Ένθετο ΕΑ320

Page 1

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

κινήματα ΑνεξαρτησιαΣ & Αριστερά στην Ευρώπη

Μπροστά στην άνοδο των αυτονομιστικών κινημάτων Του Πάνου Πέτρου

Τ

ο θρίλερ του δημοψηφίσματος στη Σκοτία και η αναταραχή που προκάλεσε, μαζί με την πορεία της Καταλονίας προς ένα δικό της δημοψήφισμα θεωρούνται συμπτώματα μιας συνολικότερης αναβίωσης τοπικών εθνικισμών και αποσχιστικών τάσεων στα ευρωπαϊκά κράτη. Αν και θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για μια «θύελλα» αυτονομιστικών κινημάτων, είναι γεγονός πως σε διάφορα μέρη της Ευρώπης τέτοια κινήματα είναι πολύ πιθανό να γνωρίσουν άνοδο.

Έθνη-κράτη Τα σύγχρονα έθνη-κράτη, επειδή είναι «κατασκευές», δεν προέκυψαν εύκολα, ούτε δίχως ελαττώματα και ούτε πανομοιότυπα. Αλλού το «έθνος» ενώθηκε περισσότερο εθελοντικά και αλλού λιγότερο, αλλού οι διαδικασίες εθνοκάθαρσης ή «εθνικής ομογενοποίησης» προχώρησαν και διασφάλισαν συντριπτική γλωσσική-πολιτιστική ομοιογένεια, αλλού όχι. Γι’ αυτό και η «τακτοποίηση» των συνόρων είναι πάντα σε εξάρτηση με τη διεθνή και εθνική συγκυρία. Το μεταπολεμικό σκηνικό (δόγμα «δεν αλλάζουν ξανά τα σύνορα» και δημιουργία Ευρωπαϊκής Ένωσης ως βήμα προς την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση») δεν είναι περισσότερο «αιώνιο» από ό,τι όλες οι προηγούμενες διευθετήσεις. Ήταν μια τακτοποίηση που λογοδοτούσε σε μια συγκεκριμένη συγκυρία (διεθνών συσχετισμών, οικονομικής ανάπτυξης κλπ.). Σήμερα που αυτή η συγκυρία ανατρέπεται (αλλαγές συσχετισμών, οικονομική κρίση), απειλείται και το σχετικό οικοδόμημα. Οι συνέπειες της κρίσης και η αναζήτηση διεξόδου από αυτή (για μερίδες του κεφαλαίου, για τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα, για την εργατική τάξη) είναι η

οικονομική διάσταση που τροφοδοτεί σήμερα αυτά τα κινήματα. Η «κρίση εκπροσώπησης», δηλαδή η κρίση των πολιτικών συστημάτων και των κομμάτων που διαχειρίζονται την οικονομική κρίση, είναι η πολιτική διάσταση. Σε αυτό το υπόβαθρο, τα αυτονομιστικά κινήματα εμφανίζονται να δίνουν διαφόρων ειδών απαντήσεις στην πολιτική-οικονομική κρίση –ανάλογα με την πολιτική και κοινωνική ηγεσία τους: Υπάρχουν δεξιές οικονομικές τοπικιστικές αφηγήσεις («δεν θα πληρώνει ο πλούσιος ιταλικός βορράς με τους φόρους του τους τεμπέληδες του νότου» και αντίστοιχα «η πλούσια Καταλονία» τους «τεμπέληδες στην Ανδαλουσία»). Υπάρχουν αριστερές αφηγήσεις με μια δόση αυταπατών (η ανεξαρτησία ως «παράκαμψη» στο δύσβατο δρόμο για αλλαγή συσχετισμών σε εθνικό επίπεδο). Υπάρχουν ακροδεξιές εθνικές αφηγήσεις («οι Φλαμανδοί δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τους γερμανόφωνους» στο Βέλγιο). Υπάρχουν αφηγήσεις που εκφράζουν μια δημοκρατική ευαισθησία στη σημερινή εποχή της πολιτικής κρίσης εκπροσώπησης και απαξίωσης των εθνικών κυβερνήσεων που θεωρούνται όργανα των τραπεζών ή των Βρυξελλών («το δικαίωμα να αποφασίζουμε εμείς» και όχι π.χ. «το Λονδίνο» ή «η Μαδρίτη» και τελικά «οι Βρυξέλλες» ή «οι αγορές που τους έχουν στο χέρι»).

Κοινά στοιχεία Τα δύο παραδείγματα που εξετάζουμε σε αυτό το αφιέρωμα (τα μοναδικά που έχουν αποκτήσει χειροπιαστό χαρακτήρα) έχουν κάποια κοινά στοιχεία: Συναντούν τη λυσσαλέα αντίσταση της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου του κεφαλαίου (ΕΕ, «αγορές», πολιτικές ηγεσίες των παραδοσιακών αστικών κομμάτων).

