Βιομηχανικη 2

Page 1

Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

ΘΕΩΡΙΑ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ I.

Εισαγωγή

Μια βασική πρόκληση των οικονομικών παραμένει ακόμη και σήμερα να είναι η διαδικασία της κυβερνητικής ρύθμισης των αγορών, ότι αποκαλούμε τα «οικονομικά των ρυθμίσεων». Τυπικά με την θεωρία αναφερόμαστε στους φόρους ή και στις επιδοτήσεις κάθε μορφής καθώς και στις διοικητικές και νομικές παρεμβάσεις, στις «αποδόσεις», στην «είσοδο» και κάθε άλλη μορφή της οικονομικής δραστηριότητας, όπου προφανώς στο όριο καλύπτει και αυτή ακόμη και την ιδιοκτησία. Τυπικά χαρακτηριστικά αυτής της ρυθμιστικής διαδικασίας, που ίσχυσε και εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις χώρες είναι για παράδειγμα ο προσδιορισμός της τιμολόγησης υπηρεσιών δικτύου π.χ. ηλεκτρική ενέργεια ή ο προσδιορισμός ποιοτικών χαρακτηριστικών ασφάλειας και ποιοτικής προστασίας των καταναλωτών όπως για παράδειγμα τα ελάχιστα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ηλεκτρικών ειδών. Η διαδικασία των ρυθμιστικών κανόνων στοχεύει είτε σε ρυθμίσεις οικονομικού περιεχομένου: (1) όπου η κυβέρνηση ελέγχει την συμπεριφορά των επιχειρήσεων σε μη ανταγωνιστικές οργανωμένες αγορές και σε ρυθμίσεις κοινωνικού περιεχομένου (2) όπου ελέγχονται άτομα και επιχειρήσεις για θέματα περιβάλλοντος, υγείας και ασφάλειας με τυπικές μορφές την παραγωγή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών με εξωτερικότητες στην αγορά. II.

Γιατί Ρυθμιστική Παρέμβαση

Ανεξάρτητα της θεωρητικής αναζήτησης ως προς το κατά πόσο η κρατική εξουσία μπορεί ή γιατί επιθυμεί ή τέλος γιατί επιβάλλεται να παρέμβει ρυθμίζοντας την ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, θεωρείται σκόπιμο να προσδιορίσουμε εξαρχής ένα μέτρο βάση του οποίου θα μπορούμε να αξιολογούμε τις επιπτώσεις των εκάστοτε ρυθμιστικών παρεμβάσεων. Όπως και στην θεωρία της Βιομηχανικής Οικονομικής έτσι και στο τμήμα της ρυθμιστικής πολιτικής η ανάλυση που προτείνεται έχει τον χαρακτήρα της Μερικής Ισορροπίας. Δεν προτείνονται διαφορετικά μέτρα τα οποία εκτιμούν συνολικά οικονομικά αποτελέσματα, αλλά χρησιμοποιούνται μέτρα μεγιστοποίησης των «καθαρών αποτελεσμάτων» στην υπό εξέταση αγορά (δηλ. Ανάλυση Κόστους – Οφέλους).

1


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Η ανάλυση υπολογισμού του «κοινωνικού κόστους – οφέλους» που προτείνεται εκτιμά σε επίπεδο μερικής ισορροπίας το άθροισμα

− ∑ B(1−Γ)C T

t

t

t

= Καθαρής Παρούσας Αξίας

i= 0

όπου Τ = η ζωή του έργου

B = τα πλεονεκτήματα από το έργο στο χρόνο (t) C = τα μειονεκτήματα από το έργο στο χρόνο (t) t

t

Γ = το κοινωνικό ποσοστό αναγωγής στην παρούσα αξία Με τον όρο B t πλεονεκτήματα συνήθως αναφερόμαστε στην συνολική εξοικονόμηση αποταμιευτικών πόρων που προκύπτουν στα άτομα από την μη‐ τιμολόγηση τους σε μονοπωλιακά επίπεδα. Ως πλεονεκτήματα όμως πρέπει να συνεκτιμηθούν και η αξία της επιπρόσθετης ασφάλειας και υγιεινής στα άμεσα μέλη μιας κοινωνίας. Αντίστοιχα με τον όρο μειονεκτήματα C t υπολογίζουμε τις επιπτώσεις της ρύθμισης στην επιχείρηση καθώς και το διαχειριστικό κόστος από την οργάνωση και λειτουργία των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών. Τέλος, ο συντελεστής αναγωγής σε παρούσα αξία αποτυπώνει την αποτίμηση κοινωνικού οφέλους λόγω ετεροχρονισμού των δυνατοτήτων (π.χ. κάτι που θα γίνει σε μια μελλοντική στιγμή επισπεύδεται και γίνεται σήμερα). Μια προκαταρκτική αποτύπωση αυτής της λογικής περιγράφεται από την αγορά των κοινωνικών επιβαρύνσεων και πλεονεκτημάτων λόγω ρυθμιστικών μεταβολών. Η τυπική αρχή όπως φαίνεται στο σχήμα οι αλλαγές στις ρυθμίσεις σταματούν εκεί όπου η οριακή μεταβολή των ωφελειών ισορροπεί με την αντίστοιχη του κόστους.

2


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

SMC=οριακό κοινωνικό κόστος

S*=optimal strength of regulation

SMB=οριακό κοινωνικό έσοδο

Ισχύς της Ρύθμισης

III.

H Ρυθμιστική Πολιτική στην Πράξη

Οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην αγορά δημιουργούν πλήθος επιπλοκών και φυσικά δεν είναι όσο φαίνεται στην πράξη να προσδιοριστούν και να υπολογιστούν οι επιπτώσεις των ρυθμίσεων ώστε να είναι εφικτή και η αξιολόγηση τους στην κοινωνία. Οι λόγοι που συνήθως ανατρέπουν ή διαφοροποιούν τα θεωρητικά από τα πρακτικά αποτελέσματα συνδέονται : Τα συμφέροντα των πολιτικών ψηφοφόρων τα οποία μπορεί να είναι διαφορετικά από τα συμφέροντα της κοινωνίας γενικότερα (μια μορφή μερικής έναντι γενικής ισορροπίας). Οι περιορισμοί του κρατικού προϋπολογισμού που μπορεί να οδηγούν στο ότι : τα καθαρά κοινωνικά οφέλη προκαλούν καθαρή επιβάρυνση στον προϋπολογισμό η οποία δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Τα κίνητρα για την μείωση των ρυθμίσεων δεν είναι ικανοποιητικά (η άρση των εμποδίων προσκρούει στα κεκτημένα). Η πιθανότητα εφαρμογής των ρυθμίσεων στην βιομηχανία είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος ύπαρξης τους (η άρση των ρυθμίσεων προσκρούει στα ιδιωτικά συμφέροντα των ρυθμιζομένων). Η αδυναμία των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν περίπλοκα ρυθμιστικά προβλήματα μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν την βέλτιστη λύση. Η απλούστερη διαδικασία που συνήθως ισχύει στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλλουν ρυθμιστικούς ελέγχους ικανοποιούν : (α) Τη σύσταση ειδικών αρχών από τις κυβερνήσεις με σκοπό την συγκεκριμένη ρυθμιστική διαδικασία (π.χ. Ε.Ο.Φ.). (β) Η έκταση της ανεξαρτησίας που αποδίδεται από τις κυβερνήσεις στις ρυθμιστικές αρχές (απόλυτη και συνταγματικά κατοχυρωμένη, ελεγχόμενη από το Κοινοβούλιο, μερικά ελεγχόμενη από τον αρμόδιο Υπουργό).

3


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

(γ) Οι πιθανές επικαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ της δημόσιας διοίκησης και των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί βασική αδυναμία και δημιουργείται από την σύγκρουση εξουσιών σε αυτή την εκτελεστική εξουσία σε συνάρτηση με την διαχρονικότητα των εξουσιών της ρυθμιστικής αρχής σε αντίθεση με την διαχρονικότητα της κυβέρνησης. IV.

Στόχοι – Μέσα – Εργαλεία και Περιορισμοί

Μια ρυθμιστική αρχή σε αντίθεση με μια επιχείρηση, λόγω του κοινωνικού της χαρακτήρα αλλά και με δεδομένα την αυτόνομη λειτουργία της μπορεί να προσβλέπει σε διαφορετικούς στόχους. Για παράδειγμα : i. ii.

iii.

iv. v.

Μπορεί να μεγιστοποιεί το καθαρό κοινωνικό πλεονέκτημα. Μπορεί να μεγιστοποιεί το μέγεθος του προϋπολογισμού της καθώς και την έκταση του κοινωνικού της επηρεασμού (αντίστοιχο με την επιχείρηση φαινόμενο είναι η μεγιστοποίηση των πωλήσεων ή η φήμη και πελατεία). Η προοπτική των στελεχών της και η μελλοντική της επαγγελματική αποκατάσταση (δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα πλήθος εταιρειών οπλικών συστημάτων, υψηλόβαθμα στελέχη της γίνονται συνήθως απόστρατοι αξιωματικοί). Η ευημερία των εργαζομένων σε αυτές (π.χ. κεντρικές τράπεζες). Τίποτα!!!

Οι παράγοντες τώρα που επηρεάζουν την ρυθμιστική παρέμβαση μιας αρχής, ανεξάρτητα από τον στόχο της, προσδιορίζονται : i. ii. iii. iv. v. vi.

