40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Η μεγάλη εργατική Μεταπολίτευση Του Αντώνη Νταβανέλλου
Ο
καθεστωτικός μύθος λέει ότι η χούντα κατέρρευσε λόγω της «εθνικής προδοσίας» στην Κύπρο.
Η αλήθεια είναι ότι η χούντα κλονίστηκε συθέμελα από μια διαδικασία κλιμακούμενης εξέγερσης από τα κάτω, από την τοπική έκφραση –με όλες τις ιδιομορφίες λόγω δικτατορίας- του γενικού κύματος ριζοσπαστισμού της εποχής, που ονομάστηκε παγκόσμιος «Μάης του ‘68»: το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα λειτούργησε ως ο «καταλύτης» που έχτιζε μαζικό κίνημα αντίστασης. Σύντομα έσπασε την απομόνωση μέσα στις σχολές (καταλήψεις της Νομικής στα 1972) και έφτασε στη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπου η πλατιά συμμετοχή των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων έδωσε τον τόνο. Ο Νοέμβρης κατέγραψε την σχεδόν απόλυτη απομόνωση του καθεστώτος και την αρχή του τέλους της χούντας, τέλους που θα ερχόταν από μιαν αναπόφευκτη πλέον επόμενη εξέγερση. Το «σκληρό» τμήμα της χούντας προσπάθησε να αποδράσει από το αδιέξοδο, καταφεύγοντας στον εθνικισμό και στη φιλοπόλεμη τακτική: οργάνωσε το πραξικόπημα στην Κύπρο και όταν εκδηλώθηκε η προαναγγελμένη εισβολή της Τουρκίας, κάλεσε γενική επιστράτευση, προκρίνοντας την περιπέτεια ενός πολέμου προκειμένου να σώσει το στρατοκρατικό καθεστώς. Η οργή του κόσμου μετάτρεψε την επιστράτευση σε φιάσκο. Οι ριζοσπαστικοποιημένοι νεολαίοι της εποχής προσέρχονταν στους στρατώνες κυριαρχούμενοι όχι από πατριωτική τύφλωση, αλλά από οργή απέναντι στους στρατοκράτες. Η επιστράτευση και ο φιλοπόλεμος τυχοδιωκτισμός κατέρρευσαν μαζί με τη χούντα. Οι «παλαιοί πολιτικοί» κλήθηκαν επειγόντως στην εξουσία προκειμένου να διασώσουν το ίδιο το αστικό καθεστώς από τον «εχθρό-λαό» που ήδη έπαιρνε τους δρόμους. Η μεγάλη εργατική μεταπολίτευση άρχιζε και στα χρόνια που ακολούθησαν άλλαξαν πολλά, ενώ κρίνονταν ακόμα περισσότερα.
Εργατική νεολαία Η μεταπολίτευση είχε ως μεγάλο πρωταγωνιστή την εργατική τάξη. Αρχίζοντας από την National Can στην Ελευσίνα, ένα κύμα απεργιών σάρωσε τη χώρα. Οι απεργίες περνούσαν από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από κλάδο σε κλάδο, σαν άγρια φωτιά σε ξερό κάμπο. Με πρωταγωνιστή την εργατική νεολαία, η μαχητικότητα της τάξης ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο: πολυήμερες απεργίες μέχρι τη νίκη, καταλήψεις εργοστασίων, μαζικές και δημοκρατικές γενικές συνελεύσεις, μαζικές διαδηλώσεις, χτίσιμο της αλληλεγγύης στους κάθε φορά αγωνιζόμενους… Με αυτές τις μεθόδους το εργατικό κίνημα, ξεκινώντας από το «γύψο» της δικτατορίας, κέρδισε μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες στο εργοστάσιο, κοινωνικά δικαιώματα… Πάνω απ’ όλα όμως, επέβαλε ένα γενικό άνεμο ελευθερίας, ένα κλίμα
ταξικής υπερηφάνειας που εκφράστηκε με το εμβληματικό σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», κλείνοντας αμετάκλητα την εποχή που είχε διαμορφώσει η νίκη του αστισμού στον εμφύλιο πόλεμο.
θεμέλια του σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Χτυπούσε όπου μπορούσε, υποχωρούσε όπου έπρεπε, περίμενε να περάσει το «κύμα» και να οργανώσει τη γενικευμένη αντεπίθεσή της…
Αντίστοιχος άνεμος έπνεε στους χώρους της νεολαίας. Στα πανεπιστήμια, η αίγλη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος έδινε στην Αριστερά την πρωτοκαθεδρία. Όμως η δύναμη των οργανώσεων του ΚΚΕ, του ΚΚΕ εσωτερικού και του ΠΑΣΟΚ γίνονταν η βάση για τη στροφή του φοιτητικού κινήματος στις μεταρρυθμιστικές στρατηγικές της «συνδιοίκησης» και του «δημοκρατικού πανεπιστημίου» που –όσο και αν φαίνεται περίεργο- κράτησαν το φοιτητικό κίνημα στα «πίσω βαγόνια» της μεταπολίτευσης. Όμως στα σχολεία, στα νυχτερινά, στα ΚΑΤΕΕ, στις γειτονιές, στην αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους εργάτες, η νεολαία εξακολουθούσε να είναι στην πρώτη γραμμή, πετυχαίνοντας σημαντικές κατακτήσεις και μαζικοποιώντας τους αγώνες και τις κάθε είδους κοινωνικές οργανώσεις που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια παντού…
Εργοστασιακά σωματεία
