ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ Πρόκειται για ιδιορρυθμίες του προφορικού και γραπτού λόγου. Η χρήση τους είναι συχνή στη λογοτεχνική γλώσσα, η οποία παρεκκλίνει από την καθημερινή ομιλία και χαρακτηρίζεται από πολυσημία. Ο εντοπισμός τους στα κείμενα συμβάλλει και στην καλύτερη κατανόησή τους αλλά και στη μελέτη του ύφους ενός συγγραφέα. Οι αποκλίσεις αυτές από την καθημερινή - κανονική χρήση της γλώσσας δε γίνονται πάντα με πρόθεση, καθώς, όπως είπαμε, αποτελούν γνώρισμα και του προφορικού λόγου. (με αλφαβητική σειρά) ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ Το «να εννοεί κανείς άλλα από αυτά που λέει». Είναι μεταφορικός εκφραστικός τρόπος που κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που δηλώνουν κυριολεκτικά οι συγκεκριμένες λέξεις, όπως στις παροιμίες («το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο» επιφανειακά μιλάει για την καθημερινή διαδικασία της ατομικής καθαριότητας και υγιεινής, αλλά στην πραγματικότητα αναφέρεται στην ανάγκη και στην αξία της συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων, της συμπαράστασης, της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης). Στη λογοτεχνία η αλληγορία είναι χρησιμοποιείται για να προσδώσει υποβλητικότητα στα νοήματα και επομένως να
τα καταστήσει πιο αισθητά. Ο Αλκαίος, για παράδειγμα, για να μιλήσει για τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου χρησιμοποιεί την ποιητική αλληγορία και περιγράφει μια κατάσταση άγριας βαρυχειμωνιάς και θαλασσοταραχής (κοινωνικές αναταραχές, πολιτικές διαμάχες, εμφύλιες συρράξεις, έλλειψη σύμπνοιας και ομοψυχίας). Έγραψε για ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται και τσακίζεται (η ταραγμένη πολιτεία που κινδυνεύει να καταποντιστεί), για τους ναύτες που θαλασσοδέρνονται, κινδυνεύουν και πνίγονται (ναύτες είναι οι πολίτες). ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ (ΠΑΛΙΛΛΟΓΙΑ) Μια λέξη ή μια φράση τίθεται στο λόγο μια φορά και αμέσως μετά επαναλαμβάνεται. Έτσι η ίδια λέξη ακούγεται στο λόγο δύο φορές χωρίς να μεσολαβεί ανάμεσά τους κάτι άλλο. Συνήθως γίνεται με την προσθήκη κάποιου προσδιορισμού: «Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια». Αποσκοπεί στο να προβάλει με ιδιαίτερη ένταση και έμφαση την έννοια που επαναλαμβάνεται. Στα ποιητικά κείμενα η αναδίπλωση λειτουργεί πιο ελεύθερα και πιο ουσιαστικά «αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι/ αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών/ αν είναι αλήθεια πως κάποιος Τεύκρος ύστερα από χρόνια …», Ελένη, Γ. Σεφέρη. Εδώ ο ποιητής επαναλαμβάνει τρεις φορές την ίδια έκφραση «αν είναι αλήθεια» στην αρχή ισάριθμων στίχων. Έτσι θέτει εμφατικά, δηλαδή με ιδιαίτερη ένταση το γεγονός ότι και στο μέλλον ο άνθρωπος θα ξαναζήσει την ίδια περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου σαν άλλος Τεύκρος. Κάτι ανάλογο και στους στίχους του Ελύτη «φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα/ φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη/ φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας, λέγε μας τη ζωή» (Ήλιος ο Πρώτος). Εδώ η επανάληψη – αναδίπλωση της λέξης φωτιά έχει ως στόχο να προβάλει με έμφαση την έννοια της επίκλησης και της παράκλησης που ο ποιητής απευθύνει στη φωτιά. ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΟ Μια φράση δεν ολοκληρώνεται, αλλά συνεχίζεται με τρόπο ασύμφωνο, συντακτικά και νοηματικά, προς την αρχή της. Πχ. μια φράση εισάγεται με ονομαστική ως υποκείμενο και, ενώ περιμένουμε το ρήμα, η σύνταξη αλλάζει και η ονομαστική μένει μετέωρη. «Οι Τούρκοι γιόμωσεν ο τόπος» (αντί γιόμισαν τον τόπο). Επίσης μπορεί η ονομαστική να εμφανίζεται στο τέλος της φράσης αντί για την απαιτούμενη γενική ή αιτιατική «στη μέση είχε το σταυρό, στην άκρη το Βαγγέλιο/και στα παρακληνάρια του Αγγέλοι κι Αρχαγγέλοι» (αντί Αγγέλους κι Αρχαγγέλους). Χρησιμοποιείται για να αποδώσει τη συναισθηματική ένταση ή ταραχή του ομιλητή, για να προσδώσει στο γραπτό λόγο τη φυσικότητα του προφορικού και γενικά για να τονιστεί μια σημαντική λέξη ή φράση. «Εγώ η γνώμη μου είναι πως σε συμφέρει» Κ. Θεοτόκης, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα. Κατά τον Κακριδή το ανακόλουθο συμβάλλει στην πληρέστερη έκφραση του ποιητικού στοχασμού. Μέσα
στους ποιητικούς τρόπους της μαγικής ερμηνείας του κόσμου, όπως η τάση για ζωηρές εικόνες και μεταφορές, η προτίμηση της ρηματικής σύνταξης αντί της ονοματικής κλπ, πρέπει να συγκαταλεχθεί και το ανακόλουθο σχήμα. Μορφές ανακόλουθου (κατά τον Κακριδή): α) Ονοματικό ανακόλουθο: ¢ονομαστική αντί για γενική: «ο Διάκος σαν τ’ αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη» δημοτικό ¢ονομαστική αντί για αιτιατική: «και τότε πάλι η λυγερή τα δάκρυα την επήραν» δημοτικό ¢ονομαστική αντί για εμπρόθετο: «τα σπίτια που καθόμαστε πέτρα να μη ραΐσει» δημοτικό ¢αιτιατική αντί για ονομαστική: «την ώρα όπου σ’ αγάπησα ήτανε βλογημένη» β) Ρηματικό ανακόλουθο: ¢κύρια πρόταση αντί για δευτερεύουσα: «τον ακούω που κλαίει σιγανά· του λέω πως υποφέρω κι εγώ, σώπα!» Η. Βενέζης, Το νούμερο 31328 ¢κύρια πρόταση αντί για μετοχή: «βλέπω τον καημένο τον Μεταξά εις τις ομιλίες του λυπημένον πολύ και θύμωνε» Μακρυγιάννης ¢κύρια πρόταση αντί για όνομα: «τα πράσα είναι χωρισιά, τα σέλινά ‘ναι λόγια/ και τ’ άγουρα δαμάσκηνα άλλη γυναίκα παίρνεις» ¢κύρια πρόταση αντί για εμπρόθετο: «στους δέκα χρόνους με σπαθί, σ’ έντεκα με ντουφέκι/ στις δεκαεφτά στις δεκαοχτώ κανένα δε φοβάται». ΑΝΑΦΩΝΗΣΗ (ΕΠΙΦΩΝΗΣΗ) Προκύπτει από την προσθήκη σε μια περίοδο επιφωνηματικών λέξεων ή φράσεων οι οποίες δηλώνουν τη συναισθηματική κατάσταση του ομιλητή. Πρόκειται για ευχές, κατάρες, επικλήσεις στο Θεό ή σε αγίους, εκφράσεις που δηλώνουν αγωνία, θαυμασμό, συμπάθεια, τρόμο, δυσαρέσκεια κλπ. «Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω» Ο Κρητικός. ΑΝΤΙΘΕΣΗ Παρατίθενται και σχετίζονται έννοιες αντίθετες μεταξύ τους. Αποτέλεσμα είναι η εντονότερη και παραστατικότερη έκφραση σκέψεων, εικόνων συναισθημάτων, κλπ. Άλλωστε η ίδια η φύση είναι πηγή αναρίθμητων και συγκλονιστικών αντιθέσεων. «Ακόμη εβάστουνε η βροντή…/Κι η θάλασσα που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,/Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμός Κρητικός 3[20]. ΑΝΤΟΝΟΜΑΣΙΑ Στη θέση ενός κύριου ή προσηγορικού ονόματος χρησιμοποιείται κάποια άλλη ισοδύναμη λέξη ή περίφραση. α) το πατρωνυμικό αντί για το κύριο όνομα: «Πηλείδης» (ο γιος του Πηλέα) αντί Αχιλλέας. β) το προσηγορικό αντί για το κύριο όνομα: «ο γέρος της Δημοκρατίας» αντί Γεώργιος Παπανδρέου. γ) όνομα παράγωγο που δηλώνει την καταγωγή αντί για το εθνικό ή άλλο όνομα: «τα ελληνόπουλα» αντί οι Έλληνες.
