ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ
Κουρούνια ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
ΑΘΗΝΑ 2013
2
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ
Κουρούνια ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
ΑΘΗΝΑ 2013 3
Ευχαριστίες στους: Πέτρο Ι. Μοσχούρη. Νίκο Ι. Ζαννή. Αγγέλα Δ. Καρυάμη. Γιώργο Χ. Τακτικό. Δέσποινα Ξανθουδάκη. Γιάννη Ν. Μιχαλάκη. Ισίδωρο Π. Κατσαρό. Γιώργο Δ. Μιχαλάκη.
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το βιβλίο αυτό είναι έργο ζωής. Από μικρό παιδί άκουγα από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου ίστορίες του τόπου μας και των ανθρώπων του, τις οποίες κατέγραφα στη μνήμη μου. Η «καταγραφή» αυτή συνεχίστηκε και αργότερα με αφηγήσεις από τον θείο μου παπαγιάννη Μιχαλάκη και τον επίσης θείο μου Κωστή. Κάποια στιγμή άρχισα να καταγράφω τις αφηγήσεις αυτές. Παράλληλα μάζευα ή αντέγραφα ό,τι έπεφτε στην αντίληψή μου σχετικό με τα Κουρούνια και την ιστορία τους. Την ευκαιρία καταγραφής, μου την έδωσε «Ο Αυλόγυρος», η εφημερίδα του συλλόγου μας, από το πρώτο τεύχος της έκδοσής της, μέχρι το 27ο τεύχος. Και αργότερα όμως όποιο νέο στοιχείο έπεφτε στην αντίληψή μου έσπευδα να το δημοσιεύσω. Όταν συνταξιοδοτήθηκα και αφού πέρασα ένα μακρύ διάστημα αποτοξίνωσης, αποφάσισα ν΄ασχοληθώ και πάλι με το δημοσιογραφικό μου έργο, όσο κατά την εκτίμησή μου αντέχει στον χρόνο. Συνεπίκουρο στην προσπάθειά μου αυτή βρήκα τον Πέτρο Μοσχούρη ο οποίος είχε τη φροντήσει να «γράψει» σε δίσκo dvd τα τεύχη του «Αυλόγυρου», απαλλάσσοντάς με έτσι από τον κόπο μιάς νέας φωτοσύνθεσης του κειμένου. Και άλλοι όμως χωριανοί και φίλοι με βοήθησαν, ίδιαίτερα στην όσο γίνεται αρτιότερη καταγραφή των γενεαλογικών, όπως ο Νίκος και Παναγιώτα Ζαννή, Νίκος Γ. Μιχαλάκης, Αγγέλα Καρυάμη, Γιώργος Χ. Τακτικός, Δέσποινα Κατσαρού-Ξανθουδάκη και Γιάννης Ν. Μιχαλάκης. Ασφαλώς ελλείψεις υπάρχουν πολλές. Ελπίζω κάποιοι από τις επόμενες γενιές να σκύψουν πάνω στην ιστορία του χωριού μας, να μελετήσουν τα νοταριακά έγγραφα που υπάρχουν στην Βιβλιοθήκη Κοραή και το Ιστορικό Αρχείο Χίου και να γράψουν την πλήρη ιστορία. Εκείνο που εγώ μπορώ να κάνω, είναι να συμπληρώσω την εργασία μου αυτή με στοιχεία που θα μου δόσουν για τις οικογένειές τους όσοι έχουν και θέλουν να βοηθήσουν
5
6
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΟΥΣΙΟ ΟΙΝΟ Δύσκολο έργο η ιχνηλασία και καταγραφή της Ιστορίας του χωριού μας. Μικρός ο τόπος, απομονωμένος, ελάχιστο ενδιαφέρον προκάλεσε στους ιστορικούς και περιηγητές από τους οποίους προσπαθούμε σήμερα να αντλήσουμε πληροφορίες. Η βιβλιογραφία ελάχιστη. Καταφεύγουμε στη στοματική παράδοση αλλά και σε εικασίες απο αναλύσεις τοπωνυμιών. Βασική πηγή μας φυσικά η ιστορία του νησιού μας. Τρία είναι τα στοιχεία που μας βεβαιώνουν ότι το χωριό μας κατοικήθηκε από τα αρχαία χρόνια. Η ύπαρξη αρχαίου πολυγωνικού κάστρου στην τοποθεσία «Ερινός» και άλλων κτισμάτων που ατυχώς δεν έχει γίνει δυνατή η μέχρι τώρα αρχαιολογική μελέτη τους, η επιγραφή που αναφέρεται σε ιερό αγρό του Ηρακλή και ο Αριούσιος οίνος. Αρχίζοντας από τον Αριούσιο οίνο, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο τόπος μας κοιτοικήθηκε πριν από χιλιάδες χρόνια και πως η καλλιέργεια του αμπελιού στις πλαγιές της Αμανής ξεκίνησε από τον εποικισμό της Χίου από τον Οινοπίωνα, γιό του Μίνωα, που προφανώς σηματοδοτεί την άφιξη και εξάπλωση του κρητικού (Μινωϊκού) πολιτισμού στο νησί μας. Το όνομα του Οινοπίωνα μας φέρνει στο νού το κρασί. Ωστόσο, ο ιστορικός της Χίου Γεώργιος Ζολώτας πιστεύει ότι το όνομά του προέρχεται από το Οινοψ-πος που σημαίνει τον άνθρωπο που έχει "μέλανα" όψη, τον μελαχροινό. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το νησί μας, δεν είχε πάντοτε ολόκληρο το ίδιο όνομα. Ενα τμήμα του, (ασφαλώς το βόρειο) λεγόταν Αριουσία ή Αριούς. Ο γεωγράφος Στράβων, εκεί τοποθετεί την Αριουσία χώρα. Μεταξύ του χωριού Μελανιός και της Κατάβασης. Ολα όσα γνωρίζουμε για τον Οινοπίωνα άλλωστε, κυρίως στο βόρειο τμήμα του νησιού αναφέρονται, καθώς γύρω από την Αμανή και το Πελινναίο εντοπίζεται η πρώτη ακμή της Χίου. Ανοίγω εδώ μιαν παρένθεση για να σημειώσω την επιβίωση του μύθου του Ωρίωνα μέχρι τις μέρες μας. Η μητέρα μου, πηγαίνοντας μια φορά με τα πόδια από τα Κουρούνια στον Εγρηγόριο και αντικρίζοντας την κορυφή του Πελινναίου μου είπε το παρακάτω παραμύθι που το είχε ακούσει από τη γιαγιά της. Μια φορά κι ένα καιρό, πάνω στο Πελινναίο ζούσε ένα θηρίο τεράστιο και φοβερό που σκότωνε τους ανθρώπους, έτρωγε τα ζώα, κατέστρεφε τις καλλιέργειες. Έστειλε τότε ο βασιλιάς ντελάλη σε όλο το νησί και είπε ότι όποιος σκοτώσει το θηρίο θα πάρει το βασίλειό του και την κόρη του για γυναίκα του.
7
Ένα παλικάρι ανταποκρίθηκε στο βασιλικό κάλεσμα, πάλαιψε με το θηρίο-δράκο, το πλήγωσε κι εκείνο έπεσε στη θάλασσα για να ξεφύγει. Ηταν τόσο μεγάλο που η θάλασσα φούσκωσε, κόντεψε να πνίξει τα χωριά. Και η κραυγή που έβγαλε ήταν τόσο δυνατή που ακούστηκε μέχρι τη Χώρα. « Και το παληκάρι»; Ρώτησα. Ο βασιλιάς δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Αντί να του δώσει την κόρη και το βασίλειό του, του έβγαλε τα μάτια. Μια καλή γριά μάγισσα όμως του είπε ότι αν περπατά κοιτάζοντας προς τον ήλιο, θα ξαναδεί το φως του. «Και τι έγινε; Το ξαναείδε»; «Πού να ξέρω γιέ μου; Ούτε η γιαγιά μου ήξερε». «Και το παλικάρι τι απέγινε»; «Επερπάτιεν, επερπάτιεν, πρέπει να πέρασε "καρτσί" στην Τουρκία, που τότε ήταν Ελλάδα». Πολλά χρόνια αργότερα, διαβάζοντας μυθολογία, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Το παραμύθι της μάνας μου δεν ήταν παρά ο μύθος του Ωρίωνα που έμενε ακόμη ζωντανός. Ο μύθος του Ωρίωνα έχει πολλές εκδοχές. Σύμφωνα με μία απ' αυτές ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Ευρυάλης, κόρης του Μίνωα. Εκτός της τεράστιας δύναμης του, είχε και την ικανότητα να περπατά πάνω στη θάλασσα. Οταν ο Οινοπίωνας ήρθε στη Χίο, το νησί ήταν γεμάτο από άγρια θηρία και φίδια, Γιαυτό άλλωστε και ένα από τα ονόματά της ήταν «Οφιούσα». Σύμφωνα πάντα με τους ίδιους μύθους, πάνω στο Πελινναίο ζούσε ένας μεγάλος δράκος που η φωνή του έφτανε μέχρι τα καράβια που περνούσαν και ήταν τόσο δυνατός ώστε κάποτε μπήκε στη θάλασσα και ναυμάχησε με διερχόμενα πλοία. Το δράκο αυτό, όπως και άλλα θηρία της Χίου σκότωσε ο Ωρίων, αλλά ο βασιλιάς Οινοπίων αθέτησε την υπόσχεσή του και τον τύφλωσε. Οι μύθοι όμως μπερδεύονται στο διάβα της ιστορίας, και εμπλουτίζονται ή και προσαρμόζονται. Έτσι και ο Οινοπίων, κάπου μπερδεύεται με τον άλλο μυθικό βασιλιά της Χίου, τον Σκληρίωνα, ο οποίος μετά την ήττα του από τον Δράκοντα εξαφανίστηκε από το νησί, έγινε ένας ακόμη ανήλιαγος βασιλιάς. Οι αρχαιότερες πόλεις του νησιού ήταν οι: Καρίδες, Βολισσός, Πολίχνη, Κοίλα και Πάρβας που βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα του. Κατά τον Γ. Ζολώτα, το γεγονός αυτό ερμηνεύει την παρουσία των Αβάντων και λοιπών επιδρομέων από την Εύβοια όπου ο Ωρίων είναι κοινός ήρωας. Μεταξύ μύθου και πραγματικότητας ως πανάρχαιοι κάτοικοι της Χίου θεωρούνται οι Πελασγοί οι οποίοι ήρθαν από τη Θεσσαλία και ο Κάρες οι οποίοι εποίκησαν πρώτα τα βορειόχωρα και απ' εκεί ξαπλώθηκαν σ’ όλο το νησί. Σχετικά με το θέμα αυτό ο Αντώνης Π. Στεφάνου γράφει : « Ή βόρειος Χίος είναι ο χώρος απ’ όπου εξεπήγασεν η μορφή της Χίου και όπου πρωτοφανερώθηκεν ο πολιτισμός της. Οτι οι κάτοικοι της βορείου Χίου είναι οι πρώτοι κύριοι του νησιού μας, αποδεικνύεται και από άλλους λόγους και από την απέραντη αγάπη των στη μητέρα γη. Δεν υπάρχει σπιθαμή γης που να μπορεί να καλλιεργηθεί και να μένει ακαλλιέργητος. Έπειτα το πλήθος των αρχαίων τοπωνυμιών είναι πολύ σοβαρή μαρτυρία για αυτό το επιχείρημα». Αν λοιπόν τα ερείπια του Ερινού είναι πελασγικά τείχη και όχι μεσαιωνική βίγλα όπως και οι υπόλοιπες, τότε το χωριό μας είναι από τα αρχαιότερα της Χίου.
8
Δεν γνωρίζουμε ωστόσο αν το αρχαίο χωριό ήταν στα Παλιά Κουρούνια ή στη σημερινή θέση του. Ο συγχωριανός μας αρχαιολόγος Στέλιος Μ. Μοσχούρης πιστεύει ότι το αρχαίο χωριό βρισκόταν στη θέση που σήμερα είναι το εξωκκλήσι της Αγίας Ματρώνας. Και είναι γεγονός ότι αρχαίοι τάφοι που βρέθηκα εκεί, συνηγορούν στην άποψη αυτή. Οι Κάρες οι οποίοι θεωρούνται εκπολιτιστές των Πελασγών έχτισαν μιαν από τις σημαντικότερες πόλεις της Χίου, τις Καρίδες που βρίσκονταν στη θέση που βρίσκονται τα ερείπια της Μονής Μουνδών στην Κατάβαση. Συγχρόνως με τους Κάρες ή λίγο αργότερα ήρθαν οι Αβάντες από την Εύβοια, οι οποίοι κατά τον Ησύχιο ήταν κολοσσοί σε σωματική διάπλαση. Ο Στέφανος Βυζάντιος τους ονομάζει Άμαντας. Μήπως σ' αυτούς θα πρέπει ν' αναζητήσουμε την ερμηνεία της ονομασίας της Αμανής; Ακολούθησαν οι Ίωνες, οι οποίοι εξεδίωξαν κυρίως τους κατοίκους των παραλιακών πόλεων ενώ με τους υπόλοιπους συνυπήρξαν. Ο Αδαμάντιος Κοραής πιστεύει στη βοιωτική καταγωγή των Χιωτών από τις κοινές ονομασίες τοποθεσιών όπως η Κορώνεια που μετεξελίχθηκε σε Κουρούνια αλλά και η διάλεκτος πολλών χωριών μας. Κατά τον Στράβωνα, ο αρχηγός της Ιωνικής αποικίας στη Χίο, δεν έφερε μαζί του μόνο Ίωνες της Αθήνας αλλά και πολλούς άλλους Ελληνες μιγάδες, από πόλεις της Πελοποννήσου της Βοιωτίας και της λοιπής Ελλάδας. Επειδή δε οι από Θεσσαλία άποικοι κατοίκησαν στην περιοχή του Πελινναίου και οι από την Πελοπόνησο στις υπώρειες της Αμανής, η εκδοχή να συνδέεται το χωριό μας με την Κορώνεια της Μεσσηνίας, δε θα πρέπει ν' αποκλειστεί. Ο Γ. Ζολώτας ο οποίος γράφει το όνομα του χωριού μας με έψιλον γιώτα (Κουρούνεια) το ερμηνεύει ως προερχόμενο από τις πόλεις Κορώνεια της Φθιώτιδας, Βοιωτίας, Αττικής και Κορίνθου που αναφέρονται από το Στράβωνα, την Κορώνη Μεσσηνίας και το Κουρούνι της Εύβοιας, κοντά στην Κάρυστο. Σε παλιά έγγραφα αλλά και σε απλά λευκά χαρτιά έχουμε βρει σφραγίδες του χωριού μας που αναφέρονται ως Κορούνια και Κορώνεια. Δεν ξέρουμε όμως αν οι προσπάθειες μετονομασίας του έγιναν βάσει ιστορικών στοιχείων ή αυθαίρετα. Το βέβαιο είναι ότι οι προσπάθειες εκείνες απέτυχαν. Τα παλιά Κουρούνια ο Γ. Ζολώτας τα τοποθετεί Β.Δ. του σημερινού χωριού, κοντά στη θάλασσα, στη θέση Ερινός, μισή ώρα από το σημερινό χωριό, όπου η εκκλησία του Ευαγγελισμού, τα οποία εξαφανίστηκαν λόγω αραίωσης των κατοίκων από τις πειρατικές επιδρομές. Ως εκκλησία των Παλαιών Κουρουνίων ο Γ. Ζολώτας αναφέρει και την Αγία Παρασκευή. Η τοποθεσία του παλιού χωριού όμως δεν ηταν στον Ερινό ούτε κοντά στη θάλασσα. Η πιθανότερη θέση είναι των παλαιών Κουρουνίων και των πλαγιών κοντά στην Αγία Ματρώνα. Ακόμη εκκλησίες του Ευαγγελισμού ή της Αγίας Παρασκευής δεν υπήρξαν στο χωριό μας. Το πιθανότερο είναι ότι ο Γ. Ζολώτας μπέρδεψε την Αγία Ματρώνα, ίσως και τον Αγιο Προκόπη με άλλους Αγίους. Η ίδια απορία μας δημιουργείται και για την επιγραφή η οποία κατά τον Γ. Ζολώτα βρέθηκε στον Ερινό και καθόριζε τα όρια αγρού που ανήκε στο Ιερό του Ηρακλή. Η επιγραφή είναι: « Ίηρός αγρός Ηρακλέος Εξώου». Ο Κ. Αμαντος, ερμηνεύοντας το χαρακτηρισμό του Ηρακλή ως Εξώου συσχετίζει την επιγραφή με την τοποθεσία Αράκλι των Φυτών, πράγμα για το οποίο διαφωνεί ο Ζολώτας, καθώς και για τη θέρη Ράκλι στον Κάμπο. 9
Νομίζω ότι και οι δύο σοφοί Χιώτες πήγαν πολύ μακρυά από το χωριό μας για να ερμηνεύσουν την επιγραφή. Λίγο έξω από το "βορεινό" του χωριού μας, βρίσκεται η τοποθεσία “Ρούκλος", άγνωστης προέλευσης. Σύμφωνα με τη στοματική παράδοση, στου Ρούκλο, στο χωράφι που βρίσκεται πάνω από το προσκυνητάρι, σχεδίαζαν οι χωριανοί μας να χτίσουν το ναό του Αι Γιάννη. Την ημέρα έσκαβαν τα θεμέλια, το βράδυ όμως αόρατες δυνάμεις έπαιρναν τα εργαλεία και τα μετέφεραν μερικά μέτρα πιό πάνω, στη θέση όπου τελικά χτίστηκε ο ναός. Όπως ξέρομε όμως, οι χριστιανικοί ναοί χτίζονταν, συνήθως πάνω στα ερείπια των αρχαίων και από τα υλικά τους. Γιατί ο ναός του Αι Γιάννη ν' αποτέλεσε εξαίρεση; Να επιδιώχθηκε δηλαδή να χτιστεί μέσα στον ιερό αγρό του Ηρακλή αλλά λόγοι άγνωστοι σ' εμάς να έκαμαν το "θαύμα" που συνετέλεσε στο να χτιστεί λίγα μέτρα πιο πάνω; Άλλωστε η επιγραφή αυτή βρέθηκε εντοιχισμένη στο ναό του Αι Γιάννη, δε γνωρίζουμε την ακριβή τοποθεσία από την οποία χέρι στοργικό τη μάζεψε και περιέσωσε. Δική μου ταπεινή άποψη είναι ότι ο ιερός αγρός του Ηρακλή βρισκόταν στη θέση του σημερινού Ρούκλο που μπορεί να είναι παραφθορά του ονόματος του Ηρακλή. Εκτός όμως από τον Ηρακλή φαίνεται ότι και ο Παν λατρευόταν στο χωριό μας. Ο Γ. Ζολώτας αναφέρει την ύπαρξη τοποθεσίας "στού Πα" που όμως δεν έχει εντοπιστεί και επιβεβαιωθεί σε γραπτές ή προφορικές πηγές. Την ονομασία της θέσης αυτής ο Ζολώτας ετοιμολογεί από το θεό Πάνα. Υπάρχει στο χωριό μας τοποθεσία Απαάνου την οποία όμως ο Γρηγόρης Δ. Σπανός ετοιμολογεί από το φυτό Απήγανο. Ο Αριούσιος οίνος αναμφίβολα υπήρξε για το χωριό μας, όχι μόνο πηγή επιβίωσης αλλά και αιτία ιστορικής καταγραφής καθώς η παραγωγή του ανάγεται στα αρχαία χρόνια. Έχουν γραφτεί πολλά και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω. Όπως ήδη ανέφερα, ο γεωγράφος Στράβων τοποθετεί την "Αριουσία χώρα" 30 στάδια από την Μέλαινα άκρα. Δηλαδή όλη την έκταση της Αμανής στο κέντρο της οποίας βρίσκονται τα Κουρούνια. Το φημισμένο μέχρι τις μέρες μας Κουρουνιώτικο κρασί, αναμφίβολα αποτελεί τη συνέχεια του Αριουσίου οίνου της αρχαιότητας. Για τα χρόνια που ακολούθησαν, συνεχίζουμε να έχουμε ελάχιστα στοιχεία. Οι πόλεις των Βορειοχώρων σιγά-σιγά άρχισαν να χάνουν τη σπουδαιότητά τους, το κέντρο του νησιού μεταφέρθηκε στη σημερινή πρωτεύουσα και στο νότιο τμήμα του, το οποίο είναι σαφώς πλουσιώτερο. Ο πέτρινος όγκος του Αίπους αποτέλεσε τείχος απροσπέλαστο για τους περιηγητές οι οποίοι επισκέφθηκαν τη Χίο και από τα βιβλία των οποίων προσπαθούμε να αντλήσουμε σήμερα πληροφορίες. Φυσικά τα Κουρούνια ακολούθησαν την ιστορική πορεία ολόκληρου του νησιού. Με τους κατακτητές να διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Μακεδόνες, Πέρσες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Βενετσιάνοι, Γενοβέζοι, Τούρκοι. Από τα τοπωνύμια που μέχρι σήμερα σώζονται, μπορούμε να συμπεράνουμε οτι αρκετοί από τους κατακτητές απόκτησαν τσιφλίκια στο χωριό μας. Παράδειγμα οι τοποθεσίες Μουντάνη, Γαλάτου, Γαλανά, Λουμπέρδη, Καλοφωκά, Μανα(γ)ούδη, Καπασά, Καρά(ου), Χαρκειάδο, Καβαλάρη, Πλάτσα, Λόντζα, Αντριάς, Απιάλου, Αρακινού,Κλαδά κ.α. Από τα λίγα στοιχεία που έχω συγκεντρώσει, συμπεραίνω ότι το Βυζαντινό γένος των Γαλάτηδων είχε τσιφλίκι του τα σημερινά Γαλάτου. Στη Χίο οι Γαλάται ήρθαν μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και έκαμαν τεράστια περιουσία. Κατοικούσαν στον Κάμπο, κτήματα όμως είχαν ακόμη στο Πυργί, στο Πυτιός, και στην Αμανή, όπου υπάρχει ποταμός με το όνομα του "Γαλάτη". Κατά την ιστορία της Χίου του Γεωργίου Ζολώτα, οι Γαλάται 10
εγκαταστάθηκαν πρώτα στα χωριά και από τον 17ο αιώνα στη Χώρα. Ο ίδιος ιστορικός πιθανολογεί το επίθετο Γαλάτουλας, το οποίο συναντάται στο Άγιο Γάλα, να προέρχεται από τον κλάδο τους, όπως και το Γαλάτσι. Μια οικογένεια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το χωριό μας είναι οι Κατσαροί. Το όνομα συναντάται ως παρατσούκλι κλάδου μεγάλης οικογένειας των Αμαρτωλών, κλάδος της οποίας είναι η οικογένεια των Πετροκοκκίνων. ΄Ενας απ' αυτούς, ο Δημήτριος Πετροκόκκινος-Κατζαρός, απαγχονίστηκε μετά την εξέγερση της Χίου, το 1822. Παρατσούκλι της μεγάλης οικογένειας των Ράλληδων ήταν το: Δριμύς και Κλαδάς. Τοπωνύμιο "Δριμύ το νερό” και "Κλαδά" συναντούμε, το πρώτο στη Βολισσό και τα Διευχά, ενώ στο χωριό μας έχομε τοπωνύμιο "Του Κλάδου" και "Μαγκλαδά”. Τοπική παράδοση, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ζολώτα, θέλει την οικογένεια των Σκαναβήδων να κατάγεται από τα Κοίλα ή τα Κουρούνια και να έχει εγκατασταθεί στη Χώρα πολύ αργότερα. Το γεγονός, ότι δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να ενισχύει την Κουρουνιώτικη καταγωγή της οικογένειας αυτής, ενισχύει τις αμφιβολίες και του ίδιου του Γ. Ζολώτα. Τοπωνύμια που σχετίζονται με γνωστές Χιώτικες οικογένειες είναι τα παρακάτω: Χαρκειάδο: Επίθετο συνηθισμένο στη Χίο, ιδιαίτερα στη Βολισσό, όπου και σήμερα υπάρχουν Χαλκιάδες. Καλοφωκά: Θα πρέπει να υπονοεί το χωράφι κάποιου Καλοφωκά. Η οικογένεια των Φωκάδων ήταν Βυζαντινή. Μέλη της εξορίστηκαν στη Χίο. Επώνυμα υπάρχουν στη Βολισσό, Πισπιλούντα και Φυτά. Αντριάς: Οικογένεια με το όνομα D' Andrea ή D' Andria, εμφανίζεται στη Χίο από τις αρχές του 16ου αιώνα, με πρώτο το Λεονάρδο*. Ηταν καθολικοί, είχαν κτήματα στον Κάμπο και εξοχικό σπίτι στα Λιβάδια. Εγκατέλειψαν τη Χίο και εγκαταστάθηκαν στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Καβαλάρης: Παλαιότατο γένος της Κωνσταντινούπολης που εγκαταστάθηκε στην Ατσική της Χίου τον 16ο αιώνα. Κτήματα είχαν στη Βολισσό, Παρπαριά, Πιτυός και Καρδάμυλα. Γιατί όχι όμως και στο χωριό μας, όπου υπάρχει και ομόνυμη τοποθεσία; ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, ένας μεγάλος κίνδυνος παρουσιάζεται για τους απροστάτευτους νησιώτες, ιδιαίτερα όσους έχουν χτίσει τα χωριά τους κοντά στη θάλασσα. Οι πειρατές. Το χωριό μας δεν εξαιρέθηκε από τις επιδρομές τους, με τραγικές συνέπειες. Η παράδοση αποδίδει στους πειρατές την ύπαρξη των βιγλών, λείψανα των οποίων σώζονται ακόμη στους Παλιοπύργους, Ερινό, Λιβάδι και Μερσινιά. Η αντικρυστή θέση που βρίσκονται επιβεβαιώνουν το γεγονός, ότι ακόμη κι αν δεν χτίστηκαν για το σκοπό αυτό, ( ο Ερινός για παράδειγμα πιθανολογείται από τα προχριστιανικά χρόνια, ενώ το κτίσμα των Λιβαδιών, σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του συγχωριανού μας αρχαιολόγου Στέλιου Μοσχούρη, ήταν εργοστάσιο παραγωγής κρασιού) αναμφίβολα χρησιμοποιήθηκαν για να ειδοποιούν τους χωριανούς και να παίρνουν τα αναγκαία μέτρα, όταν πειρατικό καράβι εμφανιζόταν στο πέλαγος. Στα χρόνια του Βυζαντίου το σύστημα μετάδοσης μηνυμάτων με φρυκτωρίες, φωτιές από βίγλα σε βίγλα, ήταν ευρύτατα διαδεδομένο και αποτελεσματικό. Ενα αξιόλογο ντοκουμέντο για την πειρατία αλλά και τον ηρωισμό των γυναικών των χωριών μας, μας διέσωσαν δύο περιηγητές. Ο πρώτος, ο John Covel, ταξίδεψε στη Χίο το 1667 και στο βιβλίο του "The diares of J. Covel" γράφει:" Οι γυναίκες 14 χωριών ( Ανάβατος, Αυγώνυμα, Σιδηρούντα, Βολισσός, Νένητα, Καμπιά, Αμάδες, Βίκι, Παρπαριά, Κατάβαση, Αγ. Ελένη, Κουρούνια, Πιτυός και Καρδάμυλα) 11
φορούν στ' αυτιά τους ένα ειδικό σκουλαρίκι, που αποτελεί ένδειξη τιμής, επειδή κάποτε αντιστάθηκαν μόνες τους στους πειρατές και εμπόδισαν την εισβολή τους στο νησί. Πρόκειται για ένα μικρό τόξο από σύρμα, με διπλή χορδή, στολισμένο με χάνδρες και μαργαριτάρια και με βέλος από σύρμα μικρότερο, τυλιγμένο μια φορά γύρω από το τόξο, που έχει μήκος γύρω στα τέσσερα δάκτυλα". * Ο δεύτερος περιηγητής, ο Stokhove, που πήγε στη Χίο το 1630, αναφέρει οτι στο βόρειο μέρος του νησιού, όπου άλλοτε άκμαζε μια πόλη μεγάλη, οι γυναίκες είναι ντυμένες όλες με τον ίδιο τρόπο, με μακρυά μαύρα φουστάνια, ενώ τα μαλλιά τους κυμματίζουν στους ώμους τους. Στο στήθος τους κρέμμεται αργυρό νόμισμα, στο οποίο εικονίζεται ξίφος, στα δε αυτιά φορούν τοξοειδή σκουλαρίκια. Τα κοσμήματα αυτά είναι δείγματα ανδρείας για κάποια μάχη στην οποία ελιποψύχησαν οι άνδρες, έτρεξαν εκείνες και πήραν τα όπλα που πέταξαν οι άντρες τους. Είδαμε τις γυναίκες αυτές και μας έκαμαν μεγαλειώδη εντύπωση. Ο Γ. Ζολώτας πιθανολογεί να πρόκειται για την Παρπαριά, στην οποία ο συγγραφέας πήγε το 1911, συλλέγοντας στοιχεία για το μνημειώδες έργο του. Η μνήμη πειρατικής επιδρομής ήταν ζωντανή στην Παρπαριά, περιστατικά της αφηγούνταν ζωηρότατα οι Παρπαρούσοι, όπως και τη συνθηματική προειδοποίηση που τους έφερε μια γριά, η οποία αναγνώρισε τα πειρατικά καράβια. Από τη θέση Κουβαράς που καθόταν έτρεξε στο χωριό και τους φώναξε: «Φύγετε χωριόν το πέραν και χωριόν το παραπέρα, φύγετεν και Βαρπαρούσοι κι οι κουρσάροι σας βαρούσι». Στο χωριό μας παρατηρόντας τα ντουβάρια των σπιτιών που βρίσκονται στο “βορεινό", διαπιστώνουμε οτι έχουν μορφή προστατευτικού τείχους. Τα παράθυρα, πριν επισκευαστούν τα σπίτια, ήταν μικρά σαν πολεμίστρες κι οι δρόμοι του χωριού στενοί, με πολλές στροφές, ώστε η διαφυγή να είναι εύκολη. Απομεινάρια των πειρατικών επιδρομών πρέπει να είναι τα τοπωνύμια: Αρακινού (Σαρακινού) και Ασκάβλου (σκλάβου). Στον Εγρηγόρο παραμένει "ζωντανή" ακόμη η τελευταία πειρατική επιδρομή και στα Κουρούνια η ιστορία "του γέρο Μιχάλη". 0 γέρο Μιχάλης ήταν τσοπάνης και είχε τη μάντρα του στους Παλιοπύργους, όπου ενδεχομένως ήταν και βιγλάτορας. Ένα βράδυ βγήκαν πειρατές στα Γαλάτου χωρίς να τους πάρει είδηση και έκαναν επιδρομή στο φτωχικό του. Ο κουρουνιώτης τσοπάνης τους έβαλε να φάνε φρέσκο τυρί και να πιούν μπόλικο κρασί. Ήρθαν στα κέφια οι πειρατές, και αφού χόρτασαν την πείνα τους, άρχισαν να γλυκοκοιτάζουν τις δυό θυγατέρες και τη γυναίκα του. Τι να κάνει μόνος του ο Μιχάλης; Έδωσε περισσότερο κρασί στους ανεπιθύμητους επισκέπτες του, ενώ συγχρόνως "σύμπαλλε" τη φωτιά πάνω στην οποία είχε το καζάνι στο οποίο τυροκομούσε. Το κόλπο έπιασε. Οι πειρατές, ζαλισμένοι από το γλυκό κουρουνιώτικο κρασί αποκοιμήθηκαν. Αυτό περίμενε και ο γέρο Μιχάλης. Με τη βοήθεια της γυναίκας και των κοριτσιών του, έπιασαν το μεγάλο καζάνι με το βραστό τσίρο και το έριξαν στα πρόσωπα των κακοποιών. Όταν οι πειρατές συνήλθαν, κατέστρεψαν ότι μπόρεσαν, έκλεψαν ότι τους χρειαζόταν, μπήκαν στο καράβι τους κι έφυγαν. Ο γέρο Μιχάλης μάζεψε ότι απόμεινε απ' το βιός του και πήγε κι έστησε το καινούργιο σπιτικό του μακρυά από τη θάλασσα σε μια τοποθεσία απέναντι από την "Απάνω Παναγιά" που μέχρι σήμερα ονομάζεται "μάντρα του γέρο Μιχάλη". Πότε έγινε η ιστορία αυτή και το επίθετο του "ήρωά" της δεν μπόρεσα να τα προσδιορίσω.
12
Από ιστορική πλευρά, τα γεγονότα για το χωριό μας αρχίζουν να ξεθολώνουν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κυρίως από παλιά έγγραφα που διασώθηκαν, τοπωνύμια και άλλες ιστορικές πηγές. Φυσικά και για την περίοδο αυτή θα πρέπει να κάνομε υποθέσεις, καθώς η σφαγή και η καταστροφή του 1822, εξαφάνισαν τις όποιες γραπτές πηγές. Από την τοποθεσία "Απιαλού" για παράδειγμα, μπορούμε να υποπτευθούμε οτι ο Πιαλή Πασάς, ο οποίος κατέλαβε τη Χίο μετά τους Γενοβέζους το 1566 ή κάποιος Τούρκος με το ίδιο όνομα, είχε τσιφλίκια στο χωριό μας. Κατά τη χρονική περίοδο αυτή η απομακρυσμένη θέση του χωριού μας και η δυσκολία προσπέλασης ως εκεί, υπήρξαν σωτήριες. Χωρίς την παρουσία Τούρκων, η καταπίεση φαίνεται να μην ήταν μεγάλη, περιοριζόταν στην πληρωμή του κεφαλικού φόρου. Στον δεύτερο ακτιναμέ του 1578 του Σουλτάνου Σελίμ του Β' αναφέρεται ότι: "επί φυτειών αμπέλων κ.τ.λ. και άλλων κτημάτων γεωργικών, να μη λαμβάνεται δεκάτη και να μη υπόκεινται εις αγγαρείας είτε εις κανέναν φόρον, είτε εις κανέν βάρος, αλλά να εξαιρώνται όλων των δυσαρέστων βαρών και ουδείς να δύναται να καταλάβη (κατάσχει ) τας ιδιοκτησίας των γενικώς και τα υπάρχοντά των παρά την θέλησίν των". Επειδή η Χίος παραδόθηκε στον Πιαλή Πασά χωρίς να προβάλλει αντίσταση, οι νέοι κατακτητές υπήρξαν, αν όχι καλύτεροι, αναμφίβολα όχι χειρότεροι από τους προηγούμενους. Οι Χιώτες πλήρωναν μόνο το χαράτσι, απαλάσσονταν όμως από τη δεκάτη και τις αγγαρείες. Ακόμη, κρατούσαν τα παλαιά έθιμά τους, τις εκκλησίες και μπορούσαν να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα. Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ 1822 Μεγάλος ιστορικός σταθμός για το χωριό μας, όπως και για όλο το νησί, υπήρξε η σφαγή του 1822. Δεν ξέρουμε πόσους κατοίκους είχε το χωριό την μοιραία εκείνη άνοιξη. Αν όμως υπολογίσουμε ότι όλο το νησί είχε 120.000 κατοίκους θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι και τα Κουρούνια ακολούθησαν την οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του νησιού. Ξέρουμε ακόμα την ύπαρξη δύο τουλάχιστον οικισμών, της Κοκκίστριας στα Κουρούνια και το Πλατανάκι στο Εγρηγόρο που εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους, προφανώς μετά την μεγάλη εκείνη καταστροφή. Το 1827, όταν έγινε η αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου για την απελευθέρωση του νησιού, σε “βιβλίον εις ό σημειούνται αι ψυχαί τών κατοίκων" το χωριό μας (μαζί με τον Εγρηγόρο) εμφανίζονται να έχουν 83 ψυχές . Θα πρέπει όμως εδώ να κάνουμε μια σημείωση. Η καταγραφή αυτή έγινε με σκοπό, κάθε χωριό, ανάλογα με τον πληθυσμό και την δύναμή του να βοηθήσει - οικονομικά κυρίως- την εκστρατεία εκείνην. Το πιθανότερο λοιπόν είναι, το χωριό μας, όπως και τα υπόλοιπα χωριά του νησιού να δήλωσαν λιγότερες ψυχές, ώστε να πληρώσουν και λιγότερα. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι πέντε μόλις χρόνια μετά την φοβερή εκείνη καταστροφή, το ψωμί έβγαινε ακόμα δυσκολότερα καθώς τα δέντρα και τα αμπέλια είχαν καταστραφεί και δεν υπήρχαν χέρια για να τα καλλιεργήσουν. Τί απέγιναν οι υπόλοιποι; Φαίνεται ότι οι χωριανοί μας δεν είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο της σφαγής. Ο πατέρας μου μου είχε αφηγηθεί ότι κάποιος γέρος Γρηγοριανός, του οποίου το όνομα δεν ήξερε, καθάριζε μια προβιά για να φτιάξει παπούτσια. Ένας άλλος χωριανός του υπέδειξε οτι έπρεπε να τρέξει, να φύγει, γιατί έρχονται οι Τούρκοι. «Πού βρίσκονται»; τον ρώτησε. 13
«Στον Πεντιά», του αποκρίθηκε. «Ε, καλά, μέχρι νάρτουν προκάμνω να το καθαρίσω». Τελικά δεν ξέρομε αν πρόκαμε να φύγει ή τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Ένας χωριανός, του οποίου τη διάσωση είχε διατηρήσει η στοματική παράδοση, ήταν κάποιος Χιονάς. Ο πατέρας μου μου είχε αφηγηθεί τα παρακάτω, τα οποία καταγράφω, όπως τα απομαγνητοφώνησα από μια συνομιλία μας το 1974: "Ο γέρο Χιονάς σώθηκε γιατί κρύφτηκε σ' ένα "κουμαχάκι" (μικρή σπηλιά) στη Βίγλα, αλλά από την εδώ μεριά, την Κουρουνιώτικη. Βρίσκεται στον Κολιτζανιά, στο χωράφι μας, πιο κάτω. Το χωράφι αυτό τόχουν οι Χριστοφάκηδες. Λένε ότι (η σπηλιά ) σώζεται ακόμα. Μεταχειρίζονταν, όμως οι Τούρκοι, διάφορα συστήματα για να ανακαλύπτουν τους κρυμμένους και να τους σκοτώνουν. Μερικοί Τούρκοι που ήξεραν ελληνικά φώναζαν: «Βρέ Κώστα, βρε Γιάννη, βρέ Μανώλη, εφύγαν τα σκυλιά». Άκουγαν οι κρυμμένοι νόμιζαν πως ήταν δικοί μας, προβάλλαν απο τις κρυψώνες και τους σκότωναν. Αλλά το μεγάλο κακό έγινε στο Μελανιός. Εκεί επήγαν με την ελπίδα να περάσουν στα Ψαρά. Αλλά μια τύχη! Δεν κουνούσε φύλλο που λένε. Μπουνάτσα. Τότε εκινούντο με πανιά βλέπεις τα πλοία. Επήγαινε καμιά βάρκα, αν έπαιρνε δέκα, έμπαιναν είκοσι μέσα. Ο σώζων σωθείτω. Και την εβουλούσαν. Κατάλαβες; Ηταν, πώς να το πούμε, θέλημα θεού να σφαγούνε. Εκείνοι που κληρονομήσανε μετά τη σφαγή, ήταν ο γέρο Μπουρνούς εφτά πόρτες, ο γέρο Πιτσόνης οκτώ πόρτες και μια γυναίκα, Καρούσαινα, δώδεκα πόρτες». Ερώτηση: Από τη δική μας οικογενεια, ποιός ζούσε τότε; Ο Βραχνός ήταν πριν ή μετά τη σφαγή; Απάντηση: Μετά. Ίσως ήταν μικρό παιδάκι. Δεν έχω να διηγηθώ τίποτα. Η μητέρα σου μούλεγε για τη γιαγιά της, πως είχε φάει μια σπαθιά και δε μίλησε. Πολλοί εσώθηκαν κρυμμένοι μέσα στα πτώματα. Και οι Τούρκοι για να μην τους γελάσει κανένας, τους εχτυπούσαν και σκοτωμένους». Τα ονόματα ορισμένων χωριανών που σώθηκαν από τη σφαγή του 1822 αλλά και εκείνων που χάθηκαν τα μαθαίνουμε από ιστορικές πηγές, τη στοματική παράδοση και διάφορα έγγραφα που βρίσκονται διασκορπισμένα σε διάφορα χέρια. Τέτοια έγγραφα, κυρίως προικοσύμφωνα και αγοραπωλητήρια έχουν εντοπισθεί σε τουλάχιστον δεκαπέντε "πηγές" και είναι ιδιαίτερα αξιόλογα για την ιστορία του χωριού μας. Από τις γνωστές ιστορικές πηγές, την Ιστορία της Χίου του Γεωργίου Ζολώτα και το Χιακό Αρχείο του Γιάννη Βλαχογιάννη κυρίως, μαθαίνομε ότι ο ιερομόναχος Λεόντιος Μιχαλάκης, Κουρουνιώτης, προηγούμενος της Νέας Μονής, βρέθηκε σκοτωμένος κοντά στο παρεκκλήσι του Αγίου Λουκά, στους πρόποδες του Προβατά. Οπως είναι γνωστό, οι περισσότεροι από τους Χιώτες που σώθηκαν από τη σφαγή πέρασαν σε διάφορά νησιά του Αιγαίου και κυρίως τη Σύρο. Οι Κουρουνιώτες, όπως ήταν φυσικό, προσπάθησαν να διαφύγουν από το Μελανιός προς τα Ψαρά. Λίγοι όμως τα κατάφεραν, κυρίως όσοι είχαν χρυσαφικά για να πληρώσουν τους Ψαριανούς βαρκάρηδες. Και οι λίγοι όμως που τα κατάφεραν, χάθηκαν δύο χρόνια αργότερα, στο ολοκαύτωμα των Ψαρών. Ανάμεσα σ' εκείνους που διασώθηκαν και έδωσαν σημεία ζωής αργότερα, σημειώνω τους παρακάτω με κάποια επιφύλαξη όμως, καθώς το μοναδικό στοιχείο που έχω είναι το επίθετό τους, το οποίο είναι Κουρουνιώτικο ή Εγρηγοριανό. Μυρωδιά Βορριάδαινα, πρόσφυγας στην τότε πρωτεύουσα του κράτους Κόρινθο. Αναφέρεται σε κατάλογο προσφύγων της Χίου, τον οποίο ο Νεόφυτος Βάμβας 14
έστειλε στον Πανούτσο Νοταρά, στις 30 Μαϊου 1822 ζητώντας του να βοηθηθούν για να ζήσουν. Η Βορριάδαινα έσουρνε μαζί της και τέσσερα παιδιά και πήρε βοήθεια .... μισή οκά ψωμί για κάθε ψυχή. Αυτή ήταν η βοήθεια της πατρίδας. (Χιακό Αρχείο τόμος Α' σελ. 148) Αντώνης Κουρουνιώτης. Στις 30 Ιουνίου 1829 υπογράφει αναφορά προς τον I. Καποδίστρια μαζί με άλλους, "κατά την ελευθέραν Ελλάδα παροικούντες Χίους“. Σε αναφορά του 1829 προς τον πρόεδρο και τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης, υπογράφουν ως Χιώτες του Ναυπλίου οι Κων. Κεφάλας και Κων. Μιχαλάκης. Σε αναφορά "πολιτών της Σύρου" το 1831 προς τον κυβερνήτη I. Καποδίστρια υπογράφει ο Σταμάτης Μιχαλάκης. Στη Σύρο επίσης συναντούμε τους Στέφανο Θεολόγο έγγαμο, τα χρόνια 1842 και 1846 και τον Ανδρέα Κεφάλα το 1850 και το 1851. Σε αναφορά Χίων της Σύρου προς τον I. Καποδίστρια, στις 13 Ιουνίου 1828 υπογράφουν ιερομόναχος Γαβριήλ Χιονάς, Παπακωνσταντής Τσούβαλος, Ιωάννης και Νικόλαος Κεφάλας. Το παρατσούκλι "Τσούβαλος" εμφανίζεται στο χωριό μας πολλά χρόνια αργότερα. Στη Χίο ωστόσο συναντιέται ως επίθετο, στο Λατινικό Κώδικα, το 1613. Το επίθετο Θεολόγος, αν και σήμερα συναντιέται στ’ Αφροδίσια, πριν από τη σφαγή του 1822 -όπως αποδεικνύεται από έγγραφα- ήταν και κουρουνιώτικο. Το ότι ο προστάτης Άγιος του χωριού μας είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ενισχύει την άποψη αυτή.
Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ «ΟΡΦΑΝΙΚΑ» ΧΩΡΑΦΙΑ Ο παππούς μου Δημήτρης Μιχαλάκης, ένα σημαντικό μέρος του νοταριακού του αρχείου το έδωσε στον αρχαιολόγο Αντώνη Π. Στεφάνου, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως δάσκαλος στο χωριό μας και τους συνέδεε πολύχρονη φιλία και αμοιβαία εκτίμηση. Μέρος των εγγράφων αυτών δημοσίευσε ο Στεφάνου στο βιβλίο του "Χιακά Μελετήματα" τεύχος δεύτερο, το οποίο στάθηκε πολύτιμος βοηθός μου στην εργασία αυτή. Επειδή το βιβλίο του Α. Στεφάνου συμπεριλαμβάνεται πια μεταξύ των σπανίων και δυσεύρετων, αναδημοσιεύω εδώ μερικά έγγραφα, ιδιαίτερα σημαντικά για την ιστορία του χωριού μας. "Εις τα 1822 Μαϊου 6, ήλθε το καράβιν τού καπετάν Δημήτρη Καλαφάτη Σπετζιώτη εις την Χίον εις χωρίον Κουρούνια και μας επήρεν εννέα εικόνες δεσποτικές: τον Χριστόν, την Παναγίαν, τον Αγιον ίωάννην τον Θεολόγον, τον Πρόδρομον, τον Αγιον Συμεών, τον Αγιον Γεώργιον, την Παναγίαν Ζωοδόχον Πηγήν, τον Αγιον Προκόπιον, την Αγίαν Ματρώνα και τας επήγεν εις τις Σπέτζες εις την Παναγίαν εις την ενορίαν τού παπά Ρούση. Λοιπόν επήγεν άνθρωπος ιδικός μας, όπου είναι εγκάτοικος εις τις Σπέτζες, Σταμάτιος Χίος και επήγεν και τις εζήτησεν και τού εδώσαν τον Αγιον ίωάννην Θεολόγον. Τες δε απολειφθέν (υπόλοιπες) δεν τις έλαβε επειδή τες είχαν στελμένες εις το Ανάπλι εις την Παναγίαν". Ενα άλλο σημαντικό έγγραφο τώρα: "1829 Αυγούστου 4. Την σήμερον κάμνουν σύναξιν οι πάροικοι τού χωριού μας και βάλουσι μερικά πράγματα στο δόσιμον που δεν έχουν νοικοκυρούς. Και βάλουσι το θολογικό μούρκι γρόσι είκοσι βάλουσι και τού Καζά γρόσι τριάντα, βάλουσι και τού Σούρδη γρόσι πέντε,
15
βάλουσι και το Γεντίδικον γρόσια εξήντα , βάλουσι και τών Πρεντουνίων δια τά Γεντίδικα όπου βαστούν, Γιάννης Κατσαρός, Χριστοφής Μιχαλάκης, Γεώργις Κατσαρός, Ιωάννης Κατσαρός, Δημήτρης Μιχαλάκης, Γεώργις Κατσαρός, Βασίλης Κριτούλης, Νικόλας Κατσαρός, Ιωάννης Κωτσάτος, Κωνσταντής Κατσαρός και οι γέροντες οι ευρισκόμενοι τού χωριού και εγώ παπά Γεώργις Κατσαρός". Εξαιρετικού ενδιαφέροντος το έγγραφο αυτό, καθώς μαθαίνουμε μερικές οικογένειες που χάθηκαν στη σφαγή (Θεολόγος, Καζάς, Σούρδης, Γεντής, Πρεντούνης) και οι οποίες μάλιστα, με εξαίρεση τους Γεντίδηδες δεν ξαναεμφανίστηκαν. Ηταν δηλαδή ολοκληρωτική η εξόντωσή τους. Ακόμη μαθαίνουμε ονόματα διασωθέντων, οι οποίοι μάλιστα ήταν σε ηλικία τέτοια που να παίρνουν μέρος σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Είχαν δηλαδή τα χρήματα για ν΄αγοράσουν «ορφανικά» χωράφια. Δύο χρόνια αργότερα, το 1831 δηλαδή, οι χωριανοί μας αποφασίζουν να ανακαινίσουν την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, που ασφαλώς είχε καταστραφεί από τους Τούρκους. Επειδή όμως δεν είχαν λεφτά, αποφασίζουν να πουλήσουν μερικά χωράφια "ορφανικά" των οποίων οι ιδιοκτήτες εθεωρούντο οριστικά χαμένοι. Το σχετικό έγγραφο το οποίο συνέταξαν αργότερα είναι το παρακάτω: "Δια τού παρόντος δηλοποιούμε οτι επειδή εις τούς χιλίους οκτακοσίους τριάντα ένα χρόνους ενεκαινίστη ο θείος και ιερός ναός Αγιος Ιωάννης Θεολόγος (εις) χωρίον Κουρούνια, με το να μήν έχει παράδες η εκκλησία επώλησεν μερικά πράγματα αρφανικά, ως καθώς φανερώνουν τα στρουμέντα, οι πούλησες τού καθενός, όπου αγόρασε και φανερώνει πόσα γρόσια έχει κάθε ένας δοσμένα και εάν σιγουράρουν οι πούλησες αυτές τών ορφανικών πραγμάτων υπό τής εξουσίας. Ει δε και ακολουθήσει τίποτις, να έχουν να λαβαίνουν από τον ναόν άγιον Ιωάννην, από τούς ευρεθέντας ηγουμένους, γέροντες, επιτρόπους τού ναού. Ταύτα μεν και εις φανέρωσιν τής αλήθειας έγινε το παρόν, έμπροσθεν εις μάρτυρας. 1831 Οκτωβρίου 20 Διάκος Σταμάτης Μιχαλάκης, Βασίλις Κωτσάτος, Σταμάτης Κατσαρός, Νικολής τού Σιδώρου Κατσαρού, Νικόλας Γεντής Γεώργις τού Δημήτρι Κωτσάτου, Γεώργις Πουρνούς, Γεώργις τού Δημήτρη Κατσαρού, Γεώργις Κατσαρός, Κωνσταντής τού Νικόλα Κατζαρού, Δημήτρις Μεσχούρις, Ιωάννης Κωτσάτος, Δημήτρις τού Ιω. Μιχαλάκης, Γεώργις Κατσαρός, παπά Γεώργης Κατσαρός, γράφω. 1831 Σεπτεμβρίου 26 Ακολουθεί κατάλογος εκείνων που αγοράζουν και είναι: Δημήτρης Καρούσης, ιεροδιάκονος Νικόλαος Μιχαλάκις, Μιχάλης του ποτέ Γιώργη Κεφάλα, Δημήτρης Μιχαλάκης, Ιωαν. Κατσαρός, Κωνσταντής Σαραντινός, Γιώργης Γεντής, Κωνσταντής Σιταράς, Δημήτρης Μιχαλάκης, παπά Γεώργιος Κατσαρός και Γιώργης Κατζαρός. Στο έγγραφο αυτό παρατηρούμε μια επιφύλαξη ή μάλλον μιαν ελπίδα ότι έστω και μετά από τόσα χρόνια, είναι πιθανόν μερικοί χωριανοί να σώθηκαν και να επιστρέψουν. Ο Νικ. Γεντής, για παράδειγμα, που εμφανίζεται στο έγγραφο αυτό, απουσιάζει από το προηγούμενο. Το τι ακριβώς συνέβη στα χωριά μας την τραγική εκείνη άνοιξη και το καλοκαίρι του 1822, δεν είναι εύκολο να το μάθουμε και να το καταγράψουμε. Η σφαγή και η καταστροφή εξαφάνισαν τα στοιχεία. Λίγα λείψανα άφησαν πίσω τους για να μαρτυρούν την τραγωδία.
