Eidikathemtrapsimiwseis

Page 1

Αποτίµηση Αξιογράφων Σταθερού Εισοδήµατος (Οµολογίες) (Fixed – Income Securities - Bonds)

1


Οµολογίες • Ορισµός: ένα αξιόγραφο το οποίο ενσωµατώνει έντοκη απαίτηση κατά του εκδότη του και χωρίζεται σε ίσα µερίδια. • Συνήθης οµολογία: περιοδικές πληρωµές (π.χ. ανά έτος ή 6µηνο) και αποπληρωµή του αρχικού ποσού στην λήξη της περιόδου δανεισµού (straight ή plain vanilla ή bullet bonds). – Το ύψος τον πληρωµών καθορίζεται στην έκδοση των οµολογιών και υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το εκδοτικό επιτόκιο µε την ονοµαστική αξία του τίτλου. – Οι περίοδοι είναι σταθεροί (π.χ. ανά εξάµηνο ή ανά έτος) όπως και το ποσό που καταβάλλεται σε κάθε περίοδο.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

2


Ορισµοί (1/2) • Ηµεροµηνία λήξης: η ηµεροµηνία που λήγει το δάνειο και οφείλει ο εκδότης να επιστρέψει την ονοµαστική αξία στον κάτοχο της οµολογίας. • Ονοµαστική αξία: η αξία που αναγράφεται στην οµολογία και την οποία θα εισπράξει ο κάτοχός της στην λήξη της. • Χρονική διάρκεια: η περίοδος από την έκδοση µέχρι τη λήξη της οµολογίας. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

3


Ορισµοί (2/2) • Εκδοτικό επιτόκιο: το επιτόκιο που αναγράφεται στην οµολογία και πολλαπλασιαζόµενο µε την ονοµαστική αξία δίνει το τοκοµερίδιο. – Εκφράζεται σε ετήσια βάση • Απόδοση στη λήξη: εάν ο κάτοχός της την κρατήσει µέχρι τη λήξη και επανεπενδύσει όλα τα τοκοµερίδια µε την YTM η οποία ισοδυναµεί µε το IRR της. • Τρέχουσα απόδοση: ετήσιο τοκοµερίδιο διά την τιµή του οµολόγου στην αγορά. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

4


Είδη οµολογιών • Ελληνικού ∆ηµοσίου µε σταθερό επιτόκιο. • Ελληνικού ∆ηµοσίου µε µεταβλητό επιτόκιο. • Ελληνικού ∆ηµοσίου µε ρήτρα Ξένου Νοµίσµατος. • Τιµαριθµοποιηµένα Οµόλογα. • Αποταµιευτικά Οµόλογα. • κλπ Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

5


∆ιαδικασία έκδοσης • Τα τελευταία χρόνια η έκδοση και διαπραγµάτευση γίνεται ηλεκτρονικά και σε άυλη µορφή. • Η διάθεση γίνεται µέσω βασικών διαπραγµατευτών οι οποίοι ελέγχονται από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου των Βασικών ∆ιαπραγµατευτών. • Προηγείται δηµόσια εγγραφή των επενδυτών. • Πρωτογενής και δευτερογενής αγορά βρίσκονται εκτός χρηµατιστηρίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

6


Αποτίµηση αξιογράφων σταθερού εισοδήµατος • Αποτίµηση:

ο τρόπος µε τον οποίο καθορίζεται η τιµή που έχει ένα αξιόγραφο στην αγορά. ∆ηλαδή ψάχνουµε την αγοραία αξία (market value) µίας οµολογίας, µετοχής, κλπ. • Η αποτίµηση σηµαίνει τον υπολογισµό της οικονοµικής αξίας του αξιογράφου. • Ο επενδυτής που αγοράζει ένα αξιόγραφο (π.χ. ένα οµόλογο), καταβάλλει ένα ποσό σήµερα µε στόχο να εισπράξει κάποιες ταµειακές ροές στο µέλλον. •Το ποσό που καταβάλλει ο επενδυτής σήµερα αποτελεί την τιµή αγοράς του αξιογράφου και είναι ίσο µε την παρούσα αξία των µελλοντικών ταµειακών ροών που θα εισπράξει ο αγοραστής τις οποίες προεξοφλεί µε το κατάλληλο γι’ αυτόν προεξοφλητικό επιτόκιο, δηλαδή, µε την απαιτούµενη απόδοση που έχει για να αγοράσει το αξιόγραφο. Το επιτόκιο αυτό αντιπροσωπεύει την αξία του χρήµατος για την περίοδο που διαρκεί το αξιόγραφο και συµπεριλαµβάνει και τον κίνδυνο του ίδιου του αξιογράφου αλλά και το κόστος ευκαιρίας του αγοραστή. • Η συνολική παρούσα αξία των µελλοντικών ταµειακών ροών αποτελεί την οικονοµική αξία (intrinsic value, IV) του αξιογράφου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

7


Ισορροπία στην αγορά οµολόγων • Όταν

η αγορά οµολογιών βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, οι τιµές των οµολογιών ισούνται µε τις οικονοµικές τους αξίες. • Η αγορά οµολογιών βρίσκεται σχεδόν πάντα σε ισορροπία αφού όποτε παρουσιαστεί κάποια ανισορροπία οι δυνάµεις της προσφοράς και της ζήτησης οδηγούµαστε και πάλι σε ισορροπία. ∆ηλαδή αν η τιµής µίας οµολογίας στην αγορά υπερβαίνει την οικονοµική της αξία, τότε οι επενδυτές θα επιδιώκουν την πώλησή της αυξάνοντας την προσφορά της και µειώνοντας την τιµή της µέχρι το σηµείο όπου θα ισούται µε την οικονοµική της αξία. Το αντίθετο θα συµβεί αν η τιµή ενός οµολόγου υπολείπεται της οικονοµικής της αξίας. • Η οικονοµική αξία της οµολογίας βρίσκεται µε την διαδικασία της παρούσας αξίας και ισούται µε: IV = ……. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

8


Παράδειγµα 1 Να βρεθεί η IV οµολογίας που έχει διάρκεια ζωής ακόµη 3 έτη. Η ονοµαστική της αξία είναι €1.000 και το εκδοτικό επιτόκιο 10%. Σηµειώνεται ότι σήµερα τα επιτόκια έχουν µειωθεί σε 8% για παρόµοια οµόλογα.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

9


Απόδοση στη λήξη (YTM) (1/2) • Μαθηµατικά το Yield To Maturity (YTM) είναι το προεξοφλητικό επιτόκιο που εξισώνει τις αναµενόµενες αποδόσεις του οµολόγου από το επιτόκιο και την είσπραξη της ονοµαστικής αξίας στην λήξη, µε την τιµή που αγοράστηκε σήµερα το οµόλογο. • Ουσιαστικά είναι ο εσωτερικός βαθµός απόδοσης (IRR) του οµολόγου και αποτελεί την απόδοση που ενδιαφέρει περισσότερο τους επενδυτές. • Βασίζεται σε δύο υποθέσεις: οι οµολογίες κρατούνται µέχρι τη λήξη τους και τα εισπραχθέντα τοκοµερίδια επανεπενδύονται µε επιτόκιο ίδιο µε το ΥΤΜ.

10


Απόδοση στη λήξη (YTM) (2/2) • Εάν αγοράσει ένας επενδυτής σήµερα ένα οµόλογο µε λήξη σε 10 χρόνια σε τιµή €820 και ονοµαστική αξία €1.000 και εκδοτικό επιτόκιο 5% η YTM δίνεται ως εξής: • YTM = {τοκοµερίδιο + [(FV – Pm) / 10]} / (FV + Pm) /2 – YTM = {50 + [(1.000 – 820) / 10]} / (1.000 + 820) / 2 = 7,4725% – Το αποτέλεσµα αυτό είναι κατά προσέγγιση (ΑΥΤΜ) και µικρότερο από ότι αν το υπολογίζαµε στο excel επειδή δεν λαµβάνει υπόψη τη χρονική αξία του χρήµατος, δηλαδή τον ανατοκισµό των τοκοµεριδίων. 11


Κατά προσέγγιση απόδοση στη λήξη του αξιογράφου • Συνήθως, δεν εµφανίζεται η περίπτωση που είδαµε πιο πριν όπου ο άγνωστος ήταν η

οικονοµική αξία και όλα τα άλλα δεδοµένα. • Στην πραγµατικότητα, όλες οι παράµετροι είναι γνωστές εκτός το προεξοφλητικό επιτόκιο, το οποίο είναι εν πολλοίς υποκειµενικό. • Αφού προσδιορίσουµε το προεξοφλητικό επιτόκιο και µε δεδοµένους τους άλλους παράγοντες (τρέχουσα τιµή οµολόγου, εκδοτικό επιτόκιο, ονοµαστική αξία, χρόνος λήξης, περίοδος καταβολής τοκοµεριδίων) γίνεται η εκτίµηση της απόδοσης για τον αγοραστή εάν αυτός κρατήσει την οµολογία µέχρι τη λήξη της. • Η απόδοση στη λήξη της δίνεται από τον τύπο: P0 = IV = ……… • Η απόδοση στη λήξη υπολογίζεται εύκολα µε Η/Υ, ή µε τη διαδικασία δοκιµής, λάθους, δοκιµάζοντας διάφορα εναλλακτικά επιτόκια, µέχρι η δεξιά πλευρά της εξίσωσης ισούται µε το αριστερό. • Μία άλλη µέθοδος για τον υπολογισµό της απόδοσης στη λήξη είναι η κατά προσέγγιση απόδοση στη λήξη (AYTM), η οποία βρίσκεται από τον τύπο: AYTM = …... • Στην µέθοδο AYTM γίνεται η υπόθεση του ετήσιου ανατοκισµού. • Η απόδοση στη λήξη (ΥΤΜ) είναι υποσχόµενη απόδοση που θα επιτευχθεί µόνο εάν ο επενδυτής κρατήσει την οµολογία µέχρι τη λήξη της και επανεπενδύσει τα τοκοµερίδια µε επιτόκιο ίσο µε την απόδοση στην λήξη. Εάν δεν γίνει αυτό, ακόµη και αν ο επενδυτής κρατήσει το οµόλογο µέχρι τη λήξη του, η πραγµατοποιηθείσα απόδοση θα διαφέρει από την YTM. • Στην πραγµατικότητα η επανεπένδυση των τοκοµεριδίων γίνεται µε διαφορετικό επιτόκιο από την YTM. Σε αυτήν την περίπτωση έχουµε την πραγµατοποιηθείσα απόδοση η οποία βρίσκεται από τον τύπο: rcy = ……. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

12


Παράδειγµα 2 Μία οµολογία έχει διάρκεια ζωής ακόµη 3 χρόνια. Η ονοµαστική της αξία είναι €1.000 και το εκδοτικό επιτόκιο 8%. Αν η τρέχουσα τιµή της οµολογίας είναι €950,026 να βρεθεί η κατά προσέγγιση απόδοση του επενδυτή αν την αγοράσει και την κρατήσει µέχρι τη λήξη της.

Παράδειγµα 3 Μία οµολογία έχει διάρκεια ζωής ακόµη 3 χρόνια. Η ονοµαστική της αξία είναι €1.000 και το εκδοτικό επιτόκιο 8%. Αν η τρέχουσα τιµή της οµολογίας είναι €950,026 να βρεθεί η πραγµατοποιηθείσα απόδοση του επενδυτή αν την αγοράσει και την κρατήσει µέχρι τη λήξη της επανεπενδύοντας τα τοκοµερίδια µε 12%.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

13


∆ιηνεκής οµολογία • ∆ιηνεκής, είναι µία οµολογία η οποία δεν λήγει

ποτέ, καταβάλλοντας στον κάτοχό της περιοδικές πληρωµές (τόκο) • Η οικονοµική αξία µίας διηνεκούς οµολογίας δίνεται από τον τύπο: IV = ……. • Παράδειγµα 4: Να βρεθεί η IV µίας διηνεκούς οµολογίας µε ονοµαστική αξία €1.000 και εκδοτικό επιτόκιο 8% και η απόδοση που απαιτούν οι επενδυτές είναι 5%. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

14


Σχέση µεταξύ επιτοκίων και τιµών των οµολόγων • Κατά

τον Burton Malkiel, η τιµή µίας οµολογίας στην αγορά είναι συνάρτηση τεσσάρων παραγόντων: της ονοµαστικής της αξίας, του τοκοµεριδίου της, του χρόνου λήξης της και των επιτοκίων που επικρατούν στην αγορά. • Ο Malkiel διατύπωσε πέντε θέσεις αναφορικά µε τη σχέση µεταξύ της µεταβλητότητας των τιµών των οµολόγων και των επιτοκίων. – οι τιµές των οµολογιών κινούνται αντίστροφα από τις αποδόσεις στη λήξη, και κατά συνέπεια των επιτοκίων. – η µεταβλητότητα των τιµών των οµολογιών σχετίζεται θετικά µε το χρόνο λήξης τους. – η ποσοστιαία µεταβολή της τιµής µίας οµολογίας αυξάνεται µε φθίνοντα ρυθµό καθώς αυξάνεται ο χρόνος λήξης της οµολογίας. – οι µεταβολές των τιµών των οµολογιών λόγω µεταβολής της YTM δεν είναι συµµετρικές. – η µεταβλητότητα των τιµών των οµολογιών έχει αρνητική σχέση µε το ύψος του τοκοµεριδίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

15


Απαιτούµενη απόδοση και επιτόκια αγοράς •Η

απόδοση που απαιτούν οι επενδυτές για να αγοράσουν µία οµολογία σχετίζεται άµεσα µε τα επιτόκια της αγοράς. • Όταν τα επιτόκια της αγοράς µεταβάλλονται τότε µεταβάλλονται και τα εκδοτικά επιτόκια των νεοεκδιδόµενων οµολογιών. • Όταν όµως µεταβάλλονται τα εκδοτικά επιτόκια των νεοεκδιδόµενων οµολογιών, οι επενδυτές µεταβάλλουν τις αποδόσεις που απαιτούν για να αγοράσουν ή να πουλήσουν οµολογίες παλαιότερων εκδόσεων. • Για να γίνει η µεταβολή στην απόδοση των παλαιότερων οµολογιών πρέπει να µεταβληθεί η τρέχουσα τιµή τους. • Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι µία µείωση (αύξηση) των επιτοκίων θα οδηγήσει σε αύξηση (µείωση) της τιµής των οµολογιών στην αγορά, ώστε αυτές να προσφέρουν στους πιθανούς αγοραστές τους αποδόσεις παρόµοιες µε εκείνες που παρέχουν οι νεοεκδιδόµενες οµολογίες µε τα ίδια χαρακτηριστικά. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

16


Παράδειγµα 5 Ένας επενδυτής αγοράζει 5ετή οµολογία στο άρτιο µε €100 και εκδοτικό επιτόκιο 12%. Μετά την είσπραξη του 2ου τοκοµεριδίου πουλάει την οµολογία στη δευτερογενή αγορά. Την περίοδο εκείνη τα επιτόκιο είναι 9%. Να βρεθεί η τιµή της νέας οµολογίας στην αγορά και η πραγµατοποιηθείσα απόδοσή του εάν πουλήσει στη νέα τιµή.

Παράδειγµα 6 Ένας επενδυτής αγοράζει 2 οµολογίες τις Α και Β στην ονοµαστική τους αξία των €100 οι οποίες έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά εκτός από τη διάρκεια ζωής τους. Η Α έχει διάρκεια ζωής 3 χρόνια και η Β 20 χρόνια. Το εκδοτικό επιτόκιο και των δύο είναι 7%. Ένα χρόνο µετά τα επιτόκια αυξάνονται σε 9%. Να βρεθούν οι νέες τιµές των Α και Β αν δεν είχαν µεταβληθεί τα επιτόκια και ακολούθως, η οµολογία που η τιµή της έχει υποστεί τη µεγαλύτερη ποσοστιαία µεταβολή λόγω της µεταβολής των επιτοκίων από 7% σε 9%. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

17


∆ιάρκεια µίας οµολογίας • ∆ύο οµολογίες των οποίων διαφέρουν µόνον τα τοκοµερίδια έχουν διαφορετική

οικονοµική ζωή. –Κάτοχος οµολόγου µε ψηλά τοκοµερίδια θα εισπράξει µεγάλο µέρος της αναµενόµενης απόδοσης γρηγορότερα από έναν άλλο που κατέχει οµόλογο µε χαµηλά τοκοµερίδια. • ∆ύο οµολογίες οι οποίες διαφέρουν µόνον ως προς την ηµεροµηνία λήξης τους. – Κάτοχος οµολόγου µε µικρή ηµεροµηνία λήξης θα εισπράξει µεγάλο µέρος της αναµενόµενης απόδοσης γρηγορότερα από έναν άλλο που κατέχει οµόλογο µε µεγάλη περίοδο λήξης. • Για το λόγο αυτό χρειαζόµαστε ένα µέτρο που, εκτός από την ηµεροµηνία λήξης, θα λαµβάνει υπόψη και το ύψος του τοκοµεριδίου. Το µέτρο αυτό προτάθηκε από τον Macaulay και λέγεται διάρκεια (duration). • ∆ιάρκεια: Ο σταθµικός µέσος όρος των ετών που απαιτούνται για να εισπράξει ο κάτοχος µίας οµολογίας, την ονοµαστική της αξία και τα τοκοµερίδιά της. – η διάρκεια αποτελεί καλύτερο µέτρο εξέτασης της χρονικής διάρθρωσης µίας οµολογίας από ότι ο χρόνος λήξης. •Η σταθµισµένη διάρκεια ενός χαρτοφυλακίου δίνεται ως εξής: –Dp = W1*D1 + W2*D2 + W3*D3 + …….. + Wn*Dn

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

18


Υπολογισµός της ∆ιάρκειας • Βήµατα που ακολουθούµε για τον υπολογισµό της διάρκειας: – Παρούσα αξία ετήσιων ταµειακών ροών. – Οι ετήσιες παρούσες αξίες εκφρασµένες ως ποσοστό της συνολικής παρούσας αξίας της οµολογίας. – Πολλαπλασιασµός των ετήσιων ποσοστών µε τον αριθµό του έτους που πραγµατοποιείται η πληρωµή και κατόπιν άθροισή τους. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

19


Παράδειγµα 7 Ένας επενδυτής αγοράζει 2 οµολογίες τις Α και Β στην ονοµαστική τους αξία των €100 οι οποίες έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά εκτός από το εκδοτικό επιτόκιο. Η Α εκδίδεται σήµερα ενώ η Β έχει εκδοθεί στο παρελθόν. Η Α έχει εκδοτικό επιτόκιο 10% και η Β 20%. Και οι δύο οµολογίες λήγουν σε 7 χρόνια. Ο επενδυτής καταβάλλει €100 για την αγορά της Α και €148,69 για την αγορά της Β. Ένα χρόνο µετά τα επιτόκια στην αγορά βρίσκονται στο 10%. Ένα χρόνο µετά τα επιτόκια µειώνονται στο 5%. Να βρεθούν οι νέες τιµές των Α και Β αν δεν είχαν µεταβληθεί τα επιτόκια και ακολούθως, η οµολογία που η τιµή της έχει υποστεί τη µεγαλύτερη ποσοστιαία µεταβολή λόγω της µεταβολής των επιτοκίων από 10% σε 5%.