δ) περίφραση που δηλώνει την καταγωγή ή μια σπουδαία πράξη ή μια ιδιότητα αντί για το όνομα του προσώπου αυτού: «ο γέρος του Μοριά» αντί ο Κολοκοτρώνης. ε) κύριο όνομα γνωστό για μια ιδιότητα αντί για την ιδιότητα αυτή: «Κροίσος» αντί πλούσιος. ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗ Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται απότομα και η φράση μένει ημιτελής, λόγω δισταγμού, αιδούς, φόβου, αγανάκτησης ή οργής του ομιλητή, ο οποίος έτσι δηλώνει τη διάθεσή του έμμεσα αλλά με σαφήνεια. Στη λογοτεχνία η συναισθηματική διάθεση του ομιλητή, η πρόθεσή του για διακοπή της επικοινωνίας, η πολυσημία του μηνύματος δηλώνονται με τη χρήση αποσιωπητικών ή παύλας. Επίσης συμβάλλει στην κινητοποίηση της φαντασίας και τον προβληματισμό του αναγνώστη. «Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι./Στην Κρήτη …./Μακρια ‘πο κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα» Δ. Σολωμός, Ο Κρητικός 4[21]. ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ Ρητορικό σχήμα με το οποίο ο λόγος διακόπτεται απότομα και στρέφεται σε παρόντα ή απόντα πρόσωπα ή σε αφηρημένες έννοιες, για παράδειγμα η επίκληση της Μούσας στα έπη. «Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω ειν’ ακριβή αλήθεια» στον Κρητικό του Σολωμού (2[19]). ΑΡΣΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ Το σχήμα αυτό είναι συναφές με το σχήμα εκ παραλλήλου. Ένα νόημα αρχικά αίρεται και στη συνέχεια τίθεται, δηλαδή λέγεται πρώτα τι δεν είναι κάτι ή κάποιος και στη συνέχεια τι είναι. «Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός. …» Δ. Σολωμός, Ο Κρητικός 5[22]. Και στην περίπτωση αυτή επιτυγχάνεται η έμφαση και η ενίσχυση της εντύπωσης που προκαλείται από τα λεγόμενα, καθώς και η μεγαλύτερη σαφήνεια. ΑΣΥΝΔΕΤΟ Συνεχόμενες λέξεις ή εκφράσεις παρατίθενται χωρίς σύνδεση. Αν και με την παράλειψη των συνδέσμων εμφανίζονται χαλαρά δεμένα τα μέρη της πρότασης, ωστόσο ο λόγος αποκτά ζωντάνια και γρήγορο ρυθμό «το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,/ λάμπει, κόφτει το σπαθί» Δ. Σολωμός, Ύμνος προς την Ελευθερία. ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ Με το σχήμα αυτό η έκφραση γίνεται βραχύτερη, δηλαδή συντομότερη, καθώς παραλείπονται όροι οι οποίοι εύκολα εννοούνται από τα συμφραζόμενα. «Τι αγόρασες; Πώς; Που; Πόσο;».
ΕΙΚΟΝΑ Είναι η αναπαραγωγή στο νου ενός αισθήματος που προκαλείται από μια φυσική αντίληψη μέσω των αισθητηρίων οργάνων. Ο νους μπορεί, επίσης, να αναπαράγει εικόνες χωρίς να έχει άμεση αισθητηριακή αντίληψη, όπως όταν θυμόμαστε κάτι ή όταν ονειροπολούμε, οπότε συγχέεται το πραγματικό με το φανταστικό, ή στις παραισθήσεις. Στη λογοτεχνία ο όρος αναφέρεται σε νοητικές εικόνες που δημιουργούνται μέσω της γλώσσας, της οποίας οι λέξεις και οι διαπιστωτικές ή περιγραφικές προτάσεις είναι δυνατό να αναφέρονται είτε σε εμπειρίες που μπορούν να προκαλέσουν φυσικές αντιλήψεις είτε απευθείας σε αισθητηριακές εντυπώσεις. Η εικόνα αποτελεί ένα αισθητηριακό, φυσικό «ένδυμα» του ποιήματος συνιστώντας στην πραγματικότητα το βασικό τρόπο της «γλώσσας» του, μιας γλώσσας που απευθύνεται περισσότερο στη φαντασία και λιγότερο στη λογική. Μέσα από τη γλώσσα των εικόνων (δηλαδή μέσα από το συγκεκριμένο και όχι μέσα από το αφηρημένο) το ποίημα διατυπώνει τα νοήματά του και όχι μέσω της γλώσσας των εννοιών. Η εικόνα επομένως είναι φορέας νοημάτων και πρέπει να αναγνωρίζεται όχι ως υλικό αντίγραφο, ούτε απλώς όπως κάθε είδος παρομοίωσης ή μεταφοράς, αλλά ως το περιεχόμενο μιας σκέψης στην οποία το ενδιαφέρον εστιάζεται σε μια έντονη αισθητηριακή ποιότητα. Είδη εικόνων: α) οι οπτικές σχετίζονται με την όραση και αναφέρονται στη φωτεινότητα, στη διαύγεια, στο χρώμα και στην κίνηση β) οι ακουστικές σχετίζονται με την ακοή γ) οι απτικές σχετίζονται με την αφή, καθώς και με τη ζέστη, το κρύο και την υφή), οσφρητικές (σχετίζονται με την όσφρηση δ) οι γευστικές σχετίζονται με τη γεύση ε) οι οργανικές σχετίζονται με επίγνωση των λειτουργιών του σώματος, όπως των χτύπων της καρδιάς, του σφυγμού, της αναπνοής στ) οι κιναισθητικές: σχετίζονται με τη συνείδηση της μυϊκής τάσης και κίνησης. Όλα αυτά τα είδη των εικόνων χρησιμοποιούνται από τους ποιητές, όχι βέβαια στην ίδια έκταση. Η επιλογή εξαρτάται από τον ποιητή και τους σκοπούς που θέλει να υπηρετήσει η ποίησή τους και όχι από τις ίδιες τις εικόνες, αφού η εικόνα από μόνη της δεν είναι ποτέ σημαντική. Η μεταφορά, η παρομοίωση, η αλληγορία, η προσωποποίηση, η μετωνυμία και η συνεκδοχή συγκρίνουν ένα πράγμα με κάτι άλλο, αλλά αναφέρουν το ένα στο άλλο με διαφορετικούς τρόπους. Συχνά τα πράγματα που συγκρίνονται είναι και τα δύο εικόνες, αν και μπορεί το ένα από τα δύο να είναι συναίσθημα ή έννοια. Ανάλογα με τον τρόπο της αλληλοαναφοράς το αποτέλεσμα διαφέρει και η επιλογή των λέξεων καθορίζεται από το λογοτεχνικό συρμό και από τις εμμονές του ποιητή. Οι εικόνες διαφοροποιούνται και ως προς τους σκοπούς που υπηρετούν, που
