ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918
1914: Τότε που το τέρας πρόβαλε στον ορίζοντα Του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου
Έ
χει περάσει ακριβώς ένας αιώνας από τότε που μια ομάδα νεαρών Σέρβων εθνικιστών δολοφόνησε στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914, τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, διαδόχο της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, και τη σύζυγό του Σοφία. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε την πυρκαγιά του αιματηρού Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οπως τόνισε αργότερα και ο Τρότσκι, που τότε διέμενε στη Βιέννη: «Μερικοί νεαροί Σέρβοι, σχεδόν παιδιά, δολοφονώντας τον διάδοχο του θρόνου των Αψβούργων, πυροδότησαν γεγονότα ανυπολόγιστης σημασίας. Αυτοί οι εθνικιστές και ρομαντικοί επαναστάτες περίμεναν λιγότερο από τον καθέναν τις συνέπειες της τρομοκρατικής τους πράξης».
Οι βροντές του πολέμου που πλησίαζε Τα σύννεφα, βέβαια, του πολέμου σκέπαζαν απειλητικά ήδη -από την αρχή της δεκαετίας του 1910- την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Το «επεισόδιο του Αγαδίρ» με το οποίο, τον Ιούλιο του 1911, η Γερμανία και η Γαλλία βρέθηκαν στα πρόθυρα μιας πολεμικής σύγκρουσης, ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος που εκδηλώθηκε τον ίδιο χρόνο στην Τριπολίτιδα, καθώς και το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου, το 1912, στην «πυριτιδαποθήκη» της βαλκανικής χερσονήσου, προμήνυαν το ολοκαύτωμα του αιματηρού και καταστροφικού Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οι απειλητικές αυτές εξελίξεις προκάλεσαν μεγάλες ανησυχίες στο οργανωμένο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Μέσα σε αυτές τις ζοφερές συνθήκες, το
Γραφείο της 2ης Διεθνούς αποφάσισε να συγκαλέσει εκτάκτως, τον Νοέμβριο του 1912, στη Βασιλεία της Ελβετίας το 9ο Συνέδριο, με στόχο η Διεθνής να τοποθετηθεί και να προτείνει λύσεις ενάντια στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Το Συνέδριο της Βασιλείας συνήλθε από στις 24 και 25 Νοεμβρίου του 1912. Στο Συνέδριο έλαβαν μέρος 555 σύνεδροι από 23 χώρες. Αν και η συμμετοχή ήταν εντυπωσιακή, το κλίμα του Συνεδρίου ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Την ημέρα της έναρξής του οργανώθηκαν μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στις οποίες μίλησαν σοσιαλιστές από όλο τον κόσμο. Ο Ζαν Ζωρές, σε έναν συγκλονιστικό λόγο του, καταδίκασε τον πόλεμο χρησιμοποιώντας στίχους από το διάσημο ποίημα του Σίλλερ «Το τραγούδι της Καμπάνας»: «Καλώ τους ζωντανούς να αμυνθούν εναντίον του τέρατος που προβάλλει στον ορίζοντα». Η απειλή του επερχόμενου πολέμου δημιούργησε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου ενωτικό κλίμα ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της Διεθνούς. Η Διακήρυξη του Συνεδρίου εγκρίθηκε ομόφωνα. Το ίδιο το Συνέδριο αναγνώρισε «με ικανοποίηση […] την πλήρη ομοφωνία που υπάρχει ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κόμματα και στα συνδικάτα όλων των χωρών ενάντια στον πόλεμο». Η μακροσκελής Διακήρυξη, αφού μνημόνευε τις αντιπολεμικές αποφάσεις των προηγουμένων συνεδρίων, διαπίστωνε τους άμεσους κινδύνους που θα προέκυπταν από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο και παρότρυνε κόμματα, συνδικάτα και οργανώσεις να συνεχίσουν με αποφασιστικότητα την αντιπολεμική τους δράση. Απευθύνθηκε ιδιαίτερα στους Βαλκάνιους σοσιαλιστές, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν
Τα σύννεφα του πολέμου σκέπαζαν απειλητικά ήδη -από την αρχή της δεκαετίας του 1910- την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο στην εμπόλεμη ζώνη του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου. Η Διακήρυξη τόνιζε: «Οι σοσιαλιστές των Βαλκανίων ύψωσαν με ηρωικό θάρρος τις διεκδικήσεις τους για μια δημοκρατική Ομοσπονδία […] Το Συνέδριο ζητεί ιδιαίτερα από τους σοσιαλιστές των Βαλκανίων να αντιταχθούν εντονότατα όχι μόνο στο ξαναζωντάνεμα της εχθρότητας μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ελλάδας, αλλά και σε κάθε καταπίεση των βαλκανικών λαών που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο άλλο στρατόπεδο, δηλαδή των Τούρκων και των Αλβανών». Καταδίκασε, επίσης, τον τσαρισμό και απευθύνθηκε στους εργαζόμενους της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, υπενθυμίζοντάς τους ότι το ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που προκαλούσε τους καταστροφικούς πολέμους. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι η Διακήρυξη της Διεθνούς απευθύνθηκε στους «εργάτες όλων των χωρών» προκειμένου «να αντιτάξουν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό τη δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου» και προειδοποίησε την άρχουσα τάξη για το τι θα γινόταν σε περίπτωση
ενός γενικευμένου πολέμου: «Οι κυβερνήσεις ας θυμηθούν ότι ύστερα από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο ακολούθησε η Παρισινή Κομμούνα, ότι ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος έβαλε σε κίνηση τις επαναστατικές δυνάμεις της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο ανταγωνισμός στο κυνήγι των εξοπλισμών οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο όξυνση των ταξικών αντιθέσεων στην Αγγλία και στην ηπειρωτική Ευρώπη και προκάλεσε τεράστιες απεργίες». Οι συντάκτες της Διακήρυξης δεν δίστασαν, επίσης, να τονίσουν ότι «Οι προλετάριοι θεωρούν έγκλημα να πυροβολούν οι μεν τους δε για χάρη των κεφαλαιοκρατικών κερδών, της φιλοδοξίας των δυναστειών ή της δόξας των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών». Ο Λένιν αναγνώρισε αργότερα ότι «Η Διακήρυξη της Βασιλείας είναι η σύνοψη ενός τεράστιου προπαγανδιστικού και διαφωτιστικού υλικού για όλη την εποχή της 2ης Διεθνούς, των χρόνων 18891914. Η Διακήρυξη αυτή συνοψίζει, χωρίς υπερβολές, εκατομμύρια και εκατομμύρια προκηρύξεις, άρθρα εφημερίδων, βιβλία, λόγους σοσιαλιστών όλων των χωρών…»
Υποχώρηση στον αστικό εθνικισμό Την περίοδο αυτή οι ηγέτες της μαρξιστικής αριστεράς θεωρούσαν, ακόμα, τη Διεθνή ως το μόνο μέσο για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την επικείμενη βαρβαρότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αποδείχθηκε, όμως, ότι οι προοπτικές αυτές ήταν υπό όρους. Γιατί όταν ήρθε η ώρα τα μεγάλα λόγια των ηγετών της 2ης Διεθνούς να γίνουν πράξη, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έτρεξαν να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των δικών τους κυρίαρχων τάξεων στον πόλεμο. Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το SPD, με
Στρατιώτες τυφλωμένοι από χημικά αέρια.