16
Η στοματική παράδοση ωστόσο, αρκετές ιστορίες και γεγονότα διέσωσε. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας είχαν αρκετές ιστορίες να αφηγηθούν από τις μαύρες εκείνες μέρες. ΠΕΡΙ ΑΡΙΟΥΣΙΟΥ ΟΙΝΟΥ Τρία είναι τα απαραίτητα στοιχεία για να καρπήσει η γη. Το χώμα, το νερό και ο ήλιος. Απ’ αυτά, μόνο ήλιο έχει ο τόπος μας. Κι αυτόν, όχι ολόκληρη τη μέρα. Η εργατικότητα των ανθρώπων ωστόσο, η ανάγκη τους να επιβιώσουν εκεί, συνετέλεσαν ώστε η γη αυτή η άνυδρη, με το ελάχιστο χώμα και την πολλή σαθρή πέτρα να καρπίσει και να θρέψει εκείνους που την πότισαν με τον ιδρώτα τους, στο πέρασμα των αιώνων. Το σημαντικότερο προϊόν το οποίο δέθηκε με την ιστορία του χωριού μας από τα χρόνια της αρχαιότητας είναι ο Αριούσιος οίνος ο οποίος έφτασε μέχρι τις μέρες μας με τη γεύση και το άρωμα του επίσης ξακουστού κουρουνιώτικου κρασιού. Για την ιστορία, τη φήμη και την ομορφιά του Αριουσίου οίνου έχουν γραφτεί πολλά και θεωρώ περιττό να τα επαναλάβω. Μιαν εμπεριστατωμένη εργασία έχει κάνει ο συγχωριανός μας φιλόλογος και συγγραφέας Γρηγόρης Δ. Σπανός στην οποία μπορεί να ανατρέξει κάθε ενδιαφερόμενος. Εδώ θα περιοριστώ σε ελάχιστα ιστορικά στοιχεία, δίνοντας έμφαση στις προσωπικές μου εμπειρίες και στην καταγραφή στοιχείων από τη στοματική παράδοση που σιγά-σιγά χάνονται. Οι παππούδες και οι πατεράδες μας σπέρνοντας στα πλάγια της Αμανής, μερικές φορές, έγιναν αυτοσχέδιοι αρχαιολόγοι. Με το υνί του Ησιόδειου αρώτρου τους "ανακάλυπταν" σε βάθος 30-40 πόντων στενόμακρα ντουβάρια τα οποία συγκρατούσαν πολλές πέτρες και χαλίκια, ενώ στο μέσα μέρος τους είχαν λίγο χωματάκι. Οι τοίχοι των "σκαλιών" αυτών είχαν ελαφρά κλήση προς το πλησιέστερο λαγκάδι, έτσι ώστε τα νερά της βροχής να κυλούν προς τα εκεί, και να μη γκρεμίζουν τις “γλαστράδες” απο σαθρές πέτρες. Στη μικρή έκταση των στενόμακρων αυτών χωραφιών υπήρχε το ελάχιστο χώμα στο οποίο φυτεύονταν τα κλήματα, ενώ στο έξω μέρος στο οποίο ήταν μαζεμένες οι πέτρες και τα χαλίκια απλώνονταν οι κληματόβεργες. Έτσι, οι "κουντούρες" ακουμπούσαν πάνω τους και δεν σάπιζαν από το νερό της βροχής. Αργότερα, όταν θα γινόταν ο τρύγος, η "χαλικουριά" αυτή θα χρησίμευε και πάλι ως απλώστρια των σταφυλιών τις 3-4 μέρες που έμεναν εκτεθειμένα στον ήλιο ώστε να εξατμιστεί μέρος του νερού τους και το κρασί να γίνει πιο γλυκό, πιο παχύ, με περισσότερο άρωμα ήλιου και γής. Το νερό της βροχής είναι ευλογία για τη γη και τις καλλιέργειες αλλά και καταστροφικό αν έρχεται σε ακατάλληλες εποχές. Οι χωριανοί μας, για να αποφύγουν τις καταστροφές και να προφυλάξουν τη σοδειά τους, έκαναν τα κλήματα, όταν αυτό ήταν εφικτό, "κρεβατίνες". Άπλωναν δηλαδή τις κληματόβεργες πάνω σε πασσάλους ή αν βρισκόταν κοντά μη καρποφόρο δένδρο, τις ανέβαζαν πάνω στα κλαδιά του! Σε πολλές περιπτώσεις, ανάμεσα στα στενόμακρα αυτά χωραφάκια, τα "σκαλιά" όπως τάλεγαν, άφηναν μια φαρδύτερη λουρίδα γης ακαλλιέργητη, τον "τράφο". Εκεί έδεναν τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια, τα φόρτωναν και τα ξεφόρτωναν, ακουμπούσαν τα "κουφάκια" με τα οποία μεταφέρονταν τα σταφύλια ή τα "γομάρια" με τα τσιόνια που έμεναν μετά το κλάδεμα, εκεί άπλωναν τον "τουρβά" με το λιτό φαγητό και κάθιζαν το κορμί τους για λιγόλεπτη ξεκούραση και για "να πιάσουν μια βουκιά". 17
Πολλοί από τους τράφους αυτούς μεταβλήθηκαν σιγά-σιγά σε αμπέλια. Ήταν τόση η ευλογία με την οποία δέχθηκε και φιλοξένησε η κουρουνιώτικη γη το κλήμα ώστε, αν κατά το κλάδεμα ένα τσιόνι, μια κληματόβεργα δηλαδή, ξέφευγε από τα χέρια του αμπελουργού, έπεφτε και σκεπαζόταν με λίγο χώμα, την άλλη χρονιά είχε γίνει κλήμα με καρπό. Και ποιού αγρότη η καρδιά αντέχει σ’ ένα "φονικό", να ξεριζώσει δηλαδή το νέο απρόσκλητο κούρβουλο, με τα πλούσια δώρα του; Εκτός από τα απομεινάρια αυτά, ένα ακόμη ισχυρό στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι η Αμανή ήταν κάποτε ένας απέραντος αμπελώνας είναι και η βεβαιωμένη ύπαρξη πατητηριού στην τοποθεσία "Σερεντού", κοντά στα Χαλανδρούσικα σύνορα, καθώς και τα τοπωνύμια, κυρίως προς την πλευρά της Ποταμιάς. Τον Αριούσιο οίνο, αναφέρει ο Αριστοφάνης, ενώ ο Γεωγράφος Στράβων τοποθετεί την Αριουσία χώρα στην περιοχή της σημερινής Αμανής. Πολλά χωριά της Χίου, κυρίως το Πιτυός και τα Μεστά, διεκδικούν την πατρότητα του Αριουσίου οίνου. Οι κουρουνιώτες δεν αντιδικούμε μαζί τους, ούτε διεκδικούμε την αποκλειστικότητα. Ίσως σε κάποια εποχή, όλη η Βόρεια Χίος ή η δυτική πλευρά της να ήταν ένας αμπελώνας. Με τα χρόνια ωστόσο, η καλλιέργεια στην Αμανή σταμάτησε και περιορίστηκε στην καλλιεργημένη έκταση του χωριού μας. Πότε έγινε αυτό, δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε χρονικά. Είναι τόσοι οι κατακτητές που πάτησαν τον τόπο μας και τόσα τα παθήματα των ανθρώπων, που είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς τέτοιες "λεπτομέρειες" μέσα σ’ ένα βίο που τον χαρακτήριζε ο διαρκής αγώνας για επιβίωση. Ωστόσο το κρασί αναφέρεται ως προϊόν σ’ ολες τις ιστορικές περιόδους της Χίου. Θα πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι παρά τις περιπέτειες, τους πολέμους και τους σκοτωμούς, η καλλιέργεια συνεχίστηκε μέχρι που η ασθένεια φυλλοξέρα τα κατέστρεψε όλα. Στό τέλος του 20ου αιώνα και λίγο πριν από τον πρώτο Μικρασιατικό διωγμό, ο Αριούσιος, ως κουρουνιώτικο κρασί πλέον, γνώρισε πραγματικές δόξες. Οι πατεράδες και οι παππούδες μας είχαν να αφηγούνται ότι υπήρξαν "κουντούρες" που "έπιαναν" τις δέκα οκάδες, ενώ το συνηθισμένο βάρος τους ήταν δύο με τρείς οκάδες. Όταν τελείωνε ο τρύγος και άρχιζε το κουβάλημα των σταφυλιών στα πατητήρια, τα σαμάρια των ζωντανών αλλά και οι δρόμοι του χωριού κοκκίνιζαν από το μούστο που έσταζε. Αν μάλιστα έπεφτε κανένα τσαμπί από το σαμάρι ή το παραγεμισμένο "κουφάκι" οι νεαροί αμπελουργοί δεν καταδέχονταν να σκύψουν να το πιάσουν. Το κλωτσούσαν να πάει "κατώστρατα" να μην το δούν «οι γέροι» που ακολουθούσαν και κατά παράδοση είναι περισσότερο τσιγκούνηδες και γκρινιάρηδες. Η απόδοση των σταφυλιών αυτών σε κρασί ήταν καταπληκτική. Όταν άρχιζε η διαδικασία του πατήματος, ένα άτομο πατούσε και δύο κουβαλούσαν τον μούστο για να προφταίνουν το “πολύμι” να μη ξεχειλίζει και χύνεται έξω το κρασί! Αυτή η ευλογία για τον τόπο μας σταμάτησε μετά το 1914. Τότε, με το πρώτο διωγμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, πολλοί ξεριζωμένοι αγρότες της Ιωνίας πήραν μαζί τους στην προσφυγιά και τα γεωργικά τους εργαλεία. Το λίγο Ιωνικό χώμα -λένε- είχε μέσα του την αρρώστια, τη φυλλοξέρα, η οποία μέσα σε ελάχιστα χρόνια αφάνισε τα αμπέλια μας και έκαμε το κρασί μας ανάμνηση και ιστορία. Πολλοί χωριανοί είχαν ξενιτευτεί προσωρινά, είχαν δουλέψει σκληρά στη Σμύρνη και στην Αμερική, έφτιαξαν ένα μικρό κομπόδεμα, γύρισαν στο χωριό και το διέθεσαν στην
18
αμπελουργία. Για να μην προφτάσουν -μερικοί απ’ αυτούς- όπως ο θείος μου ο παπαγιάννης Μιχαλάκης, να τρυγήσουν έστω και μια φορά. Φυσικά, οι χωριανοί μας, δεν παραδόθηκαν αμαχητί. Φύτεψαν καινούργια κλήματα, τα “αμερικάνικα” όπως τα έλεγαν, που είναι περισσότερο ανθεκτικά. Όταν μεγάλωναν λίγο, τα μπόλιαζαν. Η παράδοση του κουρουνιώτικου κρασιού συνεχίστηκε μετά βασάνων μέχρι τα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Μετά, άνοιξαν οι δρόμοι της ξενιτιάς. Οι άνθρωποι έφυγαν, τα χωριά μας ερήμωσαν, τα αμπέλια χάθηκαν. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια, «νεκρανάστασης» του «Αριούσιου». Το 1974 είχα με τον πατέρα μου μιαν ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από το κρασί και τις δικές του γνώσεις και εμπειρίες, την οποία μαγνητοφώνησα. Από τη συζήτηση εκείνη καταγράφω ένα ενδιαφέρον σημείο. «Έτυχε εσύ –τον ρωτώ- στην Αμανή που έσπερνες , να βρείς κανένα απ’ αυτούς τους τοίχους που έδειχναν ότι κάποτε υπήρχαν εκεί αμπέλια»; “Εγώ δε θυμάμαι να βρήκα, λένε όμως οτι υπήρχαν, αλλά είναι βαθειά. Είναι τουλάχιστον 30-40 πόντους κάτω από το έδαφος. Ίσως η Αμανή ήταν καλλιεργημένη. Πολλοί λένε ότι τα κλήματα τα είχανε τότε διαφορετικά. Κληματαριές, δηλαδή όπως έχομε στις αυλές μας, το ίδιο και σ’ εκείνα τα μέρη. Ήτανε -λέει- προοδεμένα και τους βάζανε στηρίγματα. Ήταν και το έδαφος πιο ξεκούραστο τότε και ευδοκιμούσαν πιο πολύ. Εμείς, θυμούμαι στην εποχή μου, στο “Ριδιά”,είχαμε αμπέλια, διαστόλους και σκεπτόμαστε πως ν’ αδυνατίσουν. Ήταν παραδυναμωμένα. >> Σ’ ένα σημείο είχε μιάν υποτυπώδη πηγή. Ανυδρούσε που λέμε το νερό. Λοιπόν, είχε αποκτήσει μια δύναμη τεράστια και είχε πιάσει μιαν έκταση πολύ μεγάλη. Πόση να σου πω; Ένα μεροκάματο; Μες στα κρεμμά, μες στα βράχια. Το “βουτολοούσαν” κι έβγαζε κάτι κουντούρες τόσες να! Μια οκά, μιάμιση οκά, η κάθε κουντούρα. >> Η καταστροφή άρχισε το 1914, όταν ήρθαν οι πρόσφυγες. Τότε άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστειας, αλλά ήταν αραιά. Από το ' 20 και μετά ήταν γενική η καταστροφή. Απότομα χαλάσανε. Και όσο πιο περιποιημένα τάχες, τόσο πιο εύκολα τάπιανε η αρρώστεια. >> Εγώ, γιά τα πρώτα κλήματα που μπόλιασα από αμερικάνικα, είχα πάρει το γέρο Νταούτη, στον Καβαλλάρη. Ζούσε κι ο πατέρας και ήρθε κι εκείνος, αλλά τα μπόλιασα εγώ. Στον Καβαλλάρη, είχαμε κάμει ένα σχέδιο, εγώ κι ο Κωστής ο αδερφός μου. Επειδή το χαρακτηρίσαμε γι απάνω μεριά, δηλαδή προς το βουνό και δεν μπορούσε το κρασί να γίνει καλό, επήγε ο Κωστής από τα Καμπιά και πήρε μπόλια ‘Άγιαννίτες” και τα μπολιάσαμε σχεδόν όλα. Αυτοί ήταν οι περίφημοι “Αγιαννίτες”». Το κρασί αυτό που επίσης πήρε το όνομα “Αγιαννίτης”, ήταν πραγματικά περίφημο και στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής αποτέλεσε δυναμωτικό φάρμακο, ιδιαίτερα για τα παλικάρια του χωριού που έπιναν μπόλικο. Εκτός από το κρασί όμως, από τα τσίπουρα, τα ρακόσυκα και τα συκάμινα, οι χωριανοί μας έβγαζαν ρακί, την περίφημη σούμα. Λίγο πριν από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο όμως, η δικτατορία του Μεταξά για να ενισχύσει τις βιομηχανίες ποτών επέβαλε τόση φορολογία στο ρεμπικάρισμα και τόσους περιορισμούς, που σιγά-σιγά η παραγωγή της σούμας σταμάτησε.
19
Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ Στη σφαγή του 1822 η Χίος ερημώθηκε. Όπως στο σχετικό ιστορικό κεφάλαιο σημείωσα, οι κάτοικοι του χωριού μας που διασώθηκαν ήταν μόλις 83 ψυχές. Για αρκετό χρόνο τα χωράφια και τ’ αμπέλια έμειναν άσκαφτα και ακαλλιέργητα. Μόλις το 1831 ο σουλτάνος επέτρεψε και πάλι την ιδιοκτησία και τα χρόνια εκείνα είχε ξεκαθαρίσει, ίσως, ποιοί σώθηκαν και ποιοί χάθηκαν από εκείνους που τα κουφάρια τους δεν βρέθηκαν. Όσοι κάτοικοι σώθηκαν ή επέστρεψαν από τους τόπους εκτοπισμού τους, κοίταξαν να επιβιώσουν εκ των ενόντων, χωρίς κέφι για δουλειά, χωρίς ελπίδα και σιγουριά για το τι θα ξημέρωνε η επόμενη μέρα. Ας μη ξεχνούμε ότι πέντε χρόνια μετά τη σφαγή έγινε η αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου, η οποία είχε σαν συνέπεια την άγρια φορολογία των κατοίκων από τη Χιώτικη Δημογεροντία για τα έξοδα του πολέμου αλλά και την αντεκδίκηση των Τούρκων, όταν η εκστρατεία απέτυχε και ο Γάλλος Κολονέλλος Φαβιέρος εγκατάλειψε τους άτυχους Χιώτες στην τουρκική “μεγαλοψυχία". Η στοματική παράδοση μας διέσωσε την εκτίμηση, ότι αν έμπαινε μια φωτιά στα Γαλάτου, θα σταματούσε στο Μέ(γ)α Λάκκο. Και τούτο γιατί ο τόπος ήταν ακαλλιέργητος γεμάτος σπάρτους και “δρυάλια”. Μέχρι να συνέλθουν οι άνθρωποι και να ξανακαλλιεργήσουν τη γη τους, έπρεπε να επιζήσουν. Επεδόθησαν λοιπόν, στην κτηνοτροφία και κυρίως στη χοιροτροφία, επειδή είχε πολλά βαλανίδια και την αγελαδοτροφία. Η ύπαρξη στο χωριό μας μεγάλων βαλανοδρύδων είναι ένδειξη ότι η χοιροτροφία ανθούσε τα προηγούμενα χρόνια. Αγελάδες φαίνεται ότι σώθηκαν αρκετές από τη σφαγή του 1822 και ζούσαν ελεύθερες στις πλαγιές της Αμανής. Όταν οι λίγοι διασωθέντες αναζήτησαν τα δικά τους ζωντανά αλλά και των συγγενών τους που είχαν χαθεί, διαπίστωσαν ότι πολλές απ’ αυτές, τις ελεύθερες αγελάδες , είχαν αποκτήσει στο διάστημα αυτό, οικογένεια. Είχαν δηλαδή γεννήσει. Τα μοσχαράκια αυτά, τα νταναδάκια, τα ονόμασαν “σπαρτιάτες” γιατί είχαν γεννηθεί και είχαν μεγαλώσει μέσα στους σπάρτους! Η κτηνοτροφία κράτησε αρκετά χρόνια. Είναι εξακριβωμένο ότι η δενδροκαλλιέργεια άργησε στα χωριά μας, αναπτύχθηκε κυρίως στα χρόνια των παππούδων μας, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, δηλαδή. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που έλεγε η μητέρα μου για τη γιαγιά της. Της είχε διηγηθεί ότι είχαν μια “σκρόφα” τόσο έξυπνη, που ενώ έφτανε μέχρι τον Αμπελίτη βόσκωντας, όταν άκουγε τη φωνή της κυρίας της γύριζε τρεχάτη στο χωριό για να πιεί το τσίρο της! Ένα άλλο δένδρο που παρουσιάζεται σε μεγάλη έκταση του χωριού μας είναι οι συκαμνιές τις οποίες χρησιμοποιούσαμε εμείς στα παιδικά μας χρόνια για να ταΐζουμε τις αγελάδες με τα φύλλα τους και οι μεγάλοι να αποστάζουν από τα μούρα τους τον περίφημο συκαμνίτη. Είναι βέβαιο ωστόσο, ότι τα δένδρα αυτά είχαν φυτευτεί τα χρόνια της Γενοβέζικης κυριαρχίας και γινόταν στο χωριό μας, όπως και σ’ όλη τη Χίο, καλλιέργεια μεταξοσκώληκα. Αλλά το κακό δεν πηγαίνει ποτέ χωρίς παρέα. Έτσι, κάποια χρόνια έπεσε αρρώστεια στα ζωντανά. Οι κάτοικοι, μη έχοντας άλλη καταφυγή από το θεό, πήγαν στον ιερέα του Εγρηγόρου, τον παπά Δημήτρη Μιχαλάκη, και ζήτησαν τη βοήθεια του. Εκείνος όμως, μη μπορώντας να εξηγήσει το φαινόμενο και επειδή τα δικά του ζωντανά ήταν υγιή, απέδωσε την αρρώστεια σε θεϊκή τιμωρία: «Εξ αμαρτιών σας είναι», τους είπε.
20
Δεν άργησαν όμως, να ψοφήσουν και τα δικά του ζωντανά. «Τώρα παπά», ρώτησαν οι χωριανοί, « τί έχεις να πεις; Εξ αμαρτιών μας είναι; Αμαρτωλός είσαι και λόγου σου, παπάς άνθρωπος»; Άρχισε λοιπόν, η «επιστράτευση» των αγίων, με αγιασμούς, ευχέλαια, εξορκισμούς, του κακού και έμφαση της λατρείας σε αγίους προστάτες των ζώων, όπως ο ‘Αγιος Μόδεστος, ναός του οποίου υπάρχει στο Καμίνι. Στις 18 Δεκεμβρίου που γιορτάζει, όλοι οι χωριανοί έφτιαχναν άρτους και τα χρόνια που το χωριό μας ήταν γεμάτο από ανθρώπους ο παπά Βασίλης τους έφτιαχνε παξιμάδια για να μη μουχλιάσουν! Παράλληλα βέβαια αναπτύχθηκε η εκτροφή του χιακού προβάτου και της κατσίκας. Έχω ήδη αναφέρει τη μάντρα του γέρο Μιχάλη που από τους Παλιοπύργους μεταφέρθηκε στο Ρουχούνι. Σήμερα σώζονται μόνο τοπωνύμια από τα οποία συμπεραίνομε ότι υπήρχαν εκεί μαντριά ζώων, όπως “τα Μαντράκια”, “των Μαντριών οι σκάλες", "του Δαγκανιάρη η μάντρα’’, “του Μπαρμπέρη η μάντρα” κ.α. Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΝΗΣ Αναμφίβολα, πιο ακριβό ψωμί απ’ αυτό που έτρωγαν οι χωριανοί μας και γενικά οι Βορειοχωρίτες, δεν έχει παραχθεί, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι πόλεμοι, οι εξανδραποδισμοί, ιδιαίτερα η μεγάλη σφαγή του 1822, άλλαξαν πολλά πάνω στο νησί και φυσικά και στο χωριό μας. Οι καλλιέργειες καταστρέφονταν, τα ζώα αρρώσταιναν και οι άνθρωποι σκέπτονταν νέους τρόπους επιβίωσης. Άρχισαν να φυτεύουν δέντρα. Συκιές, αμυγδαλιές, καρυδιές και καβάσια στον ποταμό και στα λαγκάδια, ελιές. Η δεντροκαλλιέργεια επέβαλλε αλλαγές. Απαγόρευσαν τη βοσκή των ζώων στην αγροτική περιφέρεια περιορίζοντάς τα στην Αμανή και την Πίσω Αμανή, έφτιαξαν χωράφια και τα έσπερναν όσπρια κυρίως, κουκιά, ρεβύθια και φακές που αποτελούσαν τη βασική τροφή τους μαζί με το ψωμί. Η γη όμως, δεν επαρκούσε. Έτσι άρχισαν να οργώνουν τις πλαγιές που δεν είχαν γκουφιστεί* για να γίνουν χωράφια και τις πλαγιές της Πίσω Αμανής που είχαν αποψιλωθεί από τα κλίματα και προσφέρονταν για σιτοκαλλιέργεια. Για να φτάσουν από το χωριό στην Αμανή, οι παππούδες και πατεράδες μας, περπατούσαν μία και δυο ώρες. Ξυπνούσαν άφεχτα, φόρτωναν στα γαϊδούρια και τα μουλάρια τα σύνεργα της σποράς, τα έβαζαν μπροστά μαζί με τα βόδια που θα έκαμναν το ζευγάρι και ξεκινούσαν. Μερικές φορές, όταν η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, έπαιρναν και λαδοφάναρα για να βλέπουν το δρόμο ή δαυλούς αναμμένους τους οποίους κουνούσαν και με τη λίγη λάμψη τους φώτιζαν το δρόμο, μέχρι να φέξει ο θεός τη μέρα. Η Αμανή είναι κομμόνη. Ανήκει δηλαδή από κοινού στα χωριά που είναι χτισμένα στις πλαγιές της. Κουρούνια και Εγρηγόρο, Αφροδίσια, Χάλανδρα, Ποτάμια, Πυραμά, Παρπαριά, Τρύπες, Μελανιός, Νενητούρια και Άγιο Γάλα. Οι τσακωμοί ήταν πολλοί. Ανάμεσα στα όμορα χωριά αλλά και ανάμεσα στους χωριανούς. Για χρόνια τα Κουρούνια βρίσκονταν “σε εμπόλεμη κατάσταση” με την Παρπαριά οι Τρύπες και τα Νενητούρια με το Αγιο Γάλα. Πολλά κεφάλια είχαν ανοίξει από κατσουνικιές που έπεφταν μεταξύ κατοίκων αντίπαλων χωριών, αλλά και μεταξύ των χωριανών. Γύρω στα *Γκούφισμα: Η ισοπέδωση των ακαλλιέργητων πλαγιών και μετατροπή τους σε χωράφια. 21
1915 μάλιστα οι Τρυπούσοι σκότωσαν για τις διαφορές αυτές τον Γιάννη Κεφαλονίκα, από τα Νενητούρια. Η Κουρουνιώτικη διαφορά, ήταν κυρίως με την Παρπαριά και είχε πολλές αιτίες. Τα δύο χωριά ήταν τα μεγαλύτερα και πλουσιώτερα της περιοχής (με εξαίρεση βέβαια τη Βολισσό) ισοδύναμα περίπου σε αριθμό κατοίκων και τα χώριζαν πολλές διαφορές. Μια αιτία μακρόχρονης διαμάχης ήταν η κλοπή της Καλλιόπης, κόρης του Παπαγιάννη Μιχαλάκη από την οικογένεια των Δράκων της Παρπαριάς. Ακόμη, οι Παρπαρούσοι είχαν καταφέρει το 1876 ν’ αγοράσουν την εκκλησία και τη κτηματική περιουσία της Παναγίας της Παγούσαινας από τους Βολισσιανούς αντί 16.000 γροσίων, ενώ μέχρι τότε τα χωράφια τα πάχτωναν οι Κουρουνιώτες. Τέλος, για να αντιμετωπίσουν οι Κουρουνιώτες την καταπάτηση της Αμανής από τους Παρπαρούσους οι οποίοι έβοσκαν τα πρόβατά τους στις “αμαλαγιές” της, ευνόησαν, αν δεν ενεθάρρυναν τη ζωοκλοπή, με συνέπεια να εξελιχθεί σε μάστιγα και για το ίδιο το χωριό μας καθώς οι “κατσικάδες” όταν δεν έβρισκαν παρπαρούσικα ζωντανά να κλέψουν, έκλεβαν κουρουνιώτικα. Πρόσθετο στοιχείο σ’ όλα αυτά ήταν τα διαφιλονικούμενα σύνορα που είχαν μεγάλη έκταση. Ένας διακανονισμός - εκτός εκείνου του δικαστικού - έγινε από τον πάπα-Σερέμελη, τον ηγούμενο της Μονής Μερσινιδιού, γνωστό με το όνομα “Παπαδάκι”. Αφού όρισε τα όρια με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων, τους πήρε στην εκκλησία της Παναγίας της Δέσποινας και τους έβαλε να ορκιστούν ότι θα τα σεβαστούν “και όποιος απ’ τη μια ή την άλλη μεριά χαλάσει τα όρια, να έχει την κατάρα της Παναγίας και να μην αφήσει κλήρα πίσω του”. Οπως η παράδοση αναφέρει, δύο Παρπαρούσοι, πέταξαν τα σταλίκια, πάτησαν τον όρκο και τιμωρήθηκαν. Δεν έκαμαν παιδιά. Και οι τσακωμοί όμως συνεχίστηκαν. Οι χωριανοί έκαναν τις λεγόμενες “μάνες” που τις αποτελούσαν μεγάλες συντροφιές συγχωριανών. Κάθε “μάνα” έστελνε από έναν αντιπρόσωπό της σε κοινή σύσκεψη στην οποία καθόριζαν ποιά κομμάτια θα έσπερνε η κάθε μία. Ούτε κι αυτή η δικλείδα ασφαλείας ήταν αρκετή όμως για να αποφευχθούν οι κατσουνικιές, καθώς στην Αμανή υπάρχουν εύφορα και άγονα μέρη, ισιώματα και απόκρυμνα. Μόλις έφτανε ο αγρότης, έζεφε τα ζωντανά του, έριχνε τον σπόρο και άρχιζε το όργωμα της γης. Αν όμως το κομμάτι που είχε πρόλαβει ήταν καλό, τότε το έσπερνε όλο. Και όταν πήγαινε άλλος δίπλα του για να κάνει την ίδια δουλειά, διεκδικούσε κυριότητα, με το επιχείρημα ότι το είχε ήδη σπείρει. Οι νόμοι του κομμονιού καθόριζαν ότι ο κάθε χωριανός είχε δικαίωμα να σπείρει μόνο όση έκταση πρόφταινε να οργώσει σε μια μέρα, δηλαδή ένα μεροκάματο. Υπήρχαν όμως και οι “ταμαχιάρηδες” οι οποίοι έσπερναν μεγαλύτερα κομμάτια. Επάνω σ’ αυτή τη μοιρασιά έπεφτε συνήθως το ξύλο. Το ίδιο απάνθρωπος και κουραστικός ήταν και ο θερισμός των σιταριών αυτών. Επειδή ο θέρος γίνεται το καλοκαίρι, οι άνθρωποι συνήθως κοιμούνταν στην Αμανή μέχρι ν΄αποθερίσουν και αν η νύχτα ήταν καλή και με φεγγάρι, τότε θέριζαν και τη νύχτα. Ακολουθούσε το κουβάλημα των θερισμένων σταχιών στα αλώνια, το αλώνισμα, το ξανέμισμα, το δρομόνισμα, το πλύσιμο, η μεταφορά στο μύλο για να γίνει αλεύρι και τέλος, η ευλογημένη ώρα που θα έβγαινε από το φούρνο ζεστό, ευωδιαστό ψωμί. Μαθημένοι οι άνθρωποι στη δύσκολη δούλεψη, εύρισκαν καιρό και για αστεία, πειράγματα μεταξύ τους. Κυρίως στο θέρος και στο αλώνισμα.
22
Επειδή πάντα υπήρχε κίνδυνος μερικά δεμάτια από τη θεμονιά το βράδυ να κλαπούν, τα νέα αγόρια της οικογένειας, το βράδυ κοιμούνταν στ’ αλώνια. Την εποχή εκείνη, το αμανέδισμα έδινε και έπαιρνε. Από λίγο ως πολύ, όλα τα παλικάρια είχαν ντέρτια, κάποια κοπέλα αγαπούσαν ή ένοιωθαν την ανάγκη να ζευγαρώσουν. Έβγαζαν λοιπόν, όλη την επιθυμία και τον καϊμό τους στους αμανέδες. Το αλώνισμα ήταν σωστό πανηγύρι για τα παιδιά. Συνήθως ανέβαιναν πάνω στη λουκάνη, τη μεγάλη πέτρα που έσερναν τα βόδια για να τσακιστούν τα στάχια, μετρούσαν δυνατά τις “δούλες” τις στροφές δηλαδή που έκαναν ώστε μόλις συμπλήρωναν τον ορισμένο αριθμό νάρθει το αδέρφι να αλλάξει η βάρδια, ενώ οι τούμπες, οι “κουτρουβάλλες” και τα παιχνίδια έδιναν κι έπαιρναν μέσα στ’ αλώνια.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΛΙΟΔΕΝΤΡΑ Το προϊόν το οποίο διατηρείται από τα πρώτα, μετά τη σφαγή του 1822 χρόνια, είναι το λάδι. Όπως ήδη έγραψα, της δενδροκαλλιέργειας προηγήθηκε η κτηνοτροφία και η αμπελουργία. Το λάδι ήταν ελάχιστο και οι Κουρουνιώτες των χρόνων εκείνων το μετρούσαν με σταγόνες! Μία ελιά μπορούσε να ανήκει σε δύο ή και τρεις ανθρώπους. Το λίγο λάδι που χρησιμοποιούσαν για να ζήσουν το προμηθεύονταν από άλλα χωριά, κυρίως τη Βολισσό, κάνοντάς το “τράμπα” με κρασί. Για την ιστορία των πρώτων λιόδεντρων που φυτεύτηκαν και μπολιάστηκαν στα χωριά μας, ο θείος μου ο παπαγιάννης Δ. Μιχαλάκης μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία. Λίγο πριν από τη σφαγή της Χίου, μεταξύ 1810 με Ι820, ο προπάππους του, ο παπα Νικόλας Μιχαλάκης, υπηρετούσε εφημέριος στους Αγίους Αναργύρους στα Θυμιανά. Μια χρονιά, κατέβηκαν στα Θυμιανά με τα μουλάρια τους φορτωμένα κρασί για να το πουλήσουν, οι γιοι του Γιάννης (αργότερα έγινε ιερέας) και Γιώργης (γνωστός με το παρατσούκλι “μουνούχος”), καθώς και οι γαμπροί του Νικόλας Κεφάλας και Γιάννης Κοτσάτος (Βασιλάκης). Όταν πούλησαν το κρασί, ο παπά Νικόλας τους έδωσε δώδεκα αγρέλους και τους είπε: « Αντί να πηγαίνετε καβάλα στα μουλάρια στην επιστροφή για το χωριό, να φορτώσετε τους αγρέλους και να πάτε να τους φυτέψετε στο χωράφι μου στα Σπαράματα». Οι γιοί και οι γαμπροί του υπάκουσαν, προτίμησαν όμως να μοιραστούν τους αγρέλους και να τους φυτέψουν στα δικά τους χωράφια. Οι ελιές αυτές φυτεύτηκαν στην Περασιά (στο χωράφι του Γειασουγιάννη), στο Τσόμπο, στη Φλέα, στου Βουή τα Κρεμά, και στην Γριά Ελιά. Τις τοποθεσίες στις οποίες φυτεύτηκαν οι υπόλοιπες ο θείος δεν τις θυμόταν. Για τη Γριά Ελιά μου είχε πει, ότι κάποτε πουλήθηκε στη “μυθική” τιμή των 25 “λοϊζιών” (ένα λοΐζι ήταν ισοδύναμο περίπου με μία χρυσή λίρα). Αργότερα και άλλοι χωριανοί ακολούθησαν το σύστημα αυτό. Έδιναν δηλαδή κρασί και αγόραζαν αγρέλους τους οποίους μπόλιαζαν. Έτσι έχουμε τα σημερινά ελαιόδεντρα τα οποία, όπως από τους κορμούς τους δείχνουν, δεν είναι πολύ μεγάλης ηλικίας. Η ιστορία που μου αφηγήθηκε ο θείος μου παπαγιάννης Μιχαλάκης παρουσιάζει ασάφειες ως προς τις χρονολογίες. Σε έγγραφα του χωριού μας, ο παπανικόλας εμφανίζεται το 1831 ως ιεροδιάκονος, ενώ ο γιος του παπαγιάννης Μιχαλάκης πέθανε το 1902. Συνεπώς το 1810-20 αν είχε γεννηθεί θα ήταν πολύ μικρός για να είναι ιερέας ή διάκος στα Θυμιανά. Ακόμη, οι κόρες του πώς ήταν δυνατόν να είναι σε ηλικία τέτοια ώστε να είχαν παντρευτεί; 23
Πιστεύω ότι η ιστορία αυτή έγινε μετά τη σφαγή του 1822 γιατί τα υπόλοιπα στοιχεία είναι σωστά. Όταν οι χωριανοί μας “ανακάλυψαν” το λάδι, έπεσαν “με τα μούτρα” στην καλλιέργεια της ελιάς. Πήγαιναν φορτώματα κρασιού στη Βολισσό στην Κατάβαση, στα Διευχά και στη Σιδερούντα και γύριζαν με τα μουλάρια τους φορτωμένα αγρέλους . Η ελιά όμως θέλει πολλά χρόνια για να μεγαλώσει και να καρπίσει ικανοποιητικά. Έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια από την “εκστρατεία” εκείνη. Ο πρώτος χωριανός μας που χόρτασε λάδι και του περίσσεψε μιά στάμνα ήταν ο δισέγγονος του παπανικόλα, ο Γιάννης Ν. Μιχαλάκης (Γειάσουγιάννης). Σύμφωνα πάντα με το θείο μου παπαγιάννη, ο Γειάσουγιάννης πήγε στη Βολισσό μιά στάμνα γεμάτη λάδι την οποία πούλησε! Ήταν το πρώτο κουρουνιώτικο λάδι που έμπαινε στη χιώτικη αγορά. Η ελαιοπαραγωγή δημιούργησε την ανάγκη ελαιοτριβείων, τα οποία ξεκίνησαν πρωτόγονα και χειροκίνητα. Πρωτοπόρες στον τομέα αυτό ήταν οι οικογένειες Μπουρνού, Ζαννή, Κοτσάτου και Βορριά. 'Αλλες καλλιέργειες που αναπτύχθηκαν τα ίδια χρόνια στο χωριό μας ήταν των σύκων, των αμυγδάλων και των καρυδιών. Τα σύκα δεν ήταν πολύ καλής ποιότητας, υστερούσαν έναντι των Αγιοργούσικων και των Λεφτοπαδούσικων. Ελάχιστα θα πρέπει να έφταναν στο εμπόριο. Την ποικιλία των “καβουριών” την έκαναν “παστελλαριές” ή τα φούρνιζαν και τα έβαζαν σε μεγάλους ξύλινους πίθους για το χειμώνα. Τα μικρά και μισοφαγωμένα από τα ζωύφια τα έδιναν στα ζώα ή τα ρεμπικάριζαν και έβγαζαν σούμα. Τα αμύγδαλα για ορισμένα χρόνια αποτελούσαν σημαντικό εισόδημα για τους χωριανούς μας. Η μεγάλη πληγή που αντιμετώπιζαν ήταν τα ποντίκια, τα οποία κυριολεκτικά αποδεκάτιζαν τις “φουσκαρέλλες” και τ “Αγιαννήτικα” που είχαν λεπτό τσόφλι και γλυκό καρπό. Έτσι, στο χωριό μας επικράτησαν δυο διαφορετικές ποικιλίες που είχαν σκληρό τσόφλι αλλά λιγότερο γλυκό καρπό, καθώς αποτελούσαν διασταύρωση με το σκληρό πικραμύγδαλο. Τα “Πισπιλουντιανά” και του “Μιχαήλο”. Καρυδιές φύτεψαν κυρίως στο ποτάμι και στα λαγκάδια που είχαν λίγο νερό. Μιά καταρρακτώδης βροχή το 1955 όμως ξερίζωσε τις περισσότερες από τις καρυδιές εκείνες. Οι αμυγδαλιές και οι συκιές δεν είναι μακρόβια δένδρα, όπως οι ελιές. Το χωριό μας, λίγα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε να αποψιλώνεται από ανθρώπους, καθώς οι κάτοικοί του πήραν τις στράτες της θάλασσας και του ξενιτεμού. Δέντρα καινούργια δεν φυτεύτηκαν και τα παλιά, λίγα-λίγα ξεράθηκαν. Παράλληλα, οι χωριανοί μας φρόντισαν για την απόσταξη των τσάμπουρων, των υπολειμμάτων από το πάτημα των σταφυλιών δηλαδή, των ακατάλληλων για βρώση σύκων, και των μαύρων συκάμινων. Ήταν μάλιστα μία από τις πρώτες φροντίδες τους μετά τη σφαγή. Στο βιβλίο του Αντώνη Χαροκόπου «Ο Βροντάδος και η ιστορία του» δημοσιεύεται το παρακάτω έγγραφο: «Διά του παρόντος την σήμερον ο Γιώργης Συρρής εκ του χωρίου Ερίθες ήφερεν ένα ζευγάρι καζάνια του ρεμπίκου εις χωρίον Κουρούνια και αφήνει τα προς τον Κωνσταντή του ποτέ Γιώργη Κατσαρού και Βασίλη Κωτζάτον και προς εμέ τον παπα Γιώργη Κατσαρόν και Ιωάννην Κατσαρόν του ποτέ Μιχάλη. Από την σήμερον και εις το εξής να ρεμπικαρίσουν τις ρόγες των οι ως άνωθεν γεγράμμένοι και όποιος θέλει. Και απομένομεν να του δίνωμεν τέσσερις οκάδες ρακί την ημέραν, όσες ημέρες δουλεύουν. Και σιγουράρομεν τον άνωθεν Γεώργιον, όταν ακολουθήσει ζημία –να μην το δώσει ο Θεόςνα γίνουνται πέντε μερίδια η ζημιά εις την αγοράν των καζανιών εξήντα επτά γρόσια. 24
Και εις βεβαίωσιν της αληθείας έγινε το παρόν έμπροσθεν εις μάρτυρας. 1825 Οκτωβρίου 7 Γιάννης του ποτέ Γιώργη Μιχαλάκη μάρτυρας Παπα Γιώργης Κατσαρός στέργω και γράφω. Δεκεμβρίου 12 έλαβεν τα σικλιά εις το χέρι και επήρεν και λινιάτικον οκάδες 47»
ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΜΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ Η Αμανή υπήρξε τροφός και μάνα των ανθρώπων που κατοίκησαν στις πλαγιές και στα ρουμάνια της. Τους καρπούς της φτωχής γης της βύζαξαν, απ’ αυτούς προσπάθησαν να κορέσουν την πείνα τους για χιλιάδες χρόνια. Φυσικό ήταν να υπάρξουν διαφωνίες στο μοίρασμα της γης και κατ’ επέκταση του ψωμιού. Διαφωνίες που έφτασαν σε χειροδικίες, δικαστικούς αγώνες, μίση, ακόμη και αίμα. Πότε άρχισαν οι αντιδικίες στην Αμανή δεν το γνωρίζουμε. Πάντως το 1796 έγινε μία προσπάθεια για μοίρασμα και συντάχθηκε το παρακάτω έγγραφο, το οποίο μεταγράφουμε εδώ με τη σύνταξη και την ορθογραφία του: Ίσον Αμανής Εις το όνομα τού Κυρίου αμήν. Επηδή και να έχουσιν διαφοράν τα δίο χωριά, Παρπαριά και Κουρούνια. Παρόν η παρίκοι της παρπαριάς, παπα Μιχάλης Τζουρογιάννης, Παπασταματης γηγής, παπά Μιχάλης χιλάς, παπά Θεόδωρος γιούργας και μιχάλης Μαρινάτης, Ιωαν. Λούρος χριστοφής λίλικας, Ιωάννης Κουκουνής, Δημήτρης αρβανίτης, Μηχάλης Ψυλής. Ετι δε και οι Κουρουνιόταις παπά Μιχάλης μιχαλάκης, παπά Ιωάννης Μηχαλάκης, παπά Ιωάννης Κατζαρός, παπά Ιωάννης γεντής, Μιχάλης μακρησκέλης, Ιωάννης Κοτζάτος, Γεωργιος σαραντινός, Γεώργιος Κατζαρός. Παρόντες εβάλασι θεορι τε κριτε και εμήρασαν τον τόπον της αμανής τον τζουμπιό κε έβαλαν σταλίκια, και τα εσταλήκωσαν η θεοριτε κριτέ και έσιασαν τα μέρη και έλαβε το νοτιον μέρος η παρπαριά και το βόρειον τα Κουρούνια. Καταμεσής του μέγα λάκκου όπου είναι τρής ριζιμέαις πέτραις, απόξω οι οργιαίς να πάγη ισια κατω να έβρη τον ποταμόν και να ερτη απάνω στο βάσταγο, μιαν πέτραν σταυρομένη και σταλίκη απάνω κατάραχα, να γηρίση απέσω στο κάτω μέρος το απέσω αλόνη να βρη το τζαρκάση, να βρη το κατζαρούδικο χωράφη, το μισόν λιόβορον να πάρη η παρπαρια, και το μισόν οι κουρουνιοταις ναύγη ισια στην πλάκα. Και πέρνουν η παρπαρούση από το μέρος τους, πέρνουν και οι κουρουνιόται από το μέρος τος. Έτι εμύρασαν και επηρεν κάθε χωριόν το μερίδιόν του, οπού τού ετηχενε. Και ομολογούσιν, να μην ενοχλήσουν το ενα χωρίον απο το άλο να πάγη εις αυτά καθώς έσιασαν ούτως ηπον και εσυρφώνησαν και ομολογούσιν να μην ενοχλήσουν το ενα μέρος προς το άλλο. Ούτως ήπα κατά το Αψυστ - 1796 Ιανουαρίου 15 Οι Μάρτυραις Νικόλαος σίψωμος Νικόλαος ραπήτης Χ΄΄Ανδρέας παρακαλετός Δημήτρης πανέρης Νοτάρος χίου Ιωάννης Μιχαλάκης Μνήμων Κουρουνίων βεβαιοί ότι είναι ίσον απαράλακτον του πρωτοτύπου.
25
Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι στο έγγραφο αυτό το χωριό μας εμφανίζεται να έχει τέσσερεις ιερείς και γεροντοσύμβουλο με το όνομα Μιχάλης Μακρυσκέλης. Μια φαμέλια που χάθηκε από το χωριό μας. Σύνορα όμως δεν είχαμε μόνο με την Παρπαριά. Με τα Νενητούρια φαίνεται ότι δεν είχαμε προβλήματα. Ίσως γιατί τα Νενητούρια και το Αγιο Γάλα είχαν τον δικό τους “πόλεμο”. Με τους Χαλανδρούσους και Αφροδισιανούς, τους “Απεσωτικούς”, όπως ακόμη τους λέμε, φαίνεται ότι καθορίσαμε τα όριά μας εύκολα και χωρίς τσακωμούς. Ένα έγγραφο το οποίο δημοσίευσε ο Αντώνης Π. Στεφάνου στα “Χιακά Μελετηματα” (τεύχος δεύτερο, σελ 98) αναφέρει: « ανάμεσόν μας με τούς πεσωτικούς ειν η γραμμένη πέτρα, το μισο Λιγαροκόπι ειν των Κουρουνιωτών». Ας παρακολουθήσουμε εδώ την ιστορία της κλεμμένης κόρης του παπαγιάννη Μιχαλάκη από παρέα Παρπαρούσων, μια απαγωγή που για χρόνια έσπειρε το μίσος και την καχυποψία μεταξύ των κατοίκων των δύο χωριών: Πρωινό της 26ης Οκτωβρίου 1865. Του Αγίου Δημητρίου και όλο το χωριό βρίσκεται στην εκκλησία. Μόνο η Καλλιόπη, η κόρη του Παπαγιάννη Μιχαλάκη έχει αργοπορήσει στο σπίτι της. Ενώ ετοιμάζεται να δρασκελίσει το κατώφλι της πόρτας πέντε άντρες Παρπαρούσοι, εμφανίζονται μπροστά της. Είναι τα αδέλφια Δράκου και τρεις φίλοι τους, όλοι μεθυσμένοι. Το τι ελέχθη τη μοιραία εκείνη στιγμή δεν το μάθαμε και δε θα το μάθουμε ποτέ. Λίγη ώρα αργότερα βγαίνουν από το σπίτι, έχοντας μαζί τους την Καλή και παίρνουν το δρόμο κατά την Αμανή. Τη σκηνή είδε η γριά Γαλίπενα η οποία επίσης είχε αργήσει να πάει στην εκκλησιά, κατάλαβε τι έγινε, έτρεξε, μπήκε στον Αι Γιάννη και φώναξε: "Τρέξτε χωριανοί, οι Παρπαρούσοι εκλέψαν την κόρη του Παπαγιάννη". Αναστάτωση και οργή. Με τους Παρπαρούσους είχαν από χρόνια αντιπάθεια για το μοίρασμα της Αμανής. Τώρα τους έκλεψαν και την παπαδοπούλα που ήταν μάλιστα και αρραβωνιασμένη. Βγήκαν φουρτουνιασμένοι από το ναό, έτρεξαν στα σπίτια τους, πήραν ό,τι όπλο διέθετε ο καθένας, μαχαίρια, μπαστούνια, τσαποστέλιαρα, μερικοί κάποια παλιοντούφεκα με τα οποία κυνηγούσαν λαγούς και πέρδικες. Έμεινε μόνος ο Παπαγιάννης για να τελειώσει τη λειτουργία και ο Γιάννης ο Μοσχούρης ο οποίος ήταν ψάλτης. Τρέχοντας οι χωριανοί, πρόλαβαν τους απαγωγείς στα πλάγια του Καπασά, μια περιοχή απέναντι από το εξωκκλήσι του Αι Γιώργη. Έκαναν μεγάλο κύκλο γύρω τους, μετά άρχισαν να στενεύουν τον κύκλο, τους ζήτησαν να σταματήσουν. Δεν υπάκουσαν και συνέχισαν το δρόμο τους προς το βουνό ενώ συγχρόνως τους ακολουθούσε και ο κύκλος των Κουρουνιωτών. Σε λίγο έφτασε και ο Παπαγιάννης, πατέρας της απαχθείσας. «Βρε παιδιά», είπε απευθυνόμενος κυρίως στους αδελφούς Δράκου, «σας ξέρω, δεν είστε τυχαίοι, είστε νοικοκυρόπαιδα. Αφού τη θέλατε, γιατί δε μου τη ζητήσατε»; Τσιμουδιά οι απαγωγείς. «Αφήστε να πω δυό λόγια στο παιδί μου, συνέχισε ο Παπαγιάννης κι αν συμφωνεί κι εκείνη, τότε να την πάρετε με τιμή και δόξα». «Μίλησέ της απ' εκεί που βρίσκεσαι», του αποκρίθηκαν. «Μα εδώ μπροστά σας, δε μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. Αφήστε μας να πάμε πέντε-δέκα μέτρα παραπέρα».