μπορεί να είναι η εξωτερίκευση μιας σκέψης, η δημιουργία μιας διάθεσης ή ατμόσφαιρας, η δημιουργία μιας συνέχειας μέσω της επαναφοράς ενός μοτίβου. Στα ποιήματα που έχουν μεγαλύτερη έκταση είναι δυνατό να υπάρχουν θεματικές εικόνες, οι οποίες με την επαναφορά τους αποκτούν όλο και μεγαλύτερο πλούτο και πολλαπλότητα καθώς το έργο αναπτύσσεται. Οι εικόνες μπορεί να λειτουργούν με έναν ή με περισσότερους από έναν από τους παρακάτω τρόπους· α) κυριολεκτικά: Η λειτουργία αυτή αποσκοπεί στην παρουσίαση/ γνωστοποίηση αισθητών –συνήθως ορατών– αντικειμένων και σκηνών, ειδικά στην περίπτωση που η περιγραφή είναι ζωηρή και εξειδικευμένη, συγκεκριμενοποιημένη λεπτομερώς –κάτι που συμβαίνει σε περιγραφικά ποιήματα. β) μεταφορικά: Με τη λειτουργία αυτή η εικόνα δεν περιορίζεται στα βασικά στοιχεία της παρουσίασης μιας κατάστασης, αλλά γίνεται μέσο και όργανο μεταφορικής χρήσης της γλώσσας στην ποίηση, δηλαδή της γλώσσας ου χρησιμοποιείται με τρόπο μη κυριολεκτικό. Έτσι οι ποιητές χρησιμοποιούν μια μεταφορά ή μια παρομοίωση για να επεκτείνουν τη σημασία όσων γράφουν. γ) συμβολικά: Εδώ η εικόνα λειτουργεί ως υλοποίηση/πραγμάτωση της «συμβολικής όρασης» του ποιητή, της οραματικής του δύναμης ή της μη λογικής αλήθειας. Η εικόνα που λειτουργεί συμβολικά δεν αναφέρεται σε κάτι άλλο, αλλά σ’ αυτήν την ίδια, όπως δηλαδή συμβαίνει και με την κυριολεκτική λειτουργία της εικόνας. Υπάρχει ωστόσο μια διαφορά: δε γνωστοποιεί κάτι που είναι αισθητό σε όλους μας. Πρόκειται επομένως για μια λειτουργία των εικόνων που εμφανίζονται ως κυριολεκτικές αλλά αυτό που παρουσιάζουν δεν είναι υπαρκτό στο πλαίσιο της αντικειμενικής πραγματικότητας. Οι εικόνες, επομένως, αποτελούν απαραίτητο στοιχείο για να παρουσιαστεί αποτελεσματικά ένα νόημα τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο. Δίνουν ζωή, χρώμα, κίνηση, ομορφιά, με άλλα λόγια ένα κείμενο χωρίς εικόνες θα ήταν άτονο, άψυχο και ανιαρό. Άλλωστε ένα δραστικό λογοτεχνικό μέσο είναι η υλοποίηση και αισθητοποίηση της ιδέας, όπως αντίθετα και η εξιδανίκευση του υλικού στοιχείου. Όπως στους μουσικούς τόνους η ψυχή μας αντικρίζει την ίδια την ψυχή των πραγμάτων, το φλοίσβο της θάλασσας, το θρόισμα των φύλλων κα, πράγματα που για να γίνουν αισθητά ο συνθέτης τα ζωντανεύει με τις νότες του, έτσι και στο λόγο ο λογοτέχνης με τους χρωματισμούς του κάνει τις εικόνες των υλικών αντικειμένων πιο αισθητές και ζωντανές δίνοντάς τους κίνηση και ζωή. Μέσα από την εικόνα εναρμονίζονται η μορφή και το περιεχόμενο, το νόημα και το συναίσθημα. ΕΙΡΩΝΕΙΑ Το σχήμα αυτό εμφανίζεται με διάφορες μορφές και στον καθημερινό λόγο αλλά και στη λογοτεχνία.
α. λεκτικός τρόπος με τον οποίο το πραγματικό νόημα είναι διαφορετικό ή και αντίθετο από αυτό που αρχικά φανερώνουν οι λέξεις. «Καλός είσαι κι εσύ!». β. σωκρατική ειρωνεία. Προσποίηση άγνοιας για το συζητούμενο θέμα, η οποία αποσκοπεί στο να εκμαιεύσει ο προσποιούμενος άγνοια από τους συνομιλητές του αυτά που θέλει ή να οδηγήσει τη συζήτηση στην κατεύθυνση που ο ίδιος επιθυμεί. γ. τραγική ειρωνεία ή δραματική. Αυτή με τη σειρά της παρουσιάζει δύο μορφές: τη λεκτική και την καταστασιακή. Η λεκτική στηρίζεται στο γεγονός ότι οι λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιεί ένα πρόσωπο έχουν διαφορετικό νόημα για το ίδιο και διαφορετικό για τους θεατές. Πρόκειται για λέξεις με διφορούμενη σημασία και το βαθύτερο νόημά τους είναι διαφορετικό από το προφανές. Η καταστασιακή προκύπτει από την ίδια την πλοκή του έργου. Ο μύθος δηλαδή εξελίσσεται με τέτοιον τρόπο ώστε οι θεατές να γνωρίζουν περισσότερα από τον ίδιο τον ήρωα: ο θεατής γνωρίζει την αλήθεια, ενώ ο τραγικός ήρωας την αγνοεί ή βρίσκεται σε κατάσταση αυταπάτης. Ουσιαστικά πρόκειται για αντίθεση ανάμεσα στη γνώση (την κατέχει ο θεατής) και την άγνοια (τη ζει ο ήρωας). Στα νεότερα λογοτεχνικά έργα π.χ. στο Μοιρολόγι της φώκιας του Παπαδιαμάντη η ειρωνεία αποκτά ευρύτερο νόημα και λειτουργεί ως εξής: ο εξωδιηγητικός αφηγητής που δε συμμετέχει στη δράση και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αφηγητής – παντογνώστης, γνωρίζει πολύ περισσότερα από τους ήρωες του έργου. Έτσι μέσω του αφηγητή και οι αναγνώστες κατέχουν τη γνώση και την αλήθεια, ενώ την αγνοούν οι ήρωες της αφήγησης. Γενικά θα λέγαμε ότι σε κάθε μορφή ειρωνείας υπάρχει αναντιστοιχία ή ασυμφωνία ή αντίθεση ανάμεσα στις λέξεις και στο νόημα, τις πράξεις και τα αποτελέσματα, την απατηλή και αντικειμενική πραγματικότητα. Η ειρωνεία ως λογοτεχνικός τρόπος: οι λογοτέχνες όλων των εποχών εκμεταλλεύτηκαν τις δυνατότητες απόκρυψης, προσποίησης και αντίθεσης ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα που προσφέρει η ειρωνεία. Η εισαγωγή του συγγραφέα ή του αναγνώστη (μέσω της αποστροφής σε αυτόν) στο λογοτεχνικό έργο, η παρουσίαση των γεγονότων από διαφορετικές οπτικές γωνίες, η απόδοση του έργου σε κάποιον φανταστικό συγγραφέα (πχ. η υποτιθέμενη ανακάλυψη χειρογράφων του), η αναφορά άλλων συγγραφέων ή η χρησιμοποίηση παραθεμάτων από άλλους συγγραφείς, η χρήση ιστορικού ή πραγματικού προσωπείου, οι αναχρονισμοί, η αμφισημία, η χρήση σημείων στίξης που περικλείουν την άρση μιας θέσης που παρουσιάστηκε νωρίτερα, γενικά όλες οι τεχνικές που αποσκοπούν στην αποστασιοποίηση, την υπονόμευση της αληθοφάνειας και την προβολή του πλασματικού χαρακτήρα της λογοτεχνίας μπορούν να θεωρηθούν ειρωνικές. ΕΛΛΕΙΨΗ Πρόκειται για παράλειψη όρων οι οποίοι θα ήταν απαραίτητοι σε μια πλήρη