Η στόχευση της ρυθμιστικής αρχής (κατά πόσο είναι αδιάβλητη). Το κόστος της αρχής να συλλέξει φορολογικά έσοδα ώστε να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Την έκταση και την ποικιλία των εργαλείων που διαθέτει η Αρχή, όπως κατά πόσο μπορεί να διαθέτει Δημόσιους πόρους για να επιχορηγήσει ή να φορολογεί τις επιχειρήσεις. Η διαπραγματευτική ισχύς της Αρχής στις σχέσεις της με τις επιχειρήσεις. Την πληροφόρηση που διαθέτει η Αρχή ως προς τα στοιχεία της επιχείρησης. Την ικανότητα της Αρχής να δεσμευτεί αξιόπιστα για μακρό χρονικά διάστημα.

4


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Αν θελήσουμε να εισάγουμε την έννοια του αδιάβλητου των αρχών σε ένα υπόδειγμα θα δεχτούμε ότι η Αρχή μεγιστοποιεί ένα σταθμικό μέσο του πλεονάσματος του καταναλωτή (S) και της προσόδου (κέρδη) της ρυθμιζόμενης επιχείρησης (aR) δηλ. S + aR a < 1για να αναδείξουμε την πρόθεση της Αρχής να λειτουργεί υπέρ του καταναλωτή. Ο δεύτερος παράγων επιτυγχάνεται με την εισαγωγή ενός συντελεστή Λ>=0που μετρά το κοινωνικό κόστος των Δημοσίων εσόδων. Άρα για κάθε επιπρόσθετο Ευρώ από συλλογή πόρων που συγκεντρώνει η κυβέρνηση, η ευημερία των φορολογούμενων μειώνεται κατά 1 + Λ. Είναι πάντοτε θετικό καθώς οι φόροι στρεβλώνουν την παραγωγική δραστηριότητα των φορολογουμένων (μη ουδέτεροι – στρεβλωτικοί φόροι) είτε γιατί μειώνουν την προσπάθεια είτε γιατί στρέφουν τα παραγωγικά μέλη σε φοροαποφυγή. Η συγκεκριμένη μεταβλητή είναι ανεξάρτητη της επιχείρησης. Τα όρια στην βιβλιογραφία είτε δέχονται Λ = 0 και a = 1 (Laffont & Tirole 1986). Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο θέσεων έχει να κάνει με την άποψη ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ασυμμετρία στην πληροφόρηση των μερών. Οι υπόλοιποι παράγοντες δεν απλοποιούνται τεχνικά όπως οι προηγούμενοι και αποτελούν εκ των πραγμάτων τη βασική διαφοροποίηση των θεωρητικών υποδειγμάτων. Έχοντας προσδιορίσει τους στόχους και τα εργαλεία με τα οποία θα λειτουργήσει η ρυθμιστική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη της και ορισμένες βασικές περιορισμών με βασικότερους εκείνους στην πληροφόρηση, στις συναλλαγές και στις διοικητικές ή και πολιτικές επιρροές. Περιορισμός στην πληροφόρηση Moral hazard : όταν η επιχείρηση λαμβάνει επιλεκτικές επιλογές και αποφάσεις που επηρεάζουν το κόστος και την ποιότητα των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών (ενδογενής ενέργεια όπως για παράδειγμα η προσπάθεια των εργαζομένων). Adverse selection: η επιχείρηση διαθέτει καλύτερη πληροφόρηση από τη ρυθμιστική αρχή για εξωγενείς ως προς τους αντισυμβαλλόμενους παράγοντες (πρόσοδος από την πληροφόρηση που απορροφά η επιχείρηση – γεννάται θέμα εξωτερικού ελεγκτή auditor).

5


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Περιορισμός στις Συναλλαγές Κόστος συναλλαγών και συμβόλαια : Αποτελούν μελλοντικές δεσμεύσεις άρα απαιτούν επίπονες μελέτες είτε δεν μπορούν εύκολα να διατυπωθούν χωρίς αμφισβήτηση των όρων στο μέλλον. Ο O.Williamson και οι Grossman + Hart έδειξαν ότι η δομή λήψης αποφάσεων (και ιδιαίτερα η ιδιοκτησία) επηρεάζουν το κόστος συναλλαγών. Η μορφή εξουσίας και η ιεραρχία στην λήψη αποφάσεων από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής προσδιορίζει τη θέση στην διαπραγμάτευση για το ποιο μέρος θα προσδιορίζει το αποτέλεσμα σε περίπτωση αμφισβήτησης (η ιδιοκτησία κατέχει και το δικαίωμα της μεσολάβησης). Διοικητικοί και Πολιτικοί Περιορισμοί Ο σκοπός των ρυθμίσεων είναι περιορισμένος και προκαθορισμένος από τις αρχές και τους ισχύοντες κανόνες του δικαίου. Οι ρυθμιστικές αρχές τις περισσότερες φορές περιορίζονται από τους ίδιους κανόνες ως προς τα μέσα που τους επιτρέπεται να χρησιμοποιούν για να ρυθμίσουν τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να το γνωρίζουν οι αντισυμβαλλόμενοι τους. Η ρυθμιστική παρέμβαση έχει χρονική διάρκεια η οποία μάλιστα μπορεί να αλλοιωθεί αν υπάρχει διαπραγματευτική ισχύς σε επίπεδο επιχείρησης. Τέλος στη περίπτωση που η ρυθμιστική παρέμβαση εκφράζεται υπό τη μορφή Δημόσιου διαγωνισμού (κρατική προμήθεια) συνήθως η Αρχή υποχρεούται από τους κανόνες της ελεύθερης ανταγωνιστικής.

6


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Συμπεράσματα 9 Οι κυβερνητικές ρυθμίσεις των επιχειρήσεων περιλαμβάνουν οικονομικές και κοινωνικές ρυθμίσεις στην ατομική και επιχειρηματική συμπεριφορά. 9 Αυτές οι ρυθμίσεις πρέπει να βασίζονται σε ανάλυση κοινωνικού κόστους‐ οφέλους ταυτόχρονα με την εξίσωση του οριακού κοινωνικού κόστος με το οριακό κοινωνικό όφελος της ρύθμισης. 9 Στην πράξη, οι ρυθμίσεις συνήθως φαίνονται υπερβολικές και η αίσθηση αυτή έχει οδηγήσει σε σημαντικές απελευθερώσεις των αγορών κατά τα τελευταία χρόνια.

7


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

ΘΕΩΡΙΕΣ «ΡΥΘΜΙΣΗΣ» I.

Εισαγωγή

Μια γενική μορφή ορισμού προσδιορίζει την Κρατική Ρύθμιση «ως τους κυβερνητικά επιβαλλόμενους περιορισμούς στην συμπεριφορά των ατόμων ή τον οργανισμό μιας κοινωνίας». Η κυβέρνηση ρυθμίζει επιβάλλοντας : Έλεγχο Τιμών: με στόχο να αποτρέψει μονοπωλιακή ή ληστρική τιμολόγηση ή ακόμη και «υπερβολική» τιμολόγηση. Έλεγχο στην Ποσότητα: με στόχο την παροχή «καθολικής υπηρεσίας» ή έλεγχο στην μέγιστη παρεχόμενη ποσότητα. Έλεγχο στην Είσοδο: όπως για παράδειγμα στην αδειοδότηση ή παραχώρηση μονοπωλιακών ή αδειοδοτημένων υπηρεσιών (ΔΕΗ, κινητή τηλεφωνία, άδειες ΤΑΧΙ και μεταφορικών Δημόσιας χρήσης). Έλεγχο στην Ποιότητα: όπως στην περίπτωση των εκπομπών καυσαερίων, στις υπηρεσίες και στην υγιεινή. Το ερώτημα που συνδέεται με την αιτιολόγηση αυτού του κρατικού δικαιώματος παρέμβασης στις αγορές αναλύεται με τις διάφορες θεωρίες «Ρύθμισης». Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί τρείς ανεξάρτητες απόψεις που καλύπτουν από διαφορετική οπτική γωνία το θέμα : Η θεωρία του «Δημόσιου Συμφέροντος»: όπου η αιτιολόγηση του ρυθμιστικού δικαιώματος του κράτους έρχεται ως συμπλήρωμα των αδυναμιών της αγοράς ώστε το Δημόσιο επιτελεί τον ρόλο του «διορθωτή» των μη‐αποτελεσματικών ή μη δικαίων αγοραίων πρακτικών (οικονομολόγοι και νομικοί). Η θεωρία της «Κατάληψης» (capture): όπου η ρύθμιση προσφέρεται ως λύση για τις απαιτήσεις των ομάδων πίεσης καθώς ανταγωνίζονται η μία την άλλη στο κοινωνικό σύνολο για να μεγιστοποιήσουν το εισόδημα των μελών τους (ιδεολογικά ταυτιζόμενοι υποστηρικτές π.χ. φιλελεύθεροι). Η θεωρία των «Κινήτρων στην ρύθμιση»: όπου η ρυθμιστική παρέμβαση του Κράτους εξετάζεται από την οπτική γωνία μιας σχέσης εντολέα – εντολοδόχου υπό συνθήκες ασύμμετρης πληροφόρησης (Baron & Myerson, Sappington J.J. Laffont & J. Tirole). Η διαφοροποίηση μεταξύ κινήτρων σε επίπεδο ρυθμιστή και ρυθμιζόμενων, η προσπάθεια υπό συνθήκες ασύμμετρης πληροφόρησης να ελεγχθεί η ζήτηση και τέλος η

8


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

ενοποίηση των θεωριών «συλλογικής πεπερασμένης ορθολογικότητας» (collective bounded rationality) και των κινήτρων προς ενδογενοποίηση των ορίων της επικοινωνίας και των οργανωτικών δομών (limits on organization and communication) συνθέτουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία της νέας θεωρίας των ρυθμιστικών οικονομικών. II.