Απέναντι σε αυτό το μαζικό και διαρκές κίνημα ελπίδας και ανατροπής, η αστική τάξη διαμόρφωσε μια πολύ προσεκτική στρατηγική: Οχυρώθηκε πίσω από τους «δημοκράτες» πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή, αξιοποίησε στο έπακρο τους δισταγμούς και τις φοβίες της ρεφορμιστικής Αριστεράς (βλ. Δημήτρη Μπελαντή στις διπλανές στήλες), αποδέχθηκε την αλλαγή του συσχετισμού που της επέβαλε να «πληρώσει» για να σώσει το τομάρι της. Δέχθηκε τις μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς, τη δημιουργία των συνδικάτων, τα αιτήματα που έθεταν τα
Στην καρδιά του κινήματος της μεταπολίτευσης βρέθηκαν τα εργοστασιακά σωματεία. Ήταν η μορφή οργάνωσης που «επινοήθηκε» από τους αγώνες στο ίδιο το εργοστάσιο: στις κλωστοϋφαντουργίες, στις ηλεκτρικές συσκευές, στα αμαξώματα, στα ορυχεία κλπ. Στηριγμένα στην άμεση συμμετοχή των εργατών, τα εργοστασιακά σωματεία διασφάλιζαν την αναγκαία μαζικότητα, τον έλεγχο του αγώνα από τους ίδιους τους εργάτες, την πολιτικοποίηση, την ευελιξία απέναντι στα αφεντικά και τους μηχανισμούς τους, το «άνοιγμα» στην ευρύτερη κοινωνία κ.ο.κ. Όχι τυχαία τα εργοστασιακά σωματεία συχνά ξεπερνούσαν σε τόλμη και μαχητικότητα την επίσημη «γραμμή» των μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είχαν την εμπιστοσύνη του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού, που προτιμούσαν την πιο ελεγχόμενη μορφή των «κλαδικών» σωματείων. Αντίθετα το ΠΑΣΟΚ, ξεκινώντας από πολύ πιο αδύναμη βάση επιρροής στο συνδικαλιστικό κίνημα, επέλεξε να αποδεχθεί τα εργοστασιακά σωματεία και σε ανταμοιβή έχτισε τα θεμέλια της πανίσχυρης ΠΑΣΚΕ της δεκαετίας του ’80 (ΟΒΕΣ κλπ). Δεν ήταν τυχαίο ότι ακριβώς πάνω στο ζήτημα της οργάνωσης μέσα στο εργοστάσιο ξέσπασε η αντεπίθεση του αστισμού. Μετά τα πρώτα 2-3 χρόνια ελιγμών αναμονής -και αξιοποιώντας στο έπακρο
τις αδυναμίες στη γραμμή της κομμουνιστικής Αριστεράς- η κυβέρνηση Καραμανλή επέβαλε το νόμο 330 που «θέσμιζε» το δικαίωμα στην απεργία, αφαιρώντας ελευθερίες από την εργατική βάση ενώ -τάχασεβόταν τις εξουσίες των συνδικαλιστικών ηγεσιών και γραφειοκρατιών. Απέναντι στο ν. 330 ξέσπασε ένα σκληρό κίνημα αντίστασης των εργατών που –τελικά- κάμφθηκε, αφού προηγούμενα οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. είχαν προλάβει να γράψουν τη μελανή σελίδα της μεταπολίτευσης, κάνοντας λόγο για «προβοκάτορες» και «αριστεροχουντικούς» απέναντι στους εργάτες που επέμεναν και στους πρωταγωνιστές των οδοφραγμάτων του Μάη του 1976… Η μεταπολίτευση σαν ένας μεγάλος πολιτικός αγώνας κρίθηκε, τελικά, στο πεδίο της πολιτικής. Η εκτίμηση για το χαρακτήρα της κυβέρνησης Καραμανλή και η τακτική απέναντί της, ήταν τα καθοριστικά ζητήματα. Στα ζητήματα αυτά, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. απέτυχαν παταγωδώς. Δέσμιες της σταλινικής παράδοσης, της «στρατηγικής των σταδίων» προς τον σοσιαλισμό, αποδέχθηκαν τις αναγκαιότητες για την «εμπέδωση της δημοκρατίας» που μόλις ολοκληρώνονταν θα έδινε –τάχα- τη θέση της στη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης. Η στρατηγική αυτή οδηγούσε –σε ένα βαθμό- σε ανοχή απέναντι στην κυβέρνηση Καραμανλή (για την τάχα εμπέδωση της αστικής δημοκρατίας) και ερχόταν σε σύγκρουση με πλευρές του εργατικού ριζοσπαστισμού που ολοφάνερα παραβίαζε τις «αντοχές» της ΝΔ αλλά και συνολικότερα της αστικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο το ΚΚΕ εσ. (που με την ΕΑΔΕ ομολογούσε μια στρατηγική «δημοκρατικής ενότητας» με την αστική τάξη) όσο και το ΚΚΕ,
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα δεν τόλμησαν να βάλουν ζήτημα ανατροπής του Καραμανλή, παρά πολύ αργά, μετά το 1977, κοντά πλέον στο 1981, και ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη κάνει βούκινο την «αλλαγή» που, τάχα, θα οδηγούσε άμεσα σε έναν κάποιο «σοσιαλισμό». Πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι η διαπίστωση αυτή αφορά κυρίως την κεντρική λειτουργία των κομμάτων της Αριστεράς. Σε επίπεδο βάσης χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιστές-στριες έδιναν τη μάχη της Μεταπολίτευσης, συχνά με ηρωικό τρόπο, συγκεντρώνοντας αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες που δεν παραγράφονται. Σε αυτήν την αντίφαση βρίσκεται η βάση ερμηνείας και των μετέπειτα μαζικών διασπάσεων στα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς αλλά –πιθανότατα- και της μεγάλης αντοχής της κομμουνιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα, μέσα στις θύελλες που ακολούθησαν, σε αντίθεση με τη γενικευμένη διάλυση που ξέσπασε στη δυτική Ευρώπη…