Συναντούν την αντίδραση του κυρίαρχου εθνικισμού. Δεν υπάρχει «καταλανική ακροδεξιά» ή «σκοτσέζικη ακροδεξιά». Στη μεν Βρετανία οι φασίστες αναφέρονται στη «Μεγάλη Βρετανία», στη δε Ισπανία τόσο ο φασισμός όσο και το «κυριλέ» ακροδεξιό κόμμα ενεργοποιούνται με βάση την «ενότητα του Ισπανικού κράτους», μαζί με την ισχυρή μέσα στο Λαϊκό Κόμμα φρανκική πτέρυγα, που απεχθάνεται ακόμα και τη σχετική αυτονομία των Καταλανών και των Βάσκων ως «προδοτική». Έχουν στην ηγεσία τους κόμματα που δεν επιδιώκουν να πάνε την πάλη για ανεξαρτησία ως το τέλος (η απειλή απόσχισης ως διαπραγματευτικό χαρτί για διερυμένες αρμοδιότητες) και δεν έχουν πολύ διαφορετική οικονομική ατζέντα από την κυρίαρχη. Παράλληλα, έχουν μια μεγάλη λαϊκή βάση που κινητοποιείται αναζητώντας «πραγματική δημοκρατία» και με ελπίδες για καλύτερη ζωή στο «νέο κράτος». Αυτό καθιστά συχνά την ηγεσία των αστικών κομμάτων επισφαλή και δημιουργεί χώρο και ρόλο στην Αριστερά, που και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται ως πιο «αυθεντική υπέρμαχος της ανεξαρτησίας», αλλά και αρπάζει την ευκαιρία της συζήτησης που φυσιολογικά ανοίγει μπροστά στην προοπτική ενός «νέου κράτους», για να μιλήσει για το «τι κράτος θέλουμε» και να εξηγήσει ότι η ανεξαρτησία από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, προκρίνεται από δυνάμεις της Αριστεράς μια τακτική που δίνει στο πολιτικό αίτημα για ανεξαρτησία κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο, που επιχειρεί να εντάξει αυτόν τον «εθνικό» ή «δημοκρατικό» αγώνα ως βήμα (και όχι «στάδιο») στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση. Ένα τέτοιο περιεχόμενο πρέπει να συνοδεύεται από την πάλη ενάντια σε «εθνικές αναδιπλώσεις»: Μια

προσέγγιση που λέει «να χωρίσουμε, για να μπορέσουμε μετά να ενωθούμε πραγματικά». Πολλοί σύντροφοι (στη Βρετανία και την Ισπανία, αλλά και διεθνώς, παρακολουθώντας τις εξελίξεις) δυσφορούν για την τάση «εθνικών αναδιπλώσεων». Τα όσα γίνονται σε Σκοτία και Καταλονία θεωρήθηκαν «οπισθοδρομική παρέκκλιση». Είναι δίκαιη η δυσφορία σε ένα βαθμό. Το ότι η λαϊκή οργή βρίσκει τέτοιες εκφράσεις είναι σύμπτωμα της αδυναμίας των δικών μας ιδεών και οργανώσεων. Κάποιοι ωστόσο δεν απέφυγαν τον κίνδυνο να ταυτιστούν τελικά με μια –εξίσου οπισθοδρομική– πολιτική: την υπεράσπιση της ακεραιότητας του κράτους, που είναι η κυρίαρχη επιλογή της αστικής τάξης.

Διπλή παγίδα Πράγματι το ζητούμενο για την Αριστερά είναι να αποφύγει μια διπλή παγίδα. Να μην αφήσει να ηγεμονεύσει μια αντίληψη που λέει πως «η αναδίπλωση στην εθνική κοινότητα είναι η λύση στην κρίση», χωρίς όμως να καταλήγει να υπερασπίζεται το υπαρκτό αστικό κράτος και την υπαρκτή του μορφή ως «εγγυητές» της ενότητας της εργατικής τάξης. Αυτή η συζήτηση έχει γενικότερο ενδιαφέρον, που ξεπερνά τα αυτονομιστικά κινήματα. Με δεδομένες τις διαφορές, είναι ένα ζήτημα που θυμίζει έντονα μια άλλη συζήτηση στην ευρωπαϊκή και ελληνική Αριστερά: την «ταλάντευση» ανάμεσα στην καταφυγή στο καπιταλιστικό έθνοςκράτος ως λύση στην κρίση και την υπεράσπιση της ακεραιότητας της ιμπεριαλιστικής ΕΕ ως «εγγυητή» της διεθνιστικής αλληλεγγύης των εργατών. Τα διλήμματα, οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και η προσέγγιση που περιγράψαμε, είναι χρήσιμα και σε αυτόν το διάλογο.


ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

κινήματα ΑνεξαρτησιαΣ & Αριστερά στην Ευρώπη

11 Σεπτέμβρη και 9 Νοέμβρη: H στιγ Η 11η Σεπτέμβρη, «Εθνική Μέρα της Καταλονίας», τα τελευταία χρόνια έχει πάρει το χαρακτήρα «Μέρας Ανεξαρτησίας», με μαζικές διαδηλώσεις. Φέτος η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Δύο εκατομμύρια Καταλανοί (σε πληθυσμό περίπου 7 εκατομμυρίων) απαίτησαν δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τους, σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία. Για τη σημασία του καταλανικού «εθνικού ζητήματος» στις συνθήκες γενικής καθεστωτικής κρίσης και την καλύτερη παρέμβαση και στρατηγική της Αριστεράς σε αυτό, γράφει ο Γιοζέπ Μαρία Αντέντας, μέλος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του Podemos. Παραθέτουμε συντομευμένη εκδοχή του κειμένου.

Του Josep Maria Antentas Μετάφραση: Ελένη Πελέκη

Δ

εν υπάρχει πια αμφιβολία. Η στιγμή της αλήθειας πλησιάζει. Αλλά ποιας αλήθειας; Οι επόμενοι μήνες θα μοιάζουν με χρόνια.