26
Οι απαγωγείς όμως αρνήθηκαν. Είχαν βάλει την Καλή ως ασπίδα μπροστά τους και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον κλοιό. Ένας μόνο, ο μετέπειτα Παπασταμάτης που ήταν το πρωτοπαλίκαρο της Παρπαριάς, είπε: «Βρε παιδιά, σωστά μιλά ο παπάς». «Άντε βρε», του αποκρίθηκε ένας της παρέας τους «με τους Κουρουνιώτες πας»; Και με το μαχαίρι του τον πλήγωσε στο μερί. «Να που θα πάρετε γυναίκα», τους αντιμίλησε ο τραυματίας. «Αν σε καλέσω μάρτυρα στο δικαστήριο, θα πείς αυτό που έγινε»; τον ρώτησε ο Παπαγιάννης. «Γιατί όχι»; του αποκρίθηκε. «Την αλήθεια θα πω». Από το σημείο αυτό και μετά, τα πράγματα έγιναν ανεξέλεγκτα. Οι Κουρουνιώτες επετέθησαν, πρέπει να "έπεσαν" και τουφεκιές αφού η Καλή τραυματίστηκε στο στήθος πριν καταφέρει να ξεφύγει από τους απαγωγείς της και να πάει κοντά στον πατέρα της. Ο επίδοξος γαμπρός σκοτώθηκε. Ένας άλλος Παρπαρούσης είχε ανέβει πάνω σε μια πλατάνα για να κρυφτεί. Σε μια στιγμή είδε από κάτω έναν χωριανό μας κουμπάρο του και θεώρησε καλό να του μιλήσει και να του ζητήσει βοήθεια. «Βρε κουμπάρε», του είπε, «κι εσύ μας κυνηγάς»; Άπονα ο χωριανός μας, αντί να λυπηθεί τη ζωή του, φώναξε κάποιον με όπλο, τον σημάδεψαν και τον σκότωσαν. Ο απολογισμός ήταν τραγικός. Δύο νεκροί κι ένας τραυματίας. Οι άλλοι δύο της παρέας τους ήταν τόσο μεθυσμένοι ώστε κοιμήθηκαν, στον τόπο της τραγωδίας. Οι Κουρουνιώτες πήραν την Καλή και γύρισαν στο χωριό, αφήνοντας τους νεκρούς και τον τραυματία στου Καπασά. Στις Τρύπες, την ημέρα εκείνη γινόταν πανηγύρι. Οι Παρπαρούσοι νέοι, όσο περνούσε η ώρα και οι φίλοι τους δεν έδιναν σημεία ζωής, άρχισαν ν' ανησυχούν. Προφανώς τους περίμεναν εκεί, μαζί με την κλεμμένη “νύφη". Τη σκηνή του φονικού είχαν δει οι Ποταμούσοι οργανοπαίχτες καθώς πήγαιναν από το χωριό τους στο πανηγύρι των Τρυπών. Απέφυγαν να μιλήσουν "για να μη μπλέξουν". Οταν βράδυασε όμως για τα καλά και η ανησυχία μεγάλωσε ένας από τους οργανοπαίχτες είπε το παρακάτω αυτοσχέδιο τραγούδι: Στην Πόλη σφάζουν πρόβατα, στη Σμύρνη τα μοσχάρια και στις πλαγιές του Καπασά σφάζονται παλικάρια. Οι Παρπαρούσοι πήραν το μήνυμα, παράτησαν το χορό, έτρεξαν στον τόπο του φονικού, μετέφεραν στο χωριό τους τους νεκρούς και τον τραυματία. Η Καλή γιατρεύτηκε, παντρεύτηκε με τον Γιάννη Μπουρνού που ήταν ήδη αρραβωνιασμένοι, έκανε ένα παιδί, την Άννα και πέθανε νέα. Από την τρομάρα που πέρασε, έλεγαν οι χωριανοί. Το αίμα του Καπασά χώρισε τα δυο χωριά ακόμη περισσότερο και για πολλά χρόνια. Έγιναν πράξεις αντιδικίας, χωρίς να φτάσουν όμως σε νέο έγκλημα, έγιναν δικαστήρια. Ήταν όμως χρόνια τουρκοκρατίας τότε, δε ξέρουμε αν βγήκε απόφαση και τι έλεγε. Στο χωριό μας επικράτησε η άποψη ότι όσοι έβαψαν τα χέρια τους με αίμα τιμωρήθηκαν από τη "θεία δίκη". Οπως μου αφηγήθηκε ο Γιάννης Π. Μουσχούρης οι παρακάτω τρεις συγχωριανοί μας πήγαν "από κακό θάνατο" εξαιτίας του φονικού. 27
Ο Γιώργης Μιχαλάκης, αδελφός του Παπαγιάννη, έπαθε κήλη και έκανε εγχείρηση. Ήταν ο πρώτος χωριανός που υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Όταν λοιπόν γύρισε στο χωριό και διαπίστωσαν ότι τα σκέλια του δεν φούσκωναν όπως πρώτα, κυκλοφόρησε η φήμη ότι του αφαιρέθηκαν οι όρχεις και τον πρατσούκλιασαν "μουνούχο". Ο Νικολή Κεφάλας, θείος του Παπαγιάννη πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο. Ο Μιχάλης Κουτέπας σκοτώθηκε όταν έπεσε και τον πλάκωσε ένας δρυς τον οποίο έκοψε. Ποιός ευθύνεται περισσότερο για το φονικό που έσπειρε μακροχρόνιο μίσος ανάμεσα στα δυο χωριά; Ο πατέρας μου, ο οποίος μου αφηγήθηκε πολλές φορές την ιστορία αυτή έλεγε ότι τα δυο αδέλφια Δράκου ήταν από καλή οικογένεια της Παρπαριάς, πήγαιναν τακτικά στο σπίτι του Παπαγιάννη. Και η Καλή όμως, όταν πήγαινε στην Αμανή, περνούσε από τη μάντρα των δυο αδελφών. Το να υπήρχε ερωτικός δεσμός το απέκλειε, όχι όμως και κάποια συμπάθεια. Απορούσε γιατί ο επίδοξος γαμπρός δεν τη ζήτησε σε γάμο από τον πατέρα της πράγμα που θα μπορούσε να γίνει. Η Καλή ήταν βέβαια αρραβωνιασμένη με τον Γιάννη Μπουρνού, φαίνεται όμως ότι ο αρραβώνας αυτός ήταν αδιάφορος και για τους δύο ενδιαφερόμενους. Ο "γαμπρός", παράληλα με την αρραβωνιαστικιά φλερτάριζε και με μία από τις θείες της, κόρη του Παπανικόλα Μιχαλάκη με την οποία η Καλή ήταν κοντά στην ηλικία και "φαντίνευαν" μαζί. Ένα βράδυ -μου αφηγήθηκε ο πατέρας μου- ο Γιάννης Μπουρνούς πήγε στο σπίτι του Παπα Νικόλα (αυτό που σήμερα ανήκει στον ανιψιό μου Γιώργο Μιχαλάκη). Η επίσκεψη ήταν κρυφή, ίσως είχε σχέση με το φλερτ που προανέφερα. Οταν σε μια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Παπαγιάννης, κατέβασαν τον γαμπρό από την "κλαβανή" στο σοδιαστήρι και απ' εκεί στον κατώι απ' όπου έφυγε. Ο Παπαγιάννης τον είδε και όπως αργότερα ομολόγησε, είπε από μέσα του: "Ε σε κόφτει και α σ' ευχαριστήσω εγώ". Εννοώντας ότι θα του έδινε λιγότερα χωράφια απ' όσα λογάριαζε ως προίκα, απειλή την οποία πραγματοποίησε. Τα σούρτα-φέρτα των Δράκων στο σπίτι του Παπαγιάννη και της Καλής στη μάντρα των Δράκων δεν ήταν άγνωστα στους χωριανούς μας. Ενας μάλιστα απ' αυτούς ο γερο Σαραντινός είχε προειδοποιήσει τον Γιάννη Μπουρνού με τη φράση: "Βρε α σου την πάρουν". Εκείνος όμως, μάλλον αδιάφορα αποκρίθηκε: "Κακά ψυχρά". Το ότι το φονικό έγινε το 1865 το συμπεραίνω από δωρητήριο έγγραφο που έχω στο αρχείο μου και με το οποίο ο Διακοσταμάτης Μιχαλάκης και η γυναίκα του κάνουν γαμήλιο δώρο στους νεόνυμφους. Το έγγραφο έχει χρονολογία 1866. Λογικό είναι να πέρασε ένα χρονικό διάστημα μεταξύ απαγωγής και γάμου, αφού μάλιστα Καλή είχε τραυματιστεί. Επιβεβαιωτική της διαμάχης των δύο χωριών είναι και η παρακάτω αναφορά των Κουρουνιωτών προς την τουρκική διοίκηση η οποία δυστυχώς δεν είναι χρονολογημένη: «Σεβαστόν τής πατρίδος ημών συμβούλιον! Οι εκ τών επανωχώρων της νήσου κάτοικοι δεινοπαθώς αναφέρομεν προ το ιερόν τής πατρίδος ημών συμβούλιον, ότι με βαθείαν τής ψυχής ημών λύπην παρατηρούμεν το άδικον το οποίον κατα τον παρελθόντα Οκτώμβριον εγένετο εις την από το χωρίον Κουρούνια οικογένειαν τού Ιωάννου Μιχαλάκη, ήτοι η διά της βίας και τών όπλων αρπαγή τής θυγατρος αυτού εκ μέρους ατάκτων τινών και κακοήθων ανθρωπαρίων τού χωρίου Παρπαριάς και ήτις έκτοτε μεχρι της σήμερον επαυξάνει την λύσσαν και το πάθος μεταξύ τών κατοίκων τών δύο χωρίων. Είναι δε γνωστόν πάσι τοις πατριώταις ότι άλλως πώς δεν 28
δυνάμεθα να οικονομήσωμεν τάς γεωργικάς εργασίας μας, δι ων να ευπορήσωμεν τα προς το ζήν αναγκαία, πληρόνοντες και τα βασιλικά δοσίματα, ει μη δια της εργατικής συμβοήθειας τών γυναικών και τών κορασίων ημών. Επειδή όμως και παρατηρούμεν, ότι το άσυλον τού Ιωάννου Μιχαλάκη κατεπατήθη, δηλαδή η οικία του κατεσπάσθη, η τιμή τής οικογενείας του προσεβλήθη δια τής βιαίας αρπαγής τού κορασιού του και η ζωή του διεκινδύνευσε καθώς και τών κατοίκων τού χωρίου Κουρουνίων από τούς φαυλόβιους τούτους και κακοηθεστάτους Παρπαρούσους, δια τούτο παρακαλούμεν το σεβαστόν τούτο συμβούλιο όπως εξασφαλίσει την τιμήν, την ζωήν και τας ιδιοκτησίας ημών, κατά το δίκαιον και την θέλησιν της Α. Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος τού Σουλτάνου (ου το κράτος είη αείτητον) διατάτοντος και υποσχισμένου ενι εκάστω τών υπηκόων αυτού την ασφάλειαν τής τιμής, ζωής και ιδιοκτησίας δια να δύνανται ακωλύτως να εξερχονται και αι γυναικες και αι θυγατέρες ημών εις τας εργατικάς υπηρεσίας τών ιδιοκτησιών ημών -άλλως τε θεωρούμεν επάναγκες, όπως εξερχόμεθα τών οικιών ημων ένοπλοι, όπερ είναι αντίθετον εις τον ραγιάδικον ημών χαρακτήρα, διατηρούντες ούτως την ασφαλειαν της ζωης ημών. Υποσημειούμεθα ευσεβάστως οι κάτοικοι τών χωρίων γέροντες αγιουγαλάτου μελανιός και νένητα. Γέροντες τών Κουρουνίων (Σφραγίδα ΑΓ. ΙΩΑΝ. ΘΕΟΛΓ. ΚΟΥΡΝ)». Όπως διαπιστώνουμε από το έγγραφο αυτό, οι Κουρουνιώντες, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον, είχαν τη συμπαράσταση και των χωριών Αγιο Γάλα, Νενητούρια και Μελανιός. Οι “μάχες” για τα “σταλίκια” της Αμανής, δεν δόθηκαν μόνο στις πλαγιές της, αλλά και στα δικαστήρια. Ένα ταξίδι όμως στη Χώρα, ιδιαίτερα τα χρόνια εκείνα, ήταν δύσκολο, κουραστικό, και πολυέξοδο. Έτσι, στα 1876, οι πάροικοι και γεροντοσύμβουλοι του χωριού μας κάνουν πληρεξούσιό τους τον Λεωνίδα Σαρρίκα, ο οποίος αναλαμβάνει τη διαχείριση της υπόθεσης “Αμανή”. Το πληρεξούσιο έγγραφο που υπέγραψαν οι δύο πλευρές είναι το παρακάτω: «Δια τού παρόντος πληρεξουσίου εγγράφου δήλον γίνεται ότι οι κάτωθι υποφαινόμενοι πάροικοι και γεροντοσύμβουλοι τού χωρίου Κουρουνίων έχοντες διαφοράν τινα δικαιωμάτων εις τας γαίας (κτήματα) τής κατά θέσιν Παναγίας Παγούσενας ενδιαφερόμενοι κατά τών Παρπαρούσων και μη δυνάμενοι να μεταβώμεν αυτοπροσώπως οι ίδιοι εις τας αρμοδίους Αρχάς όπως διεκδικήσωμεν τα δικαιώματά μας, υποκαθιστώμεν γενικόν και ανέκλητον πληρεξούσιον τον εν τη Χώρα τής Χίου διαμένοντα κύριον Λεωνίδα Ιακ. Σαρρίκα δίδωντας εις αυτόν το δικαίωμα όπως παρίσταται ενόπιον τής αρμοδίας Αρχής και υπερασπισθή τα διακαιώματά μας επί τής ειρημένης υποθέσεως τών κτημάτων τής Παναγίας Παγούσενας. Προς τούτοις δε έχει το δικαίωμα να κινή αγωγήν κατά τών αντιδίκων μας, να υπογράφη παντός είδους έγγραφα, να προσκαλεί μαρτυρίας, να λαμβάνει χρήματα, να εφεσιβάλλει την υπόθεσιν εις τα Ανώτατα Δικαστήρια και ούτως να ενεργή παν ότι αποβλέπει προς ώφελος και συμφέρον ημών τών εντολέων του, του οποίου τας πράξεις υποσχόμεθα να παραδεχθώμεν ανεκλήτως. Διό έγεινε το παρόν πληρεξούσιον έγγραφον σήμερον την δεκάτην τού Μαΐου τού χιλιοστού οκτακοσιοστού εβδομηκοστού έκτου έτους, ημέρα τής εβδομάδος Δευτέρα υπογραφόμενον και εσφραγισμένον εις περίπτωσιν ενδεχομένου ασφαλώς εγχειριζόμενον προς τούς άνω ειρημένους. 29
Πληρεξ. Λεωνίδας Ιακ. Σαρρίκας Εν Κουρουνίοις το Γεροντοσυμβούλιον τη 10 Μαΐου τω 1876 Ιωάννης Μ. Κοτσάτος Χριστοφής Σηταράς Μιχάλης Σπανός Γεώργης σαραντινός γεώργης Μιχαλάκης Ιωάννης (δυσανάγνωστο) Δε μπορούμε να γνωρίζουμε τι έκανε ο πληρεξούσιος. Διεσώθη, όμως, μια αναφορά του “προς την Σεβαστή Διοίκησιν”, την οποίαν υπέβαλε εκ μέρους τών χωριανών μας, το πλήρες κείμενο της οποίας είναι το παρακάτω: «Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν και παρά Αυτή Αξιότιμο Συμβούλιον προσκυνητώς. Οι ευσεβεστάτως και προσκυνητώς υποφαινόμενοι δούλοι, πιστοί υπήκοοι, και κάτοικοι τού χωρίου Κουρουνίων τολμόμεν ίνα ταπεινώς εμφανιστώμεν προς τα φιλοδίκαια πρόσωπα της καθ’ ημάς Σεβαστής Διοικήσεως και τού Αξιοτίμου Συμβουλίου και επαναλάβομεν τας αιτήσεις μας περί τής προκειμένης διαφοράς, μεταξύ τού χωρίου μας και τού χωρίου τής Παρπαριάς. Ότι δηλαδή κατά την γεωργικήν μας εργασίαν και μόνην ζήση τών πτωχών τού χωρίου μας κατοίκων, συνήλθομεν εις τον καιρόν και εσπείραμεν ιδιοκτήτους και πατροπαραδότους ημών τόπους δι’ εγγράφων παλαιών και μαρτυρικών αποδείξεων. Οι δε παρπαρούσοι (αποβλέποντες ινα αυτοί αδίκως και αρπαγώς ιδιοποιηθούν) αφαιρούμεν ότι δεν έπαυσαν από τής αναφυάσεως του καρπού το να εκθέτουν τα ζώα τους και να μάς προξενούν αδιακόπους φθοράς και ζημίας, αλλά προσέτι και τελευταίως να συναθρισθή όλον το χωρίον κατά τα σπαρτά αφθερέτως και βαρβαρικώς. Και οι μεν άνδρες στένοντας οπλοφορικάς φρουράς. Αι γυναίκαι εθέρισαν όσον ήθελαν, εν τω μεταξύ δε αυτών προελθών ο αγροφύλαξ (ως χρέος έχων), συνέλαβαν και εκακοποίησαν αυτόν, ίνα μη καταβή και δώσει είδησιν ημάς. Και επιτέλους δεν παύουν να προσθέτουν ζημίας και να καταθυσιάζουν την ζήσιν τών δυστυχούντων παροίκων μας. Προς τούτων δε απαντών δια προτέρας μας αναφοράς προς την Υμετέραν Σεβαστήν Διοίκησιν και Αξιότιμον Συμβούλιον είχομεν εκθέσει, την οποίαν συνέλαβεν το πρωτοδικείον και ως εμάθομεν δεν την εφανέρωσεν προς Υμάς. Όθεν και πάλιν δια τής παρούσης μας, προσπίπτοντες θερμοπαρακαλεστικώς εις τα φιλοδίκαια αισθήματα και το οικτρόν και επιεικές όμμα, όπως ημάς τη ορθή διηνεκή αποφάσει απαλλάξει ημάς από τούς όνυχας τών κακεντρεχών παρπαρούσων, και επέλθη ημάς το δίκαιον και απέλθη από ημάς μέλλουσα διαδοχική διχόνοια, και αι δυσάρεστοι συνάμα συνέπειαι προς ανακούφησιν τών πτωχών ημών. Εμφανιζόμεθα βαθυσεβάστως και προσκυνητικώς οι ευπειθείς δούλοι άπαντες οι κάτοικοι τού χωρίου μας. Κουρούνια τη 30 Ιουνίου 1877 Σφραγίδα: ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΗΣ ΚΟΥΡΟΥΝΙΑ Στο πίσω μέρος: Προς την Σεβαστήν και φιλοδίκαιον Διοίκησιν και το περί Αυτής Αξιότιμον και Απροσωπόλιπτον Συμβούλιον. Χίον
30
Η ΠΑΓΟΥΣΑΙΝΑ Το εκκλησάκι της Παναγιάς της Παγούσαινας είναι γνωστό σε όλους μας. Κάποτε ήταν μεγάλο μοναστήρι, με σημαντική περιουσία. Φυσικά δεν έλειψαν οι φιλονικίες και για τα δικά του χωράφια. Η Παγούσαινα ήταν ιδιοκτησία των Βολισσιανών, οι οποίοι, παρ’ ότι την είχαν υποσχεθεί στους Κουρουνιώτες (έστειλαν μάλιστα επιστολή στο μητροπολίτη Γρηγόριο με την οποία του γνωστοποιούσαν την πρόθεσή τους να πακτώσουν στους Κουρουνιώτες τα κτήματά της), τελικά την πούλησαν στους Παρπαρούσους το 1876. Τα σχετικά στοιχεία δημοσιεύονται στα “Χιακά Μελετήματα” του Αντώνη Π. Στεφάνου (τ. Β’ σελ. 89). Τα παραθέτω αυτολεξεί: Παγούσαινα, η. Επώνυμον τής Παναγίας κειμένης εις τας υπώρειας τής Αμανής. Κώδιξ Μητροπόλεως (Β) ετών 1849-1881 σελ. 166. «Συγκαλέσαντες συνέλευσιν εν Βολισσώ περί τών ερειπωμένων ναών απεφασίσθη όπως ανατεθώσιν ούτοι μετά τών οικείων κτημάτων προς όφελος και συντήρησιν τού κοινού σχολείου Βολισσού τη συγκαταθέσει και τών ιδιοκτητών. Ήδη δε περί τής Παναγίας Παγούσαινας τον λόγον ποιούμενοι, τής εις τούς Πάγους κειμένης και προσεγγιζούσης μετά τής περιοχής αυτής εις την γην τών Κουρουνιωτών, γράφοντες αποφαινόμεθα, ότι ανατίθεται κατά την ανωτέρω απόφασιν εις το δημόσιον σχολείον τής Βολισσού επί τω καρπούσθαι τας ιδιοκτησίας αυτής προς φωτισμόν τής Βολισσινής νεολαίας. Όθεν και εις ένδειξιν εγένετο η παρούσα πράξις, καταχωρισθείσα και εν τω κώδικι της καθ’ ημάς ιεράς Μητροπόλεως Χίου 1869 την 11 Απριλίου. Πανιερώτατε, Πανσοφολογιώτατε, Μητροπολίτα τής αγιοτάτης Μητροπόλεως Χίου κ.κ. Γρηγόριε. Προσκυνητώς σάς ειδοποιούμεν κατά την διαταγήν σας, ως καθώς μάς εδιέταξες και εμείναμεν σύμφωνοι δια να πακτώσωμεν το χωράφι της Παγούσαινας εις τούς επιτρόπους τού Αγίου Ιωάννου τών Κουρουνιωτών. Σήμερον επακτώσαμεν οι Έφοροι τής Σχολής μας προς τούς επιτρόπους τών Κουρουνιωτών. Σήμερον λοιπόν ελάβαμε μίαν διαταγήν από την πανιερότητά σας ότι, ό,τι έγγραφον κάμωμεν στα χωριά μας να το στέλλωμεν εις την Ιεράν Μητρόπολιν να επικυρώνεται. Λοιπόν κατά την διαταγήν σας, σάς στέλλομεν τα πακτοχάρτια, να μάς τα επικυρώσετε δια κάθε καιρόν ενοχλήσεως και εγράφη κατά το έτος 1869 την 7 Απριλίου». Επτά χρόνια αργότερα όμως οι Βολισσιανοί αλλάζουν και πωλούν την Παγούσαινα στους Παρπαρούσους. Ιδού το σχετικό έγγραφο: Γεροντικόν συμβούλιον τού χωρίου Βολισσός (τ.σ.) «Δια τού παρόντος ημών αρχιερατικού γράμματος δήλον γίνεται ότι το κατά την θέσιν Παγούσαινα εκκλησίδιον της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και το προσηρτημένον αυτώ εκκλησιαστικόν κτήμα ανήκον τέως εις την αλληλοδιδακτικήν σχολήν Βολισσού, η κοινότης της ειρημένης Κωμοπόλεως κατιδούσα ότι το ειρημένον κτήμα δεν δύναται να καλλιεργηθή αρμοδίως και προαχθέν να παράγη πρόσοδο τινά , εξ ης να απολαμβάνει ωφέλειαν τινα η Σχολή, δια το απόκεντρον και το αφύλακτον τού ειρημένου κτήματος, δια ταύτα έγνω να αναθέση δια παντός την τε ιεράν εκκλησίαν και το προσηρτημένον αυτή κτήμα εις την χωριοκκλησιάν Παρπαριάς τού Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου, η δε κοινότης 31
της Παρπαριάς αντιφιλοτιμουμένη προσήνεγκεν οικειοθελώς και αυτοπροαιρέτως χρηματικήν χορηγίαν 16 χιλ. γροσίων εις την Κοινότητα Βολισσού υπέρ της αλληλοδιδακτικής αυτής σχολής. Ανενεχθέντος δε τού πράγματος εις ημάς και τής ημών αρχιερατικής κυρώσεως εκζητηθείσης, κατιδόντες τούς λόγους της κοινής τών δύο μερών συμφωνίας ως ορθούς και δικαίους, προς δε και την εξ αυτής ομολογουμένην ωφέλειαν έγνωμεν εκδούναι το παρόν αρχιερατικόν έγγραφον δι ου αποφαινόμεθα κυριαρχικώς ότι εγκρίνοντες την κοινήν τών δύο κοινοτήτων συμφωνίαν βεβαιούμεν και κατακυρούμεν το ειρημένον εξωκκλήσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου το εν τη θέσει Παγούσαινα και το προσηρτημένον αυτώ κτήμα, εις την παντοτινήν κατοχήν και κυριότητα τής εν Παρπαριά χωριοεκκλησιάς τού Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου, υποχρεούμεν δε τούς κατά καιρούς επιτρόπους τής ιεράς τούτης εκκλησίας να φροντίσουν περί τής επισκευής και επικοσμήσεως τού ιερού ναϊδρίου τής Παγούσαινας και επιμελείσθαι τής καλλιεργείας και προαγωγής τού προσηρτημένου αυτώ εκκλησιαστικού κτήματος. Εις δήλωσιν δε και διηνεκή παράστασιν εξεδόθη το παρόν αρχιερατικόν ημών γράμμα καταχωρηθέν εν τω κώδικι τής Ιεράς Μητροπόλεως τη 12 Οκτωβρίου τού 1876 έτους. Ο Χίου Γρηγόριος αποφαίνεται». Γύρω από την Παγούσαινα, έχω στα χέρια μου ένα ακόμη έγγραφο τού 1841 που όμως αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός “αφιερώματος” του 1806. Το δημοσιεύω για χρήση των ιστορικών του μέλλοντος. «Ακοιβές αντίγραφον Εκ τού κώδικος τής ιεράς Μονής τών Μουνδών. Εις το όνομα τού κυρίου Αμήν. Ελθών εις την Μονήν καλουμένην τών Μουνδών ο Γέρων Μιχαήλ Κατσαρός τού ποτέ Σωτήρχου Κατσαρού και ηθέλησεν αυτοπροαιρέτως και παρ’ ουδενός βιαζόμενος και αφιερεί προς τον τίμιον Πρόδρομον τού Μοναστηριού δια ψυχικήν αυτού βοήθειαν το μερίδιον όπερ έχει γονικόν του καθώς εστί εν τη θέσει Παγούσαινα από εκκλησίας και από πράγματα άγρια και ήμερα σύνδενδρα καθώς φαίνεται και εις τα γράμματά της, ότι δύο κτήτορες τού αυτού ναού και τα παρετεί προς το Μοναστήριον από την σήμερον ποιεί αυτά ως θέλει και βούλεται δια να μνημονεύει το Μοναστήρι Σωτηριανού και τής συμβίας τέκνων και αδελφών και πάντων και τών γονέων. Διό εγράφη και τόδε εν τω ιερώ κώδικη εκτός τής αμέσου αδελφικής μετοχής τών Κουρουνιωτών από Κατσαρού πλησίον οι Κουρουνιότες 1806 7βρίου 15 +ο Χίου Σωφρόνιος βεβαιεί 1841 π. Σωτήρχος Παγαστής μάρτ. Δημήτριος Ορφανός Νικολ. τού ποτέ Ξένου Ο Ιωάννης τού Μιχ. Πισία Ο καθηγούμενος Ανθιμος Ιερομ. Αργέντης +0 Χίου Σωφρόνιος βεβαιεί 1841 Οι κληρονόμοι τού ανωτέρω Μιχαήλ Κατσαρού εσυμβιβάστηκαν μετά τού ιερού Μοναστηριού και έμειναν από την εξουσίαν των το μερίδιον της Παούσενας όπερ αφιέρωσεν ο ρηθείς Μιχαήλ εις το Μοναστήριον από το οποίον θέλουν μίνουν ανενόχλητοι οι ιερωμένοι κληρονόμοι περί τού αφιερώματος τούτου και εις ένδειξιν κατεχωρήθη ενταύθα». ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥ Κ. ΑΜΑΝΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΡΕΙΟΧΩΡΑ
32
Λίγα χρόνια πριν η Αμανή εγκαταλειφθεί από τους διεκδικητές της, ενδιαφέρον έδειξε γι αυτήν ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος. Έστειλε δύο επιστολές στον δικηγόρο της Χίου Μιχάλη Σκαρλάτο ο οποίος καταγόταν από τη Βολισσό και είχε ανθρώπινο αλλά και επαγγελματικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Ο Μιχάλης Σκαρλάτος απάντησε στον Ακαδημαϊκό λεπτομερέστατα. Σ’ εμένα εμπιστεύτηκε τα κείμενα αυτά, που δημοσιεύω παρακάτω, το 1967, όταν του έγραψα και του ζήτησα να με βοηθήσει πάνω στο θέμα αυτό διότι από τα χρόνια εκείνα μάζευα στοιχεία για την ιστορία του χωριού μας. Μου έγραφε ο Μιχ. Σκαρλάτος: «Κατ’ επανάληψιν έχομεν τονίσει το εξαιρετικόν ενδιαφέρον το οποίον εδείκνυε δι’ όλα τα ζητήματα τα αφορώντα την ανάπτυξιν και την πρόοδον τής νήσου μας ο Χίος σοφός Ακαδημαϊκός αείμνηστος Κων/νος Άμαντος. Επανερχόμεθα επί τού ιδίου θέματος κατόπιν τής ευρέσεως εις το αρχείον μας τώρα τελευταίως τών κατωτέρω δημοσιευομένων επιστολών του. Επιστολή πρώτη Αθήναι 10/2/1939 Αγαπητέ κύριε Σκαρλάτε, Με μεγάλη μου ευχαρίστησιν έλαβα το από 3ης Φεβρουάριου ε.ε. γράμμα σου και έμαθα την λύσιν τού γεωργικού ζητήματος τής Αμανής, το οποίον από πολλών αιώνων από τού Μεσαίωνος ίσως βασανίζει τούς κατοίκους τής περιφερείας αυτής. Εις σε και τον κ. Ευγενικόν (από την Βολισσόν κατάγεται ;) οφείλεται ιδιαίτερος έπαινος, διότι εβοηθήσατε ή μάλλον υπήρξατε ο κύριος παράγοντας τής λύσεων του ζητήματος. Θα ήθελα να εμάθαινα περισσοτέρας λεπτομερείας περί του ζητήματος. Σε ευχαριστώ επίσης διότι ανακοινών εις εμέ την λύσιν τού μεγάλου ζητήματος φαίνεται ότι ήσουν βέβαιος το θα με ευχαριστήσης πολύ. Τούτο πράγματι συνέβη. Με πολλήν αγάπην Κ. Άμαντος. Η ιστορία τού περί ου πρόκειται θέματος, η λύσις τού οποίου ηυχαρίστησε τον αείμνηστον σεβαστόν μου καθηγητήν, έχει ως εξής: Αλλά πριν αρχίσω την αφήγησιν κάμνω μια παρένθεσιν τού αειμνήστου. Τον είχα καθηγητήν από το 1905 έως το 1910, που εφοίτησα εις το Γυμνάσιον τής Χίου και εις εκείνον οφείλω πολλάς γνώσεις, και εκείνος μου ενέπνευσεν όπως και εις πολλούς άλλους συμμαθητάς μου την αγάπην προς το Δημοκρατικόν πολίτευμα και προς την ελευθερίαν, καθ’ όσον φανατικός δημοκρατικός όπως ήτο, καθώς πολύ ορθά ετόνισεν κατά τα αποκαλυπτήρια τής προτομής του εις την αίθουσαν τού Γυμνασίου μας ο εκπρόσωπος τού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κάλλιας. Αν και η Χίος ήτο τότε υπό τον Τουρκικό ζυγόν δεν άφηνεν ευκαιρίαν να μάς ομιλή περί τών πλεονεκτημάτων τού Δημοκρατικού πολιτεύματος και τών αγαθών τής ελευθερίας την οποίαν απεκάλει θείο δώρημα διά τον άνθρωπον και διά τους λαούς και εδάκρυζαν τα μάτια μας από συγκίνησιν όταν μάς εδιηγείτο τούς συνεχείς αγώνας και τας θυσίας τών Ελλήνων υπέρ τής ελευθερίας. Συνεχίζω την ιστορία τού ζητήματος τού Αμάντου. Οι κάτοικοι τών χωρίων τα οποία ευρίσκονται γύρω από το όρος Αμανή, η οποία παρά την ορεινή της έκταση είναι πολύ εύφορος όσον αφορά ιδίως τα σιτηρά, επί σειράν ολοκλήρων αιώνων ήριζον όσον αφορά τα ορόσημα τα οποία εχώριζον τας ιδιοκτησίας τών εν λόγω χωρίων (Τρύπες με Αγιον Γάλα και Νενητούρια, Παρπαριά με Κουρούνια) ιδίως όσον αφορά την περιφέρειαν λειβάδα και τας θέσεις Παγών, Πλάκα, Σεφέντη, Βίγλα, τοίχος Λαγκάδας τού Μαρίνο και ο Τάφος που 33
αλλού τας ετοποθέτων οι άλλοι, συνεχώς διεπληκτίζοντο και διαρκώς ευρίσκοντο εις τα δικαστήρια και τα ποινικά και τα πολιτικά, όλοι δε οι κάτοικοι τών εν λόγω χωρίων ήσαν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν διά τα έξοδα και ενώ χρονιά παρά χρονιά είχαν αρκετά εισοδήματα, ιδίως από τα αμύγδαλα και τα κρομμύδια τα παλαιότερα χρόνια και από το λάδι κατά τα νεώτερα, έμεναν πτωχοί λόγω τών διενέξεων για την Αμανή, για να πλουτίζουν δικηγόροι, Τούρκοι δικασταί -διότι αυτοί εξηγοράζοντο- δικαστικοί, κλητήρες και πραγματογνώμονες, έξοδα μαρτύρων και επιστατούντων εις τας δίκας προεστών. Πραγματογνωμοσύνη, λόγω τού ότι τα όρια ήσαν πολύ, πάρα πολύ συγκεχυμένα, διετάσσετο κάθε τόσον ενεργουμένη από εμπειροτέχνας και μηχανικούς. Μάλιστα επί Τουρκοκρατίας πέρασαν από την Βολισσόν για την Αμανή Τούρκοι Αξιωματούχοι, ίσως να ήταν και δικασταί, αλλά ήμουν τόσον μικράς ηλικίας ώστε δεν ήμουν εις θέσιν να καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Εκείνο μόνον που θυμάμαι αμυδρώς είναι το ότι μεταξύ τών Τούρκων ήτο και ένας Χριστιανός Χιώτης, ο μακαρίτης Αξιωτάκης, ο οποίος είχε χρηματίσει Δήμαρχος Χίων. Δεν ξεύρω αν ήταν και τότε Δήμαρχος. Εκείνο που μένει εις την μνήμη είναι ότι εφιλοξενήθη στο σπίτι μας, διότι ο πατέρας μου ήτο τότε δημογέροντας Βολισσού, και άκουσα να συζητούν ότι επήγαιναν για την Αμανή. Τόσον μεγάλος ήτο ο φανατισμός τών εριζόντων, ώστε κατά το 1915 έλαβεν χώραν και φόνος επάνω εις την Αμανή, φονευθέντος υπό κατοίκου τών Τρυπών κάποιος Κεφαλονί κας από τα Νενητούρια, δια κυνηγετικού όπλου. 15 Τρυπούσο παρεπέμφθησαν εις το Κακουργοδικείον αλλά δεν απεδείχθη ποιος από τούτους εσκότωσε τον Κεφαλονίκα, δεδομένου ότι είχον πυροβολήσει ομαδικώς. Κατά το τέλος τού Γενάρη 1939, οι κάτοικοι τής Κοινότητος Τρυπών και τής Κοινότητος τού Αγίου Γάλακτος και εν ω εκκρεμούσαν οι δίκες εις τα πολιτικά δικαστήρια ιδίως μεταξύ Τρυπών και Νενητουρίων, ήλθαν πάλιν εις προστριβάς και ως δικηγόρος που ήμουν και τών Τρυπών και τής Παρπαριάς, ανέλαβα να κάμω και νέον δικαστήριον, αντί όμως τακτικού εσκέφθηκα ότι αν εγίνωντο προσωρινά μέτρα και μετέβαινεν ο ειρηνοδίκης επί τόπου, θα μπορούσαμε να καταλήξωμεν σε συμβιβασμόν και να επέλθη ομόνοια εις τούς περί την Αμανή κατοικούντας. Ειρηνοδίκης τότε ήτο ο κ. Ευγενικός, σήμερον εισαγγελεύς εφετών, ο οποίος διεκρίνετο δια την ευθυκρισίαν και δικαιοκρισίαν του και υπήρξεν ένας από τούς καλύτερους ειρηνοδίκας που πέρασαν και από την Χίο και από την Βολισσόν. Επεκοινώνησα τηλεφωνικώς μαζί του δια να μου καθορίση ημέραν εκδικάσεως τών προσωρινών μέτρων, αλλά μου απήντησεν ότι ήτο αδύνατον να τα εκδικάσει εκείνος, διότι είχε μετατεθή και επερίμενεν από ώρας εις ώραν την κοινοποίησιν τής διαταγής δια να αναχωρήση το ταχύτερον. Ηναγκάσθην τότε να καταφύγω στον Εισαγγελέα, ο οποίος ήτο ο σημερινός Εισαγγελεύς τού Αρείου Πάγου κ. Κόλλιας,* ένας από τούς αρίστους εισαγγελείς που επέρασαν από την Χίον, και αφού τού ανέπτυξα τούς λόγους δια τούς οποίους έπρεπε να εκδικάση τα προσωρινά μέτρα ο Ειρηνοδίκης, τον παρεκάλεσα να καθυστερήση επί μίαν ημέραν την κοινοποίησιν τών σχετικών εγγράφων εις τον κ. Ειρηνοδίκην. Επειδή όμως την πρωίαν τής ημέρας εκείνης τα είχε ταχυδρομήσει για τη Βολισσό, τον παρεκάλεσα να καλέση στο τηλέφωνο τον κ. Ειρηνοδίκην και να τού συστήση να αναβάλη για μια δυο μέρες την αναχώρησίν του προς εκδίκασιν τών προσωρινών μέτρων. Αυτό έγινεν. Έτσι τα προσωρινά μέτρα ωρίσθησαν την 11ην πρωινήν τής Κυριακής 29ης *Πρόκειται γιά τον ίδιο δικαστικό ο οποίος το 1967, ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ανέλαβε τη θέση του Πρωθυπουργού της χούντας. 34
Ιανουαρίου 1939 και αφ’ ου οι δικηγόροι τών διαδίκων ανέπτυξαν τας απόψεις των και έγιναν υποδείξεις, ότι υπάρχει έδαφος συμβιβασμού, δεδομένου μάλιστα ότι παρίστανται και οι πρόεδροι και τα κοινοτικά συμβούλια όλων τών πέριξ κοινοτήτων, ο Ειρηνοδίκης κατώρθωσε και έπεισε τούς ενδιαφερομένους εις συμβιβασμόν. Εταλαιπωρήθημεν βέβαια πολύ, ανεβοκατεβαίνοντας από τας κορυφάς εις τας υπώρειας και τανάπαλιν για να καθωρίσωμεν τα όρια, αλλά το αποτέλεσμα ήτο τόσον ευεργετικόν για τούς κατοίκους τής περιφερείας ώστε να δικαιολογείται κάθε θυσία. Μόλις επέστρεψα εις το γραφείον μου η πρώτη μου φροντίς ήτο να γράψω εις τον αείμνηστον καθηγητήν μου ότι έληξεν επί τέλους το πολυθρύλητο ζήτημα τής Αμανής διότι ήμουν βέβαιος ότι θα τον ευχαριστούσα πάρα πολύ, όπως και συνέβη. Η ερώτησις την οποίαν κάμνει εις την επιστολήν του, αν ο κ. Ευγενικός κατάγεται από την Βολισσόν καίτοι δεν κατάγεται, έχει κάποιαν βάσιν. Ο σοφός συμπολίτης μας έδιδε αρκετήν σημασίαν εις τας τοπωνυμίας, έχων υπ’ όψιν του ότι εις την Βολισσόν υπάρχει τοποθεσία υπό το όνομα στου Βγένι, που δεν αποκλείεται να ήτο τσιφλίκι κάποιου ευγενούς μπορούσε να υπήρχε κανένας απόγονός του με το επίθετον Ευγενικός και να κατήγετο από εκείνην την γενειάν του ο κ. Ειρηνοδίκης. Αλλωστε, εις την Βολισσόν υπάρχει και τοποθεσία με το όνομα στον Παντεύγενον και δεν αποκλείεται να ήτο κανένα αγρόκτημα ανήκον εις κάποιον Παντεύγενον ιερωμένον ο οποίος εχρημάτισεν κατά το 1623 ηγούμενος τής μονής τού Αγίου Γεωργίου Συκούση (τής σημερινής ομώνυμου κοινότητος) και υπήρξεν και οφφικιούχος (έξαρχος) τού Πατριαρχικού Σταυροπηγίου Πραστιών, τής περιφερείας Βολισσού κατά το 1604. Κατά τον Αμαντον η λέξις πραστιά είναι παραφθορά τής λέξεως προάστειον καθ’ όσον ο τότε ακμάζων εις την θέσιν αυτήν οικισμός αφ’ ου είχε και μνημονείον, ήτο προάστειον της Βολισσού. Ας σημειωθή και τούτο ότι πλησίον τής θέσεως Παντεύγενος ευρίσκεται και η τοποθεσία τα Βασιλικά εντός τής οποίας υπάρχει και Ναός, ο Αγιος Γεώργιος ο Βασιλικούσης και με παλαιόν νεκροταφείον, εντός δε τών περιφερειών τών δύο αυτών θέσεων υπάρχουν και δύο αρχαία πηγάδια ως φαίνεται από την τοιχοποίησιν των. Εν συνεχεία δε τών δύο αυτών ευρίσκεται και η τοποθεσία “Ληγάτα" που δεν αποκλείεται να είναι εξελληνισθείσα λατινική λέξις. Εκτός τούτων επί Γενουοκρατίας εις την Χίον υπήρχον τρεις τάξεις, (τρία γένη) πολιτών: Οι Μαονείς, οι Βουργούνδιοι, προφανώς Γενουάται και οι Ευγενικοί, προφανώς Χιώτες και ίσως αυτό να είχε υπ’ όψιν του και να ενόμιζεν ότι ο Ειρηνοδίκης δεν απεκλείετο να ήτο από την Βολισσόν. Η δεύτερη επιστολή Αθήνα 22/3/55 Αγαπητέ κ. Σκαρλάτε, Σ’ ευχαριστώ και εγώ διότι ανέφερες και εμέ μεταξύ τών εργασθέντων, λίγο μόνον δυστυχώς, υπέρ τού ανοίγματος τών δρόμων εις την Βόρειον προ πάντων Χίον. Τώρα προσπαθώ με λόγια πάντοτε να προωθήσωμεν το άνοιγμα προς τα Νενητούρια, Άγιον Γάλας, το ταχύτερον. Με πολλήν αγάπην. Κ. Άμαντος Και η επιστολή αυτή έχει την ιστορίαν της. Μόλις επερατώθη η κατασκευή τού γεφυριού τού ποταμού τής Χωρής Βολισσού -που μέχρι σήμερον είναι το μεγαλύτερον τής Χίουέβγαλα φωτογραφίαν την οποίαν τού έστειλα, διότι ήμουν βέβαιος ότι θα ηυχαριστείτο. Και πράγματι ηυχαρηστήθη τόσον πολύ, ώστε μού έστειλε ενθουσιώδη επιστολήν και αφ’ ου με ηυχαρίστησε, μού συνιστούσε να συνεσχισθή η προσπάθεια, ώστε το ταχύτερον να γίνη ο 35
δρόμος προς τα Κουρούνια και διότι θα εξυπηρετούσε τα χωρία Ποταμιά, Πισπιλούντα, Χάλανδρα, Αφροδίσια, Κέραμον, Εγρηγόρον και Κουρούνια και διότι, όταν έφθανεν έως εκεί θα ήτο πιο εύκολη η επέκτασις μέχρι Νενητουρίων, Αγίου Γάλακτος και μέχρι Αγιασμάτων (Λουτρών Κεράμου και Λεπτοπόδων). Επίσης μού συνίστα να καταβληθή προσπάθεια δια να γίνη ο δρόμος προς την Πυραμά δεδομένου ότι η Παρπαριά επικοινωνεί με αυτοκίνητο δια τής Αγίας Μαρκέλλας. Την εν λόγω επιστολήν την δημοσίευσα εις την τοπικήν εφημερίδα, όταν επρόκειτο να γίνουν τα αποκαλυπτήρια τής προτομής του και κατόπιν την παρέδωσα εις την Βιβλιοθήκην Κοραή, όπως σκέπτομαι να παραδώσω και τάς προαναφερομένας, διότι εκεί κατά την γνώμην μου πρέπει να ευρίσκονται. Έχων τα ανωτέρω υπ' όψιν μου, όταν μετά το φτάσιμο τού δρόμου στα Κουρούνια εγένετο τελετή, παρέστην και εγώ, κληθείς από τον τότε Νομάρχην κ. Παναγιωτάτον, δεδομένου ότι ήμουν μέλος τής επιτροπής κατασκευής τών δρόμων τών Βορειωχώρων, ήτοι και τής περιφερείας Βολισσού και τού δρόμου τών Καρδαμύλων, Αμάδων, Βικίου, Καμπιών. Μεταξύ τών πολλών που ωμίλησαν είπα και εγώ μερικάς λέξεις και εθεώρησα υποχρέωσίν μου να εξάρω και το ενδιαφέρον που επεδείκνυε και διά τούς δρόμους τών Βορειοχώρων και δι’ όλα τα ζητήματα τούτων και ιδίως διά την ανάπτυξιν τής Γεωργίας και να τον ευχαριστήσω εκ μέρους τών κατοίκων τών Βορειοχώρων. Οι εκφωνηθέντες λόγοι εδημοσιεύθησαν εις τοπικάς εφημερίδας απ’ όπου έλαβε γνώσιν τών όσων είπα και μου έστειλε την δεύτερη επιστολήν Είναι αληθές ότι δι’ ολόκληρον την ύπαιθρον εδείκνυε εξαιρετικόν ενδιαφέρον διότι, όπως κατ’ επανάληψιν μου ετόνισεν, είναι η σπονδυλική στήλη τού Έθνους και δεδομένου ότι οι κατά καιρούς κατακτηταί σπανίως εγκαθίστανται εις αυτήν και επομένως ούτε η γλώσσα μας αλλοιούται, ούτε η θρησκεία μας, ούτε τα ήθη και έθιμα. Δια τα Βορειόχωρα όμως εδείκνυε ιδιαίτερον ενδιαφέρον διότι τα εθεώρει πολύ ημελημένα. Άλλο δείγμα τού ενδιαφέροντές του διά την Χίον ήτο και η προσπάθειά του δια την ανάπτυξιν τής καλλιεργείας τής φυστικιάς, διότι είχε την πεποίθησιν ότι θα ήτο πολύ πιο προσοδοφόρος από την τσικουδιά και συνίστα τον εμβολιασμόν τών τσικουδιών εις φιστικιάς ως και την φύτευσιν τούτων, καθώς και δια την καλυτέρευσιν τής ποιότητος τών σύκων διότι, καθώς μάς έλεγε υπήρχαν μεν και αρίστης ποιότητος αλλά τα περισσότερα ήσαν σκληρόφλουδα και πολύ λίγα τα λεπτόφλουδα και συνίστα την προμήθειαν φυτών ή εμβολίων από την Σμύρνην και την Μυτιλήνην. Μάλιστα είχε διαθέσει και εις την Ακαδημίαν ένα χρηματικόν ποσόν, νομίζω 10.000 δραχμές δια να βραβευθή η καλυτέρα μελέτη διά την συκήν τής Χίου κατόπιν προσκλήσεως υπό τής ακαδημίας σχετικού διαγωνισμού. Δια να εξαντληθή το θέμα τής αγάπης και τού ενδιαφέροντος τού αειμνήστου συμπολίτου μας προς την τόσον προσφιλήν του Χίον χρειάζονται δεκάδες σελίδων αν όχι ολόκληρον βιβλίον, δι αυτό αναγκαζόμεθα και περιοριζόμεθα έως εδώ, επιφυλασσόμενοι να επανέλθωμεν εις πρώτην ευκαιρίαν καθ’ όσον, όπως όλος ο βίος του υπήρξεν υπόδειγμα συνέσεως, φρονήσεως, εγκρατείας, εργατικότητος, συζύγου, κοινωνίας, δικαιοσύνης, λατρείας προς την Ελλάδα, την ισότητα, την ελευθερίαν, έτσι υπήρξε και υπόδειγμα αγάπης προς την Χίο και ενδιαφέροντος συντελούντος εις την πνευματικήν, οικονομικήν, εκπολιτιστικήν ανάπτυξιν τής Χίου, μη φειδόμενος κόπων και μόχθων προς επιτυχίαν τού τόσον αξιοζήλου και αξιοθαυμάστου και πατριωτικού σκοπού του.
36
Οι νέοι μας όχι μόνον τής Χίου αλλά και ολοκλήρου τής Ελλάδος είναι πολύ ευτυχείς και θα καταστούν αντάξιοι τής αποστολής των και ως άνθρωποι και ως Έλληνες και ως Χίοι, αν εις όλας τας εκδηλώσεις τής ζωής των έχουν ως παράδειγμα τον αείμνηστον Κων/νον Άμαντον τού οποίου η μνήμη είτε το ευχηθώμεν είτε δεν το ευχηθώμεν θα είναι αιωνία». ΤΥΧΕΣ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΦΑΓΗ Η πιο ενδιαφέρουσα και συνάμα τραγική περίοδος της ιστορίας του νησιού μας και συνακόλουθα του χωριού μας είναι η σφαγή του 1822. Ήδη έχω γράψει μερικά στοιχεία συνεχίζω με τις τύχες των χωριανών μας την τραγική αυτή ιστορική περίοδο. Προσπάθησα να καταρτίσω τον κατάλογο εκείνων που σώθηκαν από τη σφαγή και σύμφωνα με την απογραφή του 1826, ήταν 83 ψυχές. Θα πρέπει να σημειώσω ότι στην προσπάθειά μου αυτή με βοήθησε σημαντικά ο κατάλογος των 45 διασωθέντων τον οποίο είχε συντάξει ο συγχωριανός μας Γιάννης Μίχαλος με βάση τις αφηγήσεις του πεθερού του Γιάννη Ζαννή. Τον κατάλογο αυτό έδωσε στον Μιχάλη Κεφάλα και δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του :“'Οσα θυμάμαι”. Εκτός από την φτωχότατη βιβλιογραφία την οποία παραθέττω στο τέλος της εργασίας αυτής με βοήθησε ακόμη, το προσωπικό μου αρχείο, το οποίο αποτελείται κυρίως από νοταριακά έγγραφα, και οι συγχωριανοί μας που είχαν την καλοσύνη να ανταποκριθούν θετικά στο αίτημά μου και να μου παραχωρήσουν φωτοτυπίες των εγγράφων που έχουν στα χέρια τους. Τα έγγραφα αυτά είναι κυρίως προικοσύμφωνα και διαθήκες, από τα οποία αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για τα πρόσωπα που έζησαν την εποχή εκείνη. Ακόμη, διασώθηκε ένα σπάραγμα καταλόγου “Ορφανικών χωραφιών”, που πουλήθηκαν το 1831 στους χωριανούς που σώθηκαν από τη σφαγή, προκειμένου να επιδιορθωθεί ο ναός του Αι Γιάννη, και λίστα με ονόματα χωριανών και των παιδιών τους, στα 1831. Προσπαθώντας να διαβάσω, και μερικές φορές να αποκρυπτογραφήσω τα έγγραφα αυτά, όχι λίγες φορές ένοιωσα δέος. Τα ονόματα έπαιρναν σιγά-σιγά πρόσωπα, τα πρόσωπα σχήματα ανθρώπων και εγώ “ανάμεσά τους” προσπαθούσα να τους γνωρίσω, να βρω τις μεταξύ τους συγγένειες, να μάθω την προσωπική ιστορία τους! Τελικά, το μόνο που έμεινε απ’ αυτούς, το μόνο σημάδι που άφησαν στο πέρασμά τους από τη ζωή είναι μερικές υπογραφές σε νοταριακά έγγραφα, ενώ οι αγράμματοι (κυρίως οι γυναίκες) περιορίζονταν στο να σταυροσημειώνουν! Αν και πλησιάζουν τα διακόσια χρόνια που πέρασαν από τη σφαγή του 1822 το γεγονός ήταν τόσο τραγικό, ώστε ακόμη μας συγκινεί. Καθώς προχωρούσα στην έρευνά μου, προσπάθησα να φανταστώ τα χωριά μας το τραγικό καλοκαίρι του 1822. Τους ανθρώπους να τρέχουν για να γλιτώσουν από το τούρκικο λεπίδι, τα σπίτια να μένουν άδεια “σπαρμένα” με σφαγμένα ανθρώπινα κορμιά. Πριν προχωρήσουμε στην καταγραφή των “τυχερών” που σώθηκαν από την τραγωδία εκείνη ας κάνουμε μια συνοπτική αναφορά στην ιστορία των ημερών. Οι σφαγές της Χίου άρχισαν στις 30 Μαρτίου 1822 και κράτησαν τέσσερις ολόκληρους μήνες! Ο τρόμος όμως άργησε να υποχωρήσει. Τον Οκτώβρη άρχισαν να επιστρέφουν δειλά-δειλά οι διασωθέντες μαστιχοπαραγωγοί μετά τις διαβεβαιώσεις του σουλτάνου ότι δεν θα ακολουθήσει και άλλη σφαγή και κάπου εκεί, με τα πρώτα κρύα και τις βροχές 37
δηλαδή, θα πρέπει να υπολογίζουμε ότι άρχισαν και οι δικοί μας να βγαίνουν από τα λαγούμια της γης και να επιστρέφουν στα σπίτια τους για να θάψουν και να κλάψουν τους νεκρούς τους. Η πρώτη φάση των σφαγών ονομάστηκε “πρώτο γιουρούσι” και είχε για στόχο κυρίως το αρχοντολόι του νησιού, τους ανθρώπους της δύναμης και του χρήματος. Στις 5 Απριλίου δόθηκε μια ψευτοαμνηστία . Μερικοί αφελείς πείστηκαν για τις καλές προθέσεις των Τούρκων και βγήκαν από τις κρυψώνες τους. Πριν προλάβουν, όμως, να επιστρέψουν στα σπίτια τους, οι Τούρκοι τους πρόλαβαν και τους σκότωσαν. Αυτό ήταν το «δεύτερο γιουρούσι». Στις 6 Ιουνίου γίνεται η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κ. Κανάρη και σκοτώνεται ο Καρά Αλής. Ο διοικητής του νησιού, Βαχίτ Πασάς, πανηγυρίζει γιατί έμεινε μόνος του, ελεύθερος να προβεί σε γενοκτονία. Είναι γνωστό ότι οι δύο άνδρες διαφωνούσαν έντονα. Ο Καρά Αλής είχε εντολή από το Σουλτάνο να μην εξοντωθεί ο πληθυσμός και ιδιαίτερα οι μαστιχοπαραγωγοί. Ο Βαχίτ Πασάς, όμως, όταν έμεινε μόνος του, άφησε ελεύθερους τους στρατιώτες του να σφάξουν, να βιάσουν και να κλέψουν. Είχε ... επιδοτήσει μάλιστα με 250 γρόσια κάθε γλώσσα “άπιστου” και με 100 γρόσια κάθε κομμένο κεφάλι! Στις 7 Ιουνίου έγινε η κηδεία του Καρά Αλή και ακολούθησε το “τρίτο γιουρούσι” που δεν άφησε πια “λίθον επί λίθου”. Οι κυνηγημένοι έτρεχαν προς τη θάλασσα με την ελπίδα ότι κάποιο πλεούμενο θα τους έπαιρνε μακριά από τον τόπο της συμφοράς. Στα νότια, οι κυνηγημένοι συγκεντρώθηκαν στα Μεστά και στην Ελάτα. Στα βόρεια μια τραγική συγκέντρωση έγινε στο Κάβο Μελανιός και σε μια απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από τη Βολισσό μέχρι τον Αγιο Ισίδωρο της Παρπαριάς. Τα ψαριανά καράβια που αποτελούσαν τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας, δεν μπόρεσαν να κινηθούν έγκαιρα, επειδή επικρατούσε άπνοια. Μόνο στις 26 Απριλίου έφτασαν εννέα στο Κάβο Μελανιός. Ποιούς να πρωτοπάρουν όμως από τις πάνω από 20.000 ψυχές που είχαν συγκεντρωθεί εκεί; Θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμη, ότι τα ψαριανά καράβια ήταν ιδιωτικά και δρούσαν με βάση τους ... κανόνες της αγοράς! Όσο περισσότερα χρήματα (κυρίως χρυσαφικά) κουβαλούσε κανείς πάνω του, τόσο περισσότερες ελπίδες σωτηρίας είχε! Τα φαινόμενα της αισχροκέρδειας δεν απούσιασαν. Μέχρι 1.500 γρόσια έφτασε το ατομικό ναύλο μεταφοράς στα Ψαρά, ενώ στα Μεστά τα κυκλαδίτικα καράβια έπαιρναν 35 γρόσια για κάθε άτομο. Και στο μεταξύ οι Τούρκοι έσφαζαν και έκλεβαν και τα τουρκικά πλεούμενα γεμάτα με άτακτους και «ταγγαλάκια» πηγαινοέρχονταν στο στενό μεταξύ Χίου και Ιωνικών ακτών, μεταφέροντας χρυσαφικά, νεαρά αγόρια και μικρά κορίτσια για τα τούρκικα σκλαβοπάζαρα. Πόσοι γλίτωσαν τελικά; Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν στους αριθμούς. Κατά τον Κ.Ε. Φραγκομίχαλο (“Φιλολογική Χίος”, τ. 6ος, 1997) στο νησί, από τους 120.000 κατοίκους που είχε, έμειναν μόνο 1. 800 ψυχές. Κατάφεραν και έφυγαν 23.000 από τους οποίους 14.000 επέστρεψαν αργότερα. Ακόμη, 52.000 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι σφαγιασθέντες υπολογίζονται στις 42.000. .
38
Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ Στα Κουρούνια και τον Εγρηγόρο οι άνθρωποι δεν είχαν προσωπική εμπειρία της τουρκικής σκληρότητας. Θεόφτωχα, όπως είναι, οι Τούρκοι δεν τα “καταδέχτηκαν,” μόνο οι φοροεισπράχτορες του Σουλτάνου έφταναν μέχρι εκεί για να εισπράξουν τους φόρους. Επικοινωνίες δεν υπήρχαν, “τα νέα” οι ντόπιοι τα μάθαιναν με σημαντική καθυστέρηση όταν τα μάθαιναν- από ταξιδιώτες. Τη σφαγή πρέπει να την πληροφορήθηκαν από τους πρώτους κυνηγημένους που πέρασαν απ’ εκεί, πηγαίνοντας προς το Κάβο-Μελανιός. Η παράδοση αναφέρει ότι τόσος ήταν ο εφησυχασμός ορισμένων χωριανών μας, ώστε περίμεναν να φανούν οι Τούρκοι για να εγκαταλείψουν τις καθημερινές ασχολίες τους και να ψάξουν για σωτηρία. Μερικοί τράβηξαν για τις δικές μας παραλίες. Τ ΄Αγιάσματα, την Ευτύχια, τα Γαλάτου, τον Άγιο Γιώργη τον «Κρασά» στα Νενητούσικα. Άλλοι έφτασαν μέχρι το Κάβο Μελανιός ενώ κάποιοι κρύφτηκαν σε σπηλιές που υπήρχαν -και μερικές σώζονται μέχρι σήμερα- στα χωριά μας. Ο θάνατος όμως, δεν κυνηγούσε τους δύστυχους Χιώτες μόνο με τη μορφή των Τούρκων. Τους θέριζαν ακόμη η πείνα, η δίψα, οι επιδημίες τύφου και πανούκλας που ακολούθησαν, καθώς χιλιάδες άταφα πτώματα σάπιζαν κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο. Η σφαγή γνωρίζουμε ότι κράτησε τέσσερις μήνες. Όταν οι Τούρκοι δεν έβρισκαν πια κεφάλια για να κόψουν, χρυσαφικά για να κλέψουν και κορμιά για να βιάσουν, πήραν το δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους. Αυτό όμως, κανείς δεν βγήκε να το πει στους φοβισμένους “τυχερούς” που είχαν γλιτώσει από το λεπίδι και τα σκλαβοπάζαρα. Μπορεί, λοιπόν, η φαντασία μας να αναπαράξει σκηνές τραγικών φαντασμάτων που έβγαιναν τη νύχτα για να πιούν λίγο νερό από την πιο κοντινή στέρνα, να κόψουν άγρια χόρτα και αργότερα σύκα και σταφύλια τα οποία τους έθρεψαν τις τραγικές εκείνες ημέρες. Πότε γύρισαν στα χωριά; Στο Κάτω Χωριό, στο Φτενάδο, στον Εγρηγόρο στο Πλατανάκι και στην Κοκκίστρια, που τότε ήταν οικισμοί; Πόσοι χωριανοί -κυρίως γέροντες και γερόντισσες- είχαν σκοτωθεί μέσα στα σπίτια, στα κατώφλια, στους δρόμους του χωριού, χωρίς να βρεθούν χέρια να τους θάψουν; Κι εκεί, στο Κάβο-Μελανιός! Αρρωσταίνει και η φαντασία μας ακόμη μπροστά στο σωρό των 12.000 πτωμάτων που σάπιζαν και πρόσφεραν τροφή στα όρνια. Ακόμη τραγικότερη ήταν η σκηνή των αιχμαλωτισμένων αγοριών και κοριτσιών που όδευαν προς τη Χώρα κρατώντας στα χέρια τους κομμένα κεφάλια - ενδεχομένως και συγγενικών τους προσώπων- για να εξαργυρωθούν στο τούρκικο παζάρι γκιαούρικων κεφαλών. Θα μπω στις λεπτομέρειες της τραγωδίας ξεκινώντας από τη λίστα διασωθέντων, που συνέταξε ο Γιάννης Μίχαλος “από παράδοσιν, από τον πεθερό μου Ιωάννη Ζαννή ή Κριτούλην”, όπως ο ίδιος γράφει στην εισαγωγήν της. Τη λίστα αυτή δημοσίευσε ο Μιχάλης Κεφάλας στο βιβλίο του “Όσα θυμάμαι”. Η κόρη του μακαρίτη Γιάννη Μίχαλου, Νίκη Γ. Κατσαρού, που μένει στην Αριζόνα των Η.Π.Α., είχε την καλοσύνη να μου στείλει μέσω της Μαρίας Δ. Δημητρίου (κόρης του Μιχάλη Κεφάλα) μερικές φωτοτυπίες χειρογράφων του πατέρα της. Μεταξύ αυτών και δύο διαφορετικές λίστες με ονόματα διασωθέντων, με ελάχιστες μεταξύ τους διαφορές.
39
Πιστεύοντας ότι οι λίστες αυτές αποτελούν ιστορικά ντοκουμέντα για το χωριό μας, δημοσιεύω αυτούσια την πρώτη. Στη δεύτερη λίστα αναφέρονται ορισμένες πληροφορίες τις οποίες θα δημοσιεύσω όταν γίνει αναφορά των ατόμων που αφορούν. Η λίστα κατά λέξη αναφέρει (διατηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη): <εδώ είναι αι οικογένειαι μετά την σφαγήν της Χίου το έτος 1822. Εδώ γράφω τις οικογένειες τών κατοίκων τής Κοινότητος τού χωρίου Κουρουνίων τας οποίας έχω ακούσει από παράδοσιν από τον πενθερόν μου Ιωάννην Ζαννήν ή Κριτούλην. Ο Γράφων είναι ο Ιωάννης Αδ. Μίχαλος, κάτοικος τού χωρίου Κουρουνίων. 1ος) Γεώργιος Βραχνός (ιερεύς) 2ος) Σταμάτιος Χιονάς 3ος) Γεώργιος Λάμπρου 4ος) Κωνσταντίνος Κεφάλας 5ος) Μιχαήλ Κ. Κεφάλας (Χαντζής) 6ος) Χριστοφής Χριστοφάκης 7ος) Νικόλαος Σιλημάς 8ος) Γεώργιος Βουρνούς 9ος) Νικόλαος Μιχαλάκης (ιερεύς) 10ος) Ιωάννης Σαραντινός 11ος) Δημήτριος Σαραντινός 12ος) Κων/νος Σαραντινός 13ος) Μιχαήλ Σαραντινός 14ος) Βασίλειος Σαραντινός 15ος) Σταμάτιος Τσιλίμος ή Μιχαλάκης 16ος) Βασίλειος Κριτούλης ή Ζαννής 17ος) Μιχαήλ Τακτικός 18ος) Γεώργιος Κουμέντης 19ος) Ιωάννης Σταματινός 20ος) Ιωάννης Χριστοφάκης (Γιανάκος) 21ος) Μιχαήλ Κουτέπας 22ος) Δημήτριος Καρούσης 23ος) Γεώργιος Κατσαρός 24ος) Νικόλαος Γάλιπος (ή Μιχαλάκης) 25ος) Νικόλαος Κουτέπας 26ος) Σταμάτιος Μιχαλάκης ή Τσιλίμος 27ος) Μιχαήλ Μιχαλάκης ο οποίος ήτο πατέρας τού Ιωάννου Λιάπη- το πραγματικόν επίθετον ήτο Μιχαλάκης. Το επίθετον Λιάπης, το έλαβεν επειδή τον επήρεν η συμμορία τών Λιάπηδων όταν τον επήραν οι Τούρκοι αιχμάλωτο το 1822. »Εδώ είναι γραμμένοι οι κάτοικοι τού χωρίου Εγρηγόρος τής Κοινότητος Κουρουνίων, μετά τη σφαγή τού 1822. 1)Δημήτριος Μιχαλάκης (ιερεύς) 2)Νικόλαος Γεντής (ή Πιτσόνης) 3)Ιωάννης Λιάπης (ή Μιχαλάκης) 4) Μιχαήλ Γ. Σπανός 5) Κων/τίνος Γ. Σπανός 6) Ιωάννης Μ. Μίχαλος (ή Μοσχούρης) 7) Παντελής I. Σταματινό 8) Ιωάννης Ν. Γεντής (ή Πλάτανος) »Οι κάτοικοι τής Συνοικίας Φτενάδο τής Κοινότητος Κουρουνίων 1) Γεώργιος Μαχατούρος 2) Βασίλειος Κοτσάτος 3) Ισίδωρος Βορριάς 4) Μιχαήλ Μίχαλος 5) Ιωάννης Κοτσάτος 6) Χριστοφής Σιταράς. »Οι πρώτοι κάτοικοι τού χωρίου, ή μάλλον αι οικογένειαις Εγρηγόρου, προ τής σφαγής τού 1822 ήσαν η οικογένεια Μακρισκέλη, η οικογένεια Σπανού, η οικογένεια Πιτσόνη ή Γεντή η οικογένεια Μοσχούρη ή Μιχάλου η οικογένεια Σταματινού. Αι υπόλοιποι οικογένειαι είχαν την προέλευσίν των από το χωρίον Κουρούνια. Υπάρχη παράδοσις ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήσαν από την Κορώνην τής Πελοπονήσου, και το χωρίον ονομάζετο Κορώνια». ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ Με βάση τα στοιχεία αυτά, προσπάθησα να καταγράψω τα γενεαλογικά στοιχεία των χωριανών μας. Το εγχείρημα αποδείκτηκε πολύ δυσκολότερο από όσο το είχα φανταστεί, καθώς οι βασικές πηγές πληροφόρησης τέτοιων θεμάτων, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι είχαν πεθάνει. Συνεπώς η εργασία αυτή θα πρέπει να κριθεί με επιείκια και όχι μόνο. Όσοι έχουν στοιχεία για την οικογένειά τους καλό θα ήταν να επικοινωνήσουν μαζί μου, ώστε κάποτε να ολοκληρωθεί το γενεαλογικό δέντρο των χωριανών μας.
40
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ Η οικογένεια Αυγερινού ήρθε στο χωριό μας από τα Ψαρά μετά τη σφαγή του 1822. Ήταν ο Γιώργης και τα παιδιά του Δημήτρης (1881), Κωνσταντίνος (1885), Σιδερής (1887) Καλλιόπη, σύζυγος Ανδρέα Μιχαλάκη ( Αντρίκο) και Μαρία (Μαριγάκι) σύζυγος Στέλιου Κατσαρού. Στον Εκλογικό Κατάλογο του χωριού μας του 1914, ο Γιώργης Αυγερινός δηλώνει ηλικία 61 ετών, συνεπώς είχε γεννηθεί το 1853. Ο γιός του Δημήτρης γνωστός στο χωριό με το παρατσούκλι <Σαβούρας> ήταν και ντελάλης. Από το γάμο του με την Μαρία Λιάπη απέκτησαν ένα γιό τον Γιώργη ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική και την Μαρκέλλα σύζυγο Κουτσουράδη. Ο Κωνσταντίνος γνωστός ως Κωστάκι έκανε ένα αγόρι που πέθανε μικρό και δύο κορίτσια: Την Μαρία σύζυγο Κωστή Λιάπη και Ειρήνη σύζυγο Γιάννη Εγγλέζου. Ο τρίτος γιός του Γιώργη Αυγερινου ήταν ο Σιδερής ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική και έμεινε εκεί. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΒΟΡΡΙΑ
ΒΟΡΡΙΑΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ: Αναφέρεται στον κατάλογο του Γιάννη Μίχαλου, ως διασωθείς από τη σφαγή του 1822, και σε νοταριακά έγγραφα της εποχής. Σύμφωνα με τη στοματική παράδοση ήταν προύχοντας και κληρονόμησε πολλές «πόρτες» μετά τη σφαγή. Αυτό σημαίνει -εκτός των άλλων- ότι πολλοί συγγενείς του χάθηκαν τότε. Παντρεύτηκε την κόρη του Βασίλη Κριτούλη Ειρήνη, και έκαναν κόρη με το όνομα Κριτού, η οποία παντρεύτηκε τον ιερέα Γιάννη Μιχαλάκη. Στο αρχείο μου έχω ένα έγγραφο-διαθήκη της Ειρήνης Βορριάδενας, συζύγου του ποτέ Ισιδώρου Κατσαρού, με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1887. Υποπτεύομαι ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, και τούτο γιατί οι Βορριάδες ήταν στο επίθετο Κατσαροί, το Βορριάς το πήραν ως παρατσούκλι. Στο έγγραφο-διαθήκη αναφέρονται οκτώ παιδιά της Ειρήνης: Μαρία, Παναγιώτης, Σταμάτης, Νικόλαος, Σταματινή, Σοφία, Γιάννης και Μιχάλης. Δεν αναφέρεται, όμως, Κριτού. Υπήρχαν έξι αδέλφια παιδιά του Σιδερή Βορριά:Σταμάτης, Παναγιώτης, Γιάννης, Νικόλας (Ζυγούλας), Σταματία σύζυγος Δημήτρη Μιχαλάκη (Γάλιπου) και Σοφία, σύζυγος Γιάννη Μιχαλάκη. ΣΤΑΜΑΤΗΣ: Γεννήθηκε το 1861 και έκανε δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τον Γιάννη, το 1888 τον Σιδερή το 1895 την Ειρήνη σύζυγο Σαρ. Σαραντινού και την Αργυρώ σύζυγο Γιάννη Κοτσάτου. Ο Γιάννης είχε παιδιά τον Σιδερή, τον Μιχάλη ( Μιχάλα) και τη Μαρία σύζυγο Γιάννη Σιταρά (Γιάγκο) Ο Σιδερής γεννήθηκε το 1901 και στον Μικρασιατικό πόλεμο συνελήφθη αιχμάλωτος. Στο χωριό θεωρήθηκε νεκρός, του είχαν κάνει μάλιστα και μνημόσυνο. Σώθηκε χάρη στην όμορφη φωνή του και τους αμανέδες που τραγουδούσε στους Τούρκους. Ηταν πατέρας του Γιάννη, του Στέλιου ( Στελάρα) και της Μαρίας συζύγου Παντελή Κατσαρού (Παντελάρα).
