μου θα επικεντρωθεί στην παρουσίαση της έρευνας που διεξήγαγα σε δύο αυτοοργανωμένα στέκια κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Διενεργώντας επιτόπια έρευνα και συλλέγοντας δεδομένα μέσα από τη διεξαγωγή δέκα ημιδομημένων συνεντεύξεων από άτομα που συμμετέχουν στους συγκεκριμένους χώρους, προσπάθησα να προσεγγίσω τον τρόπο λειτουργίας (πολιτικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές δράσεις), τον τρόπο λήψης αποφάσεων (συνελεύσεις), καθώς και τον τρόπο με τον οποίο δομείται η έννοια της συλλογικότητας και της αυτονομίας σε μικροκοινωνικό επίπεδο. Η Καραγεώργου Κατερίνα είναι απόφοιτος του τμήματος Κοινωνιολογίας και του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών των τμημάτων Μουσικών Σπουδών και Ε.Μ.Μ.Ε. 23


με τίτλο «Μουσική Κουλτούρα και Επικοινωνία: Ανθρωπολογικές και Επικοινωνιακές Προσεγγίσεις της Μουσικής», στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν την κοινωνιολογία της μουσικής, την αυτοοργανωμένη μουσική σκηνή και τα κοινωνικά κινήματα.

24


Καλλιόπη Κεχρή Η ανάλυση των εν σπέρματι στοιχείων της αθηναϊκής δημοκρατίας όπως αυτά παρουσιάζονται στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη Η Αθηναϊκή δημοκρατία ξεχώρισε ως η αρχαιότερη του κόσμου και ως η πλέον συμπαγής, λειτουργική και ολοκληρωμένη, μεταξύ των δημοκρατιών εκείνης της εποχής. Έγινε η αφορμή για την ανάπτυξη διαχρονικών αξιών με καθολική αξία που θα αναβιώσουν αργότερα στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ και θα αποτελέσουν στο εξής θεμελιώδες συστατικό στοιχείο των νέων Δημοκρατιών. Ωστόσο μέσα στους κόλπους της εμπεριείχε πολλές ανισότητες αλλά θα μπορούσε άραγε κανείς να αντικρούσει το γεγονός ότι υπήρξε ένα σχολείο νέων ιδεών με έντονα ανεπτυγμένα τα στοιχεία της αυτοκριτικής και της ευελιξίας των απόψεων, όπου για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε η συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης στα χέρια των λίγων και δημιουργήθηκε μια νέα αντίληψη της κοινωνίας, αυτής που μετέχουν όλοι για όλους, έχοντας ως μοναδικό σκοπό την αυτοπραγμάτωσή τους, μέσω της ίδιας της πόλης. Της έννοιας της πόλης όπως την εισήγαγε η αθηναϊκή δημοκρατία, με την έννοια του «κοινού», του συλλογικού, όπου ο μετέχων στα πολιτικά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ενώ αυτός που απέχει ιδιοτελής και δεν αποτελεί μέρος αυτής. Πλέον, η έννοια του νόμου θα είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη συνειδητή επιλογή και αβίαστη υπακοή των πολιτών σε αυτό που θέλουν και θα ταυτίζεται με το συλλογικό καλό χωρίς να αποτελεί τυφλή και καταναγκαστική πειθαρχiα σε αυτούς πoυ επιβάλλουν τους νόμους. Η αρχή θα γίνει με το πολίτευμα του Κλεισθένη, όπου επικυρώθηκε η λαϊκή κυριαρχία καθώς και η ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων. Το δεκαδικό σύστημα των φυλών το οποίο θα εφαρμοστεί στην όλη πολιτική και διοικητική οργάνωση της πόλης θα αποτελέσει την αρχή για το διαχωρισμό μεταξύ πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Αυτά όλα τα στοιχεία που συνέθεσαν την πρώιμη μορφή της αθηναϊκής δημοκρατίας θα ερευνήσουμε, μέσα από το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, αναλύοντας και παρατηρώντας, εν τη γενέσει τους, τα νέα στοιχεία και τις αξίες που γεννήθηκαν, τις επιρροές απ’ όπου ξεκίνησε αλλά και τις μεταβολές που δέχτηκε ανά τους αιώνες έως την αναγωγή της στη σύγχρονη εποχή.

Η Καλλιόπη Κεχρή είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού με θέμα «Ιστορική έρευνα, διδακτική και νέες τεχνολογίες» του Ιονίου Πανεπιστημίου.

25


Κωνσταντίνος Κοσμέας Η καστοριαδική υποκειμενική διάσταση της αυτονομίας: κεντρική κανονιστική έννοια στη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Αν με το «μεγάλοι φιλόσοφοι» εννούμε εκείνους τους φιλοσόφους που σε μια περίοδο όπου η φιλοσοφική σκέψη έχει οδηγηθεί σε τέλμα ανοίγουν νέους ελπιδοφόρους ορίζοντες και καινούργια πεδία έρευνας και στοχασμού, τότε ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι μεγάλος φιλόσοφος. Γιατί; Διότι σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη στέκεται αμήχανη μπροστά σε μια ήδη εκπνέουσα, τελεσίδικα πλέον, νεωτερικότητα και η μεταμοντέρνα κατάσταση έχει θεριέψει μια γενικότερη απάθεια και ιδιώτευση, ο Καστοριάδης βγαίνει μπροστά, και αρχίζει να μιλάει για το υποκείμενο –που μέχρι τότε ήταν πεθαμένο («θάνατος του υποκειμένου»)– και να το επανατοποθετεί στο επίκεντρο της σύγχρονης πολιτικής, φιλοσοφικής και ψυχαναλυτικής συζήτησης. Το έργο του Καστοριάδη είναι ασυνήθιστα πολύπλευρο. Δεν θεωρώ ότι είναι όλο τόσο σημαντικό. Σε πολλά πεδία δεν λέει κάτι καινούργιο. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της προβληματικής του Καστοριάδη, εκείνο που τον καθιστά μεγάλο φιλόσοφο, είναι το παράδειγμά του της αυτονομίας. Όχι αυτή που προβάλλεται συνήθως δίπλα στο όνομα του Καστοριάδη, το πρόταγμα δηλαδή μιας αυτόνομης κοινωνίας, αλλά η υποκειμενική διάσταση της αυτονομίας. Η καστοριαδική προσέγγιση της υποκειμενικής διάστασης της αυτονομίας είναι ασφαλέστερη από οποιοδήποτε άλλο παράδειγμα (paradigm) αυτονομίας. Και το επίσης σημαντικό είναι ότι αυτό δεν το αφήνει απλά μόνο στο πλαίσιο του ατόμου αλλά το θέτει και ως παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει και τις σχέσεις αυτού του ατόμου στο πλαίσιο μιας κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης και το ενσωματώνει ως κριτική δυνατότητα σε ένα κανονιστικό πολιτικό πρόγραμμα. Παρά τα προβλήματα στο παράδειγμά του, είναι πάρα πολύ σημαντική η συνεισφορά του αυτή στη μεταμοντέρνα περίοδο και αξίζει να μελετηθεί, όχι μόνο διότι επιτέλους κάποιος μιλάει για το υποκείμενο και την αυτονομία του αλλά γιατί το αναδεικνύει και ως κεντρική κανονιστική έννοια στη σύγχρονη πολιτική σκέψη αλλά και ως συστατικό γνώρισμα μιας δημοκρατικής πολιτικής. Μπροστά στο «τέλος των ιδεολογιών» μαζί με το διακηρυγμένο «θάνατο του υποκειμένου» αλλά και την αποτυχία των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στους πολίτες όπως βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, το έργο του Καστοριάδη βρίθει από επισημάνσεις που ανοίγουν το δρόμο για τη θεμελίωση ενός νέου κριτηρίου με βάση το οποίο να μπορούμε να καθορίσουμε τη δράση αλλά και να επανερμηνεύσουμε τις ίδιες τις βάσεις των σύγχρονων δυτικών δημοκρατικών κοινωνιών.

26


Ο Κων/νος Κοσμέας κατέχει MSc. στην Πολιτική Επιστήμη και η διατριβή του αφορούσε το ζήτημα της αυτονομίας στον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Jurgen Habermas με τίτλο «Αυτονομία, Κανονιστική Δράση & Δημόσια Σφαίρα»,

27


Δέσποινα Κοσμοπούλου Η επικαιρότητα του στοχασμού του Κορνήλιου Καστοριάδη: Φαντασιακό και πολιτική στην αρχαία ελληνική τραγωδία Πριν είκοσι χρόνια, ο Κορνήλιος Καστοριάδης κληροδοτεί στη σύγχρονη διανόηση έναν τρόπο σκέπτεσθαι που εστιάζει στο φαντασιακό και στη συλλογική εμπειρία ενώ δίνει τη δυνατότητα να γονιμοποιηθεί περαιτέρω η σκέψη: ο καστοριαδικός λόγος αποτελεί σήμερα ένα είδος λυδίας λίθου που δοκιμάζει την αντοχή της τραγικής υπόστασης του ανθρώπου και της συνύπαρξης του με τον Έτερο. Εκκινώντας από την επισκόπηση του αρχαίου κόσμου, ο στοχαστής Καστοριάδης ερευνά σε βάθος τη σχέση του πολίτη με την πόλη και με τους συμπολίτες καταλήγοντας σε ένα πρώτο συμπέρασμα στον τραγικό άνθρωπο-θνητό, όπως παρουσιάζεται στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Σε σχετική ομιλία του με τίτλο «Αισχύλεια Ανθρωπογονία και Σοφόκλεια Αυτοδημιουργία του Ανθρώπου», ο Καστοριάδης διαχωρίζει το καθήκον της Αντιγόνης σε συνάρτηση με το καθήκον του Κρέοντα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι και οι δύο διαπράττουν ύβρη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, ενώ τόσο η Αντιγόνη όσο και ο Κρέων είναι απόλιδες. Στη σύντομη παρέμβαση μας θα εστιάσουμε στις αριστοτελικές αρχές: α) ενότητα του μύθου, β) ιδιότητες του ήθους στην τραγωδία, γ) ο τραγικός ήρωας. Εξάλλου, με σημειολογικούς λόγους θα προσεγγίσουμε ορισμένα ζητήματα που απασχολούν τον Κορνήλιο Καστοριάδη και θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τον φιλοσοφικό λόγο του σε ό,τι αφορά το φαντασιακό, δηλαδή την αναπαράσταση της συλλογικής κοινωνικής πραγματικότητας. Τέλος, θα εξετάσουμε το ζήτημα της διαχρονικότητας της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας θέτοντας ορισμένα ερωτήματα που προάγουν τη διαλεκτική: α) γιατί η αρχαία ελληνική τραγωδία εμπνέει μεγάλους διανοητές ανά τους αιώνες όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, β) μπορούμε να παραγάγουμε σήμερα νέες μορφές του τραγικού και νέες πιθανότητες; γ) τι θα συμβούλευε σήμερα ο Κορνήλιος Καστοριάδης τους νέους ερευνητές μέσα σε έναν πολιτισμό που κατακλύζεται από από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Η Δέσποινα Κοσμοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι αριστούχος διδάκτωρ καθώς και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εξετάζει περαιτέρω το θέατρο μέσα από τη φιλοσοφία που προτείνει η Σημειολογία. Είναι μέλος και ερευνήτρια του Κέντρου Σημειολογίας του θεάτρου, συνεργάζεται με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού και αρθρογραφεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει γράψει δύο βιβλία που είναι υπό δημοσίευση από τις εκδόσεις Δρόμων.

28


Γιάννης Κτενάς Από την ορθολογική γραφειοκρατία του Μαξ Βέμπερ στην παράλογη γραφειοκρατία του Κορνήλιου Καστοριάδη Σκοπός της εισήγησης είναι να αναδείξει μια σημαντική πτυχή της καστοριαδικής πραγμάτευσης του γραφειοκρατικού φαινομένου, το οποίο, κατά τη γνώμη του Καστοριάδη, αποτελεί ένα από τα πλέον κεντρικά προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Η αντιπαραβολή της θεώρησης του φιλοσόφου με αυτή του Μαξ Βέμπερ, μακριά από το να αποτελεί μια απλή σύγκριση δύο οποιωνδήποτε στοχαστών που έτυχε να καταπιαστούν με το ίδιο ζήτημα, έχει τον εξής στόχο: να δείξει πώς οι αναλύσεις των δύο στοχαστών για τη γραφειοκρατία είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακά ίδιες και ριζικά διαφορετικές ή αλλιώς πώς ο Καστοριάδης, πατώντας σε μεγάλο βαθμό πάνω στις κλασικές αναλύσεις του Βέμπερ για τη γραφειοκρατία και συμφωνώντας μαζί του σε καίρια σημεία, καταφέρνει εντούτοις να φτάσει σε ένα συμπέρασμα αντιδιαμετρικά αντίθετο. Έτσι, ενώ ο Βέμπερ βλέπει τη γραφειοκρατία ως τον ορθολογικότερο τρόπο οργάνωσης και διεκπεραίωσης μιας υπόθεσης, ο Καστοριάδης θεωρεί ότι το βασικό χαρακτηριστικό των γραφειοκρατικών κοινωνιών είναι οι ενδογενείς παραλογισμοί τους. Ο Γιάννης Κτενάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991. Σπούδασε νομικά στο ΕΚΠΑ και στη συνέχεια πολιτική φιλοσοφία στο Πάντειο, όπου και εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τη σχέση του Μαξ Βέμπερ με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Είναι αρχισυντάκτης του πολιτικού και φιλοσοφικού περιοδικού Kaboom.

29


Γιάννης Λαζαράτος Τέχνη και αυτονομία. Το παράθυρο του Καστοριάδη Τη χαρακτήρισαν «παράθυρο στον κόσμο». Σφαίρα του πολιτισμού και της ανθρώπινης σημείωσης, από τις φιλοσοφικές απαρχές η τέχνη αποτέλεσε θεωρητική θεματική. Τη χαρακτήρισε «παράθυρο στο Χάος». Ο Κ. Καστοριάδης, λοιπόν, αισθητικός φιλόσοφος; Κοινωνικός και πολιτικός φιλόσοφος κατεξοχήν, ωστόσο ο στοχαστής της αυτονομίας –όπως οι συνομιλητές του Πλάτων, Αριστοτέλης, Καντ, Χέγκελ, Μαρξ– υπήρξε ένας καθολικός φιλόσοφος. Η τέχνη ως εκ τούτου αφορά στο έργο του με δύο τρόπους. Ως ιδιόμορφο «αντικείμενο» (έργο τέχνης) προς διαύγαση, στο οποίο ευθέως ο ίδιος αναφέρθηκε· κι ως κάτι το οποίο, με τη δική του άμεση ή έμμεση θεωρητική συνδρομή, καλούμαστε σήμερα εμείς να το σκεφτούμε με τον δικό μας τρόπο. Η παρούσα ανακοίνωση ανταποκρινόμενη στη δυαδική αυτή «προτροπή του επίκαιρου φιλοσόφου», συζητά καταρχάς την ενυπάρχουσα στο έργο του φιλοσοφική περί τέχνης θέση του· κατόπιν, με τη συνδρομή της –αφού πρώτα επιφέρει μια μετατόπιση της οπτικής γωνίας του ζητήματος–, και οπωσδήποτε με την αρωγή συνολικότερα της κοινωνικής και πολιτικής οντολογίας του φιλοσόφου (παράλληλα βεβαίως με τη χρήση και άλλων θεωρητικών εργαλείων), εγκύπτει στο ούτως είναι της σύγχρονης τέχνης ως ιδιαίτερης κοινωνικής περιοχής (με τη δική της χαρακτηριστική γραμματική), εντοπίζοντας σ’ αυτήν και στο μάγμα των σημασιών της, ήδη θεσμισμένες, ορισμένες από τις κεντρικές φαντασιακές σημασίες αυτού που ο Καστοριάδης ονόμασε το πρόταγμα της αυτονομίας. Τι σημαίνει αυτό ως προς την πολιτική διάσταση της τέχνης ως σύγχρονου θεσμού; Στο ερώτημα δίδεται μια σαφής απάντηση. Ο Γιάννης Λαζαράτος είναι αν. καθηγητής Αισθητικής Φιλοσοφίας & Διασημειωτικής Μετάφρασης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Επίσης, διδάσκει Φιλοσοφία και Μεθοδολογία της Επιστήμης στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμη της Μετάφρασης» του Ιδρύματος. Στην πρώτη φάση των διδακτορικών του σπουδών μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής του επιτροπής ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορούν τα βιβλία του, με τίτλο: Τέχνη και Πολυσημία, Αθήνα, 2004, Umberto Eco: Διασημειωτική Μετάφραση – Μετάφραση και Επιστημολογία, Αθήνα, 2007 και Τέχνη, Φιλοσοφία, Αυτονομία. Η απελευθερωτική αποδοχή της θνητότητας, Αθήνα, 2011.

