The Doppelgänger του Δημήτρη Αργασταρά
όταν συναντούσες τον άλλο σου εαυτό σήμαινε ότι σύντομα θα πεθάνεις –ήταν ο απεσταλμένος από την γη των νεκρών που ερχόταν για να σε πάρει– ενώ και η ελληνική ιστορία του Νάρκισσου θεωρείται ότι συνδέεται με μια παρόμοια δεισιδαιμονία: αυτό που βλέπει ο Νάρκισσος είναι το είδωλό του –τον εαυτό του, αλλά έναν εαυτό στην άλλη πλευρά του υδάτινου καθρέπτη– και τον παρασύρει στον θάνατο.
Η
έννοια και η μυθολογία του «διπλού εαυτού» μπορεί να απαντηθεί ήδη σε πολλούς πολιτισμούς του μακρινού παρελθόντος, μέσα στους αρχαίους θρύλους, στις ιστορίες και στα έργα τέχνης, αλλά και στα βιβλία διαφόρων συγγραφέων. Η ονομασία που τελικά έχει επικρατήσει στην διεθνή βιβλιογραφία είναι αυτή του «doppelganger», μια λέξη που χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε σε μία παράλληλη ύπαρξη, σωματικά και πνευματικά ίδια με ένα άλλο άτομο. Το doppelganger είναι μια γερμανική λέξη για εκείνη την φασματική (ή πραγματική) ύπαρξη που λειτουργεί ως μία «ρεπλίκα», ένα αντίγραφο, ως το «διπλό» ενός άλλου ζωντανού πλάσματος. Γενικά, είναι μια έννοια που έχει χρωματιστεί αρνητικά και το φανέρωμα ενός doppelganger επικράτησε να θεωρείται ως κακός οιωνός – επέφερε σύγχυση, μπορούσε να προκαλέσει απειλητικές ιδέες στο μυαλό εκείνου που το έβλεπε, και σε μερικές περιπτώσεις θεωρούνταν προμήνυμα θανάτου. Σε μερικές πρωτόγονες κοινωνίες υπάρχει το φαινόμενο της θανάτωσης του ενός από τα δύο δίδυμα, για να προστατευθεί το αυθεντικό άτομο από την κακή του τύχη, ενώ στις πρώτες μυθολογίες πιστεύεται ότι το φαινόμενο αποτυπώνεται στις ιστορίες κάποιων αρσενικών αδερφών, που είναι μοιρασμένοι ανάμεσα σε μια θετική και μια αρνητική πλευρά – Άβελ και Κάιν, Όσιρις και Σετ, Γιλγαμές και Ενκίντου, Ρώμυλος και Ρέμος. Πάντως, σύμφωνα με τα έθιμα της Σκωτίας,
Μια από τις πιο διάσημες απεικονίσεις doppelganger σε έργο τέχνης είναι ο περίφημος πίνακας του προραφαηλίτη Dante Gabriel Rossetti «Πώς συνάντησαν τους εαυτούς τους». Στον πίνακα έχουμε δύο πανομοιότυπα ζευγάρια κατά τον περίπατό τους σε ένα μεσαιωνικό δάσος την ώρα του λυκόφωτος. Έχουν σταθεί πλάι-πλάι, οι άντρες αντικρίζονται με κατάπληξη, ο ένας έχει τραβήξει ήδη το σπαθί του, ενώ η μία από τις κοπέλες λιποθυμά στα χέρια του συντρόφου της. Είναι η φρικώδεις έκπληξη που προκαλεί το συναπάντημα με το φασματικό «διπλό» σου…
Ο «διπλός εαυτός» στην λογοτεχνία Στην λογοτεχνία το θέμα του doppelganger απασχόλησε δημιουργικά πολλούς συγγραφείς και γνώρισε αρκετές παραλλαγές – η ανθρώπινη σκιά, η αντανάκλαση στον καθρέπτη, ένα πορτρέτο, η αναπάντεχη όσο και φευγαλέα εμφάνιση ενός σωσία, είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται η ανησυχητική θεματολογία του «διπλού εαυτού» στην αφηγηματική τέχνη. Μια εμβληματική μορφή του γερμανικού ρομαντισμού, ο Ε. Τ. Α. Χόφμαν, είχε σχεδόν εμμονή με το θέμα, το οποίο εμφανιζόταν φανερά ή κεκαλυμμένα σε αρκετά έργα του, και το 1821 έγραψε κι ένα διήγημα με τον τίτλο «Die Doppelganger». Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή έχουμε στο «Η ιστορία της χαμένης αντανάκλασης στον καθρέπτη», όπου ο Έρασμος Σπίχνερ ερωτεύεται την όμορφη Τζουλιέτα σε ένα επαγγελματικό του ταξίδι στην Ιταλία. Όταν φτάνει η μέρα να επιστρέψει στην οικογένειά του, εκείνη του λέει: «Άσε μου τουλάχιστον την εικόνα σου, που αντανακλά αυτός ο καθρέπτης. Αυτή τουλάχιστον δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ». Πράγματι, το είδωλο στον καθρέπτη ανεξαρτητοποιείται από τον ιδιοκτήτη του και ο Έρασμος κυκλοφορεί πια χωρίς αντικαθρέφτισμα.