41
Ο Γιάννης Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γιάννη Κατσαρού και έκαναν δύο παιδιά. Τον Σιδερή και την Μαρία (Μαίρη). Ο Στέλιος παντρεύτηκε την Μαρία Γιώργη Μιχαλάκη και έκαναν την Παναγιώτα και την Καλλιόπη (Πόπη) σύζυγο Πέτρου Ι. Μοσχούρη. Ο Μιχάλης (Μιχάλας) γεννήθηκε το 1903 και έκανε τρία παιδιά. Τον Γιάννη που σκοτώθηκε στον πόλεμο της Κορέας, τον Γιώργη, και την Κυριακή ( Κούλα) σύζυγο Νικόλα Γεντίδη. Το δεύτερο παιδί του Σιδερη, ο Παναγιώτης έκανε τρία παιδιά. Τον Στέλιο, τον Κωστή και την Ευγενία σύζυγο Γιώργη Λιάπη. Ο Στέλιος (Στελιανάρας), γεννήθηκε το 1883 και έκανε τρία παιδιά. Τον Νικόλα, την Καλλιόπη, σύζυγο Αντώνη Βουρνού και την Μαρία σύζυγο Γιάννη Σπανού. Ο Νικόλας, Από το γάμο του με τη Σταματία παπαγιάννη Μιχαλάκη απέκτησε τέσσερα παιδιά: Τον Γιάννη, τον Παναγιώτη που μετανάστευσε στην Αυστραλία τον Στέλιο που μετανάστευσε στην Αμερική και την Ευγενία, σύζυγο Ηλία Τσίγκανου. Ο Κωστής, γνωστός ως Κωνσταντής, γεννήθηκε το 1883, έκανε ένα αγόρι, τον Παντελή, και τις κόρες Δέσποινα σύζυγο Κ. Γεντή, Ευφημία σύζυγο Γιάννη Σταματινού και Άννα σύζυγο Σιδερή Μιχαλάκη. Ο Παντελής παντρεύτηκε την Μαρία Σταματινού και έκαναν: τον Κώστα που μετανάστευσε στην Αμερική, την Ευγενία σύζυγο Γιάννη Ασλανίδη και την Ευαγγελία σύζυγο Γιώργη Ξυδιά. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ: έζησε όλη τη ζωή του στην Αμερική. Έκανε ένα αγόρι τον Χρήστο πατέρα του Γιάννη που επίσης μετανάστευσε στην Αμερική και της Αργυρώς, συζύγου του ιερέα Μιχάλη Λιάπη. ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Αναφέρεται στο «μητρώο» ως πατέρας του Ιωάννη. Το παρατσούκλι του ήταν «Ζυγούλας». Είχε μια κόρη, τη Στυλιανή (Ζυγουλιά). Ο ΣΙΔΕΡΗΣ, γυός του Σταμάτη ήταν και πρακτικός… γιατρός. Με το σάλιο του «θεράπευε» σπυριά, άφθες και άλλα δερματικά κυρίως νοσήματα. Παιδιά του ήταν οι: ο Χρήστος, ο Σταμάτης που πέθανε νέος και η Στέλλα σύζυγος Βασίλη Κατσαρού. Επαναλαμβάνω την παρουσία της Μυρωδιάς Βορριάδενας, στα 1822 στην τότε πρωτεύουσα της χώρας, την Κόρινθο, με τέσσερα ορφανά. Το όνομα Μυρωδιά δεν συναντάται στο χωριό μας και δεν έχω άλλο στοιχείο που να δείχνει ότι επρόκειτο για χωριανή μας που κατάφερε να σωθεί από τη σφαγή και να καταφύγει στην τότε ελεύθερη Ελλάδα. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΒΟΥΡΝΟΥ ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΟΥΡΝΟΥΣ ή ΜΠΟΥΡΝΟΥΣ αναφέρεται στον κατάλογο διασωθέντων από τη σφαγή του 1822. Σύμφωνα με το Μιχάλη Κεφάλα παντρεύτηκε κάποια «Τρέχενα» από την Πυραμά. Ως Πουρνούς υπογράφει πώληση «ορφανικών» το 1831. Το 1846 βαφτίζει την κόρη του Δημήτρη Λάμπρου, Μαρία, ενώ στις 7 Φεβρουάριου 1859 προικίζει την κόρη του, Ειρήνη, σύζυγο Ιωάννη Ν. Γεντή. (Αντ. Στεφάνου σελ. 29 και 69). Ακόμη, στις 23 Ιανουαρίου 1832 γράφει στο παρρησιαστικό βιβλίο τα ονόματα: του ποτέ παπασταμάτη Κατσαρού και «Μιχαήλ και της συμβίου». Εκτός από την κόρη Ειρήνη έκανε και ένα αγόρι, το Γιάννη. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος ήταν με την Καλλιόπη Μιχαλάκη, που έμεινε γνωστή από την απαγωγή της από τους Παρπαρούσους, και έγινε αιτία φονικού και η
42
οποία πέθανε νέα. Από το γάμο αυτό έκαναν ένα κορίτσι, την Άννα, σύζυγο Δημητρίου Σπανού. Η δεύτερη γυναίκα του Γιάννη Μπουρνού λεγόταν Ευγενία Χειλά, καταγόταν από την Πυραμά, και μαζί έκαναν τα εξής παιδιά: Γιώργη, Δημήτρη, Φίλιππα, Βασίλη, Μαριγώ και Ευαγγελία. Η Μαρία ήταν σύζυγος Ιωάννου Κεφάλα (Γιάνναρου), και η Ευαγγελινή, σύζυγος Μιχάλη Σταματινού. Ο ΓΙΩΡΓΗΣ: παντρεύτηκε και έζησε στην Πυραμά. Από το γάμο του με τη Σοφία Τσακίρη απέκτησαν τα παιδιά: Γιάννη, σύζυγο Μαρίας Καμπανοπούλου, Μαριγώ σύζυγο Βασιλείου Κορδή, Δέσποινα σύζυγος Νικολάου Κοντομίχαλου, Ευγενία σύζυγο Ευστρατίου Δημητρίου και Χριστίνα σύζυγο Κωνσταντίνου Κατσόγιαννου. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ: γεννήθηκε το 1878 και από το γάμο του με την Άννα Μιχάλου έκαναν δύο αγόρια. Τον Αντώνη και το Γιάννη. Ο Αντώνης, από τον πρώτο του γάμο με την Καλλιόπη Βορριά, απέκτησε τα παιδιά Δημήτρη, Ευγενία σύζυγο Δημήτρη Μιχαλάκη και Ειρήνη. Από τον δεύτερο γάμο του με την Ευγενία Κουμέντη έκανε τα παιδιά Σωτήρη, Άννα και Μαρία που μετανάστευσαν στην Αμερική. Ο Γιάννης, παντρεύτηκε την Άννα Μιχαλάκη και έκαναν τα παιδιά: Δημήτρη Γιώργη και Σωτήρη που μετανάστευσαν στην Αμερική και την Ευγενία, σύζυγο Ζωρζή Κοινούση. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ γεννήθηκε το 1880 και από το γάμο του με την Αργυρώ Ν. Ζαννή έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Καλλιόπη, σύζυγο Ιωάννη Μίχαλου, Ελπίδα, σύζυγο Βασίλη Σιταρά, Βασιλική, σύζυγο Γιάννη Μοσχούρη, Ευγενία, σύζυγο Νικολάου Κοτσάτου και τα αγόρια Γιάννη, Νίκο και Λεύτερη. Ο Γιάννης από το γάμο του με την Γιαννούλα Σαραντινού απέκτησε τα παιδιά: Αργυρώ, σύζυγο Νίκου Αποστολάρα και την Μαρία σύζυγο Βασίλη Ποδιά. Ο Νικόλας παντρεύτηκε την Μαρία Παναγιωτοπούλου και απέκτησαν ένα αγόρι τον Φίλιππο. Ο Λευτέρης από το γάμο του με την Ευγενία Κεφάλα απέκτησε τα παιδιά Φίλιππο, Άννα και Αργυρώ. Ο ΝΙΚΟΛΑΣ Μπουρνούς του Ιωάννη, γεννήθηκε το 1883. Είναι εκείνος τον οποίο αναφέρει ο Μιχάλης Κεφάλας ότι μετανάστευσε στις ΗΠΑ και πέθανε στη Νέα Υόρκη. Από το γάμο του με την Ειρήνη I. Σιταρά απέκτησε τα παιδιά: Γιάννη, Βασίλη και Περσεφόνη. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ, γεννήθηκε το 1885 και από το γάμο του με τη Δέσποινα Ζαννή έκανε δύο αγόρια, το Γιάννη και τον Κώστα και μία κόρη, την Ελευθερία σύζυγο Γεωργίου Σπανού.Ο Γιάννης, από το γάμο του με την Μαρία Δ. Κατσαρού απέκτησαν δύο αγόρια. Τον Βασίλη και τον Δημήτρη που μετανάστευσε στον Καναδά. Ο Κωστής, από το γάμο του με την Μαρία Π. Κατσαρού απέκτησε τα παιδιά Βασίλη που πέθανε νέος, την Παρασκευή σύζυγο Σωτήρη Τακτικού, την Δέσποινα σύζυγο Λευτέρη Κοτσάτου και Ελένη σύζυγο Γιάννη Σιταρά. Η Δέσποινα και η Ελένη είναι κάτοικοι Η.Π.Α. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΕΝΤΗ - ΓΕΝΤΙΔΗ ΓΕΝΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ή ΠΙΤΣΩΝΗΣ. Στη σφαγή του 1822 συνελήφθη αιχμάλωτος και αργότερα εξαγοράστηκε από φιλέλληνες. Κατοικούσε στον Εγρηγόρο και στο σπίτι του έγινε επίθεση πειρατών. Σώθηκε χάρις στην επέμβαση του Γιάννη Λιάπη που γνώριζε τα συνθήματα των πειρατών. Η γυναίκα του Μαρία, καταγόταν από την Παρπαριά και ήταν το γένος Ψυλλή. Κατά την παράδοση κληρονόμησε οκτώ «πόρτες». Τον πατέρα του, που χάθηκε το 1822, τον έλεγαν Γιώργη.
43
Το 1831 υπογράφει σε πώληση ορφανικών χωραφιών. Στις 25 Μαίου 1773 στην πώληση του ναού του Αγίου Αντωνίου, στον Εγρηγόρο, υπογράφει ως μάρτυρας. Παιδιά του ήταν οι: Γιάννης (Πλάτανος), Γιώργης που υπέγραφε Γεντίδης, Δημήτρης, Μιχάλης και Καλλιόπη (σύζυγος Χριστοφή Τακτικού). ΓΙΩΡΓΗΣ: Στις 27 Δεκεμβρίου 1827 γράφει στο παρρησιαστικό βιβλίο το όνομα «Ιωάννου ιερέως, πρεσβυτέρας και των τέκνων». Παιδιά του ήταν οι: Νικόλας, Περικλής, Χαράλαμπος, Γιάννης, Άννα, σύζυγος Γ. Τακτικού, Μαριγώ, σύζυγος Μοσχούρη, Ειρήνη σύζυγος Μπαγιάτη και Καλλιόπη. (Λαμπρή). Ο Περικλής (1879) έκανε τα παρακάτω παιδιά: Νικόλας, Χαράλαμπος, Γιώργης που μετανάστευσε στην Αμερική, Καλλιόπη σύζυγο Δημήτρη Κουμέντη, Ευγενία σύζυγο Σταματινού και Σταματία σύζυγο Κωστή Κατσαρού. Ο Νικόλας, από το γάμο του με την Κυριακή (Κούλα) Μ. Βορριά απέκτησε τον Περικλή που μετανάστευσε στην Αμερική και τη Μαρία Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ζούσε και σώθηκε μαζί με τον πατέρα του στη σφαγή του 1822. Το παρατσούκλι του ήταν «Πλάτανος». Παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη του Γιώργη Μπουρνού, και έκανε τρία αγόρια. Τον Γιώργη (1865-1928) (Πιτσονάκι) το Νικόλα (Μπερέτα) που γεννήθηκε το 1868, το Σταμάτη (1874) (Σταμάταρο) και τις κόρες Σταματία, Μαρία και Άννα. Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ (1853-1929) έκανε τον Νικόλα (1885), τον Βασίλη (Βασίλαρος), (1881) τον Γιώργη (Γιωργό) (1905) τον Δημήτρη και τη Σταματία σύζυγο Σταμάτη Λιάπη. Ο Νικόλας (Μπερέτας) έκανε τα παρακάτω αγόρια: Σταύρο, ο οποίος αυτοκτόνησε, Δημήτρη πατέρα της Ευγενίας και της Νίκης και Κωστή τον αποκαλούμενο και «Αποστόλη» και τις κόρες: Καλλιόπη σύζυγο Γιάννη Μίχαλου, Αργυρώ σύζυγο Κωστή Σιταρά, (Κολόμπου) Αφροδίτη, σύζυγο Τσιμένη και Ειρήνη σύζυγο Γιάννη Κοτσάτου (Φλάμη). Ο Βασίλης έζησε στον Πειραιά και έκανε τα παιδιά Γιάννη, Μαρία και Ελένη σύζηγο Βασίλη Κοτσάτου. Ο Γιώργης (Γιωργό) έκανε έναν γιό, τον Δημήτρη ο οποίος έζησε στην Ελβετία και δύο κόρες. Την Κυριακή (Κίτσα) σύζυγο Τσαγκαίου και την Μαρία. Ο Σταμάτης (Σταμάταρος) έκανε τα παρακάτω παιδια: Γιάννη, Μαρία σύζυγο του παπαβασίλη Κοτσάτου, Δέσποινα σύζυγο Γιώργη Κοτσάτου και Σοφία σύζυγο Μόδεστου Κοτσάτου. Ο Γιάννης από το γάμο του με την Μαρία Μιχαλάκη απέκτησε τα παιδιά Στάμος, Δημήτρης και Παρούλα ( Παρασκευή. Ο ΜΙΧΑΛΗΣ γεννήθηκε το 1858 και έκανε δέκα παιδιά: Τον Νικόλα (1888), τον Γιώργη (1902) (Κατσούνα) τον Δημήτρη (Πατρώνα), τον Κωστή, τον Γιάννη (1890) την Μαριγώ, σύζυγο Δοντά, την Κυριακούλα, σύζυγο Λιάπη την Κατερίνα, την Καλλιόπη, σύζυγο Χριστοφάκη και την Μαρκέλλα σύζυγο Σίμου Ρεζιάν. Ο Νικόλας μετανάστευσε στην Αμερική, όπως και ο Χαράλαμπος ο οποίος έκανε έναν γιό τον Γιώργη. Ο Κωστής έκανε έναν γιό τον Μιχάλη, και τα κορίτσια Ευγενία σύζυγο Χρ. Γκέκα, Βασιλεία που μετανάστευσε στην Αμερική, Κατερίνα σύζυγο Νίκου Δερμπέση και Δέσποινα. Ο Γιώργης έκανε έναν γιό τον Μιχάλη. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΓΓΛΕΖΟΥ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΓΛΕΖΟΣ (1900) ήρθε στο χωριό μας ως πρόσφυγας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Από το γάμο του με την Ειρήνη Αυγερινού απέκτησε τα παιδιά Θοδωρή, Γιώργη και Αγγελική σύζυγο Νίκου Κάμπουρα. Ο Θοδωρής, παντρεύτηκε την Αργυρώ Χριστοφάκη και απέκτησαν τον Γιάννη, την Ελένη και την Ειρήνη.
44
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΖΑΝΝΗ Το επίθετο προέρχεται από παρατσούκλι. Το προηγούμενο επίθετο ήταν Κριτούλης και ακολούθησαν την παρακάτω πορεία: Κριτούλης Βασίλης: Καταγόταν από τα Νενητούρια και είχε το παρατσούκλι «Κουρλετοβάσιλος». Όπως γράφει ο Μιχάλης Κεφάλας, στο βιβλίο του «Όσα Θυμάμαι», η σφαγή τον βρήκε στο χωράφι του στη «Λιγαριά» να φυτεύει κλήματα και συκιές. Η γυναίκα του, με τον γιο τους Μιχάλη στην αγκαλιά πήγε στα «Γαλάτου», όπως και άλλοι χωριανοί, με την ελπίδα να βρεθεί κάποιο πλεούμενο να τους σώσει από τη σφαγή. Δεν βρήκαν όμως. Μαζί με το Διακοσταμάτη Μιχαλάκη και άλλους απελπισμένους προχώρησαν προς το Μελανιός. Στην τοποθεσία «Περιστεριάς» βρήκαν μια σπηλιά στην οποία κρύφτηκαν. Το μωρό έκλαιγε όμως, και δύο Τούρκοι τους πήραν είδηση. Επειδή, η σπηλιά ήταν σε μέρος απόκρυμνο ο ένας Τούρκος έσκυψε με το κεφάλι ανάποδα για να δει τι συμβαίνει. Ο Διακοσταμάτης τον σημάδεψε με ένα όπλο που είχε, δεν εύρισκε, όμως, το κουράγιο «να πατήσει» τη σκανδάλη και να τον σκοτώσει. Του πήρε το όπλο ο Νικόλας Καρδαμυλίτης, ο οποίος σκότωσε τον περίεργο Τούρκο. Ο άλλος φοβήθηκε και έφυγε και έτσι σώθηκαν. Η γυναίκα του Κουρλετοβάσιλου ήταν κόρη Σταματινού. Το όνομά της δεν το γνωρίζουμε. Είχε τρεις αδελφές. Η μία παντρεύτηκε το Μιχάλη Τακτικό, η άλλη το Γιώργη Κουμέντη και η τρίτη το Σταμάτη Μιχαλάκη (Τσιλίμο). Ο Βασίλης Κριτούλης έκανε τρία παιδιά. Τον Μιχάλη, το Νικόλα και την Ειρήνη σύζυγο Σιδερή Βορριά . Ο ΜΙΧΑΛΗΣ που ήταν μωρό στη σφαγή, έμοιαζε με κάποιο Ψαριανό μάστορα, απ’ εκείνους που πήγαν στο χωριό μας μετά τη σφαγή, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να διορθώνουν την εκκλησία, το σχολείο και τα σπίτια τους. Τον μάστορα αυτόν τον έλεγαν Ζαννή και οι χωριανοί μας για κάποιο λόγο που αγνοώ, παρατσούκλησαν τον Μιχάλη Κριτούλη, ως Ζαννή. Ο Μιχάλης παντρεύτηκε την Καλλιόπη, κόρη του Μιχάλη Κεφάλα και έκαναν δύο παιδιά. Το Γιάννη και το Νικόλα. Ο Γιάννης, ο γέρο Ζαννής όπως ήταν γνωστότερος, γεννήθηκε το 1855 και έκανε τα παρακάτω έξι παιδιά: Τον Γιώργη (1883), τη Δέσποινα σύζυγο Βασιλείου Βουρνού, τον Μιχάλη (1885), που μετανάστευσε και έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής την Καλλιόπη σύζυγο Ιωάννου Σιταρά, τον Πέτρο (1901) και τη Μαρία σύζυγο Ιωάννου Μίχαλου. Ο Γιώργης έκανε τα παρακάτω παιδιά: Αντώνης, Γιάννης, Καλλιόπη σύζυγος Μιχάλη Κεφάλα, Αργυρώ σύζυγος Κωστή Κεφάλα και Ελευθερία σύζυγος Κωστή Κουμέντη. Ο Αντώνης από τον πρώτο του γάμο με την Καλλιόπη Καρούση απέκτησε ένα κορίτσι την Ειρήνη. Από τον δεύτερο γάμο του με την Ανθίπη έκαναν τον Γιώργη και τον Δημήτρη που μετανάστευσαν στην Αμερική και μία κόρη, την Μαρία, σύζυγο Δόλωμα. Ο Γιάννης, από τον γάμο του με την Ελένη Τσακού απέκτησε δύο παιδιά. Τον Γιώργο και την Μαρία. Ο ΝΙΚΟΛΑΣ έκανε τρία παιδιά. Τον Δημήτρη, που έζησε στις Η.Π.Α. την Αργυρώ σύζυγο Φίλιππα Βουρνού και τον Γιάννη (Τσούβαλο) (1886). Ο Δημήτρης από το γάμο του με την Μαρία Πεντάκη απέκτησε τα παρακάτω επτά παιδιά: Καλλιόπη, Δέσποινα, Σαραντή, Κυριακή, Μαρκέλλα, Νικόλα και Γιώργο. Ο Γιάννης, από το γάμο του με την Μαρκέλλα Σιταρά απέκτησε τα παιδιά Νικόλα, Βασίλη, Καλλιόπη σύζυγο Σίμου Σιταρά, Μαρία, σύζυγο Δημήτρη Μιχαλάκη και Αργυρώ, σύζυγο Χρήστου Ρεκλείτη.
45
Ο Πέτρος γιός του Γιάννη Ζαννή, από το γάμο του με τη Στέλλα Μάσκα απέκτησε ένα γιό τον Γιάννη. Το δεύτερο παιδί του Βασίλη Κριτούλη ήταν ο Νικόλας, ο οποίος ψεύδιζε και τον παρατσούκλιαζαν «Ναχάτη» και «Κακούγια». Δεν παντρεύτηκε και φυσικά δεν άφησε απογόνους. Η Ειρήνη, παντρεύτηκε τον Σιδερή Βορριά. Στο αρχείο μου υπάρχει το παρακάτω έγγραφο του 1849 , που αναφέρεται στον Βασίλη Κριτούλη: + την σήμερον εγώ η Ερήνη θυγατέρα του ποτέ κωνσταντίνου Ιεροδιακόνου και συμβία του ποτέ Νικολάου Σταματινού εκ χωρίου κουρούνια με το να μην έχουν ένοιαν μου κανέναν μου πεδί μηδε να μου δίδουν την ζωοτροφήν μου κατά τα προγεγραμμένα γράμματα ηθέλησα να ησυχάσω με την κόρην μου την Ερήνην και τον γαμβρόν μου τον βασίλιον Κριτούλην και χαρίζω του και δορίζω του τα χοράφια πλάγια εν τη θέση βίγλα πλησίον ο άγιος ιωάννης ο θεολόγος και τα χοράφια εις τα λιμνία εις το Κουτέπικον από κάτω πλησίον το λαγγάδι και τα χωράφια εις του Κουρεμένου πλησίον Ιω. Λιάπης άνοθεν Νικόλαος Κατζαρός. Τούτα τα άνοθεν γεγραμμένα του τα δίνω δια να με ζωοτροφούν εως να ζω η δε και δεν με ενοιάζοντε να έχω τιν ισχήν να σχίζω το γράμμα και να μην έχει να τους ενοχλήσει κανένα από τα άλα μου πεδία η δε και ενοχλήση κανένας να έχη την κατάρα μου και εις επι βαιβέωσιν εγράφη το παρόν ίνα έχη το κήρος και την ισχήν εν παντί κριτηρίω. Τη 5 Μαρτίου 1849 Δηακοιοανης κοτζάτος μαρτιρ. κονσταντής σαραντινός μαρτηρ... Ιωάννης παπανικολάου μηχαλάκη γράφω ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: Οικογένεια που χάθηκε στη σφαγή. Χωράφια και σπίτια τους πουλήθηκαν ως «ορφανικά». «Γιώργης και τέκνα», καθώς και «Μιχαήλ και τέκνα» αναφέρονται στο παρρησιαστικό βιβλίο, στις 27 Δεκεμβρίου 1831. «Θεολόγοι» αναφέρονται στην διαθήκη του ιερέα Νικόλα Μιχαλάκη, στο 1867. Σήμερα το επίθετο αυτό συναντάται στα Αφροδίσια. Καζάς Ιωάννης και η σύζυγός του Ειρήνη. Μαζί με τον πατέρα του, Νικόλαο, είναι γραμμένοι στο παρρησιαστικό βιβλίο, στις 27 Δεκεμβρίου 1831. «Καζάϊκα» χωράφια και σπίτια πουλήθηκαν ως «ορφανικά». Καλογήρου Άννα (Άννα του Καλόγερου). Αναφέρεται ως πλησιαστής χωραφιού το 1848.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΡΟΥΣΗ ΚΑΡΟΥΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Αναφέρεται στη λίστα του Γιάννη Μίχαλου, ως καταγόμενος από τ΄Αφροδίσια. Επίσης αναφέρεται σε έγγραφα από το 1831. Έκαμε τρεις γιούς. Τον Γιάννη, τον Ευαγγελινό και τον Μιχάλη. Κωνσταντής Καρούσης αναφέρεται σε έγγραφα από το 1833 ως γέροντας του χωριού. Έκανε μόνο ένα κορίτσι, τη Μαρία, σύζυγο Παντελή Κεφάλα.
46
Από αφήγηση του πατέρα μου, «κάποια Καρούσενα» κληρονόμησε, μετά τη σφαγή δώδεκα «πόρτες» που σημαίνει ότι πολλοί συγγενείς της χάθηκαν στη σφαγή. Επίσης στη λίστα του 1831 γράφεται: Δημήτριος Καρούσης ϋ Ιω. γεωργ. Πενήντα χρόνια μετά τη σφαγή, συντάσσεται το παρακάτω σημαντικό έγγραφο για τους Καρούσηδες που προέρχεται απο το αρχείο του Γιάννη Ν. Βορριά. «Εν ονόματι της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Σήμερον την εικοστήν του μηνός Νοεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εβδομηκοστού δευτέρου έτους ημέραν της εβδομάδος δευτέρα μοι εφώναξαν εις το οσπίτιον τους ο Δημήτριος Γ. Καρούσης και η σύζυγός του Αγγερού και μού είπαν ότι θέλουν να προικοδοτήσουν τον υιόν τους Μιχαήλ....» Ακολουθεί η καταγραφή των χωραφιών που του δίνουν και από την οποία μαθαίνουμε ότι ο Μιχάλης είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης, ήταν γνωστός με το όνομα «Καρουσόγιαννος» και έκανε τρία, αγόρια. Τον Δημήτρη, τον Μιχάλη και τον Ευαγγελινό και τις κόρες: Μαρία σύζυγο Παντελή Κεφάλα, Κυριακούλα σύζυγο Κωστή Σαραντινού (Κωσταντάρα) και Άννα σύζυγο Χριστόφορου Σιταρά. Ο Δημήτρης, ήταν γνωστός στο χωριό μας ως «Μιμίκος». Γιος του ήταν ο Γιάννης, πατέρας του Δημήτρη του Κώστα και της Ειρήνης και κόρη του η Καλλιόπη σύζυγος Αντώνη Ζαννή. Ευαγγελινός ή Βαγγελινός. Σύμφωνα με το «Μητρώο» απέκτησε τρία αγόρια. Τον Δημήτρη, τον Νικόλα και τον Παντελή. Ο Δημήτρης γεννήθηκε το 1865 και ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «γεροσπίρτος». Έκανε ένα αγόρι, τον Αντώνη (1905), ο οποίος από το γάμο του με την Αναστασιά Μιχαλάκη (Γάλιπου) απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τον Βαγγέλη και τον Δημήτρη που μετανάστευσαν στην Αυστραλία, την Αννα και την Μαρία.Ο Νικόλας γεννήθηκε το 1871 και έκανε ένα αγόρι, το Γιώργη (1905) Ο Παντελής γεννήθηκε το 1871 και ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Παντολέων».
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΤΣΑΡΟΥ Η οικογένεια των Κατσαρών ήταν η πιο μεγάλη του χωριού μας. Από Κατσαρούς κατάγονται οι οικογένειες Κεφάλα, Τακτικού, Βορριά, Μαχατούρου (έχει χαθεί) και ενδεχομένως και άλλες που δεν γνωρίζω. Κατά τον ιστορικό Γ. Ζολώτα (Ιστορία της Χίου τ. Α2 σελ. 429) οι Κατσαροί είναι κλάδος της οικογένειας Αμαρτωλών, παρατσούκλι της μεγάλης Χιώτικης οικογένειας των Πετροκοκκίνων. Κατσαροί υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν στα Νενητούρια και στα Λεπτόποδα. Επίσης υπήρχαν στην Πισπιλούντα από το 1696. Ο Ιωάννης Ν. Γιούργαλης, στο βιβλίο του «Η Πισπιλούντα της Χίου», σελ. 450, καταθέτει εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για την οικογένεια αυτή. Πριν από τη σφαγή αναφέρονται οι παρακάτω Κατσαροί στο χωριό μας: Μιχάλης, (διάκος) στα 1799, Γεώργιος (Μαχατούρος), Μιχάλης, Γιάννης, Σταμάτης, Παπαγιάννης νοτάριος (1773), Παπασταμάτης (διάκος το 1799) και Ιωακείμ Μαχατούρος 1701.
47
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Παπαγιώργης, ο οποίος έφτασε ως τις μέρες μας με το παρατσούκλι «Βραχνός». 0 Μιχάλης Κεφάλας αναφέρει ότι είναι ο ιερέας ο οποίος επέζησε από τη σφαγή του 1822 αλλά και από την κατάρα των χωριανών. Σύμφωνα με την παράδοση, πριν από τη σφαγή στο χωριό μας υπήρχαν δεκατέσσερις παπάδες, οι οποίοι τσακώνονταν μεταξύ τους για τα λίγα τυχερά, καθώς τα χρόνια εκείνα δεν έπαιρναν μισθό. Φυσικά καταπίεζαν τους φτωχούς χωριανούς που έπρεπε να φιλοδωρούν περισσότερες από μία φορά για τους αγιασμούς, τα ευχέλαια και τις λειτουργίες στα εξωκλήσια. Αγανάκτησαν λοιπόν, από τις πιέσεις αυτές και κάποιος τους καταράστηκε «να τους πάρει ο χάρος και να μείνει μόνο ένας και αυτός μονόφθαλμος». Φαίνεται ότι η κατάρα «έπιασε» και την άνοιξη του 1822 το χωριό μας έμεινε με έναν ιερέα. Δεν γνωρίζουμε αν ο Παπαγιώργης ήταν μονόφθαλμος. Σίγουρα, όμως, ήταν βραχνός. Με το παρατσούκλι αυτό έφτασε ως τις μέρες μας. Στα έγγραφα, όμως, αναφέρεται καθαρά το επώνυμό του, ενώ το Βραχνός δεν συναντάται, όπως άλλα παρατσούκλια. Τον πατέρα του τον έλεγαν Γιάννη. Προφανώς είναι ο Παπαγιάννης που ήδη αναφέραμε και ήταν νοτάρος, αξίωμα που πήρε μετά τη σφαγή ο γιός του Παπαγιώργης. Έκανε μόνο ένα παιδί, την Καλή, η οποία παντρεύτηκε τον Νικόλα Μιχαλάκη, ο οποίος αργότερα έγινε ιερέας και νοτάρος. Ο Παπαγιώργης κληρονόμησε δεκατέσσερις «πόρτες», που σημαίνει ότι αντίστοιχες συγγενικές του οικογένειες χάθηκαν στη σφαγή. Τα χωράφια αυτά τα κληροδότησε στην κόρη του. Στο παρρησιαστικό βιβλίο, στις 25 Δεκεμβρίου 1831, ο Παπαγιώργης γράφει: «Γεωργίου ιερέως και τής πρεσβυτέρας, Ιωάννου και τής συμβίας, Μιχαήλ και τών τέκνων, Βασιλείου και τών τέκνων». Συμπεραίνω ότι τα πρώτα ονόματα είναι το δικό του και της γυναίκας του, το δεύτερο και τρίτο των γονιών του, το τέταρτο κάποιου συγγενή του και ο τελευταίο του Βασίλη Μιχαλάκη, πατέρα του γαμπρού του, ο οποίος χάθηκε στη σφαγή. Την περίοδο μετά τη σφαγή συναντάμε τόσο πολλούς Κατσαρούς που είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσει κανείς. Έχουμε -για παράδειγμα- πέντε με το όνομα Κωνσταντής. Ο ένας είχε το παρατσούκλι «Μαχατούρος» και τον πατέρα του τον έλεγαν Νικόλα. Στη λίστα του Γιάννη Μίχαλου αναφέρεται ως Μαχατούρος, στα έγγραφα ως Κατσαρός. Σύμφωνα με πληροφορία που μου έδωσε η Ευγενία Π. Τακτικού (Βγενάκι) οι Μαχατούροι έφυγαν για την Αμερική και δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτούς. Ο δεύτερος Κωνσταντής ήταν γιος του Ανδρέα. 0 τρίτος του «ποτέ» Ιωάννη. Ο τέταρτος του Γεωργίου. Στη λίστα του 1831 αναφέρονται ακόμη Κωνσταντής, που είχε παιδιά το Χριστοφή και Σταμάτη. Από τα νοταριακά έγγραφα μαθαίνουμε ότι ο Κωνσταντής Κατσαρός του Γεωργίου, εκτός από τα δύο παραπάνω αγόρια, είχε ακόμη τον Γιώργη και τον Σιδερή. Ο Γιώργης εμφανίζεται να έχει ένα γιο με το όνομα Σταμάτης. Ο Χριστοφής έκανε δύο αγόρια. Τον Μιχάλη και τον Νικόλα οι οποίοι άλλαξαν επίθετο και έγιναν Τακτικοί. Λεπτομερέστερα θα μιλήσουμε στο κεφάλαιο για τους Τακτικούς. Ο πέμπτος Κωνσταντής Κατσαρός έκανε ένα αγόρι, τον Σίδωρο, ο οποίος έκανε τον Νικόλα, τον Γιάννη, την Ειρήνη και την Ευγενού. Ο Νικόλας έκανε δύο κορίτσια, την Κριτού και την Ευγενού και ένα αγόρι, τον Σιδερή. 48
Κωνσταντής Κατσαρός όμως ήταν και ο γενάρχης των σημερινών Κεφάλουδων. Ποιος απ’ όλους ήταν, δεν μπόρεσα να το ξεκαθαρίσω. Σε ένα νοταριακό έγγραφο αναφέρεται η Μαρία, θυγατέρα του ποτέ Μιχάλη και συμβία του ποτέ Κωνσταντή Κατσαρού, από τα Νένητα. Από τα Νενητούρια, εκτός από τον Κωνσταντή ήρθαν στο χωριό μας ο Νικόλας και ο Γιώργης. 0 Γιώργης έκαμε δύο αγόρια, τον Σταμάτη και τον Μιχάλη. Αναφέρεται σε έγγραφο του1834. Ένας άλλος Γιώργης, ο οποίος το 1836 φέρεται νεκρός είχε παιδιά τους: Δημήτρη, Γιάννη, Κων/νο, Μιχάλη και Καλή, σύζυγο Διακοσταμάτη Μιχαλάκη. Σε νοταριακά έγγραφα, αναφέρονται ακόμη οι παρακάτω Κατσαροί: Παντελής ή Παντελέων. Αναφέρεται σε έγγραφο του 1837 και ήταν αδελφός ενός από τους πέντε Κωνσταντήδες. Σταμάτης ή Χατζησταμάτης. Ήταν ιερέας και προφανώς χάθηκε στη σφαγή. Στις 23 Ιανουαρίου 1832 ο Γιώργης Μπουρνούς αφιερώνει χωράφι στον Άγιο Γιάννη, στη μνήμη του. Γυναίκα του ήταν η Άννα η οποία το 1832 εμφανίζεται ζωντανή. Το 1832 συναντούμε τον Διακοσταμάτη «γούμενο». Προφανώς είναι το ίδιο πρόσωπο. Ο Σταμάτης του ποτέ Μιχάλη, πούλησε όλη την περιουσία του στον αδελφό του Γιώργη, το 1834, για 495 ασλάνια. Αναφέρονται ακόμη:
Γιώργης του ποτέ Κωνσταντή. Το 1832 έχει γιό Σταμάτη. Γιώργης του Δημήτρη. Αναφέρεται στη λίστα του 1831. Δημήτρης του ποτέ Γιώργη. Αναφέρεται στη λίστα του 1831 Διακονικόλας χωρίς άλλα στοιχεία. Γιάννης ιερέας. Έκανε ένα αγόρι, τον Γιώργη και δύο κορίτσια. Την Άννα, σύζυγο Μιχ. Κατσαρού, και τη Σταματινή σύζυγο Κων/νου Κατσαρού. Η Άννα γέννησε τον Γιάννη και την Κυριακή και η Σταματινή τη Μαρία. Γιάννης: Έκανε τρία αγόρια. Το Μιχάλη, τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργη (1846). Μιχάλης: Αναφέρονται ως παιδιά του οι: Γιώργης (1834), Σταμάτης (1834), Γιάννης (1843), Νικόλας (1846) και Μαρία σύζυγος Κων/νου Κατσαρού, από τα Νένητα. Την ίδια εποχή, τα χρόνια μετά τη σφαγή δηλαδή, αναφερονται τα ονόματα και των παρακάτω γυναικών της οικογενείας Κατσαρού: Σοφία του ποτέ Γιάννη, στα 1827. Σοφία, θυγατέρα του ποτέ Παντελή Κατζαρού και συμβία Ιωάννη Σταματινού. Σοφία, θυγατέρα του ποτέ Χριστοφή Κατζαρού. Σταματινή, θυγατέρα του ποτέ Ιωάννη Κατζαρού αναφέρεται το 1834. Τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα με τα στοιχεία που μας προσφέρει το «μητρώο αρρένων». Στο έγγραφο αυτό έχουμε τις παρακάτω εγγραφές: Γεώργιος του Νικολάου, 1855-1923. Ιωάννης του Νικολάου, 1858. Κωνσταντίνος του Νικολάου 1860. Νικόλαος του Χρήστου, 1873. Μιχάλης του Χρήστου, 1876. Νικόλαος του Γεωργίου, 1883. Ιωάννης του Γεωργίου, 1885. Δημήτριος του Γεωργίου, 1887. Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 1889. Στυλιανός του Κωνσταντίνου, 1891. Γεώργιος του Κωνσταντίνου, 18931925. Παντελής του Γεωργίου, 1902. Αναλύοντας τα στοιχεία αυτά έχουμε: ΝΙΚΟΛΑΣ: Έκανε τρία αγόρια τον Γιώργη, τον Γιάννη και τον Κωστή. 49
Ο Γιώργης (1855-1923) έκανε πέντε αγόρια:Τον Νικόλα (1883) ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική όπου χάθηκε, τον Γιάννη (1883), τον Δημήτρη (1887), τον Κωστή,(1889) τον Παντελή και την Καλλιόπη συζυγο Κωστή Αυγερινού.Ο Γιάννης, από το γάμο του με την Μαρία (Μαριγώ) Δ. Μιχαλάκη απέκτησε τα παιδιά Γιώργη και Νικόλα που μετανάστευσαν στην Αμερική, τον Δημήτρη και τον Ηλία που πέθαναν νέοι και την Καλλιόπη, σύζυγο Γιάννη Ισ. Βορριά. Ο Δημήτρης γνωστός για την αναπηρία του στο ένα χέρι από τον γάμο του με την Αφροδίτη Π. Κεφάλα απέκτησε δύο παιδιά. Τον Παντελή (Παντελάρα) και την Μαρία σύζυγο Γιάννη Βουρνού. Ο Κωστής έζησε στην Αμερική. Ο Παντελής, από τον γάμο του με την Παρασκευή Μαλλά έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη (καπετάνιο και μετά μετανάστη στην Αμερική), Σπύρο, Μαρία σύζυγο Κωστή Βουρνού, Ευγενία σύζυγο Παναγιώτη Κομπιλίρη και Καλλιόπη σύζυγο Γιάννη Κουτέπα. Το δευτερο αγόρι του Νικόλα Κατσαρού Ο Γιάννης ήταν γνωστός ως Κατσαρόγιαννος και Χαϊλαρές. Το τρίτο αγόρι του Νικόλα Κατσαρού ήταν ο Κωστής γνωστός με το παρατσούκλι <Ζήκος>. Έκανε τρία παιδιά. Τον Γιώργη που πέθανε νέος χωρίς απογόνους , τον Μιχάλη που έμεινε άγαμος και τον Στέλιο, γνωστό ως Στελιανό, ο οποίος έκανε τέσσερα παιδιά. Τον Κωστή τον Βασίλη τον Γιώργη και την Ελένη σύζυγο Γιώργη Σταματινού. Ο Κωστής, παντρεύτηκε τη Σταματία Γεντή με την οποία απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Παντελή, Στέλιο και Μαρία σύζυγο Δημήτρη Μιχαλάκη. Όλα τα παιδιά μετανάστευσαν στην Αμερική. Ο Βασίλης παντρεύτηκε την Στέλλα Ισ. Βορριά και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Δέσποινα σύζυγο Ευ. Ξανθουδάκη, Ιωάννα σύζυγος Γιάννη Κεφάλα και Σιδερούλα. Οι δύο τελευταίες είναι κάτοικοι Αμερικής. Ο Γιώργης παντρεύτηκε τη Σταματία Πουλή και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Στέλιο, που μετανάστευσε στην Αμερική, Μαρία, Ευγενία και Δέσποινα σύζυγο Λωρή. Μέχρι το 1855 οι Κατσαροί γράφονταν ως Κατζαροί, με (ζ) δηλαδή. Πότε και από ποιόν έγινε η αλλαγή δεν το γνωρίζουμε. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΚΑΥΡΟΥ ΚΑΚΑΥΡΟΣ Δημήτρης. Το επίθετο είναι Κεραμούσικο. Ωστόσο στα 1848 εμφανίζεται να έχει χωράφι στο χωριό μας. Σύμφωνα με το Μιχάλη Κεφάλα η οικογένεια Κάκαυρου έμενε στο Πλατανάκι, οικισμό απέναντι από τον Εγρηγόρο. Η Ειρήνη Κάκαυρου έγινε η αιτία να αλληλοεξοντωθούν δύο αδέλφια για την αγάπη της. Παντρεύτηκε το Γιάννη Λιάπη.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΕΦΑΛΑ Γενάρχης της οικογένειας Κεφάλα είναι ο Κωσταντής Κατσαρός, ο οποίος καταγόταν από τα Νενητούρια. Ήταν εύσωμος άντρας, δυνατός και με μεγάλο κεφάλι. Τον παρατσούκλιασαν Κεφάλα και όπως συμβαίνει συχνά, το παρατσούκλι καθιερώθηκε ως επίθετο. Ήταν ακόμη καλοφαγάς. Στα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ συνηθισμένος ο χαρακτηρισμός του «Μπαρμπακωσταντή» στα παιδιά που ζητούσαν φαγητό από τις μανάδες τους. Διαβάζοντας το βιβλίο του Μιχάλη Κεφάλα «'Οσα θυμάμαι» πληροφορήθηκα ότι ο «Μπαρμπακωσταντής» ήταν ο γενάρχης των Κεφάλουδων.
50
Ο Κωσταντής ήταν αρχοντάνθρωπος και πολύ δυνατός στο κορμί. Όταν οι Τούρκοι έφτασαν στο χωριό μας, το 1822, πήρε το δρόμο της σωτηρίας, μαζί με άλλους, προς το Κάβο Μελανιός. Τι συνέβη εκεί, δεν το γνωρίζουμε. Αργότερα όμως, μια γυναίκα που σώθηκε από τη σφαγή εκείνη, η Ειρήνη Λουλάδενα, διηγήθηκε ότι τον είδε νεκρό με δύο τούρκους παραμάσχαλα. Η στοματική παράδοση αναφέρει ότι ήταν διώκτες του τους οποίους έπνιξε σφίγγοντάς τους στις μασχάλες του, πριν κάποιος τρίτος τον σκοτώσει. Ο <Μπαρμπακωσταντής>, με το επίθετο Κεφάλας, δεν συναντιέται σε έγγραφα του χωριού μας. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για έναν από τους τέσσερις Κωνσταντήδες Κατσαρούς που συναντιούνται την ίδια εποχή. Ο πρώτος Κεφάλας που εμφανίζεται σε έγγραφα μετά τη σφαγή είναι ο Μιχάλης του «ποτέ» Γιώργη, ο οποίος το 1831 εμφανίζεται να αγοράζει «ορφανικό» χωράφι. Συνεπώς ήταν σε ηλικία που να μπορεί να κάνει αγορές, μεγάλος δηλαδή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μιχάλη Κεφάλα, ο « Μπαρμπακωσταντής» έκανε τρία παιδιά. Τον Μιχάλη, την Άννα, η οποία ήταν «πτωχή τω πνεύματι» και έμεινε άγαμη και τη Μαρία η οποία παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σαραντινό. Το μοναδικό αγόρι, ο Μιχάλης, παντρεύτηκε την αδελφή του Γιώργη Μπουρνού και έκαναν τρία παιδιά: τον Νικόλα, την Καλλιόπη, σύζυγο Μιχάλη Ζαννή και Μαρία σύζυγο Παντελή Σταματινού ή «Χαμπέ» από τον Εγρηγόρο. Ο ΝΙΚΟΛΑΣ Κεφάλας παντρεύτηκε την Μαρία, κόρη του παπανικόλα Μιχαλάκη και έκαναν οκτώ παιδιά. Το Μιχάλη, τον Παντελή, τον Γιώργη, τον Γιάννη, την Καλή, σύζυγο Μιχάλη Κουτέπα από το Φτανάδο, τη Λεμονιά σύζυγο Γεωργίου Κοτσάτου του «ψάλτη», την Ευγενία σύζυγο Μιχάλη Γεντή «Πιτσονομίχαλου» και Σταματία σύζυγο Νικολάου Σιταρά, (από τα Αφροδίσια). Τα αγόρια του Νικόλα Κεφάλα, ήταν αναλυτικότερα: Μιχάλης: Έγινε ιερέας και από το γάμο του με την Άννα Σιταρά απέκτησε ένα παιδί, το Γιάννη (1884) ο οποίος παντρεύτηκε τη Μαρία I. Βουρνού και έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι «Γιάνναρος». Παντελής: Γεννήθηκε το 1862 και παντρεύτηκε τη Μαρία Καρούση. Απέκτησε τρία αγόρια. Το Νικόλα, (1894), που χάθηκε στη Μικρά Ασία, τον Κωστή,(1898) και το Δημήτρη (1905). Γιώργης: Είναι ο πρώτος χωριανός μας που σπούδασε νομικά και διέπρεψε στην Αθήνα ως δικηγόρος. Τη σύζυγό του την έλεγαν Υπατία και έκαναν δύο κόρες οι οποίες δεν διατήρησαν επαφή με τους συγγενείς τους. Γιάννης: Γεννήθηκε το 1877 έγινε ιερέας και από το γάμο του με την Καλλιόπη Μιχάλου απέκτησε τα παρακάτω αγόρια: Νικολής (1901), Κώστας (1905), Θανάσης και Γιώργης, ο οποίος ήταν ζωγράφος και πέθανε νέος. Ο Γιάννης Κεφάλας, γνωστός μας ως Γιάνναρος, γεννήθηκε το 1884 και από τον γάμο του με την Μαρία Βουρνού απέκτησε τα παιδιά: Μιχάλη Λευτέρη, Βασίλη, Γιώργη, Κωστή ο οποίος πέθανε νέος και Ευγενία σύζυγο Κωστή Λιάπη. Ο Μιχάλης από το γάμο του με την Καλλιόπη Γ. Ζαννή απέκτησε τα παιδιά: Γιάννη, Γιώργο, Μόδεστο, που μετανάστευσαν στην Αμερική και την Μαρία σύζυγο Δημήτρη Δημητρίου. Ο Λευτέρης, από το γάμο του με την Δέσποινα Σαραντινού απέκτησε τα παιδιά Γιάννη και Σοφία. Ο Βασίλης, από τον γάμο του με την Ελένη Γ. Σπανού απέκτησε τα παιδιά Γιάννη, που μετανάστευσε στον Καναδά,
51
Γιώργο και Μαρία. Ο Γιώργης από το γάμο του με την Άννα Κ. Κεφάλα απέκτησε τα παιδιά Γιάννη και Κωστή. Το δεύτερο αγόρι του Νικόλα Κεφάλα, Ο Παντελής γεννήθηκε το 1862 και από τον γάμο του με την Μαρία Καρούση απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Τον Νικόλα που χάθηκε στη Μικρά Ασία, τον Κωστή και τον Δημήτρη.Ο Κωστής από τον γάμο του με την Άννα Μοσχούρη άπέκτησε την Μαρία σύζυγο Δ. Γεντή και την Ευγενία σύζυγο Λευτέρη Βουρνού. Από τον γάμο του με την Αργυρώ Γ. Ζαννή απέκτησε τα παιδιά: Αννα σύζυγο Γιώργη Κεφάλα, Ελένη σύζυγο Κώστα Μανιουδάκη που μετανάστευσε στη Νότιο Αφρική και Παναγιώτα σύζηγο Γ. Γεντίδη η οποία μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο Δημήτρης, από τον γάμο του με την Υπατία Σαραντινού απέκτησε τα παιδιά Παντελή και Ελευθερία σύζυγο Νίκου Ξανθάκου. Ο Γιάννης Κεφάλας γεννήθηκε το1877 και έγινε ιερέας. Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Μίχαλου και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Νικόλας, Θανάσης, Κώστας και Γιώργης. Ο Νικόλας παντρεύτηκε την Δέσποινα Σπανού και έκαναν τα παιδιά: Παναγιώτη, που έγινε ιερέας, Γιάννη που μετανάστευσε στην Αμερική, Γιώργη και Μαρία σύζυγο Γιώργη Βορριά. Ο Θανάσης παντρεύτηκε την Βαρβάρα Τακτικού και απέκτησαν τα παιδιά: Γιάννη και Γιώργο που μετανάστευσαν στην Αμερική, Καλλιόπη (Πόπη), Άννα και Ειρήνη. Ο Κώστας σπούδασε δικηγόρος και έκανε δύο παιδιά. Τον Γιάννη και την Ιωάννα. Ο Γιώργης ήταν ζωγράφος. Πέθανε νέος, χωρίς ν΄αφήσει διαδόχους. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΥΜΕΝΤΗ ΚΟΥΜΕΝΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Αναφέρεται σε έγγραφο του 1831 και στον κατάλογο των διασωθέντων από τη σφαγή του 1822. Εμφανίζεται να έχει γιό με το όνομα Νικόλας. Από τη σφαγή σώθηκε επίσης η Σταματική I. Κουμέντη η οποία πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου 1844 σε ηλικία 63 χρόνων. Συνεπώς είχε γεννηθεί το 1781 και στη σφαγή ήταν ήδη 41 χρόνων. Στο Μητρώο Αρρένων του χωριού μας γράφτηκε το 1845, ο Νικόλαος Κουμέντης. Πρόκειται για μεταχρονολογημένη εγγραφή του Νικόλα που φαίνεται να ζούσε το 1822 ή για δεύτερο παιδί του Γιώργη Κουμέντη που πήρε το ίδιο όνομα λόγω θανάτου του πρώτου. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΜΕΝΤΗΣ: υπάρχει το 1846. Δεν έχουμε άλλη πληροφορία γι’ αυτόν. Πιθανότατα ήταν γιος του Γιώργη. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Γεννήθηκε το 1844 και πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα. ΔΗΜΗΤΡΗΣ του Γεωργίου. Εμφανίζεται σε έγγραφο του 1868, αρκετά μεγάλος σε ηλικία. ΙΩΑΝΝΗΣ του Δημητρίου γεννήθηκε το 1865. Μέχρι εδώ τα πράγματα είναι θολά. Ο παλαιότερος Κουμέντης που διέσωσε η στοματική παράδοση και καταγράφει στο βιβλίο του ο Μιχάλης Κεφάλας, ήταν ο Νικόλας, γνωστός ως «Κουμεντονίκολας». Είχε δύο παιδιά. Το Γιώργη και τη Μαρία (σύζυγο Ιωάννη Κουτέπα). Ο ΓΙΩΡΓΗΣ (1876) έκανε τα παρακάτω παιδιά. Νικόλα, Δημήτρη (Γρίβα), Κωστή (Κατσαμπή), Ευγενία (σύζυγο Αντώνη Βουρνού) και Άννα (σύζυγο Γιαμπίλη). Ο Δημήτρης (Γρίβας) παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεντίδη και έκαναν δύο παιδιά: Τον Γιώργο και τη Σοφία. Ο Νικόλας παντρεύτηκε την Βασιλεία Μπουρνή Ο Κωστής παντρέυτηκε την Ελευθερία Ζαννή και απέκτησαν τα παιδιά: Γιώργο, Καλλιόπη (Πόπη) και Μαρία. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ του Δημητρίου (1865) έκανε έναν γιο, το Γιώργη (1875), ο οποίος έμεινε γνωστός στο χωριό μας ως «μπαρμπέρης». Παιδιά του Γιώργη ήταν: Ο Γιάννης (1895) ο 52
οποίος χάθηκε στη Μικρά Ασία το 1922, ο Κωστής (1901) ο οποίος συνέχισε το επάγγελμα του μπαρμπέρη, ο Αλέξανδρος (1890) ο οποίος πρέπει να πέθανε μικρός και η Λεμονιά σύζυγος Βαγγέλη Σπανού. Ο Κωστής Κουμέντης παντρεύτηκε την Ειρήνη Μιχαλάκη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Βαρβάρα σύζυγο Μιχάλη Γ. Μίχαλου που μετανάστευσε στην Αμερική, Καλλιόπη η οποία παντρεύτηκε τον Χρήστο Σιταρά και έζησε επίσης στην Αμερική, Μαρία η οποία παντρεύτηκε τον Νίκο Μιχαλάκη και έζησε στο Βόλο, και Ευγενία σύζυγο Μιχάλη Ν. Μίχαλου που επίσης μετανάστευσε στην Αμερική. Ο Γιώργης Κουμέντης είχε κάνει πράξη την Ελληνοτουρκική φιλία από το 1907! Σε έγγραφο της χρονιάς εκείνης διαβάζουμε: Εν Βολισσώ τη 31 Μαΐου 1907 Αξιότιμε κύριε Δημήτριε, ... τούτου ένεκα όπου ο κουμπάρος μου Γεώργιος Κουμέντης έχει τους μπελάδες μου ομοίως και τους κόπους, λαμβάνω συγγνώμην όπου ομίλησα εις τον αιδεσιμώτατον παπά Μιχαήλ παρακαλώ υμάς καθώς και άλλους να τον γράψητε γέροντα μόνον και μόνον για να κερδίση τα Βασιλικά του δικαιώματα και θέλητε με υποχρεώσητε. Όσον αφορά δε τας υποθέσεις του χωρίου τον εγγυούμεθα. Ο αγαπών σας Σαμπρή Εφένδης Το 1907 λοιπόν, ένας χωριανός μας και ένας Οθωμανός είχαν ... κουμπαριάσει! Το φαινόμενο ήταν συνηθισμένο. Ο Τούρκος έδινε τα χρήματα σε έναν Χριστιανό, ο οποίος έκανε το μυστήριο ως αντιπρόσωπός του! Οι απλοί άνθρωποι είχαν βρει τρόπους να ξεπερνούν τα φυλετικά και θρησκευτικά μίση και να πορεύονται ειρηνικά. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΥΤΕΠΑ Η οικογένεια Κουτέπα είναι από τις παλαιότερες του χωριού μας και ενδεχομένως προέρχεται από τα Ψαρά, όπου συναντάται από τα πριν την επανάσταση του 1821 χρόνια. Οικογένεια Κουτέπα υπήρχε και στην Πισπιλούντα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Γιούργαλη οι Κουτέπηδες ήταν Ψαριανής καταγωγής. Μετά από πίεση των πειρατών τα Ψαρά άδειασαν και πολλοί κυνηγημένοι κατέφυγαν στη Χίο. Σύμφωνα με παράδοση της Πισπιλούντας ένας Κουτέπας κατοικούσε στον πύργο «Τα Μάρκου». Ένα βράδυ που η γυναίκα του που ήταν λεχώνα άκουσε κουδούνια κοπαδιού στο χωράφι τους «στου Φράγκου». Πήγε ως εκεί για να προλάβει ενδεχόμενη ζημιά αλλά εκεί βρήκε δύο «μαύρους» οι οποίοι τον πήραν και τον πήγαν σ’ ένα μέρος που υπήρχαν «ξυνορουδιές». Άνοιξαν μια καταπακτή, τον κατέβασαν πολλά σκαλοπάτια κάτω, σ’ ένα δωμάτιο, του έδειξαν ένα θησαυρό και του είπαν: Αυτά όλα είναι δικά σου. Έλα αύριο βράδυ να τα πάρεις.» Ο Κουτέπας, όμως, φοβήθηκε τόσο πολύ που όταν πήγε σπίτι του, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. (I. Γιούργαλη «Η Πισπιλούντα τής Χίου» σελ. 28). Στο χωριό μας οι πρώτοι που συναντούνται με το επίθετο αυτό είναι ο Μιχάλης και ο Βασίλης οι οποίοι αναφέρονται στον κατάλογο διασωθέντων από τη σφαγή του 1822. Ο Μιχάλης έμενε στο Φτανάδο και παντρεύτηκε την Καλή Ν. Κεφάλα.
53
Στα νεώτερα χρόνια γνωστός ήταν ο Γιάννης, γιός του Διαμαντή, ο επιλεγόμενος Κουτεπόγιαννος γεννημένος το 1861 ή το 1864. ΄Εκανε τα παρακάτω παιδιά: Μιχάλη, Νικόλα, Βασίλη, Αννα σύζυγο Κωστή Μιχαλάκη και Μαρία σύζυγο Σιδερή Σπανού. Ο Μιχάλης (1891) έκανε ένα αγόρι, τον Γιάννη ο οποίος χάθηκε όταν το εμπορικό καράβι στο οποίο υπηρετούσε ως ασυρματιστής τορπιλίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου. Είχε παντρευτεί την Παρασκευή Ξυδιά με την οποία απέκτησε ένα κορίτσι, την Μαίρη σύζυγο Στέλιου Νεαμονίτη. Ο Νικόλας (1900) έκανε τον Κώστα που έζησε και πέθανε στην Αμερική, τη Μαρία σύζυγο Στέλιου τακτικού και την Κίτσα σύζυγο Παναγιώτη Καρούση από τ’ Αφροδίσια που επίσης μετανάστευσαν στην Αμερική. Ο Βασίλης παντρεύτηκε την Σταματία Μίχαλου και απέκτησαν τα παιδιά Γιάννη και Διαμαντή. Στο μητρώο αρρένων του χωριού μας υπάρχουν οι παρακάτω εγγραφές: Μιχαήλ του Νικολάου – 1855. Ιωάννης του Μιχαήλ – 1861. Νικόλαος του Μιχαήλ – 1872. Μιχάλης του Ιωάννου – 1891. Νικόλαος του Μιχαήλ – 1891. Ιωάννης του Μιχαήλ - 18991913. Νικόλαος του Ιωάννου – 1900. Κωνσταντίνος του Ιωάννου - 1902-1922 (χάθηκε στη Μικρά Ασία). Νικόλαος του Ιωάννου – 1902. και Βασίλης του Νικολάου – 1905. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΤΣΑΤΟΥ ΚΟΤΣΑΤΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ: Σύμφωνα με έγγραφο του 1774, Μαρτίου 26: «Την σήμερον έμπροσθεν ημών και τών κάτωθεν μαρτύρων πουλούν ο Γιώργης Λεβέντης Αγρελωπούσης και η ανεψιά του Καλή πρεσβυτέρα με την συμβουλήν τού παπά της, τού παπά Μιχάλη το γύρισμα τού Καραβά το αμπέλιν όλον όσον γυρίζει ο τοίχος μέσα σύδενδρον, καθώς εστί και ευρίσκεται παντή ελεύθερον. Και πουλούν τούτο δια τιμήν και όνομα τιμής ασλάνια λέγω εκατό ένα (101) ως καθώς το ετίμησεν ο Γιώργης Τζιμής, τον εστέρκτησαν τα δύο μέρη. Και έλαβαν οι πουληταί την άπασαν τιμήν από τας χείρας τού αγοραστού και πουλούν το άνωθεν ο Γιώργης και η ανιψιά του η παπαδιά προς τον γαμπρόν των τον Γιάννην τού Γιώργη Κωτσάτον τού Μιχάλη Κουρουνιώτη και από σήμερον τού το παραιτούν να το ποιή ως θέλει και βούλεται και ποήσουσι και χοτζέσιον και να μην έχουν να τον ενοχλήσουν πολύν ή ολίγον και αν ευρεθή κανένας και τον ενοχλήσει να χρωστή να δίνη στο αφεντικόν τζαμίν ασλάνια 200 και να τρώγη και τρακόσιες ξυλιές. Όθεν της αλήθειας έγινε το παρόν έμπροσθεν εις μάρτυρας. 1774 Μαρτίου 26 Παπά Μιχάλης τού Μαρίνου Παντελής τού Μάρτη Καλογήρου Παπά Χριστοφής Σαραντινός Παπά Μιχάλης Μιχαλάκης γράφω τα άνωθεν Δεν μπόρεσα να ξεκαθαρίσω πόση σχέση έχει ο Κοτσάτος αυτός με τούς χωριανούς μας. Πάντως αναφέρεται ως Κουρουνιώτης. Συνεπώς οι Κοτσάτοι και οι Μιχαλάκηδες είχαν σχέσεις με τον Αγρελωπό. Σημειώνω εδώ ότι Λεβέντης δεν σήμαινε τα χρόνια εκείνα το καλοφτιαγμένο κορμί. Λεβέντες ονομάζονταν και ένα στρατιωτικό σώμα των Βενετών που έκαναν εκστρατεία στη Χίο. ΚΟΤΣΑΤΟΣ I. Γεώργιος Αναφέρεται στο έγγραφο των Χιονάδων το 1773.