Παράδειγµα 8 Ένας επενδυτής αγοράζει σήµερα οµολογία που λήγει σε 3 χρόνια µε ονοµαστική αξία €100 και εκδοτικό επιτόκιο 10%. Αν ο επενδυτής έχει καταβάλει για την αγορά του οµολόγου €105,15 που σηµαίνει ότι τα επιτόκια έχουν διαµορφωθεί στο 8%, να βρεθεί η διάρκεια του οµολόγου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

20


Χαρακτηριστικά της διάρκειας • Η διάρκεια συνδέεται µε τις µεταβλητές της οµολογίας ως εξής: –Αντίστροφη σχέση µε το ύψος του τοκοµεριδίου –Αντίστροφη σχέση µε απόδοση στη λήξη. –Θετική σχέση µε το χρόνο λήξης (µε φθίνοντα ρυθµό). –Χωρίς τοκοµερίδια (zero-coupon bond) , ισούται πάντα µε το χρόνο λήξης της. –Με τοκοµερίδια, πάντα µικρότερη από το χρόνο λήξης της. –Η διηνεκής είναι ανεξάρτητη από το ύψος του τοκοµεριδίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

21


Τροποποιηµένη διάρκεια •Ο

κίνδυνος επιτοκίων µίας οµολογίας µετράται από την ελαστικότητα της τιµής της. ∆ηλαδή, την ποσοστιαία µεταβολή της τιµής της οµολογίας διά την ποσοστιαία µεταβολή του (1+YTM). • Από µελέτες έχει αποδειχθεί ότι η ελαστικότητα της τιµής της οµολογίας ισούται µε τη διάρκειά της αφού και τα δύο µετρούν την ευαισθησία της τιµής της οµολογίας σε µεταβολές των επιτοκίων. Όµως σε κάποιες περιπτώσεις, οι δύο αυτές προσεγγίσεις καταλήγουν σε διαφορετικά αποτελέσµατα. Για το λόγο αυτόν, χρησιµοποιείται µία προσαρµοσµένη µορφή διάρκειας, η τροποποιηµένη διάρκεια. • Τροποποιηµένη διάρκεια: η διάρκεια διά το (1+r/m) • Μελέτες έδειξαν ότι σε περιπτώσεις όπου παρατηρούνται µικρές µεταβολές των επιτοκίων, οι τιµές των οµολόγων µεταβάλλονται αντίστροφα από την τροποποιηµένη διάρκειά τους. • Η ποσοστιαία µεταβολή της τιµής µίας οµολογίας είναι κατά προσέγγιση ίση µε το αντίστροφο του γινοµένου της τροποποιηµένης διάρκειας επί την µεταβολή των επιτοκίων σε δεκαδική µορφή. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

22


Παράδειγµα 9 • Να βρεθεί η τροποποιηµένη διάρκεια και η µεταβολή της τιµής της οµολογίας του παραδείγµατος 8 µε διάρκεια 2,7423 χρόνια για επιτόκιο 8%, εάν τα επιτόκια µειωθούν από 8% σε 7,5%.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

23


∆ιαχείριση Ενεργητικού - Παθητικού • • • • •

Βασικότερη πηγή εσόδων για τις τράπεζες αποτελεί η διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων ενώ άλλα έσοδα προέρχονται από προµήθειες (π.χ. αναλήψεις ΑΤΜ) και από τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους. Ενεργητικό: Βασικότερο στοιχείο τα δάνεια που χορηγεί (προτιµά βραχυπρόθεσµα αν και µικρότερης απόδοσης, λόγω του χαµηλότερου κινδύνου αθέτησης). Παθητικό: Βασικότερο στοιχείο οι καταθέσεις. Μεγιστοποίηση κερδών: Συγκέντρωση µεγάλου αριθµού καταθέσεων µε όσο το δυνατόν χαµηλότερο επιτόκιο και χορήγηση ή/και επένδυση κεφαλαίων µε όσο το δυνατόν µεγαλύτερο επιτόκιο. Η ∆ιοίκηση αποβλέπει στην εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας µε τον αποδεκτό κίνδυνο. Η διακράτηση πλεοναζόντων ρευστών διαθεσίµων εξασφαλίζει τις τράπεζες σε περιπτώσεις µαζικών αναλήψεων και περιορίζει την πιθανότητα προσφυγής στην Κ. Τράπεζα για εξεύρεση κεφαλαίων για βραχυχρόνιο δανεισµό που θα µείωνε την φερεγγυότητά της και θα αύξανε το κόστος διατραπεζικού δανεισµού της. Μία µεταβολή των επιτοκίων θα είχε ως αποτέλεσµα την µεταβολή της αξίας των στοιχείων του Ε και Π και κατά συνέπεια και της IV των ιδίων κεφαλαίων της. Ο βαθµός της µεταβολής αυτής εξαρτάται από τη σχέση των θετικών (long) και αρνητικών (short) θέσεών της σε συνδυασµό µε την διάρκεια της κάθε θέσης ξεχωριστά καθώς και από την συνολική σταθµισµένη διάρκεια των στοιχείων του Ε και του Π και της µεταξύ τους σχέσης. Αυτό είναι γνωστό ως Duration Gap. Όταν µία τράπεζα ή χαρτοφυλάκιο µετράει την έκθεσή του σε κίνδυνο επιτοκίων, πρέπει να ελέγχει τη συνολική διάρκεια του Ε και Π και αν το επιθυµεί να προβαίνει σε µείωση του duration gap για να µειώσει τον κίνδυνο του (για πλήρη έλεγχο γίνεται η λεγόµενη ανοσοποίηση). 24


Άσκηση µε Duration Gap • Σας δίνεται ο ισολογισµός µίας τράπεζας ο οποίος διακρίνεται στο Ενεργητικό από τα χαρτοφυλάκια επενδύσεων σε τίτλους και των δανείων και στο Παθητικό από τις καταθέσεις. Για κάθε στοιχείο σας δίνεται και η διάρκειά του. • Να υπολογίσετε τις οικονοµικές αξίες του κάθε στοιχείου βάσει των δεδοµένων σας και ακολούθως να προσδιορίσετε τις νέες οικονοµικές αξίες εάν τα επιτόκια αυξηθούν από 10% σε 12%. 25


Σύγχρονα θέµατα στην αγορά των Οµολόγων (1/6) • Με την εµφάνιση της κρίσης στην Ελλάδα και τις εξελίξεις που ακολούθησαν, λόγω της επιδείνωσης της οικονοµικής της κατάστασης, µε την συµφωνία που έγινε µεταξύ της χώρας και της τρόικας (∆ΝΤ, ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή) έγινε ευρέως γνωστή η έννοια των spreads. • Το spread (δηλαδή, το περιθώριο µεταξύ δύο συγκρίσιµων µεγεθών όπως δύο δεκαετείς οµολογίες διαφορετικών κρατών) αναφέρεται στην επιπλέον αµοιβή που απαιτείται από τους επενδυτές για να επενδύσουν σε κάποιο κράτος αντί του συγκρινόµενου µε αυτό. • Για παράδειγµα όταν γίνεται αναφορά στο spread (περιθώριο) δεκαετούς δανεισµού για την Ελλάδα και προσδιορίζεται στο 4% συνεπάγεται ότι η απαιτούµενη απόδοση των επενδυτών είναι κατά 4% µεγαλύτερη για να επενδύσουν στην Ελλάδα, διαφορετικά θα επιλέξουν να επενδύσουν στη Γερµανία έστω και µε λιγότερη απόδοση. •Η ικανοποίηση δηλαδή δεν αντιµετωπίζεται σε απόλυτα νούµερα , ως προς την απόδοση, αλλά σε σχέση µε τον κίνδυνο που αναλαµβάνει ο επενδυτής, δηλαδή να χάσει το σύνολο ή µέρος της επένδυσής του (κυρίως στη δευτερογενή αγορά εάν ρευστοποιήσει τις οµολογίες πριν τη λήξη τους). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

26


Σύγχρονα θέµατα στην αγορά των Οµολόγων (2/6) • Η Ελλάδα ήταν το πρώτο Κ-Μ της Ε.Ε. που αναγκάστηκε να προσφύγει

σε διεθνή βοήθεια καθώς ο συνδυασµός ελλειµµάτων και χρεών, αλλά και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας µε αποτέλεσµα τη διόγκωση του ελλείµµατος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της, την οδήγησαν αναπόφευκτα εκτός αγορών. • Παράλληλα, η επίθεση που δέχτηκε η χώρα από τους διεθνείς κερδοσκόπους µέσω των Credit Default Swaps (CDS) επιτάχυναν τις εξελίξεις, καθώς οι ληξιπρόθεσµες υποχρεώσεις της χώρας (αποπληρωµή δεκαετούς οµολόγους ύψους €8,8 δισ. στις 19 Μαΐου 2010), δεν της άφησαν πολλές επιλογές µετά την ουσιαστική αποποµπή της από τις αγορές λόγω των κερδοσκοπικών επιθέσεων. Όµως πως γίνεται αυτή η επίθεση; • Καταρχήν οι δανειστές της χώρας είναι κυρίως οι τράπεζες, είτε εντός της χώρας εάν ο δανεισµός είναι εσωτερικός, είτε οι διεθνείς τράπεζες όταν ο δανεισµός είναι από το εξωτερικό. Στην παρούσα φάση ο δανεισµός ήταν από το εξωτερικό καθώς η ήδη µειωµένη ρευστότητα στην εγχώρια αγορά (µε αποτέλεσµα τη µειωµένη χρηµατοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών) θα οδηγούσε σε διόγκωση του προβλήµατος εάν οι εγχώριες τράπεζες δάνειζαν το κράτος στην παρούσα φάση. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

27


Σύγχρονα θέµατα στην αγορά των Οµολόγων (3/6) • Παρότι οι δανειστές της χώρας είναι τράπεζες, εντούτοις το κόστος δανεισµού δεν βασίζεται αποκλειστικά σε αναλύσεις που κάνουν οι ίδιες για το παρόν και το µέλλον της ελληνικής οικονοµίας, αλλά λαµβάνουν υπόψη τους και την αποτίµηση που κάνουν οι επενδυτές ή/και κερδοσκόποι, οι οποίοι στοιχηµατίζουν στην χρεοκοπία κάποιας χώρας τοποθετώντας τα κεφάλαιά τους και αναλαµβάνοντας ρίσκο να τα χάσουν σε περίπτωση που η πρόβλεψή τους δεν επαληθευτεί. • Η ανάληψη του ρίσκου από τους κερδοσκόπους συνεπάγεται ότι οι θέσεις που λαµβάνουν βασίζονται σε κάποια δεδοµένα της χώρας. Για παράδειγµα λαµβάνουν τις αξιολογήσεις των ∆ιεθνών Οίκων Αξιολόγησης, οι οποίοι υποβαθµίζουν τα κράτη που αντιµετωπίζουν µεγάλα µακροοικονοµικά προβλήµατα και παρουσιάζουν χαµηλή προοπτική βελτίωσης της κατάστασης. • Μετά από µία υποβάθµιση για ένα κράτος ακολουθεί η άνοδος στο κόστος δανεισµού του καθώς αυξάνονται οι πιθανότητες χρεοκοπίας του κράτους αυτού. Η πιο άµεση απεικόνιση της δυσχέρειας της οικονοµικής κατάστασης µίας χώρας απεικονίζεται στα CDS τα οποία αποτελούν στοιχήµατα επί της χρεοκοπίας. Στην πραγµατικότητα είναι ασφαλιστήρια συµβόλαια που αγοράζουν καταρχήν οι κάτοχοι οµολογιακών τίτλων για να καλυφτούν σε περίπτωση χρεοκοπίας της χώρας. Για παράδειγµα θα µπορούσε ένα τέτοιο ασφαλιστήριο συµβόλαιο αν αγοραστεί από µία τράπεζα (ασφαλιστής) έναντι 10€ για κάθε €1.000 που δανείζουν το κράτος. Όµως το ασφαλιστήριο αυτό συµβόλαιο αποτελεί από µόνο του ένα ξεχωριστό τίτλο ο οποίος διαπραγµατεύεται εξωχρηµατιστηριακά (OTC) και εδώ αρχίζει το πρόβληµα. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

28


Σύγχρονα θέµατα στην αγορά των Οµολόγων (4/6) • Εδώ υπεισέρχονται οι κερδοσκόποι οι οποίοι αγοράζουν από τους πραγµατικούς

δανειστές του κράτους (κάτοχοι των οµολογιών) τα ασφαλιστήρια συµβόλαια σε µεγαλύτερη τιµή. • Εάν για παράδειγµα ένας κερδοσκόπος δίνει µεγάλη πιθανότητα χρεοκοπίας της Ελλάδας, θα µπορούσε να προσφέρει στο δανειστή που κατέχει το ασφαλιστήριο συµβόλαιο ένα ποσό, π.χ. €15 για να του το πουλήσει. Εάν από την πλευρά του ο δανειστής πιστεύει ότι η χώρα δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει, δύναται να δεχτεί και να πουλήσει το συµβόλαιο αποκοµίζοντας €5 κέρδος ανά οµόλογο €1.000. • Η συµφωνία αυτή θα έχει ως αποτέλεσµα ο δανειστής να µείνει ακάλυπτος σε περίπτωση χρεοκοπίας της χώρας και να χάσει τα €1.000 που την έχει δανείσει. Ως αντάλλαγµα για αυτήν του την επιλογή θα λάβει σήµερα τα €15, δηλαδή €5 παραπάνω από ότι είχε καταβάλει ο ίδιος στην ασφαλιστική εταιρεία (τράπεζα εγγυητής). Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι σε περίπτωση που τελικά η χώρα χρεοκοπήσει τα €1.000 θα πάνε στον κερδοσκόπο που θα προσκοµίσει στον ασφαλιστή το ασφαλιστήριο συµβόλαιο. • Η πρακτική αυτή οδηγεί µε ταχύς ρυθµούς σε επιδείνωση των αποτελεσµάτων για τα κράτη που ήδη αντιµετωπίζουν προβλήµατα. • οι λύσεις που θα µπορούσαν να δοθούν ποικίλουν. ∆ύο όµως ξεχωρίζουν από αυτές. Η πρώτη προτείνει την υπαγωγή των CDS σε οργανωµένες αγορές (χρηµατιστήρια παραγώγων) ώστε να υπάρχουν κανόνες και έλεγχος, ενώ η δεύτερη είναι πιο αυστηρή και προτείνει να απαγορευτεί η µεταπώληση των ασφαλιστήριων συµβολαίων σε τρίτους. ∆ηλαδή, τέτοια συµβόλαια να µπορούν να τα κατέχουν µόνο οι δανειστές, οι οποίοι έχουν πράγµατι στην κατοχή τους τις οµολογίες και κινδυνεύουν από την περίπτωση χρεοκοπίας του εκδότη τους. • στην πραγµατικότητα, οι λύσεις αυτές δεν βρίσκουν σύµφωνους πολλούς καθώς οι εν λόγω αγορές είναι τεράστιες και τα κέρδη πολύ µεγάλα, ιδίως σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Η.Β. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

29


Σύγχρονα θέµατα στην αγορά των Οµολόγων (5/6) • Λόγω της κρίσης που αντιµετωπίζει η ευρωζώνη στην παρούσα φάση, µετά από

έντεκα χρόνια λειτουργίας της, οι ιθύνοντες συζητάνε όλο και περισσότερο την εµβάθυνση της συνεργασίας µεταξύ των Κ-Μ της µε την έκδοση, µεταξύ άλλων, ενός ενιαίου κρατικού ευρω-οµολόγου για τα Κ-Μ της ευρωζώνης (το ζήτηµα αυτό είχε τεθεί σε συζήτηση µεταξύ των υπουργών οικονοµικών των Κ-Μ της ευρωζώνης το 2008, αλλά ανεστάλη η ιδέα µετά την κατάρρευση της τράπεζας Lehman Brothers στις ΗΠΑ). • Τα πλεονεκτήµατα από µία τέτοια πολιτική θα ήταν η ευκολότερη πρόσβαση στις αγορές µε ταυτόχρονη µείωση του κόστους δανεισµού τους που θα οφειλόταν στην σταθεροποίηση των οικονοµικών της ευρωζώνης. Όλα αυτά θα είχαν ως αποτέλεσµα την µείωση των φορολογικών βαρών των φυσικών και νοµικών προσώπων των Κ-Μ της ευρωζώνης. Παράλληλα, ο αυξηµένος όγκος τέτοιων ευρωπαϊκών τίτλων θα οδηγούσε σε µεγαλύτερο ανταγωνισµό του ευρώ σε σχέση µε το δολάριο καθώς οι επενδυτές διεθνώς θα είχαν τη δυνατότητα να επενδύουν σε ένα ισχυρό νόµισµα το οποίο θα µεγάλωνε και την ισχύ του ως εναλλακτικό αποθεµατικό νόµισµα σε σχέση µε το δολάριο. • Για να µπορέσει όµως να έχει επιτυχία η έκδοση ενός τέτοιου οµολόγου, θα πρέπει να προηγηθεί δηµοσιονοµική πειθαρχία των 16 κρατών που συµµετέχουν στην ευρωζώνη µε έµφαση στη µείωση των χρεών τους σε ποσοστό κάτω του 60% επί του ΑΕΠ τους, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. • Ο Μαρκ Άουστεν, διευθύνων σύµβουλος της Afme (φορέας που εκπροσωπεί τις εµπορικές τράπεζες της ευρωζώνης µε 197 µέλη) επισηµαίνει ότι ένα τέτοιο εγχείρηµα θα είχε επιτυχία µόνο εάν όλα τα Κ-Μ της ευρωζώνης έχουν όφελος από αυτό. Με τις παρούσες συνθήκες η Γερµανία θα µπορούσε να δανειστεί µε ευνοϊκότερους όρους από ότι µέσω ενός ευρω-οµολόγου και συνεπώς θα έβλεπε µε σκεπτικισµό την έκδοσή του. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

30


Σύγχρονα θέµατα στην αγορά των Οµολόγων (6/6) • Το ευρω-οµόλογο βασίζεται σε µία σκέψη της οµάδας του Ινστιτούτου Bruegel η οποία

αναφέρεται σε µπλε και κόκκινα οµόλογα. • Συγκεκριµένα, οι οικονοµολόγοι της οµάδας Bruegel (στην πραγµατικότητα, αποτελεί ένα think – tank, δηλαδή οµάδα σκέψης, όπου συµµετέχουν 19 από τα 27 Κ-Μ της Ε.Ε., µε την Ελλάδα να µην συµπεριλαµβάνεται σε αυτές, αλλά και µε τη συµµετοχή µεγάλων πολυεθνικών εντός και εκτός Ευρώπης όπως οι: Deutsche Bank, IBM, Goldman Sachs, Deutsche Telekom, BP, Nokia, Renault, κλπ και µε έδρα τις Βρυξέλλες). • Συγκεκριµένα εισηγούνται τη δηµιουργία µίας κοινής δεξαµενής οµολόγων την οποία θα εγγυούνται όλα τα κράτη µέλη, τα οποία όµως δεν θα έχουν χρέη πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους και θα αξιολογούνται µε ΑΑΑ από τους διεθνείς οίκους. • Για τις χώρες που αδιαφορούν για τη µείωση του χρέους τους σε επίπεδο κάτω του 60% του ΑΕΠ τους, τα πράγµατα θα γίνονται δύσκολα καθώς πέραν του ποσοστού αυτού, ο δανεισµός θα γίνεται µε την έκδοση κόκκινων και όχι µπλε οµολόγων. • Για τα κόκκινα οµόλογα υπεύθυνη θα είναι µόνο η χώρα που τα εκδίδει και συνεπώς το κόστος θα αποτιµάται από την αγορά µόνο ως προς τις δικές της δυνατότητες και προοπτικές. Μάλιστα όσοι δανειστές κατέχουν κόκκινα οµόλογα θα πρέπει να λαµβάνουν υπόψη τους ότι προτεραιότητα στην αποπληρωµή των δανείων έχουν οι κάτοχοι των µπλε οµολόγων. Επιπροσθέτως δεν είναι βέβαιο ότι η ΕΚΤ θα δέχεται ως εγγύηση τα κόκκινα οµόλογα. • Το αποτέλεσµα θα είναι τα µπλε οµόλογα να έχουν ιδιαιτέρως χαµηλό επιτόκιο σε αντίθεση µε τα κόκκινα που θα έχουν υψηλό κόστος δανεισµού. Αυτό θα αποτελεί ένα κίνητρο για την δηµοσιονοµική σταθερότητα στα Κ-Μ µε πολλαπλά οφέλη για τις ίδιες. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

31


Γενική (ή καθολική) τραπεζική Η πορεία προς τη γενική τραπεζική

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Εξειδικευμένη και γενική τραπεζική •

Παραδοσιακά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χωρίζονταν σε εμπορικές τράπεζες, επενδυτικές τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες. • Διαχωρισμός των τραπεζών σε γενικών συναλλαγών (universal banking) και εξειδικευμένων εργασιών (specialized banking). – Ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 τάση αποεξειδίκευσης με κατάργηση των περισσοτέρων από τις διαφορετικές δραστηριότητες. • Από τις αρχές του 1990 (Οδηγία ΕΚ 89/646) στην Ελλάδα με το νόμο 2076/92 οι δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων συμπεριλαμβάνουν όλες τις δραστηριότητες της εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής. – Έτσι δημιουργούνται ουσιαστικά οι τράπεζες των γενικών συναλλαγών.

Σημαντικές αλλαγές στα τραπεζικά συστήματα των αναπτυγμένων κρατών τα τελευταία χρόνια. – Παγκοσμιοποίηση, αποκανονικοποίηση, τεχνολογική πρόοδος • Εντατικοποίηση του ανταγωνισμού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Εξειδικευμένες τράπεζες • Μικρότερο εύρος εργασιών και συνεπώς μικρότερος κίνδυνος, άρα και μικρότερος κίνδυνος χρεοκοπίας και περιορισμένες πιθανότητες επηρεασμού του κλάδου. – Π.χ. τράπεζες με εξειδίκευση στην στεγαστική ή στην κτηματική πίστη, ή τράπεζες που εξειδικεύονται στην αγροτική πίστη, ή επενδυτικές τράπεζες με εξειδίκευση στη χρηματοδότηση μακροχρόνιων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. – Ευκολότερος ο έλεγχος από τις ελεγκτικές αρχές. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Γενικές τράπεζες • Υπάρχουν 4 τύποι γενικής τραπεζικής: Ολοκληρωμένη γενική τραπεζική, Μερικώς ολοκληρωμένο τραπεζικό σύστημα, Πολυσχιδής τραπεζική δομή, Τραπεζική εταιρεία συμμετοχών. • Οι γενικές τράπεζες προσφέρουν όλο το φάσμα των τραπεζικών εργασιών και ευρύτερα των οικονομικών υπηρεσιών. – Πώληση ασφαλειών, σχεδιασμός, προετοιμασία και διάθεση αξιογράφων (π.χ. μετοχών) στο κοινό με εγγύηση της διάθεσής τους ή κάλυψής τους από τις ίδιες της τράπεζες σε περίπτωση μειωμένης ζήτησης. – Συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων, με δικαίωμα επέμβασής τους σε διοικητικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής των μελών του Δ.Σ. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Υπηρεσίες γενικών τραπεζών • Διαμεσολάβηση, ασφάλειες, διαχείριση χαρτοφυλακίων ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, αντασφάλιση χρεογράφων, συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης τίτλων και αύξησης μετοχικών κεφαλαίων, εγγυητές κάλυψης μετοχικών κεφαλαίων, χρηματιστηριακές υπηρεσίες, συμβουλευτικές υπηρεσίες για διάρθρωση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις, συμβουλές σε θέματα συγχωνεύσεων και εξαγορών, κλπ. – Πλήρης καθετοποίηση: προσφορά όλων των υπηρεσιών. – Μερική καθετοποίηση: μερικές από τις υπηρεσίες παρέχονται από θυγατρικές της τράπεζας (ασφάλειες, χρηματοδοτική μίσθωση, κλπ).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Γενική τραπεζική σήμερα • Τις τελευταίες δεκαετίες σε όλες τις χώρες επικρατεί το μοντέλο της γενικής τραπεζικής (universal banking). – Γενική τραπεζική συνεπάγεται την ανάπτυξη νέων προϊόντων επενδυτικής τραπεζικής από τις εμπορικές τράπεζες. • Π.χ. αναδοχή της έκδοσης τίτλων, εργασίες επί τίτλων στη δευτερογενή αγορά, κλπ που αυξάνουν τον κίνδυνο αλλά και τα κέρδη. – Οι τράπεζες γίνονται τόσο μεγάλες που η πιθανή χρεοκοπία μίας μόνο τέτοιας τράπεζας μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στη χρεοκοπία ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. » Μειονέκτημα για τη γενική τραπεζική ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν ακόμη και με χρεοκοπία υγιείς τραπεζικές επιχειρήσεις λόγω λαθεμένων επιλογών άλλων τραπεζών. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ιστορική εξέλιξη του ΧΣ (1/4) •

Πριν από τη δεκαετία του 1960 η διαχείριση των τραπεζών επικεντρωνόταν στην πλευρά του ενεργητικού τους (συνολικές απαιτήσεις), δηλαδή τα χορηγηθέντα δάνεια, τα χρεόγραφα που διακρατεί η τράπεζα στο χαρτοφυλάκιό της και τα ρευστά που διατηρεί στο ταμείο της. • Το παθητικό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία (συνολικές υποχρεώσεις και ίδια κεφάλαια), αφού οι υποχρεώσεις των τραπεζών ήταν σχεδόν στο σύνολό τους εξωγενώς προσδιορισμένες. – Η συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων στις τράπεζες αφορούσαν καταθέσεις ταμιευτηρίου και όψεως όπου το επιτόκιο ήταν καθορισμένο με διοικητικές αποφάσεις. – Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση αποταμιευτών ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος και συνεπώς η καμπύλη προσφοράς των τραπεζών σχεδόν πλήρως ελαστική.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ιστορική εξέλιξη του ΧΣ (2/4) • Τέλος Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι δεκαετία 1970: – τραπεζικό σύστημα υπό προστατευτισμό και αυστηρή ρύθμιση. • Διαμεσολάβηση μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών μονάδων, εισαγωγές – εξαγωγές, χορήγηση κεφαλαίων κίνησης, κλπ). – Κέρδος: διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων με καταθέσεων (spread) και όγκου εργασιών. » spread: μέχρι τη δεκαετία του 1970 εξωγενών προσδιορισμένο (Νομισματικές αρχές και Κ. Τράπεζα). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ιστορική εξέλιξη του ΧΣ (3/4) • 1973: κατάργηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton – Woods. – Παράλληλα εμφάνιση πετρελαϊκών κρίσεων που δημιούργησαν ανάγκη τραπεζικής διαμεσολάβησης από τις χώρες εισαγωγής προς τις παραγωγούς πετρελαίου οι οποίες απέκτησαν μεγάλα οικονομικά πλεονάσματα. – Επίσης, αύξηση του διεθνούς εμπορίου και αντίστοιχα της ζήτησης για διεθνή χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση.

• Κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες: – Τραπεζική διαπραγμάτευση συναλλάγματος (dealing) και συνεπώς ανάγκη για εξειδικευμένη γνώση με τη δημιουργία των dealing rooms. – Σημαντική συμβολή της παγκοσμιοποίησης με την ανάγκη συναλλαγών σε συνάλλαγμα με την διαμεσολάβηση των τραπεζών (σημαντικό μέρος των κερδών των τραπεζών). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ιστορική εξέλιξη του ΧΣ (4/4) • Δεκαετία 1980: Απελευθέρωση τραπεζικών συστημάτων σε όλες τις χώρες. – Αποκανονικοποίηση, απελευθέρωση των επιτοκίων με δικαίωμα στις εμπορικές τράπεζες να το προσδιορίζουν. • Εμφάνιση του κινδύνου των επιτοκίων • Spread: πλέον καθορίζεται από τις ίδιες τις τράπεζες • Ελευθερία στις τράπεζες να παρέχουν και άλλα είδη καταθέσεων εκτός από τις παραδοσιακές μορφές τραπεζικών καταθέσεων για την αύξηση της κερδοφορίας τους.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Νέα τραπεζικά προϊόντα και οι νέοι κίνδυνοι της αγοράς (1/2) • Από τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε το φαινόμενο της τιτλοποίησης των τραπεζικών εργασιών, δηλαδή τραπεζικές εργασίες επί τίτλων αντί χρημάτων. – Κίνδυνος από τη μεταβλητότητα των τιμών των τίτλων αυτών.

• Επίσης αναπτύχθηκαν τα παράγωγα προϊόντα, δηλαδή τραπεζικές εργασίες που βασίζονται σε κάποιο άλλο (υποκείμενο) προϊόν, π.χ. αξιόγραφα, συνάλλαγμα, επιτόκια, κλπ. • Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι λέγονται κίνδυνοι της αγοράς αφού αυτή τους δημιουργεί και όχι η ίδια η τραπεζική εργασία με την παραδοσιακή, διαμεσολαβητική της έννοια. – Ανάγκη ανάπτυξης νέων σύνθετων τρόπων διαχείρισης των κινδύνων αυτών. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Νέα τραπεζικά προϊόντα και οι νέοι κίνδυνοι της αγοράς (2/2) • Παράλληλα με τη διαχείριση των κινδύνων που αφορά τις εργασίες της τραπεζικής διαμεσολάβησης, οι τράπεζες ανέλαβαν και τη διαχείριση των κινδύνων χαρτοφυλακίων των πελατών τους. – Ανάγκη για ανάπτυξη σύνθετων συστημάτων εκτίμησης και διαχείρισης του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. • Συστήματα που αντιμετωπίζουν συνδυασμένα κινδύνους που αφορούν τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό, ενώ η παραδοσιακή τραπεζική αντιμετώπιζε είτε το ενεργητικό είτε το παθητικό.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Νέα συστήματα διαχείρισης και νέο κανονιστικό πλαίσιο • Τα νέα σύνθετα συστήματα δεν ήταν απλά το αποτέλεσμα των σύνθετων προϊόντων αλλά και της αλλαγής του κανονιστικού πλαισίου που έκανε τον έλεγχο πιο αυστηρό. – Στόχος η αντιμετώπιση των νέων κινδύνων.

• Οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν για να μην έχουν ζημιά και οδηγηθούν σε χρεοκοπία βάζοντας σε κίνδυνο ολόκληρο τον κλάδο. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Συστήματα διαχείρισης των κινδύνων • Εσωτερικό σύστημα ελέγχου και BIS (Διεθνής Τράπεζα Διακανονισμών). – Εσωτερικό σύστημα ελέγχου: εάν δεν ήταν υποχρεωτικό είναι πιθανόν οι τράπεζες να μην το χρησιμοποιούσαν λόγω υψηλού κόστους λειτουργίας. • Το επιβάλλει η τράπεζα της Ελλάδας η οποία πρέπει να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του κλάδου.

– BIS: Είναι η Κ. Τράπεζα όλων των Κ. Τραπεζών η οποία ορίζει του κανόνες για τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών και του τρόπου διαχείρισης των κινδύνων που αναλαμβάνουν. • Εκδίδει Οδηγίες οι οποίες εξειδικεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία με τη σειρά της εκδίδει Οδηγίες στα Κράτη – Μέλη τα οποία προχωράνε σε περαιτέρω εξειδίκευση (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδας και Αρχή Κεφαλαιαγοράς).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Σύγχρονο τραπεζικό σύστημα και Κεφαλαιακή επάρκεια • Σήμερα οι τράπεζες μπορούν να κάνουν σχεδόν κάθε εργασία, αλλά μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι Διεθνείς, Ευρωπαϊκοί και Εθνικοί νόμοι. – Π.χ. μπορούν να κάνουν πράξεις με τίτλους, συνάλλαγμα και επιτόκια, να συμμετέχουν στο χρηματιστήριο, κλπ. • Όμως απαιτείται για κάθε πράξη να υπάρχει κεφαλαιακή επάρκεια, αφού με τις πράξεις με τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες υπάρχει κίνδυνος για τις τράπεζες να δημιουργήσουν μεγάλες ζημίες. – Τα κεφάλαια που διατηρούνται ως αποθέματα λειτουργούν ως ασπίδα για τους κινδύνους αυτούς (όσο περισσότερα κεφάλαια διατηρεί η τράπεζα τόσο μεγαλύτερη η ασφάλειά της έναντι πιθανής χρεοκοπίας). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Σύγχρονο τραπεζικό σύστημα και επιτόκια •

Η απελευθέρωση των τραπεζικών συστημάτων επιταχύνθηκε από την απελευθέρωση των επιτοκίων. – Καθορισμός επιτοκίων και τόκων σε καταθέσεις από τις ίδιες τις τράπεζες, καθώς και σε δάνεια χορηγήσεων. • Τόκοι ακόμη και σε καταθέσεις όψεως.

Ο καθορισμός των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων συνεπάγεται τη διαμόρφωση των περιθωρίων κέρδους και τελικά όσο μικρότερα είναι τόσο μεγαλύτερο όγκο εργασιών αναμένεται να έχουν. – Δηλαδή εντατικοποίηση του ανταγωνισμού, μέσω μείωσης των περιθωρίων κέρδους με στόχο την αύξηση των μεριδίων τους.

Παράλληλα, παροχή νέων προϊόντων όπως αμοιβαία κεφάλαια και ασφαλιστικά συμβόλαια, τα οποία αποτελούν ένα συνδυασμό καταθετικών και άλλων χρηματοοικονομικών προϊόντων. – Δηλαδή διεύρυνση των μεριδίων μέσω και της παροχής νέων προϊόντων.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Σύγχρονο τραπεζικό σύστημα και συνάλλαγμα • Ο κίνδυνος συναλλάγματος υπολογίζεται βάσει του συνολικού χαρτοφυλακίου της τράπεζας (trading book + investment book). • Το ύψος του συναλλαγματικού κινδύνου που αντιμετωπίζει μία τράπεζα προσδιορίζεται από τη συνολική καθαρή ανοικτή θέση (total net position, TNP) που έχει σε συνάλλαγμα. • Η TNP προσδιορίζεται σε δύο στάδια: (α) υπολογισμός της καθαρής ανοικτής θέσης σε κάθε νόμισμα ξεχωριστά και (β) αθροίζοντας τις θετικές καθαρές ανοικτές θέσεις σε κάθε νόμισμα καθώς και τις ανοικτές καθαρές αρνητικές θέσεις σε κάθε νόμισμα και βρίσκοντας τη διαφορά των θετικών και των αρνητικών βρίσκει και τη συνολική ανοικτή θέση της τράπεζας. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Γενικές τράπεζες και χρηματιστήριο • Οι τράπεζες προσπαθούν να αξιοποιήσουν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους με όσο το δυνατόν πιο αποδοτικό τρόπο. – Ένας τέτοιος τρόπος είναι το χρηματιστήριο, όπου οι τράπεζες μπορούν να αγοράζουν και να πουλούν αξιόγραφα. – Επικριτές: η δραστηριοποίηση των τραπεζών στο χρηματιστήριο θα έχει ως αποτέλεσμα να το πλήξουν αφού άλλοι ιδιώτες επενδυτές μπορεί να αποθαρρυνθούν και να μην συμμετέχουν περιορίζοντας τη δραστηριότητά τους. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ο ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών • Οι Κεντρικές Τράπεζες βρίσκονται στο επίκεντρο ενός ΧΣ αφού γενικότερα παρέχουν τις εξής λειτουργίες: – Έκδοση (νέου) χρήματος. – Άσκηση νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής. – Εποπτεία των εμπορικών τραπεζών. – Παροχή τραπεζικών υπηρεσιών προς τις εμπορικές τράπεζες (αλλά και στο δημόσιο). – Διαχείριση του δημόσιου χρέους. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ο ρόλος της Ελληνικής Κεντρικής Τράπεζας • Η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε. και συμμετέχει στην ΟΝΕ. Συνεπώς, από την 1/1/2001 που υιοθέτησε το Ευρώ, η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και μέσω αυτής στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και της συναλλαγματικής πολιτικής που αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. • Ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος συμπεριλαμβάνει επίσης τη διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας, ελέγχει τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα, εκδίδει το πρωτογενές χρήμα που κυκλοφορεί στη χώρα, λειτουργεί ως εντολοδόχος του δημοσίου, κλπ. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) • Το ΕΣΚΤ όπως και η ΕΚΤ ιδρύθηκαν την 1/6/1998. • Το ΕΣΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών – Μελών της Ε.Ε.. • Το Ευρωσύστημα αποτελείται μόνο από την ΕΚΤ και τις Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών – Μελών που έχουν υιοθετήσει το Ευρώ ως εθνικό τους νόμισμα. • Η ύπαρξη του Ευρωσυστήματος έχει νόημα όσο υπάρχουν Κράτη – Μέλη της Ε.Ε. που δεν συμμετέχουν στην ΟΝΕ Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αξιολόγηση φερεγγυότητας τραπεζών ∆είκτες CAMELS

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

1


Επένδυση και κερδοσκοπία • Επένδυση: ∆έσµευση κεφαλαίων (εναλλακτικά, αναβολή κατανάλωσης) µε την προσδοκία θετικής απόδοσης για τον επενδυτή στο µέλλον (τόκος). – Στην οικονοµική επιστήµη αναφερόµαστε σε επενδύσεις κυρίως για πάγια και εξοπλισµό. Στη χρηµατοοικονοµική µιλάµε για επενδύσεις σε αξιόγραφα (τίτλους).

• Επένδυση Vs κερδοσκοπίας: – Η αγορά ενός αξιογράφου µπορεί να γίνει για επενδυτικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς. • Επενδυτές: ∆έχονται σχετικά µεγάλο ορίζοντα για επίτευξη αποδόσεων. Στόχος τους οι κανονικές αποδόσεις για µεγάλη περίοδο. • Κερδοσκόποι: Αναµένουν άµεσα αποδόσεις. Στόχος τους οι υπερβολικές αποδόσεις χωρίς διαχρονική συνέπεια.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

2


Επενδυτική διαδικασία σε αξιόγραφα • Η επενδυτική διαδικασία διακρίνεται σε δύο µέρη: Την ανάλυση (πριν την αγορά τίτλων) και τη διαχείριση (µετά την αγορά των τίτλων): –Ανάλυση αξιογράφων: • Εξετάζεται κατά πόσον ένα αξιόγραφο αποτιµάται σωστά από τους επενδυτές στην αγορά. Η ανάλυση αναζητά υποτιµηµένα αξιόγραφα για αγορά και/ή υπερτιµηµένα για πώληση (στην περίπτωση που κατέχει τέτοια αξιόγραφα).

–∆ιαχείριση αξιογράφων: • Η διαδικασία συνδυασµού διάφορων αξιογράφων σε ένα χαρτοφυλάκιο, αναλόγως των προτιµήσεων του επενδυτή ως προς την απόδοση και τον κίνδυνο, η παρακολούθηση του χαρτοφυλακίου και η αποτίµηση της απόδοσής του µε βάση τις εξελίξεις στην αγορά. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

3


∆ιαχείριση Χαρτοφυλακίου • ∆ιαχείριση χαρτοφυλακίου: Παραδοσιακή και Σύγχρονη – Παραδοσιακή προσέγγιση: Επιλογή αξιογράφων βάσει των προτιµήσεων του επενδυτή. Βασίζεται στην αρχή: Λίγο απ΄ όλα, π.χ. νεαρός επενδυτής επιλέγει µετοχές αναπτυσσόµενων εταιρειών µε µεγάλες και γρήγορες αποδόσεις ενώ συνταξιούχος προτιµά ∆ΕΚΟ, τράπεζες, κλπ που παρέχουν αποδόσεις µακροχρόνια. Η έµφαση δίνεται στην πλευρά της απόδοσης η οποία δεν συσχετίζεται µε τον κίνδυνο που έχει η κάθε επιλογή ώστε η σύγκριση της απόδοσης των µετοχών που επιλέγονται να γίνεται επί τη σχέση: Απόδοση ως προς τον κίνδυνο. –Σύγχρονη προσέγγιση: ∆ηµιουργεί ένα χαρτοφυλάκιο του οποίου ο συνδυασµός των αξιογράφων προσεγγίζουν τις προτιµήσεις του επενδυτή λαµβάνοντας υπόψη τόσο την απόδοση όσο και τον κίνδυνο. Βασίζεται στην αρχή ότι δεν είναι βέβαιον ότι ο κίνδυνος του χαρτοφυλακίου ισούται µε το άθροισµα των κινδύνων των αξιογράφων που το αποτελούν (λόγω των αντίστροφων κινήσεων των µετοχών που αποτελούν το χαρτοφυλάκιο. Εµπειρικά γνωρίζει ο επενδυτής πως όταν κάποιες µετοχές που επέλεξε ανεβαίνουν, κάποιες άλλες πέφτουν και αντίστροφα). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

4


Γιατί πρέπει να αξιολογείται η φερεγγυότητα των τραπεζών • • • • •

Το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα έχει σηµαντικό ρόλο συνολικά για την εθνική οικονοµία κάθε χώρας (παραγωγή, απασχόληση, κλπ) καθώς και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητά της σε διεθνές επίπεδο. Οι τράπεζες αποτελούν τον περισσότερο ελεγχόµενο και ρυθµιζόµενο κλάδο. Οι ελεγκτικές αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν τη βιωσιµότητα των τραπεζών καθώς σε αυτές εµπιστεύονται τις αποταµιεύσεις και τα κέρδη τους οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της χώρας. Ο τρόπος αξιολόγησης των κινδύνων πρέπει να γίνεται µε αντικειµενικό τρόπο ώστε η πληροφορίες προς τα ενδιαφερόµενα µέρη να είναι η σωστή και να µην παρέχει παραπλανητικές (ωραιοποιηµένες) καταστάσεις. Η εφαρµογή των κανόνων της Βασιλείας από όλες τις τράπεζες κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση. – Βελτίωση ανταγωνιστικότητας των τραπεζών στο παγκοσµιοποιηµένο περιβάλλον.

Ανάπτυξη από τις ίδιες τις τράπεζες κατάλληλα σχεδιασµένων πληροφοριακών συστηµάτων αξιολόγησης κυρίως των κινδύνων που δηµιουργούν οι διάφορες θέσεις τους. Στόχος η ανάπτυξη των τραπεζών χωρίς να µεγαλώνει ο κίνδυνος χρεοκοπίας.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

5


Έλεγχος τραπεζών µετά την κρίση του 2007 • Μετά την χρηµατοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ το 2007 τέθηκε επιτακτικά η ανάγκη αυστηρότερου έλεγχου των τραπεζικών ιδρυµάτων ως προς την ποιοτική αξιολόγηση των επενδυτικών και εµπορικών τους χαρτοφυλακίων. • Η ανάγκη αυτή αποτελεί βασικό σηµείο στην προετοιµασία των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ που προετοιµάζεται αυτήν την περίοδο. • Στην πρόσφατη κρίση αµφισβητήθηκαν έντονα οι ∆ιεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης ως προς το ρόλος τους στην αξιολόγηση µε triple A (ΑΑΑ) των τίτλων που βασίστηκαν σε ενυπόθηκα δάνεια χαµηλής εξασφάλισης. – Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ πήρε την άδεια του Κογκρέσου για έλεγχο των διαδικασιών που ακολούθησαν για την αξιολόγηση, δηλαδή κατά πόσον έγινε αµερόληπτα ή σε συνεννόηση µε τις τράπεζες που προχώρησαν στην τιτλοποίηση των δανείων. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

6


Μέγιστη αποδοτικότητα • Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 µε την απελευθέρωση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα, στο πλαίσιο της παγκοσµιοποίησης και τη συµφωνία της GATT/GATS (ΠΟΕ) οι τράπεζες σταµάτησαν να είναι µόνο κρατικές. • Σήµερα, ο βασικότερος στόχος ενός τραπεζικού ιδρύµατος είναι η µεγιστοποίηση της αποδοτικότητάς του συνολικά. – η επίτευξη αυτού του στόχου επιχειρείται συνήθως µέσα από τη συνεχή βελτίωση της λειτουργίας της τράπεζας, αφού ο ανταγωνισµός δεν αφήνει µεγάλα περιθώρια για υψηλές χρεώσεις. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

7


Εκτίµηση φερεγγυότητας τραπεζών •

Η αξιολόγηση της φερεγγυότητας µίας τράπεζας βάσει των κινδύνων που αναλαµβάνει συνολικά, µπορεί να εκτιµηθεί µε δείκτες που προκύπτουν από τα δηµοσιευµένα οικονοµικά στοιχεία της κάθε τράπεζας. Αναλόγως του αποτελέσµατος της επικινδυνότητας των τραπεζών προσδιορίζεται το ασφάλιστρο κινδύνου (premium) µε το οποίο διαπραγµατεύονται οι εκδιδόµενοι τίτλοι τους (οµόλογα). – Ασφάλιστρο κινδύνου: Η διαφορά του επιτοκίου του τίτλου από το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο που απαιτούν οι επενδυτές για να αγοράσουν τον εν λόγω τίτλο. Όσο µεγαλύτερη η φερεγγυότητα της τράπεζας τόσο χαµηλότερο το ασφάλιστρο που απαιτούν οι επενδυτές για να αγοράσουν τα οµόλογά της.

Τα ασφάλιστρα κινδύνου έχουν µακροχρόνιο χαρακτήρα και για το λόγο αυτό δεν είναι απολύτως συγκρίσιµα µε την τιµή της µετοχής της τράπεζας. Ωστόσο, αποτελούν την ποιο αξιόπιστη µονάδα µέτρησης του κινδύνου των τραπεζών, ενώ η συσχέτισή τους µε το αποτέλεσµα των δεικτών (από δηµοσιευµένα στοιχεία των οικονοµικών καταστάσεων) οδηγεί σε επιπλέον συµπεράσµατα τα οποία αναµένεται να οδηγήσουν ακόµη και σε υποβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

8


∆ιεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης •

Ένας από τους συνηθέστερους τρόπους αξιολόγησης των τραπεζών παρέχεται από τις αξιολογήσεις των ∆ιεθνών Οίκων Αξιολόγησης. – Εταιρείες που αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των εκδοτών κινητών αξιών (αξιογράφων) και χρέους, αλλά και των ίδιων των χρεογράφων που εκδίδουν. – Οι τράπεζες αξιολογούνται όπως και άλλες µεγάλες εταιρείες βάσει των οικονοµικών τους στοιχείων αλλά και µε επιτόπια εποπτεία (συνεντεύξεις µε στελέχη µέχρι τον Πρόεδρο του Ιδρύµατος).

