BinderDA15_soma

Page 1

περιεχομενα • Της σύνταξης .................................................................................................σελ. 2 • Ειδήσεις & σχόλια.........................................................................................σελ. 3 - Νεπάλ: «Η κόκκινη σημαία στην οροφή του κόσμου;» - Οξύνεται η κοινωνική αντιπαράθεση στη Βολιβία • Δεν είναι απλά μια ύφεση: Ένα οικονομικό μοντέλο ξεφτίζει ...σελ. 11 • Το παγκόσμιο 1968 ...................................................................................σελ. 23 • Χιλή 1973: Κράτος και Επανάσταση ...................................................σελ. 53 • Ιταλικός ευρωκομμουνισμός: «ο ιστορικός συμβιβασμός» .......σελ. 69 • Βιβλιοπαρουσίαση: «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση» .................σελ. 76


της σύνταξης 2

Η

μεγαλύτερη υπόσχεση που είχε δώσει ο νεοφιλελευθερισμός είναι ότι αποδίδει. Ότι με την εγκατάλειψη των «κρατιστικών» εργαλείων και μέσω της «αυτορύθμισης» των αγορών, αφήνει πίσω τις κρίσεις και προωθεί την «ανάπτυξη και την ευημερία για όλους». Το ψέμα της «ευημερίας για τους πολλούς» είχε ήδη αποκαλυφτεί με την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων τα προηγούμενα χρόνια. Η σημερινή οικονομική κρίση που συγκλονίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό, δείχνει κάτι πολύ παραπάνω: δείχνει ότι ο περιβόητος «μονόδρομος» είναι αδιέξοδος. Το σύστημα δεν δουλεύει και το μόνο που έχει να μας υποσχεθεί πλέον είναι να πληρώσουμε τα σπασμένα της κρίσης του. Το άρθρο για την οικονομική κρίση (βλ. σελ. 11) εξηγεί ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο και δεν περιορίζεται στα εργαλεία διαχείρισης του συστήματος (νεοφιλελεύθερα αλλά και «κρατιστικά»). Ότι είναι το ίδιο το σύστημα που βρίσκεται σε κρίση και ότι περισσότερο από ποτέ είναι επίκαιρη η συζήτηση και η πάλη για μια εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό. Και τί καλύτερη ευκαιρία να συζητήσουμε για μια άλλη κοινωνία από το να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα που άφησε το τελευταίο μεγάλο παγκόσμιο επαναστατικό κύμα που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Μάης του ‘68». 40 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από κείνο το ξέσπασμα και το άρθρο για το παγκόσμιο 1968 (βλ. σελ. 23) περιγράφει τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της εποχής. Δείχνει ότι το ‘68 δεν ήταν μια ακίνδυνη γραφικότητα αλλά ένα κύμα

που χαρακτηρίστηκε από το σύνθημα «μια μόνη λύση, επανάσταση» και συντάραξε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ότι η «τρέλα» της εξέγερσης και της επανάστασης είναι η πιο λογική απάντηση και η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική λύση απέναντι στην βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Η κυρίαρχη αριστερά της εποχής (κατεξοχήν τα Κ.Κ. αλλά και στη συνέχεια η αναγεννημένη τότε σοσιαλδημοκρατία) στάθηκε ενάντια στο επαναστατικό μήνυμα του Μάη. Πρόβαλε σαν «ρεαλισμό» την μεταρρύθμιση και τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού μέσα από την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την Αριστερά. Στο άρθρο για τη Χιλή (βλ. σελ. 53) μπορούμε να δούμε ότι αυτή η στρατηγική δοκιμάστηκε και οδήγησε σε τραγικές αυταπάτες και σε μια αιματοβαμμένη ήττα το εργατικό κίνημα. Στην Ιταλία, το μεγαλύτερο Κ.Κ. εκείνης της εποχής ήταν και αυτό που θεωρητικοποίησε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού την μεταρρυθμιστική στρατηγική. Στο άρθρο για τον Ιταλικό ευρωκομμουνισμό (βλ. σελ. 69) μπορούμε να δούμε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για τα αδιέξοδα αυτού του δρόμου. Η αντίθεση ανάμεσα στην μεταρρυθμιστική και την επαναστατική στρατηγική αναδείχτηκε ξανά με έντονο τρόπο στο επαναστατικό κύμα του ‘68, αλλά ξεκινάει από πολύ παλιότερα, από τις αρχές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Αυτό έρχεται να μας θυμίσει η παρουσίαση (βλ. σελ. 76) του βιβλίου «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» μιας κορυφαίας επαναστάτριας του 20ου αιώνα, της Ρόζας Λούξεμπουργκ Διεθνιστική Αριστερά


Ειδήσεις & σχόλια

ΝΕΠΑΛ: «Η κόκκινη σημαία στην οροφή του κόσμου;» Έκπληξη, ανησυχία και κατήφεια ήταν η αντίδραση των διεθνών πρακτορείων με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών στο Νεπάλ στις 10 του Απρίλη 2008. Το κλίμα ήταν ανάλογο με τις εκλογές στην Παλαιστίνη που είχαν γίνει πριν δύο χρόνια και είχαν οδηγήσει σε εκλογικό θρίαμβο της Χαμάς, της οργάνωσης του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Τα τελικά αποτελέσματα δεν άφηναν καμιά αμφιβολία. Οι μαοϊκοί (Κομμουνιστικό Κόμμα Νεπάλ-Μαοικό) όχι μόνο ήταν ξεκάθαρα το πρώτο κόμμα, κερδίζοντας τις 220 από τις 601 έδρες της Συντακτικής Συνέλευσης, αλλά συνολικά οι δυνάμεις της Αριστεράς (ακολουθούσαν άλλα επτά κομμουνιστικά κόμματα διαφόρων τύπων) ξεπερνούσαν το 60% των ψήφων! Τα άλλα πολιτικά στρατόπεδα βρέθηκαν σε εκλογικό αδιέξοδο: το Κογκρέσο μετα βίας έφτασε στο 23% ενώ οι Μοναρχικοί δεν ξεπέρασαν το 1%! Τα υπόλοιπα ποσοστά μοιράστηκαν σε εθνικά και τοπικά κόμματα. Αυτός ο «εκλογικός κεραυνός» πρέπει να εξηγηθεί…

Η μοναρχία

Στην αρχή ήταν η μοναρχία. Ο μονάρχης αποτελούσε σύμφωνα Ιούλιος 2008

με την παράδοση του ινδουϊσμού την ενσάρκωση του θεού Βισνού. Το σημείο όμως που διέφερε πολύ η νεπαλέζικη μοναρχία από κάθε τι ανάλογο της ήταν ότι και η θέση του πρωθυπουργού ήταν κληρονομική (η περιβόητη δυναστεία των Ράνας)! Μπορεί η ινδουϊστική μοναρχία να είχε κάθε δικαίωμα να ισχυρίζεται τη θεϊκή της προέλευση αλλά η πραγματική πηγή της δύναμής της ήταν ο βρετανικός ιμπεριαλισμός και σ’αυτόν πάντα λογοδοτούσε. Τα βασικά πολιτικά κόμματα της χώρας, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κογκρέσσο του Νεπάλ ιδρύθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’40, μέσα στο φόντο των τεράστιων πολιτικών ανακατάτάξεων που συνέβαιναν στην Ινδία και την Κίνα. Η Ινδία αποκτούσε την ανεξαρτησία της το 1947 και ο Κόκκινος στρατός του Μάο τσάκιζε τους εθνικιστές το 1949. Ήταν αδύνατο η πολιτική παλίρροια που προκάλεσαν αυτά τα γεγονότα να αφήσει ανεπηρέαστη την «ήσυχη» χώρα του Νεπάλ. Από την αρχή το κόμμα του Κογκρέσου εξέφρασε τα νέα αστικά στρώματα που είχαν διασυνδέσεις με την Ινδία και έβαλε στο πρόγραμμα του την ανάγκη μεγάλων πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθούσε να συνδέσει την πάλη ενάντια στην μοναρχία με ένα άμεσο πρόγραμμα λαϊκών διεκδικήσεων. Το 1990, την περίοδο που κατέρρεε ο κρατικός καπιταλισμός στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, ένα πλατύ και δημοκρατικό κίνημα (Jana Andolan) ταρακουνούσε για

πρώτη φορά τη βασιλεία και την ανάγκασε να μεταμορφωθεί από «ελέω θεού» σε συνταγματική μοναρχία. Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές που έγιναν μάλιστα, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Νεπάλ σχημάτισε συμμαχική κυβέρνηση. Έτσι είχαμε απ’ τα πιο αξιοπερίεργα πολιτικά φαινόμενα της εποχής: έναν ινδουϊστή βασιλιά και έναν κομμουνιστή πρωθυπουργό. Αυτή η εμπειρία δεν διήρκεσε πολύ γιατί η κυβέρνηση κατέρρευσε μετά μερικούς μήνες. Η μία αιτία ήταν οι απροκάλυπτες και κυνικές μοναρχικές συνωμοσίες ενάντια στην κυβέρνηση. Σλλά η πιο βασική αιτία ήταν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα διέψευσε πολύ γρήγορα τις προσδοκίες των απλών ανθρώπων για μια στοιχειώδη βελτίωση της ζωής τους. Ποια ήταν όμως, και εξακολουθεί να είναι, η πραγματική κατάσταση των μαζών στο Νεπάλ; Το Νεπάλ είναι απ’ τις πιο φτωχές αγροτικές χώρες του κόσμου. Με ενδημική ανεργία που ξεπερνάει το 40%, και αναλφαβητισμό που είναι πάνω απ’ το 50%. Μια χώρα χωρίς στοιχειώδες σύστημα υγείας, με τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού να ζει 3


Ειδήσεις & σχόλια

σε χωριά στα όρια της επιβίωσης χωρίς ηλεκτρισμό παρότι έχει ανεξάντλητους υδάτινους πόρους. Αξεχώριστη με αυτή την εικόνα είναι και η άγρια καταπίεση των 20 διαφορετικών εθνικών μειονοτήτων και ιδιαίτερα των γυναικών, λόγω των ισχυρών παραδόσεων του βραχμανισμού, της πιο αντιδραστικής εκδοχής του ινδουϊσμού. Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την Ινδία, που ανέλαβε το ρόλο του προστάτη της μοναρχίας μετά την αποχώρηση του βρετανικού παράγοντα απ’ την περιοχή. Σε ανταπόδοση το ινδικό κεφάλαιο απασχολεί το φτηνό εργατικό δύναμικό σε υφαντουργικά εργοστάσια και εκμεταλλεύεται όλους τους φυσικούς πόρους της χώρας. Ουσιαστικά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την κοινωνία του Νεπάλ σαν ένα μείγμα από τα απομεινάρια της νεπαλέζικης φεουδαρχίας και του άγριου ινδικού καπιταλισμού. Έτσι για τη νεολαία, που αποτελεί ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας (ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 21χρόνια!) οι επιλογές που είχε και έχει μπροστά της είναι σαφείς: είτε μετανάστευση, 4

είτε μισθοφόροι στον βρετανικό ή ινδικό στρατό είτε τέλος αντάρτες εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.

Το αντάρτικο

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις ανάγκες των πλατιών μαζών. Αυτό δεν οδήγησε μόνο στην πτώση του απ’ την κυβέρνηση αλλά και την διάσπαση του. Το 1994 μετά από διάσπαση ιδρύθηκε το ΚΚΝ (Μ). Το 1996 ξεκίνησε το αντάρτικο, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα το αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού και βάζοντας στην πράξη τη μαοϊκή στρατηγική του «παρατεταμένου λαικού πολέμου». Στην αρχή το αντάρτικο είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις αστυνομικές δυνάμεις και κατόρθωσε σταδιακά να τις περιορίσει στους χώρους των σταθμών διοίκησης και στα μεγάλα κέντρα, κυριαρχώντας σχεδόν σ’ όλη την ύπαιθρο. Αυτό οδήγησε στην κρίση του καθεστώτος. Ο μονάρχης δεν επιθυμούσε την κλιμάκωση των συγκρούσεων και δεν ήθελε την εμπλοκή του βασιλικού στρατού στον πόλεμο κατά των ανταρτών διαφωνόντας ανοικτά

με την σκληρή γραμμή. Το 2001 όμως ήταν η χρονιά που η τρομοκρατία έγινε το επίσημο δόγμα του ιμπεριαλισμού για κάθε είδους πόλεμο και επιχείρηση. Οι μαοϊκοί αντάρτες μπήκαν στον κατάλογο των δύο πιο επικίνδυνων τρομοκρατικών οργανώσεων του κόσμου. Η διαμάχη στους κόλπους της μοναρχίας δεν άργησε να λυθεί με την σφαγή σχεδόν όλης της βασιλικής φύτρας εκτός απ’ τον Γκινέντρα, που διαδέχτηκε τον δολοφονημένο προκάτοχο του. Διέταξε αμέσως το στρατό να επιτεθεί στους αντάρτες. Ο βασιλικός στρατός ήταν εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος απ’ την αμερικάνικη και ινδική κυβέρνηση για έναν πόλεμο εξόντωσης χωρίς έλεος όχι μόνο των ανταρτών αλλά και κάθε φωνής αντιπολίτευσης. Από το 2001 μέχρι και το 2006 η αγριότητα του εμφύλιου πολέμου ξεπέρασε κάθε όριο. Οι μαζικοί βιασμοί, τα δημόσια βασανιστήρια και οι εκτελέσεις των αιχμαλώτων δεν κατόρθωσαν να λυγίσουν έναν αντάρτικο στρατό που κατά το ήμισυ αποτελούνταν από γυναίκες και ο οπλισμός του ήταν τα λάφυρα που κέρδιζε απ’ τους μοναρχικούς σε μάχες!

Εξέγερση και εκλογές

Τον Απρίλη του 2006 ο βασιλιάς Γκινέντρα αποφάσισε να διαλύσει και το σκιώδες κοινοβούλιο που υπήρχε προκαλώντας τη γενική εξέγερση εναντίον του. Αυτή τη φορά τη σκυτάλη από τα χέρια των ανταρτών πήρε η γενική απεργία διαρκείας όλων των εργαζόμενων και κατώτερων λαϊκών στρωμάτων στην Κατμαντού και στις άλλες Διεθνιστική Αριστερά


Ειδήσεις & σχόλια πόλεις. Στις μαζικές διαδηλώσεις τα πλήθη που κατέβηκαν στους δρόμους της Κατμαντού έφτασαν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της! Οι χιλιάδες των μαζών σπάζοντας κάθε φράγμα που βρήκαν μπροστά τους, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες από την αστυνομία και το στρατό, έφτασαν έξω απ’ το παλάτι. Αυτή η «έφοδος προς τον ουρανό» θύμιζε τις πιο ένδοξες παραδόσεις των εξεγερμένων από την παγκόσμια ιστορία. Αυτές οι μάζες που δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν και τίποτα να χάσουν ανάγκασαν τον βασιλιά να προκηρύξει πρόωρες εκλογές και συντακτική συνέλευση για την κατάργηση της μοναρχίας. Τότε ήταν που πέθανε η μοναρχία, αλλά πότε θα γινόταν η κηδεία της ήταν ένα άλλο ζήτημα… Ετσι φτάσαμε στις εκλογές του Απρίλη του 2008 και τη μεγάλη νίκη των μαοϊκών που στο μεταξύ αποφάσισαν στροφή στην τακτική τους και συμμετοχή στις εκλογές. Για όλους τους περιώνυμους ανάλυτες του μεγάλου διεθνούς Τύπου όμως, ήταν επίσης μια μεγάλη ταπείνωσή γιατί προέβλεπαν ακριβώς τα αντίθετα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτό ήταν το τίμημα για την περιφρόνηση που έδειξαν στην γιγάντια απελευθερωτική κίνηση των μαζών.

Οι διεθνείς επιπτώσεις Η ιστορία φαίνεται ότι έπαιξε ένα πολύ «περίεργο παιχνίδι» για αυτή τη μικρή χώρα: την «έβαλε» ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία, τις δύο μεγαλύτερες πληθυσμιακά χώρες, ιμπεριαλιστικές και με πυρηνικά όπλα. Στην πράξη, αυτοί που ανησύχησαν περισσότερο απ’τις εξελίξεις στο Νεπάλ δεν ήταν οι Αμερικάνοι αλλά η ινδική Ιούλιος 2008

και η κινεζική κυβέρνηση που τρομάξαν από την δυναμική της αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Ασίας. Στην Ινδία δρουν εδώ και πολλά χρόνια μαζικά αντάρτικα φτωχών αγροτών (των Ναξαλιτών) σε περιοχές που συνορεύουν με το Νεπάλ. Κατά περιόδους ελέγχουν μεγάλες ζώνες της χώρας και η ινδική κυβέρνηση, η τωρινή του κεντρώου Κογκρέσου και η προηγούμενη της άκρας Δεξιάς, τα έχουν ανακηρύξει στον υπαριθμό ένα κίνδυνο για την ασφάλεια του ινδικού κράτους. Την ίδια ώρα στην Κίνα, η άρχουσα τάξη ιδρώνει και με την ιδέα να μολυνθεί με την ιδέα της εξέγερσης όχι μόνο το Θιβέτ, αλλά και άλλες περιοχές της χώρας με οξυμένα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα. Έτσι και οι δύο κυβερνήσεις συγκροτήσαν «αυθόρμητα» ένα μέτωπο ενάντι στην αποσταθεροποίηση, περικυκλώνοντας το Νεπάλ και απομονώνοντας το δημοκρατικό παράδειγμα του νεπαλέζικου λαού.

Η κυβέρνηση των μαοϊκών

Το μεγάλο πρόβλημα όμως του νεπάλέζικου λαού είναι ο προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης του. Οι μαοϊκοί στην εξουσία θα ανοίξουν το δρόμο για τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι απλοί άνθρωποι ή θα επαναλάβουν την προηγούμενη πρώτη εμπειρία του ΚΚΝ; Τα πρώτα μέτρα της νέας κυβέρνησης και οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά:

1) Ο βασιλιάς Γκινέντρα, αφού καθαιρέθηκε, άφησε το παλάτι του στην Κατμαντού. Αλλά η άτυπη κυβέρνηση των μαοϊκών (που ακόμα δεν έχει τυπικά οριστικοποιηθεί) του παραχώρησε επ’ αόριστο, για να καταλύσει, τα θερινά ανάκτορα μέχρι που να βρει κάτι πιο κατάλληλο για τις ανάγκες του! Αυτή η υπερβολική «ευγένεια» και «ευαισθησία» για τις ανάγκες του βασιλιά είναι προκλητική για ένα λαό που βιώνει καθημερινά ανείπωτη φτώχεια και αθλιότητα. 2) Η νέα κυβέρνηση αποδέχτηκε την άνοδο της τιμής του πετρελαίου κατά 25%, ένα μέτρο που μόλις φέτος το Γενάρη είχε προκαλέσει σχεδόν εξέγερση και υποχρέωσε την προηγούμενη κυβέρνηση να ανακαλέσει την απόφαση της. Ήδη ξέσπασαν οι πρώτες αντικυβερνητικές φοιτητικές διαδηλώσεις που απαιτούσαν σαν πρώτη προτεραιότητα την ικανοποίηση των αιτημάτων των φτωχών και όχι των εταιριών πετρελαίου. 3) Η «καθησυχαστική δήλωση» του υπεύθυνου των Υποθέσεων Κεντρικής Ασίας κ. Έβανς Φιγκενμπάουμ και της πρέσβειρας Νάνσυ Πάουελ μετά τη συνάντηση τους με τον Πρατσάντα (γ.γ. του μαοϊκού

5


Ειδήσεις & σχόλια

κόμματος) ότι η νέα κυβέρνηση δεν είναι κομμουνιστική αλλά απλώς εθνικιστική και δεν πρόκειται να προβεί σε μέτρα κατά της ελευθερίας της ιδιοκτησίας… και ότι οι δύο κυβερνήσεις θα συνεργαστούν για σταθερό, δημοκρατικό και ειρηνικό Νεπάλ. 4) Ακόμη και όλα τα προηγούμενα αν τα θεωρήσουμε σαν προσωρινές και αναγκαίες υποχωρήσεις, στο ζήτημα του στρατού οι μελλοντικές εξελίξεις μπορεί να είναι καταστροφικές. Ο στρατός αποτελεί τον πυρήνα ισχύος της κάθε εξουσίας και αν η κυβέρνηση των μαοϊκών χάσει απ’ τα χέρια της το στρατό τότε θα πάψει αυτόματα να αποτελεί ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική πολιτική δύναμη. Παρόλα αυτά «ξεκίνησε» η προσπάθεια για συγχώνευση των δύο αντίπαλων στρατών του εμφυλίου πολέμου. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ο μοναρχικός στρατός, όχι μόνο ήταν εκπαιδευμένος για να εξοντώνει αντάρτες με κάθε μέσο, αλλά στον εμφύλιο πόλεμο, που κράτησε 11 σχεδόν χρόνια, έδωσε πλούσια δείγματα του χαρακτήρα του σαν δύναμη πραιτωριανών. Πως 6

είναι δυνατόν να συνυπάρξουν αντάρτες με αντικομμουνιστές μισθοφόρους; Παρότι είναι πρόωρο να κάνουμε τον τελικό ισολογισμό της μαοϊκής κυβέρνησης του Νεπάλ και είμαστε απ’ αυτούς που θέλουν το Νεπάλ να προχωρήσει στο δρόμο της σοσιαλιστικής προοπτικής και να γίνει ο καταλύτης μεγάλων ανατροπων στην Ινδία και την Κίνα, εντούτοις δεν θεωρουμε τυχαία λάθη ή αδυναμίες τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης. Αυτή η ανησυχία μας οφείλεται στον θεωρητικό πυρήνα της πολιτικής του μαοϊσμού. Με τον όρο «μαοϊσμός» θεωρούμε ένα πολιτικό ρεύμα που κατάγεται απ’τον σταλινισμό και έχει τις εξής βασικές θέσεις (στο ζήτημα της επανάστασης): 1) Οι εξαρτημένες χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι το κέντρο της επανάστασης στον κόσμο και όχι οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις που το προλεταριάτο τους έχει διαφθαρεί και εξαγοραστεί. 2) Η επερχόμενη επανάσταση σ’αυτές τις χώρες δεν θα είναι σοσιαλιστική γιατί δεν είναι ώριμες οι αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες αλλά δημοκρατική, εθνική, αντιιμπεριαλιστική και αντιφεουδαρχική (η λεγόμενη νέα δημοκρατία) που θα ανοίξει το δρόμο για μια «πλέρια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» και μόνο μετά θα έρθει η ώρα των σοσιαλιστικών καθηκόντων. 3) Η βασική δύναμη της επανάστασης είναι η αγροτιά και η κύρια μορφή πάλης είναι ο «παρατεταμένος λαϊκός

πόλεμος» που ξεκινώντας απ΄τα χωριά θα περικυκλώσουν και θα κατακτήσουν τις πόλεις. Απέναντι σ’αυτή τη γραμμή στέκεται η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Λ. Τρότσκι. Θα λέγαμε ότι με «αρνητικό τρόπο» αυτό σημαίνει: Πρώτο, δεν διασπά τα δημοκρατικά από τα σοσιαλιστικά αιτήματα. Π.χ. στο ζήτημα του δωρεάν ηλεκτρικού ρεύματος που είναι βασική ανάγκη των μαζών του Νεπάλ αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εθνικοποίηση όλου του υδάτινου πλούτου της χώρας, απαλλοτρίωση των ινδικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο και κρατικές επενδύσεις για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Με άλλα λόγια αυτή είναι μια υποχρεωτική σοσιαλιστική παρέμβαση στην οικονομία. Δεύτερο, δεν αντιμετωπίζει με «εθνική στενότητα» τα προβλήματα του νέου κράτους, αλλά με όρους διεθνιστικής ταξικής πάλης. Π.χ. οσο αδύνατο και να είναι το νεπαλέζικο προλεταριάτο, άλλο τόσο είναι τεράστια η δύναμη του ινδικού προλεταριάτου. Η αλληλεγγύη του ινδικού προλεταριάτου είναι η μοναδική εγγύηση ότι η νέα κυβέρνηση των μαοϊκών δεν θα γίνει κατ’ αρχάς στόχος της αντεπανάστασης που θα εκστρατεύει από την Ινδία. Και στη συνέχεια αυτή η διεθνιστική αλληλεγγύη θα γίνει ο κινητήρας μεγάλων και αλυσιδωτων ταξικών αναμετρήσεων στην ίδια την Ινδία. Σε ένα μεγάλο κομμάτι του ριζοσπαστισμού το Νεπάλ είναι το αντίθετο παράδειγμα από την εμπειρία της κεντροαριστεράς στην Ιταλία. Πολλοί σύντροφοι Διεθνιστική Αριστερά


Ειδήσεις & σχόλια και συντρόφισσες φαίνεται σαν να λένε «Ιταλία ή Νεπάλ;» αυτοί είναι οι δύο δρόμοι που ανοίγονται μπροστά στο κίνημα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το νεοφιλελευθερισμό. Αν και κατανοούμε την αφετηρία του ερωτήματος, δε συμμεριζόμαστε το δίλημμα… Δεν είναι η πρώτη φορά που αντάρτικα κινήματα κερδίζουν μαζική λαϊκή υποστήριξη και καταλαμβάνουν την κυβέρνηση. Όμως κανένα από αυτά δεν οδήγησε στο σοσιαλισμό. Οδήγησε σε καθεστώτα κρατικού καπιταλισμού (π.χ. Κούβα) παλιότερα, ή πιο πρόσφατα σε έναν «εκδημοκρατισμό» του καπιταλισμού όπως θα λέγαμε σχηματικά (π.χ. Σαντινίστας στη Νικαράγουα). Οι μαοϊκοί, παρά τον ηρωισμό τους και τις σοσιαλιστικές προθέσεις τους για το μέλλον, αργά ή γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη «λογική» του καπιταλισμού και οι διεθνείς πιέσεις θα επιβληθούν πάνω στην οικονομία και στην πολιτική του Νεπάλ. Παρά τα πολιτικά προβλήματα των μαοϊκών, ευχόμαστε η πολιτική ανατροπή στο Νεπάλ να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για εξελίξεις προς τα αριστερά στην ευρύτερη περιοχή όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Λατινική Αμερική. Όμως και στη Λατινική Αμερική και στην Ασία και σε όλο τον κόσμο, η ριζική κοινωνική αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο με έναν τρόπο. Με την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, με τη γνήσια εξουσία των εργατών, με τη εξάπλωση της επανάστασης διεθνώς. Παναγιώτης Λίλλης Ιούλιος 2008

Κρίσιμο δημοψήφισμα στις 10 Αυγούστου

Οξύνεται η κοινωνική αντιπαράθεση στη Βολιβία Περίοδο οξυμένης κοινωνικής πόλωσης διανύει η Βολιβία εδώ και έναν περίπου χρόνο. Η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Έβο Μοράλες και του κόμματός του, Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS) συναντά τη σκληρή αντίδραση της άρχουσας τάξης και της δεξιάς, φιλοϊμπεριαλιστικής αντιπολίτευσης. Το όραμα του Μοράλες για μια «νέα Βολιβία», χωρίς να φτάνει στην προοπτική μιας κοινωνικής επανάστασης, περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που περιορίζουν τη δύναμη της ντόπιας άρχουσας τάξης και των δυτικών πετρελαϊκών εταιρειών. Μετά από ένα διάστημα παράλυσης, λόγω της εκλογικής νίκης του MAS και της λαϊκής κινητοποίησης που αυτή προκάλεσε, η άρχουσα τάξη έχει ανασυγκροτηθεί και με μια σειρά τακτικών κινήσεων επιχειρεί να ανατρέψει το πρόγραμμα του Μοράλες. Οι επιθετικές της διαθέσεις είχαν φανεί από τη συζήτηση για τη σύνθεση της συντακτικής συνέλευσης. Η σύγκληση συνέλευσης για ένα νέο σύνταγμα ήταν αίτημα όλων των μεγάλων αγώνων στη Βολιβία

από το 2000 και μετά και κύρια προεκλογική υπόσχεση του Μοράλες. Η Δεξιά ζήτησε να απαιτείται πλειοψηφία 2/3 για τα σημαντικά άρθρα του συντάγματος και ένα σύστημα εκλογής αντιπροσώπων που εξασφάλιζε ότι κανένα κόμμα μόνο του δεν θα μπορούσε να αποκτήσει αυτήν την πλειοψηφία. Από την άλλη μεριά, αίτημα του κινήματος ήταν μια συντακτική συνέλευση με αντιπροσώπους εκλεγμένους από τα κοινωνικά κινήματα, τα συνδικάτα και τις συνελεύσεις γειτονιάς. Σε αυτήν την περίπτωση ο Μοράλες υπέκυψε στις πιέσεις των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων και απέδειξε ότι τον χωρίζει απόσταση από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες της Αριστεράς. Αυτό παραχωρούσε στους αντιπάλους του MAS ένα ισχυρό πολιτικό εργαλείο για να μπλοκάρει κάθε επιχειρούμενη αλλαγή, ενώ για τους οπαδούς της συνέλευσης σήμαινε τη μετατροπή του ονείρου τους σε κάτι που έμοιαζε με το απεχθές πολιτικό σύστημα του παρελθόντος.

7


Ειδήσεις & σχόλια

Οπαδοί του Μοράλες Όταν, μετά από 16 μήνες διαρκών παρεμποδίσεων από τη Δεξιά, το νέο σύνταγμα κατατέθηκε προς ψήφιση από τη συνέλευση, οι δεξιοί αντιπρόσωποι μποϋκόταραν τη διαδικασία. Ξέσπασαν αιματηρές οδομαχίες Αριστεράς-Δεξιάς και η συνέλευση μεταφέρθηκε από την πόλη Σούκρε σε γειτονικό στρατόπεδο για να ολοκληρώσει τις διαδικασίες της. Η σημασία του νέου συντάγματος παραμένει ένα ερωτηματικό. Κάποια άρθρα του προβλέπουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως ο αυξημένος έλεγχος του κράτους στον φυσικό πλούτο και την οικονομία, η αποκατάσταση της θέσης των ιθαγενών στην κοινωνία, η αναγνώριση των διαδικασιών και των αποφάσεων του ιθαγενικού δικαίου. Όμως το κείμενο αναφέρεται σε μια μικτή οικονομία όπου, μαζί με τη δημόσια και την κοινοτική, «ιερή» είναι και η ατομική ιδιοκτησία. Έχει δεχθεί κριτική από τα αριστερά για το πόσο «μακριά» προχωράει στο ζήτημα της αναδιανομής της γης και τον έλεγχο στο φυσικό πλούτο. Παρόλα αυτά, η Δεξιά έχει 8

Οπαδοί της Δεξιάς απορρίψει όλο το «πακέτο». Όταν το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε από το MAS και τους συμμάχους του, οι δεξιοί κυβερνήτες των τεσσάρων πλούσιων ανατολικών επαρχιών της χώρας το έριξαν συμβολικά στα σκουπίδια. Και αυτή η ενέργεια δεν ήταν τίποτα μπροστά στο σύνολο των επιθέσεων και προκλήσεων της Δεξιάς απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Μοράλες. Η πιο επικίνδυνη από αυτές είναι η προσπάθεια να συντάξει τους απογοητευμένους της μεσαίας τάξης στο πλευρό φασιστικών ομάδων νεολαίας για να πάρει τον έλεγχο στους δρόμους. Όταν το Νοέμβρη του 2007, η κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο για την αναδιανομή της γης η Δεξιά αντεπιτέθηκε. Σε διαδηλώσεις στις ανατολικές επαρχίες, οι κυβερνήτες δήλωσαν πως δεν θα αναγνωρίσουν το νέο σύνταγμα αν αυτό δεν τους παραχωρεί την εξουσία να ασκούν τη δική τους αγροτική πολιτική. Σε απάντηση στις προκλήσεις περί αυτονόμησης των πλούσιων επαρχιών, δεκάδες χιλιάδες ιθαγενείς κατέλαβαν το κέντρο της Κοτσαμπάμπα και

απαίτησαν την παραίτηση του κυβερνήτη της που είχε στηρίξει τους αυτονομιστές κυβερνήτες. Μετά από τρεις μέρες δέχτηκαν ένα κύμα κτηνώδους βίας από τη μεσαία τάξη. «Κάτοικοι των μεσοαστικών βορείων προαστίων της Κοτσαμπάμπα κατέβηκαν στο κέντρο οπλισμένοι με ρόπαλα, μπαστούνια του γκολφ, πιστόλια και καραμπίνες για να χτυπήσουν τους αγρότες. Πέρασαν τις αστυνομικές γραμμές και επιτέθηκαν στους διαδηλωτές. Μετά από πολλές ώρες οδομαχιών πάνω από 100 άνθρωποι τραυματίστηκαν και 2 σκοτώθηκαν» (Γκούσταφσον, NACLA report on Americas). Οι συγκρούσεις έληξαν όταν ο Μοράλες φοβούμενος εξάπλωση των μαχών σε όλη τη Βολιβία κάλεσε τους διαδηλωτές να ανακαλέσουν την κατάληψη της πλατείας. Από αυτό το σημείο και έπειτα, η Δεξιά χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τη βία στους δρόμους για να πετύχει τους στόχους της. Συγκρότησε «συμβούλια υπεράσπισης της γης» και «επιτροπές αυτοάμυνας» (με επικεφαλής Διεθνιστική Αριστερά


Ειδήσεις & σχόλια τον μεγαλοεπιχειρηματία και μεγαλύτερο γαιοκτηματία στη χώρα Μπράνκο Μαρίνκοβιτς που πλούτισε επί δικτατοριών) που αποτελούν στοιχειώδεις σχηματισμούς παραστρατιωτικών ομάδων. Στη Σάντα Κρουζ, η οργανωμένη βία της Δεξιάς τώρα καθοδηγείται από την Ένωση Νεολαίας (UJC). «Η UJC ενοποιεί βίαιες περιθωριακές ομάδες από το χουλιγκανισμό, τις πολεμικές τέχνες, την άρση βαρών και το ξύλο στους δρόμους, σε ένα συγκροτημένο όργανο προσανατολισμένο σε επιθέσεις σε αγρότες και υποστηρικτές του MAS και σε εφόδους σε φορολογικά γραφεία, σχολεία, εργατικά συνδικάτα και επιτροπές διαχείρισης του νερού» (Γκούσταφσον, NACLA report on Americas). Η τελευταία αντιπαράθεση ξέσπασε με αφορμή το λεγόμενο «μισθό αξιοπρέπειας». Το μέτρο αυτό παρέχει στους Βολιβιανούς άνω των 60 ετών μια ενισχυτική σύνταξη και το κόστος του θα καλυφθεί από τη φορολόγηση των βιομηχανιών φυσικού αερίου. Ο «μισθός αξιοπρέπειας» εξαγρίωσε τους καπιταλιστές στις -πλούσιες σε φυσικό αέριοανατολικές επαρχίες οι οποίοι προσανατολίστηκαν σε κινήσεις αυτονόμισης. Οι τέσσερις επαρχίες της Ανατολής προχώρησαν σε δημοψηφίσματα για καθεστώς αυτονομίας στα οποία επικράτησε συντριπτικά το «ναι» αλλά με τους οπαδούς του Μοράλες να απέχουν καθολικά. Το MAS κάλεσε τους υποστηρικτές του «όχι» να μην κατέβουν στους δρόμους για να συγκρουστούν με την UJC, και Ιούλιος 2008

αρκέστηκε -μετά την σχετική απόφαση του εκλογοδικείου- να χαρακτηρίσει τα δημοψηφίσματα αντισυνταγματικά, «τίποτα περισσότερο από δαπανηρά γκάλοπ». Στις 29 Ιούνη η αντιπολίτευση σημείωσε μια ακόμα επιτυχία με την εκλογή δικού της κυβερνήτη στην επαρχία της Τσουκουϊσάκα, όπου το MAS είχε θριαμβεύσει στις εθνικές εκλογές. Το πώς οδηγηθήκαμε σε αυτήν την εξέλιξη ήταν ένα ακόμη παράδειγμα της αποθράσυνσης της Δεξιάς που έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό αναπάντητη. Τις μέρες των συγκρούσεων στη Σούκρε για το ζήτημα του συντάγματος, οι βίαιες διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης ανάγκασαν τον προσκείμενο στο MAS κυβερνήτη να εγκαταλείψει την επαρχία του και λίγο καιρό μετά να παραιτηθεί «για να εκτονωθεί η κρίση». Αυτή η υποχώρηση χωρίς μάχη οδήγησε στην απώλεια μιας επαρχίας-οχυρό για το MAS από ένα πρώην στέλεχός του, τώρα οπαδό της αντιπολίτευσης. Τα ΜΜΕ, στο πλευρό της επιχειρηματικής ελίτ, παίζουν με το φόβο των κάμπας (ψηλοί, ανοιχτόχρωμοι, ευρωπαϊκής καταγωγής κάτοικοι) της Ανατολής για μια ενδεχόμενη εισβολή και λεηλασίες από τους κόλας (κοντοί, σκουρόχρωμοι, ιθαγενικής καταγωγής κάτοικοι) των Άνδεων. Αυτή η προπαγάνδα έχει συσπειρώσει τα μεσοστρώματα των πόλεων κάτω από τη σημαία της «αυτονομίας» από τον «ιθαγενή», «δικτάτορα» Μοράλες. Έτσι, η διαμάχη στη Βολιβία συχνά εμφανίζεται να έχει

και γεωγραφικά και φυλετικά χαρακτηριστικά, μια άποψη που έχει δόσεις αλήθειας. Όμως η Δεξιά έχει υποστηρικτές όχι μόνο στην Ανατολή αλλά και στις πλούσιες και μεσαίες τάξεις των περιοχών των Άνδεων. Ενώ το MAS έχει την υποστήριξη των εργατών και των ιθαγενών στην Ανατολή. Το σενάριο ενός εμφυλίου πολέμου ΑνατολήςΔύσης που θα οδηγήσει σε γεωγραφική διάσπαση της χώρας είναι λιγότερο πιθανό απ’ ότι δείχνει. Στόχος των αυτονομιστών της Ανατολής είναι χρησιμοποιώντας τον αγώνα για «αυτονομία» να σαμποτάρουν το οικονομικό πρόγραμμα του Μοράλες, και να αποκτήσουν την πολιτική δύναμη για να ανατρέψουν τον ίδιο και το MAS. Κάτω από τον ρατσιστικό και τοπικιστικό σωβινισμό που κυριαρχεί στη ρητορική της Δεξιάς, παραμένει η πραγματικότητα της πάλης των τάξεων και των ταξικών συγκρούσεων. Το «καθεστώς αυτονομίας» παραχωρεί στους δεξιούς κυβερνήτες το δικαίωμα να συγκροτήσουν και να ελέγχουν δικές τους αστυνομικές δυνάμεις, να διαπραγματεύονται τα συμβόλαια με τις πολυεθνικές της περιοχής, να καθορίζουν τα συστήματα παιδείας, υγείας και δικαιοσύνης, να ελέγχουν ακόμα και την «εσωτερική μετανάστευση». Ήδη κυκλοφορούν φήμες για «ανακατάληψη» των εθνικοποιημένων εγκαταστάσεων φυσικού αερίου στις «αυτόνομες» επαρχίες. Ο Μοράλες αποφάσισε να απαντήσει με προκήρυξη 9


Ειδήσεις & σχόλια

δημοψηφίσματος εμπιστοσύνης τόσο για τον ίδιο όσο και για τους κυβερνήτες στις 10 Αυγούστου. Σε αυτό για να αναγκαστεί σε παραίτηση ένας υποψήφιος πρέπει το «όχι» να ξεπεράσει το ποσοστό που συγκέντρωσε στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Κάτι τέτοιο δείχνει απίθανο για τον Μοράλες, το «όχι» δε μπορεί να συγκεντρώσει το απαιτούμενο 54%. Οι δεξιοί κυβερνήτες των δυτικών επαρχιών της Λα Παζ και της Κοτσαμπάμπα, εκλεγμένοι με ποσοστά χαμηλότερα του 50% το πιθανότερο είναι ότι θα ανατραπούν και το MAS θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία του στις περιοχές αυτές. Από αυτήν την άποψη είναι θετικό ότι ο Μοράλες επιτέλους «σήκωσε το γάντι». Αλλά το γεγονός ότι η πρόταση υιοθετήθηκε από τη Δεξιά δεν είναι τυχαίο. Οι κυβερνήτες της Ανατολής αναμένεται να παραμείνουν στις θέσεις τους και με «ανανεωμένη λαϊκή εντολή» να σκληρύνουν τη στάση τους. Αλλά και συνολικά η άρχουσα τάξη αποκλείεται να δείξει την τυφλή πίστη στους «θεσμούς» που μέχρι τώρα χαρακτηρίζει την τακτική του Μοράλες. Ο έλεγχος των τιμών που προωθεί το MAS για να αντιμετωπίσει 10

την κρίση των τροφίμων που χτυπάει και τη Βολιβία αντιμετωπίστηκε από τους καπιταλιστές με μαυραγορίτικες πρακτικές και με παράνομη εξαγωγή τροφίμων σε υψηλές τιμές στη Χιλή και το Περού επιδεινώνοντας το επισιτιστικό πρόβλημα για τους φτωχούς Βολιβιανούς. Ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων της Βολιβίας έχει προειδοποιήσει με φρένο στην παραγωγή και εμπάργκο στην αγορά τροφίμων αν η κυβέρνηση δεν αλλάξει οικονομική πολιτική. Κυκλοφορούν φήμες ακόμα και για ενδεχόμενο πραξικόπημα. Αυτός ο συνδυασμός οικονομικής αποσταθεροποίησης της χώρας και πραξικοπηματικών ενεργειών θυμίζει τραγικά την κατάληξη της «Λαϊκής Ενότητας» του Αλιέντε. Είναι χαρακτηριστικό το ανοιχτό γράμμα της Ντανιέλ Μιττεράν που προειδοποιούσε ότι βλέπουμε να ξαναπαίζεται το έργο της Χιλής του 1973. Αλλά και η σύσκεψη των Τσάβες, Μοράλες, Σαντινίστας και του αντιπροέδρου της Κούβας στα μέσα Ιουνίου στο Καράκας με θέμα την υπεράσπιση της βολιβιανής κυβέρνησης. Όμως υπάρχει το αντίπαλο δέος στις απειλές της άρχουσας τάξης, η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών και των ιθαγενών αγροτών που παρά την οικονομική εξαθλίωση και την κρίση των τροφίμων, παραμένουν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν το MAS και τις όποιες κατακτήσεις τους. Μετά τα δημοψηφίσματα, όλο τον Ιούνη ξέσπασαν τεράστιες διαδηλώσεις υποστηρικτών του Μοράλες σε όλες τις δυτικές πόλεις. Ανάμεσά τους η μεγαλύτερη διαδήλωση

στην (πλούσια κινηματικά) ιστορία της Κοτσαμπάμπα και η μεγάλη διαδήλωση όλων των κοινωνικών κινημάτων της χώρας στη Λα Παζ που πολιόρκησε την αμερικανική πρεσβεία. Το δημοψήφισμα όχι μόνο δεν θα βάλει τέλος, αλλά αναμένεται να «χαράξει τις γραμμές» για τις επόμενες μάχες. Η Δεξιά μετά την αναμενόμενη νίκη του Μοράλες στις 10 Αυγούστου το πιθανότερο είναι να αντεπιτεθεί με ακόμα πιο πραξικοπηματικά μέσα. Για τον Μοράλες, η νίκη στις 10 Αυγούστου μπορεί να δώσει την απαιτούμενη ώθηση να προχωρήσει πιο αποφασιστικά στην επιβολή του προγράμματός του. Αλλά το πρόγραμμα και η στρατηγική του MAS έχουν βαθιά ελαττώματα και δεν εγγυώνται την επιτυχία ενάντια στην αποφασισμένη για όλα Δεξιά. Η «δημοκρατική» προσήλωσή του στους θεσμούς την έχει αποθρασύνει. Ευχόμαστε ο Μοράλες να αξιοποιήσει το δημοψήφισμα για μια πιο επιθετική αντιμετώπιση των σαμποτάζ των καπιταλιστών. Αλλά οι εξελίξεις στη Βολιβία θα κριθούν από την ικανότητα της ταξικής και φυλετικής πλειοψηφίας της χώρας να οργανωθεί σε ένα ενιαίο μέτωπο σκληρής πάλης ενάντια στην άρχουσα τάξη και τη Δεξιά σε κάθε επίπεδο –οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό. Και μέσα από αυτήν την πάλη, στη συγκρότηση μιας οργανωμένης εναλλακτικής στα αριστερά του MAS, ικανής να κερδίσει τη μεγάλη μάζα των Βολιβιανών εργατών και αγροτών σε πιο επαναστατικούς στόχους και τακτικές. Διεθνιστική Αριστερά


Δεν είναι απλώς μια ύφεση

Ένα οικονομικό μοντέλο ξεφτίζει Η παρούσα οικονομική ύφεση αντανακλά μια κρίση του καπιταλισμού που είναι πολύ βαθύτερη από απλώς μια έντονη διακύμανση ανόδου και πτώσης της οικονομίας.

Β

ρισκόμαστε σε ένα σημαντικό σημείο καμπής. Η ύφεση που παρατηρούμε σηματοδοτεί το τέλος της εικοσιπεντάχρονης περιόδου που η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο – ένα μοντέλο που για σειρά ετών παρείχε τεράστια οφέλη για τους καπιταλιστές αλλά έσπρωχνε στην εξαθλίωση την εργατική τάξη. Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα πρωτοεφαρμόστηκαν πριν από μία γενιά – με το τέλος του πρωτοφανούς μπουμ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την αρχή της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 70΄ - για να αποκαταστήσουν την καπιταλιστική κερδοφορία. Οι πολιτικές αυτές – τα λεγόμενα « οικονομικά της προσφοράς » - περιελάμβαναν φοροαπαλλαγές για τους καπιταλιστές, περιορισμό των κρατικών παρεμβάσεων και ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στο κοινωνικό κράτος, τσάκισμα των συνδικάτων και μείωση των μισθών. Το αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν μια ραγδαία αύξηση του δανεισμού. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και ο φθηνός

Ιούλιος 2008

Του Joel Geier Μετάφραση: Θάνος Λυκουργιάς

δανεισμός υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζαν την οικονομική δυστοκία. Η συνέπεια αυτών είναι η σημερινή οικονομική συμφορά – αρχικά για τους εργαζόμενους αλλά πλέον και για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Οι καταστροφικές συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού κάνουν επιτακτική την αναδιάρθρωση του πιστωτικού συστήματος και των τραπεζών και την αναδιάταξη των ισορροπιών στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Αυτή η κρίση είναι πολύ βαθύτερη από μια τυπική ύφεση στον οικονομικό κύκλομπαίνουμε σε μια μακρά, οδυνηρή περίοδο κρίσης και αναδιάρθρωσης. Και ενώ οι καπιταλιστές δεν έχουν παρουσιάσει ακόμα κάποιο πρόγραμμα για να μας βγάλει από την κρίση το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συσχετισμοί δύναμης –πολιτικοί και οικονομικοί – ανάμεσα στους ισχυρούς του πλανήτη θα αλλάξουν. Πριν απο ένα έτος έγινε ξεκάθαρο ότι οι Η.Π.Α. οδεύουν προς μείωση ρυθμών ανάπτυξης και τελικά προς ύφεση. Ο οικονομικός κύκλος έπιασε κορυφή και η υπερπαραγωγή κατοικιών αρχικά σταθεροποίησε και έπειτα έριξε τις 11


«Μαύρος» ήταν ο Ιούνιος για τα διεθνή χρηματιστήρια αφού οι μετοχές απώλεσαν αξία δεκάδεων δισ. δολαρίων.

