1
<<Νοείν ούκ έστιν άνευ φαντάσματος>>
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη ΟΜΗΡΟΣ, Οδύσσειας λ
1
2
“ Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη, ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη. Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός. Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή vα τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα. Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν, Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα. Τι ράπισμα κι’ αίμα, ποιο μαρτύριο Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο: «Ίδε ο άνθρωπος. Ίδε ο Θεός». Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς Ταφή και θρήνο – δίχως ανάσταση. Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος”.
Γιώργος Θέμελης, De rerum natura
2
1
Η πιο τρομακτική επανάσταση θα ήταν η επανάσταση των νεκρών. Η επιστροφή και η ανόρθωσή τους μεταξύ των ζωντανών. Το πλήθος τους άπειρο και η γνώση τους ανίκητη από τους σοφούς όλου του χρόνου: η κατοχή του μυστηρίου του θανάτου. Η ροή του χρόνου για την ανθρώπινη ύπαρξη θα αντιστρεφόταν. Η κίνηση προς την ακινησία θα γινόταν ακινησία προς κίνηση. Που θα στρεφόταν αυτή η κίνηση, η ατελεύτητη πανίσχυρη ροή; Ο μοναδικός δεσμός των ανθρώπων, το κοινό στοιχείο, δεν είναι η ζωή, που ούτως ή άλλως διαφέρει αλλά ο θάνατος. Ο θάνατος ως στιγμή που δεν ανήκει στον άνθρωπο. Η στιγμική μεταβολή και η μετάβαση από το nuncfluens – τώρα κυλά – στο nunc stans – τώρα στέκεται - , από την πνοή στην άπνοια, από την παρουσία στην απουσία. Ένα ταξίδι σε ένα χρόνο ά-χρονο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Ο ζωντανός ξεπροβοδίζει τον νεκρό, που ταξιδεύει για κάπου. Αυτό το κάπου αλλού, το άγνωστο, φοβίζει και όχι ο στιγμικός θάνατος. Ο άνθρωπος φοβάται το θάνατο – άγνωστη διάρκεια, σε άγνωστο τόπο, με άγνωστες συνθήκες. Ο θάνατος δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος – δημιουργός αποπειράται να του δώσει σχήμα για να τον κατανοήσει. Το μόνο σχήμα που διαθέτει είναι δικό του, το ανθρώπινο σχήμα. Ο θάνατος γίνεται αιωνιότητα, παρηγοριά για την ανθρώπινη φύση που όντας θνητή, θέλγεται από την αθανασία. Ζωή – Αθανασία. Ο θάνατος νοείται σαν πέρασμα ενός χάσματος, μιας θάλασσας, μιας λίμνης, ενός φαραγγιού, που χωρίζουν τη ζωή όχι από τη μη – ζωή αλλά από την απουσία θανάτου χωρίζουν, δηλαδή, τη ζωή από τη ζωή. Προς στιγμή, κάτι τέτοιο φαίνεται παράδοξο. Όταν η σκέψη όμως στραφεί στη δεύτερη ζωή, διαπιστώνει ότι πρόκειται για μια άλλη ζωή. Ο άνθρωπος εκεί ζει κάτι άλλο. Παρ’ όλα αυτά του ικανοποιεί τον πόθο για ζωή μετά το θάνατο. Ο θνητός έχει ανάγκη τη ζωή. Ο θάνατος έγινε «ζωή». Ακολουθούν το που και το πώς και επιτακτικά ζητούν απάντηση. Ο άνθρωπος αδυνατεί να ζήσει εδώ, αν δεν γνωρίζει πως θα ζήσει εκεί και το κυριότερο επιθυμεί διακαώς να μάθει πως είναι το εκεί. Που βρίσκεται και πως είναι αυτός ο τόπος που φιλοξενεί τους νεκρούς όλου του χώρου και όλου του χρόνου; τι προσφέρει και τι στερεί; Αυτό το άγνωστο καταρρακώνει τον άνθρωπο, τον καθυποτάσσει αλλά τελικά τον ξεσηκώνει. Ο άνθρωπος επαναστατεί, ξαναστέκεται στα πόδια του. Ο ζωντανός θα ταξιδέψει 1
2
στη χώρα των νεκρών, θα διαβεί το άβατο, το ιερό και απαραβίαστο, θα δει για να μπορέσει επιστρέφοντας να πει σε όλους πως είναι εκεί. Εκείνος που θα αποτολμήσει το ταξίδι δεν είναι τυχαίος, καθημερινός αλλά ανυπότακτος και εκλεκτός, που επιθυμεί να απαλλαγεί και να σωθεί από την άγνοια. Είναι ένας μεσολαβητής του εδώ με το εκεί, του τότε με το τώρα και το μετέπειτα, αυτός που μετά τη σωτηρία του θα επιδιώξει και τη σωτηρία των άλλων. Είναι ο άνθρωπος που θα διαβεί το χώρισμα των δύο κόσμων: αυτού εδώ και του άλλου. Αν λέγεται Ορφέας, Ηρακλής, Οδυσσέας, Όσιρις, Αλέξανδρος, Ιησούς, δεν έχει σημασία. Οι προϋποθέσεις είναι κοινές. Κανείς δεν μπορεί να αποκαλύψει στους ανθρώπους τη «ζωή των νεκρών», αν δεν περάσει το χώρισμα των δύο κόσμων, αν δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος και αν στο τέλος του ταξιδιού δεν έχει σωθεί. Ο ταξιδιώτης περνάει στην άλλη μεριά έχοντας πραγματοποιήσει τη ρήξη των δυο επιπέδων. Ο θνητός – εν ζωή εισχωρεί στον Άλλο Κόσμο από ένα αφύλακτο
σύνορο.