Απλές Παρουσιάσεις των Θεωριών

1. Θεωρία του Δημόσιου Συμφέροντος (Posner 1974) Τα επιχειρήματα που στηρίζουν την συγκεκριμένη άποψη έχουν ως εξής : i.

Σε ορισμένες αγορές ανταγωνισμός χωρίς ρύθμιση δεν λειτουργεί. Κλασσικό παράδειγμα η ex‐post παραδοχή των φυσικών μονοπωλίων ή των εξωτερικών επιδράσεων(externalities). Ανεξαρτήτως δομής αγοράς η αποτελεσματική διαχείριση των πόρων επιβάλλει (p = MC) , ενδεχόμενο που δεν αποτελεί βέβαια εκδοχή σε μια ρυθμιζόμενη αγορά. Η αρχή αποτελεί τον ενδιάμεσο μεταξύ της βούλησης των ψηφοφόρων (Δημόσιο Συμφέρον) και της βούλησης των ρυθμιζομένων (μονοπώλιο). Λογικά εάν υπάρχουν τα προηγούμενα οφείλουμε να παρέμβουμε ρυθμιστικά και αντίθετα δεν παρεμβαίνουμε εάν δεν ισχύουν.

ii. iii. iv.

Η θεωρία παίρνει θέση υπέρ του κοινωνικού αποτελέσματος χωρίς να λαμβάνει ενδεχόμενο κόστος που μπορεί να δημιουργεί η θέση της στην κοινωνία. Το υπόδειγμα λειτουργεί ως εξής : Εάν Ν = ο αριθμός των ψηφοφόρων – εκλεκτόρων Ε = οι προτιμήσεις αυτών για ρύθμιση, τότε

U

C

E

* i

2

(E ) = − (E− E *) i με

= την ιδανική επιλογή των ψηφοφόρων για ρύθμιση

Έστω m ∋ N ο ψηφοφόρος με την «διάμεση» ιδανική ρύθμιση έτσι ώστε E m η προσωπική του ρύθμιση. *

9


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Έστω ότι η επιλογή γίνεται με εκλογή της μορφής (ναι, όχι) και η πλειοψηφία κερδίζει. Γ

Έστω E η τιμή επιφύλαξης των ψηφοφόρων εάν δεν κερδίσει η ρύθμιση και δεχόμαστε ότι: *

E

m

Γ

>E Γ

Ο ψηφοφόρος λέει (ναι) εάν U(E ) ≥U(E ) . Πότε όμως ένας ψηφοφόρος πάει για να ψηφίσει ? Δεχόμαστε λοιπόν ότι δεν είναι πιθανό όλοι να εμφανιστούν στην ψηφοφορία, καθώς θα υπάρξουν αποχές. Γιατί? Διότι εάν ένας ψηφοφόρος εκτιμά την ρύθμιση Ε τότε ψηφίζει μόνο εάν :

Ρ B +C j

j

j

≥0

Γ

B j = U (E ) − U ( E ) J

J

P C

J

= η πιθανότητα η ψήφος του να είναι καθοριστική

J

= το κόστος που θα υποστεί από την ψηφοφορία

(εάν C = 0 θεωρούμε ότι όλοι ψηφίζουν, εάν C < 0 έχουμε ειδικές εκλογές) Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ρυθμιστική παρέμβαση προσδιορίζεται από την ενδιάμεση κυβέρνηση με την διατύπωση μιας εκλογικής πλατφόρμας που εξυπηρετεί τους ψηφοφόρους έτσι ώστε να : 2 − E ,E } max { E Γ

*

S

m

s.t Y ( B (E )) = N( A ( E )) *

S

*

S

S

με E = τη μέγιστη τιμή αξιολόγησης της ρύθμισης *

A (E)= το μέγιστο επίπεδο ιδανικής αξιολόγησης *

B (E) = το ελάχιστο επίπεδο ιδανικής αξιολόγησης *

N( A (E)) = τον αριθμό των ψηφοφόρων όπου το ιδανικό τους είναι μικρότερο

των μεγαλύτερων δηλ. E t < A ( E ) *

*

10


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

*

Y( B (E)) = τον αριθμό των ψηφοφόρων όπου το ιδανικό τους είναι μεγαλύτερο

του χειρότερου E i > B (E ) . *

*

Για εμπειρικές εφαρμογές αυτής της μεθοδολογίας βλέπε Rubinfeld 1977 & Bergstrorm, Rubinfeld & Shapiro 1982).Προκύπτει ότι οι γερασμένες κοινωνίες δεν δέχονται να ψηφίσουν υπέρ μεγαλύτερων δαπανών (ρυθμίσεις υπέρ της παιδείας). 2. Θεωρία της «Κατάληψης» (Stigler, Peltzman) Το ρυθμιστικό πλαίσιο αποτελεί έναν μηχανισμό κυβερνητικών διευκολύνσεων που ζητούνται από την επιχείρηση με μονοπωλιακά πλεονεκτήματα. Κάθε επιχείρηση θεωρείται ότι «αγοράζει» εξυπηρετήσεις από τις κυβερνήσεις υπό την μορφή ρυθμιστικών κανόνων με οικονομικές ή σε είδος παροχές. Οι ρυθμιστικές αρχές τυπικά «συλλαμβάνονται» από τις επιχειρήσεις. Όπως διαφαίνεται η άποψη έχει ως στόχο να εξηγήσει γιατί οι επιχειρήσεις στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν το πλεόνασμα του παραγωγού αποζητούν ρυθμίσεις. Πρόταση Stigler – Peltzman (1976) Υποθέσεις:

Οι ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να διανέμουν πλούτο. Θέλουν ταυτόχρονα και να διατηρήσουν τη θέση τους. Ομάδες ενδιαφερομένων αντιπαλεύουν για να επιβάλλουν πολιτικές αποφάσεις με αντιστάθμισμα πλεονεκτική για τη θέση τους ρύθμιση.

(παραδείγματα: ηλεκτρική ενέργεια μεταξύ βιομηχανική και κοινωνική τιμολόγηση) Η κυβέρνηση έχει ως στόχο την πλειοψηφία (μια συνάρτηση που δημιουργεί πλειοψηφία)

11


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

M = M (S + Π)

M

S

> 0 M Π > 0

S = S(P) → το πλεόνασμα του καταναλωτή

Π = Π(Ρ) → τα κέρδη της επιχείρησης C

προφανώς P έχουμε S max και Π = 0

P

m

έχουμε Smin και Πmax

S S ( )

M’

S (

)

M

Π

Η καμπύλη Μ αποτελεί την καμπύλη «ισοπλειοψηφίας» ­ Εκφράζει τον οριακό λόγο πολιτικής υποκατάστασης μεταξύ κερδών επιχειρήσεων και πλεονάσματος του καταναλωτή. Το πρόβλημα λύνεται :

= ‐

M (S (p) , π (p) )

το σημείο επαφής

Δεν έχουμε κόστος για την δημιουργία και επιβολή του cartel.

12


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Έστω = το κόστος ελέγχου από την κυβέρνηση του cartel. = το κόστος των επιχειρήσεων να έχουν cartel. S (P) ‐

≥ S (

εκφράζει – προσδιορίζει την προ της

όπου (

Π (Ρ) ≥ Π (Ρ) ‐

διαπραγμάτευσης σημείο.

Προσδιορίζουμε (Lee 80b) μια ισορροπία κατά Nash ενός παιγνίου συνεργασίας μεταξύ καταναλωτών (κυβέρνησης) και ενός cartel για μια «δίκαια» τιμή. Για να προσδιορίσουμε την ισορροπία Nash.

= S (p) ‐

‐ S (

Π (Ρ) ‐ Π (Ρ) ‐

Άρα η τιμή που θα προκύψει από την διαπραγμάτευση ως άριστη (Nash) είναι : S P

S

P

= ­

S P P

Όπως φαίνεται από την ισορροπία διαπραγμάτευσης κατά Nash το ενδεχόμενο συνυπολογισμού του κόστους (διαφορετικό) των διαπραγματευομένων δεν επηρρεάζει την ισορροπία. Ανάλογη μορφή αποτύπωσης κέρδη

π(ρ) = καμπύλη κερδών

Τιμή 13


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Στο ίδιο περιβάλλον βρίσκεται και η θεωρητική αναζήτηση του Becker όπου όμως στο υπόδειγμα του, υποθέτει ότι μεταξύ των ομάδων πίεσης υπάρχει αντιπαλότητα και ανταγωνισμός ως προς το ποια πλευρά θα επικρατήσει σε ισχύ και επίδραση στις ρυθμιστικές αρχές. ¾ Αύξηση του κόστους των ρυθμίσεων οδηγεί σε αύξηση της διαδικασίας επηρεασμού της επιχείρησης 2 και τη μειώνει για τον καταναλωτή 1. Αυτό συμβαίνει επειδή συγκεκριμένη ποσότητα πλούτου που μεταφέρεται από τον 2 στο 1 είναι πιο αναγκαία στον 2 και λιγότερο επιθυμητή στον 1. Βαθμός πίεσης της ομάδας (2)

( )

( )

( ) ( )

Βαθμός πίεσης της ομάδας (1)

Τα βασικά συμπεράσματα της οικονομικής θεωρίας των ρυθμιστικών κανόνων (θεωρία σύλληψης) είναι ότι:

Υπάρχει τάση για σχεδιασμό των ρυθμίσεων με τρόπο που να ευνοούνται οι μικρές ομάδες με ισχυρές επιθυμίες έναντι μεγάλων με ασθενείς. Υπάρχει τάση από τους παραγωγούς να δέχονται τις επιλογές των πιέσεων των καταναλωτών ώστε η τιμολόγηση να γίνεται κάτω από το μονοπωλιακό επίπεδο. Οι ρυθμίσεις είναι πιο πιθανό να συμβούν σε ανταγωνιστικά περιβάλλοντα γιατί ισχυροποιείται το κίνητρο για επηρεασμό και «σύλληψη». Σε περίπτωση αποτυχίας της αγοράς οι ρυθμίσεις είναι πιο πιθανό να προκύψουν καθώς οι απώλειες των οργανωμένων ομάδων πιέσεως είναι μεγαλύτερες.