τιμές των σπιτιών καθώς η αγορά των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime) κατέρρεε. Η φούσκα των στεγαστικών έσκασε και σταδιακά οδήγησε στο να σκάσει και η τραπεζική φούσκα, η μεγαλύτερη χρηματοοικονομική φούσκα παγκοσμίως σύμφωνα με άρθρα του Economist πριν από Η επιβράδυνση γίνεται λίγα χρόνια! Η αδύναμια αποπληρωμής των ενυπόπλέον παγκόσμια. Η θηκων δανείων έστειλε τα ύφεση ξεκίνησε και πρώτα κύματα σοκ στην έχει το κέντρο της στις άκρως εξαρτημένη από τα Η.Π.Α αλλά υπάρχει δάνεια δομή του χρηματοπλέον μείωση ρυθμών οικονομικού συστήματος. και στην Ευρώπη και Οι τεράστιες απώλειες από στην Ιαπωνία τα δάνεια αυτά διέλυσαν τα κέρδη των τραπεζών, περιόρισαν σημαντικά τη δυνατότητα τους να χορηγούν πιστώσεις και οδηγούν σαφώς προς πιστωτική κρίση και έντονη ύφεση. Αρχικά ήταν αδύνατο να υπολογίσουμε το χρόνο που θα χρειαζόταν για να εξαπλωθεί η κρίση στο σύνολο της οικονομίας, αν και εκτιμούσαμε ότι αυτό θα συνέβαινε σε ένα με δύο χρόνια. Ο πλανήτης βρισκόταν ακόμα στη μέθη του μεγαλύτερου μπουμ απο την αρχή της δεκαετίας του 70. Τα κέρδη ήταν πολύ υψηλά στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα τραπεζικά περιθώρια κέρδους ήταν τα υψηλότερα από τη δεκαετία του ’20. 12

Επίσης δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε ποιες θα ήταν οι ενέργειες της Κυβέρνησης για να επιβραδύνει την ύφεση ή έστω να αμβλύνει τις συνέπειες της. Όταν ξέσπασε η Ασιατική κρίση του 1998, ο τότε πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) Άλαν Γκρίνσπαν αποφάσισε να εφαρμόσει την αδοκίμαστη έως τότε κίνηση να τονώσει περισσότερο ένα ήδη εξελισσόμενο οικονομικό μπουμ. Η κίνηση ήταν επιτυχής και η ύφεση καθυστέρησε για δύο χρόνια. Το κόστος ήταν όμως υψηλό! Η φούσκα των εταιρειων dot-com προκάλεσε κατάρρευση στο χρηματιστήριο και το εμπορικό έλλειμμα όπως και το εξωτερικό χρέος διογκώθηκαν καθώς οι Η.Π.Α. έγιναν ο «αγοραστής έκτακτης ανάγκης» των ασιατικών προιόντων. Ξανά όταν η ύφεση χτύπησε τελικά τις Η.Π.Α. το 2001 προκαλώντας τη μεγαλύτερη μείωση κερδών από τη δεκαετία του 30, οι συνέπειες της μετριάστηκαν από το μεγαλύτερο πακέτο τόνωσης της οικονομίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κυβερνητικό πλεόνασμα αξίας 250 δις δολλαρίων μετατράπηκε σε έλλειμα αξίας 300 δις δολλαρίων. 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια,που προήλθαν από φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και πολεμικές δαπάνες, χρησιμοποιήθηκαν για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις. Τα επιτόκια έπεσαν στο 1%-2% για 3 χρόνια για να μειωθούν τα κόστη των επιχειρήσεων και να αποκατασταθεί η κερδοφορία. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω είχαμε την πιο αδύναμη επιχειρηματική ανάκαμψη από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και το απόλυτο τίμημα ήταν οι στεγαστικές και πιστωτικές φούσκες που προκάλεσαν την τρέχουσα κρίση. Η οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση ή στην καλύτερη περίπτωση εισέρχεται. Και όπως σε κάθε σημείο καμπής έτσι και τώρα οι οικονομικοί δείκτες στέλνουν αντιφατικά σήματα. Κάποιοι κλάδοι βρίσκονται φανερά σε ύφεση: στις κατασκευές, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στα χρηματιστήρια και στο λιανεμπόριο για παΔιεθνιστική Αριστερά


Μπεν Μπερνόκι, πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (FED).

ράδειγμα η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας έχει σταματήσει. Παρ’ ολα αυτά κάποιοι άλλοι δείκτες δίνουν την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει ύφεση, αλλά απλώς μια επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης ή εναλλακτικά ότι η ύφεση θα είναι μεσοπρόθεσμη ή ακόμα καλύτερα βραχυπρόθεσμη, και η ανάπτυξη θα επανέλθει εντός εξαμήνου αφού τα χαμηλά επιτόκια και τα 150 δις δολλάρια που χρησιμοποιήθηκαν ως τονοτική ένεση μέσω φορολογίας αναμένεται να αποκαταστήσουν την καταναλωτική ζήτηση. Κάποιοι αναλυτές επίσης τονίζουν ότι οι βιομηχανίες που παράγουν εξαγωγικά προϊόντα θα προστατέψουν την οικονομία. Όμως οι εξαγωγές, που είχαν αυξηθεί κατά 19% το τρίτο τρίμηνο του έτους, αυξήθηκαν μόνο κατά 3.9% το τέταρτο εξάμηνο, παρά το φτηνό δολλάριο. Η μείωση των εξαγωγών είναι ένα σημάδι οικονομικής αδυναμίας που εξαπλώνεται παγκόσμια. Η υπόθεση για μια μικρή ύφεση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι σύντομα θα επανέλθει η κερδοφορία. Η παραπάνω άποψη στηρίζεται στα εξής: Ενώ τα κέρδη μειώθηκαν δραματικά το τέταρτο τρίμηνο του έτους – 20% πιο χαμηλά από πέρυσι – η μείωση οφειλόταν στις τεράστιες διαγραφές χρεών στο τραπεζικό σύστημα, κάτι που θα συνεχιστεί. Στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας τα κέρδη έδειχναν να διατηρούνται υψηλά, πιο συγκεκριμένα στο πετρέλαιο, στις πρώτες ύλες και στις high-tech εταιρίες, που επωφελήθηκαν από το παγκόσμιο μπουμ. Τα κέρδη για τις S&P 500 – τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις – αυξήθηκαν κατά 11% φέτος. Όμως η πλειοψηφία αυτών των κερδών προκύπτει από διεθνείς δραστηριότητες. Δεν υπάρχουν ακόμα αξιόπιστα στοιχεία για τα κέρδη των επιχειρήσεων που δρουν στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίες αδυνάτιζαν σταθερά τον τελευταίο χρόνο. Κάθε μέρα νέα δεδομένα στέλνουν νέα σήματα κινδύνου. Το μεγαλύτερο ήταν η κατάρρευση στον κλάδο των υπηρεσιών (το Ιστιτούτο Προσφοράς Μάνατζμεντ ανέφερε ότι ο δείκτης επιΙούλιος 2008

χειρηματικής δραστηριότητας του τομέα των υπηρεσιών έπεσε στο 41.9 τον Γενάρη από 54.4 τον Δεκέμβρη – όπου κάτω από 50 σημαίνει ύφεση ) Ταυτόχρονα , παρά τις μαζικές ενέσεις ρευστότητας – Κεντρικές Τράπεζες ρίχνουν χρήμα στο τραπεζικό σύστημα για να αποτρέψουν την κρίση – νέα τμήματα του συστήματος εμφανίζουν δυσλειτουργίες. Η Wall Street Journal πρόσφατα ανέφερε ότι η μείωση της αξίας των πιστωτικών καρτών έχει περιορίσει αισθητά την κατανάλωση και τονίζει ότι το 7.6% των χρεών από πιστωτικες κάρτες βρίσκονται τουλάχιστον με 60 μέρες καθυστέρηση ή είναι σε διαδικασία χρεοκοπίας και κατασχέσεων. Η αποτυχία τών «δημοπρατούμενων χρεών», που θεωρούνταν πως ήταν τα πιο ασφαλή, ανέβασε τα επιτόκια. Τα σπουδαστικά δάνεια δεν δίνονται τόσο εύκολα όσο παλαιότερα και επίσης η δανειοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές γίνεται όλο και πιο σφιχτή.

Παγκόσμιες διαστάσεις

Η επιβράδυνση γίνεται πλέον παγκόσμια. Η ύφεση ξεκίνησε και έχει το κέντρο της στις Η.Π.Α αλλά υπάρχει πλέον μείωση ρυθμών και στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία. Η Ιταλία δείχνει να είναι σε ύφεση. Η στεγαστική φούσκα έσκασε στη Βρετανία, την Ιρλανδία και την Ισπανία και αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας. Οι Ευρω13


παϊκές τράπεζες παρουσιάζουν πλέον περόμοιες δυσκολίες με τις Αμερικάνικες. Τον Ιανουάριο υπήρξε μια διεθνής κατάρρευση των χρηματιστηρίων στο διάστημα των τριών εβδομάδων μεταξύ 2 και 23 του μήνα που επηρέασε τις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία όπως επίσης και τις αναδυόμενες αγορές (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα). Τα χρηματιστήρια βυθίστηκαν από 15 έως 20% . Μετοχικές αξίες πάνω από ένα τρις δολλάρια εξανεμίστηκαν. Η θεωρία ότι η παγκόσμια οικονομία είχε ανεξαρτητοποιηθει από τις Η.Π.Α και ότι το παγκόσμιο μπουμ θα συνεχιζόταν παρά την αμερικάνικη ύφεση κατέρρευσε εν μέσω διεθνους χρηματιστηριακού πανικού. Το Αμερικάνικο μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας μειώθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια από 30% σε λιγότερο από 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά είναι ακόμα στο κέντρο του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Το 55% των προϊόντων που παράγονται στην Ασία εξάγονται , τα δύο τρίτα εκ των οποίων πηγαίνουν στις Η.Π.Α και τα υπόλοιπα σε άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Η αγορά καταναλωτικών προϊόντων στις Η.Π.Α είναι της τάξης των 9.5 τρις δολλαρίων. Της Κίνας και της Ινδίας μαζί είναι 1.6 τρις δολλάρια. Οι Ασιάτες κατασκευαστές είναι εξαρτημένοι από την Αμερικάνικη αγορά για την πώληση των προϊόντων τους – αλλιώς θα έχουν κρίση υπερπαραγωγής.

Καθώς λοιπόν η Αμερικάνικη αγορά μειώνεται , οι συνέπειες θα είναι εξαιρετικά οδυνηρές για την υπολοιπη παγκόσμια οικονομία. Το σενάριο μιας ταυτόχρονης ύφεσης όλου του πλανήτη μοιάζει όλο και πιθανότερο. Η τελευταία φορά που συνέβη μια συντονισμένη παγκόσμια ύφεση ήταν το 1973. Από τότε, όταν κάποιες χώρες βρίσκονταν σε ύφεση, κάποιες άλλες αναπτύσσονταν ραγδαία – και διατηρούσαν σταθερές τις εξαγωγές των χωρών σε ύφεση, αμβλύνοντας τα συμπτώματα. Αν μπουν όλες μαζί σε κρίση, τότε οι εξαγωγές θα περιοριστούν παντού, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο την ύφεση. Η κάμψη αυτή είναι επίσης σημάδι της κρίσης του χρηματιστικού κεφαλαίου, αρχικά στις Η.Π.Α αλλά εξαπλούμενο και στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Το τραπεζικό σύστημα είναι κλειδί για την καπιταλιστική παραγωγή και τη διανομή ταυτόχρονα, οι οποίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς πιστώσεις, και επίσης ένας από τους κύριοις τρόπους μέσω των οποίων ο Αμερικάνικος Ιμπεριαλισμός κυριάρχησε στον κόσμο, μέσω του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Όταν η επιβράδυνση ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο οι περισσότερες πτυχές του πιστωτικου συστήματος είχαν αποκρυφθεί από το κοινό. Δεν υπήρχε καμία δημόσια πληροφόρηση για την κατάσταση των διάφορων «επενδυτικών funds», των λεγόμενων «δομημένων» ομολόγων κάθε είδους κ.λπ. –όλων δηλαδή των καλυμμένων δραστηριοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν για να κρατήσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα χαμηλά και να εκτοξεύσουν ταυτόχρονα τα κέρδη- καθώς και για τη μαζική εξαπάτηση, διαφθορά και «τοξικό χρέος» που είναι στο κέντρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες έχουν παραλύσει από τις απώλειες που σχετίζονται με τη στεγαστική φούσκα. Μέχρι στιγμής έχουν ήδη απωλέσει 160 δις δολλάρια από παραγραφές χρεών από ενυπόθηκα subprime δάνεια (ένα τρίτο των οποίων μόνο σε τρεις τράπεζες- τις Citicorp, Merrill Lynch και UBS) και αναμένεται να απολέσουν συνολικά

Οι κατασχέσεις σπιτιών από τις τράπεζες αυξάνονται συνεχώς στις ΗΠΑ, πετώντας εκατοντάδες χιλιάδες οικογενειών στο δρόμο.

14

Διεθνιστική Αριστερά


Ο Ζαν Κλοντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

300 με 400 δις δολλάρια από αυτά τα δάνεια. Η αγορά κατοικιών δεν έχει χτυπήσει τον πάτο ακόμα – και αν οι τιμές των κατοικιών μειωθούν περισσότερο (έχουν πέσει κατα 10% μέχρι στιγμής και αναμένεται να χάσουν άλλο 10 με 20% στα αμέσως επόμενα έτη}, τότε οι τράπεζες θα έχουν ακόμα μεγαλύτερες απώλειες. Οι ιδιοκτήτες κατοικιών θα χάσουν συνολικά μεταξύ 4 και 6 τρις δολλαρίων, καθώς το ένα τρίτο των οικογενειών έχουν φορτωθεί με δάνεια που τώρα έχουν μεγαλύτερη αξία από αυτή των σπιτιών που αγόρασαν με αυτά. Οι απώλειες από την αγορά των subprime οδηγούν σε μια συρρίκνωση της τραπεζικής αγοράς αξίας 2 τρις δολλαρίων και οι συνολικές απώλειες μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερες. Η αγορά εμπορικών ακινήτων, που βρισκόταν σε μπουμ πριν από λίγους μήνες, τώρα καταρρέει. Οι απώλειες τους εκτιμάται ότι μπορεί να είναι ισάξιες των απωλειών από τα subprime. Άλλα πιστωτικά προβλήματα μεγαλώνουν επίσης και από «δομημένα» ομόλογα που στηρίζονται στο χρέος των πιστωτικών καρτών ή των δανείων αυτοκινήτου, καθώς επίσης και από τις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων που χρηματοδοτήθηκαν από τα «σάπια» ομόλογα που κατέρρευσαν. Τα εταιρικά ομόλογα χρηματοδοτήθηκαν σε πακέτα παρόμοια με το χαοτικό τρόπο των subprime. Τα ομόλογα χωριζόντουσαν σε κομμάτια και μετά πουλιόντουσαν σε πακέτα: τα πιο επισφαλή κομμάτια είχαν και τα υψηλότερα επιτόκια. Σε αυτή την πυραμίδα, εάν κάποιο μέρος δεν μπορεί να αποπληρωθεί, τότε αφαιρείται αξία από τα υπόλοιπα μέρη. Επίσης, τα ομόλογα επιχειρήσεων με υψηλό δανεισμό έγιναν δημοφιλή γιατί οι κάτοχοι τους μπορούσαν να αγοράσουν εξασφάλιση έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας με την μορφή των λεγόμενων συμβολαίων CDS (credit derivative swaps). Τα CDS είναι μια εντελώς ανεξέλεγκτη αγορά αξίας 45 τρις δολλαρίων, με σχεδόν ανύπαρκτες προϋποθέσεις δανεισμού: πωλούνται και αγοράζονται συνεχώς, έτσι ώστε κανείς να μην γνωρίζει ποιος Ιούλιος 2008

έχει την εξασφάλιση και αν αυτός τελικά έχει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει τη ζημιά στην περίπτωση που το ομόλογο δεν θα μπορεί να αποπληρωθεί. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως με τον περιορισμό των δανειοδοτήσεων και την ύφεση, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δεν θα έχει τα απαραίτητα ρευστά για να πληρώσει τόσο υψηλά επίπεδα χρέους. Αυτές λοιπόν θα χρεοκοπήσουν και αυτό είναι μια διαδικασία που ξεκινάει τώρα και θα κορυφωθεί στα επόμενα 2 χρόνια. Λόγω της αδιαφάνειας και της εξαπάτησης όμως δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πόσο μεγάλο θα είναι αυτό το πρόβλημα.

Κρίση του νεοφιλελευθερισμού

Η καταστροφική συσσώρευση χρέους που παρατηρείται είναι αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών απορρύθμισης των τραπεζών που ξεκίνησε με τις «μεταρρυθμίσεις της ελεύθερης αγοράς» που εφάρμοσε ο Ρήγκαν τη δεκαετία του 80, και που επέτρεπε συν τοις άλλοις στις τράπεζες να στήνουν επιχειρήσεις με δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, α λα Enron. Oι τράπεζες μπορούσαν να αυξήσουν όσο ήθελαν τις δανειοδοτήσεις τους για να αυξήσουν τα κέρδη παίρνοντας τεράστιο ρίσκο, χωρίς να χρειάζεται ταυτόχρονα να κρατούν αποθέματα σε περίπτωση που το δάνειο δεν αποπληρωνόταν. Οι φορολογικοί νόμοι των Κλίντον και Μπους ενθάρυναν τη λειτουργία των εκτος15


ισολογισμου δραστηριοτήτων, φορολογώντας τα κέρδη και τις αμοιβές των μάνατζερ ως «αποζημίωση», ένα παραθυράκι που επέτρεπε στην αστική τάξη να κρατάει τον μάξιμουμ φορολογικό συντελεστή στο 15%, κάτι το οποίο εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο. Tο νεοφιλελεύθερο δώρο του Κλίντον προς τις τράπεζες ήταν η ανάκληση του τραπεζικού νόμου των Glass-Steagall που εφαρμόστηκε μετά το κραχ του ‘29. Η ανάκληση του έβαλε τέλος στο διαχωρισμό ανάμεσα σε επενδυτικές και εμπορικές τράπεζες. Οι επενδυτικές τράπεζες ήταν αυτές που δημιούργησαν τα εταιρικά πακέτα από δάνεια. Οι εταιρίες που αξιολογούσαν αυτά τα ομόλογα (Moody’s, Standard & Poor’s, Fitch) πληρώθηκαν από τους δημιουργούς των ομολόγων, έτσι ώστε αυτά να πάρουν βαθμό ΑΑΑ και άρα να μπορούν να πουληθούν σε συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρίες. Η Goldman Sachs, ο μεγαλύτερος δημιουργός τέτοιων θανατηφόρων δανείων, έπαιρνε παχυλές αμοιβές πουλώντας αυτά τα προϊόντα στους πελάτες της, ενώ ταυτόχρονα έβγαζε δισεκατομμύρια σπεκουλάροντας ενάντια σε όσα τέτοια ομόλογα φαινόταν ότι όδευαν προς χρεοκοπία. Υπάρχουν βλέπετε και κάποιοι νικητές μέσα στην όλη μιζέρια - το «έξυπνο χρήμα» ή οι «προσεκτικοί επενδυτές» - ανάμεσα στους κομπιναδόρους των χρηματιστηρίων.

Πίσω από την χρηματοδοτική κρίση του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται η κρίση των καταναλωτικών δανείων. Ο κύριος λόγος για την έκρηξη των απλήρωτων καταναλωτικών δανείων είναι η φοβερή ταξική ανισότητα που πυροδοτήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες τακτικές της ελεύθερης αγοράς και του τσακίσματος των συνδικάτων. Η Αμερικάνικη οικονομία έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1973, αλλά τα οφέλη της ανάπτυξης τα καρπώθηκαν το κεφάλαιο, οι εργοδότες, οι «κατέχοντες» και καθόλου η εργατική τάξη. Οι πραγματικοί μισθοί σήμερα είναι χαμηλότεροι από ότι ήταν το 1973, 35 χρόνια πίσω δηλαδη. Ο μόνος τρόπος για τους εργάτες να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο ήταν να δουλεύουν περισσότερες ώρες και να εργάζονται και οι δυο γονείς. Αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό: το πραγματικό οικογενειακό εισόδημα είναι χαμηλότερο σήμερα απ’ ότι πριν δέκα χρόνια. Για να διατηρήσουν το επίπεδο τους οι εργαζόμενοι χρεώθηκαν όλο και πιο βαθιά. Ο τελευταίος, και χειρότερος, τρόπος χρέους ήταν να δανειστούν έναντι της τελευταίας αποταμίευσης που είχαν, έναντι της αύξησης της αξίας των σπιτιών τους. Από το 2004 μέχρι το πρώτο μισό του 2007 οι ιδιοκτήτες των κατοικιών έπαιρναν 800 δις δολλάρια το χρόνο μέσω αναχρηματοδότησης των στεγαστικών δανείων τους και μέσω δανείων που «εξασφαλίζονταν» από την –τότε- αυξητική πορεία της τιμής των ακινήτων τους, επιτρέποντάς τους να βάζουν πρόσθετες υποθήκες στο ίδιο ακίνητο. Τριάντα τέσσερα εκατομμύρια Αμερικάνικες οικογένειες – σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού – δανείστηκαν έναντι του σπιτιού τους. Συνολικά , ο ρυθμός αποταμίευσης τους για πέρυσι ήταν μείον δεκατρία τοις εκατό. Η τύχη αυτών των οικογενειών ήταν ούτε λίγο-ούτε πολύ δεμένη με την τύχη των σπιτιών τους. Όταν η στεγαστική φούσκα και τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων ανέβηκαν, ένας μεγάλος αριθμός εργατών δεν μπορούσε να πληρώσει τις δόσεις του, συμβάλλοντας έτσι στη σπειρο-

Οι εργάτες καλούνται να πληρώσουν με απολύσεις και νέες θυσίες την πτώση της κερδοφορίας των καπιταλιστών. Στη φωτό εργαζόμενοι της General Motors.

16

Διεθνιστική Αριστερά


ειδή μείωση της αξίας των κατοικιών και στην επιδείνωση της τραπεζικής κρίσης. Επίσης μπήκε τέλος στην κατανάλωση που βασιζόταν στον δανεισμό έναντι της αύξησης της αξίας των κατοικιών. Αυτό με τη σειρά του σήμανε στρίμωγμα των παραγωγών καταναλωτικών προϊόντων, ειδικά των προϊόντων μεγάλης αξίας όπως αυτοκίνητα και συκευές, και τώρα γίνεται το πέρασμα και στους λιανεμπόρους. Και φυσικά, αφού οι Η.Π.Α. έγιναν ο «αγοραστής έκτακτης ανάγκης» μετά την ασιατική κρίση του 1997, η κατάρρευση των καταναλωτικών δαπανών θα έχει διεθνή αντίκτυπο σε όσες χώρες στηρίζονται στις Η.Π.Α ως βασική αγορά εξαγωγών. Από τον πανικό του 1907 και τη δημιουργία της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) το 1913, αυτή είναι η τρίτη χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ. Η πρώτη ξέσπασε τη δεκαετία του 30 όταν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που οδήγησαν στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους προκάλεσαν, την περίοδο του μεσοπολέμου, μια διεθνή τραπεζική κατάρρευση. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε εξασφάλιση των καταθέσεων και η κρίση έκανε τους πολίτες να τρέχουν προς τις τράπεζες, προσπαθώντας να αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους. Ο επακόλουθος πανικός οδήγησε χιλιάδες τράπεζες στο κλείσιμο. Η δεύτερη οικονομική καταστροφή εμφανίστηκε με τη δανειακή και αποταμιευτική κρίση τη δεκαετία του 80 και περιορίστηκε στους δανεισμούς με υποθήκη ακινήτου. Οι ζημιές έφτασαν στα 180 δις δολάρια, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με φοροαπαλλαγές, ενώ τα ακίνητα πουλήθηκαν από την κρατική εταιρεία διαχείρισης ακινήτων (RTC) σε εξευτελιστικές τιμές αποφέροντας τεράστια κέρδη στους αγοραστές τους. Υπήρξε περιορισμός στις πιστώσεις, αλλά δεν ήταν αρκετά έντονος ώστε να έχει αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας για πολύ. Η τρίτη κρίση, που συμβαίνει τώρα, είναι πολύ πιο βαθιά από την δεύτερη. Στο εισαγωγικό της στάδιο έχει ήδη ξεπεράσει το μέγεθος της προηγούμενης. Ακόμα δεν υπάρχει ακριβής εικόνα του πόσο άσχημα θα είναι τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά οι τράπεζες ήδη παραλύουν ακόμα και από ένα μέρος των απωλειών από τα subprime. Για να αντλήσουν κεφάλαια πουλάνε τμήματα τους σε ξένα επενδυτικά κεφάλαια από το Αμπού Ντάμπι, την Σινγκαπούρη και αλλού – με αποτέλεσμα να είναι μερικώς ελεγχόμενες

Ιούλιος 2008

από τις ξένες κυβερνήσεις. Όταν έσκασαν οι στεγαστικές και χρηματιστηριακές φούσκες της Ιαπωνίας το 1990, οι γιαπωνέζικες τράπεζες που είχαν δώσει τα δάνεια τσακίστηκαν από το κύμα των μη-αποπληρωμών. Για περισσότερο από μια δεκαετία η Ιαπωνία υπέφερε από ύφεση και στασιμότητα, παρά το ότι τα επιτόκια είχαν γίνει σχεδόν μηδενικά. Είναι πολύ πρόσφατη η έξοδος της χώρας από την ύφεση χάρη στο Ασιατικό μπουμ. Αυτή η τραπεζική κρίση μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί πολύ χειρότερη της γιαπωνέζικης, εξαιτίας του ανε- Το πραγματικό ξέλεγκτου χαρακτήρα της οικογενειακό εισόδημα διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς και των εκτός είναι χαμηλότερο ισολογισμού τραπεζικών σήμερα απ’ ότι πριν δραστηριοτήτων, παράγο- δέκα χρόνια. Για ντες οι οποίοι οδήγησαν να διατηρήσουν σε απώλειες των τραπεζών το επίπεδο τους οι και σε πολλές άλλες χώρες εργαζόμενοι χρεώθηκαν του κόσμου. Ο παγκόσμιος όλο και πιο βαθιά αντίκτυπος της κρίσης θα είναι σίγουρα μεγαλύτερος γιατι σε αντίθεση με τις αμερικάνικες τράπεζες, οι οποίες έχουν έναν τεράστιο διεθνή ρόλο, οι γιαπωνέζικες δεν βρίσκονταν στο κέντρο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Συσσωρευμένες αντιφάσεις

Αυτή η οικονομική κρίση είναι δυνητικά πιο επικίνδυνη επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με τις βαθιές αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου. Το παγκόσμιο σύστημα εμπορίου απέκτησε μια ιδιαίτερη μορφή μετά την Ασιατική κρίση του 1997-98 και την αντίδραση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ υπό τον Γκρίνσπαν σε αυτήν. Οι Η.Π.Α έγιναν ο αγοραστής έκτακτης ανάγκης, εισάγοντας φτηνά ασιατικά προϊόντα και μεταφέροντας παραγωγικές εγκαταστάσεις στην Ασία και ειδικά στην Κίνα. Οι Η.Π.Α έχασαν την θέση ισχύος στην παγκόσμια αγορά στην οποία βρίσκονταν. Το εμπορικό έλλειμα των Ηνωμένων Πολιτειών φούσκωσε στα 700 έως 800 δις δολλάρια ετησίως τα τελευταία χρόνια, χρηματοδοτήθηκε δε μέσω εξωτερικού δανεισμού αξίας 3.5 τρις δολλαρίων – το 80% της παγκόσμιας αποταμίευσης χρηματοδοτούσε το αμερικάνικο έλλειμμα! Στα πλαίσια αυτού του επιχειρηματικού κύκλου οι αμερικάνικες

17


Απέναντι στο πρόβλημα της ακρίβειας, οι κυβερνήσεις δεν έχουν να προσφέρουν παρά μόνο αόριστες υποσχέσεις. Φωτό από σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.

επιχειρήσεις δεν επένδυσαν στην δημιουργία νέων πάγιων στοιχείων, δεν επέκτειναν την παραγωγική τους δυνατότητα. Υπάρχουν λιγότερα εργοστάσια στις Η.Π.Α σήμερα απ’ ότι στην αρχή της ανάκαμψης έξι χρόνια πριν. Υπάρχουν τρία εκατομμύρια λιγότεροι βιομηχανικοί εργάτες απ’ότι πριν πέντε χρόνια. Ταυτόχρονα οι αμερικάνικες επιχειρήσεις έχουν επενδύσει έντονα Ο Αμερικάνικος σε νέα εργοστάσια στην Ιμπεριαλισμός Κίνα και την Νοτιοανατοέχει πλέον μεγάλα λική Ασία, η πλειοψηφία οικονομικά προβλήματα της παραγωγής των οποίκαι στρατιωτικές ων πηγαίνει σε εξαγωγές και πολλές από αυτές είναι αποτυχίες που προς της Η.Π.Α υποσκάπτουν τη Αυτό το παγκόσμιο εμποριδύναμη του και κό σύστημα, με τα ογκώδη αλλάζουν τις ισορροπίες αμερικάνικα ελλείματα που ισχύος διεθνώς χρηματοδοτούνται από τις ασιατικές κεντρικές τράπεζες , δεν μπορούσε να στηριχθεί. Παρ’όλα αυτά διατηρήθηκε για τόσο μεγάλο διάστημα που κατέληξε να είναι αποδεκτό μέρος του παγκόσμιου συστήματος εμπορίου και χρηματοδότησης. Αλλά το εμπορικό έλλειμα έγινε πρόβλημα όταν εμφανίστηκαν η πιστωτική/δανειακή κρίση και η πτώση της αξίας του δολλαρίου. Οι Η.Π.Α, ο μεγαλύτερος οφειλέτης παγκοσμίως πλέον, δανείστηκαν 3,5 τρις δολλά18

ρια από ξένα κεφάλαια, και έπειτα αρνήθηκαν να διατηρήσουν σταθερή την ισοτιμία του δολλαρίου. Επέτρεψαν (και για λόγους εξαγωγών ενθάρρυναν κιόλας) να χάσει το δολλάριο το 30% της αξίας του από το 2000. Σαν αποτέλεσμα, οι ξένοι δανειστές των Η.Π.Α έχασαν ένα τρις δολάρια από την υποτίμηση του δολλαρίου, κάτι που αποτελεί την μεγαλύτερη απώλεια στον κλάδο στην ιστορία. Υπάρχει επομένως μια ακόμα μεγαλύτερη απροθυμία από τις ξένες τράπεζες και τους ξένους επενδυτές να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν το Αμερικάνικο χρέος μέσω αύξησης των διαθεσίμων τους σε δολλάρια, καθώς το δολάριο συνεχίζει να υποτιμάται λόγω των χρεών, της πτώσης των επιτοκίων, της αδύναμης αμερικάνικης κερδοφορίας και των εμπορικών και κυβερνητικών ελλειμάτων. Η οδυνηρή διαδικασία αναδιάρθρωσης της Αμερικάνικης οικονομίας περνά μέσα από την επίσης οδυνηρή ανακατανομή του διεθνούς εμπορίου. Όσες χώρες εξαρτώνται από τις εξαγωγές στην αμερικάνικη αγορά θα βρεθούν παγιδευμένες σε αυτή την κρίση. Η Κινέζικη οικιακή κατανάλωση είναι μόλις το 35% του ΑΕΠ της χώρας. Και καθώς οι εξαγωγές θα βαλτώσουν, η Κίνα θα βρεθεί αντιμέτωπη με κρίσεις υπερπαραγωγής στις περισσότερες απο τις βιομηχανίες της. Η κινέζικη υπερπαραγωγή εκτοξεύτηκε μέσα από τις σχέσεις εμπορίου- χρέους, οι οποίες είναι πλέον εντελώς στον αέρα. Η Κινεζική Κυβέρνηση διατηρεί 1.5 τρις δολλάρια σε ξένα ρευστά αποθεματικά, ο κύριος όγκος των οποίων είναι το χρέος της Αμερικάνικης Κυβέρνησης. Αποδείχθηκε τελικά πως αυτές οι μη διατηρίσιμες καταστάσεις, όσο και αν συντηρήθηκαν για χρόνια, δεν μπορούν να διατηρηθούν επ’ άπειρον. Και αυτό το φρόντισε η κρίση. Η πολεμική οικονομία επίσης αυξάνει το βάθος της κρίσης. Το 2000, οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 299 δις δολλάρια. Τώρα είναι πάνω από 800 δις δολλάρια – έχουν αυξηθεί κατά μισό τρισεκατομμύριο μέσα σε 7 χρόνια! Από την λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι το 2007, οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν στο 3-4% της οιΔιεθνιστική Αριστερά


κονομίας, με εξαίρεση καποιες χρονιές κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όπου ο Ρήγκαν αύξανε τις δαπάνες. Η Δεξιά απαιτεί να υπάρξει επέκταση του στρατού και αύξηση των στρατιωτικών δαπανών – ισχυριζόμενοι ότι αυτή τη στιγμή οι δαπάνες βρίσκονται στο 4% του ΑΕΠ, δαπανώντας 515 δις δολλάρια. Αν προστεθούν και οι δαπάνες για το Ιράκ και το Αφγανιστάν, όπως επίσης και τα συστήματα ασφαλείας στο εσωτερικό, οι δαπάνες για τη CIA, το μέρος των δαπανών για ενέργεια που χρησιμοποιείται για κατασκευή πυρηνικών όπλων και κάποια επιπλέον κόστη για αποκατάσταση των βετεράνων στρατιωτών, τότε το πραγματικό ύψος των στρατιωτικών δαπανών είναι 800 δις δολλάρια ή αλλιως το 6% του ΑΕΠ. Μετά την ήττα στο Βιετνάμ, που έβαλε τέλος στην στρατιωτοκεντρική οικονομία, οι Η.Π.Α δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν ένα επίπεδο στρατιωτικών δαπανών της τάξης του 6% του ΑΕΠ ή και περισσότερο. Αυτό ήταν εφικτό την εποχή που οι Η.Π.Α κυριαρχούσαν στην παγκόσμια αγορά. Όμως κατά τα τέλη της δεκαετίας του 60 απέκτησαν ανταγωνιστές – την επανοικοδομημένη Γερμανία και την Ιαπωνία – και δεν μπορούσαν πλέον να διατηρούν τέτοια μεγέθη. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ταυτόχρονα με την χαμηλή Αμερικάνικη ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά, το τεράστιο εμπορικό έλλειμα και την εξάρτηση πλέον από τον ξένο δανεισμό, οι Η.Π.Α έχουν πλέον πρόβλημα στο να αντέξουν το ύψος των πολεμι-

Ιούλιος 2008

κών δαπανών που θα τις διατηρήσει στη θέση της παγκόσμιας υπεδύναμης. Αδυνατισμένος από την ατέλειωτη στρατιωτική και πολιτική συμφορά στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο Αμερικάνικος Ιμπεριαλισμός έχει πλέον μεγάλα οικονομικά προβλήματα που υποσκάπτουν τη δύναμη του και αλλάζουν τις ισορροπίες ισχύος διεθνώς. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού θα φτάσει φέτος στα 500 δις δολλάρια, πολλά εξ αυτών προερχόμενα από εξωτερικό δανεισμό. Οι Δημοκρατικοί θα κατηγορήσουν τον Μπους για τις περικοπές των φόρων και θα παραβλέψουν τα 500 δις δολλάρια αύξηση σε πολεμικές δαπάνες που ψήφισαν και οι ίδιοι. Για τους λόγους που απαριθμήθηκαν παραπάνω, αυτό που παρατηρούμε τώρα δεν είναι απλώς η έναρξη μιας ύφεσης, αλλά ένα σημείο καμπής που θυμίζει την περίοδο 1970-1973 κατά την οποία έληξε το μεταπολεμικό μπουμ. Εκείνες τις μέρες, οι αντιφάσεις της στρατιωτικοποιημένης οικονομίας – με τις Η.Π.Α να χάνουν την ανταγωνιστική τους θέση στην παγκόσμια οικονομία – οδήγησαν σε μια βαθιά κρίση την κερδοφορία, που ακολουθήθηκε από μια μεγάλη αναδιάρθρωση του Αμερικάνικου καπιταλισμού. Στα δώδεκα έτη ανάμεσα στο 1970 και το 1982 υπήρξαν τέσσερεις υφέσεις. Οι Η.Π.Α υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη συμφωνία του Μπρέττον – Γουντς, να εγκαταλείψουν τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και να επιτρέψουν στο δολλάριο να κυμανθεί

Η κλιμάκωση των κοινωνικών αγώνων είναι η μόνη ασπίδα των εργαζομένων για να μην πληρώσουν τα σπασμένα της κρίσης. Η φωτό από τις τελευταίες απεργίες για το ασφαλιστικό.

19


ελεύθερα. Στη δεκαετία του 70 οι Η.Π.Α διατηρούσαν ακόμα τους υψηλότερους μισθούς και τη χαμηλότερη παραγωγικότητα σε σχέση με κάθε βασικό ανταγωνιστή τους. Με τη λήξη της δεκαετίας του 80 είχαν την υψηλότερη παραγωγικότητα και τους χαμηλότερους μισθους σε σχέση με κάθε ανταγωνιστή! Αυτή η ασύλληπτη αναδιάρθρωση επετεύχθη χάρη στο ιδεολογικό πρίσμα του νεοφιλελευθερισμού. Ο Κεϋνσιανισμός αποτέλεσε την επίσημη καπιταλιστική ορθοδοξία στην περίοδο μετά την ύφεση του ‘30. Οι Κεϋνσιανού τύπου κρατικές δαπάνες, που είχαν ως στόχο να τονώσουν και να δώσουν ώθηση στην καταναλωτική ζήτηση ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιβραδύνσεις, θεωρήθηκαν υπεύθυνες για τον πληθωρισμό και δεν έδιναν κάποια απάντηση όσον αφορά το πως θα έβγαινε η οικονομία από την στασιμοπληθωριστική κρίση της δεκαετίας του 70, με τον διαρκή Το δικομματικής πληθωρισμό και την χαμησυναίνεσης τονωτικό λή ανάπτυξη. πρόγραμμα αξίας Το νέο οικονομικό μοντέλο 150 δις δολλαρίων, του νεοφιλελευθερισμού όσο ανεπαρκές και σηματοδότησε την επιαν είναι, αποτελεί στροφή στις συνθήκες της «ελεύθερης αγοράς» που σαφή απάρνηση του επικρατούσαν πριν από το νεοφιλελευθερισμού 1930, πριν από την άνοδο των συνδικάτων, του κοινωνικού κράτους και του κρατικού παρεμβατισμού. Το πνεύμα της εποχής έλεγε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και ο περιορισμός του ρόλου του κράτους θα αποκαθιστούσαν την ανταγωνιστικότητα και τα χαμηλά κόστη και θα χαλιναγωγούσαν τον πληθωρισμό. Οι νεοφιλελεύθεροι εισήγαγαν επίσης εν μέσω πανηγυρισμών τα «οικονομικά της προσφοράς»: αντικαθιστόντας τις κυβερνητικές δαπάνες τόνωσης της κατανάλωσης με φοροαπαλλαγές για τους καπιταλιστές, οι οποίοι -σύμφωνα με τη θεωρία πάντα – θα επανεπένδυαν όσα κέρδισαν, επαναφέροντας έτσι την ανάπτυξη. Το επιχείρημα έλεγε ότι τα χρήματα που κέρδιζαν οι καπιταλιστές θα δημιουργούσαν οφέλη που θα μεταφερόντουσαν κάθετα στο σύνολο της οικονομίας. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης της δεκαετίας του ‘70 η Αριστερά που αναφερόταν στην εργατική τάξη βρισκόταν σε άνοδο. Με τη λήξη της περιόδου υπήρξε ολοκληρωτική οπισθοχώρηση της

20

εργατικής τάξης. Η ισορροπία ανάμεσα στις τάξεις άλλαξε και στην Αμερική και διεθνώς. Το κεφάλαιο και η συμμαχία της συντηρητικής δεξιάς υπερίσχυσαν. Η ολοκληρωτική τους νίκη την δεκαετία του ‘90 ενισχύθηκε ιδεολογικά από την κατάρρευση του Σταλινισμού, επιτρέποντας στην ελεύθερη αγορά να εμφανίζεται ως η μόνη εναλλακτική λύση. Αυτό που αντιμετωπίζουμε πλέον είναι τα όρια του νεοφιλελευθερισμού. Δεν γίνεται να επιτραπεί στην «απορρυθμισμένη» τραπεζική αγορά να δημιουργήσει στο άμεσο μέλλον μια νέα κρίση σαν αυτή που παρατηρήθηκε. Το θεσμικό πλαίσιο στις τράπεζες θα «σφίξει» ξανά. Η τράπεζα Northern Rock στην Αγγλία , μία από τις απώλειες της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων, πρόσφατα κρατικοποιήθηκε, κάτι που αποτέλεσε την πρώτη επανεθνικοποίηση εδώ και δεκαετίες. Επίσης, οι περαιτέρω φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους, κάτι που αποτέλεσε τον ιδεολογικό συνεκτικό ιστό του Ρεπουμπλικάνικου κόμματος, απλώς δεν είναι εφικτές πλέον. Είναι σαφές πως οι φόροι θα αυξηθούν ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Το δικομματικής συναίνεσης τονωτικό πρόγραμμα αξίας 150 δις δολλαρίων, όσο ανεπαρκές και αν είναι, αποτελεί σαφή απάρνηση του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται στην ουσία του για ένα Κεϋνσιανό πακέτο που στοχεύει στην τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης. Το πακέτο αυτό απευθύνεται αυστηρά σε αυτούς που είναι σίγουρο ότι θα το χρησιμοποιήσουν για καταναλωτικά έξοδα, απευθύνεται σε αυτούς που βγάζουν λιγότερα από 150 χιλιάδες δολλάρια το χρόνο. Ανεξάρτητα από το πως ονομάζεται, αυτό το πακέτο σίγουρα δεν είναι φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους! Ο νεοφιλελευθερισμός έχει πλέον εξαντλήσει τη χρησιμότητα του σαν οικονομικη στρατηγική για τον καπιταλισμό σαν σύστημα. Ήταν επίσης ανέκαθεν αποτυχημένος και βλαπτικός για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Όμως ενώ το 1982 ο δείκτης του χρηματιστηρίου ήταν στις 750 μονάδες, το 2007 έπιασε κορυφή στις 14000 μονάδες, αντανακλώντας την επιτυχία του μοντέλου αυτού στο να αποκαθιστά την καπιταλιστική κερδοφορία των καπιταλιστών στις πλάτες της εργατικής τάξης. Οι καπιταλιστές λάτρεψαν τον νεοφιλελευθερισμό γιατί τους έκανε ζάπλουτους. Και ακριβώς για αυτό

Διεθνιστική Αριστερά


το λόγο δεν είναι διατεθειμένοι να τον εγκαταλείψουν και θα δώσουν τη μάχη για να τον διατηρήσουν όσο γίνεται περισσότερο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί παρά μόνο αν τον αντικαταστήσει η άρχουσα τάξη με κάποια εναλακτική στρατηγική. Αυτό που έχει αλλάξει όμως είναι ότι οι καπιταλιστές είναι πλέον υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν και να βρουν λύση στις αποτυχίες της ίδιας της πολιτικής τους και αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί χωρίς την πολιτική αντιπαράθεση και την ιδεολογική κρίση που επέβαλλαν οι αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς. Πρέπει να αναπτυχθούν νέες οικονομικές πολιτικές, κάτι που δεν συμβαίνει μέσα σ’ένα βράδυ. Στην αρχή της κρίσης του 70, ο συντηρητικός Νίξον έλεγε: «είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Στο τέλος της όμως δεν είχε μείνει ούτε καν κάποιος «προοδευτικός» να υπερασπίζεται τον Κεϋνσιανισμό. Η άρχουσα τάξη δεν έχει καταστρώσει ακόμα μια νέα στρατηγική, δεν υπάρχει σχέδιο. Ακόμα αρνούνται να δεχθούν την πραγματικότητα, ελπίζοντας σε ένα παγκόσμιο μπουμ που θα τους σώσει και λειτουργώντας με στενόμυαλες κινήσεις του τύπου ο σώζων ευατόν σωθήτω. Θα υπάρξουν προσπάθειες να φρενάρουν το σπιράλ των ζημιών από τα δάνεια, να διατηρήσουν την ασφάλεια των κρατικών ομολόγων, να εμποδίσουν το βούλιαγμα των σπουδαστικών δανείων. Αλλά σε αυτό το στάδιο γίνονται μόνο αποσπασματικές προτάσεις, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη οικονομική στρατηγική. Και πρέπει επίσης να

Ιούλιος 2008

είναι ξεκάθαρο πως όποια στρατηγική και αν υπάρξει, όπως και αν την ονομάσουν, θα εμπεριέχει μια συνεχή – αν όχι εντεινόμενη – επιθετικότητα από την άρχουσα τάξη με στόχο να περικόψει τους μισθούς και τις κατακτήσεις και να αυξήσει την παραγωγικότητα.