Οι πρώτες πράξεις του σεναρίου, που θα παιχτεί τις ερχόμενες εβδομάδες, φαίνονται καθαρά. Μετά την κινητοποίηση της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Mas (τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας) θα εγκρίνει το Νόμο της Διαβούλευσης (ΣτΜ: και εδώ και παρακάτω, η «διαβούλευση» είναι το συμβουλευτικό και όχι αποφασιστικό δημοψήφισμα) και στη συνέχεια θα υπογράψει το διάταγμα για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, το οποίο θα ακυρωθεί πιθανότατα από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Μετά υπάρχουν δύο πιθανές εναλλακτικές προοπτικές. Είτε η συνέχεια μέχρι τέλους μιας ορμητικής δημοκρατικής ανυπακοής που θα επιταχύνει τη διαδικασία της εθνικής κυριαρχίας και θα φθείρει το κράτος, είτε η υποχώρηση. Εάν η κυβέρνηση Mas σεβαστεί την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα κάνει ένα πρώτης τάξεως στρατηγικό λάθος. Η βασική πρόκληση για τις καταλανικές δημοκρατικές δυνάμεις είναι η ανυπακοή σε μια απαγόρευση που είναι άδικη και ανεξήγητη τόσο σε όσους δεν γνωρίζουν την κατάσταση στο Ισπανικό Κράτος, αλλά και στα μάτια της πλειοψηφίας της ισπανικής κοινής γνώμης. Αντιμέτωπες με τις ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, οι αριστερές δυνάμεις πρέπει να γίνουν οι βασικοί υπερασπιστές της Διαβούλευσης. Στην κρίσιμη στιγμή της αλήθειας δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ποιος προτιμά να φτάσει στα άκρα για την υπεράσπιση του δικαιώματος της επιλογής.

Ενότητα; Ποια ενότητα; Το κλειδί σε αυτή την κατάσταση είναι η διατήρηση τους επόμενους μήνες της ευρύτερης δυνατής ενότητας στο μπλοκ όσων είναι υπέρ της διαβούλευσης. Η ενότητα στην υπεράσπιση της διαβούλευσης δεν πρέπει να συγχέεται με το σύνθημα της πατριωτικής ενότητας, που υποτάσσει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις στο εθνικό ζήτημα και χρησιμεύει στην εξουδετέρωση των αντιστάσεων στις πολιτικές λιτότητας.

Η δικαιολόγηση μιας στρατηγικής για την ανεξαρτησία, αποκομμένης από τα κοινωνικά αιτήματα, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι πρέπει πρώτα να παλέψουμε όλοι μαζί για την ανεξαρτησία, χωρίς να διασπάμε τις δυνάμεις μας, και μετά να συζητήσουμε για το ποια Καταλονία θέλουμε. Υπάρχουν αρκετές αδυναμίες σε αυτή τη λογική.

λιτότητα που επιβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε το επιχείρημα θα είναι: «Ψυχραιμία, είναι απαραίτητο να γίνουν θυσίες, για να μας αναγνωρίσει η Τρόικα, αλλά αργότερα θα επαναφέρουμε τα δικαιώματα που χάθηκαν». Πάντα υπάρχει μια καλή δικαιολογία για να αναβάλλονται οι πολιτικές αναδιανομής πλούτου και η επέκταση των δικαιωμάτων.

Πρώτο, η ενότητα για την υπεράσπιση της άσκησης του δικαιώματος της επιλογής δεν είναι αντιπαραθετική με την ανοιχτή διατύπωση όλων των απόψεων σχετικά με το μοντέλο της χώρας που θέλουμε.

Στη διαδικασία της ανεξαρτησίας υπάρχει μια διπλή τεμνόμενη σύγκρουση. Σε πρώτο, επιφανειακό, επίπεδο υπάρχει η θεσμική σύγκρουση ανάμεσα στον κρατικό μηχανισμό και την καταλανική κυβέρνηση. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, υπάρχει μια βαθύτερη αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική του δρόμου –της συμμετοχής και της πραγματικής δημοκρατίας– και την πολιτική «από τα πάνω». Αυτό το δεύτερο επίπεδο, τοποθετεί το καταλανικό λαϊκό κίνημα απέναντι στον Ραχόι, αλλά και απέναντι σε αυτούς που θέλουν να διαχειριστούν –στην καλύτερη των περιπτώσεων– το δικαίωμα της επιλογής από τα πάνω και να θέσουν αυτή τη διαδικασία σε ελεγχόμενα κανάλια ενάντια σε κάθε συνεπή δημοκρατική λογική. Πρέπει να αντιπαρατεθούμε ενάντια σε δύο κρατικές λογικές, αυτή του υπάρχοντος ισπανικού κρατικού μηχανισμού και αυτή του ανύπαρκτου ακόμα καταλανικού κράτους. Και τα δύο μπορούν να «αναισθητοποιήσουν» το κίνημα. Ο αγώνας απαιτεί να αντιπαρατεθούμε ανοιχτά με τον πρώτο μηχανισμό, χωρίς να γίνουμε υποχείρια του δεύτερου.