54
ΒΑΣΙΛΗΣ: Αναφέρεται από το 1825. Στη λίστα του 1831 εμφανίζεται να έχει γιούς Σταμάτη και Ισίδωρο. Επίσης, στις 22 Απριλίου 1844, τον Γιώργη. ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΗΣ Χατζή Κοτσάτος: Εμφανίζεται σε έγγραφα από το 1831. ΙΩΑΝΝΗΣ (και Διακοϊωάννης): Εμφανίζεται στη λίστα του Γιάννη Μίχαλου ως διασωθείς από τη σφαγή του 1822 και σε έγγραφα του 1831. Στα 1847 γέννησε μια κόρη, την Ειρήνη, ενώ στις 24 Ιανουαρίου του 1848 πέθανε η μητέρα του Αρχοντού, σε ηλικία 70 χρονών. Γ ΙΑΝΝΗΣ του Γιώργη: Συναντάται και το 1774. Γ ΙΩΡΓΗΣ του Δημήτρη: Εμφανίζεται σε έγγραφα του 1831. ΜΙΧΑΛΗΣ: Τα παιδιά του τακτοποιούν τα χωράφια τους, το 1842, που εκείνος έχει πεθάνει (άγνωστο το πότε). Από τα ονόματα των παιδιών του μόνο την Κυριακή μπόρεσα να ξεχωρίσω η οποία μάλιστα αναφέρεται στα 1833. ΜΙΧΑΛΗΣ Κοτσάτος: αναφέρεται στον Κώδικα της Πισπιλούντας το 1645. Επίσης σε μοιρασοχάρτι του παπά Ιγνατίου Σκίπτουρα (από τα Χάλανδρα) υπογράφει ως μάρτυρας Μιχάλης Κωτσάτος. Στο Μητρώο Αρρένων του χωριού μας υπάρχουν οι παρακάτω εγγραφές Κοτσάτων: Γεώργιος του Ισιδώρου – 1862. Ιωάννης του Σταματίου – 1865. Βασίλης του Γεωργίου – 1875. Ισίδωρος - πέθανε το 1877. Μόδεστος του Βασίλη – 1888. Ιωάννης του Παντελή – 1888. Λάμπρος του Γεωργίου – 1888. Σιδερής του Γεωργίου – 1890. Νικόλαος του Γεωργίου - 1893-1925. Αντώνιος του Βασιλείου – 1894. Ιωάννης του Βασιλείου – 1898. Γεώργιος του Βασιλείου – 1900. Βασίλειος του Γεωργίου – 1900. Κωνσταντίνος του Βασιλείου – 1905. και Κωνσταντίνος του Γεωργίου – 1905. Με βάση τα στοιχεία αυτά και τις μνήμες των ανθρώπων μπορούμε να κάνουμε την παρακάτω κατάταξη των οικογενειών Κοτσάτου: Ο ΜΟΔΕΣΤΟΣ έκανε τα παρακάτω παιδιά: Βασίλη, Κηρυκό, Στέλλα σύζυγο Γρηγόρη Σπανού και Ευγενία σύζυγο Λάμπρου Σταματινού. Ο Βασίλης ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική έκανε τον Γιώργη, τον Μόδεστο και την Μαρία σύζυγο Γιάννη Κεφάλα. Ο Κηρυκός παντρέυτηκε με την Βαρβάρα Ι. Σιταρά και απέκτησαν τα παιδιά Γιάννη και Παρασκευή. Μετανάστεψαν επίσης στην Αμερική. Ο ΓΙΩΡΓΗΣ, ενδεχομένως γιός του Σιδερή, γεννήθηκε το 1862 και έκανε τα παρακάτω παιδιά: Βασίλη, Λάμπρο, Κώστα, Σιδερή και Νικόλα. Ο Βασίλης (1900) έγινε ιερέας, παντρεύτηκε την Μαρία Γεντή και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Νίκο, πατέρα του Βασίλη και της Μαρίας, Γιώργη που μετανάστευσε στην Αμερική, Γιάννη που επίσης μετανάστευσε στην Αμερική και Παναγιώτα σύζυγο Μιχάλη Καζά. Ο Λάμπρος (1888) έζησε στον Πειραιά ως έμπορος δερμάτων και δεν έκανε παιδιά. Ο Κώστας (1905) μετανάστευσε σε μεγάλη ηλικία στην Αμερική.Από τον γάμο με τη Σοφία Παροίκου απέκτησε μία κόρη, την Άννα σύζυγο Γιάννη Κεφαλονίκα. Ο Σιδερής (1890) μετανάστευσε στην Αγγλία και δεν έχω περισσότερες πληροφορίες. Ο Νικόλας (1893-1925), ο λεγόμενος «Κοπανιάς» πέθανε νωρίς από κακουχίες πολέμου. Παντρεύτηκε με την Αθίτσα Γ. Σπανού, και απέκτησαν έναν γιό, τον Δημήτρη, ο οποίος επίσης παρατσουκλιάζονταν «Κοπανιάς.» Ο ΒΑΣΙΛΗΣ (1875) έκαμε τα παρακάτω παιδιά: Δημήτρη, Μόδεστο, Κωστή και Γιώργη. ΟΔημήτρης παντρεύτηκε την Ευγενία Κουτέπα και έκαναν τα παρακάτω παιδιά. Βασίλη, Σωτήρη ο οποίος μετανάστευσε στον Καναδά και Μαρία σύζυγο παπαπαναγιώτη Κεφάλα. Ο Μόδεστος παντρεύτηκε την Σοφία Γεντίδη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Βασίλη, που χάθηκε σε καράβι του Εμπορικού Ναυτικού, Γιάννη, Σταμάτη, Μαρία σύζυγο Δ. Καρούση και Παρασκευή σύζυγο Ανδρέα Τακτικού. Ο Κωστής παντρευτηκε την Φεβρωνία Μιχαλάκη 55
και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη, Μαρκέλλα σύζυγο Μόδεστου Τακτικού (Εγρηγοριανού) Μαρία σύζυγο Σταύρου Βουδούρη και Κατερίνα σύζυγο Γιάννη Γεντή. Ο Γιώργης μετανάστευσε στην Αμερική και έκανε έναν γιό τον Δημήτρη. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΥΡΙΑΚΑΚΗ Η οικογένεια Κυριακάκη έλκει την καταγωγή της από το μικρό νησάκι του Αιγαίου Άγιος Ευστράτιος που βρίσκεται κοντά στη Λήμνο. Στο χωριό μας ήρθαν ως μαστόροι -χτίστες. Σύμφωνα με το μητρώο αρρένων μέχρι το 1904 γεννήθηκαν τα παρακάτω αγόρια της οικογένειας: Νικόλαος του Ιωάννου – 1862. Ελευθέριος του Ιωάννου – 1864. Δημήτριος του Ιωάννου – 1878 (Μαστροδημήτρης). Ιωάννης του Ελευθερίου – 1885. Γεώργιος του Ελευθερίου – 1887. Ιωάννης του Νικολάου - 1888 -1922 (χάθηκε στη Μικρά Ασία). Κωνσταντίνος του Ελευθερίου – 1893. Αντώνιος του Ελευθερίου - 1899-1917. Ιωάννης του Δημητρίου – 1903. και Σαράντης του Ελευθερίου – 1904. Με βάση τα στοιχεία αυτά οι οικογένειες Κυριακάκη ακολούθησαν την παρακάτω πορεία: Ο ΝΙΚΟΛΑΣ έκανε ένα αγόρι, τον Γιάννη (1888 ο οποίος χάθηκε στην Μικρά Ασία. Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη (1885), Γιώργη (1887), Κωστή (1893), Αντώνη (1899) και Σαραντή (1904). Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ έκανε τα παρακάτω παιδιά: Παναγιώτη, Σταμάτη, Νικόλα, Γιάννη και Γιώργη. Ο Παναγιώτης παντρεύτηκε την Μαρία Ι Μιχαλάκη και απέκτησαν τα παιδιά Γιάννη και Ευαγγελία σύζυγο Γιώργου Φραγκιαδάκη. Ο Σταμάτης παντρεύτηκε την Μαρία Κατσαρού και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Δημήτρη, Κώστα, και Γιάννη. Ο Νικόλας (Νικολό) παντρευτηκε την Μαρία Χριστοφάκη και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Κώστας, Δημήτρης Γιώργης, Ευαγγελία σύζυγος Παναγιώτη Χριστοφάκη και Θεοδώρα σύζυγος Στέλιου Βορριά. Όλα τα παιδιά, με εξαίρεση την Ευαγγελία μετανάστευσαν στην Αμερική. Ο Γιάννης πέθανε νέος, ενώ ο Γιώργης εμόνασε με το όνομα Σιμεών. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΛΙΑΠΗ Σύμφωνα με τη στοματική παράδοση του χωριού μας, λίγα χρόνια πριν από τη σφαγή της Χίου στο χωριό μας ήρθε κουρσάρικο καράβι. Ο πειρατές, αφού έκαψαν τα σπίτια και έκλεψαν τη σοδειά των ανθρώπων, φεύγοντας, πήραν μαζ τους ένα μικρό αγόρι, το οποίο έλεγαν Γιάννη Μιχαλάκη. Μεγάλωσε μέσα στο καράβι, έγινε κουρσάρος, όταν όμως άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 παράτησε το κούρσος και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην απελευθέρωση της πατρίδας. Ο μύθος τον θέλει να πολεμάει δίπλα στον Κολοκοτρώνη, στα Δερβενάκια. Όταν τελείωσε ο ένοπλος αγώνας, ο Γιάννης βρέθηκε χωρίς δουλειά και ψωμί, καθώς τις θέσεις και το ψωμί στον τακτικό στρατό που τότε άρχισε να οργανώνεται τις κατέλαβαν οι Βαυαροί που είχαν έρθει στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα. Έτσι υποχρεώθηκε να ξαναρχίσει την «παλιά του τέχνη», το κούρσος. Πιάστηκε όμως, και πέρασε από δίκη στην οποία αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Ανάμεσα στους δικαστές του, σύμφωνα με τον Μιχάλη Κεφάλα, ήταν και ένας δεσπότης οποίος είχε φιλοξενηθεί στο χωριό μας από το θείο του Γιάννη, τον Διακοσταμάτη 56
Μιχαλάκη, τον οποίο θα συναντήσουμε στο σχετικό με τους Μιχαλάκηδες κεφάλαιο με το παρατσούκλι «Τσιλίμος». «Από πού κατάγεσαι»; Ρώτησε ο δεσπότης τον κατηγορούμενο. «Από τη Χίο». «Από ποιό χωριό»; «Από τα Κουρούνια». « Και τι τον έχεις τον Διακοσταμάτη Μιχαλάκη»; « Θείο». «Βρε είσαι ανιψιός του Διακοσταμάτη και ξέπεσες να γίνεις Λιάπης; Κακοποιός»; Ο Γιάννης διεκτραγώδησε στο δικαστήριο την κατάσταση που αντιμετώπιζε και με χαρά δέχτηκε να αποφύγει την τιμωρία με τον όρο να γυρίσει στο χωριό του και να γίνει καλός άνθρωπος. Όταν Ο Γιάννης επέστρεψε και οι χωριανοί τον ρωτούσαν πού ήταν και τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια που απούσιαζε, εκείνος τους έλεγε τα κατορθώματά του και δεν τους έκρυψε ότι υπήρξε και Λιάπης, που ισοδυναμούσε με τον παράνομο άρπαγα και ληστή. Και από τότε το παρατσούκλι αυτό καταχωρήθηκε ως επίθετο των απογόνων του. Στα επίσημα χαρτιά του χωριού μας συχνά εμφανίζεται να υπογράφει ο Ιωάννης Λιάπης. Στο μητρώο αρρένων έχουμε τις παρακάτω καταχωρήσεις: Κωνσταντίνος του Ιωάννου -1846 Νικόλαος του Κωνσταντίνου – 1869 Ιωάννης του Μιχαήλ - 1877 Γεώργιος του Κωνσταντίνου - 1884 Πέτρος του Μιχαήλ – 1900 Σταμάτης του Νικολάου -1904 Από τα στοιχεία αυτά συμπεραίνουμε ότι; Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΙΑΠΗΣ έκανε δύο παιδιά. Τον Κωστή και τον Μιχάλη. Ο Κωστής έκανε τα παρακάτω παιδιά: Νικόλα, Γιώργη και Σταμάτη. Ο Νικόλας έκανε τρία αγόρια. Τον Σταμάτη τον Κωστή και τον Γιάννη (Γιάννο). Ο Σταμάτης ζούσε στον Εγρηγόρο και έκανε τα παιδιά Μαρκέλλο που μετανάστευσε στην Νότιο Αφρική και Δημήτρη που μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο Κωστής παντρεύτηκε την Ευγενία Κεφάλα και απέκτησαν τα παιδιά Νικόλα που μετανάστευσε στον Καναδά, Αννα σύζυγο Μιχάλη Βουρνού που μετανάστευσε στη Νότιο Αφρική και Αναστασία (Τασία) που επίσης μετανάστευσε στον Καναδά. Σε μεγάλη ηλικία έγιναν μετανάστες στον Καναδά και ο Κωστής με την Ευγενία. Ο Γιάννης έμεινε άγαμος και στο χωριό μας ήταν γνωστός ως Γιάννος. Ο Γιώργης παντρεύτηκε την Ευγενία Βορριά και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Κωστή, Παναγώτη, Δημήτρη που πέθανε μικρός, και Αλεξάνδρα σύζυγο Νίκου Σιταρά. Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Αγγελική Χριστοφάκη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη, Δημήτρη που μετανάστευσε στην Αμερική, Καλλιόπη, Ελευθερία και Ευγενία. Ο Κωστής παντρεύτηκε την Μαρία Κ. Αυγερινού και έκαναν τον Γιώργη που πέθανε μικρός και την Καλλιόπη. Ο Παναγιώτης παντρεύτηκε την Δέσποινα Κοτσάτου και έκαναν τον Γιάννη που μετανάστευσε στην Αμερική και την Ευγενία σύζυγο Γιάννη Κοτσάτου, που επίσης ζεί στην Αμερική. Ο Μιχάλης φέρεται να έκανε ένα παιδί τον Πέτρο (1900) ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική και επέστρεψε στην Ελλάδα σε μεγάλη ηλικία.
57
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΣΧΟΥΡΗ Την πρώτη γραπτή αναφορά ανθρώπου της οικογένειας Μοσχούρη έχομε το 1773, που ο Νικόλαος αναφέρεται στο έγγραφο των Χιονάδων. Δημήτριος του Βασιλείου: Αναφέρεται σε έγγραφο του 1831. Γεώργιος: Το 1832 διορίζεται δραγάτης στο χωριό. Βασίλης: Αναφέρεται ως νεκρός το 1822 (προφανώς τον σκότωσαν οι Τούρκοι). Παιδιά του ήταν ο Δημήτρης και η Μαρού (Μαρία) σύζυγος Νικολάου Καρδαμυλίτη. Τον Ν. Καρδαμυλίτη τον συναντήσαμε ήδη στην αφήγηση διάσωσης χωριανών μας από τη σφαγή του 1822.Προφανώς πρόκειται για Καρδαμυλίτη που παντρεύτηκε χωριανή μας και έμεινε γνωστός με το όνομα αυτό. Γιάννης: Αναφέρεται στον κατάλογο του Γιάννη Μίχαλου, ως διασωθείς από τη σφαγή. Άννα: Αναφέρεται ως «θυγατέρα του ποτέ Ιωάννου Μεσχούρι». Μιχάλης: Αναφέρεται στον κατάλογο του Γιάννη Μίχαλου και σε αρκετά έγγραφα του χωριού από το 1833 που είναι μάλιστα γέροντας. Ο Μιχάλης Κεφάλας στο βιβλίο του αναφέρει πότε τον Γιάννη και πότε τον Μιχάλη ως το παιδί που πήραν οι Τούρκοι αιχμάλωτο κατά τη σφαγή του 1822. Αργότερα το παιδί αυτό εξαγοράστηκε από φιλέλληνες και επέστρεψε στο χωριό. Από τα χρόνια της σκλαβιάς έφερε τη συνήθεια να καπνίζει τσιμπούκι, γι’ αυτό και πήρε το παρατσούκλι «Τσιμπούκας». Ήταν επίσης εύσωμος, γι’ αυτό και κάποιος Ψαριανός τεχνίτης σχολίασε: «Μωρέ τι Μιχάλης, Μίχαλος είναι αυτός»! Το παρατσούκλι αυτό έμεινε και οι απόγονοί του το καθιέρωσαν ως επίθετο. Από έγγραφα του χωριού μας ακόμη μαθαίνουμε ότι: στις 4 Μαΐου 1846 πέθανε ο Μιχ. Μεσχούρης, 55 χρονών. Συνεπώς είχε γεννηθεί το 1791 και στη σφαγή τού 1822 ήταν 31 χρόνων. Κωνσταντίνος: Υπογράφει ως γέροντας σε έγγραφο του 1891. Σε έγγραφο του 1887 αναφέρεται ως «Κουλελές». Στο Μητρώο Αρρένων του χωριού μας υπάρχουν οι παρακάτω εγγραφές Μοσχούρηδων: Ιωάννης του Κωνσταντίνου – 1863. Γεδεών του Ιωάννη – 1873. Πέτρος του Ιωάννη – 1875. Δημήτριος του Ιωάννη – 1885. Νικόλαος του Ιωάννη – 1887. Σύμφωνα με τον Γιάννη Π. Μοσχούρη, ο πρώτος Μοσχούρης ήταν ο Δημήτρης, γνωστός ως γέρο- Κόκκινος. Ήταν χτίστης και το σπίτι του ήταν το πρώτο στο χωριό που χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδια. Γ ιοί του ήταν ο Γιάννης και ο Κωνσταντίνος, γνωστός και ως μπαρμακωνσταντής. Παιδιά του Γιάννη ήταν: Ο Γιώργης, (1875) ο οποίος έγινε μοναχός στη Μονή Μουνδών με το όνομα Γεδεών και στους Αγίους Πατέρες με το όνομα Γρηγόριος, όπου και πέθανε, ο Πέτρος, η Μαριγώ, σύζυγος Βασίλη Γεντή ( Βασίλαρου), Ο Νικολής ο οποίος πήγε στη Γαλλία, και ο Δημήτρης, ο οποίος έμεινε άγαμος και ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Γαβρήλος».
58
Ο Πέτρος, (1875) παντρεύτηκε την Αννα Κουτέπα και απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Μιχάλη, Μόδεστο που πνήγηκε, Στέλιο, που σκοτώθηκε νέος σε αυτοκινητικό ατύχημα, Σταματία (Σταματική) σύζυγο Ηλία Σαραντινού και Καλλιόπη σύζυγο Νίκου Αγγελίδη. Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Βασιλικώ Φ. Βουρνού και απέκτησαν τον Παναγιώτη και τον Πέτρο. Ο Μιχάλης παντρεύτηκε την Βασιλική Μπούρα και απέκτησαν τον Στέλιο. Παιδιά του Κωνσταντή ήταν: Ο Γιάννης, (1863) γνωστός με το παρατσούκλι «Αφτουλάς», η Μαριγώ, σύζυγος Αλεξάνδρου Σαραντινού. Μία ακόμη κόρη, της οποίας το όνομα αγνοούμε, και ήταν σύζυγος Ιωάννη Κουτέπα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΙΧΑΛΟΥ Οπως ήδη έγραψα, σύμφωνα με τη στοματική παράδοση, το επίθετο ξεκινά από τον εύσωμο Μιχάλη Μοσχούρη, τον οποίο ένας Ψαριανός χτίστης στο χωριό μας παρατσούκλιασε «Μίχαλο». Μεγάλο, εύσωμο Μιχάλη δηλαδή. Προφανώς πρόκειται για τον ίδιο που αναφέρεται ως διασωθείς το 1822. Στο Μητρώο Αρρένων υπάρχουν οι παρακάτω εγγραφές Μιχάλων: Γεώργιος του Ιωάννου – 1867. Μιχαήλ του Γεωργίου – 1868. Αμβρόσιος του Ιωάννου – 1871. Ηλίας του Γεωργίου 1872 (Μπαρμπαλιάς). Διαμαντής του Ιωάννου – 1873. Αμβρόσιος του Ιωάννου – 1887. Γεώργιος του Μιχαήλ – 1896. Βασίλης του Ηλία – 1903. Ιωάννης του Αδαμαντίου – 1904. και Ιωάννης του Μιχαήλ – 1905. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά ο πρώτος Μίχαλος ονομαζόταν Γιάννης και είχε τρία παιδιά: Τον Γιώργη, τον Θανάση που έγινε μοναχός με το όνομα Αμβρόσιος (1871)και τον Διαμαντή. Ο ΓΙΩΡΓΗΣ (1867) έκανε τα παιδιά Μιχάλη, Ηλία, Νικόλα και Βασιλικώ σύζυγο Μιχάλη Τακτικού. Ο Μιχάλης έκανε τα παιδιά Γιώργη και Γιάννη. Ο Γιώργης (1896) έκανε τα παιδιά Παναγιώτη που πέθανε νέος και τον Μιχάλη. Ο Γιάννης (1905) έκανε τα παιδιά Μιχάλη, που μετανάστευσε στην Αμερική, Φίλιππο , Βίκτορα και Καλλιόπη (Πόπη). Ο Ηλίας έκανε τα παιδιά Σίμο, Γιώργη, Βασίλη και Ευγενία, σύζυγο παπαγιάννη Μιχαλάκη. Ο Σίμος, παντρεύτηκε με την Ευαγγελία Σπανού και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Ηλία, Γρηγόρη, Σωτήρη, Μαρία σύζυγο Κώστα Σταματινού, Σταματία (Τούλα) σύζυγο Παναγιώτη Αβδάλη, Ειρήνη σύζυγο Μιχάλη Αρακά και Αργυρώ σύζυγο Χρήστου Στρουμπούλη. Ο Ηλίας, Ο Γρηγόρης η Μαρία και η Αργυρώ μετανάστευσαν στον Καναδά. Ο Γιώργης παντρεύτηκε την Καλλιόπη Τσόκου και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Σταματία (Τούλα) σύζυγο Πέτρου Αρμένη Μαρίκα και Σωτηρία σύζυγο Γιάννη Ν. Βορριά. Ο Βασίλης ήταν πρωτοπόρος μετανάστης στην Αμερική. Από τον πρώτο του γάμο απόκτησε δύο κόρες. Ο Νικόλας παντρεύτηκε την Ελένη Τακτικού και απέκτησαν τα παιδιά Μιχάλη και Γιώργη που μετανάστευσαν στην Αμερική και Βασιλικώ σύζυγο Γιώργη Σπανού. Ο Διαμαντής (1873) έκανε ένα παιδί τον Γιάννη 1904 ο οποίος παντρεύτηκε Την Μαρία Ζαννή και απέκτησαν τα παιδιά: Θανάση, Διαμαντή και Νίκη σύζυγο Γιώργη Κατσαρού. Όλοι μετανάστευσαν στην Αμερική.
59
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΙΧΑΛΑΚΗ Το ιστορικό στίγμα της οικογένειας δεν είναι εύκολο να το προσδιορίσουμε μέσα στην μακρόχρονη ιστορία του νησιού μας και τις πολλές περιπέτειες που υπέστη ο τόπος και κυρίως οι άνθρωποι που τον κατοίκησαν. Αφετηρία μας ιστορική είναι το 1822. Ο πατέρας μου έλεγε ότι αρχηγός της οικογένειας μας είναι ο παπά Γιώργης Βραχνός, ο οποίος λεγόταν Γιώργης Κατσαρός. Πριν προχωρήσω όμως στα συγκεκριμένα πρόσωπα, ας δούμε μερικούς ανθρώπους που έζησαν στο χωριό μας και στον ευρύτερο χώρο του νησιού μας, με το επίθετο Μιχαλάκης. Κώστας, γιος του Ιωάννη. Αναφέρεται σε κώδικα του Αγίου Γεωργίου Συκούση το 1630. Στέφανος, ο οποίος αγόρασε κτήμα στην Καρδαμάδα του Κάμπου, άγνωστο πότε. Τοπωνύμιο Μιχαλάκηκα, στην Πισπιλούντα. Παπά Ιωάννης, ο οποίος υπογράφει ως μάρτυς στον κώδικα της Πισπιλούντας το 1751. Παπαμιχάλης, το 1760 και το 1774 στην Πισπιλούντα. Κωνσταντής, σε προικοσύμφωνο των Χαλάνδρων το 1799. Λεόντιος, ιερομόναχος, προηγούμενος της Νέας Μονής. Βρέθηκε σκοτωμένος από τους Τούρκους, το 1822, κοντά στο παρεκκλήσι του Αγίου Λουκά, στους πρόποδες του βουνού Προβατάς. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του πατέρα μου, υπήρχαν στα Κουρούνια και στον Εγρηγόρο επτά «κλάδοι» Μιχαλάκηδων που είχαν μικρή ή πολύ μακρινή συγγένεια μεταξύ τους. Οι «κλάδοι» αυτοί ήταν: Οι Νοτάροι, οι Ξουλιάδες, οι Γάλιποι, οι Χριστοφάκηδες, οι Λιάπηδες, οι Φούσκοι και ο «Τσιλίμος». Αναλυτικότερα: ΞΟΥΛΙΑΔΕΣ: Είναι οι Μιχαλάκηδες οι οποίοι κατοικούσαν στον Εγρηγόρο και δεν είχαν συγγένεια με τους Νοτάρους. Αυτό το συμπεραίνω από το γεγονός ότι ο Γιώργης Μιχαλάκης, ο οποίος σώθηκε από τη σφαγή του 1822, πήρε ως σύζυγό του την Σταματινή, κόρη του Παπανικόλα Μιχαλάκη. Υπάρχει ωστόσο μια ασάφεια σε κάποια άλλα νοταριακά έγγραφα που τον αναφέρουν ως Δημήτρη και το όνομα της γυναίκας του Ειρήνη. Το όνομα Γιώργης το αναφέρει ο Γιάννης Μίχαλος στον κατάλογο διασωθέντων που κατάγραψε από αφήγηση του πεθερού του Γιάννη Ζαννή. Πιστεύω ότι τα αληθηνό ονόματα είναι αυτά που αναφέρονται στα έγγραφα. Ο Δημήτρης Γρ. Σπανός, στο βιβλίο του «Εγρηγόρος» αναφέρει τον ιερομόναχο Σεραφείμ, ο οποίος μετά τη σφαγή πήγε στη Σμύρνη όπου βρήκε τον ανιψιό του Δημήτρη και την αδελφή του που είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Τους εξαγόρασε και επέστρεψαν στον Εγρηγόρο όπου ο Σεραφείμ έγινε εφημέριος και δάσκαλος. Πέθανε το 1862. Ο ανιψιός του Δημήτρης έγινε επίσης ιερέας και πέθανε το 1890. Σε νοταριακά έγγραφα αναφέρονται ακόμη τα ονόματα: Δημήτρης του Ιωάννου, Δημήτρης του Παπαγιώργη, και Ευγενού θυγατέρα του ποτέ παπαγιώργη, αδελφή του Δημήτρη. Προφανώς είναι η κόρη την οποία ο Σεραφείμ έφερε από την αιχμαλωσία. Υπάρχει όμως και άλλη Ευγενού θυγατέρα του ποτέ Κωνσταντή που αναφέρεται σε έγγραφο του 1831 ως συμβία του ποτέ Δημήτρη Μακρυσκέλη. Ο Δημήτρης: Το 1829 αγοράζει «πράγματα χωρίς νοικοκυρούς» εκείνων που χάθηκαν στη σφαγή του 1822. Το 1844 γέννησε κόρη που ονομάστηκε Σταματινή. Το 1859 τον συναντούμε ιεροδιάκονο. Σε έγγραφο με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1842 γράφει ως Δημήτρης του Παπαγιώργη Μιχαλάκη. Στον Εγρηγόρο κατοικούσε επίσης ο παπαδημήτρης Μιχαλάκης, εγγονός προφανώς του παραπάνω, ο οποίος γεννήθηκε το 1862 και πέθανε το 1943. Τον πατέρα του τον έλεγαν 60
Γιώργη. Ιερέας έγινε το 1889. Είχε έναν αδελφό Σταμάτη ο οποίος πνίγηκε στη θάλασσα εκούσια εξ αιτίας ενός άτυχου έρωτα και δύο κόρες. Την Ευγενία σύζυγο Νικόλα Κουτέπα και την Σεβασμία σύζυγο Χαράλαμπου Γεντή που έζησε στην Αμερική. Τα νεώτερα χρόνια γνωστός ήταν ο Δημήτρης Μιχαλάκης (Μακρής) ο οποίος έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Μαρια σύζυγο Γιάννη Γεντή και Σοφία σύζυγο Σπύρου Κατσαρού. ΓΑΛΙΠΟΙ: Μετά τη σφαγή του 1822 υπήρχαν στο χωριό μας τέσσερις Μιχαλάκηδες με το μικρό όνομα Νικόλας. Ένας απ’ αυτούς πρέπει να είναι πρόγονος των Μιχαλάκηδων που έμειναν γνωστοί με το παρατσούκλι Γάλιποι. Σε έγγραφα του 1859 και του 1861 συναντούμε Νικολή Μιχαλάκη ενώ το 1906 υπογράφει ως μάρτυρας ο Δημήτρης. Της ίδιας οικογένειας πρέπει να ήταν η Κυριακή θυγατέρα του ποτέ Νικόλα Μιχαλάκη, σύζυγος Γεωργίου. Το 1832 είχαν ανήλικο παιδί με το όνομα Νικόλας. Ο Δημήτρης, από το γάμο του με τη Σταματία Βορριά έκαναν τα παιδιά: Παναγιώτη, Βασίλη και Ειρήνη σύζυγο Δημητρίου Καρούση. Ο Παναγιώτης έκανε τα παιδιά Δημήτρη, Γιώργη Ειρήνη σύζυγο Γ. Χριστοφάκη και Γιαννούλα, σύζυγο Στ. Ράλλη. Ο Βασίλης έκανε τρία κορίτσια. Τη Σταματία, την Ελένη και την Αθηνά. Ο Ανδρέας παντρεύτηκε με την Καλλιόπη, κόρη Γιώργη Αυγερινού και έκαναν τέσσερα παιδιά: Το Νικόλα (του Αντρίκο), την Αναστασιά,σύζυγο Αντώνη Καρούση, την Άννα που σκοτώθηκε στην Αθήνα κατά τα Δεκεμβριανά από αδέσπωτη σφαίρα, και την Μαρία σύζυγο Μόδεστου Τακτικού. Ο Νικολής έκανε δύο παιδιά. Τον Ανδρέα και τη Μαρία. Οι Φούσκοι: Εγκαταστάθηκαν, άγνωστο πότε, από τα Κουρούνια στην Κέραμο και απ’ εκεί στα Καρδάμυλα και τη Χώρα. Απόγονοί τους ζουν στη Χίο και στις Η.Π.Α. Φούσκος Κωνσταντής του Γεωργίου συναντάται σε έγγραφο του 1891 και στα 1868. ΟΙ ΝΟΤΑΡΟΙ Ένα έγγραφο του 1833, του οποίου φωτοτυπία μου παραχώρησε ο Κώστας Γ. Κεφάλας, ρίχνει φως στην ιστορία της οικογένειας. Λέει το έγγραφο: «Την σήμερον συμφωνούν ο τε κωνσταντής κατσαρός του ποτέ Βασίλι μιχαλάκι από το αυτω χορίον ο νικόλας ιεροδιάκονος και αυταδελφί αυτού ιρινη και ο ανήρ αυτής δημήτριος μιχαλάκης, με το να επλήρωσεν ο αδελφός αυτου ο μακαρίτης παντελής το κοινόν χρέος και εχάθησαν τα πεδία αυτά και η γυνή αυτού Σταματινή εις την επανάστασιν όπου ηκολούθησεν εις τον τόπον μας, απόμινεν το μερίδιον τής Σταματινής και επιτιχένι κληρονομιά εις τον αδελφόν του παντελή τον κωνσταντί. Και ετέριασαν αφατέρος (;) του και δίνουν του. το μερίδιον τις εις τόπον λεγόμενος στας σικιαίς, αμπέλι γην και δενδρί ότι όριζεν εκύθεν πλησιασταί ανοθεν χριστοφίς μιχαλάκις και κάτωθεν. Ετι ακόμι εις του λια τον λάκον το χωράφιον το μερδικόν της συνδεδρον γην και δενδρί, ότι όριζεν εκύσε. Ταύτα τα άνοθεν του τα δίνομεν κληρονομιάν από της άμνια μας Σταματινής μα αν τύχη και ελθη παιδί του ή αυτή να εχι πάλιν το μερίδιον του όλον. Ιδέ και δεν έλθι η παιδη του ή εδικός ή ξένος και όποτε ενοχλήση να χρεοστή να δίνη εις την αφεντικίν κρισιν γροσια 525 και πεντακόσια κοσιπιντε και μισόν ος καθός εστερείκτισαν οφστερικός τον και εις ενδιξιν και βεβαίωσιν της αλήθειας εγινεν το παρόν με μάρτιρας. 1833 Ιανουαρίου 27 Σταμάτης μιχαλάκης γεοργιος κατζαρός διμιτρις μιχαλάκης 61
κωνσταντης κύρος (;) γέροντας εγω ο παπα Γέώργιος γράφω τα άνοθεν. Από το έγγραφο αυτό αντλούμε την πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι στη σφαγή της Χίου, ο πρόγονός της οικογένειας που σώθηκε λεγόταν Νικόλαος Μιχαλάκης. Σώθηκε επίσης η αδελφή του Ειρήνη η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον Δημήτρη Μιχαλάκη (Ξουλιά) στον Εγρηγόρο. Πατέρας του Νικόλα και της Ειρήνης ήταν ο Βασίλης, ο οποίος προφανώς χάθηκε στη σφαγή του 1822. Σε άλλο έγγραφο του 1834 αναφέρεται ο «ποτέ» παπαϊωάννης Μιχαλάκης. Το «ποτέ» σημαίνει ότι όταν συντάχτηκε το έγγραφο ήταν νεκρός. Ένα στοιχείο που ενισχύει την πεποίθησή μου ότι πατέρας του Βασίλη ήταν ο παπαγιάννης, είναι και το γεγονός ότι ο εγγονός του Νικόλας, τον πρώτο του γιο τον ονόμασε Γιάννη ενώ στο δεύτερο εδωσε το όνομα του πεθερού του, Γιώργη. Εξ΄άλλου στο έγγραφο μοιράσματος της Αμανής του 1796 που ήδη δημοσίευσα, υπογράφει ως μνήμων Κουρουνίων ο Ιωάννης Μιχαλάκης, ενώ στην επιτροπή που είχε γίνει για το μοίρασμα της Αμανής το 1774 περιλαμβάνονταν οι παπαμιχάλης Μιχαλάκης και παπαγιάννης Μιχαλάκης. Ο Γιώργης Κατσαρός, πεθερός του Νικόλα Μιχαλάκη αποτελούσε ένα μυθικό πρόσωπο για την οικογένειά μας. Ο πατέρας μου αλλά και όλοι οι θείοι, μου είχαν αφηγηθεί ότι «αρχηγός» της οικογένειάς μας ήταν ο παπαγιώργης Βραχνός. Τέτοιο πρόσωπο όμως δεν υπήρξε στο χωριό μας. Ούτε ως παρατσούκλι συναντάται το «Βραχνός». Αντιθέτως υπαρκτό πρόσωπο είναι ο ιερέας Γεώργιος Κατσαρός, ο μόνος ιερέας που σώθηκε από τη σφαγή του 1822. Είχε μια κόρη μόνο, την Καλή, την οποία πάντρεψε με τον Νικόλα Μιχαλάκη, του έδωσε όλη την τεραστια περιουσία του και τον έκανε παπά. Το 1831 είναι ήδη ιεροδιάκονος και κάποιος ηλικίας, αφού εμφανίζεται να αγοράζει «ορφανικά» χωράφια. Από διάφορα έγγραφα που εχω στα χέρια μου, άντλησα τις παρακάτω πληροφορίες: Το 1831 εμφανίζεται να είναι ήδη διάκονος και να έχει γιό με το όνομα Γιάννης. Το 1837 οι Κουρουνιώτες με έγγραφό τους στο μητροπολίτη Χίου του ζητούν να τον χειροτονήσει ιερέα. Το 1838 υπογράφει ως ιερέας. Το 1837, Ιουλίου 22, δίνει 28 πρόβατα «φιλικά» και 16 αρσενικά στο Χριστοφή Μιχαλάκη «να τα βλέπει». Σε έγγραφο του 1835 φέρεται ως ιερέας. Το 1866 ή 1867 και 1868 κάνει τέσσερεις διαθήκες με τις οποίες μοιράζει τα χωράφια και τα σπίτια του στα παιδιά του Γιάννη, Γιώργη, Ειρήνη, Μαρία, Ευγενού και Σταματινή. Η πρώτη διαθήκη αναφέρει ως ημερομηνία γραφής της στην αρχή Σάββατο 23 Απριλίου 1867, αλλά στο τέλος έχει ημερομηνία 24 Απριλίου 1866. Υπογράφουν οι μνήμονες Σωτήρης Σχηριότης και Παπαϊωάννης Καππύρης. Η δεύτερη «διάταξις» έχει ημερομηνία 7 Μαϊου 1867, η Τρίτη 22 Οκτωβρίου 1867 (έγινε στο Βροντάδο) και η τέταρτη το 1868. Θα πρέπει να πέθανε περίπου τα χρόνια εκείνα, συνεπώς είχε γεννηθεί στο τέλος του 19ου αιώνα. Τα παιδιά του, με τη σειρά που τα γράφει εκείνος, ήταν: Ειρήνη, Μαρία, Ευγενία και Σταματινή.
62
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ Τα παιδιά του παπανικόλα ήταν: Ο Γιάννης, που έγινε ιερέας, ο Γιώργης, τον οποίο έλεγαν μουνούχο και τέσσερα κορίτσια. Η Μαρία, η Σταματία, η Ευγενία και η Σοφία.Η Μαρία παντρεύτηκε το Νικόλα Κεφάλα, και αποτελούν τους προγόνους της οικογενειας αυτής. Η Ευγενία παντρεύτηκε τον Ιωάννη Κοτσάτο (Βασιλάκη), τον οποίο παρατσούκλιαζαν «Αβραμίκο» και έμεναν στο σπίτι που είναι στη λότζα.Η Σταματινή παντρεύτηκε τον Γιώργη Μιχαλάκη Ξουλιά, και η Σοφία τον Ιωάννη Χιονά. Ο ΓΙΩΡΓΗΣ είχε το παρατσούκλι «μουνούχος» που σημαίνει άνθρωπος χωρίς όρχεις. Κατά μια ερμηνεία το παρατσούκλι αυτό το πήρε γιατί ευνούχιζε τα αρσενικά ζώα. Ο πατέρας μου μου είχε πει ότι εκανε εγχείρηση κήλης, πραγμα το οποίο ερμηνεύθηκε τα χρονιά εκείνα ως ευνουχισμός. Η στοματική παράδοση αναφέρει ακόμη ότι μια μερα, ενώ αφόδευε, στα χωράφια βέβαια, ενα γουρούνι πήγε και έτρωγε τα περιττώματα. Το ζώο όμως δεν ... πρόσεξε και μαζί με τα κόπρανα έφαγε και τον έναν όρχη του. Παιδιά του ήταν: Ο Γιάννης (Τσαμπούνας), ο οποίος ήταν ο πρώτος χωριανός μας που πήγε στην Αμερική. Από το γάμο του με την Μαρκέλλα Χριστοφάκη απέκτησε τα παιδιά: Χρήστο, Γιώργη, Ειρήνη και Αννα. Από το χωριό έφυγε το 1907 σε μεγάλη ηλικία με δύο ή τρια παιδια. Εγκαταστάθηκε στο Bethlehem Pa., όπου νοίκιαζε δωμάτια στους χωριανούς καί στους κοντοχωριανούς μετανάστες. Ο δεύτερος γιος του Δημήτρης, πήγε στο Βόλο όπου έκανε μεγάλη περιουσία ως έμπορος. Παιδί του ηταν ο Νίκος. Το τρίτο αγόρι του ήταν ο παπανικόλας. Έμενε στο σπίτι που είναι ανάμεσα στο Κάτω Χωριό και το Φτανάδο, στην Πλάτσα. Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Κατσαρού και έκαναν έξι παιδιά. Τον Γιώργη, ο οποίος έζησε στη Χώρα, τη Θεοδώρα σύζυγο Γεωργίου Σαραντινού, την Ειρήνη, σύζυγο Κωνσταντίνου Κουμέντη, τη Δέσποινα, σύζυγο Ιωάννου Καραγιάννη που έζησε στο Βόλο, την Ελένη, σύζυγο Γ. Σπανού και τη Μαρία σύζυγο Δ. Σπανού. Ο γιός του Γιώργης παντρεύτηκε την Ελπίδα Μαρινάκη και έκαναν τα παιδιά: Νίκο, Θόδωρο και Πάτρα σύζυγο Βασίλη Παπουτσίδη. Κόρες του Γιώργη Μιχαλάκη (μουνούχου) ήταν οι: Καλλιόπη σύζυγος Σιδερή Σιταρά (Καλή), Κυριακή σύζυγος Σαραντινού και Μαρία σύζυγος Γιώργη Ζαννή.