30


Γκόλφω Μαγγίνη Ο Κορνήλιος Καστοριάδης και η Χάννα Άρεντ για το αρχαϊκό πολιτικό Η εισήγησή μας πραγματεύεται τα βασικά σημεία σύγκλισης της πολιτικής σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη με εκείνη της Χάννα Άρεντ όσον αφορά τις καταβολές του πολιτικού στην αρχαϊκή Ελλάδα. Πρόκειται για μια σύγκλιση που ανεξάρτητα από τις προφανείς διαφορές στη θεώρηση των δύο στοχαστών αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα της αρχαϊκής πολιτικής κληρονομιάς αναβαθμίζοντας τον ρόλο και τη σημασία σας σε σχέση με ό,τι είναι ευρύτατα παραδεκτό για την κλασική πόλιν. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αφενός, στον πρώτο τόμο της Ελληνικής Ιδιαιτερότητας (Ce qui fait la Grèce, τ. 1: D’Homère à Héraclite) επαναξιολογεί την αρχαϊκή κληρονομιά αναδεικνύοντας την κεντρική σημασία της αγοράς για τη διαμόρφωση της πολιτικής σφαίρας. Η Χάννα Άρεντ, αφετέρου, στο όψιμο έργο της εστιάζει στην προκλασική καταγωγή του πολιτικού πραγματευόμενη κεντρικές πρωτοπολιτικές κατηγορίες του αρχαϊκού κόσμου με κύρια αναφορά τον Όμηρο. Η Γκόλφω Μαγγίνη είναι καθηγήτρια του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όπου διδάσκει νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία και άμισθη συνεργαζόμενη καθηγήτρια (affiliated professor) στη Σχολή Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Έχει, επίσης, διδάξει φιλοσοφία στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιο Πατρών, στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και, για το χρονικό διάστημα 2002-2017, στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έκανε μεταπτυχιακές, διδακτορικές και μεταδιδακτορικές σπουδές στο Université de Paris IV, στο Université de Paris XII και στο State University of New York Stony Brook αντίστοιχα. Η Γκόλφω Μαγγίνη είναι συγγραφέας των ακόλουθων φιλοσοφικών μονογραφιών: La justice de la pensée – La critique de la métaphysique de la subjectivité dans le différend heideggérien avec Nietzsche 1936-1946 (ΕΚΠΑ-Βιβλιοθήκη Σαριπόλου, Αθήνα 2011)· Ο Χάμπερμας και οι νεοαριστοτελικοί. Η ηθική του διαλόγου στον Γιούργκεν Χάμπερμας και η πρόκληση του νεοαριστοτελισμού (Αθήνα 2006)· Για μια ερμηνευτική του τεχνικού κόσμου. Από τον Χάιντεγκερ στη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη (Αθήνα 2010)· Βίος, κίνησις, καιρός, τέχνη, πόλις: φαινομενολογικές προσεγγίσεις (Martin Heidegger, Hannah Arendt, Jan Patočka, Michel Henry) (Aθήνα 2017). Έχει, επίσης, επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας Κράτη και πολίτες: κοινότητα, ταυτότητα, διαφορετικότητα (Αθήνα 2016) καθώς και σειρά μεταφράσεων στο πεδίο της σύγχρονης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας: Μάρτιν Χάιντεγκερ, Φαινομενολογικές ερμηνείες στον Αριστοτέλη (Αθήνα 2011)· George Steiner, Χάιντεγκερ (2009)· Françoise Dastur, Ο Χάιντεγκερ και το ερώτημα του χρόνου (2008), Anthony Grafton, Η υποσημείωση. Μια παράξενη ιστορία (Αθήνα 2001) μεταξύ άλλων.

31


Νίκος Μανωλόπουλος Καστοριάδης και Μωρίς Μερλώ-Ποντύ: η έννοια της θέσμισης Το 1971, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, ο Καστοριάδης δημοσιεύει ένα κείμενο φόρο τιμής στον τελευταίο που φέρει τον τίτλο «Το ρητό και το άρρητο». Ο Καστοριάδης αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της σκέψης του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ που έγκειται στη βασική κίνηση αυτής να μας παραπέμπει άμεσα «από το περιβάλλον της καθαρής φιλοσοφίας, και σύμφωνα με τις ίδιες τις αναγκαιότητες της, στη γλώσσα, τη θέσμιση, την κοινωνία, την ιστορία, τον κόσμο». Η έννοια της θέσμισης πράγματι απασχολεί τον Μωρίς Μερλώ-Ποντύ σε όλο του το έργο με αποκορύφωμα αυτού του ενδιαφέροντος το μάθημα του στο Collège de France με τίτλο «L’institution dans l’histoire personnelle et publique», το ακαδημαϊκό έτος 1954-1955. Στο κείμενο μας θα προσπαθήσουμε να παρουσίασουμε το πως δομείται αυτή η έννοια της θέσμισης μέσα στη σκέψη του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και πως ο Καστοριάδης μας βοηθάει στην κατανόηση αυτής της έννοιας και της σημασίας της για τη φιλοσοφία του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ. Τέλος, με αφορμή αυτό το διάλογο του Καστοριάδη με τη σκέψη του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ θα επιχειρήσουμε και κάποιες γενικότερες σκέψεις για τη σημασία της θέσμισης στο φιλοσοφικό εγχείρημα του Καστοριάδη. Ο Νίκος Μανωλόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, απόφοιτος πολιτικών επιστημών και μεταφραστής.

32


Δημήτρης Μαργαρίτης Το τέλος του εργατικού κινήματος και η αρχή μιας άλλης εποχής Στο κείμενο γίνεται λόγος για την ένταξη του Καστοριάδη στην επαναστατική ομάδα Κ.Δ.Ε.Ε., που εξέφρασε με τον πιο ακλινή τρόπο τα διεθνιστικά ιδεώδη του παλαιού εργατικού κινήματος και επισημαίνεται η απροσδόκητη επιβεβαίωση της θέσης της ομάδας για την ασημαντότητα του ρόλου του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην απελεύθερωση της Ελλάδας από την Κατοχή, από τον ίδιο τον αρχηγό του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη. Γίνεται αναφορά στον αναστοχασμό του Καστοριάδη για τη φύση του εκγραφειοκρατισμού του εργατικού κινήματος και για τον σχετισμό μιας ενδεχόμενης δημιουργίας ενός νέου επαναστατικού κινήματος με το πρόταγμα της αυτονομίας που δημιούργησε το παλιό εργατικό κίνημα. Εξηγείται η στάση αποφετιχοποίησης του Καστοριάδη έναντι της εκπορνεύσεως των εννοιών και σημασιών του επαναστατικού προτάγματος από την ολοκληρωτική προπαγάνδα που ποζάρει ως ανατρεπτική. Αναφέρεται η αρνητική στάση ειδικά της ελληνικής Αριστεράς έναντι της σκέψης του Καστοριάδη και εξηγείται γιατί αυτή δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Επισημαίνονται ορισμένοι προσωπικοί και πολιτικοί λόγοι της ένταξης του διανοητή στο ψυχαναλυτικό κίνημα καθώς και το ψυχικό ρίζωμα του πνεύματος του ολοκληρωτισμού. Επισημαίνεται η προδρομική αναγνώριση εκ μέρους του φιλοσόφου, πολύ πριν από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των θεοκρατικών τάσεων που αναβιώνουν στον ισλαμικό κόσμο καθώς και το φαντασιακό χάσμα του από τη Δύση. Τέλος, αναγνωρίζεται η μοναδικότητα της κεντρικής συμβολής του Καστοριάδη στη φιλοσοφική σκέψη, της ιδέας περί φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας, και τίθεται το ερώτημα για τις πιθανές μοίρες της θεωρητικής εργασίας του στους επερχόμενους καιρούς. Ο Δημήτρης Μαργαρίτης γεννήθηκε το 1964 στο Αγρίνιο όπου και διαμένει με την οικογένειά του. Εργάζεται στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση ως κοινωνιολόγος. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Ο Κορνήλιος Καστοριάδης και το τέλος του κλασσικού εργατικού κινήματος (εκδ. Τροπή) και Οι εκλεκτικές συγγένειες των ολοκληρωτισμών. Κομμουνισμός-Φασισμός-Ναζισμός (εκδ. Τροπή). Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στο αναρχικό περιοδικό του Αγρινίου Ελευθεριακή Κίνηση, στις αγρινιώτικες εφημερίδες Εβδομάδα και Παναιτωλική, στην αντιεξουσιαστική εφημερίδα Βαβυλωνία και στο περιοδικό The books’ journal. Έχει δώσει ομιλίες για το έργο του Καστοριάδη σε Αθήνα, Ιωάννινα, Πάτρα και Αγρίνιο.

33


Δήμος Μαρουδής Η θεωρία της γνώσης στον Καστοριάδη: Η ριζική φαντασία και η αποσιώπηση της κριτικής δύναμης Η προσπάθεια του Κορνήλιου Καστοριάδη να διαμεσολαβήσει θεωρητικό και πρακτικό λόγο μέσω του προγράμματος της ριζικής φαντασίας και της πολιτικής αυτονομίας, παρά τον αδιαμφίσβητητα καινοτόμο της χαρακτήρα, υιοθετεί μια αμήχανη στάση στο σημείο του προσδιορισμού της σχέσης φαντασίας και ορθού λόγου. Η κριτική δύναμη, που στο έργο του Kant εμφανίζεται να υιοθετεί έναν καθοριστικό ρόλο σε σχέση με την εξασφάλιση της ενότητας του όλου διακυβεύματος, είναι εμφατικά απούσα από το έργο του Καστοριάδη. Αποτέλεσμα τούτου είναι το πρόγραμμα της ριζικής φαντασίας ως αντιπρόταση στην ορθολογικότητα να χωλαίνει, ιδιαίτερα στο σημείο αυτής τούτης της αναγκαίας διαμεσολάβησης φαντασίας και ορθολογικότητας. Τελικά, θα λέγαμε πως η ενότητα του θεωρητικού διακυβεύματος της ριζικής φαντασίας στο έργο του Καστοριάδη δεν εξασφαλίζεται και επίσης αποσιωπάται ένα ολόκληρο πλαίσιο εκφοράς κριτηρίων και αξιολογήσεων. Το έργο του Έλληνα φιλοσόφου εμφανίζεται να αδυνατεί να αυτονομηθεί από το πλαίσιο της δυτικής μεταφυσικής στο οποίο αποτιμάται πως ανήκει, δίχως να μπορεί να προκαλέσει την επιθυμητή ρήξη με τον μεταμοντέρνο σχετικισμό. Ο Δήμος Μαρουδής είναι υποψήφιος διδάκτορας κοινωνικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ασχολείται με την έρευνα στον χώρο της φιλοσοφίας αλλά και με την ποίηση, τη ζωγραφική και γενικά με θέματα καλλιτεχνικής δημιουργίας.

34


Θεοφάνης Μελίδης, Ιωάννης Ψωμάκης Κ. Καστοριάδης & Βυζάντιο: Μελέτη πάνω στην ιστορικο-φιλοσοφική προσέγγιση του ελληνικού μεσαίωνα Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε μία συγκεκριμένη άποψη για τη συγκρότηση της κοινωνίας. Κυρίαρχο στοιχείο της άποψης αυτής αποτελεί η θέσμιση του φαντασιακού. Όροι, όπως αυτονομία, άμεση δημοκρατία και κυριαρχία του νόμου βρήκαν την έκφραση τους στο κοινωνικοπολιτικό μοντέλο της ελληνικής πόληςκράτους και συνέχουν το σύνολο σχεδόν της ιστορικοφιλοσοφικής του σκέψης. Από την άλλη πλευρά, η προσέγγιση του στοχαστή ως προς τον ελληνικό μεσαίωνα βρίσκεται στον αντίποδα. Κατά την άποψη του Έλληνα φιλοσόφου, το Βυζάντιο χαρακτηρίζεται απόλυτα θεοκρατικό, με έντονα τα στοιχεία της ετερονομίας, πράγμα το οποίο διακρίνει τη σκέψη του από αυτή άλλων εκπροσώπων της ελληνικής διανόησης. Η ανακοίνωση εστιάζει στην ιστορικοφιλοσοφική προσέγγιση του Καστοριάδη πάνω στο Βυζάντιο, τον βυζαντινό πολιτισμό και την παράδοση και κυρίως των φαντασιακών σημασιών που τις χαρακτηρίζει. Είναι, άραγε, κάθετος ο διαχωρισμός μεταξύ της αυτόνομης φαντασιακής θέσμισης της αρχαιοελληνικής κοινωνίας και του ετερόνομου θεοκρατικού βυζαντινού μοντέλου; Σε ποιο βαθμό ο Διαφωτισμός και η γαλλική ακαδημαϊκή κουλτούρα επηρέασαν τη σκέψη του Καστοριάδη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα; Κατά πόσο η καστοριαδική σκέψη συναντιέται και διαχωρίζεται σε σχέση με εκείνη άλλων διανοούμενων της νεοελληνικής φιλοσοφίας περί συνέχειας ή ασυνέχειας της ελληνικής σκέψης; Αξονας της μεθοδολογίας που θα ακολουθηθεί στην παρούσα ανακοίνωση είναι η παράθεση αποσπασμάτων από το έργο του Καστοριάδη που σχετίζονται με τη βυζαντινή σκέψη και πολιτική παράδοση καθώς και η συγκριτική μελέτη με τις απόψεις άλλων μελετητών. Ο Θεοφάνης Μελίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τομέα Φιλοσοφίας του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Ο Ιωάννης Ψωμάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τομέα Φιλοσοφίας του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και απόφοιτος των τμημάτων Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας και Θεολογίας του ΕΚΠΑ.

35


Γιώργος Μιχαηλίδης Εξουσία και Γνώση στον Κ. Καστοριάδη και Μ. Foucault Στην παρούσα μελέτη, θα προσπαθήσω να δείξω την βαθύτερη υφή του πλέγματος εξουσίας και γνώσης στον καπιταλιστικό κόσμο μέσα στο έργο του Κ. Καστοριάδη και την σύγκριση με εκείνου του M. Foucault. O πρώτος υποστηρίζει ότι το «κοινωνικό φαντασιακό» του μοντέρνου καπιταλιστικού κόσμου είναι η απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας. Μέσα από τις διαδικασίες του καπιταλιστικού συστήματος να δημιουργήσει πολίτες προσαρμοσμένους σε αυτό αναφορικά με την σχέση τους με την εξουσία και τη κατασκευή αναγκών για αυτούς, συμβάλει στην δημιουργία ενός πλέγματος κυριαρχίας της δημόσιας σφαίρας από φαινομενικά τεχνοκρατικούς εξουσιαστές. Οι αρχές παρουσιάζονται ότι κατέχουν την ειδική γνώση, δικαιολογώντας έτσι την εξουσία τους, και οι κατασκευασμένες ανάγκες καλύπτονται μέσα από την διαδικασία εργασίας και αμοιβής. Έτσι, το σύστημα μπορεί να συντηρεί το εαυτό του. O δεύτερος υποστηρίζει ότι η γνώση και η εξουσία είναι έννοιες συνδεμένες. Η εξουσία έχει την δυνατότητα να πειθαρχεί στην κοινωνία και η γνώση μέσα από διάφορα επιστημονικά πεδία ενδυναμώνει και αλληλοεπιδρά με την πρώτη. Η σύγχρονη καπιταλιστική εξουσία βασίζεται στην οργάνωση και επιτήρηση των ανθρώπων μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Μέσα από τους μηχανισμούς εξέτασης και παρατήρησης των επιστημών παράγεται γνώση και η γνώση προωθείται ως πολιτική κανονικότητα. Οι δύο περιγραφές βοηθούν στο να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς του καπιταλιστικού κόσμου και βάσει αυτών μπορούν ίσως κατανοηθούν καλύτερα σύγχρονα προβλήματα, όπως η κυριαρχία των τεχνοκρατών στη δημόσια σφαίρα. O Γιώργος Μιχαηλίδης είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Φ.Π.Ψ. του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

36


Αναστασία Οικονόμου Η άμεση δημοκρατία κατά τον Κ. Καστοριάδη και η εφαρμογή της σήμερα Σύμφωνα με τον Κ. Καστοριάδη, δημοκρατικό καλείται το πολίτευμα που επιτρέπει την άμεση συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις μορφές εξουσίας. Ένα τέτοιο παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας έλαβε χώρα τον 5ο αι. π.Χ. στην αρχαία Αθήνα καθώς και σ’ άλλες ελληνικές πόλεις. Οι σημερινές δημοκρατίες είτε χαρακτηρίζονται «κοινοβουλευτικές» είτε «αντιπροσωπευτικές», στην ουσία είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες, αφού οι ολίγοι λαμβάνουν τις αποφάσεις. Άλλωστε, η έννοια της αντιπροσώπευσης αποτελεί αρχή ξένη προς τη δημοκρατία (Χώροι του ανθρώπου, σ. 190). Η φιλοσοφία του Καστοριάδη προβάλλοντας το ιδεώδες της άμεσης δημοκρατίας καθιστά δυνατή την αναζήτηση πρακτικών ως λύση στο σημερινό πρόβλημα. Γι’ αυτό επιβάλλεται η επανεκτίμηση της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας όχι ως προτύπου προς μίμηση, γιατί περιείχε αδυναμίες, αλλά ως πηγή έμπνευσης και ιδεών. Το ερώτημα που απασχολεί τη σύγχρονη πολιτική είναι αν η άμεση δημοκρατία μπορεί να εφαρμοστεί σήμερα ή αποτελεί ένα ουτοπικό ιδεολόγημα. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι ακόμα και σε υπερμεγέθεις κοινωνίες η άμεση δημοκρατία είναι εφικτή. Για παράδειγμα ο θεσμός του δημοψηφίσματος, χωρίς να αποτελεί το ιδεώδες της άμεσης δημοκρατίας, είναι ένας τρόπος να συμμετέχει ο λαός άμεσα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, αρκεί να γνωρίζει τι καλείται να αποφασίσει. Επιπλέον, η άμεση δημοκρατία θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην τοπική αυτοδιοίκηση, όπου έχουμε να κάνουμε με μικρότερες διαστάσεις κοινοτήτων. Τέλος, άμεση δημοκρατία δεν σημαίνει ότι ο λαός ασκεί εξ ολοκλήρου την εξουσία, αλλά ότι ακόμα και σ’ αυτήν, υπάρχουν αρχές, πολίτες δηλαδή, οι οποίοι έχουν μια αποστολή ορισμένης χρονικής διάρκειας. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει ανάθεση των κοινών υποθέσεων και όχι εκλογή μη ανακλητών ανά πάσα στιγμή εκπροσώπων (Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σ. 129). Η Αναστασία Οικονόμου γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Είναι διδάκτωρ του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα διατριβής: «Οι επιδράσεις του Αριστοτέλους στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη» και βαθμό «Άριστα». Έχει πραγματοποιήσει εισηγήσεις σε συνέδρια και ημερίδες με θέματα που αφορούν στη φιλοσοφία του Αριστοτέλους και του Κ. Καστοριάδη, διαλέξεις στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά. Είναι κάτοχος Proficiency Cambridge και Sorbonne II και γνωρίζει ιταλικά και βουλγαρικά σε ικανοποιητικό βαθμό. Εργάζεται ως φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Αθηνών, είναι έγγαμη και μητέρα δύο ανήλικων τέκνων.