Δεύτερο, μια ανεξαρτησία χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο είναι ανίκανη να ενώσει ένα σημαντικό κομμάτι του καταλανικού λαού και της εργατικής τάξης με τον Καταλανικό Εθνικισμό. Τρίτο, υπάρχει ήδη, εδώ και τώρα, ένα εθνικό μοντέλο και αυτοί που το καθοδηγούν το ορίζουν κάθε μέρα με περικοπές, απολύσεις και εξώσεις. Μία Καταλονία υπάρχει ήδη, αυτή της οικονομικής εξουσίας, αυτή του Μas. Οπότε γιατί να αναβάλλουμε την υπεράσπιση της δικής μας Καταλονίας; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περικοπές, οι απολύσεις και οι εξώσεις διχάζουν την καταλανική κοινωνία. Αλλά κάποιοι επωφελούνται από αυτές τις πολιτικές, και αυτό είναι που μετράει στο τέλος. Και τέταρτο και τελευταίο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σε μια διαδικασία μετάβασης, αυτός που την ελέγχει καθορίζει και το τι θα γίνει στη συνέχεια. Και με αυτό τον τρόπο ο συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων δεν είναι ποτέ δίκαιος. Η υποταγή των κοινωνικών αιτημάτων και του στόχου του κοινωνικού-οικονομικού μετασχηματισμού στις πολιτικές διεκδικήσεις έχει μακριά παράδοση αποτυχίας στην πορεία μαζικών κινημάτων όλων των ειδών. Η Ιστορία είναι γεμάτη από επαναστάσεις μέσω σταδίων, οι οποίες πάντα σταματούν στο δημοκρατικό στάδιο και το κοινωνικό δεν ακολουθεί ποτέ, αλλά χάνεται μέσα σε διαλυμένες αυταπάτες και φρούδες ελπίδες. Η εθνική ενότητα, επιπλέον, όχι μόνο δεν είναι συγκυριακή τακτική, αλλά καταλήγει να γίνεται μια μόνιμη στρατηγική χωρίς τέλος. Εάν αποδεχτούμε σήμερα το επιχείρημα «πρώτα η ανεξαρτησία μετά τα άλλα», σύντομα θα κληθούμε να δεχτούμε, για το ενδεχόμενο μιας ανεξάρτητης Καταλονίας, τη

Κάτω από τη συνδυασμένη πίεση των πολιτικών λιτότητας και της διαδικασίας ανε-

Μάχη για το δικαίωμα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος στις 11 Νοέμβρη ξαρτητοποίησης, τα παραδοσιακά καταλανικά κόμματα έχουν αυτοκαταστραφεί. Τα δύο μεγάλα κόμματα, το CiU (ΣτΜ: το δεξιό καταλανικό εθνικιστικό κόμμα του Mas) και το PSC (ΣτΜ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Καταλονία) περνούν κρίση. Το δεύτερο έχει χάσει κάθε αξιοπιστία και στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και στο εθνικό ζήτημα και είναι αντιμέτωπο με τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο, αν και βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, διαβρώνεται ασταμάτητα και από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει και επειδή αμφισβητείται η αξιοπιστία του σε σχέση με τη διαδικασία ανεξαρτητοποίησης. Σε αντίθεση με το πολιτικό σύστημα στο Ισπανικό Κράτος, όπου το PP (ΣτΜ: το δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και το PSOE (ΣτΜ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα) γνωρίζουν μεν μια πτώση, αλλά δεν έχουν υπερφαλαγγιστεί ακόμα από αναδυόμενες δυνάμεις, η κρίση του CiU και του PSC είναι βαθύτερη και έχουν χάσει την πολιτική-εκλογική ηγεμονία. Αλλά εξαιτίας της κεντρικότητας της διαμάχης πάνω στο εθνικό ζήτημα, αυτός που ωφελείται από την πολιτική κρίση είναι μια δύναμη, το ERC (ΣτΜ: Καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά) που

Η αναγκαία σύνδεση μεταξύ των κινημάτων: Αντιμοναρχικοί διαδηλωτές μαζί με Καταλανούς αυτονομιστές απαιτούν «Κατάργηση της μοναρχίας - Όχι στο καθεστώς του 1978».


ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

κινήματα ΑνεξαρτησιαΣ & Αριστερά στην Ευρώπη

γμή της αλήθειας

διακηρύσσει ένα πρόγραμμα ρήξης στο εθνικό ζήτημα, αλλά συνεχίζοντας την ίδια οικονομική πολιτική, και όχι ένα κόμμα ενάντια στη λιτότητα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή το Podemos στην Ισπανία. Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο της καταλανικής πολιτικής κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε μια πλατιά εναλλακτική δύναμη και υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και ενάντια στη λιτότητα. Μπροστά στην παρακμή του CiU και του PSC και την άνοδο του ERC, χρειάζεται ένα νέο υποκείμενο που θα μπορέσει να βρεθεί στο επίκεντρο της καταλανικής πολιτικής και το οποίο θα ενσαρκώνει την κριτική στις πολιτικές λιτότητας και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, που εκφράστηκαν εκρηκτικά από το κίνημα 15-Μ το 2011 (ΣτΜ: το κίνημα των Ιντιγνάδος). Ήρθε η ώρα να βρεθούν τρόποι σύγκλισης και κοινής δράσης. Αλλά αυτό το νέο υποκείμενο δεν μπορεί να είναι μόνο το άθροισμα συντομογραφιών. Χρειάζεται η ταυτόχρονη σύγκλιση και του μη οργανωμένου κόσμου και των υπαρκτών οργανώσεων. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, αυτοί που θέλουν όχι μόνο πολιτική αλλαγή, αλλά και αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, έχουν σοβαρές πιθανότητες να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην καταλανική πολιτική σκηνή. Το να αφήσουμε μια τέτοια ευκαιρία να χαθεί, θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος μακροπρόθεσμα από τις προφανείς θυσίες και βραχυπρόθεσμες δυσκολίες που έχει το χτίσιμο μιας συμμαχίας.