ψήφους 78 υπέρ και 14 κατά, αποφάσισε να υποστηρίξει τον πόλεμο και αποδέχθηκε το σύνθημα «της υπεράσπισης της πατρίδας», δηλώνοντας ότι «σε ώρα πολέμου δεν θα εγκαταλείψουμε την πατρίδα». Ο ηγέτης και εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος Φ. Σάιντεμαν δεν δίστασε να υποστηρίξει με κυνικότητα: «Εμείς στη Γερμανία έχουμε καθήκον να αμυνθούμε. Έχουμε καθήκον να υπερασπίσουμε τη χώρα της πιο προχωρημένης σοσιαλδημοκρατίας από τη ρωσική σκλαβιά […] Το γεγονός ότι εμείς οι σοσιαλδημοκράτες προσχωρήσαμε στη Σοσιαλιστική Διεθνή δεν σημαίνει ότι πάψαμε να είμαστε Γερμανοί!» Ο Φολμάρ μάλιστα έδωσε τις διεθνείς διαστάσεις αυτής της καταστροφικής πολιτικής: «Δεν είναι αλήθεια πως Διεθνής σημαίνει αντεθνικός. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έχουμε πατρίδα». Και ο «αριστερός» Χάαζε ακολούθησε: «Τώρα βρισκόμαστε στο αδυσώπητο γεγονός του πολέμου. Μας απειλεί η φρίκη των εθνικών επιδρομών. Πρέπει να ψηφίσουμε όχι κατά του πολέμου αλλά να λύσουμε το ζήτημα της χορήγησης των μέσων που είναι απαραίτητα για την υπεράσπιση της χώρας». Από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας, μόνο 15 βουλευτές ήταν αντίθετοι με τον πόλεμο. Ο Πάουλ Φρέλιχ αναφέρει ότι «Από τους 111 βουλευτές, οι 15 εκφραστήκανε εναντίον. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Λίμπκνεχτ, ο Χάαζε, ο Λέντεμπουρ, ο Ρούλε, ο Λένσχ. Σ’ αυτήν όμως τη μειοψηφία επιβλήθηκε η κομματική πειθαρχία και τους αρνήθηκαν το δικαίωμα να ψηφίσουν σύμφωνα με τις απόψεις τους. Έτσι στις 4 Αυγούστου η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα ψήφισε μονολιθικά τις πιστώσεις». Ωστόσο, το βράδυ της 4ης Αυγούστου του 1914 σε μια έκτακτη συγκέντρωση στο σπίτι της Ρόζας Λούξεμπουργκ -στην οποία συμμετείχαν η Ρόζα, ο Μέρινγκ και ο Κάρσκι- αποφασίστηκε η συσπείρωση της ριζοσπαστικής αριστεράς και η εναντίωσή της στην προδοτική ηγεσία. Έτσι, δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή της Κλάρας Τσέτκιν, του Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλων συντρόφων τους, η μαρξιστική τάση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Σπάρτακος». Όπως έγραψε αργότερα και η Κλάρα Τσέτκιν, προλογίζοντας την μπροσούρα τής Λούξεμπουργκ «Γιούνιους»: «Από αυτούς τους βίαιους στα λόγια κριτικούς της σοσιαλδημοκρατικής πλειοψηφίας, μόνον ο Κάρλ Λίμπκνεχτ τόλμησε, και μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φ. Μέρινγκ και μένα αψηφήσαμε την αγιότατη πειθαρχία του κόμματος, αυτήν που κατέστρεψε τους χαρακτήρες και τις πεποιθήσεις».
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918
1914: Τότε που το τέρ
συνέχεια από την προηγούμενη σελίδα Στις 12 Δεκεμβρίου ο Λίμπκνεχτ, παραβιάζοντας την πειθαρχία, καταψήφισε τις πολεμικές δαπάνες, κρατώντας ψηλά τη σημαία του διεθνισμού. Και όταν ο Μπέτμαν Χόλβεγκ, ο Γερμανός καγκελάριος, ρώτησε στο γερμανικό κοινοβούλιο, το «Ράιχστανγκ», αν υπήρχε κανείς που να μην αναγνωρίζει το δίκαιο της Γερμανίας σε αυτόν τον πόλεμο, μια γεμάτη δύναμη φωνή ακούστηκε. Ήταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο οποίος μέσα στην υστερία των φιλοπόλεμων τόλμησε να καταγγείλει: «Κύριοι, ο εχθρός δεν βρίσκεται έξω από τη χώρα, αλλά μέσα σε αυτή: στις τράπεζες, στα εμποροβιομηχανικά επιμελητήρια, στα ανάκτορα, στα επιτελεία...»
Προδοσία Ήταν τόσο μεγάλη και τόσο απροσδόκητη η προδοσία που ακόμα και ο Λένιν πίστεψε πως το φύλλο της εφημερίδας Φόρβερτς, η οποία ήταν το όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και το οποίο υποστήριξε τις πολεμικές πιστώσεις του Κάιζερ, ήταν παραχαραγμένο από το γερμανικό επιτελείο! Με αυτό τον τρόπο το SPD, το πανίσχυρο κόμμα της 2ης Διεθνούς, ατιμάστηκε από τη φοβερή προδοσία των ηγετών του Νόσκε, Έμπερτ, Σάϊντεμαν και λοιπών «υπερασπιστών της πατρίδας». Και δεν ήταν μόνο αυτοί. Ο Κάουτσκυ, που το 1909, στην περίφημη μπροσούρα του Ο δρόμος προς την εξουσία, είχε υποστηρίξει την άμεση σχέση πολέμου και επανάστασης και το 1912 είχε υπογράψει την αντιπολεμική Διακήρυξη της Βασιλείας, ακολούθησε, σε αυτή την αποφασιστική καμπή, μια «κεντρώα», συμβιβαστική πολιτική. «Απλούστατα δεν είναι αλήθεια, υποστήριζε ο Κάουτσκυ σε ένα άρθρο του στη Die Newe Zeit τον Μάιο του 1915, «ότι ο πόλεμος
σοσιαλδημοκρατών, στους «Τριμπουνιστές», τους αριστερούς ριζοσπάστες των Ολλανδών σοσιαλιστών, στους Σέρβους σοσιαλδημοκράτες, στις αριστερές ομάδες της σουηδικής και δανικής σοσιαλδημοκρατίας, σε μικρές ομάδες σοσιαλιστών και συνδικαλιστών στη Γαλλία κλπ., να κρατήσουν την επαναστατική αντίθεση στον πόλεμο.