Ο ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Το πρώτο παιδί του παπανικόλα το έλεγαν Γιάννη, έγινε ιερέας και από τον γάμο του με την Κριτού Ισιδ. Βορριά, απέκτησε τρια παιδιά. Τον Νικόλα, την Καλλιόπη και τον Δημήτρη. Ο Παπαγιάννης δεν γνωρίζομε πότε γεννήθηκε. Όταν πέθανε το 1902 είχε ξεμωράνει και έδινε την εντύπωση του πολύ μεγάλου σε ηλικία. Δεν πρέπει όμως να ηταν περισσότερο από 76 χρονών. Ο Παπαγιάννης υπήρξε δάσκαλος του λεγάμενου «Κρυφού Σχολειού». Ο πατέρας μου, μου είπε κάποτε ότι το χωράφι μας στην Περασιά το είχαν φυτέψει με ελιές τα παιδιά του χωριού τα οποία μάθαινε «κολυβογράμματα». Τα μαθήματα δεν γινόταν στην εκκλησία αλλά στα χωράφια όπου οι μικροί μαθητές μάθαιναν να φυτεύουν δέντρα, να καλλιεργούν τη γη, να φοβούνται το Θεό και λίγη γραφή και ανάγνωση από εκκλησιαστικά βιβλία. 63
Όπως ήδη έγραψα, ο Παπαγιάννης είχε τρία παιδιά. Τον Νικόλα, την Καλλιόπη και τον Δημήτρη. Ο ΝΙΚΟΛΑΣ είχε το παρατσούκλι «εννοείς» και «μεγάλος». Από το γάμο του με την Ειρήνη Κοτσάτου απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Γιαννης-1878 (Γειασουγιάννης), Μιχάλης-1881 (Μιχαήλος), Στέλιος (1884-1922) ο οποίος χάθηκε στη Μικρασιατική καταστροφή και Δημητρης -1888 (Δημήτριος). Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Αργυρώ Σαραντινού και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη, Σιδερή, Νικόλα, Σεβαστή σύζυγο Χρήστου Βορριά και Μαρία σύζυγο Παναγιώτη Κυριακάκη. Ο Γιώργης παντρεύτηκε την Μαρία Κοτσάτου και απόκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Δημήτρη, Στέλιο και Αργυρώ σύζυγο Γιάννη Κεφάλα. Ο Γιάννης, ο Δημήτρης και η Αργυρώ μετανάστευσαν στην Αμερική. Ο Σιδερής παντρεύτηκε την Άννα Βορριά και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Δημήτρη που μετανάστευσε στην Γερμανία, Αργυρώ σύζυγο Ευ. Αϊβαλιώτη, Ευγενία σύζυγο Δημήτρη Ζαννή που μετανάστευσε στην Αμερική και Σταματία σύζυγο Καζάνα. Ο Νικόλας παντρεύτηκε την Βασιλεία Χριστοφάκη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Γιώργη που μετανάστευσε στην Αμερική και Αργυρώ. Ο Μιχάλης απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Βαγγέλη, Γιάννη, Στέλιο, Ελευθερία σύζυγο Δημήτρη Γεωργούλη και Άννα σύζυγο Μαρκέλλου Λιάπη. Ο Βαγγέλης και ο Στέλιος μετανάστευσαν στη Νότιο Αφρική. Ο Γιάννης ήταν ράφτης στη Χώρα. Παντρεύτηκε την Βαρβάρα Σιταρά και έκαναν τον Μιχάλη (Μάκη) που μετανάστευσε στη Νότιο Αφρική και την Καλλιόπη (Πόπη). Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Καλλιόπη Μαλλά και έκαναν τον Κώστα και τον Στέλιο. Ο Κώστας παντρεύτηκε την Καλλιόπη (Πόπη) Νιαμονίτη μετανάστευσαν στην Αμερική και έκαναν τον Δημήτρη και την Ελένη σύζυγο Μάριου Μιχαλάκη. Ο Στέλιος παντρεύτηκε την Ηρώ Ευφραιμίδη μετανάστευσαν στη Γερμανία και έκαναν τα παιδιά: Δημήτρη, Σταύρο και Καλλιόπη. Το δεύτερο παιδί του παπαγιάννη Μιχαλάκη, η Καλλιόπη έμεινε γνωστή για την απαγωγή που της έγινε από τους Παρπαρούσους. Από το γάμο της με το Γιάννη Μπουρνού απέκτησε μια κόρη, την Άννα σύζυγο Δημητρίου Σπανού. Το τρίτο παιδί του παπαγιάννη ο Δημήτρης (1868-1943) έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι «νοτάρος», επειδή, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση ήταν ο συμβολαιογράφος του χωριού. Από το γάμο του με τη Λεμονιά Κ. Σπανού έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννης 1888-1981 (Παπαγιάννης), Κωνσταντίνος 1890-1990 (Κωστιό), Γιώργης (1892-1989), Μαρία 1894-1977), σύζυγος Γιάννη Κατσαρού, Βασίλης (1901-1979), Μιχάλης (1909-1977) και Διαμάντω (1906-1992) σύζυγος Δημητριου Μαλλά. Ο Γιάννης έγινε ιερέας και παντρεύτηκε την Ευγενία Η. Μίχαλου. Έκαναν τα παιδιά Δημήτρη, Παναγιώτη, Ηλία, Σταματία, σύζυγο Νικόλα Βορριά και την Μαρία σύζυγο Ανδρέα Λουκαϊδη. Ο Δημήτρης ο Παναγιώτης και η Μαρία μετανάστευσαν στην Αφρική και ο Ηλίας στην Αμερική. Ο Κωστής έκανε δύο γάμους. Από τον πρώτο με την Αννα Κουτέπα έκαναν τα παιδιά Γιάννη, Λεμονιά σύζυγο Δημήτρη Βλάχου και την Καλλιόπη. Από τον δεύτερο γάμο με την Σταματία Δοντά έκαναν την Άννα σύζυγο Στέφανου Αντωνίου. Ο Γιώργης υπήρξε μετανάστης για πολλά χρόνια στην Αίγυπτο και την Αμερική. Επέστρεψε στο χωριό και παντρέυτηκε την Καλλιόπη Μ. Τακτικού. Απέκτησαν τα παιδιά Δημήτρη που έζησε για πολλά χρόνια στην Αφρική, τον Γιάννη, συγγραφέα του κειμένου αυτού, την Βαρβάρα σύζυγο Μιχάλη Μιχαλάκη που μετανάστευσε στην Αφρική και την Μαρία σύζυγο Στέλιου Βορριά. Ο Βασίλης σπούδασε νομικά και δικηγόρησε στη Χώρα. 64
Παντρεύτηκε την Μαλβίνα Μονογιούδη και απέκτησαν ένα παιδί, τον Σιδερή. Μετά τον πόλεμο μετανάστευσε οικογενειακά στην Αμερική. Ο Μιχάλης μετανάστευσε από νέος στην Αμερική. Παντρεύτηκε την Αφροδίτη (Έφη) Τσιαδή και απέκτησαν τα παιδιά Δημήτρη (Τζίμη) και την Ευγενία (Τζένη) σύζυγο Γιώργου Καλούδη. Διακοσταμάτης - «Τσιλίμος»: Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα σε ποιόν κλάδο ανήκε. Κατά τον Μιχάλη Κεφάλα ήταν αδελφός με τον πατέρα του Γιάννη τον οποίο άρπαξαν οι πειρατές και έγινε «Λιάπης». Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να ήταν ο τελευταίος γόνος του έβδομου κλάδου των Μιχαλάκηδων, του οποίου τα άλλα μέλη χάθηκαν στη σφαγή του 1822. Αν όχι συγγενικές, σίγουρα είχε φιλικές σχέσεις με τους Μιχαλάκηδες-Νοτάρους. Δώρισε μάλιστα ένα σπίτι του στην Καλλιόπη I. Μιχαλάκη - Βουρνού, την «κλεμμένη» και αργότερα στην κόρη της Άννα (Σπανού). Την περιουσία του την χάρισε στον Παπανικόλα Μιχαλάκη και στον γαμπρό του Νικόλα Κεφάλα, οι οποίοι τον γηροκόμησαν. Σύμφωνα με έγγραφο του 1866 ο Διακοσταμάτης και η σύζυγός του Άννα κάνουν δώρο στους νεόνυμφους Ιωάννη Γ. Μπουρνού και την Καλή Ι. Μιχαλάκη. Απ΄αυτό συμπαιρένομε ότι η απαγωγή της Καλής από τους Παρπαρούσους έγινε το 1865, ένα χρόνο πρίν δηλαδή. Απ’ όσα στοιχεία μέχρι τώρα έχω συγκεντρώσει, πρέπει να ήταν τραγικό πρόσωπο. Το 1822, σύμφωνα με την παράδοση, βρέθηκε σε μια σπηλιά του «Περιστεριά», μαζί με άλλους χωριανούς μας. Ο ίδιος σώθηκε, όχι όμως και η γυναίκα του με τα παιδιά τους. Η σύζυγός του ονομαζόταν Καλή και ήταν κόρη του «ποτέ» Γιώργη Κατσαρού. Αδέλφια της γυναίκας του ήταν οι: Δημήτρης, Γιάννης, Κωνσταντής και Μιχάλης. Τις πληροφορίες αυτές τις αντλούμε από έγγραφο του 1836. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Άννα κόρη του Νικόλα Σταματινού.Το 1831 σε έγγραφο των Χίων της Σύρας, υπογράφει και Σταμάτης Μιχαλάκης. Να ήταν άραγε ο ίδιος; Να σώθηκε με ψαριανό καράβι από τη σφαγή και να επέστρεψε όταν τα πράγματα ηρέμησαν κάπως; Δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να το μάθουμε με βεβαιότητα. Σε έγγραφο του 1836 διαβάζομε τα παρακάτω: Εις το όνομα τού Κυρίου αμήν. Την σήμερον ότε διακοσταμάτις μιχακάκις εκ χορίου Κουρούνια ήχεν να λαβένι κλερονομίαν από τη γινεκός του καλής τη πρότις θυγατρός του ποτε γιωργη κατσαρού, από το αυτώ χοριόν, την λαβένι σήμερον, από τα γυνεκαδέλφια του διμίτρι, τον ιωάννη, τον κωνσταντί, τον μηχάλι και τού δίνουν τον μεν πρότον χοράφιον γιρισμα λεγόμενον εν τη θέσει ες του Λουρή, το μερίδιόν του σύνδενδρον με τους τράφους, πλησίον η συζυγός του αννα θυγατέρα του ποτέ νικολάου σταματινού κάτωθεν οδός και γεώργιος κατσαρός, έτι ακόμι το χωράφιον εις τα παλεάμπελα το σκαλίν σίνδεδρον με το αλόνι που είναι μέσα πλησίον χριστοφίς μιχαλάκις άνοθεν, παπα Γεώργιος και έξωθεν ο ίδιος Σταμάτιος, τούτα τα άνοθεν λαβένι από τους παίδας του ποτε γιώργι κατσαρού, τον διμήτρι, Ιωάννη, κωνσταντί και μιχάλι κουνιούς του, καμνι τους εξόφλησιν να μην γιρέψει πλέον τίποτις ή πολή ή ολίγον ή αυτός η συγγενής του άλλος. Και όποτε σηκοθί και ενοχλήσι ή αυτούς ή συγγενής του τινάς να γρεωστή να δινη με την αφεντικίου ευρισκόμενιν κρισιν: 1412 χίλια τετρακόσια δόδεκα γροσια καθός εστέρκτισαν αμφωτερι και εις βεβαίωσιν της αληθίας το παρών με μάρτυρας. 1836 μαρτίου 2. Και αν τύχι απο τα πεδία του και ελθι κανένα εχι να λεβένι το μερίδιόν του το μυτρικόν ος καθός του εγγίζη. γεωργις κατσαρός μάρτηρας σταμάτιος μιχαλάκις στέργω παπα Γεώργιος κατσαρός γράφω. Κατά τον Μιχάλη Κεφάλα, το παρατσούκλι του ήταν «Τσιλίμος» επειδή του άρεσαν τα 65
«τσιλίμικα» σταφύλια και το κρασί. Έμενε στο σπίτι που τα δικά μας χρόνια είχε ο Αργύρης Παντελάκης. Τον τίτλο «διάκος» τον πήρε επειδή ήταν ψάλτης. Επίσης ήταν ο πρώτος δάσκαλος του χωριού μας, μετά τη σφαγή του 1822. Στη συνέχεια δημοσιεύω αξιόλογα έγγραφα που θεμελιώνουν όσα παραπάνω έγραψα για τον Διακοσταμάτη Μιχαλάκη. Έγγραφο 1ο Δια τού παρόντος χαρηστηρίου Γράμματος δηλοποιούται ότι ο Κύριος διακοσταμάτης μιχαλάκης και η σύζυγος αυτού άννα επαρησιάσθησαν ενώπιον εμού και ομολόγησαν ιδίοις χήλεσιν, ότι εκουσίως και αβιάστως χαρίζουν προς τους νεονύμφους Ιωάννην Γ. μπουρνου και προς την καλήν Ιωάννου Μιχαλάκη ως τελείαν αυτών προικολαβην δηλ. εν καιρώ Στεφανώσεως προικίζουν προς αυτούς το οσπίτιον ηγουν χάλασμα το μιχαλάκικον ανώγι κατώγιον εκτός του μέσα κατωγιού Νικολάου κατσαρού πλησίον κάτωθεν η οδός άνωθεν Γεωργίου Μάγγου βόρια Γεώργιος μπουρνούς κάτω Ιω. Γεντης. Έτερον χωράφιον πλάγιον του ...εις θέσιν τζομπον το μερίδιόν του όλον από τον τοίχον του λιάπι και έξω πλησιαστές άνωθεν και κάτωθεν Νικόλαος κατσαρός και βόρια το ρεύμα. Έτερον εις το περιβόλι πλησιαστές άνωθεν Ιωάννης κοτζάτος, κάτωθεν Δημήτρης καρούσης, και από του νυν παραιτούν προς αυτούς Ιωάννην και Καλήν τα άνωθεν πάντι ελεύθερα, ποιούν αυτά ως θέλουσι και βούλονται, πωλούν, χαρίζουν, προικίζουν κ.λ,π. και εις ένδειξιν και την ασφάλειαν υπογράφεται παρα των ιδίων ομού ανηρ με το ιδιόχειρόν του η δε Γυνή σταυροποιή. Δια την κατά καλαν(;) ενώχλησιν και εις ένδειξιν. Τη 26 Ιανουαριου 1866 Διακοσταμάτις επηβεβαιόνι Κωνσταντής Δημητρίου μάρτυς μιχάλης κριτούλης μάρτυρας. ο Μνήμον X παπα Ιωάννης Καπίρης. Έγγραφο 2°Σήμερον τη δεκάτη εννάτη τού Μηνός Ιανουαριου τού χιλιοστού οκτακοσίου εξηκοστού ογδόου έτους ημέρας τής εβδομάδος Παρασκευή προ μεσημβρίαν επαρρισταθη ενώπιον εμού του Μνήμωνος Κουρουνίων ο διακοσταμάτης Μιχαλάκης και με ομολόγησεν ότι οικειοθελών και ευχαρίστως δωρίζει και χαρίζει προς τον Βαπτισιμνιόν του Μιχάλη Ν. Κεφάλαν το χωράφιον εν τη θέση πλακερή σύδενδρον καθώς εστί το μερίδιον το άλλο πλησίον άνωθεν Ιωάν. Λιάπης κάτωθεν η οδός νότια Δ. Καρούσης, βόρια Δ. Κουλελές, έτερον πλάγιον στο ρουσαμπέλι το μεροίδιόν του πλ. Κάτοθεν ο ποταμος άνωθεν παπα Σταμάτιος. Έτερον τού λύκο τούς κυπους καθώς εστίν σύνενδρον το μεροίδιον του όλλον πλ. άνωθεν η οδός κάτοθεν η οδος, αυτά δε του τα δωρίζω να τα εχη εις τελείαν του κατοχήν. Μετά την αποβίωσιν μου, και της συζύγου μου Αννας, μετά να τα ποιεί ο ρηθης Μιχαήλ ότι θέλει και βούλεται. Πουλήσει, χαρίσει και τα παρόμοια. Ος δωρεά αυτού τελήα και καθολική. Διό και έγινε το παρόν χαρηστήριον έγγραφον υπογεγραμμένον παρά των μαρτύρων και τού ιδίου Διακοσταματίου ινα εχη την ισχυν και το μεροίδιον αυτού τού εις τον κατζαράδον εγω ο δηακοσταμάτης χαρήζο τα ανοθεν. χριστοφης σιταρας μαρτιρας νικόλας κατσαρόε μάρτυρας ο Μνήρων Κουρουνίων Ιωάννης Μιχαλάκης Έγγραφο 3ο Σήμερον συμφωνώ εγώ ο παππά Ιωάννης Μιχαλακης μετά τού Νικολάου Κεφάλα δια τα έξοδα της γεροκομήσεως τού Διακοσταμάτη Μιχαλάκη. Δια να με συμβοηθήσει να τού δόσω τον κάτω κύπον εις την βάτω εως το γυστέρνη όπου είναι εις την μέσην, άνωθεν εγώ ο παππά I. κάτωθεν η οδός. Έτερον τα πλάγια εις τού λύκο πλ. Ιω. 66
λιάπης, έτερον τα πλάγια εις το σαμάρι πλ. άνωθεν Νικόλαος Κεφάλας, αυτά δε θα τού δίνω κατά την άνωθεν ενοιαν, της γεροκομήσεώς του. οθεν εις ένδειξιν του δίδω το παρόν του υπογεγραμμένον παρ’ εμού τού ιδίου. τη 11 Ιουλίου 1869 ο ίδιος παππα Ιω Μιχαλάκης. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΝΕΑΜΟΝΙΤΗ Ο Δημήτρης Νεαμονίτης καταγόταν από τ΄Αυγώνυμα και ήρθε στο χωριό μας ως έμπορος. Παντρεύτηκε την Ευγενία Ισ. Σιταρά και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Στέλιο, Μαρία σύζυγο ιερέα Παναγιώτη Σπανού, Καλλιόπη (Πόπη) σύζυγο Κώστα Μιχαλάκη Χαρίκλεια σύζυγο Γιώργη Σιταρά και Ειρήνη σύζυγο ιερέα Κώστα Σπανού. Ο Στέλιος η Μαρία η Χαρίκλεια και η Πόπη μετανάστευσαν οικογενειακά στην Αμερική. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥΛΗ Η οικογένεια Πουλή προέρχεται από την Ποταμιά. Στο χωριό μας ήρθε ο Γιώργης Πουλής που παντρεύτηκε την Ευγενία Χριστοφάκη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά. Δημήτρη, Σοφία σύζυγο Χρήστου Βορριά, Δέσποινα – Μαίρη σύζυγο Αθανασοπούλου η οποία έζησε στην Αιθιοπία και Σταματία σύζυγο Γιώργη Κατσαρού. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ Από τη σφαγή του 1822, σύμφωνα πάντα με τον κατάλογο του Γιάννη Μίχαλου σώθηκαν πέντε άτομα της οικογένειας των Σαραντινών. Ο Γιάννης, ο Κωνσταντίνος, ο Δημήτρης, ο Μιχάλης και ο Βασίλης. Ο Γιάννης, εκτός από τον κατάλογο δια σωθέντων, εμφανίζεται και σε έγγραφα του χωριού μας το 1831. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Κεφάλα νυμφεύθηκε την κόρη του Κωνσταντή Κεφάλα και απέκτησαν δύο κορίτσια και δύο αγόρια. Τον Κωνσταντίνο και το Γιώργη. Ο Κωνσταντίνος Σαραντινός εμφανίζεται σε έγγραφα από το 1831, δεν μπόρεσα, όμως, να διασταυρώσω αν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον γιο του Γιάννη. Πάντως ως παιδιά του Κωνσταντίνου εμφανίζονται ο Μιχάλης (1884) και ο Ισίδωρος (1846) χωρίς άλλη πληροφορία. Ο Γιώργης Σαραντινός μετανάστευσε στη Ρουμανία. Όταν επέστρεψε στο χωριό μας είχε βγάλει τις βράκες και είχε βάλει παντελόνια. Από το γεγονός αυτό τον παρατσουκλιάσανε «Φράγκο». Έκανε πέντε αγόρια. Τον Κωστή (1871) που πέθανε μικρός, δεύτερο Κωστή (Κωσταντάρα (1873), τον Αλέξανδρο, τον Παντελή (Μισοψημένος) τον Δημήτρη (Χανιώτα) και τη Μαρία (σύζυγο Βασιλείου Κοτσάτου). Ο Σταμάτης (1864) έκανε τέσσερα αγόρια. Τον Γιώργη, τον Παντελή, τον Γιάννη και τον Νικόλα. Ο Γιώργης (1897) πέθανε νέος, αφού έκανε ένα αγόρι το Νίκο, τον γνωστό μας με το παρατσούκλι «Κιούκος». Ο Παντελής (1897) μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο Νικόλας έζησε στην Αθήνα και έκανε δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Το Στέλιο, το Γιώργη, την Αργυρώ και τη Δέσποινα (σύζυγο Λευτέρη I. Κεφάλα). Για το Γιάννη τη μόνη πληροφορία που έχομε είναι ότι γεννήθηκε το 1908. Ο Κωνσταντίνος, (Κωνσταντάρας), έκανε δύο αγόρια. Τον Γιώργη (1902) και τον Δημήτρη (1902- 1923). Ο Γιώργης έκανε τα παρακάτω παιδιά: Καλλιόπη (Πόπη), Κώστα, Κίτσα, Δημήτρη, Γιάννη και Έλπίδα. 67
Το τέταρτο παιδί του Γιώργη Σαραντινού ήταν ο Αλέξανδρος, ο οποίος έκανε ένα αγόρι το Δημήτρη (Κούτρουλο), την Υπατία (σύζυγο Δημήτρη Π. Κεφάλα) και την Παρασκευή (Παρασκευούλα). Το πέμπτο παιδί ήταν ο Γιάννης. Πολέμησε στην απελευθέρωση της Χίου το 1912 ως εθελοντής και πέθανε στην Αίγυπτο, όπου είχε μεταναστεύσει. Τρίτος διασωθείς από τη σφαγή του 1822 είναι ο Δημήτρης Σαραντινός, ο οποίος εμφανίζεται σε έγγραφα του 1836 ενώ το 1844 βάφτισε τον Γιώργη Κουμέντη. Είχε ένα γιο με το όνομα Γιώργης, (Γέρο Μώρος) ο οποίος έκανε τα παιδιά Σταμάτη, Γιάννη, (Διακογιάννη), Κωστή (Κωσταντάκι), Σαραντή (1875), Αργυρώ και Ειρήνη. Ο Σαραντης έκαμε εννέα παιδιά! Τη Μαρία (σύζυγο Χαράλαμπου Τακτικού) το Γιώργη (γνωστό και ως Γιωργάκη), το Σιδερή, τον Ηλία, τον Κωστή, τον Βασίλη, τον Γιάννη, τη Δέσποινα, και τη Βαρβάρα. Για το Δημήτρη δεν έχομε άλλη πληροφορία, ενώ ο Γιάννης ήταν γνωστός ως «Διακογιάννης» και έκανε δύο κορίτσια. Τη Στέλλα, σύζυγο Κωστή Τακτικού, και την Ιωάννα (Γιαννούλα), σύζυγο Γιάννη Φ. Βουρνού. Ο τέταρτος διασωθείς από τη σφαγή Σαραντινός είναι ο Μιχάλης, ο οποίος σώθηκε με ψαριανό καΐκι και έζησε στα Ψαρά. Στο Μητρώο Αρρένων, του χωριού μας εμφανίζεται να έχει γιο με το όνομα Σαραντής γεννημένο το 1855. Πέμπτος Σαραντινός που σώθηκε από το τουρκικό λεπίδι το 1822 ήταν ο Βασίλης. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τον... έφαγε σκύλος! Από τα ονόματα όμως, συμπεραίνω ότι έκανε, τουλάχιστον, ένα αγόρι τον Κωνσταντίνο, ο οποίος έκανε τρία αγόρια. Τον Γιώργη («Μώρο»), τον Δημήτρη («Μήτσο») και τον Βασίλη («Μούργο»). Τέλος, όπως και στην αρχή ανέφερα το 1831 εμφανίζεται και Νικόλαος Σαραντινός, του οποίου άλλα ίχνη ζωής δεν βρήκα. Σαραντινός, από τη μητέρα του, ήταν και ο γέρο Σαράντος, για τον οποίο περισσότερα στοιχεία αναφέρει ο Μιχάλης Κεφάλας στο βιβλίο του «Όσα θυμάμαι», σελ 49). ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΙΤΑΡΑ Σύμφωνα με τον κατάλογο διασωθέντων της σφαγής του 1822, ο Χριστοφής Σιταράς από τα Αφροδίσια μετά την καταστροφή νυμφεύθηκε στο χωριό μας και έκανε μια κόρη, την Άννα, η οποία παντρεύτηκε τον παπαμιχάλη Κεφάλα. Σύμφωνα με στοιχεία που μου έδωσε ο Γιάννης Σ. Σιταράς, Ο Γιώργης Χ. Τακτικός και από έγγραφα που έχω υπ’ όψιν μου, ο Χριστοφής Σιταράς έκανε πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Τον Κωστή, τον Νικόλα, τον Βασίλη, τον Γιάννη, τον Σιδερή, και την προαναφερθείσα Αννα. Ο ΚΩΣΤΗΣ αναφέρεται στα 1831 να αγοράζει «ορφανικά» χωράφια, συνεπώς ήταν μεγάλος σε ηλικία. Έκανε τρία παιδιά. Τον Γιώργη, τον Γιάννη και την Ευγενία, που πέθανε νέα. Ο Γιώργης είχε το παρατσούκλι «Καλαμάρας» και γεννήθηκε το 1871. Έκανε τρία παιδιά. Τον Κωστή (1896), τον Γιάννη («Γιάγκο», 1902) και την Καλλιόπη. Ο Γιάννης, γνωστός ως « Γιάννης της Αγγελικώς», έκανε πέντε παιδιά. Το Δημήτρη (Όψιμο), το Σίμο, τον Κωστή που πέθανε νέος, την Ευγενία, σύζυγο Παντελή Τακτικού (Βγενάκι) και τη Βαρβάρα, σύζυγο Κηρυκού Κοτσάτου. Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Δέσποινα Σαραντινού και έκαναν δύο κόρες. Την Σταματία (Τούλα) σύζυγο Γιώργη Σπανού και την Καλλιόπη σύζυγο Παναγιώτη
68
Ζωγράφου. Ο Σίμος παντρεύτηκε την Καλλιόπη Ι. Ζαννή και έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Αννα σύζυγο Εμμαν. Σοϊλέ και Μαρκέλλα σύζυγο Σπύρου Αναγνωστόπουλου. Ο ΝΙΚΟΛΑΣ Σιταράς δεύτερο αγόρι του Χριστοφή, γεννήθηκε το 1854 και πέθανε το 1929. Έκανε τρία παιδιά: Τον Χριστόφορο, τον Βασίλη και τον Κωστή. Ο Χριστόφορος (1883) έκανε τους: Γιάννη, Βασίλη, Νικόλα, και Παναγιώτη (Πανάγο). Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Σιταράς έκανε ένα παιδί τον Γιάννη, ο οποίος ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Μπαλίρακας» και έκανε τα παρακάτω παιδιά: Βασίλη, Κωστή, Νικόλα, Γιώργη (Κρόκο), Μαρία σύζυγο Βαγγέλη Γεντή, και Παναγιώτα, σύζυγο Γιώργη Κατσαρού. Ο Βασίλης παντρεύτηκε την Ελπίδα Φ. Βουρνού. Ο Κωστής παντεύτηκε την Ελένη Κ. Κουμέντη και έκαναν τα παιδιά: Γιάννη, Καλλιόπη (Πόπη) σύζυγο Αναγνώστου που μετανάστευσε στην Αυστραλία, Ελευθερία σύζυγο Μιχάλη Μίχαλου που μετανάστευσαν στην Αμερική και Λεμονιά. Ο Νίκος παντρεύτηκε την Γεωργία Γιούργαλη και έκανε τα παιδιά Γιάννη και Καλλιόπη (Πόπη) σύζυγο Γιάννη Σταυρινούδη. Και οι δύο μετανάστευσαν στην Αμερική. Ο Γιώργης παντρεύτηκε την Χαρίκλεια Νεαμονίτη και έκαναν τα παιδιά: Γιάννη, Δέσποινα σύζυγο Νίκου Κοτσάτου και Καλλιόπη (Πόπη) σύζυγο Δημήτρη (Τζίμη) Μιχαλάκη. Όλη η οικογένεια ζει στην Αμερική. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σιταράς (1863) ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Γιάνναρος». Έκανε τρία παιδιά . Τον Νικόλα (1886), ( Λαχανιά), τη Μαριγώ και την Ευαγγελινή. Υπήρχε και άλλος Γιάννης Σιταράς από τ΄Αφροδίσια γιός του οποίου ήταν ο Κωστής που παρατσουκλιάστηκε «Κολόμπος» επειδή ήταν ο πρώτος που πήγε στην Αμερική. Γιός του είναι ο Γιάννης Σιταράς, γνωστός και ως «Κολομπάκι». Ο ΣΙΔΕΡΗΣ Σιταράς (1870) είναι το τελευταίο αγόρι του Χριστοφή Σιταρά. Έκανε ένα αγόρι και τέσσερα κορίτσια. Ο γιος του Ηλίας (1896), μετανάστευσε στις Η.Π.Α. και έζησε εκεί μόνιμα. Οι κόρες του είναι: Δέσποινα δεύτερη σύζυγος Ισιδώρου Βορριά, Ευγενία σύζυγος Δημητρίου Νιαμονίτη, Μαρκέλλα σύζυγος Δημητρίου Σπανού (δασκάλου) και Βαρβάρα σύζυγος Ιωάννου Μιχαλάκη (του ράφτη). Στο Μητρώο Αρρένων του χωριού μας έχομε εγγραφή Ιωάννου Σιταρά του Θεοδώρου, γεννημένου το 1863. Συμπεραίνω ότι είναι ο «Γιάνναρος» που αναφέρω παραπάνω και ο πατέρας του προφανώς, Θεόδωρος είναι ένας ακόμα Σιταράς που σώθηκε από τη σφαγή του 1822 χωρίς να αναφέρεται σε όσα στοιχεία έχω υπ’ όψη μου. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΠΑΝΟΥ Στον κατάλογο διασωθέντων από τη σφαγή το 1822 αναφέρονται δύο Σπανοί. Ο Κωνσταντίνος και ο Μιχάλης. Σε έγγραφα του 1832, όμως, εμφανίζεται και Γιώργης. Αναλυτικότερα: 0 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ έκανε τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Τον Γιώργη (1858), τον Γιάννη (1869), το Γρηγόρη (1878), τη Λεμονιά και την Παναγιώτα. Ο Γιώργης έκανε τρία αγόρια. Τον Κωνσταντή (1883), τον Μακάριο (1885), και τον Γιάννη. Ο Κωσταντής παντρεύτηκε την Μαρία Σιταρά και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη που πέθανε νέος, Παναγιώτη, Στέλλα σύζυγο Γιώργη Χατζημανώλη που μετανάστευσαν στην Αστραλία και Άννα σύζυγο Νίκου Σιταρά. Ο Μακάριος έγινε μοναχός και έχτισε το γνωστό μοναστήρι της Ευαγγελίστριας στ’ Αγιάσματα όπου και μόνασε μαζί με την αδελφή του Καλινίκη. Ο Γιάννης (1905), γνωστός με το παρατσούκλι «Γιαννάκι», παντρεύτηκε την Μαρία Βορριά και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη που μετανάστευσε στην Αυστραλία, Άννα σύζυγο 69
Μαρκέλλου Παπαζή, και Ειρήνη σύζυγο Δημήτρη Λιάπη που μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο Γρηγόρης έκανε τα παρακάτω παιδιά: Δημήτρη, ο οποίος σπούδασε δάσκαλος και έγραψε βιβλία για τα Ψαρά και τον Εγρηγόρο. Παντρεύτηκε την Μαρκέλλα Σιταρά και έκαναν τα παιδιά Γρηγόρη και Μαρία (Μάρω) σύζυγο Γιάννη Κουστουλίδη. Κωστή (1905), το γνωστό μας παπακωστή, ο οποίος παντρεύτηκε την Καλλιόπη Σιταρά καί έκαναν τα παιδιά: Γρηγόρη, Νίκο, που μετανάστευσε στον Καναδά, Μαρία σύζυγο Δημήτρη Σπανού που μετανάστευσαν στον Καναδά και Άννα σύζυγο Γ. Μπουλά. Ο Γρηγόρης Σπανός είχε ακόμη την Ευαγγελία σύζυγο Σίμου Μίχαλου και την Κατερίνα σύζυγο Δοντά που μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Ο Γιάννης έμεινε άγαμος και ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Σουλούκος». Η Λεμονιά ήταν σύζυγος Δημητρίου Μιχαλάκη (Νοτάρου) και η Παναγιώτα ήταν σύζυγος του Ιωάννη Ζαννή (γέρο Ζαννή). Ο ΜΙΧΑΛΗΣ Σπανός έκανε τα αγόρια: Γιώργη (1874), Δημήτρη (1861-1925)και Γιάννη. Ο Δημήτρης έκανε τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τον Γιάννη (1884), τον Γιώργη τον Βαγγέλλη, και τη Αθίτσα σύζυγο Γιάννη Τακτικού (Τσάρου). Ο Γιάννης έκανε εμπόριο δερμάτων στον Πειραιά. Ο Γιώργης (1891), έζησε στο χωριό μας και έκανε τα παιδιά: Γιάννη, ο οποίος πέθανε νέος, Δημήτρη και Λεύτερη που μετανάστευσαν στον Καναδά, Ελένη σύζυγο Βασίλη Κεφάλα, και Άννα σύζυγο Γιάννη Ντότη. Ο Βαγγέλης (1903), παντρεύτηκε τη Λεμονιά Κουμέντη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Δημήτρη, Γιώργη, Κωστή, που έγινε ιερέας, και τα κορίτσια: Μαρία σύζυγο Παντελή Κεφάλα, Άννα πρώτη σύζυγο του Ανδρέα Χριστοφάκη και Βαρβάρα σύζυγο Γιάννη Κουρούπη. Το άλλο αγόρι του Μιχάλη Σπανού, ο Γιώργης (1874), έκανε ένα αγόρι τον Παναγιώτη ο οποίος σε μεγάλη ηλικία μετανάστευσε στην Αμερική με την οικογένειά του και έγινε ιερέας. Παντρεύτηκε την Μαρία Νεαμονίτη και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη, Δημήτρη, Σιδερή και Ευγενία. Στα λίγα ιστορικά στοιχεία που διαθέτω, δεν συνάντησα πουθενά τον Γιάννη Σπανό, την ύπαρξη του οποίου γνωρίζομε από τα δύο παιδιά του. Τον Σιδερή και τον Δημήτρη. Ο Σιδερής (1880) παντρεύτηκε την Μαρία Κουτέπα και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, Αντώνη και Κυριακή σύζυγο Δημήτρη Φραγκάκη. Ο Δημήτρης (1882) έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, ο οποίος έμεινε άγαμος, Νικόλα, ο οποίος παντρεύτηκε τη Στέλλα Χιονά και απέκτησαν τον Δημήτρη και τον Σταμάτη που μετανάστευσαν στην Αμερική, Γιώργη, ο οποίος παντρεύτηκε την Ελευθερία Βουρνου και απέκτησαν την Μαρία σύζυγο Μεστούση, Καλλιόπη, που πήγε στον Βόλο και Παναγιώτα σύζυγο Ιωάννου Καλογέρου. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΤΑΜΑΤΙΝΟΥ Ο πρώτος Σταματινός που συναντούμε στην ιστορία του χωριού μας λέγεται Κωνσταντίνος και υπογράφει στο πωλητήριο του Αγίου Αντωνίου (Εγρηγόρου) στις 6 Αυγούστου 1774. Από τη σφαγή του 1822, σύμφωνα με τον κατάλογο των διασωθέντων επέζησαν ο Γιάννης και ο Παντελής, κάτοικοι Εγρηγόρου. Σε έγγραφα από το 1831, όμως, αναφέρεται και Νικόλαος Σταματινός. Ο Γιάννης, στη λίστα του 1831 αναφέρεται ως πατέρας δύο αγοριών. Του Νικόλα και του Κωνσταντίνου.
70
Ο Παντελής σύμφωνα με το Μητρώο Αρρένων έκανε ένα αγόρι που ονόμασε Κωνσταντίνο (1855-1923) και ο οποίος με τη σειρά του έκανε τα παρακάτω παιδιά: Στέλιο (1878), Παντελή (1888), Λευτέρη (1890), Γιώργη (1894) και Μιχάλη (1901). Στα έγγραφα που διασώθηκαν περιλαμβάνεται προικοδοτήριο του Παντελή ή Παντελέων Σταματινού του Κωνσταντίνου και της Άννας με χρονολογία 1913. Προικοδοτείται η γυναίκα του Μαριγώ (Μαριγούλα) κόρη, Ισιδώρου X. Σιταρά και της Καλής. Όπως ήδη ανέφερα, σε έγγραφα του χωριού μας αναφέρεται από το 1831 ο Νικόλας Σταματινός, ο οποίος φαίνεται να πέθανε το 1848, που συντάσσεται το «μοιραστικό» της περιουσίας του στα παιδιά του. Από το έγγραφο αυτό μαθαίνομε ότι τα παιδιά του ήταν: Σταματινή, Μαρία (σύζυγος Βασιλείου Κριτούλη), Άννα, Σοφία και Γιάννης. Στο «μοιραστικό» αυτό παίρνεται πρόνοια και για τη μητέρα τους: «ακόμη να δίνουν και τής μάνας των την ζωοτροφήν της και δίνη ο Ιωάννης 2 κοιλά μιγάδι τον χρόνο και 1 κοιλό η κάθε κόρη και 10 οκάδες κρασί ο Ιωάννης και 5 κάθε κόρη και 6 οκάδες σύκα ο Ιωάννης και τρεις κάθε κόρη και ρακί 6 οκάδες ο Ιωάννης και τρεις κάθε κόρη. και από ταύτα τα άνωθεν γεγραμμένα όποιος δεν τής τα δίνη να τού ζαυτίζουν το καλλίτερον χωράφιον». Ένα χρόνο αργότερα, επειδή ο όρος, προφανώς, δεν τηρήθηκε, η Ερήνη Βλαστάρενα χαρίζει τα χωράφια στην κόρη της Μαρία σύζυγο Βασίλη Κριτούλη για να την «ζωοθρέψει». Το έγγραφο αυτό, που επιγράφεται «το χαριστήριον Ερήνης βλαστάρενας προς τη θυγατέρα της Μαρία» είναι το παρακάτω: «Την σήμερον εγώ η Ερήνη θυγατέρα του ποτέ Κωνσταντίνου ιεροδιακόνου και συμβία τού ποτέ Νικολάου Σταματινού εις χορίον Κουρούνια με το να μην έχουν την έννοια μου κανένα μου παιδί μηδέ να μου δίδουν την ζωοτροφήν μου κατά τα προγεγραμμένα γράμματα ηθέλησα να ησυχάσω με την κόρην μου την Ειρήνην και τον γαμβρόν μου τον βασίλιν Κριτούλην και χαρίζω του και δορύζω του τα χοράφια πλάγια εν τη θέση βύγλα πλησίον ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, και τα χοράφια εις τα λιμνιά εις το χιονούσικον από κάτω πλησίον το λαγγάδι και τα χοράφια εις τού Κουρεμένου πλησίον Ιωάννης λιάπης άνοθι Νικόλαος κατζαρός ταύτα άνοθεν γεγραμμένα τον τα δίδω δια να με ζωοτροφούν εως να ζώ η δε και εν με ενοιάζονται να έχω την ισχήν να σχίζω το γράμα και να μήν έχη να τούς ενοχλήση κανένας από τα άλα μου πεδιά ηδέ και ενοχλήση κανένας να έχη την κατάραν μου και εις επιβεβαίωσιν εγράφη το παρόν ίνα έχη το κήρος και την ισχήν εν παντί κρητηρίω. Τη 5 Μαρτίου 1849 δηακοιοάννης κοτζάτος μαρτις κονσταντής σαραντινός μαρτιρ... Ιωάννης παπα Νικολάου μηχαλάκη γράφω. Στο έγγραφο αυτό ο «νοτάρος» Ιωάννης παππα Νικολάου Μιχαλάκης έχει κάνει λάθος και αναφέρει ότι μητέρα και κόρη έχουν το ίδιο όνομα, Ερήνη. Το ορθό είναι ότι τη μητέρα την έλεγαν Ερήνη και την κόρη Μαρία. Σύμφωνα με την Αγγέλα Καρυάμη, ο Κωσταντίνος Σταματινός είχε γιό τον Παντελή ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί με την Μαρία κόρη του Ισιδώρου Σιταρά και είχαν κάνει ένα γιό, τον Γιάννη, γνωστό ως Γιάννη της Μαριγούλας. Ο Γιάννης έκανε τα παρακάτω παιδιά: Παντελή, Κώστα, Χρήστο, Σιδερή, Ανδρέα, Μαρία, Μαρκέλλα και Δήμητρα.
71
Ο Κώστας Σταματινός έκανε τα παρακάτω παιδιά: Μιχάλη (Μιχαλινός), Γιώργη (Γιωργάρα), Σοφία σύζυγο Νικολάου Τακτικού, Στέλιο, Παντελή, Λευτέρη και Δέσποινα σύζυγο Γιώργη Ξυδιά. Ο Μιχάλης, δεν άφησε απογόνους. Ο Γιώργης έκανε τον Λαμπρινό και τον Κώστα που μετανάστευσαν στον Καναδά. Ο Στέλιος έκανε τον Πέτρο, τον Κώστα, την Άννα σύζυγο Κωσταντίνου Γεντή,την Αντωνία που μετανάστευσε στην Αμερική, και τη Στάσα. Ο Λευτέρης μετανάστευσε στην Αμερική. Στο Μητρώο Αρρένων του χωριού μας εγγράφεται ως γεννηθείς το 1887 ο Μιχάλης Σταματινός του Γεωργίου. Παντρεύτηκε την Ευαγγελινή Βορριά και έκανε δύο παιδιά. Τον Γιώργη και την Μαρία σύζυγο Παντελή Βορριά. Ο Γιώργης παντρεύτηκε την Ελένη Κατσαρού και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Μιχάλη, Σιδερή, Μαρία σύζυγο Δημητρίου Κατσαρού και Ευαγγελία. Μετανάστευσαν όλοι στην Αμερική. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΑΚΤΙΚΟΥ Πώς προήλθε το επίθετο των Τακτικών; Ο μακαρίτης ο Γιάννης Τακτικός (Τσάρος), μου είχε πει ότι κατά την οικογενειακή παράδοση, κάποιος πρόγονός τους είχε υπηρετήσει στον τακτικό στρατό. Την ίδια ερμηνεία μου έδωσε και ο θείος μου Στέλιος Μ. Τακτικός. Το επίθετο υπήρχε στο χωριό ως παρατσούκλι των Κατσαρών, τουλάχιστον από τα χρόνια της σφαγής (1822). Χωρίς να υποστηρίζω ότι πρόκειται για χωριανό μας, καταγράφω ότι στρατιώτης Ανδρέας Κατζαρός, κατά την εκστρατεία της Χίου, υπογράφει, μαζί με άλλους, από την Ελευσίνα, αναφορά προς τον Κυβερνήτη Καποδίστρια με την οποία ζητούσαν τους μισθούς τους για την αποτυχημένη εκστρατεία του 1928 (Γιάννη Βλαχογιάννη, Χιακό Αρχείο, τόμο Γ σελ. 321). Σύμφωνα, εξ άλλου, με τον «Φίλο του Νόμου» (αρ. 162, 23 Νοεμβρίου 1825) στον Τακτικό ελληνικό στρατό της εποχής, υπηρετούσαν 200 Χιώτες. Όπως μου ανέφερε ο Γιώργης Τακτικός, του Χαράλαμπου, το επίθετο το πήρε κάποιος πρόγονός τους ο οποίος υπηρετούσε «τακτικά» ως γέροντας στο χωριό μας. Σύμφωνα με τον κατάλογο των διασωθέντων από τη σφαγή του 1822, σώθηκε ο Μιχάλης Τακτικός, ο οποίος έγινε μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου με το όνομα Μάρκος. Πριν καλογερέψει είχε παντρευτεί την αδελφή του Σταμάτη Μιχαλάκη. Στη λίστα τού 1831 αναφέρονται οι Χριστοφής και Σταμάτης Κατζαροί, παιδιά του Κωνσταντίνου, που ενδεχομένως να ήταν Τακτικοί. Σύμφωνα με τον Γιώργη Χ. Τακτικό, οι πρώτοι Τακτικοί των οποίων ξέρουμε τα ονόματα ήταν οι: Γιάννης, Χριστοφής, Νικόλας και δύο αδελφές. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ από το γάμο του με την Άννα (κόρη Κοτσάτου) απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη, Σταματία, Σοφούλα και Ευφημία. Παιδιά του Γιώργη ήταν οι: Γιάννης (Τσάρος), Κωστής, Χαράλαμπος και Μόδεστος. Ο Γιάννης, παντρευτηκε με την Αθίτσα Σπανού και απέκτησαν μια κόρη, την Παναγιώτα σύζυγο Νίκου Ζαννή. Ο Κωστής παντρεύτηκε τη Στέλλα Σαραντινού και απόκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική Αννα, σύζυγο παπανικόλα Μαλλά, Καλλιόπη σύζυγο Γιάννη Χ. Βορριά, και Βασιλεία σύζυγο Παντελή Γατανά. Ο Χαράλαμπος παντρεύτηκε την Μαρία Σαραντινού και έκαναν τα παρακάτω παιδιά Γιώργη, Δέσποινα, σύζυγο Μιχάλη Σαρρή, Καλλιόπη σύζυγο Στέφανου Παντελέων, και Κατίνα σύζυγο Γιάννη Μιχαλάκη ( Μακρή) Ο Μόδεστος Παντρεύτηκε την Μαρία Μιχαλάκη (Γάλιπου) καί έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη,
72
Ανδρέα, Θεόδωρο και Γιάννη. Κόρες του Γιώργη Τακτικού ήταν η Ελένη σύζυγος Χριστοφή Χριστοφάκη, Μαριγώ σύζυγος Χριστοφή και Σταματία σύζυγος Αργύρη Παντελάκη. Ο ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ, που άλλοτε εμφανίζεται με το επίθετο Κατσαρός και άλλοτε Τακτικός, από το γάμο του με την Καλλιόπη (κόρη Γεντή) απέκτησε τα παιδιά Μιχάλη, Νικόλα, Άννα και Μαρία. Στα γενεαλογικά των Κατσαρών εμφανίζεται Κωσταντής Κατσαρός να έχει αγόρι με το όνομα Χριστοφής. Δεν υπάρχει όμως άλλο στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για τον Χριστοφή Τακτικό. Ο Μιχάλης (1867), από το γάμο του με την Βασιλικώ (το γένος Μιχάλου) απόκτησε τα παιδιά: Καλλιόπη, σύζυγο Γιώργη Μιχαλάκη, (μητέρα μου), Γιάννη που πέθανε μικρός από την καρδιά του και έχω το όνομά του και Στέλιο, ο οποίος παντρεύτηκε την Μαρία Κουτέπα και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Σωτήρη, Βασιλικώ σύζυγο Γιώργη Σπανού που μετανάστευσε στην Αυστραλία, Ευγενία σύζυγο Νικ. Σκαρπινάκη και Ειρήνη σύζυγο Μιχάλη Κουτσοδόντη, που επίσης ζει στην Αυστραλία. Ο Νικόλας (1873) έκανε τα παρακάτω παιδιά: Παντελή (Παντελούκο), Μόδεστο, Καλλιόπη, Άννα, σύζυγο Ηλία Μαλλά στα Χάλανδρα, Μαρία (Νικήτα) και Ελένη, σύζυγο Νικολάου Μίχαλου. Ο Παντελής παντρεύτηκε την Ευγενία Σιταρά και απέκτησαν μία κόρη, την Αγγέλα σύζυγο Δημήτρη Καρυάμη. Ο Μόδεστος παντρεύτηκε την Μαρκέλλα Κοτσάτου και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Νίκο και Σοφία σύζυγο Γιώργη Τακτικού. Η αδελφή τους Άννα παντρεύτηκε Καλόγερο από το Καμίνι, και η Μαριγώ Κοτσάτο. Αργότερα έγινε μοναχή. Ο Νικόλας έκανε τρία κορίτσια. Τη Σοφούλα, σύζυγο Περικλή Γεντίδη, την Καλλιόπη και τη Σταματία. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗ Η οικογένεια Χατζημανώλη ήρθε στον Εγρηγόρο μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Ήταν Ο Νικόλας Χατζημανώλης και η γυναίκα του Μαρούκα, που έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Γιώργη, Δημήτρη, Αγγελική σύζυγο Κωσταντίνου Παππά (Βεργή) και Μαρία σύζυγο Ξύκιου. Ο Δημήτρης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Γιώργης παντρεύτηκε τη Στέλλα Κ. Σπανού και έκαναν τα παιδιά: Νίκο, Σωτήρη, Κώστα, Μαρία, Δέσποινα και Καλλιόπη. Ολη η οικογένεια μετανάστευσε στην Αυστραλία. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΧΑΜΕΤΗ - ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ Είναι από τις παλιές οικογένειες του νησιού και του χωριού μας. Σε μερικά έγγραφα συναντιόνται με το παρατσούκλι «Χαρβαλιά», ενώ τα τελευταία χρόνια άλλαξαν το επίθετό τους σε Παντελάκη. Το επίθετο Χαμέτης συναντιέται στη Χίο στο λατινικό κώδικα από το 1616. Συναντιέται ακόμη σε κώδικες της Βέσσας, της Ελάτας, της Καλαμωτής και της Χώρας, μέχρι το 19° αιώνα. Από έγγραφο του 1848, μαθαίνομε ότι στις 10 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου πέθανε ο Παντελής Χαρβαλιάς, σαράντα χρονών. Συνεπώς είχε γεννηθεί το 1808. Και στη σφαγή ήταν 14 χρόνων. Στις 19 Οκτωβρίου 1843 απέκτησε ένα κορίτσι με το όνομα Σοφία και στις 11 Οκτωβρίου 1846 τη Σταματινή.
73
Το 1835 ο Παντελής Χαμέτης, του «ποτέ» παπανικόλα, κάνει αλλαγή χωραφιού με τον παπανικόλα Κατζαρό από την Κέραμο. Στα 1854 η Ειρήνη Χαμέτενα, του «ποτέ» Δημήτρη, σύζυγος Ιωάννη Μιχαλάκη, κάνει ανταλλαγή χωραφιού με τον Γιώργη Σπανό. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να συμπεράνομε ότι ο παπανικόλας Χαμέτης απέκτησε έναν γιο με το όνομα Παντελής (1808-1848), ο οποίος απέκτησε δύο κορίτσια. Τη Σοφία (1843) και τη Σταματινή (1846). Ενδεχομένως γιος του παπανικόλα Χαμέτη ήταν και ο Δημήτρης, ο οποίος σύμφωνα με το Μητρώο Αρρένων έκανε τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη (1865), Παντελή (1875), Γιώργη (1877), Νικόλα (1888) και Ειρήνη. Παιδιά του Παντελή ήταν ο Δημήτρης και ο Αργύρης Παντελάκης. Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Σεβαστή Σαραντινού και έκαναν τα παρακάτω παιδιά: Παντελή ο οποίος πέθανε νέος, Νικόλα, Κωστή, Κυριακή (Κούλα) σύζυγο Κώστα Σιταρά, Ελένη, Ευγενία και Μαρία. Ο Αργύρης παντρεύτηκε την Σταματία Τακτικού και έκαναν μια κόρη την Ευαγγελία. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΑΚΗ Οι Χριστοφάκηδες ήταν στο επίθετο Μιχαλάκηδες. Στον Χριστοφή Μιχαλάκη, ο οποίος προφανώς είναι εκείνος που άλλαξε το επίθετό του δίνει ο Παπαγιώργης Κατζαρός στις 22 Ιουλίου 1837 «25 πρόβατα φιλικά να τα προσέχει». Ο Χριστοφής σώθηκε από τη σφαγή του 1822 και αναφέρεται σε πολλά έγγραφα του χωριού μας από το 1829. Ο Νικόλας Μιχαλάκης -Χριστοφάκης έμεινε στην ιστορία του χωριού μας γνωστός με το παρατσούκλι Σιλημάς, συνώνυμο του κακοποιού. Ήταν σπιούνος των Τούρκων γι’ αυτό οι γέροντες του χωριού τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον εκτέλεσαν στην τοποθεσία του Εγρηγόρου «Πεντιάς». Περισσότερα γράφει ο Μιχάλης Κεφάλας στο βιβλία του «Όσα Θυμάμαι» (σελ. 34). Ο Γιώργης, γιος του Χριστοφή, αναφέρεται στη λίστα του 1831. Η Ειρήνη, κόρη του Χριστοφή, αναφέρεται στα 1848. Ο Γιώργης ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Θεός» για τα ψευτοθαύματα που έκανε ως επαίτης εξαπατώντας τους αφελείς. Περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρει ο Μιχάλης Κεφάλας στο βιβλίο του. Σύμφωνα με τη στοματική παράδοση, ο Χριστοφής Χριστοφάκης είχε πέντε παιδιά. Τον Νικόλα (Σιλημά), Γιάννη (Γιαννάκο), Γιώργη (Θεό), Σταμάτη (Σταματάκο) και Μαρία (Μαρού). Από τα έγγραφα που μέχρι τώρα έχω υπόψη μου, συναντώνται οι παρακάτω Χριστοφάκηδες: Παντελής (Παντελέων), το 1885, Μαρία, Παρασκευή, και Νικόλας 1866, Ιωάννης 1867, Γιώργος 1867, (είχε σπίτι δίπλα στον Ιωάννη Καρούση), Καλλιόπη, κόρη Νικολάου, σύζυγος Γεωργίου Ν. Κουμέντη 1906, Ανδρέας, Γιάννης (Ντίλικας), Γιώργης (1890), Σταμάτης (πέθανε το 1899), Χριστοφής (1902), Γρηγόρης (1903), Μανώλης, Νικόλας (Νικολάκι), 1904), Μαριγώ, Ειρήνη, Νικόλας, Γιάννης κ.α. Από όσα τώρα ξέρομε, ο Ανδρέας Χριστοφάκης έκανε τα παιδιά: Χριστοφή, Μανώλη και Νικόλα. Ο Χριστοφής παντρεύτηκε την Ελένη Τακτικού και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Ανδρέα, Αργυρώ σύζυγο Θεόδωρου Εγγλέζου, και Βαρβάρα που μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο Ανδρέας, από τον πρώτο του γάμο με την Αννα Σπανού απέκτησε την κόρη Ελένη και από τον δεύτερο γάμο τα παιδιά Χρήστο και την Χριστίνα σύζυγο Θεόδωρου Πάγκαλου.
74
Ο Μανώλης απέκτησε τα παρακάτω παιδιά: Ανδρέα, Σταμάτη, Παναγιώτη, Σοφία σύζυγο Βαγγέλη Καρούση που μετανάστευσαν στην Αυστραλία και Μαρία. Ο Νικόλας παντρεύτηκε την Καλλιόπη Κουμέντη και απέκτησαν τα παρακάτω παιδιά: Γιάννη, έναν γιό που σκοτώθηκε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, και τη Σοφία. Ο Γιάννης έκανε τον Νικόλα και την Αγγελική σύζυγο Γιάννη Λιάπη. Ο Νικόλας έκανε τα παιδιά Γιώργη, που μετανάστευσε στο Βέλγιο, Παντελή, Βασιλεία σύζυγο Νίκου Μιχαλάκη και Μαρία σύζυγο Νικολάου Κυριακάκη. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΧΙΟΝΑ Είναι από τις παλαιότερες οικογένειες των χωριών μας. Χιονάδες αναφέρονται στην Πισπιλούντα (1647 και 1740) όπως γράφει ο I. Γιούργαλης στο βιβλίο του «Η Πισπιλούντα της Χίου» (σελ 446). Όπως αναφέρεται στον κατάλογο των διασωθέντων από την τουρκική σφαγή, σώθηκαν ο Σταμάτης Χιονάς και η σύζυγός του Σταματινή οι οποίοι κατά την στοματική παράδοση είχαν κρυφτεί στην θέση Βίγλα. Σύμφωνα με έγγραφο της 15ης Αυγούστου 1833 ο Μιχάλης Χιονάς και ή συμβία του Σταματινή φεύγουν και αφήνουν «τα μούρκια» τους στα χέρια της κόρης τους Σοφίας και του γαμπρού τους Παντελή. Σε άλλο έγγραφο της 21ης Οκτωβρίου, αναφέρεται ότι η Ειρήνη σύζυγος του ποτέ Ιωάννη Χιονά παρουσιάστηκε ενώπιον των γερόντων και του μητροπολίτη Γρηγορίου και κατήγγειλε ότι ο γιός της Γιώργης μετά τον θάνατο του πατέρα του «εκυρίευσε» την περιουσία του πατέρα του και της μητέρας του, χωρίς ν ΄αφήσει κάτι στον αδελφό του Σταμάτη και στην αδελφή του Καλλιόπη. Το γεροντοσυμβούλιο και ο μητροπολίτης αποφάσισαν να πάρει η μητέρα την προίκα της και τα υπόλοιπα να μοιραστούν σε τρία ίσα μέρη. Στις 26 Μαρτίου 1885 τα αδέρφια Γιώργης και Σταμάτης ξαναμοιράζουν την περιουσία του πατέρα τους ενώ στις 14 Μαρτίου 1866 ο Σταμάτης Χιονάς μοιράζει την περιουσία του στους γιούς του Γιώργη, Αλέξανδρο και Γρηγόρη. Τέλος στις 28 ιουλίου 1908 ο Γρηγόρης του ποτέ Σταμάτη Χιονά «διαμένων εν τω καταστήματι του Σκυλιτσείου Νοσοκομείου» πουλά στη Λεμονιά Δ. Μιχαλάκη τα χωράφια στο Τσόμπο και Χιονάδο. Άλλα παλιά έγγραφα αναφέρουν ότι ένας Γιάννης Χιονάς παντρεύτηκε τη Σοφία κόρη του παπανικόλα Μιχαλάκη. Στον εκλογικό κατάλογο του 1914 είναι γραμμένος Γρηγόρης Χιονάς του Σταμάτη 31 χρόνων, είχε γεννηθεί δηλαδή το 1883. Όπως η Αγγέλα Καρυάμη μου είπε, στο Εγρηγόρο ζούσε ο Αλέξανδρος Χιονάς ο οποίος έκανε τον Σταμάτη. Ο Σταμάτης παντρεύτηκε την Μαρία Ξυδιά και έκαναν τον Αλέκο, τον Παναγιώτη που μετανάστευσε στην Αμερική και τη Στέλλα σύζυγο Νικολάου Σπανού. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ Κατά τη σφαγή της Χίου, φαίνεται ότι ορισμένες οικογένειες ξεκληρίστηκαν. Μερικές άλλες έφυγαν από το χωριό ή δεν έκαναν αγόρια με συνέπεια τα επίθετά τους να χαθούν. Έμειναν μόνο σε ορισμένα προικοσύμφωνα και άλλα νοταριακά έγγραφα. Είναι παρακινδυνευμένο να κάνει κανείς υποθέσεις για τους ανθρώπους αυτούς καθώς μερικά από τα ονόματα ήταν παρατσούκλια. Ονόματα της κατηγορίας αυτής είναι: 75
Δημήτριος Μακρυσκέλης, του οποίου το όνομα συναντάται σε έγγραφο του 1831. Γεώργιος Φωτεινός, υπογράφει ως μάρτυρας σε έγγραφο το 1859. Νικολής, Μιχάλης και Δημήτρης Τσιμής, εμφανίζονται ως πλησιαστές χωραφιών το 1848. Μαρία Σφήκενα, πλησιαστής χωραφιού το 1848. Ιωάννης Τσιαδής, αναφέρεται σε έγγραφο του 1833. Μιχάλης Πρέντουνας, ο οποίος στις 21 Μαΐου 1846 εμφανίζεται να έχει παιδιά τον Νικόλα και τη Σταματινή. Γιώργης Ξυδιάς, το 1859 εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης χωραφιού. Στις 30 Ιανουαρίου του 1832 στα παρρησιαστικό βιβλίο του χωριού μας γράφεται: «Ιωάννου και της συμβίου, Μαρούς και των τέκνων», οι οποίοι προφανώς χάθηκαν το 1822. Στη διαθήκη του Παπανικόλα Μιχαλάκη (1867) αναφέρονται ως ιδιοκτήτες ή πλησιαστές χωραφιών (εκτός των άλλων) και οι παρακάτω: Κουτζομουριάδες, Κουτζάφτηδες, Μαριτιάδης, Μαρινιάδης, Σουρδίδενα και Παπαηλίας. Επίθετα: Μάγκος, Καζάς, Σουρδής και Θεολόγος εμφανίζονται σε διάφορα έγγραφα του χωριού μας. Το ότι οι οικογένειες Θεολόγου και Καζά χάθηκαν από το χωριό μας στη σφαγή του 1822 αποδείχνεται και από έγγραφο της 30ης Οκτωβρίου 1835 σύμφωνα με το οποίο η Μαρία «θυγάτηρ του ποτέ Γεωργίου Κατζαρού και σύζυγος του ποτέ Γεωργίου παπαϊωάννου Κατζαρού» κληρονομεί από τον πατέρα της «όλα τα μούλκια τα Θεολόγικα και Καζάδικα και τα αφιερώνει στον Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο». Λάμπρος Γεώργιος, ο οποίος αναφέρεται στη λίστα του Γιάννη Μίχαλου, ως διασωθείς από τη σφαγή του 1822 χωρίς κάποιο άλλο στοιχείο. Στις 8 Φεβρουάριου 1846 απέκτησε μία κόρη την οποία βάφτισε την ίδια χρονιά ο Γιώργης Μπουρνούς και την ονόμασε Μαρία. Το 1859, σε μοιρασοχάρτι, εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης χωραφιού στο χωριό μας. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Εθνικές και κοινωνικές περιπέτειες και ανακατατάξεις υποχρέωσαν αρκετούς ανθρώπους να καταφύγουν στα χωριά μας. Από το Μητρώο Αρρένων αντιγράφω όσους πρόσφυγες κατεγράφησαν σ’ αυτό, σημειώνοντας δίπλα και τη χρονολογία γέννησης τους: Ζαφείρης Δημήτριος του Γεωργίου, 1852 Ζαφείρης Λάμπρος του Δημητρίου, Πανταζής Μήτρος του Ιωάννου, 1884 Μαστροδημήτρης Ιωάννης του Ανδρέα, 1885 Πλατουνάρης Σταμάτης του Ιωάννου, 1888 Μπαγιάτης Κυριάκος του Ιωάννου, 1896 Παππάς Κωνσταντίνος του Ιωάννου, 1902
ΝΟΤΑΡΙΑΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ Όπως ήδη ανέφερα, πολλά στοιχεία για την ιστορία του χωριού μας άντλησα από το βιβλίο του Αντώνη Στεφάνου «Χιακά Μελετήματα». Επειδή το βιβλίο αυτό είναι σπάνιο, δημοσιεύω εδώ μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα. Στην εισαγωγή του βιβλίου του, γράφει ο Αντώνης Στεφάνου: 76
«Την μικράν λεξικολογικήν μου συλλογή προσφωνώ εις τον γεωργόν ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΙΩ. ΜΙΧΑΛΑΚΗΝ, ΝΟΤΑΡΟΝ και την σύζυγον αυτού ΛΕΜΟΝΙΑΝ. Ο Δημήτριος Ιω. Μιχαλάκης από τούς στοχαστικώτερους προύχοντας τών βορειοχώρων, κατέλαβε με την ορθοφροσύνην του και τον πατριωτισμόν του ξεχωριστή θέσιν εις την βόρειον Χίον. Όσοι τον εγνώρισαν και μάλιστα οι χωριανοί τού μακρυνού και απόμερου διαμερίσματος τής Αμανής, θα διατηρούν πάντοτε ζωηροτάτην την ανάμνησίν του. Ποτέ δεν εγκατέλειψε τον τόπον που γεννήθηκε. Επροτίμησεν την δύσκολην και σκληρήν ζωήν εις το χωριό του, εις την γην τών πατέρων του, που ακόμη και σήμερα δεν είναι εύκολη εις την παροχήν αγαθών. Εκεί απάνω εις τα γυμνά κράσπεδα τής Αμανής, εις τις άνυδρες και τραχείες πλαγές της εκαλλιεργούσε την γην και προσέφερεν τον εαυτόν του και την πολύτιμον πείραν του εις την υπηρεσίαν τών χωριανών του οι οποίοι με τις επίμονες προ- σπάθειές των δεν άφησαν σπιθαμήν γης ακαλλιέργητην εις τα Κουρούνια. Ενεθάρρυνε τούς εργατικούς και φιλότιμους βορειοχωρίτας εις την εντελεστέραν καλλιέργειαν της γης, δια να κατορθώσουν να μείνουν εις το πάτριον έδαφος, το επικλινές, το σχεδόν όρθιον και να διατηρήσουν άθικτη την παράδοσιν τής Ελληνικής γης. Την ιεράν αυτήν γην, τη μοσκοβολημένην, είναι ανάγκη να προσέξωμεν σήμερον περισσότερον. Τα βουνά, τα δάση, οι γυμνοί βράχο, τα χωριουδάκια με τα ερειπωμένα των κτίρια, τα κάστρα των, τούς μύλους, τις βίγλες, τα εξωκκλήσια των, είναι πηγή συγκινήσεως εις τούς κατοίκους τής πόλεως. Και πρέπει με κάθε τρόπον να τονώσωμεν την αγνότητα, και τον ενθουσιασμόν τών κατοίκων τής υπαίθρου, τών υγειεστάτων μελών τής κοινωνίας μας. Διότι η επικοινωνία με το χωριό εξυπηρετεί και υψηλότερους πνευματικούς σκοπούς κοινωνικής ωφελείας». Χιακό γλωσσάρι Ανοιχτορουθούνες, οι: Ποικιλία συκιάς εις τα Κουρούνια. Από επιστολήν 11 Οκτωβρίου 1854. Τα υποστατικά τα οποία γνωρίζω είναι εις τον κόκκινον γκρεμμόν δύο χωράφια γυρίσματα το ένα είναι εις την Αγία Βαρβάραν, το άλλο δεξιά όπου έχει την καρυδιά κατά τού ποταμού το μέρος. Έχομε και κάτω εις το Κρωτήρι το ένα έχει μέσα αμπέλι και εις την ποργιάν όπου μπαίνομεν είναι μία πρωμοσυκιά. Και παραπάνω είναι το άλλο το οποίο ονομάζεται συκογύρι και έχει συκιές ανοιχτορουθούνες». Απόθερα Επιρρ. : Έως απόθερα, σημαίνει μέχρι τέλους τού θερισμού. Σήμερον την 20ην Ιανουαρίου 1870 εσυφώνησαν οι γέροντες και επίτροποι Κουρουνίων με τον Γεώργιον Ζερβόν να τού δώσουν μέρος δια να βόσκη τα κτήματά του. Ο δε τόπος όπου θε να του δώσουν εισί τούτος. Από την Μανδηλούν και απάνω να κτυπήση πέρα τον Θησαυρόν να βγη ίσα απάνω στο αστάχυ, τον ποταμόν τού επάνω μέρους τών Δεμέλων, εως απόθερα να πληρώνει πάκτος εις το σχολείον γρόσια διακόσια. Δεν έχει το δικαίωμα να παραβή τα σταλικώματα. Και εις ένδειξιν έγινε το παρόν. Εγγρ. Κουρουνίων. Άρικλα: Μεγάλο ξύλινο επίμηκες κιβώτιο χωρισμένο σε δύο ή τρία διαμερίσματα χρήσιμα για την φύλαξιν δημητριακών και ξηρών καρπών. 0 Κοραής εις τα Άτ. 1,77. Εις τα έγγραφα απαντά και τοπωνύμιον. Το λατ. Arkula. Σήμερον τη τρίτη τού Φεβρουάριου μηνός, τού χιλιοστού οκτακοσιοστού πεντηκοστού ενάτου, ημέρα τής εβδομάδας Τρίτη, επαρρησιάστησαν ενώπιον εμού τού μνήμονος Κουρουνίων, ο Μιχαήλ Κεφάλας με την αδελφήν του Μαρίαν, παρόν(ντος) και τού συζύγου της Ιωάννου Σαραντινού. Μοιράζουν τα όσα κτήματα έχουν από τού πατρός
77
των και από τής μητρός των και από κλερονομικά δικαιώματά των. Και παίρνει το μεν πρώτον η αδελφή του η Μαρία: Δύο ανώγεια εις τού Κατζαρού τον πάτον από πάνω, εκτός τής στερεός -θα μένη εις τον αδελφόν της Μιχάλην. Και τον πάτον εις τα αλώνια με το σκαλίν, πλησίον άνωθεν Μιχάλης Τακτικός, κάτωθεν Κωνσταντής Σαραντινός και τού Ρούκλο το χωράφιον σύδενδρον συνορευομένου άνωθεν Κωνσταντής Σαραντινός, κάτωθεν Δημήτρης Λάμπρος, εις την αυτήν θέσιν με το νερόν και τον κήπον καθώς εστίν. Και του Μουτζουνάκι το χωράφιον σύδενδρον, συνορευομένου άνωθεν Γιάννης Κοτσάτος, κάτωθεν η οδός, εις την αυτήν θέσιν και τα πλάγια. Και του Ψιμαμπέλου το επάνω αμπέλιον το εμισόν, το βόρειον μέρος, πλησίον Παντελής Σταματινός. Και το χωράφιον τής Μερσινιάς καθώς εστίν, πλησίον ο ποταμός. Και τα πλάγια χωράφια εις τα Μαντράκια τα απάνω, πλησίον κάτωθεν Γεώργιος Μπουρνιάς. Και τού Ερινού το χωράφιον καθώς εστίν, πλησίον κάτωθεν Μιχάλης Τακτικός. Και το χωράφιον εις τού Βαμπακερού με τα πλάγια του καθώς εστίν πλησίον κάτωθεν Νικόλας Κεφάλας. Και των Σπηλιών τής Τρύπας τα πλάγια και τις Τζηκουριάς τού ποταμού το μέρος τα Κεφάλικα, τα νοτινά το κάτω μέρος πλησίον άνωθεν τα Καζάδικα και το νοτινόν λαιμόν όπου έχουν με τούς Τζηρίκουδες και εις τον Αμπελίτην τα δύο σπορίδια πλησιαστής ο Λιάπης. Και τα πλάγια εις τα Μαλάγγεια όπου είναι ο πεύκος πλησίον κάτωθεν παπά Νικόλας Μιχαλάκης. Και τού Καππάσα το μερίδιο των και τής Κουκουδιάς τον κρεμμόν, πλησίον άνωθεν Γεώργις Μπουρνούς. Και εις την Άρικλαν τα πλάγια, πλησίον άνωθεν Χριστοφής Μιχαλάκης και η οδός. Και την σποριάν εις την Μέλισσαν, όπου είναι η βάτος. Και του Αγογλωσσιά ( σ.σ. προφανώς αναφέρεται στην τοποθεσία που σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία «Αγλωσσιά») τα λιόβορα τα επάνω, πλησίον άνωθεν τα Καζάδικα και τού Αγογλωσσιά το χωράφιον το νότιον μέρος κατά τα σταλίκια οπού το έχουν μοιρασμένον, με τον τράφον του, πλησίον βόρεια ο αδελφός της. Και τον κήπον τού Γαλανά όπου είναι η συκαμινιά, πλησίον κάτωθεν Νικόλας Κεφάλας και τού Απαάνου τα πλάγια με το παλαιοχώραφον καθώς εστίν πλησίον Χριστοφής Σιταράς. Και τού Κοντού το Αλώνι τα πλάγια τα κατώστρατα· και τών Σκαλών το χωράφιον το νότιον μέρος, κατά το σταλίκι να έβγη επάνω με τον τράφον καθώς εστίν πλησίον βόρεια ο αδελφός της. Και εις τον Καλαμιώνα το χωράφιον το κάτω μέρος με τον τράφον τού κάτω μέρους, πλησίον άνωθεν Παντελής Σταματινός. Και τού Μονοπευκιού το αμπέλιον, πλησίον νότια Γεώργης Σαραντινός. Και τών παλαιών Κουρουνίων το εμισόν χωράφιον, το νότιον μέρος, πλησίον βόρεια ο αδελφός της και άνωθεν ο Κουμέντης. Και τού Στηρίχο την σποριά, και τής Λίμνος το κάτω σκαλίν με τον τράφον του σύδενδρα και την μισή ξέρην από πάνω και τού Σκλάου (σ.σ. Σκλάβου;) τα πλάγια οπού μοιράζουν με τον παπά Νικόλαον και με τον Πιτζόνην. Και τού Ρουσαμπελίου τα πλάγια, πλησίον βόρεια οι Κουτέπηδες. Και τής Πισπιλιάς τα παλαιοχώραφα με τα πλάγια του. Και εις την Κάτω Παναγιά τα πλάγια το μερίδιόν των πλησίον άνωθεν η Παναγιά. Το δε οσπίτιον το Καζάδικον, το ανώγειον να μένη μερίδιον εις τον αδελφόν της Μιχάλη δια τον πάτον με τον σκαλίν. Και εις τα Νένητα εις του Λιά τον λάκκον τα αρακοχώραφα να πέρνη τα μισά ο αδελφός της ο Μιχάλης και τα μισά η αδελφή του η Μαρία. Και τού Γαλανά ο κήπος όπου έχει ο γαμπρός του Γιάννης Σαραντινός από τού πατρός του, εσιάσθησαν με τον γυναικάδελφόν του Μιχάλην και τού τον άφισεν τού Μιχάλη διά μερίδιον. Τούτα τα άνωθεν παίρνει μερίδιον η αδελφή του η Μαρία από πάσης τής πατρογονικής ουσίας των και από το χαρισοχάρτιν τής θείας τής Άννας όπου έχει εις τον αδελφόν της Μιχάλην. Και υπόσχεται ο αδελφός της να μην έχη τού λοιπού να την πειράξη εις τα άνωθεν γεγραμμένα εις το παραμικρόν ή αυτός ή παιδίν του ή τινάς από τούς συγγενείς του και εξοφλούν. Παίρνει η αδελφή του το χωράφιον τών παλια78
μπέλων, εκτός τού αλωνίου και γίνεται τριμερίδιον κατά το σταλίκιν δύο μερίδια ο αδελφός και ένα η αδελφή. Τα δε άλλα, όσα και αν ευρίσκωνται, οσπίτια και χωράφια, αμπέλια, και γυρίσματα και παλαιοχώραφα και από κλερονομικά δικαιώματα εις τον αδελφόν της Μιχαήλ Κατζαρόν. Και υπόσχεται ομοίως και αυτή, ομού μετά τού ανδρός αυτής Γιάννη Σαραντινού. Αφαιρείται και η κλερονομιά οπού γυρεύουν από τον Μιχάλην Κατζαρόν. Ομολογούσι δε συγχρόνως ότι δεν έχουσι τού λοιπού να κάμωσι τα δύο μέρη ο εις υπέρ τού άλλου μηδεμίαν απαίτησιν κληρονομικών δικαιωμάτων, τόσον αυτοί οι ίδιοι, όσον και οι μετ' αυτούς κλερονόμοι, επί μηδενί καιρώ, επί μηδεμιά αιτία, ή προφάσεις και επί μηδενί τόπω ή κριτηρίω ως εξοφλησμένοι μεταξύ των. Αντί πάντων και επί πάσι συνετάγη το παρόν εξοφλητήριον έγγραφον όπερ αναγνωσθέν εις επήκοον πάντων όλων και ομολογησάντων ότι ούτως έχει ενώπιον τών ευρεθέντων μαρτύρων Γεωργίου Φωτεινού και Δημητρίου Καρούση. Προσκληθείς ο Γιάννης Σαραντινός να υπογράψη, απεκρίθη άγνοιαν γραμμάτων και δια τούτο υπέγραψε ο υιός του Γεώργιος. Ομοίως προσκληθείς και ο Μιχάλης Κεφάλας, απεκρίθη και αυτός τα όμοια, παρόντων και τών γερόντων Γεωργίου Σαραντινού και Νικόλα Μιχαλάκη. Και επισφραγίζουν το παρόν με την σφραγίδαν τού χωρίου, ίνα έχει κύρος και την ισχύν εν παντί κριτηρίω νομιμότητος. Γεώργιος Φωτεινός μαρτυρώ Δημήτριος Καρούσης μαρτυρώ Γεώργιος Σαραντινός μαρτυρώ Διά τον αγράμματον πατέρα μου Μιχάλην Κατσαρόν υπογράφω εγώ ο υιός του Νικόλαος, αυτός δε σταυροσημειώνει. Διά τον αγράμματον πατέρα μου Ιωάννην Σαραντινόν υπογράφω εγώ ο υιός του Γεώργιος, αυτός δε σταυροσημειώνει. Ο Μνήμων Ιωάννης Παπα Νικ. Μιχαλάκης. Εις χειρόγραφον τού Πυργίου 1700 σελ. 29, εις τα Ορφανά. Και Χιακά Ανάλεκτα σελ. 461. Σεπτεμβρίου 26 Δημήτρις Καρούσης αγοράζει από τον άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον το χωράφιον τής Πλακερής την σκάλαν και τής Βίγλας το σκαλίν, δια ασλλ. 400. Ιεροδιάκονος Νικόλαος Μιχαλάκις, αγοράζει τα αμπέλια τα Θολόϊκα τού Πρωτοκαράου με τούς τράφους και τών παλαιών Κουρουνίων το μερίδων του τον Θολόϊκον γην και δενδρή, από τον άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον ασλλ. 400 Μιχάλις τού ποτέ Γεώργι Κεφάλα αγοράζει από τον άγιον Ιωάννην Θεολόγον, το χωράφιον τών παλαιών Κουρουνίων το Καζάϊκον γύρισμα σύνδενδρον και το κάτω τού Καζά, τού Καλαμνιώνα ασλλ. 200. Δημήτρις Μιχαλάκις, αγοράζει το αμπέλι τού Γαλανά τού Γεώργι Θολόγου το μερδικόν δια γρόσια 50 και τον σπιτότοπον όπου είναι εις τον αγοραστήν κοντά ασλλ. 60. Ιω. Κατσαρός, αγοράζει το χωράφιον της Μερσινιάς τού Παπα X” όσον ορίζει γύρισμα σύνδενδρον με τούς τράφους και με το νερόν, ασλλ.680. Κωνσταντής Σαραντινός αγοράζει το χωράφιον τού Ταλικοδρύ το μισόν το Καζάδικον σύνδενδρον ασλλ. 200. Γεώργις Γεντής αγοράζει το χωράφιον τού Ψιμάμπελου τού Καζά σύνδενδρον και τής Βίγλας το σκαλίν τού παπά Σταμάτη Μιχαλάκι δια ασλλ. 120. Κωνσταντής Σιταράς αγοράζει το οσπίτιον τού Θολόγου τού Γεώργι εις το Φτανάδον το ανώγειον όπου είναι τα οσπίτιά του από πάνω ασλλ. 90.