Εσωτερικό και εξωτερικό Η διαβούλευση στις 9 Νοεμβρίου 2014 δεν είναι απλά μια καταλανική υπόθεση. Αντίθετα με ό,τι πιστεύει η πλειοψηφία της κοινής γνώμης του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας, αυτά που συμβαίνουν εκτός της Καταλονίας θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Χωρίς εξωτερικούς συμμάχους, η άσκηση του δικαιώματος της επιλογής γίνεται πιο περίπλοκη και η πίεση προς την κατεύθυνση της ενότητας με τους πατριώτες που επενδύουν τα χρήματά τους στην Ανδόρα γίνεται μεγαλύτερη. Και αντίθετα με ό,τι πιστεύει σημαντικό κομμάτι της Ισπανικής Αριστεράς, η καταλανική διαδικασία ανεξαρτητοποίησης όχι μόνο δεν είναι μια ακραία εμμονή, αλλά είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για να ένα καίριο πλήγμα στο χτυπημένο πλοίο της Μετάβασης.

Πρέπει να τονίζουμε συνεχώς: Όσοι θέλουν να εμποδίσουν το δικαίωμα του καταλανικού λαού να ψηφίσει στις 9 Νοεμβρίου είναι οι ίδιοι που δεν επιτρέψανε στον ισπανικό λαό να διαλέξει ανάμεσα στη μοναρχία και τη δημοκρατία, οι ίδιοι που κάνουν περικοπές στην υγεία και την παιδεία, οι ίδιοι που προστάτεψαν τις τράπεζες και όχι τις οικογένειες και κάλυψαν τις υποθέσεις διαφθοράς στους κύκλους τους. Υπάρχουν πολλά κοινά συμφέροντα –αν και δεν έχουν δυστυχώς σχηματοποιηθεί και κατανοηθεί πλήρως– ανάμεσα σε σημαντικό κομμάτι αυτών που ζητάνε την ανεξαρτησία της Καταλονίας και σε όσους αντιτίθενται στο δικομματισμό των PP-PSOE και των πολιτικών τους. Εάν ο Ραχόι (και το PSOE του Πέδρο Σάντσεζ) χάσουν την αντιπαράθεση για την Καταλονία, το κύρος τους θα πληγεί σε όλη τη χώρα. Το αίσθημα της συντριβής θα γενικευτεί. Η κατανόηση αυτής ακριβώς της διπλής στρατηγικής, εντός και εκτός Καταλονίας, είναι που μπορεί να γεννήσει το «μικρόβιο» της εθελοντικής συνύπαρξης, γειτνίασης και συμμαχίας ανάμεσα σε δύο ανεξάρτητους λαούς που μπορούν να αντιμετωπίσουν από κοινού τους εσωτερικούς και διεθνείς οικονομικούς εχθρούς τους. Η προσέγγιση του εθνικού ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται με βάση την πολιτική ταυτότητας ή με συναισθηματικούς όρους, αλλά με μια δημοκρατική στρατηγική λογική. Αυτός είναι ο τρόπος για να μη λοξοδρομήσουμε, να μη συγχέονται οι φίλοι με τους αντιπάλους, να δίνονται οι σωστές προτεραιότητες και να μη χειραγωγούμαστε από όσους είτε δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, είτε θέλουν να «αλλάξουν τα πάντα, ώστε να μην αλλάξει τίποτα». Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί στην περίπτωση μιας μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα στους θεσμούς του ισπανικού κράτους και των Καταλανών. Κανείς δεν μπορεί να δει με απόλυτη διαύγεια το αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγκρουσης. Αλλά αυτή η σύγκρουση δεν έχει τίποτα καλό να προσφέρει στο σημερινό πληγωμένο καθεστώς και μπορεί να αναδείξει πολλές δυνατότητες για τις δημοκρατικές δυνάμεις που παλεύουν ενάντια στη λιτότητα σε όλη τη χώρα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι μπορούμε να εκτιμήσουμε σωστά την κατάσταση και δεν θα αφήσουμε την πρωτοβουλία κινήσεων σε όσους παλεύουν να σώσουν αυτό το πολιτικό σύστημα και το θεσμικό του πλαίσιο που καταρρέει.

Πύρρειος νίκη του Κάμερον και του «Όχι» Του Αλέξη Λιοσάτου

Τ

ελικά η μεγάλη ανατροπή δεν ολοκληρώθηκε στη Σκοτία. Προς το τέλος οι αναποφάσιστοι έγειραν προς το «Όχι» και το αποτέλεσμα ήταν η επικράτησή του με 55%.

Αλλά η δημοσιότητα που πήρε στα διεθνή ΜΜΕ το δημοψήφισμα της 18/9 για την ανεξαρτησία στη Σκοτία και τα όσα έγιναν τους μήνες που πέρασαν, δείχνουν πως η διάλυση της Μ. Βρετανίας ήταν πιθανή και πως θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις, πράγμα που προκάλεσε στις άρχουσες τάξεις στη Μ. Βρετανία και την Ευρώπη μεγάλη αγωνία. Από το κύμα υστερίας, ξεχωρίζει η ανακοίνωση της Deutsche Bank, που σύγκρινε τις συνέπειες πιθανής επικράτησης του «Ναι» με αυτές της κρίσης του ’30! Στο Νησί, η άρχουσα τάξη φοβήθηκε ότι απειλείται η ισχύς, η συνοχή και το κύρος της κυβέρνησης, αλλά και συνολικότερα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ακόμα και η σταθερότητα του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Η βρετανική άρχουσα τάξη (και οι διεθνείς της σύμμαχοι) μπήκε σε έναν απεγνωσμένο αγώνα, τα έδωσε όλα για να κερδίσει τη μάχη του «Όχι» –και τελικά την κέρδισε. Το αντιδραστικό μέτωπο του «Όχι» περιέλαβε τα 3 μεγάλα αστικά κόμματα (Τόρηδες, Εργατικοί, Φιλελεύθεροι), το