Η
επικοινωνία
δεν
παραμένει
ιδιωτική
και
μυστική
κοινοποιείται. Μετά την επιστροφή του αφηγείται το ταξίδι, την κατάβαση ή τη μετάβασή του στον Άλλο Κόσμο, στους Άλλους. Γίνεται ο αφηγητής της ιστορίας του ταξιδιού σε ένα χώρο όπου δεν υπάρχει ιστορία. Εκεί όπου ο χρόνος στέκεται. Εκεί είναι ο θάνατος, ο Άλλος Κόσμος, όπου ο άνθρωπος ως απών από τον εδώ κόσμο.
2
3
Το ομηρικό έπος και η κάθοδος στον Άδη Βασικό χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είναι το τραγικό αδιέξοδο, στο οποίο περιέρχονται οι ήρωές της. Το αδιέξοδο, κατάσταση που δεν επιλύεται με την ανθρώπινη, απλή γνώση του παρόντος, επιζητεί μια έξωθεν παρέμβαση, μια διαμεσολάβηση μεταξύ ανθρώπου και θεού ή μια επιφάνεια, τον από μηχανής θεό. Η μ α ν τ ι κ ή ρήση, με την αποκάλυψη του μέλλοντος ή άγνωστων για τον ήρωα πτυχών του παρελθόντος, αποτελεί το μέσο με το οποίο η πλοκή οδεύει προς την κάθαρση. Ο ήρωας, γνώστης των τριών χρονικών βαθμίδων, αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης, που του αναλογεί, για τα όσα διέπραξε ή διαπράττει, ώστε να εξασφαλίσει τη λ ύ σ η, που δεν είναι πάντοτε θετική για τον ίδιο αλλά είναι προτιμότερη από τη δέση, τη στασιμότητα μιας κατάστασης μη επιθυμητής και ψυχοφθόρας. Ο νόστος του Οδυσσέα, η Οδύσσεια, εντάσσεται στον επικό κύκλο, ως αφήγηση των περιπλανήσεων ενός ήρωα κατά την επιστροφή του στη γενέθλια γη. Ο ίδιος ο ποιητής δίνει το πλαίσιο της αφήγησης: ο ήρωάς του πέρασε πολλές περιπέτειες επιζητώντας τη σωτηρία τη δική του και των συντρόφων του ενώ παράλληλα έμαθε πολλά από τους ανθρώπους και τους τόπους που επισκέφτηκε. Ο φ ι λ α ί τ ε ρ ο ς και π ο λ ύ τ ρ ο π ο ς Οδυσσέας στο ταξίδι της επιστροφής βασανίστηκε αλλά η θετική πλευρά ήταν η οπτική εποπτεία, "ίδεν άστεα" και η διεισδυτική εμπειρία, "νόον έγνω". Ο ήρωας του Ομήρου συνιστά τον κατ' εξοχήν εκπρόσωπο του ταξιδιού των Ελλήνων "κατ' εμπορίαν και θεωρίαν". Η Οδύσσεια, αν και επικό ποίημα, εμπεριέχει ψήγματα της πολύ μεταγενέστερης ελληνικής τραγωδίας. Η π ε ρ ι π έ τ ε ι α του Οδυσσέα δεν είναι απλή εναλλαγή καταστάσεων. Ο ήρωας π ε ρ ι π ί π τ ε ι
σε κατάσταση
ανεπιθύμητη ενώ επιζητεί τη σωτηρία, την ευτυχία του. Τα διλήμματα που αντιμετωπίζει είναι ο ι ο ν ε ί τραγικά. Η αθανασία - προσφορά της Καλυψώς, είναι δέλεαρ για κάθε θνητό, αν μάλιστα αντιπαρατεθεί στις δυσκολίες που ακολουθούν την απόρριψή της. Ο Οδυσσέας ενέχεται ως πρόσωπο στις τιμωρίες και τις δοκιμασίες του. Η ύβρις του έχει πολλές πτυχές: ευθύνεται για την άδικη θανάτωση του Παλαμήδη, πρωτοστατεί στο λιθοβολισμό της Εκάβης, σφαγιάζει την Πολυξένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, κλέβει το παλλάδιο από την 3
4
ακρόπολη της Τροίας … Ο κατάλογος δεν εξαντλείται. Τελευταίο ατόπημα, η τύφλωση του Πολύφημου. Ο ήρωας εκτίει την ποινή του για αμαρτήματα δικά του και των συντρόφων του. Οι δοκιμασίες κορυφώνονται, η ζωή του ήρωα απειλείται και η πλοκή καθηλώνεται. Η δέση επιζητεί μια λύση. Η Αθηνά μεσολαβεί στο Δία, τον κατευνάζει και ως από μηχανής θεά, είναι παρούσα και δρώσα. Το ταξίδι του Οδυσσέα θα τερματιστεί. Προηγήθηκε βέβαια ο χρησμός του μάντη Τ ε ι ρ ε σ ί α. Η σωτηρία του ήρωα εξασφαλίζεται με δύο τρόπους, τον