συντακτική δομή, ωστόσο η απουσία τους δεν εμποδίζει τη σαφήνεια. Πρόκειται για όρους που εύκολα εννοούνται τόσο από την κοινή αντίληψη όσο και από τα συμφραζόμενα. Συχνά παραλείπονται συνδετικά και βοηθητικά ρήματα (είμαι, γίνομαι, έχω κλπ) αλλά και ρήματα και εκφράσεις εξάρτησης (λέω, ρωτώ, μάθε πως κλπ). «Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος» (είναι), Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Αποτέλεσμα είναι η οικονομία στο λόγο, αφού η έκφραση γίνεται συντομότερη από το νόημα που θέλει να εκφράσει. ΕΛΞΗ: Παρατηρείται στη σχέση δύο όρων μιας πρότασης ή γειτονικών προτάσεων, όπου ο ένας έλκεται από τα γραμματικοσυντακτικά χαρακτηριστικά του άλλου, παρεκκλίνοντας από τα κανονικά του χαρακτηριστικά. ¢Σε ονόματα και αντωνυμίες μπορεί να έχουμε αφομοίωση: α) στο γένος και τον αριθμό. «Αυτή (αντί αυτό) θεωρείς επιτυχία του ανθρώπου;». β) στην πτώση. «Η πατρίς τους χρωστάει χάριτες ολουνών όσων (αντί όσοι) ήσαν μέσα», Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα. ¢Σε ρήματα μπορεί να έχουμε έλξη: α) ως προς τον αριθμό. «Τα Κλαυδιανά, παλιό βυζαντινό χωριό, κοιμάται (αντί κοιμούνται)», Παπαχριστοδούλου, Χριστούγεννα στη Θράκη. β) ως προς την έγκλιση και το χρόνο. «Να ήσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου, ν’ αγνάντευες (αντί ν’ αγναντέψεις) πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους», δημοτικό. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Επανεμφανίζονται στην ίδια πρόταση ή σε διαδοχικές προτάσεις λεξικά ή άλλα δομικά στοιχεία του λόγου. Μορφές επανάληψης είναι η αναδίπλωση, η αντιστροφή, η επαναστροφή, η επαναφορά και ο κύκλος. Στο δημοτικό τραγούδι παρατηρείται ο νόμος των τριών, όπου η επανάληψη συνδυάζεται με την αύξηση και ολοκλήρωση του νοήματος. «σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η η γης, σημαίνουν τα επουράνια», δημοτικό τραγούδι. Κύρια λειτουργία της επανάληψης είναι η συνοχή του κειμένου. Αποτελεί ένα συνηθισμένο τρόπο μετάβασης από τα γνωστά στα άγνωστα, νέα στοιχεία. Αυξάνει την ένταση στο λόγο και την αισθητική απόλαυση. Η προσοχή του δέκτη στρέφεται σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο, αυτό που επαναλαμβάνεται, που αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Επίσης ως δομικό στοιχείο αποτελεί στοιχείο συνοχής του ποιήματος. Στην προφορική λογοτεχνία η επανάληψη διευκολύνει το δημιουργό στη σύνθεση, αλλά και τον ακροατή στην πρόσληψη του έργου. ΕΥΦΗΜΙΣΜΟΣ Προκύπτει από την αντικατάσταση μιας λέξης ή φράσης απαγορευμένης, δυσοίωνης ή αρνητικά φορτισμένης με άλλη που έχει εντελώς αντίθετη ή
αχρωμάτιστη σημασία. Συνιστά προσπάθεια εξευμενισμού φυσικών φαινομένων, όντων κλπ. και σχετίζεται με το φόβο που προέρχεται από δεισιδαιμονία, φυσικό ή μεταφυσικό κίνδυνο. «Αστροπελέκι μου καλό», Κρητικός Σολωμού. Ο ευφημισμός διαφέρει από την ειρωνεία ως προς το ότι δεν υπάρχει προσποίηση. ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ (σχήμα) Προκύπτει από τον περιορισμό της σημασίας μιας λέξης. Δηλαδή ενώ μια λέξη φανερώνει ένα σύνολο ομοειδών όντων, η σημασία της στενεύει, για να δηλώσει μόνο ένα από αυτά αποκλειστικά· «γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» (Πόλη=Κων/πολη). Ακόμη και μία φράση μπορεί να χρησιμοποιείται με περιορισμένη τη σημασία της· «στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρίνουν στο σημάδι» (=ασκούνται στο σημάδι). Η μεταβολή αυτή γίνεται σταδιακά και επιβάλλεται συνήθως από λόγους ιστορικούς, γεωγραφικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς κ.α. ΚΛΙΜΑΚΩΤΟ Ρητορικό σχήμα με βάση το οποίο προτάσσονται τα πιο αδύνατα επιχειρήματα και τοποθετούνται στο τέλος τα πιο ισχυρά και πιο πειστικά. «ψίθυρος-θόρυβοςκρότος-γδούπος-πάταγος-χαλασμός». Αν προσέξουμε τις λέξεις – έννοιες, θα διαπιστώσουμε ότι αρχίζουν με μια λέξη ήπιου ήχου (ψίθυρος) και σταδιακά η ένταση ανεβαίνει και συνεχώς αυξάνεται (χαλασμός). Έτσι δημιουργείται μια διαρκώς αυξανόμενη σε ένταση κλίμακα με έξι διαδοχικούς αναβαθμούς. Επειδή αυτές οι έννοιες σχηματίζουν μια ανιούσα – αναβατική κλίμακα, λέμε ότι συγκροτούν ένα σχήμα κλιμακωτό. Αν αντιστρέψουμε τη σειρά των εννοιών και τις διατάξουμε με αντίστροφη τάξη, θα έχουμε πάλι κλιμακωτό σχήμα αλλά με μειούμενη σταδιακά την ένταση, οπότε σχηματίζεται κατιούσα κλίμακα «χαλασμός – πάταγος – γδούπος – κρότος – θόρυβος – ψίθυρος». Όταν η περιγραφή αρχίζει από τα μεγαλοδιάστατα για να περάσει σταδιακά στα μικροδιάστατα, τότε σχηματίζεται περιγραφικό κλιμακωτό σχήμα με μειούμενη την κλίμακα της διάστασης. Κάτι ανάλογο κάνει ο Σολωμός στο Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, όταν περιγράφει την ομορφιά της Άνοιξης: «λευκό βουνάκι πρόβατα-η πεταλούδα-το σκουληκάκι-η πέτρα-το χορτάρι». Εδώ τα περιγραφόμενα πράγματα παρουσιάζονται με αξιολογικά κλιμακωτό τρόπο (από τα πιο σημαντικά στα πιο ασήμαντα // από τα έμψυχα στα άψυχα // από τα μεγάλα στα μικρά). ΚΥΚΛΟΣ Προκύπτει από την επανάληψη μιας λέξης ή μιας φράσης στην αρχή και στο τέλος μιας πρότασης ή μιας περιόδου. Με το σχήμα αυτό εξαίρεται ο όρος που επαναλαμβάνεται. Επίσης δημιουργεί την αίσθηση ότι μια ενότητα ή και ολόκληρο το έργο ολοκληρώθηκε,