ακροδεξιό UKIP (1ο κόμμα στις πρόσφατες ευρωεκλογές με 27,5%), φασιστικές οργανώσεις (που οργάνωσαν επεισόδια μετά τη νίκη του «Όχι»), τα αστικά ΜΜΕ, μεγάλα τμήματα του στρατού και του κλήρου και την πλειοψηφία των μεγάλων καπιταλιστών σε Αγγλία και Σκοτία. Το «μαστίγιο» ενάντια στην προοπτική ανεξαρτησίας έφτασε σε επίπεδα παροξυσμού: Εκτοξεύονταν συστηματικά απειλές που ακούσαμε κι εμείς για το ενδεχόμενο νίκης του ΣΥΡΙΖΑ: οι τράπεζες θα φύγουν, η Σκοτία θα χάσει τη λίρα ως νόμισμα, οι τιμές των προϊόντων θα αυξηθούν, θα γίνει λοιμός, σεισμός και καταποντισμός... Σύμφωνα με τους Financial Times, τις τελευταίες μέρες ο Κάμερον τηλεφώνησε σε μεγάλες προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου, έκανε ένα «κάλεσμα στα όπλα» και οργάνωσε μαζί τους ένα δείπνο τη Δευτέρα πριν από το δημοψήφισμα. Αμέσως μετά, ω του θαύματος, πάνω από 100 μεγάλες επιχειρήσεις (BP, John Lewis, B & Q, Standard Life κ.ά.) έβγαλαν ανακοινώσεις με κινδυνολογία περί «απώλειας θέσεων εργασίας» και αυξήσεων στις τιμές. Όμως έγινε κατανοητό ότι η τακτική της στείρας πόλωσης ωθούσε την πλευρά του «Ναι» στη νίκη. Τις μέρες που πέρασε μπροστά το «Ναι», επικράτησαν ο πανικός και τα πιο γελοία επιχειρήματα («μη στε-


ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

κινήματα ΑνεξαρτησιαΣ & Αριστερά στην Ευρώπη συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα

Πύρρειος νίκη του Κάμερον και του «Όχι» ρήσετε τη Σκοτία από τη βασίλισσα», «μη ραγίσετε την καρδιά του Κάμερον», «μην παρασύρεστε από τον Τσάβες του Βορρά»...). Από τον Guardian μέχρι τη σκοτσέζικη Αριστερά, όλοι σχολίαζαν πως ο δεξιός Τύπος και οι χειρισμοί του Λονδίνου εξελισσόταν στον... καλύτερο σύμμαχο του «Ναι». Όπως είπε ο Βρετανός κωμικός Μαρκ Στιλ, το επόμενο βήμα θα ήταν να... ξεθάψουν τη Θάτσερ. Η αντοχή του «Ναι», που παρ’ όλη την υστερία έδειχνε να κερδίζει στο νήμα, και οι αδέξιες κινήσεις πανικού, οδήγησαν σε αλλαγή τακτικής. Έτσι τις τελευταίες μέρες ο Κάμερον αναγκάστηκε να υποσχεθεί παραχωρήσεις προς τον Σκοτσέζο πρωθυπουργό Αλ. Σάλμοντ και να «μαλακώσει» τη μέχρι πρότινος «άκαμπτη» στάση του. Με αυτήν την πολιτική μανούβρα πιθανώς να έσωσε την κατάσταση στο «παρά πέντε». Ο Κάμερον δέχτηκε το δημοψήφισμα από υπερβολική αυτοπεποίθηση, ξεκινώντας από τη θέση «ανεξαρτησία ή το υπάρχον καθεστώς». Στην τελική ευθεία, οι ηγέτες των Τόρηδων, Εργατικών και Φιλελευθέρων αναδιπλώθηκαν από κοινού και υποσχέθηκαν μεγαλύτερη αποκέντρωση εξουσιών στη Σκοτία (και στα υπόλοιπα έθνη του Ηνωμένου Βασίλειου), κι ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη αυτονομία της σκοτσέζικης κυβέρνησης πάνω στη φορολογική πολιτική και το κοινωνικό κράτος, «αρκεί να μείνετε μαζί μας». Τελικά, παρ’ όλη τη δύναμη του «μαστιγίου», χρειάστηκε να συνοδευτεί από «καρότο», και ήταν αυτή η προσθήκη που όπως φαίνεται απέδωσε κυρίως καρπούς στην τελική ευθεία.