ανθρώπινο και το θεϊκό. Το παράδοξο είναι, ότι ο ποιητής υποχρεώνει τον ήρωά του να πάρει χρησμό από ένα μάντη νεκρό, τον Τειρεσία. Η μάγισσα Κίρκη τον ενημερώνει για το προτελευταίο του ταξίδι, το πέρασμα στον Άδη, με σκοπό το χρησμό από την ψυχή του Τειρεσία που μόνος αυτός διατηρεί το προνόμιο της συνετής σκέψης ενώ οι άλλοι νεκροί τριγυρίζουν σαν σκιές ["του τε φρένες έμπεδοι εισίν … τοί δε σκιαί αϊσσουσιν" στιχ. 493-4Κ]. Ο ήρωας, που έχει βιώσει τον πόλεμο, την απειλή, τη δυστυχία, ταράζεται, θρηνεί. Κανένας άνθρωπος δεν επιθυμεί την επαφή με τους νεκρούς στον Κόσμο τους, πόσο μάλλον όταν είναι ζωντανός. Ο μύθος επιβάλλει την κάθοδο στον Άδη. Το τελετουργικό είναι αυστηρό. Ο ζωντανός για να σωθεί, οφείλει να κατέλθει, να καταδυθεί, να "πεθάνει", να γνωρίσει το ε π έ κ ε ι ν α. Η επικοινωνία με το άβατο, το ιερό και απαραβίαστο, το ακοινώνητο στους καθημερινούς ανθρώπους, εξασφαλίζει τη σωτηρία του εκλεκτού. Η Κ ί ρ κ η είναι εξαιρετικά ακριβής στην περιγραφή του τόπου και του τρόπου της επικοινωνίας. Η πορεία, που θα ακολουθήσει το μαύρο καράβι, είναι ιερή, άγνωστη στους πολλούς. Ο Οδυσσέας, καθοδηγημένος από τη μάγισσα, καταφτάνει με τους περίλυπους συντρόφους του στην άκρη του Ωκεανού. Το καράβι αράζει στη σκοτεινή χώρα των Κ ι μ μ ε ρ ί ω ν, όπου βρίσκονται τα μουχλιασμένα ανάκτορα του Άδη. Μια ιερή πέτρα σηματοδοτεί το όριο και την ένωση. Ορίζει τα σύνορα των δύο κόσμων, των δύο επιπέδων και "ενώνει" τρεις ποταμούς: τον Αχέροντα, τον Πυριφλεγέθοντα και τον Κωκυτό. Εδώ είναι το τέρμα της επικράτειας των ζωντανών και η αρχή του "βασιλείου" των νεκρών. Ο ήρωας διαβαίνει το όριο και εισέρχεται στο άλλο επίπεδο, στον κόσμο των ψυχών.
4
5
Η σιωπηλή σκοτεινιά, η μαυρίλα που τον πνίγει, ο φόβος, ξορκίζονται με τις θυσίες. Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της μάγισσας, σκάβει λάκκο βαθύ, κάνει σπονδές, χοές και τέλος, θυσία αιματηρή. Το μαύρο αίμα των προβάτων ρουφιέται από την Κιμμέρια γη προκαλεί, π ρ ο σ κ α λ ε ί. Υγρό, κυλάει στις σχισμές και φτάνει στον Κάτω Κόσμο προκλητικό σαν τη ζωή. Πλήθη νεκρών ξεπροβάλλουν μέσα από το χαώδες σκοτάδι και συνωστίζονται με θόρυβο γύρω από το λάκκο. Οι ψυχές διψούν, είναι στεγνές. Θέλουν να πιουν. Γύρω τους, νερά πολλά. Μα η ψυχή στερείται το αίμα. Το α ί μ α που έχασε πεθαίνοντας, αυτό που η ζωή, εγκαταλείποντας το σώμα, πήρε μαζί της ανεξήγητα. Αδημονούν και αγωνιούν οι νεκροί, οι ψυχές τους απαιτούν να σβήσουν τη δίψα που τις τυραννάει. Οι ψυχές είναι αδύναμες, δεν έχουν ρώμη, δεν έχουν σώμα για να επιβληθούν. Αρκεί μια κίνηση απειλητική του ξίφους του Οδυσσέα για να κρατήσει μακρυά από το λάκκο τα ασθενικά κεφάλια των ψυχών, τα "αμενηνά κάρηνα" του Άλλου Κόσμου…
5
6
Οδυσσείας λ’ Επιγραφαί της ραψωδίας λ’ (έμμετρη)
Λάμδα δ', έν Αϊδεω έτυχ' έν ψυχαίσιν Οδυσσεύς
(πεζή)
Νεκυομαντεία ή Νεκύα (Νέκυια) Υπόθεσις της ραψωδίας λ’ Κατά τον αρχαίον παραφραστήν
Απαγγέλει πως κατά τας Κίρκης εντολάς εις Άδου κατήλθεν, και πως ήκουσε Τειρεσίου του μάντεως περί της ευατού και των άλλων εταίρων σωτηρίας, και ως τους ήρωας και τας ηρωίδας είδεν έν Άδου, και την μητέρα και των είς Ίλιον συστρατευσάντων ενίους, και των έν Άδου κολαζομένων τινάς.