Ακόμα δεν υπάρχουν νέες στρατηγικές

Ο Λένιν αρεσκόταν να τονίζει ότι η πολιτική είναι συμπυκνωμένη οικονομία. Η οικονομική κρίση θα δημιουργήσει νέα πολιτικά προγράμματα και διαρθρωτικές «θεραπείες». Η μοίρα του νεοφιλελευθερισμού οδηγείται να ακολουθήσει την νεοσυντηρητική εξωτερική πολιτική σε ιδεολογική αγριότητα. Οι ήττες συνήθως καθαρίζουν την σκέψη, οι αποτυχίες κάνουν υποχρεωτική την ανάπτυξη νέων επιλογών. Αλλά η συνειδητότητα έρχεται μετά από την εμπειρία. Η Δεξιά βρίσκεται σε πανικό και σε υποχώρηση, ορθώς θεωρούμενη υπεύθυνη για το διογκούμενο στρατιωτικό και οικονομικό χάος, καταδικασμένη για την τύφλωση, την ανικανότητα και τη διαφθορά της. Όμως η Δεξιά παραμένει ισχυρή και διατηρεί τους δεσμούς της με το κεφάλαιο ώστε να μην κινδυνεύει να αφανιστεί. Το πρόγραμμα της θα αλλάξει σίγουρα. Δεν θα μπορούν πλέον να ελπίζουν βάσιμα ότι θα πετύχουν περικοπές φόρων για τους πλούσιους, απορρύθμιση και συνεχή περιορισμό του κοινωνικού κράτους. Θα υπάρξει μια διαφορετική δεξιά, πιθανώς όπως την εξέφρασε ο μεγαλοδημοσιογράφος του CNN Lou Dobbs, δηλαδή ένας

Η πάλη για έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον καπιταλισμό, γίνεται ακόμα πιο επίκαιρη. Η φωτό είναι από τη διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα

21


δεξιός λαϊκισμός που θα επιτίθεται στους μετανάστες και θα υποστηρίζει τον προστατευτισμό ή ενδεχομένως μια ακόμα πιο «άγρια» Δεξιά. Ίσως μια μεγάλη ήττα στις ερχόμενες εκλογές να ξεκινήσει τις διαδικασίες της δεξιάς αναπροσαρμογής, όμως οι ιδέες για μια νέα καπιταλιστική Δεξιά παραμένουν πολύ πρωτόγονες και πολύ αντιδραστικές για να προβλέψει κανείς πότε θα υπάρξει συνοχή σε ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Από την άλλη, καθώς η οικονομική κρίση ξεδιπλωνόταν τους τελευταίους μήνες, οι Δημοκρατικοί (οι λεγόμενοι «φιλελεύθεροι» στην πολιτική ορολογία των ΗΠΑ), αν και διστακτικά, άρχισαν μια στροφή προς τα αριστερά, έστω και σε επίπεδο ρητορικής. Η μαζική ανταπόκριση στο γενικόλογο κάλεσμα για αλλαγή του Ομπάμα αποτελεί σαφή ένδειξη της λαϊκής απήχησης που έχει η κίνηση προς τα αριστερά, και ένας «πόλεμος πλειοδοσίας» για την υποστήριξη της εργατικής τάξης έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον Ομπάμα και τη Χίλαρυ Κλίντον, χαρακτηρίζοντας Η ιδεολογική κρίση του τον τρόπο αντιπαράθεσης νεοφιλελευθερισμού μεταξύ τους από τους προκριματικούς της Άϊοβα και δημιουργεί πολύ έπειτα. μεγάλες ευκαιρίες να Τον Δεκέμβρη ο Τζον κερδίσουμε ανθρώπους Έντουαρντς πρότεινε οικοστην αναγκαιότητα νομικό πακέτο τόνωσης με να χτίσουμε μια αξία 70 δις δολλάρια. Τον εναλλακτική λύση Γενάρη η Κλίντον πρότεινε απέναντι στον 110 δις δολλάρια, ο Ομπάμα είπε 120 δις δολλάρια και ο καπιταλισμό Τζωρτζ Μπους έκανε ρελάνς με 150 δις δολλάρια! Πέραν αυτών των βραχυπρόθεσμων αντιδράσεων, το πιο σημαντικό είναι το πως ο «προοδευτικός» φιλελευθερισμός θα προσδιορίσει τον ευατό του το επόμενο διάστημα. Σίγουρα θα υπάρξουν διάφορες προσπάθειες για επαναφορά Κεϋνσιανών ή ρυθμιστικών ιδεών, θα υπάρξουν προσπάθειες να βγάλει η κυβέρνηση την οικονομία από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων καθώς το ιδιωτικό κεφάλαιο αποδεικνύεται ανίκανο να λύσει προβλήματα που το ίδιο δημιούργησε. Δεν υπάρχει όμως ακόμα κανένα σταθερό «προοδευτικό» πρόγραμμα για να αντιμετωπίσει την κρίση του αμερικάνικου καπιταλισμού– μόνο άμεσες, περιορισμένες αντιδράσεις απέναντι σε στόχους οι οποίοι αλλάζουν διαρκώς. Τους τελευταίους μήνες οι Δημοκρατικοί έδωσαν πολλές υποσχέσεις, οι περισσότερες εκ των

22

οποίων ήταν ασαφείς. Τα λόγια αυτά όμως έχουν ανεβάσει τις ελπίδες και τις προσδοκίες των πολιτών για βελτιώσεις στις ζωές τους. Παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή στους Δημοκρατικούς η καλύτερη ευκαιρία εδώ και δεκαετίες να σαρώσουν στις εκλογές. Η Δεξιά έχει χάσει την αξιοπιστία της. Το πως οι Δημοκρατικοί θα χειριστούν ταυτόχρονα τα προβλήματα του πολέμου και της ύφεσης, το πως θα χειριστούν την απομυθοποίηση τους όταν θα αποτύχουν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, θα είναι αυτό που θα καθορίσει το πολιτικό σκηνικό της ερχόμενης περιόδου. Πέρασαν τριάντα χρόνια αντίδρασης, τριάντα χρόνια με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, τριάντα χρόνια με το ιδεολόγημα της TINA ( There is no alternative – δεν υπάρχει εναλλακτική λύση ), το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχτηκαν λιγότερο ή περισσότερο. Ακόμα και η Αριστερά μετά το 1991 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχεδιασμένη οικονομία απλώς δεν λειτουργεί και ότι η ελεύθερη αγορά είναι η μόνη συνταγή για να λειτουργήσει η οικονομία. Αυτό που δεν επέτρεπε την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν η γενική αποδοχή της ελεύθερης αγοράς ως την μόνη εναλλακτική και αυτό σε συνδυασμό με την άποψη ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία. Η ιδεολογική κρίση που γεννήθηκε από τις αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς δεν οδηγούν αυτόματα και σε απόρριψη της τελευταίας. Μπορούμε όμως, μέσω του αντίκτυπου αυτής της πολιτικής στους εργάτες, να περάσουμε από την αντίληψη πως η ελεύθερη αγορά ήταν κάτι καλό στην αντίληψη πως η ελεύθερη αγορά και τα μέτρα της έχουν φοβερές συνέπειες. Αν και δεν μπορούμε ακόμα να προβλέψουμε τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στην πάλη των τάξεων, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η ιδεολογική κρίση του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί πολύ μεγάλες ευκαιρίες να κερδίσουμε ανθρώπους στην αναγκαιότητα να χτίσουμε μια εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό!

Διεθνιστική Αριστερά


Το παγκόσμιο 1968

Το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του ’68 συγκλόνισε τον παγκόσμιο καπιταλισμό και άφησε πολύτιμα διδάγματα για την πάλη μας να αλλάξουμε τον κόσμο σήμερα.

Σ

υμπληρώθηκαν φέτος 40 χρόνια από το 1968, τη χρονιά της τελευταίας μεγάλης έκρηξης των «από κάτω» σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χρονιά αυτή σηματοδότησε στην πραγματικότητα μια ολόκληρη περίοδο κατά την οποία ο καπιταλισμός απειλήθηκε διεθνώς. Κάθε χώρα, σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες, έζησε το δικό της «1968». Η συζήτηση για τα χρόνια της εξέγερσης έχει ξανανοίξει σήμερα: εκδόσεις και επανεκδόσεις βιβλίων, ντοκιμαντέρ, αφιερώματα. Αλλά το ενδιαφέρον για το 1968 δεν έχει εμφανιστεί μόνο για επετειακούς λόγους. Όπως λέγεται αυτές τις μέρες στη Γαλλία, «ο Σαρκοζί ξαναέκανε το Μάη του ’68 επίκαιρο». Όχι μόνο με τη δηλωμένη πρόθεσή του να τον «θάψει», αλλά με τη νεοφιλελεύθερη και αντιδραστική πολιτική του, η οποία κατεβάζει στους δρόμους τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εργάτες, τους μετανάστες, την πολιτική που ξαναφέρνει στην επικαιρότητα την ανάγκη της εξέγερσης. Και αυτή η εικόνα είναι παγκόσμια. Από τον πόλεμο και την αντίσταση στο Ιούλιος 2008

του Πάνου Πέτρου

Ιράκ, την Παλαιστίνη και το Λίβανο, ως την πείνα και τις εξεγέρσεις που προκαλεί στον Τρίτο Κόσμο, από τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις και τις εργατικές αντιστάσεις που ξεσπούν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αποδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και η επιτακτική ανάγκη για ένα νέο «1968». Αυτό είναι και το μήνυμα του Μάη που η άρχουσα τάξη προσπαθεί επί χρόνια να θάψει. Σε πλήθος αφιερωμάτων εμφανίζεται ένα ρεύμα σκέψης με προεξάρχοντες «μετανοημένους» πρωταγωνιστές των τότε γεγονότων, που ισχυρίζεται ότι οι επαναστάσεις σήμερα είτε δε χρειάζονται είτε δεν μπορούν να γίνουν. Όμως η ίδια επιχειρηματολογία ανθούσε και κατά τη δεκαετία του ’60 -μέχρι να διαψευστεί πανηγυρικά από τα γεγονότα. Και τότε πατούσε και σε ένα πολύ πιο πειστικό έδαφος από ό,τι στις σημερινές συνθήκες κρίσης του συστήματος.

Πριν την καταιγίδα

Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ο καπιταλισμός ζούσε τα «χρυσά χρόνια» μιας παρατετα23


Ο καπιταλισμός, καθώς αναπτυσσόταν μεταπολεμικά, μαζικοποιούσε και δυνάμωνε τον «ιστορικό του νεκροθάφτη», την εργατική τάξη.

μένης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αυτή μείωνε στο ελάχιστο την ανεργία και εξασφάλιζε στους εργάτες ένα βιοτικό επίπεδο καλύτερο από την τραγική περίοδο ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν σε ένα πολιτικό οικοδόμημα συναίνεσης ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και τα συνδικάτα, στη συνεργασία των δύο με το κράτος. Στην Αγγλία το προεκλογικό σλόγκαν μιας κυβέρνησης Η οικονομική Συντηρητικών ήταν «Ποτέ ανάπτυξη έφερε ριζικές δεν ήσασταν καλύτερα», και αλλαγές στη βάση σε αυτό συμφωνούσαν τόσο του οικοδομήματος οι Εργατικοί όσο και οι ηγεπου είχε χτιστεί τα σίες των συνδικάτων. Στις προηγούμενα χρόνια. ΗΠΑ το 1964 εκλεγόταν με Και ήταν θέμα χρόνου συντριπτικά ποσοστά ο Δημοκρατικός Λίντον Τζόνσον. οι ξεπερασμένες δομές Προεκλογικά εμφανιζόταν να αμφισβητηθούν με τον ιδιοκτήτη της Φορντ δεξιά του και τον επικεφαλής των συνδικάτων των αυτοκινητοβιομηχανιών στα αριστερά του. Κέρδιζε τις ψήφους των μαύρων και ταυτόχρονα πάνω από τους μισούς ψήφους των ρατσιστών λευκών του Νότου: ήταν ο πρόεδρος-σύμβολο της συναίνεσης. Στη Δυτική Γερμανία, η Σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε ακόμα και φραστικά την αναφορά της στο σοσιαλισμό στο συνέδριο του 1959, ενώ λίγα χρόνια μετά σχημάτιζε κυβέρνηση συνασπισμού με τη Χριστιανο24

δημοκρατία. Οι σκληροί ταξικοί αγώνες έμοιαζαν μακρινό παρελθόν, οδηγώντας κάποια τμήματα της αριστερής διανόησης στη «μεταρρυθμιστική αισιοδοξία» που έβλεπε μέσα στον καπιταλισμό το τέλος της ανεργίας και της φτώχειας, τις δυνατότητες για έλεγχο του πληθωρισμού και σχεδιασμό της οικονομίας και άρα το τέλος της ταξικής πάλης. Άλλοι στρέφονταν στην «επαναστατική απαισιοδοξία» που έβλεπε τους εργάτες των ανεπτυγμένων χωρών ως «αφομοιωμένους στο σύστημα» και «ενσωματωμένους στην καταναλωτική κοινωνία» (χαρακτηριστικό το βιβλίο «Αντίο προλεταριάτο» που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1968) και αναζητούσαν στους φοιτητές, στο λούμπεν προλεταριάτο και στα κινήματα του Τρίτου Κόσμου τα νέα επαναστατικά υποκείμενα. Όμως η εικόνα αυτή απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Στην ίδια την Ευρώπη, η συναίνεση δεν ήταν η κυρίαρχη επιλογή για μια σειρά άρχουσες τάξεις, το αντίθετο μάλιστα. Η Ισπανία και η Πορτογαλία είχαν πολύχρονες δικτατορίες, όπου κάθε πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών ήταν απαγορευμένη. Στην Ελλάδα η πολιτική κρίση που προκάλεσε το κίνημα των Ιουλιανών αντιμετωπίστηκε με τη χούντα των συνταγματαρχών. Στη Γαλλία και την Ιταλία, μετά τον αφοπλισμό των αντιστασιακών οργανώσεων τα ΚΚ πετάχτηκαν έξω από τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας και δημιουργήθηκαν σκληρές κυβερνήσεις της Δεξιάς. Στη Γαλλία το κράτος και ο πρόεδρος Ντε Γκωλ έλεγχαν κάθε πτυχή της πολιτικής ζωής, ενώ κάθε σημαντική απεργία αντιμετωπιζόταν από τη βίαιη επέμβαση της αστυνομίας. Στην Ιταλία την εξουσία μονοπωλούσε η Χριστιανοδημοκρατία με την απόλυτη στήριξη του Βατικανού. Στην ηγέτιδα του «ελεύθερου κόσμου» Αμερική, οι Πολιτείες του Νότου συντηρούσαν με την ανοχή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ακέραιες τις ρατσιστικές νομοθεσίες εις βάρος των μαύρων. Στις χώρες αυτές (με εξαίρεση τις ΗΠΑ) είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών και τα πλέον μαχητικά στοιχεία ανάμεσά τους συγκεντρώνονταν γύρω από τα ΚομΔιεθνιστική Αριστερά


μουνιστικά Κόμματα που -αποκλεισμένα από την εξουσία- εξέφραζαν τη ριζοσπαστική αντιπολίτευση. Η συναίνεση που προσέφερε η Σοσιαλδημοκρατία δεν είχε τίποτα να δώσει ούτε στους εργάτες ούτε στους αστούς αυτών των χωρών. Όμως και τα ΚΚ δεν είχαν καμιά πρόθεση να συγκρουστούν με τις άρχουσες τάξεις των χωρών τους. Χρησιμοποιούσαν τη δύναμή τους για να διεκδικήσουν πιο αποτελεσματικά την ένταξή τους στον πολιτικό κορμό. Το είχαν αποδείξει το 1945-47 με τη συνεργασία τους στον αφοπλισμό της αντίστασης και την πειθάρχηση του μεταπολεμικού εργατικού κινήματος και συνέχιζαν να το αποδεικνύουν με την πατριωτική φρασεολογία περί κινδύνου «αμερικανοποίησης» των ευρωπαϊκών χωρών Αν κανείς στεκόταν σε αυτή την εικόνα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 (την καπιταλιστική ανάπτυξη στηριγμένη είτε στη συναίνεση είτε στην καταπίεση και την κυριαρχία στην Αριστερά είτε της Σοσιαλδημοκρατίας είτε των σταλινικών ΚΚ) ήταν εύκολο να απογοητευθεί. Το σκηνικό του Ψυχρού Πολέμου εγκλώβιζε χιλιάδες αγωνιστές και από τις δυο πλευρές του «Παραπετάσματος», διευκολύνοντας τις άρχουσες τάξεις σε Ανατολή και Δύση. Στην Ανατολή, οι εργάτες είτε ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τη Σοβιετική Ένωση ενάντια στον ιμπεριαλισμό είτε -όσοι αντιδρούσανήλπιζαν στις δημοκρατίες της Δύσης και σε μια επέμβαση του ΝΑΤΟ. Στη Δύση, χιλιάδες απλοί άνθρωποι θεωρούσαν σωστή την πάλη για την «υπεράσπιση της ελευθερίας» ενώ όσοι αντιδρούσαν έβλεπαν τους γραφειοκράτες της Μόσχας ως συντρόφους τους. Στο μεταξύ, ούτε τα ΚΚ απείλησαν ποτέ με τη δράση τους τους καπιταλιστές ούτε το ΝΑΤΟ είχε την πρόθεση να βοηθήσει τους εξεγερμένους εργάτες στο Βερολίνο το 1953 ή στην Ουγγαρία το 1956. Η αριστερή διανόηση της Δύσης (ακόμα και προσωπικότητες του τροτσκισμού) είχε εγκλωβιστεί στην ψευδή εικόνα των δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Ξεκινούσαν από την υποστήριξη της ΕΣΣΔ (ως τάχα μοναδική εναλλακτική στον καπιταλισμό) και όταν προδίδονταν οι ελπίδες τους κατέληγαν σε υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας «ενάντια στο σταλινικό ολοκληρωτισμό». Ελάχιστοι έβλεπαν τα στοιχεία της επερχόμενης έκρηξης εκείνα τα χρόνια. Όμως μέσα από αυτήν τη διαδικασία της ανάπτυξης

Ιούλιος 2008

ο καπιταλισμός όδευε προς την κρίση που τον συγκλόνισε το 1968 και τα χρόνια μετά. Η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα του ’50 και των αρχών του ’60 στηριζόταν στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αυτή η ανάπτυξη έφερε ριζικές αλλαγές στη βάση του οικοδομήματος που είχε χτιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Και ήταν θέμα χρόνου οι ξεπερασμένες δομές να αμφισβητηθούν. Η διαδικασία που εξελισσόταν παράλληλα με το οικονομικό «μπουμ» (και η οποία υποτιμήθηκε στις αναλύσεις της αριστερής διανόησης) επιβεβαίωσε μια βασική μαρξιστική αρχή: ο καπιταλισμός, καθώς αναπτυσσόταν, μαζικοποιούσε και δυνάμωνε τον «ιστορικό του νεκροθάφτη», την εργατική τάξη.

Η νέα εργατική τάξη

Όταν ξεκίνησε η οικονομική άνθηση, η πλειοψηφία του πληθυσμού στις μεσογειακές χώρες ήταν αγρότες, οι οποίοι ακόμα και στη Βόρεια Ευρώπη αποτελούσαν ένα πολύ σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Η μεγάλη μάζα των αγροτών μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την άρχουσα τάξη ως αντίπαλο δέος στις πιέσεις των εργατών. Οι αγρότες, αντιμετωπίζοντας την πόλη και τον σύγχρονο τρόπο ζωής ως απειλή, μπορούσαν να χειραγωγηθούν από τις κυβερνήσεις και την εκκλησία, να πειστούν ότι εχθρός τους είναι η Αριστερά. Χρησιμοποιήθηκαν ως στήριγμα από τον Φράνκο στην Ισπανία και τον Σαλαζάρ στην Πορτογαλία. Στην Ιταλία η αντικομμουνιστική «Καθολική Δράση» είχε χτίσει έναν ολόκληρο μηχανισμό ελέγχου της αγροτιάς και συγκέντρωνε 3 εκατομμύρια μέλη. Στη Γαλλία, οι ψήφοι των αγροτών εξασφάλιζαν στις κεντροδεξιές μεταπολεμικές κυβερνήσεις και μετά το 1958 στον Ντε Γκωλ την πλειοψηφία. Όμως η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας απαιτούσε μια μαζική μετανάστευση των αγροτών στις πόλεις για να εργαστούν στα εργοστάσια. Ο αγροτικός πληθυσμός από το 1950 ως το 1967 μειώθηκε ραγδαία και αυτή η μείωση συνοδευόταν από την απότομη αύξηση και τη συγκεντροποίηση του προλεταριάτου στις πόλεις. Το πρώτο διάστημα η ιστορική αλλαγή που συνέβαινε δεν μπορούσε να είναι ορατή. Οι νέοι εργάτες αρχικά εξυπηρετούσαν τους καπιταλιστές στην πάλη τους ενάντια στους παλιούς, μαχητικούς, συνδικαλισμένους εργάτες. Ερχόμενοι από το χωριό, κουβαλούσαν τα αγροτικά ήθη του ατομισμού και του συντηρητισμού μαζί τους.

25


Ο Χρουτσόφ και ο Μάο πριν τη ρήξη του 1962.

26

Συνήθως ήταν ευγνώμονες που βγήκαν από τη φτώχεια της αγροτικής ζωής και ικανοποιημένοι που έβρισκαν ένα μισθό. Η πλειοψηφία τους έμενε είτε εκτός συνδικάτων είτε οργανώνονταν σε εργοδοτικά και καθολικά σωματεία. Όμως η περίοδος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης τέλειωνε και έδινε τη θέση της σε μια άγρια κούρσα ανταγωνισμών μεταξύ των καπιταλισμών. Και αυτή η κούρσα γινόταν στην πλάτη αυτών των νέων εργατών. Σύντομα καταλάβαιναν πως ο μισθός δεν αρκούσε για να συντηρηθεί μια οικογένεια, υφίσταντο μια άγρια εντατικοποίηση της δουλειάς και την πιο σκληρή πειθαρχία στο εργοστάσιο. Στο βωμό της ανταγωνιστικότητας θυσιάζονταν το ωράριο και οι μισθοί τους. Η μεγάλη αυτή μάζα νέων εργατών συσσώρευε οργή για τις συνθήκες δουλειάς της ενώ -χωρίς τις αγωνιστικές εμπειρίες των παλιών εργαζομένων που συσπειρώνονταν στα ΚΚ και τα συνδικάτα τους- εξέφραζε το θυμό της με μια αποστροφή προς τα πολιτικά κόμματα. Όμως εκτός από την έλλειψη εμπειρίας, η νέα αυτή γενιά δεν κουβαλούσε και την «πείρα» από τις ήττες του παρελθόντος. Αυτός ο παράγοντας θα ήταν καθοριστικός στα γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήρθαν οι πρώτες προειδοποιήσεις για αυτό που θα ακολουθούσε. Απεργίες «από τα κάτω» ξέσπαγαν στην Ιταλία και τη Γαλλία. Ακόμα και στην Ισπανία του Φράνκο (από το 1962 έως το 1967) η εργατική τάξη μέσω του κινήματος των Εργατικών Επιτροπών ξαναβγήκε στους δρόμους για πρώτη φορά από την ήττα στον Εμφύλιο το 1939. Στις ΗΠΑ η οικονομική ανάπτυξη έφερε χιλιάδες μαύρους μετανάστες από τον αγροτικό Νότο

στο Βορρά, για να δουλέψουν στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Το Δημοκρατικό Κόμμα έπρεπε να λαμβάνει πια υπόψη του τις ψήφους των μαύρων κοινοτήτων και κήρυξε τους ρατσιστικούς νόμους του Νότου αντισυνταγματικούς. Η απόφαση, αν και ήταν μια ψηφοθηρική κίνηση που έμεινε στα χαρτιά καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν υποχρέωσε τις πολιτειακές κυβερνήσεις να καταργήσουν τη νομοθεσία, πυροδότησε ανάμεσα στους μαύρους του Νότου το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Ενώ στη Δύση άρχιζε να ραγίζει η μεταπολεμική συναίνεση, ταυτόχρονα ράγιζε και ο σταλινικός μονόλιθος στην Ανατολή. Η αρχή είχε γίνει το 1956 με την αποκήρυξη των εγκλημάτων του Στάλιν από τον Χρουστσόφ, αλλά και την αιματηρή καταστολή της Ουγγρικής Επανάστασης από τα σοβιετικά τανκς, που δεν είχε μεγάλες συνέπειες για το κύρος της «ορθοδοξίας» της Μόσχας. Αλλά το 1962, προέκυψε ρήξη στις σχέσεις ανάμεσα στους δύο γίγαντες του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Τη στιγμή που η ΕΣΣΔ εγκατέλειπε και στα λόγια πια την παγκόσμια επανάσταση (καθώς έχοντας εδραιωθεί ως δεύτερη υπερδύναμη της ήταν πια αχρείαστη), οι ηγέτες της υπανάπτυκτης Κίνας, στην προσπάθειά τους να «φτάσουν τη Δύση» συνδύαζαν τις σταλινικές πρακτικές στο εσωτερικό της χώρας με μια επαναστατική ρητορεία για να αποκτούν επιρροή. Η ρήξη είχε αντίκτυπο στην Αριστερά της Δύσης, όπου ακολούθησαν μικρές διασπάσεις στα ΚΚ από αγωνιστές που ευθυγραμμίστηκαν με την Κίνα. Όμως το γεγονός που επηρέασε καταλυτικά τη διεθνή Αριστερά, αλλά και το κίνημα, ήταν η Πολιτιστική Επα-

Διεθνιστική Αριστερά


Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ο ηρωικός του θάνατος στη Βολιβία τον έκανε παγκόσμιο σύμβολο επαναστατικής αφοσίωσης.

νάσταση. Ο πρόεδρος Μάο -που είχε βρεθεί σε δυσκολίες μετά την αποτυχία του οικονομικού «Μεγάλου Άλματος»- στην αντιπαράθεσή του με τη γραφειοκρατία του κόμματος αποφάσισε να κινητοποιήσει τις μάζες με στόχο να ισχυροποιήσει και πάλι τη θέση του. Αν και δεν επρόκειτο ούτε για προλεταριακή (ο ίδιος ο Μάο είχε πει πως η επανάσταση πρέπει να μείνει έξω από τα εργοστάσια) ούτε για επανάσταση (μια και ο στόχος κάθε επανάστασης, η κρατική εξουσία, έμεινε άθικτη), χιλιάδες αγωνιστές στη Δύση την εξέλαβαν ως τέτοια. Γι’ αυτούς ο Μάο και η Πολιτιστική Επανάσταση συμβόλιζαν τον αγώνα ενάντια στους γραφειοκράτες, τη ρήξη με το συντηρητισμό των ΚΚ. Την ίδια περίοδο που αυτές οι ιδέες διέγειραν την αριστερή νεολαία στη Δύση, ανερχόταν και το αστέρι του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ο Τσε, εγκαταλείποντας τις θέσεις του στην κυβέρνηση της Κούβας για να πολεμήσει στο Κονγκό και τη Βολιβία, εξαπολύοντας το σύνθημα «ένα, δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ», γινόταν παγκόσμιο σύμβολο επαναστατικής αφοσίωσης. Ο ηρωικός θάνατός του στη Βολιβία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το βόλεμα των γραφειοκρατών του Κρεμλίνου αλλά και των ηγεσιών των ΚΚ. Οι ιδέες του Μάο και του Τσε, η αυτοθυσία, η δύναμη της θέλησης, η μάχη κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, επηρέασαν σημαντικά χιλιάδες νεολαίους που αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στα συμβιβαστικά ΚΚ.

Το φοιτητικό κίνημα

Όμως δεν ήταν οι ιδέες που από μόνες τους κινητοποίησαν τους χιλιάδες φοιτητές σε όλη τη Δύση. Βρήκαν πρόσφορο έδαφος στα πανεπιστήμια όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια του οικονομικού «μπουμ». Οι αλλαγές που έφερε η καπιταλιστική ανάπτυξη στην κοινωνία και που υπονόμευαν τη σταθερότητά της δεν περιορίστηκαν στα εργοστάσια. Μέσα στις συνθήκες διαρκούς ανάπτυξης, η άρχουσα τάξη δεν είχε ανάγκη μόνο από τον τεράστιο όγκο ανειδίκευτων εργαΙούλιος 2008

τών για να γεμίσει τα εργοστάσιά της. Χρειαζόταν και νέους, τεχνικά καταρτισμένους και εξειδικευμένους εργάτες για να οργανώσουν και να εξορθολογίσουν την παραγωγή. Αυτή η συνεχώς διευρυνόμενη ανάγκη «άνοιξε τις Τα ανώτατα ιδρύματα πύλες» των πανεπιστημίων έπαψαν να είναι οι σε μεγάλο πλήθος νεολαί- κλειστές λέσχες της ων. Τα ανώτατα ιδρύματα «χρυσής νεολαίας» έπαψαν να είναι οι κλειστές που μορφωνόταν για λέσχες της «χρυσής νεολαίνα γίνει η επόμενη ας» που μορφωνόταν απομακρυσμένη από την κοινω- άρχουσα τάξη, νία, προκειμένου να γίνει η μαζικοποιήθηκαν από αυριανή άρχουσα τάξη. Τα παιδιά των μεσαίων και ΑΕΙ μαζικοποιήθηκαν από των κατώτερων τάξεων παιδιά των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων. Αυτή η μετάλλαξη στη μαζικότητα και την ταξική προέλευση των φοιτητών μετέτρεψε τα πανεπιστήμια σε χώρους συλλογικούς αλλά και χώρους πολιτικής συζήτησης. Οι φοιτητές αντιδρούσαν πρώτα και κύρια στις συνθήκες του πανεπιστημίου, ενάντια στις απαράδεκτες συνθήκες ιδεολογικής καταπίεσης και τις ελλείψεις σε υποδομές, μέχρι την καθηγητική αυθεντία και την αυθαιρεσία των πρυτανικών αρχών. Βλέποντας την αναντιστοιχία ανάμεσα στην, τάχα, «φιλελεύθερη» ιδεολογία που διδάσκονταν και θα καλούνταν αύριο να διδάξουν και τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα 27


Φοιτητική διαδήλωση στο Βερολίνο. Οι σημαίες του NLF και τα πορτρέτα του Χο-Τσι-Μινχ δηλώνουν τη συμπαράσταση στων αγώνα των Βιετναμέζων.

του πολέμου, των ρατσιστικών διακρίσεων, των δικτατοριών, οι φοιτητές αντιδρούσαν ενάντια στις πανεπιστημιακές και τις κρατικές αρχές. Η τάση αυτή εκδηλωνόταν στο πεδίο της κουλτούρας. Αναπτυσσόταν -ιδιαίτερα στις ΗΠΑ- ένα ρεύμα αμφισβήτησης και φυγής, όπως εκφραζόταν από τη ροκ μουσική, τη μποέμικη ζωή, τη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών. Όμως, ένα σημαντικό τμήμα φοιτητών, αποφασισμένο να παλέψει ενάντια στον ιμπεριαλισμό Ο πόλεμος ήταν και το ρατσισμό και αντιμέτωπο με την κρατική εξουσία, σημείο αναφοράς για στρεφόταν στη δράση. τα φοιτητικά κινήματα. Η κατάληψη του θρυλικού Όταν τα ΚΚ καλούσαν Μπέρκλεϊ το 1964 ήταν μόνο σε «ειρήνη στο η αρχή ενός διεθνούς κύματος Βιετνάμ», οι νεολαίοι φοιτητικών καταλήψεων και έκαναν «σημαία» τους διαδηλώσεων στις ΗΠΑ, στην τα συνθήματα των Αγγλία, στη Δυτική Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία. επαναστατών για «νίκη Οι κινητοποιήσεις αυτές δεν στους Βιετκόνγκ» γίνονταν μόνο από πολιτικοποιημένους φοιτητές. Συχνά τις κινητοποιήσεις καλούσαν ακόμα και απολίτικες φοιτητικές ενώσεις, είτε οργανώσεις όπως το αμερικανικό και το γερμανικό SDS, που είχαν προκύψει μέσα από τους κόλπους των Δημοκρατικών και των Σοσιαλδημοκρατών αντίστοιχα. Οι πλέον ριζοσπαστικοποιημένοι φοιτητές είχαν μια αόριστα «αντιεξουσιαστική» και ηθική αντίληψη για 28

την πάλη τους. Συχνά εμπνέονταν από φιλοσόφους όπως ο Μαρκούζε, που έβλεπε τους φοιτητές ως επαναστατικό υποκείμενο έναντι των «ενσωματωμένων» εργατών. Μέσα από αυτό το ρεύμα εμφανίστηκαν οι «χαρισματικοί» ηγέτες όπως ο Κον Μπεντίτ στη Γαλλία, ο Ρούντι Ντούτσκε στη Γερμανία, ο Μάριο Σαβίνο στις ΗΠΑ. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις λόγω αυτού του «φοιτητοκεντρικού» χαρακτήρα τους, φτάνοντας στο αποκορύφωμά τους, υποχωρούσαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν η Γερμανία, όπου δραστηριοποιήθηκε το 1967-68 το πιο μαχητικό και ηρωικό φοιτητικό κίνημα. Κινητοποιήσεις ενάντια στην επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, στην επίσκεψη του Σάχη του Ιράν, στη χούντα των συνταγματαρχών, δράσεις ενάντια στους νεοναζί συγκέντρωναν χιλιάδες φοιτητές στο Βερολίνο (μέσα στην πόλη-σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου) που αμφισβητούσαν τις «ορθοδοξίες» και των δύο πλευρών του Τείχους. Η απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε πυροδότησε ένα κύμα κινητοποιήσεων σε όλη τη Γερμανία. Όμως λίγους μήνες μετά, το SDS, που μέχρι τότε οργάνωνε τις κινητοποιήσεις, διαλυόταν στο συνέδριό του. Παρά την υποχώρηση των κινητοποιήσεων, οι φοιτητές που συμμετείχαν σε αυτές δεν «πήγαν σπίτια τους», δεν ήταν πια οι ίδιοι. Η άμπωτη του αντι-πολιτικού κινήματος μετέτρεψε τα πανεπιστήμια σε χώρους ζωηρής ιδεολογικής συζήτησης. Η φύση των ιμπεριαλιστικών πολέμων, τα αίτια του ρατσισμού, όλο το κοινωνικό οικοδόμημα ήταν στο επίκεντρο των αναζητήσεων χιλιάδων φοιτητών, των οποίων τα αυτιά -ιδιαίτερα μετά το Βερολίνο- ήταν ανοιχτά προς τους επαναστάτες φοιτητές. Όταν τα ΚΚ φώναζαν για «ειρήνη στο Βιετνάμ», οι χιλιάδες διαδηλωτές έκαναν «σημαία» τους τα συνθήματα των επαναστατών για «νίκη στους Βιετκόνγκ». Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν το γεγονός που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης για τα φοιτητικά κινήματα. Από αυτή την άποψη θα μπορούσαμε να πούμε πως η εξέλιξη του πολέμου αποτέλεσε τη σπίθα του παγκόσμιου 1968. Διεθνιστική Αριστερά


Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι το 1968 ξεκινούσε με την επίθεση του Τετ, την πιο σημαντική εξέλιξη στο μέτωπο του Βιετνάμ, που έδωσε το μήνυμα του βίαιου τέλους της μεταπολεμικής «ηρεμίας», το σινιάλο για την παγκόσμια «αντεπίθεση» των «από κάτω».

Βιετνάμ

Στη διάρκεια του Τετ (της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς), παραδοσιακά η ένταση των συγκρούσεων μειωνόταν. Εκείνη τη χρονιά, ξημερώνοντας η πρώτη μέρα της γιορτής (στις 30 Ιανουαρίου), στρατιώτες του Βορείου Βιετνάμ και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (NLF), πραγματοποίησαν μια αιφνιδιαστική επιδρομή, έφτασαν μέχρι τη Σαϊγκόν, την πρωτεύουσα του Νοτίου Βιετνάμ και κύρια βάση των ΗΠΑ, πολιορκώντας για 6 ώρες την ίδια την αμερικανική πρεσβεία. Μετά από σκληρή μάχη οι αντάρτες απωθήθηκαν από την πρεσβεία στη Σαϊγκόν, αλλά αυτή η επίθεση-σοκ ήταν μόνο η αρχή μιας τεράστιας κλίμακας γενικευμένης αντεπίθεσης των Βιετκόνγκ σε όλο το μέτωπο του πολέμου. Μέχρι το 1968, ο πόλεμος εξελισσόταν κυρίως με τη μορφή ανταρτοπολέμου στην ύπαιθρο. Κατά τη διάρκεια των εορτών, όταν χιλιάδες Βιετναμέζοι πήγαιναν στις πόλεις για να δουν συγγενείς και να γιορτάσουν, χιλιάδες Βιετκόνγκ μεταφέρθηκαν μέσα στις πόλεις του Νοτίου Βιετνάμ.

Παράλληλα μετέφεραν μαζικά εξοπλισμό, τον οποίο έθαψαν σε νεκροταφεία για να τον χρησιμοποιήσουν όταν θα ερχόταν η στιγμή. Η έκταση της βιετναμέζικης αντεπίθεσης ήταν σαρωτική. Εβδομήντα χιλιάδες στρατιώτες επιτέθηκαν σε 34 από τις 44 περιφερειακές πρωτεύουσες του Νότου, πάνω από 100 στόχοι χτυπήθηκαν ταυτόχρονα. Τόσο η Σαϊγκόν, όσο και η ιστορική πρωτεύουσα, η Χούε, καταλήφθηκαν από τους Βορειοβιετναμέζους και σε αυτές κυμάτισαν οι σημαίες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Η απάντηση των ταπεινωμένων και πανικόβλητων στρατοκρατών ήταν «μια από τις πιο υστερικές χρήσεις δύναμης πυρός στην ιστορία». Ο αμερικανικός στρατός αδυνατούσε να διώξει τους Βιετκόνγκ από τις πόλεις, δεν είχε Η επίθεση του ούτε τους στρατιώτες ούτε τη Τετ διέλυσε την στήριξη στις πόλεις για να τα προπαγάνδα του καταφέρει. Έτσι ακολούθησε Πενταγώνου ότι η νίκη ένα καταστροφικό κύμα βομερχόταν σύντομα βαρδισμών από αέρος και μια απίστευτη βαρβαρότητα στα πεδία των μαχών. Η Σαϊγκόν εκκενώθηκε από τους Βιετκόνγκ μετά από 3 εβδομάδες σκληρών μαχών. Η Χούε άντεξε 25 μέρες, με μάχες σπίτι με σπίτι και ανηλεείς βομβαρδισμούς που ισοπέδωσαν το 80% της πόλης. Ολόκληρη η ύπαιθρος κάηκε από τις ναπάλμ για να εξοντωθούν οι βάσεις των ανταρτών. Η συντριπτική υπεροχή σε όπλα έδωσε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να απωθήσουν τους Βιετκόνγκ πίσω στις αρχικές τους θέσεις και να σταματήσουν τελικά την επίθεση του Τετ. Πέρα όμως από τη στρατιωτική έκβαση, ο συνολικός αντίκτυπος της επίθεσης του Τετ ήταν τέτοιος που ουσιαστικά άλλαξε τη ροή του πολέμου και αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τις ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Η επίθεση του Τετ διέλυσε την προπαγάνδα του Πενταγώνου ότι η νίκη ερχόταν σύντομα. Αποδεικνυόταν ότι το καθεστώς του Νοτίου Βιετνάμ δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα σε αντίθεση με

Μαχητές του Απελευθερωτικού Μετώπου του Βιετνάμ.

Ιούλιος 2008

29


Η βάρβαρη επίθεση της αστυνομίας στους διαδηλωτές έξω από το συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο.

τους Βιετκόνγκ. Ήταν μια διεφθαρμένη δικτατορία που στηριζόταν μόνο στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία για να επιβιώνει. Οι μάχες -όχι πια στη ζούγκλα αλλά στις πόλεις του Νότου- «μπήκαν» στα σπίτια των Αμερικάνων από την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Η κοινή γνώμη δεν πίστευε πια σε μια νίκη στο Βιετνάμ. Το σοκ της επίθεσης του Τετ διέσπασε και την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ. Ο κυβερνήτης του Μίσιγκαν, Μετά τα γεγονότα στο Ρόμνεϊ, δήλωνε πως «αν Σικάγο, κατέρρεαν αυτό που βλέπουμε είναι οι αυταπάτες για η αποτυχία των Βιετκόνγκ, τους Δημοκρατικούς, ελπίζω να μη ζήσουμε ποτέ αλλά και η εικόνα του μια νίκη τους». Εξέφραζε «ελεύθερου κόσμου» τις ανησυχίες σημαντικού που υπερασπίζονταν, τμήματος των καπιταλιτάχα, οι ΗΠΑ στών που έβλεπε πια στο Βιετνάμ ένα δαπανηρό πόλεμο, που δεν έδειχνε να τελειώνει, και που επιπλέον «έστρεφε τη νεολαία ενάντια στις καλύτερες παραδόσεις της χώρας». Οι φόβοι τους ήταν πραγματικοί. Το αντιπολεμικό κίνημα γνώριζε μια σταδιακή μαζικοποίηση και ανάπτυξη τα προηγούμενα χρόνια. Μετά το Τετ, το αντιπολεμικό αίσθημα γινόταν πλειοψηφικό στην κοινή γνώμη. Ο Λίντον Τζόνσον (4 χρόνια πριν, ο πρόεδρος που «ένωνε» πίσω του όλη την Αμερική) όχι μόνο δεν ξανακατέβηκε στις εκλογές αλλά αποσύρθηκε από την πολιτι30

κή. Στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, τον Αύγουστο του 1968, χιλιάδες αντιπολεμικοί ακτιβιστές συγκεντρώθηκαν στο Λίνκολν Παρκ, λίγο έξω από το συνεδριακό κέντρο και το κέντρο της πόλης. Για τρεις μέρες το πάρκο και οι δρόμοι του Σικάγου έγιναν πεδίο μάχης. Η αγριότητα της αστυνομίας ήταν πρωτοφανής και στρεφόταν ενάντια σε όλους, διαδηλωτές, συμπαραστάτες, περαστικούς, δημοσιογράφους. Χιλιάδες αγωνιστές έχασαν κάθε αυταπάτη για τους Δημοκρατικούς στο Σικάγο. Αλλά στο Σικάγο δεν κατέρρεε μόνο η εικόνα των Δημοκρατικών, αλλά και η εικόνα του «ελεύθερου κόσμου» που υπερασπίζονταν, τάχα, οι ΗΠΑ.

Μαύροι Πάνθηρες

Το 1968 το σύστημα κλονιζόταν σοβαρά μέσα στην καρδιά του, τις ΗΠΑ. Εκείνη η χρονιά δεν σηματοδοτούσε μόνο τη ριζοσπαστική στροφή του αντιπολεμικού κινήματος, αλλά και του κινήματος των μαύρων με τη μαζικοποίηση των Μαύρων Πανθήρων. Το κίνημα, που είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50 στον ρατσιστικό Νότο ως Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, μέσα από μια διαδρομή γεμάτη σκληρές εμπειρίες έδινε τη θέση του στο ριζοσπαστικό κίνημα της Μαύρης Δύναμης. Το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα έδωσε πολλές μάχες ενάντια στους φυλετικούς διαχωρισμούς και υπέρ του δικαιώματος ψήφου. Καταλήψεις κτιρίων μόνο για λευκούς, διαδηλώσεις, προσπάθειες για εγγραφή μαύρων στους εκλογικούς καταλόγους. Όλες αυτές οι κινητοποιήσεις, με κορυφαία την ιστορική Πορεία στην Ουάσινγκτον όπου ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε τον περίφημο λόγο του I have a dream…, είχαν ως στόχο να κερδίσουν την υποστήριξη των Δημοκρατικών. Αυτή τη λογική εξυπηρετούσε και η ιδεολογία της «μη-βίας» που κήρυττε ο ηγέτης του κινήματος, Λούθερ Κινγκ. Σταθμό στη ρήξη του κινήματος με τη λογική της «μετριοπάθειας» (στο όνομα μιας συμμαχίας με τους Δημοκρατικούς) αποτέλεσε το συνέδριο του Διεθνιστική Αριστερά


Οι ιδρυτές του Κόμματος των Μάυρων Πανθήρων για την Αυτοάμυνα, Μπόμπι Σιλ και Χιούι Νιούτον.

Δημοκρατικού Κόμματος στην Ατλάντα. Αγωνιστές της «Φοιτητικής Μη Βίαιης Συντονιστικής Επιτροπής» (SNCC) επιχείρησαν να εκλέξουν μαύρους αντιπροσώπους από τον βαθιά συντηρητικό Μισισιπή για το συνέδριο. Ο πρόεδρος Τζόνσον αρνήθηκε να δεχτεί τους Αφροαμερικανούς συνέδρους και διέλυσε τη συγκέντρωσή τους με την αστυνομία. Κάθε αυταπάτη είχε πλέον διαλυθεί. Με τα λόγια των ηγετών της SNCC: «Μετά τα γεγονότα στην Ατλάντα, ο αγώνας μας δεν ήταν πια για τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά για την απελευθέρωσή μας». Μετά τα γεγονότα στην Ατλάντα, χιλιάδες νέοι μαύροι εγκατέλειψαν τη λογική του Λούθερ Κινγκ, ακολουθώντας μια άλλη ηγετική μορφή του κινήματος, τον Μάλκολμ Χ. Ο Μάλκολμ, πρώην μέλος του Έθνους του Ισλάμ με το οποίο ήρθε σε ρήξη, πάλευε και για τους φτωχούς μαύρους των γκέτο του «φιλελεύθερου» Βορρά. Έβλεπε την αντιρατσιστική πάλη ως κομμάτι της αντιιμπεριαλιστικής παγκόσμια, τα έβαζε και με τους Δημοκρατικούς. Στη «μη-βία» αντιπρότεινε την αυτοάμυνα των μαύρων με «κάθε αναγκαίο μέσο» (το περίφημο σύνθημα: “by any means necessary”). Δολοφονήθηκε το Φλεβάρη του 1965. Αλλά οι ιδέες του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση του μαύρου κινήματος. Ένα χρόνο μετά, στηριγμένο σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις ιδέες, ιδρυόταν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων. Ήταν το πρώτο κόμμα μαύρων με αναφορές στο μαρξισμό και την ανατροπή του καπιταλισμού. Οργάνωνε τα γκέτο των μεγαλουπόλεων. Τα μέλη του αναλάμβαναν από προγράμματα επισιτισμού των φτωχών στις κοινότητες, μέχρι ένοπλες περιπολίες στις γειτονιές μαύρων, που δεν επέτρεπαν στην αστυνομία να πλησιάζει. Το 1968 ο Λούθερ Κινγκ, έχοντας επηρεαστεί από τη φτώχεια στο Βορρά, την υποκρισία των Δημοκρατικών και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, στρεφόταν και ο ίδιος προς τα αριστερά. Στις ομιλίες του κατήγγειλε ανοιχτά τον πόλεμο στο Βιετνάμ και έφτανε να αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα. Στις αρχές του χρόνου βρέΙούλιος 2008

θηκε στο Μέμφις για να συμπαρασταθεί σε μια απεργία μαύρων εργατών και να οργανώσει την «πορεία των φτωχών στην Ουάσινγκτον». Εκεί δολοφονήθηκε από το FBI. Με τη δολοφονία του κήρυκα της «μη-βίας» από την κυβέρνηση, πέθαινε και η ιδεολογία του. Ακολούθησαν βίαιες εξεγέρσεις μαύρων σε 100 πόλεις στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να στείλει το στρατό -και σε πολλές περιπτώσεις να δοθούν πολυήμερες μάχες με νεκρούς και τραυματίες- για να καταπνίξει τις εξεγέρσεις, «ο πόλεμος ερχόταν σπίτι» κυριολεκτικά. Οι Μαύροι Πάνθηρες το καλοκαίρι του 1968 αποκτούσαν χιλιάδες μέλη σε δεκάδες πόλεις. Το 43% της μαύρης νεολαίας δήλωνε «τεράστιο σεβασμό για το Κόμμα των Πανθήρων». Η σύλληψη ενός εκ των ηγετών τους, του Χιούι Νιούτον, με την απειλή θανατικής ποινής, έκανε τους Πάνθηρες ακόμα πιο δημοφιλείς πανεθνικά. Η καμπάνια «Ελευθερώστε τον Νιούτον» συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες μαύρους, έκανε τους Μαύρους Πάνθηρες σημείο αναφοράς για κάθε μαύρο αγωνιστή. Ήταν τότε που ο διαβόητος Χούβερ του FBI ονόμαζε το κόμμα τους «νούμερο ένα δημόσιο κίνδυνο». Οι Πάνθηρες δεν έβαλαν τις επαναστατικές ιδέες μόνο στα γκέτο των μαύρων. Λευκοί αγωνιστές που πάλεψαν το προηγούμενο διάστημα για τα δικαιώματα των μαύρων μαζί με τον Λούθερ Κινγκ και τις μη βίαιες οργανώσεις του Νότου, μέσα στο κλίμα ριζοσπαστικοποίησης που 31


Η «νύχτα των οδοφραγμάτων». Οι φοιτητές στήνουν αυτοσχέδια οδοφράγματα με ό,τι βρουν μπροστά τους.