79
Δημήτρις Μιχαλάκις αγοράζει το χωράφιον τής Μεσπιλιάς παλαιογύρισμα οπού αφιέρωσεν ο Γεώργις Γεντής δια τον παπά Ιωάννην Γεντήν να γραπτή ει τον άγιον Ιωάννην να μνημονεύεται ασλλ. 25. Αγοράζω εγώ ο παπά Γεώργιος Κατσαρός την πλατάναν τού αγίου Ιωάννου εις τού Λουμπέρδη και εις τού Κλιάνη το κλαδίν με το κλήμα ασλλ. 10. Αγοράζει ο Γεώργις Κατζαρός την πλατάναν όπου είναι εις το βορεινόν εις την Βάτον μέσα ασλλ. 5. Οκτωβρίου 21 Αγοράζει ο Κωνσταντής Σιταράς το αμπέλι τού Ψιμάμπελου όπου αφιέρωσεν η Ευγενού θυγατέρα τού ποτέ Κωνσταντή Μιχαλάκι και συμβία τού ποτέ Δημήτρι Μακρυσκέλη, ασλλ. 140. 1833 Μαρτίου 26 Αγοράζει ο Γεώργις Κατσαρός το χωράφιον το Τζιάδικον τού Στενάκου, όπου το αφιέρωσεν ο Ιωάννης Τσιαδής και έγραψε δύο ονόματα να μνημονεύεται Μιχαήλ Ιεροδιακόνου και τής πρεσβυτέρας και έδωσε γρ. 16. Αγοράζει ο Διημήτρις Καρούσης το κατώγιον τής Παναγίας δια γρ. 60. Αγοράζει και ο Γεώργις Κατσαρός Νενητούσις την πλατάναν της Παναγίας όπου είναι εις την κάτω μεριάν τού χωραφιού γρ. 5. Αγοράζει και ο Ιω. Κοτσάτος την πλατάναν όπου είναι εις την εκκλησίαν από έξω εις το λαγκάδι και ένα κουτσούρι κοντά εις την άλλην γρ. 5. Αγοράζει και Χριστοφής Μιχαλάκις τον κήπον τού Κουρεμένου και την πλατάναν εις τας Κερασιές γρ. 25. Αγοράζει και ο ιεροδιάκονος Νικόλαος Μιχαλάκης το τράφον τού Εψιμάμπελου γρ. 12. Γιαμάκιν, το· περιοχή, διαμέρισμα μεγαλυτέρου γεωγραφικού χώρου. Με εφώναξεν εις το οσπίτιόν του ο Μιχαήλ Γ. Σπανός κάτοικος εις Γρηγόρον, γιαμάκιν Κουρουνίων, ο Νικόλαος Μαχαλιάς κάτοικος εις το χωρίον άγιον Ιωάννη γιαμάκιν τού αγίου Γάλατος. Παρουσίασθη ενώπιον εμού τού μνήμονος Κουρουνίων ο Σταμάτιος Θεολόγος από το χωρίον Φροδίσια, γιαμάκιν Χαλάνδρων. «Σήμερον τη 26η τού ιανουαρίου 1860, επαρρησιάσθησαν ενώπιον εμού τού μνήμονος Κουρουνίων, οι επίτροποι τής εκκλησίας τού Σωτήρος Χριστού, από χωρίον Γληγόρον, γιαμάκιν Κουρουνίων και ωμολόγησαν ότι τα χωράφια άπερ έχει κτήματα η αυτή εκκλησία, το μεν πρώτον, η τοποθεσία εις την Βίγλαν και η τοποθεσία εις τού Αρακηνού και εις το νότιον μέρος άλλη μια σποριά, και εις τον Κατσαράδον και εις τα Φυλλάδια και εις τού Ρυδιά τον λαιμόν και την σποριάν εις την Πατημένην και η σποριά εις το μέγα Ραχίδι, και η τοποθεσία εις τον Ανάγυρον, και εις τού Ηλιάτη την σποριάν και την σποριά τής Τζικουνιάς και η τοποθεσία εις τού Ζαάρη και η σποριά τού Φρίττη και εις το Βιγλί η σποριά και εις τα Γουρνιά η τοποθεσία και εις το θεμωνόλακκον άλλη τοποθεσία από τον Βάσταα και κάτω και η σποριά εις τας Κουτζουλόπετρες και εις τού Βιγλιού τ’ αλώνι άλλη τοποθεσία και η τοποθεσία εις την Κλούταν εις το παλαιοχώραφον από κάτω εις τούς λάκκους το παλαιοκήπαρον και εις τας Λιβάδες και εις τον Πρόδρομον εν παλαιοχώραφον και εις τού Κουλούρη τον λάκκον η τοποθεσία πλησίον κάτωθεν το λαγγάδι, άνωθεν οι Χαλαδρούσοι και οι πλατάνες, όπου ευρίσκονται, αυτό δη ταύτα πωλούσι δια χρήσιν τής αυτής Εκκλησίας.» Εγγρ. Κουρουνίων. Διαβατίζεται. «Σήμερον τη δεκάτη δευτέρα τού Οκτωβρίου 1866 επαρρησιάσθησαν ενώπιον εμού τού μνήμονος, οι παίδες ποτέ Νικ. Κατζαρού από χωρίον Κουρούνια, ο 80
Ισίδωρος, η Κριτού και η Ευγενού. Μοιράζουν τα παλαιόσπιτα όπου έχουν εις την κάτω γειτονιάν. Πρώτον παίρνει η Ευγενού το κάτω μερίδον τού οσπιτίου ανωγείου και κατωγείου. Χρεωστεί να αφίση εννέα σπιθαμές διέβα τού μισιακού οσπιτίου. Θα αφίση και δυο ποδάρια διέβα τών ξένων δωμάτων από την κάτω άκρια, να κάμη και δικήν της σκάλαν. Παίρνει και ο Ισίδωρος το μεσιακόν οσπίτιον ανωγείου και κατωγείου, από τον κάτω μεσότοιχον έως την πέτραν τής κόρδας, όπου έχουν σημαδεμένην επάνω, να διαβατίζεται από το έξω μέρος τής κάτω μεριάς να κάμη και σκάλαν του. Παίρνει και η Κριτού την απάνω μεριάν, από την πέτραν τής κόρδας την σημαδεμένην κι απάνω. Το διάβα κατωγέου και ανωγέου θα είναι από την απάνω μεριάν. Ζευγαρόβουδον, το «Σήμερον συμφωνούν ο Χριστοφής Κατσαρός με τον Κων/νον Θ. Σκυριώτην και την μητέρα του Ειρήνην από χωρίον Χάλανδρα. Και δίδει ο Χριστοφής εν ζευγαρόβουδον εις τον Κων. και την μητέραν του δια να σπείρουσι εις προθεσμίαν ημερών ενενήκοντα μιάς. Δια το μισθόν τού ζώου εις το διάστημα της προθεσμίας, τού δίδουν ένα παιδίν ονομαζόμενον Ιωάννην. Έως ότου να σπείρη και να θερίση να το έχει εις την εργασίαν του είτε άλλως να δραπετεύσει, να πληρώνη εκατόν γρόσια τον μισθόν τής εργασίας τού ζώου και εις ένδειξιν. Τη 3η Οκτωβρίου 1877» εγγρ. Κουρουνίων. Ζουμνιωτής, ο. «Επί συνάξεως τού χωρίου Κουρούνια, οι ιερείς και γέροντες και οι λοιποί πάροικοι τού χωρίου βάλομεν δραγάτην δια να βλέπει την εύρειαν τού Μέγα κήπου. Βάλομεν τον Γεώργιν Μεσκούρην και να τού δίνη το κάθε βόδι ανάμισυ κάρτο μιγάδι και δύο παράδες το κάθε βόδι και να βλέπη την σποράν μας καλά και να μην γίνωνται ζημιές. Και αν γένη ζημιά και δεν ηξεύρη το ζουμνιωτήν, και την πλερώνη ο ίδιος και να κάμνη και το ζιαφέτιν κατά το παλαιόν. Και αν έβγη κανένας ανθιστάτης και απειθής να τον παιδεύουν οι γέροντες με την άδειαν τού χωρίου». 1832 Νοεμβρίου 20. Σταμάτης Μιχαλάκης, Δημήτριος Μιχαλάκης, Σαραντής, Κωνσταντής, Νικόλας Γεντής, Γεώργις Σπανός και οι γέροντες τού χωρίου. Και να βλέπη εως όπου να αποθεριστή η εύρεια (εγγρ. Κουρουνίων.) ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΤΟ 1938 Το καλοκαίρι του 1938, στο λιμάνι της Χίου κατέπλευσε το ατμόπλοιο «ΚΡΑΛΙΤΣΑ ΜΑΡΙΑ» το οποίο μετέφερε Γάλλους περιηγητές. Ο τότε Δήμαρχος της Χίου, Λεωνής Καλβοκορέσης και ο Γυμνασιάρχης «επιστράτευσαν» τους μαθητές που γνώριζαν γαλλικά να χρησιμεύσουν ως διερμηνείς. Επίσης παραχώρησαν στους περιηγητές αυτοκίνητα τα οποία τους μετέφεραν στα χωριά τους νησιού μας. Στην εκδρομή αυτή συμμετείχε και ο Ουίλι Σπέρκο, ο οποίος δημοσίευσε, αργότερα, στη γαλλόφωνη εφημερίδα «Εφημερίς της Ανατολής» τις εντυπώσεις του. Οι εκδρομείς δεν περιορίστηκαν μόνο στη Νότιο Χίο, όπου επισκέφτηκαν την Καλαμωτή και το Πυργί, αλλά πήγαν και στα Βορειόχωρα. Εκτός από τη Βολισσό, επισκέφτηκαν ακόμη τα χωριά: Ποταμιά, Χάλανδρα, Αφροδίσια, Κουρούνια, Κέραμο, Αγιάσματα, Λεπτόποδα, Σπαρτούντα και Φυτά. Το άρθρο αυτό, μεταφρασμένο στα Ελληνικά δημοσιεύθηκε στα «Τετράδια Μνήμης» των εκδόσεων «Πελινναίον».Τα μέρη του άρθρου που αναφέρονται στο χωριό μας και στ’ Αγιάσματα, είναι τα παρακάτω:
81
ΤΑ ΚΟΥΡΟΥΝΙΑ Τα Κουρούνια κείνται επί μιάς πυκνοφυτεμένης από διάφορα καρποφόρα δένδρα πλαγιάς της Αμανής. Πολύ ωραίαν άποψιν παρέχει το χωρίον εις τον ερχόμενον από τα Νενητούρια και αντικρύζοντα αυτό εκ της απέναντι πλαγιάς. Συγκεντρωμένα τα σπίτια, κεραμιδοσκεπή τα περισσότερα και ασπρισμένα στην πρόσοψη, σου προξενούν την εντύπωση πως βρίσκεσαι στο απάνω χωριό των Καρδαμύλων. Και εδώ υπάρχει απάνω και κάτω χωριό. Το μεγαλύτερο είναι το κάτω, το δε απάνω το αποτελούν περί τα 15 σπίτια, μέσα σε εξαιρετικώς ωραίο περιβάλλον από πλατάνια, πεύκα και ήμερα δένδρα, με άφθονο νερό, από το οποίο υδρεύεται το κάτω χωριό, το οποίον έχει και άλλη μια βρύση πηγαίου ύδατος πολύ χαμηλά, στη ρεματιά. Το χωρίον εκτείνεται αμφιθεατρικώς επί της πλαγιάς, οι δε δρόμοι του είναι σκολιοί και δύσβατοι, μόνο ο κεντρικός τοιούτος είναι λιθόστρωτος και υποφερτός. Εις το μέσον σχεδόν του δρόμου αυτού είναι η δημόσια βρύσις και μια μικρά πλατεία, καλουμένη «Λόντζα», όπου γίνονται διασκεδάσεις και οι χοροί των Απόκρεω. Όλες οι γύρω πλαγιές είναι κατάφυτες από διάφορα δένδρα εληές, αμυγδαλιές, συκιές και αμπέλια, πολύ ολιγώτερα όμως τώρα από άλλοτε. Πού είναι τα άλλοτε πάμπολλα αμπέλια των Κουρουνίων που έκαμναν το άφθονον και περίφημον σε όλη τη Χίον Κουρουνιώτικο κρασί, τον αντάξιον αυτόν απόγονον του ονομαστού Αριούσιου; Καϊκια πίθους, μου λέγουν οι γεροντότεροι πως έφερναν κάθε χρόνο για να αποθηκεύσουν τα άφθονα κρασιά των. Τότε το χωριό ήταν ένα από τα ευπορώτερα χωριά και ίσως το ευπορώτερο και περιέπαιζε τα άλλα επανόχωρα που έστελλαν τα κορίτσια και τις γυναίκες των να δουλεύουν στην ξενητιά. Τότε παρήγαγε το χωριό εκατόν-εκατοπενήντα χιλιάδες οκάδες κρασί. Όλα τα κατέστρεψεν η φυλλοξήρα. Και τώρα φυτεύουν κλήματα Αμερικάνικα που χρειάζονται, όμως, πιο συστηματική καλλιέργεια, περισσότερους κόπους και περιποιήσεις, ενώ τα παλαιά δεν εχρειάζοντο τέτοια. Εκείνα τα κλήματα εμεγάλωναν και καρποφορούσαν με το τίποτε. Διηγούνται ότι ενώ όργωναν τα χωράφια των ετύχαινε να σκεπαστούν αποκόμματα βλαστών με δέκα-δεκαπέντε πόντους χώμα. Ε! το πιστεύετε; Αυτά εγένοντο κλήματα και σε δυο χρόνια έφερναν άφθονα σταφύλια. Αυτά, τα νέα θέλουν τον αμπελουργόν της παροιμίας, δεν αναπτύσσονται ούτε παράγουν με τα ψέμματα. Γι ’ αυτό και οι κάτοικοι τών Κουρουνίων πρέπει να προσαρμοστούν προς τα νέα συστήματα που απαιτούν συστηματικήν και επιμελημένην καλλιέργειαν, να γίνουν αληθινοί αμπελουργοί για να αναστηθή και πάλι το άφθονο Κουρουνιώτικο κρασί. Και το ελπίζομεν γιατί οι κάτοικοι των Κουρουνίων είναι πολύ προοδευτικοί, φιλόμουσοι και διακρίνονται μεταξύ τών κατοίκων των πέριξ χωρίων. Φροντίζουν για την πρόοδον του χωριού των, για την εκκλησία των, για το σχολείο των. Πάνε τέσσερα χρόνια τώρα που ο φίλος μου Παναγιώτης Αντωνόπουλος, νυν διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και διαπρεπής παιδαγωγός, χρηματίσας τότε δημοδιδάσκαλος στα Κουρούνια μου έλεγε γι’ αυτήν την προοδευτικότητα και τη φιλομουσία και την ευφυία των Κουρουνιωτών, που τώρα ευρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να διαπιστώσω και εγώ. Εγνώρισα ένα σεβάσμιο γέροντα, που ασφαλώς θα εχρημάτισε και γέροντας επί τουρκοκρατίας και τώρα είναι Πρόεδρος της Σχολικής Εφορίας και της επιτροπής του ναού, τον κ. Δ. Μιχαλάκην, του οποίου αι εγκυκλοπαιδικαί γνώσεις, η πολυμάθεια, η ευφυία και η ζωτικότης αληθινά με εξέπληξαν. Παρ ’ όλα του τα ογδόντα χρονάκια που φέρνει στη ραχούλα του, ανεβοκατεβαίνει τέσσερις φορές την ημέρα τον ανηφορικό και δύσκολο δρόμου που φέρνει στην εκκλησία και στο σχολείο του χωριού, ίνα επιστατήση στο εσωτερικό βάψιμο της εκκλησίας. 82
Παρόμοιος επίσης στην μόρφωση και στην πολυμάθεια και ενεργητικότητα είναι και ο κ. Γιάννης Κεφάλας, θείος του φίλου δικηγόρου Κ. Κεφάλα, όστις δεν παύει να φροντίζη και να εργάζεται δια την πρόοδον του χωριού του. Δια τών φιλοτίμων ενεργειών του κατορθώθη η εξεύρεσις χρηματικού ποσού προς επισκευήν του σχολείου. Επίσης αξίζει να εξαρθή η προοδευτικότης και ο ζήλος του επί 13 ετίαν χρηματίσαντος δημοδιδασκάλου του χλωρίου κ. Αντ. Λοϊζου, όστις καθόλον αυτό το χρονικόν διάστημα υπήρξεν εισηγητής και πρωτοπόρος εις πάσαν βελτίωσιν και πρόοδον του Σχολείου και εν γένει του χωρίου. Η εκκλησία και τον σχολείον κείνται ολίγον άνωθεν του χωρίου εις θέσιν περίοπτον, απέχουν δε ολίγα λεπτά από το επάνω χωριό. Το σχολείον, το καλύτερον τών επανοχώρων, αν εξαιρέση κανείς αυτά της Βολισσού και τών Καρδαμύλων, ανωκοδομήθη το 1913, δαπάνη της Λονδινείου Επιτροπής, ήτις προσέθεσε κατόπιν και β' παράρτημα. Ωραίος είναι και ο σχολικός κήπος και περιποιημένος διότι η σχολική εφορία πληρώνει κηπουρόν δια να ποτίζη τα άνθη τώρα το καλοκαίρι και να περιποιείται τον κήπον. Η εκκλησία τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με μίαν θαυμασίαν παλαιάν εικόνα του Αποστόλου, διασωθείσαν κατά την Σφαγήν του 1822, με οπήν εις το μέσον, προερχομένην εκ τουρκικής σφαίρας. Η εικών αυτή νομίζομεν ότι έπρεπε να τοποθετηθή εις το εικονοστάσιον αντί της νεωτέρας τοιαύτης και όχι να ευρίσκεται εις το πλάγιον κλίτος του ναού όπου είναι τοποθετημένη. Έξωθεν του ναού είναι ευρεία πλατεία σκιαζομένη υπό αιωνοβίου πλατάνου, του οποίου τον κορμόν μόλις τρεις άνθρωποι δύνανται να τον αγκαλιάσουν. Από την πλατείαν αυτήν αποθαυμάζει κανείς την ωραιότητα και τη μεγαλοπρέπεια της πέριξ φύσεως με την άποψιν του κάτω χωριού, τών καταφύτων πλαγιών, της καταπράσινης ρεματιάς και της θαλάσσης. Οι κάτοικοι του χωρίου, μαζί με το μικρόν χωρίον Εγρηγόρος, που αποτελεί μία κοινότητα με τα Κουρούνια, ανέρχονται σε 700 περίπου, είναι όλοι γεωργοί και κτηνοτρόφοι, εργατικοί, προοδευτικοί και φιλόξενοι. Προϊόντα, εκτός του περίφημου Κουρουνιώτικου κρασιού, τα Κουρούνια παράγουν και λάδι (30-40 χιλιάδες οκάδες επί ευφορίας), αμύγδαλα (20-25 χιλιάδες οκάδες), σύκα (20-25 χιλιάδες οκάδες), αχλάδια, μήλα και άλλα οπωρικά καθώς και λίγα δημητριακά. Και εδώ το ζωτικότατο ζήτημα είναι η συγκοινωνία γι ’αυτό και η χαρά των είναι μεγάλη καθώς και η εκ των προτέρων ευγνωμοσύνη προς την πατρικήν Κυβέρνησιν, όταν τελευταίως είδαν τον Νομάρχην να υπόσχεται ότι σύντομα θα πραγματοποιηθή ο θερμός αυτός πόθος των. Το όνομα του χωριού είναι αρχαίον, από τα Κορώνια, που υπάρχει και στη Βοιωτία. Μισή έως τρία τέταρτα της ώρας μακριά από το χωριό, προς βορράν, υπάρχει η τοποθεσία «Παλιά Κουρούνια» με ερείπια παλαιότερου συνοικισμού πριν κατοικηθούν τα νέα Κουρούνια. Εκεί, κοντά εις την θέσιν Ερινός, υπάρχουν ερείπια αρχαίου κτιρίου κυκλοτερούς, πολυγωνικού ρυθμού, με μεγάλους πελεκημένους λίθους 1,5 μ. μήκος. Παρόμοια δε αρχαία ερείπια ευρίσκονται εις την θέσιν Λειβάδια εκεί πλησίον. Επομένως, κάπου σε αυτά τα μέρη θα έγκειτο η αρχαία Κορώνεια. Ποίος όμως Χίος αρχαιολόγος θα ευρεθή άραγε να εξετάση αυτά τα μέρη και άλλα τέτοια πολλά της Χίου και να προλάβη την δόξαν τών ξένων; Ευτυχώς πλην του διαπρεπούς μας αρχαιολόγου Κ. Κουρουνιώτη, έχομε και δύο ετέρους νέους αρχαιολόγους εκ βορειοχώρων καταγομένους τον κ. Μαρκέλλον Μητσόν και τον κ. Ν. Κοντολέοντα. Από αυτούς αλλά και με την συνδρομήν του Κράτους πολλά περιμένει η Χίος.
83
Αγιάσματα Εις απόστασιν τριών τετάρτων της ώρας από τον Κέραμον είναι τα Αγιάσματα. Ωραία είναι η διαδρομή κατά μήκος της μεγάλης ρεματιάς του Κεράμου. Σύσκια τα πλατάνια, ολόανθες οι ροδοδάφνες και οι λυγαριές. Σε απόσταση όμως από την παραλία των Αγιασμάτων όλος ο παράδεισος αυτός χάνεται. Κατάξηρα όλα τριγύρω σε μεγάλιν ακτίνα. Καμία βλάστησις. Δεν αφήνει η άλμη της θάλασσας και ο σφοδρότατος, χειμώνας και καλοκαίρι, ο βορριάς που κατέρχεται από την ανοικτή προς τον βορρά θάλασσα και είναι ο μόνος κυρίαρχος του ορμίσκου. Τα μακρά υψηλά και μεγαλόπρεπα αφρισμένα κύματα που σπάζουν μ ' ένα βρόντο υπόκωφο στην αμμουδιά που ασπρίζει ολόκληρη σε μεγάλη έκταση, μου θυμίζουν εικόνας του Ομήρου και του Βιργιλίου. Τρομακτικά το χειμώνα κτυπούν επάνω στις προσόψεις των σπιτιών και προσπαθούν να τα ξεθεμελιώσουν. Πολύ ωραία η αμμώδης παραλία με τα σπιτάκια της, εξήντα-εξηνταπέντε δωμάτια ανήκοντα εις Κεραμούσους και Λεπτοποδούσους. Τα Αγιάσματα είναι σιδηρούχα, υπάρχει και μικρά πηγή θειούχος. Αποδεδειγμένη η ωφέλειά των εις τα αρθριτικά και τα δερματικά νοσήματα. Θερμοκρασία 58-60 β. απόδοσις περί τους δώδεκα τόνους κάθε ώραν. Ευρίσκονται εις την δυτικήν πλευράν του ορμίσκου. Πλαγίως υπάρχει και φρέαρ με ύδωρ καθαρτικόν. Νερό πόσιμον λείαν εύπεπτον. Υπάρχει κοινοτικός Έφορος Λεπτοπόδων - Κεράμου, όστις εισέπραξεν επί τετραετίαν 29.000 δρχ. κατατεθείσας εις την Εθνικής Τράπεζαν με αποκλειστικόν σκοπόν την κατασκευήν αποβάθρας, διότι είναι αδύνατος η αποβίβασις, όταν υπάρχει και η παραμικρή θαλασσοταραχή. Εις απόστασιν 1.400 μ., ανατολικώς, υπάρχει ορμίσκος εις την τοποθεσίαν Αυλάκι, μη προσβαλλόμενος υπό του βορρά, ένθα δύναται να γίνη αποβίβασις. Αλλά είναι ταλαιπωρία για τους επισκέπτας η διαδρομή και η μεταφορά των πραγμάτων των. Μόνο η κατασκευή οδού από Βολισσού θα καταστήση τα λουτρά Κεράμου ονομαστά εις την Ελλάδα και τότε μόνον δύναται να γίνη λόγος περί συγχρονισμένων ξενοδοχείων κ.τ.λ. Καφενείον και σπίτια με δωμάτια προς ενοικίασιν έχει ο προοδευτικότατος κ. Τρύφων Μοσχούρης εκ Λεπτοπόδων. Υπάρχουν ακόμη δύο καφενεία του Γ. Τσαμουτάλου και του Μ. Κουτέπα. Σπίτια έχουν ο Μ. Κάκαβρος (το μεγάλο σπίτι του Γ. Καλουτά), ο Γ. Τσιαδής, ο παπά Θ. Μητσός, και οι Ι. Κουτσοδόντης, Κ. Σπανός και Πόποβιτς. Παρ ’ όλας τας δυσκολίας της μεταβάσεως όλα τα δωμάτια καθ’ όλην την περίοδον είναι ενοικιασμένα. Τρία εκκλησίδια έχουν τα Αγιάσματα, εξ ων η Παναγία η Ζώνη και ο Άγιος Νικόλαος επί της παραλίας και ο Άγιος Ισίδωρος υψηλότερα. Εις τον ναόν της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου είναι εντοιχισμένοι αρχαίοι λίθοι, επί πλακός δε του φρέατος του ευρισκομένου εις το πραύλιον του ναού της Παναγίας υπάρχει επιγραφή αστρονομική. Επίσης επί τινός πλαγιάς ευρέθησαν πρότινων αρχαίοι τάφοι. Όλα αυτά είναι ενδείξεις ότι εδώ πιθανώς υπήρχεν ο αρχαίος συνοικισμός του Κεράμου. Άρθοο του Χιακού τύπου για τ' Αγιάσματα. Από τα «Τετράδια μνήμη Χίος 1938» των εκδόσεων «Πελινναίο» αναδημοσιεύω επίσης το παρακάτω άρθρο στο οποίο, δημοσιογράφος της εποχής που υπογράφει με το αρχικό «Χ» και αποσιωπητικά, καταγράφει τις παραθεριστικές εντυπώσεις του από τ’ Αγιάσματα. «Ένα ρομαντικό χωριουδάκι, μπορεί να πει ο διερχόμενος από την παραλία των Αγιασμάτων, δείχνοντας τα Λουτρά. Και πράγματι έτσι φαίνονται. Χωρισμένα εις δύο 84
συνοικισμούς από τον πλατύ χείμαρρο Αρβανό, βρίσκεται ο καθένας στις ρίζες ρομαντικών λόφων καταπράσινων από συκιές και αμπέλια. Κανένας από τους συνοικισμούς δεν έχει βαπτισθή επισήμως. Ο προς Νότον λέγεται «του παπά τα σπίτια», γιατί προ ετών ο ιερεύς Θ. Μητσός είχε σπίτια εκεί, και ο προς βορρά «του Τρύφου τα σπίτια», επειδή εκεί είναι τα σπίτια του Τρύφου Μοσχούρη. Στον πρώτο και προς το νότιον άκρον του, παρά την ακρογυαλιάν, ευρίσκεται η ιαματική πηγή πάνω από την οποία κτίστηκε το γραφικό μοναστηράκι της Ευαγγελίστριας. Η θέα απ ’ εδώ είναι θαυμασία, η δύσις δε του ηλίου είναι φαντασμαγορική. Γι ’ αυτό και μερικές ευαίσθητες ψυχές κάθε βραδάκι το επισκέπτονται ακόμη και στον εσπερινό! Τα σπίτια των δύο συνοικισμών είναι γεμάτα. Αι παρευρισκόμεναι οικογένειαι υπερβαίνουν τας ογδοήκοντα. Κόσμος πάσης τάξεως έχει συρρεύση. Άλλοι προσήλθον προς θεραπείαν και άλλοι προς παραθερισμόν. Εάν υπήρχε συγκοινωνία, σύντομα θα εξελίσσετο εις Λουτρόπολιν πρώτης τάξεως. Δυστυχώς, όμως, το εκπολιτιστικόν τούτο μέσον δεν υπάρχει. Έχομεν πολλάς, όμως, ελπίδας εις την σημερινήν Εθνικήν Κυβέρνησιν της προόδου και του πολιτισμού και είμεθα βέβαιοι ότι το ζήτημα της συγκοινωνίας θα λυθή πολύ γρήγορα εφ ’ όσον, μάλιστα, το ενδιαφέρον του κυρίου Νομάρχου μας για την επέκτασιν της συγκοινωνίας εις τον Νομόν μας και την εξυπηρέτησιν του Τουρισμού είναι ανώτερον ημών των ιδίων. Από τα κέντρα των δύο συνοικισμών διακρίνονται «Η Απόλαυσις» του Μ. Κουτέπα στον νότιον συνοικισμόν και «Το κύμα», στον άλλον, του Τρ. Μοσχούρη. Κατά την γνώμιν όμως, παραθεριστών τινών το μεν πρώτον έπρεπε να ονομάζεται «Η υπομονή», το δεύτερον «Η νευρικότης». Για το δεύτερον δεν έχουν δίκηο γιατί το άριστο γκαρσόνι του, η κυρία Μαρίκα Μοσχούρη, στερείται... νεύρων. Και εις τα δύο κέντρα όμως, και εις τα λοιπά η κίνησις αρχίζει από πολύ νωρίς. Επί εγκαταλείψει θέσεως ουδείς των πρεφαδόρων ή των με την ελαφράν φυσιολογίαν ασχολουμένων κατεδικάσθη, ούτε επίσης και οι σχολαστικοί διδάσκαλοι και αι επιμελείς κυρίες με τα εργόχειρά των που σκυμμένες μοιάζουν σαν πρακτικογράφοι των αστείων και των καλαμπουριών της παρέας. Από την ολοκάθαρη πλαζ ακούονται από τις δέκα οι χαρούμενες παιδικές φωνές και γέλοια σμικτές με τα ξεφωνητά των νεαρών κολυμβητριών κυριών και δεσποινίδων. Το μεσημέρι η κίνησις σταματά και μόνον ο φλοίσβος των κυμάτων ακούεται σαν ένα ονειρώδες νανούρισμα κατά τη γνώμη κάποιου νεαρού ζεύγους. Και όταν ο ήλιος, γέρνοντας προς τη δύση του κρύβει πίσω από τους γραφικούς λόφους τις ακτίνες του, όλοι ξυπνούμε και καθένας παίρνει την ανάλογη προς την φωνή της καρδιάς του κατεύθυνσιν. Αυτό μας το είπε και ο Πρόεδρος των Λεπτοπόδων με ένα πρόχειρο δίστιχο: «Άλλοι πηγαίνουν στις συκιές κι άλλοι στις μαγευτικές κορφές. Άλλοι πηγαίνουν στις ακρογιαλιές κι άλλοι μες τις λυγαριές να ’χουν ανάμνησες πολλές». Τας κινήσεις όμως όλων μας δεν παύει να παρακολουθή ο γλωσσομαθής αγροφύλαξ Μ. Ρυμικής και γι ’ αυτό όλοι μας είμαστε εφοδιασμένοι με ειδικάς αδείας «επισκέψεως αγροκτημάτων και περιβολίων», εκδιδομένας παρά του εκ Λεπτοπόδων κουρέως μας Β. Μητσού και λοιπών αγροτών φίλων μας. Έξω από τα σπίτια μας, κάθε βράδυ, μετά το δείπνο, γίνεται τρικούβερτο γλέντι. Όλοι, τέλος πάντων, με ακατανίκητο φαγοπότι περνούμε τις μέρες μας χωρίς να παραπονεθή κανένας 85
για στομαχική ενόχληση. Σε αυτό συντελεί, κατά τον κ. Κ. Τσελεπιδάκη, η αμέριμνη ζωή των Αγιασμάτων και η ευχάριστος διαμονή, κατά δε τον κ. Τσιμένην, ιατρόν, το άφθονον οξυγόνον και το ιώδιον, επίσης η επίδρασις της σωματικής ευεξίας των λουτρών, θερμών ή ψυχρών. Ακόμη περισσότερον συντελούν, κατά τον κ. Δ. Χαλκιάν, τα άφθονα πρωινά και κρύα σύκα, τα υπέροχα βορειοχωρούσικα σταφύλια, πεπόνια και κυρίως τα αμύγδαλα. Τελειώνω με μια συνταγή για τους πάσχοντας εκ μελαγχολίας, ανορεξίας και καχεξίας συμπολίτας: «Προσπαθήστε να 'ρθήτε στα Αγιάσματα με μια καλή παρέα και θα θεραπευθήτε ριζικώς». Σας το εγγυάται η μαγεία της φύσεως. Χ... ΣΤΙΣ ΣΤΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ Ένας τόπος φτωχός μικρός κι’απρόσφορος για καλλιέργεια της γης, όπως είναι τα χωριά μας, επόμενο ήταν ν’αποτελέσει τον τροφοδότη εργατικών χεριών της βιομηχανίας όταν αυτή άρχισε ν’αναπτύσσεται. Μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τ όνειρο των πιο πολλών νέων των χωριών μας ήταν να πάνε στη ξενιτειά, να δουλέψουν, να ξεπληρώσουν τα οικογενειακά χρέη, να παντρέψουν τις αδερφές τους και μετά, αφού μαζέψουν ένα μικρό κομπόδεμα να επιστρέψουν στο χωριό. Με την δούλεψή τους αυτή, φιλοδοξούσαν να χτίσουν το δικό τους σπίτι ή να “γκουφίσουν” μερικά πλάγια μετατρέποντας τα σε χωράφια αυξάνοντας τον μικρό γεωργικό κλήρο τους. Μετά τον πόλεμο η νοοτροπία αυτή διαφοροποιήθηκε. Οι δεσμοί με το χωριό χαλάρωσαν και πολλοί από όσους έφυγαν, δεν ξαναγύρισαν, αφού οι νέες πατρίδες εξασφάλισαν στους ίδιους και στα παιδιά τους καλύτερους όρους διαβίωσης. Η πρώτη μεταναστευτική διέξοδος για τους Χιώτες και μαζί μ’αυτούς και για τους χωριανούς μας, υπήρξε η Σμύρνη. Πλούσια πόλη με καρπερή ενδοχώρα, με τους Έλληνες να κρατούν στα χέρια τους το εμπόριο της πάλαι ποτέ Ιωνίας. Αρκετοί χωριανοί πήγαν στη Σμύρνη και λιγότεροι στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, δε μπορούν να θεωρηθούν μετανάστες. Η παρουσία τους εκεί ήταν περιστασιακή και λιγόχρονη. Συνήθως κρατούσε ορισμένους μήνες το χρόνο. Η Χίος είναι κοντά, είχαν τη δυνατότητα να πηγαινοέρχονται ανάλογα με τις δουλειές και τις απαιτήσεις των χωραφιών τους. Τραγική εξαίρεση αποτέλεσε ο Στέλιος Ν. Μιχαλάκης ο οποίος έκανε δική του επιχείρηση καφενείου στη Σμύρνη. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τους καρπούς των κόπων του. Όταν εκείνος άνοιγε το καφενείο του, οι στρατιώτες του Κεμάλ Ατατούρκ κυνηγούσαν τα διαλυμένα υπολείμματα του ελληνικού στρατού και έσφαζαν τους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Ανάμεσα στους νεκρούς και ο Στέλιος. Στη Σμύρνη εργάστηκε ακόμη ο Νικολής Λιάπης ο οποίος φυγαδεύτηκε πριν τη σφαγή, επειδή είχε χτυπήσει Τούρκο και τον έψαχναν για να υποστεί τις συνέπειες. Στη καταστροφή της Σμύρνης ήταν και ο Χαράλαμπος Τακτικός 11 χρονών τότε. Κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο το οποίο τον έσωσε από το τουρκικό μαχαίρι και φρόντισε για την επιστροφή του στο νησί. Τέλος, ανάμεσα στους πολλούς συγχωριανούς μας που υπηρέτησαν στρατιώτες στο Μικρασιατικό μέτωπο ήταν και ο Σιδερής Βορριάς, ο οποίος έζησε τη σκληρή εμπειρία της αιχμαλωσίας. Ο Σιδερής κατάφερε να ζήσει και να επιστρέφει στο χωριό. Οι αφηγήσεις της
86
αιχμαλωσίας του θύμιζαν πάρα πολύ εκείνες που έχει καταγράψει ο Ηλίας Βενέζης στο συνταρακτικό βιβλίο του “Το Νούμερο 31328”. Ένα άλλο μεταναστευτικό κέντρο της εποχής εκείνης ήταν η Βόρεια Αφρική. Το Κάιρο και η Αλεξάνδρεια όπου ο ελληνισμός είχε ριζώσει για καλά. Αρκετοί χωριανοί μας αναζήτησαν καλλίτερη τύχη εκεί, πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Όλοι όμως εργάστηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες και επέστρεψαν στο χωριό. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Σαράντος Σαραντινός, γνωστός, από τις ιστορίες που κυκλοφορούν ακόμη στο χωριό μας. Ο πατέρας του ήταν από την Παρπαριά, το επίθετο του Ζήτης και η μητέρα του Κουρουνιωτίνα, Σαραντινούδενα. Γεννήθηκε στα Κουρούνια, γρήγορα όμως η μητέρα του τον πήρε και πήγαν στη Χώρα, όπου ο Σαράντος έμαθε γαλλικά και αγγλικά. Στη συνέχεια με τη μητέρα του πάντα, πήγαν στην Αίγυπτο όπου ακολούθησε την εκστρατεία των “Μπόερς” στη Νότιο Αφρική σαν έμπορος, στήνοντας κινητές καντίνες στα διάφορα στρατόπεδα. Επέστρεψε στο Κάϊρο με αρκετά χρήματα, έγινε μέλος της εκεί ελληνικής κοινότητας, είχε μάλιστα στασίδι στον ελληνορθόδοξο ναό, δίπλα στου Σαλβάγου που ήταν ένα από τα πρώτα ονόματα της παροικίας. Έχοντας κακή γνώμη για τον πατέρα του, άλλαξε το επίθετό του. Το Σαράντος το έκανε Σαράντιος και το επίθετο Σαραντινίδης. Δηλαδή πήρε εκείνο της μητέρας του αλλά στην καθαρεύουσα. Όταν ανοιγόταν το κανάλι του Σουέζ, ο Σαράντιος συνέχισε το εμπόριο του ανοίγοντας πάλι κινητές καντίνες. Ένας κακός εμπορικός υπολογισμός όμως τον έριξε έξω κι’επέστρεψε στη Χίο. Για ένα διάστημα είχε σαράφικο στη Χώρα. Λέγεται μάλιστα ότι κάποτε πήγε ο γέρος και φτωχός πατέρας του να του ζητήσει οικονομική βοήθεια. Εκείνος όμως τον έδιωξε και μάλιστα με τρόπο σκαιό λέγοντάς του ότι δεν τον γνωρίζει. Κατέληξε στο χωριό μας πάμφτωχος. Ωστόσο, κάπνιζε τσιγάρα βιομηχανοποιημένα, πράγμα που έδειχνε τον πρότερο πλούσιο βίο του. Το ότι τον ενοχλούσε η πατρική καταγωγή του φαίνεται και από το ότι μερικές φορές, όταν θύμωνε μαζί του ο γέρο-Ζαννής, τον αποκαλούσε “γέρο-Ζήτη”. Εκείνος νευριασμένος του ανταπέδιδε την ύβρη λέγοντας τον “γέρο- μπινέ”. Και ο γέροΖαννής μέσα στα νεύρα και στην ταραχή του ρωτούσε: “Βρε τι θα πει μπινές;” Τέλος, το γεγονός ότι ο Σαράντιος έκανε σημαντική περιουσία στην Αίγυπτο επιβεβαίωσε ο Βασίλης I. Κεφάλας. Όταν βρέθηκε εκεί τα χρόνια του πολέμου, συνάντησε ένα γέροντα ο οποίος είχε δουλέψει ως μηχανικός στη διάνοιξη του καναλιού και γνώριζε προσωπικά το συγχωριανό μας που πέθανε πάμφτωχος στο χωριό μας το 1937 σε ηλικία 90 χρόνων περίπου. Ένας δεύτερος χωριανός μας που έζησε στην Αλεξάνδρεια ήταν ο Γιάννης Βουρνούς. Ήταν γιος του χωριανού μας Γιώργη Βουρνού (αδελφός του Φίλιππα και της Μαρίας I. Κεφάλα), ο οποίος παντρεύτηκε και έζησε στην Πιραμά. Ο γιος του Γιάννης πήγε από μικρό παιδί στην Αλεξάνδρεια και έζησε εκεί πολλά χρόνια. Επέστρεψε στη Χίο όπου και πέθανε. Στην Αίγυπτο έζησε επίσης ο Γιάννης Σαραντινός. Αρκετά χρόνια έζησαν τέλος στην Αίγυπτο ο Γιάννης Μίχαλος, ο Γιώργης Δ. Μιχαλάκης (Νοτάρος) και ο Γιώργης Πουλής, οι οποίοι όμως επέστρεψαν στο χωριό. Στην Αμερική Ανιχνεύοντας τα μονοπάτια της μεταναστευτικής μας ιστορίας, σταματούμε στον Ανδρέα Κεφαλά, ο οποίος συvτpόφευε τον Χριστόφορο Κολόμβο στο μοιραίο εκείνο ταξίδι του στο 87
Νέο Κόσμο. Θα ήταν εξαιρετικά τολμηρό να συνδέσουμε το όνομα του θαλασσοπόρου εκείνου με το χωριό μας. Πολύ περισσότερο αφού οι χωριανοί μας ήταν αγρότες, αιώνες μετά εστράφησαν προς τη θάλασσα, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία μάλιστα. Αντιθέτως υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο σύντροφος εκείνος του Χριστόφορον Κολόμβου ήταν Βρονταδούσης. Ας αφήσουμε λοιπόν τα χρόνια εκείνα και ας έλθουμε στα πρόσφατα. Στις αρχές του 20ου αιώνα. Τόπος παρηγοριάς, ναός θεραπείας της νοσταλγίας και πυρήνας συσπείρωσης υπήρξε το ελληνικό καφενείο για τους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Εκεί έπαιρναν οι περισσότεροι τα γράμματά τους καθώς δεν είχαν μόνιμη διεύθυνση, εκεί συναντούσαν τους χωριανούς και κοντοχωριανούς για ν’ανταλλάσσουν πληροφορίες, εκεί μάθαιναν τα νέα από την πατρίδα, εκεί έψαχναν για δουλειά, εκεί, τέλος “σκότωναν” τις ελεύθερες ώρες τους, παίζοντας τριανταμία ή πρέφα. Ούτε από την άκρη του μυαλού τους περνούσε ότι θα ζήσουν όλη τη ζωή τους στην Αμερική. Στόχο είχαν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό και να γυρίσουν στο χωριό τους. Πολλές οι συνέπειες της νοοτροπίας εκείνης. Έκαναν τρομερές οικονομίες, ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, οι ντόπιοι τους περιφρονούσαν εξ αιτίας της μίζερης ζωής που έκαναν αλλά και του ότι έβλεπαν την Αμερική σαν ευκαιρία να κάνουν “αρπαχτή” και όχι να επενδύσουν εκεί τα χρήματά τους και να κάνουν τη χώρα πατρίδα τους. Με τις γυναίκες τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Ελληνίδες για να παντρευτούν δεν υπήρχαν και τις ντόπιες τις αντιμετώπιζαν με φόβο. Ήξεραν ότι θα τους αφομοιώσουν. Γάμος σήμαινε εγκατάλειψη του ονείρου της επιστροφής. Και τις πόρνες τις απέφευγαν. Τα χρόνια εκείνα η σύφιλη θέριζε. Κι ένα “παράσημο” αυτού του είδους, είχε συνέπειες παρόμοιες με του σημερινού Έϊτζ. Ανάπηρα παιδιά, κοινωνική περιφρόνηση και θάνατο. Οι χωριανοί και κοντοχωριανοί μετανάστες στη Νέα Υόρκη εύρισκαν καταφύγιο στο καφενείο “Συγγρός”. Βρισκόταν στη διεύθυνση 149 Amsterdam ave. και ένας από τους ιδιοκτήτες του, ο Δημήτρης Ζαννής ήταν χωριανός μας. Ο Δημήτρης Ζαννής ο Γιάννης Μιχαλάκης (Τσαμπούνας) και ο Μιχάλης Ν. Μιχαλάκης (Μιχαήλος), ήταν οι πρώτοι χωριανοί μας που πήγαν στην Αμερική, το 1907. Οι πρώτοι Κουρουνιώτες εγκαταστάθηκαν στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης. Το “ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΑΦΕΣΤΙΑΤΌΡΙΟΝ Ο ΣΥΓΓΡΟΣ" έγινε το κέντρο συνάντησης των Χιωτών που ζούσαν στη Νέα Υόρκη και ξεχωριστά των Βορειοχωριτών. Ο Δημήτρης Ν. Ζαννής (1885) είχε μια περιπετειώδη ζωή. Πριν πάει στην Αμερική, είχε καφεκοπτείο στην Αθήνα, στην αρχή της οδού Σταδίου. Επειδή οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά, του έβαλε φωτιά για να εισπράξει τα ασφάλιστρα. Πάνω από το μαγαζί όμως έμενε μια οικογένεια η οποία αντελήφθη την πυρκαγιά έγκαιρα, ειδοποίησε την πυροσβεστική και κατάγγειλε τον δράστη. Εκείνος υποχρεώθηκε να φύγει για την Χίο που τότε ήταν υπό Τουρκική κατοχή και απ’εκεί για την Αμερική. Έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του 1909. Παντρεύτηκε τη Μαρίκα Πεντάκη που καταγόταν από το Λιθί και έκαμαν επτά παιδιά. Όταν το 1929 ξέσπασε η οικονομική κρίση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχασε την επιχείρισή του. Σκοτώθηκε από αυτοκίνητο το Πάσχα του 1947. Ο πατέρας μου, Γιώργης Δ. Μιχαλάκης (Νοτάρος), πήγε στην Αμερική τον Αύγουστο του 1912. Όταν έφτασε στο “φοβερό Καστιγκάρι” όπως έλεγαν το νησάκι Καστλ ιν Γκάρντεν ήταν σε άθλια κατάσταση. Είχε προηγηθεί ένα πολυήμερο ταξίδι σε φουρτουνιασμένες 88
θάλασσες με ελάχιστη τροφή. Η φυσική του κατάσταση λοιπόν, κάθε άλλο παρά ικανοποιητική ήταν. Για να πάρει την πολυπόθητη άδεια εξόδου στον “αμερικάνικο παράδεισο” εγγυήθηκε ο Δημήτρης Ζαννής ότι ανελάμβανε να τον θρέψει μέχρι να δυναμώσει και να μπορέσει να ανταποκριθεί στις δύσκολες συνθήκες της ζωής και τις μεγάλες απαιτήσεις παραγωγής. Τραγικές ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν τότε οι Έλληνες μετανάστες. Δέκα, δώδεκα ή και είκοσι άτομα σε ένα χώρο. Δεν ήταν δωμάτια αλλά τα υπόγεια πολυκατοικιών. Στη μία μεριά βρίσκονταν τα μηχανήματα θέρμανσης και τα σκουπίδια. Την άλλη την καθάριζαν πρόχειρα και την νοίκιαζαν στους απελπισμένους μετανάστες. Σε κάθε κρεβάτι κοιμόταν μέχρι και τέσσερα (!!!) άτομα. Δύο την ημέρα που είχαν βραδινή βάρδια και δύο το βράδυ που είχαν πρωινή βάρδια. Το μέγα πρόβλημα ήταν οι ... σομιέδες, των οποίων είχαν χαλαρώσει οι σούστες. Ο πρώτος που ξάπλωνε πήγαινε στο βαθούλωμα που είχε δημιουργηθεί ενώ ο δεύτερος έπεφτε από πάνω του ... Αν κάποιος ήταν ελαφρά άρρωστος ή είχε “ντέι οφ” ανελάμβανε χρέη νοικοκυράς. Έπρεπε να φροκαλίσει το πάτωμα, να πλύνει τα πιάτα, να μαγειρέψει. Για όλους όσους έμεναν στην ίδια κάμαρη. Ωστόσο, ζούσαν αγαπημένοι και το κέφι δεν τους έλειπε. Ατέλειωτες οι ιστορίες που μου είχε αφηγηθεί ο πατέρας μου για τα χρόνια εκείνα. Η άγνοια της γλώσσας ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι πρώτοι μετανάστες. Όποιος μάθαινε λίγες λέξεις γινόταν <δραγουμάνος> των νεοφερμένων. Μερικοί απ΄αυτούς μάλιστα ήταν στυγνοί εκμεταλλευτές τους, καθώς ανελάμβαναν να τους βρούν δουλειά, να κάνουν τις συμφωνίες με τ’αφεντικά, να τους μεταφέρουν από πόλη σε πόλη. Με το αζημίωτο πάντα βέβαια ή και εκβιαστικά. Είναι μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της μεταναστευτικής μας ιστορίας. Ανάμεσά τους και ένας χωριανός μας που δεν χρειάζεται να απαθανατίσω το όνομά του. Έκαναν όμως και συλλόγους οι Κουρουνιώτες και Εγρηγοριανοί της Αμερικής. Ο Δημήτρης Γ. Σπανός στο βιβλίο του “Ο Εγρηγόρος της Χίου” (σελ.221) αναφέρει ότι ο Σύλλογος έγινε το 1910 και έδρασε μέχρι το 1922. Ως Εγρηγοριανούς μέλη του συλλόγου αναφέρει τους: Χαράλαμπο Γεντίδη, Αντώνη Βασιλάκη (Κοτσάτο), Μόδεστο Βασιλάκη (Κοτσάτο), Νικόλαο Βουρνού, Ιωάννη Μ. Λιάπη, Πέτρο Λιάπη, Μιχάλη Ν. Μιχαλάκη(Μιχαήλο), Ιωάννη Δ. Μιχαλάκη(Παπαγιάννη), Κοσμά I. Μιχαλάκη, Βασίλη Η. Μίχαλο, Γεώργιο I. Σιταρά, Κωνσταντίνο I. Σιταρά, Ισίδωρο I. Σπανό, Ιωάννη Σιταρά, Παντελή Σταματινό και Λεύτερη Σταματινό. Ανάλογο σύλλογο με τα ίδια σχεδόν μέλη, έκαναν και οι Κουρουνιώτες. Θα ήταν ωστόσο δύσκολο να αναφέρω χωρίς παραλείψεις τους χωριανούς μας που έγιναν μέλη του συλλόγου αυτού και έζησαν για λίγα ή πολλά χρόνια την αμερικάνικη περιπέτεια. Η Άννα Μ. Λιάπη, κόρη του πρωτοπόρου χωριανού μας μετανάστη στην Αμερική Μιχάλη Ν. Μιχαλάκη ( Μιχαήλο) είχε την καλοσύνη να μου δώσει φωτοτυπίες ενός μικρού αρχείου επιστολών του πατέρα της. Σε γράμμα του Γιάννη Γ. Γεντίδη από την Νέα Υόρκη προς τον Μιχάλη Μιχαλάκη στο Bethlehem Πενσιλβάνιας, με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1916 κάνει λόγο για το σύλλογο, τις δυσκολίες και την αδιαφορία που συναντά. Στην επιστολή αναφέρονται τα ονόματα των: Ιωάννη Μιχαλάκη, Χαράλαμπου και Γιάννη Γεντίδη, Γιώργη Σιταρά, Ιωάννη Μ. Γεντίδη, Γιώργη Μιχαλάκη, Κοσμά Μιχαλάκη και Στέλιου Κεφαλονίκα
89
από τα Νενητούρια. Τέλος αναγγέλλει την άφιξη στην Αμερική του Ιωάννη Κατσαρού, πριν τρεις μέρες. Σε μεταγενέστερο γράμμα (3 Μαρτίου 1917) του ίδιου προς τον ίδιο αποδέκτη, αναφέρεται ότι τα μέλη του συλλόγου (πιθανόν στη Νέα Υόρκη) είναι 13 και ότι γίνεται έρανος με στόχο τη συγκέντρωση εκατό εικοσόφραγκων για την μεταφορά του νερού. Ακόμη κάνει λόγο για αδιαφορία των μελών. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους Κουρουνιώτες μετανάστες στην Αμερική εκτός απ’όσους παραπάνω ανέφερα, θα πρέπει ακόμη να σημειώσω τους παρακάτω: Σιδερής Αυγερινός Γιάννης Γ. Μιχαλάκης (ο επιλεγόμενος Τσαμπούνας), Κ. Κουτέπας, Πέτρος Μοσχούρης, Νικολής Λιάπης, Μιχάλης Ζαννής, Ιωάννης Βορριάς, Διαμάντω Μιχαλάκη (σύζυγος Δημήτρη Μαλλά), Κώστας Γ. Κατσαρός, Νικόλας Κατσαρός, Γ. Μίχαλος, Μιχάλης Δ. Μιχαλάκης, Χριστόφορος Σιταράς, Γιώργης Πουλής, Στέλιος Κατσαρός, Νικόλας Βουρνούς, Νικόλας Γεντής, Περικλής Γεντίδης, Νικόλας Κατσαρός, Γιώργης Κοτσάτος, ολόκληρη η οικογένεια Μαχατούρων (Κατσαροί), Ηλίας και Σιδερής Σιταράς, Κώστας Σιταράς (Κολόμπος) και άλλοι που ενδεχομένως αγνοώ. Αυτοί βέβαια, πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, πολλοί χωριανοί μας αναζήτησαν καλύτερη ζωή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Κυριότεροι τόποι υποδοχής τους η Αμερική, ο Καναδάς, η Αυτραλία και η Γερμανία. Ανήσυχοι χωριανοί μας μετανάστες έφτασαν στην πλειoψηφία τους ως “πηδηχτοί”, λαθρομετανάστες δηλαδή που το “έσκαγαν” από ποντοπόρα εμπορικά πλοία. Στην Αμερική οι πρωτοπόροι αυτοί, αλλά και οι επόμενοι που έφυγαν βάσει ευεργετικών μεταναστευτικών νόμων, πήγαν κοντά σε παλαιότερους μετανάστες οι οποίοι τους βοήθησαν στα πρώτα τους βήματα και μαζί δημιούργησαν σημαντικές κοινότητες. Σήμερα πολλοί συγχωριανοί μας μένουν στην πόλη της Νέας Υόρκης, στα χωριά Χίξβιλ, στο Bethlehem της Πενσυλβάνιας, στο Γουώρεν Οχάϊο, στο Φοίνιξ Αριζόνα, στη Πασαντίνα Καλιφόρνια και αλλού. Τα ονόματα που μπόρεσα να συγκεντρώσω είναι τα παρακάτω: Γιώργης Αυγερινός, Κώστας Π. Βορριάς, Γιάννης Χ. Βορριάς, Στέλιος Ν. Βορριάς, Σωτήρης Α. Βουρνούς, Δημήτρης, Γιώργης και Σωτήρης Ι. Βουρνούς, Δέσποινα και Ελένη Κ. Βουρνού, Γιώργος Π. Γεντίδης, Παναγιώτης Γεντής, Γεντή-Ζούμα Ευγενία, Γεντή-Παϊδα Μαρία, Γεντή Βουρδαμή Ειρήνη, Γεντής Γιάννης, Γεντής Μιχάλης, Γεντής Περικλής, Γεντής Νίκος, Γιώργος Χ. Γεντίδης, Περικλής Ν. Γεντίδης, Βασιλεία Γεντή, Βασίλης Ι. Ζαννής, Γιώργης και Δημήτρης Α. Ζαννή, Γιώργος Ι. Κατσαρός οικογενειακά, Νίκος Ι. Κατσαρός, Γιώργης Π. Κατσαρός, Κωστής Σ. Κατσαρός, Βασίλης Σ. Κατσαρός, Δημήτρης Π. Κατσαρός, Παντελής Κ. Κατσαρός, Στέλιος Κ. Κατσαρός, Στέλιος Γ. Κατσαρός, Μαρία Κατσαρού συζυγος Δημήτρη Μιχαλάκη, Γιάννης, Γιώργος και Μόδεστος Μ. Κεφάλα, Γιάννης Π. Κεφάλας, Γιάννης Ν. Κεφάλας οικογενειακά, Γιάννης και Γιώργος Αθ. Κεφάλας, Ιωάννα Κατσαρού σύζυγος Γιάννη Κεφάλα, Σιδερούλα Β. Κατσαρού, Καλλιόπη Κουμέντη, Κώστας Κουτέπας, Κυριακή (Κίτσα) Κουτέπα σύζυγος Παναγιώτη Καρούση, Βασίλης και Κηρυκός Μ. Κοτσάτου οικογενειακά, Γιώργης και Γιάννης Β. Κοτσάτου, Κώστας Κοτσάτος, Νίκος Ι. Κοτσάτος, Λευτέρης Ι. Κοτσάτος, Κώστας, Δημήτρης, Γιώργος και Θεοδώρα Ν. Κυριακάκη Γιάννης Π. Λιάπης, Ευγενία Λιάπη σύζυγος Γιάννη Κοτσάτου, Μιχάλης Γ. Μίχαλος οικογενειακά, Μιχάλης Ι. Μίχαλος, Μιχάλης Ν. Μίχαλος οικογενειακά, Θανάσης, Διαμαντής και Νίκη Ι. Μίχαλου, Γιάννης, Δημήτρης και Αργυρώ Γ. Μιχαλάκη, Γιώργης Ν. Μιχαλάκης, Κώστας Δ. Μιχαλάκης, Ηλίας Ι. Μιχαλάκης, Ισίδωρος Β. Μιχαλάκης, Στέλιος Δ. Νιαμονίτης, οικογενειακά, Ξανθάκος Δημήτρης, Ξανθάκος Βασίλης, Γιώργης Σταματινός οικογενειακά, ιερέας Παναγιώτης Σπανός 90
οικογενειακά, Κατερίνα Σπανού, Δημήτρης Ν. Σπανός, Σταμάτης Ν. Σπανός, Βαγγέλης Σπανός, Νίκος Σπανός, Σπανός Λευτέρης, Σπανός Μόδεστος, Γιώργος Σιταράς, Γιάννης Ν. Σιταράς, Πόπη Σιταρά-Σταυρινούδη, Γιάννης Κ. Τακτικός, και Παναγιώτης Χιονάς. Στον Καναδά Ο πρώτος χωριανός μας που πήγε στον Καναδά ήταν ο Δρ Κώστας Δ. Μιχαλάκης το 1958. Κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν.Υόρκης, προσλήφθηκε ως διευθυντής του σχολείου “Σωκράτης”. Ακολούθησαν οι Γιώργης Σιταράς (1960), Νίκος Λιάπης (1960) και Λαμπρινός Σταματινός. Ο Λαμπρινός προοριζόταν για το Χάμιλτον του Οντάριο, κατά λάθος όμως κατέβηκε στο Μπράντον της Μανιτόμπα όπου εργάστηκε ως μπογιατζής. Δύο μήνες μετά, με 300 δολλάρια συρμαγιά άνοιξε δικό του εστιατόριο. Στους πρωτοπόρους του Καναδά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε επίσης τους Κώστα Σταματινό (1962), Δημήτρη Γ. Σπανό (1960), Νίκο Κ. Σπανό (1964), Λευτέρη Γ. Σπανό, Σωτήρη Δ. Κοτσάτο, Δημήτρη I. Βουρνού, Γιάννη Β. Κεφάλα, Στελλα Κοτσάτου – Σταματινού, Ηλία Σ. Μίχαλο, Γρηγόρη Σ. Μίχαλο, Μαρία Σ. Μίχαλου, σύζυγο Κώστα Σταματινού, Αργυρώ Σ. Μίχαλου, σύζυγο Χρ. Στούμπη και Μαρία Κ. Σπανού, σύζυγο Δημήτρη Σπανού η οποία παλιννόστησε. Στην Αφρική Όταν ο φασισμός και ο ναζισμός σκέπασαν με τα μαύρα πέπλα τους την πατρίδα Ελλάδα, κατά χιλιάδες άρχισε η έξοδος των Ελλήνων προς τα τουρκικά παράλια και απ’εκεί προς τη Μέση Ανατολή. Το δρόμο αυτό της ελευθερίας, αλλά και επιβίωσης ακολούθησαν πολλοί συγχωριανοί μας. Δύο απ’αυτούς όμως δεν σταμάτησαν στην Βόρειο Αφρική, προχώρησαν ακόμη νοτιώτερα. Ο Δημήτρης I. Μιχαλάκης έφτασε μέχρι την Κένυα, ενώ ο Βαγγέλης Μ. Μιχαλάκης σταμάτησε στη Νότιο Αφρική. Γύρω τους δημιούργησαν μικρές μεταναστευτικές παροικίες από συγγενείς τους κυρίως. Ο Δημήτρης Μιχαλάκης κάλεσε κοντά του τον αδελφό του Παναγιώτη, την αδελφή του Μαρία σύζυγο Ανδρέα Λουκαϊδη και τον ξάδελφό του Δημήτρη ο οποίος με την σειρά του κάλεσε κοντά του την αδελφή του Βαρβάρα σύζυγο Μ. Μιχαλάκη και τη σύζυγό του Μαρία Ι. Ζαννή. Σήμερα, μόνο η Βαρβάρα Μιχαλάκη και τα τρία αγόρια της μένουν στη Αφρική. Οι υπόλοιποι και οι απόγονοί τους έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Βαγγέλης Μ. Μιχαλάκης κάλεσε κοντά του τον αδελφό του Στέλιο, τον ανηψιό του Μάκη (Μιχάλη) και τον γαμπρό του Μαρκέλο Λιάπη. Από άλλους δρόμους και αρκετά χρόνια αργότερα μετανάστευσαν στη Νότια Αφρική η Αννα Κ. Λιάπη σύζυγος Μ. Βουρνού και η Ελένη Κ. Κεφάλα σύζυγος Κώστα Μανιουδάκη. Για ένα μικρό διάστημα έμειναν εκεί ο Ανδρέας X. Χριστοφάκης, η Πόπη I. Μιχαλάκη, ενώ από τη Ζάμπια έχει μεταναστεύσει εκεί ο Παναγιώτης (Τάκης) Μ. Μιχαλάκης. Στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας έζησε πολλά χρόνια η Δέσποινα- Μαίρη Πουλή (σύζυγος Αθανασοπούλου). Η Δέσποινα έκανε ένα αγόρι το Δημήτρη ο οποίος νεαρός έφηβος ήρθε στο χωριό μας. Σπούδαζε ιατρική, αλλά σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια κυνηγιού στην Αφρική.