Η ιστορική συνεδρίαση του Ράιχσταγκ στις 12 Δεκέμβρη του 1914.
είναι καθαρά ιμπεριαλιστικός, ότι με το ξέσπασμά του έμπαινε το δίλημμα: ιμπεριαλισμός ή σοσιαλισμός, ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι προλεταριακές μάζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και από πολλές απόψεις και της Αγγλίας ρίχτηκαν χωρίς να το σκεφτούν, μόνο με την έκκληση μιας χούφτας κοινοβουλευτικών ανδρών, στην αγκαλιά του ιμπεριαλισμού, πρόδωσαν το σοσιαλισμό και έτσι προκάλεσαν μια χρεοκοπία χωρίς προηγούμενο σε όλη την Ιστορία». Ακόμα, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η Διεθνής «δεν είναι αποτελεσματικό μέσο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ουσιωδώς είναι ένα όργανο ειρήνης. Και αυτό με διπλή έννοια: πάλη για την ειρήνη και ταξική πάλη κατά τη διάρκεια της ειρήνης!» Οι συνεπείς μαρξιστές, οι οποίοι είχαν κατηγορήσει με λόγια σκληρά τους εθνικιστές, δεν δίστασαν να κατηγορήσουν με την ίδια σκληρότητα και τους «κεντρώους» υποστηρικτές του στείρου πασιφισμού και της «χρυσής μέσης οδού». Οι Ολλανδοί Γκόρτερ και Πάννεκουκ χαρακτήρισαν τις απόψεις του Κάουτσκυ ως «παθητικό ριζοσπαστισμό», ενώ ο
Λένιν, με πάθος τόνιζε στις οριοθετήσεις του ότι «καθήκον για κάθε ειλικρινή σοσιαλιστική, για κάθε τίμια προλεταριακή πολιτική (αφήνω πια τη συνειδητά μαρξιστική πολιτική) είναι κατά κύριο λόγο και πρώτα από όλα το συνεπές, συστηματικό, θαρραλέο και ανεπιφύλακτο ξεσκέπασμα της πασιφιστικής και δημοκρατικής υποκρισίας της δικής σου κυβέρνησης και της δικής σου αστικής τάξης […] Αυτή την άμεση υποχρέωσή τους δεν την κατάλαβαν καθόλου ο Τουράτι και Σία, ο Κάουτσκυ και Σία, ο Λονγκέ, ο Μερχάιμ και Σία, που αντιπροσωπεύουν ολόκληρο ρεύμα στον διεθνή σοσιαλισμό και οι οποίοι στην πράξη, αντικειμενικά, όσο και αν είναι αγαθότατες οι προθέσεις τους, βοηθάνε απλώς και μόνο καθενός “τη δική του” ιμπεριαλιστική τάξη να εξαπατά τους λαούς, να εξωραΐζει τους ιμπεριαλιστικούς της σκοπούς». Έτσι, δεν έμενε παρά στους μπολσεβίκους, τη μαρξιστική τάση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, στους «Σπαρτακιστές», τη ριζοσπαστική αριστερά του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, στους «Στενούς», την αριστερή πτέρυγα των Βουλγάρων
Η Κεντρική Επιτροπή του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας, της τάσης των μπολσεβίκων, στην περίφημη διεθνιστική της Διακήρυξη «Ο Πόλεμος και η Σοσιαλδημοκρατία», καταδίκασε τις σοβινιστικές αντιλήψεις υποστηρίζοντας ότι «Η μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο είναι το μοναδικά σωστό προλεταριακό σύνθημα. Το δείχνει η πείρα της Κομμούνας, το καθόρισε η απόφαση της Βασιλείας (1912) και απορρέει από όλες τις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου…» Στη Βουλγαρία το Μανιφέστο των αριστερών «Στενών» του εργατικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος καταδίκασε και αυτόν τον πόλεμο: «Οι ιμπεριαλιστές-κηδεμόνες των βαλκανικών λαών, ερεθίζοντας τις επιθετικές διαθέσεις των εκεί αστικών τάξεων και των βασιλίσκων, οδήγησαν τους λαούς στο τρομερό ολοκαύτωμα από όπου βγήκαν κατεστραμμένοι και εξαντλημένοι».
Η μαρξιστική τάση Για μια ακόμα φορά, και μέσα στη μαύρη περίοδο του πολέμου, η Διεθνής, ως μια επαναστατική οργάνωση, υπήρχε μόνο στην προοπτική και στη μέθοδο μιας ομάδας στελεχών. Εκείνη την περίοδο οι ηγέτες που αποτελούσαν και τη ριζοσπαστική πτέρυγα στους κόλπους της 2ης Διεθνούς, βρέθηκαν ουσιαστικά απομονωμέ-
Ποδοσφαιρικός αγώνας, από τη συναδέλφωση στα χαρακώματα το 1914.
Τ
ην ίδια ώρα που οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών κομμάτων ψήφιζαν τους πολεμικούς προϋπολογισμούς, τεράστια πλήθη πλημμύριζαν τις πλατείες των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων ζητώντας να πάνε να πολεμήσουν. Η πατριωτική φρενίτιδα τον Αύγουστο του 1914 φάνηκε ότι δικαίωνε τους σοβινιστές όλων των αποχρώσεων. Η εθνική ενότητα φαινόταν να θριαμβεύει πάνω στις αρχές της ταξικής πάλης. Είναι περισσότερο από σίγουρο ότι τη ραχοκοκαλιά των πατριωτικών διαδηλώσεων αποτελούσαν κυρίως τα μεσοστρώματα των υπαλλήλων, και ότι τις υποδαύλιζε η εθνικιστική συμμορία του Τύπου και τις οργάνωναν η άρχουσα ελίτ και η στρατοκρατία.
Πατριωτική φρενίτιδα Πρωτοσέλιδο της Daily Mirror: Βρετανοί και Γερμανοί φαντάροι βγάζουν κοινή φωτογραφία.