Ευθύνες του SNP Η τακτική και οι αντιφάσεις του κυβερνώντος SNP, του μεγαλύτερου υποστηρικτή της καμπάνιας του «Ναι», πριόνισαν τις πιθανότητες νίκης. Μόνο μετά το 2ο ντιμπέιτ στις 25 Αυγούστου ο Αλ. Σάλμοντ άρχισε να εστιάζει στα ταξικά ζητήματα όπως το δημόσιο σύστημα υγείας, η φτώχεια, ο φόρος της κρεβατοκάμαρας (βρετανικό χαράτσι), και ήταν τότε που το «Ναι» πλησίασε ή και προσπέρασε στα γκάλοπ. Αλλά το έκανε χωρίς αποφασιστικότητα και με σημαντική καθυστέρηση. Μετά τη νίκη του «Όχι», τα νεοφιλελεύθερα κόμματα-υποστηρικτές του άρχισαν δηλώσεις του τύπου «ο λαός μίλησε, προχωράμε ενωμένοι», ενώ ο Αλ. Σάλμοντ δήλωσε ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα, μετά τις υποσχέσεις Κάμερον για μεγαλύτερη αποκέντρωση. Αυτά φαίνεται να δικαιώνουν εκείνα που γράφαμε λίγες βδομάδες πριν: «Μέγιστη αποκέντρωση», «devo max», είναι η επιλογή που ωριμάζει στη σκοτσέζικη ελίτ. Αυτό θα επέτρεπε στο σκοτσέζικο κοινοβούλιο

να ελέγξει όλες τις κρατικές λειτουργίες (συμπεριλαμβανομένων και των φόρων), με εξαίρεση αυτές που ελέγχονται από τα υπουργεία Εξωτερικών, Άμυνας και την Τράπεζα της Αγγλίας. Η «devo max» είναι αυτό που μπορεί να πετύχει το SNP βραχυμεσοπρόθεσμα... Πρακτικά αυτό επιδιώκει άλλωστε και ο Σάλμοντ, αξιοποιώντας ως διαπραγματευτικό όπλο το δημοψήφισμα... Η «devo max» θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των Τόρηδων, αν ήταν πολιτικά αναγκαίο. Ο Βρετανός Κάμερον βεβαίως θέλει τη νίκη του «Όχι», αλλά ξέρει ότι ακόμα κι έτσι το αίτημα για περαιτέρω αυτονόμηση δεν θα σταματήσει... ήδη κάποιοι διανοούμενοι των Τόρηδων, όπως ο Τιμ Μοντγκόμερι, ενθαρρύνουν αυτήν την κατεύθυνση... Απ’ ό,τι φαίνεται, έχουμε να κάνουμε με μια διαπραγμάτευση κορυφής, όπου και από τις δυο πλευρές υπάρχει χώρος και διάθεση για έναν «έντιμο συμβιβασμό». («Η πιθανή ανεξαρτησία της Σκοτίας προκαλεί αναταράξεις», στο Rproject.gr) Πράγματι, η ορμή του αιτήματος για ανεξαρτησία έκανε «πολιτικά αναγκαία» για τους Τόρηδες την παραχώρηση διευρυμένων δικαιωμάτων στο σκοτσέζικο κοινοβούλιο και πράγματι, το SNP δείχνει πρόθυμο να συμβιβαστεί με αυτήν τη διευθέτηση και να επιχειρήσει να βάλει τέλος στη συζήτηση περί ανεξαρτησίας και όλα τα «δαιμόνια» που αυτή ανακίνησε.

Ανάλυση ψήψου Οι πρώτες αναλύσεις της ψήφου είναι αποκαλυπτικές για το «κοινωνικό μπλοκ της ανεξαρτησίας: Πρώτον, οι ψηφοφόροι του «Ναι» ήταν νεότεροι. Το 71% των 16-17 χρόνων ψήφισαν «Ναι». Με την εξαίρεση των 18-24, όπου το «Ναι» πήρε 48%, όλες οι ηλικίες έως και τα 55 ψήφισαν «Ναι». Το ποσοστό πέφτει στο 43% στις μεγαλύτερες ηλικίες και κατρακυλά στο 27% στις ηλικίες 65 και άνω. Δεύτερον, και σημαντικότερο, το «Ναι» επικράτησε στις 4 πε-

Οι εμπειρίες των τελευταίων μηνών αλλάζουν το πολιτικό τοπίο στη Σκοτία ριοχές με τη μεγαλύτερη ανεργία (μ.ό. 17,5%) και φτώχεια (μ.ό. 19%), ενώ ηττήθηκε στις 4 περιοχές με τη μικρότερη μέση ανεργία και φτώχεια (9%). Στα κριτήρια ψήφου, οι ψηφοφόροι του «Ναι» ψήφισαν κυρίως για να προστατέψουν το δημόσιο σύστημα υγείας και επειδή ήταν αγανακτισμένοι με τις πολιτικές της Βουλής του Ηνωμένου Βασιλείου (Westminster). Από την άλλη, οι ψηφοφόροι του «Όχι» φαίνεται πως «λύγισαν» στην τρομοκρατία (κυρίαρχοι οι φόβοι να χάσουν τη λίρα ως νόμισμα ή να κινδυνεύσουν οι συντάξεις), αν και ο ένας στους τέσσερις που ψήφισε «Όχι» ελπίζοντας σε συνδυασμό «διευρυμένης αυτονομίας» και «της ασφάλειας που παρέχει το Η.Β.» είναι μάλλον αυτός που έκρινε στην τελική ευθεία το αποτέλεσμα. Τα ίδια τα βρετανικά ΜΜΕ δηλώνουν ότι «τίποτα δε θα είναι όπως πριν» σε Σκοτία και Ηνωμένο Βασίλειο, ότι το αποτέλεσμα δεν αποτελεί λευκή επιταγή στο Westminster να συνεχίσει όπως πριν, ότι το κατεστημένο έχει λόγους να εξακολουθεί να ανησυχεί. Το ίδιο το κύρος του Κάμερον έχει τρωθεί και δέχεται και πυρά εκ των έσω ως ο πρωθυπουργός που κόντεψε να χάσει το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ αστικά μέσα υπογραμμίζουν ότι αυτή η κρίση για τον Κάμερον ήταν ό,τι ο πόλεμος στο Ιράκ για τον Μπλερ. Στη Σκοτία, το Εργατικό Κόμμα ίσως πληρώσει ακριβά το ότι στοιχήθηκε στο πλευρό της Δεξιάς σε αυτήν τη μάχη. Αν και αποτελεί παρόρμηση, πολλοί ακτιβιστές της καμπάνιας του «Ναι» ήδη