προκαλούσε το Βιετνάμ, στρέφονταν τώρα στις ιδέες των Πανθήρων. Σε συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμια, σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις, οι ομιλίες των Μαύρων Πανθήρων έβρισκαν θερμή ανταπόκριση και ενίσχυαν ακόμη περισσότερο το ρεύμα προς τα αριστερά μέσα στις ΗΠΑ. Το αντιπολεμικό και το αντιρατσιστικό κίνημα γενίκευαν τις εμπειρίες τους και στρέφονταν ενάντια στην άρχουσα τάξη της χώρας συνολικά. Αυτό που έλειψε το 1968 στις ΗΠΑ για να μετατρέψει το εκρηκτικό κλίμα που επικρατούσε σε γενικευμένο ξεσηκωμό, η μαζική δράση των εργατών, ήταν αυτό που την ίδια χρονιά έκανε τον γαλλικό Μάη παγκόσμιο σημείο αναφοράς.

Μάης

Η Γαλλία στις αρχές του Μάη ζούσε τον δικό της φοιτητικό ξεσηκωμό. Όλα είχαν ξεκινήσει από τις κινητοποιήσεις στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ, όπου δρούσε η ομάδα του Κον Μπεντίτ, με μικρές παρεμβάσεις όπως το μποϊκοτάρισμα των εξετάσεων για να προκαλέσουν τις πανεπιστημιακές αρχές. Η πρυτανεία απάντησε καλώντας την αστυνομία, η οποία συνέλαβε τους «υποκινητές». Την ώρα της σύλληψής τους, ξεσπούσαν και οι πρώτες συγκρούσεις φοιτητών με την αστυνομία. Στις 3 Μάη μια συγκέντρωση φοιτητών στη Σορβόνη για να αποφασιστούν δράσεις ενάντια στις συλλήψεις διαλύθηκε από νέα επέμβαση της αστυνομίας μέσα στο ίδρυμα. Ακολού32

θησαν συγκρούσεις όλο το βράδυ. Η αστυνομική καταστολή, οι συλλήψεις αγωνιστών φοιτητών πυροδότησαν την ιδέα για καταλήψεις σε όλη τη χώρα. Η αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης συναντούσε την όλο και πιο μαχητική αντίδραση των φοιτητών. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις στο Παρίσι, οι συγκρούσεις με την αστυνομία στη γειτονιά του Καρτιέ Λατέν ήταν καθημερινό και -κυρίως- όλο και πιο μαζικό φαινόμενο. Μέσα στον ξεσηκωμό τους, οι φοιτητές, αντιμέτωποι όχι πια με τον πρύτανη ή την οικογένεια αλλά με το αστικό κράτος, ριζοσπαστικοποιούνταν και αμφισβητούσαν τα πάντα. Τα πανεπιστήμια είχαν μετατραπεί σε χώρους πολιτικής συζήτησης και οργάνωσης του αγώνα. Μέσα στην κατειλημμένη Σορβόνη (το σύμβολο του αγώνα, με την κόκκινη σημαία να έχει αντικαταστήσει τη γαλλική) χιλιάδες φοιτητές στριμώχνονταν σε αίθουσες για να συζητήσουν από τη σεξουαλική απελευθέρωση μέχρι τον Τσε Γκεβάρα και το Βιετνάμ. Μια πυρετώδης «παραγωγή» προκηρύξεων και αφισών εξελισσόταν μέσα στα ιδρύματα. Από τη μεριά της η κυβέρνηση, απέναντι στη γενίκευση της φοιτητικής εξέγερσης, απαντούσε με τον μόνο τρόπο που είχε φανεί αποτελεσματικός τα προηγούμενα χρόνια απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις, την ακόμα πιο άγρια καταστολή. Τη νύχτα της 10ης προς τις 11 Μάη το Παρίσι ζούσε την ιστορική «νύχτα των οδοφραγμάτων». Μια μεγάλη φοιτητική διαδήλωση, κυκλωμένη από την αστυνομία, αποφάσισε να σηκώσει οδοφράγματα και να δημιουργήσει μια «απελευθερωμένη ζώνη» μέσα στο Παρίσι. Η επίθεση της αστυνομίας ήταν πιο βάρβαρη από ποτέ, αλλά η αντίσταση των φοιτητών ήταν συγκλονιστική. Οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι τα ξημερώματα, τα δακρυγόνα έφταναν στα μπαλκόνια των σπιτιών, στο παρισινό μετρό, έπνιγαν το Παρίσι. Οι γύρω κάτοικοι άρχισαν να ενισχύουν τους «πολιορκημένους» φοιτητές με ψωμί και νερό, νέοι εργάτες σχολώντας από τη δουλειά έτρεξαν στα οδοφράγματα να βοηθήσουν. Όλη η Γαλλία έζησε τη νύχτα των οδοφραγμάΔιεθνιστική Αριστερά


των από το ραδιόφωνο. Ο αντίκτυπος ήταν τεράστιος. Η τακτική της κυβέρνησης είχε γυρίσει μπούμερανγκ. Οι φοιτητές -χωρίς να ρισκάρουν μεροκάματα ή τη δουλειά τους- είχαν την «πολυτέλεια» να αντισταθούν στη σκληρή στάση του κράτους. Επιπλέον, δεν είχαν τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των συνδικάτων να τους ελέγξουν, ενώ όπλο τους ήταν και η ταξική τους προέλευση. Η μεσαία τάξη έβλεπε τα παιδιά της να κυνηγιούνται από την αστυνομία και αγανακτούσε. Στις 11 Μάη, τα 4/5 της γαλλικής κοινωνίας ήταν με το μέρος των φοιτητών. Αυτή ήταν η «ασπίδα» τους ενάντια στην καταστολή. Αυτό το μαζικό ρεύμα συμπαράστασης, ακόμα και η συμμετοχή εργατών στις συγκρούσεις, ανάγκασε τη CGT (το ελεγχόμενο από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας συνδικάτο) να καλέσει σε απεργία και διαδήλωση διαμαρτυρίας για την καταστολή στις 13 Μάη. Μέχρι τότε, το ΚΚΓ κατηγορούσε τους φοιτητές ως «παιδιά των αστών που αύριο θα αναλάβουν την επιχείρηση του μπαμπά» ή ως «επικίνδυνους προβοκάτορες και αριστεριστές». Στην πραγματικότητα, οι ηγέτες του ΚΚΓ φοβόντουσαν την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει το ανεξέλεγκτο φοιτητικό κίνημα (και οι επαναστάτες φοιτητές που βρίσκονταν στην ηγεσία του) στην εργατική του βάση και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να απομονώσουν τους φοιτητές από τους εργάτες. Η ίδια η γενική απεργία δεν σήμαινε κάποια αλλαγή στάσης. Ήλπιζαν ότι η CGT θα έμπαινε επικεφαλής του κινήματος για να μπορέσει να το «μαζέψει», ότι η 13η Μάη θα ήταν το τέλος. Είχαν πέσει τελείως έξω. Στις 13 Μάη, ένα εκατομμύριο διαδηλωτές πλημμύρισαν το Παρίσι στη μεγαλύτερη διαδήλωση από την απελευθέρωση το 1945. Η συσσωρευμένη εργατική οργή έβρισκε την ευκαιρία να ξεσπάσει. Και η δύναμη της διαδήλωσης γέμιζε τους εργάτες με αυτοπεποίθηση. Η γενική απεργία έμελλε να μην είναι το τέλος, αλλά η αρχή της εξέγερσης του Μάη. Την επόμενη μέρα, σε κάποιους εργατικούς χώρους οι εργάτες αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη

δουλειά. Άλλοι, που δεν απέργησαν στις 13, έβγαιναν τώρα σε απεργία. Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Χωρίς τα συνδικάτα να την κηρύξουν ποτέ, ξεκινούσε μια γενική απεργία διαρκείας στη Γαλλία. Στις 20 Μάη απεργούσαν 10 εκατομμύρια εργάτες. Σε πολλά εργοστάσια οι εργαζόμενοι καταλάμβαναν τις μονάδες και κλείδωναν Χωρίς τα συνδικάτα στα γραφεία τους διευθυ- να την κηρύξουν ποτέ, ντές. Καταπιεσμένη για ξεκινούσε μια γενική χρόνια, και με την αυτοπε- απεργία διαρκείας. ποίθηση που μετέφερε ο Καταπιεσμένη για ανυποχώρητος αγώνας των χρόνια, η εργατική φοιτητών, η εργατική τάξη έμπαινε μαζικά σε κίνηση, τάξη έμπαινε μαζικά σε παραλύοντας τη χώρα. Η κίνηση, παραλύοντας τη γενική απεργία ενίσχυσε χώρα τον αέρα της εξέγερσης, τα ανατρεπτικά συνθήματα των φοιτητών έβρισκαν μαζική ανταπόκριση, αποκτούσαν νόημα μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης εργατικής εξέγερσης. Η απεργία έπαιρνε το χαρακτήρα «γιορτής» που άγγιζε τους πάντες: οι χορεύτριες στα Φολί Μπερζέρ, οι ποδοσφαιριστές, οι νεκροθάφτες απεργούσαν! Ο αστικός Τύπος περιέγραφε την κατάσταση εύστοχα: «Αν πάρει κανείς τηλέφωνο την Τράπεζα της Γαλλίας δεν μπορεί να ξέρει ποιος θα του απαντήσει!». Ο Ντε Γκωλ ανακοίνωνε δημοψήφισμα για την

Εργατική συνέλευση σε κατειλημμένο εργοστάσιο.

Ιούλιος 2008

33


παραμονή του στην προεδρία, αλλά δεν έβρισκε τυπογραφείο για να τυπώσει τα ψηφοδέλτια. Ακόμα και οι Βέλγοι τυπογράφοι αρνήθηκαν να του δώσουν τη βοήθειά τους. Τα «τείχη» ανάμεσα στους φοιτητές και τους εργάτες άρχισαν να σπάνε. Οι επαναστάτες φοιτητές μπαίνουν μπροστά σε διαδηλώσεις που ξεκινάνε Το ΚΚΓ δεν είχε καμιά από τα πανεπιστήμια για πρόθεση να διαταράξει να καταλήξουν έξω από τα τη «δημοκρατική κατειλημμένα εργοστάσια. νομιμότητα» και έριξε Συναντάνε τις αλυσίδες των όλες του τις δυνάμεις γραφειοκρατών της CGT, στο κλείσιμο των που δε διστάζουν να επιαπεργιών και τον τεθούν στους φοιτητές για προσανατολισμό του να κρατήσουν τους εργάτες «αμόλυντους» από τις ιδέες κόσμου στην εκλογική της εξέγερσης. Πολλοί νέοι τακτική εργάτες συμμετέχουν στις συζητήσεις μέσα στα πανεπιστήμια, δρουν από κοινού με τους φοιτητές μέσα από τις Επιτροπές Δράσης που έχει στήσει η επαναστατική Αριστερά στα πανεπιστήμια και που πολλαπλασιάζονται διαρκώς. Η κυβέρνηση επιχείρησε έναν ακόμη ελιγμό στις Κηδεία μα25-27 Μάη. Στις διαπραγματεύσεις της Γκρενέλ θητή που συμφώνησε με τα συνδικάτα: έδινε σημαντικές σκοτώθηκε παροχές σε μισθούς, ωράρια, συνδικαλιστικές από τα CRS σε ελευθερίες, προκειμένου να κλείσουν οι απεργίεργοστάσιο ες. Όμως οι συμφωνίες έπρεπε να εγκριθούν από τον Ιούνη. Η «οματις γενικές συνελεύσεις που μέσα στον εργατικό λότητα» ξεσηκωμό είχαν αναδειχθεί ως ανώτερα όργανα. δεν ήρθε Εκεί οι εκπρόσωποι της CGT που ανακοίνωναν αναίμακτα

34

τη συμφωνία γιουχάρονται από τη βάση τους μαζικά, κανένας δεν ήθελε να επιστρέψει στη δουλειά. Η CGT αναγκάζεται να συνεχίσει να στηρίζει τις απεργίες για να μη χάσει πλήρως τον έλεγχο. Μπροστά στη νέα αποτυχία, ο «ακλόνητος» στρατηγός Ντε Γκωλ εγκαταλείπει τη χώρα στις 29 Μάη. Η διαδήλωση την ίδια μέρα είναι μια συγκλονιστική επίδειξη δύναμης των εργατών. Εκείνη τη μέρα κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη Γαλλία, ο ίδιος ο Ντε Γκωλ σκέφτεται την παραίτηση: «Όλα χάθηκαν, η χώρα έπεσε στα χέρια των κομμουνιστών!» λέει στο στρατηγό Μασί που συνάντησε στη Γερμανία. Όμως οι «κομμουνιστές» δεν ήθελαν τη χώρα στα χέρια τους. Η προοπτική ανατροπής του Ντε Γκωλ προκάλεσε αμηχανία. Συνδικαλιστές της CGT δήλωναν χρόνια μετά: «Δεν υπήρχε κανείς να διαπραγματευτούμε...». Από την άλλη, οι ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς ήταν πολύ νέες και άπειρες, οι σχέσεις τους με τις μάζες και -κυρίως- με τους εργάτες ήταν νωπές και περιορισμένες, δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν ακόμα το ΚΚΓ για την ηγεμονία του κινήματος. Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Ντε Γκωλ και μπόρεσε να περάσει τις επόμενες μέρες στην αντεπίθεση. Τα γαλλικά σώματα στρατού που βρίσκονταν στη Γερμανία «αμόλυντα» από την εξέγερση μετακινούνται προς τη Γαλλία. Η «σιωπηρή πλειοψηφία» (οι κλεισμένοι στα σπίτια τους κάτοικοι των εύπορων συνοικιών) κατεβαίνει στους δρόμους υπερ του Ντε Γκωλ και ο πρόεδρος προκηρύσσει εκλογές για να προστατέψει

Διεθνιστική Αριστερά


τη «δημοκρατική νομιμότητα». Το ΚΚΓ δεν είχε καμιά πρόθεση να διαταράξει τη «δημοκρατική νομιμότητα» και ρίχνει όλες του τις δυνάμεις στο κλείσιμο των απεργιών και τον προσανατολισμό του κόσμου στην εκλογική τακτική. Χρειάστηκε η επέμβαση των CRS στα εργοστάσια, οι σκληρές μάχες με την αστυνομία και πολλές παροχές από τους καπιταλιστές για να επιστρέψει η Γαλλία στην ομαλότητα. Αλλά με τη στήριξη της ηγεσίας του ΚΚΓ η κυβέρνηση τα καταφέρνει. Και στις εκλογές ο Ντε Γκωλ επανεκλέγεται, ενώ το ΚΚΓ πληρώνει την απογοήτευση που έχει σπείρει στον κόσμο με τη μείωση των ποσοστών του. Μέσα στο κλίμα «ομαλότητας» και «νομιμότητας» που καλλιεργεί η Αριστερά, ο κόσμος που μέχρι πρότινος έβλεπε στην εξέγερση τη λύση τώρα υποχρεώνεται να αποδεχτεί μια εκλογική ήττα. Το ΚΚΓ οδήγησε το Μάη στην ήττα, αλλά δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τις ιδέες του. Το «Μια Μόνο Λύση, Επανάσταση» έγινε μαζικό σύνθημα και πόλος έλξης για χιλιάδες αγωνιστές που έψαχναν στα αριστερά του ΚΚΓ. Και αυτή η επιστροφή των επαναστατικών ιδεών, η ρήξη με το σταλινισμό, θα ενισχυόταν και από τα γεγονότα στην άλλη μεριά του τείχους, στην Τσεχοσλοβακία.

Το ράγισμα του σταλινικού μονόλιθου

Η Τσεχοσλοβακία ήταν η χώρα του Ανατολικού Μπλοκ που έμεινε έξω από τις «ταραχές» της δεκαετίας του ’50. Η Ουγγρική Επανάσταση, η εξέγερση στην Ανατολική Γερμανία, το κίνημα στην Πολωνία δεν είχαν επηρεάσει τη χώρα με την πιο σταθερή οικονομία στο Ανατολικό Μπλοκ. Όμως η οικονομική ύφεση δεν άργησε να φτάσει και στην Τσεχοσλοβακία, προκαλώντας διεργασίες ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της χώρας γύρω από την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Μια ομάδα γραφειοκρατών με επικεφαλής τον Ντούμπτσεκ μπόρεσε να απομακρύνει τον «σκληροπυρηνικό» Νοβότνι από την γραμματεία του κόμματος και να εξαγγείλει μέτρα φιλελευθεροποίησης. Ο Νοβότνι απευθύνθηκε στο στρατό και ετοίμαζε πραξικόπημα ενάντια στους αντιπάλους του. Η κομματική γραφειοκρατία -μη μπορώντας να τα βάλει μόνη της με το στρατό- στράφηκε σε δυνάμεις έξω από αυτή. Κάλεσε τους φοιτητές και τους διανοούμενους να υπερασπιστούν τις μεταρρυθμίσεις. Οι τελευταίοι δεν χρειάστηκε

Ιούλιος 2008

πολλή προσπάθεια για να κινητοποιηθούν. Καταπιεσμένοι για χρόνια από το καθεστώς του Νοβότνι ξεσηκώθηκαν, φέρνοντας έναν άνεμο ελευθερίας στην πολιτική συζήτηση, στα ΜΜΕ, στις συνελεύσεις των πανεπιστημίων, στους δρόμους. Σε κάποια συνδικάτα οι εργάτες απομάκρυναν τους διορισμένους γραφειοκράτες και εξέλεγαν δικούς τους αντιπροσώπους. Το Μάρτη ο Νοβότνι παραδεχόταν την ήττα του και ο Ντούμπτσεκ έσπευδε να «μαζέψει» το κίνημα. Αλλά από τη στιγμή που «άνοιξε το καπάκι», βγήκε στην επιφάνεια όλη η δυσαρέσκεια των καταπιεσμένων, που δεν είχαν καμιά διάθεση να επιστρέψουν στην παλιά κατάσταση, που έβλεπαν την «Άνοιξη της Πράγας» ως μια μεγάλη ευκαιρία για ένα σοσιαλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο». Το ανεξέλεγκτο της εξέγερσης ανησύχησε το Κρεμλίνο. Τον Αύγουστο του 1968 τα σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και κατέλαβαν σύντομα όλες τις πόλεις. Ο Ντούμπτσεκ και η ηγεσία του ΚΚ συνελήφθησαν και στάλθηκαν στη Μόσχα. Αλλά το ΚΚΣΕ δεν είχε φροντίσει να έχει οποιοδήποτε στήριγμα μέσα στο ΚΚ Τσεχοσλοβακίας. Οι οπαδοί του Ντούμπτσεκ πραγματοποίησαν συνέδριο του κόμματος και καταδίκασαν την εισβολή. Τα ΜΜΕ μετέδιδαν τις εικόνες της κατεχόμενης Πράγας και της μαζικής ανυπακοής χιλιάδων ανθρώπων στον σοβιετικό στρατό. Όμως η κομματική γραφειοκρατία που ήταν επικεφαλής του αγώνα στόχευε σε μια διαπραγμάτευση με τη Μόσχα και όχι φυσικά σε επαναστατική αλλαγή στη χώρα. Μετά από 6 μέρες, ο Ντούμπτσεκ επέστρεφε στην Πράγα με στόχο την «ομαλοποίηση» της πολιτικής ζωής. Οι γραφειοκράτες είχαν συμφωνήσει με το Κρεμλίνο στην απαγόρευση όλων των ελευθεριών που είχαν κατακτηθεί στη διάρκεια της Άνοιξης της Πράγας. Απολύσεις δημοσιογράφων, επιστροφή της λογοκρισίας, αποκατάσταση των διωγμένων γραφειοκρατών, καθαιρέσεις όσων κομματικών στελεχών πρωτοστάτησαν ενάντια στον Νοβότνι. Ο μονολιθικός γραφειοκρατικός έλεγχος επέστρεφε, αλλά όχι χωρίς αντίσταση. Οι πρώην «ήρωες» της εξέγερσης όπως ο Ντούμπτσεκ τώρα ήταν στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων προδότες. Το Νοέμβρη, με πρωτοβουλία ριζοσπαστών φοιτητών, που εναντιώνονταν στο καθεστώς επηρεασμένοι από τα γεγονότα στη Δύση, τα πανεπιστήμια της χώρας καταλήφθηκαν σε διαμαρτυρία. Εργατικές συ-

35


Εξεγερμένοι φοιτητές κλείνουν το δρόμο σοβιετικού τανκ στην «Άνοιξη της Πράγας».

νελεύσεις δήλωναν την αλληλεγγύη τους στους φοιτητές, απειλούσαν με απεργίες εάν η κυβέρνηση επιτιθόταν στους καταληψίες. Οι καταλήψεις κράτησαν 3 μέρες και έφεραν το καθεστώς στα πρόθυρα νέας κρίσης. Αλλά οι φοιτητές δεν ήταν έτοιμοι για μια κλιμάκωση που θα σήμαινε απευθείας σύγκρουση με τις κρατικές δυνάμεις και τον ρωσικό στρατό, ούτε οι «ριζοσπάστες» ήταν σίγουροι για τη στρατηγική που χρειαζόταν. Την τρίτη μέρα αποφασίστηκε το τέλος των κινητοποιήσεων. Τις επόμενες βδομάδες η συμμαχία φοιτητών-εργατών βάθυνε. Το νέο συνδικάτο μεταλλεργατών έβγαλε επίσημη απόφαση «συμμαχίας με τους φοιτητές». Η αποκατάσταση της γραφειοκρατικής εξουσίας δεν ήρθε αδιαμαρτύρητα. Το Γενάρη του 1969 η αυτοπυρπόληση ενός φοιτητή σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατέβασε 800.000 στο δρόμο. Το Μάρτη η εθνική ομάδα χόκεϊ κέρδιζε τη ρωσική ομάδα και σε πολλές πόλεις ξεσπούσαν βίαια επεισόδια. Στην επέτειο της ρωσικής εισβολής τον Αύγουστο σημειώνονταν νέες ταραχές στην Πράγα. Οι διαδηλώσεις δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν από μόνες τους τη γραφειοκρατία. Αλλά οι εικόνες της εξέγερσης και της ρωσικής εισβολής (τις ίδιες μέρες που στις ΗΠΑ γίνονταν οι συγκρούσεις στο Σικάγο) αποδείκνυαν ότι όση ελευθερία είχε ο «ελεύθερος κόσμος» άλλο τόσο σοσιαλισμό είχε το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο». Οι αγωνιστές της μιας πλευράς του τείχους ταυτίζονταν με τους αγωνιστές της άλλης. Χιλιάδες άνθρωποι απελευθερώνονταν από τον εγκλωβισμό στο ψυχροπολεμικό κλίμα. Στα μάτια τους η άρχουσα τάξη σε Ανατολή και Δύση εμφανιζόταν ως το ίδιο μισητή. Το ξεσκέπασμα της φύσης των ανατολικών καθεστώτων στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων δεν μπορούσε να αγνοηθεί ούτε από τα δυτικά Κομμουνιστικά Κόμματα. Οι ίδιες ηγεσίες που χειροκρότησαν τη σφαγή των Ούγγρων εργατών το 1956 τώρα καταδίκαζαν την εισβολή και διαφοροποιούνταν δημόσια από τη Μόσχα. Τα κίνητρα και η κατάληξη αυτής της στροφής ήταν 36

τελείως διαφορετικά από τις ελπίδες των νέων αγωνιστών. Όμως η στροφή αυτή ήταν το «επίσημο» τέλος της σταλινικής «ορθοδοξίας», και βοηθούσε τη γενιά που πολιτικοποιούνταν μέσα από τα γεγονότα του 1968 στην αναζήτησή της για επαναστατικές πολιτικές και όχι στην πολιτική που υπαγόρευε το «παγκόσμιο κέντρο». Πόσο μάλλον όταν, το ίδιο καλοκαίρι, το διεθνές ρεύμα αμφισβήτησης κλόνιζε και το «μετριοπαθές» μοντέλο του σταλινισμού, τη Γιουγκοσλαβία. Ο «σοσιαλισμός της αυτοδιαχείρισης και της αγοράς» που είχε επιβάλει η άρχουσα τάξη της χώρας θεωρούνταν μοντέλο τόσο για τη «ριζοσπαστική» γραφειοκρατία στην Ανατολή όσο και για τη «ριζοσπαστική» Σοσιαλδημοκρατία στη Δύση. Πίσω από την «αυτοδιαχείριση» κρυβόταν ο ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους διευθυντές εργοστασίων σε βάρος των εργατών, ενώ οι ίδιοι δρούσαν συντονισμένα ενάντια στην εργατική τάξη, σαν στελέχη της κρατικής μηχανής και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τον Ιούνη του 1968, μια φοιτητική κινητοποίηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την αστυνομική καταστολή. Ξέσπασαν επιτόπου συγκρούσεις ανάμεσα στους χίλιους συγκεντρωμένους φοιτητές και την αστυνομία. Την άλλη μέρα κατελήφθη το πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και το κίνημα εξαπλώθηκε και στα άλλα ιδρύματα. Τα συνθήματα των φοιτητών στράφηκαν ενάΔιεθνιστική Αριστερά


ντια στο καθεστώς του Τίτο. Κατήγγειλαν την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς των εργατών και τους παχυλούς μισθούς των διευθυντών: «περισσότερα σχολεία, λιγότερα αυτοκίνητα» και «κάτω η κόκκινη αστική τάξη» ήταν τα συνθήματά τους. Το καθεστώς περικύκλωσε τα πανεπιστήμια με την αστυνομία για να απομονώσουν τους φοιτητές ενώ κομματικά στελέχη περνούσαν στις εργατικές συνελεύσεις αποφάσεις καταδίκης των φοιτητών. Είχαν πετύχει την απομόνωση των φοιτητών από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης αλλά αυτό δεν ήταν απόλυτο. Τμήματα εργατών κοιτούσαν προς τη φοιτητική εξέγερση. Ένας εργάτης δήλωνε πως «είπαμε στους φοιτητές ότι απέδειξαν ότι είναι κι αυτοί κομμάτι της εργατικής τάξης και το ξέραμε πια ότι δεν μπορούμε να μεταρρυθμίσουμε αυτή την ηγεσία που έχουμε». Η καταστολή θα μπορούσε να πυροδοτήσει εργατική έκρηξη. Έτσι το καθεστώς αποφάσισε έναν ελιγμό. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τίτο στις 10 Ιούνη σε εθνικό διάγγελμα πήρε το μέρος των φοιτητών. Δήλωσε πως το πρόγραμμά τους είναι σωστό και θα υλοποιηθεί. Τώρα οι ίδιοι θα έπρεπε να ασχοληθούν με τα προβλήματα των πανεπιστημίων. Οι περισσότεροι φοιτητές (με την αυταπάτη για διαφορές ανάμεσα στην «παλιά φρουρά» του Τίτο που πολέμησε τους ναζί και τους «νέους γραφειοκράτες») έκαναν πίσω και το κίνημα υποχώρησε. Το καθεστώς, επιλέγοντας αυτόν το δρόμο, μπόρεσε -σε αντίθεση με τον Ντε Γκωλ- να απομονώσει το πολιτικοποιημένο κομμάτι των φοιτητών από την πλειοψηφία. Σύντομα μπόρεσε να συλλάβει τους επικεφαλής των κινητοποιήσεων και να κλείσει το Κέντρο Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας, το κέντρο της αμφισβήτησης στο καθεστώς.

χώρας φιλοδοξούσε να παρουσιάσει την εικόνα μιας εντυπωσιακά αναπτυσσόμενης χώρας, οι ΗΠΑ φιλοδοξούσαν να τονώσουν τα πατριωτικά ιδεώδη τα οποία αποστρεφόταν η νεολαία, η Σοβιετική Ένωση φιλοδοξούσε να αποδείξει την υπεροχή του «σοσιαλιστικού» αθλητισμού. Οι άρχουσες τάξεις παγκόσμια ήθελαν να «ξεπλύνουν» το Σικάγο, το Βιετνάμ, την Τσεχοσλοβακία, να αντιπαραθέσουν στις επαναστατικές ιδέες της νεολαίας τα «ολυμπιακά ιδεώδη», να στήσουν μια καπιταλιστική γιορτή. Όμως το κίνημα τους χάλασε τα σχέδια. Το Μεξικό κυβερνιόταν από το διεφθαρμένο Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα (PRI), το οποίο αντιμετώπιζε με την καταστολή το σύνολο της Αριστεράς. Από το καλοκαίρι του 1968, φοιτητικές διαδηλώσεις, με αιτήματα όπως η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και η αποχώρηση της αστυνομίας από τα πανεπιστήμια, βρίσκονταν σε ανοιχτή σύγκρουση με την αστυνομία και το στρατό. Στις 30 Ιούλη στρατιώτες με τανκς και πολυβόλα στάλθηκαν ενάντια στις φοιτητικές διαδηλώσεις. Το φοιτητικό κίνημα της χώρας σύντομα αποκτούσε τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Οι φοιτητές επιδίωκαν την κοινή δράση με τους εργάτες, «μπριγάδες» προπαγάνδας στέλνονταν στις φτωχογειτονιές και τα εργοστάσια για να ενημερώσουν για τα αιτήματα του κινήματος. Οι διαδηλώσεις των φοιτητών ήταν σε θέση να κατεβάζουν μέχρι και 500.000 στο δρόμο, ενώ ξένες εφημερίδες ανέφεραν ότι οι φοιτητές δεν δίσταζαν να απαντήσουν στα αστυνομικά πυρά

Μεξικό

Ο άνεμος της εξέγερσης του 1968 έσπασε και την ακριβή «βιτρίνα» του καπιταλισμού, τους Ολυμπιακούς αγώνες. Η Ολυμπιάδα εκείνης της χρονιάς γινόταν στο Μεξικό. Η κυβέρνηση της

Η σφαγή στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών στις 2 Οκτώβρη.

Ιούλιος 2008

37


και να πυρπολούν λεωφορεία. Η μαχητικότητα του κινήματος και οι πρώτοι δεσμοί που αποκτούσε με την εργατική τάξη, απειλούσαν να τινάξουν την Ολυμπιάδα στον αέρα. Η κυβέρνηση θα έκανε τα πάντα για να μη χαλάσει η «γιορτή». Στις 2 Οκτώβρη, οι φοιτητές καλούσαν διαδήλωση στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών. Από νωρίς 5.000 στρατιώτες είχαν κυκλώσει τους συγκεντρωμένους, λίγο μετά την έναρξη της διαδήλωσης, ελικόπτερα που πετούσαν πάνω από την πλατεία έδωσαν το σήμα και άρχισαν οι πρώτοι πυροβολισμοί προς το κτίριο που βρίσκονταν οι ομιλητές. Ακολούθησε μακελειό. Οι στρατιώτες ακολουθούμενοι από τανκς άνοιξαν πυρ προς πάσα κατεύθυνση, η διαδήλωση πνίγηκε στο αίμα. Το «σφαγείο» άφησε πίσω του πάνω από 300 νεκρούς (ο αριθμός παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα) και εκατοντάδες τραυματίες και συλληφθέντες. Η Εθνική Απεργιακή Επιτροπή των φοιτητών οδηγήθηκε στη φυλακή. Τα επόμενα χρόνια το PRI θα εξαπέλυε τον «βρόμικο πόλεμο» ενάντια στην Αριστερά. Η κυβέρνηση επέβαλε με το αίμα τη «σταθερότητα», αλλά οι εικόνες της Πλατείας των Τριών Πολιτισμών αποκάλυπταν το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης του PRI και τη σκληρή πραγματικότητα πίσω από το μοντέλο «ανάπτυξης». Οι ίδιοι οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτέλεσαν τελικά χώρο όπου το κίνημα μπόρεσε να καταφέρει ένα ακόμη πλήγμα στη «βιτρίνα» του καπιταλισμού. Ήταν η τελετή απονομής μεταλλείων στο αγώνισμα των 200 μ. Ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος, μαύροι αθλητές, πρώτος και τρίτος

αντίστοιχα, ανεβαίνουν στο βάθρο. Την ώρα που ακούγεται ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ και υψώνεται η αμερικανική σημαία, οι δύο αθλητές στρέφουν τα κεφάλια τους από τη σημαία και υψώνουν τις γροθιές τους φορώντας μαύρα γάντια (το σύμβολο των Μαύρων Πανθήρων). Ο λευκός Αυστραλός που μοιράζεται μαζί τους το βάθρο φοράει κονκάρδα της OPHR, οργάνωσης των μαύρων αθλητών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Ολυμπιάδα όχι μόνο δεν αποτέλεσε το θρίαμβο των πατριωτικών ιδεών για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, αλλά εξελισσόταν σε βήμα καταγγελίας των φυλετικών διακρίσεων. Τα μετάλλια αφαιρέθηκαν από τους δύο αθλητές οι οποίοι διώχτηκαν από το Μεξικό και αποκλείστηκαν από κάθε αγωνιστική δραστηριότητα. Αλλά η δράση στους αγώνες συνεχίστηκε: οι τρεις μαύροι νικητές στα 400 μέτρα εμφανίζονται στην απονομή φορώντας μαύρους μπερέδες (και αυτό σύμβολο των Πανθήρων), η εκπρόσωπος της ομάδας μαύρων αθλητριών που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο κολύμβησης στα 4Χ100 αφιέρωσε τη νίκη στους Σμιθ και Κάρλος, η ομάδα κωπηλασίας (όλοι λευκοί φοιτητές του Χάρβαρντ) έβγαλαν δήλωση συμπαράστασης στους μαύρους συναθλητές τους και στον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων. Από τη δημόσια καταγγελία δεν γλίτωσε η ΕΣΣΔ. Οι αγώνες γίνονταν λίγο μετά την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας, Τσεχοσλοβάκα αθλήτρια που έχει κερδίσει μετάλλιο την ώρα που ακούγεται ο ρωσικός εθνικός ύμνος κατεβαίνει επιδεικτικά από το βάθρο. Εκείνη τη χρονιά ακόμα και οι Ολυμπιακοί αγώνες, η φιέστα των καπιταλιστών, θα έμενε στην ιστορία της αντίστασης ενάντια στις ιδέες των «από πάνω».

Το καυτό φθινόπωρο

Ο απόηχος των κινητοποιήσεων έφτασε και στον ευρωπαϊκό νότο. Το 1968 βρήκε τη συνέχειά του στην Ιταλία. Η εκτίμηση της γαλλικής Αριστεράς για ένα «θερμό φθινόπωρο» στα εργοστάσια μετά την υποχώρηση του απεργιακού κινήματος

Η φωτογραφία-σύνθημα της Μαύρης Δύναμης από την Ολυμπιάδα του Μεξικό που έκανε το γύρο του κόσμου.

38

Διεθνιστική Αριστερά


τον Ιούνιο θα επιβεβαιωνόταν στη χώρα του κράτους της Χριστιανοδημοκρατίας, της ιδεολογικής κυριαρχίας του Βατικανού και της υποχώρησης του συνδικαλισμού στα εργοστάσια. Το ιταλικό φοιτητικό κίνημα είχε ξεσπάσει νωρίτερα από αυτό της Γαλλίας και κράτησε πολύ περισσότερο. Οι πρώτες κινητοποιήσεις είχαν ξεκινήσει το 1967 και -όπως και στη Γαλλίακάθε άλλο παρά «πολιτικές» ήταν. Οι αυξήσεις στα δίδακτρα, οι μέθοδοι διδασκαλίας και οι εξεταστικές ήταν τα θέματα τα οποία απασχολούσαν τους φοιτητές στο Τρέντο, το Τορίνο, τη Γένοβα. Τα πανεπιστήμια είχαν μαζικοποιηθεί για τις ανάγκες της ανάπτυξης, αλλά δεν μπορούσαν να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Ενώ το 1923 υπήρχαν 2.000 καθηγητές για 40.000 φοιτητές, το 1967 υπήρχαν 3.000 καθηγητές για 450.000 φοιτητές. Τη διδασκαλία αναλάμβαναν χαμηλόμισθοι βοηθοί καθηγητών με τραγικές ελλείψεις σε βιβλία και βιβλιοθήκες. Οι καθηγητές -δεμένοι με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα- αρνούνταν κάθε μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση που θα έθιγε τα προνόμιά τους. Μέχρι το Φλεβάρη του 1968, το κίνημα έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ιταλία και έφτασε στα λύκεια της χώρας. Έχοντας ξεκινήσει υιοθετώντας τη λογική της μη-βίας, βρισκόμενοι αντιμέτωποι με την αστυνομική βαρβαρότητα, οι φοιτητές περνάνε στην αντεπίθεση με σημείο καμπής τα γεγονότα στη Ρώμη το Φλεβάρη του 1968. Μια διαδήλωση ενάντια στην καταστολή δέχτηκε άγρια επίθεση έξω από το κτίριο της βουλής. Την άλλη μέρα, οι φοιτητικές γειτονιές είχαν μετατραπεί σε πεδίο μάχης ανάμεσα στην αστυνομία και χιλιάδες φοιτητές. Η αναμετάδοση των γεγονότων πυροδότησε ανάλογες συγκρούσεις σε κάθε πόλη που είχε φοιτητικό πληθυσμό. Η σκληρότητα της σύγκρουσης και η εχθρική στάση των δύο κομμάτων της Αριστεράς (οι Σοσιαλιστές συγκυβερνούσαν με τη Χριστιανοδημοκρατία, ενώ το Ιταλικό ΚΚ, διεκδικώντας το «σεβασμό» του πολιτικού συστήματος, κατήγγειλε τους φοιτητές ως «αντικομμουνιστές προβοκάτορες») οδήγησαν στη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος. Ανακατεμένες οι ιδέες της «φοιτητικής δύναμης», του Μαρκούζε, του Γκεβάρα, της «Μαύρης Δύναμης» και της Πολιτιστικής Επανάστασης γίνονταν σημεία αναφοράς στα πανεπιστήμια. Καθοριστικό ρόλο στην πιο βαθιά πολιτικοποί-

Ιούλιος 2008

ηση του ιταλικού φοιτητικού κινήματος έπαιξαν τα γεγονότα του γαλλικού Μάη. Πάρα πολλοί φοιτητές προσανατολίζονταν πλέον στην κοινή δράση με την εργατική τάξη. Στήθηκαν οι πρώτες επιτροπές που θα έκαναν «εργατική δουλειά», απευθυνόμενες στα εργοστάσια για να διαΚαθοριστικό ρόλο στην δώσουν τις επαναστατικές ιδέες και εκεί. Οι πρώτες πολιτικοποίηση του προσπάθειες δεν έδειχναν ιταλικού φοιτητικού να φέρνουν άμεσα αποτε- κινήματος έπαιξαν τα λέσματα όπως προσδοκού- γεγονότα του γαλλικού σαν οι φοιτητές, ενώ το κί- Μάη. Πολλοί φοιτητές νημα συνολικά έμοιαζε να προσανατολίζονταν φτάνει στην ύφεσή του. πλέον στην κοινή Αλλά οι εξελίξεις μέσα στα εργοστάσια, ανέτρεψαν τα δράση με την εργατική δεδομένα. Η πρώτη «σπί- τάξη θα» ήταν χαρακτηριστική των αλλαγών που συνέβαιναν στην Ιταλία αλλά και πανευρωπαϊκά πίσω από τη βιτρίνα της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της, τάχα, «ενσωμάτωσης» των εργατών. Ήταν μια απεργία στην Pirelli, όπου ο συνδικαλισμός από το 1950 ήταν τελείως αδύναμος, για χρόνια δεν γίνονταν καν διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες. Η απεργία του Φλεβάρη του 1968 ήταν μια τυπική κινητοποίηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών στην προσπάθειά τους να εμφανιστούν ως ισάξιοι διαπραγματευτές με την εργοδοσία. Αλλά για πρώτη φορά η κινητοποίηση είχε τη μαζική συμμετοχή των εργατών, οι οποίοι κατεβαίνοντας για πρώτη φορά σε απεργία, δεν ήθελαν να γυρίσουν στη δουλειά χωρίς να νικήσουν. Όταν οι ομοσπονδίες έκλεισαν την απεργία, οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν. Από το Μάρτη μέχρι το Σεπτέμβρη ξεσπάνε διαρκώς απεργίες «από τα κάτω», οι οποίες αγνοούν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και προσελκύουν όλο και περισσότερους εργάτες. Τα χαρακτηριστικά της απεργίας είναι αυτά που οδήγησαν πανεθνικά στο «θερμό φθινόπωρο» των εργατών. Ήταν μια απεργία ενάντια στην άγρια εντατικοποίηση και τις άθλιες συνθήκες δουλειάς, ένα ζήτημα που οι μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες δεν είχαν ανοίξει ποτέ. Γινόταν από τους νέους, ανειδίκευτους εργάτες που δεν είχαν καμιά εμπειρία συνδικαλισμού και έμεναν έξω από τα συνδικάτα. Η ηγεσία της απεργίας δεν ήταν οι συνδικαλιστές των ομο-

39


σπονδιών αλλά ομάδες αριστερών αγωνιστών, συνήθως με τον τίτλο «Ενωτική Επιτροπή Βάσης» (CUB), και έκαναν κριτική στις ηγεσίες των ομοσπονδιών. Το απεργιακό ξέσπασμα πήρε αυτό τον ορμητικό χαρακτήρα μέσα από τη σύνδεση αυτών των τριών στοιχείων. Η ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής είχε δημιουργήσει ένα νέο τμήμα της εργατικής τάξης, τους νέους ανειδίκευτους εργάτες. Οι συμβολικές κινητοποιήσεις των συνδικάτων -πίεση προς τους εργοδότες για αυξήσεις στους μισθούς δεν κάλυπταν αυτό το τμήμα. Για τους ανειδίκευτους εργάτες το ζήτημα ήταν η ανατροπή των προσπαθειών εντατικοποίησης μέσα στο εργοστάσιο, των εργασιακών συνθηκών, της διευθυντικής πειθαρχίας. Η αντίσταση σε αυτές τις επιθέσεις απαιτούσε καθημερινές κινητοποιήσεις, συνεχή αγώνα, στηριγμένο στη μαζική συμμετοχή της βάσης. Αυτό ήταν κάτι που οι καπιταλιστές δεν θα ανέχονταν με τίποτα, και γι’ αυτό και τα επίσημα κόμματα της Αριστεράς δεν μπορούσαν να στηρίξουν αυτούς τους αγώνες αποφασιστικά. Άφηναν έτσι «χώρο» στους αγωνιστές της επαναστατικής Αριστεράς να αποκτήσουν σχέση με αυτούς τους εργάτες. Η αγωνιστική διάθεση που εκφράστηκε στην Pirelli νωρίτερα το φθινόπωρο του 1968 ήταν διάχυτη. Η δολοφονία δύο απεργών εργατών γης από την αστυνομία προκάλεσε απεργίες διαμαρτυρίας σε όλη την Ιταλία, που οδήγησαν σε μια γενική απεργία το Δεκέμβρη που παρέλυσε τη Ρώμη. Μέσα σε αυτό το κλίμα αναβρασμού, οι επαναστάτες φοιτητές είχαν την ευκαιρία να

συνδεθούν με τους εργάτες. Το πρώτο και καθοριστικό βήμα έγινε στην επέτειο του γαλλικού Μάη στην απεργία στη FIAT στο Τορίνο. Η απεργία της Πρωτομαγιάς στη FIAT -ένας ακόμη χώρος με πλήρη έλλειψη εργοστασιακού συνδικαλισμού- εξαπλώθηκε στη μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων εργατών. Όλο το Μάη και τον Ιούνιο το εργοστάσιο είχε παραλύσει. Οι λίγοι φοιτητές των «επιτροπών» που για μήνες επισκέπτονταν τις πύλες της FIAT με το ξέσπασμα της απεργίας ενώθηκαν με ομάδες που έρχονταν να βοηθήσουν στην παρέμβαση. Στα τέλη του Μάη, η συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιστών φοιτητών του κινήματος του ’68 βρισκόταν καθημερινά στις πύλες της FIAT. Η σύνδεση που πέτυχαν οι φοιτητές με τους εργάτες ξεπέρασε τα όνειρα των Γάλλων επαναστατών φοιτητών. Τα γεγονότα της Γαλλίας, τα χαρακτηριστικά των νέων εργατών, η απουσία της ελεγχόμενης από το ΚΚΙ CGIL έκαναν το χαρακτηρισμό «φοιτητές» θετικό για τους απεργούς. Η απόπειρα των συνδικάτων να κλείσουν την απεργία στις 14 Ιούνη απέτυχε παταγωδώς. Και προκάλεσε μαζικές συνελεύσεις φοιτητών-εργατών οι οποίες ανέλαβαν ουσιαστικά την ηγεσία των κινητοποιήσεων. Στις 21 Ιούνη καθιερώθηκαν οι «φοιτητικές-εργατικές» συνελεύσεις που συνεδρίαζαν ανά πόλη κάθε βδομάδα. Μια περιφερειακή γενική απεργία που κάλεσαν στις 3 Ιούλη τα συνδικάτα εξελίχθηκε σε μια άγρια σύγκρουση των εργατών της FIAT με την αστυνομία που κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα. Η «μάχη του Corso Triano» μετά από 2 μήνες απεργίας ήταν μόνο η αρχή ενός παρατεταμένου «θερμού φθινόπωρου» που έμελλε να κρατήσει 7 χρόνια. Το φθινόπωρο του 1969 μια απεργία στις βιομηχανίες μετάλλου οδήγησε στην εξάπλωση της μαχητικότητας της FIAT σε όλη την ιταλική βιομηχανία. Οι επαναστάτες ήταν σε θέση να καθοδηγούν απεργίες στη FIAT και να εξαπλώσουν την επιρροή τους ανάμεσα στους νέους εργάτες σε δεκάδες εργοστάσια. Οι απεργοί της FIAT τραγουδούσαν «Ανιέλι, η Ιν-

Ιταλοί φοιτητές σε εργατική διαδήλωση.

40

Διεθνιστική Αριστερά


Η εφημερίδα της επαναστατικής οργάνωσης Lotta Continua.