37


Γιώργος Ν. Οικονόμου Επινοώντας ξανά την πολιτική Η συμβολή του Κορνήλιου Καστοριάδη Η απόληξη των κομμουνιστικών κρατών σε ανελεύθερα και ολοκληρωτικά καθεστώτα δηλώνει με εμφατικό τρόπο την αποτυχία της μαρξικής-μαρξιστικής θεωρίας που αποτέλεσε την επίσημη ιδεολογία τους καθώς και το ιδεώδες της παγκόσμιας Αριστεράς. Από την άλλη, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, και ιδιαιτέρως οι χρεοκοπίες ευρωπαϊκών χωρών, αναδεικνύουν με χαρακτηριστικό τρόπο την αποτυχία του αντιπροσωπευτικού συστήματος στις συνθήκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Από αυτές τις αρνητικές εμπειρίες αναδεικύεται η ανάγκη για ένα άλλον προσανατολισμό και μία άλλη πολιτική. Στοιχεία μιας τέτοιας πολιτικής βρίσκονται, κατά τη γνώμη μου, στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Η κριτική του τόσο στα κομμουνιστικά καθεστώτα και την μαρξική ιδεολογία όσο και στον καπιταλισμό και την αστική αντιπροσώπευση συμβαδίζει με την πρόταση μιας άλλης κοινωνίας, αυτόνομης και δημοκρατικής. Μετά από μία σύντομη παρουσίαση του ορισμού της δημοκρατίας, το κύριο αντικείμενο της εισήγησής μου είναι η αναζήτηση μιας δημοκρατικής πολιτικής. Βασικό στοιχείο της είναι η αντιμετώπιση της κύριας διαίρεσης στην κοινωνίας ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, ανάμεσα σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε αυτούς που εκτελούν – το ζήτημα αυτό διατρέχει το έργο του Καστοριάδη. Συμπληρωματικό στοιχείο είναι η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, της επιστήμης και της ηθικής. Με βάση τα στοιχεία αυτά συγκροτείται μέσα από το καστοριαδικό έργο μια αντίληψη περί πολιτικής που διαφοροποιείται αφ’ ενός από την ισχύουσα φιλελεύθερη των εκλογών, των κομμάτων και της αντιπροσώπευσης, αφ’ ετέρου από την δογματική μαρξική-μαρξιστική, καθώς και από κάθε αριστερή αντίληψη. Αυτή έχει ως βάση ένα κοινωνικό κίνημα στηριγμένο στην αυτόνομη δράση των ανθρώπων και ως στόχο την αλλαγή στη θέσμιση της κοινωνίας, την αναδιανομή της εξουσίας και τη διάχυσή της στην κοινωνία, ώστε η τελευταία να γίνει η θεσμίζουσα εξουσία. O Γιώργος Ν. Οικονόμου είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, Η αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Πλαίσιο για μια νεα πολιτική δράση (2016), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάρχεια.

38


Μιχάλης Πάγκαλος Από τον Κορνήλιο Καστοριάδη στον Άλασνταιρ Μακιντάιρ και τον Τσαρλς Ταίυλορ: η ηθική ως προϋπόθεση του δημοκρατικού αυτοπεριορισμού (autolimitation). Στο τελευταίο βιβλίο του (Les avenues de la foi), o σπουδαίος καναδός φιλόσοφος Τσαρλς Ταίυλορ μιλά για την ανάγκη μιας υπέρβασης του εργαλειακού ορθολογισμού, αλλά και της διαδικασιακής φιλοσοφίας των «καθολικών κανόνων». Αναφερόμενος στη δυνατότητα να υπάρξει ένα «βλέμμα» αλληλεγγύης και αγάπης, πέρα, ακριβώς, από τους καθολικούς κανόνες, ο Ταίυλορ προτείνει μια απελευθέρωση από της επιβολή της κυρίαρχης κουλτούρας και μιλά για το βλέμμα ενός καλλιτέχνη ή ενός αληθινού χριστιανού που μπορεί να δει τον άλλο άνθρωπο ως ανεπανάληπτο δημιούργημα του Θεού, περνώντας από την ηθική ενόραση στην ηθική πράξη. Στο Μετά την ηθική, ο Άλασνταιρ Μακιντάιρ, αναζητούσε επίσης μια υπέρβαση των καντιανών καθολικών κανόνων προκειμένου να μιλήσει για την ηθική. Για τον Μακιντάιρ η έννοια που χρειάζεται η ηθική είναι η αριστοτελική έννοια της αρετής. Χωρίς την αρετή και τον χαρακτήρα δεν μπορεί να θεμελιωθεί καμιά ηθική. Η κυρίαρχη κουλτούρα απαγορεύει αυτήν την ηθική θέαση και επιβάλλει, αντίθετα, τη συμπεριφορά του μάνατζερ, του ψυχαναλυτή και του εστέτ. Ο δημοκρατικός αυτοπεριορισμός φαίνεται να είναι αδύνατος μέσα στην κυρίαρχη κουλτούρα. Είναι γνωστό ότι ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι ο εισηγητής της θεωρίας της «φαντασιακής θέσμισης» και ταυτόχρονα του δημοκρατικού αυτοπεριορισμού. Γνωρίζουμε επίσης ότι η φαντασιακή θέσμιση μάς παρέχει την αναγκαία αυτοκριτική βαθμίδα ώστε να μην είναι η ερμηνεία του εαυτού μας και του κόσμου η απλή αντανάκλαση της παρούσας οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά να οδηγούμαστε πέρα από την αέναη επανάληψη του «ίδιου» σε μια αλλαγή οπτικής για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Η απόκρυψη του φαντασιακού και του κοινωνικού ιστορικού ανάγει την «ιστορία στην επανάληψη» και παρουσιάζει αυτήν την επανάληψη ως καθορισμένη «από ένα αλλού, λογικό ή οντολογικό» (Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, σ. 289). Μέσα από μια συγκριτική ανάγνωση, θα συζητήσουμε τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις των τριών αυτών προσεγγίσεων του Ταίυλορ, του Μακιντάιρ και του Καστοριάδη, καθώς και την ενδεχόμενη γονιμότητα μιας συνθετικής οπτικής για το ζήτημα του δημοκρατικού αυτοπεριορισμού. Ο Μιχάλης Πάγκαλος γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή τον Ιούλιο του 2003 στο Παρίσι (E.H.E.S.S.), υπό την εποπτεία του Vincent Descombes. Από το 2007 εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Δίδαξε, παράλληλα, φιλοσοφία στο ΕΑΠ κατά τα έτη 2006-2017. Έχει ασχοληθεί με ζητήματα ηθικής και βιοηθικής, αναλυτικής φιλοσοφίας, πολιτικής φιλοσοφίας, φιλοσοφίας της 39


πράξης και φιλοσοφίας της λογοτεχνίας, και έχει δημοσιεύσει άρθρα στα περιοδικά Νέα Εστία, Σύναξη, Cahiers d’études lévinassiennes κ.ά. Μετέφρασε, μεταξύ άλλων, τα βιβλία, α) Τσαρλς Ταίυλορ, Οι δυσανεξίες της νεωτερικότητας, Κριτική 2006, β) Εμμανουήλ Λεβινάς, Ελευθερία και Εντολή, Εστία 2007 και γ) Μυριάμ Ρεβώ Ντ’ Αλλόν, Ο συμπονετικός άνθρωπος, Εστία 2013 και της ίδιας, Γιατί δεν αγαπάμε τη δημοκρατία, Εστία 2016.

40


Ευάγγελος Παπαδημητρόπουλος Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα: Από το καστοριαδικό πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας στην οικονομία των Κοινών. Ο σκοπός της προτεινόμενης εισήγησης είναι η ανάδειξη της επικαιρότητας της πολιτικής σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη σήμερα. Συγκεκριμένα, θα παρουσιάσω τα κοινά σημεία της πολιτικής φιλοσοφίας του Καστοριάδη με την ανάδυση στις τελευταίες δεκαετίες μιας μετα-καπιταλιστικής οικονομίας με τη μορφή των Συνεργατικών Κοινών. Θα ξεκινήσω συνοψίζοντας την καστοριαδική θεωρητικοποίηση του περιεχομένου του σοσιαλισμού, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, το οποίο ανέπτυξε αρχικά ο Καστοριάδης στο περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1949-1965) και εξέλιξε στο ύστερο έργο του. Στη συνέχεια θα εξετάσω τα σημεία συμβατότητας του καστοριαδικού προτάγματος με την αναδυόμενη οικονομία των Κοινών σήμερα. Θα δείξω ότι, παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, η ανάδυση της οικονομίας των Κοινών απηχεί το καστοριαδικό πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας πολλαχώς, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Θα ολοκληρώσω την παρουσίασή μου με μια σειρά από προτάσεις που έχουν αναπτυχθεί από διάφορους στοχαστές και οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα γόνιμο έδαφος διαλόγου για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας των Κοινών και την ενδεχόμενη υλοποίηση του καστοριαδικού οράματος για τη δημιουργία μιας πιο ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας. Ο Ευάγγελος Παπαδημητρόπουλος είναι κάτοχος διδακτορικού στην πολιτική φιλοσοφία με τίτλο «Ορθολογική κυριαρχία και ελευθερία στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη» (Πανεπιστήμιο Κρήτης). Έχει εργαστεί ως φιλόλογος σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης από το 2007 μέχρι το 2014. Έκτοτε εργάζεται ως συντάκτης σε μια εταιρεία που βασίζεται στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας.

41


Αντώνης Παπαμανώλης Το Αρχιτεκτονικό Φαντασιακό της Ψηφιακής Εποχής - Μια Υπολογιστική Αντίληψη της Παραγωγής του Χώρου Η παρούσα εισήγηση προτείνει την προσέγγιση της σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη σε συνάρτηση με την «ψηφιακή στροφή» της σύγχρονης αρχιτεκτονικής κουλτούρας, με σκοπό την ανίχνευση ενός «μετα-κώδικα» αρχιτεκτονικής θεωρίας για την ψηφιακή εποχή. Κεντρικό στοιχείο της στροφής αυτής είναι η παραδοχή ότι τα ψηφιακά μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται στην διαδικασία της αρχιτεκτονικής σχεδίασης επηρεάζουν την φύση του παραγόμενου αρχιτεκτονικού χώρου. Το γεγονός αυτό εγείρει ευρύτερα ερωτήματα οντολογικής φύσεως και μεταφυσικών προεκτάσεων σχετικά με την θέση και τον ρόλο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής εντός της ευρύτερης πραγματικότητας της «Ψηφιακής Εποχής». Μπορούν να σταχυολογηθούν ποικίλες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, οι οποίες εκτείνονται από πρακτικές μεθοδολογίες προσεγγίσεις έως θεωρητικά πλαίσια και ιδεολογικά μανιφέστα. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εισήγησης, εστιάζουμε σε δυο αλληλένδετα στοιχεία. Αφενός στον ρόλο της αρχιτεκτονικής ως φορεά και εκφραστή ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών προταγμάτων. Αφετέρου στην υπόθεση ότι το ψηφιακό στοιχείο επιτρέπει την ερμηνεία της αρχιτεκτονικής σκέψης – ως μια υπολογιστική γλώσσα. Μέσω αυτής της ερμηνείας-μετάφρασης, υποστηρίζεται ότι το «ψηφιακό» συμμετέχει στην διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής πρότασης, αντί να περιορίζεται στην αποτύπωση μιας προαποφασισμένης μορφής. Κατ’ επέκταση, το ψηφιακό στοιχείο επηρεάζει και τον προαναφερθέντα κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της αρχιτεκτονικής. Υποστηρίζεται ότι οι ψηφιακά παραγόμενες αρχιτεκτονικές μορφές, είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν και ως ενσαρκώσεις του πνεύματος μιας ψηφιακής εποχής. Επιπλέον, η μετάφραση της αρχιτεκτονικής σκέψης σε μια ψηφιακή γλώσσα, η οποία διέπεται από λογικούς-υπολογιστικούς κανόνες, μπορεί να παραλληλιστεί τόσο με την «αποστολή του μοντερνισμού» όσο και με τη «γλωσσική στροφή», έννοιες οι οποίες συναντώνται στο φιλοσοφικό σύστημα του Jurgen Habermas. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζεται ότι η κριτική οπτική και έννοιες της καστοριαδικής θεωρητικοποίησης επιτρέπουν να φωτιστούν οι πτυχές εκείνες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής οι οποίες ενώ δεν μεταφράζονται σε ψηφιοποιήσημα μεγέθη, δεν θα ήταν λογικό να μη ληφθούν υπόψη στην ευρύτερη διαλεκτική σχετικά «ψηφιακή στροφή» της αρχιτεκτονικής. Ο Αντώνης Παπαμανώλης γεννήθηκε στην Ουαλία της Μεγάλης Βρετανίας το 1983. Έζησε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών και υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου εκπονεί διατριβή με θέμα «Ψηφιακά Μέσα Σχεδίασης και Αρχιτεκτονική Διαπαιδαγώγηση – Προς μια Ερμηνευτική Προσέγγιση της Εισαγωγής των Υπολογιστικών Εργαλείων Σχεδιασμού στην Διαδικασία της Αρχιτεκτονικής Εκπαίδευσης». Παράλληλα εργάζεται ως Αρχιτέκτονας Μηχανικός και βοηθός καθηγητή. 42


Γιάννης Περπερίδης Το σπέρμα της αλλαγής: Η εισβολή του «α-νόητου» Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη διέπεται από την θεώρησή του περί της συνεχούς ανθρώπινης δημιουργίας, αναδημιουργίας και αναθέσμισης, δηλαδή, της συνεχούς αλλαγής. Η αλλαγή αυτή, όμως, δεν αποτελεί επινόηση ενός ατόμου ή μίας ομάδας ατόμων και επιβολή, στους υπόλοιπους, ριζοσπαστικών στοιχείων με στόχο την διαμόρφωση της κοινωνίας με τον τρόπο που την επιθυμούν οι πρώτοι. Αντιθέτως, ο Καστοριάδης αναφέρεται στην αλλαγή μέσα από το πλαίσιο του κοινωνικού φαντασιακού. Καμία αλλαγή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εάν δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος γι’ αυτήν στο κοινωνικό φαντασιακό μιας κοινωνίας. Προκειμένου, όμως, να υπάρξει αυτό το υπόβαθρο για την αλλαγή στο εσωτερικό του κοινωνικού φαντασιακού, κάτι λαμβάνει χώρα το οποίο ο Καστοριάδης ονομάζει «εισβολή του α-νόητου». Έτσι η εισβολή αυτή καθίσταται πολύ σημαντική καθώς μέσα από αυτήν μπορεί το φαντασιακό να φτάσει στην αμφισβήτηση του ήδη θεσμισμένου κόσμου. Η δημοκρατία και η φιλοσοφία, δύο έννοιες αλληλένδετες για τον Καστοριάδη, αποτελούν την επιτομή του κριτικού βλέμματος απέναντι στον ήδη υπάρχοντα κόσμο – υλικό κόσμο αλλά και σημασιών. Η σημαντικότητά τους για την συνολική κίνηση της ιστορίας έγκειται στο γεγονός ότι μέσω της κριτικής που αυτές επιφέρουν, τα μάγματα σημασιών των κοινωνιών μεταβάλλονται. Αν, όμως, η μεταβολή του μάγματος σημασιών πραγματοποιείται, σύμφωνα με τα λόγια του Καστοριάδη μέσω της εισβολής του α-νόητου, τότε η έννοια της τελευταίας χρειάζεται να μελετηθεί σε βάθος προκειμένου να αποτελέσει τη βάση για τις συζητήσεις περί αναθέσμισης και αλλαγής. Η εισήγηση θα στραφεί προς την επεξήγηση της έννοιας αυτής ως προϋπόθεσης της αλλαγής. Ο Γιάννης Περπερίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