∆ίνουν στο τέλος µία βαθµολογία για την κάθε τράπεζα η οποία αποτελεί την αξιολόγησή τους και επαγωγικά την κατάταξή τους µεταξύ του συνόλου των υπό αξιολόγηση εταιρειών (π.χ. κατάταξη στον κλάδο). – Η βαθµολογία απεικονίζεται µε το λατινικό αλφάβητο και υποδεικνύει την πιθανότητα αθέτησης (Probability of Default – PD).

• • •

Οι αξιολογήσεις των Οίκων αυτών αποτελούν χρήσιµη πληροφορία για τους επενδυτές (και κερδοσκόπους), εκδότες (δανειζόµενους), τράπεζες, αναλυτές και από κυβερνήσεις που σκοπεύουν να δανειστούν ή να δανείσουν. Όσο χαµηλότερη η βαθµολογία τόσο µεγαλύτερος ο κίνδυνος και δυσµενέστεροι οι όροι που δανείζονται και τόσο περισσότερα κεφάλαια πρέπει να διακρατεί σε ρευστά. Γνωστότεροι Οίκοι: Standards & Poor's (S&P), Moody’s και Fitch.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

9


∆ηµοσιευµένα οικονοµικά στοιχεία • Οι Οίκοι Αξιολόγησης εξετάζουν τα οικονοµικά αποτελέσµατα, τις δοµές και τα συστήµατα που εφαρµόζει η κάθε τράπεζα (πληροφοριακά συστήµατα εκτέλεσης των εργασιών τους, τη διοικητική δοµή, τους εσωτερικούς ελέγχους, κλπ). • Στόχος της ανάλυσης των οικονοµικών στοιχείων: Η έγκαιρη διαπίστωση ύπαρξης προβληµάτων µε πιθανότητα δυσχέρειας και περίπτωσης χρεοκοπίας. • Συνηθέστερη µέθοδος εφαρµογής υποδειγµάτων: Με τη χρήση χρηµατοοικονοµικών δεικτών που ενσωµατώνουν την κεφαλαιακή επάρκεια, την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, τη διαχείριση, την αποδοτικότητα, τη ρευστότητα και τους κινδύνους της αγοράς (CAMELS). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

10


Συστήµατα CAMELS (1/3) •

Οι δείκτες CAMELS αποτελούν µία αξιόπιστη µεθοδολογία εκτίµησης της επικινδυνότητας των τραπεζικών ιδρυµάτων, παρότι υπάρχει σηµαντικός βαθµός υποκειµενικότητας (η βαρύτητα που έχει ο κάθε δείκτης). –

Προβλεπτικά, θεωρείται ότι παρέχουν καλύτερα αποτελέσµατα από τους Οίκους Αξιολόγησης και χειρότερα από τα ασφάλιστρα κινδύνου.

Αποτελούν εναλλακτικό ή συµπληρωµατικό τρόπο αξιολόγησης των τραπεζών σε σχέση µε την αξιολόγηση των ∆ιεθνών Οίκων. Στην Ελλάδα χρησιµοποιούνται ευρέως για εποπτικούς σκοπούς, καθώς λαµβάνονται υπόψη τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά χαρακτηριστικά της τράπεζας. Οι CAMELS αποτελούνται από έξι κατηγορίες δεικτών, η κάθε µία εκ των οποίων συµπεριλαµβάνει µία οµάδα επιµέρους δεικτών. Όλοι οι δείκτες εφαρµόζονται για κάθε τράπεζα του κλάδου, ώστε να γίνεται σύγκριση µεταξύ των αποτελεσµάτων της τράπεζας που µας ενδιαφέρει ως προς το σύνολο του κλάδου. Από τα συνολικά αποτελέσµατα φαίνεται αν η τράπεζα (ή ποία τράπεζα) αποκλίνει από τις υπόλοιπες και συνεπώς αντιµετωπίζει πρόβληµα. Ο υπολογισµός µπορεί να γίνεται περιοδικά βλέποντας και τη διαχρονική πορεία της κάθε τράπεζας (που γίνεται περισσότερο και που λιγότερο ανταγωνιστική). Μέχρι το 1996 η µεθοδολογία που ακολουθείτο συµπεριλάµβανε τα 5 πρώτα συστατικά (CAMEL). – – – – – –

C: Capital A: Asset quality M: Management E: Earnings L: Liquidity S: Sensitivity (προστέθηκε από το 1997) Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

11


Συστήµατα CAMELS (2/3) • Η χρηµατοοικονοµική ανάλυση βασίζεται στα παρακάτω: – Ανάλυση Αποτελεσµάτων Χρήσης – Εξέταση της Ετήσιας Έκθεσης (Πεπραγµένων) – Εξέταση των Εποπτικών Αναφορών που υποβάλλονται από τις τράπεζες προς την Τράπεζας της Ελλάδας. – Εξέταση των Αναφορών της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου των τραπεζών και των Ορκωτών Λογιστών που ελέγχουν τις οικονοµικές τους καταστάσεις.

• Από τις παραπάνω πηγές αντλούνται τα στοιχεία που χρειάζονται για να υπολογιστούν οι δείκτες CAMELS. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

12


Συστήµατα CAMELS (3/3) • Η ανάλυση καταλήγει σε ξεχωριστή βαθµολογία για κάθε µία από τις 6 κατηγορίες της, αλλά και σε µία ενιαία βαθµολογία, η οποία απεικονίζει τη συνολική κατάσταση της τράπεζας. – Το κάθε ένα από τα 6 χαρακτηριστικά της αξιολόγησης αποτελείται από περισσότερους του ενός αριθµοδείκτες. – Σηµειώνεται ότι οι αριθµοδείκτες που χρησιµοποιούνται για την ανάλυση των τραπεζών διαφέρουν από τους αντίστοιχους δείκτες που αναλύουν τις υπόλοιπες εµπορικές, βιοµηχανικές, κλπ επιχειρήσεις. Για αυτές παρέχεται αντίστοιχα η ανάλυση του Altman (Ζ-score). – Για παράδειγµα η ρευστότητα για τις τράπεζες διαφέρει από τις άλλες επιχειρήσεις ως προς την έννοια και την σηµασία των αριθµοδεικτών. Στην περίπτωση των τραπεζών επιβάλλεται υποχρεωτική διατήρηση ιδίων κεφαλαίων τουλάχιστον 8% ως προς τα ξένα κεφάλαια ενώ στις άλλες επιχειρήσεις ένας δείκτης ιδίων κεφαλαίων προς ξένα κοντά στη µονάδα θεωρείται ικανοποιητικός. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

13


Κεφαλαιακή Επάρκεια (C) • Η επάρκεια των κεφαλαίων είναι ο θεµέλιος λίθος της ευρωστίας µίας τράπεζας. Απεικονίζει το βαθµό εξασφάλισης των καταθετών της τράπεζας και την ικανότητά της να αντιµετωπίζει πιθανή αρνητική συγκυρία (σε περιόδους κρίσεων. • Τρεις (3) τρόποι µέτρησης των κεφαλαίων: – Μέσω των λογιστικών κεφαλαίων – Μέσω των οικονοµικών κεφαλαίων – Μέσω των εποπτικών κεφαλαίων Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

14


Βασικά Κεφάλαια(TIER I) + Συµπληρωµατικά Κεφάλαια(TIER II) Ενεργητικό Σταθµισµένου Κινδύνου •Ο ∆είκτης αυτός µας δείχνει κατά πόσον τα κεφάλαια επαρκούν για την αντιµετώπιση των κινδύνων που έχει αναλάβει η τράπεζα. Υποχρεωτικά πρέπει να είναι άνω του 8%. •Στον αριθµητή εµφανίζονται τα κεφάλαια (γνωστά ως Εποπτικά Κεφάλαια) και στον παρονοµαστή το Σταθµισµένο Ενεργητικό. ∆ηλαδή όχι το Συνολικό Ενεργητικό όπως γίνεται στις άλλες επιχειρήσεις, αλλά το κάθε στοιχείο του Ενεργητικού σταθµίζεται ως προς τον κίνδυνό του). •TIER I: Ίδια Κεφάλαια (κοινές και προνοµιούχες µετοχές, µετατρέψιµες οµολογίες, µειοψηφικά δικαιώµατα της τράπεζας σε θυγατρικές εταιρείες). • TIER II: Υβριδικά Κεφάλαια (κεφάλαια από οµόλογα που εκδίδει η τράπεζα και τα χρησιµοποιεί ως κεφάλαια. ∆ηλαδή στην πραγµατικότητα είναι ξένα κεφάλαια τα οποία όµως έχουν χαρακτηριστικά του µετοχικού κεφαλαίου. Σηµειώνεται ότι έχουν µακροχρόνιο ορίζοντα και µειωµένη εξασφάλιση για τους αγοραστές τους). • To TIER Ι πρέπει να αποτελεί τουλάχιστον το 50% του συνόλου των κεφαλαίων (αριθµητής). • Όσο ψηλότερη τιµή έχει το κλάσµα, τόσο µικρότερη είναι η ανάγκη για εξωτερική χρηµατοδότηση και συνεπώς καλύτερη αποδοτικότητα από άλλες τράπεζες µε χαµηλότερη δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

15


Ποιότητα στοιχείων Ενεργητικού (A) (1/2) • Ενδιαφέρει η πραγµατική αξία των απαιτήσεων που εµφανίζονται στο Ενεργητικό για να προσδιοριστεί σωστά ο κίνδυνος της δραστηριότητας των τραπεζών. – Η πραγµατική αξία των απαιτήσεων προσδιορίζει σε µεγάλο βαθµό τους κινδύνους δραστηριότητας της τράπεζας – Το δυσκολότερο κοµµάτι αξιολόγησης αφορά το χαρτοφυλάκιο των δανείων. – Αξιολόγηση των δανειοληπτών της τράπεζας µε βάση τα οικονοµικά τους στοιχεία, ώστε να γίνει εκτίµηση της πιθανής αθέτησης και να υπολογιστεί το ποσοστό της υποβάθµισης του χαρτοφυλακίου.

• Όταν αξιολογηθούν όλα τα στοιχεία του Ενεργητικού προκύπτει το συνολικό αποτέλεσµα της αξιολόγησης των στοιχείων του Ενεργητικού της τράπεζας. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

16


Ποιότητα στοιχείων Ενεργητικού (A) (2/2) • Όταν λέµε ότι µας ενδιαφέρει η ποιότητα των στοιχείων του χαρτοφυλακίου µίας τράπεζας εννοούµε ότι θέλουµε να εξετάσουµε µε τη χρήση αριθµοδεικτών, τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται σε αυτό και τον κίνδυνο που συµπεριλαµβάνει κάθε ένα από αυτά. • Με αυτόν τον τρόπο υπολογίζονται οι επισφάλειες που έχει το χαρτοφυλάκιο. –Μία τράπεζα µε πολλές επισφάλειες θεωρείται ότι διαθέτει χαρτοφυλάκιο κακιάς ποιότητας ή εναλλακτικά η τράπεζα αυτή επενδύει σε αµφιβόλου αξίας οµόλογα και µετοχές (junk bonds). Σε αυτήν την περίπτωση το Ενεργητικό θεωρείται χαµηλής ποιότητας.

• Τα αντίθετα ισχύουν για µία τράπεζα που θεωρείται ότι διαθέτει χαρτοφυλάκιο καλής ποιότητας. –Σε αυτήν την περίπτωση θεωρείται ότι είτε έχει χορηγήσει δάνεια σε εύρωστους πελάτες είτε ότι έχει καλές εξασφαλίσεις από τους δανειολήπτες για την περίπτωση αθέτησης των όρων του δανείου. Επίσης τα οµόλογα που έχει αγοράσει προέρχονται από φερέγγυους εκδότες.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

17


Σύνολο ∆ανείων σε Καθυστέρησ η > 90 ηµερών − Προβλέψεις Σύνολο Χορηγήσεων

• Στον αριθµητή, στο πρώτο σκέλος, εµφανίζεται το σύνολο των δανείων που παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των 90 ηµερών (το κρίσιµο χρονικό σηµείο όπως έχει οριστεί από τους Κανόνες της Βασιλείας). • Στο δεύτερο σκέλος του αριθµητή εµφανίζονται τα κεφάλαια που έχει ήδη βάλει στην άκρη (ως αποθεµατικά) η τράπεζα, για την αντιµετώπιση ζηµιών που θα προκύψουν από δάνεια σε καθυστέρηση. –Από τον αριθµητή προκύπτουν οι καθαρές καθυστερήσεις

• Ο δείκτης αυτός δείχνει τις καθαρές καθυστερήσεις σε σχέση µε το σύνολο των χορηγήσεων της τράπεζας. –Ο δείκτης αυτός επιθυµεί να είναι όσο το δυνατόν µικρότερος, που σηµαίνει ότι οι προβλέψεις για καθυστερήσεις βρίσκονται κοντύτερα στις καθυστερήσεις που τελικά πραγµατοποιήθηκαν. Άρα σωστός τρόπος προβλέψεων και συνεπώς αξιόπιστο, καλής ποιότητας, χαρτοφυλάκιο.

• π.χ. Αν έχουµε: (40 – 20) / 1000 = 2% τότε οι καθαρές καθυστερήσεις ανέρχονται στο 2% επί του συνολικού χαρτοφυλακίου. Ένα τέτοιο χαρτοφυλάκιο θεωρείται καλύτερο από ένα άλλο που έχει (60 – 30) / 1000 = 3% καθαρές καθυστερήσεις.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

18


∆ιοίκηση (Μ) • Ο δείκτης αυτός απεικονίζει την σωστή (µε αποτελεσµατικό τρόπο) λειτουργία της τράπεζας και την ικανότητα των διοικούντων να περιορίσουν τον κάθε µορφής κίνδυνο που ενέχεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα της τράπεζας. –Στην πραγµατικότητα απεικονίζει την ικανότητα της ∆ιοίκησης να καθορίζει διαδικασίες και στρατηγικές που οδηγούν στη σωστή λειτουργία της τράπεζας και να λαµβάνει έγκαιρα αποφάσεις για αντιµετώπιση διαφόρων κινδύνων, να διαχωρίζει και να κατανείµει εργασίες και καθήκοντα µε τρόπο που να µην δηµιουργούνται επικαλύψεις και δυσλειτουργίες αλλά να επιτυγχάνεται η άριστη συνεργασία και το άριστο τελικό αποτέλεσµα. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

19


Έξοδα ∆ιοίκησης Πωλήσεις

• Έξοδα ∆ιοίκησης: Αφορά τα γενικά λειτουργικά έξοδα της τράπεζας • Πωλήσεις: Αφορά την ετήσια κατάσταση Αποτελεσµάτων Χρήσης και συγκεκριµένα, τους τόκους και τα εξοµοιούµενα έσοδα. • Όσο µικρότερος ο δείκτης αυτός, τόσο καλύτερη θεωρείται η ∆ιοίκηση της τράπεζας. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

20


Κερδοφορία (Ε) • Αντανακλά το µέγεθος και την ποιότητα των κερδών της τράπεζας. – Το µεγαλύτερο µέρος αντανακλά τη διαφορά µεταξύ επιτοκίου δανεισµού µε επιτόκιο καταθέσεων (spread). Επίσης, κέρδη προέρχονται από προµήθειες (π.χ. αναλήψεις χρηµάτων από ΑΤΜs, συµµετοχές σε τρίτες εταιρείες, επενδύσεις σε τίτλους, κλπ).

• Συνήθως χρησιµοποιούνται τα καθαρά κέρδη (µετά φόρων). • Όσο µεγαλύτερος ο δείκτης αυτός, τόσο αποδοτικότερη θεωρείται η τράπεζα. – Ικανοποιητικός, θεωρείται ένας δείκτης µε τιµή που κυµαίνεται από 1% έως 2,5%. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

21


Καθαρά Κέρδη Ι δ ί α Κ εφ ά λαια

• Εναλλακτικά µπορεί να χρησιµοποιηθεί ο δείκτης ROE (αποδοτικότητα των εσόδων ως προς τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας). • Ως Ίδια Κεφάλαια θεωρούνται τα αδιανέµητα κέρδη της τράπεζας και τα καταβεβληµένα κεφάλαια των ιδιοκτητών. • Η υψηλή αποδοτικότητα συνεπάγεται τη δυνατότητα παραγωγής χρήµατος µε ίδια κεφάλαια. • Όσο µεγαλύτερος ο δείκτης, τόσο αποδοτικότερα θεωρείται ότι χρησιµοποιεί η τράπεζα τα ίδια κεφάλαιά της. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

22


Καθαρά Κέρδη ΣύνολοΕνεργητικού

• Εναλλακτικά µπορεί να χρησιµοποιηθεί ο δείκτης ROΑ (το αποτέλεσµα δίνεται ως ποσοστό). –Απεικονίζει την κερδοφορία της τράπεζας σε σχέση µε το σύνολο του Ενεργητικού της.

• ∆είχνει επίσης, πως µία τράπεζα διαχειρίζεται τα περιουσιακά της στοιχεία για να πετύχει κέρδη. • Όσο µεγαλύτερος ο δείκτης τόσο αποδοτικότερη η τράπεζα. Μία ικανοποιητική απόδοση αναµένεται να κυµαίνεται από 1% έως 2,5%.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

23


Ρευστότητα (L) • Ο δείκτης αυτός απεικονίζει την ευρωστία που υπάρχει σε µία τράπεζα, ενώ αν αθροιστεί ο δείκτης για το σύνολό των τραπεζών απεικονίζεται η ευρωστία του κλάδου συνολικά. • Το αποτέλεσµα του δείκτη δείχνει την ικανότητα µίας τράπεζας να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καταθετών της τόσο σε συνήθεις όσο και σε έκτακτες περιπτώσεις. • Η ρευστότητα αποτελεί τον ιστορικά παλαιότερο κίνδυνο που αντιµετώπιζαν οι τράπεζες (ειδικά στην κρίση του 1929). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

24


Σύνολο Χορηγήσεων Σύνολο Καταθέσεων •

Το αποτέλεσµα του δείκτη δίνει το L1 το οποίο δείχνει την εξάρτηση της τράπεζας από τη διατραπεζική αγορά. – ∆είχνει τη σχέση µεταξύ των άµεσα ρευστοποιήσιµων στοιχείων στο κυκλοφορούν ενεργητικό προς τις βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις της τράπεζας.

Το επιδιωκόµενο για την τράπεζα είναι αν χρηµατοδοτεί τα δάνεια που χορηγεί από τις καταθέσεις της (και να της περισσεύουν και µερικά κεφάλαια για αποθεµατικά). ∆ηλαδή, να µην χρειάζεται να δανείζεται στην διατραπεζική για να χορηγεί δάνεια. – Μία περίπτωση τράπεζας που χρησιµοποιούσε συστηµατικά το διατραπεζικό δανεισµό ήταν η Northern Rock στο Η.Β., η οποία έπεσε θύµα της κρίσης στις ΗΠΑ καθώς η έλλειψη εµπιστοσύνης µεταξύ των τραπεζών περιόρισε σηµαντικά της διατραπεζικές ανταλλαγές κεφαλαίων.

Όσο πιο µικρός είναι ο δείκτης, τόσο καλύτερη ρευστότητα έχει η τράπεζα. Ευχάριστο για µία τράπεζα θα είναι ο δείκτης αυτός να βρίσκεται χαµηλότερα από τη µονάδα (1) το οποίο ερµηνεύεται ως ασφάλεια στην περίπτωση χορηγήσεων, αφού οι καταθέσεις επαρκούν για την χορήγηση δανείων. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

25


Κυκλοφορούν Ενεργητικό Σύνολο Ενεργητικού •

Το αποτέλεσµα του δείκτη δίνει το L2 το οποίο δείχνει τον βαθµό (έµµεσης) ρευστότητας της τράπεζας αναφορικά µε το κυκλοφορούν ενεργητικό της. ∆ηλαδή, τα άµεσα ρευστοποιήσιµα στοιχεία της, (συµπεριλαµβανοµένων και των αποθεµάτων της), όπως τα διαθέσιµα στο ταµείο της, οι απαιτήσεις της κατά τραπεζών και τα χαρτοφυλάκια συναλλαγών, επενδύσεων και παραγώγων. – Θέλει να διερευνήσει από τα στοιχεία που µπορεί να ρευστοποιήσει άµεσα, πόσες από τις υποχρεώσεις της µπορεί να καλύψει. Για παράδειγµα, σε µία περίπτωση που υπάρχει µείωση των καταθέσεων, της εύρεσης κεφαλαίων από τη διατραπεζική, κλπ.