δοκίνα είναι στο εργοστάσιό σου». Το φθινόπωρο του 1969, η μαχητικότητα της FIAT και της Pirelli είχε εξαπλωθεί σε κάθε εργοστάσιο, και ξεπερνούσε συχνά τα συνδικάτα. Η οικονομική αιμορραγία τριών μηνών απεργιών δεν έκαμπτε τους εργάτες, που απαιτούσαν αναγνώριση των νέων δημοκρατικών οργανώσεών τους στα εργοστάσια, μείωση του ωραρίου, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, κοινωνικές παροχές. Η αγωνιστική διάθεση κινητοποιούσε μετά από χρόνια και τα «λευκά κολάρα», που κατέβαιναν μαζικά σε απεργίες μετά από χρόνια, στο πλευρό των εργατών. Οι μαθητικές διαδηλώσεις του φθινοπώρου κατέληγαν συμβολικά στη μονάδα της FIAT στο Τορίνο. Ο τερματισμός των απεργιών του φθινοπώρου για τις συμβάσεις δεν σήμανε το τέλος του αγώνα. Το 1970 ξέσπασαν απεργίες και καταλήψεις σε 4.000 εργοστάσια. Την άνοιξη του 1971 γραφόταν στις εφημερίδες ότι «η εργατική τάξη βγήκε από τους αγώνες του 1969-70 κουρασμένη, αλλά ανικανοποίητη. Το αποτέλεσμα ήταν συνεχόμενοι αυθόρμητοι αγώνες που έχουν μισοπαραλύσει τη βιομηχανία». Το «παρατεταμένο θερμό φθινόπωρο» των εργατών δεν συνέβαινε σε πολιτικό κενό. Ο ιταλικός καπιταλισμός, ενώ κορυφωνόταν ο διεθνής Ιούλιος 2008

ανταγωνισμός, προσπαθούσε να βγει από το τέλμα που τον οδηγούσε το ιδιότυπο «κράτος της Χριστιανοδημοκρατίας». Το πιο «προοδευτικό» κομμάτι του κεφαλαίου απαιτούσε μεταρρυθμίσεις. Η είσοδος των Σοσιαλιστών στην κυβέρνηση εξυπηρετούσε αυτόν το στόχο. Όμως οι εσωτερικές διενέξεις στην άρχουσα τάξη δεν επέτρεπαν να προχωρήσει καμιά μεταρρύθμιση. Οι «προοδευτικοί» καπιταλιστές ήλπιζαν σε μια μικρή αύξηση της δύναμης των συνδικάτων, ικανή να οδηγήσει το «βαθύ κράτος» της Δεξιάς σε υποχωρήσεις. Αυτή την προσπάθεια ο εργατικός ξεσηκωμός που ξέφυγε από τον έλεγχο των συνδικαλιστών και προκάλεσε παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση την τίναξε στον αέρα. Τα συνδικάτα, από τη CGIL του ΚΚΙ μέχρι την καθολική και τη σοσιαλδημοκρατική ομοσπονδία, έσπευσαν να στηρίξουν τους αγώνες για να μη χάσουν οριστικά το τρένο. Δέχτηκαν τη δημιουργία εργοστασιακών συμβουλίων με την αρμοδιότητα να λύνουν τις διαφορές με την εργοδοσία σε κάθε εργοστάσιο. Ήταν μια μορφή συγχώνευσης των δημοκρατικών οργάνων του Οι επαναστάτες ήταν κινήματος με τα συνδικάτα, σε θέση να καθοδηγούν η οποία έδωσε τη δυνατό- απεργίες στη FIAT και τητα στους συνδικαλιστές να εξαπλώσουν την να ελέγξουν τις κινητοποι- επιρροή τους ανάμεσα ήσεις. Παράλληλα, με μια στους νέους εργάτες σε σειρά 24ωρων απεργιών με αίτημα «μεταρρυθμίσεις», δεκάδες εργοστάσια επιχείρησαν να κατευθύνουν την εργατική μαχητικότητα στη στρατηγική τους, αυτήν της συμμαχίας με τα προχωρημένα τμήματα του κεφαλαίου. Το ΚΚ Ιταλίας μπόρεσε να κερδίσει το χαμένο έδαφος, να αυξήσει σημαντικά τη δύναμη των συνδικάτων και τη δική του επιρροή μέσα στα εργοστάσια. Αλλά δεν μπορούσε αυτόματα να βάλει τέλος στις εργατικές κινητοποιήσεις. Και η δύναμη του εργατικού κινήματος κόστιζε πάρα πολύ σε όλους τους καπιταλιστές, «μεταρ41


Αφίσσα του ιταλικού «Μάη»: «Αγώνας διαρκείας, αγώνας των μαζών ΦΙΑΤ: Τί ζητάμε; Τα πάντα!»

ρυθμιστές» και «αντιδραστικούς». Μια κεντροαριστερή κυβέρνηση επιχείρησε χωρίς επιτυχία το 1970, αφήνοντας την οικονομία να κυλήσει σε μια ύφεση, να κάμψει τη μαχητικότητα των απεργών. Η αποτυχία αυτή έδωσε θάρρος στη Δεξιά, τα καθυστερημένα κομμάτια του κεφαλαίου και τους διεφθαρμένους Χριστιανοδημοκράτες που φοβόντουσαν κάθε μεταρρύθμιση να εξαπολύσουν τη δική τους επίθεση. Φασιστικές συμμορίες ανασυγκροτήθηκαν για να ανακόψουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση: βομβιστικές επιθέσεις, καθημερινές επιθέσεις στην Αριστερά, αυξανόμενη υποστήριξη στο νεοφασιστικό MSI. Η άρχουσα τάξη δεν συμμεριζόταν την κατεύθυνση προς ένα φασιστικό πραξικόπημα. Αλλά η διαβόητη «στρατηγική της έντασης» εξυπηρετούσε τα σχέδιά της, αύξανε την πίεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα να ελέγξει ακόμα πιο στενά τα συνδικάτα και να επιστρέψει οριστικά στο δρόμο των ομαλών, ελεγχόμενων αλλαγών «από τα πάνω». Το ΚΚΙ υπέκυψε στις πιέσεις. Υπό την απειλή της πτώσης της κεντροαριστερής κυβέρνησης ανέστειλε τις απεργιακές κινητοποιήσεις ενώ ο γενικός γραμματέας του κόμματος δήλωνε πως το ζήτημα στα εργοστάσια είναι πώς θα αυξηθεί η παραγωγικότητα. Το 1972 η Χριστιανοδημοκρατία εξέλεγε δική της κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή των Σοσιαλιστών και εξαπέλυε ένα όργιο τρομοκρατίας ενάντια στο εργατικό κίνημα και την επαναστατική Αριστερά. Οι συντονισμένες επιθέσεις φασιστών-αστυνομίας αυξήθηκαν κατακόρυφα, αλλά συνάντησαν αντίσταση. Το μαχητικό κλίμα των εργοστασίων μεταφέρθηκε στους δρόμους, η Αριστερά αντεπιτέθηκε με δυναμικές αντιδιαδηλώσεις. Στα εργοστάσια νέες απεργίες ξέσπασαν το 1972 και συνεχίστηκαν και το 1973. Οι παλιές δομές του ιταλικού κράτους κατέρρεαν και δεν μπορούσαν πια να ελέγξουν την πολιτική ζωή. Τα καθολικά και τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα έχαναν τα μέλη τους, η διαβόητη, άλλοτε κυρίαρχη στην επαρχία και στους νέους εργάτες «Καθολική Δρά42

ση» έβλεπε την επιρροή της να εκμηδενίζεται. Ένα δημοψήφισμα για το διαζύγιο το 1974, που η Δεξιά ήλπιζε να κινητοποιήσει τις καθολικές ψήφους και να τσακίσει την Αριστερά, γύρισε μπούμερανγκ με τη συντριπτική νίκη του «υπέρ του διαζυγίου». Τα γεγονότα των προηγούμενων χρόνων είχαν αλλάξει τους ανθρώπους, που δεν είχαν πια καμιά εμπιστοσύνη στους επισκόπους. Ο ιταλικός καπιταλισμός, εισερχόμενος στην περίοδο κρίσης, δεν μπορούσε ούτε να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις ούτε να επιβληθεί με την καταστολή, αντιμετωπίζοντας ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Η παρατεταμένη «κρίση των θεσμών» προκαλούσε τέτοια ανησυχία για το μέλλον του ιταλικού καπιταλισμού που το 1975 η εργασιακή ειρήνη πληρώθηκε ακριβά από τους καπιταλιστές, με μια ρύθμιση που αποζημίωνε αυτόματα τους εργάτες για τις συνέπειες του πληθωρισμού. Τη διέξοδο από την κρίση προσφέρθηκε να δώσει στον καπιταλισμό το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Προσανατολισμένο από δεκαετίες στην αποδοχή του από την άρχουσα τάξη ως κομμάτι του «εθνικού κορμού» και πιστό στη «νομιμότητα» και έχοντας ως στρατηγική επιλογή τη συμμαχία με το «προοδευτικό» κεφάλαιο για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με τη βαθιά πολιτική κρίση Διεθνιστική Αριστερά


ολοκλήρωσε και επίσημα τη δεξιά στροφή του στην κοινοβουλευτική, αστική νομιμότητα. Η αιματηρή ανατροπή της κυβέρνησης «Λαϊκής Ενότητας» του Αλιέντε στη Χιλή έδωσε το ιδεολογικό υπόβαθρο στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ να προωθήσει την ιδέα μιας συμμαχίας με τη Δεξιά. Η Χιλή, κατά τον Μπερλινγκουέρ, αποδείκνυε ότι μια χώρα πολωμένη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά κινδυνεύει με εμφυλίους πολέμους και πραξικοπήματα. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ο «ιστορικός συμβιβασμός» ανάμεσα στα δύο κόμματα, που θα εξασφάλιζε τη σταθερότητα για να μπορέσουν να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις που επιθυμούσε το προοδευτικό τμήμα του κεφαλαίου. Ο σχηματισμός κυβέρνησης με κομμουνιστές συνάντησε την αντίθεση όλης της άρχουσας τάξης. Είτε «προοδευτικό» είτε «αντιδραστικό», το κεφάλαιο δεν ήθελε στην κυβέρνηση ένα κόμμα ευάλωτο στις πιέσεις των εργατών. Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν Κομμουνιστικό Κόμμα σε κυβέρνηση χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ. Παρόλα αυτά, το ΙΚΚ άσκησε την πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού» στους δρόμους και τα εργοστάσια. Έριξε όλες του τις δυνάμεις στο κλείσιμο των απεργιών, στην ανοχή στη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση για να αποκατασταθεί η ηρεμία και να αποφευχθεί μια ιταλική «Χιλή». Την προσπάθεια αυτή το ΙΚΚ δεν την έκανε χωρίς αντίπαλο. Μέσα από τις καταλήψεις του 1968, τις απεργίες στην Pirelli και τη FIAT, το «θερμό φθινόπωρο», η -ανύπαρκτη ως το 1968- επαναστατική Αριστερά είχε γνωρίσει μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη. Στην Ιταλία δρούσαν τρεις οργανώσεις με χιλιάδες μέλη και τεράστια αναγνωσιμότητα των εντύπων τους. Η ομάδα γύρω από το περιοδικό Il Manifesto, που αποχώρησε από το ΙΚΚ και συγκέντρωσε γύρω από τα έντυπά της χιλιάδες αγωνιστές του ’68, ήταν η πρώτη οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς που εξέδιδε καθημερινή εφημερίδα, που λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας της Αριστεράς. Η Avanguardia Operaia, που ξεκίνησε από μια ομάδα τροτσκιστών διανοουμένων, τους εργάτες της CUB στην Pirelli και φοιτητές του Μιλάνου, χτίστηκε μεθοδικά μέσα στους αγώνες για να ενωθεί στη συνέχεια με διάφορες «μαρξιστικές-λενινιστικές» οργανώσεις και να επηρεαστεί καθοριστικά από τις ιδέες της Πολιτιστικής Επανάστασης. Τέλος, και η οργάνωση-

Ιούλιος 2008

σύμβολο του ιταλικού Μάη, η Lotta Continua, είχε δημιουργηθεί μέσα από τις συνελεύσεις εργατών-φοιτητών, και την παρέμβαση μιας ομάδας «εργατιστών» διανοουμένων γύρω από τον Σόφρι. Είχε συγκεντρώσει στις γραμμές της χιλιάδες μαχητικούς εργάτες και έμπαινε μπροστά σε κάθε μάχη που ξεσπούσε. Λειτουργούσε περισσότερο ως κέντρο συντονισμού των «πρωτοποριών» σε κάθε χώρο, απορρίπτοντας τα οργανωτικά μοντέλα και τη συγκεκριμένη ιδεολογία και στρατηγική, αντανακλώντας τις ιδέες του Σόφρι που έβλεπε τα συνδικάτα, τα κόμματα, οτιδήποτε εκτός εργοστασίου ως εχθρικό στην επανάσταση, αντιπαραθέτοντας το «αυθόρμητο». Αυτές οι οργανώσεις αποτελούσαν μια υπολογίσιμη δύναμη μέσα στην εργατική τάξη και τα μέλη τους επηρέαζαν τους εργάτες σε δεκάδες εργοστάσια. Αλλά το κρίσιμο ζήτη- Η αιματηρή ανατροπή μα για αυτές τις οργα- της κυβέρνησης νώσεις ήταν η αντιμε- «Λαϊκής Ενότητας» τώπιση του Ιταλικού του Αλιέντε στη Χιλή Κομμουνιστικού Κόμ- έδωσε το ιδεολογικό ματος με τα 1,5 εκαυπόβαθρο στον Ενρίκο τομμύριο μέλη και την κυρίαρχη παρουσία Μπερλινγκουέρ να μέσα στα συνδικάτα. προωθήσει την ιδέα Οι αδυναμίες αυτών μιας συμμαχίας με τη των οργανώσεων, που Δεξιά είχαν μόλις χτιστεί και μαζικοποιηθεί απότομα μέσα στην έκρηξη των αγώνων, επέτρεψαν στο ΚΚΙ να επιβάλει στο κίνημα την επιστροφή στην «ομαλότητα». Η Lotta, η πλέον ριζωμένη από τις επαναστατικές οργανώσεις στα εργοστάσια, αρνούνταν να κάνει δουλειά μέσα στα συνδικάτα, να στηρίξει τα εργοστασιακά συμβούλια και να δράσει από κοινού με τη βάση της CGIL για να επηρεάσει τα μέλη της. Η απουσία των επαναστατών έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να μπορέσει το ΚΚΙ να κυριαρχήσει στους χιλιάδες εργάτες που μαζικοποιούσαν τα συνδικάτα. Στην υποχώρηση των αγώνων, τα συνδικάτα ήταν αυτά που εξασφάλιζαν κάποιες κατακτήσεις για τους εργάτες, και λειτουργούσαν ως προστασία απέναντι στις διώξεις που εξαπέλυαν οι εργοδότες. Όταν η άρχουσα τάξη έβαλε μπρος τη «στρατηγική της έντασης», η αντιπαράθεση με τους φασίστες και την αστυνομία έγινε κέντρο της πολιτικής της

43


Lotta Continua, με δεκάδες ηρωικές συγκρούσεις στους δρόμους και την προσπάθεια δημιουργίας «κόκκινων βάσεων». Αλλά σύντομα φάνηκε ότι η συντονισμένη επίθεση εργοδοτών και άκρας Δεξιάς δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με διαδηλώσεις και συγκρούσεις στους δρόμους. Η ανάλυση του Il Manifesto, που έβλεπε στην αριστερή μετατόπιση του ΙΚΚ τη λύση και στη «Λαϊκή Ενότητα» της Χιλής τον μόνο δρόμο να αντιμετωπιστεί η (υποτιθέμενη) φασιστική απειλή, έγινε κυρίαρχη και στις άλλες οργανώσεις. Η Lotta Continua από την αποχή πέρασε στην άκριτη υποστήριξη για το Κομμουνιστικό Κόμμα στις εκλογές του 1975. Η Avanguardia, που συμμετείχε σε ψηφοδέλτιο μαζί με το Il Manifesto, εντοπίζοντας την πραγματική απειλή της συμμαχίας ρεφορμιστών και Δεξιάς, πραγματοποίησε στροφή το 1976, υιοθετώντας τη θεωρία της φασιστικής απειλής και την ανάγκη για μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Στις εκλογές του 1976, η Χριστιανοδημοκρατία ανεβάζει τα ποσοστά της και βγαίνει πρώτη. Το ΚΚΙ συγκέντρωσε το εντυπωσιακό 34% αλλά η εξέλιξη μετεκλογικά δεν ήταν η «κυβέρνηση της Αριστεράς» που ήλπιζαν και οι επαναστατικές οργανώσεις, αλλά η πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού». Η απογοήτευση ήταν διάχυτη και οδήγησε σε κρίση. Η Lotta Continua κατέρρευσε στο συνέδριο του 1976, οι αγωνιστές της στράφηκαν στη δουλειά μέσα από «αυτόνομα» κινήματα. Οι ηγέτες του Il Manifesto επέστρεψαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ διάσπαση έγινε και στην Avanguardia. Οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς βρίσκονταν και πάλι σε απομόνωση, ενώ η υποστηριζόμενη από το ΚΚ κυβέρνηση της Δεξιάς εξαπέλυε την αντεπίθεσή της. Το 1977 ξεσπά ένας νέος φοιτητικός ξεσηκωμός. Αλλά το ΙΚΚ είναι πλέον σε θέση να απομονώσει το κίνημα από τα εργοστάσια. Αυτή η απομόνωση επέτρεψε στην αστυνομία να είναι αδίστακτη στις επιθέσεις της. Διανοούμενοι γύρω από τον Νέ-

γκρι ανέπτυξαν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η επανάσταση θα ξεπηδούσε μέσα από τη βία των περιθωριοποιημένων της κοινωνίας. Αυτές οι ιδέες συσπείρωναν τους απογοητευμένους από την πτώση της επαναστατικής Αριστεράς αγωνιστές, που στράφηκαν στην ένοπλη δράση. Αλλά με την υποχώρηση του κινήματος, η ένοπλη δράση απομονωμένων ομάδων αποδεικνυόταν καταστροφική και αδιέξοδη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορούσε να καταδικάζει ανοιχτά πια τους φοιτητές ως «παρανοϊκούς εχθρούς της δημοκρατίας» και να στηρίζει νόμους έκτακτης ανάγκης που επέτρεψαν στην αστυνομία να εξαπολύσει πογκρόμ με την κατηγορία της τρομοκρατίας ενάντια σε οποιονδήποτε είχε σχέση με την επαναστατική πολιτική. Το ρεύμα της «Αυτονομίας» που το 1977 έδειχνε ως η εναλλακτική στην αποτυχία της «πολιτικής Αριστεράς» βρέθηκε σύντομα σε αδιέξοδο. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε υπηρετήσει τον καπιταλισμό στη μάχη του ενάντια στο επαναστατικό κίνημα, έχοντας προδώσει χιλιάδες αγωνιστές. Αλλά η επαναστατική Αριστερά, πληρώνοντας την απειρία και τα λάθη της, δεν υπήρχε πλέον ως μαζική, πειστική εναλλακτική λύση.

Τα επόμενα χρόνια

Αφίσσα του 1976 της Avanguardia Operaia: «Για τον εργατικό έλεγχο, για την κυβέρνηση της Αριστεράς». Οι ελπίδες εκατομμυρίων εργατών, ανάμεσά τους και των επαναστατών, στις εκλογές του 1976 προδώθηκαν από το Ιταλικό ΚΚ .

44

Διεθνιστική Αριστερά


Εργάτες κατεβαίνουν σε συμπαράσταση της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Οι οικοδόμοι ζητάνε «λαϊκή εξουσία».

Ο «Μάης» έφτασε με καθυστέρηση στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που είχαν δικτατορικά καθεστώτα. Αλλά είχε φτάσει με την ίδια σαρωτική ορμή του 1968, απελευθερώνοντας τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις που καταπιέζονταν για δεκαετίες. Στην Ελλάδα το «1968» είχε αρχίσει στη δεκαετία του ’60 με τους μαζικούς αγώνες ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος, με αποκορύφωμα τα Ιουλιανά το 1965, για να διακοπεί βίαια από τη χούντα των συνταγματαρχών. Αλλά ήταν αδύνατο για το καθεστώς να συγκρατεί για πάντα την κοινωνική έκρηξη που γεννούσε το σύστημα. Το 1973 ο διεθνής άνεμος εξέγερσης έφτανε στην Ελλάδα («απόψε θα γίνει Ταϋλάνδη» όπως έλεγε το σύνθημα των εξεγερμένων φοιτητών). Την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την πτώση της δικτατορίας θα διαδέχονταν οι άγριοι εργατικοί αγώνες της Μεταπολίτευσης που ανάγκασαν τους καπιταλιστές να παραχωρήσουν πολλά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Την ίδια χρονιά με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, κατέρρεε και το δικτατορικό καθεστώς στην Πορτογαλία. Μια ανταρσία των ριζοσπαστικοποιημένων (από τους αποικιακούς πολέμους) αξιωματικών, «άνοιξε το καπάκι» για να βγει η συσσωρευμένη οργή των «από κάτω» στην επιφάνεια. Η εργατική τάξη, ξεκινώντας από μαζικούς αγώνες για την πλήρη αποφασιστοποίηση του κράτους, έφτασε να απειλεί με ανατροπή τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η ανταρσία «πέρασε» από τις ανώτερες βαθμίδες του στρατού στους απλούς φαντάρους. Όλο το 1974 και το 1975 μια -πολύ «πρωτόγονη» βέβαια- συμμαχία εργατώνστρατιωτών στους δρόμους γέμιζε εφιάλτες την πορτογαλική αλλά και την πανευρωπαϊκή αστική τάξη. Ο πορτογαλικός καπιταλισμός αναγκάστηκε να προχωρήσει σε εκδημοκρατικοποίηση της πολιτικής ζωής και να ικανοποιήσει αρκετά από τα αιτήματα των εργατών. Για να συνέλθει οριστικά χρειάστηκε την ενίσχυση από τη διεθνή σοσιαλδημοκρατία και -κυρίως- την πολύτιμη χείρα βοηθείας του -«ορθόδοξου» σταλινικού παρεπιΙούλιος 2008

πτόντως- ΚΚ Πορτογαλίας. Το 1975 έπεφτε μετά από δεκαετίες και το φασιστικό καθεστώς στην Ισπανία. Ο Φράνκο λίγο πριν πεθάνει είδε το «οικοδόμημά» του να ετοιμάζεται να καταρρεύσει μέσα σε μαζικές απεργίες που δεν μπορούσε πια να καταστείλει και να ελέγξει. Η «διαθήκη» του για μια αδιάρρηκτη συνέχεια του καθεστώτος μετά από αυτόν, τσακίστηκε από τους αγώνες των εργατών. Τα σχέδια των επιγόνων του για ομαλή μετάβαση σε ένα ακροδεξιό καθεστώς με «δημοκρατική» νομιμοποίηση το ίδιο. Στην Ισπανία η άρχουσα τάξη, αξιοποίησε γρήγορα τα μαθήματα της Πορτογαλίας και δεν απειλήθηκε με ανατροπή η ίδια. Έπαιξε το «χαρτί» της σοσιαλδημοκρατίας πριν μπει σε περιπέτειες. Ενώ ο γ.γ. του ΚΚΙ και θεωρητικός «Πάπας» του ευρωκομμουνισμού, Καρίγιο, αποδείχθηκε ίσως ο πιο πρόθυμος από τους ομολόγους του να βοηθήσει στην ομαλή μεταπολίτευση. Αν και δεν απειλήθηκε άμεσα ο ισπανικός καπιταλισμός, το απεργιακό ξέσπασμα και το «φάντασμα» της Πορτογαλίας πέτυχαν να κατοχυρώσουν δικαιώματα όπως ο συνδικαλισμός που δεν ήταν καθόλου μέσα στους σχεδιασμούς της άρχουσας τάξης για τη μετα-Φράνκο εποχή. Αλλά και στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες του δυτικού καπιταλισμού, η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να ησυχάσει. Στην Αγγλία το 1974 η κυβέρνηση των Τόρηδων έπεφτε από απερ45


Διαδήλωση στην Πορτογαλία μετά την πτώση του φασισμού. Οι εργάτες διαδηλώνουν μαζί με ναύτες κάτω από το πανώ «ελευθερία».

γιακούς αγώνες που κορυφώθηκαν με μια συγκλονιστική γενική απεργία. Στις ΗΠΑ το 1975 ο Ρίτσαρντ Νίξον αναγκαζόταν σε παραίτηση μετά το σκάνδαλο Γούοτεργκέιτ και ενώ λίγο νωρίτερα την ίδια χρονιά η Το διεθνές Σαϊγκόν είχε πέσει στα χέρια επαναστατικό κύμα των Βιετκόγκ και οι ΗΠΑ του ’68 ήταν συνέχεια εγκατέλειπαν ταπεινωμένες το Βιετνάμ. των εργατικών Το κύμα αγώνων που ξεκίνουεπανάστασεων, της σε το Γενάρη του ’68 με την Πετρούπολης του 1917 επίθεση του Τετ αποδεικνυόκαι της Βαρκελώνης ταν πολύ πιο επικίνδυνο από του 1936 ένα «ξέσπασμα». Ήταν μια διεθνής αντεπίθεση των καταπιεσμένων που απείλησε σοβαρά τον καπιταλισμό. Για χρόνια, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το σύστημα δοκιμάστηκε και κλονίστηκε σοβαρά. Οι καπιταλιστές χρειάστηκαν μια δεκαετία περίπου για να αποκαταστήσουν τον έλεγχό τους στην κοινωνία και να ανασάνουν ανακουφισμένοι.

Η κληρονομιά του ‘68

Η σημασία του 1968 είναι τόσο σημαντική που και φέτος, 40 χρόνια μετά, υπήρξε πλήθος αφιερωμάτων από εφημερίδες, περιοδικά, site, κυκλοφόρησαν βιβλία, προβλήθηκαν ντοκυμαντέρ για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Όμως η παρουσίαση της εξέγερσης είναι τέτοια που αυτό που 46

επιχειρεί είναι ουσιαστικά να την «ξεγυμνώσει» από τα επικίνδυνα για το σύστημα μηνύματα που στέλνει μέχρι σήμερα. Αυτή η προσπάθεια δημιουργίας ενός «ανέμελου», «νεανικού» και -πάνω απόλα- ακίνδυνου Μάη είναι πολύ παλιά. Η αίγλη του Μάη δεν επιτρέπει στην άρχουσα τάξη είτε να τον «θάψει» είτε να του επιτεθεί ευθέως ιδεολογικά, γι’ αυτό πάντα επιχειρούσε να τον διαστρεβλώσει σύμφωνα με τις ανάγκες της. Προσπάθησε να αποκρύψει τη δράση των εργατών και να εμφανίσει ως βασικό άξονα της εξέγερσης της νεολαίας τη χρήση ναρκωτικών και το «καλοκαίρι της αγάπης». Αυτή η αστεία προπαγάνδα δε μπορεί να σταθεί μπροστά στο «πείσμα» των πραγματικών γεγονότων. Όμως η πιο επικίνδυνη προσπάθεια διαστρέβλωσης του Μάη (που κορυφώθηκε φέτος) είναι η πιο «ακαδημαϊκή» και με αριστερό «άλλοθι». Είναι η άποψη που κλήθηκαν να προωθήσουν μετανοημένοι πρωταγωνιστές όπως ο -θλιβερός πια- Κον Μπεντίτ και οι διαβόητοι «νέοι φιλόσοφοι». Το 1968 υποτίθεται ότι ήταν μια «μεταμοντέρνα» εξέγερση που σηματοδότησε το τέλος της μαρξιστικής προσέγγισης της ιστορίας. Εμφανίζεται ως μια εξέγερση «πολυκεντρική», χωρίς ένα επαναστατικό υποκείμενο, μια «πανσπερμία κινημάτων κοινωνικής κριτικής», χωρίς το κεντρικό αίτημα της ανατροπής του καπιταλισμού και την προσανατολισμένη δράση σε αυτόν το στόχο. Η ταξική σύγκρουση εμφανίζεται ως «μια ακόμα πτυχή» του 1968, και μάλιστα ως ο «επιθανάτιος ρόγχος» της «παλαιού τύπου» ταξικής σύγκρουσης. Αυτό το ιδεολόγημα (που διαπέρασε και τις γραμμές της Αριστεράς) έστρωσε το δρόμο στο «τέλος της ιστορίας» και -ακόμη χειρότερα- έφτασε να εμφανίζει το... νεοφιλελευθερισμό ως γέννημα του Μάη! Ξεκινώντας από την υποβάθμιση της ταξικής πάλης και την προβολή μιας αφηρημένης «κοινωνικής κριτικής» για τις πιο δεξιές «μεταμοντέρνες» προσεγγίσεις, η αμφισβήτηση του θρησκευτικού συντηρητισμού έγινε άλλοθι για την ισλαμοφοβία. Ο διεθνισμός παρουσιάζεται σαν άλλοθι για την Ε.Ε. Η πάλη ενάντια στην κρατική εξουσία εμφανίζεται να διΔιεθνιστική Αριστερά


καιώνεται στη λατρεία του «ατόμου», στην ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του «ανόθευτου ανταγωνισμού». Η υπεράσπιση τέτοιων αντιδραστικών θέσεων είναι μια λογική κατάληξη εάν «ξεχάσει» κανείς το πραγματικό υπόβαθρο και το χαρακτήρα της σύγκρουσης του 1968. Και η εξέγερση εκείνης της περιόδου έπιανε το νήμα της Πετρούπουλης του 1917 και της Βαρκελώνης του 1936. Ήταν -με τα δικά της χαρακτηριστικάσυνέχεια των εργατικών επαναστάσεων και της πάλης του «βυθού» της κοινωνίας να ανατρέψει τους εκμεταλλευτές του. Τα ίδια τα γεγονότα που χαρακτήρισαν τον παγκόσμιο Μάη μιλάνε από μόνα τους. Τον «τόνο» στην περίοδο έδινε ο αντιϊμπεριαλιστικός αγώνας των Βιετναμέζων και η διεθνιστική αλληλεγγύη των Αμερικανών που κήρυσσαν τον «πόλεμο» στην δική τους αστική τάξη με το σύνθημα «φέρτε τον πόλεμο μέσα στις ΗΠΑ». Οι Μαύροι Πάνθηρες που για να απαλλάγει ο μαύρος πληθυσμός από την καταπίεση πάλευαν να τσακίσουν το σύστημα που στηριζόταν στην εκμετάλλευσή τους. Και κυρίως τον τόνο έδινε η -«παλαιομαρξιστική»μεγαλύτερη γενική απεργία της ιστορίας που έκανε τον γαλλικό Μάη παγκόσμιο και διαχρονικό σημείο αναφοράς. Η «συγκεντρωτική» κατεύθυνση των εξεγερμένων ενάντια στον καπιταλισμό και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της εκμεταλλευόμενης τάξης, του προλεταριάτου σε αυτήν την πάλη δεν ήταν τυχαία. Το σύστημα που δημιουργεί τον ρατσισμό, τον πόλεμο, που καλλιεργεί τις συντηρητικές ιδεολογίες, στηρίζει την ίδια του την ύπαρξή στην εκμετάλλευση των εργατών. Αυτή η εκμετάλλευση δεν είναι μια «πτυχή» της φύσης του καπιταλισμού, αλλά η ουσία του. Αυτό είναι που κάνει τον αγώνα των εργατών εναντίον του «κεντρικό», που κάνει την εξέγερση των εργατών τη μόνη θανάσιμη απειλή για το σύστημα. Και με τη μαζική είσοδο των εργατών στο προσκήνιο το 1968, η εξέγερση πήρε σαφή χαρακτήρα ανατροπής του συστήματος.

Τα ίδια τα συνθήματα της περιόδου εξέφραζαν αυτήν την ελπίδα, της ανατροπής του συστήματος, του τέλους της εκμετάλλευσης. Από το «Φέρτε τον πόλεμο σπίτι» στις ΗΠΑ και τις προσπάθειες των επαναστατικών μαύρων οργανώσεων αλλά και του Λούθερ Κινγκ πριν δολοφονηθεί να συνδεθεί το αντιρατσιστικό με το εργατικό κίνημα. Μέχρι τα αντικαπιταλιστικά συνθήματα του κινήματος στη Δυτική Γερμανία και το «Εργατική εξουσία» στα πανώ των Άγγλων φοιτητών. Από το «Ανιέλι, η Ινδοκίνα είναι στο εργοστάσιό σου» των Ιταλών απεργών, στις κόκκινες σημαίες που κυριαρχούσαν στις εργατικές διαδηλώσεις στο Τορίνο και το Μιλάνο, που κυμάτιζαν στα γαλλικά πανεπιστήμια και τα οδοφράγματα των φοιτητών. Στα φοιτητικά δωμάτια, στα πανεπιστήμια, στους δρόμους και στις διαδηλώσεις έβλεπε κανείς μόνο τα πορτρέτα του Μαρξ, του Λένιν, του Γκεβάρα, του Τρότσκι, του Μάο, της Λούξεμπουργκ, του Χο-Τσι-Μινχ. Ιδιαίτερα στη Γαλλία που έγινε σημείο αναφοράς, τα ευφάνταστα συνθήματα που χάρισαν μια ιδιαίτερη ομορφιά και γοητεία στην εξέγερση: -«Η φαντασία στην εξουσία», «κάτω απ’ το λιθόστρωτο υπάρχει παραλία»- κ.λπ., η αμφισβήτηση στο σύστημα από πλατιά τμήματα του πληθυσμού και η κριτική σε κάθε είδους καταπίεση, «πάτησαν» στις απελευθερωτικές δυνάμεις που «εξαπέλυσε» η γενική απεργία διαρκείας για να βγουν στο προσκήνιο. Οι διαδηλώσεις δεν έληγαν πια με τη «Μασσαλιώτιδα» αλλά με τη Διεθνή. Η «πολυχρωμία» του Μάη δε λειτούργησε αντιπαραθετικά, αλλά μπόρεσε να αναδειχθεί με μαζικότητα μόνο μέσα από την κυριαρχία του «κόκκινου». Μέσα από τη συγκέντρωση

Αφίσσα του γαλλικού Μάη που δεν είναι τυχαία μια από τις πιο διάσημες: το σφυρί και το αμόνι τσακίζουν το κεφάλαιο.

Ιούλιος 2008

47


στο σύνθημα «Μια μόνο λύση, Επανάσταση» που έγινε οδηγός δράσης για εκατομμύρια αγωνιστές. Και ακόμα και αν κάποιοι δεν συνειδητοποιούν το μέγεθος της απειλής που αποτελούσε ο Μάης για τους καπιταλιστές, το κατάλαβαν καλύτερα από όλους οι ίδιοι. Μπορεί να το δει κανείς στον πανικό και την απελπισία τους κατά την κορύφωση της εξέγερσης. Στην παραίΉρθε στο προσκήνιο τηση του Λίντον Τζόνσον που ομολογούσε θλιμμένος μια αγωνιστική ότι «αυτή η χώρα συγκλοπρωτοπορία νίζεται από ένα αγεφύρωτο που επιχειρούσε χάσμα», στο «όλα χάθηκαν, μισοσυνειδητά η χώρα έπεσε στα χέρια των μισοασυνείδητα, να κομμουνιστών» του Ντε ξαναπιάσει το νήμα των Γκωλ, ακόμα και στις φήμες ιδεών του πραγματικού ότι τον Μάη κάποιοι Γάλλοι καπιταλιστές εγκατέλειπαν Λένιν, του Τρότσκι, της τη χώρα. Αλλά κυρίως το Λούξεμπουργκ μέγεθος της απειλής φαίνεται από τη λυσσασμένη τους προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την εξέγερση. Οι άρχουσες τάξεις παγκόσμια χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να γλιτώσουν. Εξαπέλυσαν την πιο άγρια καταστολή ενάντια στο κίνημα (με τα CRS, με τα γεγονότα στο Σικάγο, τη «στρατηγική της έντασης» και τη στήριξη φασιστικών ομάδων στην Ιταλία μέχρι το φλερτάρισμα με την ιδέα πραξικοπημάτων σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία και τον εμφύλιο πόλεμο στην Πορτογαλία). Και από την άλλη, υποχρεώθηκαν σε υποχωρήσεις που ξεκινούσαν από επώδυνες για τους ίδιους υλικές παραχωρήσεις στην εργατική τάξη (ωράρια, αυξήσεις, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, συνδικαλιστικές ελευθερίες) και έφταναν στη ριζική αλλαγή του εποικοδομήματος με το οποίο ασκούσαν τον έλεγχό τους στην κοινωνία επί δεκαετίες. Ο συντηρητισμός του ’50, η εκκλησιαστική ηθική, η σεξουαλική καταπίεση, το πρότυπο της «χαρούμενης νοικοκυράς», η «λευκή Αμερική» του Μακαρθισμού, η κυριαρχία του Βατικανού στην ιταλική κοινωνία, το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στην Ελλάδα, η μεταπολεμική αντικομμουνιστική «εθνικοφροσύνη», όλα αυτά σαρώθηκαν. Τα βήματα που έγιναν για την ισότητα των φύλων, η δυνατότητα των ομοφυλόφιλων να διαδηλώνουν, το ενδεχόμενο η Αμερική να αποκτήσει σήμερα μαύρο πρόεδρο οφείλονται στον Μάη. Οι δι-

48

κτατορίες στη Νότια Ευρώπη, τα ψυχροπολεμικά κράτη της Δεξιάς σε Γαλλία και Ιταλία, ο θεσμοθετημένος ρατσισμός στον αμερικάνικο Νότο κατέρρευσαν. Κατακτήθηκαν αδιανόητες στη δεκαετία του ’50 συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες. Τα πανεπιστήμια από «στρατώνες», έγιναν κέντρα πολιτικής και ιδεολογικής συζήτησης, η κατάληψη «καθιερώθηκε» ως το πιο δυνατό όπλο του φοιτητικού κινήματος. Αυτός ο συνδυασμός της πιο ανελέητης καταστολής από τη μια και τέτοιων ριζικών ανατροπών στις δομές και την ηθική του καπιταλισμού από την άλλη δεν θα μπορούσε να προκύψει απλά από την «αμφισβήτηση της νεολαίας στη συντήρηση». Ήταν η πυρετώδης προσπάθεια των καπιταλιστών να σώσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Και αν το «καρότο και το μαστίγιο» μπόρεσε να τους γλιτώσει και στη δεκαετία του ’70 να αποκαταστήσουν τον έλεγχό τους στην κοινωνία, ο Μάης τους ενοχλεί μέχρι σήμερα. Τόσο οι υλικές κατακτήσεις που επέβαλλε, τις οποίες επιχειρούν επί δεκαετίες να πάρουν πίσω με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση, όσο και το «φάντασμα» της εξέγερσης το οποίο τους τρομάζει μέχρι σήμερα. Η μετεκλογική φράση του Σαρκοζί «να τελειώνουμε με τον Μάη του ‘68» συμπυκνώνει το μένος της άρχουσας τάξης ενάντια στις συλλογικές συμβάσεις, την προστασία κατά των απολύσεων, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, το άσυλο στα πανεπιστήμια. Αλλά και τον φόβο τους απέναντι στην «εξωφρενική αντίληψη ότι οι διαδηλώσεις και οι απεργίες θα καθορίσουν την οικονομία, ότι η πολιτική γίνεται στο πεζοδρόμιο» όπως έγραφε απηυδησμένος ο γαλλικός δεξιός Τύπος για τις συνεχείς κινητοποιήσεις ενάντια στα μέτρα του «Σαρκό». Και στην Ελλάδα δεν ακούμε σπάνια μπλε και πράσινους νεοφιλελεύθερους να ισχυρίζονται ότι «πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε πια στη Μεταπολίτευση», ότι άγριες απεργίες, καταλήψεις και κατακτήσεις όπως το πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να πάψουν να υπάρχουν. Πέρα από τις ανατροπές που έφερε στο σύστημα, το 1968 έφερε ριζικές και πολύ σημαντικές αλλαγές και μέσα στην Αριστερά. Μετά από δεκαετίες κυριαρχίας του, έσπασε ο σταλινικός μονόλιθος. Για πρώτη φορά η «ορθοδοξία» της Μόσχας και οι ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε όλο τον κόσμο δέχθηκαν αμφισβήτηση από τα αριστερά και μάλιστα με

Διεθνιστική Αριστερά


μαζικούς όρους, από χιλιάδες νέους αγωνιστές που έψαχναν πιο επαναστατικές τακτικές και στρατηγική από αυτήν των «βολεμένων γραφειοκρατών». Για όλους αυτούς, τους φοιτητές και τους νέους εργάτες, τα ΚΚ δεν ήταν τα «κόμματα της αντίστασης», τα «ιστορικά κόμματα της εργατικής τάξης», αλλά τα κόμματα που καταδίκαζαν τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, που δεν στήριζαν τις προσπάθειες των νέων εργαζομένων να αντισταθούν και καταδίκαζαν σαν «ακραίες» και «προβοκατόρικες» τις άγριες απεργίες, τα κόμματα που δε στήριξαν τον αγώνα των Αλγερινών ή των Βιετναμέζων ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αυτοί οι αγωνιστές, μαζικοποίησαν ή έφτιαξαν από το μηδέν οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Ερχόταν στο προσκήνιο μια αγωνιστική πρωτοπορία που επιχειρούσε μισοσυνειδητά μισοασυνείδητα, να ξαναπιάσει το -κομμένο βίαια από το σταλινισμό- νήμα των ιδεών του πραγματικού Λένιν, του Τρότσκι, της Λούξεμπουργκ. Το δίλημμα και η διαχωριστική γραμμή «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» επανήλθε ως στρατηγική συζήτηση με μαζικούς όρους. Αλλά και με οργανωτικούς όρους, γεννιόταν μια νέα, επαναστατική Αριστερά που αποτελούσε ένα συγκροτημένο αντίπαλο δέος στα μεταρρυθμιστικά ΚΚ. Η εξέγερση ανέδειξε τη διαχωριστική γραμμή

Ιούλιος 2008

ανάμεσα στις «δύο Αριστερές» εμφατικά. Ήταν οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, οι οποίες σε όλες τις χώρες έδωσαν σκληρή μάχη να οξυνθεί η σύγκρουση με τον καπιταλισμό και έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις στο να προσανατολίσουν το κίνημα στην κατεύθυνση της ανατροπής του συστήματος. Ήταν οι αγωνιστές αυτών των οργανώσεων που μπήκαν μπροστά στις πιο άγριες μάχες και που η σύνδεσή τους με τη μεγάλη μάζα των εργατών και των φοιτητών που κατέβαιναν μαζικά στους δρόμους ήταν η μεγάλη απειλή για τους καπιταλιστές. Και αυτό το ήξεραν καλά οι καπιταλιστές οι οποίοι κατεύθυναν την πιο άγρια καταστολή εναντίον τους. Κατά την αντεπίθεση των «από πάνω» καθώς το κίνημα υποχωρούσε, στο στόχαστρο πρώτα και κύρια βρέθηκαν οι πρωτοπορίες που είχαν αποκτήσει αγωνιστικές εμπειρίες και στελέχωναν την νέα επαναστατική Αριστερά με πιο εμφατικό παράδειγμα την Ιταλία (αλλά και εξίσου σκληρές διώξεις σε όλες τις χώρες). Από την άλλη, ο καπιταλισμός -πέρα από τις προσπάθειές του με τη βία και με υποχωρήσειςδεν θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί χωρίς την καθοριστική στήριξη που του πρόσφεραν στις κρίσιμες στιγμές τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Η στάση τους, είτε «ορθόδοξα» είτε «ευρωκομμουνιστικά», απέναντι στο κίνημα υπήρξε

Διαδήλωση του 1968. Τον τόνο δίνουν ο Λένιν και ο Τσε.