43


Μιχάλης Πετρίδης Excursus: Δημοκρατία - Η Αναζήτηση της Νεωτερικής περιπέτειας μιας αρχαιοελληνικής λέξης και ο διάλογος με την σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη «γιατί δημοκρατία σήμερα πραγματικά δεν υπάρχει πουθενά – υπάρχουν το πολύ φιλελεύθερες ολιγαρχίες σε ορισμένες χώρες» Κ. Καστοριάδης, To πρόβλημα της Δημοκρατίας σήμερα

Γιατί μια τόσο πασιφανέστατη θέση για τον Καστοριάδη ηχεί τόσο άσχημα στα ώτα των σύγχρονων ανθρώπων; Πως και γιατί εδώ και περισσότερο από 150 χρόνια η λέξη «Δημοκρατία» έχει γίνει σήμα κατατεθέν για το πολιτικό λεξιλόγιο των σύγχρονων κοινωνιών με αποτέλεσμα να την επικαλούνται ακόμα κι εκείνοι που εξ αρχών την απορρίπτουν; Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο και πολυσύνθετο εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα της Ιστορίας των Ιδεών. Αν μελετήσουμε τις πολιτικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα τον 18ο αιώνα (Εποχή των Επαναστάσεων), βλέπουμε ότι στον Δυτικό κόσμο η προσπάθεια για την εξ-εύρεση του καλύτερου των πολιτευμάτων οδηγεί στην πλήρη απόρριψη της Δημοκρατίας ως «επικίνδυνου και βλαβερού» καθεστώτος και στην υιοθέτηση μιας σύγχρονης εκδοχής της Ρωμαϊκής Res Publica (βλ. American Republic, République Française) ως το πολίτευμα-πρότυπο. Στις ΗΠΑ η «Δημοκρατία» ταυτίζεται με την «Οχλοκρατία» (Mobocracy) και στην Γαλλία το επίθετο «Démocrate» αποτελεί στην ουσία την χειρότερη κατηγορία-βρισιά στα χείλη των αντιπροσώπων στην Convention nationale ενάντια σε όσους είχαν «ριζοσπαστικές» θέσεις. Αν κάνουμε τώρα ένα ιστορικό-νοητικό άλμα στον 20ό αιώνα, θα παρατηρήσουμε έκπληκτοι πως παρ’ όλο που τα πολιτεύματα δεν έχουν αλλάξει δραστικά, πλέον όχι μόνο αυτοαποκαλούνται «Δημοκρατικά» (!) αλλά και το κατεστημένο γενικότερα παρουσιάζεται ως υποστηρικτής, θιασώτης και διαδότης της «Δημοκρατίας». Ποια είναι λοιπόν αυτά τα γεγονότα που σκιαγραφούν την οικειοποίηση εκ μέρους του συστήματος της λέξης «Δημοκρατία» η οποία πλέον θα απαγκιστρωθεί από το πολιτειακό της περιεχόμενο και θα ταυτιστεί κομφουζιονιστικά με ό,τι κατά το δοκούν ευνοεί την προπαγανδιστική αναπαραγωγή του κατεστημένου; Τι είχε συμβεί στο μεσοδιάστημα και η «Δημοκρατία» αποφορτίστηκε από το τόσο μεγάλο αρνητικό περιεχόμενο που είχε και έγινε το νέο όνομα της Νεωτερικής Res Publica; Σκοπός της ομιλίας θα είναι όπως «φωτίσει» και συζητήσει τα πιο πάνω ζητήματα σε σύζευξη με το κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη «Αρχαίο Ελληνικό και Νεότερο Πολιτικό Φαντασιακό».

44


Ο Μιχάλης Πετρίδης είναι απόφοιτος Μεταπτυχιακού Προγράμματος στην «Κοινωνική και Πολιτική Θεωρία» του Πανεπιστημίου Κύπρου και μέλος της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου. Βρίσκεται σε διαδικασία προετοιμασίας διδακτορικής πρότασης με τίτλο «Δημοκρατία: Η Νεωτερική περιπέτεια μιας αρχαιοελληνικής λέξης».

45


Κωνσταντίνος Ράντης Η κριτική του Καστοριάδη στην ψυχανάλυση ως επιστήμη Στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη η ψυχανάλυση διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο και, ειδικά, σε σχέση με το πρόταγμα «κοινωνία και ψυχανάλυση». Ήδη από τη δεκαετία του ’60 άσκησε κριτική στην ψυχανάλυση ως επιστήμη εστιάζοντας στην ιδιαιτερότητά της ως «πρακτικο-ποιητική δραστηριότητα» και την αδυνατότητα να υπαχθεί αυτή υπό το τετριμμένο γνωσιοθεωρητικό status είτε μιας φυσικοεπιστημονικής είτε μιας ερμηνευτικής επιστημονικής θεωρίας. Η κριτική αυτή δεν άντεξε απλώς στον χρόνο, αλλά επιβεβαιώνεται σε σύγχρονες θεωρήσεις της ψυχανάλυσης ως «αυτοποίησης» που επικεντρώνουν στη «μη περατότητά» της και τον «πολυπαραδειγματισμό» της καθιστώντας την επίκαιρη. Ο Κωνσταντίνος Ράντης (γεν. 1963) είναι Dr. Phill. του Πανεπιστημίου Albert-Ludwig-Universität Freiburg im Br. Σπούδασε φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ψυχολογία και παιδαγωγική στην Αθήνα και στο Freiburg im Br. Δίδαξε φιλοσοφία στην Padagogische Hochschule Freiburg im Br., κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και κριτική θεωρία στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σήμερα είναι Αναπληρωτής Καθηγητής «Ιστορίας της Φιλοσοφίας» στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

46


Αλέξανδρος Ράπτης Η Φαντασιακή Θέσµιση της Κοινωνίας των Reality Shows: Η Περίπτωση του Survivor «Το φαντασιακό ... είναι δηµιουργία ακατάπαυστη και ουσιαστικά ακαθόριστη (δηµιουργία κοινωνικο-ιστορική και ψυχική) µορφών/εικόνων (...) ό,τι αποκαλούµε “πραγµατικότητα” και “ορθολογικότητα” αποτελούν έργο του» (Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, σ. 14). Η ιστορία είναι «ποίησις, όχι µιµητικό ποίηµα» (στο ίδιο). Ο άνθρωπος δηµιουργεί κοινωνίες, θεσµούς, αξίες, που συνθέτουν ένα µάγµα κοινωνικών φαντασιακών σηµασιών και υπόκεινται σε διαρκή αναδιαµόρφωση. Ο καπιταλισµός αποτελεί µια από αυτές τις φαντασιακές δηµιουργίες, µε το πρόταγµα της επικράτησης του ορθού λόγου, στον οποίο προσδίδεται η φαντασιακή σηµασία της υλικά µετρήσιµης ανθρώπινης ευηµερίας. Αλλαγές λαµβάνουν χώρα και στο εσωτερικό του καπιταλιστικού µορφώµατος. Κατά τη δεκαετία του 1980, µε πρωτεργάτες τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν, νέες φαντασιακές σηµασίες δόθηκαν σε αυτό που ονοµάστηκε νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός. Οι πολιτικοί φραγµοί εξουθενώθηκαν και η αγορά είχε την ελευθερία να δρα «ανενόχλητη». «Ο πληθυσµός σχεδόν στο σύνολο του συµµετέχει σ’ αυτό. Κρυουλιάρικα αναδιπλωµένος µέσα στην ιδιωτική του σφαίρα ικανοποιείται µε άρτο και θεάµατα» (συνέντευξη του Καστοριάδη στον Marc Weitzmann, περιοδικό L’autre journal). Μια νέα πραγµατικότητα αναδύθηκε στο καπιταλιστικό φαντασιακό: η κοινωνία του θεάµατος. Ποιο είναι το υποκείµενο αυτής της νέας πραγματικότητας, πώς δηµιουργείται και συντηρείται; Βασικό επιχείρηµα της έρευνας είναι ότι το καπιταλιστικό υποκείµενο διαµορφώνεται σύµφωνα µε τους νόµους της ελεύθερης αγοράς, µεταξύ άλλων, µέσω της κοινωνίας του θεάµατος. Αρχικά, θα αναλυθεί η φιλοσοφία του Καστοριάδη στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού στοχεύοντας στην ανάδειξη του νέου υποκειµένου της φαντασιακής καπιταλιστικής πραγµατικότητας στο επικαιροποιηµένο ελληνικό Survivor. Η νέα φαντασιακή πραγµατικότητα εισάγει µια οντολογία, όπου ο άνθρωπος αποδέχεται την ανταγωνιστική του φύση και την αδυναµία του να έχει οποιονδήποτε έλεγχο τόσο πάνω σε αυτήν, όσο και στο περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς, προκαλώντας µια γενικευµένη απάθεια. Μέσω του Survivor, η πραγµατικότητα αυτή διαµορφώνει ολοκληρωτικά τον κοινό νου, ώστε να πετύχει τον ολοκληρωτικό θρίαµβο του καπιταλιστικού φαντασιακού. Η έρευνα αυτή αποσκοπεί στην ένταξή της σε έναν διάλογο κατανόησης και κριτικής του σύγχρονου καπιταλισµού µέσω επίκαιρων φαινόµενων στο πλαίσιο της φαντασιακής κοινωνικής αναδιαµόρφωσης. O Αλέξανδρος Ράπτης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του τµήµατος Πολιτικών Επιστηµών (Α.Π.Θ) στην κατεύθυνση Πολιτικής Φιλοσοφίας και Θεωρίας. 47


Ελένη Ρούμκου Δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα στη σκέψη του Καστοριάδη και συγχρόνων του στοχαστών Η κατανόηση της σύγχρονης πολιτικής οδήγησε τους περισσότερους στοχαστές σε μια ενδελεχή ανάλυση της δημοκρατίας επανατοποθετώντας το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων στον γενικό ορίζοντα μιας πολιτικής οντολογίας της κοινωνίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, η πολιτική προσέγγιση των σχέσεων δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων φαίνεται ο πλουσιότερος και παραγωγικότερος τρόπος για να αναδειχθούν οι πολλές πτυχές του θέματος, στον βαθμό που τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία μοιράζονται την ίδια λογική, είναι συμβατά, η φύση και η δυναμική τους αντιτίθενται με έναν περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο. Οι φιλελεύθερες θεωρίες της δικαιοσύνης –ακριβέστερα οι σύγχρονες εκδοχές τους– απεικονίζουν ως επί το πλείστον την πρώτη θέση, εφόσον η πρακτική είναι να ορίσουν τη δημοκρατία ως έναν τύπο πολιτικής οργάνωσης που στοχεύει στην πιο ικανοποιητική υλοποίηση μιας καθολικής και ισότιμης αντίληψης των ατομικών δικαιωμάτων. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η προσέγγιση του θέματος από άλλες οπτικές γωνίες, θεωρώντας για παράδειγμα τη δημοκρατία όχι μόνο ως ένα ιδεώδες αλλά επίσης ως καθεστώς, με την ευρεία έννοια του όρου. Σκοπός μας θα είναι να απεικονίσουμε την προσέγγιση του θέματος των σχέσεων δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων στη σκέψη του Καστοριάδη και συγχρόνων του στοχαστών, όπως ο Lefort, ο Gauchet και ο Manent. Για τον Lefort τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν κίνητρο για έναν πολύ περίπλοκο προβληματισμό. Ο Gauchet και ο Manent είδαν εκεί ένα κεντρικό ζήτημα για να σκεφτούν τη σύγχρονη δυναμική, παρόλο που ήταν πιο επιφυλακτικοί για τις συνέπειες μιας πολιτικής επικεντρωμένης στο δίκαιο. Ο Καστοριάδης είναι ταυτόχρονα πιο σαφής και πιο κριτικός. Επιπλέον, η ανάλυση της δημοκρατίας ως καθεστώτος θα προσδιορίσει τη σκέψη των στοχαστών αυτών, οι οποίοι, με διαφορετικό τρόπο, επανασυνδέθηκαν με μια κλασική αντίληψη του πολιτικού ως θέσμιση νοήματος. Η δημοκρατία δε θεωρείται μόνο ως ένα σύνολο αφηρημένων αρχών, θεσμίσεων και διαδικασιών που εμπίπτουν σε μια περιορισμένη σφαίρα της κοινωνίας, αλλά μάλλον ως μια μορφή παγκόσμια και θεσμοθετημένη του ανθρώπινου κόσμου. Αυτή η παγκόσμια μορφή λειτουργεί σε όλες της τις διαστάσεις από ένα συνεκτικό φαντασιακό που είναι καθεαυτό επικεντρωμένο σ’ αυτό που ο Αριστοτέλης περιέγραφε ως κοινή αίσθηση δικαιοσύνης. Η Ελένη Ρούμκου είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα σχετίζονται με την Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία, τη Σύγχρονη Φιλοσοφία και τη Μεταφυσική.

48


Βασίλης Ρωμανός Πράξις και Συμβάν: Αντιφάσεις της Κοινωνικοϊστορικής Θέσμισης Η εισήγηση εντοπίζει την ένταση μεταξύ του πρώιμου και του ύστερου έργου του Καστοριάδη, αναφορικά με τη δυνατότητα των αυτονόμων φορέων για δημιουργία και καθίδρυση νέων νοηματικών κόσμων. Ισχυρίζομαι ότι στο πρώιμο έργο του εντοπίζονται στοιχεία ενός πολιτικού κονστρουκτιβισμού ο οποίος εισάγεται μέσω μιας αναδιατύπωσης της Εγελομαρξιστικής φιλοσοφίας της πράξεως: ο Καστοριάδης συλλαμβάνει την κοινωνική πρακτική εξπρεσιβιστικά ως μια προθετική δραστηριότητα δια της οποίας οι συνειδητοποιημένοι δρώντες σχηματοποιούν προτάγματα που παρέχουν εναλλακτικές δυνατότητες στα υφιστάμενα προβλήματα και καθιδρύουν ριζικά νέα μοτίβα της καθημερινής συμπεριφοράς και του νοήματος. Το ύστερο έργο του, ωστόσο, στρέφεται προς μια θεωρία της κοινωνικοϊστορικής αυτοθέσμισης και της ποιητικής αυτοδημιουργίας των ιστορικών κόσμων: καθώς κατανοεί τις κοινωνίες ως φαντασιακές ολότητες –συνεπώς στη βάση μιας διαρθρωτικής και κανονιστικά ολοκληρωμένης ενότητας αξιών και δηλωμένων προθέσεων– εξαρτά τις δυνατότητες της αντίληψης, της σκέψης και της δράσης από καθορισμένα πεδία νοηματοδότησης που προηγούνται κάθε λόγου και άμεσης παρέμβασης. Ο φαντασιακός ορίζοντας έχει έναν κοσμο-συγκροτητικό ρόλο μέσα στις κοινωνικές νοηματικές δομές που επιδρά μορφοποιητικά επί των γνωστικών και προθετικών σχημάτων της εμπειρικής δράσης και είναι ο ίδιος «υπεύθυνος» για την εκ-κάλυψη καινοφανών ιστορικών κόσμων. Ο Καστοριάδης, έτσι, υπονομεύει την προοπτική της αυτονομίας ως προϊόν προτάγματος αφού μετατρέπει την προταγματική δράση της πρώιμης περιόδου στο απρόσωπο και ανώνυμο συμβάν μιας αυτοθεσμιζόμενης κοινωνίας που αλλοιώνεται διαρκώς πίσω από τους σκοπούς, τις επιθυμίες, τις δραστηριότητες και τις αναπαραστάσεις των υποκειμένων. Υποστηρίζω, ωστόσο, ότι μέσα στη θεωρία της εκφραστικής γλώσσας που εισηγείται, θεμελιώνεται η δυνατότητα μιας πιο άμεσης μεσολάβησης μεταξύ υποκειμένου και νοηματικών πλαισίων. O Βασίλης Ρωμανός είναι Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