Επαναστατική Αριστερά Στις συνθήκες της μεταπολίτευσης δοκιμάστηκε, επίσης, ο χώρος της επαναστατικής Αριστεράς. Ο χώρος που ως, σχετικά, μαζική πολιτική δύναμη έχει ως ληξιαρχική πράξη γέννησης το Νοέμβρη του 1973. Στη Μεταπολίτευση ο «αριστερισμός» μπήκε δυναμικά: παρά την απαγόρευση του Καραμανλή και παρά την προβοκατορολογία των ΚΚΕ-ΚΚΕ εσ., πάνω από 50.000 διαδήλωσαν στην πρώτη επέτειο του Νοέμβρη, από το Πολυτεχνείο προς το σκοπευτήριο της Καισαριανής. Μια εβδομάδα μετά, πάνω από 1 εκατομμύριο διαδηλωτές συμμετείχαν στον «επίσημο» και νόμιμο γιορτασμό. Η σχετική αντιπαράθεση ήταν απλώς η προειδοποίηση για όσα θα ακολουθούσαν. Οι οργανώσεις της επαναστατικής ή άκρας Αριστεράς προσπάθησαν να καλύψουν και να εκφράσουν πολιτικά τον εργατικό και νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, χωρίς εκπτώσεις, υποσημειώσεις και αμφιλεγόμενα. Έδωσαν μάχη και ηττήθηκαν μαζί με την κάμψη του μεγάλου κύματος των αγώνων, έχοντας ως τελευταία «αναλαμπή» τις φοιτητικές καταλήψεις του 1979, που ανάγκασαν τον Καραμανλή να αποσύρει το νόμο 815. Μπροστά στο έργο που προσπάθησαν να αναλάβουν, οι αδυναμίες τους αποδείχθηκαν καθοριστικές. Ήταν αδυναμίες ιδεολογικές, όπως το «πλαίσιο» που στηριζόταν στην Κίνα και σε λίγα χρόνια συντρίφτηκε μαζί με το καθεστώς του Μάο, ή όπως ένα «πλαίσιο» κατανόησης του Τσε που έσπρωχνε προς το αδιέξοδο των όπλων… Ήταν αδυναμίες πολιτικές, όπως οι δυσκολίες ανάλυσης της αναδυόμενης σοσιαλδημοκρατίας, ή οι δυσκολίες συγκεκριμενοποίησης μιας τακτικής την ώρα της υποχώρησης των μεγάλων αγώνων… Ήταν αδυναμίες οργανωτικές, όπως οι δυσκολίες να μάθει ένας κόσμος να χτίζει οργανώσεις, την ώρα που το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. στηρίζονταν σε στελέχη και σε «τεχνογνωσία» δεκαετιών… Μέσα σε αυτήν την συνολική μάχη του «αριστερισμού» ένας χώρος νέων οργανώσεων (ΟΣΕ, ΟΠΑ, Μαχητής, ΕΛΕΚ κ.ά.) ξεκινούσε από πιο πίσω: με βάση τις διεθνείς εμπειρίες, την απόπειρα να χτίσει οργανώσεις της «νέας Αριστεράς» έξω από τα δίκτυα και τα δεδομένα τόσο του γκεβαρισμού όσο και του σταλινικού μαοϊσμού ή του «ορθόδοξου» τροτσκισμού. Απόπειρες που έφτασαν σε αδιέξοδα, αλλά που άφησαν και παρακαταθήκες και νέα πολιτικά δεδομένα, ενεργά στο σημερινό κίνημα αντίστασης. Σήμερα πολλοί από τους αντιπάλους μας μιλούν για το «τέλος της μεταπολίτευσης». Από τα χείλη του Σαμαρά ή του Βορίδη, ή του Κυριάκου Μητσοτάκη, ή του Βενιζέλου, η ανάλυση αυτή εκφράζει τους φόβους της κυρίαρχης τάξης για αυτό που, τότε, συνέβη και κυρίως για αυτό που τώρα μπορεί και πρέπει να συμβεί ξανά: την ορμητική είσοδο των εργαζομένων και των λαϊκών δυνάμεων στο προσκήνιο, την επίτευξη συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών κατακτήσεων που, αφενός, θα βελτιώνουν τη ζωή του λαού, ενώ, αφετέρου, θα αλλάζουν τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης, ανοίγοντας το δρόμο προς τη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Γιατί τα όνειρα που άνθισαν στην Πίτσος και στου Λαδόπουλου, στην AEG και στη Μαδεμ-Λακο, στις κλωστές και στα αμαξώματα, μπορούν να ανθίσουν ξανά και να πάρουν την οριστική εκδίκησή τους…
Η στρατηγική της Εθνικής Δημοκρατικής Ενότη Του Δημήτρη Μπελαντή
Ό
πως είναι γνωστό, το επίσημο κομμουνιστικό κίνημα διασπάστηκε στην Ελλάδα την επαύριο ουσιαστικά της κήρυξης της δικτατορίας και λόγω των διαφορετικών αναγνώσεων για τις ευθύνες του ΚΚΕ στην κήρυξή της, τον Φλεβάρη του 1968. Στη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. μετά το 8ο Συνέδριο του 1961 (η οποία διεξήχθη τον Φλεβάρη του 1968 στο Βουκουρέστι) επήλθε κάθετη ρήξη ανάμεσα στην «πλειοψηφική» ομάδα γύρω από τον γραμματέα του ΚΚΕ Κώστα Κολιγιάννη και στη «μειοψηφική» ομάδα γύρω από τους Μήτσο Παρτσαλίδη, Ζήση Ζωγράφο και Πάνο Δημητρίου. Οι όροι «πλειοψηφία» και «μειοψηφία» είναι απολύτως σχετικοί, καθώς ουσιαστικά δεν έλαβαν μέρος ούτε μετρήθηκαν τα μέλη της Κ.Ε. στο «εσωτερικό» της Ελλάδας : κατά μια έννοια, η «μειοψηφία» παρουσιάστηκε ως «πλειοψηφία» και διέγραψε τους εσωκομματικούς της αντιπάλους. Μια βασική αιτία της διάσπασης υπήρξε η εύλογη επίκριση της «ανανεωτικής μειοψηφίας» ότι η γραμμή του ΚΚΕ σχεδιαζόταν και διαμορφωνόταν ερήμην των μελών της Κ.Ε. στο εσωτερικό και του Γραφείου Εσωτερικού του ΚΚΕ και υποτασσόταν άκριτα και κατά τρόπο εξαρτημένο στη σοβιετική αυθεντία.