6
7
Ραψωδία λ’ Νεκυομαντεία " Έστιν ούν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοίς μορίοις, δρώντων και ου δι' απαγγελίας, δί ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν" ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περί ποιητικής, VI,2 Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (607,α), ο Αριστοτέλης στην Ποιητική (IV,9XXIII,3-XXIV,1 XXIV,7) και αρκετοί άλλοι θεωρούν τον Όμηρο πρόδρομο της τραγωδίας όσον αφορά τη σύνθεση της Ιλιάδας. Η ραψωδία Λ της Οδύσσειας, στην προκειμένη περίπτωση, συγκεντρώνει πολλά, αν όχι όλα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας τραγωδίας ενώ διαφέρει ριζικά από τη θεματική του υπόλοιπου έπους. Η "Νεκυομαντεία", η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη, είναι μία ολοκληρωμένη τραγική πράξη με μόνη διαφορά από την κλασσική τραγωδία το γεγονός ότι εμπεριέχει αφήγηση και στο σύνολό της συνιστά διπλά αφηγημένη πράξη. Ο Όμηρος μ ι μ ε ί τ α ι το μύθο της καθόδου και ο Οδυσσέας μ ι μ ε ί τ α ι - α φ η γ ε ί τ α ι τη δική του κάθοδο στο κοινό των Φαιάκων. Η Ν ε κ υ ο μ α ν τ ε ί α είναι μια διδασκαλία. Ανα - παριστά στους εν ζωή το σκηνικό χώρο, όπου ζουν οι ψυχές μετά θάνατον. Δεν αρκείται σε αφήγηση συμβάντων αλλά προχωρεί σε έκθεση δρωμένων, διαλόγων ενώ οι δρώντες ανήκουν σε γνωστούς μυθικούς κύκλους και συναντώνται σε μια κατάσταση διαφορετική από τη συνηθισμένη στην τραγωδία. Οι ήρωες και οι ηρωίδες συναντώνται στην τελική τους μορφή και κατάσταση και υποδύονται τους εαυτούς τους. Ο αφηγητής - ήρωας για να μπορέσει να μιμηθεί, υποχρεώνεται να μεταβεί στον
τόπο
του
τέλους,
να
πεθάνει
εικονικά,
ώστε
επιστρέφοντας
να
αναπαραστήσει κατά τρόπο πιστευτό, αναμφισβήτητο. Η αμεσότητα του λόγου του Οδυσσέα και των διαλόγων του με τις ψυχές, η σιωπή των ψυχών ή οι κραυγές τους, όλο το σκηνικό δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης της ειλικρίνειας ή της πνευματικής ισορροπίας του αφηγητή. Το θέμα της αφήγησης αντλείται από το ιερό, το άρρητο, αποκλειστικότητα των λίγων εκλεκτών και οι ακροατές οφείλουν με έ λ ε ο ν και φ ό β ο ν να παρακολουθήσουν τη μίμηση 7
8
μύηση ενός εκλεκτού ώστε να βιώσουν έμμεσα το θάνατο, την έκ- σταση από το σώμα τους, κάτι που δεν κοινοποιείται στους πολλούς. Το ακροατήριο έχει την ευκαιρία να μετάσχει νοερά σε ένα μυστήριο, να προσεγγίσει και να οικειοποιηθεί προνόμια των εκλεκτών Άμθιτοι τέ και φθιτοί, τεθνάσι κου τεθνάσι Η ι ε ρ ή γ ε ω γ ρ α φ ί α τοποθετεί την Κιμμέρια γη στην άκρη του Ωκεανού. Το μαύρο καράβι των ζωντανών μεταναστών αράζει και οι ταξιδιώτες αντικρίζουν το βασίλειο του Άδη, το βασίλειο του αόρατου. Σιωπή και σκοτεινιά. Ο χρόνος, ο μετρημένος από τον άνθρωπο, εδώ στέκεται. Ο ά χ ω ρ ο ς και ά χ ρ ο ν ο ς τόπος έχει πάντα συννεφιά, ο ήλιος ποτέ δεν τον φωτίζει και μια πυκνή μαύρη ομίχλη καλύπτει τα πάντα. Μια πέτρα ιερή χωρίζει τους Κιμμέριους από τους ζωντανούς και τρία ποτάμια που ενώνονται, σηματοδοτούν τα όριά του. Η είσοδος εδώ είναι αποκλειστικό προνόμιο των ψυχών και το αντίτιμό της η απαγόρευση της εξόδου. Οι μόνοι που έχουν τη δυνατότητα εισόδου και εξόδου είναι ελάχιστοι ζώντες, οι εκλεκτοί. Ο Οδυσσέας, μετά την είσοδό του, σκάβει ένα λάκκο - θυσιαστήριο μπροστά στα μουχλιασμένα ανάκτορα του Άδη. Εδώ είναι η ο ρ χ ή σ τ ρ α, όπου θα δοθεί η παράσταση και ο ήρωας κατασκευάζει τη θ υ μ έ λ η της. Οι ψυχές ξεπροβάλλουν από τα ανάκτορα, τη βασίλειο θύρα, ή μέσα από το έρεβος, τις παρόδους. Η παράσταση έχει τους πρωταγωνιστές της και έναν ανώνυμο πολυπληθή χορό. Πλήθη ψυχών συνωθούνται γύρω από τον Οδυσσέα αλλά ελάχιστες