Όλοι αυτοί πίστευαν ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος, νικηφόρος και θα έμοιαζε με παιχνίδι στην εξοχή. Ο πόλεμος όμως που φανταζόταν η εθνικιστική νεολαία και ο πραγματικός πόλεμος στα χαρακώματα δεν είχαν κανένα
νοι. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένοι, μέσα στο κύμα του σοβινισμού που εμφανίστηκε τον Αύγουστο του 1914 και παρέσυρε τις ηγετικές ομάδες της διεθνούς οργάνωσης, να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του διεθνισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ήταν, λοιπόν, δικό τους καθήκον να διατηρήσουν τις επαναστατικές παραδόσεις του μαρξισμού, τη στιγμή που η 2η Διεθνής διαλυόταν μέσα στη δίνη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ανίκανη να δώσει προοπτικές στους αγώνες της εργατικής τάξης διεθνώς. Την ίδια χρονιά συνήλθε στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας, από τις 5 μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου του 1915, με πρωτοβουλία των Ιταλών σοσιαλιστών, μια συνδιάσκεψη στην οποία προσκλήθηκαν «όλες οι εργατικές οργανώσεις που έμειναν πιστές στην αρχή της πάλης των τάξεων και της διεθνούς αλληλεγγύης» και στην οποία έλαβαν μέρος 38 εκπρόσωποι σοσιαλδημοκρατικών κόμματων. Στη συνδιάσκεψη η Αριστερά, η ριζοσπαστική πτέρυγα της συνδιάσκεψης είχε όλους κι όλους 8 αντιπροσώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ρώσοι. Το 1915 οι διεθνιστές όλου του κόσμου χωρούσαν, όπως χωράτευαν και οι σύνεδροι του Τσίμερβαλντ, μέσα σε τέσσερα αμάξια! Ο Τρότσκι, που έλαβε μέρος στη συνδιάσκεψη, σημείωσε αργότερα στο έργο του «Η ζωή μου» ότι ο Ελβετός σοσιαλιστής Γκρίμμ, υπεύθυνος για την οργάνωση της συνδιάσκεψης «βρήκε για τις συνεδριάσεις ένα μέρος δέκα χιλιόμετρα από τη Βέρνη, σε ένα μικρό χωριό, το Τσίμερβαλντ, ψηλά στα βουνά. Οι αντιπρόσωποι στριμώχτηκαν μέσα σε τέσσερα αμάξια κι ανέβηκαν στα βουνά. Οι περαστικοί κοίταζαν θαμπωμένοι τούτο το παράξενο καραβάνι […]
Η αντί σημείο επαφής. Μέχρι το τέλος του 1914, μέσα σε 5 μήνες από το ξέσπασμα του πολέμου, υπήρχαν πάνω από 3,5 εκατομμύρια νεκροί. Το 1916 δε, μία από τις μεγαλύτερες μάχες, η μάχη του Σομ, άφησε πίσω της 1,2 εκατομμύρια νεκρούς και εδαφικό κέρδος στον βρετανικό στρατό μόνο 2 μίλια. Ο πόλεμος των χαρακωμάτων ξεπερνούσε κατά πολύ και τις σκληρότερες εμπειρίες που είχαν άνθρωποι στις σκοτεινές πόλεις των εργατών, στα ορυχεία της Ρωσίας και της Αγγλίας. Κρύο, λάσπη, ποντίκια, πτώματα που σάπιζαν στα ορύγματα, αρρώστιες, διαταγές, ήταν τα στοιχεία της κόλασης. Μα πάνω απ’ όλα ήταν ο βομβαρδισμός που πάντα απειλούσε είτε να διαμελίσει είτε να θάψει ζωντανά ολόκληρα τάγματα στρατιωτών. Για την ιμπεριαλιστική ολιγαρχία όλα αυτά δεν είχαν καμιά σημασία. Στην αφρόκρεμα της κοινωνίας κυριαρχούσε ένας πρωτοφανής κυνισμός. Ο Τσόρτσιλ δήλωνε ξεδιάντροπα: «Νομίζω ότι πρέπει να με καταραστούν επειδή
μου αρέσει αυτός ο πόλεμ ξέρω ότι συνθλίβει και κατα φει τις ζωές χιλιάδων ανθρ κάθε στιγμή, ωστόσο δεν μ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Απολ νω το κάθε δευτερόλεπτο» φοροι φιλόσοφοι υποστ την εγγύτητα στο θάνατο, ω σον που μπορούσε, λέει, να φως στη ζωή. Ταυτόχρονα τριωτικός Τύπος δεν σταμ σε να υποδαυλίζει τα μίση ζητά «πόλεμο μέχρι τέλους»
Αυτή ήταν η πραγματικ που έλιωσε σαν κερί το πατρ κύμα του 1914. Ο πολεμικός ε σιασμός παραχώρησε τη θέσ στην κούραση και στην αγω εθνική ενότητα στη δυσαρ και στο ταξικό μίσος. Να πώ ντούσε στους πολεμοκάπ μια εφημερίδα του μετώπου χρι τέλους” κράζει το κοράκι ρίζοντας τα ανθρώπινα κόκα πεδία της μάχης... “πόλεμος τέλους” φωνάζει ο φοιτητή κεντρική πλατεία βεβαιών ότι η αιτία της συμφοράς μα οι Γερμανοί... “μέχρι τέλους” ρύττουν τα κυβερνητικά ό
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918
ρας πρόβαλε στον ορίζοντα Μερικές μέρες αργότερα, το όνομα Τσίμερβαλντ, της ολότελα άγνωστης αυτής πόλης, αντήχησε σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τρομερή εντύπωση στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου μας. Σαν γνήσιος Ελβετός δήλωσε στον Γκριμμ ότι ήταν σίγουρος πως η αξία του ακινήτου θα αυξανόταν και κατά συνέπεια ήταν διατεθειμένος να προσφέρει ένα γερό ποσό για την ίδρυση της ΙΙΙ Διεθνούς. Πάντως, πιστεύω, πως πολύ γρήγορα θα αλλάξει γνώμη». Η συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ, η οποία αποτέλεσε τη συσπείρωση των σοσιαλιστών που ήταν αντίθετοι με τον πόλεμο, υιοθέτησε ένα μανιφέστο που καυτηρίαζε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Όποιοι και να είναι οι άμεσα υπεύθυνοι για τα έκτροπα αυτού του πολέμου, ένα είναι βέβαιο: ο πόλεμος που προκάλεσε όλο αυτό το χαός είναι αποτελεσμα του ιμπεριαλισμού[…] Οι θεσμοί του καπιταλιστικού καθεστώτος που ορίζουν την τύχη των λαών: οι κυβερνήσεις, μοναρχικές ή δημοκρατικές, η μυστική διπλωματία, οι ισχυρές οργανώσεις των εργοδοτών, τα αστικά κόμματα, ο καπιταλιστικός Τύπος, η Εκκλησία: όλους αυτούς τους βαραίνει η ευθύνη τούτου του πολέμου, ο οποίος προήλθε από ένα κοινωνικό σύστημα που τους συντηρεί, που το υποστηρίζουν και το οποίο δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τα δικά τους συμφέροντα». Στόχος της συνδιάσκεψης του Τσίμερβαλντ ήταν η αναδιοργάνωση του εργατικού κινήματος: «Σε αυτή την αφόρητη κατάσταση έχουμε συναντηθεί, εμείς, οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών κομμάτων και των συνδικάτων ή των μειοψηφιών αυτών, εμείς, Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ρώσοι, Πολωνοί, Λεττονοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σουηδοί, Νορβηγοί, Ολλανδοί και Ελβετοί,
οπορτουνισμός νίκησε -προσωρινάστο εργατικό κίνημα της Ευρώπης».