ΚΚΕ Εσωτερικού Στην πορεία, η τάση του «εσωτερικού», περί το 1969 περίπου, έπαψε να διατηρεί ή να διεκδικεί τον τίτλο του ΚΚΕ (όπως αρχικά προσπάθησε) και καταγράφηκε ως ΚΚΕ (Γραφείο Εσωτερικού) ή ως ΚΚΕ (Εσωτερικού) και αργότερα ως ΚΚΕ Εσωτερικού. Μέσα στη δικτατορία διαμορφώθηκαν πια δύο απολύτως διαφορετικά Κ.Κ., το φιλοσοβιετικό ΚΚΕ και το «πρωτοευρωκομμουνιστικό» ΚΚΕ Εσωτερικού (το οποίο καταδίκασε τη σοβιετική καταστολή της «Άνοιξης της Πράγας» τον Αύγουστο του 1968 και τάχθηκε σε γενικές γραμμές με την πτέρυγα των πιο «ανεξάρτητων» Κ.Κ. Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας). Το ΚΚΕ Εσωτερικού, αμφισβητώντας εν τοις πράγμασι τη σοβιετική μπρεζνιεφική γραμμή και τη μεταχρουστσωφική «σκλήρυνση» του ΚΚΣΕ μετά την Ιδεολογική Ολομέλεια του 1967, είχε τη δυνατότητα να κινηθεί είτε προς μια κατεύθυνση επαναστατικής ανανέωσης του Κ.Κ. και εξόδου από το σταλινισμό, επιστροφής στον Λένιν και αναζήτησης ενός «εθνικού» επαναστατικού δρόμου, είτε να συγκλίνει με την ήδη διαφαινόμενη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στρατηγική του Ευρωκομμουνισμού, μια βασικά μετριοπαθή και εξελικτική έξοδο από το σταλινισμό σε αριστερή σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Παρά την ύπαρξη σημαντικών τμημάτων του ιδίως στην Δυτική Ευρώπη (κυρίως στο Παρίσι), τα οποία αναζητούσαν μια πιο «ρηκτική» στρατηγική γραμμή και μια «αριστερή» κριτική προς την ομάδα Κολιγιάννη, τελικά επικράτησε ήδη από την περίοδο 1972-1973 η τάση του
Λεωνίδα Κύρκου, η οποία ουσιαστικά ήθελε να συνεχίσει μια εκδοχή της υποταγής της προδικτατορικής ΕΔΑ προς το Κέντρο αλλά και πήγαινε μέχρι τη σύμπηξη ενός «εθνικού μετώπου» με τη φιλελεύθερη Δεξιά ακόμη και τη μοναρχία και τη λεγόμενη «εθνική» ή «ενδογενή» και δήθεν αντιαμερικανική αστική τάξη. Ανατρέποντας την πιο μαχητική ηγεσία των Νίκου Καρρά, Σταύρου και Αντώνη Μπριλλάκη, η τάση του Λ.Κ. πήγε ακόμη μακρύτερα και αποδέχτηκε τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, καθώς -σε αντίθεση με το ΠΑΚ και το ΚΚΕ, πολύ περισσότερο όμως με πιο ριζοσπαστικά αριστερά ρεύματα- θεωρούσε ως αδιέξοδη τη μετωπική ρήξη με το καθεστώς και την ανατροπή του από τον λαϊκό παράγοντα.
Συντηρητική ανάλυση Είναι προφανές ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία υπήρξε μια ευρύτερη λαϊκή εξέγερση με έντονο το εξεγερσιακό και το εργατικό στοιχείο και όχι απλώς ένα φοιτητικό ξέσπασμα, όξυνε τις αντιθέσεις της χούντας, ματαίωσε τη «φιλελευθεροποίηση» και οδήγησε τελικά στη μέσω της κυπριακής κρίσης κατάρρευση του καθεστώτος. Η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού, η οποία είχε ουσιαστικά αντιταχθεί πλήρως στην εξέγερση (τελείως διακριτό ζήτημα η στάση του «Ρήγα Φεραίου», της νεολαίας του κόμματος, μέσα στο Πολυτεχνείο), αντιμετώπισε τη νέα πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης με φοβικό και τελικά συντηρητικό τρόπο. Παρά το ότι ορθώς διέκρινε την «τομή» με το δικτατορικό και μετεμφυλιακό κράτος σε αντίθεση
Η ΕΑΔΕ ήταν η ανομολόγητη και κρυφή ατζέντα όλης της επίσημης Αριστεράς στην πρώτη Μεταπολίτευση με τα ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ που μιλούσαν για συμπαιγνία και «αλλαγή αμερικανονατοϊκής φρουράς», θεώρησε ότι μια στάση μαζικής αγωνιστικής διεύρυνσης των λαϊκών, δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων μετά το καλοκαίρι του 1974 ήταν μια παρακινδυνευμένη και αβέβαιη υπόθεση. Αν οι αγώνες δυνάμωναν, τότε η δημοκρατική αστική τάξη γύρω από τον Καραμανλή θα εγκατέλειπε το πεδίο της δημοκρατίας και θα συνέκλινε με τη φασιστική Δεξιά επιστρέφοντας στη λύση της δικτατορίας. Συνεπώς, η λύση για την Αριστερά ήταν να οξύνει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της δημοκρατικής και της φασιστικής Δεξιάς, στηρίζοντας αποφασιστικά την πρώτη και επιμένοντας στη σταθεροποίηση και όχι στην «επικίνδυνη» διεύρυνση και ανατροπή των «ορίων» της αλλαγής τού Ιούλη 1974. Παραγνώριζε έτσι ότι η βασική γραμμή του καραμανλικού κέντρου δεν ήταν η ταλάντευση προς τη δικτατορία αλλά ο «αστικός εκσυγχρονισμός», η νομιμοποίηση δηλαδή πια της αστικής κυριαρχίας με κοινοβουλευτικά και ελεγχόμενα δημοκρατικά μέσα. Η γραμμή αυτή του ΚΚΕ Εσωτερικού (γνωστή ως ΕΑΔΕ) υιοθετήθηκε και σε ένα σημαντι-
40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Αντιδικτατορικής ητας (ΕΑΔΕ)
κό προγραμματικό κείμενο της πρώτης μεταδικτατορικής περιόδου, τους «Στόχους του Έθνους». Θεωρητικό υπόβαθρο της γραμμής υπήρξαν και ορισμένες ατυχείς διατυπώσεις στο έργο του Νίκου Πουλαντζά «Η κρίση των δικτατοριών» (1975) για την περίφημη διάκριση μεταξύ κομπραδόρικης- φιλοδικτατορικής-φιλοαμερικανικής και ενδογενούς-εθνικής-φιλοευρωπαϊκής αστικής μερίδας.