αρθρώνουν λόγια, ελάχιστες έχουν κάποιο ρ ό λ ο. Οι υπόλοιπες ψιθυρίζουν, θορυβούν ή ουρλιάζουν μέσα στο σκοτάδι με κραυγές τρομαγμένων πουλιών. Ο λόγος κάθε ψυχής απευθύνεται αποκλειστικά στον Οδυσσέα. Αυτός προσφέρει τη δυνατότητα του διαλόγου. Προτρέπει την ψυχή, που πλησιάζει και στέκεται απέναντί του, να μιλήσει. Ο διάλογος σταδιακά γίνεται ένας ανατριχιαστικός μονόλογος, καθώς η ψυχή είναι σαν να μιλάει στον εαυτό της, για τον εαυτό της. Όταν ο ρόλος της τελειώσει, απομακρύνεται και χάνεται στο παραπέτασμα του σκότους, μέσα στα βάθη της ομίχλης. Οι ψυχές έχουν ανάγκη να μιλήσουν, να ομολογήσουν ό,τι "κουβάλησαν" μαζί τους, να φανερώσουν ό,τι 8
9
θυμούνται. Κάθε ψυχή μιλάει μόνο μια φορά και ύστερα χάνεται, σαν να 'χει ικανοποιήσει την ανάγκη της για επικοινωνία, γιατί καθώς φαίνεται οι ψυχές δεν μιλούν μεταξύ τους. Δεν ανταλλάσσουν κανένα λόγο, σαν να μην μπορούν να δουν η μία την άλλη, σαν να τις βλέπουν μόνο μάτια ζωντανών. Η ψ υ χ ή, που αντικρίζει ο Οδυσσέας, είναι άϋλο φάντασμα, όψη ονείρου, αέρας. Το αντιλαμβάνεται, όταν μάταια προσπαθεί να αγκαλιάσει τη μάνα του. Τα χέρια του διαπερνούν ανεμπόδιστα αυτήν την απ-ουσία. Άδεια μορφή. Νεύρα, σάρκες, κόκκαλα, όλα φαγωμένα από τις φλόγες. Μπροστά στον ήρωα στέκονται μόνο πνεύματα, πνοές. Παράδοξο, όμως, που οι πνοές αυτές έχουν μορφή αναγνωρίσιμη και διατηρούν ανεξήγητα την ταυτότητά τους, το όνομά τους, την ιστορία τους, τα σύμβολά τους. Οι πολεμιστές είναι ένοπλοι και τα όπλα τους ματωμένα, οι νύφες ξεχωρίζουν ανάμεσα στις άλλες και ο Ηρακλής έχει τα βέλη του, το τόξο του. Άλλωστε η ψυχή αφηγείται, θυμάται, αισθάνεται, κλαιει, θρηνεί, πεισμώνει και οργίζεται. Αυτή η ψ υ χ ή - σ κ ι ά δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα σώμα,
έδρα
των
αναμνήσεων,
των
αισθήσεων,
της
σκέψης
και
των
συναισθημάτων. Αυτή η σκιά αποκαλείται όνειρο, φάσμα και για να μιλήσει, να πονέσει, να θυμηθεί, να θρηνήσει έχει ανάγκη να πιει α ί μ α, να ρουφήξει ζωή, για λίγο, και ύστερα να χαθεί. Η σ ε ι ρ ά ε μ φ ά ν ι σ η ς των ψυχών δεν είναι τυχαία. Η ψυχή του Ελπήνορα, που έρχεται πρώτη στο προσκήνιο, είναι η ψυχή που αγωνιά γιατί δεν έχει χώρο. Το σώμα της είναι άταφο, απέχει πολύ από τον Κάτω Κόσμο και η σκιά του Ελπήνορα βρίσκεται ακόμα στον προθάλαμο. Ο Οδυσσέας τυραννιέται από τη σκέψη του άταφου συντρόφου. Η ενοχή και οι τύψεις του εκδηλώνονται αν και αδέξια προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Ο σκοπός, όμως, της καθόδου, η σωτηρία η δική του και των συντρόφων του, προέχει. Η δίψα του, να μάθει αν θα επιβιώσει ή όχι τον κάνει να παραμερίσει την ίδια του τη μάνα, της οποίας το θάνατο αγνοούσε. Ο χ ρ η σ μ ό ς του Τ ε ι ρ ε σ ί α του εξασφαλίζει ένα μέλλον επιθυμητό και αμέσως ο ήρωας στρέφεται προς την ψυχή της μάνας του, της Α ν τ ί κ λ ε ι α ς, η οποία με την αφήγησή της του καλύπτει κενά από το παρελθόν. Οι ψυχές που συναντά στη συνέχεια είναι βουβές, μιλάει μόνο το όνομά τους και η ιστορία τους. Ο αφηγητής ανακαλύπτει, ύστερα από τη συγκίνηση των πρώτων συναντήσεων, την κοινή μοίρα των ανθρώπων. Τα πρόσωπα που αντικρίζει δεν 9
10
του είναι οικεία, γι αυτό και τα παρατηρεί πιο ψύχραιμα, αναλογίζεται τη ζωή του καθενός και διαπιστώνει ότι η ποικιλία στη ζωή δεν αντικατοπτρίζεται στο θάνατο. Η αφήγηση διακόπτεται για λίγο. Η συγκίνηση και η ταραχή ακροατηρίου και αφηγητή επιβάλλουν την αποφόρτιση. Ο αφηγητής αναβίωσε με το λόγο του όσα έζησε στον Άδη και το ακροατήριο βίωσε τον θάνατο. Η πλοκή στέκεται. Ο Οδυσσέας δεν έχει διάθεση να συνεχίσει. Αρκείται στην αναβίωση και την ανάμνηση. Είναι
απαραίτητη