εμείς που στεκόμαστε στο έδαφος όχι της εθνικής αλληλεγγύης με την εκμεταλλευτική τάξη αλλά της διεθνούς αλληλεγγύης των εργατών και της ταξικής πάλης. Έχουμε συναντηθεί για να ανανεώσουμε τους σπασμένους δεσμούς των διεθνών σχέσεων και να καλέσουμε την εργατική τάξη να αναδιοργανωθεί και να ξεκινήσει την πάλη για την ειρήνη». Η συνδιάσκεψη απέρριψε, ωστόσο, την πρόταση της ριζοσπαστικής μαρξιστικής τάσης που έμεινε στην ιστορία ως η «Αριστερά του Τσίμερβαλντ». Η αριστερή τάση, αν και δήλωσε: «Ψηφίζουμε υπέρ του μανιφέστου επειδή το θεωρούμε ως ένα κάλεσμα στην πάλη και σε αυτή την πάλη ανυπομονούμε να βαδίσουμε δίπλα σε άλλα τμήματα της Διεθνούς», κατέθεσε μια συμπληρωματική δήλωση -που ζήτησε μάλιστα να συμπεριληφθεί και στα επίσημα πρακτικά- η οποία ανέφερε: «Το μανιφέστο που υιοθετήθηκε από τη Συνδιάσκεψη δεν μας ικανοποιεί πλήρως [...] Το μανιφέστο δεν περιέχει καμιά ξεκάθαρη αναφορά σχετικά με τις μεθόδους πάλης κατά του πολέμου». Την περίοδο αυτή η ριζοσπαστική αριστερά της Διεθνούς, οριοθετημένη από τις πασιφιστικές αντιλήψεις, είχε υιοθετήσει μια σκληρή αντιπολεμική στάση: «Άρνηση των πολεμικών πιστώσεων, έξοδο των σοσιαλιστών υπουργών από τις αστικές κυβερνήσεις […] προπαγάνδα στα χαρακώματα υπέρ της διεθνούς αλληλεγγύης, υποστήριξη των οικονομικών απεργιών με σύγχρονη προσπάθεια μετατροπής τους σε πολιτικές απεργίες, εμφύλιος πόλεμος και όχι κοινωνική ειρήνη». Στη νέα συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Κίενταλ, από τις 24 μέχρι τις 30 Απριλίου του 1916, και στην οποία συμμετείχαν 43 αντιπρόσωποι από 10 χώρες, η Αριστερά αύξησε τους αντι-
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα.
προσώπους της σε 12. Για μια ακόμα φορά, όμως, το σχέδιο απόφασης που παρουσίασε η ομάδα των μπολσεβίκων για να γίνει έκκληση προς την εργατική τάξη σε όλες τις εμπόλεμες χώρες με το επαναστατικό σύνθημα «Καταθέστε τα όπλα. Πρέπει να τα στρέψετε μονάχα ενάντια στον κοινό εχθρό, ενάντια στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις», απορρίφθηκε από την κεντρώα και δεξιά πλειοψηφία της συνδιάσκεψης. Η συνδιάσκεψη του Κίενταλ απέρριψε, επίσης, τις θεμελιώδεις αρχές της μαρξιστικής πτέρυγας για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, για την ήττα στον πόλεμο των δικών τους κυβερνήσεων και την οργάνωση της 3ης Διεθνούς. Η συνδιάσκεψη αρνήθηκε, επίσης, να διακόψει τις σχέσεις της με τα ηγετικά όργανα της 2ης Διεθνούς και να δημιουργήσει τις βάσεις για μια νέα Διεθνή. Ο ίδιος ο Λένιν αναγνώρισε, το 1916, ότι «ένα από τα κύρια λάθη του Τσίμερβαλντ και του Κίενταλ και μια από τις βασικές αιτίες για την πιθανή χρεοκοπία αυτών των εμβρύων της 3ης Διεθνούς είναι ακριβώς ότι το ζήτημα της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είχε μπει ανοιχτά […] Ο
Παρ’ όλα αυτά, οι συνδιασκέψεις του Τσίμερβαλντ και του Κίενταλ ήταν αυτές που δημιούργησαν τις βάσεις για τη συνένωση όλων των διεθνιστικών στοιχείων που θα αποτελούσαν, αργότερα, την 3η Διεθνή. Ήταν η απρόσμενη προδοσία από τους ηγέτες της 2ης Διεθνούς που δημιούργησε μια κατάσταση όπου οι διεθνιστές όλου του κόσμου, πηγαίνοντας αντίθετα με το ρεύμα, αποτελούσαν μια ασήμαντη μειοψηφία. Η απομόνωση, η αδυναμία και η προσπάθεια να βάλουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μαρξισμό και στο σοβινισμό είχε ως αποτέλεσμα αυτοί οι ηγέτες, ορισμένοι από τους οποίους θα οδηγούσαν αργότερα την εργατική τάξη στην εξουσία, να έχουν την τάση να γίνουν υπεραριστεροί. Έτσι, από το 1914 και μετά ο Ζηνόβιεφ, εκφράζοντας το επαναστατικό πνεύμα της αριστερής, μαρξιστικής τάσης της Διεθνούς και αναφερόμενος στο «σύνθημα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας» τόνιζε: «Πρέπει να υψώσουμε τη σημαία του εμφυλίου πολέμου[…] Το καθήκον μας είναι να προετοιμαστούμε για τις μάχες που έρχονται και να συνηθίσουμε και εμείς και ολόκληρο το εργατικό κίνημα σε τούτη την ιδέα: ή θα πεθάνουμε ή θα νικήσουμε κάτω από τη σημαία του εμφυλίου πολέμου». Οι βασικές και θεμελιώδεις αρχές, το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, αναλύθηκαν εμπεριστατωμένα από τον νέο ηγέτη του διεθνούς εργατικού κινήματος, τον Λένιν, ο οποίος το 1916 και μέσα στο ολοκαύτωμα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου έγραψε το μνημειώδες έργο του «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Οι αρχές αυτές
επαληθεύτηκαν από την κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, το επαναστατικό ξέσπασμα που ακολούθησε τον πόλεμο και τη ρωσική επανάσταση του 1917. Αντίθετα με τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς των «ρεαλιστικών» και «πατριωτικών» ηγετικών ομάδων της 2ης Διεθνούς, οι θεωρητικές αναλύσεις του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό αποτελούσαν μια ανεκτίμητη προσφορά στη θεωρητική μαρξιστική σκέψη, θεωρητική συμβολή που ανέλυε με αλληλουχία όλη την κοσμοϊστορική εξέλιξη της εποχής καθώς και τα επαναστατικά καθήκοντα που έθετε η εποχή αυτή στην εργατική τάξη. «Ο παλιός καπιταλισμός έφαγε τα ψωμιά του», υποστήριξε ο Λένιν στο μεγάλο αυτό έργο του, «ο καινούργιος είναι το πέρασμα σε κάτι άλλο […] Ο 20ός αιώνας – νά το σημείο ριζικής στροφής από τον παλιό στον καινούργιο καπιταλισμό, από την κυριαρχία του κεφαλαίου γενικά στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ως εκ τούτου «αν θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατόν πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού», συνεχίζει ο Λένιν, «θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού». Ο παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε ένα τεράστιο επαναστατικό ξέσπασμα που στο πέρασμα του παρέσυρε χώρες που βρίσκονταν σε διαφορετικό στάδιο εξέλιξης. Οι καθυστερημένες χώρες, οι οποίες υπέφεραν κάτω από τα ασήκωτα βάρη του πολέμου, βρέθηκαν στην πρώτη σειρά της κατάρρευσης. Η Ρωσία βρέθηκε την περίοδο αυτή στη δίνη του επαναστατικού κυκλώνα. «Η αλυσίδα έσπασε στον πιο αδύναμο κρίκο της».