«Καραμανλής ή τανκς» Η γραμμή του ΚΚΕ Εσωτερικού αναπόφευκτα το μετέτρεψε στην πιο «δεξιά» και μετριοπαθή πτέρυγα όχι μόνο της κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και του συνολικού αριστερού-ριζοσπαστικού φάσματος της πρώτης Μεταπολίτευσης περιλαμβανομένου και του τότε ιδιαίτερα ριζοσπαστικού και ρηξικέλευθου ΠΑΣΟΚ, που μιλούσε ακόμη και για την πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Η «Ανανέωση» ταυτίστηκε έτσι με τον πιο φοβισμένο μεταρρυθμισμό. Παρά το γεγονός ότι και το ίδιο το ΚΚΕ δεν στήριξε, αλλά αντίθετα υπονόμευσε, τους μεγάλους αυθόρμητους αγώνες της περιόδου 1974-1977 (και ιδίως το μεγαλειώδες κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού και το μαχητικό φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα), η χρέωση αυτής της αντιριζοσπαστικής πολιτικής επήλθε φυσικώ τω τρόπω στην δύναμη η οποία, και σε ρητορικό και σε ιδεολογικό επίπεδο, ήταν η μέγιστη έκφραση της «μετριοπάθειας», της «σύνεσης» και της «γέφυρας» με την καραμανλική Δεξιά. Δεν είναι τυχαίο το ότι μέσα από αυτήν την αδιέξοδη γραμμή και την επιβεβαίωσή της στο 1ο (9ο) Συνέδριο του 1976
η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ Εσωτερικού απομονώθηκε από ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα και έχασε οριστικά τη μάχη μέσα στην κομμουνιστική Αριστερά υπέρ του (φιλοσοβιετικού) ΚΚΕ ως συνέπεια της απόλυτης υποταγής της στο περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» (η φράση ανήκει στον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να έχει διατυπωθεί και από την ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού). Μεταξύ της Σκύλλας του ΚΚΕ και της Χάρυβδης του ΠΑΣΟΚ, η ανανεωτική Αριστερά μετατράπηκε λόγω του προσανατολισμού της σε μια μικρή και περιθωριακή πολιτική δύναμη, φτάνοντας και σε ακροβασίες όπως η περίφημη «Συμμαχία των Πέντε» το 1977, η οποία καθηλώθηκε κάτω από το 3%. Αυτά τα σχήματα καθώς και η λογική μη αμφισβήτησης της καραμανλικής ηγεμονίας αποτέλεσαν και μια μηχανιστική και κακέκτυπη μεταφορά στην Ελλάδα του «Ιστορικού Συμβιβασμού» του ιταλικού Κ.Κ. και του «ευρωκομμουνισμού αλά ιταλικά». Απέναντι στο ογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας μέσα στο κόμμα και ιδίως στη νεολαία του, την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, για τη συντριβή του 1977 και στην τάση για μια πιο «ριζοσπαστική» εκδοχή της κομμουνιστικής ανανέωσης, η «ανανεωτική» ηγετική ομάδα αντέδρασε με σταλινικό, γραφειοκρατικό και κατασταλτικό τρόπο, επιβάλλοντας χιλιάδες διαγραφές και αποχωρήσεις και προκαλώντας την περίφημη διάσπαση της «Β΄ Πανελλαδικής» (Απρίλης 1978).
Προβοκατορολογία Πάντως, για να αποκατασταθεί η ιστορική δικαιοσύνη, αξίζει να αναφερθεί ότι και τα δυο Κ.Κ. αντιμετώπισαν το αυθόρμητο μεταπολιτευτικό κίνημα, και ιδίως αυτό της πρώτης πιο ριζοσπαστικής φάσης (1974-1977), με έναν γραφειοκρατικό και αντιεξεγερσιακό τρόπο και λόγο. Μάλιστα, το ΚΚΕ έχοντας τις δυνάμεις προς τούτο, λειτούργησε και ως «εσωτερική αστυνομία» του κινήματος. Και τα δύο Κ.Κ. ενσωμάτωσαν στο λόγο τους για τις μεγάλες συγκρούσεις του Ιούλη του ’75, του Μάη του ’76, τις μεγάλες απεργίες στην «Πίτσος» ή στην Εύβοια ή στη Χαλκιδική την «προβοκατορολογία», τον «αντιαριστερισμό», το λόγο περί «αριστεροχουντικών» και «υπονομευτών της ανωμαλίας». Με αυτήν την έννοια, η ΕΑΔΕ , αν και απέκτησε ιδεολογικό υπόβαθρο μόνο στο πλαίσιο της ηγεσίας του ΚΚΕ Εσωτερικού, ήταν η ανομολόγητη και κρυφή ατζέντα όλης της επίσημης Αριστεράς στην πρώτη Μεταπολίτευση. Απλώς, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ την «εφάρμοσαν» χωρίς να τη χρεωθούν πολιτικά – με κάποιες σημαντικές αποχρώσεις όσον αφορά τη συμμετοχή τομέων του ΠΑΣΟΚ στο κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Η μόνη δύναμη που παρέμεινε, παρά τις αδυναμίες της, εκτός του πεδίου της ΕΑΔΕ ήταν η εξωκοινοβουλευτική και επαναστατική Αριστερά εκείνης της περιόδου, η οποία, όμως, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί μέσα από μια ρεαλιστική για εκείνο το ιστορικό πλαίσιο μαχητική γραμμή μαζών.
Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός (1975-1977) και οι εργατικοί αγώνες στη Μεταπολίτευση Του Δημήτρη Κατσορίδα
Μ
ετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974), παρότι η πολιτική κατάσταση έχει αρχίσει να ομαλοποιείται, και ενώ επικρατεί έντονος κοινωνικός ριζοσπαστισμός, εντούτοις, οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό των συνδικάτων εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι παρεμβάσεις στα συνδικάτα νομιμοποιούνται με την ψήφιση του αντεργατικού Νόμου 330/1976, ο οποίος αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις, και έχει σκοπό τον οργανωτικό έλεγχο των συνδικάτων και τον περιορισμό των απεργιών. Όσον αφορά το χώρο των δημοσίων υπαλλήλων, ψηφίζεται ο συνδικαλιστικός Νόμος 643/1977, ο οποίος είναι κάτι ανάλογο με τον Ν. 330 για τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτοοργάνωση Όμως, εκείνη την περίοδο έχουμε ένα σημαντικό γεγονός: την αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης σε εργοστασιακές επιτροπές και εργοστασιακά σωματεία στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες είχαν ιδρυθεί, οι περισσότερες, κατά τη δεκαετία του 1960, όπου υπήρξε η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Ουσιαστικά, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974, στο εργοστάσιο της Νational Can, στην Ελευσίνα, όταν οι 500 εργαζόμενοι κάλεσαν σε Γενική Συνέλευση, για να συζητήσουν ζητήματα τα οποία είχαν σχέση με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τα εξουθενωτικά ωράρια. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Η εργοδοσία απέλυσε έναν πρωτοπόρο εργάτη, με αποτέλεσμα να προβούν οι εργάτες σε δυναμική απεργία, η οποία έληξε όταν ο εργάτης επαναπροσλήφθηκε. Η κινητοποίηση στη National Can ήταν πρωτοπόρα για μια σειρά λόγους. Ήταν η πρώτη απεργία μεγάλης εμβέλειας μετά την πτώση της χούντας, αλλά και η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης με κοινή συμμετοχή Ελλήνων και μεταναστών εργατών, καθώς στο εργοστάσιο δούλευαν 100 μετανάστες από το Πακιστάν.
Η εμφάνιση του εργοστασιακού κινήματος αποτελεί ιστορικό γεγονός για όλο το εργατικόσυνδικαλιστικό κίνημα της χώρας, επειδή για πρώτη φορά οι βιομηχανικοί εργάτες οργανώνονται. Μεταξύ του 1974 και του 1976 ιδρύθηκαν ισχυρά εργοστασιακά σωματεία, τα οποία ανέπτυξαν δυναμικούς αγώνες, σε μια σειρά βιομηχανικές μονάδες σε όλη τη χώρα (ΙΤΤ, ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ, ΛΑΡΚΟ, Πετζετάκης, Αθηναϊκή, AEG, ΒΙΑΜΑΞ, ΜΕΛ στη Θεσσαλονίκη, Λαδόπουλος στην Πάτρα, μεταλλεία Μαντουδίου στην Εύβοια, ΜΑΔΕΜ-ΛΑΚΚΟ στη Χαλκιδική κλπ). Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού κινήματος χαρακτηρίζονταν από μεγάλη διάρκεια και μαζικότητα, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις 93 ημέρες απεργίας στον Λαδόπουλο (1975), τις 110 ημέρες απεργίας στη ΛΑΡΚΟ (1977) και τη συμμετοχή 5.000 μεταλλεργατών στην απεργία στο Μαντούδι (Μάρτιος - Απρίλιος 1976). Μέσω της αυτοοργάνωσης και της δημιουργίας εργοστασιακών σωματείων συγκαλούνται γενικές συνελεύσεις σε κάθε βιομηχανική μονάδα, όπου οι εργάτες αποφασίζουν δημοκρατικά τα αιτήματα και τις μορφές του αγώνα τους, αναπτύσσονται όλες οι ιδεολογικές τάσεις που υπάρχουν στο εργατικό κίνημα, αποκτούν οι εργάτες ταξική συνείδηση, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητούν έμπρακτα το διευθυντικό δικαίωμα και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, προβαίνοντας σε καταλήψεις των εργοστασίων, εκφράζοντας τη θέληση να αυτοδιαχειριστούν τα εργοστάσια στα οποία δουλεύουν. Επίσης, το εργοστασιακό κίνημα ανέπτυξε πρωτότυπες μορφές αγώνα, προσαρμοσμένες στην εργοστασιακή μορφή οργάνωσης, όπως τη συστηματική επιβράδυνση της παραγωγής, τις αιφνιδιαστικές στάσεις εργασίας, τον αγώνα κατά τμήμα παραγωγής κλπ. Όμως, η αποτυχία σταθεροποίησης των κατακτήσεων του εργοστασιακού κινήματος, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης του συντονισμού της δράσης του, είχε ως αποτέλεσμα να δώσει τα περιθώρια στην εργοδοτική πλευρά να περάσει στην αντεπίθεση με απολύσεις,
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα θέσπιση της μαύρης λίστας, ώστε να γίνεται αδύνατη η πρόσληψη των πρωτοπόρων εργατών σε άλλο εργοστάσιο, αφαίρεση των κατακτήσεων και διάλυση πολλών σωματείων. Εντούτοις, παρά την ήττα που δέχτηκε ο εργοστασιακός συνδικαλισμός, ο οποίος ανακάμπτει, ξανά, μετά τον Οκτώβρη του 1981, αποκορύφωμα της μέχρι εκείνη τη στιγμή δραστηριότητάς του είναι η ίδρυση, το 1979, της Ομοσπονδίας Βιομηχανικών Εργοστασιακών Σωματείων (ΟΒΕΣ). Παράλληλα, με τη δράση των εργοστασιακών σωματείων, μεγάλοι εργατικοί αγώνες διεξάγονται από τους εργαζόμενους στις τράπεζες, στην εκπαίδευση, στις μεταφορές, στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στην Ολυμπιακή, στους οικοδόμους, στους ναυτεργάτες κλπ., δηλαδή σε όλους τους χώρους που έχουν μεγάλη συγκέντρωση εργαζομένων.