49


Σωτήρης Σιαμανδούρας Κορνήλιος Καστοριάδης και Κλοντ Λεφόρ: Το ρίσκο της δημοκρατίας και η ριζοσπαστικότητα του αυτοπεριορισμού Παρά την κοινή τους πολιτική αφετηρία, τη συστράτευση για πάνω από μια δεκαετία και την αταλάντευτη δημοκρατική ευαισθησία, ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Κλοντ Λεφόρ έρχονται σε βαθιά ρήξη γύρω από ένα κεντρικό ερώτημα: τί είναι δημοκρατία; Είναι συλλογική αυτοθέσμιση ή εκκένωση του χώρου της εξουσίας, εξουσία όλων ή εξουσία κανενός, άμεση δημοκρατία ή άγρια δημοκρατία; Στην εποχή της ανόδου της ασημαντότητας, είναι σημαντικό να γεφυρωθεί αυτή η ρήξη, τόσο από τη σκοπιά των κινημάτων, που αναφέρονται στη ριζοσπαστική δημοκρατία, όσο κι από τη σκοπιά της υπαρκτής δημοκρατίας, που βρίσκεται σε κρίση και αναζητεί διεξόδους. Μπορεί όμως να γεφυρωθεί; Η ρήξη του Καστοριάδη με τον Λεφόρ διατυπώνεται πρώτα στο στοιχειακό επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης και οδηγεί στη διάσπαση της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, από όπου ο Λεφόρ αποχωρεί με την πιο ελευθεριακή τάση. Αναδιατυπώνεται στην αποτίμηση του Μάη του ’68, τον οποίο ο Καστοριάδης θεωρεί μία αποτυχημένη επανάσταση, γιατί δεν κατόρθωσε να θεσμίσει μια δημοκρατική εξουσία, ενώ ο Λεφόρ τον θεωρεί μία επιτυχημένη εξέγερση, γιατί έσπειρε την αταξία και την αναταραχή. Και στη συνέχεια –παράλληλα σε κάποιο βαθμό– η διαμάχη τους εκτείνεται σε δεκαετίες πολιτικού στοχασμού και αναζητεί απάντηση στα θεμέλια του «ελληνοδυτικού πολιτισμού» και της νεωτερικότητας. Σχηματικά θα λέγαμε ότι ο Καστοριάδης στρέφεται περισσότερο στα πρώτα σπαράγματα του προτάγματος της δημοκρατίας, όπως τα εντοπίζει στην αρχαία Αθήνα, ενώ ο Λεφόρ στρέφεται στα τελευταία σπαράγματα της αυτόνομης ιταλικής πόλης κράτους, όπως τα εντοπίζει στο μακιαβελικό έργο. Μέσα από αυτή τη μακρά διαδρομή θα δούμε να αναδεικνύεται μια ενδιαφέρουσα έννοια που τη μοιράζονται και οι δύο στοχαστές και που θα μπορούσε να γεφυρώσει τις αντιθέσεις τους. Είναι η έννοια του αυτοπεριορισμού, ως όριο της ανάληψης του ρίσκου της δημοκρατίας, ως προϋπόθεση και τελική ασφαλιστική δικλείδα της αυτονομίας. Ο Σωτήρης Σιαμανδούρας είναι διδάκτορας Πολιτικής Θεωρίας και διδάσκει φιλοξενούμενος στο ΠΜΣ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Νικολό Μακιαβέλι: Αμηχανία και Μηχανική. Ελευθερία και πολιτικός χρόνος στα θεμέλια της νεωτερικότητας.

50


Μιχάλης Σκομβούλης Η κριτική του Καστοριάδη στην καπιταλιστική τεχνική: Η προοπτική ενός «τεχνικού συνόλου» πέραν της καπιταλιστικής θέσμισης. Η εισήγηση επιδιώκει να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της κριτικής ματιάς του Καστοριάδη, γύρω από την ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνικής στη σχέση της με τα όρια της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Στο έργο του Καστοριάδη συναντούμε μία ιδιαίτερη διαλεκτική κατάφαση εν αναφορά με την τεχνική: Η τεχνική πρόοδος δεν γίνεται αντιληπτή ούτε ως μία θετικιστική ουδετερότητα, ούτε ως ένα «αυτονομούμενο πεπρωμένο» όπως στον αντιδραστικό μοντερνισμό. Η εισήγηση οργανώνει το επιχείρημά της σε τρία μέρη: α) στο πρώτο μέρος, εντοπίζουμε την αξιοποίηση του όρου «τεύχειν» στην ευρύτερη οπτική της Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας (ΦΘΚ), αναδεικνύοντας έτσι έναν υπολανθάνοντα γόνιμο εγελιανισμό που διακρίνει τη σκέψη του Καστοριάδη για την δραστηριότητα του τεύχειν. Αναφερόμαστε στην άρνηση του Καστοριάδη να διαχωρίσει το αιτιοκρατικό στοιχείο της τεχνικής δράσης από την κοινωνική σκοποθεσία του (finalité). β) Στο δεύτερο μέρος ασχολούμαστε με την καθεαυτό σκέψη του Καστοριάδη για την Τεχνική στην ΦΘΚ και στο κείμενο «Τεχνική» στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου. Εκεί θεματοποιεί ταυτόχρονα την ευρύτερη προοπτική για την Τεχνική ως απόλυτη (κοινωνική) δημιουργία, αλλά και την κριτική στον προσδι-ορισμό αυτής της απόλυτης δημιουργίας εντός της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, γ) Στο τρίτο τέλος σημείο ασχολούμαστε με την καστοριαδική οικειοποίηση της έννοιας της Τεχνικής, ως δυναμικό στοιχείο οποιασδήποτε σκέψης για τη μετεπαναστατική κοινωνία, εισάγοντας και την προβληματική του κειμένου «Για το περιεχόμενο του Σοσιαλισμού». Η κριτική του καπιταλιστικού τεχνολογικού φαντασιακού δεν συνεπάγεται για τον Καστοριάδη τη λογική της επιστροφής σε ένα «κοινοτιστικά άμεσο», μάλλον το αντίθετο: Μία μετεπαναστατική κοινωνία θα μπορούσε να σκεφτεί ένα νέο «τεχνικό σύνολο» πέραν των ορίων του καπιταλιστικού φαντασιακού. Τέλος συνδέουμε την παραπάνω επίκληση για ένα «νέο τεχνικό σύνολο», με το πρόταγμα στη σκέψη του Καστοριάδη και του συνεργάτη του E. Morin, για μία νέα απελευθερωτική διαλεκτική σκέψη της πολυπλοκότητας. Ο Μιχάλης Σκομβούλης είναι διδάκτορας φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Paris 1 και έχει πραγματοποιήσει μεταδιδακτορική έρευνα στο ΑΠΘ. Έχει διδάξει στο Πάντειο, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους στα ελληνικά και τα αγγλικά.

51


Λητώ Ειρήνη Σκοπελίτη Καστοριαδιακός στοχασμός: Η αμφισβήτηση ως προϋπόθεση της αυτονομίας Το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη εφάπτεται και αντιπαρατίθεται δημιουργικά με το έργο του Σ. Φρόυντ. Σε διάλογο με την τριαδική διαίρεση του Εγώ που έχει ακολουθήσει ο Σ. Φρόυντ, ο Κ. Καστοριάδης διαφοροποιεί το κοινωνικό στοιχείο συγκρότησης του ατόμου από τη γρηγορούσα συνείδηση και ορίζει το Υπερ-Εγώ, τον «Λόγο του Άλλου», ως μια διαρκή παρουσία εντός του υποκειμένου και ταυτόχρονα ως προϊόν δημιουργίας της κοινωνίας στην οποία το υποκείμενο μετέχει. Όταν οι κοινωνικές σημασίες, οι οποίες εκτός από βασικό συστατικό της ύπαρξης συγκροτούν και τη θέσμιση των κοινωνιών, εμφανίζονται ως αδιαμφισβήτητες, τα νοήματα που η κάθε υποκειμενικότητα αναλαμβάνει γίνονται συμπαγή και κλειστά και παγιδεύουν κοινωνίες και υποκειμενικότητες στην ίδια τους τη δημιουργία. Το ζήτημα της αυτονομίας και της αυτονόμησης, της αναγνώρισης των σημασιών ως ανθρώπινων δημιουργιών και επομένως ως μεταβλητών και η μεταμόρφωση των κλειστών συστημάτων νοήματος σε ανοιχτά είναι πρωτευούσης σημασίας στο έργο του Κ. Καστοριάδη. Για τη δημιουργία υποκειμενικοτήτων και κοινωνιών ουσιωδώς ελεύθερων, η αμφισβήτηση είναι προϋπόθεση και οφείλει να είναι δυνατότητα του ατόμου. Πρόκειται για μια θέση καίρια και σε ρήξη με την κυρίαρχη μυθολογία της μη εναλλακτικής στην καπιταλιστική κυριαρχία. H Λητώ Ειρήνη Σκοπελίτη είναι απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η πτυχιακή της εργασία είχε ως θέμα τη σημασία της αμφισβήτησης στη σύγχρονη Performance. Τα ενδιαφέροντα και οι πρακτικές της αφορούν σχέσεις μεταξύ τέχνης, κοινωνίας και πολιτικής. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια και σεμινάρια για το μέλλον της Δημοκρατίας, την Κοινωνική Οικολογία, τον ρόλο του Καλλιτέχνη στη σημερινή κοινωνία και σε performances πολιτικού/ακτιβιστικού χαρακτήρα.

52


Κωνσταντίνος Σουλτάνης «Τι προτείνεται προς ακοήν στο κοινό των Αθηναίων;»: η σχέση τραγωδίας, δημοκρατίας και αυτονομίας στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη Ο Κορνήλιος Καστοριάδης σε πολλά κείμενά του αναφέρεται στην αρχαία ελληνική τραγωδία, συνδέοντάς τη με την ιστορική στιγμή της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αιώνα π.Χ. Με σαφείς επιρροές από την ιστορικοπολιτική πρόταση ανάγνωσης των τραγωδιών που επικρατεί στις αρχαιογνωστικές σπουδές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Καστοριάδης επιχειρεί να συνεισφέρει στη νέα κατεύθυνση προσέγγισης του αρχαίου δράματος, συσχετίζοντας τον θεσμό της τραγωδίας με το δημοκρατικό πολίτευμα και τη δική του θεωρία περί αυτονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι τραγωδίες προβάλλονται ως εξόχως πολιτικές επιτελέσεις που μεταφέρουν στη δημόσια σφαίρα προβληματισμούς που σχετίζονται με τα όρια και τις προοπτικές του πρωτόγνωρου, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., πολιτεύματος της άμεσης δημοκρατίας. Από την παράλληλη ανάγνωση κειμένων του φιλοσόφου που αναφέρονται σε αρχαίες ελληνικές τραγωδίες («Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας», «Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου», Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα) και της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας, προκύπτει το συμπέρασμα πως για τον Καστοριάδη η αρχαιοελληνική τραγωδία αποκάλυπτε στην αθηναϊκή δημοκρατική κοινωνία του 5ου αιώνα π.Χ. τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες πάνω στις οποίες η τελευταία είχε δομηθεί. Μέσω του παραδείγματος της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ο Καστοριάδης αναλύει τη θεωρία του για την προέλευση και τον σκοπό της τραγωδίας, η οποία συνοψίζεται στη διαπίστωση πως η τραγωδία αποτελούσε πρωτίστως μια μορφή πολιτικής τέχνης που εμφανίστηκε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. για να συνεισφέρει στην προσπάθεια των πολιτών της να «αυτονομηθούν». Με την επιχειρηματολογία αυτή, ο Καστοριάδης ενισχύει τη θέση του ότι η αθηναϊκή δημοκρατική κοινωνία ήταν αυτόνομη, είχε δηλαδή συνείδηση της φαντασιακής αυτοθέσμισής της, και συνομιλεί με σύγχρονες θεωρίες που αποδίδουν στο θέατρο, και γενικότερα στην τέχνη, την πολιτική λειτουργία της χειραφέτησης των θεατώναποδεκτών τους. Ο Κωνσταντίνος Σουλτάνης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

53


Γεράσιμος Στεφανάτος Μια αναστοχαστική υποκειμενικότητα υπό δυνητική πραγμάτωση Στην τωρινή συνθήκη της παράδοξης συνύπαρξης του νεοθετικισμού με αβαθείς θεωρήσεις και μετανεωτερικούς σχετικισμούς περί διυποκειμενικότητας, ο στοχασμός του Καστοριάδη προσφέρει ένα οντολογικό και μεταψυχολογικό πλαίσιο για να σκεφτούμε το υποκείμενο όχι ως υπόσταση, ούτε σαν απλό αποτέλεσμα του σημαίνοντος, αλλά ως ερώτημα και ως πρόταγμα που πραγματώνεται κατεξοχήν σε μία ψυχανάλυση. Έτσι, το ζήτημα της αδύνατης ενότητας και συνοχής του ανθρώπινου υποκειμένου μπορεί να επαναδιατυπωθεί θετικά ως δυνατότητα ανάδυσης μιας αναστοχαστικής υποκειμενικότητας σε διαρκή πραγμάτωση. Ο Γεράσιμος Στεφανάτος είναι ψυχαναλυτής, μέλος της γαλλικής ψυχαναλυτικής εταιρείας Quatrième Groupe O.P.L.F.

54


Αλέξανδρος Σχισμένος Χρόνος και αυτονομία Σύμφωνα με τον Καστοριάδη η παραδοσιακή, «συνολιστική-ταυτιστική», φιλοσοφία, είτε στην κοσμολογική είτε στη φαινομενολογική προσέγγιση, αδυνατεί να συλλάβει πραγματικά το χρόνο, διότι ορίζει το ον ως ταυτότητα και αρνείται το ον ως δημιουργία. Για τον Καστοριάδη, ο χρόνος είναι η δυνατότητα της ετερότητας και της διαφοράς, διαρκής δημιουργία/καταστροφή και επανάληψη/διατήρηση μορφών, μα και το μάγμα των ιδιοχρόνων αυτών των μορφών, το Είναι ως ΠροςΕίναι (à-être). Κάθε κοινωνία δημιουργεί την Ιστορία της, συνεπώς η θέσμιση της κοινωνίας είναι μία θέσμιση της χρονικότητας, τόσο στην ταυτιστική, ημερολογιακή, όσο και στη φαντασιακή, σημασιακή, διάσταση. Το κοινωνικο-ιστορικό ως αυτοθέσμιση, δημιουργία ex nihilo, όχι in nihilo ή cum nihilo, είναι το πεδίο συνύφανσης του καθολικού και του συγκεκριμένου, του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του εμμενούς και του υπερβατικού, καθώς ο κόσμος νοηματοδοτείται σύμφωνα με τις κοινωνικές σημασίες. Η ατομική φαντασία, ως διαρκής ρους παραστάσεων, είναι πρωτογενής ψυχικός χρόνος, μα το άτομο είναι ψυχή διαμορφωμένη σύμφωνα με το κοινωνικό φαντασιακό που, ως μάγμα κοινωνικών σημασιών, είναι πρωτογενής ιστορικός χρόνος. Συνεπώς, η χρονικότητα μίας ετερόνομης κοινωνίας και η χρονικότητα μίας αυτόνομης κοινωνίας διαφέρουν ριζικά. Η ετερονομία, ως κοινωνικό καθεστώς γνωστικού εγκλεισμού, χαρακτηρίζεται από την άρνηση του χρόνου, την καταφυγή στην Αιωνιότητα, τη συγκάλυψη της Αβύσσου κάτω από θεολογικές αφηγήσεις. Στην ετερονομία αντιστοιχεί η οντολογία της καθοριστικότητας και η μεταφυσική της α-χρονικότητας. Αντιθέτως, η αυτονομία, που για τον Καστοριάδη πραγματώνεται στην άμεση δημοκρατία (όχι στη μοντέρνα «αντιπροσωπευτική» ολιγαρχία) προϋποθέτει τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου και ενός δημόσιου χρόνου ισότητας και ελευθερίας. Ο δημόσιος χρόνος απλώνεται στο παρόν, ως συλλογικός χρόνος των πολιτικών πράξεων στις οποίες συμμετέχει ευθέως η κοινότητα, στο παρελθόν, ως πεδίο και παιδεία κριτικού αναστοχασμού της Ιστορίας, στο μέλλον, ως κοινός ορίζοντας προσανατολισμού της κοινωνίας. Η δημοκρατική πολιτική προϋποθέτει έναν ελεύθερο δημόσιο χρόνο, μα και έναν ευδιάκριτο ελεύθερο ατομικό χρόνο, τη ρητή αναγνώριση του προσώπου ως αυτόνομης υποκειμενικότητας. Η αμοιβαιότητα της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας προϋποθέτει επίσης μία ανοιχτή συνείδηση της χρονικότητας, με τη ρητή αναγνώριση της ατομικής θνητότητας, της συλλογικής ιστορικότητας και την απόρριψη του κλειστού φαντασιακού σχήματος κάποιας υπερβατικής αιωνιότητας.