ίσταση στα χαρακώματα
μος. Το αστρέρώπων μπορώ λαμβά». Διάτήριζαν ως μέα δώσει α ο παματούκαι να ».
κότητα ριωτικό ενθουση του ωνία, η ρέσκεια ώς απαπηλους υ: «“Μέι καθααλα στα ς μέχρι ής στην ώνοντας ας είναι διακηόργανα
αρχή δοκιμαστικά, οι ελεύθεροι Επιβίωση και σκοπευτές άρχισαν να αστοχούν, αντίσταση οι εχθρικές περίπολοι απέφευγαν η την άλλη και στην περισυλλογή έγιναν η πυξίδα μία των τραυματιών σταματούσαν οι εχθροπραξίες... Τα Χριστούγεννα των φαντάρων του 1914 έγινε η πρώτη ανακωχή στο μέτωπο. και συναδέλφωση των φαντάρων στο δυτικό μέτωπο: μπροστά στο Πρώτα η συρματόπλεγμα, Γερμανοί και Άγεπιβίωση και ο γλοι αντάλλασσαν τσιγάρα, τζιν και χρυσός κανόνας κουμπιά... «Ζήσε και άσε Ρωσική Επανάσταση 1917, η ρωσική επανάσταση και τους άλλους Το μεταμορφώνει οριστικά την κατάσταση. Τον πρώτο λόγο τώρα τον να ζήσουν» των Συμμάχων, επιθεωρώντας το πεδίο της μάχης που είναι σκεπασμένο από πτώματα προλετάριων... σύντροφοί μου αυτός που φωνάζει “πόλεμος μέχρι τέλους” να σταλεί τώρα στην πρώτη γραμμή, να δούμε τότε τι θα πει». Επιβίωση και αντίσταση έγιναν η πυξίδα των φαντάρων στο μέτωπο. Πρώτα η επιβίωση και ο χρυσός κανόνας «Ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν». Έτσι, στην
έχει η αντίσταση στο μιλιταρισμό. Οι επιτροπές στρατιωτών, που συγκροτούνται μέσα στον τσαρικό στρατό, συνδέονται αμέσως με τα σοβιέτ στις πόλεις. Τα αιτήματά τους είναι αδιανόητα για το σώμα των τσαρικών αξιωματικών. Διεκδικούν: αύξηση στον στρατιωτικό μισθό, ασφάλιση και εγγυήσεις για τις οικογένειές τους, κατάργηση των χαιρετισμών και της προσοχής μπροστά στους αξιωματικούς, απόλυση των αξιωματικών που φέρονται
βάναυσα, εκλογή αντιπροσώπων και ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Το μικρόβιο της επανάστασης εξαπλώνεται παντού και γρήγορα. Η πιο άμεση αντανάκλαση βρίσκεται στη μαζική ανταρσία του γαλλικού στρατού (49 μεραρχίες!!) το καλοκαίρι του 1917. Ύστερα από τη μάχη στο Βερντέν, με θύματα εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, οι Γάλλοι φαντάροι αρνούνται να εκτελέσουν τις διαταγές και κακοποιούν τους αξιωματικούς τους. Είναι ένα αυθόρμητο κίνημα αμφισβήτησης και εκδίκησης, που αγκαλιάζει δεκάδες χιλιάδες άνδρες αλλά δεν μπορεί να προχωρήσει πολιτικά. Ας μην ξεχνάμε ότι η διεθνιστική Αριστερά είχε καταρρεύσει στη Γαλλία και οι παλιοί ειρηνιστές και αναρχικοί έχουν γίνει οι περισσότεροι εθνικιστές με το ξεκίνημα του πολέμου. Ο κινητήρας όμως της ρωσικής επανάστασης δεν έχει σταματήσει ακόμη. Τον Μάρτη του 1918 γίνονται οι διαπραγματεύσεις του Μπρεστ-Λιτόφσκ, μεταξύ σοβιετικής Ρωσίας και γερμανικής αυτοκρατορίας, που καταλήγουν
σε μια ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο πόλεμος στο ανατολικό μέτωπο παγώνει και έτσι διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για τη συναδέλφωση των φαντάρων στα χαρακώματα. Οι μπολσεβίκοι δείχνουν άκαμπτη επιμονή σ’ αυτή την πολιτική, ως πρακτική απόδειξη της δύναμης του διεθνισμού. Όταν η γερμανική διοίκηση αντιλαμβάνεται την επικινδυνότητα της κατάστασης είναι πολύ αργά: τα γερμανικά στρατεύματα έχουν ήδη «μολυνθεί». Αυτά είναι τα στρατεύματα που αναλαμβάνουν το κύριο βάρος της «εαρινής επίθεσης» του 1918, στο δυτικό μέτωπο αυτήν τη φορά. Το 1918 είναι η χρονιά που τελειώνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η τελευταία πράξη είναι η κατάρρευση του γερμανικού στρατού και η συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Το γερμανικό επιτελείο και οι ηγέτες του, Χίντεμπουργκ και Λούντεντορφ, προσπαθούν να συγκροτήσουν μια γραμμή άμυνας στις επιθετικές πρωτοβουλίες των Συμμάχων. Και τότε ανακαλύπτουν ότι δεν υπάρχει στρατός. Οι
φαντάροι έχουν εγκαταλείψει μαζικά τις θέσεις τους και είτε έχουν λιποτακτήσει είτε έχουν παραδοθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Ο ίδιος ο Λούντεντορφ λιποτακτεί με τη σειρά του στη Σουηδία. Ύστερα από λίγες μέρες ακολουθεί η εξέγερση των ναυτών και το τέλος της γερμανικής αυτοκρατορίας. Από τον εθνικισμό στην αμφισβήτηση, από την επιβίωση στην αντίσταση και από εκεί στην εξέγερση, αυτή είναι η πολιτική διαδρομή των φαντάρων στα χαρακώματα. Είναι το πέρασμα από το πατριωτικό κύμα του 1914 στο επαναστατικό κύμα του 1917. Μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, οι συμμαχικές δυνάμεις δεν απέστειλαν στρατεύματα κατοχής στη Γερμανία. Ο Λόιντ Τζορτζ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, εξήγησε τους λόγους: «Η Γερμανία είναι σαν μια ζώνη χολέρας που έχει μολυνθεί από το μικρόβιο του μπολσεβικισμού. Αυτό που δεν θέλουμε με τίποτα είναι να προελαύνουν Βρετανοί ανθρακωρύχοι μέσα από μια κομμουνιστική Βεστφαλία». Νομίζουμε ότι δεν είχε άδικο...