49


όμοια σε κάθε χώρα. Έχοντας κοινή αφετηρία τη λογική της μεταρρύθμισης του συστήματος και ενός ομαλού, «ειρηνικού» περάσματος στο σοσιαλισμό κατέληξαν να παίξουν κατασταλτικό ρόλο απέναντι στην εξέγερση. Έριξαν όλες τους τις δυνάμεις στο να στραγγαλίσουν την επιρροή των «αριστεριστών» και να περιορίσουν το κίνημα στο να μην παρασύρεται σε «τρέλες» προκειμένου να επιτευχθεί ο «ρεαλιστικός», δήθεν, στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς. Στο όνομα αυτού του στόχου, κατέληξαν να λειτουργούν απεργοσπαστικά, εχθρικά προς το κίνημα φτάνοντας στο σημείο σε αρκετές περιπτώσεις να δίνουν κάλυψη στην κρατική καταστολή. Τα κόμματα αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να μπει τέλος στις κινητοποιήσεις μέσα από «συμβόλαια» με τις άρχουσες τάξεις. Αλλού το ονόμασαν «ιστορικό συμβιβασμό», αλλού «κοινωνικό συμβόλαιο», αλλού «μορατόριουμ», αλλά παντού εξασφάλισαν την κοινωνική ειρήνη που χρειάζονταν οι καπιταλιστές για να ανασυνταχθούν. Η επιτυχία των ρεφορμιστικών κομμάτων στο να κυριαρχήσουν μέσα στο κίνημα και να μπορέσουν να το κατευθύνουν στην «ομαλότητα» δεν αποτελεί κάποια ιστορική δικαίωση της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής. Η «μάχη» στο εσωτερικό του κινήματος ήταν από την αρχή άνιση για τους επαναστάτες. Οι οργανώσεις τους ήταν νέες από κάθε άποψη. Ηλικιακά, τα περισσότερα στελέχη και μέλη τους που κλήθηκαν να καθοδηγήσουν μια εξέγερση ήταν φοιτητές και νεαροί εργάτες που είτε είχαν πρόσφατα αποχωρήσει από τα ΚΚ απογοητευμένοι, είτε μόλις πρωτοέμπαιναν στην πολιτική. Οι ίδιες, ως οργανώσεις, συνήθως μετρούσαν λίγα χρόνια ή και μήνες ζωής και οι δεσμοί τους με την εργατική τάξη ήταν νωποί και καθόλου σταθεροί. Η πολιτική τους και η τακτική τους καθοριζόταν καθημερινά μέσα στις απότομες στροφές και τη φωτιά της εξέγερσης, ενώ δεν είχαν προλάβει να συγκροτήσουν ένα σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό. Τότε ακόμα ανακάλυπταν την επαναστατική παράδοση, ενώ δέχονταν παράλληλα επιρροές από κάθε «νέα ιδέα» που έβγαινε στο προσκήνιο: μαοϊσμός, Μαύρη Δύναμη, Μαρκούζε, γκεβαρισμός, πίστη στη δράση των εργατών και στη λογική των «αντάρτικων εστιών» ταυτόχρονα, οι επαναστατικές οργανώσεις δεν είχαν προλάβει να ξεδιαλύνουν τις ιδεολο-

50

γικές αναφορές τους. Δεν είχαν την παραμικρή εμπειρία στην τακτική του ενιαίου μετώπου, τον μόνο τρόπο δηλαδή με τον οποίο θα μπορούσαν να δώσουν συστηματικά τη μάχη επιρροής και συσχετισμών με τα ρεφορμιστικά κόμματα. Ήταν τόσο «φρέσκιες» που δυσκολεύονταν να συνδεθούν με την πραγματική επαναστατική παράδοση του Λένιν και του Τρότσκι. Απέναντί τους, είχαν κόμματα εκατοντάδων χιλιάδων μελών, που επηρέαζαν εκατομμύρια εργάτες είτε σε εκλογικό είτε σε συνδικαλιστικό επίπεδο. Μετρούσαν δεκαετίες ζωής, δράσης, ισχυρών δεσμών με την εργατική τάξη. Είχαν πανίσχυρους μηχανισμούς και έμπειρα στελέχη ενώ ήταν τα κόμματα με την αίγλη του Οκτώβρη και των αδελφικών δεσμών με το «διεθνές κέντρο» του «κομμουνιστικού κινήματος». Δεν ήταν καθόλου εύκολο για τους επαναστάτες να μπορέσουν να σπάσουν αυτήν την επί δεκαετίες παραδοσιακή κυριαρχία των ΚΚ στα εργοστάσια. Μπόρεσαν να επηρεάσουν τμήματα της εργατικής τάξης, να κατευθύνουν σε ένα βαθμό τις εξελίξεις, αλλά όχι να αποκτήσουν την ηγεμονία του κινήματος συνολικά. Άλλωστε τη στιγμή που οι ίδιοι συναντούσαν τη λυσσασμένη εχθρότητα του αστικού κράτους, τα ρεφορμιστικά κόμματα δέχονταν κάθε στήριξη από τους καπιταλιστές προκειμένου να μπορέσουν να κυριαρχήσουν. Ο πολιτικός πρωτογονισμός των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς κόστισε ακόμη περισσότερο όταν η «ομαλότητα» αποκαταστήθηκε και οι συνθήκες για την επαναστατική Αριστερά δυσκόλεψαν. Όπως, όμως, φάνηκε τα επόμενα χρόνια -με αμείλικτο τρόπο-, δεν επρόκειτο για μια ιστορική επικράτηση της «μεταρρύθμισης», αλλά για νίκη στο συγκεκριμένο «γύρο». Αφού οδήγησαν το κίνημα στον εκλογικό δρόμο, τα Κομμουνιστικά Κόμματα απέτυχαν στο στόχο της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας. Αφενός οι καπιταλιστές στηρίχτηκαν στα ΚΚ για να αντιμετωπίσουν την εξέγερση, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να τα στηρίξουν στην κυβέρνηση. Αφετέρου, τα ίδια τα ΚΚ προσπαθώντας να πετύχουν το στόχο της εκλογικής πλειοψηφίας, να εμφανιστούν «υπεύθυνα» για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τμημάτων της άρχουσας τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, ακολούθησαν μια σοσιαλδημοκρατική πρακτική και ρητορεία. Και αυτό που πέτυχαν ήταν να αναστήσουν την,

Διεθνιστική Αριστερά


νεκρή σε πολλές χώρες, σοσιαλδημοκρατία. Τα μεγαλύτερα ΚΚ στην ιστορία, το γαλλικό και το ιταλικό, είδαν τους περιθωριοποιημένους για δεκαετίες σοσιαλδημοκράτες να ενισχύονται αλματωδώς. Το γαλλικό ΚΚ μεταβλήθηκε σε πολιτικό «νάνο» μπροστά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ το ιταλικό ΚΚ μεταλλάχτηκε το ίδιο σε μια απ’ τις πιο δεξιές σοσιαλδημοκρατίες της Ευρώπης. Στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα όπου δεν υπήρξε ποτέ ή είχε πάψει για δεκαετίες να υπάρχει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εμφανίστηκαν σχεδόν από το μηδέν ο Σοάρες, ο Γκονζάλες και ο Παπανδρέου για να κυριαρχήσουν μέσα στην εργατική τάξη και να θριαμβεύσουν εκλογικά. Παντού οι καπιταλιστές προτίμησαν την (πιο «συνεπή») σοσιαλδημοκρατία για να εξασφαλίσουν την εργατική συναίνεση. Και παντού οι πολιτικές των ΚΚ οδήγησαν στη στροφή των εργατών στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που -σε ένα βαθμό- κέρδισαν επιρροή «βγαίνοντας από τα αριστερά» σε επίπεδο ρητορείας. Η πολιτική των ρεφορμιστών δεν μπόρεσε να κερδίσει σχεδόν τίποτα για για την εργατική τάξη. Είτε μέσα από κυβερνήσεις «πληθυντικής Αριστεράς», είτε μέσα από την «υπεύθυνη αντιπολίτευση» και την ανοχή σε σοσιαλδημοκρατικές (αλλά και δεξιές) κυβερνήσεις, το μεταρρυθμιστικό όρα-

μα αποδεικνυόταν χίμαιρα. Τα ΚΚ στο όνομα της μετριοπάθειας ανέχτηκαν ή και συνέβαλλαν στην αντεπίθεση του κεφαλαίου που μετά την οικονομική κρίση του 1977 έβαζε μπρος για να πάρει πίσω ό,τι έχασε το 1968. Ο πολιτικός λόγος τους αλλά και η δράση τους μετακινούνταν όλο και πιο δεξιά όσο υποχωρούσε το κίνημα και εντεινόταν η επίθεση των καπιταλιστών. Οι μεταρρυθμιστές, είτε στην εκδοχή των ΚΚ, είτε στην εκδοχή της αναγεννημένης σοσιαλδημοκρατίας, δεν μπόρεσαν καν να πετύχουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Και ο νεοφιλελευθερισμός ως κυρίαρχη επιλογή της άρχουσας τάξης τις επόμενες δεκαετίες αποδείχθηκε ακόμη πιο σκληρός για τους ρεφορμιστές. Μην αφήνοντας κανένα περιθώριο για μεταρρυθμίσεις, αφαίρεσε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Με πιο εμφατική την κρίση των δύο άλλοτε κραταιών ΚΚ, του ιταλικού και του γαλλικού. Το ΚΚΓ μετά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση της «πληθυντικής Αριστεράς» με τους Σοσιαλιστές καταρρίπτει το ένα αρνητικό εκλογικό ρεκόρ μετά το άλλο φτάνοντας σήμερα σε ιστορικά χαμηλή επιρροή. Ενώ στην Ιταλία, τη χώρα που το ΙΚΚ συγκέντρωνε πάνω από 1 εκατομμύριο μέλη και ποσοστά άνω του 30% στις εκλογές, η μακριά διαδρομή από την προδοσία του «ιστορικού συμβιβασμού» στην νεοφιλελεύθερη και ρατσιστική κυβέρνηση Πρόντι οδήγησε στην πρώτη βουλή χωρίς αριστερό βουλευτή μετά το 1945. Ο «ρεαλισμός» του μεταρρυθμιστικού δρόμου αποδείχτηκε η μεγαλύτερη ουτοπία. Οι κυβερνήσεις της Αριστεράς, η «υπεύθυνη» πολιτική, η μετριοπάθεια του «ειρηνικού δρόμου» δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν για τους εργάτες ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό όσων κατέκτησε η «τρέλα» και οι «ουτοπίες» του 1968. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη. Ακόμα και στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, των μικρών βελτιώσεων στη ζωή των «από κάτω», ήταν οι επαναστατικές πολιτικές που αγκαλιάστηκαν από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους το 1968 που μπόρεσαν να πετύχουν νίκες. Η κυριαρχία των μεταρρυθμιστικών πολιτικών τα επόμενα χρόνια αυτό που «πέτυχε» ήταν να αρ-

Αφίσσα του γαλλικού Μάη: «Μάης ’68: Αρχή ενός παρατεταμένου αγώνα».

Ιούλιος 2008

51


χίσει το ξήλωμα όλων των παραχωρήσεων που κέρδισε από τους αστούς ο «μπαμπούλας» της επανάστασης. Σήμερα, για να μπει ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο σάρωμα αυτών των κατακτήσεων, για να μπορέσουμε να πετύχουμε σημαντικές νίκες είναι αναγκαία μια αντεπίθεση ανάλογη του 1968. Είναι ανάγκη και στην καθημερινή δράση μας στους αγώνες και στο όραμά μας να πιάσουμε το νήμα της επαναστατικής έκρηξης του 1968. Και μια νέα έκρηξη, εκτός από αναγκαία, είναι και εφικτή. Χρόνια σαν το 1968 υπήρξαν και θα υπάρξουν ξανά. Έρχονται περίοδοι που η συσσωρευμένη οργή για την καταπίεση και την εκμετάλλευση βγαίνει στην επιφάνεια. Εκατομμύρια άνθρωποι παύουν να ανέχονται τις συνθήκες γύρω τους και να τις θεωρούν Μια νέα έκρηξη, εκτός αυτονόητες όπως συνήθως. Αποκτούν εμπιστοσύνη στις από αναγκαία, είναι δυνάμεις τους, πιστεύουν και εφικτή. Χρόνια σαν ότι μπορούν να αλλάξουν το 1968 υπήρξαν και τον κόσμο. Τέτοιες εκρήθα υπάρξουν ξανά. ξεις από τα κάτω αλλάζουν Έρχονται περίοδοι τους ίδιους τους ανθρώπους που η συσσωρευμένη που μπαίνουν στη μάχη για οργή για την καταπίεση να αλλάξουν τον κόσμο. «Απλοί» άνθρωποι ξεπερκαι την εκμετάλλευση νούν τις ηγεσίες τους, οργαβγαίνει στην επιφάνεια νώνουν αυθόρμητες απεργίες, κατεβαίνουν στους δρόμους, στήνουν οδοφράγματα, παίρνουν τον αγώνα και τις ζωές τους στα χέρια τους, ηγέτες της βάσης αναδεικνύονται κατά χιλιάδες και εκατομμύρια. Είναι χρόνια επαναστατικής ελπίδας, όταν για εκατομμύρια ανθρώπους η επανάσταση παύει να είναι ουτοπία και είναι πρόθυμοι να παλέψουν ηρωικά, με κάθε μέσο για να ανατρέψουν τους εκμεταλλευτές τους. Το 1968 που έγινε στον «ανεπτυγμένο» καπιταλισμό και μέσα στην καρδιά του είναι το πιο εμφατικό παράδειγμα. Ένα σημαντικό ποσοστό των Αμερικάνων το 1968 δήλωναν επαναστάτες, η πλειοψηφία της μαύρης νεολαίας δήλωναν Μαύροι Πάνθηρες, χιλιάδες Ιταλοί εργάτες έβαζαν τις επαναστατικές ιδέες και τακτικές σε κάθε εργοστάσιο της χώρας, τα πανώ στα κατειλημμένα εργοστάσια της Γαλλίας ξεκίνησαν να διεκδικούν «Αυξήσεις-σύνταξη», μετά «Κυβέρνηση Σοσιαλιστών-ΚομμουνιστώνΣυνδικάτων» για καταλήξουν στο τέλος να απαιτούν «εργατικό έλεγχο στην παραγωγή». Ανάλογες εκρήξεις θα έρθουν. Οι καταστροφι-

52

κές συνέπειες για την εργατική τάξη των τριών δεκαετιών νεοφιλελεύθερων επιθέσεων, το γύρισμα της κοινωνίας δεκαετίες πίσω σε επίπεδο δικαιωμάτων, οι εντεινόμενες ρατσιστικές πολιτικές, δεν μένουν αναπάντητα. Ενώ οι χαμένοι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, η περιβαλλοντική καταστροφή, η οικονομική κρίση και η παγκόσμια πείνα που έχουν να διαχειριστούν οι καπιταλιστές κάνει το μείγμα ακόμη πιο εκρηκτικό. Η βαρβαρότητα στην οποία ωθεί την κοινωνία το σύστημα είναι πλέον συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη που βλέπουν τις ζωές τους να χειροτερεύουν δραματικά σε κάθε επίπεδο ενώ ο παραγόμενος πλούτος και οι τεχνολογικές δυνατότητες έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Δεν μπορούμε και δεν είναι το κρίσιμο να κάνουμε προβλέψεις για το πότε και από πού θα ξεσπάσει το επόμενο επαναστατικό κύμα. Αυτό που μπορούμε και είναι κρίσιμο να κάνουμε είναι στο μεταξύ να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις ώστε οι «από κάτω» να είμαστε έτοιμοι και καλύτερα οργανωμένοι όταν θα χρειαστεί να δοθεί η μάχη. Το μάθημα για πολλούς αγωνιστές του 1968 ήταν ότι για να τα βάλουν με την οργανωμένη αντίδραση των «από πάνω» και να μπορέσουν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας και των ΚΚ, να ηγηθούν του κινήματος για να το οδηγήσουν στη νίκη δεν αρκούσε η καλή, επαναστατική, διάθεση μερικών αγωνιστών. Χρειάζονταν μαζικές επαναστατικές οργανώσεις με ιδεολογία και στρατηγική, με εμπειρία από αγώνες, με οργανωμένη παρέμβαση και δεσμούς με το κίνημα. Αυτό παραμένει πολύτιμο μάθημα και καθήκον κάθε αγωνιστή μέχρι σήμερα. Στηρίζοντας την ταξική αντίσταση σήμερα, ετοιμαζόμαστε ταυτόχρονα για τις μελλοντικές εξεγέρσεις χτίζοντας και ενισχύοντας οργανωτικά, πολιτικά, ιδεολογικά το επαναστατικό ρεύμα μέσα στην Αριστερά και το κίνημα. Το πρόβλημα με τον «Μάη» δεν ήταν ότι «πήγε πολύ μακριά» όπως ισχυρίζεται από τότε μέχρι σήμερα η μεταρρυθμιστική άποψη. Ήταν ότι δεν μπόρεσε να πάει μέχρι τέλους, μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού και το οριστικό τέλος της εκμετάλλευσης. Θα χρειαστεί μια μαζική επαναστατική Αριστερά ώστε ο επόμενος «Μάης» να φτάσει μέχρι τη νίκη και την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από κάθε εκμετάλλευση και καταπίεση.

Διεθνιστική Αριστερά


Χιλή: Κράτος και Επανάσταση

Το πρόβλημα στη Χιλή δεν ήταν ότι οι εργάτες «πήγαν πολύ μακριά», αλλά ότι άφησαν το κράτος και τις δομές του καπιταλισμού στη θέση τους.

Τ

ριανταπέντε χρόνια πριν η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του προέδρου Αλιέντε ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του δικτάτορα Πινοσέτ. Το ξημέρωμα της 11 Σεπτεμβρίου του 1973 τανκς πλημμύρησαν τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Χιλής και μια βροχή από βόμβες έπεσε στο προεδρικό μέγαρο «La Moneda» στο Σαντιάγο σκοτώνοντας τον Αλιέντε. «Το πραξικόπημα επιβλήθηκε με απίστευτη βία. Χιλιάδες άνθρωποι βιάστηκαν, βασανίστηκαν απάνθρωπα και δολοφονήθηκαν. Μόνο στους 12 πρώτους μήνες της χούντας 30000 άνθρωποι εξοντώθηκαν. Ήταν οι πιο θαραλλέοι αγωνιστές της εργατικής τάξης που εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν μέσα από την αγαστή συνεργασία ντόπιων και ξένων μυστικών υπηρεσιών. Η χούντα δεν φρόντισε απλώς να τους δολοφονήσει αλλά και να διαμελήσει τα σώματα τους σε μια προσπάθεια να προειδοποιήσει και να τρομοκρατήσει τις επόμενες γενιές».(1) Στα χρόνια που ακολούθησαν, χιλιάδες αριστεΙούλιος 2008

του Tom Lewis μετάφρασηεπιμέλεια: Βασίλης Γιαννούλης

ροί, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών εξορίστων, κυνηγήθηκαν και δολοφονήθηκαν από την μυστική αστυνομία του Πινοσέτ. Το πραξικόπημα σήμανε το τραγικό τέλος του «χιλιανού δρόμου», ή αλλιώς του χιλιανού πειράματος για τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το βίαιο τέλος. Οι περισσότερες συντάσσονται με τη γραμμή που είχε το Χιλιανό Κομμουνιστικό Κόμμα στο ξεκίνημα της χούντας, ότι δηλαδή οι Χιλιανοί εργάτες «προχώρησαν πολύ μακριά» και «εξώθησαν» τα αφεντικά, το στρατό, και την CIA στη «λύση» του πραξικοπήματος. Πρόκειται για την αντίληψη ότι οι ειρηνικές μεταρρυθμίσεις - και όχι ο επαναστατικός δρόμος - είναι η μοναδική «ρεαλιστική» λύση για το εργατικό κίνημα. Κι όμως, τα γεγονότα του 1973 οδηγούν στο εντελώς αντίθετο συμπέρασμα. «Το κεντρικό ζήτημα στη Χιλή ήταν το ζήτημα της εξουσίας, το ζήτημα της σχέσης του κράτους με την επανάσταση. Η περίοδος της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας αποτελεί 53


Ο Αλιέντε με το όπλο στο χέρι υπερασπίζεται το προεδρικό μέγαρο. Οι αυταπάτες του οδήγησαν στον ηρωικό του θάνατο.

μια πράξη ενός παλιού έργου, της ιδέας ότι το αστικό κράτος μπορεί με κάποιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί υπηρετώντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης» (2). Πράγματι, οι εργάτες της Χιλής πήγαν «πολύ μακριά», πολύ μακριά για την κυρίαρχη τάξη της Χιλής. Η ταξική πάλη στη Χιλή την περίοδο 1972- 73 έφτασε στο σημείο να απειλεί την ίδια την ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι αστοί της Χιλής αντιλήφθηκαν το πρόβλημα και πήραν τα μέτρα τους ανατρέποντας την κυβέρνηση του Αλιέντε επειδή η κυβέρνηση αυτή δεν μπορούσε να συγκρατήσει αποτελεσματικά το εργατικό κίνημα. Όταν όμως ήρθαν αντιμέτωποι με την εντεινόμενη στρατιωτική απειλή, ο Αλιέντε και άλλοι ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας συνέχισαν να παραμένουν πιστοί στην ιδέα της μεταρρύθμισης του κράτους. Για την ήττα του χιλιανού εργατικού κινήματος το 1973 ευθύνονται οι ρεφορμιστές και οι αυταπάτες τους για τη φύση του καπιταλιστικού κράτους. Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης δεν ήταν καθόλου μοιραίο. Η επικαιρότητα και η χρησιμότητα αυτής της συζήτησης είναι προφανής για μια αριστερά που κοιτάει το παρελθόν και τις κρίσιμες καμπές του εργατικού κινήματος όχι για να θρηνήσει ή να διηγηθεί ηρωικές στιγμές, αλλά για να βγάλει συμπεράσματα και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σήμερα.

Ένα διαφορετικό Λαϊκό Μέτωπο

O Αλιέντε ήρθε στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1970 σαν υποψήφιος ενός εκλογικού συνασπισμού έξι κομμάτων και οργανώσεων γνωστού ως Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular). Τα μεγαλύτερα κόμματα στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενό54

τητας ήταν το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το καθένα όριζε τον εαυτό του σαν μαρξιστικό κόμμα και διεκδικούσε την πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Επίσης συμμετείχε το μικρότερο σε μέγεθος Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης (MAPU). Πρόκειται για αντιφρονούσα αριστερή πτέρυγα των Χριστιανοδημοκρατών (CD), η οποία διασπάστηκε από το CD το 1969 ακριβώς για να διεκδικήσει μια εκλογική συμμαχία με την μαρξιστική αριστερά. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα αποτελούσε το μεγαλύτερο μη μαρξιστικό κόμμα στην Λαϊκή Ενότητα και εκπροσωπούσε μεσοαστικά στοιχεία. Δύο μικρότερες μη μαρξιστικές οργανώσεις, το λαϊκιστικό Κόμμα Ανεξάρτητης Λαϊκής Δράσης (API) και οι Σοσιαλιστές Δημοκράτες (PSD), συμπληρώνουν τον κατάλογο των σημαντικότερων οργανώσεων στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενότητας. Στους κόλπους της επαναστατικής αριστεράς, υπήρχαν αμφιβολίες για το αν η ενωμένη αριστερά θα κατόρθωνε ποτέ να πάρει την εξουσία μέσω εκλογών. Αυτή την οπτική είχε κυρίως μια οργάνωση μαρξιστών φοιτητών, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1963 και ίδρυσαν το Κίνημα για την Επαναστατική Αριστερά (MIR) το 1965. Αυτοί οι νέοι επαναστάτες ήταν εμφανώς επηρεασμένοι από την επανάσταση στην Κούβα το 1959 αλλά και από τον επαναστατικό ρομαντισμό του Che Guevara. Οι απόψεις του MIR συχνά έβρισκαν ανταπόκριση στην εναπομείνασα αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένων και των αρνητικών θέσεων... όσον αφορά τον εκλογικό δρόμο. (3) Το MIR παρέμεινε επίσημα εκτός της Λαϊκής Ενότητας αλλά τελικά διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του 1972-73. Η Λαϊκή Ενότητα αποτελούσε μια ανομοιογενή κεντροαριστερή συμμαχία, αφοσιωμένη στην επιδίωξη του εκλογικού δρόμου προς τον Σοσιαλισμό στην Χιλή. Υπήρχε μια μακρόχρονη παράδοση σε ένα μεγάλο μέρος του ΣοσιαλιΔιεθνιστική Αριστερά


στικού Κόμματος, απόρριψης της ιδέας ότι ο Σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Χιλή με άλλο τρόπο εκτός της επανάστασης, μια άποψη που αντικατοπτρίζονταν στις κομματικές διακηρύξεις. Όμως η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, αρνούμενη να διαχωρίσει τη θέση της από τον εκλογικό δρόμο του Αλιέντε, έδωσε, όπως θα δούμε, αριστερή κάλυψη στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος. Το εκλογικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας υποσχόταν μια σειρά από σημαντικά οικονομικά μέτρα, που περιελάμβαναν την εθνικοποίηση των υπό αμερικάνικο έλεγχο ορυχείων χαλκού της Χιλής, ιδιωτικών τραπεζών αλλά και ασφαλιστικών εταιρειών. Η εγκαθίδρυση «τομέα κοινωνικής ιδιοκτησίας» θα διασφάλιζε τον έλεγχο τόσο στα στρατηγικής σημασίας βιομηχανικά μονοπώλια, όσο και στις επιχειρήσεις του τομέα παροχής υπηρεσιών οι οποίες έχουν «μεγάλη επιρροή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του έθνους.» (4) Το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας αντανακλούσε και την πολιτική της στρατηγική: μια συμμαχία των μεσαίων και κατώτερων τάξεων, βιομηχανικών εργατών και υπαλλήλων, διανοούμενων και χωρικών. Περιλάμβανε κάτι σχεδόν για όλους και κυρίως διαβεβαίωνε την μημαρξιστική μεσαία τάξη ότι η νίκη της Λαϊκής Ενότητας θα έπληττε μόνο τα μονοπώλια και τους ιμπεριαλιστές. (5) Το περιεχόμενο της οικονομικής πολιτικής του Αλιέντε, μακριά από το να είναι σοσιαλιστικό, ήταν «ένα ορθόδοξο κεϋνσιανικό σχέδιο επανενεργοποίησης της οικονομίας. Δεν περιλάμβανε καμιά πρόκληση απέναντι στην κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το αντίθετο. Έδινε στους καπιταλιστές μια σειρά από εγγυήσεις και στους μεγαλοϊδιοκτήτες γης γενναίες αποζημιώσεις» (6) Ο Αλιέντε ολοκλήρωσε το πρόγραμμα αναδασμού της γης που είχε διακοπεί από την προηγούμενη κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών του Edwardo Frei, αλλά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που προέβλεπε ο νόμος του 1967 - με εκτεταμένες αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες γης, την διατήρηση υπό την κατοχή τους των πιο γόνιμων 500 εκταρίων και του καλύτερου γεωργικού εξοπλισμού. Η Λαϊκή Ενότητα στόχευε στο να συμπεριλάβει 150 από τις 3500 εταιρείες στην «κοινωνική ιδιοκτησία», το οποίο σήμαινε ότι «εκτός κοινωνικής ιδιο-

Ιούλιος 2008

κτησίας έμενε το 50 με 60 τοις εκατό της βιομηχανικής παραγωγής και η συντριπτική πλειοψηφία της βιομηχανικής εργατικής δύναμης»(7) Παρά το γεγονός ότι εθνικοποιούσε πλήρως τα ελεγχόμενα από Αμερικάνους ορυχεία χαλκού χωρίς αποζημίωση και με αυτό τον τρόπο ξαναπήρε τον έλεγχο της κυριότερης εξαγωγικής βιομηχανίας, η κυβέρνηση του Αλιέντε θέσπισε αυτό το μέτρο με την ομόφωνη υποστήριξη των Χριστιανοδημοκρατών που έλεγχαν το Κογκρέσο. Αλλά και στο πολιτικό πεδίο ο Αλιέντε συνειδητά απέφυγε μια ευθεία αντιπαράθεση με την δύ- Για την ήττα του ναμη των αφεντικών της χιλιανού εργατικού Χιλής. Όταν οι αστοί απαίκινήματος το 1973 τησαν ένα «καταστατικό εγγυήσεων» σαν προϋπό- ευθύνονται οι θεση για να επιτρέψουν ρεφορμιστές και οι στον Αλιέντε να πάρει την αυταπάτες τους για το εξουσία, αυτός πρόθυμα καπιταλιστικό κράτος. υπέγραψε ένα κείμενο το Το αποτέλεσμα αυτής οποίο δέσμευε την Λαϊκή της μάχης δεν ήταν Ενότητα να διατηρήσει τα καθόλου μοιραίο κύρια όργανα του καπιταλιστικού κράτους. (8) Το καταστατικό προέβλεπε συγκεκριμένα: 1.Την διατήρηση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος μαζί με συνταγματικές εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών. 2.Την διατήρηση του υπάρχοντος νομικού συστήματος. 3.Την δημοκρατία θα έπρεπε να συνεχίσουν να εγγυώνται οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία. (9) Εν συντομία, ο Αλιέντε συμφώνησε να μην αγγίξει κανέναν από τους κύριους θεσμούς της κρατικής εξουσίας. Το «καταστατικό εγγυήσεων» δεν παρουσιάστηκε ποτέ στα μέλη της Λαϊκής Ενότητας για συζήτηση και έγκριση. Η απόφαση του Αλιέντε να υπογράψει αυτό το κείμενο, χωρίς αμφιβολία αντικατoπτρίζει την πεποίθηση του ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι μια ουδέτερη οντότητα και ότι με τους Σοσιαλιστές στην εξουσία η κρατική μηχανή μπορεί να δουλεύει για το συμφέρον των εργατών. Πράγματι «το αστικό κράτος δεν αντιμετωπιζόταν σαν ένα σύνολο του οποίου ο λόγος ύπαρξης ήταν η υπεράσπιση των αστών, αλλά σαν ένα συνονθύλευμα από κομμάτια καθένα από τα οποία θα μπορούσε αν ελεγχόταν από

55


Εργατική διαδήλωση υπέρ του Αλιέντε. Η εκλογή της «Λαϊκής Ενότητας» στηρίχτηκε στην αναπτυσσόμενη μαχητικότητα των εργατών.

την Αριστερά, είτε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στα συμφέροντα των καπιταλιστών άμεσα, είτε στην χειρότερη περίπτωση να είναι ουδέτερο» (10) Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα δείξουν πόσο τραγικά λάθος υπήρξε αυτή η ρεφορμιστική οπτική του καπιταλιστικού κράτους.

Η ανάπτυξη της μαχητικότητας της εργατικής τάξης

Η κινητήρια δύναμη πίσω από την εκλογή του Αλιέντε υπήρξε η αναπτυσσόμενη μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών, μια μαχητικότητα που από τη μία έδωσε ώθηση για να ανέβει ο Αλιέντε στην εξουσία και από την άλλη απειλούσε την δυνατότητά του να συμβιβαστεί με τους αστούς. Η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών του Frei η οποία κυβέρνησε το 1964-1970 ήλπιζε ότι με ήπιες μεταρρυθμίσεις θα αδυνάτιζε αυτή τη μαχητικότητα εργατών και αγροτών. Είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε απάντηση στην σε πολύ μικρή έκταση εφαρμογή του νόμου για αναδιανομή της γης της κυβέρνησης Frei, χιλιάδες χωρικοί απλά όργωναν την γη και την καταλάμβαναν. Άλλοι χωρικοί βρέθηκαν στις πόλεις σε αναζήτηση δουλειάς, όπου διαπίστωναν ότι οι υποσχέσεις της κυβέρνησης Frei για βιομηχανική ανάπτυξη ήταν τόσο κενές περιεχομένου, όσο και αυτές για αναδασμό της γης. Αυτοί οι χωρικοί συνδέθηκαν με προηγούμενα κύματα από «μετανάστες από την επαρχία [οι 56

οποίοι] είχαν εγκατασταθεί σε εργατικές γειτονιές, χτίζοντας παραγκουπόλεις: είχαν αρχίσει να οργανώνονται και να παλεύουν για το δικαίωμα στην στέγαση και σε βασικές υπηρεσίες.» (11) Οι καταλήψεις γης τόσο σε χωράφια όσο και στις πόλεις εκτοξεύτηκαν από 24 το 1968 σε 194 το 1969.” Ακόμα πιο απειλητική για τους πλούσιους της Χιλής, η εργατική τάξη στις πόλεις μπήκε στη μάχη σε απάντηση στην δραματική μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Η Χιλιανή Ομοσπονδία Συνδικάτων, η Central Unica de Trabajadores (CUT), κάλεσε σε εθνική απεργία το 1967 για να εμποδίσει την απαίτηση του Frei να απαγορεύει το δικαίωμα στην απεργία σε κάθε νέο εργαζόμενο. Η επιτυχία της εθνικής απεργίας ανέβασε την αυτοπεποίθηση των εργατών για μάχη. Ο αριθμός των απεργιών ανέβηκε από το ήδη εντυπωσιακό αριθμό των 1.939 απεργιών με συμμετοχή 230.725 εργατών το 1969 σε 5.295 απεργίες με συμμετοχή 316.280 εργατών το 1970.14 Ο χαρακτήρας της μάχης άλλαξε επίσης. Οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια για την επίλυση των διαφορών τους με τα αφεντικά. Οι καταλήψεις εργοστασίων ανέβηκαν από πέντε το 1968 σε 24 το 1969. Και έπειτα εκτοξεύτηκαν σε 133 το 1970 και 339 το 1971. (13) Η εκλογή Αλιέντε σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον σήμαινε ότι αναπόφευκτα οι εργάτες θεωρούσαν την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας σαν δικιά τους κυβέρνηση. Ο ίδιος ο Αλιέντε παρότρυνε τους εργάτες να πιστεύουν ότι μπορούσε να επιτευχθεί σοσιαλισμός χρησιμοποιώντας το καπιταλιστικό κράτος για να φέρει την αλλαγή. Ισχυριζόταν σε μια συνέντευξη η οποία δόθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1971, ότι « η κατάσταση στην Χιλή είναι τέτοια ώστε το Σύνταγμα μπορεί να αλλάξει μέσα από το ίδιο με όρους πλειοψηφίας.»(14) Σε ένα λόγο που απεύθυνε πέντε μήνες αργότερα συνόψιζε την ουσία της στρατηγικής της Λαϊκής Ενότητας: «η ευελιξία του θεσμικού μας συστήματος μας Διεθνιστική Αριστερά


επιτρέπει να ελπίζουμε ότι [το κράτος] δεν θα είναι ένα άκαμπτο εμπόδιο. Και όπως στην περίπτωση του νομικού μας συστήματος, θα υιοθετήσει τις νέες ανάγκες προκειμένου να δημιουργήσει, μέσα από συνταγματικές διαδικασίες, ένα νέο σύστημα θεσμών που απαιτούνται από το ξεπέρασμα του καπιταλισμού.»(15) Ο Αλιέντε έφτασε σε αυτό τον λόγο στο σημείο να συμπεριλάβει «τις υπό δημοκρατική κυριαρχία Ένοπλες Δυνάμεις και αστυνομία» ανάμεσα στις δυνάμεις που θα υπερασπιστούν το Σύνταγμα και την νομιμότητα του κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό στην Χιλή. (16) Ο ισχυρισμός ότι ο στρατός θα «σεβαστεί» το Σύνταγμα (δηλ. την προεδρία Αλιέντε), επαναλαμβανόταν συνεχώς από τους ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας και του Κομμουνιστικού Κόμματος μέχρι το μοιραίο πραξικόπημα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης περιέγραφαν τον Αλιέντε τον Νοέμβριο του 1970 σαν «τον πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο μαρξιστή πρόεδρο παγκοσμίως». Για να δείξει τον σεβασμό του στο Σύνταγμα ο Αλιέντε υποσχέθηκε να εφαρμόσει μόνο εκείνες τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχε ήδη νομιμοποίηση. Διακήρυττε επιπλέον ότι θα ενεργοποιούσε μόνο εκείνα τα μέτρα που θα κέρδιζαν την υποστήριξη του Κογκρέσου, στο οποίο την κυριαρχία είχε η δεξιά.(17)

Το κίνημα και η απάντηση της Δεξιάς

Οι Χιλιανοί εργάτες και αγρότες εμπνεύστηκαν και απέκτησαν αυτοπεποίθηση από την εκλογική νίκη του Αλιέντε. Οι αγροτικές οργανώσεις όχι μόνο διατήρησαν ένα υψηλό επίπεδο κινητοποίησης κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της νέας κυβέρνησης αλλά επίσης άρχισαν να εντείνουν τον ρυθμό των καταλήψεων γης, οι οποίες αυξήθηκαν από 368 το 1970 σε 658 το 1971. Τον Μάιο ο Αλιέντε διέταξε να σταματήσουν οι καταλήψεις γης και είπε στους χωρικούς να περιμένουν τη νομοθετική ρύθμιση για

τον αναδασμό της γης. Επίσης έκανε δημόσια κριτική στην ηγεσία του MIR η οποία είχε επιρροή στους αγρότες και στις οργανώσεις των παραγκουπόλεων, συμβουλεύοντάς τους να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους μέσα στα πλαίσια του νόμου. Λίγες είναι οι ανοιχτές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ των εργατών και της νέας κυβέρνησης το πρώτο μισό του 1971. Και αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των μισθών των χειρωνακτών εργατών κατά 38 τοις εκατό και των υπαλλήλων κατά 120 τοις εκατό. Η ανεργία επίσης μειώθηκε σε λιγότερο από 10 τοις εκατό και η οικονομία ανέκαμψε με ρυθμούς που έφταναν το 8 τοις εκατό το χρόνο. Οι διαμάχες που ξέσπασαν πάντως αποκάλυψαν ξεκάθαρα την σφοδρή αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες πολλών εργατών και το όραμα της «δικής» τους κυβέρνησης για το πώς θα επιτευχθεί η αλλαγή. Ο Αλιέντε για παράδειγμα εξαγριωμένος ονόμασε πρόωρο το αίτημα των απεργών εργατών στην υφαντουργία Yarur τον Απρίλιο του 1971 να εθνικοποιήσει την επιχείρηση. Όμως, όπως και σε πολλές περιπτώσεις που οι εργάτες καταλάμβαναν εργοστάσια ο Αλιέντε αναγκαζόταν να αναγνωρίσει τετελεσμένα γεγονότα. 20 Κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών της διακυβέρνησής του ο Αλιέντε εθνικοποίησε 90 επιχειρήσεις και 1.400 αγροκτήματα. Η αντίσταση από τη μεριά των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων τώρα μεγάλωσε, καθώς γινόταν ξεκάθαρο ότι η εκλογική νίκη του Αλιέντε είχε απελευθερώσει ένα κύμα από εργατικές και αγροτικές καταλήψεις εργοστασίων και γης, παρά το οτιδήποτε και αν έκανε για να τις σταματήσει. Οι πολυεθνικές που προηγούμενα

Ο Σαλβαντόρ Αλιέντε.

Ιούλιος 2008

57


είχαν την ιδιοκτησία των ορυχείων χαλκού προσπάθησαν να εμποδίσουν την εξαγωγή του χαλκού. Οι γαιοκτήμονες στράφηκαν στα δικαστήρια, όπου μπορούσαν να υπολογίζουν σε φιλική αντιμετώπιση για αποζημίωση από τις καταπατήσεις. Χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο οι Χριστιανοδημοκράτες άρχισαν να ορθώνουν νομικά εμπόδια στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων. (19) Για να γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα, η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε κατά το τελευταίο διάστημα του 1971. Η αρχικά επιτυχημένη πολιτική αναζωογόνησης της οικονομίας που ακολούθησε το Λαϊκό Μέτωπο μέσω εκτεταμένης αύξησης των μισθών και της παραγωγής οδήγησε σύντομα σε σοβαρό πληθωρισμό και ελλείψεις αγαθών. Δεδομένου του πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, η Λαϊκή Ενότητα «δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο... εκτός και αν ήταν έτοιμη να επιτεθεί στην αστική τάξη ...» (20) Ο Αλιέντε διστάζει αυτό το βήμα γιατί « θα τον πήγαινε πέρα από τις εγγυήσεις τις οποίες είχε δώσει και αντιπροσώπευε μια πρόκληση απέναντι στις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας και την ταξική φύση της κοινωνίας»(21) Αντιθέτως πίεσε για τον περιορισμό των μισθών των εργατών και μείωσε τον αριθμό των εθνικοποιήσεων. Στο μεταξύ η Χιλιανή αστική τάξη βγαίνει από το λήθαργο και οργανώνει μια μεγάλη διαδήλωση που συνέπεσε με την διάρκειας ενός μήνα επίσκεψη του Φιντέλ Κάστρο στα τέλη του 1971. Στην «Διαμαρτυρία της Κατσαρόλας» τον Δεκέμβριο αστοί και γυναίκες της μεσαίας τάξης, πολλές από τις οποίες κουβάλησαν και τους υπηρέτες τους για να μεταφέρουν τα κουζινικά, γέμισαν τους δρόμους.

Αλλά πίσω από τις διαδηλώσεις για τις ελλείψεις αγαθών υπήρχε ένας άλλος, πολύ πιο μακροπρόθεσμος στόχος: η κινητοποίηση της μεσαίας τάξης για να προειδοποιήσει τους αστούς παγκόσμια για τη μάχη που έρχεται, και για να εκφραστεί ο σκεπτικισμός των αστών απέναντι στην ικανότητα της Λαϊκής Ενότητας να ελέγξει την εργατική τάξη. Και είναι αληθές ότι παρά τις εκκλήσεις της Λαϊκής Ενότητας και τις καλυμμένες επιθέσεις σε απεργούς και καταληψίες, ο Αλιέντε δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το εργατικό κίνημα πλήρως. Στο διάστημα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1971, ο αριθμός των απεργιών έφτασε τις 1.758 και οι καταλήψεις γης έφτασαν τις 1.278. (22)

Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αντεπιτίθεται

Η αστική τάξη διεθνώς είχε ήδη πάρει το μήνυμα. Το διεθνές κεφάλαιο, καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ επέβαλε έναν άτυπο οικονομικό αποκλεισμό στην Χιλή ξεκινώντας την ημέρα μετά την εκλογή του Αλιέντε. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Επενδύσεων σταμάτησαν τις χρηματοδοτήσεις και η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέκοψε το πρόγραμμα δανεισμού. Αμερικάνικες πολυεθνικές όπως η Διεθνής Τηλεφωνική και Τηλεγραφική Εταιρεία (IT&T) και η Kennecott Copper Corporation επεδίωξαν πιο άμεσους τρόπους επίθεσης προκειμένου να ανατρέψουν την κυβέρνηση Αλιέντε. Τα εκπληκτικά «σημειώματα της ITT», τα οποία αποτελούν μια καταγραφή της εσωτερικής επικοινωνίας των μάνατζερ της ITT, δείχνουν ότι η ITT επεδίωκε ενεργά «τον στραγγαλισμό της Χιλιανής οικονομίας, την διασπορά πανικού, την υποκίνηση κοινωνικής αναταραχής προκειμένου να ενθαρρυνθεί και να δοθεί η δυνατότητα στις ένοπλες δυνάμεις να προχωρήσουν και να αντικαταστήσουν την Λαϊκή Ενότητα.»(23) Πολλοί από τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων είχαν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά η ανάμειξη της CIA έφτασε πολύ

Ο Φιντέλ Κάστρο με τον Αλιέντε στη Χιλή. Κατά την επίσκεψή του, οργανώθηκαν οι διαδηλώσεις της «κατσαρόλας» από τους αστούς.

58

Διεθνιστική Αριστερά


Το πραξικόπημα του Πινοσέτ ήταν η τελευταία πράξη του δράματος.

πιο πέρα από αυτό το σημείο. Ένας πρώην διευθυντής της CIA αργότερα ενημέρωνε το Κογκρέσο ότι η CIA είχε δώσει 11 εκατομμύρια δολάρια σε Χιλιανούς πολιτικούς ανάμεσα στο 1962 και 1970, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η εκλογή του Αλιέντε. Όταν ο Αλιέντε εκλέχτηκε παρά τις προσπάθειες, ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος υπήρξε υπουργός εξωτερικών κατά την προεδρία Νίξον ενέκρινε την εκταμίευση «8 εκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ 1970 και 1973, για την “αποσταθεροποίηση” της οικονομίας, παρέχοντας χρήματα για απεργίες οργανωμένες από την δεξιά προκειμένου να πέσει η κυβέρνηση του Αλιέντε»(24) Η νίκη του Αλιέντε «εξόργισε τον Νίξον»27 Στις 15 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Νίξον διέταξε τον διευθυντή της CIA Richard Helms να αναλάβει δράση προκειμένου να εμποδίσει την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία και να προετοιμάσει πραξικόπημα στην Χιλή. Ο Νίξον ενέκρινε 10 εκατομμύρια δολάρια και παραπάνω αν χρειαζόταν για την δράση των μυστικών υπηρεσιών και διευκρίνισε ότι οι καλύτεροι άντρες της CIA έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στην αποστολή.28 Τρεις εβδομάδες μετά το επιτυχές στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, ένα σημείωμα του Αμερικάνικου Υπουργείου Άμυνας με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1973, αναφερόταν στις 11 Σεπτέμβρη σαν «την δικιά μας D-Day» και δήλωνε ότι «η κατάληψη του κράτους [sic] στην Χιλή ήταν άψογη»(27). Το ίδιο σημείωμα ανερυθρίαστα καυχιόταν ότι σε «λιγότερο από οχτώ ώρες από την έναρξη του πραξικοπήματος, ο Αλιέντε βρισκόταν νεκρός και το τριετές μαρξιστικό πείραμα τον συνόδευε στον τάφο. Σήμερα στην Χιλή μπορούν να βρεθούν ελάχιστοι που θα κλάψουν τον Αλιέντε ή τον Μαρξισμό» Και τι έκπληξη! Ένα σημείωμα του υπουργείου Εξωτερικών που στάλθηκε στις 16 Νοεμβρίου αναφέρει ότι ο αριθμός των ομαδικών εκτελέσεων κατά τη διάρκεια των 19 ημερών που ακολούθησαν το πραξικόπημα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος από των επίσημα αναγνωρισμένο αριθμό.(28) Ιούλιος 2008

Τα χρόνια που ακολούθησαν το πραξικόπημα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της άποψης ότι οι ΗΠΑ και η CIA είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την καταστροφή του Χιλιανού δρόμου. Αυτή η θέση στοχεύει στο να δείξει ότι χωρίς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ο ειρηνικός και συνταγματικός δρόμος της Χιλής προς τον σοσιαλισμό θα είχε επιτύχει. Σίγουρα υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία του βρώμικου ρόλου της αμερικάνικης κυβέρνησης στην αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας και στην στήριξη του Πινοσέτ στο πραξικόπημα της 11 Σεπτέμβρη. Αλλά σε αυτές τις προσπάθειες οι ΗΠΑ υποβοηθούσαν και ενίσχυαν μια προσπάθεια που ξεκίνησε και διατήρησε η ίδια την άρχουσα τάξη της Χιλής, η οποία είχε θορυβηθεί από την αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης.

«Λαϊκή Εξουσία» και Cordones

Κοντά στα τέλη του 1971, η βρετανική εφημερίδα Socialist Worker ανέλυε την κατάσταση στην Χιλή σαν μια κατάσταση στην οποία τα γεγονότα έχουν φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής: Ο Αλιέντε δεν μπορεί άλλο να ελπίζει ότι θα ικανοποιήσει ταυτόχρονα τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και την εργατική τάξη. Θα πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο. Αλλά η μία πλευρά είναι οπλισμένη και η άλλη όχι. Και ο Αλιέντε δεν δείχνει καμιά απολύτως διάθεση να σπάσει την υπόσχεσή που έδωσε ένα χρόνο πριν στην μεσαία τάξη να μην «παρέμβει» στον κρατικό μηχανισμό. Αντίθετα θα χρησιμοποιήσει κατά πάσα πιθανότητα την επιρροή του, και εκείνη των γραφειοκρατών στα στηριζόμενα από ερ59


Διαδήλωση των κορντόνες (εργατικών συμβουλίων) που διεκδικεί: «Χτίστε τη λαϊκή εξουσία».