91
Στην Αυστραλία Πρωτοπόρος της μετανάστευσης των χωριανών μας στην Αυστραλία πριν ακόμη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Παντελής Σαραντινός. Μετά τον πόλεμο, ο Γιώργης I. Σπανός. Ο Γιώργης τον Γιαννακιού όπως τον λέγαμε. Το 1959 φτάνει λαθραίος μετανάστης στην Αυστραλία. Μόνος, χωρίς ένα γνωστό, χωρίς χρήματα και “χαρτιά”. Περνά πολλές κακουχίες. Φτάνει στο σημείο να κοιμάται σε βαγόνια τρένων. Δεν λυγίζει όμως. Δεν παραστρατεί. Σιγά- σιγά αρχίζει να τακτοποιείται και τέσσερα χρόνια αργότερα καλεί κοντά του τη 19χρονη τότε Βασιλικώ Στ. Τακτικού σαν σύντροφο της ζωής του. Ο πατέρας της Στέλιος, έδωσε τη συγκατάθεση του να πάει η κόρη του στην Αυστραλία επειδή γνώριζε το Γιώργη του οποίου το πατρικό σπίτι ήταν αντικριστό στο δικό του. Όταν όμως το παιδί του έφυγε, άρχισαν να τον βασανίζουν τύψεις και φόβοι. Έτσι το 1965 αποφασίζει να μεταναστεύσει και ο ίδιος, μαζί με τη σύζυγότου και τα παιδιά τους Σωτήρη, Ειρήνη και Ευγενία. Μερικά χρόνια αργότερα επιστρέφουν στον Εγρηγόρο με εξαίρεση την Βασιλικώ και την Ειρήνη. Το 1965 φτάνουν ως λαθρομετανάστες επίσης ο Νίκος Χατζημανώλης και ο Χρήστος Σταματινός. Τον Χρήστο τον έπιασε το ιμιγκρέσιον και τον έστειλε πίσω στην Ελλάδα. Ο Νίκος Χατζημανώλης (Ζέκας) για να μην έχει την ίδια τύχη έφυγε έξω από την Μελβούρνη στα χωριά. Όταν αργότερα, το 1968 κατάφερε και νομιμοποιήθηκε, έκανε πρόσκληση και πήρε κοντά του τους γονείς και τ’αδέρφια του πέντε συνολικά άτομα. Λαθραίος επίσης πήγε στην Αυστραλία ο Γιώργης Γεντίδης (Μπουσές). Αργότερα βοήθησε στην μετανάστευσή τους τον Δημήτρη Λιάπη {Καραβέλα) και τον Παναγιώτη Ν. Βορριά. Η παροικία των χωριανών μας συμπληρώνεται από την Πόπη Σιταρά- Αναγνώστου την Ειρήνη Κοτσάτου σύζυγο Σπύρου Κουτσοδόντη, την Ειρήνη Τακτικού σύζυγο Μιχάλη Κουτσοδόντη, την Βούλα Κοτσάτου σύζυγο Σταύρου Λαμπρόπουλου την Ειρήνη Σπανού, τον Δημήτρη Λιάπη, τον Γιάννη Σιταρά, την Ειρήνη Γ. Κουτσοδόντη, την Παρασκευή Λαμπροπούλου, τον Σταμάτη Λιάπη την Όλγα Λιάπη την Παναγιώτα Κ. Κεφάλα, την Βαρβάρα Χ. Χριστοφάκη την Σοφία Μ. Χριστοφάκη και τους Βαγγέλη και Δημήτρη Καρούση. Στην Ευρώπη Κατά τη δεκαετία του ’60 η Ελλάδα γνώρισε τη μεγαλύτερη μεταναστευτική αφαίμαξη. Εσωτερική κι εξωτερική. Κατά χιλιάδες έφευγαν οι άνθρωποι για τα βιομηχανικά κέντρα της Γερμανίας και τα ορυχεία του Βελγίου. Ανάμεσά τους και πολλοί χωριανοί μας Στη Γερμανία. Από τους πρώτους χωριανούς μας ήταν ο Σπύρος Π. Κατσαρός. Ακολούθησε ο Στέλιος Δ. Μιχαλάκης με την οικογένειά του, ο Γιώργης Κοτσάτος, ο Γιάννης Γεντίδης, ο Γιάννης Βουρνούς και ο Γιάννης Κοτσάτος (Φλάμης). Απ’αυτούς μόνο ο Γιάννης Γεντίδης, η οικογένεια του Στέλιου Μιχαλάκη και ο Δημήτρης Ισ. Μιχαλάκης έμειναν στη Γερμανία. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα με εξαίρεση το Γιάννη Βουρνού ο οποίος πήγε στις ΗΠΑ κοντά στα παιδιά του. Στο Βέλγιο. Στην πόλη Σαρλερουά εγκαταστάθηκε το 1955 ο Γιώργης Χριστοφάκης. Ένα χρόνο μετά πήρε κοντά του τη γυναίκα του Ειρήνη και τα παιδιά τους. Το 1957 πήγε στο Βέλγιο ο αδελφός της Ειρήνης, Γιώργης Π. Μιχαλάκης ο οποίος όμως παλινόστησε. Στην Αγγλία μετανάστευσε πριν από τον πόλεμο, ο Σιδερής Κοτσάτος.(1890). Στην Ελβετία. Ο Δημήτρης Γεντής ξεκίνησε ως ναυτικός, κατέληξε όμως στην Ελβετία όπου έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του. 92
ΜΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ «ΕΚ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΩΝ» Τα Βορειόχωρα, πάντα άποτελούσαν το «παραπαίδι» της Χίου και πάντα οι πολιτικοί περορίζονταν σε υποσχέσεις που έμεναν χωρίς αντίκρυσμα. Μια τέτοια στιγμή αγανάκτησης ένας χωριανός μας, ο Δημήτρης Μιχαλάκης, ο επώνομαζόμενος «Νοτάρος» έκατσε και έγραψε μιάν διαμαρτυρία για την κατάσταση που έπικρατούσε, την εγκατάλειψη των Βορειοχώρων και τις ψεύτικες προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών της εποχής. Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν έβαλε ημερομηνία ούτε ξέρομε αν στάλθηκε κάπου και πού. Το μόνο που γνωρίζομε είναι ότι γράφτηκε πριν το 1912, τα χρόνια της τουρκοκρατίας δηλαδή. Ιδού το κείμενο, του οποίου διατηρώ την ορθογραφία και το συντακτικό και το οποίο προέρχεται από το αρχείο του Γιάννη Ν. Βορριά. Εκ των βορείων. Ο υποφαινόμενος κάτοικος Χίου, εκ των χωρίων της βορείου περιφερείας αυτής, υπήκοος Οθωμανός και το επάγγελμα γεωργός, χάριν περιεργείας ενίοτε ήρχησα ν΄αναγιγνώσκω εφημερίδας, προ τινων ετών, το είδος τούτων ήσαν τινές Σμυρναϊκαί λ.χ. Αμάλθεια, Αρμονία, Νέα Σμύρνη κ.λ.π. ας μοι απέστειλον εκ Χώρας τινές φίλοι και της Νομαρχίας μας «Αιγαίου», συνώνυμος, συν αυταίς δε και αι της Πατρίδος Νέα Ζωή, Ανατολή, Παγχιακή και τελευταίως η Φωνή του Λαού και Νέα Χίος όπου αυτάς ήτοι τας της πατρίδος άρχισα πλέον επιμελώς και μετ ενδιαφέροντος να παρακολουθώ. Και τούτο όχι μόνον εγώ, αλλά και άλλοι συγχωριανοί μου. Το κυρίως ενδιαφέρον μας ήτο η περί Πατρίδος πολιτική, ήτοι η εξέλιξις των εν τοις πράγμασι, το Μητροπολιτικόν ζήτημα δηλαδή απόρροια του οποίου εθεορούντο πάντα τα κακώς κείμενα, ήτοι τα του Μικτού Σ. Συμβ. τα της εφορείας των δημοσίων σχολείων, Δημογεροντίας, Κοινοτικής Επιτροπής, Εφορείας Νοσοκομείων κλπ κοινοτικών αρχών. Τόσον δε εξετραχύνθησαν τα πράγματα, όπου διηρέθη όλη σχεδόν η Πατρίς εις δύο αντιπάλους μερίδας, μάλιστα κατά την εκλογήν του Βουλευτού, όπου παρ΄ολίγον να αιματοκυλισθεί η νήσος μας. Επι τέλους υπερίσχυσεν διά πλειονοψηφίας η αντιπολιτευομένη μερίς, καταρρίψασα τους εν ταις Αρχαίς και έχουσα πρόγραμμα αυτής την εξ ίσου απονομήν δικαιοσύνης εις όλους τους κατοίκους της νήσου μας. Ομιλούντες ενταύθα περί δικαιοσύνης, ίνα μη παρεξηγηθώμεν θέλω εκθέσει εν λεπτομερεία, τας ιδέας μου. Γνωστό τοις πάσι ότι οι εν τη ξένη συμπολίται μας διά δωρεών αδρών, έχουν ιδρύσει εν τη πρωτευούση σχολεία, Γυμνάσιον, Νοσοκομείον Λωβοκομείον, και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, έχουν προικίσει συνάμα ταύτα διά γενναίων χρηματικών κεφαλαίων προς συντήρησιν. Και όχι μόνο οι ιδρυταί τούτων αλλά και πολλοί, πολλάκις και κατά διαφόρους εποχάς και μέχρι σήμερον, κληροδοτούν εις αυτά σημαντικά ποσά, διά να συντηρώνται ως ανήκει. Πρόγραμμα των ιδρυτών είναι η εισχώρησις εις ότι έκαστον εκ τούτων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Αι εν τη πόλει της Νήσου μας όμως αρχαί, ανέκαθεν βεβαίως, εθεώρουν ταύτα ως ιδρύματα αποκλειστικώς ανήκοντα εις τους εν αυτή κατοίκους και τινας των πλησιοχώρων, ήτοι του Βροντάδου, Κάμπου, Λειβαδίων και άλλων πλησιοχώρων. Τελευταίως δε χάριν του κομματισμού και τινα άλλα εκ των κωμοπόλεων και Μαστιχοχώρων. Τα δε ιδικά μας ήτοι τα βόρεια χωρία, εθεόρουν ως απόκληρα, δήθεν και 93
εάν ασθενής τις εκ των χωρικών μας εζήτει να εισαχθή και νοσηλευθή εν τω Νοσοκομείω απητούντο όχι μόνον τόσαι διατυπώσεις, ας μέχρι να εφαρμόσει ο ασθενής ή ο συγγενής του, πολλάκις ούτος εταξίδευε διά τας νήσους των Μακάρων ή και αν κατόπιν των διατυπώσεων ή άλλου μέσου εισήγετο τις, εζήτουν αυτώ πληρομάς όσας δεν ηδύνατο κλπ. Αυτά περί Νοσοκομείου. Των δε σχολείων έτι χείριστα, διότι ως είπωμεν, ότι όχι εθεόρουν ημάς ως απόκλειρους των ευγενών της πατρίδος ευεργετών άλλά και ως ανδράποδα, επειδη αν και εγνώριζον ότι τα περισσότερα των χωρίων μας εστερούντο όχι μόνον σχολείων αλλά και διδασκάλων ή και εάν εις τινα υπήρχε διδάσκαλος, όχι μόνο ότι οι πλείστοι αυτών ήσαν ακατάλληλοι, αλλά και με τι θυσίας των πτωχών χωρικών συνετηρούντο ούτοι, μόνον ημείς το γνωρίζομεν, πολλοί όμως και πολλάκις και του επιουσίου στερούμενοι άρτου, επροτίμον το παν να υποστώσι και να φωταγωγήσωσιν αμυδρώς πως τα τέκνα των, εάν τις ήθελε να υπάγει το παιδί του χάριν ευρυτέρων γραμματικών αρχών. Και με τι αγώνα και ιδρώτα σκεπτόμενοι πώς να υποστή τα έξοδα συντηρήσεως, ήτοι δωματίου, τροφής, ενδυμάτων κλπ, εζήτε δε ίνα δωρεάν τω δοθεί εισιτήριον και βιβλία ήτο αδύνατον να τον ακούσουν, οι περισσότεροι όθεν μη δυνάμενοι να υποστώσι τα έξοδα, εματαίωνον τους σκοπούς των. Πόσα δε τέκνα χωρικών μένουν απαίδευτα ένεκεν τούτου! Ως ην επόμενον μετά το πέρας της βουλευτικής εκλογής και της αλλαγής των νέων κοινοτικών αρχόντων, πολλά τα καλά ηλπίζαμεν και επροσδοκόμεν, ουχ ήττον δε και ουκ ολίγας υποσχέσεις υπέσχοντο οι πρόδρομοι των νέων πολιτικών αρχόντων, ότι βεβαίως αι δωρεαί αυταί είναι κοιναί της πατρίδος και ότι είμεθα τέκνα μιάς και της αυτής πατρίδος, και ότι διά των χρηματικών κεφαλαίων των φιλανθρωπικών ιδρύμάτων δύνανται να διατηρήσωσι όχι μόνον δημοτικά σχολεία εις όλα τα πτωχά χωρία αλλά και να ιδρύσωσι Παρθεναγωγεία εις τα κεντρικώτερα χωρία. Και εν εν περιπτώσει ως έλεγον οι ίδιοι και δεν επαρκούν οι τόκοι των προμνηστευθέντων δωρεών, ότι προτιμώτερον θα ήτο να εστερείτο η πόλις Γυμνασίου και η όλη Νήσος σχολείων. Διότι των μεν σχολείων εάν στερείται πάσχει όλη η Νήσος των δε γυμνασίων μέρος ταύτης και μάλιστα τα γυμνασιακά μαθήματα ως χρήζοντα εις τους έχωντας σκοπούς ευπατρίδας διά να ευρήνουν τας σπουδάς των εις Ανωτέρας σχολάς και επιστήμας, οι τοιούτοι όθεν δύνανται και να θυσιάσωσι χρήματα προς συντήρησιν και των Γυμνασίων. Και ότι να ιδρύσωσι εις τα κεντρικώτερα χωρία ιδιαιτέρας όλως και πρακτικάς σχολάς εν αις να διδάσκονται και ξέναι γλώσσαι, ήτοι η Οθωμανική ως αναγκαιοτάτη εις το κράτος μας οπουδήποτε ευρίσκεται τις, η Γαλλική ήτις όπου εν Ευρώπη ή ξένη χώρα εδώ του Ατλαντικού μετέλθη τις δύναται να συνενοηθή ή ζητήσει εργασίαν, και η Αγγλική ήτις όπου πέραν του Ατλαντικού διέλθει ο μετανάστης, ευκολώτερον και ανετώτερον εύρη εργασίαν και μη γίνεται έρμαιον της τύχης. Αυτάς και άλλας υποσχέσεις υπέσχοντο περί παιδείας και σχολείων τα όργανα των αρχόντων συνάμα δε περί του Νοσοκομείου ότι άνευ της ελαχίστης παρατηρήσεως ή διατυπώσεως θα εισήγοντο οι χωρικοί ασθενείς εν αυτώ, αρκεί να έφερεν, έγγραφον απόδειξιν των γερόντων του χωρίου του και του εφημερίου. Εκτός δε τούτου, ότι και ιατρός του νοσοκομείου να περιέρχεται δωρεάν άπαξ του μηνός τα χωρία, ίνα μη πολλάκις πολλοί μη δυνάμενοι να πληρόσωσι τα 3 ή 4 20/φραγκα και φέρωσι ιατρό πηγαίνουν προώρως εις τον Άδην. Αυτά και τα τοιαύτα εξηκολούθουν οι κ.κ. αρμόδιοι δημοσιεύοντες διά των εφημερίδων, διά παραρτημάτων, διά βιβλιαρίων κλπ. υποσχόμενοι κατά την λαϊκήν φράσην «λαγούς με πετραχήλια» και διά να επηρεάσουν έτι πλέον τους απλούς χωρικούς, έβλεπέ τις εις τας 94
δημοσιεύσεις αυτάς Λαέ Λαέ και Λαέ ιδού τα δίκαιά σου κλπ, κλπ. Έχουν όμως παρέλθει περί τα δύο περίπου έτη και των νέων αρχών και δυστυχώς η τοιαύτη και τοσαύτη αβελτηρία όχι μόνον παρατηρείται, αλλ ως να μη ήρκει και τούτο, παρατηρεί τις και μετά μεγίστης λύπης αντιλαμβάνεται ότι δεν ήσαν αι υποσχέσεις τίποτε άλλο πάρεξ απλή δημοκοπία. Απόδειξις η παρατηρουμένη και επαναρχίσασα πάλιν το έργο της δημοσιογραφίας ή μάλλον δημοκοπία διά των εφημερίδων της νήσου μας. Και διά να αποδείξουν ότι η μία μερίς ή η άλλη, έχει το ανορθωτικόν πρόγραμμα κηρύττουν και πάλιν ότι θα κάνουν τα καλά εις τον Λαόν. Ας πληροφορηθώσιν όμως ότι και ο Λαός και οι χωρικοί έχουν πλέον αισθανθεί τον βρόχον ον τους ρίπτωσι διά να τελώσι ούτοι τους σκοπούς των. Και ας μη μας νομίζωσι ή μας θεορώσι Ανδράποδα. Ημείς δεν έχωμε άλλο ή μη μόνον να λυπηθώμεν διά το πάθημα αυτό της δυστυχούς πατρίδος. Άμα δε εκ του ετέρου να ευχαριστήσωμεν τας εν Αιγύπτω Χιακάς Παροικίας και παρακαλέσωμεν τον Θεόν υπέρ υγείας και ευοδόσεως τούτων σκέπει και διαφυλάττει τα ευγενή ταύτα τέκνα της πατρίδος, άτιν είχον την ψυχικήν (μια δυσανάγνωστη λέξη) να σκεφθώσι και διά τα νομιζόμενα απόκληρα τέκνα της πατρίδος. Και εις εύνοιαν και αρρογήν των οποίων έχουν στηρίξει τας ελπίδας των τα πτωχά ημών τέκνα…. Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Οι χωριανοί μας, δεν περιορίστηκαν στις διαμαρτυρίες. Στις προσπάθειές τους να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους και να στηρίξουν το σχολείο, θα πρέπει να εντάξουμε και την ίδρυση του «Αναμορφωτικού Συλλόγου Κουρουνίων της Χίου» που έγινε το 1929. Στον πρόλογο του Καταστατικού διαβάζομε: «Είναι γνωστόν και παγκοίνως παραδεδεγμένον ότι εις πάσαν κοινωνίαν ανθρώπων οσονδήποτε μικρά ή μεγάλη, η εκκλησία και το σχολείον είναι εκείνα ένθα τίθενται αι πρώται βάσεις και χαλκεύονται τα ηθικά θεμέλια διά την πρόοδον της κοινωνίας αυτής. Και είναι μεν αληθές ότι η ημετέρα κοινότης παλαιόθεν από της συστάσεώς της περί αμφοτέρων τούτων εμερίμνησεν, υπέρ τας δυνάμεις της μάλιστα, ως τούτο γνωστόν τυγχάνει και εις ευρύν εκτός της κοινότητός μας κύκλον. Υπάρχουσιν όμως ανάγκαι και ελλείψεις εν τη κοινότητι ημών, των οποίων η επούλωσις κατέστι τους τελευταίους χρόνους λίαν επιτακτική και επιβεβλημένη και ήτις διαφεύγει του κύκλου εν τω οποίω δρώσι τα ανωτέρω κέντρα ων τα πενιχρά Ταμεία ουδέ εις τας στοιχειοδεστέρας ανάγκας της συντηρήσεως αυτών τούτων των κέντρων επαρκούσιν. Η ημετέρα Κοινότης εν τούτοις έχει ανάγκην επιτακτικήν ιδία των εξής έργων: 1) Της κατασκευής και επισκευής πολλών οδών εντός της περιφερείας αυτής, συγχρόνως δε και μιάς οδού εις αρκετήν από του χωρίου μας απόστασιν, ήτις μέλλει να εξυπηρετήσει την μετά της Βολισσού συγκοινωνίαν, συναντώσα την Εθνικήν ή επαρχιακήν οδόν, η οποία πρόκειται υπο του κράτους να γίνει και η οποία θα απέχει υπέρ την ώραν εκ του χωρίου μας, εξυπηρετουμένων ούτω καλλίτερον των πολλών αναγκών των κατοίκων. 2) Της εγκαταστάσεως τηλεφωνικής συγκοινωνίας μετά του Κέντρου της Βολισσού και των Καρδαμύλων, εις την έλλειψιν της οποίας οφείλονται τόσοι, ιδία δε κατά τους τελευταίους χρόνους θάνατοι και άλλα δυστυχήματα δυνάμενα να προληφθώσιν άλλως. 3) Της εξοικονομήσεως χρημάτων διά την πληρωμήν διδασκαλίσσης την οποίαν μετά δυσκολίας συντηροί εξ ιδίων η Κοινότης, δεδομένου ότι ο αριθμός των μαθητών του
95
Σχολείου μας δεν είναι ο υπο του Νόμου απαιτούμενος διά την ύπαρξην δύο διδασκάλων εξ ων εν τούτοις αν λείψη ο είς, παύει η αρτία και προς όφελος των μαθητών της κοινότητος λειτουργία του Σχολείου μας. 4) Της απαραιτήτου διαρρυθμήσεως και επισκευής του Σχολείου και των δωματίων εν οίς διαμένουσιν οι διδάσκαλοι. 5) Της παροχής βοηθημάτων εις ομολογουμένως απόρους και καλούς μαθητάς του Σχολείου προς ανακούφησιν αλλά και υποδαυλισμόν της μεταξύ των μαθητών αμίλλης. 6) Της ιδρύσεως μιάς βιβλιοθήκης επεχούσης θέσιν λαικού αναγνωστηρίου, εν τη οποία οι επιθυμούντες θα δύνανται να μελετώσι μεταξύ άλλων, ιδία παν ότι στοιχειωδώς τουλάχιστον απαιτείται να γνωρίζωσιν οι εργάται της γης της πραγματικής μητρός παντός πλούτου, οι δε γεωργοί εν άλλαις λέξεσι, της βιβλιοθήκης ταύτης συν τω χρόνω πλουτιζομένης διά γεωργικής φύσεως και παντός είδους ωφελίμων, αλλά και καταληπτών εις το περιβάλλον τούτο βιβλίων. Απόρροια της επιτακτικώς επιβαλλομένης θεραπείας των ανωτέρω αναγκών τας οποίας οι κάτοικοι ησθάνθησαν και καθημερινώς δοκιμάζουσιν, υπήρξεν η ομόθυμος απόφασις ολων των κατοίκων της Κοινότητος αρκούντως και εν απολύτω συμφωνία εκπροσωπηθέντων εν τη ιδρυτική επιτροπή και τω Διοικητικώ Συμβουλίω του Αναμορφωτικού, η ίδρυσις του υπο τον τίτλον τούτον συλλόγου, ο οποίος σκοπόν αυτού έθετο την συν τω χρόνω πραγμάτωσιν των προαναφερθέντων έργων, ως το άρθρον 2 του οικείου καταστατικού λίαν περιληπτικώς προέβλεψε. Διά την διατήρησιν όμως του Συλλόγου τούτου και την ευόδωσιν του ωραίου και ωφελιμωτάτου δι όλους σκοπού τον οποίον επιδιώκει, είναι ανάγκη συν τη ηθική υποστηρίξει του Κράτους διά της εγκρίσεως του καταστατικού υπο του Πρωτοδικείου, να τον συντρέξωμεν όλοι και να προσφέρωμεν έκαστος εκτός του δικαιώματος της εγγραφής και των μηνιαίων συνδρομών, παν ότι αι οικονομικαί των δυνάμεις έπιτρέπουσι. Προς τούτο και εν τη πεποιθήσει ότι θέλει αρκούντων εκτιμηθή το διά του Συλλόγου προσπαθούμενον, απευθυνόμεθα και ζητούμεν την προς τούτο ηθικήν και υλικήν συνδρομήν ου μόνον των ενταύθα, εν τη λοιπή Ελλάδι και τω Εξωτερικώ εγκατεστημένων ομοχωρίων μας, ων η Κοινότης επανειλημμένως εγνώρισε την βοήθειαν, αλλά και παντός φιλοπροόδου όστις ήθελεν ευαρεστηθή να συντελέσει προς το σκοπούμενον εξ ενδιαφέροντος προς την Κοινότητά μας. Ο Αντιπρόεδρος του Διοικ. Συμβουλίου ΚΩΝ)ΝΟΣ Π΄. Ι. ΚΕΦΑΛΑΣ Το παρόν Καταστατικόν ψηφισθέν υπό της Γενικής συνελεύσεως των μελών του Συλλόγου της 6 Ιανουαρίου 1929 ενεκρίθη υπό του Πρωτοδικείου Χίου διά της υπ αριθ. 19 της 31 Ιανουαρίου 1929 αποφάσεως του και κατεχωρήθη τη 11 Φεβρουαρίου 1929 εν τω οικείω βιβλιω των ανεγνωρισμένων σωματείων υπ αυξοντα αριθμόν και σελίδα 125. Το Καταστατικό αποτελείται από 30 άρθρα και ως ιδρυτές υπογράφουν οι παρακάτω: Δημ. Π΄. Ι.Μιχαλάκης γεωργοκτηματίας Πρόεδρος Κωνστ. Π΄. Ι. Κεφάλας (δικηγόρος) ΄Αντιπρόεδρος Ιωάν. Μ. Κεφάλας (γεωργοκτηματίας Ταμίας Φίλιππος Ι. Βουρνούς » Γραμματέυς Ιωάν. Μ. Ζαννής » Μέλος 96
Νικόλ. Π΄. Ι. Κεφάλας » » Ισίδωρος Βορριάς » » Ιωάνης Ν. Ζαννής » » Ιωάννης Μ. Μίχαλος » » Γεώργ. Π΄. Ν. Μιχαλάκης Τελειοφ Εμπορικής Μέλος Ευάγγελος Σπανός γεωργοκτηματίας Μέλος Ακριβές αντίγραφον Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Βασίλειος Δ. Μιχαλάκης Το 1937-38 έγινε και μια προσπάθεια ίδρυσης Γεωργικού Συνεταιρισμού, με πρωτοπόρο τον Γιάννη Κεφάλα (Γιάνναρο). Ο πόλεμος που άκολούθησε όμως, σταμάτησε την δραστηριότητα του συλλόγου. Το 1948 η προσπάθεια συνεχίστηκε, αρκετά κουρουνιώτικα προϊόντα μάλιστα (λάδι, ξερά σύκα και κορμάδες) εξήχθησαν σε συνεργασία με την Ενωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου. Το άδειασμα του χωριού μας όμως λόγω της μετανάστευσης νέκρωσε την προσπάθεια. Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΜΑΣ Το ερώτημα είναι εύλογο. Πόσους κατοίκους είχε το χωριό μας κατά το διάβα του στην ιστορία; Δύσκολη η απάντηση, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία. Η παλαιότερη αναφορά είναι του περιηγητή Zean De Thevenot o οποίος επισκευθηκε τη Χίο το 1656 και γράφει για το χωριό μας: «Μεταξύ των χωρίων Κάλαντρα, το οποίον ευρίσκεται επί όρους και Κορωνιά το οποίον περιλαμβάνει 150 οικίες διασκορπισμένες εδώ και εκεί κάτωθεν μεγίστων δρυών, ευρίσκονται λουτρά θειούχα προς το άκρον της θαλάσσης». Την ίδια διαπίστωση κάνει και ο Francesco Piacenza, το 1688 που γράφει: « ΄Επειτα, μεταξύ των χωρίων Χαλάντρε, κειμένου εις υψίστην κορυφήν ενός όρους και Κορόνια με 150 οικίας ακόμψως διηρημένας, ευρίσκονται προς την θάλασσα λουτρά θειούχα ονομαζόμενα Αγίασμα». Οι περιγραφές αυτές ταιριάζουν με το χωριό μας το οποίο αποτελείτο από πέντε οικισμούς: Κάτω χωριό, Φτανάδο, Εγρηγόρο Κοκκίστρια και Πλατανάκι. Για να υπολογίσουμε τους κατοίκους των χρόνων εκείνων νομίζω ότι θα πρέπει να υπολογίσομε από τρία άτομα το κάθε σπίτι. Η επόμενη καταγραφή που έχομε είναι του 1827 και αναφέρει 83 μόλις άτομα, όσα δηλαδή σώθηκαν από τη σφαγή του 1822. Η τέταρτη καταγραφή είναι του 1905 και αναφέρει 387 άτομα. Οι επόμενες καταγραφές είναι: 1921, 590 άτομα. 1928, 538 άτομα. !937, 368 + 170 άτομα. Υποπτεύομαι ότι τα 170 άτομα αφορούν τον Εγρηγόρο και το Πλατανάκι. Από το 1951 και μετά που καθιερώνονται οι ανά δεκαετία απογραφές του πληθυσμού τα Κουρούνια μαζί με τον Εγρηγόρο παρουσιάζουν την παρακάτω πληθυσμιακή κάμψη: 1951, 515 κάτοικοι. 1961, 451 κάτοικοι. 1971, 239 κάτοικοι. 1981, 116 κάτοικοι. 1991 128 κάτοικοι. 2004, 154 κάτοικοι. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι χειρότερη καθώς από τους εγγεγραμμένους κατοίκους πολλοί είναι κάτοικοι της Αθήνας, του Πειραιά και της Χώρας.
97
ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ ΗΘΩΝ Αυστηρά ήταν τα ήθη στα χωριά μας, όλα αυτά τα χρόνια. Η «επίσημη» δικαιοσύνη ήταν μακρυά και εντεταλμένοι από τους κατακτητές ήταν οι κατά τόπους μητροπολίτες. Στα χωριά μας όμως έχομε και μιά θανατική καταδίκη την οποία πήραν και εκτέλεσαν οι τοπικοί άρχοντες. Γράφει για το θέμα αυτό ο Μιχάλης Κεφάλας; «Οι Τούρκο«ι όπως όλοι έχουμε ακούσει, κρασί δεν έπιναν, έπιναν μόνο σούμα, δηλαδή τσίπουρο. Ήξεραν όμως ότι πρώτα έβγαινε το κρασί το οποίο φορολογούσαν πολύ. Για να αποφύγουν το φόρο οι Χριστιανοί, έκρυβαν τα κιούπια με το κρασί ως επί το πλείστον μέσα στους αχυρώνες που είχαν τις τροφές για τα ζώα, άχυρα, χόρτα, φύλλα από συκιές, χαρούπια (κουντουρήδια) κλπ ζωοτροφές. Οι τούρκοι ήξεραν αυτές τις εξυπνάδες (πανουργίες) των Χριστιανών και επιστράτευσαν Χριστιανούς σπιγούνους τους οποίους εφοδίαζαν με ένα μακρύ σίδερο μυτερό μπροστά. Μαζί με τους Τούρκους ζαφτιέδες, όπως λεγόταν οι Χωροφύλακες, γύριζε τα αχούρια, ο σπιγούνος αυτός Έλληνας και επέβαλαν στους Χριστιανούς να ανοίξουν τους αχυρώνες τους να ψάξουν αν έχουν κρασί κρυμμένο και με το μυτερό αυτό σίδερο που εύκολα περνούσε μέσα στ΄ άχερα κλπ ζωοτροφές τρυπούσαν τα κρυμμένα κιούπια (σφίδες λεγόταν) και χυνόταν το κρασί και σάπιζαν οι τροφές των ζώων τους. Για να απαλλαγούν τα χωριά από αυτόν τον ΄Ελληνα σπιγούνο, συνενοήθηκαν μεταξύ τους και του έστησαν ενέδρα σε κάποιο απόκρημνο μέρος μεταξύ Χαλάνδρων, Κεράμου και Κουρουνίων. Οι Τούρκοι ήταν καβαλλάρηδες και ο σπιγούνος πεζός. Τότε παραμέρισε προς σωματικήν του ανάγκη. Κρυμμένοι εκεί οι προύχοντες των τριών χωριών του έδωσαν μια σπρωξιά και κύλησε το σώμα του σπιγούνου στον κρημνόν. Για να βεβαιωθούν αν απόθανε ή είναι ζωντανός, κατέβηκαν κάτω στον κρημνόν και εκεί τον αποτέλειωσαν και γλίτωσαν απ΄αυτόν που ήτο ο εφιάλτης για τους φτωχούς χωρικούς. Το όνομα του σπιγούνου ήταν Σιλημάς, τσούκλι γένος Μιχαλάκη. Αυτό έγινε στην τοποθεσία Αγίου Παντελεήμονος Κλήματα. Για να ξεπλύνουν το αμάρτημά τους αυτό ύστερα από καιρό πήγαν για εξομολόγηση στους Αγίου Τόπους στα Ιεροσόλυμα και πλύθηκαν στον Ιορδάνη ποταμό. Μαζί μ΄αυτούς που έκαναν το έγκλημα ήτο και ο προπάππους μας Μιχάλης Κεφάλας και έκτοτε λεγόταν Χατζή Κεφάλας». Την ίδια αυτή ιστορία μου είχε διηγηθεί και ο πατέρας μου, με τη διαφορά ότι την απόφαση για την θανατική εκτέλεση την πήραν οι γέροντες του χωριού μας. Ένας απ΄όλους, κάλεσε τον Σιλημά να του δείξει τα σταλίκια ενός χωραφιού του στο Πεντιά επειδή είχε διαφωνία με τον διπλανό. Ο Σιλημάς το πίστεψε και όταν έφτασε σ΄ένα απόκρυμνο σημείο, του έδωσαν μια σπρωξιά με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Είχαμε όμως και σεξουαλικά παραστρατήματα. Ένας χωριανός μας, «όνομα και μη χωριό» που λένε, παντρεμένος με παιδιά, ερωτεύτηκε με άλλη χωριανή μας. Πέραν του σκανδάλου και του ηθικού μέρους, η γυναίκα του φοβήθηκε ότι ο ερωτευμένος ήταν ικανός να ξεπουλήσει την περιουσία του και να την σπαταλήσει με την ερωμένη του. Κατέφυγε λοιπόν στον Μητροπολίτη ο οποίος αφαίρεσε από τον μοιχό το δικαίωμα να πουλά ή να υποθηκεύει τα χωράφια του, παρά μόνο να τα καλλιεργεί. Προφανώς ο ερωτευμένος είχε και άλλα κουσούρια για τα οποία φυλακίστηκε από το γεροντοσυμβούλιο, δεν άντεξε όμως την τιμωρία γιατί στις 26 Ιουνίου 1868 υπογράφει το παρακάτω σκληρό για εκείνον «εγγυητικόν» έγγραφο: «Επειδή ο Δ.Ι.Κ. φαυλόβιος που εφυλακίσθη από το γεροντοσυμβούλιον διά ληστρικάς (μια δυσνόητη λέξη) και λοιπά, σήμερον ζητεί συγχώρησιν από τους χωριανούς να κάμουν συμπάθειαν και ταύτην την 98
φοράν εις αυτόν, όστις ομολογεί και αποφασίζει εάν αποδώ και εξής πράξει το παραμικρόν, βάζει εις υποθήκην το χωράφιόν του λουρή καθώς εστί και της Ευτυσιανής πλ. άνωθεν Γ. βουρνούς και των παλαιών Κουρουνίων το χωράφιον καθώς εστί. Αν πράξη πλέον το παραμικρόν να μένουν τα άνωθεν χωράφια εις τελείαν κατοχήν της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και αυτός να εξοστρακιστεί. Και εις ένδειξιν έγινεν το παρόν υπογεγραμμένον με μάρτυρας Μιχαήλ Κριτούλη και Σταμάτη Κοτζάτου, Ν. Κεφάλα Ι. Γεντή Κ. Σπανού Ισιδώρου Κατζαρού. Προσκληθείς και ο ίδιος να υπογράψει απεκρίθη άγνοιαν γραμμάτων διά τούτο σταυροσημιεί ίνα έχει την ισχύν. Κουρούνια τη 26 Ιουνίου 1868 Σταυροσημείωσις του ιδίου μιχάλης κριτούλης μαρτυρά Ισίδωρος Κατζαρός μαρτυρά Σταμάτιος κοτζάτος μαρτυρά Ιωάννης γεντής μάρτυρας νικολής κεφάλας παρών κοσταντής σπανός μάρτυρας
Ο γραμματέας Ιωάννης παπα Ν. Μιχαλάκης
Παρόμοιο «εγγυητικό» έγγραφο υπογράφει και μια άλλη οικογένεια του χωριού μας. Το δημοσιεύω, παραλείποντας τα ονοματα των πρωταγωνιστών: «Διά του παρόντος αποδεικτικού και εγγυητικού γράμματος δειλοποιείται ότι ο από χωρίον Κουρούνια Ι.Λ.,έχων υιόν ονόματι Κωνσταντίνον, ετών δέκα οκτώ ο οποίος έτυχεν κακής ανατροφής και έκλεπτε μερικά πράγματα καθώς και από τα μικρά συνηθίζει ο άνθρωπος και εις τα μεγάλα, καθώς έγινε και εις αυτόν, όστις επήγε μία των νυκτών κατά την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου μηνός, εις το οσπίτιον του παπα Δημητρίου Μιχαλάκη και του επήρε όλλην την χρηματικήν του κατάστασιν. τον οποίον επενόησαν και με φοβερισμούς και απειλάς επέστρεψε τα χρήματα ο ίδιος εις τους αποφαινομένους Γέροντας και οι Γέροντες τα έδωσαν εις τον παπα Δημήτριον Μιχαλάκην. Σήμερον υποχρεώθησαν ο πατήρ και η μήτηρ του να δόσουν πρόστιμον εις το σχολείον το χωράφιον πλάγιον εν τη θέσει κοπριές συνορευομένου άνωθεν Γεωργίου Βουρνού, κάτοθεν Κωσταντής Σιταράς. Το οποίον χωράφιον παρετούν και οι δύο εις την κατοχήν και κυριότητα των επιτρόπων του σχολείου, πουλήσουν, χαρίσουν και τα λοιπά. Εγγυούνται δε οι γονείς τον υιόν τους Κωνσταντίνον, αν εις το εξής πράξη το παραμικρόν, είτε εις τον παπα Δημήτριον ή εις άλλον να αφιερώνουν όλλην τους την περιουσίαν εις το σχολείον, να Γίνονται και εξορία διά βίου. Διό και έγινε το παρόν εγγυητικόν έγγραφον εν τω χιλιοστώ οκτακοσιοστό εξήκοντα πέντε, εικοστήν του Οκτωβρίου υπογεγραμμένον παρ εμού του Μνήμονος Κουρουνίων Ιω. Μιχαλάκη και των Γερόντων Ιω. Γεντή και Νικολάου Μιχαλάκη. Ομοίως υπεγράφησαν υπο ενός αξιόπιστου μάρτυρος. Προσκληθεις δε ο Ι. Λ. μετά την συμβίου του να υπογράψη απεκρίθη άγνοιαν γραμμάτων. Διά τούτο σταυροσημειούν ινα έχη την ισχήν. Νικ. μιχαλάκης βεβαιώ Νικόλας κεφάλας βεβαιώ
Τη 20 8βρίου 1865 Ο Μνήμων Κουρουνίων
Ιω. Κοτσάτος παρόν
Ιωάννης Μιχαλάκης
Δ. Μοσχούρης παρόν
99
ΝΥΦΙΚΑΤΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Στο βιβλίο αυτό δεν περιέλαβα ηθογραφικά και λαογραφικά θέματα. Θα κάνω όμως μια εξαίρεση δημοσιεύοντας τους «νυφικάτους του χωριού» όπως τους κατέγραψε μετά από δική μου παράκληση, πρίν πολλά χρόνια η Τασία Κ. Λιάπη.
Νύφη μας ποιος σε στόλισε και σού βαλε τις μπρίλες να σου χαρίσει ο Θεός τον άγγελο που πήρες.
πόσα φλουριά τ΄αγόρασες αυτό το παλικάρι; Ούτε φλουριά τ΄αγόρασα ούτε μαργαριτάρι μόνο ήτανε της της τύχης μου αυτό το παλικάρι.
Τη νύφη μας την είχαμε σε κόλλα διπλωμένη τώρα την ξεδιπλώνουμε αγνή και τιμημένη. Της νυφούλας μας τα μάτια κάνουν τις καρδιές κομμάτια.
Το γιασεμί που πότιζες αφέντη στην αυλή σου τώρα σου το παντρεύουνε και δόσε την ευχή σου.
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει κι ο κουμπάρος, να ζήσουν τα πεθερικά να κάμουν κι άλλο γάμο.
Σ΄αυτό το σπίτι πού ρθαμε με μάρμαρο στρωμένο σήμερα ανεβάσανε γαμπρό καμαρωμένο.
Νύφη μας ωραιότατη σήμερα ειν η χαρά σου θάρθουν τ΄αηδόνια από μακρυά να δούν την ομορφιά σου
Γαμπρέ τη νύφη ν΄αγαπάς να μην τηνε μαλώνεις σαν τα ματάκια σου τα δυό να τηνε καμαρώνεις.
΄Εμορφη που είν η νύφη μας σαν τ΄άγιο Ευαγγέλιο που είναι τα χειλάκια της όλο χαρά και γέλιο.
Γαμπρέ με την υπομονή και με την πιλογή σου μια βιόλλα ειχε το χωριό την έκαμες δική σου.
Όσο ειν το τρίστρατο φαρδύ κι ο πεύκος φουντωμένος έτσι είναι και τ΄αντρόγυνο από μεγάλο γένος.
Γαμπρέ στο παραθύρι σου βγήκε μια ματζουράνα και την επότιζες κρυφά να βλογηθεί τ΄ανάμα.
Έμορφη που ειν η νύφη μας σαν το ρουδί μαντήλι σαν τα πουλιά που κελαϊδούν τον Μάη και τον Απρίλη.
Παράνυφη σου εύχομαι του χρόνου τέτοια μέρα να βάλεις στο χεράκι σου μαλαματένια βέρα.
Νύφη μας ωραιότατη και λαμπερό φεγγάρι
Στης παράνυφης τα μάτια παίζει ο έρωτας κομμάτια.
100
Γαμπρός είναι γαρίφαλο νύφη τριανταφυλάκι παράνυφη παράγαμπρος να γίνουνε ταιράκι.
Στου παράγαμπρου τα φρύδια παίζει ο έρωτας παιχνίδια.
ΑΜΑΝΕΔΕΣ Την ίδια εποχή, πάλι από την Τασία Λιάπη κατέγραψα τους παρακάτω αμανέδες. Ξύπνα εσύ που μ΄έκαμες αγάπη να γνωρίσω και ζωντανός την κόλαση να την κληρονομήσω.
Δάκρυα τρέχουν σαν φωτιά από τα μάτιά μου και πέφτουνε στα στήθη μου και καίνε την καρδιά μου.
Πρέπει κανείς να σκεβεται την ώρα του θανάτου θα κατεβεί στη μαύρη γη και σβύνει τ΄όνομά του.
Όσο μπορείς καρδούλα μου κρύψε βαθειά τον πόνο να μην το μάθει άλλος κανείς με τι μεράκι λυώνω.
Για με γινήκαν οι καμοί για μένα και ο πόνος στις πίκρες και τα βάσανα έμεινα κληρονόμος.
Τούτ η πληγή που έχω εγώ είναι μεγάλο ντέρτι γιατρός είναι ο θάνατος τον καρτερώ να έρθει.
Φίλοι γλεντάτε τη ζωή γιατί ο καιρός διαβαίνει κι όποιος θα μπεί στη μαύρη γη ποτέ δε ξαναβγαίνει.
Αφήστε τα ματάκια μου να τρέχουν όπως τρέχουν κανένα δεν πειράζουνε μόνο τη γη που βρέχουν.
Σαν αποθάνω και θαφτώ και σκεπαστώ με χώμα τότε θα λείψουν οι καϋμοί αφ το δικό μου σώμα.
Πόσοι κρυφά μαραίνονται και φανερά γελούνε πόσοι πεθαίνουν με καϋμούς και δεν το μαρτυρούνε.
Πάψε καρδιά μου πιά να κλαίς να βαρυαναστενάζεις πληγές που δεν γιατρεύονται το χώμα τις σκεπάζει.
Σαν δυστυχήσει ο άνθρωπος όλοι τον λησμονούνε σαν ρημοκκλήσι στο βουνό που δεν το λειτουργούνε.
Αφού ο θεός μ΄αδίκησε ποιός άλλος θα με σώσει η μαύρη γης ειν ο γιατρός που θα με λευτερώσει.
Από τον κόσμο χάθηκε αίσθημα και φιλία η έχθρα εκυρίεψε και η διπροσωπία.
101
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γεωργίου Ζολώτα: Ιστορία της Χίου τ. Α1. σελ. 274. Ιωάννη Βλαχογιάννη: Χιακόν Αρχείον τ.2, σελ.526. Αντώνη Π. Στεφάνου: Χιακά Μελετήματα, Χίος 1959. Δημήτρη Γρ. Σπανού: Ο Εγρηγόρος της Χίου, Αθήνα 1980. Γρηγόρη Δ. Σπανού: Ο Αριούσιος οίνος το κρασί της Χίου. Ιωάννη Γιούργαλη: Η Πισπιλούντα της Χίου, τ. Α΄ Αθήνα 1967-1981. Μιχάλη Κεφάλα: Όσα θυμάμαι, Αθήνα 1998. «Φιλολογική Χίος», Χίος τ. 6.1997. Μητρώον Αρρένων Κουρουνίων «Αυλόγυρος», τ. 31. Με των ανθρώπων τις μνήμες: Ιστορικό και φωτγραφικό Λεύκωμα Κουρουνίων και Εγρηγόρου, Αθήνα 1999. Στ. Καββάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία της Χίου σ. 126. Μούγερα: Πατριδογνωσία, σ. 45. Κ. Κανελλάκη: Τοπογραφία της νήσου Χίου, σ. 31. Στ. Βίου: Η σύγχρονος Χίος και η παλαιά. Εν Χίω 1937. σ. 120. Αντώνη Χαροκόπου: Ο Βροντάδος και η ιστορία του, Εν Χίω, 1955, σ. 41. Εκλογικός Κατάλογος Κουρουνίων 1914, «Αυλόγυρος», τ. 31. Φ. Αργέντη-Στ. Κυριακίδη: Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και Περιηγηταίς. Τετράδια μνήμης, Χίος 1938. Αρχεία εγγράφων: Κώστα Γ. Κεφάλα. Δημήτρη και Νίκου Κεφάλα. Γιάννη Ν. Βορριά. Γιάννη Γ. Μιχαλάκη.
102
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελ.
Από το μυθο του Ωρίωνα, στον Αριούσιο οίνο. Οι πειρατές. Η σφαγή του 1822. Η φυγάδευση των εικόνων και τα «ορφανικά» χωράφια. Περί Αριουσίου οίνου. Η κτηνοτροφία. Η περιπέτεια της Αμανής. Τα πρώτα λιόδεντρα. Το μοίρασμα της Αμανής και το φονικό. Η παγούσαινα. Το ενδιαφέρον του Κ. Αμαντου για τα Βορειόχωρα. Τύχες διασωθέντων από τη σφαγή του 1822. Η σφαγή στα χωριά μας. Γενεαλογικά. Οικογένεια Αυγερινού. Οικογένεια Βορριά. Οικογένεια Βουρνού Οικογένεια Γεντή-Γεντίδη. Οικογένεια Εγγλέζου. Οικογένεια Ζαννή. Οικογένεια Θεολόγου. Καζάς Ιωάννης. Καλογήρου Άννα. Οικογένεια Καρούση. Οικογένεια Κατσαρού. Οικογένεια Κάκκαυρου. Οικογένεια Κεφάλα. Οικογένεια Κουμέντη. Οικογένεια Κουτέπα. Οικογένεια Κοτσάτου. Οικογένεια Κυριακάκη. Οικογένεια Λιάπη. Οικογένεια Μοσχούρη. Οικογένεια Μίχαλου. Οικογένεια Μιχαλάκη. Οικογένεια Νεαμονίτη. Οικογένεια Πουλή. Οικογένεια Σαραντινού. Οικογένεια Σιταρά. Οικογένεια Σπανού. Οικογένεια Σταματινού. Οικογένεια Τακτικού. Οικογένεια Χατζημανώλη. 103
7 11 13 15 17 20 21 23 25 31 32 37 39 40 41 41 42 43 44 45 46 46 46 46 47 50 50 52 53 54 56 56 58 59 60 67 67 67 68 69 70 72 73
Οικογένεια Χριστοφάκη. Οικογένεια Χιονά. Οικογένειες που χάθηκαν. Πρόσφυγες. ‘Εγγραφα από το Αρχείο Αντώνη Στεφάνου. Περιγραφή του χωριού το 1938. Στις στράτες της ξενιτιάς. Στην Αμερική. Στον Καναδά. Στην Αφρική. Στην Αυστραλία. Στην Ευρώπη. Διαμαρτυρία «εκ των Βορείων». Ο «Αναμορφωτικός» Σύλλογος. Ο πληθυσμός των χωριών μας. Αυστηρότητα των ηθών. Νυφικάτοι. Αμανέδες. Βιβλιογραφία.
74 75 75 76 76 81 86 87 91 91 92 92 93 95 97 98 100 101 102
104