14


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

3. Θεωρία των Κινήτρων στην Ρύθμιση Τα τελευταία 20 χρόνια πολλές επιχειρήσεις και κλάδοι δικτύων που εξελίχθηκαν διαχρονικά είτε ως ιδιωτικές είτε ως δημόσιες επιχειρήσεις, αντιμετώπισαν ρυθμιστικούς κανόνες, ενοποιήθηκαν κάθετα σε μονοπώλια, ιδιωτικοποιήθηκαν, αναδιαρθρώθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις τμήματα της παραγωγής απορυθμίστηκαν. Προγράμματα αναδιάρθρωσης ανά τον κόσμο οδήγησαν σε κάθετους διαχωρισμούς επιχειρήσεων (σε επίπεδο ιδιοκτησίας ή διαχείρισης) έτσι ώστε τα ανταγωνιστικά να υποστούν τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος, τα δε «φυσικά μονοπώλια = πλατφόρμες και δίκτυα» να παραμείνουν αντικείμενα – υποκείμενα ρυθμιστικών παρεμβάσεων στις τιμές, στους κανόνες πρόσβασης στο δίκτυο – στην ποιότητα των υπηρεσιών και στην είσοδο. Το κυριότερο φαινόμενο που επικράτησε σε όλη αυτή την δυναμική διαδικασία, που ακόμη και σήμερα διαμορφώνεται, ήταν η στροφή προς ένα ρυθμιστικό πλαίσιο κινήτρων «ρύθμιση κινήτρων» ένας μηχανισμός που ισχύει για τα υπόλοιπα των ρυθμιζομένων παραγωγικών μονάδων έναντι εναλλακτικών επιλογών ρύθμισης «κόστους υπηρεσιών» ή «ποσοστών απόδοσης». Το κίνητρο ήταν και παραμένει η νέα μορφή παρέμβασης – ρύθμισης να δημιουργήσει πιο ισχυρά κίνητρα ελέγχου των επιχειρήσεων ώστε να μειωθεί το κόστος, να βελτιωθεί η προσφερόμενη ποιότητα , να διευκολύνει ή τουλάχιστον να μην σταθεί εμπόδιο σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες και γενικά να ενισχύσει επενδύσεις σε νέες και πιο αποτελεσματικές πρακτικές δικτυακών δομών. Η Τρίτη κι πιο σύγχρονη μορφή ρυθμιστικών κανόνων που θα αναλυθεί καλύτερα στα επόμενα δρομολογήθηκε από τους Baron & Myerson (’82), Sappington (’82,’89) και τελικά από τους Loeb & Magat (’79) και J.J. Laffont & J. Tirole (’93). Για να κατανοήσουμε την δομή και τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης πρακτικής θα παρουσιάσουμε σε ένα άλλο υπόδειγμα την εφαρμογή της μεθόδου εντολέα – εντολοδόχου(ρυθμιστή – ρυθμιζόμενου)όπως κτίζεται από τους (L+L). Έστω ένας κλάδος όπου τα επιτρεπτά έσοδα της επιχείρησης είναι και προσδιορίζονται ως : R = a + (1‐b) C Όπου a = ένας σταθερός συντελεστής b= η παράμετρος αποδοχής από τον ρυθμιστή του αναλαμβανόμενου από την επιχείρηση ποσοστού κόστους C = το κόστος παραγωγής Άρα στην ουσία δεχόμαστε ότι η κυβέρνηση πληρώνει στην επιχείρηση.

15


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

a = μια σταθερή τιμή και αποδέχεται επίσης να την πληρώνει (1‐b) = ποσοστό από το συνολικό της κόστος S Υπάρχουν πλήθος συμβολαίων ρύθμισης υπό αυτές τις συνθήκες: • •

Συμβόλαιο cost­plus (b=0); Η επιχείρηση δεν αναλαμβάνει κανένα τμήμα του κόστους της. Όλο το αναλαμβάνει ο ρυθμιστής. Προφανώς τα κίνητρα για αποτελεσματικότητα είναι πολύ χαμηλά. Συμβόλαιο σταθερής τιμής (b=1);Η επιχείρηση εκ των υστέρων διεκδικεί κάθε μείωση του κόστους. Εξ’ αρχής η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει να πληρώσει καθόλου από το κόστος. Το συμβόλαιο είναι υπερβολικά σκληρό για την ρυθμιζόμενη επιχείρηση.

Κάθε γραμμικό τώρα συμβόλαιο (0 ≤ b ≤ 1) αποκαλείται συμβόλαιο κινήτρων. Σε απλή μεθοδολογία τα συμβόλαια είναι γραμμικά αλλά τίποτα δεν αποκλείει να είναι και μη γραμμικά (π.χ. η κυβέρνηση να εγγυάται ότι η επιχείρηση δεν θα χάσει χρήματα). Μια βελτιωμένη μορφή των ρυθμιστικών κανόνων παρουσιάζεται από τους (L+L) ως εξής: Έστω (S) = το πλεόνασμα των καταναλωτών από ένα Δημόσιο έργο. Μια επιχείρηση θα εκτελέσει το έργο. C = β – ε (είναι το κόστος κατασκευής) με (β) = παραμέτρους αποτελεσματικότητας (ε) = παραμέτρους προσπάθειας των διαχειριστών του έργου (υποθέτουμε ότι ε >0). Όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλεται για το έργο τόσο χειρότερα αισθάνεται ο εκτελεστής. U = t – ψ (ε) όπου ψ = δυσαρέσκεια από την προσπάθεια ε = ευχαρίστηση από το έργο t = χρησιμότητα επιφύλαξης από το έργο ψ ‘ >0 , ψ’’ > 0 , ψ (0) = 0 ε>0 U ≥ 0 Έστω (λ>0) το κρυφό κόστος για δημόσιους πόρους διαφορετικά όταν ο φορολογούμενος δίνει 1€ στο κράτος έχει (1+ λ)€ δυσαρέσκεια.

16


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Το καθαρό πλεόνασμα του φορολογούμενο από το δημόσιο έργο είναι : S – (1+λ) (t + β – ε) Άρα ένας ρυθμιστής που προσπαθεί να λάβει υπόψη την ευημερία των πολιτών μεγιστοποιεί την ex‐post ευημερία. S – ( 1 + λ ) ( t+ β – ε ) + t – ψ (ε) S – ( 1 + λ ) β – ε + ψ (ε) ‐ λ U max S – ( 1 + λ ) β – ε + ψ (ε) ‐ λ U υ , ε s.t. U ≥ 0 ψ’ (ε) = 1 ή ε = U = 0 ή t = ψ

Η οριακή δυσαρέσκεια της προσπάθειας πρέπει να είναι ίση του οριακού κόστους της αποταμίευσης. Και επειδή υπάρχει ουσιώδες κόστος για τα δημόσια έσοδα η επιχείρηση τελικά δεν απολαμβάνει πρόσοδα. Εάν t = ψ c = β ‐ .

η επιδότηση όση η δυσαρέσκεια είναι ως το κόστος να είναι

Καλύτερα έχουμε εάν t ( c ) = a – ( c ‐ ) όπου a = ψ

και = β ‐

17


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Έχοντας παρουσιάσει τις βασικές θεωρίες που κατά καιρούς ερμήνευσαν την αιτιολόγηση των κυβερνητικών ρυθμίσεων στις αγορές θα ασχοληθούμε στη συνέχεια με τα τυπικά της διαδικασίας. Με τον όρο «τυπικά» θα περιγράψουμε περιληπτικά : i. ii. iii. iv. v. vi.

Πώς εκφράζεται η ρύθμιση. Που εμφανίζεται η μεγαλύτερη συχνότητα ρυθμιστικών κανόνων. Ποια είναι τα κύρια μέσα και εργαλεία τω ρυθμιστικών κανόνων. Ποιες είναι οι κυριότερες μορφές ρυθμιστικών περιορισμών που αποδίδουν υπό συνθήκες ασυμμετρίας στην πληροφόρηση των μερών των επιδιώξεων. Ποιες είναι οι βασικότερες κυβερνητικές ρυθμίσεις. Ποιες παραγωγικές δραστηριότητες εμπίπτουν συνήθως σε ρυθμιστικούς ελέγχους και πως επιτυγχάνεται αυτό. Και τέλος από vii – xvii τις πιθανές κριτικές που εμφανίστηκαν στην μέχρι σήμερα ανάλυση.

18


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

ΠΡΙΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ I.