55


Ο Αλέξανδρος Σχισμένος είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγγραφέας των βιβλίων Η ανθρώπινη τρικυμία: Ψυχή και αυτονομία στη φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη (2013), Comix ergo sum (2014), Μετά τον Καστοριάδη: Δρόμοι της αυτονομίας στον 21ο αιώνα. (με τον Νίκο Ιωάννου, 2014) και Το τέλος της εθνικής πολιτικής (με τον Νίκο Ιωάννου, 2016).

56


Δέσποινα Τσακίρη «Η καστοριαδική σκέψη στα σταυροδρόμια της κοινωνικής έρευνας: Ένα παράδειγμα διερεύνησης του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι». Η προτεινόμενη εισήγηση ενώ επερωτά την υφιστάμενη ένδεια και αδυναμία της κοινωνικής έρευνας να αξιοδοτήσει και να αξιοποιήσει θεμελιώσεις της καστοριαδικής σκέψης για την κατανόηση και ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων, συνάμα επιχειρεί να φωτίσει ορισμένες συνθήκες υπό τις οποίες δύναται να τις διαυγάσει, τροφοδοτήσει και εμπλουτίσει. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται ένας τύπος ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων όπου το μάκρο- και το μίκρο- επίπεδο ερείδονται αμοιβαία χωρίς να είναι αναγώγιμα. Δίνεται έμφαση στη διαύγαση του τρόπου με τον οποίο αυτοαναπαρίσταται μια κοινωνία μέσω της ανάδειξης των κυρίαρχων κοινωνικών φαντασιακών σημασιών καθώς και του τρόπου με τον οποίο οι συλλογικότητες και τα υποκείμενα εντός ενός θεσμού επεξεργάζονται φαντασιακά τις εν λόγω σημασίες. Κάνοντας αυτό, φωτίζονται οι θεσμικές και ψυχικές διεργασίες που επιτρέπουν τον μεταβολισμό και την αλλοίωση αυτών των σημασιών, ακόμα και αν ορισμένα από τα patterns τους συντηρούνται. Βάσει των ανωτέρω, παρουσιάζονται δεδομένα μιας κοινωνικής έρευνας που αφορά στον εκπαιδευτικό θεσμό και εστιάζει στην ανάδειξη των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών οι οποίες εκφράζουν και εκδηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία αυτοαναπαρίσταται εντός του παγκοσμιοποιημένου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος στο οποίο συμμετέχει (ΕE, ΟΟΣΑ, κλπ). Δεδομένα της έρευνας συνιστούν δημοσιευμένα άρθρα από τον ελληνικό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο που αφορούν τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο πρόγραμμα PISA και την κατάταξη της Ελλάδας στον εν λόγω διαγωνισμό. Η κειμενική ανάλυση του τύπου αναδεικνύει το σχιζοειδές στοιχείο των εικόνων μέσω των οποίων η σύγχρονη ελληνική κοινωνία απεγνωσμένα επιχειρεί να συγκρατήσει τα θραύσματα της αυτοαναπαράστασής της για να μην αποσυντεθεί. Οι αναδυόμενες κοινωνικές φαντασιακές σημασίες που υποβαστάζονται από τις εν λόγω εικόνες ενώ εκφράζουν μια αφοριστική διάθεση για το διαγωνισμό PISA και την επιτυχία των Άλλων (μαθητών άλλων χωρών) συνάμα συνυποδηλώνουν μια ναρκισσιστική διεκδίκηση για την «πρωτιά των ελλήνων μαθητών». Η ναρκισσιστική διεκδίκηση της «πρωτιάς» λειτουργεί ως αντιστάθμισμα ενός διάχυτου κοινωνικού αισθήματος της «στερημένης πατρίδας», το οποίο αναδεικνύει την υφιστάμενη σχέση ξένωσης της κοινωνίας από τα δημιουργήματά της όπως το «κράτος» και η «πολιτεία», τα οποία όχι μόνο τα καθιστά ελλειμματικά αλλά και μη τροφοδοτικά για την ανάπτυξή της. H Δέσποινα Τσακίρη είναι Αν. Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου 57


Πέτρος Φαραντάκης Κορνήλιος Καστοριάδης και σύγχρονοί μας διανοητές (Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Βεργόπουλος και Κωστής Παπαγιώργης): Η –πολιτική– θεολογία τους, ως σημείον αντιλεγόμενον Ο στοχασμός του Κορνήλιου Καστοριάδη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνιστά άξονα αναφοράς στη νεοελληνική διανόηση. Το φιλοσοφικό του δαιμόνιο, εντός ή εκτός συνόρων, μας διαφώτισε σε θέματα επιστημολογίας, πολιτικής φιλοσοφίας, κοινωνικής ηθικής και κοινοτικής οργάνωσης. Με τη εισήγηση αυτή, θα δούμε πώς συντίθεται μια λιγότερο γνωστή όψη του στοχασμού του· η (πολιτική) θεολογία του και εάν η ίδια είναι μάχιμη, ή, αντίθετα, παθητικά θεωρητική στον στίβο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Μερικά ερωτήματα για επεξεργασία θα είναι: 1. Σε τι συνίσταται το σημερινό νοηματικό οπλοστάσιο του νέου Ελληνισμού; 2. Είναι σήμερα ο Χριστιανισμός φορέας ζωτικής (επανα)νοηματοδότησης των πραγμάτων ή συντάσσεται αναγκαστικά με τους εκάστοτε προνομιούχους; 3. Υπάρχει θεολογία στον Καστοριάδη, που δεν αναφέρεται σε θρησκευτικό Θεό αλλά σε κοσμικά μοντέλα; Διερευνώντας τα θέματα αυτά, θα εντρυφήσουμε σε σχετικές ιδέες και άλλων σημερινών στοχαστών, όπως είναι αυτές του Κωστή Παπαγιώργη, του Κώστα Βεργόπουλου και του Κώστα Παπαϊωάννου. Δεν πρόκειται για έναν εξεζητημένο συγκρητισμό, αλλά για απόπειρα εξέτασης μιας αναπόφευκτης παραλληλίας προσωπικών απόψεων, με αξιοπρόσεκτους τομείς αρμονίας ή τριβής, μεταξύ τους. Σε κάθε όμως περίπτωση, συμφωνίας ή διαφωνίας τους, οι διαφορετικές τούτες κοινωνικές και θεολογικές απόψεις, επειδή ακριβώς προέρχονται από συγκαιρινούς διανοητές, μας βοηθούν να καταλάβουμε την κοσμοθεωρητική μας ένδεια ή επάρκεια. Τα αντιλεγόμενα σημεία μεταξύ τους, έγκεινται στο ότι αυτό που συνιστά θέση για τον ένα φιλόσοφο αποτελεί άρνηση ή αμφισβήτηση για τον άλλο. Με μια πρώτη ματιά, οι εξεταζόμενες αντιλογίες, θα λέγαμε πως διχάζουν τον νου. Θεωρώντας τις όμως ως διαντιδραστικές οντότητες, διαπιστώνουμε πως μας χειραφετούν από τη μονομέρεια της δοξασίας. O Πέτρος Φαραντάκης είναι διδάκτορας της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, συγγραφέας και διευθυντής του Ακαδημαϊκού Προγράμματος του Bilston Community College του Λονδίνου.

58


Κώστας Φιλιππάκης Φύση και σκέψη στον Καστοριάδη Στην ανακοίνωση αυτή, θα μας απασχολήσουν οι εξής όψεις του φιλοσοφικού προβλήματος της σχέσης φύσης και σκέψης: α) αυτή που αφορά την οντολογική προέλευση της σκέψης από –και την οριοθέτησή της ως προς– ό,τι δεν ήταν/είναι σκέψη, β) το ζήτημα της γνωσιοθεωρητικής γεφύρωσης της σκέψης με τη μη-σκέψη, όθεν προκύπτει η ένταση περί της δυνατότητας ή μη άρσης της καταστατικής ασυμμετρίας μεταξύ των δύο (και άρα προσπέλασης του σκοτεινού υπεδάφους της σκέψης με τα μέσα της ιδίας, εν είδει ανάκτησης), γ) εκείνη τέλος που αναφέρεται στη σχέση γνωσιοθεωρητικών-μεθοδολογικών προβληματισμών και της οντολογικής «θεμελίωσης» ή έρεισής τους, δεδομένου ότι η σχέση δεν μπορεί παρά να είναι σε κάποιο βαθμό κυκλική. Το τελευταίο σημείο συνδέεται με την αντιστροφή εκ μέρους του Καστοριάδη του υπερβατολογικού τρόπου διερώτησης, από τους όρους κάθε δυνατής (ανθρώπινης) εμπειρίας, στο πώς π.χ. θα πρέπει να είναι ο κόσμος, ώστε να καταστεί δυνατή μια ορισμένη επιστημονική ορθολογικότητα με την ιστορικότητα, τις ποικίλες πρακτικές, και τους προσίδιους φορείς της. Συνοπτικά, ο Καστοριάδης καταλήγει στη θεώρηση του είναι ως ουσιωδώς χρονικού, ως αυτο-αλλοίωσης, εγγενούς δημιουργικότητας, ατέρμονης ανάδυσης νέων μορφών (και διατήρησης, τροποποίησης, μετασχηματισμού και καταστροφής των ήδη υπαρχουσών). Αυτό το «Χάος», η «Άβυσσος» ή «το Απύθμενο» είναι συνολοταυτίσιμο τοπικά ή «κατά στιβάδες», διέπεται ωστόσο από οντολογική ετερογένεια, όντας ακανόνιστα στιβαδωμένο (φυσική στιβάδα, έμβιο, ψυχή, κοινωνικοιστορικό συνιστούν μη-αναγώγιμες επικράτειες και τρόπους του είναι). Η υποβόσκουσα υπόθεση της παρουσίασής μας συνίσταται στον ισχυρισμό ότι είναι καταρχήν θεμιτό να επιχειρηθεί η ένταξη της σκέψης του φιλοσόφου, όταν εγκύπτει στα ζητήματα αυτά, στην ευρύτερη παράδοση μιας «δυναμικής Naturphilosophie», παράδοση η οποία εδράζεται στην οντολογική παραδοχή ότι «η σκέψη πως η φύση είναι οντογενετική, δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια της οντογενετικής φύσης της ίδιας». Εάν είναι διατεθειμένος κανείς να ανασυγκροτήσει ευρύτερες ιστορικές συνάφειες στην εξέλιξη των ιδεών, κινούμενος πέραν του εντοπισμού των άμεσων και ρητώς ομολογημένων επιδράσεων, ίσως δεν στερείται ενδιαφέροντος η θεώρηση της καστοριαδικής οντολογίας στον ορίζοντα μιας απόπειρας αναδιατύπωσης και φιλοσοφικής «ενημέρωσης» της εν λόγω ερευνητικής-πνευματικής παράδοσης, υπό το φως των (επιστημονικών κυρίως) εξελίξεων του εικοστού αιώνα. Ο Κώστας Φιλιππάκης γεννήθηκε το 1989. Αποφοίτησε από το τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όπου συνεχίζει τις σπουδές του μέχρι σήμερα, εκπονώντας διδακτορική διατριβή με αντικείμενο το έργο του Alain Badiou.

59


Στέλλα Χριστοφόρου Η κριτική του Καστοριάδη στον Freud και στους μετέπειτα μελετητές σχετικά με την ανάδυση της ριζικής φαντασίας και την κατάκτηση της ατομικής αυτονομίας Για το Καστοριάδη, ο Freud υπήρξε αντινομικός· δηλαδή ενώ ο ίδιος έφερε στο φως την ύπαρξη της ριζικής φαντασίας στους ανθρώπους, ταυτόχρονα ο ίδιος συνετέλεσε στη συγκάλυψη της. Ο Freud συμπαρασύρθηκε από τον επιστημονικό θετικισμό της εποχής του και θέλησε σύμφωνα με το Καστοριάδη, να αναγάγει την ψυχανάλυση σε μια αυστηρή επιστήμη. Την ίδια παράδοση συνέχισαν και οι σύγχρονοι μελετητές του Freud, όπως ο Lacan. Όμως η ψυχανάλυση, ενίσταται ο Καστοριάδης, είναι μια πρακτικοποιητική δραστηριότητα που ανήκει στον χώρο της δόξας και όχι της επιστήμης· η ψυχή, η παράσταση, το ασυνείδητο είναι πεδία, τα οποία δεν υποτάσσονται σε νόμους και σε «απαιτήσεις της καθοριστικότητας». Αυτό φαίνεται στη στάση που υιοθετεί ο αναλυτής και που αναδεικνύει τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη φύση της ψυχανάλυσης. Η βασική ένσταση του Καστοριάδη επικεντρώνεται στις αρχές που διέπουν τα κοινωνιολογικής φύσης έργα του Freud και οι οποίες δεν αποτελούν προϊόν γένεσης της κοινωνίας, ακριβώς επειδή πρόκειται για ήδη εκκοινωνισμένους ανθρώπους που φέρουν αυτές τις αρχές. Ο Freud, δηλαδή συνέλαβε τη μετουσίωση (αυτήν την ικανότητα της ψυχής) διαφορετικά από την πραγματική της φύση. Θεωρεί ότι επιβλήθηκε στις ενορμήσεις από τον πολιτισμό. Όμως ο Καστοριάδης αναφέρει πως αν δεν υπήρχε η μετουσίωση, ως ικανότητα της ψυχής, δεν θα υπήρχε ο πολιτισμός. Εκεί έγκειται η διαφορά μεταξύ Καστοριάδη και Freud σχετικά με τη φύση και τη σημασία της ριζικής φαντασίας. Καταλήγει ο Καστοριάδης, παραλλάσσοντας τη γνωστή πρόταση του Freud «όπου ήταν Αυτό πρέπει Εγώ να γίνω», σε «όπου είναι Αυτό πρέπει και Εγώ να αναδυθώ» δείχνοντας έτσι, ότι τίποτα στην ανθρώπινη υπόσταση δεν πρέπει να εξαλειφθεί· αντιθέτως οι άνθρωποι πρέπει να εγκαθιδρύσουμε μια τέτοια σχέση με το ασυνείδητο μας ώστε να οδηγηθούμε στην κατάκτηση της ατομικής μας αυτονομίας. H Στέλλα Χριστοφόρου είναι υποψήφια διδάκτωρ στον τομέα φιλοσοφίας του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

60


Μαρία Γ. Ψαρούδη Η φιλοσοφία της παιδαγωγικής και της εκπαίδευσης στον Κορνήλιο Καστοριάδη: προεκτάσεις και κατευθύνσεις στη σύγχρονη κοινωνία Στόχος της εισήγησης αυτής είναι, όπως ακριβώς εκφράζεται και στον τίτλο της, η προσπάθεια αποκωδικοποίησης των ιδεών του Καστοριάδη που αφορούν στη φιλοσοφία τόσο της Παιδαγωγικής, όσο και της Εκπαίδευσης κάνοντας ένα βήμα παραπέρα εξετάζοντας παράλληλα τη διαχρονικότητα του θεωρητικού του στοχασμού στους τομείς αυτούς. Οι ρηξικέλευθες και διαυγείς τοποθετήσεις του σχετικά, αποτελούν μοναδική ευκαιρία ώστε να κατανοήσουμε το εύρος της επιστημονικής οπτικής του στα καθοριστικής σημασίας αυτά πεδία επιστημονικής έρευνας, αλλά και να υπογραμμίσουμε την επικαιρότητα και τη διεισδυτικότητα της σκέψης του σε αυτά στις μέρες μας. Πολύτιμος οδηγός και εργαλεία μας στην ερευνητική αυτή αναζήτηση είναι τόσο το έργο όσο και οι συνεντεύξεις του σχετικά, καθώς το υλικό αυτό ρίχνει φως στη σημασία που δίνει ο Καστοριάδης στην επιστήμη της Παιδαγωγικής και της Εκπαίδευσης μέσα στη σύγχρονη κοινωνία έχοντας τη βεβαιότητα ότι η συνολική κοινωνική κατάσταση είναι πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένη με το παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο που διαμορφώνεται σε αυτή. Οι αναφορές του Καστοριάδη στην παιδαγωγική επιστήμη είναι άμεσες ή έμμεσες, αφού η παιδαγωγική αντλεί τη δυναμική της και από άλλα ευρύτερα επιστημονικά πεδία όπως είναι η φιλοσοφία, η πολιτική σκέψη, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, τα μαθηματικά, η γλωσσολογία, ακόμα και η ψυχανάλυση, τομείς στους οποίους ο φιλόσοφος άπλωσε με μοναδική οξυδέρκεια το ερευνητικό βλέμμα του. Και για να έχει νόημα η επιστημονική μας προσέγγιση, στην εισήγηση αυτή εξετάζουμε πώς μέσα από τις επισημάνσεις αυτές, μπορεί ο στοχασμός του Καστοριάδη να καθοδηγήσει τη σύγχρονη παιδαγωγική και εκπαίδευση δίνοντας τα εφόδια στους νέους ανθρώπους για να μάθουν να σκέφτονται πρωτίστως, και να μαθαίνουν στη συνέχεια, συγκροτώντας μια κριτική αντίληψη απέναντι στην πολιτική, την κοινωνία, τον άνθρωπο, και τελικά απέναντι στην ίδια τη ζωή. Η Μαρία Ψαρούδη είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ (θέμα της διατριβής της αποτέλεσε το θέατρο του Jean Genet), γλωσσολόγος, θεατρολόγος και πτυχιούχος της Ελληνικής και Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού διπλώματος (DEA / MASTER 2) στη Γλωσσολογία, Σημειολογία, Επικοινωνία, με ειδίκευση στη σημειολογία του θεατρικού λόγου (Πανεπιστήμιο της Franche-Comté στην Besançon στη Γαλλία). Είναι επίσης καθηγήτρια της γαλλικής, αγγλικής και ισπανικής γλώσσας, ενώ είναι και επιμορφώτρια της γαλλικής ως ξένης γλώσσας. Τέλος, εργάζεται στον έντυπο τύπο ως υπεύθυνη σύνταξης θεματικού περιοδικού. 61