60

γάτες κόμματα και συνδικάτα, για να πείσει τους εργάτες να ζήσουν σε σκληρές συνθήκες και να διαβρώσει της μεταρρυθμίσεις του προηγούμενου χρόνου. Ένα τέτοιο καθήκον τείνει να δημιουργεί σύγχυση και απώλεια κατεύθυνσης ανάμεσα σε πολλούς εργάτες. Αλλά δεν είναι πιθανό να οδηγήσει σε κάποια μεγάλη απώλεια στις αυθόρμητη μαχητικότητα στα εργοστάσια και τα ορυχεία. Και για αυτό το λόγο δεν πρόκειται να ικανοποιήσει αυτούς που πραγματικά έχουν την εξουσία στη Χιλή. Στο παρελθόν έχουμε δει μια σειρά από παραδείγματα καθεστώτων παρόμοια κατά κάποιο τρόπο με του Αλιέντε. Μετά από μια περίοδο η μαζική υποστήριξη τους χάνεται και οι ίδιες οι κυβερνήσεις εύκολα ανατρέπονται από δεξιά στρατιωτικά πραξικοπήματα. (29) Η πολιτική σύγχυση της περιόδου αντανακλάται στη διφορούμενη έννοια ενός από τα πιο σημαντικά συνθήματα που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των αγώνων: poder popular ή «Λαϊκή εξουσία». (30) Για πολλούς εργάτες αυτό το σύνθημα σήμαινε ότι άμεσος στόχος ήταν η δημιουργία του σοσιαλισμού- εδώ και τώρα. Για τους ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας και τους αξιωματούχους των συνδικάτων το σύνθημα καλούσε τους εργάτες να στηρίξουν την «δική τους» κυβέρνηση. Αυτό το σημαντικό χάσμα που άρχισε να δημιουργείται μεταξύ της κυβέρνησης του Αλιέντε και των εργατών και αγροτών των οποίων τα συμφέροντα υποτίθεται ότι προάσπιζε γίνεται φανερό από τα γεγονότα του καλοκαιριού του

1972. Στην Melipilla στην αγροτική περιοχή του Maipú, το τοπικό δικαστήριο είχε επανελλειμένα σταματήσει απαλλοτριώσεις γης, παρά το ότι ήταν νόμιμες σύμφωνα με τον νέο νόμο. Μια διαδήλωση διαμαρτυρίας κατέληξε στην σύλληψη 44 ηγετικών μελών της ένωσης των αγρεργατών. Οι ίδιες οι συλλήψεις προκάλεσαν μια μαζική πορεία στο κέντρο του Σαντιάγκο, όπου οι διαδηλωτές απαίτησαν από τον κομμουνιστή Υπουργό Εσωτερικών την απελευθέρωση των 44 συλληφθέντων όπως επίσης και την απόλυση των δικαστικών. Αλλά η κυβέρνηση Αλιέντε δεν έκανε τίποτα. (31) Μαθαίνοντας τα νέα για την μάχη στη Melipilla, εργάτες από την γειτονική βιομηχανική περιοχή του Cerrillos ψήφισαν την υποστήριξη τους στους εργάτες γης. Το Cerrillos είναι ένα προάστιο του Σαντιάγκο και εκείνο τον καιρό είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργοστασίων στην Χιλή: 46.000 εργάτες σε 250 εργοστάσια. (32) Οι βιομηχανικοί εργάτες πορεύτηκαν μαζί με τους εργάτες γης στην μαζική διαδήλωση απαιτώντας να δοθεί τέλος στην δικαιοσύνη των αστών στην Melipilla. Μαζί συγκρότησαν το Cordón Cerrillos-Maiptú. Τα cordones «ήταν οργανώσεις βάσης των εργατών σε βιομηχανικές περιοχές, συγκεντρώνοντας εργάτες από όλα τα εργοστάσια της περιοχής με σκοπό την οργάνωση της παραγωγής.» (33) Το cordon κυριολεκτικά σημαίνει βιομηχανική ζώνη- ήταν το «παράδειγμα της Χιλής των οργάνων εξουσίας των εργατών που εμφανίζονται σε κάθε επαναστατική περίοδο» και «αντιπροσώπευαν την εργατική απάντηση στην αντικειμενική ανάγκη

Διεθνιστική Αριστερά


Πολυπληθής συγκέντρωση των οπαδών του Αλιέντε. Η δύναμη που μπορούσε να τσακίσει το πραξικόπημα υπήρχε.

για αυτοοργάνωση.»(34) Τον Ιούλιο το Cordón Cerrillos-Maipú ανακοίνωσε το δικό του πολιτικό πρόγραμμα - ένα πρόγραμμα που ξεχώριζε σαν «μακράν πιο προωθημένο από οτιδήποτε πρότειναν οι Σοσιαλιστές και πολύ πιο συγκεκριμένο από οτιδήποτε πρότεινε το MIR.» Σε σημεία του προγράμματος διαβάζουμε: 1. Υποστήριξη της κυβέρνησης του προέδρου Αλιέντε μέχρι του σημείου που υπερασπίζεται τους αγώνες και τις κινητοποιήσεις των εργατών 2. Απαλλοτρίωση όλων των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και εκείνων με κεφάλαιο μεγαλύτερο από 14 εκατομμύρια εσκούδα, όπως επίσης και όλων των επιχειρήσεων οι οποίες είναι με οποιονδήποτε τρόπο στρατηγικής σημασίας, όλων εκείνων που ανήκουν σε ξένα κεφάλαια και όλων εκείνων που μποϋκοτάρουν την παραγωγή ή δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους εργάτες τους. 3. Εργατικός έλεγχος στην παραγωγή σε όλες τις επιχειρήσεις, τα αγροκτήματα, τα ορυχεία κ.ο.κ. μέσω συμβουλίων αντιπροσώπων, με αντιπροσώπους ανακλητούς από την βάση... 4. Δημιουργία Λαϊκής Συνέλευσης για να αντικαταστήσει το αστικό κοινοβούλιο.38 Το πρόγραμμα του cordon κινούνταν σε ξεκάθαρη επαναστατική κατεύθυνση, αλλά ακόμα έδινε την εμπιστοσύνη του στον Αλιέντε, πιέζοντας ώστε να γίνουν πράξη οι διεκδικήσεις του από την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και η δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος απέρριψαν άμεσα τα cordones. Διέταξαν τα μέλη τους να τα μποϋκοτάρουν, επιμένοντας ότι όλη η δραστηριότητα των εργατών έπρεπε να συντονίζεται μέσα από την CUT. Για αυτό το λόγο το πρώτο cordon του Cerrillos-Maipú υπήρξε βραχύβιο. Θα ξαναέκανε την εμφάνισή του παρόλα αυτά, μαζί με καινούργια cordones, στην απεργία των ιδιοκτητών στις συγκοινωνίες τον Οκτώβριο του 1972 και στις κρίσιμες διεργασίες του Μαΐου/ Ιουνίου του 1973. Ιούλιος 2008

Σταθεροποίηση ή προχώρημα;

Οι επαναστάσεις πάντοτε φτάνουν σε ένα σημείο στο οποίο, αν η επαναστατική διαδικασία δεν προχωρήσει μπροστά, αναπόφευκτα υποχωρεί και αντιμετωπίζει την ήττα. Γεγονότα σαν αυτά στην Melipilla και το Cerrillos ανέδειξαν ακριβώς αυτή τη συζήτηση μέσα στην Λαϊκή Ενότητα: «consolidar o avanzar?» ( «σταθεροποίηση ή προχώρημα;»). Στην διάσκεψη στο Lo Το Cordón CerrillosCurro τον Ιούνιο του 1972, η δεξιά πτέρυγα της Λαϊκής Maipú ανακοίνωσε Ενότητας υποστήριζε ότι οι το δικό του πολιτικό περαιτέρω μεταρρυθμίσεις πρόγραμμα - ένα θα πρέπει να παγώσουν μέ- πρόγραμμα που χρι να δοθεί μια ευρύτερη ξεχώριζε σαν «μακράν εκλογική εντολή. Αυτό θα πιο προωθημένο από σήμαινε στην πράξη τον οτιδήποτε πρότειναν οι περιορισμό της via chilena, του Χιλιανού δρόμου μόνο Σοσιαλιστές» σε ό, τι τα στρώματα της μεσαίας τάξης, τόσο εντός όσο και εκτός της Λαϊκής Ενότητας, θα δεχόταν. Η αριστερή πτέρυγα της Λαϊκής Ενότητας αντίθετα, υποστήριζε την επίσπευση των μεταρρυθμιστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου και του ρυθμού των κρατικοποιήσεων, και απέδιδε μεγαλύτερη σημασία στους πραγματικούς αγώνες στον δρόμο. Κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης, ωστόσο, δεν υποστηρίχθηκε από κανέναν «ότι κάποια οργά61


Ο δικτάτορας Αουγκούστο Πινοσέτ.

νωση θα πρέπει να δρα εκτός Λαϊκής Ενότητας. Πάντοτε η συζήτηση γινόταν γύρω από το τι θα πρέπει να κάνει η Λαϊκή Ενότητα από τη θέση της μέσα στα πλαίσια του κράτους. «(37) Μια Λαϊκή Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1972 στην πόλη Concepción συγκέντρωσε περίπου 3000 συνέδρους-μέλη συνδικάτων, λαϊκών κινημάτων και φοιτητικών οργανώσεων για να συζητήσουν το ίδιο φλέγον θέμα, το αν θα πρέπει να παγιωθεί ή να προχωρήσει η μεταρρυθμιστική διαδικασία. Στην Συνέλευση αυτή συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι των κομμάτων της Αριστεράς με την εξαίρεση Το Σεπτέμβριο του του Κομμουνιστικού Κόμ1972, ένα χρόνο ματος. Το Χιλιανό Κομσχεδόν πριν από τη μουνιστικό Κόμμα περιέμέρα του επιτυχημένου γραφε την Συνέλευση της στρατιωτικού Concepción ως «μια κίνηπραξικοπήματος, ση της αντίδρασης και του ο ίδιος ο Αλιέντε ιμπεριαλισμού που χρησικατήγγειλε την ιδέα της μοποιεί στοιχεία της άκρας αριστεράς ως προκάλυψη.» δημιουργίας εργατικής (38) Ο Αλιέντε, επίσης, πολιτοφυλακής υποστήριξε αυτή την άποψη σε μια ομιλία του στις 31 Ιουλίου όπου ανέφερε τα εξής »δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Συνέλευση της Concepción είναι μια διαδικασία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εχθρών του επανάστασης.»(39) Αυτό που προέκυψε με το Cordón του CerrillosMaipú , ήταν φυσικά η δυνατότητα δημιουργίας μία κατάστασης «διπλής εξουσίας», μέσα στην οποία τα cordones θα μπορούσαν να εξελιχθούν στην «μαγιά» μιας λαϊκής συνέλευσης και λαϊκής πολιτοφυλακής σε ένα νέο εργατικό κράτος υποσκελίζοντας το κογκρέσο και τις ένοπλες δυνάμεις του καπιταλιστικού κράτους. Έτσι, ο Αλιέντε στην ίδια ομιλία του στις 31 Ιουλίου, δεν άφησε καμία αμφιβολία σχετικά με την πίστη του στην αστική δημοκρατία και την αντίθεσή του στην ανάπτυξη των cordones. Ο Αλιέντε ισχυρίστηκε ότι η ανάπτυξη αυτών των 62

οργάνων διπλής εξουσίας στη Χιλή, θα ήταν μια πράξη «τεράστιας ανευθυνότητας» - δεδομένου ότι η κυβέρνηση ήδη εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο σύνολό της. Οι «συνετοί» επαναστάτες, υποστήριξε, δεν μπορούν να «αγνοούν το θεσμικό καθεστώς που διέπει την κοινωνία μας και το οποίο αποτελεί μέρος της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας». (40) Κατά την διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, ο Αλιέντε και οι ηγέτες της Λαϊκής Ενότητας προσπαθούσαν να πείσουν τους εργαζομένους, για την αφοσίωση των ενόπλων δυνάμεων της Χιλής στο Σύνταγμα. Στις αρχές του 1971 ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Luis Corvalán, επέμενε ότι ο Χιλιανός «στρατός δεν μένει ανεπηρέαστος από τον καινούργιο άνεμο που πνέει στη Λατινική Αμερική και διαπερνά τα πάντα. Δεν είναι ένα σώμα ξένο προς το έθνος, δεν βρίσκεται στην υπηρεσία των αντεθνικών συμφερόντων. Θα πρέπει να κερδηθεί στον σκοπό της προόδου της Χιλής και να μην σπρωχτεί στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος.»(41) Το Σεπτέμβριο του 1972, ένα χρόνο σχεδόν πριν από τη μέρα του επιτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος, ο ίδιος ο Αλιέντε κατήγγειλε την ιδέα της δημιουργίας εργατικής πολιτοφυλακής: «Δεν θα υπάρξουν άλλες ένοπλες δυνάμεις εδώ εκτός από εκείνες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, δηλαδή, το Στρατό, το Ναυτικό και την Πολεμική ΑεΔιεθνιστική Αριστερά


Η πολιορκία του Αλιέντε από το στρατό. Μέχρι τη μέρα της επίθεσης δήλωνε σίγουρος ότι ο στρατός θα σεβαστεί το σύνταγμα.

ροπορία. Θα διαλύσω οτιδήποτε άλλο, εφόσον εμφανιστεί.’ (42) Η προθυμία του Αλιέντε να βασιστεί στο στρατό και η άρνησή του να στηρίξει τα cordones σήμαινε ότι είχε γίνει εκείνος που αφόπλιζε τους εργάτες στον ταξικό αγώνα την ίδια ώρα που οι εργάτες είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν την επιθετικότητα των αφεντικών σε πλήρη έκταση.

Το λοκάουτ των ιδιοκτητών Μέσων Μαζικής Μεταφοράς

Το πραξικόπημα της 11 Σεπτεμβρίου 1973, αποτέλεσε την τελική πράξη σε ένα δράμα το τέλος του οποίου καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την απροθυμία της Λαϊκής Ενότητας να εγκαταλείψει τον κοινοβουλευτισμό υπέρ του επαναστατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, σε τρία καθοριστικά σημεία κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς της κυβέρνησης Αλιέντε. Η αποτυχία άλλων οργανώσεων - και κυρίως του MIR και της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος -να αποσύρουν τη στήριξή τους από τη Λαϊκή Ενότητα και να δημιουργήσουν ένα επαναστατικό κόμμα με συνειδητό σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, σφράγισε οριστικά την τύχη του «Χιλιανού δρόμου». Μέσα από το λοκάουτ των ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς που άρχισε στις 11 Οκτωβρίου 1972, η αστική τάξη της χώρας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τον έλεγχο της διανομής και να βάλει τον Αλιέντε σε θέση άμυνας. Σε πολλές περιοχές οι εργάτες είχαν καταφέρει να ελέγχουν την παραγωγή σε αξιοσημείωτο επίπεδο, αλλά σε γενικές γραμμές δεν ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν πάνω στα μέσα διανομής. Οι επιπτώσεις του λοκάουτ θα μπορούσαν να είναι άμεσες και καταστροφικές, αφού η έλλειψη μέσων μεταφοράς θα μπορούσε να έχει σταματήσει όλες τις προμήθειες. Επιπλέον, οι καταστηματάρχες έκλεισαν τα μαγαζιά τους σε υποστήριξη των ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς. Γιατροί, δικηγόροι, οδοντίατροι και άλλοι επαγγελματίες συνεισέφεραν στο κλίμα πανικού συμμετέχοντας Ιούλιος 2008

επίσης στο λοκάουτ. (43) Αλλά οι μάζες των εργατών πήραν τα πράγματα στα χέρια τους και εξασφάλισαν τη συνέχιση της κυκλοφορίας των προμηθειών, βγάζοντας στους δρόμους τα φορτηγά και οργανώνοντας τα δρομολόγια τους. Δημιούργησαν επιτροπές στα εργοστάσια για να οργανώσουν τη διανομή χωρίς αφεντικά και για να προστατεύσουν την παραγωγή από τα σαμποτάζ. Τεράστια πορείες και διαδηλώσεις οργανώθηκαν με τους εργάτες να φωνάζουν “crear, crear, poder popular” «χτίστε, χτίστε τη Λαϊκή εξουσία». Με μια λέξη, τα cordones επανεμφανίστηκαν και έστρεψαν επιτυχώς το ρεύμα ενάντια στην εργοδοσία. Όπως εξήγησε ένας εργάτης σε εργοστάσιο συσκευασίας στο Σαντιάγκο «Δεν θα μας πούνε τα αφεντικά τι να κάνουμε. Ανοίξαμε τα καταστήματα, πήραμε τις πρώτες ύλες και απλώς συνεχίσαμε την παραγωγή - η παραγωγή εδώ δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή. «(44) Η εμπειρία της αντίστασης στους ιδιοκτήτες των μέσων μεταφοράς οδήγησε σε ένα δυναμικό ανέβασμα του επιπέδου της ταξικής συνείδησης ανάμεσα στους εργάτες. Η κριτική μιας νεαρή εργάτριας στο ρεφορμισμό του Αλιέντε αντικατοπτρίζει τη διάθεση πολλών εργατών: «Νομίζω ότι ο σύντροφος Αλιέντε ήταν πολύ μαλακός, Λέει ότι το κάνει γιατί θέλει να αποφύγει τη βία, αλλά νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε με μεγαλύτερη δύναμη , να τους τρομάξουμε μέχρι θανάτου. Αυτοί προσπαθούν να μας πάρουν πίσω ότι κερδίσαμε». (45) Ο Αλιέντε έχασε για μια ακόμα φορά την ευκαιρία να διδαχτεί από αυτή την εμπειρία και να χτίσει μια πραγματική εργατική εξουσία. 63


Ενώ οι εργάτες, μέσα από τη δική τους μαζική κινητοποίηση, είχαν νικήσει το λοκάουτ των ιδιοκτητών φορτηγών, ο Αλιέντε προσπάθησε αμέσως να κατευνάσει τους αστούς υποσχόμενος να τους επιστρέψει ορισμένα από τα εργοστάσια που κατασχέθηκαν από τους εργάτες και ζητώντας από το στρατό να «αποκαταστήσει την Ενώ οι εργάτες, τάξη». Στη συνέχεια προμε τη μαζική τους χώρησε, φτάνοντας στο κινητοποίηση, είχαν σημείο να διορίσει τρεις νικήσει το λοκάουτ των στρατηγούς σε υπουργικές ιδιοκτητών φορτηγών, ο θέσεις σε μια προσπάθεια να κατευνάζει τους ΧριΑλιέντε προσπάθησε να στιανοδημοκράτες. Τέλος κατευνάσει τους αστούς ξεκίνησε μια εκστρατεία υποσχόμενος να τους για την «κοινωνική ειρήεπιστρέψει ορισμένα νη», μαζί με τον αρχηγό από τα εργοστάσια του στρατού, στον οποίο δόθηκε ο έλεγχος της εσωτερικής ασφάλειας. Το τι σήμαινε »κοινωνική ειρήνη» έγινε σύντομα ξεκάθαρο τουλάχιστον για κάποιες ομάδες εργατών. Όπου είχαν καταλάβει τα εργοστάσια, όπως για παράδειγμα στην πόλη Arica, στη Βόρεια Χιλή, τους έγινε σύσταση να επιτρέψουν στα παλιά αφεντικά να αναλάβουν και πάλι τη διοίκηση. Όταν τα αφεντικά ανέλαβαν, πετάξανε έξω τους πιο μαχητικούς εργάτες. Αυτό ήταν στην πράξη ό, τι ο Αλιέντε και το Κομμουνιστικό Κόμμα ονόμαζαν «διάλογο» με τη μεσαία τάξη. (46) Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κυβέρνηση κάλεσε τους στρατιωτικούς να μην τσακίσουν το

λοκάουτ της εργοδοσίας αλλά να επιβάλουν την ειρήνη των αφεντικών. Αντιμέτωποι με μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές εξουσίας -από τη μία την εξουσία των εργοδοτών, και από την άλλη τη δύναμη των εργαζομένων και των cordones - ο Αλιέντε και η κυβέρνησή του τάχθηκαν με τα αφεντικά της Χιλής. Η απεργία στα ορυχεία χαλκού του El Teniente Η απεργία στα ορυχεία χαλκού στο El Teniente αντιπροσώπευε το δεύτερο σημείο καμπής και μια μεγάλη ήττα για το εργατικό κίνημα. Η απεργία διήρκησε 74 ημέρες κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του 1973. Οι εργάτες απέργησαν ενάντια στο καθεστώς του Αλιέντε, επειδή αρνήθηκε να τους δώσει τις αυξήσεις μισθών που προέβλεπε η σύμβασή τους. Αντίθετα, ο Αλιέντε ζήτησε από τους εργάτες να αποδεχθούν μια θυσία «για το γενικό καλό». Όταν αυτοί αρνήθηκαν, η κυβέρνησή τους χαρακτήρισε «φασίστες» και «προδότες».(47) Όλες οι αριστερές οργανώσεις στη Χιλή αποδέχτηκαν την κυβερνητική συκοφαντία ότι αυτή η απεργία ήταν μέρος μιας δεξιάς συνωμοσίας. Ωστόσο, η απεργία των εργατών στα ορυχεία πραγματοποιήθηκε μέσα σε συνθήκες καλπάζοντος πληθωρισμού κάτι που σήμαινε μείωση των πραγματικών μισθών μέχρι και 50 τοις εκατό. Οι ανθρακωρύχοι στην πραγματικότητα αντιστεκόταν σε μια διετή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Παρόλο που οι μισθοί των εργατών στα ορυχεία χαλκού ήταν σίγουρα υψηλότεροι από τον εθνικό μέσο όρο, αυτό δεν συνέβαινε επειδή αποτελούσαν την «εργατική αριστοκρατία» ξεπουλημένη στα αφεντικά, όπως υποστήριζαν η Λαϊκή Ενότητα, και ιδιαίτερα το Κομμουνιστικό Κόμμα. «Η απλή αλήθεια είναι ότι ο εργάτης στα ορυχεία εξαντλεί την εργατική του δύναμη σε 15 με 20 χρόνια δουλειάς. Ως ομάδα, αυτοί οι εργάτες είχαν το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής [40 έως 50 ετών] και, επιπλέον, κατά μέσο όρο 300 θανατηφόρα ατυχήματα κάθε χρόνο. «50 Επίσης, ούτε η κριτική ότι οι εργάτες αυτοί ήταν υπηρέ-

Αριστεροί, μέλη συνδικάτων, αντιφασίστες αιχμάλωτοι σε γήπεδο. Η άρχουσα τάξη εξαπέλυσε όργιο καταστολής μετά το πραξικόπημα.

64

Διεθνιστική Αριστερά


Γραμμένο σε τείχο το όνομα της επαναστατικής οργάνωσης MIR. Το MIR καλούσε τους εργάτες να υπερασπιστούν την κυβέρνηση με τα όπλα.

τες της αστικής τάξης αντέχει σε οποιοδήποτε σοβαρό έλεγχο. Η δεξιά όντως προσπάθησε να χρησιμοποιήσει προς όφελος της την απεργία, αλλά μόνο «30 ημέρες μετά την έναρξη της απεργίας και αφού έγινε ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας θα προστάτευε τα συμφερόντων των αστών. [Μετά από αυτό] η αστική τάξη άρχισαν να εκμεταλλεύεται δημαγωγικά αυτή τη σύγκρουση». (49) Ιστορικά, οι εργάτες στα ορυχεία χαλκού ήταν οι πιο μαχητικοί εργάτες στη Χιλή μέχρι τη δεκαετία του 1970. Το αποτέλεσμα της αποτυχίας της Λαϊκής Ενότητας να στηρίξει το πιο συνειδητοποιημένο τμήμα της Χιλιανής εργατικής τάξης -που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ισχυρό σύμμαχο της αριστεράς- ήταν η πλήρης αποξένωση από το εργατικό κίνημα στο σύνολό του. Οργανώσεις στα αριστερά του Αλιέντε δεν έδειξαν καλύτερη στάση απέναντι στους εργάτες των ορυχείων: «Το MIR επέκρινε τη χρήση βίας, αλλά επιτέθηκε τους εργάτες κατηγορώντας τους για «οικονομισμό» παρότι αγωνίζονταν για να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο σε μια οικονομία που παρέμενε καπιταλιστική». (50)

Η γενική πρόβα του Souper

Το τελικό σημείο καμπής ήταν η 29η Ιουνίου 1973, όταν ο στρατηγός Roert Souper, επιχείρησε πραξικόπημα και έβγαλε τα τανκς του στους δρόμους του Σαντιάγο. Οι ανώτεροι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων θεώρησαν πρώιμες Ιούλιος 2008

τις ενέργειες του Souper και δεν παρείχαν την υποστήριξή τους. Όμως, κανένα από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοδημοκρατών, δεν επέκρινε την απόπειρα πραξικοπήματος. Ήταν ένας ξεκάθαρος οιωνός μιας πολύ πιο ανησυχητικής στρατιωτικής απειλής. Για μια ακόμη φορά, εργατική τάξη κινητοποιήθηκε για να ματαιώσει την απόπειρα πραξικοπήματος. Η αντίδραση των εργατών ήταν και πάλι εκπληκτική. Εκατοντάδες εργοστάσια και γραφεία στο Σαντιάγο καταλήφθηκαν. Στις 30 Ιουνίου μια γιγαντιαία διαδήλωση ξεχύθηκε στους δρόμους. Στις επαρχιακές πόλεις, οι οποίες μέχρι τότε κινητοποιούνταν πολύ πιο αργά από ότι η πρωτεύουσα, ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια cordones...και τοπικά λαϊκά κέντρα αποφάσεων. Το Cordon του Cerillos άρχισε να παίρνει αποφάσεις λειτουργώντας ως εργατικό συμβούλιο...Ξαφνικά όλα ήταν πιθανά. Ο εχθρός άρχισε να ταλαντεύεται συγχυσμένος. Στις μέρες που ακολούθησαν, τα αριστερά κόμματα από το MIR μέχρι τους Σοσιαλιστές, απεύθυναν καλέσματα στους εργαζόμενους να προετοιμαστούν για να υπερασπιστούν τη κυβέρνηση με τα όπλα. Την ίδια στιγμή, εξακολουθούσαν να διακυρήσσουν την αφοσίωσή τους στην ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας. Η ανάγκη για τους επαναστάτες να διαχωριστούν από τη Λαϊκή Ενότητα και να αξιώσουν μια ανεξάρτητη γραμμή -για να ενοποιήσουν και να εδραιώσουν τα cordones, να οπλίσουν την εργατική τάξη και να αποκρούσουν τους συμβιβασμούς του Αλιέντε με την αστική τάξη- ήταν τώρα πιο καθαρή από ποτέ. Ο Αλιέντε δεν άξιζε την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση των εργατών. Στις αρχές του 1971 είχε ερωτηθεί δίχως περιστροφές για το πως θα αντιμετώπιζε μια πιθανή εξέγερση της δεξιάς και μια «αποφασιστικής σημασίας αντιπαράθεση, ένα βίαιο τέλος στην τρέχουσα κατάσταση της συνύπαρξης. Μια στρατιωτική εξέγερση για παράδειγμα...». Ο Αλιέντε είχε απαντήσει: « Αν 65


Ο Αλιέντε με τον χασάπη Πινοσέτ στο πλευρό του. Ο ίδιος του είχε αναθέσει την υπεράσπιση της κυβέρνησης!

στο στρατόπεδο της αντίδρασης» (53). Με τις πράξεις τους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, ο Αλιέντε και το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεσματικά προετοίμαζαν τους εργάτες της Χιλής όχι για τη νίκη, αλλά για σφαγή. Καμιά αριστερή οργάνωση παρόλα αυτά δεν ανέλαβε την πρόκληση να σπάσει πολιτικά με την Λαϊκή Ενότητα. Με τους εργάτες σε εγρήγορση μετά το πραξικόπημα του Souper, θα ήταν αυτοί το ξεκινήσουν, θα απαντήσουμε, αλλά σε δυνατόν να πετάξουν τον στρατό και την δεξιά κάθε περίπτωση θα περιμένουμε μέχρι να συμ- στην άμυνα, να οπλίσουν την εργατική τάξη και βεί. Είμαστε σε εγρήγορση... Θα απαντήσουμε να αφήσουν στην άκρη μια κυβέρνηση που είχε στην βία της αντίδρασης με επαναστατική βία, αποδείξει μέρα με τη μέρα ότι ήταν δεσμευμέεπειδή γνωρίζουμε ότι πρόκειται να σπάσουν νη σε επικίνδυνους συμβιβασμούς. Ένα κόμμα τις συμφωνίες.»(52) Αλλά αντί να κινηθεί βασι- πρόθυμο να δείξει μια ξεκάθαρη επαναστατισμένος σε αυτά τα σκληρά λόγια, στον απόηχο κή στρατηγική δεν εμφανίστηκε. Αντιθέτως το του πραξικοπήματος του Souper, ο Αλιέντε για κύμα γύρισε στην ανάποδη κατεύθυνση. μια ακόμη φορά στράφηκε στον στρατό. «Υπήρχαν επαναστάτες αγωνιστές που θα μποΣε όλη τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυ- ρούσαν να αποτελέσουν εναλλακτική καθογούστου ο Αλιέντε επέτρεψε στον στρατό να δήγηση των εργατών σε αντιπαράθεση με τις χρησιμοποιήσει ένα νόμο ελέγχου της οπλοκα- πολιτικές του Αλιέντε και του Κομμουνιστικού τοχής του 1972 (ένα νόμο που ο ίδιος είχε υπο- Κόμματος. Όμως πολλοί ήταν ανενεργοί στο γράψει) για να πραγματοποιήσει προληπτικές εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και η επιθέσεις σε λαϊκές οργανώσεις, cordones και «αριστερίζουσα» ηγεσία τους συνέχιζε να ανέχεσυνδικάτα. Αναζητώντας να κατασχέσουν όπλα ται τον Αλιέντε σαν μέλος της και προωθούσε τη που οι εργάτες είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν γραμμή ότι μορφές Λαϊκής εξουσίας μπορούσαν και να αποθηκεύουν τις εβδομάδες μετά το να συνυπάρχουν με την υπάρχουσα κατάσταση. πραξικόπημα του Ιουνίου, σχεδίαζε επίσης τις Η πιο σημαντική ανεξάρτητη επαναστατική ορεπιδρομές του με σκοπό να τρομοκρατήσει τον γάνωση ήταν το MIR και κατά τη διάρκεια αυτού πληθυσμό και να εκριζώσει τους επαναστάτες. του χρόνου προσέλκυσε... πολλούς αγωνιστές Τον Αύγουστο ο Αλιέντε για μια ακόμη φορά εργάτες από το εσωτερικό του Σοσιαλιστικού προσκάλεσε τον στρατό στην κυβέρνηση του. Κόμματος... Αλλά δεν ήταν παρά το 1972 όταν Ένας από τους αξιωματικούς που πήρε αξίωμα έδωσε πραγματική σημασία στην δουλειά στους αυτή τη φορά δεν ήταν άλλος από τον στρατηγό βιομηχανικούς εργάτες που κρατούσαν το κλειδί Augusto Pinochet. Σε όλα αυτά ο Αλιέντε απο- για το μέλλον της Χιλής, και ακόμα και τότε φαίλάμβανε της συνεχούς υποστήριξης και ενθάρ- νεται ότι υπήρξε μια οργάνωση για τους εργάτες, ρυνσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής. παρά μια οργάνωση των εργατών». (54) Πράγματι, ο γενικός γραμματέας Corvalán σε Τα δύο μεγαλύτερα cordones, το Cordón του ομιλία του μόλις 10 μέρες μετά το πραξικόπη- Cerrillos και αυτό της Vicuna Mackenna, είμα του Souper δήλωνε : «Εμείς συνεχίζουμε χαν αρνηθεί τις εντολές από την επίσημη Συνα υποστηρίζουμε τον απόλυτα επαγγελματικό νομοσπονδία Εργατών (CUT), να παραδώσουν χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων. Οι εχθροί τα εργοστάσια που είχαν καταλάβει στα τέλη τους δεν βρίσκονται στις τάξεις του λαού αλλά Ιουνίου. Η διαδήλωση των εργατών του Cordón 66

Διεθνιστική Αριστερά


Vicuna Mackenna στις 19 Ιούλη είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο ενός μέλους του MIR. Ήταν γύρω από αυτό το περιστατικό όταν «η διαμάχη για τον ρόλο των cordones ήρθε στην επιφάνεια. Η δεξιά απαίτησε δράση εναντίων τους. Η CUT δήλωνε ότι τέτοια σώματα θα έπρεπε να λειτουργούν κάτω από την δικαιοδοσία της. Η αριστερά δίσταζε.» (55) Την κρίσιμη στιγμή το MIR αποδείχτηκε ανίκανο να αναγνωρίσει την επαναστατική σημασία των cordones ή να κατανοήσει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα γινόταν δυνατή μόνο στην βάση της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης της Χιλής. Αντιθέτως άσκησε κριτική στα cordones σαν «παράλληλες οργανώσεις» οι οποίες θα έπρεπε να απορροφηθούν από την CUT. Το κόστος της σύγχυσης του MIR υπήρξε καταστροφικό. Τις κρίσιμες μέρες του Ιουλίου, η πολιτική στρατηγική του MIR γινόταν ολοένα και περισσότερο σκέτη ρητορεία. Μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε ανυπαρξία από τον Ιούλιο μέχρι το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Από τις αρχές Σεπτέμβρη, ο αμερικάνικος στρατός πραγματοποιούσε κοινές ασκήσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της Χιλής. Η CIA είχε πάγια εντολή να ρίξει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Μόλις σε λίγες μέρες οι Αμερικανοί κατάσκοποι θα δούλευαν χέρι χέρι με τους σφαγείς του Χιλιανού στρατού, για να εξολοθρέψουν την αντίσταση στο πραξικόπημα του Πινοσέτ. Όμως κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την μαζική κινητοποίηση των Χιλιανών εργατών - αν είχε υπάρξει ένα επαναστατικό κόμμα το οποίο θα ήταν ξεκάθαρο για την ανάγκη της συντριβής του παλιού κράτους και του περάσματος της εξουσίας στα χέρια τους. Αντίθετα μπροστά στις προσπάθειες του Αλιέντε να σταματήσει την εργατική τάξη και να δώσει το πράσινο φως στον στρατό να αφοπλίσει το κίνημα, οι εργάτες βρίσκονταν σε σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό. Την ώρα του πραξικοπήματος του Πινοσέτ στις 11 Σεπτέμβρη ήταν ήδη πολύ αργά. Οι Χιλιανοί εργάτες ήξεραν ότι η Λαϊκή Ενότητα είχε προδώσει τις ελπίδες τους, αλλά δεν είχαν άλλη εναλλακτική.

Επίλογος

Το αιματηρό πραξικόπημα στην Χιλή έγινε ζήτημα της αριστεράς παγκόσμια. Εκατομμύρια

Ιούλιος 2008

ανθρώπων που είχαν εμπνευστεί από τον «ειρηνικό» δρόμο προς τον Σοσιαλισμό του Αλιέντε, θεώρησαν αναγκαίο να συζητήσουν τα διδάγματα. Tο Κ.Κ. Χιλής, το οποίο σε όλη την περίοδο πριν το πραξικόπημα είχε σταθερά χαρακτηρίσει σαν «αντεπαναστατική» κάθε έκφραση μαζικής δράσης της εργατικής τάξης, συμπέρανε ότι το κίνημα είχε προχωρήσει «πάρα πολύ» και προκάλεσε τα αφεντικά. Το ακριβώς αντίθετο είναι αλήθεια. Οι Χιλιανοί εργάτες δεν πήγαν όσο μακριά θα έπρεπε. Οι Χιλιανοί εργάτες έδειξαν ότι είχαν την δύναμη να τσακίσουν τα αφεντικά. Δημιούργησαν οργανώσεις με την δυνατότητα να χτίσουν μια πολύ πιο αυθεντικά δημοκρατική κοινωνία από αυτή που οι σημερινοί καταπιεστές μας μπορούν να φανταστούν. Αλλά ο μόνος τρόπος να γίνει πλήρως κατανοητή αυτή η δύναμη ήταν μέσα από μια επανάσταση που θα διέλυε την εξουσία της άρχουσας τάξης. Μια τέτοια επανάσταση προϋπέθετε πολιτική οργάνωση - ένα κόμμα των εργατών Δεν υπάρχει τρόπος που θα υπερασπιζόταν την να επιτευχθεί εναλλακτική απέναντι στον σοσιαλιστικός ρεφορμισμό και θα κέρδιζε και άλλους στην επαναστα- μετασχηματισμός χωρίς πρώτα να καταστραφεί τική προοπτική. Τραγική και συγκινητική η παλιά κρατική μηχανή ταυτόχρονα, η παράδοση με τον στρατό της, της Χιλής του 1973 δεν εί- την Αστυνομία της, τα ναι μοναδική. Τα πρώτα δικαστήριά της και της διδάγματα είχαν αντληθεί γραφειοκρατική της από τον Μαρξ, την εποχή της Παρισινής Κομμούνας ιεραρχία περισσότερα από 100 χρόνια πριν και επαναδιατυπώθηκαν από τον Λένιν στο βιβλίο του Κράτος και Επανάσταση τις παραμονές του Οκτώβρη: δεν υπάρχει τρόπος να επιτευχθεί σοσιαλιστικός μετασχηματισμός χωρίς πρώτα να καταστραφεί η παλιά κρατική μηχανή με τον στρατό της, την Αστυνομία της, τα δικαστήριά της και της γραφειοκρατική της ιεραρχία. Σε αυτό το έδαφος έχει να εγκαθυδριθεί η εξουσία των άμεσα εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων των εργατών, με την υποστήριξη της εργατικής πολιτοφυλακής. (56) Τα μαθήματα της Χιλής του 1973 παραμένουν και σήμερα σημαντικά, όπως έχουν υπάρξει και στο παρελθόν: «Η κρατική μηχανή, ακόμα και στο πιο δημοκρατικό αστικό κράτος είναι χτι-

67


σμένη πάνω σε αυστηρές ιεραρχικές αρχές, με τον έλεγχο στις δραστηριότητες του στρατού, της αστυνομίας και οι δημόσιες υπηρεσίες να είναι στα χέρια συγγενών και φίλων αυτών που κρατούν την οικονομική εξουσία. Και η άρχουσα τάξη θα χρησιμοποιήσει αυτή την κρατική μηχανή για να επανεδραιώσει την δική της, απεριόριστη κυριαρχία [τη στιγμή] που θα αισθανθεί ότι η ισορροπία των δυνάμεων είναι ευνοϊκή για αυτήν.» (57) Σημειώσεις: 1 Mike González, “Chile 1972-73: The Workers United,” in Revolutionary Rehearsals, ed. Colin Barker (London: Bookmarks, 1987), σελ. 81. 2 David Beecham, “Chile: The End of the Parliamentary Road to Socialism” Socialist Review 57, Σεπτέμβρης 1983, σελ. 7. 3 Ian Roxborough, Philip O’Brien, και Jackie Roddick, Chile: The State and Revolution (New York: Holmes & Meier, 1977), σελ. 63 4 Pete r Winn , Weavers of Revolution: The Yarur Workers and Chile s Road to Socialism (Oxford: Oxford University Press, 1986), σελ. 64. 5 Winn, σελ.65. 6 González, “Chile: 1972-73” σελ. 45. 7 Ian Birchall και Chris Harman, “Chile: End of the Parliamentary Road, International Socialism 62, Σεπτέμβριος 1973, σελ. 10. 8 Ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης ήθελαν πραξικόπημα. Κάποια άλλα καθώς και τα μεσσαία στρώματα δεν ήθελαν την αντροπή της συνταγματικής τάξης πριν χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων της κυβέρνησης. Με αυτό τον τρόπο θεωρούσαν ότι η «Λαϊκή Ενότητα» θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί με τον κλασσικό τρόπο που ελέγχονται όλες οι σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμιστικές κυβερνήσεις. (Roxborough ο.π., σελ. 104). 9 Roxborough ο.π., σελ. 104. 10 Roxborough ο.π., σελ. 73. 11 González, “Chile: 1972-73” σελ. 44. 12 González, “Chile: 1972-73” σελ. 44, 13 Roxborough ο.π., σελ. 61. 14 Régis Debray, The Chilean Revolution: Conversations with Allende (New York: Vintage, 1971), σελ. 97. 15 Salvador Allende “La vía chilena al socialismo,” rpt. Punto Final, 9 Σεπτέμβρη 1998, ηλεκτρονική έκδοση. 16 Allende, “La via chilena al socialismo.” 17 González, “Chile: 1972-73” σελ. 45. 18 Για μια πλήρη εικόνα του αυτού του επεισοδίου βλ. Winn. 19 Βλ. Mike González, “A People’s Tragedy,” Socialist Review, No. 222 (Σεπτέμβρης 1998), σελ. 19. 20 Helios Prieto, Chile.- The Gorillas Are Amongst Us (Λονδίνο: Pluto Press, 1974). 21 González, “A People’s Tragedy” σελ. 19. 22 González, “Chile: 1972-73” σελ. 47-48. 23 Roxborough ο.π., σελ. 152. 24 Roxborough ο.π., σελ. 152. 25 Peter Kornbluh, “The Chile Coup: the U.S. Hand,” iF

68

Magazine, 25 Οκτώβρη 1998. 26 Central Intelligence Agency, “Notes on the Meeting with the President on Chile”, 15 Σεπτέμβρη 1970. National Security Archive Electronic Briefing Books, No. 8. 27 Department of Defense, “U.S. Milgroup, Situation Report #2,” 1 Οκτώβρης 1973. National Security Archive Electronic Briefing Books, No. 8. 28 Department of State, “Chilean Executions,” November 16, 1973. National Security Archive Electronic Briefing Books, No. 8. 29 Socialist Worker (GB), 20 Νοέμβρης 1971. 30 González, “A People’s Tragedy,” σελ. 19. 31 González, “Chile: 1972-73” σελ. 50-5 1. 32 Roxborough ο.π., σελ. 169. 33 Prieto, σελ. 25. 34 González, “Chile and the Struggle for Workers’ Power” σελ. 142. 35 Roxborough ο.π., σελ. 17 1. 36Qouted in Roxborough ο.π., σελ. 171. 37 González, “Chile: 1972-73” σελ. 49. 38 González, “Chile: 1972-73” σελ. 53. 39 González, “Chile: 1972-73” σελ. 53. 40 González, “Chile: 1972-73” σελ. 53. 41 Συνέντευξη στη Βέλγικη κομμουνιστική εφημερίδα Drapeau Rouge, I Γενάρη 1971. Αναφέρεται από Birchall και Harman, σελ. 11. 42 Λόγος στις 10 Σεπτέμβρη 1972, αναφέρεται στους Financial Times, 12 Σεπτέμβρη 1972. Επίσης στους Birchall και Harman, σελ. 11. 43 González, “Chile: 1972-73” σελ. 55. 44 González, “Chile: 1972-73” σελ. 58. 45 González, “Chile: 1972-73” σελ. 58. 46 Birchall και Harman, σελ. 12. 47 Birchall και Harman, σελ. 12. 48 Prieto, σελ. 34. 49 Prieto, σελ. 35. 50 Birchall και Harman, σελ. 12. 51 Beecham, σελ. 13 52 Debray, σελ. 100, 97. 53 Birchall και Harman, σελ. 13. 54 Birchall και Harman, σελ. 13. 55 Beecham, σελ. 14. 56 Birchall και Harman, σελ. 14. 57 Birchall και Harman, σελ. 14. 58 Alan Angell, “Unions and Workers in Chile during the 1980s,” The Struggle for Democracy in Chile 1982-1990, eds. Paul W Drake and Iván Jaksic (Lincoln: Univ. of Nebraska Press, 1991), σελ. 189.

Διεθνιστική Αριστερά


H περιπέτεια του ιταλικού ευρωκομμουνισμού 1973-1979

Ο Ιστορικός Συμβιβασμός

του Δημήτρη Μπελαντή

Η

ιταλική κομμουνιστική Αριστερά ήδη από τις αρχές του 1960 αρχίζει να διαφοροποιείται στρατηγικά από το σοβιετικό μοντέλο. Η κρίση της αποσταλινοποίησης και η άνοδος του Χρουστσώφ διευκολύνουν την ηγετική ομάδα γύρω από τον Τολιάτι να προτείνει ως κόμμαπιλότο στην Δυτική Ευρώπη μια στρατηγική ειρηνικού και σταδιακού δρόμου προς τον σοσιαλισμό χωρίς επαναστατική ρήξη . Η «δημοκρατική» αυτή «εναλλακτική λύση» συμμαχεί προσωρινά με τους Σοβιετικούς, οι οποίοι σε αυτή τη φάση προκρίνουν το βάθεμα του λαϊκομετωπισμού (συμμαχία με σοσιαλιστές και προοδευτικά αστικά κόμματα) και τη λογική του ειρηνικού-κοινοβουλευτικού δρόμου στα πλαίσια της «ειρηνικής συνύπαρξης» και «άμιλλας» με τον καπιταλισμό (1). Στα πλαίσια της σινοσοβιετικής διένεξης ο Τολιάτι παίρνει τη σκυτάλη της ιδεολογικής σύγκρουσης με το ΚΚ Κίνας και τον «βίαιο εξτρεμισμό» του. Η στρατηγική, όμως, της μετάβασης μέσω του ιταλικού Συντάγματος έχει ξεκινήσει ήδη Ιούλιος 2008

από το 1945 με την «στροφή του Σαλέρνο». Η στροφή αυτή αποτελεί εξέλιξη της λαϊκομετωπικής γραμμής της Γ΄ Διεθνούς (1935-1939 –της στρατηγικής δηλαδή συμμαχίας με την σοσιαλδημοκρατία και την προοδευτική αστική τάξη ενάντια στο φασισμό) και στηρίζεται στην υπόθεση ότι το ιταλικό Σύνταγμα έχει τις θεσμικές βάσεις για την μετάβαση, είναι ένα Σύνταγμα της «Εργασίας». Ο Τολιάτι αντλεί νομιμοποίηση από τη θέση του Γκράμσι περί «πολέμου θέσεων» στη Δύση, την τροποποιεί όμως σημαντικά ώστε να ταιριάξει στη μη ρηκτική του στρατηγική.

Η πολιτική κρίση του 1968-1978

Ο Ευρωκομμουνισμός γεννιέται ως απάντηση σε δυο δομικά στοιχεία της συγκυρίας των τελών του ’60: α) την ιδεολογική σκλήρυνση του ΚΚΣΕ με την Άνοιξη της Πράγας, την οποία καταδικάζουν τα πιο σημαντικά δυτικά κουμμουνιστικά κόμματα (Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, στην Ελλάδα το ΚΚΕ Εσωτερικού), β) την πολιτική και κοινωνική κρίση του Μάη του 69


Εξώφυλλο του περιοδικού Time το 1974: «Η Ιταλία σε αγωνία».