• •

Όσο µεγαλύτερη η τιµή του δείκτη τόσο µεγαλύτερη θεωρείται η ρευστότητα της τράπεζας. Αυτό συνεπάγεται µεγάλο κυκλοφορούν ενεργητικό, το οποίο ωστόσο, συνεπάγεται και µεγάλο κόστος για την τράπεζα, η οποία προτιµά να προέρχεται από καταθέσεις. – Για παράδειγµα, το Ταχυδροµικό Ταµιευτήριο, διαθέτει πολλά οµόλογα αλλά δεν χορηγεί πολλά δάνεια όπως άλλες τράπεζες. Αυτό συνεπάγεται για την τράπεζα να έχει µεγάλα αποθέµατα αλλά και µικρή κερδοφορία. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

26


Ευαισθησία (S) • Αντανακλά τον τρόπο και το βαθµό (πόσο) που οι διακυµάνσεις των τιµών της αγοράς και των επιτοκίων επηρεάζουν τη λειτουργία και της συναλλαγές της τράπεζας. • Αναφέρεται σε οτιδήποτε υπόκειται σε αύξηση του κινδύνου της αγοράς όπως π.χ. οι τίτλοι (µετοχές, οµόλογα, παράγωγα, αµοιβαία κεφάλαια). Αντιθέτως, στοιχεία όπως τα δάνεια δεν υπόκεινται σε κίνδυνο αγοράς. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

27


Σύνολο Αξιογράφων Σύνολο Ενεργητικο ύ

• Απεικονίζει την απόδοση που παράγεται συνολικά από το χαρτοφυλάκιο αξιογράφων της τράπεζας. • Επιδίωξη της τράπεζας, είναι ο δείκτης να είναι χαµηλός. Σε τέτοια περίπτωση συνεπάγεται ότι είναι καλύτερη η αντίδραση της τράπεζας στους κινδύνους της αγοράς.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

28


Κίνδυνος και Αβεβαιότητα • Κίνδυνος: Αβέβαιο το τελικό αποτέλεσµα αλλά γνωστές οι πιθανότητες της επίτευξης των πιθανών αποτελεσµάτων οι οποίες εκτιµώνται µε στατιστικές µεθόδους (βασίζονται στις κατανοµές πιθανοτήτων). – Η πιθανότητα το πραγµατικό αποτέλεσµα µίας επένδυσης να διαφέρει από το αναµενόµενο (στην πραγµατικότητα, εκείνο που ενδιαφέρει τους επενδυτές είναι η πιθανότητα το πραγµατικό αποτέλεσµα να είναι µικρότερο από το αναµενόµενο). – Εναλλακτικά, η µεταβλητότητα των δυνητικών αποτελεσµάτων γύρω από την αναµενόµενη τιµή τους ή τον αριθµητικό τους µέσο. – Όσο περισσότερα πιθανά αποτελέσµατα υπάρχουν, τόσο µεγαλύτερο κίνδυνο έχει η επένδυση. – Όταν για µία επένδυση δεν υπάρχει διασπορά πιθανών αποτελεσµάτων γύρω από το αναµενόµενο, ο κίνδυνος είναι µηδέν.

• Αβεβαιότητα: Το τελικό αποτέλεσµα δεν είναι γνωστό αλλά ούτε και µπορεί να προβλεφθεί µε στατιστικές µεθόδους. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

29


Μορφές κινδύνου: Παραδοσιακή προσέγγιση • Ο συνολικός κίνδυνος µίας επένδυσης αποτελείται από διαφορετικές πηγές κινδύνου: – Κίνδυνος επιτοκίων: µία µεταβολή στα επιτόκια επιφέρει αντίθετη µεταβολή στις τιµές των αξιογράφων (π.χ. αύξηση επιτοκίων επιφέρει µείωση στην αξία των οµολογιών και των µετοχών). – Κίνδυνος πληθωρισµού: η αύξηση του πληθωρισµού µειώνει την αγοραστική δύναµη των επενδυµένων κεφαλαίων, δηλαδή µειώνει την αποπληθωρισµένη απόδοση της επένδυσης. – Κίνδυνος αγοράς: η µεταβλητότητα των αποδόσεων µίας επένδυσης λόγω της µεταβολής του ΧΑΑ (κυρίως τις µετοχές). – Επιχειρηµατικός κίνδυνος: η µεταβλητότητα των αποδόσεων να οφείλεται στο είδος της δραστηριότητας της επιχείρησης. – Χρηµατοοικονοµικός κίνδυνος: η µεταβλητότητα των αποδόσεων µίας επένδυσης λόγω µεγάλων δανειακών κεφαλαίων που χρησιµοποιεί η επιχείρηση. – Κίνδυνος ρευστότητας: προέρχεται από τη δευτερογενή αγορά. Όσο πιο αβέβαιη είναι η ταχύτητα µετατροπής µίας επένδυσης σε ρευστά, τόσο µεγαλύτερος ο κίνδυνος. – Συναλλαγµατικός κίνδυνος: όταν οι αποδόσεις µίας επένδυσης που έχει γίνει σε ξένο νόµισµα, θα µετατραπούν στο εθνικό του νόµισµα. – Πολιτικός κίνδυνος: όταν δεν υπάρχει σταθερότητα στην πολιτική κατάσταση και κατ΄ επέκταση και στην οικονοµία µίας χώρας. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

30


Μορφές κινδύνου: Σύγχρονη προσέγγιση • Η σύγχρονη προσέγγιση διαχωρίζει τους κινδύνους σε δύο κατηγορίες: – Εκείνους που συνδέονται µε τις κινήσεις της συνολικής αγοράς και οι οποίοι αποτελούν τον λεγόµενο συστηµατικό κίνδυνο. – Εκείνους που οφείλονται σε λόγους ξεχωριστούς για την κάθε επένδυση και οι οποίοι αποτελούν τον λεγόµενο µη συστηµατικό κίνδυνο.

•Συνολικός κίνδυνος = συστηµατικός + µη συστηµατικός κίνδυνος • Συστηµατικός κίνδυνος: ∆εν αντιµετωπίζεται µε τη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου (κίνδυνος επιτοκίων, αγοράς, πληθωρισµού, συναλλάγµατος και πολιτικός). • Μη συστηµατικός κίνδυνος: Οφείλεται σε λόγους που αφορούν την ίδια την επιχείρηση. Για το λόγο αυτό, µπορεί να αντιµετωπιστεί µε τη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου (επιχειρηµατικός, χρηµατοοικονοµικός και ρευστότητας).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

31


Απόδοση και κίνδυνος • Απόδοση: πόσο αυξάνεται η µειώνεται ο πλούτος του επενδυτή. • Κίνδυνος: η πιθανότητα το τελικό αποτέλεσµα να διαφέρει (µικρότερο) από το αναµενόµενο. • Η απόδοση διακρίνεται σε: – πραγµατοποιηθείσα – αναµενόµενη – απαιτούµενη

•Η απόδοση σηµαίνει αύξηση του πλούτου, η οποία προέρχεται από: – απόδοση τρέχοντος εισοδήµατος (µερίσµατα, τοκοµερίδια, τόκοι, κλπ). – κέρδη κεφαλαίου λόγω µεταβολής της τιµής πώλησης του αξιογράφου κατά τη διάρκεια µίας περιόδου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

32


Κατηγορίες Αποδόσεων • Πραγµατοποιηθείσα απόδοση: η πραγµατική απόδοση που επετεύχθη από µία επένδυση σε συγκεκριµένη περίοδο. – η εκτίµησή της γίνεται απολογιστικά

• Αναµενόµενη απόδοση: η απόδοση που προσδοκούν να πετύχουν οι επενδυτές από την ανάληψη µίας επένδυσης. – δεν είναι σίγουρο ότι θα επιτευχθεί και συνεπώς µπορεί τελικά να διαφέρει από την πραγµατοποιούµενη.

• Απαιτούµενη απόδοση: η ελάχιστη απόδοση που απαιτεί ο επενδυτής για να αναλάβει µία επένδυση. – αποτελείται από την απόδοση χωρίς κίνδυνο, στο αναµενόµενο ποσοστό πληθωρισµού, στην ανταµοιβή για τον κίνδυνο που έχει η δεδοµένη επένδυση.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

33


Παράγωγα προϊόντα • • • •

Προθεσµιακές Συµφωνίες Συµφωνίες Ανταλλαγών Συµβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης ∆ικαιώµατα Προαίρεσης

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Ο ρόλος των χρηµατοπιστωτικών αγορών •Χρηµατοπιστωτικές Αγορές: µέσω αυτών διοχετεύονται στους κεφάλαια από τις πλεονασµατικές προς τις ελλειµµατικές µονάδες. •Σε αυτές προσδιορίζονται οικονοµικά µεγέθη όπως το ύψος των επιτοκίων, οι τιµές των νοµισµάτων, κλπ. •Καλύτερη οργάνωση συνεπάγεται αποτελεσµατικότητα και ορθή τιµολόγηση. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Οργανωµένη αγορά και Over The Counter • Οργανωµένη αγορά: η αγορά της οποίας οι λειτουργίες διέπονται από κανόνες (χρηµατιστηριακές αγορές). •Μη οργανωµένη αγορά: οι κανόνες τίθενται από τους συναλλασσόµενους, βάσει των προτιµήσεών τους (εξωχρηµατιστηριακές αγορές, συνήθως µέσω επενδυτικών τραπεζών). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Πρωτογενής και ∆ευτερογενής αγορά •Πρωτογενής: η αγορά στην οποία πρωτοεµφανίζεται κάποιο χρηµατοοικονοµικό προϊόν, π.χ. η αγορά στην οποία εκδίδονται νέες µετοχές ή οµόλογα των επιχειρήσεων ή νέες οµολογίες του δηµοσίου. –Συµµετέχουν κυρίως χρηµατοπιστωτικοί οργανισµοί, ως ανάδοχοι ή διαπραγµατευτές.

•∆ευτερογενής: η αγορά στην οποία διαπραγµατεύονται καθηµερινά οι ήδη εκδοθείσες µετοχές, οι οµολογίες, κλπ. –Συµµετέχουν επενδυτές, ιδιώτες και θεσµικοί. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Τρέχουσα και Προθεσµιακή αγορά •Τρέχουσα αγορά: η αγορά στην οποία συµφωνείται σήµερα µία συναλλαγή µε στόχο να ολοκληρωθεί στην παρούσα ή σε άµεση µελλοντική στιγµή. •Προθεσµιακή αγορά: η αγορά στην οποία συµφωνείται σήµερα η τιµή στην οποία θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή αλλά η ίδια η συναλλαγή θα λάβει χώρα στο µέλλον. –Κίνδυνοι αντισυµβαλλόµενου βάσει της θέσης τους στην αγορά. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Άµεσης και Έµµεσης χρηµατοδότησης •Άµεση: η χρηµατοδότηση όπου τα κεφάλαια των πλεοναζόντων µονάδων διοχετεύονται στις ελλειµµατικές µονάδες χωρίς διαµεσολάβηση. –Μέσω αναδόχων, τράπεζες επενδύσεων, κλπ

•Έµµεση: η χρηµατοδότηση η οποία επιτυγχάνεται µέσω διαµεσολαβητή. –Μέσω εµπορικών τραπεζών και ιδρύµατα γενικής τραπεζικής. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Χρηµαταγορά και Κεφαλαιαγορά •Η διάκριση γίνεται βάσει των χαρακτηριστικών των χρηµατοπιστωτικών προϊόντων, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι τα εξής: –Χρόνος λήξης –Πιστωτικός κίνδυνος –Ρευστότητα –Φορολογία

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αγορές Επιτοκίων •Ελλάδα: ελεύθερη η αγορά των επιτοκίων από το 1994. •∆ιεθνώς: βασικές αγορές προσδιορισµού των επιτοκίων (Euribor, Libor, κλπ). •Βασικός διαχωρισµός αγορών: Τρέχουσα αγορά και Προθεσµιακή αγορά επιτοκίων. –Τρέχουσα: (α) επιτόκια χρηµατοδοτήσεων και καταθέσεων που δηµοσιοποιούν τα πιστωτικά ιδρύµατα. (β) επιτόκια διατραπεζικής. –Προθεσµιακή: επιτόκια από χρόνο Τ+2 µέχρι 12 µήνες. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αγορά Συναλλάγµατος •Αναπτύχθηκε µετά την κατάρρευση του συστήµατος του Breton Woods τη δεκαετία του 1970 µε την κατάργηση των σταθερών ισοτιµιών. •Είναι σήµερα η µεγαλύτερη χρηµατοοικονοµική αγορά διεθνώς. •∆ιαθέτει τη µεγαλύτερη ρευστότητα. •Λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως. •Κυριότερες αγορές: Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Τόκιο. •∆ιατραπεζική αγορά συναλλάγµατος της Ε.Ε. •Τρέχουσα και Προθεσµιακή αγορά συναλλάγµατος. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αγορές χρηµατοπιστωτικών µέσων •Στην Ελλάδα διέπονται από το νόµο 3606/2007 και από αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που ενσωµάτωσαν τα εξής: –∆ικαιώµατα Προαίρεσης (∆.Π., διεθνώς γνωστά µε την ορολογία Options) –Συµβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ, διεθνώς γνωστά µε την ορολογία Futures) –Συµβάσεις Ανταλλαγής (Σ.Α., διεθνώς γνωστά µε την ορολογία Swaps) –Γενικά παράγωγα µε υποκείµενο προϊόν νοµίσµατα, τίτλους, επιτόκια, δείκτες, εµπορεύµατα, κλπ Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Παράγωγα σε οργανωµένες αγορές ή εξωχρηµατιστηριακά • Τα παράγωγα χωρίζονται σε 2 µεγάλες κατηγορίες καταρχήν ως προς τον τρόπο διαπραγµάτευσής τους. Έτσι, έχουµε: – ΣΜΕ και ∆Π που διαπραγµατεύονται σε οργανωµένες χρηµατιστηριακές αγορές παραγώγων µε κύριο χαρακτηριστικό την τυποποίηση των συµφωνιών επί υποκείµενων προϊόντων αλλά και την αντιµετώπιση του κινδύνου αθέτησης. – Προθεσµιακές συµφωνίες και συµφωνίες ανταλλαγών που διαπραγµατεύονται εξωχρηµατιστηριακά (OTC – Over The Counter), συνήθως µέσω τηλεφώνου. Εµφανίστηκαν κυρίως τις δεκαετίες 1980 και 1990. Κύριο χαρακτηριστικό η συµφωνίες κατά παραγγελία βάσει των αναγκών αλλά και η ύπαρξη κινδύνου αθέτησης.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Συµβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ) • • • • • • • •

∆ιεθνής όρος: Futures Συµφωνία που λαµβάνει χώρα σήµερα και αφορά αγορά ή πώληση σε δεδοµένη τιµή και ποσότητα στο µέλλον. Τα δύο µεγαλύτερα χρηµατιστήρια παραγώγων βρίσκονται στο Σικάγο των ΗΠΑ. ΣΜΕ διαπραγµατεύονται και στο Ελληνικό Χρηµατιστήριο Παραγώγων. Η διαπραγµάτευση των ΣΜΕ λαµβάνει χώρα σε οργανωµένα χρηµατιστήρια ανά τον κόσµο (µε τη συµµετοχή brokers/µεσιτών και traders/διαπραγµατευτών). Αποτελεί δεσµευτική συµφωνία και για τα δύο µέρη. ∆εν απαιτείται αρχικό κόστος επένδυσης, πέραν των περιθωρίων ασφάλισης. Ιστορικά τέτοιες συµφωνίες πρωτοεµφανίστηκαν µεταξύ αγροτών και εµπόρων για να επεκταθούν αργότερα σε άλλες κατηγορίες. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


∆ικαιώµατα Προαίρεσης (∆.Π.) • • • •

∆ιεθνής όρος: Options ∆ικαίωµα αγοράς ή πώλησης συγκεκριµένης ποσότητας ενός προϊόντος σε δεδοµένη µελλοντική στιγµή (expiration date) και τιµή (strike price). ∆ιαπραγµατεύονται λιγότερα χρόνια από τα ΣΜΕ. ∆ιακρίνονται σε δύο τύπους: – Calls και puts.

• • • • • • • •

Calls: δικαίωµα του κατόχου του (long) να αγοράσει το υποκείµενο προϊόν. Puts: δικαίωµα του κατόχου του (long) να πουλήσει το υποκείµενο προϊόν. Ο αγοραστής (long) ενός call ή put έχει το ∆.Π., ενώ ο πωλητής (short) ενός call ή put έχει υποχρέωση και όχι δικαίωµα. Η διαπραγµάτευση γίνεται επί ενός τύπου ∆.Π., είτε call είτε put. Συνεπώς όταν η µία πλευρά έχει θέση long σε call η άλλη έχει short σε call και αντίστοιχα long put µε short put. Υπάρχει αρχικό κόστος επένδυσης. Ευρωπαϊκά και Αµερικάνικα ∆ικαιώµατα. Μεγαλύτερο χρηµατιστήριο στον κόσµο το CBOE στο Σικάγο των ΗΠΑ. Από δεκαετία 1980 έχουµε και over – the – counter options.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Βασικές κατηγορίες συµµετεχόντων • Υπάρχουν 3 βασικές κατηγορίες συµµετεχόντων στις αγορές παραγώγων (ΣΜΕ και ∆ικαιώµατα). – Αντισταθµιστές, κερδοσκόποι, arbitrageurs

• Αντισταθµιστές: θέλουν να διασφαλίσουν (να σιγουρέψουν) την τιµή που θα πουλήσουν ή θα αγοράσουν το προϊόν τους στο µέλλον. • Κερδοσκόποι: λαµβάνουν ανοικτή θέση βάσει πρόβλεψης που κάνουν για την µελλοντική πορεία των τιµών. • Arbitrageurs: ∆ιακρίνουν ατέλειες στην αγορά και δηµιουργούν κέρδη χωρίς κίνδυνο. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αντιστάθµιση συναλλαγµατικού κινδύνου µε αγορά ΣΜΕ • Αν µία επιχείρηση από ΗΠΑ εισάγει προϊόντα από Η.Β. τα οποία θα πρέπει να εξοφλήσει σε λίρες Αγγλίας (π.χ. £1εκ.) σε 3 µήνες, τότε αντιµετωπίζει συναλλαγµατικό κίνδυνο αφού δεν γνωρίζει σε δολάρια ΗΠΑ πόσο θα τις κοστίσει συνολικά το προϊόν που εισαγάγει (σηµειώνεται ότι το κάθε συµβόλαιο ΣΜΕ αποτελείται από £62.500). – Μπορεί να πάει στην αγορά ΣΜΕ και να κλείσει συµφωνία αγοράς £1εκ. σε 3 µήνες µε βάση την ισοτιµία $/ £ τριµήνου. – Με αυτόν τον τρόπο αντισταθµίζει τον συναλλαγµατικό κίνδυνο αλλά δεν σηµαίνει ότι τελικά θα έχει κέρδος. – Αν η τρέχουσα ισοτιµία µετά από 3 µήνες είναι ανατιµηµένη για το $ τότε θα έχει χάσει ενώ αν η ισοτιµία του $ είναι υποτιµηµένη θα έχει κερδίσει αφού θα χρειαζόταν περισσότερα $ για να αγοράσει το £1εκ. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αντιστάθµιση συναλλαγµατικού κινδύνου µε πώληση ΣΜΕ • Αν µία επιχείρηση από ΗΠΑ εξάγει προϊόντα στο Η.Β. για τα οποία θα εισπράξει λίρες Αγγλίας (π.χ. £3εκ.) σε 1 µήνα, τότε αντιµετωπίζει συναλλαγµατικό κίνδυνο αφού δεν γνωρίζει σε δολάρια ΗΠΑ πόσα θα εισπράξει για το προϊόν που εξάγει (σηµειώνεται ότι το κάθε συµβόλαιο ΣΜΕ αποτελείται από £62.500). – Μπορεί να πάει στην αγορά ΣΜΕ και να κλείσει συµφωνία πώλησης £3εκ. σε 1 µήνα µε βάση την ισοτιµία $/ £ µηνός. – Με αυτόν τον τρόπο αντισταθµίζει τον συναλλαγµατικό κίνδυνο αλλά δεν σηµαίνει ότι τελικά θα έχει κέρδος. – Αν η τρέχουσα ισοτιµία µετά από 1 µήνα είναι ανατιµηµένη για τη £ θα έχει χάσει αφού µε τη συµφωνία που έχει στα ΣΜΕ θα εισπράξει λιγότερα $, ενώ αν η ισοτιµία της £ είναι υποτιµηµένη θα έχει κερδίσει αφού θα εισπράξει περισσότερα $ από την πώληση του £1εκ. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


ΣΜΕ µε βάση το δεκαετές οµόλογο • Το Χρηµατιστήριο Αθηνών (ΧΑ) έχει δηµιουργήσει ΣΜΕ µε βάση την πορεία του ελληνικού δεκαετούς οµολόγου. • Το ΣΜΕ επί του δεκαετούς οµολόγου βασίζεται στις ελληνικές τράπεζες που µετέχουν στους δείκτες FTSE/XA20 και Mid40 καθώς και στις κυπριακές τράπεζες που συµµετέχουν στον δείκτη του κυπριακού χρηµατιστηρίου FTSE/CYSE20. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Τα ΣΜΕ στην Ελλάδα • •

Εισήχθησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 27 Αυγούστου 1999 µε υποκείµενο εργαλείο (underlying instrument) τον FTSE20. Σήµερα το ΧΑ διαθέτει σύγχρονη ηλεκτρονική πλατφόρµα που επιτρέπει την εισαγωγή νέων παράγωγων προϊόντων για διαπραγµάτευση. Σκέψεις υπάρχουν για την εισαγωγή διαπραγµατεύσιµων αµοιβαίων κεφαλαίων (ETF’s) σε ξένους χρηµατιστηριακούς δείκτες, όπως στον γερµανικό Xetra Dax, τον αµερικάνικο Dow Jones καθώς και σε κινέζικους δείκτες. Επίσης, ETF’s σε παράγωγα χρυσού αλλά και διαπραγµάτευση οµολόγων ελληνικών επιχειρήσεων του FTSE20 που πρωτογενώς διαπραγµατεύονται σε αγορές του εξωτερικού. ∆ιαδικασία: Οι δύο αντισυµβαλλόµενοι συµφωνούν, µέσω των µεσιτών τους (brokers) στην αγορά παραγώγων, για την αγοραπωλησία του δείκτη. – Το ένα µέρος συµφωνεί σήµερα να αγοράσει ΣΜΕ στο δείκτη σε µία µελλοντική ηµεροµηνία (διακανονισµού – settlement date) και σε µία συγκεκριµένη τιµή (προθεσµιακή τιµή). – Το άλλο µέρος συµφωνεί την ίδια στιγµή να πουλήσει το ίδιο ΣΜΕ στην συµφωνηθείσα ηµεροµηνία στην συµφωνηθείσα τιµή. – Εφόσον οριστικοποιηθεί η συµφωνία, είναι δεσµευτική, ως προς όλους του όρους της, και για τα δύο µέρη (binding agreement). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αντιστάθµιση κινδύνου κατόχου µετοχών µε ∆.Π. • Επενδυτής κατέχει σήµερα 500 µετοχές ΟΤΕ µε τρέχουσα χρηµατιστηριακή αξία 52€ και σκοπεύει να τις πουλήσει σε 1 µήνα για να εξοφλήσει υποχρεώσεις της επιχείρησής του. – Ο φόβος του είναι η τιµή του ΟΤΕ σε 1 µήνα να είναι χαµηλότερη. – Συµφωνεί σήµερα να πουλήσει (put) σε 1 µήνα τις 500 µετοχές για 50€ (strike price) – Η άλλη πλευρά για να δεχτεί να έχει υποχρέωση να αγοράσει σε 1 µήνα για 100€ τον ΟΤΕ ακόµη και αν αυτός είναι φθηνότερος στο χρηµατιστήριο, απαιτεί σήµερα να εισπράξει 5€. – Η συµφωνία κλείνεται και ο επενδυτής που κατέχει τις µετοχές ΟΤΕ αποκτά το δικαίωµα να πουλήσει για 50€ τον ΟΤΕ, καταβάλλοντας σήµερα 5€ στο αντισυµβαλλόµενο µέρος. – Σηµειώνεται ότι 1 συµβόλαιο ∆.Π. αποτελείται από 100 µετοχές. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αντιστάθµιση κινδύνου µε ∆.Π. για µελλοντική αγορά µετοχών • Επενδυτής επιθυµεί να αγοράσει 500 µετοχές ΟΤΕ σε 1 µήνα. – Ο φόβος του είναι η τιµή του ΟΤΕ σε 1 µήνα να είναι υψηλότερη. – Συµφωνεί σήµερα να αγοράσει (call) σε 1 µήνα τις 500 µετοχές για 50€ (strike price) – Η άλλη πλευρά για να δεχτεί να έχει υποχρέωση να πουλήσει σε 1 µήνα για 50€ τον ΟΤΕ ακόµη και αν αυτός είναι ακριβότερος στο χρηµατιστήριο, απαιτεί σήµερα να εισπράξει 10€. – Η συµφωνία κλείνεται και ο επενδυτής που επιθυµεί να αγοράσει τις µετοχές ΟΤΕ αποκτά το δικαίωµα να αγοράσει για 50€ τον ΟΤΕ, καταβάλλοντας σήµερα 10€ στο αντισυµβαλλόµενο µέρος. – Σηµειώνεται ότι 1 συµβόλαιο ∆.Π. αποτελείται από 100 µετοχές.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


∆ιαγραµµατική απεικόνιση θέσεων long και short call

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


∆ιαγραµµατική απεικόνιση θέσεων long και short put

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Πωλήσεις χωρίς κάλυψη (short selling) • • • •

• •

Short selling: πώληση τίτλων που δεν έχει στην κατοχή του ο πωλητής. Επικοινωνεί µε τον broker του ο οποίος του δανείζει µετοχές τις οποίες πωλεί µε το συνήθη τρόπο στο χρηµατιστήριο. Επενδυτής: µπορεί να διατηρεί τη θέση short (να πουλάει χωρίς κάλυψη) όσο ο broker του βρίσκει τις µετοχές. Σε κάποια στιγµή ο broker θα πρέπει να επιστρέψει τις µετοχές στον αρχικό ιδιοκτήτη των µετοχών και θα ζητήσει από τον short seller να τις αγοράσει στο χρηµατιστήριο για να τις επιστρέψει στον ιδιοκτήτη τους. Από τη διαφορά της αγοράς µε εκείνη που τις είχε πωλήσει θα προκύψει το κέρδος ή ζηµιά από το short selling. Ο short seller πρέπει να πληρώνει στον broker όποιο εισόδηµα έχει εισπραχθεί από τις µετοχές αυτές (π.χ. µερίσµατα) για να τα αποδώσει στον κάτοχο των µετοχών.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Short Hedge µε χρήση ΣΜΕ (1/3) • Αφορά περιπτώσεις όπου ο επενδυτής παίρνει ταυτόχρονα δύο θέσεις short σε ΣΜΕ. • Είναι χρήσιµο όταν ο αντισταθµιστής κατέχει ήδη ένα περιουσιακό στοιχείο (asset) το οποίο αναµένει να το πουλήσει στο µέλλον. – Για παράδειγµα ένας αγρότης που σπέρνει σήµερα το σιτάρι και γνωρίζει ότι σε 2 µήνες θα πουλήσει ψωµί στην αγορά.

• Το short hedge είναι χρήσιµο και για κάποιον που δεν κατέχει το στοιχείο αλλά πρόκειται να το αποκτήσει σε κάποια στιγµή στο µέλλον. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Short Hedge µε χρήση ΣΜΕ (2/3) • Γενικό παράδειγµα: Εξαγωγέας από τις ΗΠΑ γνωρίζει ότι θα εισπράξει λίρες Αγγλίας σε 3 µήνες. • Ο εξαγωγέας γνωρίζει ότι το κέρδος του θα αυξάνεται αν η λίρα ανεβαίνει και ότι θα µειώνεται όταν η λίρα πέφτει σε σχέση µε το δολάριο. • Με τη συµφωνία σε short hedge θα επιτύχει το αντίστροφο. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Short Hedge µε χρήση ΣΜΕ (3/3) •

• •

Παράδειγµα: σήµερα 15 Μαΐου, η επιχείρηση Χ έχει συµφωνήσει να πουλήσει 1 εκατ. Βαρέλια πετρέλαιο σε 3 µήνες. Η τιµή πώλησης θα είναι η τιµή που θα ισχύει στις 15 Αυγούστου στην αγορά πετρελαίου. Συνεπώς η Χ θα κερδίζει $10.000 για κάθε άνοδο κατά 1cent στην τιµή του πετρελαίου και θα χάνει το ίδιο ποσό για µείωση κατά 1cent στην τιµή του πετρελαίου. Αν η τιµή του πετρελαίου στην αγορά στις 15 Μαΐου είναι $19 και την ίδια ηµεροµηνία τα ΣΜΕ πετρελαίου (1.000 βαρέλια ανά ΣΜΕ) Αυγούστου είναι $18,75/βαρέλι θα πάρει θέση short σε 1.000 ΣΜΕ και θα έχει επιτύχει: – Κλείσιµο της τιµής που θα πουλήσει το πετρέλαιο γύρω στα $18,75 αφού, αν η τιµή του πετρελαίου στην αγορά στις 15 Αυγούστου είναι $17,50/βαρέλι η Χ θα εισπράξει $17,5 εκατ. από την πώληση στην αγορά αλλά θα πουλάει και βάσει της συµφωνίας των ΣΜΕ µε $18,75/βαρέλι εισπράττοντας $18,75. – Συνολικά θα έχει κέρδος $17,5 + $1,25 (διαφορά τιµής ΣΜΕ από τρέχουσα τιµή) ανά βαρέλι. ∆ηλαδή συνολικά θα εισπράξει $18,75 εκατ. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Συµφωνίες Ανταλλαγών (Swaps) (1/4) • Αποτελούν ιδιωτικές συµφωνίες (OTC) µεταξύ 2 εταιρειών για να ανταλλάξουν τις χρηµατοροές τους στο µέλλον, βάσει µίας συµφωνίας που λαµβάνει χώρα σήµερα. • Τα πρώτα swaps εµφανίστηκαν το 1981 και έκτοτε παρουσιάζουν µεγάλη ανάπτυξη. • Τα κυριότερα swaps είναι αυτά που αφορούν ανταλλαγές επί επιτοκίων και ανταλλαγές επί συναλλάγµατος (νοµισµάτων). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Συµφωνίες Ανταλλαγών (Swaps) (2/4) • Ανταλλαγές επιτοκίων: Η κυριότερη περίπτωση είναι τα plain vanilla όπου ο Α συµφωνεί να πληρώνει τις χρηµατοροές του Β που θα προσδιορίζονται επί ενός σταθερού επιτοκίου που προσυµφωνείται σήµερα την ίδια ώρα που ο Β συµφωνεί να καταβάλλει τις χρηµατοροές του Α οι οποίες αντιστοιχούν σε κυµαινόµενο επιτόκιο στο ίδιο ονοµαστικό κεφάλαιο και για την ίδια περίοδο. Το νόµισµα είναι επίσης κοινό για το δύο µέρη. • Η διάρκεια των swaps συνήθως είναι από 1 έως 15 έτη. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Συµφωνίες Ανταλλαγών (Swaps) (3/4) • Παράδειγµα: Έστω µία 3ετής συµφωνία ανταλλαγής µε έναρξη 30 Ιουνίου 2007 όπου η εταιρεία Β συµφωνεί να καταβάλλει στην Α ένα επιτόκιο 4,50% σταθερό το χρόνο και η Α συµφωνεί να καταβάλλει στη Β το επιτόκιο Euribor+1%. • Η συµφωνία γίνεται επί ενός ονοµαστικού ποσού €100 εκατ. • Η καταβολή του Α προς το Β υπολογίζεται επί του Euribor που ισχύει την προηγούµενη περίοδο της καταβολής (έτος, 6µηνο, κλπ) ώστε να µπορεί να προγραµµατίζεται για την υποχρέωσή του. • Οι συµφωνία προβλέπει 6µηνιαία ανταλλαγή. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Συµφωνίες Ανταλλαγών (Swaps) (4/4) Ηµεροµ.

Euribor (%)

A σε Β (%)

Β σε Α (%)

Καθαρή ροή προς Α (%)

Καθαρή ροή προς Β (%)

30/6/07

2,50

31/12/07

2,70

1,75 (2,5/2+0,5) ή (0,025/2+0,005)

2,25 (4,50/2) ή (0,045/2)

0,50

-0,50

5.000.000 (0,50%*100εκ)

30/6/08

3,80

1,85

2,25

0,40

-0,40

4.000.000

31/12/08

4,10

2,40

2,25

-0,15

0,15

1.500.000

30/6/09

4,60

2,55

2,25

-0,30

0,30

3.000.000

31/12/09

5,10

2,80

2,25

-0,55

0,55

5.500.000

30/6/10

5,40

3,05

2,25

-0,80

0,80

8.00 .000

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

Καταβληθέν ποσό από Α

Καταβληθέν ποσό από Β


Στρατηγικές µε περιθώρια (spread strategies) • Οι πιο δηµοφιλείς στρατηγικές µε περιθώρια είναι οι στρατηγικές των Ταύρων (Bull) και των Αρκούδων (Bear). – Bull strategies: όταν ο επενδυτής προβλέπει άνοδο των τιµών (αισιόδοξος) – Bear strategies: όταν ο επενδυτής προβλέπει πτώση των τιµών (απαισιόδοξος)

• Οι στρατηγικές των περιθωρίων κατασκευάζονται µε την χρήση δύο ή περισσοτέρων δικαιωµάτων προαίρεσης του ιδίου τύπου και ίδιας χρονικής λήξης. – Συνεπώς διακρίνονται σε στρατηγικές µε δικαιώµατα αγοράς (calls) και σε στρατηγικές µε δικαιώµατα πώλησης (puts).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


1η περίπτωση: Bull spread strategy µε την χρήση call options • •

Στην περίπτωση αυτή ο επενδυτής παίρνει θέση αγοράς (long) σε ένα call και παράλληλα µία θέση πώλησης (short) σε ένα άλλο call. Σκεπτικό: προβλέπει άνοδο τιµών και από την θέση long θα έχει τη δυνατότητα να αγοράζει φθηνότερα στην λήξη του call option. Θεωρητικά τα κέρδη που µπορεί να αποκοµίσει είναι απεριόριστα. Καθώς οι προβλέψεις ενέχουν κίνδυνο να µην εκπληρωθούν (αβεβαιότητα) είναι διατεθειµένος να θυσιάσει µέρος των κερδών του (σε περίπτωση επαλήθευσης της πρόβλεψης) λαµβάνοντας και µία θέση short (πουλώντας και ο ίδιος σε χαµηλότερη τιµή εάν επαληθευτεί η πρόβλεψή του και το άλλο µέρος – επενδυτής, εξασκήσει το δικό του call option). Περιθώρια (spreads): Τα περιθώρια αναφέρονται στη διαφορά των τιµών εξάσκησης (strike ή exercise prices) που έχουν συµφωνηθεί. – Στη στρατηγική αυτή, η strike price του call που έχουµε θέση long είναι χαµηλότερη από την αντίστοιχη strike price του call που έχουµε θέση short. Επιτυγχάνουµε έτσι να αγοράζουµε φθηνότερα από τη θέση long από ότι θα αγοράζει ο άλλος επενδυτής από εµάς από τη θέση short µας. – Όσο µικρότερη strike price συµφωνείται στα call options τόσο πιο ακριβά είναι για να τα αγοράσεις και συνεπώς έχουν µεγαλύτερο αρχικό κόστος επένδυσης. – Άρα για την στρατηγική αυτή απαιτείται αρχικό κόστος.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


∆ιαγραµµατική παρουσίαση στρατηγικής Bull µε call options

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αποτέλεσµα στρατηγικής Bull µε calls ∆ιάστηµα τιµής µετοχής

Αποτέλεσµα από long call

Αποτέλεσµα από short call

Συνολικό Αποτέλεσµα

κέρδος

St ≥ X2

St – X1

X2 - St

X2 – X1

(X2 – X1) - fee

X1 < St < X2

St – X1

0

St – X1

(St – X1) - fee

St ≤ X1

0

0

0

- fee

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


2η περίπτωση: Bull spread strategy µε την χρήση put options • •

Στην περίπτωση αυτή ο επενδυτής παίρνει θέση πώλησης (short) σε ένα put και παράλληλα µία θέση αγοράς (long) σε ένα άλλο put. Σκεπτικό: προβλέπει άνοδο τιµών (πάνω από την strike price που έχει τη θέση short) και συνεπώς κανένα από τα δύο µέρη δεν θα εξασκήσει το δικαίωµά του αφού τότε θα πωλούσε φθηνότερα από ότι θα µπορούσε να πουλήσει στην αγορά. Με αυτόν τον τρόπο ο επενδυτής από τη θέση short θα έχει όφελος το αρχικό fee που εισέπραξε για τη συµφωνία. Καθώς οι προβλέψεις ενέχουν κίνδυνο να µην εκπληρωθούν (αβεβαιότητα) είναι διατεθειµένος να θυσιάσει µέρος των κερδών του λαµβάνοντας και µία θέση long put (αφού δεν θα εξασκήσει το δικαίωµά του, χάνοντας το αρχικό fee). Περιθώρια (spreads): Τα περιθώρια αναφέρονται στη διαφορά των τιµών εξάσκησης (strike ή exercise prices) που έχουν συµφωνηθεί. – Στη στρατηγική αυτή, η strike price του put που έχουµε θέση short είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη strike price του put που έχουµε θέση long. – Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις και ανέβουν οι τιµές, κανένας από τους επενδυτές δεν αναµένεται να εξασκήσει το δικαίωµά του. – Όσο υψηλότερη strike price συµφωνείται στα put options τόσο πιο ακριβά είναι για να τα αγοράσεις και συνεπώς έχουν µεγαλύτερο αρχικό κόστος επένδυσης. – Άρα από την στρατηγική αυτή υπάρχει αρχικό όφελος. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


3η περίπτωση: Bear spread strategy µε την χρήση call options • •

Στην περίπτωση αυτή ο επενδυτής παίρνει θέση αγοράς (long) σε ένα call και παράλληλα µία θέση πώλησης (short) σε ένα άλλο call. Σκεπτικό: προβλέπει πτώση τιµών (κάτω από την strike price του short call) και συνεπώς από την θέση short θα έχει τη δυνατότητα να εισπράξει το αρχικό κόστος (fee) του option αφού δεν θα εξασκηθεί από τον άλλο επενδυτή (δεν θα τον συµφέρει η εξάσκησή του). Συνεπώς, τα κέρδη που αναµένει να αποκοµίσει είναι η τιµή που θα εισπράξει στην έναρξη της στρατηγικής. Όµως επειδή οι προβλέψεις ενέχουν κίνδυνο να µην εκπληρωθούν (αβεβαιότητα) είναι διατεθειµένος να θυσιάσει µέρος των κερδών του (σε περίπτωση επαλήθευσης της πρόβλεψης) λαµβάνοντας και µία θέση long όπου και ο ίδιος θα καταβάλει αρχικό fee (χωρίς τελικά να εξασκήσει ούτε και αυτός το call option). Περιθώρια (spreads): Τα περιθώρια αναφέρονται στη διαφορά των τιµών εξάσκησης (strike ή exercise prices) που έχουν συµφωνηθεί. – Στη στρατηγική αυτή, η strike price του call που έχουµε θέση short είναι χαµηλότερη από την αντίστοιχη strike price του call που έχουµε θέση long. – Όσο µικρότερη strike price συµφωνείται στα call options τόσο πιο ακριβά είναι για να τα αγοράσεις και συνεπώς έχουν µεγαλύτερο αρχικό κόστος επένδυσης. – Άρα για την στρατηγική αυτή υπάρχει αρχικό όφελος.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


4η περίπτωση: Bear spread strategy µε την χρήση put options • •

Στην περίπτωση αυτή ο επενδυτής παίρνει θέση πώλησης (short) σε ένα put και παράλληλα µία θέση αγοράς (long) σε ένα άλλο put. Σκεπτικό: προβλέπει πτώση τιµών και συνεπώς θα εξασκήσει το δικαίωµά του πουλώντας ακριβότερα από την αγορά. Καθώς οι προβλέψεις ενέχουν κίνδυνο να µην εκπληρωθούν (αβεβαιότητα) είναι διατεθειµένος να θυσιάσει µέρος των κερδών του λαµβάνοντας και µία θέση short put (θυσιάζοντας ένα µέρος των κερδών που θα έχει αν επαληθευτούν οι προβλέψεις του. Σε ανταµοιβή για τη θυσία αυτή, εισπράττει το αρχικό fee). Περιθώρια (spreads): Τα περιθώρια αναφέρονται στη διαφορά των τιµών εξάσκησης (strike ή exercise prices) που έχουν συµφωνηθεί. – Στη στρατηγική αυτή, η strike price του put που έχουµε θέση long είναι υψηλότερη από την αντίστοιχη strike price του put που έχουµε θέση short. – Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις και πέσουν οι τιµές, και οι δύο επενδυτές θα εξασκήσουν το δικαίωµά τους. – Όσο υψηλότερη strike price συµφωνείται στα put options τόσο πιο ακριβά είναι για να τα αγοράσεις και συνεπώς έχουν µεγαλύτερο αρχικό κόστος επένδυσης. – Άρα από την στρατηγική αυτή υπάρχει αρχικό κόστος.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


∆ιαγραµµατική παρουσίαση στρατηγικής Bear µε put options

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Αποτέλεσµα στρατηγικής Bear µε puts ∆ιάστηµα τιµής µετοχής

Αποτέλεσµα από long call

Αποτέλεσµα από short call

Συνολικό Αποτέλεσµα

κέρδος

St ≥ X2

0

0

0

- fee

X1 < St < X2

St – X2

0

St – X2

(St – X2) - fee

St ≤ X1

St – X2

-(St – X1) ή (Χ1 – St)

X1 – X2

(X1 – X2) - fee

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος


Κεφαλαιακή Επάρκεια Πιστωτικών Ιδρυμάτων Από την «Βασιλεία Ι» στην «Βασιλεία ΙΙ»

Εισηγητής: Παναγιώτης Καπερώνης, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας


Στόχοι του θεσμικού πλαισίου κεφαλαιακής επάρκειας


 Να διαφυλάττει και να ενισχύει την πειθαρχία της αγοράς με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία και σταθερότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος  Να αμβλύνει τις ανισότητες στις συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων (Π.Ι), καθορίζοντας ομοιόμορφες διαδικασίες εποπτείας της κεφαλαιακής επάρκειας από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές  Να επιβάλλει ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη των αναλαμβανόμενων από τα πιστωτικά ιδρύματα κινδύνων ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος πτώχευσης


Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS)


 Συστήθηκε το 1974 από τους Διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών-μελών της «Ομάδας των 10» (G-10) και συνεδριάζει 4 φορές τον χρόνο  Μέλη της είναι εκπρόσωποι κεντρικών τραπεζών και άλλων τραπεζικών εποπτικών αρχών από τα ακόλουθα κράτη: Η.Π.Α., Γερμανία, Ιαπωνία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Καναδά, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Ελβετία, Σουηδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο  Η Επιτροπή δεν αποτελεί μια υπερεθνική εποπτική αρχή αλλά ένα forum χωρίς νομική εξουσία, η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements με έδρα την πόλη της Βασιλείας στην Ελβετία). Τα συμπεράσματά της δεν έχουν νομική ισχύ αλλά αποσκοπούν στην διαμόρφωση γενικών εποπτικών κατευθύνσεων και βέλτιστων πρακτικών  Η Επιτροπή περιλαμβάνει περίπου 30 τεχνικές ομάδες εργασίας και ομάδες καθηκόντων και έχει δημοσιεύσει πολλά συμβουλευτικά κείμενα (www.bis.org)