Georgios Chagias A ‘Fox’ vs. ‘Hedgehogs’? Castoriadis, Philosophy of the Social Sciences, and International Relations How could one, in the fashion of Isaiah Berlin’s seminal essay on Tolstoy inspired by Archilochus’ dictum “The fox knows many things, but the hedgehog knows one big thing”, classify without shoehorning into oversimplification and contradiction such a polymath as Castoriadis? Is he a ‘hedgehog’ or a ‘fox’? Or, a ‘hedgehog’ inside a ‘fox’? The great scope of his œuvre, a “promethean” enterprise (F. Dosse) that suits a “titan de l’ esprit” (E. Morin), could constitute an obvious tracer for such a distinction. Spanning multiple strata of Being and levels of analysis, his onto-epistemology, resilient by design to systematization and indoctrination, embraces insights and conquests of the provinces of science, only to subject them to the anatomical inspection of philosophy. Notwithstanding, how could Castoriadis’ self-questioning and open-ended project fare with other realms of knowledge-production? The present contribution ventures to introduce Castoriadis’ pensée into the field of International Relations (IR) and integrate it with the subfield of Foreign Policy Analysis (FPA). To this end and following the ‘fox-hedgehog’ schema, it attempts to establish the interdisciplinarity of his work and flesh out its onto-epistemological implications for the philosophy of the social sciences underpinning IR and FPA. Due weight is given to his philosophical steering betwixt doctrines and fallacies committed by the reductionist projects of rationalism, structuralism, functionalism, and positivism, infesting IR theory and the social sciences at large. It then delineates a philosophical anthropology mined from his work on selfhood and human subjectivity and calibrated to fit the agent-oriented subfield of FPA, wherein ‘fox’ analysts revel, as opposed to the field of IR, where ‘hedgehog’ theorists reign supreme. The paper, critically, investigates which specific hybrids in his work foster such transfusion, and concludes that the Castoriadic onto-epistemology and philosophical anthropology are interdisciplinary par excellence, fecund for metatheoretical debates in IR, and invaluable for both scholars and practitioners of world politics. Georgios Chagias Ph.D. Researcher, Department of Balkan, Slavic and Oriental Studies, University of Macedonia, Thessaloniki

62


Sophia Kanaouti The crisis in the identification process and the online self: Castoriadis’ insights applied on the media

The paper addresses Castoriadis’ view of the media as a factor in what he describes as the era of oblivion (not of the spectacle) (Castoriadis 2010). Key to a process of depoliticization, where politics is seen in the Aristotelian perspective, the paper theorises the media in general and new media in particular in Castoriadis’ terms. Commenting on the constant effort to forget about death, which makes death omnipresent (2000a), Castoriadis regards the acceptance of our mortality as paramount to political existence – deliberation out there in public, decision-making, willing and acting, changing the world. As opposed to that, the modern media audience/ self is trying to forget death in a panic. This type of selfishness, described with the Greek phrase “little self” (eaytoulis), is a private, fearful, lonely and a-political self that risks nothing and lives nothing. The opposite of agon in Castoriadis’ theorization of autonomy, it also resonates as foreign to what he calls “the third term” – someone added to the duality of father and son, of strife, and forms the social other, society, transforming the a-political (duality) into the political (society) (Castoriadis 2000b). Thus, through examples of strife in the media (trolling) and of media icons such as Berlusconi (the plastic-surgery-augmented and Viagra-aided example of the never dying success), the paper addresses the media world of the a-political. It compares mainstream news items with digital media ones, in examples that resonate the key social imaginary significations that carry the intention, affect and representation (Castoriadis 1997) that form the online self, and examines whether there can be a political realm online when there is no intention (“the going is the goal”), when the affect is a precarious and constant distraction through the deified technoepisteme, and when the representation is of a self that is present and not present at the same time. Sophia Kanaouti is an adjunct teacher at Greek Open University, and has taught in the UK at Cardiff University and in Cyprus, at the University of Cyprus as a Visiting Lecturer. She has published extensively on Castoriadis and Arendt, in regard with media and politics, and has a youtube series on media and politics based among others on Castoriadis’ work, under the general title Distinguishing. Aided by Castoriadis’ insights, she is currently writing a book on media and the self. Bibliography (for the abstract) Castoriadis, Cornelius (1997), World in Fragments, edited and trans. David Ames Curtis, Stanford University Press, Stanford, California. __________________(2000a), The Rise of Insignificancy, Ypsilon, Athens __________________(2000b) Kairos (in Greek), Ypsilon, Athens. __________________(2010), A Society Adrift, trans. Helen Arnold, Fordham University Press, New York.

63


Alexandros Kioupkiolis Castoriadis and the creation of the new in our times The presentation will seek to bring out the continuing relevance of Castoriadis’ thought for radical democratic change in our times. It will do so by showing, first, how Castoriadis’ conception of new creation and, hence, social transformation is more plausible and politically productive than those of Slavoj Žižek and Alain Badiou, and, second, how Castoriadis has inspired recent political theory which seeks to work out a political project of social change towards the commons. The endeavour to rethink historical ruptures and the rise of the new through “acts” and “events” occupies center stage in some quarters of contemporary political theory, with the work of Slavoj Žižek and Alain Badiou being perhaps the most well-known examples. These efforts to salvage in thought the possibility of revolution have come in for various criticisms which take issue with their implausibly decisionist, absolutist or paradoxically passive conception of political agency. The presentation partly rehearses these challenges to Žižek’s act and Badiou’s event with a particular emphasis on the inherent impossibility of making the new happen in these bodies of thought, which threatens to make them politically irrelevant. But the argument moves on to explore the contours of a more fecund account of creative action by considering the pertinent ideas of Cornelius Castoriadis which has elaborated an idea of new creation which is shorn of the absolutism which mars Žižek’s act and Badiou’s event and enables an active and reflective approach to the creation of the historically new. The vast contemporary literature on the commons has put forward ideas for a rethinking and recasting of egalitarian and participatory politics around community self-organization which can give a concrete direction to new creation in our times. Dardot and Laval’s Commun. Essai sur la révolution au XXIe siècle (2014) is a point of culmination for the most recent political theorisation of the commons. The presentation will indicate how they draw constructively on Castoriadis’ thought in order to construe “the common” as a political principle which should reorder all social relations through collective instituting praxis, co-activity, co-decision and co-obligation. Alexandros Kioupkiolis teaches contemporary political theory at Aristotle University. His books include Freedom After the Critique of Foundations (Palgrave Macmillan 2012) and The Commons of Freedom (in Greek; Exarchia Editions 2014)

64


Aris Komporozos-Athanasiou The rise of “speculative communities”: a new sociology of financial capitalism with Cornelius Castoriadis This paper puts forward a new, sociologically-informed evaluation of Castoriadis’ corpus of work, in light of a recent surge of scholarly interest in the imaginary constitution of financial capitalism within economic sociology (e.g. Streeck 2010; Beckert, 2015, 2016; Aspers and Dodd, 2015; Cooper and Konings, 2016). Castoriadis’ own theoretical engagement with imagination as a young scholar begun with a profound appreciation for the sociological inquirydeveloped in Max Weber’s political economy – reflected in his carefully annotated translation of Economy & Society in 1944. My paper revisits Castoriadis’ (1987, 1991, 1994) later work on the social imagination and its generative role in the production and legitimation of dominant ideologies. In doing so, it brings it into fresh dialogue with Weber’s theory of capitalism, as well as with the writings of some of Castoriadis’ contemporaries (most notably Niklas Luhmann and Benedict Anderson) whose work has not yet been studied in tandem with the Castoriadian corpus of work. Through this dialogue, I show how the social construction of the future in today’s financial(ised) capitalism is predicated upon social actors’ differential access to resources of imagination; I suggest that this process reflects a shift from the “imagined communities” (Anderson, 1983) of nation-state capitalism, to today’s risk-driven “speculative communities”, embodying a new “spirit of (financial) capitalism”, driven by technologies of pricing and the imaginative/speculative control of uncertainty. My proposed framework draws on analytical tools offered in Castoriadis’ work, such as his concepts of “indeterminacy”, “the instituting and instituted imagination”, to shed light on the emergence of corresponding new forms of contestation, resistance (but also new possible solidarities) in the contours of speculative communities. Aris Komporozos-Athanasiou is a political sociologist, Assistant Professor of Social Theory and Head of the UCL Sociology & Social Theory Research Group at University College London. He completed his PhD at the University of Cambridge in 2013.

65


Akis Leledakis On the ideal of (individual) autonomy: From Castoriadis to Kant and from Kant to us. It is argued that the theorisation of (individual) autonomy Castoriadis provides remains very much a Kantian one and shares its limitations. By emphasising the unavoidable indeterminacy the “mode of being” of the Freudian unconscious implies, Castoriadis provides a necessary foundation for Kant’s theorisation of autonomy. Only if the internalised determinations within the (empirical) subject are never full or complete could the level of reason be able to orient the individual’s action. There is, though, a second implicit assumption in Kant. Reason’s ability to control the “lower” levels within the psyche has to be accompanied by a will to do so. In Kant, in a line of arguing going back to Ancient philosophy, this will is taken as existing within reason. Similarly Castoriadis, having provided for the possibility of autonomy, assumes that it can always function as an ideal guiding individual action. However, the modern conceptualisation of the subject –and very evidently the psychoanalytic model Castoriadis adopts– dissociates the level of affects and hence of will from that of reason. Hence the desire for autonomy, necessary for it to function as an ideal, cannot be taken as always existing. (In psychoanalytic terminology the identification with autonomy as an ideal is necessary for autonomy to guide the subject but this identification cannot originate within the subject itself.) Consequently, the autonomous subject cannot be the foundational point for a theorisation of ethics and politics, on the contrary it presupposes the existence of a community that has posed autonomy as an ideal. The Kantian conceptualisation remains too individualistic and Castoriadis, in his mature work, remains too Kantian. Perhaps his earlier references to autonomy as emerging from a community, although remaining within a narrow Marxist framework and never fully theorised, could provide an alternative. Kanakis Leledakis studied in Athens (M.Eng.) and at the London School of Economics (Post Graduate Diploma Economics, M.Sc. Sociology, Ph.D Social Theory). He has taught at Panteion University where he is currently Senior Lecturer, the University of Crete, the University of Cyprus, the Hellenic Open University and the London School of Economics. His research interests focus on the theorisation of processes of emergence and reproduction of the “social self”, the theorisation of social and political action, the conceptualisation of “social structure”, the theorisation of the current crisis. His publications include Society and Psyche and articles in international and Greek journals

66


Angelos Mouzakitis Thoughts on the imaginary and history: The Castoriadis-Ricoeur encounter The recent publication in French –and subsequently in English– of the rare occasion where Castoriadis and Ricoeur engaged in discussion in France Culture’s radio show “Le bon Plaisir”, serves as the starting point of my presentation. Focusing on the ways in which the two thinkers address the problem of imagination, I intend to highlight the convergences as well as the points of diversion between their accounts, aiming at the same time to explore the themes of their meditations on imagination and history that are in my understanding pivotal to current attempts to elucidate the role of the imaginary in history and society. In this brief encounter Ricoeur defends the Kantian conception of imagination and argues in favour of what he calls the “reconfiguration” of the social-historical world, while Castoriadis attempts to surmount this philosophical tradition with the introduction of the concepts of radical imagination and creation ex nihilo as the main attributes of the social-historical domain. In his account, the social-historical is nothing short of auto-creation and it therefore inescapably involves indeterminacy. Ricoeur also focuses in his works on the interplay between imagination and creation, while, arguably, his work regarding the discursive character of social and individual identities of history and historicity as such, could complement Castoriadis’ approach to the social-historical. Angelos Mouzakitis is Assistant Professor at the Sociology Department of the University of Crete. His research interests include the problem of socio-historical change, issues of social ontology, the constitution of the subject and issues concerning the epistemology of the social sciences with an emphasis on phenomenology. He is the author of Meaning, Historicity and the Social. A critical approach to the works of Heidegger, Gadamer and Castoriadis, August 2008, Dr. Mueller Verlag.

67


Kosmas Raspitsos Langue and speculum Language and indeterminacy between Cornelius Castoriadis and Hans-Georg Gadamer The present paper deals with a topos concerning the philosophical elucidation of language in the main works of Cornelius Castoriadis and Hans-Georg Gadamer, The Imaginary Institution of Society and Truth and Method. For the former, language is essentially a part of the traditional ensemblistic-identitary logic and its corresponding occidental ontology, insofar it is considered a code, that is a system of ensembles and ensemblizable relations. However, the phenomenon of language involves another aspect, namely that of langue; according to Castoriadis this is the ability of language to overcome codified, one-dimensional meaning and exist as a non-ensemblizable magma. Magmas are by their very nature indeterminate and indefinite, they “are not the elements of an ensemble subject to determinacy as their mode and their criterion of being” (Castoriadis, The Imaginary Institution of Society. Transl. K. Blamey, 3rd ed. 2004, p. 346). Hans-Georg Gadamer varies a similar theme in his discussion about the speculative structure of philosophical language in the third part of Truth and Method. According to the German philosopher, words are speculative “in that the finite possibilities of the word are oriented toward the sense intended as toward the infinite” (Gadamer, Truth and Method. Transl. J. Weinsheimer D. Marshall. 2nd ed. 2006, p. 464). Philosophical language in particular is speculative, when not absolutely and definitely determinable, that is when not restricted in the limits of a fixed and finite meaning, but when uncovering a horizon of meaning and by that reflecting – like a speculum – an infinite. This presentation attempts to focus on this theme departing from the context of philosophical hermeneutics and social ontology, and underline its relevance not only in an exegetical, but also in a systematic manner. Kosmas Raspitsos is teaching at the Department of German Language and Literature at the University of Athens. He is the author of Die Latinisierung des Griechischen. Übersetzung, Verstehen und Sprache im Ausgang von Martin Heidegger und Hans-Georg Gadamer (Königshausen & Neumann, Würzburg 2012).

68


Sophie Richter-Devroe Refugees and the Imaginary Institution of Political Society Relying on Castoriadis’ (1987) notion of “the imaginary institution of society” I trace in this paper how refugees re-signify the social imaginary and engage in practices of self-institution, thus (re-) doing and (re-)thinking their society beyond classic nation-statist frames. Based on long-term ethnographic fieldwork with Palestinian refugees in Jordan, Lebanon and the West Bank (2008-2015), I show how Palestinian refugees have embarked on processes of self-management alternative to the institutions (host states, international organisations, NGOs) that govern their lives. They question not only the authority of these sovereignties, but also classic Palestinian nationalism, instituting instead radically different political and social subjectivities. Refugees’ political practices and imaginaries stem from and build on their specific experiences of refugeehood, exile, displacement and dispossession. As those cast outside the nation-state to legitimize those inside, their epistemic and political projects necessarily challenge the status quo of international politics. Castoriadis’ work on auto-institution and social imaginary provides a compelling meta-frame for analyzing social formations. Yet, concerned largely with the experiences of Western modernity, his analysis might be criticized for marginalizing power and politics on a global scale. To probe this critique, my paper opens a debate between Castoriadis and Chatterjee’s writing on nationalism and modernity in the postcolonial world, in particular the latter’s notion of “political society” (1993). I conclude that the refugee condition as those most marginalized and hard-hit by the violences of colonialism, modernity and the nation-state gives rise to and necessitates a rethinking of the imaginary institution of society – one that cannot afford to eclipse the political. References: Chatterjee, Partha (1993) The Nation and Its Fragments: Colonial and Postcolonial Histories. Princeton, NJ: Princeton University Press. Castoriadis, Cornelius (1987) The Imaginary Institution of Society, MIT Press. Sophie Richter-Devroe is associate professor at the Doha Institute for Graduate Studies and an honorary fellow at the European Centre for Palestine Studies at the University of Exeter. She has published on Palestinian and Iranian women’s activism, Palestinian cultural production, the Naqab Bedouin and Palestinian refugees. As of December 2017, she will be starting research on Syrian refugees in Athens and Rome, funded by the Qatar National Research Fund.