’68, η οποία παίρνει μεγάλες διαστάσεις στην Γαλλία και την Ιταλία, και ιδίως στην Ιταλία απειλεί όλη την οργάνωση εξουσίας. . . Στα τέλη του ’60 και ως τα μέσα του ’70 η ιταλική κοινωνία γνώρισε μια περίοδο εκτεταμένης κοινωνικής αναταραχής στα όρια της προεπαναστατικής κατάστασης . Στις αρχές του 1970 (από το «θερμό φθινόπωρο του ’69 και μετά) η αναταραχή αφορά την εξέγερση των εργατών των μεγάλων εργοστασίων του Βορρά και κυρίως της Φίατ-Μιραφιόρι (του τεϋλορικού εργάτη της αλυσίδας παραγωγής του Μιλάνου, του Τορίνου κ.λπ.)(2) – η αναταραχή αυτή οδηγεί σε μια ριζική αλλαγή της εργατικής νομοθεσίας επί το φιλεργατικότερον (νόμοι όπως το περίφημο Statuto dei Lavoratori) και σε μια άνθηση μορφών εργατικού ελέγχου (συμβούλια μέσα στις επιχειρήσεις κ.λπ.). Η αναταραχή αυτή συναντά και μια αντίστοιχη φοιτητική και εργατική νεολαιίστικη ριζοσπαστικοποίηση –άλλωστε, ως τα τέλη του ’60 και στην Ιταλία δεν έχει παγιωθεί η συνείδηση του «κοινωνικού συμβολαίου».Οι φοιτητές σταδιακά στρέφονται στα εργοστάσια και θέτουν ζήτημα κοινών αγώνων και «εργατικής εξουσίας»(3). Η ένταση της πολιτικής κρίσης οδηγεί τμήματα της αστικής τάξης σε σχέδια αποσταθεροποίησης (απόπειρα πραξικοπήματος), σε ενίσχυση της δεξιάς τρομοκρατίας όπως η βομβιστική σφαγή στην πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1969, σε μορφές ποινικοποίησης των διαδηλώσεων κ.λπ. Πολλοί μιλούν για μια παρατεταμένη προεπαναστατική κατάσταση τουλάχιστον ως το 1973. Η επαναστατική Αριστερά ενισχύεται σημαντικά αλλά δεν συνενώνεται σε μια ενιαία στρατηγική. Εκτός από τις μαοϊκές και τροτσκιστικές ομάδες, ιδιαίτερα σημαντική είναι η πτέρυγα του «εργατισμού», η οποία συνδέει την ανάλυση της εργασιακής διαδικασίας στον νεοκαπιταλισμό με την επαναστατική στρατηγική («Εργατική Εξουσία»-Potere Operaio και «Διαρκής Πάλη»-Lotta Continua). 70

Η δεύτερη φάση αυτής της αναταραχής εξαπλώνεται στα μέσα του 1970 όχι πια στις μεγάλες συγκεντροποιημένες επιχειρήσεις (οι οποίες και εδώ βαίνουν φθίνουσες), αλλά στην εργατική νεολαία, τους ανέργους, τους μερικά απασχολούμενους, το επιστημονικό «προλεταριάτο» και τους εργαζόμενους των υπηρεσιών, στο φάσμα που η «Αυτονομία» θα προσδιορίσει ως «κοινωνικό» εργάτη ή ως «δεύτερη κοινωνία» (Νέγκρι 1983). Ενώ η πρώτη φάση είναι μια φάση αμφισβήτησης του ηγετικού ρόλου του ΙΚΚ μέσα στο κίνημα αλλά και ανταγωνιστικής συνύπαρξης ΙΚΚ και επαναστατικής Αριστεράς μέσα στο κίνημα, η δεύτερη φάση (1973-1979) είναι μια φάση ανοιχτής εχθρότητας και δυαδικότητας ανάμεσα στο ΙΚΚ του «Ιστορικού Συμβιβασμού» και το χώρο της επαναστατικής Αριστεράς (ιδίως τις ομάδες της Αυτονομίας). Είναι η περίοδος όπου παγιώνεται η επιλογή της ένοπλης πάλης για ένα τμήμα της επαναστατικής Αριστεράς με κορύφωση τη δολοφονία Μόρο (Μάης του 1978). Πάντως, οι ομάδες της ένοπλης πάλης (κυρίως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες), αν και συνεργάζονται με τομείς της Αυτονομίας, έχουν πιο παραδοσιακή μαρξιστική τοποθέτηση. Η αναταραχή αυτή (η οποία είναι και το σημείο συνάντησης μεταξύ αντικαπιταλιστικής ανόδου και καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης) Διεθνιστική Αριστερά


γνωρίζει δύο διαφορετικές διαχειρίσεις από την πλευρά της Αριστεράς. Η πρώτη διαχείριση αφορά το ΙΚΚ και τον Ιστορικό Συμβιβασμό, η δεύτερη αφορά τις μη συνεκτικές ομάδες της Άκρας Αριστεράς.

Η στρατηγική του ευρωκομμουνισμού (1973-1979)

Η πρώτη μορφή διαχείρισης αντιστοιχεί στην επεξεργασία του «Ιστορικού Συμβιβασμού» και της «εθνικής ενότητας» από το ΙΚΚ. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ΙΚΚ, αφού πρώτα δοκιμάζει να ανακτήσει τον έλεγχο του εργατικού κινήματος απέναντι στα αντικαπιταλιστικά ρεύματα, στη συνέχεια διαμεσολαβεί συνολικά στο χώρο της εργασίας σε ένα εγχείρημα μάξιμουμ πολιτικού συμβολαίου το οποίο αποκλείει μόνο την Ακροδεξιά και την Άκρα Αριστερά. Στα πλαίσια αυτού του συμβολαίου, συγκρούεται αποφασιστικά με τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα. Ταυτόχρονα, είναι σε μεγάλη κοινοβουλευτική άνοδο (εκφράζοντας αντιφατικά και τη δυναμική του κινήματος). Στα 1973 φτάνει περίπου στα 35 % . Η περίπτωση της κυβερνητικής πρότασης του ΙΚΚ είναι, όντως, εντυπωσιακή. Το ΙΚΚ με τη στρατηγική του αυτή παρακάμπτει την εύλογη μορφή αριστερού κυβερνητισμού, το Μέτωπο με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΙΣΚ). Με τα περίφημα κείμενά του για την πτώση της «Λαϊκής Ενότητας» στη Χιλή το 1973 ο Ε. Μπερλίνγκουερ ισχυρίζεται ότι μια ένωση της Αριστεράς δεν μπορεί να κυβερνήσει με το 51% των ψήφων (το μάξιμουμ μιας τέτοιας προσπάθειας), αλλά χρειάζεται μια ευρύτατη πλειοψηφία, απαρτιζόμενη από τα τρία βασικά ρεύματα: το κομμουνιστικό, το σοσιαλιστικό και το καθολικό (το αντίστοιχο στη Χριστιανοδημοκρατία)(4). Η συμμαχία αυτή παρουσιάζεται ως ο «νέος αντιφασιστικός άξονας», ως το «συνταγματικό τόξο» κατά της εκτροπής. Σε μια συγκυρία όπου ούτε η Χριστιανοδημοκρατία ούτε το ΙΚΚ μπορούν να κυβερνήσουν αυτοδύναμα (το 1976 το ΙΚΚ φτάνει το 34% έναντι 37% της ΧΔ) , η συνεργασία τους καθίσταται επιτακτική. Το ΙΣΚ είναι ουσιαστικά ο μη σπουδαίος τρίτος, η θέση του είναι ασήμαντη. Η στρατηγική αυτή, κατά τις εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΙΚΚ, είναι η μόνη που οδηγεί

Ιούλιος 2008

προς την εξουσία. Το κόμμα, παρά τη μετριοπάθειά του, παρά τη διαφοροποίησή του από την ΕΣΣΔ, παρά τη ρητή, τέλος, αναγνώριση της παραμονής στο ΝΑΤΟ το 1977, λογίζεται ως «αντίπαλος του Ψυχρού Πολέμου». Ουσιαστικά, το σύστημα λειτουργεί επί τη βάσει Η μορφή, τελικώς, του μόνιμου αποκλεισμού του από τη διακυβέρνηση, που επιλέγεται είναι η από τη «συνωμοσία» των στήριξη της κυβέρνησης κομμάτων του νατοϊκού Τζ. Αντρεότι με αποχή άξονα (την conventio ad των κομμουνιστών escludendum) ώστε να στη Βουλή το 1976 μονοπωλούν την εξουσία. και η διαμόρφωση του Άρα, η λύση είναι να νομιΚοινού Προγράμματος μοποιηθεί και να αποκτήσει κυβερνητικό, ή έστω τον Ιούνιο του 1977 οιονεί κυβερνητικό, ρόλο με τη συναίνεση της ΧΔ. Να απομακρύνει τον κίνδυνο της «νατοϊκής εκτροπής» και να εσωτερικευθεί διά παντός ως κόμμα εξουσίας(5). Η μορφή, τελικώς, που επιλέγεται είναι η στήριξη της κυβέρνησης Τζ. Αντρεότι με αποχή των κομμουνιστών στη Βουλή το 1976 και η διαμόρφωση του Κοινού Προγράμματος τον Ιούνιο του 1977. Το συγκυβερνητικό πείραμα διαρκεί από το 1976 ως το 1979, οπότε εγκαταλείπεται από το ΙΚΚ αλλά και από την Χριστιανοδημοκρατία, η οποία αναζητά πια προνομιακή συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπετίνο Κράξι. Η διαμεσολάβηση του εργατικού κινήματος σε μια πολιτική «εθνικής ενότητας» σημαίνει και μια πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης από κοινού με τα αστικά κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι μετά από μια περίοδο πολύ αναβαθμισμένων εργατικών αιτημάτων και κατακτήσεων, η στήριξη του ΙΚΚ στη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση συνεπάγεται και μια σειρά μέτρων λιτότητας και ανάσχεσης του εργατικού εισοδήματος με σκοπό την ενίσχυση της «εθνικής ανταγωνιστικότητας». Προέκυψε έτσι μια παράδοξη θεωρία «κομμουνιστικής λιτότητας» και «κομμουνιστικά υποκινούμενου εκσυγχρονισμού»(6). Σύμφωνα με αυτήν: 1) Η εργατική τάξη έχει άμεσο συμφέρον να εξέλθει η Ιταλία από την οικονομική κρίση, η οποία οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό και την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων (και όχι στη μειωμένη κερδοφορία του κεφαλαίου και την

71


υπερσυσσώρευση). Η έξοδος από την κρίση θα είναι η αφετηρία μιας αναπτυξιακής προσπάθειας με κέρδη για την κοινωνική προστασία των εργαζομένων, καθώς και η υιοθέτηση ενός σχεδίου δημοκρατιΟ κυβερνητισμός κού προγραμματισμού της οικονομίας. Ακολουθείται του ΙΚΚ το ωθεί δηλαδή το σχήμα «πρώτα στο να αναλάβει ανάπτυξη, μετά προστασία καθήκοντα διαχειριστή και αναδιανομή». της πρώτης φάσης 2) Σε κάθε περίπτωση, της καπιταλιστικής πρέπει να αποφευχθεί στο κρίσης και τριτεγγυητή έδαφος της κρίσης η άμεση της στάσης των αναμέτρηση και σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας. εργαζομένων 3) Η προοπτική του κόμαπέναντι στον ιταλικό ματος σε αυτή τη φάση δεν καπιταλισμό είναι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά η διάσωση της εθνικής οικονομίας και η αποδοχή θυσιών εκ μέρους των μισθωτών. Η κλίμακα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών (scala mobile) θυσιάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. . 4) Ασκείται μια διπλή κριτική στην κρατική διοίκηση και στο καταναλωτικό μοντέλο του 1950 και του 1960, το οποίο έχει καλλιεργήσει ο ιταλικός καπιταλισμός . Επισημαίνονται οι αδυναμίες (πελατειακές σχέσεις, διαφθορά κ.λπ.) του χριστιανοδημοκρατικού κράτους και ζητείται ο αστικός εκσυγχρονισμός του (εξορθολογισμός, αποδοτική λειτουργία, παραγωγική και όχι παρασιτική παρέμβαση σε οικονομία κ.λπ). Δεν αμφισβητείται τόσο ο ταξικός χαρακτήρας του, αλλά η μη προσαρμοστικότητά του στις ανάγκες της διεθνούς αγοράς και της καπιταλιστικής ανάπτυξης (η διατύπωση θυμίζει αρκετά τις αναλύσεις των σοσιαλδημοκρατών στην Ελλάδα του 1990). Από την άλλη πλευρά, ασκείται καταλυτική κριτική στον «καταναλωτισμό», όχι όμως από την οπτική των αξιών του εργατικού κινήματος ή μιας θεωρίας των «πραγματικών αναγκών» κ.λπ. (όπως έκαναν οι σχολές της Φραγκφούρτης, του Λούκατς κ.λπ.), αλλά από την οπτική της αναγκαίας ελάττωσης της εργατικής κατανάλωσης και της ιδεολογικής νομιμοποίησης της λιτότητας(7). Στη λιτότητα δίδεται «αντικαταναλωτικός» χαρακτήρας, καταπολέμηση της σπατάλης έως και ποιότητα αλληλεγγύης στον πενόμενο Τρίτο Κόσμο (ομιλία του Μπερλίν-

72

γκουερ στους διανοούμενους 1977). Προτείνεται ουσιαστικά η συγκράτηση ή και μείωση του εργατικού εισοδήματος υπέρ μιας αναπτυξιακής προσπάθειας που θα φέρει δουλειά κ.λπ. Παρουσιάζεται, λοιπόν, η αντιφατική πραγματικότητα ένα κόμμα, που θεωρητικά επαγγέλλεται τη σοσιαλιστική μετάβαση, να υποστηρίζει όχι μόνο την κλασική προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων αλλά και τη μείωσή τους για να διασωθεί το μοντέλο της κοινωνικής ειρήνης και διαπραγμάτευσης (ομοίως θα πράξει για μια περίοδο και το Γαλλικό ΚΚ εντός της κυβέρνησης Μιτεράν). Ο κυβερνητισμός του ΙΚΚ το ωθεί στο να αναλάβει καθήκοντα διαχειριστή της πρώτης φάσης της καπιταλιστικής κρίσης και τριτεγγυητή της στάσης των εργαζομένων απέναντι στον ιταλικό καπιταλισμό. Η νομιμοποίηση της λιτότητας (όχι απλώς στήριξή της από την φιλοκομμουνιστική CGIL) είναι αποτέλεσμα μιας διακομματικής οικονομικής συμφωνίας για τον εξωτερικό δανεισμό της Ιταλίας και την υπαγωγή της στους όρους του ΔΝΤ .Η συμφωνία αυτή αποτελεί τμήμα της Προγραμματικής Συμφωνίας του 1977 (Σασούν, σελ. 202 ) και προϋποθέτει μείωση και εδώ των δημοσίων δαπανών και ανάσχεση του εργασιακού κόστους. Η άλλη λύση θα ήταν και εδώ μια στρατηγική κλεισίματος και αυτάρκειας, αλλά το ΙΚΚ δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο τον εξαγωγικό προσανατολισμό του ιταλικού καπιταλισμού. Η διαχειριστική στάση του ΙΚΚ διογκώνεται και διασαφηνίζεται ακόμη περισσότερο στο ζήτημα της «δημόσιας ασφάλειας». Η ανάπτυξη αντικαπιταλιστικών ρευμάτων και πρακτικών στη δεκαετία του ’70 ενέτεινε το ζήτημα της πολιτικής βίας. Η όξυνση της σύγκρουσης δημιούργησε τόσο ένα εκτεταμένο φάσμα διάχυτης κοινωνικής βίας, όσο και τις γνωστές μαζικές οργανώσεις ένοπλης πολιτικής βίας (Ερυθρές Ταξιαρχίες κ.λπ.). Η στάση του ΙΚΚ τροποποιείται ριζικά: ενώ σε μια πρώτη φάση υπερασπίζεται τα δημοκρατικά δικαιώματα (π.χ. καταψήφιση του αντιδραστικού νόμου Ρεάλε), σε μια δεύτερη φάση δέχεται άκριτα τα έκτακτα μέτρα (αρμοδιότητες αστυνομίας κατά τη σύλληψη υπόπτων για «τρομοκρατία», φυλακές υψηλής ασφαλείας, αύξηση ορίων προφυλάκισης κ.λπ.), πρωτοστατεί στη στήριξή τους και ενισχύει τη χριστιανοδημοκρατική «τρομοϋστερία». Ιδίως μετά τη δολοφονία Μόρο, το ΙΚΚ (το οποίο σθενα-

Διεθνιστική Αριστερά


Ο ηγέτης του Ιταλικού ΚΚ και θεμελιωτής του «ιστορικού συμβιβασμού», Ενρίκο Μπερλίνγκουερ.

ρά έχει αρνηθεί κάθε διαπραγμάτευση για την ανταλλαγή του Μόρο) υποστηρίζει την εκπληκτική αυταρχοποίηση που προωθεί ο υπουργός Εσωτερικών Φρ.Κοσίγκα(8). Κατά ένα διασταλτικό τρόπο, το ΙΚΚ, ιδίως μετά το 1977, προχωρά σε μια εξίσωση όμοια με εκείνη του αστικού κράτους: όποιος τοποθετείται κριτικά από τα αριστερά του «Ιστορικού Συμβιβασμού» δεν είναι απλώς μια Αριστερά που διαφωνεί αλλά μια εκδοχή της «τρομοκρατίας» και του «εγκλήματος». Η ποινικοποίηση και απονομιμοποίηση της Άκρας Αριστεράς (και της Αυτονομίας ως ιδιαίτερου ρεύματος) οδηγεί στις μαζικές συλλήψεις και διώξεις του Απριλίου 1979 και στη συγκρότηση του «Θεωρήματος Καλότζερο», ενός ιδιότυπου εγκλήματος γνώμης. Όποιος αποδέχεται και επεξεργάζεται τη θεωρία της ένοπλης ανατροπής δεν μπορεί παρά να είναι και ο ιδεολογικός συνεργός ή και εγκέφαλος της «τρομοκρατίας». Το ΙΚΚ , πολύ περισσότερο και από τη Χριστιανοδημοκρατία, γίνεται -κατά και μετά τη δολοφονία Μόρο- το κόμμα του «νόμου και της τάξης». Η έμφαση στην κατασταλτική λειτουργία του κράτους θα λειτουργήσει συντριπτικά κατά του κινήματος όταν θα ξεσπάσει η μεγάλη σύγκρουση της ΦΙΑΤ. Η στάση του ΙΚΚ στα μεγάλα ζητήματα της οικονομίας και της δημόσιας ασφάλειας στη δεκαετία του 1970 το καθιστά ένα κόμμα κυβερνητικό και μειώνει την αντιπολιτευτική του εμβέλεια. Έτσι, μια στρατηγική που στόχο έχει να λειτουργεί ταυτόχρονα ως κόμμα του κινήματος (λιγότερο) και ως κόμμα της διαχείρισης (περισσότερο) προσκρούει σε σαφή όρια. Το πρώτο όριο είναι αυτό της ίδιας της δομής του ιταλικού αστικού κράτους, ενός κράτους που έχει οικοδομήσει πελατειακά η ΧΔ από το 1947. Όπως αναφέρεται, κανένας διορισμός δεν μπορούσε να γίνει σε αυτό το κράτος χωρίς τη συναίνεση της ΧΔ ή των εκάστοτε συμμάχων της. Ο διοικητικός μηχανισμός δεν είχε το βαθμό αυτονομίας από τα κυβερνητικά κόμματα που Ιούλιος 2008

διαθέτει σε άλλες χώρες. Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και οι καλύτεροι νόμοι (παρά το γεγονός ότι το ΙΚΚ δεν προώθησε παρά νόμους φιλελεύθερης υφής στη διάρκεια του ΙΣ, π.χ. αποασυλοποίηση ψυχοπαθών) δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν και να εφαρμοστούν από αυτό το κράτος. Το ΙΚΚ κατέληξε να φέρει ευθύνη για μια πολιτική που ούτε την εκπονούσε σε σημαντικό βαθμό ούτε είχε τους μηχανισμούς εφαρμογής της. Το δεύτερο όριο ήταν αυτό της εσφαλμένης εκτίμησης της καπιταλιστικής κρίσης. Όπως έγινε φανερό και στο πρώτο κεφάλαιο, η κρίση υπερσυσσώρευσης δεν αποτελεί ούτε απόδειξη της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού» (κατά τη σταλινική θεωρία) ούτε απόδειξη της «ολόπλευρης δομικής κρίσης» του (κατά την ευρωκομμουνιστική θεωρία). Αν δεν συντρέξουν όροι της πολιτικής πάλης των τάξεων, η οικονομική κρίση δεν γεννά από μόνη της ούτε όρους μετασχηματισμού ούτε όρους πολιτικής κρίσης γενικότερα(9). Το τρίτο όριο είναι το ροκάνισμα της κοινωνικής βάσης του ΙΚΚ μέσα από την κλιμάκωση της στρατηγικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η εξέλιξη αυτή θα φανεί στο τέλος της φάσης του ΙΣ , όταν η διεύθυνση της ΦΙΑΤ αποφασίζει να κλείσει ένα μεγάλο μέρος της επιχείρησης στο Τορίνο και να προβεί σε χιλιάδες απολύσεις. Η ΦΙΑΤ αποτέλεσε ακριβώς το εφαλτήριο των μεγάλων αγώνων του ’60 και του ’70 και 73


Ο ηγέτης της Ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας και γνωστός για τις σχέσεις του με τη Μαφία, Τζούλιο Αντρεότι.

η επίθεση στην επιχειρηματική και κοινωνική οργάνωση γύρω από αυτήν αποτελεί στρατηγικό πλήγμα στην οργάνωση της εργατικής τάξης στην Ιταλία _ανάλογο εκείνου των παραδοσιακών κλάδων (εξόρυξης, μεταλλουργίας κ.λπ.) στη Βρετανία.. Ύστερα από μια πολύμηνη μαζική απεργία, το κλείσιμο επικυρώνεται μαζί με τις απολύσεις. Το ΙΚΚ αδυνατεί να στηρίξει αποφασιστικά αυτόν τον μεγάλο ταξικό αγώνα και υφίσταται τις συνέπειες της ήττας με την απίσχναση της κοινωνικής του βάσης. .

Το τέλος του παραδοσιακού Ιταλικού κομμουνισμού (1979-1990)

Συνειδητοποιώντας αυτά τα όρια, το ΙΚΚ,απομακρύνεται από τον ΙΣ στα τέλη του έτους 1980 και περνά στην αντιπολίτευση προτείνοντας τη «Δημοκρατική Αλτερνατίβα», ένα είδος ενότητας της Αριστεράς. Η διάδοχη κυβερνητική λύση είναι η διαχείριση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη συμμαχία ΧΔ/ΙΣΚ με πρωθυπουργό τον Μπετίνο Κράξι. Η δεκαετία του 1980 είναι η δεκαετία του Κράξι. Αποτελεί την αποκορύφωση και το τέλος της «διεφθαρμένης» πεντακομματικής Α’ Ιταλικής Δημοκρατίας. Αποκτά, εδώ, ισχύ η θέση των γενικών διαπιστώσεων κατά την οποία ένα θεσμικό σύστημα αναπαραγωγής, ένας τρόπος ύπαρξης της παρεμβατικής/προνοιακής ηγεμονικής διαχείρισης του μονοπωλιακού καπιταλισμού τείνει να συντριβεί απέναντι στις αναγκαιότητες των νέων μορφών αξιοποίησης όπως αυτές επιβάλλονται από την πολιτική πάλη των τάξεων. Η διαχείριση του Κράξι είναι «ρεαλιστικότερη» 74

έναντι της νέας πραγματικότητας από εκείνη της σκιώδους συγκυβέρνησης ΧΔ-ΙΚΚ. Προχωρά στην αναδιάρθρωση αποφασιστικά, διατηρώντας κατά τρόπο κορπορατίστικο/μερικό ορισμένες μορφές και δικαιώματα κοινωνικού κράτους .Μοχλός αυτής της ισορροπίας υπήρξε μια μορφή φιλελεύθερης προσωπολατρείας γύρω από το πρόσωπο και τις δεξιότητες του ίδιου του Κράξι (κατά απομίμηση του Μιτεράν).Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι ο Κράξι επιδίωκε να ενισχύσει μια δομή της εκτελεστικής εξουσίας γύρω από αυτόν, μια μορφή προεδρικής δημοκρατίας μετά από αναθεώρηση του Συντάγματος. Το «προσωποκεντρικό» στυλ αυτό με στοιχεία του life-style προετοίμασε ουσιαστικά τη μορφή διακυβέρνησης του «ανθρώπου των επιχειρήσεων», προσωποποιημένη στον Σύλβιο Μπερλουσκόνι. Η αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών ενός κράτους ορθολογικού, «ελάχιστου» και εκσυγχρονισμένου, απαλλαγμένου από «πελατειακά» βάρη, και του υπαρκτού πελατειακού και δυσκίνητου ιταλικού κράτους της ΧΔ, οδήγησε στην έκρηξη με τη μορφή των «σκανδάλων», του πολιτικού χρήματος, της διάλυσης των αστικών κομμάτων και της ανακήρυξης της Β΄ Ιταλικής Δημοκρατίας στην περίοδο 1992-1994. Στα πλαίσια αυτής της ενδοκαθεστωτικής αλλαγής μεταξύ 1989 και 1994, το καύχημα του δυτικού κομμουνισμού, το ΙΚΚ, αποφάσισε να εγκαταλείψει την κομμουνιστική φυσιογνωμία του και να μετεξελιχθεί σε κόμμα ευρωαριστερό, σε επαφή και σχέση με τη Σοσιαλιστική Διεθνή. Η διαδικασία αυτή ξεκινά με πρόταση του τότε ΓΓ του κόμματος Ακίλε Οκέτο τον Νοέμβριο 1989 (μετά την πτώση του τείχους) και ολοκληρώνεται το Φεβρουάριο του 1999 στο συνέδριο του Ρίμινι με τη μετονομασία του κόμματος σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς» (PDS)(10). Όπως εξήγησε ο Οκέτο, το κόμμα είχε μπει από καιρό στη διαδικασία να είναι ένα κόμμα «δημοκρατικού σοσιαλισμού» (δηλ. σοσιαλδημοκρατίας), αλλά το όνομα και Διεθνιστική Αριστερά


Ακίλε Οκέτο, γραμματέας του ΙΚΚ, με πρόταση του οποίου το 1989 το κόμμα μετεξελίχτηκε στο σοσιαλδημοκρατικού τύπου «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς».

τα σύμβολά του εμπόδιζαν να το προσεγγίσει ένας ευρύς τομέας της κοινής γνώμης που συμπαθούσε την Αριστερά αλλά δίσταζε να υποστηρίξει ένα κομμουνιστικό κόμμα (Σασούν σελ. 420-421). Η ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε από το ΙΚΚ επαναλήφθηκε πάρα πολλές φορές από τα πρώην ΚΚ της Ανατολικής Ευρώπης (που με λίγες εξαιρέσεις ή με μικρές διασπάσεις μετεξελίχθηκαν γοργά μετά το 1990 σε κόμματα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς), αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και από κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (όπως το μικρού μεγέθους αλλά σημαντικής ιδεολογικής εμβέλειας ΚΚΕ εσωτ. στην Ελλάδα το 1986-1987). Προτείνεται δε ακόμη και σήμερα (2008) σε ένα κόμμα με την ιστορικότητα του γαλλικού ΚΚ μετά την ήττα του στις εκλογές του Μαΐου του 2007. Η μετεξέλιξη του ΙΚΚ απηχούσε μια επίλυση της αναντιστοιχίας ιδεολογικών συμβόλων και πραγματικής πολιτικής πρακτικής.Ένα κόμμα κοινωνικού συμβιβασμού μιλούσε με τη γλώσσα και τα σύμβολα της Τρίτης Διεθνούς. Αυτό έπρεπε να «αλλάξει». Η μετεξέλιξη του ΙΚΚ σήμανε μια γενικότερη εξέλιξη του «ευρωκομμουνισμού» ως ιδιαίτερου ιδεολογικού σχηματισμού στη σκηνή της Δυτικής Ευρώπης προς το «τέλος του κομμουνισμού» και την έγχυση του ιδιαίτερου οπλοστασίου του -μετά την επέλευση σημαντικών μεταβολών-¬ στο εκμαγείο της Ευρωαριστεράς.

σμός», Αθήνα 1975, Θεμέλιο. 5. Σε Σασούν «100 χρόνια σοσιαλισμού» τ. Β’, σελ. 190-200, Αθήνα 2000. Κατά το συγγραφέα, ο σκοπός του ΙΣ ήταν βασικά η εξάλειψη της «συνθήκης αποκλεισμού». Με αυτή την έννοια , το ΙΚΚ γνώρισε το δικό του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ (τη δοκιμασία διακυβέρνησης) πολύ πριν μεταλλαχθεί σε Κόμμα Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS) το 1991. 6. Bλ. «Έκθεση στην Κεντρική Επιτροπή ΙΚΚ» του Οκτωβρίου 1976, του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, εκλογικό πρόγραμμα ΙΚΚ του 1976, ομιλία του Λουτσιάνο Λάμα τον Οκτώβριο 1976 σε συνδικαλιστές της CGIL, ομιλία του Μπερλίνγκουερ στους διανοούμενους τον Ιανουάριο 1977. Όλα παρατίθενται σε Ε. Μαντέλ «Κριτική του Ευρωκομμουνισμού», Αθήνα 1981, Νέα Σύνορα, σελ. 206-230, «το Ιταλικό ΚΚ Απόστολος της Λιτότητας». 7. Σε Ε. Μαντέλ οπ.π., σελ. 224 επ. 8. Βλ. σε Δ. Μπελαντή «Αντιτρομοκρατική νομοθεσία και αρχή του κράτους δικαίου», Αθήνα 1997, Δίκαιο και Οικονομία, σελ. 551 επ., Δ. Δεληολάνη «Το φαινόμενο της τρομοκρατίας-άνοδος και πτώση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών», Αθήνα 1992, Στοχαστής. Λ. Σάσα «Η υπόθεση Μόρο», Αθήνα 2002 . Βλ. και σε V. Ferrari “ Symbolischer Nutzen der Gesetzgebung zur inneren Sicherheit in Italien” in von Blankenburg (hsg) “Politik der inneren Sicherheit”, Frankfurt a.Main 1980, σελ. 90 επ. 9. Ορθά, αν και από σοσιαλδημοκρατική θέση, ο Σασούν σε αυτό, σελ. 208. 10. Σε Σασούν οπ.π., σελ. 420-422.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 1. Βλ. σε Ε. Μαντέλ «Ειρηνική συνύπαρξη και παγκόσμια επανάσταση», Αθήνα 1982, Ύψιλον . 2. Βλ. για τον «Ιταλικό Μάη» αναλυτικά σε Ν. Μπαλεστρίνι «Τα θέλουμε όλα», Αθήνα 1979, Στοχαστής, Il Manifesto «Η Πράγα είναι μόνη -Θέσεις για τον κομμουνισμό», Αθήνα 1976, Εξάντας, PDUP –Avangardia, Operaia «Για το κράτος, το σχολείο, τον κομμουνισμό», Αθήνα 1979, Στοχαστής. Τ. Νέγκρι «Ο Ιταλικός Μάης- από τον εργάτη-μάζα στον κοινωνικό εργάτη» , Αθήνα 1983, εκδ. Κομμούνα. 3. Βλ. και σε ντελ Καρία «Ο Ιταλικός Μάης των φοιτητών», σε Βιάλε –ντελ Καρία- Γκιγιεμπώ «68-Η παγκόσμια έκρηξη», σελ. 109 επ. 4. Βλ. σε Ενρίκο Μπερλίνγκουερ «Ο Ιστορικός Συμβιβα-

Ιούλιος 2008

75


Βιβλιοπαρουσίαση

Ρόζα Λούξεμπουργκ

«Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;»

Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο; Πώς μπορούμε να καταργήσουμε τον καπιταλισμό και να χτίσουμε μια σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση; Με ποια στρατηγική μπορεί η Αριστερά να είναι νικηφόρα; Τα ερωτήματα αυτά έρχονται όλο και πιο έντονα στην επικαιρότητα μπροστά στην αυξανόμενη βαρβαρότητα και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού.

Η

συζήτηση αυτή, για τη στρατηγική της επανάστασης ή της μεταρρύθμισης, δεν είναι καινούργια. Ξεκίνησε στα 1897 στους κόλπους του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) από δυο ηγετικά του στελέχη, τον Εδουάρδο Μπερνστάιν και την Ρόζα Λουξεμπούργκ. Στο βιβλίο του «οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού» ο Μπερνστάιν, βάζοντας τις βάσεις του σύγχρονου ρεφορμισμού, υποστήριξε ότι καθώς προχωρούσε η εξέλιξη του καπιταλισμού καθιστούσε όλο και περισσότερο απίθανη μια γενικευμένη κρίση του, διότι το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής παρουσίαζε 76

του Δημήτρη Χαριτόπουλου

μια διαρκώς μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής. Η ικανότητα αυτή του καπιταλισμού εκδηλωνόταν κατά τον Μπερνστάιν με τη σταδιακή εξαφάνιση των γενικών κρίσεων εξαιτίας της εξέλιξης των διαφόρων οργανώσεων των επιχειρηματιών (τραστ, καρτέλ κ.τ.λ.), του πιστωτικού συστήματος (τράπεζες, χρηματιστήρια), των συγκοινωνιών και του δικτύου πληροφοριών των επιχειρήσεων. Επιπλέον, ο Μπερνστάιν θεωρούσε δεδομένη την οικονομική και πολιτική άνοδο της εργατικής τάξης εξαιτίας της συνδικαλιστικής της πάλης. Ταυτόχρονα θεωρούσε ότι το αστικό κράτος θα γίνεται όλο και πιο «δημοκρατικό» και συνεπώς θα μπορούσε Διεθνιστική Αριστερά


Πορτραίτο της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

η Αριστερά να το διαχειριστεί προς όφελος των εργαζομένων. Βασιζόμενος σε αυτά του τα συμπεράσματα, ο Μπερνστάιν κατέληγε ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν τη δράση τους όχι προς την ανατροπή του καπιταλισμού και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, που ήταν μέχρι τότε ο διακηρυγμένος τους στόχος, αλλά χρησιμοποιώντας τους θεσμούς του αστικού κράτους (κοινοβούλιο, δικαιοσύνη, συνδικάτα) να εισάγουν το σοσιαλισμό με μεταρρυθμίσεις, μέσα από μια βαθμιαία διεύρυνση του κοινωνικού ελέγχου τόσο των μέσων παραγωγής όσο και των κοινωνικών θεσμών. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το απόσπασμα από το βιβλίο του, «ο τελικός σκοπός, όποιος και αν είναι, δεν είναι για μένα τίποτε, για μένα το παν είναι τι κίνημα». Στις θέσεις αυτές του Μπερνστάιν απάντησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, συγκεντρώνοντας την πολεμική της στο βιβλίο «μεταρρύθμιση ή επανάσταση». Στο πρώτο μέρος του βιβλίου της εξηγεί ότι για τους επαναστάτες δεν υπάρχει καμιά αντιδιαστολή ανάμεσα στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και στην επανάσταση. Απεναντίας μάλιστα, η πάλη για την μία ή την άλλη υπόθεση είναι αλληλένδετες. Έγραφε χαρακτηριστικά: «για την σοσιαλδημοκρατία ο καθημερινός πρακτικός αγώνας για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού και μέσα στα πλαίσια ακόμη του υφιστάμενου καθεστώτος, αποτελεί αντίθετα τον μοναδικό δρόμο καθοδήγησης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και επίτευξης του τελικού σκοπού, που είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η κατάργηση του συστήματος της μισθοδουλείας. Μεταξύ της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της κοινωνικής επανάστασης υφίσταται για την σοσιαλδημοκρατία μια αδιάσπαστη συνάρτηση, δεδομένου ότι ο αγώνας για κοινωνικές μεΙούλιος 2008

ταρρυθμίσεις είναι το μέσο ενώ ο αγώνας για την κοινωνική ανατροπή είναι ο τελικός της σκοπός». Στη συνέχεια του βιβλίου της η Ρόζα απαντά στα ζητήματα που κατά τον Μπερνσταιν αποτελούν τους λόγους αναίρεσης της επαναστατικής προοπτικής.

Προσαρμογή του καπιταλισμού;

Είναι γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα από την μια μεριά βοηθά τις επιχειρήσεις να ξεπερνούν τα στενά όρια της προσωπικής τους ιδιοκτησίας, συγχωνεύοντας πολλά ατομικά κεφάλαια, δίνοντας την δυνατότητα σε έναν καπιταλιστή να διαχειρίζεται ξένα κεφάλαια, βοηθά στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων, την διεθνοποίηση της παραγωγής. Με λίγα λόγια βοηθά τόσο στην αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής όσο και στην ολοκλήρωση του βιομηχανικού κύκλου. Από την άλλη όμως μεριά, και για αυτούς ακριβώς τους λόγους, είναι ένας από τους βασικούς συντελεστές στην δημιουργία των κρίσεων. Αυξάνει τρομακτικά την ικανότητα παραγωγής ακόμα και πέρα από τα όρια της αγοράς, προκαλώντας υπερπαραγωγή, πέρα από τα όρια της καταναλωτικής ικανότητας ενώ ταυτόχρονα 77


Έντουαρντ Μπερνστάιν, θεωρητικός της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής.

καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις που το ίδιο έφερε στην επιφάνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι με τις πρώτες ενδείξεις στασιμότητας στην αγορά, το τραπεζικό σύστημα, τη στιγμή μάλιστα που η παρέμβαση του θα ήταν αναγκαία, συστέλλεται παγώνοντας την ανταλλαγή (αύξηση επιτοκίων, μείωση επενδύσεων, ρευστοποίηση κεφαλαίων κ.τ.λ.). Δίνοντας επίσης την δυνατότητα στον καπιταλιστή να διαχειρίζεται ξένα κεφάλαια, τον ωθεί σε ασύστολες και ριψοκίνδυνες κερδοσκοπίες αφού στην ουσία δεν διαχειρίζεται παρά ελάχιστα «πραγματικά» χρήματα άλλα «αέρα», προκαλώντας έτσι με την πιο μικρή αιτία προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος. Το τραπεζικό σύστημα σε τελική ανάλυση αναπαράγει και εντείνει στον ανώτερο βαθμό όλες τις αντιθέσεις του καπιταλισμού οδηγώντας των με όλο και πιο γρήγορα βήματα, σε όλο και βαθύτερες κρίσεις. Οι διάφορες οργανώσεις των καπιταλιστών, με τον ίδιο τρόπο, αποδεικνύονται άχρηστες ως μέσο προσαρμογής και εξορθολογισμού του καπιταλισμού. Θεωρητικά οι οργανώσεις αυτές, διεθνοποιώντας την παραγωγή, έχουν την 78

δυνατότητα να την ρυθμίζουν σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες τις αγοράς, αποφεύγοντας έτσι την αναρχία και τις κρίσεις που αυτή μπορεί να δημιουργήσει. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική, αφού η φύση τόσο των οργανώσεων αυτών όσο και του ιδίου του συστήματος είναι βαθιά ανταγωνιστική. Ο αντικειμενικός σκοπός όλων των επιχειρηματικών ενώσεων και δραστηριοτήτων είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, του ή των συγκεκριμένων επιχειρηματιών, σε βάρος, καταρχάς, των ανταγωνιστών τους. Με άλλα λόγια, ομάδες καπιταλιστών συγκροτούν καρτέλ για να ανταγωνιστούν άλλα καρτέλ ανεβάζοντας τον ανταγωνισμό σε διεθνές επίπεδο. Ποτέ δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ένα καρτέλ που να ενώνει τους καπιταλιστές παγκόσμια και να καταργεί τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Επιπλέον αν αυτό ήταν εφικτό, τότε ο καπιταλισμός θα οδηγούνταν στη στασιμότητα και στη μόνιμη κρίση.

Για τον ρόλο των συνδικάτων

Δεν υπάρχει σίγουρα καμιά αντίρρηση για τον -θετικό εν γένει- ρόλο των συνδικάτων στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Είναι οι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους οι εργάτες αποκτούν συνείδηση της τάξης τους, διαπιστώνουν την ανάγκη της οργανωμένης πάλης, αναγνωρίζουν τους ταξικούς τους εχθρούς και τους εν δυνάμει συμμάχους τους, συνειδητοποιούν το ρόλο και την δύναμη τους αλλά ταυτόχρονα και τις αδυναμίες των οργανώσεων αυτών. «Η συνδικαλιστική και κοινοβουλευτική πάλη θεωρούνται σαν μέσα βαθμιαίας καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης του προλεταριάτου για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας» έγραφε η Ρόζα. Όμως τα συνδικάτα, όσο δυνατά και μαχητικά και αν είναι, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να σταματήσουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αυτό είναι αδύνατο, γιατί δεν μπορούν να ελέγξουν τους όρους της αγοράς. Δεν μπορούν για παράδειγμα να καθορίσουν Διεθνιστική Αριστερά


την προσφορά και τη ζήτηση της εργατικής δύναμης, το μέγεθος ή το είδος της παραγωγής, το ποσοστό του κέρδους των επιχειρήσεων, τον τρόπο της διάθεσης των εμπορευμάτων, δεν μπορούν με λίγα λόγια να ανατρέψουν την ουσία της εκμετάλλευσης. Το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να περιορίζουν την εκμετάλλευση του προλεταριάτου από το κεφάλαιο, στα πλαίσια που είναι κάθε φόρα «κανονικά». Στα πλαίσια δηλαδή που βάζει η ίδια η αγορά. Αυτό στη πράξη σημαίνει ότι αν η οικονομία βρίσκεται σε άνοδο και τα κέρδη των επιχειρήσεων είναι τεράστια, όπως ήταν για παράδειγμα η εποχή που η Ρόζα έγραφε το βιβλίο της, τα συνδικάτα μπορούν εξασφαλίσουν για το προλεταριάτο ένα μικρό τμήμα αυτών των κερδών. Όταν όμως η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και οι καπιταλιστές σε άγρια κόντρα μεταξύ τους, τότε ο συνδικαλιστικός αγώνας γίνεται πολύ δύσκολος για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί η ανεργία αυξάνεται περισσότερο από ποτέ και δεύτερον γιατί τα αφεντικά για να συγκρατήσουν τα ποσοστά του κέρδους τους επιτίθενται στους μισθούς και στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργατών. Σε τέτοιες περιόδους, το μόνο που μπορούν να κάνουν τα συνδικάτα είναι να προσπαθούν να υπερασπίσουν, και όχι πάντα με επιτυχία, τα κεκτημένα. Ο συνδικαλισμός όχι μόνο δεν κάνει δευτερεύουσα, άλλα κάνει ολοφάνερη την αναγκαιότητα της οργανωμένης πολιτικής πάλης των εργατών. Ανάμεσα στην οποία και στους οικονομικούς αγώνες δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός, όπως οι ρεφορμιστές υποστηρίζουν. Αντίθετα είναι αλληλένδετοι. Μια απεργία μπορεί να ξεκινήσει με ένα απλό οικονομικό αίτημα και γενικευόμενη να μετατραπεί σε μια ευρύτατη αμφισβήτηση, της κυβέρνησης, των θεσμών του αστικού κράτους (αστυνομία, δικαιοσύνη κ.λπ.). Έγραφε χαρακτηριστικά: «τη μια στιγμή γίνεται ένα μεγάλο κύμα που σαρώνει όλη τη χώρα, την άλλη χωρίζεται σε ένα γιγάντιο δίκτυο από αναρίθμητα μικρά ρυάκια. Τώρα αναβλύζει από το έδαφος σαν δροσερή πηγή, μετά χάνεται κάτω από τη γη. Πολιτικές και οικονομικές απεργίες, και μαχητικές απεργίες διαρκείας, γενικές κλαδικές απεργίες και τοπικές απεργίες, ειρηνικοί διεκδικητικοί αγώνες για αυξήσεις και αιματηρές συγκρούσεις στα οδοφράγματα –όλα αυτά διαπερνώνται, συμβαίνουν παράλληλα, διασταυ-

Ιούλιος 2008

ρώνονται, είναι μια θάλασσα φαινομένων που ακατάπαυστα κινούνται, αλλάζουν». Το βάρος όμως της οργάνωσης της πολιτικής πάλης δεν μπορεί να το αναλάβει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αλλά το επαναστατικό κόμμα, ο ρόλος του οποίου είναι αναντικατάστατος. «Η ταξικά συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να περιμένει μοιρολατρικά με σταυρωμένα τα χέρια μέχρι να δημιουργηθεί μια επαναστατική κατάσταση. Αντίθετα, έχει το καθήκον να προηγείται σε σχέση με τη ροή των γεγονότων, να επιδιώκει την επιτάχυνσή τους, ξεκαθαρίζοντας στα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου ότι ο ερχομός μιας τέτοιας επαναστατικής περιόδου είναι αναπόφευκτος».

Για τη «δημοκρατικοποίηση» του κράτους

Υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές ότι καταλαμβάνοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μπορούν «Ο προλετάριος με με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις να δημοκρατι- κανένα νόμο στον κοποιήσουν τους θεσμούς κόσμο δεν μπορεί και να επιβάλουν «από τα να αποκτήσει μέσα πάνω» το σοσιαλισμό. στο πλαίσιο της Υποστηρίζουν, όπως έγρα- αστικής κοινωνίας φε η Λούξεμπουργκ, ότι «ο παραγωγικά μέσα, γιατί κοινοβουλευτισμός εκφράτα μέσα αυτά δεν του ζει, μέσα από την οργάνωση του κράτους, τα συμφέ- αφαιρέθηκαν με νόμο, ροντα όλης της κοινωνίας. αλλά με την οικονομική Όμως αυτό που εκφράζει εξέλιξη» ο κοινοβουλευτισμός είναι η καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή μια κοινωνία στην οποία τα συμφέροντα των καπιταλιστών κυριαρχούν. Σε αυτήν την κοινωνία, οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, δημοκρατικοί στη μορφή, στο περιεχόμενό τους αποτελούν όργανα των συμφερόντων της αστικής τάξης». Για τη δήθεν δυνατότητα επιβολής του σοσιαλισμού με μεταρρυθμίσεις μέσω του κοινουβουλίου, η Λούξεμπουργκ έγραφε εμφατικά: «Εκείνο που αναγκάζει τον προλετάριο να μπαίνει κάτω από το ζυγό του κεφαλαίου δεν είναι κανένας νόμος, αλλά η ανάγκη, το γεγονός ότι στερείται μέσων παραγωγής. Ο προλετάριος με κανένα νόμο στον κόσμο δεν μπορεί να αποκτήσει μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας παραγωγικά μέσα, γιατί τα μέσα αυτά δεν του αφαιρέθηκαν με νόμο, αλλά με

79


Επανάσταση στη Γεμανία, Γενάρης του 1919.

80

την οικονομική εξέλιξη». Ένα σημείο που η Ρόζα έδινε μεγάλη σημασία και που αποδείχτηκε προφητικό ήταν η εντεινόμενη όξυνση του μιλιταρισμού. Κράτη που εξοπλίζονται όλο και πιο έντονα σαν αστακοί, είναι παράλογο να θεωρούνται ότι πορεύονται στον «εκδημοκρατισμό». Όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε αυτό το βιβλίο συγκρουόμενη για πρώτη φορά με το ρεφορμισμό, με τη λογική ότι η επανάσταση είναι περιττή και ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί, ο κόσμος δεν είχε ζήσει τους παγκόσμιους πολέμους, τις επαναστάσεις του 1917 στη Ρωσία και του 1918 στη Γερμανία, το μεγάλο κραχ του 1929. Στηριζόμενη όμως στη μαρξιστική ιδεολογία, έθεσε την επιλογή της ανθρωπότητας πρώτη και πιο καθαρά από κάθε άλλο: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Δεν θα μπορούσε η ιστορία να την επαληθεύσει περισσότερο. Λίγα χρόνια μετά η μεγάλη ρώσικη επανάσταση έδειξε σε όλο τον κόσμο ποιος είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί η εργατική τάξη να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να πάρει την εξουσία. Και σήμερα όμως το έργο της δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βιώνουν τη βαρβαρότητα του συστήματος του κέρδους. Στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στην Ινδονησία, στην Αφρική και στη Λατινή

Αμερική χιλιάδες κόσμος πεθαίνει κάθε μέρα γιατί τα τρόφιμα που θα μπορούσαν να τους ζήσουν γίνονται καύσιμα για τις βιομηχανίες, το περιβάλλον καταστρέφεται γιατί κανείς δεν μπορεί να βάλει όριο στην ασυδοσία των καπιταλιστών, χώρες ολόκληρες καταστρέφονται για τον έλεγχο των πετρελαίων. Ο καπιταλισμός σήμερα βρίσκεται στη μεγαλύτερη κρίση του εδώ και δεκαετίες. Όλο και περισσότερος κόσμος συνειδητοποιεί ότι το σύστημα αυτό δεν είναι μονόδρομος, ότι ο καπιταλισμός δεν παίρνει διορθώσεις. Η επαναστατική στρατηγική για να χτίσουμε μια άλλη κοινωνία γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρη και αναγκαία.

Διεθνιστική Αριστερά


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.