Παρουσιάζεται συνήθως με τις εξής εκδοχές: α) ένας μόνο στίχος ενός ποιήματος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη· «μόνο τη λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Όχι και μόνο», Σημείο Αναγνωρίσεως της Κικής Δημουλά. β) μια ποιητική πρόταση ή και ολόκληρη περίοδος λόγου που παρουσιάζει συντακτική και νοηματική αυτοτέλεια, αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση «μοναχή το δρόμο επήρες,/εξανάρθες μοναχή». γ) ένα ολόκληρο έργο, πεζό ή ποιητικό, αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο. Η γοργόνα του Καρκαβίτσα αρχίζει και τελειώνει με την ίδια φράση: «με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μισοκάναλα εκείνη τη νύχτα». ΛΙΤΟΤΗΤΑ Μια θετική έννοια εκφράζεται αποφατικά με την αντίθετή της. Έτσι μειώνεται η ένταση ενός αρνητικού ή δυσάρεστου νοήματος. «η ζημιά που έπαθε δεν ήταν μικρή» (αντί μεγάλη). ΜΕΤΑΦΟΡΑ Τόσο στον καθημερινό λόγο όσο και στα λογοτεχνικά κείμενα οι λέξεις χρησιμοποιούνται με δύο τρόπους, κυριολεκτικά και μεταφορικά (πέτρινος τοίχος=φτιαγμένος από πέτρα->κυριολεξία//πέτρινη καρδιά = σκληρή καρδιά>μεταφορά). Με τη μεταφορά οι λέξεις αποκτούν άλλη σημασία που είναι διαφορετική από την κυριολεκτική, έστω και αν κατά κάποιον τρόπο την προσεγγίζει. Δηλαδή αντί για τη συνηθισμένη χρήση μιας λέξης, που θεωρείται φυσιολογική και αναμενόμενη, η λέξη απαντά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, γεννά νέα νοήματα. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι κατά τη μεταφορά συγκρίνονται ή ταυτίζονται δύο πράγματα ανόμοια εκ πρώτης όψεως, ώστε το ένα να αποκτά τις ιδιότητες του άλλου, παρ’ όλο που λογικά δεν τις έχει. Αυτή η ταύτιση δεν είναι τυχαία αλλά βασίζεται σε μια λανθάνουσα αναλογία ή ομοιότητα ανάμεσα στα δύο πράγματα. Η λέξη καρδιά μπορεί να δηλώνει τα ανθρώπινα συναισθήματα ή και το κέντρο, το μέσο π.χ. «στην καρδιά του χειμώνα». Άρα με τον τρόπο αυτό η γλώσσα και οι λέξεις φρεσκάρονται, ανανεώνονται και ξαναγεννιούνται με διαφορετικές αποχρώσεις σημασιολογικές που πλουτίζουν τη γλώσσα με νέες εκφραστικές δυνατότητες. α) «Πέτρινος χρόνος» τίτλος συλλογής του Ρίτσου. Εύστοχη και τολμηρή μεταφορά που σημαίνει χρόνια δύσκολα, χρόνια δοκιμασίας και βασανισμού των ανθρώπων, χρόνια βαριά - ασήκωτα σαν την πέτρα, χρόνος που «πέτρωσε» που δεν περνάει – που έμεινε ακίνητος. β) Στο Άξιον Εστί του Ελύτη «οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων». Το ρήμα «οξειδώνομαι» χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα μέταλλα που σκουριάζουν (=οξειδώνονται) από τη νοτιά και την υγρασία· αυτό το ρήμα, όπως και το ουσιαστικό «νοτιά», χρησιμοποιούνται μεταφορικά: η συνάφεια με τους ανθρώπους, η σχέση μαζί τους, η «νοτισμένη» από μια άλλη «υγρασία», προκαλεί αναλογικά – μεταφορικά μια
ολική ψυχική «οξείδωση», δηλαδή μια διάβρωση και μια φθορά, όμοια με εκείνη που διαβρώνει και φθείρει τα μέταλλα. Έτσι η μεταφορά προκαλεί συναισθήματα και κινητοποιεί τη φαντασία του αναγνώστη. Η γλώσσα αφήνει τον πεζό της βηματισμό και πιάνει τον ποιητικό χορό, για να χορέψει με το χορό της συγκίνησης, είπε ο Valery, ο οποίος παρομοίασε την ποίηση με το χορό και τον πεζό λόγο με το περπάτημα. Η μεταφορά μοιάζει με την παρομοίωση· η διαφορά τους είναι ότι στην παρομοίωση η σύγκριση είναι εμφανής, ενώ στη μεταφορά λανθάνει και κάποιες φορές είναι δύσκολο να την εντοπίσουμε, καθώς η μεταφορική λέξη μπαίνει στη θέση της κυριολεκτικής (υποκατάσταση). ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ Είναι το σχήμα όπου μια έννοια ή ένας όρος αντικαθίστανται από μια λέξη ή φράση με την οποία υπάρχει κάποια σχέση συνάφειας. Η σχέση αυτή μπορεί να είναι υλική, αιτιολογική, εννοιολογική κλπ. «Μετά την παράσταση έκλαιγε όλο το θέατρο»: ως υποκείμενο του ρήματος έχει τεθεί το ουσιαστικό θέατρο που ως άψυχος χώρος δεν μπορεί να κλαίει. Κανονικά θα έπρεπε να είναι υποκείμενο η λέξη θεατές. Όμως η γλώσσα συχνά ακυρώνει τους φυσικούς και λογικούς νόμους για να εκφράσει πιο ζωντανά και παραστατικά ένα συγκεκριμένο νόημα. Δηλαδή στη μετωνυμία αντί μιας λέξης που κανονικά και λογικά επιβάλλεται (θεατές) τίθεται μια άλλη (θέατρο) που συγγενεύει μαζί της. α. «ήπιε όλο το μπουκάλι», «έφαγε όλο το τσουκάλι», «έκλαιγε όλο το θέατρο»: χρησιμοποιούνται τρία ουσιαστικά (μπουκάλι, τσουκάλι, θέατρο) αντί να χρησιμοποιηθεί το περιεχόμενό τους (κρασί, φαγητό, θεατές), δηλαδή τίθεται το περιέχον αντί του περιεχομένου. β. «θα ληφθούν μέτρα για την τρίτη ηλικία», «όλη η Ευρώπη αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα ανεργίας», «πάσα η Ελλάς εσιδηροφόρει» Θουκυδίδης (όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε): χρησιμοποιείται η αφηρημένη έννοια (τρίτη ηλικία, Ευρώπη, Ελλάς) αντί για τη συγκεκριμένη (γέροντες, Ευρωπαίοι, Έλληνες). γ. «μπορεί και διαβάζει Όμηρο στο πρωτότυπο», «ο ηθοποιός απάγγειλε Σολωμό»: χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού (Όμηρος, Σολωμός) αντί για το έργο (έπη του Ομήρου, ποιήματα του Σολωμού). δ. «το Χόλυγουντ»: έχει τεθεί ο χώρος (Χόλυγουντ) αντί για το συγκεκριμένο προϊόν (βιομηχανία κινηματογράφου) ε. «συνεννοούνται με τον Μαρκόνι»: έχει τεθεί το όνομα του εφευρέτη (Μαρκόνι) αντί για την εφεύρεση (τον ασύρματο που εφεύρε ο Μαρκόνι). στ. «λατρεύω τη μπάλα»: έχει τεθεί το αντικείμενο (μπάλα) αντί για τη δραστηριότητα/ ενέργεια όπου χρησιμοποιείται το αντικείμενο αυτό (ποδόσφαιρο). ζ. «είναι χρόνια στο σανίδι»: έχει τεθεί το υλικό (σανίδι) αντί για το αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί από αυτό (η σκηνή του θεάτρου).