Εισαγωγή

Από τη Μικροοικονομική Θεωρία οφείλουμε να επαναλάβουμε και να επαναφέρουμε στην μνήμη ορισμένα βασικά στοιχεία που θα αποτελέσουν την βάση της ανάλυσης ως σημείο αναφοράς. Θεωρήσαμε όμως σκόπιμο να μην προχωρήσουμε σε λεπτομερειακή ανάλυση των εννοιών καθώς αποτελούν ήδη γενική ύλη. Επιγραμματικά λοιπόν και για χάρη της πληρότητας της παρουσίασης παρουσιάζονται τα βασικά συμπεράσματα : a. Γιατί συνδέεται η ρύθμιση με την αποτελεσματικότητα και την τεχνολογική πρόοδο? Οι οικονομικές ρυθμίσεις πρέπει να προάγουν την αποτελεσματικότητα και την τεχνολογική πρόοδο. Η αποτελεσματικότητα αναφέρεται στην βέλτιστη χρήση των υπαρχόντων πόρων και της υπάρχουσας τεχνολογίας. Η τεχνολογική πρόοδος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την διάθεση πόρων στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Η αποτελεσματικότητα είναι στατική, η τεχνολογική πρόοδος είναι δυναμική. Διαφορετικές δομές της αγοράς μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα και την τεχνολογική πρόοδο με διαφορετικό τρόπο. b. Ποιες είναι οι βασικές παραδοχές του Ανταγωνισμού? Οι καταναλωτές έχουν τέλεια πληροφόρηση. Οι παραγωγοί έχουν μη‐αυξανόμενες αποδόσεις στην τεχνολογία. Οι καταναλωτές μεγιστοποιούν τις προτιμήσεις τους με βάση τους εισοδηματικούς τους περιορισμούς. Οι παραγωγοί βελτιστοποιούν τα οφέλη τους με βάση την παραγωγική τους ικανότητα. Όλοι οι παίκτες είναι μικροί σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς και δεν υπάρχουν εξωτερικότητες. Μια ανταγωνιστική ισορροπία δημιουργείται.

19


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Ρ

F

S

CS

PS

B H

D

Q'

Q

1. Υπό αυτές τις συνθήκες η ισορροπία χαρακτηρίζεται από : Αποτελεσματικότητα κατά Pareto – υφίσταται όταν δεν υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης της υπάρχουσας ισορροπίας χωρίς την χειροτέρευση της θέσης τουλάχιστον ενός καταναλωτή. Τιμή = Οριακό κόστος Οι επιχειρήσεις δεν επηρεάζουν την τιμή του προϊόντος τους (price takers) Δεν υπάρχουν υπερβολικά οφέλη. Η εφαρμογή των οικονομικών ρυθμίσεων γίνεται συνήθως σε αγορές όπου δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις του τέλειου ανταγωνισμού. Ο σκοπός εφαρμογής μιας οικονομικής ρύθμισης είναι συνήθως η ενίσχυση μερικών εκ των πλεονεκτημάτων (properties) του τέλειου ανταγωνισμού. 2. Η εναλλακτική πρόταση και το Κοινωνικό αποτέλεσμα Ζήτηση : Q = 100 – P Οριακό και μέσο κόστος : MC = AC = 20 Pm = $60 , Qm = 40 στην μονοπωλιακή ισορροπία Pc = $20 , Qc = 80 στην ισορροπία του ανταγωνισμού Μονοπώλιο : o Συνολικό πλεόνασμα : APcCB = $2400 o CS : APmB = $800 , Ps : PmPcCB = $1600 Ανταγωνισμός : o Συνολικό πλεόνασμα : APcD = $3200 o CS : APcD = $3200 , Ps : PmPcCB = $0

20


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Monopoly and Deadweight Losses Α

DWL of Monopoly = Area BCD

B

C D MC = AC

Demand MR

3. Κοινωνικά βάρη και γιατί έχουν σημασία Η κοινωνία συνήθως δεν βασίζει τις αποφάσεις της στην μεγιστοποίηση των πλεονασμάτων των παραγωγών και των καταναλωτών. Δίνει συνήθως διαφορετική βαρύτητα στα διαφορετικά είδη παραγωγών και καταναλωτών (και η κυβέρνηση). Παράδειγμα από την ρύθμιση των καζίνο: Η απελευθέρωση της λειτουργίας των καζίνο μπορεί να επηρεάσει εκείνους που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στον τζόγο και τους πολύ πλούσιους, επηρεάζοντας το πλεόνασμα του καταναλωτή. Παράλληλα, μπορεί να αυξήσει το πλεόνασμα του παραγωγού μέσω της αύξησης των κερδών του καζίνου.

21


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

A Natural Monopoly P (price) E AC

F MC G D

4. Βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας στα φυσικά μονοπώλια Κρατική ιδιοκτησία Τιμολογιακές ρυθμίσεις Δικαιόχρηση (franchise) Εισαγωγή ανταγωνισμού 5. Άλλοι τύποι αγοράς με επιβαρύνσεις αδράνειας Μονοψώνιο, όπου ο μοναδικός αγοραστής ρίχνει την τιμή που πληρώνει και την ποσότητα που αγοράζει. Ολιγοπώλιο, η ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του τέλειου ανταγωνισμού και του μονοπωλίου όπου ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων λειτουργεί έχοντας την ικανότητα να αυξήσει τις τιμές και να μειώσει την παραγωγή. Ολιγοψώνιο, όπου ένας μικρός αριθμός αγοραστών ρίχνει την τιμή που πληρώνει και την ποσότητα που αγοράζει. Το ολιγοπώλιο και το ολιγοψώνιο αποτελούν περιπτώσεις που αφορούν περισσότερο τις αρχές αντι‐τράστ παρά τις ρυθμιστικές αρχές.

22


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Monopolistic Competition P (price)

MC

AC

E

0

MR F

G D

Q (quantity)

Supply A G E B C F D Demand

Q (quantity)

23


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

S +Tax

S (Supply) A

E

S‐Subsidy

C

B

F

D (Demand)

Q (quantity)

US Supply

A G

= US Price with Tari

C E F

= World Free Trade

US Demand

0

Q (quantity)

24


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

6. Δαπάνες αδράνειας Μονοπωλίου Όπου : = αρχική τιμή = αρχική ποσότητα n = ελαστικότητα ζήτησης d = περιθώριο τιμής κόστους

Harberger (1954) έσοδα και κέρδη από την βιομηχανία. Το (d) εκτιμάται ως η διαφορά μεταξύ της βιομηχανίας και του μέσου υποδείγματος απόδοσης. Υπολογίζουμε το n = 1. Και λαμβάνουμε ότι το DWL είναι μόνο το 0.1% του ΑΕΠ(GNP).

7. Δαπάνες αδράνειας Μονοπωλίου Cowling and Muller (1978)

Δεδομένα από 734 επιχειρήσεις στις ΗΠΑ για τα έτη 1963‐1966. Το DWL εκτιμάται στο 4% του GCP. Αν στην εξίσωση συμπεριλάβουμε και την προσοδοθηρία (rent seeking) τότε το ποσοστό είναι κατά πολύ υψηλότερο.

8. Χ – Αναποτελεσματικότητα Χ‐Αναποτελεσματικότητα (Leibenstein 1966) έχουμε όταν οι επιχειρήσεις δεν ελαχιστοποιούν το κόστος παραγωγής της συνολικής λειτουργίας. Η Χ‐Αναποτελεσματικότητα οφείλεται είτε στην έλλειψη ανταγωνισμού είτε στην έλλειψη κινήτρων για ελαχιστοποίηση του κόστους των επιχειρήσεων. Τα μονοπώλια είναι ιδιαιτέρως επιρρεπή στην Χ‐ Αναποτελεσματικότητα. Κατ’επέκταση ένας επιπλέον λόγος υπέρ της απελευθέρωσης των αγορών θα μπορούσε να είναι και το ότι το στατικό κόστος αποτελεσματικότητας του μονοπωλίου υπερκαλύπτεται μακροπρόθεσμα από την αύξηση της Χ‐Αναποτελεσματικότητας.

25


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

9. Τεχνική (τεχνολογική) πρόοδος Ο Schumpeter ήταν υπέρ των μονοπωλίων υποστηρίζοντας ότι τα μονοπώλια ωφελούν την καινοτομία, διότι ο ανταγωνισμός για το μονοπώλιο ευνοούσε τις επενδύσεις σε καινοτομία. Οι δαπάνες για Ε&ΤΑ έχουν διάφορους τύπους και περιλαμβάνουν διάφορα στάδια: o Βασική και εφαρμοσμένη έρευνα o Εφευρέσεις o Ανάπτυξη o Διάχυση 10. Τεχνολογική αλλαγή και ανταγωνισμός

Value ($)

C

26


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

11. Εξηγώντας το μοντέλο Η πρωτοπορία (earlier innovation) στην καινοτομία κοστίζει περισσότερο αλλά είναι και περισσότερο αποδοτική. Τα οφέλη από την καινοτομία στην επιχείρηση επηρεάζονται αρνητικά από τον αριθμό των ανταγωνιστών που αντιγράφουν την καινοτομία ( σε ). Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει έντονος ανταγωνισμός που απαξιώνει την καινοτομία με το να εξαφανίζει τα κίνητρα για επένδυση ( < C). Έτσι, στόχος των ρυθμίσεων μπορεί να είναι η διατήρηση των κινήτρων για καινοτομία και η ανταμοιβή αυτών που καινοτομούν. 12. Ρυθμιστικές προσεγγίσεις της καινοτομίας Πατέντες o Παρέχουν ένα μονοπωλιακό δικαίωμα στις επιχειρήσεις για την εκμετάλλευση της καινοτομίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Κατοχύρωση o Παρέχουν το δικαίωμα ωφέλειας από την αναπαραγωγή πνευματικών δικαιωμάτων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αυτό αυξάνει το πλεόνασμα του παραγωγού βραχυπρόθεσμα. Το αποτέλεσμα αυτών των ρυθμίσεων στο πλεόνασμα του καταναλωτή είναι αβέβαιο βραχυπρόθεσμα. Πιθανόν να υπάρχουν καινοτομίες που να ωφελούν γρηγορότερα τον καταναλωτή ακόμα κι αν είναι ακριβότερες. Συμπεράσματα 9 Η βραχυπρόθεσμη στατική αποτελεσματικότητα επηρεάζει αρνητικά το μονοπώλιο μέσω των δαπανών αδράνειας(DWL). 9 Η τεχνολογική πρόοδος οφείλεται πό το μονοπώλιο, δεδομένου ότι το μονοπώλιο παρέχει κίνητρα για επενδύσεις σε καινοτομία. 9 Οι ρυθμίσεις απαιτούν την συμμετοχή της κοινωνίας κατά την διαδικασία καθορισμού των βέλτιστων ισορροπιών μεταξύ πλεονάσματος καταναλωτή και παραγωγού που βασίζεται σε φανερά ή κρυφά κοινωνικά βάρη.