Συντονιστικά Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται στη μεταπολιτευτική περίοδο είναι η δημιουργία διαφόρων συντονιστικών οργάνων, ως αντίβαρο στην κυβερνητική ΓΣΕΕ, με κορυφαία έκφραση, σε πανελλήνια κλίμακα, τη δημιουργία, το 1977, των ΣΑΔΕΟ (Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις). Ταυτόχρονα, έχουμε ανάπτυξη και στο συνδικαλιστικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο, στην προσπάθειά του να ανασυνταχτεί, βιώνει μια νέα κρίση που εκδηλώνεται μεταξύ της ΑΔΕΔΥ και της νεοσυσταθείσας Συντονιστικής Επιτροπής Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕΔΟ), κάτι ανάλογο με τα ΣΑΔΕΟ, η οποία συγκροτείται τον Σεπτέμβριο του 1976 από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΟΛΜΕ, των Μηχανικών, των Γεωπόνων, των Δασολόγων και των Κτηνιάτρων. Γενικά, τα αιτήματα και οι εργατικές διεκδικήσεις εκείνης της εποχής αφορούν κυρίως την επαναπρόσληψη των απολυμένων, τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης μισθολογικές αυξήσεις. Ο λόγος που εξακολουθούν να υπάρχουν κρατικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά των συνδικάτων είναι ότι η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών δεν συνςοδεύτηκε από την αποκατάσταση της ομαλότητας στο εσωτερικό του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, κάτι το οποίο επιτεύχθηκε με το Νόμο 1264 του 1982, που τον ψήφισε η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, καταργώντας τον Ν. 330/76. Έτσι, τα συνδικάτα μπόρεσαν να προβούν σε εκκαθάριση των συνδικαλιστικών μητρώων από σωματείασφραγίδες και στην οργάνωση γνήσιου συνεδρίου της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, το 1983.
Από το εργατικό κίνημα των νικηφόρων αγώνων της Μεταπολίτευσης στη σημερινή οπισθοχώρηση και κρίση αντίσταση στην επίθεση του κεφαλαίου. Που θα προβάλει ξανά τα απελευθερωτικά οράματα της εργατικής τάξης συνδεδεμένα με την ταξική πάλη τού σήμερα, με αναβαθμισμένο τον πολιτικό του ρόλο. Οι ταξικές δυνάμεις οφείλουν να προτάξουν την ανάγκη υπέρβασης της σημερινής κατάστασης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Να ρίξουν το βάρος στην ανασυγκρότηση των συνδικάτων, στη συμμετοχή των εργαζομένων, στις γενικές συνελεύσεις. Να παλέψουν για την ταξική ενότητα των εργαζομένων. Οι διαφορετικές στρατηγικές και τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια δεν θα ξεπεραστούν εύκολα, όμως δεν μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στο να «χτυπάμε όλοι μαζί». Για τα καθήκοντα αυτά, τα οποία αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για να υπάρξει συνδικαλιστικό κίνημα, οι ευθύνες της συνδικαλιστικής αριστεράς όλων των τάσεων και των ρευμάτων είναι τεράστιες.