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918
Τι ήταν ο επαναστατικός ντεφετισμός; Του Παναγιώτη Λίλλη
O
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος από όλες τις πλευρές. Η «Τριπλή Συνεννόηση» Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και το αντίπαλο μπλοκ Γερμανίας, Αυστρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συγκρούστηκαν για το ξαναμοίρασμα των αποικιών και των αγορών. Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα μεταμφιέστηκαν πίσω από τα εθνικά δικαιώματα – δήθεν– ενάντια στην καταπίεση, πίσω από τη δημοκρατία –τάχα– ενάντια στην απολυταρχία, αλλά και τον δήθεν πολιτισμό ενάντια στη βαρβαρότητα. Το παλιό status quo δεν αντιστοιχούσε πια στους νέους οικονομικούς και στρατιωτικούς συσχετισμούς. Ο πόλεμος είχε γίνει το φυσικό επακόλουθο μιας ένοπλης ειρήνης, που διαρκούσε σχεδόν 40 χρόνια στην Ευρώπη. Το αναπόφευκτο του πολέμου δεν ήταν για τους σοσιαλιστές της εποχής, και ιδιαίτερα για τη Β΄ Διεθνή, ένα ακαδημαϊκό ζήτημα. Στο συνέδριο της Στουτγάρδης, το 1907, είχαν ήδη βγει αποφάσεις ενάντια στον ανερχόμενο μιλιταρισμό που κατέκλυζε τις ευρωπαϊκές χώρες. Όμως οι βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) έβαλαν στην ημερήσια διάταξη μια γενική σύρραξη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Κάτω από την πίεση αυτών των εξελίξεων συγκλήθηκε το 1912 το Έκτακτο Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στη Βασιλεία. Το μανιφέστο, που εκδόθηκε, έγινε αποδεκτό από όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής και δεν αμφισβητήθηκε από καμιά πλευρά. Το μανιφέστο, χωρίς υπεκφυγές, καλούσε τις εργαζόμενες τάξεις και τα σοσιαλιστικά κόμματα: Πρώτο, να εμποδίσουν με κάθε τρόπο και μέσο, που διαθέτουν, το ξέσπασμα του επερχόμενου πολέμου. Δεύτερο, αν παρ’ όλα αυτά ξεκινήσει, να παρέμβουν άμεσα για τον τερματισμό του. Και τρίτο, με όλες τις δυνάμεις τους να αξιοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν την οικονομική και πολιτική κρίση, που θα επέφερε ο πόλεμος, για να ξεσηκώσουν τις μάζες για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Στρατηγική βάση γι’ αυτές τις αποφάσεις ήταν η διεθνιστική εργατική αλληλεγγύη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αλλά και η αξιοποίηση του φόβου της καπιταλιστικής ολι-
γαρχίας για το ενδεχόμενο μιας προλεταριακής επανάστασης. Και η Β΄ Διεθνής ακριβώς αυτό το φόβο θεωρούσε σαν τη μοναδική εγγύηση για την ειρήνη. Γι’ αυτό μπήκαν στο μανιφέστο της Βασιλείας, για εκφοβισμό της άρχουσας τάξης, οι αναφορές στην Κομούνα του 1871 (που είχε προέλευση την ήττα της Γαλλίας στο γαλλοπρωσικό πόλεμο 18701871) και στη Ρωσική Επανάσταση του 1905 (σαν αποτέλεσμα της ήττας του τσαρισμού στο ρωσοϊαπωνικό πόλεμο 1904-1905).
Σοσιαλσοβινισμός Δύο χρόνια όμως μετά, τον Αύγουστο του 1914, τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες ψήφισαν τις δαπάνες για τους εξοπλισμούς και υποστήριξαν με κάθε τρόπο τη στρατιωτική προσπάθεια των «δικών τους» κυβερνήσεων. Ήταν ο θρίαμβος της εθνικής ενότητας ενάντια στον εξωτερικό εχθρό. Στη θέση του διεθνισμού σάρωνε ο σοσιαλσοβινισμός. Ήταν το τέλος της Β΄ Διεθνούς. Πώς ήταν, όμως, δυνατόν να γίνει τέτοια προδοσία; Πώς ήταν δυνατόν η Β΄ Διεθνής, που γεννήθηκε το 1889 σαν εργαλείο της ταξικής πάλης και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, στις δεκαετίες που ακολούθησαν να μετατραπεί στο αντίθετό της; Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890, η οικονομική ανάπτυξη ήταν ραγδαία. Σε μια τέτοια συγκυρία, ο αγώνας για άμεσες μεταρρυθμίσεις διαμόρφωνε ένα «ρεαλισμό» που έσπαγε το δεσμό της καθημερινής πάλης με τον σοσιαλιστικό σκοπό. Ταυτόχρονα η μακρά περίοδος νομιμότητας άμβλυνε τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος. Τα χρόνια της ανάπτυξης και της δημοκρατίας είχαν ενισχύσει εξαιρετικά τη δύναμη της γραφειοκρατίας των συνδικάτων και των σοσιαλιστικών κομμάτων. Πάνω σ’ αυτή τη βάση υπήρχε στη σοσιαλδημοκρατία μία διαρκής αντιπαράθεση μεταξύ της επαναστατικής πτέρυγας και του οπορτουνισμού. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου το SPD ήταν το μεγαλύτερο κόμμα της Διεθνούς και η πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη της χώρας, αυτές οι εξελίξεις εκφράζονταν με πιο συμπυκνωμένο τρόπο. Ο σοσιαλσοβινισμός (η υπεράσπιση της πατρίδας σε έναν άδικο και ιμπεριαλιστικό πόλεμο) δεν ήταν ένα ξαφνικό και ανεξήγητο φαινόμενο. Ήταν η ολοκλήρωση μιας
μεγάλης πορείας εκφυλισμού της ηγεσίας των συνδικάτων και των κοινοβουλευτικών σοσιαλιστικών κομμάτων.