η. «το στέμμα»: έχει τεθεί το αντικείμενο (στέμμα) αντί για το χρήστη του (βασιλιάς). ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ Αποτελεί μετρικό σχήμα και «είναι η πλήρης ομοιότητα δύο ή περισσότερων στίχων από το τελευταίο τονισμένο φωνήεν και μετά» (Κοκόλης). Στο παράδειγμα από τον Επιτάφιο του Ρίτσου «που πέταξε τ’ αγόρι μου, που πήγε, που μ’ αφήνει/ χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη» οι δύο στίχοι παρουσιάζουν ηχητική ομοιότητα πλήρη από το τελευταίο τονισμένο φωνήεν και μετά (αφήνει - κρήνη). Όταν δύο στίχοι ομοιοκαταληκτούν, το τελευταίο τονισμένο φωνήεν μπορεί να βρίσκεται στη λήγουσα, την παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα της τελευταίας λέξης. Με βάση αυτό το κριτήριο τη διακρίνουμε σε: Οξύτονη (τρομερή/γη). Η ομοιότητα πρέπει να περιλαμβάνει και το σύμφωνο ή τα σύμφωνα πριν από το τονιζόμενο τελευταίο φωνήεν, διαφορετικά θεωρείται ατελής (γη/οδηγοί–>τέλεια// τρομερή/γη->ατελής). Παροξύτονη (μέρος/θέρος). Προπαροξύτονη (πέρασες/γέρασες). ΟΜΟΙΟΤΕΛΕΥΤΟ (ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟ) ΣΧΗΜΑ Η ομοηχία κάποιων λέξεων στο καταληκτικό τους μέρος, η οποία είναι άλλοτε συμπτωματική και άλλοτε σκόπιμη. Σύμφωνα με μια άποψη η ομοιοκαταληξία προήλθε από το ομοιοτέλευτο. Ομοιοτέλευτο μπορούμε να έχουμε και μέσα στον ίδιο στίχο, όταν δυο λέξεις ομοηχούν στο καταληκτικό τους μέρος. «Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα/ και βογκάει και βαριά μοσχοβολάει/ όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει» Κ. Παλαμάς, η Ανατολή. Όταν δύο στίχοι τελειώνουν με την ίδια ακριβώς λέξη, δεν έχουμε ομοιοκαταληξία αλλά ομοιοτέλευτο. «μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας/ να βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας» Γ. Σεφέρης, η Στέρνα. ΟΞΥΜΩΡΟ Συνεκφέρονται δυο έννοιες ή λέξεις που η νοηματική τους σχέση είναι τέτοια ώστε να δημιουργείται λογική αντίφαση. Η συνεκφορά αυτή (πρδγ «ο θάνατος των αθανάτων», «χαίρε νύμφη ανύμφευτε», «πάω αργά γιατί βιάζομαι», «αγγελικό και μαύρο φως» κ.α) ονομάζεται οξύμωρο σχήμα. Μολονότι οι έννοιες που συνάπτονται είναι αντιφατικές μεταξύ τους, ωστόσο το νόημα που εκφράζεται είναι σωστό. Το ρητό, για παράδειγμα, «σπεύδε βραδέως» σημαίνει ότι στη ζωή πρέπει κανείς να σπεύδει, δηλαδή να είναι γρήγορος, αλλά αυτή η σπουδή, η ταχύτητα πρέπει να συνδυάζεται με σύνεση. ΠΑΡΗΧΗΣΗ (ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΙΑ ή ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ) Στο σχήμα αυτό επαναλαμβάνεται ο ίδιος συμφωνικός ήχος, δηλαδή το ίδιο σύμφωνο ή τα ίδια σύμφωνα, μέσα σ’ έναν ή περισσότερους στίχους. Επίσης μπορεί να επαναλαμβάνονται συλλάβες ή και λέξεις, που συχνά είναι ετυμολογικά
συγγενείς αλλά με διαφορετική σημασία. Το φαινόμενο είναι σχεδόν ανύπαρκτο στη νεωτερική ποίηση, αλλά αρκετά συχνό στην παραδοσιακή. Π.χ. «νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,/ το χρυσό, σιγαλό, και γλυκό σαν το λάδι» Κ. Βάρναλης – «στα ξένα ξένος ξέγνοιαστος ξεκάθαρα ξανοίγω/ της ξενιτιάς την ξωτικιά ξανθομαλλούσα πλήξη» Γ. Αθάνας. Η παρήχηση ως διακοσμητικό στοιχείο του ποιητικού λόγου αποβλέπει στη δημιουργία μιας ευχάριστης ακουστικής ομοηχίας, μια λειτουργία καθαρά αισθητική – ακουστική, που δεν ταυτίζεται με τη συνήχηση, που προκαλείται από την ομοιοκαταληξία. Επίσης συμβάλλει στην πιο έντονη προβολή του νοήματος ενός ή περισσότερων στίχων, καθώς το σύμφωνο που επαναλαμβάνεται τονίζει χαρακτηριστικά τις λέξεις και τις έννοιες του στίχου (εμφατική λειτουργία). Τέλος επιτυγχάνει την ενίσχυση της εικόνας, με το αντίστοιχο αισθητικό αποτέλεσμα, τη φωνητική αρμονία, την έμφαση, το λεκτικό παιχνίδι και την αποκάλυψη υπονοούμενων σημασιών και σχέσεων μεταξύ των ομόλογων όρων. ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ Κάτι αναφέρεται με σχέση ομοιότητας ως προς κάτι άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται πιο ζωηρή και αισθητή μια εικόνα. Είναι το πιο συχνό σχήμα λόγου. Παράδειγμα «ήταν ψηλός σαν κυπαρίσσι». Εδώ ένα πρόσωπο (ή άλλοτε ένα πράγμα ή μια αφηρημένη έννοια) συγκρίνεται με κάτι άλλο πολύ γνωστό (κυπαρίσσι). Τα δύο στοιχεία που συγκρίνονται έχουν μια κοινή ιδιότητα (το ύψος) πάνω στην οποία στηρίζεται η σύγκριση, μόνο που το δεύτερο στοιχείο έχει αυτή την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό. Επομένως η παρομοίωση είναι μια μορφή σύγκρισης: όταν θέλουμε να προβάλουμε με ζωηρό τρόπο μια ιδιότητα ή ένα γνώρισμα ενός προσώπου (ή πράγματος ή έννοιας) το συγκρίνουμε με κάτι άλλο που έχει την ίδια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό. Το δεύτερο στοιχείο εκφέρεται συνήθως με τα: σαν, όπως, καθώς, όμοιος. «το πρωί είχε μεγάλη κίνηση και τα αυτοκίνητα πήγαιναν σαν χελώνες (όπως οι χελώνες, καθώς οι χελώνες, όμοια με χελώνες)». Από τα δύο στοιχεία που συγκρίνονται το πρώτο λέγεται ΔΕΙΚΤΙΚΟ (αυτοκίνητο) και το δεύτερο λέγεται ΑΝΑΦΟΡΙΚΟ (χελώνες). Ιδιαίτερη η ομηρική παρομοίωση με βασικά χαρακτηριστικά την έκταση, το κειμενικό άπλωμα, τόσο στο δεικτικό όσο και στο αναφορικό της μέρος. Επιβίωση αυτής της παρομοίωσης μπορούμε να εντοπίσουμε σε δύο νεότερους ποιητές. Παραδείγματα: 1. «κρέμονται υπό τους πόδας του/ πάντα τα έθνη, ως κρέμεται/ βροχή έτι εναέριος/ εν ω κοιμώνται οι άνεμοι της οικουμένης» Κάλβος, Εις Αγαρηνούς. 2. «από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα/ έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου/ με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως/ από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει/ το κύμα σε καράβι π’ ολοένα/ βουλιάζει …» Σικελιανός, Ιερά οδός. Μια πετυχημένη παρομοίωση χαρακτηρίζεται από καθαρότητα, ακρίβεια και πρωτοτυπία. Ως σχήμα λόγου βρίσκεται πολύ κοντά στη μεταφορά, έτσι εύκολα μια