κάποια παρέμβαση, προτροπή, ένα είδος
επινόησης, για να προχωρήσει η αφήγηση. Ο Α λ κ ί ν ο ος δίνει τη λύση. Ως βασιλιάς επιθυμεί να μάθει για τις ψυχές των ηρώων πολεμιστών της Τροίας, των βασιλιάδων, υποδηλώνοντας ίσως μια κρυφή ελπίδα για διαφορετική μεταχείριση. Η συνέχεια της αφήγησης διαλύει κάθε υποψία για προνόμια και αξιώματα στον Άδη. Ο Α γ α μ έ μ ν ο ν α ς και ο Α χ ι λ λ έ α ς δεν διαθέτουν τίποτα διαφορετικό από τις άλλες ψυχές. Αν ίσως ο Οδυσσέας δεν είχε συνειδητοποιήσει την ισότητα στην πολιτεία των Κιμμερίων, όταν τη βίωνε, τώρα την αντιλαμβάνεται μέσα από την ίδια του την αφήγηση. Ο θρήνος και τα δάκρυα, που συνοδεύουν όλες αυτές τις συναντήσεις, δεν απευθύνονται μόνο προς τους οικείους νεκρούς αλλά είναι σαν ένα μοιρολόϊ του ίδιου για τον εαυτό του και την ανθρώπινη φύση του. Η συνάντηση του Οδυσσέα με τον Αίαντα, τον πείθει για τις αναμνήσεις των νεκρών και τα συναισθήματα που κουβαλούν από τον Πάνω Κόσμο. Ο Αίαντας δεν αποκρίνεται στον Οδυσσέα. Κρατά πεισματικά το στόμα του κλειστό. Το αίσθημα ενοχής του ζωντανού πιέζει τον νεκρό για συγχώρεση και είναι τόσο έντονο, που ο ήρωας βαυκαλίζεται ότι, αν επέμενε λίγο ακόμα, θα κατάφερνε να αποσπάσει κάποια λόγια από τον νεκρό. Η συγκεκριμένη σειρά, όπως έχει οργανωθεί, δεν είναι παρά μια ιεράρχηση τύψεων, αναγκών, προσδοκιών του ίδιου του ήρωα. Ο Οδυσσέας στον Άδη τακτοποιεί και κλείνει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του. Ικανοποιεί προσωπικές του επιθυμίες και ανάγκες. Οι τύψεις για τον Ελπήνορα απομακρύνονται με την υπόσχεση για ταφή. Η ανησυχία για την ασφαλή επιστροφή του ίδιου και των συντρόφων του εξαλείφεται με το χρησμό του Τειρεσία. Η άγνοια για τα όσα διαδραματίστηκαν στην Ιθάκη τα εννιά χρόνια της απουσίας του εξαφανίζεται με την αφήγηση της μάνας ενώ η διαπίστωση της ισότιμης μεταχείρισης των ψυχών επιβεβαιώνεται με τις συναντήσεις του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα με τον ήρωα. 10
11
Η απορία, που εκφράζουν οι ψυχές για την παρουσία του στην πολιτεία τους, πιθανόν να του έδωσε την κρυφή ελπίδα ότι, όταν πεθάνει ο ίδιος, θα τύχει διαφορετικής μεταχείρισης, ως εκλεκτός. Η ελπίδα του σβήνει μετά τη συνάντηση του με τον Ηρακλή. Ο ημίθεος Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη πολύ πιο πριν από τον Οδυσσέα και τώρα, αν και ημίθεος, ζει μαζί με όλους τους άλλους, μοιράζεται την ίδια μορφή. Ο Οδυσσέας στην αφήγησή του διακρίνει τον α σ φ ο δ ε λ ό λ ε ι μ ώ ν α από το χώρο της Κ ρ ί σ η ς και το Κ ο λ α σ τ ή ρ ι ο. Οι ψυχές, με τις οποίες συνομίλησε, απολαμβάνουν μια άλλη ζωή, χωρίς μαρτύρια και τιμωρία. Η κρίση ξεχωρίζει τους δίκαιους από τους άδικους. Οι δεύτεροι καταδικάζονται σε αιώνια μαρτυρία. Ο Κάτω Κόσμος, σύμφωνα με τον αφηγητή, έχει δύο ζώνες, που αντιστοιχούν σε δύο διακριτές και ηθικά αξιολογημένες συμπεριφορές των ανθρώπων
στη διάρκεια της ζωής τους. Οι δίκαιοι "απολαμβάνουν" τον
ασφοδελό λειμώνα και οι άδικοι τιμωρούνται ανάλογα με τη σοβαρότητα των αστοχιών τους, των αμαρτημάτων τους. Οι ψυχές βασανίζονται με μεθόδους που απευθύνονται στο σώμα - σάρκα. Τα μαρτύρια επιλέγονται έτσι, ώστε να τυραννιέται "το σώμα" της ψυχής. Ο Τ ά ν τ α λ ο ς πεινά και διψά, ο Σ ί σ υ φ ο ς ιδρώνει κουβαλώντας το βράχο στην κορυφή του λόφου και ο Τ ι τ υ ό ς υποφέρει έχοντας γίνει βορά αρπακτικών πουλιών που του κατατρώγουν το συκώτι κάθε μέρα. Μαρτύρια σωματικά που προκαλούν φριχτούς πόνους, κούραση σε κάποιο σώμα. Στην ψυχή, όμως, φαίνεται αδύνατο να καταφέρουν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε μια ψυχή άυλη, σε μια πνοή.