Του Νίκου Γουρλά, πρώην προέδρου του συνδικάτου εργαζομένων στο «Ελ. Βενιζέλος»
Τ
ο εργατικό κίνημα στη χώρα μας ήταν και είναι -ακόμα και τώρα που βρίσκεται σε κρίση και οπισθοχώρηση- καταλύτης των πολικών εξελίξεων που σφράγισαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Το εργατικό κίνημα και οι εργατικές αντιστάσεις που ξεκίνησαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας ήταν στην πραγματικότητα αυτό που «ανέβασε και κατέβασε κυβερνήσεις». Ακόμα και τώρα, παρά την αδυναμία των εργατικών αγώνων να νικήσουν, παρά τη στασιμότητα και την απογοήτευση που παρουσιάζεται σε πλατιά στρώματα εργαζόμενων, μια μικρή ομάδα γυναικών, οι καθαρίστριες, δείχνει το δρόμο των ανυποχώρητων εργατικών αγώνων δημιουργώντας μια νέα ελπίδα αλλά και ρωγμές στην πολιτική της άθλιας συγκυβέρνησης. Η παραπάνω εκτίμηση επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη ιστορία του εργατικού κινήματος μετά την πτώση της χούντας, όταν ακόμα και η θριαμβευτική νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 1974 με 54% συνοδεύτηκε από το ξεκίνημα ενός πρωτοφανούς ξεσπάσματος του εργατικού κινήματος. Οι εργαζόμενοι τότε αμφισβήτησαν από τις πρώτες κιόλας μέρες τον εκλογικό θρίαμβο του «Εθνάρχη», έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια την τρομοκρατία του «Καραμανλής ή τανκς» και ξεκίνησαν μεγάλους αγώνες. Η εργατική τάξη της εποχής, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει συνδικαλιστική ηγεσία, αφού αυτή βρισκόταν στις φυλακές και στις εξορίες, ξεκίνησε σκληρούς ανυποχώρητους αγώνες για να αποκατασταθούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, να αποκατασταθεί το εργατικό εισόδημα, να συγκροτηθεί ένα σοβαρό κράτος πρόνοιας. Διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα. Το ταξικό εργατικό κίνημα της εποχής για να ξεπεράσει την εγκάθετη χουντοδεξιά διοίκηση της ΓΣΕΕ, αλλά και πολλών εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών, δημιούργησε σε όλη την Ελλάδα συντονιστικές επιτροπές αγώνα, κατά κλάδο, πόλη και περιφέρεια, που οδήγησαν στη δημιουργία των ΣΑΔΕΟ και ΣΑΔΟ, δηλαδή συντονιστικά πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών
στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, που λειτουργούσαν σε αντιπαράθεση με τη χουντοδεξιά ΓΣΕΕ, προσπαθώντας να συντονίσουν τους αγώνες. Όλες αυτές οι εξελίξεις σηματοδότησαν την αρχή της δημιουργίας ενός νέου συνδικαλιστικού κινήματος, με έντονα ταξικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, με σοβαρές θεσμικές κατακτήσεις και αυξήσεις στους μισθούς. Οι συνθήκες φυσικά δεν είναι ίδιες με τις σημερινές. Σήμερα η εργατική τάξη έχει να αντιμετωπίσει μια σφοδρή επίθεση από κεφάλαιο και ΕΕ που όμοια της δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν. Ποσοστά ανεργίας που προσεγγίζουν τα μεταπολεμικά επίπεδα, αποδιαρθρωμένες εργασιακές σχέσεις, τεράστια ποσοστά φτωχοποίησης. Η εργατική τάξη απέναντι σε αυτή την κατάσταση απάντησε με τριάντα γενικές απεργίες. Έγιναν σοβαροί κλαδικοί αγώνες, όπως αυτός της χαλυβουργίας, των ναυτεργατών, των εργαζομένων στα ΜΜΜ και στα ΜΜΕ. Οργάνωσε ογκώδη συλλαλητήρια και καθημερινές διαδηλώσεις. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι η αντίδραση ήταν αντίστοιχη της επίθεσης που δέχτηκε. Ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση φέρνει ο
γραφειοκρατικός υποταγμένος συνδικαλισμός της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ. Όμως δεν φταίνε μόνο οι γραφειοκράτες. Ο εργατικός συνδικαλισμός, με τη μορφή που τον γνωρίσαμε, τελειώνει. Ο αστικός και ρεφορμιστικός χαρακτήρας της ταξικής συνδιαλλαγής που σφράγισε τα τελευταία χρόνια το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε κρίση. Είναι ζήτημα ζωής η θανάτου για το συνδικαλιστικό κίνημα η άμεση ανασυγκρότησή του σε καινούργιες βάσεις.
Για τη συνδικαλιστική και εργατική μεταπολίτευση της εποχής μας Η εποχή μας είναι εποχή μιας νέας εργατικής και συνδικαλιστικής μεταπολίτευσης, όπου οι δυνάμεις της ταξικής ανεξαρτησίας, της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν καθήκον να της δώσουν εκείνο το πολιτικό και ταξικό περιεχόμενο που θα δημιουργήσει ένα παλλαϊκό ενιαίο εργατικό ταξικό μέτωπο για την ανατροπή της επίθεσης. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε ένα ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα, ταξικό, αγωνιστικό, ανεξάρτητο, ενωτικό και νικηφόρο, που να υψώσει αποτελεσματική
Η πολιτική προοπτική αποκτά πλέον κινητήριο χαρακτήρα για το εργατικό κίνημα. Σε αυτό κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος. Όλο και πλατυτέρα τμήματα εργαζομένων καταλαβαίνουν ότι για να αλλάξει η ζωή τους δεν αρκούν οι συνδικαλιστικοί οικονομικοί αγώνες αν αυτοί δεν δένονται με την προοπτική της ανατροπής της αντεργατικής πολιτικής και των κυβερνήσεών της, χωρίς το διώξιμο της τρόικας, χωρίς σύγκρουση και έξοδο από ευρώ και ΕΕ. Τι θα έρθει στη θέση τους; Αυτό το ερώτημα βασανίζει το ταξικό εργατικό κίνημα που δεν πρέπει να μένει αδιάφορο απέναντι στο «κυβερνητικό ζήτημα» που ταλανίζει την Αριστερά. Η ουσιαστική και πραγματική ανατροπή των αντιδραστικών συσχετισμών, της αντεργατικής πολιτικής και των κυβερνήσεών τους δεν θα έρθει μόνο με την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Θα έρθει μέσα από μια γενικευμένη εργατική και παλλαϊκή σύγκρουση. Στη νέα ασταθή κατάσταση που θα δημιουργηθεί, το κύριο είναι να έχει οικοδομηθεί ένα νέο οργανωμένο ταξικό εργατικό κίνημα και παλλαϊκό μέτωπο. Αυτό το κίνημα και μέτωπο ανατροπής, με βάση την ταξική ανεξαρτησία του, θα προωθεί και θα επιβάλλει το πρόγραμμά του στον αστικό συνασπισμό εξουσίας και σε κάθε κυβέρνηση, θα διεκδικεί τη δική του εξουσία και κυβέρνηση, θα ανοίγει δρόμους για την κοινωνική αλλαγή την οποία έχει ανάγκη η εποχή μας.