27


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

ΘΕΩΡΙΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ (Ι) I.

Εισαγωγή

Αντικείμενο της παρουσίασης είναι να επαναλάβει την οικονομική θεωρία γύρω από το θέμα «αιτιολόγηση αποτυχίας της αγοράς» και «αναγκαιότητα ρυθμιστικών παρεμβάσεων» στα φυσικά μονοπώλια που αποτελούν την βάση παρέμβασης στην ηλεκτρική ενέργεια και στην διανομή δικτυακών αγαθών (π.χ. φυσικό αέριο, σταθερή τηλεφωνία κ.α.). Μέρος της ανάλυσης που θα εξεταστεί θα είναι και η λογική των Δημόσιων επιχειρήσεων ή διαφορετικά της «πραγματικής» (έναντι της «τυπικής»)εξουσίας του Δημοσίου να ελέγχει την λήψη των αποφάσεων σε παραγωγικές δραστηριότητες είτε αποκλειστικά μέσω ελέγχου της ιδιοκτησίας και της Διοίκησης είτε μέσω μείγματος αυτών (βλέπε Dewatripont + Tirole στην Formal + Real Authority). Η περίπτωση της αξιολόγησης των συμπερασμάτων Δημόσια ιδιοκτησία (ή διοίκηση) και Ρυθμιστική παρέμβαση θα αποτελέσει το τελικό ερώτημα της συζήτησης της παρούσας διάλεξης. Δεν θα εξεταστεί βέβαια ένα σημαντικό πρακτικό ερώτημα στον προηγούμενο διάλογο που συνδέεται με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε τα πρακτικά αποτελέσματα των συγκεκριμένων παρεμβάσεων όταν θα εξετάζουμε τις λύσεις που προέκυψαν στο δίπολο ρύθμιση – απορρύθμιση σε διαφορετικούς κλάδους, σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Τα βασικά θέματα που θα εξεταστούν στην συνέχεια αφορούν: a. Έννοια φυσικού μονοπωλίου και στρεβλώσεις. Το επιχείρημα της «αποτυχίας της αγοράς». ‐ Μόνιμο και στιγμιαίο φυσικό μονοπώλιο. – Αρχή της Υποαθροιστικότητας. b. Τεχνικές – Θεωρίες ρυθμιστικού ελέγχου. c. Σκέψεις εκτός των «επιβαρύνσεων αδράνειας»(deadweight loss).

28


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

II.

Έννοια του Φυσικού Μονοπωλίου

Από την μικροοικονομική ανάλυση γνωρίζουμε ότι μια μόνιμη και σταθερά φθίνουσα τάση στην εξέλιξη του μακροχρόνιου μέσου κόστους (LRAC) δημιουργεί πρόβλημα στον προσδιορισμό του αποτελέσματος και άρα ανταγωνιστικό επίπεδο στο μέγεθος της παραγωγής. Το προφανές ερώτημα λοιπόν που δημιουργεί λοιπόν η συγκεκριμένη τεχνολογική μορφή του μέσου κόστους είναι ότι σε αντίθεση με μια κλασσική μορφή (LRAC) το μέγεθος της επιχείρησης δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί γιατί πάντοτε θα υπάρχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση έστω και με οριακά μικρότερο (LRAC) να εισέλθει στην αγορά και να αποκλείσει την εγκατεστημένη λόγω πραγματικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. €

LRAC LRMC

Q

Αντίστοιχα μια διαφορετική μορφή τεχνολογικής εξέλιξης που θα επηρέαζε την (LRAC) έτσι ώστε να πλησιάζει ένα ελάχιστο και στην συνέχεια να σταθεροποιείται θα αποτελούσε ή όχι φυσικό μονοπώλιο εάν και εφόσον η ζήτηση του προϊόντος δεν ήταν ικανά ισχυρή να εισάγει ανταγωνισμό.

29


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

D

D’

(LRAC)

D

D’

Από το σχήμα προκύπτει ότι η DD αντιστοιχεί σε ζήτηση που δικαιολογεί μονοπωλιακή οργάνωση ενώ η D’D’ δεν επιτρέπει παρεμπόδιση εισόδου.

30


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

III.

Υποαθροιστικότητα στο Κόστος και Φυσικό Μονοπώλιο

Θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι στις αρχικές παρουσιάσεις της μονοπωλιακής αγοράς στην Βιομηχανική Οργάνωση είχαμε περιγράψει τεχνολογικές μορφές κόστους παραγωγής όπου η μη αθροιστικότητα του κόστους και άρα η τεχνολογία παραγωγής επηρεάζει σημαντικά την οργάνωση της αγοράς. Αν δεχτούμε ότι η εξεταζόμενη επιχείρηση χαρακτηρίζεται από ταυτόχρονη παραγωγή πολλών προϊόντων για τα οποία είναι μονοπωλητής έτσι ώστε q = ένα διάνυσμα παραγωγικών αποτελεσμάτων. q = ( ……..

)

m = προϊόντων ,

………..

n = έργο στη

& C = είναι η συνάρτηση κόστους τότε την θεωρούμε αυστηρά «υπαθροιστική» όταν:

> C ∑

για κάθε q όπου ∑

≠ 0

Ως παράδειγμα: C ( , 0) + C (0, ) > C ( , ) όταν εξετάζουμε το κόστος παραγωγής εξυπηρέτησης δύο διαφορετικών πελατών (π.χ. καταναλωτές υψηλής και χαμηλής τάσης). Για την πληρότητα και πάλι της ανάλυσης του φυσικού μονοπωλίου θα μπορούσαμε να αναφέρουμε περιπτώσεις όπου ως φυσικό μονοπώλιο ορίζουμε σε έναν κλάδο i = 1………n (i = ο αριθμός των δραστηριοποιούμενων επιχειρήσεων) στην περίπτωση που: Π (1) > 0 > Π (2) με δεδομένο ότι Dπ (π) / dπ < 0.

31


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

IV.

Τεχνικές – Θεωρίες Ρυθμιστικού Ελέγχου Φυσικού Μονοπωλίου

1. Τιμολόγηση με Οριακό Κόστος Αν δεχτούμε ότι η ρυθμιστική αρχή αποφασίζει να επιβάλλει τιμή ίση με το οριακό κόστος τότε στην περίπτωση του μόνιμου «φυσικού μονοπωλίου» θα υποχρεωθεί, η ρυθμιστική αρχή, να επιβάλλει ζημιογόνες χρήσεις.

D

Ζημίες

AC

MC

Q

D

Μια σκέψη θα ήταν να καλυφθούν οι ζημιές με κάποια σχετική επιδότηση ώστε και ο στόχος της αποτελεσματικότητας να επιτευχθεί και η επιχείρηση να λειτουργήσει. Το ερώτημα που γεννάται στην περίπτωση αυτή συνίσταται στο τι επιπτώσεις δημιουργεί στην οικονομία η απορρόφηση φορολογικών εσόδων για να καλυφθούν τα ελλείμματα. a. Είναι δυνατόν η απώλεια ευημερίας του καταναλωτή από την φορολογική επιβάρυνση να είναι μεγαλύτερη από την ζημία. Στην περίπτωση αυτή δεν θα έπρεπε να τιμολογηθεί με αυτόν τον τρόπο το αγαθό. b. Επειδή η διοίκηση της εταιρείας γνωρίζει την ισχύ της επιδότησης χάνει τελείως τα κίνητρα για αποτελεσματική διαχείριση. c. Σε επίπεδο δίκαιας κατανομής των βαρών τίθεται το ερώτημα, γιατί όσοι δεν επιθυμούν το συγκεκριμένο αγαθό να αναλάβουν με φορολογικές επιβαρύνσεις να καλύψουν την επιδότηση της κατανάλωσης εκείνων που την επιθυμούν.

32


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Αν αντίθετα η τιμολόγηση δεν επιβάλλεται στο επίπεδο του οριακού αλλά στο επίπεδο του μέσου θα επιτυγχάνεται μικρότερη απώλεια ευημερίας αλλά η λειτουργία από άποψη αποτελεσματικότητας διαχείρισης θα παρουσίαζε παραμορφώσεις. 2. Μη Γραμμική Τιμολόγηση Η ανάλυση της διπλής ταρίφας (ένα σταθερό ποσό και ένα ανάλογα με την καταναλωμένη ποσότητα) έχει παρουσιαστεί διεξοδικά στην Βιομηχανική Οργάνωση. Υπενθυμίζουμε απλά ότι με τον τρόπο αυτό η εταιρεία προσαρμόζει καλύτερα την τιμολόγηση του μονοπωλιακού της αγαθού στις προτιμήσεις ασκώντας σχετική διάκριση τιμών. Π.χ. Σταθερό Τμήμα 5 10 20

Μέσο Τμήμα 10 5 0

20 10 5

100

200

33


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

3. Τιμολόγηση Ramsey Όπως έχει παρουσιαστεί στη θεωρία τέλειας διάκρισης τιμών από έναν μονοπωλητή, ο κανόνας σε γενικές γραμμές αποτυπώνεται από την σχέση :