11
12
Έσταμεν αχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες * [λ’, 464] Η αντίληψη για τη φύση της ψυχής είναι ότι πρόκειται για απουσία σώματος - ύλης. Στον Κάτω Κόσμο του Ομήρου η ψυχή ε ν ώ ν ε τ α ι
με ότι τη
διαφοροποιεί από το σώμα. Έχει συναίσθημα, πόνο, κούραση, μνήμη, δάκρυ, όνομα, μορφή, φωνή. Είναι σ ώ μ α. Ο Αγαμέμνονας διατηρεί στη μνήμη του την αγωνία της στιγμής του θανάτου του. Το μίσος του παραμένει ζωντανό παρά τον προσωπικό του θάνατο. Ο Αχιλλέας ακυρώνει τον ίδιο τον ηρωισμό που τον χαρακτήριζε ο Αίαντας είναι ακόμα οργισμένος για την απώλεια των όπλων του Αχιλλέα, τα οποία ακόμα και αν είχε αποκτήσει εν ζωή δεν θα του προσέφεραν κάτι εν Άδη. Μέσα στα σκοτάδια οι ψυχές των αδίκων τυραννιούνται με μαρτύρια σωματικά. Η κοινωνία της τιμής και των αρίστων αποδομείται. Ο Αχιλλέας δηλώνει πως θα προτιμούσε να ήταν ζωντανός ακόμα και σαν αγρότης, παρά νεκρός βασιλιάς. Η υστεροφημία των νεκρών είναι υπόθεση των ζωντανών στον Κάτω Κόσμο δεν ισχύει. Ο θάνατος για την τιμή δεν ανταμείβεται τελικά. Ο θάνατος ως άλλη ζωή απογοητεύει και απωθεί. Οι προσδοκίες και οι ελπίδες των ζωντανών καταρρέουν, διαψεύδονται. Ο άνθρωπος, στην ομηρική περιγραφή, δεν έχει σχέση με τον Άλλο Κόσμο. Η
απουσία
σώματος
γίνεται
παρουσία.
Οι
αντιλήψεις
των
ζωντανών
ακυρώνονται. Οι διακρίσεις στην κοινωνία καταργούνται, με μόνη ίσως διαφορά ότι, τηρώντας την τάξη και τις τάξεις, ο Όμηρος δίνει το λόγο μόνο σε επιφανείς ηρωίδες και ήρωες ενώ παράλληλα περιγράφει έναν αμιγώς αχαϊκό τόπο. Δεν υπάρχουν Τρώες, δεν υπάρχουν ξένοι. Αυτό δεν έχει σημασία για τις ίδιες τις ψυχές εφόσον δεν φαίνεται να αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Δεν συμβιώνουν και δεν βιώνουν τίποτα καινούργιο. Ζουν με ότι έχουν φέρει μαζί τους. Ο Κάτω Κόσμος, η ζωή σε αυτόν είναι τελικά μια μη-ζωή, μια ζωή αντίθετη από αυτήν που γνωρίζει και επιθυμεί ο ζωντανός. Μια ζωή μη επιθυμητή, σκοτεινή, οδυνηρή, κενή. Ο ομηρικός άνθρωπος απορρίπτει την αιωνιότητα του θανάτου. Αυτός ο αντίθετος κόσμος, ο αντικατοπτρισμός, ο άλλος κόσμος δεν προσφέρει παρά θρήνο, πόνο, σκοτάδι. Ο ομηρικός κόσμος έδωσε σχήμα στο
*
είχαμε σταθεί γεμάτοι λύπη, χύνοντας δάκρυα σα μαργαριτάρια 12
13
θάνατο με ανθρώπινα στοιχεία για να ενισχύσει στον άνθρωπο την αγάπη για τη ζωή. Η μετάθεση του παραδείσου, της ευτυχίας σε μια άλλη ζωή στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει, γιατί δεν ικανοποιεί. Ο άλλος κόσμος, είτε ως ασφοδελός λειμώνας είτε ως κολαστήριο, δεν είναι ανθρώπινος. Ο π α ρ ά δ ε ι σ ο ς του Ομήρου είναι η ζωή πάνω στη γη.