69


Ingerid S. Straume Apathy, Tragedy, Hope and Creation: Education in times of Climate Change Climate change is a particularly challenging topic for educators. The science is complex, involving many disciplines and modes of knowledgeand the consequences are uncertain, but potentially dire.The severity of the topic makes it difficult to address, especially when children are concerned. Coping with climate change involves ethical as well as deeply philosophical questions, and various social groups are affected in different, potentially conflictual ways. In the field of climate change research, there is an increasing realization that these issues cannot be understood or properly addressed via techno-scientific approaches alone; climate change is very much a question of social imaginary significations that concern, and that may transform, the human sciences. On this wide backdrop, the paper discusses central, educational concerns related to climate change. Focus will be on significations of hopevs apathy related to political creation. In order to be politically creative, i.e. to invest psychological energy in politics, children in particular need to believe that there is a futureexistence for human and other animals on earth. But as adults, it is difficult to see what we can reasonably hope for in this context. At the same time, we know that today’s societies will either change (consciously) or be changed due to changed circumstances. Consequently, a central argument in the paper is that every collective holds the capacity to create new institutionsand significations, and that this insight needs to be passed on to the next generation. In education, abandonment of hope is simply not an option. Castoriadis’s notion of democracy as a “tragic” regime will frame the discussion. Ingerid S. Straume is a Norwegian philosopher of education. She holds a PhD degree with a thesis (in Norwegian) on Castoriadis’s notion of political paideia from the University of Oslo, 2010. Straume is author of various book chapters, articles and books on educational theory, politics, environmentalism and ethics where Castoriadis is an enduring inspiration. She works as director of the Academic Writing Centre at the University of Oslo.

70


Yavor Tarinski Self-limitation and Democracy The legacy of Cornelius Castoriadis contains invaluable germs for our troubled times. His political thoughtoffers a holistic alternative to capitalist modernity. Castoriadis distinguishes two essential modes of societal organizing – heteronomy and autonomy. In one heteronomous society the laws and institutions that govern our lives derive from extra-social sources, outside of popular control and deliberation. On the other hand, under autonomy established institutional structures and rules are made collectively by all members of society and are therefore always open to challenge, reform and replacement. It has come to be widely accepted that if one heteronomous, essentially hierarchical, order is suffocatively oppressive, then an autonomous one should be so relentlessly free so as to be incompatible with any form of regulation and organization. Autonomy thus wrongly becomes equated with unlimited individual freedom. It is true that autonomy cannot include limitation as we know it today, since the latter has come to be synonymous with austerity. But as every form of social organization, the autonomous one offers and determines roles, values, principles etc. and by doing so it creates certain limitations. But besides its negative side, this limitation plays positive role since it also suggests what should be done and determines certain significations that give meaning to life. But unlike the limitation of heteronomy, predetermined and unchallangeable, the one that takes place in conditions of autonomy is self-imposed democratically by all members of society and open to alteration, or in other words self-limitation. Although every society sets certain limits to its individual members, this does not mean that the latter will necessarily sustain themselves within certain regulatory frame, in which case autonomy allows the attempt at convincing large enough segment of the population to change or expand certain limitations, instead of directly outlawing or forbidding dissent. Yavor Tarinski is an independent researcher and a militant in social movements. He currently participates in the political journal Babylonia.gr. He is also a bibliographer at AgoraInternational.org and a member of the advisory council of TRISE. He writes for various international websites and is author of books and brochures on direct democracy and the commons.

71


Danae Theodoridou Art and Social Alternatives Dialectics between the “instituted” and the “instituting” social imaginary in a time of “no alternative” Departing from Jameson’s idea that it is now easier for us to imagine the end of Earth being hit by a comet than imagining an alternative to capitalism, the paper addresses today’s severe crisis of imagination in neoliberal contexts that have been described as contexts of “no alternative”. In this frame, it elaborates on Castoriadis’ notion of “social imaginary” and the way thiscan be de- and re-constructeddepending on tensionsthat exist betweenthe imaginary significations that constitute a society but, at the same time, are continuously constituted by this society too. Main question in this case becomes how can this complex relationship between individuals who can only exist within imaginary significations, and a social imaginary that can only exist through individuals themselves, be reactivated in order to produce social alternatives, especially in times that leave little space for imagination? The paper focuses particularly on how art can contribute to the reactivation of the dynamic social process of instituting social imaginaries. “Art”, according to Castoriadis, “does not discover, it constitutes; and the relation between what it constitutes and the ‘real’, an exceedingly complex relation to be sure, is not a relation of verification.” Art does not verify reality. It is part of reality and constructs it too. How can itthen be used as a means of speculating about how things could be? How can it open up new perspectives, debate about alternative ways of being, and encourage people’s imagination to flow freely? How can it act as a catalyst for collectively redefining our relationship to “reality”? Drawing on my artistic research on social imaginaries and my recent publication “The Practice of Dramaturgy”, I will discuss the way art can contribute to the emergence of social imaginaries today through aprocess of “working on actions” in an Arendtian sense. Danae Theodoridou is a performance maker and researcher based in Brussels. She completed her PhD at Roehampton University in London. The last three years, her research focuses on the notion of social imaginaries and the way art can contribute to the emergence of social and political alternatives. She works as a lecturer in various university departments and art conservatoires of theatre and dance in Europe, curates practice-led research projects and presents and publishes her research work internationally. She has been the co-creator of Dramaturgy at Work (2013-2016) and the co-author of The Practice of Dramaturgy: Working on Actions in Performance (Valiz, 2017). For more information: www.danaetheodoridou.com

72


Marios Vavatsis Thinking History without historicizing: Castoriadis’ magma of imaginary significations and his project of autonomy Cornelius Castoriadis cannot be credited with being the forerunner in formulating a sociology of action. What sets Castoriadis’ work apart from thinkers which try to overcome the structure-agent divide in sociology – philosophers like to call this dichotomy the “appearance-reality” problem dating back to Plato’s simile of the cave – is his attempt to re-interpret a metaphysical concept (and by the word “concept” we take Bertrand Russell’s definition of “a universal of which we are aware”) and turn it in into a sociology which not only tries to validate social movements like Touraine does, but aims to ground a revolutionary project which he calls “autonomy”. Such a bold attempt has not been recorded in sociological theory since Marx announced his wish to change the world by exposing the inherent antinomies of capitalism two centuries ago. Castoriadis tries to achieve this by taking as a starting point of his social philosophy not the “reflective subject” or the “individual” but the “psychical monad”, which he borrows from psychoanalysis. In this way Descartes’ “deceitful demon” is nullified, since, to quote the man himself, “the psyche provides the raw material for society to fabricate individuals”. The transcendental status of the “psychical monad” is something many researchers have commented upon and Castoriadis’ discussion of the Kantian transcendental ego is also telling, yet the interesting point here is the implications of this way of viewing society – as an indeterminate irreducible creation – on historical processes. Namely, if Castoriadis’ “autonomy project” necessitates the existence of an indeterminate social force creating meaning within history, then what binds together our collective historical experiences and gives them a sense of identity and continuity? Marios Vavatsis read philosophy and literature in Cambridge and sociological theory at Warwick. His unfinished thesis is registered with Panteion university, Athens. He is currently working on his first comic book on Philosophy.

73


Eric Fabri Propriété et autonomie: esquisse d’une théorie castoriadienne de la propriété Bien qu’elle traverse toute son oeuvre, Castoriadis n’a jamais abordé frontalement la question de la propriété. Aussi surprenant que cela puisse paraitre, on ne trouve nulle part sous sa plume de «théorie de la propriété» ou de réflexion sur le rapport aux choses que pourraient entretenir des individus autonomes. Pourtant, Castoriadis savait pertinemment que les rapports des hommes aux choses définissent les rapports qu’ils entretiennent entre eux, et tout comme ils génèrent et s’inscrivent dans des structures imaginaires à l’origine tant de la hiérarchie managériale que de diverses formes de domination liées aux inégalités économiques. La question de la propriété est donc éminemment politique et constitue l’un des enjeux majeurs de l’auto-transformation de la société – enjeu sur lequel Castoriadis est resté surprenamment muet. Pour compenser ce silence, il semble urgent d’examiner quels rapports de propriété favoriseraient l’émergence ou seraient compatibles avec l’idéal castoriadien d’une société autonome? Pour développer cette question, je partirai de l’ontologie de l’indétermination castoriadienne pour montrer que la question des institutions définissant la propriété doit être réglée collectivement par des individus autonomes. J’examinerai ensuite quelles options pourraient se présenter à un tel collectif qui ambitionnerait de se donner des droits de propriété compatibles avec le projet d’autonomie. Les institutions propriétaires peuvent en effet avoir des conséquences très différentes sur des paramètres sociaux de première importance tels l’égalité, la liberté ou l’organisation de la production matérielle, entre lesquels il s’agira de faire des arbitrages que le penseur peut mettre à jour mais ne doit pas nécessairement trancher par avance. Enfin, dans un dernier temps, j’envisagerai spécifiquement le cas des sociétés hétéronomes, et des réformes de la propriété qui pourraient soutenir le projet d’autonomie dans nos sociétés contemporaines. Eric Fabri est assistant à l’Université libre de Bruxelles où il enseigne la théorie politique. Il mène ses travaux au sein du Centre de théorie politique et rédige une thèse sur les théories de la propriété sous la direction de Justine Lacroix et de Jean-Yves Pranchère. A côté de sa recherche doctorale, il se passionne également pour la philosophie politique de Cornélius Castoriadis, qu’il a eu l’occasion d’approfondir dans différents articles, chapitres, interventions à des colloques, ainsi que dans un ouvrage co-dirigé avec Manuel Cervera-Marzal : Autonomie ou barbarie, la démocratie radicale de Cornelius Castoriadis et ses défis contemporains (2015). Il a également publié sur les débats anglo-saxons relatifs à la justice sociale, sur le (néo-)républicanisme et sur la théorie de l’appropriation de John Locke.

74


Georges Faraklas L’imaginaire comme supra-sensible? Sur Castoriadis et Hegel Hegel, dans la Phénoménologie de l’esprit, et Castoriadis, dans l’Institution imaginaire de la société, considèrent que distinguer l’identité stable du sujet de ses prédicats successifs constitue un « sophisme ». Cette thèse inédite, commune aux deux auteurs, laisse entendre que Castoriadis reprend certains présupposés de Hegel. Il place cependant Hegel dans la tradition de la pensée identitaire, qui répète inlassablement ce « sophisme ». Ces penseurs auraient ceci en commun, qu’ils réduisent l’« être » à l’« être déterminé ». Cependant, chez Hegel, une certaine réduction de l’« être » à l’«ê tre déterminé » paraît être requise précisément pour éviter le «sophisme» consistant à déconnecter le sujet de ses prédicats. La solution de Castoriadis, consistant à définir l’« imaginaire » comme un être dénué de déterminations conceptuelles, est différente. Cependant, en tant qu’elle reprend la définition du « supra-sensible » dans la Doctrine des catégories d’Emil Lask, elle paraît devoir demeurer prise dans les présupposés de ce dernier. Georges Faraklas (né en 1962) est professeur de philosophie politique au département de Science Politique et Histoire de l’université Panteion. Il a écrit sa thèse sur l’individualité dans la Philosophie due droit de Hegel ainsi que les ouvrages suivants: Machiavel. Le pouvoir du prince (PUF, Paris 1997), Position et vérité (Kritiki, Athènes 1997), Théorie de la connaissance et méthode chez Hegel (Hestia, Athènes 2000), «Auto to pragma» (Nissos, Athènes 2001), Sens et domination (Hestia, Athènes 2007), La démocratie en exil (coéditeur avec R. Azizoglu d’un ouvrage collectif sur Rousseau, Nissos, Athènes 2012), Hegel and Scepticism (coéditeur avec J. Kosatsas, St. Syneggianni et Kl. Vieweg, de Gruyter, Boston-Berlin 2017), La logique du capital. Une introdution critique à Marx et Weber (Hestia, Athènes 2018). Il écrit un livre sur Hegel et la religion (pour les éditions de la fondation Artos zois).

75


Liliana Ponce Action politique et temporalité instituante. Une réflexion sur le « mode d’agir » propre à l’homme. D’Aristote à Castoriadis. Dans cet exposé, on se propose d’analyser l’action politique en tant que « mode d’agir » proprement humain inscrit dans une temporalité instituante de nouveaux sens et de nouvelles pratiques. D’Aristote à Heidegger, l’être humain a été défini par rapport aux autres. De la formule aristotélicienne de l’homme comme « animal politique » jusqu’à la conception heideggérienne du Dasein comme « être-avecd’autres », ce qui est en jeu c’est la dimension politique de l’existence humaine. D’après Hannah Arendt (1995), revenir sur la question du « sens » de l’action politique implique redonner à l’action l’attention qu’elle mérite. L’affirmation du rôle primordial de l’action et de la création d’un espace publico-politique commun où les hommes sont en même temps « égaux » et « différents », vise à réaffirmer la dimension humaine de la parole et de la pluralité. C’est en ce sens que l’action politique constitue un « mode d’être » authentique et proprement humain. Et c’est justement cette capacité de commencement, de produire quelque chose d’imprévisible et d’irréductible, ce qui peut être pensé, en termes de Castoriadis (1988), comme rupture, comme émergence, comme novation radicale. L’action politique inscrite dans une temporalité instituante de nouvelles pratiques et de nouvelles significations imaginaires sociales (Castoriadis, 1986) est réaffirmée en tant qu’activité collective qui se déroule en vue de la création de nouveaux « modes d’être-ensemble » les uns avec les autres. Notre intérêt consiste à articuler ces trois notions (l’être-là avec-d’autres, l’action et la temporalité) qui proviennent de la tradition philosophique et politique dans laquelle s’inscrivent les travaux de Arendt et Castoriadis afin de réfléchir sur le « faire politique » dans le monde moderne et contemporain. Liliana Ponce est Professeure Titulaire de la Chaire d’Histoire de la pensée politique à l’Institut Supérieur du Professorat, Dr. Joaquín V. González, Buenos Aires, Argentine. Ses recherches en cours portent sur la temporalité de l’action politique et la théorie politique des philosophes modernes (de Descartes à Kant).

76


Yannis Prelorentzos Castoriadis et Bergson : affinités d’idées ou influence refoulée ? Bien que Castoriadis se réfère rarement à Bergson, les affinités de certaines de leurs idées sont indubitables, surtout concernant leur conception du temps et de la création. En effet, la durée –la notion centrale de la philosophie bergsonienne–, à l’opposé de l’espace géométrique, se caractérise par la qualité, l’hétérogénéité, l’interpénétration, la multiplicité qualitative, l’irréversibilité, l’indivisibilité, la continuité, et principalement par le jaillissement incessant d’imprévisible nouveauté. « Le temps est invention ou il n’est rien du tout » ; cette idée cardinale de Bergson fut reprise par Castoriadis. De plus la durée bergsonienne, étrangère à toute spatialisation, caractérise tout psychisme, tout être vivant, toute société et même la matière, avec des différences de rythme. De même chez Castoriadis la psyché, le vivant et le socialhistorique ne peuvent pas être adéquatement connus par la logique ensemblisteidentitaire. Par ailleurs, Bergson affirme, avant Castoriadis, que l’intelligence donne bien accès à une dimension irréductible des êtres (à ce qui en eux est quantifiable et mesurable), mais non à l’essentiel de ce qui dure ; ceci n’est pas pour autant inconnaissable, puisqu’il peut être saisi par une autre fonction cognitive. Conséquemment, Bergson et Castoriadis admettent deux espèces de rigueur et ne réduisent pas la logique à la logique formelle. Quoique Castoriadis n’emprunte pas directement à Bergson une série de distinctions fondamentales, l’insistance sur le concret, le dynamique, le souple ou l’ouvert par opposition à l’abstrait, au statique, au rigide et au fermé (ou clos) est capitale chez ce dernier. De plus Castoriadis emploie fréquemment la distinction bergsonienne essentielle entre le (tout) fait et ce qui se fait. À l’encontre de la plupart des philosophes français de son époque, l’œuvre de Castoriadis est caractérisée par les traits distinctifs de la philosophie française selon Bergson, à savoir surtout « la simplicité de la forme » et la liaison étroite de la philosophie avec la science positive. Enfin, concernant les analyses de Castoriadis sur la transformation radicale de la société à travers le projet d’autonomie individuelle et collective, une confrontation avec les analyses bergsoniennes sur le clos et l’ouvert dans toute morale, toute religion et toute société serait sans doute féconde, malgré leurs différences profondes. Yannis Prelorentzos, docteur en philosophie de l’université Paris Sorbonne (Paris IV) (1992), est professeur de philosophie moderne et contemporaine à l’université de Ioannina. Il a publié Temps, durée et éternité dans les Principes de la philosophie de Descartes (1663) de Spinoza (P.U.P.S., Paris, 1996), Connaissance et méthode chez Bergson (en grec, 2012) et Philosophie et littérature en France, 1930-1960 (en grec, 2016). Il a aussi traduit et commenté en français les livres centraux de La République de Platon (3e édition Hatier, Paris, 2007) et en grec Les passions de l’âme de Descartes, L’évolution créatrice de Bergson, Le bergsonisme de Deleuze, et Philosophie et littérature. Approches et enjeux d’une question de Philippe Sabot. Chevalier dans l’Ordre des Palmes académiques (2015). 77


Σημειώσεις Notes




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.