αναζητούν την «επόμενη ευκαιρία» να τεθεί το ζήτημα. Παρά την τρομοκρατία, και παρά τις υποχωρήσεις του Κάμερον, περισσότεροι από 1,6 εκατομμύρια Σκοτσέζοι ψήφισαν «Ναι». Συγκρίνοντας τα μέσα που διέθεταν τα δυο στρατόπεδα, η καμπάνια του «Ναι» πέτυχε ένα μικρό θαύμα. Πέρα από το αποτέλεσμα, η ίδια η μάχη ήταν η σημαντικότερη εξέλιξη στην Σκοτία. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα (85%) ξεπέρασε οποιαδήποτε συμμετοχή στην ιστορία των βρετανικών κοινοβουλευτικών εκλογών και απέδειξε ότι οι απλοί άνθρωποι δεν είναι «αδιάφοροι» γενικώς, αλλά ασχολούνται (και ψηφίζουν) όταν νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τη ζωή τους. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι της δουλειάς συμμετείχαν ενεργά στην καμπάνια, πήραν μέρος σε συνελεύσεις, επιχειρηματολόγησαν και συζήτησαν για θέματα όπως η φορολογία των πλουσίων, η κοινωνική πολιτική, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απομάκρυνση των πυρηνικών, το πώς μπορεί να ανατραπεί η βρετανική πολιτική και με τι θέλουν να αντικατασταθεί. Ο σκοτσέζικος λαός είχε να ασχοληθεί τόσο ενεργά με την πολιτική από τη δεκαετία του ’80. Μεγάλο βάρος της καμπάνιας του «Ναι» σήκωσε η «Καμπάνια για τη Ριζοσπαστική Ανεξαρτησία» (RIC), ένα μέτωπο της αριστερής πτέρυγας του SNP, απογοητευμένων Εργατικών, των Πρασίνων, ανένταχτων και οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς. Το μέτωπο της RIC ξεκίνησε 2,5 χρόνια πριν με λιγότερα από 100 μέλη κι έφτασε να δημιουργήσει ένα δίκτυο με πάνω από 1.100 αγωνιστές. Βάζοντας μπροστά την ταξική ατζέντα, προσπάθησαν να συνδεθούν με τις ελπίδες που γέννησε το SNP και η προοπτική ανεξαρτησίας, με στόχο να διατηρήσουν και να βαθύνουν αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση.

Μαζική παρέμβαση Η RIC οργάνωσε δεκάδες ομάδες εργασίας, δουλειά πόρτα πόρτα, καθημερινά «περίπτερα» σε κεντρικά σημεία της πόλης, μάζεμα υπογραφών, τοπικά και εθνικά φόρουμ, συνελεύσεις σε γειτονιές (σε πολλές από τις οποίες είχε χρόνια να παρέμβει η Αριστερά...), μουσικές εκδηλώσεις για την οικονομική ενίσχυση της καμπάνιας. Η μεγάλη διάρκεια της καμπάνιας, το μέγεθος του στόχου και των προσδοκιών, έσπρωχναν τον κόσμο στη συμμετοχή. Άνθρωποι της εργατικής τάξης χωρίς καμιά προηγούμενη πολιτική εμπειρία μπήκαν στην ηγεσία αυτής της μάχης. Μετά την κρίση του SSP (Σκοτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα, παλιό μετωπικό σχήμα), η Αριστερά βρισκόταν στο χειρότερο σημείο ιστορικά. Σήμερα, όποιος οργανωμένος αγωνιστής συμμετείχε στην RIC συμμερίζεται τον ίδιο ενθουσιασμό για τις δυνατότητες που άνοιξε η καμπάνια για την ανεξαρτησία. Η κοινή δουλειά όλο αυτό το διάστημα και η κρίση των Εργατικών έχουν ανοίξει τη συζήτηση για ένα νέο σχήμα στα αριστερά του SNP και των Εργατικών, που θα προσπαθεί να συνδεθεί με όλη αυτήν τη ριζοσπαστικοποίηση και να την πολιτικοποιήσει. Ενώ το SNP μοιάζει να επικεντρώνεται στις εκλογές του 2015, η Αριστερά πρέπει να καταπιαστεί με τη διατήρηση της κοινωνικής δυναμικής που απελευθερώθηκε και, βάζοντας μπροστά τα κοινωνικά αιτήματα που αγκάλιασαν κατά τη διάρκεια της καμπάνιας μεγάλες μάζες του πληθυσμού, να την κατευθύνει στους κοινωνικούς αγώνες. Με την πολύτιμη μαζική εμπειρία της «λαϊκής συμμετοχής» και με κατεύθυνση το «να αγωνιστούμε για όλα όσα θέλαμε να κερδίσουμε» μπορεί να χτιστεί η συνέχεια. Ήδη στις 18 Οκτώβρη καλείται διαδήλωση από τα σκοτσέζικα συνδικάτα στη Γλασκόβη εναντίον των επιθέσεων των Τόρηδων, και θα είναι μια πολύ καλή αρχή για τις επόμενες μάχες.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.