όπου

=

‐ η ελαστικότητα ζήτησης

και (λ)‐ ένας συντελεστής που επηρεάζεται από τον βαθμό συμπληρωματικότητας των αγαθών καθώς και από την συγκέντρωση στον κλάδο παραγωγής. 4. Πρόταση Loeb – Mayat Υποθέτουμε ότι ο μονοπωλητής έχει πλήρη γνώση της συνάρτησης ζήτησης και κόστους ενώ ο ρυθμιστής μόνο της ζήτησης. Άρα, αποδεχόμαστε μια ασυμμετρία στην γνώση. Ο στόχος του μονοπωλητή είναι η μεγιστοποίηση των κερδών και ο στόχος του ρυθμιστή η αποτελεσματικότητα στην τιμολόγηση. €

AC

MC

D

q Υποθέτουμε ότι TC = a + cq MC = c

34


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Η πρόταση της ρυθμιστικής αρχής έχει ως εξής: Στην τιμή που θα επιλέξεις (μονοπωλητή) το κράτος είναι διατεθειμένο να πληρώσει το πλεόνασμα του καταναλωτή. Στην περίπτωση αυτή ο μονοπωλητής υποχρεούται να παράγει όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικά, να χρεώσει την μικρότερη δυνατή τιμή ( p = )και να διεκδικήσει το μέγιστο πλεόνασμα ως επιχορήγηση. Ενώ από πρόταση αποτελεσματικότητας η πρόταση είναι άριστη, σε επίπεδο διανομής δεν γίνεται αποδεκτή καθώς η κοινωνία υποχρεούται να μεταβιβάσει το συνολικό πλεόνασμα. Για να αποφευχθεί αυτό το φαινόμενο θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε ως ρυθμιστές μια αμοιβή δικαιόχρησης. Αν εναλλακτικά εμπλακούμε στον διάλογο της δημόσιας επιχείρησης τα διλλήματα ως προς την αποτελεσματικότητα της τιμολόγησης καλύπτονται απόλυτα, ως προς δε την αναγκαιότητα δικαιώματος δικαιόχρησης καλυπτόμεθα καθώς το συνολικό πλεόνασμα θεωρείται μεταβιβαστική πληρωμή από τους καταναλωτές προς τον ιδιοκτήτη που στην περίπτωση μας είναι το ίδιο το κράτος (δηλ. οι καταναλωτές).

35


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

ΘΕΩΡΙΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ (ΙΙ) I.

Εισαγωγή

Το κλασσικό παράδειγμα που θεμελίωσε την αναγκαιότητα ρυθμιστικών κρατικών παρεμβάσεων στην αγορά ήταν η ηλεκτρική ενέργεια. Οι αιτιάσεις δεν αμφισβητούνται καθώς η σταθερή πτώση του μέσου μακροχρόνιου κόστους και η αδυναμία διαχείρισης αποθεμάτων παραγωγής ως μηχανισμού αλλαγής από την επιχείρηση του μέσου κόστους φέρνουν την παραγωγή και την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ως μια ιδανική περίπτωση αγοράς «Φυσικού Μονοπωλίου». Στόχος μας λοιπόν είναι να εξετάσουμε πρώτα τα κόστη και τα οφέλη από μια παρέμβαση στην αγορά με δεδομένο ως σημείο αναφοράς την «απώλεια ευημερίας» λόγω αναποτελεσματικότητας τιμολόγησης ενός μη ελεγχόμενου μονοπωλίου. Άρα από την μία πλευρά έχουμε παρέμβαση για να ανακτηθεί από την κοινωνία η «απώλεια ευημερίας» που αναπόφευκτα προκύπτει από την μη‐παρέμβαση και από την άλλη το κόστος λειτουργίας των ρυθμιστικών αρχών καθώς και οι μη εσκεμμένες παρενέργειες της ρύθμισης (εξωτερικότητες ή / και στρεβλώσεις). Ένα σημαντικό ενδεχόμενο των στρεβλωτικών επιπτώσεων της ρυθμιστικής παρέμβασης στα κίνητρα των συναλλασσόμενων (ρυθμιστής – ρυθμιζόμενος) δεν θα αναλυθεί καθώς αποτελεί τον πυρήνα της σύγχρονης θεωρίας των ρυθμίσεων που θα εξεταστεί στο επόμενο τμήμα των παραδόσεων. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε και ιστορικά, επηρεάζεται και από την ανάλυση των επιπτώσεων που κατά καιρούς δημιουργούσε στην ρυθμιζόμενη επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας και αφορούσε τις ακόλουθες τεχνικές : a. Έλεγχος των τιμών ή των τιμολογίων i. Λογιστική μεθοδολογία προσδιορισμού τιμολογίων ii. Ρυθμιστική χρονική υστέρηση iii. Υπολογισμός βάσης αναφοράς b. Ρύθμιση τιμολογίων μέσω κόστους κεφαλαίου. i. Υπολογισμός ii. Μη – γραμμική εφαρμογή c. Τιμολογιακή οροφή (price – cap). d. Τιμολόγηση οριακού κόστους και τιμολόγηση αιχμής. e. Προβλήματα από την ρύθμιση μέσω ποσοστού κέρδους επί των επενδυόμενων κεφαλαίων. i. Υπόθεση Averch – Johnson ii. Διάκριση τιμών λόγω ρυθμιστικών παρεμβάσεων στο κόστος εξυπηρέτησης.

36


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

f. Ρυθμιστική τιμολόγηση με πλήρης διανεμόμενο κόστος (FDC) i. Προβληματισμός ευημερίας από εσωτερικές υποκαταστάσεις μεταξύ καταναλωτών. Αποτελεσματικότητα και αιτιολογίες για επανεξέταση των αιτιών ρύθμισης του φυσικού μονοπωλίου και τάσεις για ανάπτυξη του ανταγωνισμού. II.

Έλεγχος Τιμών και Τιμολογίων

Οι επιλογές σε επίπεδο μονοπωλίου προσδιορίστηκαν θεωρητικά ως προς την ρύθμιση, στα προηγούμενα. Στόχος μας είναι να μελετήσουμε τα διαφορετικά προβλήματα που ανακύπτουν στην εφαρμογή ρυθμιστικών κανόνων που ως κατάληξη έχουν την απόδοση των επενδυόμενων κεφαλαίων (Rate of Return Regulation). Μεθοδολογία 1 : Λογιστική Η ρυθμιστική αρχή προσδιορίζει τις τιμές ή τα τιμολόγια που θα καθορίζουν την συμπεριφορά του μονοπωλίου χρησιμοποιώντας πληροφόρηση από προηγούμενα λογιστικά στοιχεία (ισολογισμού). Για παράδειγμα, θεωρώντας ως βάση προσδιορισμού των επενδυόμενων κεφαλαίων (πάγια) μπορεί να δεχθεί την εξής σχέση: Έσοδα = Δαπάνες + Γ Π ή

= Δαπάνες + ΓΠ

όπου n = αριθμός διαφορετικών προϊόντων Γ = απόδοση κεφαλαίου (π.χ. Ομόλογο Δημοσίου) Π = σύνολο πάγιων μετά αποσβέσεων Μια απλή αποτύπωση των λογιστικών μεγεθών μας παρέχει ικανοποιητική καταγραφή των μεγεθών. Αξία αγοράς πρώτων υλών (φυσικό αέριο) + Εργατικό κόστος Δαπάνες = + Αποσβέσεις + Φόροι

37


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Έσοδα =

Έσοδα ‐ Δαπάνες = Καθαρό Εισόδημα Βάση Υπολογισμού Κεφαλαίων = Αναπόσβεστη αξία + Κεφάλαιο εργασίας Ποσοστό Απόδοσης = Καθαρό εισόδημα / Βάση υπολογισμού κεφαλαίων Είναι κατανοητό ότι η συγκεκριμένη μεθοδολογία πάσχει και ως προς τον υπολογισμό των μεγεθών καθώς προσδιορίζεται εκ των υστέρων, και διότι η χρονική υστέρηση της προσαρμογής της επιτρεπτής απόδοσης στην πραγματοποιούμενη δημιουργεί πλήθος στρεβλώσεων. Το κυριότερο όμως θέμα έχει να κάνει με αυτό καθ΄αυτό τον προσδιορισμό του ποσοστού απόδοσης (Γ). Είναι γεγονός ότι ενέχει μεγάλη αυθαιρεσία, άρα και εξάρτηση ρυθμιστή από ρυθμιζόμενο ιδιαίτερα μάλιστα όταν η βιβλιογραφία του προσδιορισμού του κόστους κεφαλαίων και της αξίας των μετοχών δεν συγκλίνει σε συγκεκριμένες λύσεις. Απλά γνωρίζουμε την σχέση τιμής μιας μετοχής : =

+ ………………..+

όπου = η τιμή της μετοχής και η χρηματορροή αντιστοιχεί στην παρούσα αξία των μελλοντικών μερισμάτων ( ) με = t το σταθερό διαχρονικά κόστος κεφαλαίου. Μαθηματικά η σχέση μπορεί να υπολογιστεί και ως t =

+ g

όπου g = το ποσοστό ανάπτυξης της εταιρείας

= η τρέχουσα απόδοση της μετοχής

38


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Μεθοδολογία 2 : Μη Γραμμική (Joskowt Schmalensee) Έστω ( ) η απόδοση στόχος και ( ) η πραγματοποιημένη απόδοση στον χρόνο (t). H μεθοδολογία επιτρέπει τον ακόλουθο μηχανισμό διόρθωσης = + b (

) όπου 0 < b < 1

Στην περίπτωση που b = 1 έχουμε μια μεθοδολογία προσθήκης κόστους από το σφάλμα της εκτίμησης, ενώ b = 0 έχουμε σταθερή τιμή με μεταφορά στην επιχείρηση του κόστους και του οφέλους που προκύπτει από το σφάλμα της εκτίμησης Η μεθοδολογία εφαρμόστηκε με πολλαπλές οπτικές γωνίες, η κλασσικότερη των οποίων ήταν να δεχτούμε ένα εύρος τιμών όπου είτε δεν έχουμε αναπροσαρμογή προς τα πάνω, είτε δεν έχουμε αναπροσαρμογή προς τα κάτω π.χ. a ≤ Γ ≤ b (δεν αλλάζει) Γ > b (μειώνεται) Γ < a (αυξάνεται) Μεθοδολογία 3 : Τιμολογιακή Οροφή (price cap) Η μεθοδολογία δεν χρησιμοποιεί λογιστικά στοιχεία. Απλά προσδιορίζει μια ανώτατη τιμή για κάθε κατηγορία αγαθών ή ενός μέσου συνόλου και η επιχείρηση μπορεί να χρεώσει ανάλογα, χωρίς όμως να ξεπερνάει τον σταθμικό μέσο Άρα έχει ένα περιορισμό την δέσμευση ότι :

≤ για όλα τα αγαθά με τιμολόγηση οροφής υπό > 0 Σ

= 1

και ω = σταθμικός συντελεστής Στην περίπτωση που ζητείται μια δυναμική συμφωνία για τις μεταβολές της οροφής συνήθως , ο ρυθμός μεταβολής εξαρτάται από τον πληθωρισμό την μορφή της τεχνολογικής ανάπτυξης ή τέλος μεταβολή στο κόστος πρόσβασης σε τοπικές αγορές και άλλα λογιστικά κόστη.