μεταφορά μετασχηματίζεται σε παρομοίωση ή μια παρομοίωση σε μεταφορά: «δεν είχε λεπτά αισθήματα και ευαισθησίες, η καρδιά του ήταν σκληρή σαν πέτρα»παρομοίωση («είχε πέτρινη καρδιά»-μεταφορά)//«κυπαρισσένιο ανάστημα» (μεταφορά) στον Κρητικό του Σολωμού/«σαν κυπαρίσσι» (παρομοίωση). ΠΕΡΙΦΡΑΣΗ Υπάγεται στο γενικότερο σχήμα του πλεονασμού. Μια έννοια, ενώ μπορεί να αποδοθεί μονολεκτικά αποδίδεται με δύο ή περισσότερες λέξεις πιο παραστατικά. Για παράδειγμα «ο γέρος του Μοριά» είναι ο Κολοκοτρώνης. «Μα την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας» Κρητικός Σολωμού (παρατώ τον κόσμο=πεθαίνω). ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ Για τη διατύπωση μιας έννοιας ή μιας σκέψης χρησιμοποιούνται εκτός από τα απαραίτητα λεκτικά στοιχεία και πρόσθετα, τα οποία δεν προσφέρουν κανένα καινούργιο νόημα. Αυτό γίνεται για να επιτευχθεί ζωηρότερη και σαφέστερη έκφραση, καθώς και για έμφαση. «οφείλω να σου πω ότι έχεις λάθος, λάθος, λάθος» Ι. Κονδυλάκης, Όταν ήμουν δάσκαλος. ΠΟΛΥΣΥΝΔΕΤΟ Συνδέονται συνεχόμενες λέξεις αλλά και ολόκληρες προτάσεις με αλλεπάλληλους συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους. «και πάντα προσμένω και φτάνει η αυγή/ και μένω πλεγμένος κισσός στην πηγή/ και μου είναι το ρείθρο που κλαίει σιγαλά/ και μου είσαι το νέφος που φεύγει ψηλά …». Το αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται είναι η συσσώρευση, η πολλαπλότητα, η απαρίθμηση, η ένταση ή η έμφαση. ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ Αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες και συμπεριφορές σε άψυχα στοιχεία της φύσης, σε αφηρημένες έννοιες και σε ζώα. Αυτή τη «μετατροπή» των άψυχων, των αφηρημένων εννοιών, των ιδεών και των ζώων σε πρόσωπα (που αποκτούν ζωή, πρόσωπο, ομιλία και σώμα) την ονομάζουμε προσωποποίηση. Οι προσωποποιήσεις προσδίδουν ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενο και καθιστούν τη λογοτεχνική γραφή ιδιαίτερα και έντονα δραστική. Αναλυτικά: α. άψυχα στοιχεία της φύσης (δέντρα, ποτάμια, βουνά) αποκτούν ιδιότητες και συμπεριφορές που ανήκουν αποκλειστικά στον άνθρωπο (έχουν ανθρώπινη φωνή και μιλούν, κλαίνε, μαλώνουν, θυμώνουν, συναισθάνονται και γενικά συμπεριφέρονται όπως ακριβώς ο άνθρωπος). Πχ. «ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν».
β. σε μια αφηρημένη έννοια (ελευθερία, δικαιοσύνη, πόλεμος, έρωτας, θάνατος) αποδίδονται ιδιότητες καθαρά ανθρώπινες. Πχ. «σε γνωρίζω από την κόψη/ του σπαθιού την τρομερή/ σε γνωρίζω από την όψη/ που με βία μετράει τη γη» όπου παρουσιάζει ο Σολωμός την ιδέα της Ελευθερίας με ρωμαλέα γυναικεία μορφή. γ. σε διάφορα ζώα (συνήθως πουλιά) αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες και συμπεριφορές. Πχ. «και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε/ γοργά ντυθείς, γοργά ’λλαχτείς, γοργά να πας το γιόμα». Επίσης σ’ όλα τα παραμύθια και τους λαϊκούς μύθους τα διάφορα ζώα συμπεριφέρονται όπως και ο άνθρωπος. Παράδειγμα οι μύθοι του Αισώπου. ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ Αποτελεί αντιστροφή της φυσικής σειράς των γεγονότων, καθώς από δύο σχετικές ενέργειες ή έννοιες, πρώτα λέγεται εκείνη που λογικά και χρονικά έρχεται δεύτερη. Με το σχήμα αυτό εξαίρεται η πρώτη πράξη ως σημαντικότερη· «ξεντύθη ο νιος, ξεζώθηκε και στο πηγάδι εμπήκε». Με τον τρόπο αυτό εξαίρεται η πρώτη πράξη ως σπουδαιότερη. ΣΥΜΦΥΡΣΗ Ανάμειξη δύο συντάξεων, καθώς ενώνονται στο νου του ομιλητή δύο εκφράσεις ταυτόσημες, αλλά διαφορετικές στη σύνταξη. «ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε» Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Δ. Σολωμού. («Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύει και γελάει» ή «Ο Απρίλης και ο Έρωτας χορεύουν και γελούνε»). Το σχήμα αυτό είναι συνηθισμένο στην προφορική λαϊκή λογοτεχνία, κυρίως στα τραγούδια και στα παραμύθια. ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ Λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιείται και στη λογοτεχνία και στον καθημερινό λόγο. α. «δεν έχει ένα κεραμίδι να βάλει το κεφάλι του» υπάρχουν δύο σχήματα συνεκδοχής: ένα κεραμίδι (= ένα σπίτι) και το κεφάλι του (= τον εαυτό του). Εδώ ο λόγος λειτουργεί επιμεριστικά, δηλαδή προβάλλεται το μέρος αντί του όλου, φωτίζεται και προβάλλεται το σημαίνον, το πιο σημαντικό κομμάτι του όλου, ενώ το τελευταίο υπονοείται από τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Αυτή η τεχνική της επιμεριστικής απεικόνισης του όλου είναι συχνή και στον κινηματογράφο. β. Άλλοτε προβάλλεται εμφατικά το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή. Και σ’ αυτήν την περίπτωση ο λόγος χρησιμοποιεί την επιμεριστική τεχνική: το σύνολο των ομοειδών επιμερίζεται και διασπάται, αφού από το όλο προβάλλει μόνο το ένα. Πχ. «τετρακόσια χρόνια ρήμαξε ο Τούρκος την Ελλάδα» (ο Τούρκος αντί οι Τούρκοι). γ. Άλλοτε χρησιμοποιείται η ύλη, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο ένα αντικείμενο, αντί για το αντικείμενο. Στη φράση «να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο» προβάλλεται το υλικό (σίδερο) και όχι το αντικείμενο που είναι