Διεθνισμός και επαναστατικός ντεφετισμός Η απάντηση της σοσιαλιστικής Αριστεράς ήταν κάθετη. «Πρώτο καθήκον μας είναι η συνέχιση της ταξικής πάλης μέσα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και δεύτερο η μετατροπή του πολέμου σε επανάσταση». Αυτή η κατεύθυνση ήταν σίγουρα μειοψηφική στις αρχές του πολέμου. Απέναντι στο δίλημμα με ποιο ιμπεριαλιστικό μπλοκ θα ταχθούμε στον πόλεμο, εισήγαγε μια άλλη εναλλακτική: την επανάσταση. Ήταν όμως ρεαλιστική αυτή η στρατηγική; Για τους Μπολσεβίκους, που ήταν οι πιο συνεπείς εκπρόσωποι του εργατικού διεθνισμού, αυτή η στρατηγική στηριζόταν στα γερά θεμέλια μιας ανάλυσης που συνέδεε τον ιμπεριαλισμό με τον πόλεμο και τον πόλεμο με την επανάσταση. Ο Λένιν είχε σ’ αυτό τον τομέα μια από τις σπουδαιότερες συμβολές. Αλλά μερικούς μήνες μετά το ξεκίνημα του σφαγείου του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μια σειρά από γεγονότα τους επιβεβαίωναν ήδη. Τα οικονομικά γεγονότα ήταν: ραγδαία πτώση της παραγωγής σ’ όλες τις χώρες, τεράστια αύξηση των χρεών σε όλα τα εμπόλεμα κράτη, κοινωνική πόλωση μεταξύ καπιταλιστικής ολιγαρχίας και μαζών, πείνα, μαζικές ασθένειες και θάνατοι.
Σίγουρα τον κόμπο θα τον έλυνε μια νικηφόρα εργατική εξέγερση, αλλά αυτό δεν ήταν, ακόμα, το καθήκον της ημέρας. Το καθήκον της ημέρας, στις αρχές του πολέμου, ήταν να μην ψηφιστούν οι πολεμικές πιστώσεις που ζητούσαν οι κυβερνήσεις των εμπολέμων, να υποστηριχτούν όλες οι απεργίες που ήδη είχαν ξεσπάσει, αλλά και κάθε αντιπολεμική προπαγάνδα και δράση είτε στις πόλεις είτε στα χαρακώματα. Και για να γίνουν όλα αυτά τα «μικρά», αλλά αναγκαία για την προπαρασκευή της επανάστασης, χρειαζόταν ένα κόμμα συμπαγές και με ισχυρούς δεσμούς με την τάξη των εργατών. Και σ’ αυτό οι Μπολσεβίκοι δεν έκαναν καμιά παραχώρηση πουθενά. Το σχέδιο μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επανάσταση και τα άμεσα μέτρα αντιπολεμικής δράσης έβαζαν μπροστά τους σκληρά ερωτήματα: «...Μα έτσι δεν δουλεύετε για την ήττα της χώρας μας στον πόλεμο; Δεν γινόσαστε πράκτορες του Κάιζερ;…». Η απάντηση ήταν το ίδιο ωμή και σκληρή: «Η ήττα της κυβέρνησής μας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι το μικρότερο κακό», γιατί έτσι ανοίγει ο δρόμος για την επανάσταση, όπως έδειξαν τα παραδείγματα της Κομούνας και του 1905. Αυτό ήταν ο επαναστατικός ντεφετισμός στη γλώσσα της επαναστατικής πρωτοπορίας. Στη γλώσσα των μαζών όμως;
Τα πολιτικά γεγονότα ήταν: άγριες απεργίες στα μετόπισθεν, συναδελφώσεις φαντάρων στα χαρακώματα, ανακατατάξεις στα σοσιαλιστικά κόμματα, ηθική αμφισβήτηση όλων των καθεστώτων. Όλα όμως τα γεγονότα είχαν έναν κοινό παρανομαστή: την αδυναμία των «από πάνω», αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση των «από κάτω».
Όπως έλεγε ο Τρότσκι: «…να πάρουμε τους εργάτες από εκεί που είναι και όπως είναι και να τους οδηγήσουμε μπροστά από τα μερικά καθήκοντα στα γενικά, από την άμυνα στην επίθεση, από τις πατριωτικές προκαταλήψεις στην ανατροπή του αστικού κράτους». Και αυτό σήμαινε στη γλώσσα των μαζών στη Ρωσία το σύνθημα «γη-ειρήνη-δημοκρατία», που ήταν το προγονικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης του 1917.
Αυτή η στρατηγική στηριζόταν στη λογική της μάχης μιας επαναστατικής πρωτοπορίας και όχι στον παθητικό και αφηρημένο αντιπολεμικό ριζοσπαστισμό. Για τους Μπολσεβίκους το πέρασμα από τον πόλεμο στην επανάσταση προϋπέθετε την ύπαρξη μιας επαναστατικής κατάστασης ( την οικονομική και πολιτική κρίση που θα επέφερε ο πόλεμος), που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια τους και απαιτούσε με τη σειρά της μια συστηματική πολιτική παρέμβαση.
Ο σοσιαλσοβινισμός και ο επαναστατικός ντεφετισμός αναμετρήθηκαν όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και με τα πρακτικά και πολιτικά αποτελέσματά τους. Ο σοσιαλσοβινισμός στήριξε το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο επαναστατικός ντεφετισμός οδήγησε στο επαναστατικό κύμα του 1917, την πιο φωτεινή στιγμή της ανθρωπότητας. Ο σοσιαλσοβινισμός οδήγησε στη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς, ο διεθνισμός στην ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς.