ΠΙΣΩ ΣΤΗ ΣΜΥΡΗ της ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΕΚΛΙΖΑΣ
ΚΑΛΛΙΘΗΡΟ 2015
Το έργο είναι βασισμένο στην πρωτότυπη ιδέα της Μαρίνας Φυτσιλή.
Τη συγγραφική ομάδα με αλφαβητική σειρά αποτελούν: Βένια Δεληγιάννη Ελευθερία Δεληγιάννη Γιώργος Καρανάσιος Λίλια Φυτσιλή Μαρίνα Φυτσιλή
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Καρανάσιος.
1
Χαρακτήρες: Αφηγήτρια 1 : ( ΑΣΠΑΣΙΑ ) Αφηγήτρια 2 : (ΚΑΤΙΝΑ) Αδερφές Αδερφή 1: (ΘΕΑΝΩ) Αδερφή 2: (ΑΛΚΜΗΝΗ) Αδερφή 3: ( ΑΣΠΑΣΙΑ) Αδερφή 4: (ΡΟΖΑ) Θεία: (ΛΟΥΛΑ) Φίλη Ασπασίας: (ΚΑΤΙΝΑ) Κόρη Ασπασίας: (ΕΙΡΗΝΗ-ΡΗΝΑΚΙ) Δασκάλα Γαλλικών: (JARDEL) Τούρκος: (ΛΕΥΤΕΡΗΣ / ΑΛΙ) Τουρκάλα γειτόνισσα: (ΦΑΤΙΜΕ) Ψυχοπαίδι/Υπηρέτρια: (ΜΑΡΙΚΑ) Ταχυδρόμος: (ΜΑΝΩΛΗΣ) Βαρκάρισσα: (ΕΥΤΕΡΠΗ)
2
ΣΚΗΝΗ 1Η [ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ, ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ] (Η αφηγήτρια Ασπασία με τη φίλη της Κατίνα κάθονται σε 2 καρέκλες στο σαλόνι του σπιτιού, πίνοντας καφέ. Ακούγεται ο ήχος της πόρτας που χτυπάει. Ο ταχυδρόμος φέρνει το γράμμα και η Κατίνα σηκώνεται να ανοίξει.) ΚΑΤΙΝΑ: Ποιος να ’ναι; ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: Γράμμα! ΑΣΠΑΣΙΑ: Πάω να ανοίξω! ΚΑΤΙΝΑ: Κάτσε γιαβρί μου, θα πάω εγώ! Μη κουράζεσαι γιατί σε βλέπω λίγο χλωμή σήμερα. (Η Κατίνα κατευθύνεται προς την πόρτα και ανοίγει.) ΑΣΠΑΣΙΑ: Βιάσου! Περιμένω γράμμα απ’ το Ρηνάκι μου! ΚΑΤΙΝΑ: Γειά σου Μανωλάκη. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: Καλημέρα κυρά Κατίνα, είναι εδώ η Κυρά Ασπασία; Έχω γράμμα από την κόρη της! ΚΑΤΙΝΑ: Πέρνα μέσα τζιέρι μου. Στο σαλόνι κάθεται, δεν νοιώθει πολύ καλά σήμερα. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: Καλημέρα κυρά Ασπασία! Τάξτε μου! Έχω γράμμα από την κόρη σας!! ΑΣΠΑΣΙΑ: Πέρνα, πέρνα μέσα αγόρι μου. Κατίνα κέρνα το παιδί ένα λουκουμάκι. Δώσμου δώσμου το γράμμα! Σ’ ευχαριστώ Μανωλάκη μου. ΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: Όχι όχι σε ευχαριστώ κυρά Κατίνα, φεύγω, γειά σας κυρά Ασπασία.
3
ΑΣΠΑΣΙΑ: Αχ που είναι τα γυαλιά μου να διαβάσω το γράμμα; Αχ να’ τα. Να δώ τι λέει το τζιέρι μου. (Η Ασπασία διαβάζει το γράμμα. Είναι ηχογραφημένο με τη φωνή της κόρης. Η Κατίνα κάθεται δίπλα στην Ασπασία) « Αγαπημένη μου νενέ. Είμαστε όλοι καλά. Η μικρή Ασπασία όσο μεγαλώνει σου μοιάζει όλο και πιο πολύ. Είναι πρώτη στο σχολείο και καμαρώνουμε όλοι γι’ αυτή. Θυμάσαι μάνα; Όπως ήμουνα και γω μικρή! Μάλιστα λέει θέλει να γίνει δασκάλα σαν και σένα. Η δουλειά του Λευτέρη επιτέλους έστρωσε αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν βρίσκουμε χρόνο να ρθούμε να σε δούμε. Ξέρω πως τέτοιες μέρες είναι δύσκολο να είσαι μόνη σου καθώς σου θυμίζουν την αγαπημένη μας Σμύρνη. Είμαι σίγουρη πως η γλυκιά μου Κατίνα στέκεται δίπλα σου όπως πάντα. Μακάρι να ήταν και ο μπαμπάς κοντά μας αλλά βλέπεις η μοίρα δεν ήταν με το μέρος μας.. Ο θεός επέλεξε να τον πάρει κοντά του λίγες μέρες μετά τη γέννηση μου. Περιμένω γράμμα σου το συντομότερο μανούλα. Και μη ξεχνάς… μια μέρα θα γυρίσουμε πίσω στη Σμύρνη μας! Σε φιλώ, Ειρήνη.» (Συγκινείται η Ασπασία) ΚΑΤΙΝΑ: Συγκινήθηκες ε; ΑΣΠΑΣΙΑ: Ε δεν συγκινήθηκα; Θυμήθηκα τις μέρες μας στην όμορφη μας Σμύρνη. Πόσο αλλιώτικα ζούσαμε. Όλα
4
άλλαξαν εκείνο τον καταραμένο Μάρτη του ’20. Θυμάσαι… τότε που έγινε η απόβαση του ελληνικού στρατού στο λιμάνι μας. Πω πω ακούγαμε για ‘μεγάλη ιδέα’ και μείς και χαιρόμασταν γιατί θα είχαμε λέει ελληνική διοίκηση. ΚΑΤΙΝΑ: Άμα γνωρίζαμε ότι θα μας έδιωχναν απ’ τα σπίτια μας δεν θα χαιρόμασταν. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αχ το σπιτάκι μας… να σαν τώρα θυμάμαι τη θεία Λούλα να κάθεται εκεί στην γωνία και να πίνει το καφεδάκι της…
5
ΣΚΗΝΗ 2Η [ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ, ΖΑΡΝΤΕΛ, ΡΗΝΑΚΙ, ΜΑΡΙΚΑ, ΘΕΑΝΩ, ΑΛΚΜΗΝΗ] (Η θεία είναι καθισμένη στο σαλόνι το οποίο βρίσκεται ακριβως δίπλα από το σαλόνι των αφηγητριών, πίνοντας το καθιερωμένο απογευματινό καφεδάκι της) ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Καλησπέρα σας κα Ζαρντέλ. ΖΑΡΝΤΕΛ: Καλησπέρα σας. Που είναι το λουλούδι μας σήμερα; ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Πριν λίγο τέλειωσε το μάθημα πιάνου. Επάνω είναι, σας περιμένει. Ρηνααααααααααάκι (φωνάζει). Που είσαι κουζουμ; PHNAKI: Πάνω είμαι θεία. Πείτε στην κα Ζαρντέλ να ανεβεί. ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Τι να σας τρατάρουμε κα Ζαρντέλ; Μαριιιιιιίκα (φωνάζει). Ένα συκαλάκι, ρετσέλια, γλυκό κεράσι μήπως; ΖΑΡΝΤΕΛ: Μερσί μποκού μαντάμ. Ένα ποτηράκι νερό μόνο. ΜΑΡΙΚΑ: Ορίστε θεία μου. ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Ένα νεράκι φέρε στην κα Ζαρντέλ, αλλά επιμένω να δοκιμάσετε και τα φετινά μας ρετσέλια. ΖΑΡΝΤΕΛ: Εντάξει τότε. Δεν θα έλεγα όχι, ειδικά αν είναι απ’ τα χεράκια σας.
6
ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Μαρίκα ετοίμασε το γλυκάκι στη κα Ζαρντέλ και ανέβασε τα πάνω. Χάιντε κουζούμ. ΜΑΡΙΚΑ: Εντάξει θεία μου. (φεύγει η Μαρίκα). ΖΑΡΝΤΕΛ: Κελ μπελ φιγ. ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Όντως πολύ καλό κορίτσι το Μαρικάκι μου. Πονεμένο παιδί. Να, σαν τώρα θυμάμαι τον πατήρ Νικόλαο που μας είπε για ένα κοριτσάκι τριών χρονών που ορφάνεψε. Στιγμή δεν το σκεφτήκαμε. Το πήραμε ψυχοπαίδι μας και από τότε το αγαπώ όσο τις ανηψιές μου. Ποτέ δεν τα ξεχώρισα. Ας τα αφήσουμε αυτά όμως. Με το Ρηνάκι μου πώς τα πάτε; ΖΑΡΝΤΕΛ: Μανιφικ. Τρε μπιαν. Αλλά ας ανέβω σιγά σιγά για να ξεκινήσουμε. Θα σας δω μετά κα Λούλα. ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Ναι, ναι να μην σας καθυστερώ. Καλό μάθημα. (φεύγει η Ζαρντέλ και έρχεται η Θεανώ από τον εσπερινό). ΘΕΑΝΩ: Καλησπέρα θεία μου. ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Καλησπέρα γιαβρί μου. Τέλειωσε ο εσπερινός; ΘΕΑΝΩ: Ναι, και ήρθα τρέχοντας γιατί έξω άρχισε να βρέχει. (πηγαίνοντας για το δωμάτιο κοντοστέκεται) Α! Θεία μη ξεχάσω, ο πατήρ Νικόλαος μου έκανε παράπονα πως δεν έρχεστε πια τόσο τακτικά στην εκκλησία. Κι εδώ που τα λέμε θεία μου έχει ένα δίκιο. Από το Πάσχα έχετε να φανείτε, ντροπή! Ειδικά η Αλκμήνη από τότε που έμπλεξε μ’ αυτά τα μαντζούνια και τους καφέδες δεν έχει πατήσει το πόδι της στην εκκλησία. Θαρρεί πως
7
θα πάρει το ρόλο του Θεού και θα προβλέπει το μέλλον με τα φλιτζάνια και τα χαρτιά. ΘΕΙΑ ΛΟΥΛΑ: Εντάξει Θεανώ μου. Δεν είναι ανάγκη να ανοίγουμε πάλι αυτή τη κουβέντα. Ησύχασε και θα μιλήσω εγώ στην Αλκμήνη. ΑΛΚΜΗΝΗ: (μπαίνει στο σπίτι με ομπρέλα και τινάζει τα ρούχα τις) A! Η βροχή ξεκίνησε για τα καλά. Έχω βραχεί ολόκληρη. Καλησπέρα θεία μου! Θεανώ τέλειωσε κιόλας ο εσπερινός; ΘΕΙΑ: Καλησπέρα γιαβρί μου. Έλα έλα μπες μέσα να σκουπιστείς και να φωνάξω τη Μαρίκα να σου φέρει στεγνά ρούχα, είναι εύκολο να την αρπάξεις έτσι που είσαι βρεγμένη. Μαριιιιιιιιίκα (φωνάζει) έλα εδώ τζιέρι μου μια στιγμή. ΜΑΡΙΚΑ: (φωνή) Έρχομαι θεία! Ένα λεπτάκι να σερβίρω την κα Ζαρντέλ. Ετοιμάζω το γλυκάκι της. ΘΕΙΑ: Καλά κουζούμ. ΘΕΑΝΩ: Ε βέβαια Αλκμήνη, τρείς μήνες έχεις να πατήσεις στην εκκλησία! Που να θυμάσαι τι ώρα τελειώνει ο εσπερινός! Ξέρεις πως σήμερα μου έκανε παράπονα ο πατήρ Νικόλαος; ΑΛΚΜΗΝΗ: Ααα! Πάλι τα ίδια! Θεία την ακούς; Και στο κάτω κάτω Θεανώ δεν είμαι αναγκασμένη να έρχομαι ούτε στην εκκλησία ούτε στον εσπερινό. Ή μήπως είμαι και δεν το ήξερα; Και ο πατήρ Νικόλαος να κοιτάξει τη δουλειά του. ΘΕΙΑ: Αλκμήνη μου! Τι λόγια είναι αυτά; Έχει δίκιο η Θεανώ.
8
ΑΛΚΜΗΝΗ: Ναι! Ωραία! Πάρε και συ το μέρος της τώρα. ΘΕΙΑ: Κανενός το μέρος δεν θέλω να πάρω. Απλά λέω πως δεν είναι σωστό να δίνουμε λαβές στον κόσμο να μας σχολιάζει. Η οικογένεια μας ήταν πάντοτε κοντά στον θεό. Η πίστη μας ήταν αυτή που μας κράτησε ενωμένες παρά τις δυσκολίες και τα βάσανα που περάσαμε. Η συγχωρεμένη η αδερφή μου… ΑΛΚΜΗΝΗ: Aααα! Θεία μου ως εδώ! Τη μάνα μου να την αφήσεις έξω απ’ αυτή την συζήτηση. Επειδή η Θεανώ αποφάσισε να ξημεροβραδιάζεται στην εκκλησία, δεν σημαίνει πως πρέπει να την ακολουθήσουμε ! Αυτό μου έλειπε τώρα να γίνω σαν τη Θεανώ… ΘΕΙΑ: Αλκμήνη ως εδώ! Μα τι έπαθες γιαβρί μου σήμερα; Τι λόγια είναι αυτά για την αδερφή σου; ΘΕΑΝΩ: Δεν πειράζει θεία μου. Άφησε τη! Έχω συνηθίσει πια. Η Αλκμήνη βλέπεις έχει χάσει τα λογικά της μ’ όλα αυτά τα μαντζούνια και τα χαρτιά που της μαθαίνει η τουρκάλα η Φατιμέ. Μα τι νόμιζες; Δεν θα μαθαίναμε ότι συχνάζεις στο μαχαλά τους; Προχτές σε είδε η κυρά Φιλιώ καθώς ερχόταν από την αγορά. ΘΕΙΑ: Αλκμήνη μου, γιαβρί μου τι λέει η Θεανώ; Τι γύρευες εσύ κουζούμ στον τούρκικο τον μαχαλά; Που έμπλεξες κόρη μου; ΑΛΚΜΗΝΗ: Ωωωω βρε θεία! Κάθεσαι και ακούς τις ασυναρτησίες της Θεανώς. Η Φατιμέ μια χαρά γυναίκα είναι. Έξυπνη, όμορφη, και μαγικά ναααααά! (κίνηση με το χέρι). Τον Σπύρο στη γωνία μια έτσι να τον κάνει και θα δείς πως θα’ ρθει στην αγκαλιά μου.
9
ΘΕΑΝΩ: Άκου τη, άκου τη θεία μου. Της πήρε τελείως τα μυαλά αυτή η τουρκάλα. Αμ δεν έρχονται έτσι οι άντρες κακομοίρα μου, με μαγικά και με μαντζούνια. (μπαίνει η Κατίνα) ΚΑΤΙΝΑ: Ούτε με προσευχές ούτε με μαγικά έρχονται Θεανώ μου. Άααααλλα θέλουν οι άντρες! (η Θεανώ φτύνει τον κόρφο της) (η θεία με την Αλκμήνη χαμογελάνε) ΘΕΑΝΩ: Καλά, εσείς κοροϊδέψτε όσο θέλετε, εγώ ανεβαίνω να ανάψω το καντηλάκι στο εικονοστάσι. ΘΕΙΑ: Καλά πότε μπήκες εσύ; KATINA: Ήμουν μέσα κα Λούλα με την Ασπασία. Κατεβήκαμε το πρωί στην αγορά και δοκιμάζαμε τα φορέματα και τα καπέλα που αγοράσαμε. Ελάτε, ελάτε να σας τα δείξουμε. ΘΕΙΑ / ΑΛΚΜΗΝΗ: Πάμε κουζούμ..
10
ΣΚΗΝΗ 3Η [ΚΑΤΙΝΑ, ΑΣΠΑΣΙΑ, ΡΟΖΑ] (Μπαίνουν γελώντας στο δωμάτιο) ΚΑΤΙΝΑ: Είδες που σου τα’ λεγα. Ενθουσιάστηκαν με το φόρεμα σου. Για να μην πω για το καπέλο. Τυχερός αυτός που θα σε δεί. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σους Κατίνα σους, πρόσεχε μη σ’ ακούσουν. Αφού σου είπα, δεν ξέρουν τίποτα. Δεν τις έχω μιλήσει ακόμα. ΚΑΤΙΝΑ: Και πότε σκέφτεσαι να το κάνεις; Σα πολύ δεν άργησες; Τι φοβάσαι μπορείς να μου πείς; ΑΣΠΑΣΙΑ: Δεν ξέρω Κατίνα. Βλέπεις, πέρασαν και χρόνια από τότε που έφυγε ο Θεόφιλος. Φοβάμαι την αντίδραση τους. ΚΑΤΙΝΑ: Σοβαρολογείς; Μα τι θα πουν στο κάτω κάτω η κα Λούλα και οι αδερφές σου; Πάντα ήθελαν το καλό σου! Εμείς Ασπασία μου εσένα θέλουμε να βλέπουμε ευτυχισμένη και μη σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Καθένας να κοιτάει τον εαυτό του. ΑΣΠΑΣΙΑ: Καλά τα λες εσύ Κατίνα μου. Το Ρηνάκι μου όμως σκέφτομαι. Πως θα το πάρει όταν το μάθει. Βλέπεις, ελπίζει ακόμα πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει ο πατέρας της κοντά μας. ΚΑΤΙΝΑ: Ασπασία, έχει μεγαλώσει πια. Πότε θα της πείς ότι ο πατέρας της δεν θα ξαναγυρίσει;
11
ΑΣΠΑΣΙΑ: Με την πρώτη ευκαιρία. (η Ρόζα μπαίνει στο σπίτι) ΚΑΤΙΝΑ: A! Να τη! Πάνω στην ώρα. Καλώς τη Ρόζα μας. ( ψιθυριστά ) Ασπασία τώρα είναι η ώρα να της μιλήσεις για τον Λευτέρη. Σήκω σήκω! ( τη σπρώχνει να σηκωθεί). Ξεκίνα εσύ και μη φοβάσαι, εδώ είμαι εγώ. ΑΣΠΑΣΙΑ: Μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει. ΡΟΖΑ: Μα καλά, τι συμβαίνει; Τι θέλετε να μου πείτε; Συνέβη κάτι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Όχι όχι όλα καλά. Να, ήθελα να σου μιλήσω. ΡΟΖΑ: Ε πες μου! ΑΣΠΑΣΙΑ: Να μωρέ δεν είναι τίποτα το σοβαρό. ΡΟΖΑ: Καλό ή κακό; ΑΣΠΑΣΙΑ: Καλό… καλό! Καλοφέρνει δηλαδή… ΡΟΖΑ: Ε θα μου πεις; Μ’ έσκασες. ΑΣΠΑΣΙΑ: Πως θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι έχω ένα φλερτ; (η Ρόζα την κοιτάει αποσβολωμένη) ΑΣΠΑΣΙΑ: Ωχ Κατίνα, μαρμάρωσε ετούτη! (η Ρόζα βολτάρει σκεπτική) ΡΟΖΑ: Ε όχι όχι. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, γιατί όχι; Μικρή είσαι ακόμη! Εγώ δεν είμαι που σε παρακάλαγα να βρεις κάποιον να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου;
12
ΑΣΠΑΣΙΑ: (κοιτάζοντας τη Κατίνα) Ότι θα ήταν τόσο εύκολο ομολογώ πως δεν το περίμενα. Τώρα να δω πως θα το πω στη μικρή και στις υπόλοιπες. ΡΟΖΑ: Ααα! Ώστε είμαι η πρώτη που το μαθαίνει! Το Ρηνάκι άφησε το πάνω μου, θα το αναλάβω εγώ. Αλλά πες μου, τον ξέρω; Πως τον λένε; Τι δουλειά κάνει; ΑΣΠΑΣΙΑ: Ε! Μία μια τις ερωτήσεις! Με ζάλισες! Λευτέρη τον λένε και είναι έμπορος μεταξιού! Τα υπόλοιπα θα τα μάθετε όταν έρθει με το καλό! ΚΑΤΙΝΑ: Αυτό δεν το ήξερα ούτε εγώ! Μπράβο Ασπασία μου! ΑΣΠΑΣΙΑ: Ναι το πήρα απόφαση. Καιρός είναι να τον γνωρίσετε. Λέω μάλιστα να τους μιλήσω ευθύς αμέσως. ΡΟΖΑ: Θα τρελαθεί η θεία Λούλα όταν το ακούσει Ασπασία. Καλύτερα να μην είμαι μπροστά. Πάω να μιλήσω στο Ρηνάκι. Κι εσύ καλό κουράγιο αδερφούλα μου! ΚΑΤΙΝΑ: Εγώ να φεύγω τότε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Μόνη μου θα μ’ αφήσεις; ΚΑΤΙΝΑ: Ναι, αυτό είναι προσωπικό! Περιμένω νέα σου αύριο πρωί. Και μην ανησυχείς! Όλα καλά θα πάνε! ΑΣΠΑΣΙΑ: (μιλάει στον εαυτό τις) Ουφ! Κουράγιο Ασπασούλα. Μια απόφαση είναι, έκανες τουλάχιστον την αρχή!
13
ΣΚΗΝΗ 4Η [ΑΛΚΜΗΝΗ, ΘΕΑΝΩ, ΘΕΙΑ, ΑΣΠΑΣΙΑ, ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ, ΦΑΤΙΜΕ] (τους έχει ήδη μιλήσει) (η Αλκμήνη ρίχνει τα χαρτιά στην Ασπασία) (η θεία, η Ασπασία και η Αλκμήνη μπαίνουν στο σαλόνι και κάθονται στον καναπέ) ΑΛΚΜΗΝΗ: Ας δούμε τι σόι Λευτέρης είναι αυτός.. ( η Θεανώ μπαίνει αλαφιασμένη) ΘΕΑΝΩ: Παναγιά μου τι μας βρήκε; ΑΣΠΑΣΙΑ: Μα Θεανώ μου, να σου εξηγήσω, δεν είναι όπως τα σκέφτεσαι, ο κόσμος εξελίσσεται! Δεν είμαστε μαχαλάς. ΘΕΑΝΩ: Μα καλά, τι άλλο θα ακούσω σήμερα; (μπαίνει η θεία) ΘΕΙΑ: Θεανώ σταμάτα τις υπερβολές, και συ Αλκμήνη ήμαρτον πια μ’ αυτά τα χαρτιά, τι θαρρείς πως θα δεις εκεί μέσα; (η Αλκμήνη συνεχίζει αδιάφορη + νεύμα). Ας τα πάρουμε από την αρχή να τα δούμε πιο ψύχραιμα. Εσύ λες ότι γνώρισες τον Λευτέρη στο Γκιοζτεπέ στον περίπατο. ΑΣΠΑΣΙΑ: Ναι.
14
ΘΕΙΑ: Και είναι έμπορος μεταξιού. ΑΣΠΑΣΙΑ: Ακριβώς. ΘΕΑΝΩ: Εγώ πάντως το μόνο θετικό που βρίσκω είναι ότι είναι Χριστιανός. Αν και στην ενορία μας δεν τον έχω ακούσει τον κύριο Λευτέρη. ΘΕΙΑ: Του έχεις μιλήσει Ασπασία για το Ρηνάκι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Ναι εννοείται θεία, για το παιδί μου δεν θα πω; ΘΕΙΑ: Ότι ο άντρας σου ο Θεόφιλος χάθηκε στον πόλεμο; ΑΣΠΑΣΙΑ: Θεία μου μην ανησυχείς, όλα του τα’ χω πει, και για σένα ειδικά του έχω μιλήσει πιο πολύ απ’ όλους. Πως στάθηκες και μάνα και πατέρας δίπλα μας όλα αυτά τα χρόνια. ΘΕΙΑ: H αλήθεια είναι ότι παιδία δεν έκανα και σας έχω σαν δικά μου. Ορκίστηκα στην αδερφή μου να μην σας αφήσω στιγμή και το έκανα. Το καλύτερο θέλω για όλες σας κοριτσάκια μου. ΑΛΚΜΗΝΗ: Ασπασία, εμένα πάντως τα χαρτιά άλλα μου λένε. Μυστικά κρύβονται εδώ πέρα λένε. ΘΕΙΑ: Μην ξεκινάς πάλι τα ίδια Αλκμήνη σε παρακαλώ πολύ! Αύριο θα τα μάθουμε όλα. Ασπασία κάλεσε το Λευτέρη αύριο να φάμε όλοι μαζί. Κορίτσια στρωθείτε στη δουλειά. ΑΣΠΑΣΙΑ: Θεία μου σ’ ευχαριστώ πολύ ( τη φιλάει ) το ήξερα ότι θα με καταλάβαινες. Με κάνεις πολύ ευτυχισμένη. ΑΦΗΓΗΣΗ
15
ΚΑΤΙΝΑ: Ακόμα θυμάμαι εκείνες τις ετοιμασίες που κάναμε. Μα πόσα φαγητά είχαμε φτιάξει; Τι σουτζουκάκια, τι ιμάμ μπαϊλντί, τι παλαμίδα, τι χουνκιάρ; ΑΣΠΑΣΙΑ: Τι μπουγιουρντί και γιαουρτλού και τα γλυκά για επιδόρπιο; ΚΑΤΙΝΑ: Τι ρετσέλια, τι γλυκά του κουταλιού; AΣΠΑΣΙΑ: Και το κρασί μας; Κατακόκκινο ρουμπίνι έμοιαζε. Που να ξέραμε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μεγάλη γιορτή στο σπίτι μας. Το τέλος ήταν πολύ κοντά. Αλλά δεν το υποψιαζόμασταν καν… ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ (μπαίνει η Φατιμέ) ΑΛΚΜΗΝΗ: Μεχραμπά Φατιμέ χατουν, γκελ, γκελ μπουρντάν! Οτούρ. ΑΣΠΑΣΙΑ: Nα σας φτιάξω ένα τσαί; ΘΕΑΝΩ: Τίποτα δεν θέλει, πάμε εμείς, έχουμε ετοιμασίες. Αν χρειαστεί κάτι θα της το φέρει η Αλκμήνη. ΦΑΤΙΜΕ: Τι πάθανε μαζί μου; ΑΛΚΜΗΝΗ: Δεν πιστεύουνε σ’ αυτά και ξέρεις είναι λίγο προκατειλημμένες. ΦΑΤΙΜΕ: Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Έχω ετοιμάσει ένα μαντζούνι για να κερδίσεις την καρδιά του Σπύρου! Να, το’ χω εδώ στην τσάντα μου να στο δώσω. ΑΛΚΜΗΝΗ: Είσαι σίγουρη ότι μ’ αυτό θα κερδίσω την καρδιά του Σπύρου;
16
ΦΑΤΙΜΕ: Είναι δοκιμασμένο σε είπα. Το έδωσα προχτές στη Κετιμέ και τώρα ετοιμάζονται για γάμο με τον Μεχμέτ. ΑΛΚΜΗΝΗ: Το ελπίζω Φατιμέ. Δώσμου το να το πιώ και ας ελπίσουμε το επόμενο τραπέζι που θα κάνουμε να είναι για τον Σπύρο μου.
17
ΣΚΗΝΗ 5Η [ΘΕΙΑ, ΡΟΖΑ, ΑΣΠΑΣΙΑ, ΑΛΚΜΗΝΗ, ΘΕΑΝΩ, ΚΑΤΙΝΑ, ΛΕΥΤΕΡΗΣ, ΡΗΝΑΚΙ, ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ] ΘΕΙΑ: Ρόζα, που είσαι βρε ζεβζέκα; Μια ώρα περιμένω να μου φέρεις εκείνο το κρέας. Μα που στο καλό έχεις πάει; Πόσες φορές πρέπει να σου το πω ότι το μοσχαράκι θέλει το χρόνο του για να μαγειρευτεί; ΡΟΖΑ: Συγνώμη θεία μου! Αλλά στήθηκα μια ώρα στην ουρά έξω απ’ τον κυρ Δημητρό τον χασάπη. Σ’ έφερα ότι μου ζήτησες. ΘΕΙΑ: Αφού σε είπα γιαβρί μου να βιαστείς. Σήμερα έχουμε καλεσμένο και θέλω να είναι όλα στην εντέλεια. Τα μήλα; Που είναι τα μήλα; Μήπως τα ξέχασες; ΡΟΖΑ: Όχι βρε θεία. Τα πήρα, να ορίστε εδώ είναι. ΘΕΙΑ: Βάι, βάι, βάι. Τι είναι αυτά; Πέντε μήλα μ’ έφερες; Σερσέκα είσαι μπρε Ρόζα; Πως θα κάνω εγώ γλυκό με πέντε μήλα; ΡΟΖΑ: Τι σκούζεις έτσι καλέ θεία; Πάω να πάρω κι άλλα αν χρειαζόμαστε. ΘΕΙΑ: Τρέξε, τρέξε Ρόζα γιατί δεν βλέπω να τρώει ούτε φαγητό ούτε γλυκό ο Λευτέρης σήμερα. Ρεζίλι θα γίνουμε. (μονολογεί) Έτσι είναι. Αν δεν πας μόνη σου στην αγορά να κάνεις τη δουλειά σου..
18
ΑΣΠΑΣΙΑ: Μα καλά τι φωνές είναι αυτές; Μέχρι πάνω ακούγεστε. Απ’ το πρωί έχω κάνει του κόσμου τις δουλειές και σεις ακόμα τα φαγητά; ΘΕΙΑ: Όλα τα καλά θα’ χουμε απόψε γιαβρί μου! Και τα ψητά και γλυκά και χαλβάδες. Λέω να φτιάξω κι ένα χουνκιάρ όσο εσύ θα ξεκουράζεσαι. Μην αγχώνεσαι καθόλου, πήγαινε να ξαπλώσεις αν θέλεις. ΑΣΠΑΣΙΑ: Όχι θεία μου, θα κάτσω να σε βοηθήσω. Πώς να κοιμηθώ άλλωστε με τόσες φωνές; ΘΕΙΑ: Επιμένω! Θα πάς να ξεκουραστείς. Αρκετά έκανες σήμερα. Πως θα σε δεί ο Λευτέρης σε τέτοια χάλια; Χάιντε! Χάιντε κουζούμ! ( ξεπροβοδίζει την Ασπασία ). Κι εγώ θα ξεκινήσω να φτιάχνω το χουνκιάρ μέχρι να μου φέρει η σουρτούκα η Ρόζα τα υπόλοιπα. Αλκμήνη, Θεανώ!! Ελάτε λίγο να δείτε τη μηλόπιτα. Πως σας φαίνεται; ΑΛΚΜΗΝΗ: Λίγο μιζεριασμένη με φαίνεται. ΘΕΑΝΩ: Μα καλά βρε θεία! Σα λίγα με φαίνονται τα μήλα για μηλόπιτα. Τσιγκουνεύτηκες να βάλεις λίγα παραπάνω; ΘΕΙΑ: Δυο φορές την έστειλα τη Ρόζα στην αγορά για μήλα και αυτή φαίνεται τα μέτραγε ένα ένα. Αααααα (φωνάζει). Βάι, βάι, βάι ρεζίλι θα γίνουμε στον ξένο άνθρωπο. Ποια;;; Εγώ! Εγώ που έφτιαχνα την καλύτερη μηλόπιτα στη Σμύρνη. Αχ αχ Ρόζα αχ! Που θα με κάνει να φτιάξω άλλη. (η Θεανώ και η Αλκμήνη γελάνε) ΑΦΗΓΗΣΗ
19
ΚΑΤΙΝΑ: Φωνές, τραγούδια, χοροί, γλέντια και πάλι φωνές. Θυμάσαι Ασπασία; ΑΣΠΑΣΙΑ: Αν θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται εκείνη η μέρα; Αλλά δεν μας πειράζανε οι φωνές και τα γέλια. Εμείς Σμυρνιές γεννηθήκαμε. Έτσι ήταν η Σμύρνη μας, φωνακλού και κοσμοπολίτισσα. Όλες τις γλώσσες άκουγες ανάκατα. Ελληνικά και τούρκικα, αρμένικα και εγγλέζικα και γαλλικά. Αυτό το ανακάτεμα των ανθρώπων, των λουλουδιών και των μυρουδιών και των ήχων ήτανε η Σμύρνη. Εμείς δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ. Έτσι Κατίνα; KATINA: Έτσι Ασπασία μου, έτσι. Πως γίνεται να την ξεχάσουμε; Οι γυναίκες ξέραμε από μαγειρική και πάστρα. Ξέραμε να δίνουμε χαρά στον κόσμο γύρω μας. Ζούσαμε αδελφωμένοι μέχρι που μας βρήκαν βάσανα πολλά. Μα και πάλι στη Σμύρνη ζούσαμε καλά. ΑΣΠΑΣΙΑ: Καλά καλά Κατίνα. Στη Σμύρνη ζούσαμε καλά. ( αναπολώντας συγκινημένη) ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Γεια στα χέρια σας κα Λούλα. Όλα ήταν υπέροχα. Ειδικά το μοσχαράκι, χρόνια είχα να φάω τόσο μαλακό χουνκιάρ. ΘΕΙΑ: Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ παιδί μου αλλά εγώ δεν έκανα τίποτα. Τα έφτιαξε όλα η Ασπασία! Είναι πρώτη στην κουζίνα και όχι μόνο. Στη πάστρα δεν τη φτάνει καμία μας. ΑΣΠΑΣΙΑ: Βρε θεία, δεν νομίζεις πως υπερβάλλεις; Όχι τίποτα άλλο, μα θα νομίσει και ο Λευτέρης πως τα λες για να με ανεβάσεις στα μάτια του.
20
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δεν έχεις ανάγκη Ασπασία από κολακείες. Την πιστεύω την θεία σου. Κυρία Λούλα είμαι σίγουρος πως με τέτοια δασκάλα, η ανηψιά σας θα’ ναι άριστη νοικοκυρά και μαγείρισσα. ΘΕΙΑ: Όπως σε τα λέω είναι αγόρι μου. Αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Είπες πως ασχολείσαι με το εμπόριο μεταξιού.. ΡΟΖΑ: Πως κατάφερες Λευτέρη παρά το νεαρό της ηλικίας σου να διαπρέψεις σ’ ένα τόσο δύσκολο χώρο; ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Η αλήθεια είναι ότι πάλεψα πολύ για να τα καταφέρω. Με βοήθησαν όμως και οι σπουδές μου πάνω στο εμπόριο. ΑΛΚΜΗΝΗ: Αλήθεια, αν και είσαι φτασμένος στη δουλειά σου, δεν είναι γνωστό το όνομά σου στη Σμύρνη. Μου φαίνεται παράξενο γιατί συναναστρεφόμαστε με όλη την καλή κοινωνία της πόλης. ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Λείπαμε χρόνια με την οικογένεια μου από τη Σμύρνη. Μετά τις σπουδές μου στην Ανωτάτη Εμπορική της Αθήνας οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη και εγώ επέστρεψα στη Σμύρνη εδώ και δύο χρόνια. ΘΕΙΑ: Πάντως μπράβο που τα κατάφερες. Άξιος ο Λευτέρης Ασπασία μου.(γελώντας στην Ασπασία) ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αλλά αρκετά μ’ εμένα. Εσείς πως τα καταφέρνετε τόσες γυναίκες και κρατάτε ένα σπίτι; ΘΕΙΑ: Πολλές φορές Λευτέρη, οι γυναίκες μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο δυνατές απ’ ότι ένας άντρας. (ο Λευτέρης δυσανασχετεί)
21
ΑΣΠΑΣΙΑ: Να σερβίρουμε τώρα το τσέρι, θεία; ΘΕΙΑ: Ρόζα…Μαρίκα άντε κουζούμ να φέρετε το λικέρ κεράσι από την κουζίνα. ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εγώ δε θα πιώ, ευχαριστώ. Έχω μια συνάντηση αργότερα με κάτι εμπόρους. Το γεύμα βέβαια ήταν άψογο. ΑΣΠΑΣΙΑ: Γλυκιέ μου δεν ακούμπησες όμως το χοιρινό. Το έφτιαξα με τα χεράκια μου. ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι να πρωτοδοκιμάσω Ασπασία μου; Το τραπέζι ήταν γεμάτο. Χόρτασα και που τα είδα. (η Ρόζα με τη Μαρίκα φέρνουν στο σαλόνι το λικέρ) ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μα το Ρηνάκι που είναι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Ρόζα φώναξε το Ρηνάκι, αρκετά με τα μαθήματα. Πες της να κατέβει να γνωρίσει το Λευτέρη. (η Ρόζα φεύγει να φωνάξει το Ρηνάκι) ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Με την ευκαιρία να τις δώσω και το δωράκι της. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αφού σου είπα Λευτέρη. Δε χρειαζόταν να της φέρεις τίποτα. Να μην την καλομαθαίνουμε. (το Ρηνάκι μπαίνει στο σαλόνι και ο Λευτέρης σηκώνεται να τη χαιρετήσει) ΑΣΠΑΣΙΑ: Ρηνάκι μου από δώ ο κύριος Λευτέρης, ο φίλος μας. ΡΗΝΑΚΙ: Καλησπέρα σας κύριε Λευτέρη.
22
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Όταν πήγα να πάρω αυτό το δώρο, μου είπαν να το δώσω στο πιο όμορφο κοριτσάκι της Σμύρνης. Ορίστε λοιπόν. ΡΗΝΑΚΙ: Ευχαριστώ πολύ! Νενέ, μπορώ να το ανοίξω; ΑΣΠΑΣΙΑ: Άνοιξε το τζιέρι μου, δικό σου είναι. (το Ρηνάκι ανοίγει το δώρο) ΡΗΝΑΚΙ: Μα είναι υπέροχο! Ένα μεταξωτό μαντήλι για τα μαλλιά μου. Ευχαριστώ πολύ κύριε Λευτέρη.(το Ρηνάκι αγκαλιάζει τον Λευτέρη) ΡΟΖΑ: Λοιπόν ας χορέψουμε! ( από πίσω ακούγεται ένα βάλς) ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ασπασία θα μου επιτρέψεις να με συνοδεύσει το Ρηνάκι σ’ αυτό τον χορό; Ε Ρηνάκι; (το Ρηνάκι κοιτάει την Ασπασία και αυτή κάνει συγκαταβατικό νεύμα. το Ρηνάκι σηκώνεται και χορεύει με το Λευτέρη) ΑΣΠΑΣΙΑ: (γυρνάει και λέει στη θεία) Τι ευτυχισμένη που είμαι θεία μου!!!
23
ΣΚΗΝΗ 6Η [ΑΣΠΑΣΙΑ, ΚΑΤΙΝΑ, ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ] ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΣΠΑΣΙΑ: Πράγματι Κατίνα ήμουν πολύ ευτυχισμένη τότε. ΚΑΤΙΝΑ: Ποιος να το φανταζόταν ότι λίγο καιρό μετά όλα θα άλλαζαν. Πως θα’ χανες ξανά το χαμόγελο σου. Ποτέ κανένας άντρας δεν στέριωσε στην οικογένεια. Δεν ήτανε γραφτό. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αν δεν είχα κι εσένα Κατίνα. Πάντα ήσουν δίπλα μου. Στις χαρές και στις λύπες. Όπως τώρα έτσι και τότε.(συγκινημένη) Η αδερφή μου, το στήριγμά μου, πάντα εκεί. ( η Κατίνα σηκώνεται και αγκαλιάζει την Ασπασία) ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ (Η Κατίνα και η Ασπασία είναι αγκαλιασμένες στο σαλόνι με τον ίδιο τρόπο) ΑΣΠΑΣΙΑ: Ουφ! Πάει και αυτό, όλα καλά πήγαν. Φάνηκε να του άρεσε το τραπέζι. ΚΑΤΙΝΑ: Αυτό του έλειπε, τόσες ετοιμασίες..
24
ΑΣΠΑΣΙΑ: Έλα βρε Κατίνα (χα,χα,χα) αμάν με τα σχόλια σου. Μου έφυγε ένα μεγάλο άγχος. Τώρα ηρέμησα. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά με τους δικούς μου, έδειξαν ότι τον συμπάθησαν. Η δε θεια τον λάτρεψε. Παναγίτσα μου σε ευχαριστώ. ΚΑΤΙΝΑ: Ναι, σ ευχαριστούμε Παναγίτσα μας. ΑΣΠΑΣΙΑ: Κατίνα; Μα τι έχεις πάθει εσύ; Και η Θεανώ όμως δεν μου είπε κάτι αλλά την καταλαβαίνω. Σίγουρα τον εγκρίνει. Το ίδιο και η Αλκμήνη. Τους έκανε πολύ καλή εντύπωση. Το μεγαλύτερο άγχος βέβαια ήταν το Ρηνάκι μου. Μα κι αυτός; Πόσο ευγενική η χειρονομία του να της πάρει δώρο; Το Ρηνάκι μου πραγματικά το χάρηκε. ΚΑΤΙΝΑ: Σιγά το μαντήλι. Υποχρέωσή του ήταν στο κάτω κάτω να της φέρει κάτι. Έτσι με άδεια χέρια θα ερχόταν; ΑΣΠΑΣΙΑ: Μα γιατί γίνεσαι άδικη μαζί του τώρα; ΚΑΤΙΝΑ: Τίποτα δεν γίνομαι, συνέχισε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Και στο τραπέζι; Είδες τους τρόπους του; Σωστός κύριος. Δεν έπιασε πιρούνι μέχρι να κάτσει και η τελευταία από μας. ΚΑΤΙΝΑ: Ε καλά; Νηστικός θα ερχόταν. Παρά είσαι τσιμπημένη φιλενάδα, πρόσεξε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Πράγματι, χρόνια είχα να νιώσω έτσι. Και μέχρι σήμερα είχα τους ενδοιασμούς μου. Δεν ήξερα πως θα το πάρουν οι αδερφές μου και η θεία μου, μα πάνω απ’ όλα το παιδί μου. Τώρα για πρώτη φορά στη ζωή μου βλέπω μια αχτίδα φωτός. Τον ήλιο να λάμπει ξανά.
25
ΚΑΤΙΝΑ: Σου βγήκε ο ποιητικός σου οίστρος μου φαίνεται. Πρώτη φορά σ’ ακούω να μιλάς έτσι. Ο ήλιος μπορεί να λάμπει Ασπασία, αλλά εσύ θαμπώθηκες για τα καλά. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σε βλέπω λιγάκι σκεπτική Κατίνα. Τι συμβαίνει; ΚΑΤΙΝΑ: Τίποτα Ασπασία, εμένα μου αρκεί να σε βλέπω ευτυχισμένη. Χαίρομαι όταν είσαι κι εσύ χαρούμενη. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αααα να σου πω; Νομίζεις ότι μπορείς να με ξεγελάσεις εύκολα; Αφού το βλέπω στο πρόσωπό σου. Ξέρεις καλά ότι δεν μπορείς να μου κρυφτείς. ΚΑΤΙΝΑ: Τίποτα, τίποτα φιλενάδα μου, ανοησίες δικές μου. Δεν ξέρω…να…μπα τίποτα άστο σου λέω. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σιγά που θα το αφήσω. Αν δεν ακούσω εσένα, την καλύτερή μου φίλη, που ξέρω πόσο με νοιάζεσαι, ποιόν θα ακούσω μου λες; ΚΑΤΙΝΑ: Δεν ξέρω βρε Ασπασία, μπορεί να είναι απλά η ιδέα μου αλλά να… ο Λευτέρης… ΑΣΠΑΣΙΑ: Ε τι ο Λευτέρης; Μα θα με σκάσεις σήμερα βρε Κατίνα; Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω; ΚΑΤΙΝΑ: Το πρόσωπό του, το βλέμμα του. Να πώς να σου το πω; Δεν μου φάνηκε το βλέμμα του καθαρό. Σα κάτι να έκρυβε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σαν τι να έκρυβε δηλαδή; Μα καλά, εσύ ίσα που τον είδες στο τραπέζι. Που τα κατάλαβες όλα αυτά; ΚΑΤΙΝΑ: Δεν ξέρω βρε Ασπασία. Σου είπα, μπορεί να είναι και ιδέα μου. Αλλά το βλέμμα του ανθρώπου λέει πολλά. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τον άλλο καιρό για να τον καταλάβεις. Και το δικό του βλέμμα δεν μου άρεσε. Ήταν
26
σκοτεινό, μυστηριώδες. Μου φάνηκε σαν άλλα να έλεγε με το στόμα του και άλλα να φανέρωνε το βλέμμα του. ΑΣΠΑΣΙΑ: Με τρομάζεις Κατίνα. Τι είναι αυτά που λες; Μα εγώ νόμιζα… (κάθεται σκεπτική) ΚΑΤΙΝΑ: Να, ακριβώς αυτή την αντίδραση ήθελα να αποφύγω. Ασπασία κοίτα με λίγο. Σ’ αγαπώ σαν αδερφή μου και το μόνο που θέλω είναι να είσαι εσύ καλά. Δεν θέλω να πληγωθείς. Αρκετά βάσανα έχεις περάσει στη ζωή σου. Αυτό που θέλω να πω είναι… Ασπασία μ’ ακούς; Αυτό που θέλω είναι να είσαι σίγουρη για το βήμα που πας να κάνεις. Ξέρεις πόσο σε νοιάζομαι, έτσι δεν είναι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Το ξέρω Κατίνα μου, το ξέρω καλά. Ήσουν η μόνη φίλη που μου στάθηκες από τότε που έφυγε ο Θεόφιλος. Το στήριγμα που χρειαζόμουν για να σταθώ πάλι στα πόδια μου. ΚΑΤΙΝΑ: Γι’ αυτό λοιπόν θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα σκεφτείς πολύ καλά πριν πάρεις την οποιαδήποτε απόφαση, σχετικά με τον Λευτέρη. Όποια κι αν είναι αυτή! Ναι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Εντάξει, στο υπόσχομαι Κατίνα. ΚΑΤΙΝΑ: Άντε πάω μέσα να φτιάξω δύο καφεδάκια, ή μήπως θέλεις τσάι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Άστο Κατίνα, θα πάω να φτιάξω εγώ λίγο τσάι να σκεφτώ καλύτερα και ότι είπαμε. Περίμενέ με εδώ, έρχομαι σε δυο λεπτά.
27
ΚΑΤΙΝΑ: Καλά Ασπασία (μονολογεί). Α! (βλέπει την εφημερίδα). Ας ρίξω μια ματιά στην εφημερίδα. Τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Μαυρίζει η ψυχή σου. Ας ελπίσουμε όλα να τελειώσουν σύντομα. Να βρούμε ξανά την ηρεμία μας. (γυρίζει σελίδα). Χριστέ μου και Παναγία μου. Τι βλέπουν τα ματάκια μου; (σοκάρεται). Κατίνα δεν σε βλέπω καλά,(σηκώνει το κεφάλι της, φέρνει πιο κοντά τη σελίδα, φωτογραφία δίπλα σε Τούρκους). Όχι, αποκλείεται να κάνω λάθος. Όχι, μα βέβαια όχι. Αυτός είναι. Ή μήπως όχι; Αχ βρε Κατίνα με το ένστικτό σου αχ! Εμ, φαίνεται ο άνθρωπος. Και τώρα πως θα της το πω; Όχι δεν πρέπει να το μάθει… ή ίσως πρέπει; Ας το δεί και η Ασπασία για σιγουριά. Μα καλά τι δουλειά μπορεί να είχε αυτός με τους Τούρκους αξιωματούχους; Να κρύψω μήπως την εφημερίδα; Δεν ξέρω! Ίσως αν το έβλεπε να ταραζόταν πολύ. Ναι αυτό είναι, θα την κρύψω. Αλλά που; ΑΣΠΑΣΙΑ: Καλέ γιατί άσπρισες εσύ; Τι στο καλό διάβασες; ΚΑΤΙΝΑ: Εγώ; Τι να διαβάσω; Τίποτα! Απλά θέλω να δείς κάτι αφού πρώτα μου υποσχεθείς ότι θα παραμείνεις ψύχραιμη. ΑΣΠΑΣΙΑ: Τι είναι παιδί μου; Α! Εσύ θα με τρελάνεις σήμερα, δείξε μου, τι είναι; ΚΑΤΙΝΑ: Άσε να πιούμε πρώτα το τσάι… ΑΣΠΑΣΙΑ: Αααα εσύ θα με σκάσεις. Φέρε την εφημερίδα εδώ. ( την τραβάει). ΚΑΤΙΝΑ: Γύρνα στη σελίδα πέντε. Βλέπεις τη φωτογραφία εκεί πάνω δεξιά; ΑΣΠΑΣΙΑ: Τη βλέπω, ε και;
28
ΚΑΤΙΝΑ: Ε τι και; Για πρόσεξέ τη καλύτερα, παρατηρείς κάτι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Άσε με να τη δώ. Τι να παρατηρήσω Κατίνα; Τρελάθηκες; Το μόνο που βλέπω είναι μερικούς Τούρκους αξιωματούχους μπροστά από το προξενείο. Τι δουλειά έχουμε εμείς μ’ αυτούς; ΚΑΤΙΝΑ: Εμείς τίποτα! Άλλοι φαίνεται πως έχουν! Για δες καλύτερα αυτόν πίσω από τον ψηλό αξιωματούχο. Σου θυμίζει κάποιον; ΑΣΠΑΣΙΑ: Όχι, ποιόν να μου θυμίζει; ΚΑΤΙΝΑ: Ασπασία κοίτα καλύτερα, είναι ο Λευτέρης. ΑΣΠΑΣΙΑ: Δεν μπορεί να είναι ο Λευτέρης. ΚΑΤΙΝΑ: Μα φαίνεται ξεκάθαρα. Κάτι δεν πάει καλά. ΑΣΠΑΣΙΑ: Ούτε θέλω να σκέφτομαι πως μπορεί να είναι κάτι άσχημο ΚΑΤΙΝΑ: Ας μη προκαταβάλουμε τα γεγονότα Ασπασία μου. Θα μιλήσετε και ανάλογα μ’ αυτά που θα σου πει, θα δείς τι θα κάνεις. ΑΣΠΑΣΙΑ: Δίκιο έχεις! Πάντα δίκιο έχεις Κατίνα, βλέπεις πιο μπροστά από όλους μας. Λοιπόν θα του μιλήσω. Θα πάω να τον βρω αύριο κιόλας
29
ΣΚΗΝΗ 7Η [ΡΟΖΑ, ΚΑΤΙΝΑ, ΑΣΠΑΣΙΑ, ΑΛΚΜΗΝΗ, ΘΕΙΑ, ΡΗΝΑΚΙ] (Η ΡΟΖΑ μπαίνει στο σπίτι τρέχοντας (λαχανιασμένη)) ΡΟΖΑ: Ευτυχώς που είσαι εδώ. Άσχημα τα μαντάτα που σου φέρνω αδερφή μου... ΑΣΠΑΣΙΑ: (κοιτάει με περιέργεια την Κατίνα). Ρόζα τι συμβαίνει; ΚΑΤΙΝΑ: Κάθισε Ρόζα. Πάρε πρώτα μια ανάσα. Τι έγινε; ΡΟΖΑ: Οι αδερφές μου που είναι; Η θεία; ΑΣΠΑΣΙΑ: Η θεία με τη Μαρίκα πήγαν στο Φραγκομαχαλά για τα ψώνια της μικρής. Η Θεανώ στον Αι-Δημήτρη. Ξέρεις κοντεύει Δεκαπενταύγουστος και δεν παραλείπει μέρα που είναι να μην πάει στην Εκκλησία. ΡΟΖΑ: Άσε για την Αλκμήνη, ξέρω. ΚΑΤΙΝΑ: Μα θα μιλήσεις ρε Ρόζα, μας έφαγε η αγωνία.
30
ΡΟΖΑ: Λοιπόν, θα τα πάρω, από την αρχή. Πριν μια ώρα περίπου πέρασε από δω η Φατιμέ Χατούν, πήρε την Αλκμήνη και φύγανε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Ωραία Ρόζα.... Πού είναι το περίεργο; Γνωρίζουμε όλοι ότι η Αλκμήνη με την Φατιμέ “Προβλέπουν το μέλλον....” (Γελάνε η Ασπασία με την Κατίνα) ΡΟΖΑ: Μην γελάτε καθόλου. Δεν τελείωσα. ΚΑΤΙΝΑ: Άφησε την βρε Ασπασία να μιλήσει επιτέλους. ΡΟΖΑ: Τις ακολούθησα για να δω που θα πάνε, γιατί κάτι άκουσα για μαντζούνια μαγικά.... Τις ακολουθώ... και περνάνε λοιπόν, την οδό Μπελαβίστα, συνεχίζουμε αριστερά στην Χαλεπλή για το γαλλικό νοσοκομείο.... Από πίσω και γω... ΑΣΠΑΣΙΑ: Ρόζα δε χρειάζεται να μας περιγράψεις όλους τους δρόμους. Τους ξέρουμε. ΡΟΖΑ: Ναι αλλά ξέρετε που καταλήγουν; ΚΑΤΙΝΑ: Ασπασία άφησέ την να μας μιλήσει επιτέλους. ΡΟΖΑ: Περνάμε την Ταρσών, την Ταβέρνα του Τατάκη.... ΑΣΠΑΣΙΑ: Μα αυτή σήμερα περπάτησε όλη τη Σμύρνη... ΚΑΤΙΝΑ: Κατέληξε Ρόζα μου... ΡΟΖΑ: Φτάνουμε στον Τούρκικο μαχαλά...
31
ΑΣΠΑΣΙΑ: Εντάξει, βρε Ρόζα δεν κάνανε τίποτα παράνομο. Πρώτη φορά πηγαίνει η Αλκμήνη στο μαχαλά; Που νομίζεις έπιασε φιλίες με την Φατιμέ; ΡΟΖΑ: Μωρέ εγώ δεν σου λέω για την Αλκμήνη τόση ώρα. ΑΣΠΑΣΙΑ: Τρελή είναι αυτή; Θα μας τρελάνει σήμερα; ΚΑΤΙΝΑ: Μα Ασπασία δεν την άφησες καθόλου να μιλήσει. Περίμενε και εσύ!!! ΡΟΖΑ: Στη γωνία, πριν μπεις στο μαχαλά. ΑΣΠΑΣΙΑ & ΚΑΤΙΝΑ: Ναι . ΡΟΖΑ: Στον καφενέ του Μεμέτ... ΑΣΠΑΣΙΑ & ΚΑΤΙΝΑ: Ναι... ΡΟΖΑ: Εκεί που συχνάζουν όλοι οι Τούρκοι αξιωματικοί... ναυτικού... πεζικού... ΑΣΠΑΣΙΑ & ΚΑΤΙΝΑ: Ναι.... ΡΟΖΑ: Ήταν κι ο Λευτέρης! Το πα! ΚΑΤΙΝΑ: Χμμμμ.... ο Λευτέρης!!! ΑΣΠΑΣΙΑ: Επιχειρηματίας είναι ο Λευτέρης. Κάποια συνάντηση θα είχε με εμπόρους. Μου έχει μιλήσει για τους Τούρκους συνεργάτες του. Αυτοί του φέρνουν καλής ποιότητας μετάξι από την Άγκυρα. ΡΟΖΑ: Μη βιάζεσαι, Ασπασία.
32
ΚΑΤΙΝΑ: Σταμάτα να τον δικαιολογείς Ασπασία και άκου τη. ΡΟΖΑ: Δεν ήταν έμποροι αυτοί Ασπασία μου. Ήταν δυο περίεργοι, πολύ παράξενοι μου φάνηκαν. ΑΣΠΑΣΙΑ: Κορίτσια ας μην βιαζόμαστε. Θα του μιλήσω αύριο το απόγευμα που θα συναντηθούμε. ΚΑΤΙΝΑ: Δε θα μιλήσεις σε κανένα και ούτε θα τον συναντήσεις. ΡΟΖΑ: Ασπασία μου... Δεν τελείωσα! (Η Ασπασία και η Κατίνα γυρνάνε το κεφάλι προς τη Ρόζα) ΡΟΖΑ: Αυτοί οι δύο.... οι “περίεργοι”... φεύγοντας τον χαιρέτισαν και του είπαν: <<Γκιουρούσουρους Αλή>>. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αποκλείεται.. Αποκλείεται!! Κάποιο λάθος κάνεις Ρόζα. Αποκλείεται να μιλούσαν στο Λευτέρη μου αυτοί! ΚΑΤΙΝΑ: Ασπασία ηρέμησε. Κάθισε κάτω. Η Ρόζα δεν είναι μικρό παιδί. Μια χαρά κατάλαβε τι είδε. Κι εσύ κατάλαβες... Κι γω... Κι η φωτογραφία.. ΡΟΖΑ: Ποια φωτογραφία; (Η Ασπασία αρχίζει να κλαίει. Η Κατίνα πάει κοντά της την αγκαλιάζει όταν μπαίνει μέσα στο σπίτι ανήσυχη η Αλκμήνη) ΑΛΚΜΗΝΗ: Καλησπέρα, Κατίνα και εσύ εδώ; ΡΟΖΑ: Πέρνα Αλκμήνη, κάθισε. ΑΛΚΜΗΝΗ: Ασπασία τι έγινε; Τι έπαθες, είσαι καλά;
33
ΚΑΤΙΝΑ: Αλκμήνη, κάθισε και θα σου εξηγήσουμε. ΑΛΚΜΗΝΗ: Πριν μου πείτε όμως, θέλω να σας μιλήσω. Δεν είμαι τόσο σίγουρη.. αλλά είναι αρκετά σοβαρό για να το κρατήσω. ΡΟΖΑ: Εμπρός Αλκμήνη, πες και εσύ. ΑΛΚΜΗΝΗ: Η θεία; Οι υπόλοιπες που είναι; ΚΑΤΙΝΑ: Έξω... Έλα πες μου, τι σε απασχολεί; ΑΛΚΜΗΝΗ: Πριν μια ώρα περίπου πέρασε από δω η Φατιμέ για να πάμε μια βόλτα στο Κάι. ΡΟΖΑ: Έννοια σου Αλκμήνη και ξέρουμε που ήταν. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σιωπή Ρόζα. ΑΛΚΜΗΝΗ: Τελικά, καταλήξαμε σπίτι τις Φατιμέ στο μαχαλά, για να της δείξω τη συνταγή από το γλυκό το συκαλάκι της θείας που της αρέσει πολύ. ΡΟΖΑ: Άλλη συνταγή ήθελες εσύ Αλκμήνη, όχι το συκαλάκι.. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σους Ρόζα, σταμάτα τα σχόλια. ΑΛΚΜΗΝΗ: Στην γωνία πριν το μαχαλά στον καφενέ του.. ΡΟΖΑ: Μεμέτ... ΑΛΚΜΗΝΗ: Ακριβώς. Μου φάνηκε πως είδα τον Λευτέρη κι τις δυο περίεργα ντυμένους. Ρώτησα την Φατιμέ και μου είπε να μην δίνω σημασία. Φαντάροι μου πε πως είναι. ΚΑΤΙΝΑ: Είδες Ασπασία μου τρίτο σημάδι.
34
ΑΛΚΜΗΝΗ: Γιατί; Ποια είναι τα άλλα; (Η Ασπασία δίνει την εφημερίδα στην Αλκμήνη, η Ρόζα πάει από πάνω της και διαβάζει κι αυτή) ΑΣΠΑΣΙΑ: Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό. Με ξεγέλασε, με κορόιδεψε. Μπήκε στο σπίτι μας, του εμπιστεύτηκα το παιδί μου. ΚΑΤΙΝΑ: Μα σου είπα Ασπασία μου, μην είσαι ευκολόπιστη. Έλα ηρέμησε τώρα, πρέπει να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. ΚΑΤΙΝΑ: Σταμάτα πια να σκέφτεσαι τι θα πουν οι άλλοι. Πρέπει οπωσδήποτε να το μάθει. ΑΛΚΜΗΝΗ: Και το ‘δα εγώ στα χαρτιά. Πολλά μυστικά κρυβόταν... Όλα φανερώνονται τελικά. ΚΑΤΙΝΑ: Εδώ Αλκμήνη το δες με τα ίδια σου τα ματιά... τα χαρτιά εμπιστεύεσαι; ΡΟΖΑ: Καλά της το λεγε η Θεανώ. Ούτε το χοιρινό ακούμπησε μα ούτε το κρασί μας. ΑΣΠΑΣΙΑ: Σταματήστε όλες σας. Πρέπει να βρούμε τη θεια. Τελικά οι δικές μας χαρές είναι γραφτό να κρατούν λίγο. (Εκείνη τη στιγμή μπαίνουν στο σπίτι η θεία Λούλα με την Μαρίκα) ΘΕΙΑ: Γεια σας τζιέρια μου. Όλες εδώ είστε εδώ μαζεμένες; Κατίνα θα καθίσεις να φάμε το μεσημέρι. Μα πως σας βλέπω έτσι; Τα πρόσωπά ας είναι συννεφιασμένα, τι πάθατε; Μαλώσατε βρε;
35
ΚΑΤΙΝΑ: Άσε θα της μιλήσω εγώ. Κυρία Λούλα θέλετε να περάσουμε λίγο στο καθιστικό που θέλω να σας μιλήσω; ΘΕΙΑ: Μα τι έγινε; Με κάνεις και ανησυχώ. ΚΑΤΙΝΑ: Περάστε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Τι έπαθα, αχ, δεν είναι δυνατόν. ΑΛΚΜΗΝΗ: Μην στεναχωριέσαι τζιέρι μου, η μοίρα είναι δυνατό χαρτί, κάνεις δεν μπορεί να ξεφύγει. ΡΗΝΑΚΙ: Νενέ μου, πότε θα πάμε στη θάλασσα; ΑΣΠΑΣΙΑ: Θα πάμε κουζούμ αλλά τώρα η μανούλα δεν είναι καλά, θες να πας στο δωμάτιο σου με την Ρόζα να δείτε φορέματα και να σου φτιάξει τα μαλλιά; ΡΗΝΑΚΙ: Ναι! Εννοείται! Αλλά μη με ξεχάσεις, ναι; Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα πως είχαμε πάει βαρκάδα με τον μπαμπατζιμ! Και η θάλασσα ήταν πανέμορφη σαν λάδι και περνούσαμε πολύ ωραία! Να δεις πόσα ψάρια είχε η θάλασσα και πόσα πιάσαμε. (Η Ασπασία και η Αλκμήνη τρομάζουν) ΑΣΠΑΣΙΑ: Θα πάμε Ρηνάκι μου. ΑΛΚΜΗΝΗ: Ασπασία! Το μέλλον μας τελειώνει! ΑΣΠΑΣΙΑ: Τι εννοείς; ΑΛΚΜΗΝΗ: Ματωμένο Αυγουστιάτικο φεγγάρι.. και...ψάρια, μεγάλη λαχτάρα. ΑΣΠΑΣΙΑ: Τι εννοείς;
36
ΑΛΚΜΗΝΗ: Όταν αυτά τα δύο συνδυαστούν, αίμα θα χυθεί στο τόπο που ζούμε. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αλκμήνη με τρομάζεις, με τρομάζει η όψη που χεις πάρει. ΑΛΚΜΗΝΗ: Ασπασία! Έρχονται μέρες δύσκολες! Έρχονται και είναι μέρες ματωμένες! (Φεύγει τρομαγμένη) ΑΣΠΑΣΙΑ: Όχι κι άλλη συμφορά όχι κι άλλη. ΣΚΗΝΗ 8Η [ΑΣΠΑΣΙΑ, ΘΕΙΑ, ΡΟΖΑ, ΡΗΝΑΚΙ, ΛΕΥΤΕΡΗΣ] ΑΣΠΑΣΙΑ: Φοβάμαι θεία μου για το τι πρόκειται να γίνει.Η Αλκμήνη μου μίλαγε για καταστροφή, προδοσία, αίμα που θα χυθεί...τι θα κάνουμε; Η Θεανώ που είναι; ΘΕΙΑ: Στην εκκλησία πήγε Ασπασούλα..μην ανησυχείς και τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να γίνει!! ΑΣΠΑΣΙΑ: Ναι θεία αλλά ο Λευτέρης; Τι ζήταγε από μας; Φοβάμαι! ΘΕΙΑ : Ας τον δω μπροστά μου αυτόν τον κύριο και θα σου πω εγώ. Που τόλμησε να εξαπατήσει μια οικογένεια σαν τη δική μας! Ασπασία: Θεία τι φασαρία είναι αυτή; ΘΕΙΑ: Παναγία μου τι ακούγεται έτσι;
37
AΣΠΑΣΙΑ: Θεία! Σειρήνες πολέμου θεία! ΡΟΖΑ: Θεία σειρήνες πολέμου!!! ΡΗΝΑΚΙ: Νενέ μου τι είναι αυτό; Φοβάμαι! Ασπασία: Τίποτα τζιέρι μ' τίποτα. Θεία τι κάνουμε;;; Τι; Παναγία μου! ΘΕΙΑ: Μη φοβάστε! Πάω να δω τι γίνεται! Ρόζα πάρε το Ρηνάκι πάτε πάνω αμπαλάρετε κάποια πράγματα και περιμένετε εκεί μην κουνηθείτε αν δεν σας το πω! ΑΣΠΑΣΙΑ: Θεία να προσέχεις! Τι θα κάνουμε τωρα; Και η Αλκμήνη που στην ευχή είναι; Χτυπάει η πόρτα, ποιός να ναι και χτυπάει τόσο δυνατά; Λευτέρη;! Τι κάνεις εδώ; Ποιος είσαι επιτέλους; ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μπουρντα! Μπουρντά! Ε δω είναι Έλληνες, διώξτε τους! Δε με λένε Λευτέρη Ασπασία, με λένε Αλί και είμαι Τούρκος αξιωματούχος, το κατάλαβες; ΑΣΠΑΣΙΑ: Με πρόδωσες ! ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αλήθεια τι νόμιζες; Ποιος θα σε ερωτευτεί στην εποχή μας με ένα παιδί και να ναι μάλιστα και έμπορος μεταξιού; Αν είχα τόσο χρήματα θα έβρισκα μία της τάξης μου. Εμπρός βγες έξω! ΑΣΠΑΣΙΑ: Εδώ είναι το σπίτι μου! Δεν πάω πουθενά! ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πεισματάρα Ελληνίδα! Θα σου δείξω εγώ! (και την τραβάει από το χέρι να τη βγάλει από τη σκηνή)
38
ΣΚΗΝΗ 9Η [ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ] ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΣΠΑΣΙΑ: Που να ξέραμε Κατινάκι μου τι μας περίμενε; Από τις εφημερίδες μαθαίναμε απλά τα γεγονότα. ΚΑΤΙΝΑ: Θυμάμαι τότε όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη τι χαρά! Θα είχαμε ελληνική διοίκηση, πιστεύαμε πως η Σμύρνη θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα. Αλλά άλλη γνώμη είχαν οι Τούρκοι. ΑΣΠΑΣΙΑ: Να σαν τώρα θυμάμαι να διαβάζω την «αμάλθεια» και να λέει πως ο Κεμάλ Ατατούρκ αψήφησε το σουλτάνο και γίνεται ο νέος ηγέτης της Τουρκίας, «ο πατέρας των Τούρκων» . ΚΑΤΙΝΑ: Ο στρατός μας την άνοιξη του ΄21 ξεκίνησε την προέλαση του για την Άγκυρα και μείς όλο περηφάνια περνοδιαβαίναμε στους δρόμους της Σμύρνης, αλλά ο Κεμάλ μυστικά με τους Γάλλους ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών και έτσι μετά την ήττα μας στο Σαγκάριο, ο
39
στρατός μας έμεινε εκεί στάσιμος για ένα χρόνο. ΑΣΠΑΣΙΑ: Τα παλικάρια μας στο μέτωπο ήταν εξουθενωμένα. Η ελληνική κυβέρνηση δεν ξανάστειλε ενισχύσεις .Ο στρατός μας ήταν ταλαιπωρημένος από τις μάχες και την πείνα. Ήταν πλέον δυσκίνητος και ανοργάνωτος. ΚΑΤΙΝΑ: Πόσο να αντέξουν και αυτοί άνθρωποι ήταν. Πώς να μη διαλυθεί και αποκοπεί από τις απανωτές επιθέσεις; ΑΣΠΑΣΙΑ: Όταν στις 5 Σεπτέμβρη τα τελευταία τμήματα του στρατού εγκατέλειψαν τα παράλια, μείναμε στο έλεος των Τούρκων. ΚΑΤΙΝΑ: Αχ θεέ μου ακόμα θυμάμαι εκείνες τις μέρες και ανατριχιάζω. Στις 8 μπήκαν τα τούρκικα στρατεύματα στη Σμύρνη μας και 5 μέρες μετά ξεκίνησε το κακό. Αχ Παναϊα μου! Εφιάλτης! ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
40
ΣΚΗΝΗ 10Η [ΑΣΠΑΣΙΑ, ΡΗΝΑΚΙ, ΕΥΤΕΡΠΗ, ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ] ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΣΠΑΣΙΑ: Αχ Κατίνα, έτσι και σε μας ξεσπάει η φωτιά στο δικό μας σπίτι και μαζέψαμε τα πράγματά μας γρήγορα γρήγορα ! Οι φλόγες αγρίευαν και θέριευαν και οι καπνοί να μας κλείνουν το λαιμό! Σαν ένα αόρατο χέρι να μας πιάνει από το λαιμό και να μην μας αφήνει να ανασάνουμε. ΚΑΤΙΝΑ: Γαντζωνόσασταν στα μετερίζια μας! Γιατί να φύγουμε; Γιατί να αφήσουμε τη λατρεμένη μας γη; ΑΣΠΑΣΙΑ: Δε μπορώ να τα σβήσω με τίποτα από τη μνήμη μου. Θυμάμαι πως τρέχαμε πανικόβλητοι, πώς μέσα σε μπόγους είχαμε όλα τα πράγματά μας...Πλέον η όψη της Σμύρνης ήταν πένθιμη. Η ανίκανη ελληνική κυβέρνηση αδιαφορούσε για τη μεταφορά τόσων χιλιάδων ψυχών στην Ελλάδα. Και τα υπάρχοντα πλοία των «συμμάχων» ήταν ελάχιστα. Στους δρόμους επικρατούσε ένα πανικός όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο λιμάνι, στοιβαζόμασταν σαν τα ζώα στην προκυμαία ,νηστικοί,
41
ταλαιπωρημένοι...Η Σμύρνη μας καίγονταν. Ένα πέπλο κάλυπτε τον ουρανό της, δεν ξέραμε τι ήταν! Ήταν καπνός ή ήταν ο θάνατος; Και οι φλόγες που φτάναν ως τον ουρανό, μοιάζαν με ψυχές Σμυρνιών που ανέβαιναν ώς την αγκαλιά του Θεού. ΚΑΤΙΝΑ: Το μόνο που μας έμενε ήταν να προσευχηθούμε στο θεό. Όταν έπεφτε η νύχτα, άρχιζε η μυρωδιά του θανάτου. Άρχιζαν από τα στενά της πόλης να ακούγονται γυναικείες κραυγές που πάγωναν το αίμα. Έμπαιναν και άρπαζαν τα παιδιά από τις μανάδες. Ένα απέραντο σφαγείο η Σμύρνη μας Ασπασία. ΑΣΠΑΣΙΑ: Έτσι είναι άραγε ο πόλεμος Κατίνα ; Έχουν σβηστεί τα υπόλοιπα από τη μνήμη μου.... ΚΑΤΙΝΑ: Πώς να μην σβηστούν τζιέρι μου; Ανθρώπους δεν ξεχώριζες πλέον, μόνο ένα ποτάμι πλήθους στοιβαγμένο τις δρόμους. Τα σπίτια μας Ασπασία...Οι οικογένειές μας, η Σμύρνη μας!! ΑΣΠΑΣΙΑ: Και συ πάντα εκεί δίπλα μου! ΚΑΤΙΝΑ: Πως να μην είμαι δίπλα σου; Δικιά μου οικογένεια δεν είχα, εσύ ήσουν όλη μου η οικογένεια, πως να μην σε στηρίζω; Το Ρηνάκι μας άφηνες..και γώ μάνα του ήμουν! Σαν τώρα το θυμάμαι όταν ήρθε εκείνη η γλυκιά κοπέλα να την πάρει. Πως τη λέγαν; Τη θυμάσαι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Ποτέ δεν την ξέχασα... ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ (Σκοτάδι μόνο φως στα άτομα που σημαίνει πως διαδραματίζεται η σκηνη στο λιμάνι..) ΡΗΝΑΚΙ: Νενέ μου φοβάμαι...
42
ΑΣΠΑΣΙΑ: Μη φοβάσαι τζιέρι μ’, εγώ θα’ μαι κοντά σου πάντα! Αρκεί μόνο να με σκέφτεσαι! Μη φοβάσαι! ΡΗΝΑΚΙ: Νενέ πεινάω! ΕΥΤΕΡΠΗ: Πρέπει να την αφήσεις... ΑΣΠΑΣΙΑ: Όχι το παιδί μου.. Το σπλάχνο μου...όχι. ΕΥΤΕΡΠΗ: Πρέπει να φύγει, αν μείνει και άλλο εδώ , θα πεθάνει και το ξέρεις. ΑΣΠΑΣΙΑ: Κορούλα μου... ΕΥΤΕΡΠΗ: Μη φοβάσαι, σου δίνω το λόγο μου εγώ, πως θα στην προσέχω, όπως και τα άλλα παιδιά που είναι στο καράβι. Είναι το μέλλον μας και πρέπει να σωθούν. ΑΣΠΑΣΙΑ: Ρηνάκι, θα είμαι πάντα κοντά σου να το θυμάσαι..
ΤΡΑΓΟΥΔΙ «Το τζιβαέρι» Παραδοσιακό τραγούδι
43
ΣΚΗΝΗ 11Η [ΑΦΗΓΗΤΡΙΕΣ] ΑΦΗΓΗΣΗ ΚΑΤΙΝΑ: Αχ αχ...και η υπόλοιπη οικογένεια σου υπέφερε πολύ. ΑΣΠΑΣΙΑ: Τη θεία Λούλα τη χάσαμε πάνω στην αναμπουμπούλα, τις αδερφές μου δεν τις ξανάδα ποτέ. Εκεί στο λιμάνι ήμασταν με το Ροζάκι..όταν ανέβηκα εγώ τη φώναζα να έρθει μαζί μου να μη μείνει μόνη της, όταν με είδε πάνω στο καράβι γραπώθηκε πάνω του για να ανέβει κι αυτή. Τότε τις κόψανε τα χεράκια και έπεσε στη θάλασσα..πνίγηκε..εμένα με χτυπήσανε και έπεσα αναίσθητη..με βρήκες εσύ και μου έσφιγγες το χέρι..ήσουν δίπλα μου.. ΚΑΤΙΝΑ: Και οι άλλες; ΑΣΠΑΣΙΑ: Τη Θεανώ, την έσυραν από τα μαλλιά, έξω από την εκκλησία και τη σταύρωσαν μαζί με τους χριστιανούς στο προαύλιο της εκκλησία απ ότι μου είπανε.. ΚΑΤΙΝΑ: Και η Αλκμήνη;
44
ΑΣΠΑΣΙΑ: Η Φατιμέ προσπαθούσε να την κρύψει.. Βλέπεις δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα με τους Τούρκους που μέναμε μαζί. Αλλά μας είπανε πως όταν κάποιος μουσουλμάνος βοηθήσει χριστιανό πρώτα θα κρεμάσουν το μουσουλμάνο και μετά τον χριστιανό. Έτσι φοβήθηκε και αυτή η καημένη και την άφησε.. ΚΑΤΙΝΑ: Και; ΑΣΠΑΣΙΑ: Τη γύμνωσαν και...καταλαβαίνεις.. ΑΣΠΑΣΙΑ: Έτσι είναι ο πόλεμος Κατίνα..Γίνονται φρικαλεότητες ανείπωτες. Έτσι κάναμε και μείς όταν κατακτούσαμε πόλεις καθώς προχωρούσαμε στην Τουρκία..Σε κάθε πόλεμο όπως και να χει γίνονται πράγματα που σε κάνουν να ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος. ΚΑΤΙΝΑ: Θυμάσαι ποια ήταν τα τελευταία λόγια που σου είπα όταν αφήναμε τα νερά της Σμύρνης; ΑΣΠΑΣΙΑ: Πως δε θυμάσαι; « Κατινούλα, κοίτα τον ορίζοντα της Σμύρνης είναι κατακόκκινος από τις φλόγες..Στην Ελλάδα λες να ναι καλύτερα;» ΚΑΤΙΝΑ: «και στην Ελλάδα θα ναι κατακόκκινος ο ουρανός τζιέρι μου, μόνο που αυτά θα ΄ναι τα χρώματα του δειλινού. Θα ζήσουμε καλύτερα θα το δείς». Ψέματα σου πα Ασπασάκι μου..Δεν ήταν καλύτερα.. ΑΣΠΑΣΙΑ: Αλλά τι τα θες; Πάντα όποιος άνθρωπος κι αν φεύγει απ τον τόπο του, πουθενά δεν είναι καλύτερα. ΚΑΤΙΝΑ: Ήρθαμε αντιμέτωποι με πολλά. Τι τραβήξαμε δε λέγεται. Όλοι ήταν μέσα στην καχυποψία, μας φώναζαν
45
‘’Τουρκόσπορους’’, τι ρατσισμός, τι φανατισμός, τι εθνικισμός, για ποιο λόγο όμως; Και εμείς άνθρωποι ήμασταν! ΑΣΠΑΣΙΑ: Ήμασταν παρείσακτοι κι στις δυο πατρίδες. Πως να ζήσουμε; Μας αντιμετώπιζαν σα.... αχ... τα μακριά μας μαλλιά μας τα ξύρισαν. Για τις ψείρες λέγαν. Μέναμε σε σκηνές, τρεφόμασταν σε συσσίτια, μας είχαν στείλει στο Φάληρο, μας είχαν απομονωμένους σαν το γκέτο της Αμερικής. Ο Πειραιάς από τότε έγινε πατρίδα μας. ΚΑΤΙΝΑ: Με τον ΕΑΠ θυμάσαι τι έγινε; ΑΣΠΑΣΙΑ: Αμ δε θυμάμαι; Μας βρήκε σπίτια και χαιρόμασταν και μετά έπρεπε να δίνουμε τα νοίκια αλλιώς μας απειλούσαν με έξωση, τουλάχιστον όμως είχαμε σπίτια. 10 χρόνια κάναμε να προσαρμοστούμε. Αλλά είχαμε βρει δουλειά σα ράφτρες. Πάντα τα χέρια σου έπιαναν εσένα. ΚΑΤΙΝΑ: Ε τα παραλές. ΑΣΠΑΣΙΑ: Όχι βέβαια! Γι αυτό και σου αξίζουν τα καλύτερα. Έτσι και γνώρισες τον Κωνσταντίνο. Τι καλό παιδί, και πως με βοήθησε, με τι αυταπάρνηση ψάχναμε το Ρηνάκι και με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού το
46
βρήκαμε το τζιέρι μου το πανέμορφό μου! Άργησαν αλλά ευτυχώς έστρωσαν τα πράγματα. ΚΑΤΙΝΑ: Αυτή τη φωτογραφία τη θυμάσαι; Σα φυλαχτό την κράταγες στο στέρνο σου όσο ψάχναμε τη βαφτιστήρα μου. Α! Στάσου να σου δείξω τι άλλο βρήκα στο σεντούκι μου. (Η Ασπασία με το που είδε τη φωτογραφία ταράχτηκε ενώ η Κατίνα γύρισε να ψάξει στην τσάντα της) ΚΑΤΙΝΑ: Μα που είναι; ΑΣΠΑΣΙΑ: Κατινούλα, δεν είμαι καλά πονάω. ΚΑΤΙΝΑ: Απ την συγκίνηση είναι έρχομαι. ΑΣΠΑΣΙΑ: Κατίνα, δεν είμαι... ΚΑΤΙΝΑ: Τι δεν είσαι? (Γυρνάει και τη βλέπει) Ασπασία! Ασπασία! Ξύπνα τζιέρι μου! Ξύπνα! Πανιά μου εν κοιμάται! Ξύπνα, ξύπνα! ΤΕΛΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
47
ΣΚΗΝΗ 12Η [ΑΣΠΑΣΙΑ(αφηγήτρια), ΑΣΠΑΣΙΑ] Ασπασία (αφηγήτρια): Ασπασούλα; Ξύπνα λουλούδι μου...ξύπνα! ΑΣΠΑΣΙΑ: Ποιος είναι; μα εσύ... είσαι.. εγώ.. Ασπασία (αφηγήτρια): Ναι Ασπασία μου.. είμαι η χαμένη σου νιότη.. ΑΣΠΑΣΙΑ: Μα τι έγινε; Η Κατίνα; Τι γίνεται; Δεν καταλαβαίνω.. Ασπασία (αφηγήτρια): Μη φοβάσαι.. Πιάσε το χέρι μου και σήκω.. να πάμε.. ΑΣΠΑΣΙΑ: Να πάμε που; Μα τι γίνεται; Ασπασία (αφηγήτρια): Γλυκό μου λουλούδι..Έρχεται μια μέρα στη ζωή όλων των προσφύγων, που μπορούν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους! Αυτή η στιγμή έφτασε και για σένα... ΑΣΠΑΣΙΑ: Μα πώς αφού απαγορεύεται! Εμείς δεν 48
φταίγαμε, ούτε οι Τούρκοι! Ο πόλεμος! Εμείς... Ασπασία (αφηγήτρια): Σους σους τζιέρι μ'.. κράτα μου το χέρι σφιχτά, μη φοβάσαι! Κανείς μας δε φταίει! Ο πόλεμος φταίει! Αυτοί που κάνουν τους πολέμους φταίνε! Εμείς και όλοι οι πρόσφυγες, είμαστε αυτοί που βρισκόμαστε στη μέση των πολέμων τους και αυτοί που την πληρώνουν συνέχεια..Δεν έχει σημασία αν είσαι Έλληνας ή Τούρκος, Άγγλος, Γάλλος.. Απ' όπου και αν είσαι, είσαι άνθρωπος! Και δυστυχώς στους πολέμους και ειδικά όταν πρόκειται για πρόσφυγες το ξεχνάνε και μας φέρονται σα ζώα. Ο κόσμος πρέπει να πάει μπροστά! Είναι δυνατόν να γίνονται ακόμα πόλεμοι; Είναι δυνατόν να σφάζονται λαοί; Το βλέπεις αυτό εκεί; Εκεί στο βάθος; Είναι το μέλλον..Αυτούς εκεί τους βλέπεις; είναι πρόσφυγες από άλλη χώρα..πρόσφυγες πολέμου..Αυτά τα αστεράκια τα βλέπει; Είναι οι ψυχούλες από παιδάκια που ατύχησαν και τους πήρε η προσφυγιά. ΑΣΠΑΣΙΑ: Η ιστορία επαναλαμβάνεται...με άλλους λαούς και άλλους πρόσφυγες..που τραβάν όμως τα ίδια με εμάς.. Ασπασία (αφηγήτρια): Όχι! Μη σκύβεις το κεφάλι σου... Μη! Μια μέρα θα αλλάξουν όλα! Θα το δείς! Θα φτιάξουμε μια άλλη κοινωνία και θα σταματήσουν οι πόλεμοι! Δε θα γίνονται πια πόλεμοι! Θα σταματήσουν οι αλληλοσφαγές λαών, δε θα υπάρχουν πια επιστρατεύσεις και εκβιασμοί για νέους πολέμους! Μια μέρα όλα τα παιδιά του κόσμου θα παίζουν ανέμελα χωρίς το φόβο του πολέμου! Χωρίς να χάνονται τα κορμάκια τους σε ξένες θάλασσες..Ειρήνη, Ειρήνη θα υπάρχει μεταξύ των λαών, Ειρήνη σε όλο τον κόσμο! Μα...μην αργείς, πάμε..η Σμύρνη μας σε περιμένει...
49
50