κατασκευασμένο από το υλικό αυτό (σιδερένιο όπλο). Πρόκειται για μια τεχνική υποκατάστασης: το αντικείμενο υποκαθίσταται από το υλικό του. δ. Άλλοτε χρησιμοποιείται το το όργανο που παράγει μια ενέργεια (πολλά τουφέκια) αντί για την ίδια την ενέργεια (πολλές τουφεκιές) που παράγεται από το όργανο αυτό. Στην ουσία προβάλλεται το αίτιο (το παράγον) αντί για το αποτέλεσμα (το παραγόμενο) «αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν» ε. «έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι»: χρησιμοποιείται το όργανο (τουφέκι) αντί για το χρήστη (πολεμιστές). στ. «έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες»: χρησιμοποιείται το φαινόμενο που ακολουθεί μια ενέργεια (στη φωτιά) αντί για την ίδια την ενέργεια (στη μάχη). ζ. «φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους»: χρησιμοποιείται το εικονιζόμενο πρόσωπο (η Παναγιά, οι Άγιοι) αντί για την εικόνα του προσώπου αυτού (η εικόνα της Παναγίας, οι εικόνες των Αγίων). Η αξία της συνεκδοχής φαίνεται στα παρακάτω παραδείγματα όπου η συνεκδοχή συνδυάζεται με τη μεταφορά: «μια ολόκληρη ζωή τον έφαγε η αλμύρα» (= τον έφαγε η σκληρή ζωή της θάλασσας). «Τον έλιωσε και τον κατάπιε η λαμαρίνα» (= τον κατάπιε η ζωή μέσα στα βαπόρια). ΣΥΝΗΧΗΣΗ Αποτελεί μετρικό σχήμα και χαρακτηριστικό είναι «το όχι τέλειο ομόηχο τέλος των στίχων», Θρ. Σταύρου. Στους Ελεύθερους πολιορκημένους του Σολωμού «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει/ λαλεί πουλί παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει», παρατηρούμε ότι οι δύο στίχοι που ομοιοκαταληκτούν παρουσιάζουν πλήρη ηχητική ομοιότητα («βασιλεύει»/ «ζηλεύει»). Συχνά διαπιστώνουμε σε στίχους που ομοιοκαταληκτούν ότι δεν υπάρχει πλήρης ηχητική ομοιότητα, όπως στους στίχους «σε γνωρίζω από την κόψη/ του σπαθιού την τρομερή/ σε γνωρίζω από την όψη/ που με βία μετράει τη γη» (τρομερή/ γη). Δηλαδή εδώ οι λέξεις ομοηχούν μεταξύ τους μόνο ως προς τα φωνήεντα (-ρη/ γη). Αυτό είναι ένα είδος ατελούς ή μερικής ομοιοκαταληξίας που ονομάζεται συνήχηση. ΤΑΥΤΟΛΟΓΙΑ (ΔΙΠΛΟΤΗΤΑ) Μια έννοια ή ένα νόημα διατυπώνεται δυο ή και τρεις φορές στη σειρά με τις ίδιες σχεδόν ή με ταυτόσημες λέξεις ή φράσεις. Ιδιαίτερα συνηθισμένο είναι το σχήμα αυτό στα δημοτικά τραγούδια. «είναι μακριά στην ξενιτειά, είναι μακριά στα ξένα» δημοτικό τραγούδι. Περίπτωση ταυτολογίας αποτελεί η ανάλυση της έννοιας ενός ουσιαστικού ή επιθέτου σε μια πρόταση, συνήθως αναφορική. «κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, οπού είναι σκλαβωμένοι» δημοτικό τραγούδι. Υπάρχει περίπτωση να διαφοροποιείται ελαφρά το νόημα στη δεύτερη έκφραση, όταν χρησιμοποιούνται α) το υποκοριστικό του ουσιαστικού της πρώτης έκφρασης «κόσμος και κοσμάκης»
(πάρα πολύς κόσμος), β) συνώνυμο ουσιαστικό με επιθετικό προσδιορισμό «σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα» παραλογή Του νεκρού αδελφού, γ) διαφορετικοί ρηματικοί χρόνοι «κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει», δημοτικό τραγούδι. ΥΠΑΛΛΑΓΗ Αντί ένας επιθετικός προσδιορισμός να αποδίδεται στη λέξη που νοηματικά αρμόζει και που η σωστή σύνταξη επιβάλλει, συμφωνεί με άλλη. Δηλαδή, αντί για παράδειγμα να συνδεθεί με την γενική κτητική αποδίδεται στο ουσιαστικό από το οποίο αυτή η γενική εξαρτάται. Παράδειγμα «τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας» αντί «ξεθάψτε τα κόκαλα του αντρειωμένου γονιού σας». ΥΠΕΡΒΑΤΟ Δύο λέξεις που αποτελούν συντακτική και λογική ενότητα δεν εκφέρονται, όπως θα έπρεπε, η μια δίπλα στην άλλη αλλά χωρίζονται. Αυτό συμβαίνει επειδή μεταξύ αυτών των δύο λέξεων παρεμβάλλεται μία άλλη (ή και περισσότερες) που τις διαχωρίζει. Αυτή ακριβώς η εκφραστική και συντακτική διάσπαση της φυσικής ροής του λόγου ονομάζεται σχήμα υπερβατό. Στο παράδειγμα «πίνω το ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι» οι λέξεις «ωριοστάλαχτο» και «φαρμάκι» αποτελούν συντακτική και λογική ενότητα και κανονικά θα έπρεπε να εκφέρονται η μια δίπλα στην άλλη «ωριοστάλαχτο φαρμάκι». Ωστόσο η μία χωρίστηκε από την άλλη με την παρεμβολή της λέξης «της πλάκας». Το υπερβατό είναι συχνό σχήμα κυρίως στην ποίηση, όπου συχνά το επιβάλλει η μετρική οικονομία του στίχου. Από τους νεότερους συχνά το χρησιμοποιεί ο Κάλβος «και σήμερον τα δένδρα/ και τας πηγάς σεβάζονται/ δροσεράς οι ποιμένες» ή «η λαμπάς η αιώνιος/ σου βρέχει την ημέραν/ τους καρπούς, και τα δάκρυα/ γίνονται της νυκτός εις εσέ κρίνοι», Ο φιλόπατρις. Με το σχήμα αυτό εξαίρεται η έννοια των όρων που αποχωρίζονται· «άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει» Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. ΥΠΕΡΒΟΛΗ Στο παράδειγμα από το Θάνατο του Διγενή «βογκάει τρέμουν τα βουνά, βογκάει τρέμουν οι κάμποι» για να δοθούν με έμφαση η ένταση του βογκητού και οι επιθανάτιες στιγμές του Διγενή χρησιμοποιούνται εκφραστικοί τρόποι που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ξεπερνούν το συνηθισμένο μέτρο και βρίσκονται έξω από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου («τρέμουν τα βουνά, τρέμουν οι κάμποι»). Όταν λοιπόν χρησιμοποιούνται εκφραστικοί τρόποι που μεγαλοποιούν και μεγεθύνουν μια κατάσταση, ένα αποτέλεσμα, μια ενέργεια κλπ, τότε έχουμε το σχήμα υπερβολής. Η υπερβολή αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του δημοτικού τραγουδιού· παράδειγμα «Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες», Ο γιος της χήρας. Το σχήμα της υπερβολής χρησιμοποιείται για να δώσει
στο λόγο και στο νόημα έμφαση, ζωηρότητα, παραστατικότητα και ισχυρή εντύπωση. ΥΠΟΦΟΡΑ–ΑΝΘΥΠΟΦΟΡΑ Πρόκειται για ένα σύνθετο σχήμα λόγου που συνήθως εκτείνεται σε 4 στίχους. Στον πρώτο στίχο υποβάλλεται μια ερώτηση (υποφορά) ή διαπιστώνεται ένα γεγονός ή ένα φαινόμενο. Στο δεύτερο προβάλλεται μια ρητορική ερώτηση που εισάγεται με τα ερωτηματικά μόρια «μήνα» ή «καν», δίνοντας μια υποθετική εξήγηση του γεγονότος ή του φαινομένου αυτού. Στον τρίτο στίχο αντιπροβάλλεται μια απάντηση (ανθυποφορά) αρνητική με την οποία αναιρείται η υποθετική εξήγηση του προηγούμενου στίχου. Το σχήμα ολοκληρώνεται με τον τέταρτο στίχο όπου δηλώνεται αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Το σχήμα αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στο δημοτικό τραγούδι. Απαντά όμως και στην προσωπική ποίηση με τον τύπο της ερώτησης και απάντησης. «Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;» «-Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια» Κρητικός του Σολωμού 2[19]. ΧΙΑΣΤΟ Δύο λέξεις που αναφέρονται σε δύο άλλες προηγούμενες αντί να τοποθετηθούν πάλι με την ίδια σειρά, αλλάζουν θέση και έτσι η δεύτερη μπαίνει πρώτη και η πρώτη δεύτερη «μέρα και νύχτα περπατεί/ νύχτα και μέρα λέγει». Με τον τρόπο αυτό τονίζονται ιδιαίτερα οι όροι που επαναλαμβάνονται.