13
14
Όμηρος Το λογοτεχνικό έργο, όπως κάθε έργο καλλιτεχνικό, από οποιοδήποτε χώρο και χρόνο και αν προέρχεται, α ν ή κ ε ι σε όλους. Ο τρόπος προσέγγισης, ο αποδέκτης και η τελική αποτίμηση διαφεύγουν από το χώρο του δημιουργού και πιθανόν να μην έχουν καμία σχέση με τις προθέσεις του, την έμπνευση, το "μήνυμά" του. Η άδεια του καλλιτέχνη είναι και άδεια αυτού προς τον οποίο επικοινωνείτε η τέχνη, σε όλες της τις μορφές. Η τέχνη δεν είναι στεγανή. Χαρακτηρίζεται από την οσμωτική πίεση που δέχεται από το περιβάλλον, στο οποίο δομείται αλλά και από τα προηγούμενα περιβάλλοντα, που την εμπνέουν ή την απωθούν. Η προσέγγιση του αναγνώστη, του θεατή ή ακροατή δεν είναι αντικειμενική, εφόσον προσεγγίζει ως υποκείμενο. Το καλλιτεχνικό έργο δεν είναι αμιγές αντικείμενο, εφόσον είναι έργο υποκειμένου. Έτσι η προσέγγιση καλλιτεχνικού έργου και αποδέκτη είναι σχέση διυποκειμενική και εξ' ορισμού η αποτίμηση δεν είναι δογματική και απόλυτη. Ο Ό μ η ρ ο ς γράφει σε μια εποχή κατά την οποία ακόμα και η σκέψη του ανθρώπου "παίρνει" μορφή ανθρώπινη. Η Αθηνά - σκέψη, που τραβάει τα μαλλιά του Αχιλλέα και τον αναχαιτίζει τη στιγμή που εκείνος έχει ήδη σύρει το ξίφος για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα είναι από τις πλέον δυνατές σκηνές της Ιλιάδας. Η ίδια θεά, παρακινεί τον Πάνδαρο να καταπατήσει τα όρκια και να τοξεύσει τον Μενέλαο. Μια τέτοιου είδους αντίληψη είναι αναμενόμενο να αντιμετωπίζει την ψυχή με τον τρόπο που περιγράφεται στο λ΄ της Οδύσσειας. Ο ανθρωπομορφισμός των θεών, η μορφοποίηση και των πλέον αφηρημένων ιδεών, η σωματοποίηση αψύχων και εμψύχων, αντικατοπτρίζονται και στην αντίληψη περί ψυχής. Μία κοινωνία, που έχει ως σημείο αναφοράς της τον άνθρωπο, όχι ως ιδέα και ιδεολογία αλλά ως σώμα, ύλη έμβια αλλά όχι απλή βιολογία, δεν δέχεται και δεν κατανοεί την απουσία σώματος. Σε τελική ανάλυση, παραδέχεται τη θνητότητά της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απορρίπτει τον θάνατο ή ότι προσδοκά μια μετά θάνατον ζωή στον ασφοδελό λειμώνα και ικανοποιείται με αυτή. Η κοινωνία αυτή απορρίπτει και εξοβελίζει το θάνατο, ως μη ανθρώπινα. Δεν της ανήκει. Αρνείται να τον ενσωματώσει. Αυτή η θέση είτε δηλώνεται από τον Αχιλλέα: "Μη δή μοι θάνατον γε παραύδα …" (λ΄, 488), είτε από τον Επίκουρο "Ο θάνατος ουδέν προς ημάς το γαρ διαλυθέν αναισθητεί, το 14
15
δ' αναισθητούν ουδέν προς ημάς" (Ηθική, Προσφ. ΙΙ) εκφράζει μια κοινή θέση. Ο άνθρωπος "ανήκει" στη γη, στη φύση, στον εαυτό του, σε άλλον άνθρωπο αλλά ποτέ στο θάνατο. Η παρουσία του θανάτου σηματοδοτεί την απουσία του ανθρώπου. Οι ψυχές του ομηρικού Άδη δεν ικανοποιούνται ακόμα και αν βρίσκονται
στον
ασφοδελό
λειμώνα.
Αυτές,
μάλιστα,
θρηνούν
γιατί
οι
κολαζόμενες τυραννιούνται και τις απασχολεί μόνο ο πόνος τους. Η κοινωνία των ψυχών δεν είναι κοινωνία. Η ψυχή βιώνει την απέραντη ξένωση από τις άλλες ψυχές και από τον εαυτό της. Ο θάνατος είναι ξένος στον ομηρικό άνθρωπο. Δεν υπάρχει διάθεση οικειοποίησής του. Οι αρχαίοι έδειχναν σεβασμό στο νεκρό με ευδιάκριτα όμως τα σημάδια της αποξένωσης, του φόβου. Ο νεκρός δεν ήταν πια άνθρωπος. Στα Ανθεστήρια, γιορτή των νεκρών, προσφέρονταν στις νεκρές ψυχές, ως ένδειξη σεβασμού και διάθεσης εξευμενισμού τους, διάφοροι βρασμένοι καρποί. Την επόμενη μέρα οι ψυχές διώχνονταν από παντού με την επωδή "θύραζε κάρες, ουκέτ' Ανθεστήρια". Το χρέος είχε επιτελεστεί. Ο Όμηρος εκφράζει την εποχή του, μια εποχή με ξεκάθαρες θέσεις. Η στάση του κειμένου είναι η στάση του συγγραφέα, του δημιουργού του. Η ταύτιση αυτή, η ταύτιση των ηρώων με τις αντιλήψεις της εποχής τους σε συνδυασμό με τη λογοτεχνική δεινότητα, τη χρήση του λόγου από τον Όμηρο, καταλήγουν σε ένα δυνατό κείμενο, που διατηρεί ανέπαφη την ικανότητά του να παρασύρει και να εμπλέκει συγκινησιακά τον αναγνώστη του. Η ματιά του Ομήρου στους ήρωές του είναι ανθρώπινη, ματιά συμπάθειας. Ο Όμηρος συμμετέχει στο δημιούργημά του, επικοινωνεί με αυτό γι αυτό και τελικά επικοινωνεί με τον αναγνώστη του. Εκείνος που έζησε, αυτά που περιγράφει, εκείνος που έμαθε μόνος του αυτά που γνωρίζει, εκείνος έχει και τη δυνατότητα να γράψει κατ' αυτόν τον τρόπο.
15