Η εποπτική διάσταση του κεφαλαίου


Από εποπτική σκοπιά το κεφάλαιο αποτελεί την τελευταία «γραμμή άμυνας», (απόθεμα ασφαλείας) του Π.Ι. για την απορρόφηση των ενδεχόμενων ζημιών, όταν τα διάφορα αποθεματικά έχουν εξαντληθεί και η διαχείριση κινδύνων είναι ανεπαρκής, έτσι ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντα των καταθετών του. Το κεφάλαιο κατατάσσεται σε διαφορετικές βαθμίδες (Tiers) ανάλογα με τα καταστατικά ή συμβατικά χαρακτηριστικά που φέρει τα οποία εξαρτώνται από:  Την προτεραιότητα κατά την εξόφληση των κατόχων του κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης ή ρευστοποίησης της εταιρίας  Την ικανότητα απορρόφησης ζημιών κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ή σε περίπτωση πτώχευσης ή ρευστοποίησης της εταιρίας  Το βαθμό μονιμότητας του κεφαλαίου (ορισμένης ή αόριστης διάρκειας) που διασφαλίζει τη διαθεσιμότητά του σε περιόδους κρίσης  Την ικανότητα μετακύλισης σε επόμενες χρήσεις ή ακύρωσης του κόστους του κεφαλαίου (πληρωμή μερισμάτων ή τοκομεριδίων)


Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας


Συνολικός Δείκτης

Συνολικά Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια =

> 8%

Κεφαλαιακής

Σταθμισμένο έναντι των Κινδύνων

Επάρκειας Ενεργητικό

(πιστωτικός , λειτουργικός & αγοράς)


Το θεσμικό πλαίσιο πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας που ίσχυε μέχρι την 31.12.2006


Υπολογισμός Ελάχιστων Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Ορισμός Εποπτικών Ιδίων Κεφαλαίων

Εσωτερικά Υποδείγματα (VaR)

Υπολογισμός Σταθμισμένου Ενεργητικού

Ελάχιστος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας = 8%

Σταθμισμένο έναντι ΚΙνδύνων Αγοράς Ενεργητικό

Σταθμισμένο έναντι Πιστωτικού Κινδύνου Ενεργητικό

Μέθοδος Συστατικών Στοιχείων Κινδύνων Αγοράς

Τυποποιημένη Προσέγγιση

Κίνδυνος Θέσης & Τιμών Συν/τος

Κίνδυνος Αντισυμ/νουΔιακανονισμού

Μέθοδος Δείκτη Διάρκειας

Τυποποιημένη Προσέγγιση

Μεγάλα Χρηματοδοτικά Ανοίγματα


Το νέο θεσμικό πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων


ΠΥΛΩΝΑΣ Ι Υπολογισμός Ελάχιστων Κεφαλαιακών Απαιτήσεων

ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙ Εποπτικές Διαδικασίες Εξέτασης Κεφαλαιακής Επάρκειας

ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙΙ Πειθαρχία της Αγοράς


ΠΙΛΩΝΑΣ Ι -Υπολογισμός Ελάχιστων Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Ορισμός Εποπτικών Ιδίων Κεφαλαίων

Κίνδυνος Θέσης & Τιμών Συν/τος Εσωτερικά Υποδείγματα (VaR)

Μέθοδος Δείκτη Διάρκειας

Υπολογισμός Σταθμισμένου Ενεργητικού

Ελάχιστος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας = 8%

Σταθμισμένο έναντι ΚΙνδύνων Αγοράς Ενεργητικό

Σταθμισμένο έναντι Πιστωτικού Κινδύνου Ενεργητικό

Σταθμισμένο έναντι Λειτουργικού Κινδύνου Ενεργητικό

Μέθοδος Συστατικών Στοιχείων Κινδύνων Αγοράς

Τυποποιημένη Προσέγγιση

Προσέγγιση Βασικού Δείκτη

Κίνδυνος Αντισυμ/νουΔιακανονισμού Τυποποιημένη Προσέγγιση

Μεγάλα Χρηματοδοτικά Ανοίγματα

Μέθοδος Εσωτερικών Συστημάτων Διαβάθμισης Πιστωτικού Κινδύνου Θεμελιώδης Προσέγγιση

Εξελιγμένη Προσέγγιση

Τυποποιημένη Προσέγγιση Εξελιγμένες Μέθοδοι Μέτρησης


ΠΙΛΩΝΑΣ ΙΙ- Εποπτικές διαδικασίες εξέτασης κεφαλαιακής επάρκειας Τέσσερις Βασικές Αρχές

Βασικές Περιοχές Ενδιαφέροντος

Εσωτερική διαδικασία εκτίμησης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας

Επιτοκιακός κίνδυνος τραπεζικού χαρτοφυλακίου

Εποπτική αξιολόγηση εσωτερικών εκτιμήσεων κεφαλαιακής επάρκειας & συμμόρφωσης με ελάχιστα επίπεδα

Λειτουργικός Κίνδυνος

Επιβολή διακράτησης υψηλότερων από τα ελάχιστα όρια κεφαλαίων

Πιστωτικός Κίνδυνος

Διενέργεια εποπτικών ελέγχων

Ορισμός αθέτησης υποχρέωσης Προσομοίωση καταστάσεων κρίσης Κίνδυνος συγκέντρωσης Υπολειπόμενοι κίνδυνοι Τιτλοποίηση απαιτήσεων


ΠΙΛΩΝΑΣ ΙΙΙ -Πειθαρχία της Αγοράς Πολιτική Δημοσιοποίησης Στοιχείων

Πεδίο Εφαρμογής

Ανάλυση & Αξιολόγηση Κινδύνων

Κεφαλαιακή Διάρθρωση & Επάρκεια

Πιστωτικός

Αγοράς

Λειτουργικός

Γενικά χαρακτηριστικά

Γενικά χαρακτηριστικά

Γενικά χαρακτηριστικά

Τυποποιημένη προσέγγιση

Τυποποιημένη Προσέγγιση

Εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης

Εσωτερικά Συστήματα Διαβάθμισης

Εσωτερικά υποδείγματα

Τεχνικές μείωσης κινδύνου Τιτλοποίηση απαιτήσεων Μετοχές επενδυτικού χαρτοφυλακίου

Επιτοκιακός


Οι Νέες Προτάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας: Πιστωτικός Κίνδυνος


Τυποποιημένη Προσέγγιση

Εσωτερικά Συστήματα: Θεμελιώδης Προσέγγιση

Εσωτερικά Συστήματα: Εξελιγμένη Προσέγγιση

Διάδοχος της Βασιλείας Ι με πρόσθετη ευαισθησία έναντι του πιστωτικού κινδύνου μέσω ευρύτερης κλίμακας διακριτών σταθμίσεων κινδύνου οι οποίες συνδέονται με τις αξιολογήσεις εξωτερικών οίκων πιστοληπτικής ικανότητας Ταξινόμηση στοιχείων επενδυτικού χαρτοφυλακίου σε κατηγορίες ανοιγμάτων. Τα Π.Ι. προσδιορίζουν διαβαθμίσεις που συνδέονται με την εκτιμώμενη πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης του αντ/νου. Λοιπές παράμετροι καθορίζονται από εποπτικές αρχές Όπως στη Θεμελιώδη μέθοδο αλλά επιπρόσθετα τα Π.Ι. θα πρέπει να εκτιμούν τη Ζημία (LGD) την έκθεση (EAD) σε περίπτωση αθέτησης και την εναπομένουσα διάρκεια ως τη λήξη της απαίτησης (M)


Πιστωτικός Κίνδυνος Τυποποιημένη Προσέγγιση


Επιχειρήσεις Αξιολόγηση Πιστοληπτικής Ικανότητας (S&P)

ΑΑΑ Έως ΑΑ-

Α+ Έως Α-

ΒΒΒ+ Έως ΒΒ-

Κάτω Από ΒΒ-

Χωρίς Αξιολόγηση

Συντελεστής Στάθμισης

20%

50%

100%

150%

100%

Βασιλεία Ι: Όλες οι επιχειρήσεις 100%


Λιανική Τραπεζική  Στεγαστικά Δάνεια Κατοικίας – 35%  Δάνεια Εμπορικών Ακινήτων – 100%  Δάνεια Λιανικής Τραπεζικής – 75% Περιλαμβάνονται δάνεια που πληρούν τα κατωτέρω κριτήρια: • Οι δανειζόμενοι είναι φυσικά πρόσωπα ή μικρές επιχειρήσεις • Το δάνειο έχει μία από της εξής μορφές: α) ανανεώσιμες πιστώσεις ή γραμμές πιστωτικών ευχερειών β) καταναλωτικά δάνεια γ) δάνεια προς ΜΜΕ • Συνολικό πιστωτικό άνοιγμα < 1 εκατ. ευρώ • Συνολικό πιστωτικό άνοιγμα < 0,2% του συνολικού χαρτοφυλακίου λιανικής τραπεζικής


Δάνεια σε καθυστέρηση > 90 ημερών  Στεγαστικά δάνεια κατοικίας σε καθυστέρηση μετά την αφαίρεση ειδικών προβλέψεων: • 100% • 50% εφόσον ειδικές προβλέψεις > 50% του ληξιπρόθεσμου ποσού και με σύμφωνη γνώμη της εποπτικής αρχής  Ανασφάλιστο τμήμα λοιπών δανείων σε καθυστέρηση μετά την αφαίρεση ειδικών προβλέψεων: • 150% εφόσον ειδικές προβλέψεις < 20% ληξ/μου ποσού • 100% εφόσον ειδικές προβλέψεις > 20% ληξ/μου ποσού • 100% εφόσον ειδικές προβλέψεις > 50% του ληξ/μου ποσού αλλά με διακριτική ευχέρεια της εποπτικής αρχής για μείωση της στάθμισης σε 50% • 100% για ληξ/σμα δάνεια τα οποία είναι πλήρως εξασφαλισμένα με μη εποπτικά αποδεκτές μορφές εξασφαλίσεων εφόσον οι ειδικές προβλέψεις > του ληξ/μου ποσού


Πιστωτικός Κίνδυνος Εσωτερικά Συστήματα Διαβάθμισης Πιστωτικού Κινδύνου


Ταξινόμηση Πιστωτικών Ανοιγμάτων Επενδυτικού Χαρτοφυλακίου  Απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων • Χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων • Χρηματοδοτήσεις μεγάλων έργων (Project Finance) • Χρηματοδοτήσεις εμπορευμάτων (Commodities Finance) • Χρηματοδοτήσεις φυσικών περιουσιακών στοιχείων (Object Finance) • Χρηματοδοτήσεις εμπορικών ακινήτων (Income producing real estate) • Χρηματοδοτήσεις εμπορικών ακινήτων υψηλού κινδύνου (High Volatility Commercial Real Estate)


Ταξινόμηση Πιστωτικών Ανοιγμάτων Επενδυτικού Χαρτοφυλακίου (συνέχεια)  Απαιτήσεις έναντι κρατών  Απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων & ΕΠΕΥ  Λιανική τραπεζική • Στεγαστικά δάνεια • Αποδεκτά ανανεώσιμα πιστωτικά ανοίγματα • Λοιπά δάνεια λιανικής τραπεζικής  Συμμετοχές και μετοχές


Παράμετροι Πιστωτικού Κινδύνου  Πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης του οφειλέτη / Probability of Default (PD)  Ζημία σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του οφειλέτη / Loss Given Default (LGD)  Έκθεση σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του οφειλέτη / Exposure at Default (EAD)


Παράμετροι Πιστωτικού Κινδύνου

Πιθανότητα Αθέτησης Υποχρέωσης

 Ορίζεται ως η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου με χρονικό ορίζοντα ενός έτους και ενός ελάχιστου ορίου 0,03%  Το όριο του 0,03% δεν ισχύει για τις απαιτήσεις έναντι κρατών  Όλα τα Π.Ι. ανεξάρτητα της προσέγγισης που ακολουθούν θα πρέπει να παρέχουν στις εποπτικές αρχές τις εκτιμήσεις τους για την πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλόμενου (PD) για κάθε βαθμίδα αξιολόγησης δανειζόμενου (borrower grade) του Εσωτερικού Συστήματος Διαβάθμισης πιστωτικού κινδύνου


Παράμετροι Πιστωτικού Κινδύνου

Ζημία σε Περίπτωσης Αθέτησης Υποχρέωσης - LGD  Εκτίμηση της μέσης αναμενόμενης ζημίας ανά συναλλαγή που θα υποστεί το Π.Ι., στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Το LGD εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής και από τις τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου που έχουν χρησιμοποιηθεί  Στη θεμελιώδη προσέγγιση το LGD καθορίζεται από τις εποπτικές αρχές και διαφοροποιείται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής, την ύπαρξη και τον τύπο της εξασφάλισης που έχει δοθεί από τον υπόχρεο  Στην Εξελιγμένη προσέγγιση τα Π.Ι. έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιούν τις δικές τους εκτιμήσεις για το ύψος του LGD που αναλογεί σε κάθε απαίτηση


Παράμετροι Πιστωτικού Κινδύνου

Έκθεση σε Περίπτωσης Αθέτησης Υποχρέωσης - EAD  Προσδιορίζεται από το είδος της συναλλαγής και στις περισσότερες περιπτώσεις αντιστοιχεί με το ονομαστικό ποσό αυτής  Για συγκεκριμένες μορφές απαιτήσεων (π.χ. αχρησιμοποίητα πιστωτικά όρια, δάνεια με μορφή αλληλόχρεου λογ/μου) η έκθεση έναντι του αντισυμβαλλόμενου συμπεριλαμβάνει και μία εκτίμηση του μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος πριν την δυνητική αθέτηση της υποχρέωσής του.  Σημειώνεται ότι όπως και με το LGD το EAD προσδιορίζεται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες (Θεμελιώδης προσέγγιση) είτε βάσει των εσωτερικών εκτιμήσεων του Π.Ι. (Εξελιγμένη προσέγγιση)


Παράμετροι Πιστωτικού Κινδύνου

Υπολογισμός Αναμενόμενης Ζημίας

 Μέση Πιθανότητα Αθέτησης (PD) σε επίπεδο χαρτοφυλακίου 4% Μέση Ζημία Με Δεδομένη την Αθέτηση (LGD) 20% Σύνολο Κινδύνων (EAD) χαρτοφυλακίου 280 εκατ. ευρώ  Αναμενόμενη Ζημία (EL) σε επίπεδο χαρτοφυλακίου  Η Αναμενόμενη Ζημία δίδεται από το των τύπο: EL = PD * LGD * EAD  Με δεδομένο ότι: i. PD = 4% ii. LGD = 20% iii. EAD = €280MM  ΗΑναμενόμενη Ζημία προκύπτει από το γινόμενο: 4% * 20% * €280ΜΜ = €2.2ΜΜ


Παράμετροι Πιστωτικού Κινδύνου

Υπολογισμός Κεφαλαιακής Επάρκειας

 Την Αναμενόμενη Ζημία που υπολογίσατε ανωτέρω Συνολικά Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια €2.000.000 Σύνολο Λειτουργικού Κινδύνου & Κινδύνου Αγοράς €17.800.000  Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας δίδεται από το των τύπο: Συνολικά Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια / Σύνολο Κινδύνων (Λειτουργικών, Πιστωτικών & Αγοράς). Με δεδομένο ότι: i. Πιστωτικός Κίνδυνος €2.200.000 ii. Λειτουργικός Κίνδυνος & Κίνδυνος Αγοράς €17.800.000 iii. Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια €2.000.000  Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας υπολογίζεται ως το πηλίκο €2.000.000 / (€2.200.000+17.800.000) = 10% Συνεπώς ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ισούται με 10% και είναι άνω του ελάχιστου ορίου του 8%


«ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙΙ»


I.

Αυξάνονται τα επίπεδα συνέπειας και διαφάνειας αναφορικά με την κεφαλαιακή διάρθρωση:  Τα κυριότερα στοιχεία που θα συνθέτουν πλέον το Κεφάλαιο Tier Ι θα είναι κοινές μετοχές και παρακρατηθέντα κέρδη  Θα υπάρξει εναρμόνιση των στοιχείων του Κεφαλαίου Tier II (που αποτελείται κυρίως από αποθεματικά, γενικές προβλέψεις, υβριδικά κεφάλαια, απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης κλπ)  Καταργείται το Κεφάλαιο Tier III (μεγαλύτερο εύρος απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης, loan loss reserves κ.λπ.)


II.

Ενδυναμώνεται το πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας από πλευράς κάλυψης κινδύνων:  Θωρακίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικά ανοίγματα αντισυμβαλλόμενων που προέρχονται από παράγωγα προϊόντα του Π.Ι, συμφωνίες επαναγοράς (Repo) κ.α.  Διευρύνονται τα ελάχιστα όρια κεφαλαιακών απαιτήσεων αναφορικά με τα ανωτέρω ανοίγματα  Παρέχονται κίνητρα για την μεταφορά των συμβολαίων παραγώγων OTC στους κύριους αντισυμβαλλόμενους (πιθανότατα σε οργανισμούς εκκαθάρισης συναλλαγών)  Παρέχονται κίνητρα για πιο σφιχτή διαχείριση κινδύνων αναφορικά με πιστωτικά ανοίγματα αντισυμβαλλομένων


IΙΙ.

Εισάγεται απλοποιημένος δείκτης κεφαλαιακής εξάρτησης: Στόχος του νέου αυτού δείκτη θα είναι:  να θέσει ελάχιστα όρια μόχλευσης στον τραπεζικό τομέα  να εισάγει πρόσθετες δικλείδες ασφαλείας έναντι πιθανών αστοχιών, προερχόμενων από υποδείγματα μέτρησης κινδύνου, μέσω της εφαρμογής πιο απλών (συμπληρωματικών) μεθόδων μέτρησης που θα υπολογίζουν συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις (και όχι κατά χαρτοφυλάκιο)


IV. Εισάγεται σειρά μέτρων ενίσχυσης της διακράτησης κεφαλαίων για αντιμετώπιση μελλοντικών δυσμενών συνθηκών :  τον περιορισμό υπέρμετρων διακυμάνσεων των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων  την μακροπρόθεσμη προστασία του Π.Ι σε περιόδους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης  την χρήση δεδομένων μακροπρόθεσμου ορίζοντα για τον υπολογισμό πιθανοτήτων αθέτησης  την υποχρεωτική χρήση των εκτιμήσεων LGD σε περιόδους οικονομικής ύφεσης (down-turn LGD)  την βελτίωση της βαθμονόμησης των υποδειγμάτων μέτρησης κινδύνων που μετασχηματίζουν της εκτιμώμενες ζημίες σε κεφαλαιακή απαίτηση  την διενέργεια ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, όπου θα προβλέπεται περαιτέρω άμβλυνση των πιστωτικών ασφαλίστρων κινδύνου στα σενάρια που αφορούν περιόδους οικονομικής ύφεσης  την αλλαγή του λογιστικού χειρισμού της Αναμενόμενης Ζημίας


V. Εισάγεται πρότυπο ελάχιστης ρευστότητας, όπου περιλαμβάνεται δείκτης κάλυψης ρευστότητας 30 ημερών (Liquidity Coverage Ratio)  Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πλέον τα Π.Ι. θα πρέπει να διατηρούν ικανό απόθεμα από «υψηλής ποιότητας» ρευστά περιουσιακά στοιχεία ώστε να μπορούν να καλύπτουν καθαρές εκροές κεφαλαίων για διάστημα 30 ημερών σε σενάρια ακραίων καταστάσεων


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ


Ειδικά Θέµατα Τραπεζικής ∆Ιδάσκων: Απόστολος Γ. Χριστόπουλος Στοιχεία επικοινωνίας: E-mail: axristop@econ.uoa.gr Τηλ. Γραφ. 210 3689397 Κινητό: 6976327536 Γραφείο 315, Σταδίου 5 Ώρες γραφείου: Τρίτη και Τετάρτη 14:30 – 16:30

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

1


Σκοπός του µαθήµατος •

Σκοπός του µαθήµατος “Ειδικά Θέµατα Τραπεζικής Θεωρίας” είναι να αποκτήσουν οι φοιτητές γνώσεις ως προς το ρόλο που διαδραµατίζουν τα χρηµατοπιστωτικά συστήµατα σε µία οικονοµία, τον τρόπο που οι τράπεζες διαχειρίζονται τους κινδύνους τους και πως κερδίζουν από τις προβλέψεις τους. Οι διαλέξεις διακρίνονται σε τρεις κύριες θεµατικές ενότητες. Η πρώτη, πραγµατεύεται θέµατα που αφορούν την εξέλιξη και το ρόλο που έχει το τραπεζικό σύστηµα για µία εθνική οικονοµία. Επίσης, αναλύεται το κανονιστικό πλαίσιο της Βασιλείας όπως συστάθηκε στην αρχική της µορφή και όπως εξελίχθηκε στη συνέχεια, κάνοντας αναφορά και στις τρέχουσες εξελίξεις του κανονιστικού πλαισίου µετά την εµφάνιση της κρίσης του 2008. Επίσης γίνεται παρουσίαση του τρόπου εκτίµησης της φερεγγυότητας των τραπεζών µε τη χρήση ειδικών αριθµοδεικτών. Στη δεύτερη ενότητα, αναλύεται ο τρόπος που γίνεται η αποτίµηση των οµολόγων, και µελετάται ο τρόπος που µεταβάλλεται η τιµή τους σε µεταβολές των επιτοκίων. Ακολούθως, εξετάζεται ο τρόπος υπολογισµού της διάρκειάς και της τροποποιηµένης διάρκειάς τους και τέλος παρουσιάζεται η διαδικασία διαχείρισης Ενεργητικού – Παθητικού τραπεζών (duration-gap). Στην Τρίτη ενότητα δίνεται έµφαση στον τρόπο λειτουργίας των παραγώγων (ΣΜΕ και ∆ικαιώµατα Προαίρεσης) και τις στρατηγικές που µπορεί να ακολουθήσει ένας διαχειριστής για να επωφεληθεί από την επαλήθευση των προβλέψεών του. Για το µάθηµα προτείνεται σχετική βιβλιογραφία αλλά η ύλη για τις εξετάσεις προκύπτει από τις παραδόσεις του µαθήµατος. ∆ηλαδή, τις διαφάνειες που παρουσιάζονται και τη συζήτηση που διεξάγεται στο αµφιθέατρο. Για αυτόν το λόγο είναι σηµαντικό για τους φοιτητές να συµµετέχουν στις παραδόσεις του µαθήµατος. Υπάρχει η δυνατότητα, για όποιον φοιτητή το επιθυµεί, να ασχοληθεί περισσότερο µε κάποιο θέµα υποβάλλοντας εργασία (ατοµική ή δύο ατόµων). Η εργασία βαθµολογείται µέχρι 2 µονάδες, εφόσον ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που τίθενται. Το θέµα της εργασίας αποφασίζεται σε συνεννόηση µε το διδάσκοντα κατά τις προβλεπόµενες ώρες γραφείου για εργασίες, κάθε Τετάρτη 14:30 – 16:30, ή σε άλλη ώρα κατόπιν συνεννόησης. Οι εργασίες µπορεί να γραφτούν στα ελληνικά ή τα αγγλικά. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