39


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

III.

Τιμολόγηση με βάση το Οριακό Κόστος

Όπως ήδη έχει αναλυθεί στην μικροοικονομία, οι κλασσικοί οικονομολόγοι (Dupuit, Marshall, Pigon, Clark, Pareto, Wicksell) ανέλυσαν διεξοδικά την έννοια της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος. Η πρώτη εφαρμογή όμως της ίδιας μεθοδολογίας σε μονοπωλιακές επιχειρήσεις ως ρυθμιστική παρέμβαση γίνεται από τους Γάλλους οικονομολόγους που εξετάζουν το πρόβλημα για την Electricite de France (Boiteux 1949). Η περίπτωση αφορά εφαρμογή του υποδείγματος Dupuit – Hetelling για επιχειρήσεις που εξυπηρετούν διαφορετικές αγορές αλλά με «κοινό παραγωγικό δυναμικό» (common capacity problem). Το απλό παράδειγμα τιμολόγησης φορτίου αιχμής (peak‐load) έχει ως εξής: Η επιχείρηση δεσμεύεται για το παραγωγικό της δυναμικό (Κ) που θα εξυπηρετήσει (n) περιόδους. Το κόστος επένδυσης είναι :

K και ανά χρονική στιγμή t є 1…..….n παράγει

≤ k με μεταβλητό κόστος C

Η επιχείρηση αντιμετωπίζει SRMC = c LRMC = +c Η συνάρτηση κόστους παρουσιάζεται ως: κόστος

C

C

+c

Κ

παραγωγή

40


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Εάν υπό αυτές τις συνθήκες η ζήτηση είναι δεδομένη (διαφορετική ανά χρονική στιγμή) και ανελαστική θα πρέπει να ισχύουν:

= c t ≠ αιχμή Η

Τιμολόγηση οριακού κόστους

= +c Τα έσοδα είναι : c Σ

+ (c + )

Το συνολικό κόστος της επένδυσης είναι : c Σ και εάν

+ Κ

= Κ έχουμε ισορροπία και στον ισολογισμό

Στην περίπτωση όμως που έχουμε αρνητική κλίση στην συνάρτηση ζήτησης τα δεδομένα μεταβάλλονται έτσι ώστε να έχουμε υπερβάλλουσα – άργουσα παραγωγική δυναμικότητα και τιμολόγηση υψηλότερη του οριακού κόστους.

= = (

( ) +c) >

για κάθε t ≠ H

Οι παρατηρήσεις που έχουν αναφερθεί στην προσπάθεια των ρυθμιστικών αρχών να τιμολογήσουν με το MC ώστε να επιτύχουν αποτελεσματική διαχείριση είναι οι ακόλουθες: a. Στην περίπτωση που η κυβέρνηση προσπαθεί να επιδοτήσει τις ζημίες που δημιουργεί η ρύθμιση με τιμολόγηση οριακού κόστους δημιουργεί επιπλέον στρεβλώσεις (Meade 1944). b. Σύμφωνα με τον Coase και την έννοια της «κοινωνικής αξίας από την διατήρηση μιας παραγωγής» επιχειρηματολογείται ότι η τιμολόγηση με MC ουσία επιτρέπει στους ρυθμιστές να αποφασίζουν οι καταναλωτές γιατί θα πρέπει να παρέχεται μια συγκεκριμένη υπηρεσία. c. Τέλος, σύμφωνα με την Γαλλική σχολή (Allais, Boiteux), η απουσία εισοδηματικού περιορισμού στις δαπάνες (κρατική ενίσχυση) και τιμολόγηση με βάση το MC δημιουργεί κίνητρα στις κυβερνήσεις για επιδοτήσεις (αντίθετα δεν ισχύει, στην περίπτωση εφαρμογής κανόνων ισοσκελισμένου προϋπολογισμού). Παράλληλα δεν είναι πάντοτε ουδέτερη η επίπτωση της μεταφοράς των επιδοτήσεων σε φορολογικές επιβαρύνσεις των φορολογουμένων με σκοπό να διατηρηθεί η αρχή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

41


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

IV.

Προβλήματα από την Ρύθμιση του Κόστους (Averch – Johnson)

Η οριακή τιμολόγηση (MC) κατά Ramsey – Boiteux αποτελεί την βάση για τον προσδιορισμό των τιμολογιακών ρυθμίσεων στις ρυθμιζόμενες επιχειρήσεις. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα παρουσίασε τις στρεβλώσεις μιας ρυθμιστικής πολιτικής τιμολόγησης (MC) κυρίως από την πλευρά της ρυθμιστικής αρχής. Εξετάζουμε δηλαδή την πολιτική των ρυθμιστικών αρχών ώστε να πετύχουν και την κάλυψη των ζημιών που δημιουργεί μια επιβολή (MC) και τις επιπτώσεις της παράλληλης διαχείρισης αυτού του προβλήματος σε συνθήκες ισοσκελισμένου προϋπολογισμού (κράτος). Η κριτική (A – J) εξετάζει τις ρυθμιστικές στρεβλώσεις που συνεπάγεται για την επιχείρηση και για τον τρόπο που χρησιμοποιεί τους παραγωγικούς πόρους λόγω επιβολής ρύθμισης με απόδοση στο κεφάλαιο (Rate of Return Regulation). Στο βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι κάθε επιχείρηση που ρυθμίζεται από αυτή την μεθοδολογία ωθείται σε στρέβλωση των χρησιμοποιούμενων συντελεστών παραγωγής έτσι ώστε να γίνεται μη αποτελεσματική αξιοποίηση τους. Το υπόδειγμα έχει ως εξής: Έστω μια ρυθμιζόμενη επιχείρηση με q = F (K, L) συνάρτηση παραγωγής r, ω οι αμοιβές P = P(q) η συνάρτηση ζήτησης Και υποχρεώνεται να λειτουργήσει με έναν περιορισμό τα Π = κέρδη ≤ s K όπου s = επιτρεπτό επίπεδο απόδοσης άρα max Π = p ( F (K, L ) ) F ( K, L) ‐ ω L – Γ Κ s.t. Π ≤ s K

42


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Η άριστη επιλογή οδηγεί την ρυθμιζόμενη επιχείρηση στο επίπεδο :

=

με α =

> 0

όπου λ = η αύξηση των κερδών από μια 1€ μοναδιαία αύξηση των επιτρεπτών κερδών L

αποτελεσματικό

(A – J) επίπεδο

K

Το αποτέλεσμα που μας οδηγεί που μας οδηγεί η συγκεκριμένη ανάλυση είναι ότι γενικά οι επιχειρήσεις που ελέγχονται με αυτή την μεθοδολογία έχουν την τάση να υπερ‐επενδύουν σε κεφάλαια.

43


Χαριτάκης Γ. Νικόλαος Βιομηχανική Οικονομική ΙΙ

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση έχουμε να διατυπώσουμε τα εξής συμπεράσματα: 9 Η τιμολόγηση και η επιλογή της μεθοδολογίας ρύθμισης των φυσικών μονοπωλίων κινείται από εφαρμογές (MC) και (AC) τιμολόγησης είτε σε ατομικές είτε σε διαφορετικές αγορές (Ramsey) και σε μορφές απόδοσης κεφαλαίου. 9 Και οι δύο μέθοδοι δημιουργούν στρεβλώσεις είτε στις δαπάνες των ρυθμιστικών αρχών είτε στην διαχείριση των πολυπαραγωγικών πόρων. 9 Είναι αρκετά αντίθετο να προσδιοριστούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις αν και τα βασικά θεωρητικά συμπεράσματα ιδιαίτερα σε σχέση με το θεώρημα του Coase είναι καταρχήν δεδομένα. 9 Η ύλη ανάλυσης δεν μας επιτρέπει να δεχόμαστε αβίαστα επιβολές ρυθμιστικών κανόνων ιδιαίτερα μάλιστα στο μέρος των στρεβλώσεων που γεννά η λογική των κινήτρων και της θεωρίας «σύλληψης» δεν έχει εφαρμοστεί στα υποδείγματα που προαναφέρθηκαν. Στόχος μας στην συνέχεια θα είναι να μελετήσουμε πρακτικές εφαρμογές τους στην ηλεκτρική ενέργεια με έμφαση στις στρεβλωτικές επιπτώσεις της «δομής» των τιμολογίων.

44


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.