2


Χρήσιµη Βιβλιογραφία • Χρηµατοοικονοµική ∆ιοίκηση και Τραπεζική Οικονοµική, Τόµος Β, Π. Πετράκης, Κεφ. 8 – 14. • Χρηµατοοικονοµική ∆ιοίκηση και Τραπεζική Οικονοµική, Τόµος Γ, Π. Πετράκης, Κεφ. 1 και 2. • Το χρηµατοπιστωτικό Σύστηµα, Π. Αλεξάκης • Η ∆υναµική του Χρηµατοοικονοµικού Συστήµατος, Προβόπουλος, Καπόπουλος, 2001. • Εισαγωγή στις Τραπεζικές Σπουδές, Τρίτοµο ΕΕΤ, 2007. • Σύγχρονα Θέµατα Τραπεζικού Μάνατζµεντ, Κ. Ζοπουνίδης, 2009 • Χρήµα Πίστη Τράπεζες, Τόµος Α και Β, Howells και Bain, 2010.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

3


Τραπεζικές Εργασίες • Κύριος στόχος των τραπεζικών ιδρυµάτων είναι η µετατροπή στοιχείων του παθητικού σε στοιχεία του Ενεργητικού τους. • Οι βασικότερες κατηγορίες τραπεζικών εργασιών είναι οι εξής: – Παθητικές: καταθέσεις, εκδόσεις οµολογιών. – Ενεργητικές: δάνεια, επενδύσεις σε οµόλογα και λοιπούς τίτλους. – ∆ιαµεσολαβητικές: κίνηση κεφαλαίων, εκδόσεις εγγυητικών επιστολών, αγοραπωλησία συναλλάγµατος, διακανονισµοί εισαγωγών και εξαγωγών. – Συµβουλευτικές: προς επιχειρήσεις σε θέµατα επέκτασης εργασιών, συγχωνεύσεων, εξαγορών, διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

4


Σύγχρονη τραπεζική διαχείριση • Καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί ραγδαίες εξελίξεις στον χρηµατοπιστωτικό κλάδο, οι µάνατζερ των τραπεζικών ιδρυµάτων έχουν την ευθύνη της διαχείρισης νέων πολυσύνθετων κινδύνων. • Η διαχείριση γίνεται εντός ενός καθορισµένου χρηµατοοικονοµικού κανονιστικού πλαισίου, το οποίο βασίζεται στις αρχές της Βασιλείας. • Chief Risk Officer (CRO): Πρόσφατη µορφή manager, ο οποίος εγκαθίσταται στην ανώτατη διοίκηση και χειρίζεται θέµατα διαχείρισης κινδύνων και εφαρµογής του κανονιστικού πλαισίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

5


Κυριότεροι τραπεζικοί Κίνδυνοι • Πιστωτικός (credit risk): αδυναµία δανειολήπτη να εξοφλήσει τις οφειλές του προς το τραπεζικό ίδρυµα. • Αγοράς (market risk): οφείλεται στις µεταβολές των τιµών στα αξιόγραφα, το συνάλλαγµα και τα επιτόκια. • Λειτουργικός (operational risk): από αδυναµίες στη λειτουργία των τραπεζών, όπως ανθρώπινο δυναµικό, τεχνικά συστήµατα, κλπ. • Ρευστότητας (liquidity risk): έλλειψη ρευστότητας στην αγορά µε αποτέλεσµα την αδυναµία πραγµατοποίησης συναλλαγών. • Νοµικός (legal risk): από νοµικά προβλήµατα µεταξύ συναλλασσοµένων και συναλλαγών. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

6


Αντιµετώπιση των κινδύνων • Σε γενικές γραµµές η αντιµετώπιση των τραπεζικών κινδύνων (ανάλυση και διαχείρισή τους) αποτελείται από 3 στάδια: – Εντοπισµός των κινδύνων που δηµιουργεί µία απόφαση. – Εκτίµηση της επίπτωσης που θα έχει ο κάθε κίνδυνος ξεχωριστά στα οικονοµικά αποτελέσµατα της τράπεζας (ανάλυση κόστους – οφέλους, γνωστή ως cost – benefit analysis). – Εξέταση εναλλακτικών προτάσεων και επιλογή της καλύτερης δυνατής εξ’ αυτών.

• Στη σύγχρονη τραπεζική, όλα τα τραπεζικά ιδρύµατα οφείλουν να διαθέτουν συστήµατα διαχείρισης των κινδύνων, τα οποία µετρούν ποσοτικά τους κινδύνους που αναλαµβάνουν και προτείνουν τρόπους διαχείρισής τους (στρατηγικές αντιστάθµισης κινδύνων).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

7


Τράπεζα της Ελλάδας (1/2) • Ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ως η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η ΤτΕ, έχει θεσπίσει µία σύγχρονη ∆ιαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης (∆ΕΑ), η οποία βασίζεται στους Κανόνες της Βασιλείας όπως αυτοί τροποποιούνται κάθε φορά. • Η διαδικασία περιγράφεται από το Π.∆. 2595/2007 και κυρίως τα άρθρα 123, 124 και 136 ακολουθώντας τις εξής 4 Βασικές Αρχές: Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

8


Τράπεζα της Ελλάδας (2/2) • Αρχή 1η: Τα τραπεζικά ιδρύµατα οφείλουν να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια σε σχέση µε τους κινδύνους που αναλαµβάνουν. • Αρχή 2η: Η ΤτΕ αξιολογεί τις εκτιµήσεις των τραπεζικών ιδρυµάτων για την προβλεπόµενη κεφαλαιακή τους επάρκεια και όπου δεν συµφωνούν επιβάλλουν την αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας, επιβάλλοντας κυρώσεις όπου δεν εφαρµόζονται οι αποφάσεις της. • Αρχή 3η: Συνήθως, για λόγους ασφαλείας, η ΤτΕ επιβάλλει στις εµπορικές τράπεζες να διαθέτουν ανώτερο ύψος κεφαλαιακής επάρκειας από το ελάχιστο προβλεπόµενο όριο (άνω του 8%). • Αρχή 4η: Η ΤτΕ ελέγχει συστηµατικά τη διατήρηση των ελάχιστων εποπτικών κεφαλαίων ώστε αυτά να µην µειώνονται µετά το πέρας του ελέγχου αλλά και να ελέγχονται σε συστηµατική βάση οι νέοι κίνδυνοι που αναλαµβάνει το τραπεζικό ίδρυµα. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

9


Χρηµατοοικονοµικό σύστηµα (ΧΣ) • Οικονοµικές µονάδες: Τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και το δηµόσιο – διενεργούν εισπράξεις και πληρωµές για δεδοµένη χρονική περίοδο (π.χ. 1 έτος). •Αν: εισπράξεις > πληρωµές => πλεονασµατική µονάδα •Αν: εισπράξεις < πληρωµές => ελλειµµατική µονάδα •Αν: εισπράξεις = πληρωµές => ισοσκελισµένη µονάδα

• ΧΣ: Ο µηχανισµός που φέρνει σε επαφή τις πλεονασµατικές µε τις ελλειµµατικές µονάδες. • Οι πλεονασµατικές δανείζουν τις ελλειµµατικές οι οποίες υπογράφουν δέσµευση επιστροφής των χρηµάτων στο µέλλον, προσαυξηµένα µε κάποια απόδοση (τόκο). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

10


Τρόποι χρηµατοδότησης • Η χρηµατοδότηση των ελλειµµατικών µονάδων (ή επένδυση των πλεονασµατικών) µπορεί να γίνει µε δύο τρόπους: – Άµεση χρηµατοδότηση: η πλεονασµατική επενδύει άµεσα σε αξιόγραφα της ελλειµµατικής (µετοχές, οµολογίες, έντοκα γραµµάτια, κλπ). • δυσκολία στην ταύτιση των αναγκών των δύο πλευρών.

– Έµµεση χρηµατοδότηση: η πλεονασµατική επενδύει στην ελλειµµατική µέσω τρίτου, χρηµατοοικονοµικού ενδιάµεσου (αµοιβαία κεφάλαια, εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, κλπ).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

11


Εισοδηµατικό κύκλωµα και ο ρόλος των τραπεζών (1/2) • Ο ρόλος των τραπεζών σε µία οικονοµία είναι δυναµικός. – Οι µεταβολές της ποσότητας του χρήµατος επηρεάζουν τα οικονοµικά µεγέθη (απασχόληση, επένδυση, πληθωρισµό, κλπ).

• Σε µία απλή µορφή εισοδηµατικού κυκλώµατος όπου συµµετέχουν µόνο νοικοκυριά (καταναλωτές) και επιχειρήσεις (παραγωγούς). • Για τις συναλλαγές των Συντελεστών Παραγωγής και των αµοιβών τους µεταξύ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αντίστοιχα, µεσολαβεί, το χρήµα µεταξύ των δύο πλευρών (διαµεσολαβητικός ρόλος τραπεζών). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

12


Εισοδηµατικό κύκλωµα και ο ρόλος των τραπεζών (2/2) •

Βραχυχρόνια, εάν σε µία οικονοµία όπου επιτυγχάνεται η πλήρης απασχόλησης των ΣΠ, η ποσότητα χρήµατος δεν επαρκεί (ανεπάρκεια των µέσων πληρωµής) τότε µέρος του προϊόντος θα παραµείνει απούλητο, µε αποτέλεσµα οι επιχειρήσεις να αναγκαστούν να µειώσουν την παραγωγή τους το επόµενο έτος κάτω από τις παραγωγικές του δυνατότητες προβαίνοντας σε µείωση του προσωπικού (υποαπασχόληση του ΣΠ εργασία). Στην αντίθετη περίπτωση της υπερπροσφοράς των µέσων πληρωµής, δηλαδή σε υπερβολικά µεγάλη ποσότητα κυκλοφορούντος χρήµατος, δηµιουργείται αυξηµένη συνολική ζήτηση προϊόντων η οποία σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης των ΣΠ δεν µπορεί να καλυφθεί στη βραχυχρόνια περίοδο. Ως αποτέλεσµα, θα αυξηθούν οι τιµές των προϊόντων και θα οδηγηθούµε σε πληθωρισµό. – Σε ακραίες περιπτώσεις υπερπληθωρισµού, το χρήµα χάνει τα πλεονεκτήµατά του ως µέσο και µέτρο της αξίας των προϊόντων και υπηρεσιών και σταδιακά οδηγούµαστε στον αντιπραγµατισµό. Παράλληλα, διευρύνονται οι εισοδηµατικές – κοινωνικές ανισότητες (ο πληθωρισµός πλήττει κυρίως τους µισθωτούς και συνταξιούχους ενώ ευνοεί τους κατόχους ακινήτων και όσων µετακυλύουν την αύξηση των τιµών σε τρίτους.

Μακροχρόνια όπου η τεχνολογία µεταβάλλεται, οι ΣΠ πρέπει µέσω του τραπεζικού συστήµατος να κατευθύνοντας σε δραστηριότητες που προάγουν σε µεγαλύτερο βαθµό το κοινωνικό συµφέρον. ∆ηλαδή πρέπει να ενθαρρύνονται οι παραγωγικές διαδικασίες που είναι επιθυµητές από το κοινωνικό σύνολο και να µειώνεται η παραγωγή προϊόντων που είναι λιγότερο επιθυµητά. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

13


Ειδικά Θέματα Τραπεζικής Απόστολος Γ. Χριστόπουλος E-mail: axristop@econ.uoa.gr Τηλ. Γραφ. 210 3689397 Κινητό: 6976327536 Γραφείο 315, Σταδίου 5

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

1


Χρήσιμη Βιβλιογραφία • Χρηματοοικονομική Διοίκηση και Τραπεζική Οικονομική, Τόμος Β, Π. Πετράκης, Κεφ. 8 – 14. • Χρηματοοικονομική Διοίκηση και Τραπεζική Οικονομική, Τόμος Γ, Π. Πετράκης, Κεφ. 1 και 2. • Το χρηματοπιστωτικό Σύστημα, Π. Αλεξάκης • Η Δυναμική του Χρηματοοικονομικού Συστήματος, Προβόπουλος, Καπόπουλος, 2001. • Εισαγωγή στις Τραπεζικές Σπουδές, Τρίτομο ΕΕΤ, 2007. • Introduction to Futures and Options, John Hull, 2008. • Ανάλυση Επενδύσεων και Διαχείρηση Χαρτοφυλακίου, Βασιλείου, Ηρειώτης, 2010.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

2


Τραπεζικές Εργασίες • Κύριος στόχος των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι η μετατροπή στοιχείων του παθητικού σε στοιχεία του Ενεργητικού τους. • Οι βασικότερες κατηγορίες τραπεζικών εργασιών είναι οι εξής: – Παθητικές: καταθέσεις, εκδόσεις ομολογιών. – Ενεργητικές: δάνεια, επενδύσεις σε ομόλογα και λοιπούς τίτλους. – Διαμεσολαβητικές: κίνηση κεφαλαίων, εκδόσεις εγγυητικών επιστολών, αγοραπωλησία συναλλάγματος, διακανονισμοί εισαγωγών και εξαγωγών. – Συμβουλευτικές: προς επιχειρήσεις σε θέματα επέκτασης εργασιών, συγχωνεύσεων, εξαγορών, διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

3


Σύγχρονη τραπεζική διαχείριση • Καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί ραγδαίες εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, οι μάνατζερ των τραπεζικών ιδρυμάτων έχουν την ευθύνη της διαχείρισης νέων πολυσύνθετων κινδύνων. • Η διαχείριση γίνεται εντός ενός καθορισμένου χρηματοοικονομικού κανονιστικού πλαισίου, το οποίο βασίζεται στις αρχές της Βασιλείας. • Chief Risk Officer (CRO): Πρόσφατη μορφή manager, ο οποίος εγκαθίσταται στην ανώτατη διοίκηση και χειρίζεται θέματα διαχείρισης κινδύνων και εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

4


Τραπεζικοί Κίνδυνοι • Πιστωτικός (credit risk): αδυναμία δανειολήπτη να εξοφλήσει τις οφειλές του προς το τραπεζικό ίδρυμα. • Αγοράς (market risk): οφείλεται στις μεταβολές των τιμών στα αξιόγραφα, το συνάλλαγμα και τα επιτόκια. • Λειτουργικός (operational risk): από αδυναμίες στη λειτουργία των τραπεζών, όπως ανθρώπινο δυναμικό, τεχνικά συστήματα, κλπ. • Ρευστότητας (liquidity risk): έλλειψη ρευστότητας στην αγορά με αποτέλεσμα την αδυναμία πραγματοποίησης συναλλαγών. • Νομικός (legal risk): από νομικά προβλήματα μεταξύ συναλλασσομένων και συναλλαγών. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

5


Αντιμετώπιση των κινδύνων • Σε γενικές γραμμές η αντιμετώπιση των τραπεζικών κινδύνων (ανάλυση και διαχείρισή τους) αποτελείται από 3 στάδια: – Εντοπισμός των κινδύνων που δημιουργεί μία απόφαση. – Εκτίμηση της επίπτωσης που θα έχει ο κάθε κίνδυνος ξεχωριστά στα οικονομικά αποτελέσματα της τράπεζας (cost – benefit analysis). – Εξέταση εναλλακτικών προτάσεων και επιλογή της καλύτερης δυνατής εξ’ αυτών.

• Στη σύγχρονη τραπεζική, όλα τα τραπεζικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν συστήματα διαχείρισης των κινδύνων, με τα οποία μετρούν ποσοτικά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν και προτείνουν τρόπους διαχείρισής τους (στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνων).

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

6


Τράπεζα της Ελλάδας (1/2) • Ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ως η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η ΤτΕ, έχει θεσπίσει μία σύγχρονη Διαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης (ΔΕΑ), η οποία βασίζεται στους Κανόνες της Βασιλείας όπως αυτοί τροποποιούνται κάθε φορά. • Η διαδικασία περιγράφεται από το Π.Δ. 2595/2007 και κυρίως τα άρθρα 123, 124 και 136 ακολουθώντας τις εξής 4 Βασικές Αρχές: Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

7


Τράπεζα της Ελλάδας (2/2) • Αρχή 1η: Τα τραπεζικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια σε σχέση με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. • Αρχή 2η: Η ΤτΕ αξιολογεί τις εκτιμήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων για την προβλεπόμενη κεφαλαιακή τους επάρκεια και όπου δεν συμφωνούν επιβάλλουν την αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας, επιβάλλοντας κυρώσεις όπου δεν εφαρμόζονται οι αποφάσεις της. • Αρχή 3η: Για λόγους ασφαλείας, η ΤτΕ επιβάλλει ανώτερο ύψος κεφαλαιακής επάρκειας από το ελάχιστο προβλεπόμενο όριο. • Αρχή 4η: Η ΤτΕ ελέγχει συστηματικά τη διατήρηση των ελάχιστων εποπτικών κεφαλαίων ώστε αυτά να μην μειώνονται μετά το πέρας του ελέγχου αλλά και να ελέγχονται σε συστηματική βάση οι νέοι κίνδυνοι που αναλαμβάνει το τραπεζικό ίδρυμα. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

8


Βασικότεροι κίνδυνοι στην Ευρώπη • • • • • • • • •

Ρευστότητας Πιστωτικός και Πιστωτικά Ανοίγματα Παράγωγα Μακροοικονομική κατάσταση Συστήματα Διαχείρισης Κινδύνων Χρηματιστηριακές αγορές Υπερβολική εποπτεία Αγορά εμπορευμάτων Επιτόκια Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

9


Χρηματοοικονομικό σύστημα (ΧΣ) (1/2) • Οικονομικές μονάδες: Νοικοκυριά, επιχειρήσεις, δημόσιο – εισπράξεις και πληρωμές για δεδομένη χρονική περίοδο •Αν: εισπράξεις > πληρωμές => πλεονασματική μονάδα •Αν: εισπράξεις < πληρωμές => ελλειμματική μονάδα •Αν: εισπράξεις = πληρωμές => ισοσκελισμένη μονάδα

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

10


Χρηματοοικονομικό σύστημα (2/2) • ΧΣ: Ο μηχανισμός που φέρνει σε επαφή τις πλεονασματικές με τις ελλειμματικές μονάδες. • Οι πλεονασματικές δανείζουν τις ελλειμματικές οι οποίες υπογράφουν δέσμευση επιστροφής των χρημάτων στο μέλλον, προσαυξημένα με κάποια απόδοση (τόκο). Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

11


Εισοδηματικό κύκλωμα και χρήμα: Ο ρόλος των τραπεζών (1/2) • Ο ρόλος του χρήματος σε μία οικονομία είναι δυναμικός. • Οι μεταβολές της ποσότητας του χρήματος επηρεάζουν τα οικονομικά μεγέθη. • Υποθέτουμε μία απλή μορφή εισοδηματικού κυκλώματος όπου μετέχουν δύο κατηγορίες, τα νοικοκυριά που αποτελούν τους καταναλωτές και οι επιχειρήσεις που αποτελούν τους παραγωγούς. • Μεταξύ των συναλλαγών ΣΠ και αμοιβών τους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αντίστοιχα, μεσολαβεί, η ροή χρήματος μεταξύ των δύο πλευρών. Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

12


Εισοδηματικό κύκλωμα και χρήμα: Ο ρόλος των τραπεζών (2/2) •

Εάν η ποσότητα χρήματος δεν επαρκεί (ανεπάρκεια των μέσων πληρωμής) τότε μέρος του προϊόντος θα παραμείνει απούλητο, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή τους το επόμενο έτος κάτω από τις παραγωγικές του δυνατότητες προβαίνοντας σε μείωση του προσωπικού. Στην αντίθετη περίπτωση της υπερπροσφοράς των μέσων πληρωμής, δηλαδή πρόκειται για υπερβολικά μεγάλη ποσότητα κυκλοφορούντος χρήματος, υπάρχει αυξημένη συνολική ζήτηση προϊόντων η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από τη συνολική παραγωγή. Οι τιμές των προϊόντων θα αυξηθούν χωρίς τη δυνατότητα αύξησης της παραγωγής εφόσον οι διαθέσιμοι ΣΠ απασχολούνται πλήρως. Κατά, συνέπεια δεν μπορεί να αυξηθεί και το εργατικό δυναμικό που απαιτείται για αύξηση της συνολικής προσφοράς. Μακροχρόνια όπου η τεχνολογία μεταβάλλεται, οι ΣΠ πρέπει μέσω του τραπεζικού συστήματος να κατευθύνοντας σε δραστηριότητες που προάγουν σε μεγαλύτερο βαθμό το κοινωνικό συμφέρον. Δηλαδή ενθαρρύνονται οι παραγωγικές διαδικασίες που είναι επιθυμητές στο κοινωνικό σύνολο και μειώνεται η παραγωγή προϊόντων που είναι λιγότερο επιθυμητά.

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

13


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.