22
Αυτή η απώλεια όμως του δημιουργεί πολλά προβλήματα και τραβά μια ύποπτη προσοχή προς το μέρος του. Χαρακτηριστική είναι η απαίτηση της εμφάνισης του ειδώλου εκ μέρους των αρχών, όπως αποτυπώνεται στο απόσπασμα: «Καθώς τον έτρωγε η ντροπή, ο Έρασμος κατέφυγε στο δωμάτιό του, μα κι εκεί ήρθαν να του δηλώσουν απ’την αστυνομία πως έπρεπε να παρουσιαστεί μέσα σε μια ώρα στις αρχές, μαζί με το αντικαθρέφτισμα του, και να είναι άθικτο και να του μοιάζει τελείως, ειδεμή έπρεπε να φύγει από την πόλη». Από τις πιο επιδραστικές, όμως, ιστορίες πάνω στο θέμα υπήρξε το αφήγημα του Πόε «Ουίλιαμ Ουίλσον» (1839). Ο Τόμας Μαν σχολιάζοντας την ιστορία του Πόε θα γράψει ότι «καταπιάνεται με αυτό το παλιό ρομαντικό θέμα με τρόπο ιδιαίτερα βαθύ ως προς το ηθικό σκέλος και πολύ επιτυχημένο ως προς την λογοτεχνική του έκφραση». Σε αυτή την ιστορία, ο ήρωας αισθάνεται ότι καταδιώκεται από κάποιον με το ίδιο όνομα που του μοιάζει και που λειτουργεί σαν μια ενδιάμεση συνείδηση. Ο σωσίας βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά, ματαιώνοντας κάποιο σχέδιο ή προτρέποντας σε κάποια ενέργεια, κάτι που ο ήρωας αντιλαμβάνεται ως «επίμονη και προσβλητική άρνηση του φυσικού μου δικαιώματος για αυτενέργεια!». Τελικά, ο αφηγητής καταλήγει να σκοτώσει τον έτερο Ουίλιαμ Ουίλσον, σκοτώνοντας έτσι τον ίδιο του τον εαυτό. Εκπληκτική και φρικτή διαπίστωση του τέλους είναι ότι οι δύο Ουίλιαμ Ουίλσον μοιράζονται την ίδια θνητή φύση και ο ένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλο. Σε ανάλογο μοτίβο, ως ένα θαυμαστό μέσο για ενδελεχή κατάδυση στα μύχια της ψυχής του ήρωά του, ο Φ. Ντοστογιέφσκι θα χρησιμοποιήσει το θέμα του «Σωσία» στην ομώνυμη νουβέλα του, το 1846. Ένας δημόσιος υπάλληλος στην Αγία Πετρούπολη, ο Γιάκοβ Πετρόβιτς Γκολιάντκιν, ζει μόνος στο διαμέρισμά του, απομονωμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο, άβουλος και ανασφαλής. Όταν θα αποτύχει να σταθεί αξιοπρεπώς στο σαλόνι ενός ανωτέρου του στην δουλειά, κατά την διάρκεια ενός δείπνου, η κατάστασή του θα χειροτερέψει. Επιστρέφοντας σπίτι, θα συναντήσει για πρώτη φορά στον δρόμο τον σωσία του, και καθώς φαίνεται να διαθέτει ό,τι λείπει από τον ίδιο, ο Γκολιάντκιν θα τον συμπαθήσει και θα τον καλέσει στο σπίτι του. Ο σωσίας δείχνει να τον συμπληρώνει, αλλά όταν θα αρχίσει να διαβρώνει την ζωή του και να τον υπονομεύει, αντικαθιστώντας τον και στην δουλειά του, οι σχέσεις τους θα γίνουν εχθρικές. Τελικά, ο ήδη ψυχικά προβληματικός Γκολιάντκιν διαταράσσεται πλήρως, χάνει τον έλεγχο, αρχίζει να βλέπει γύρω του και άλλους σωσίες, και παραδίνεται στην τρέλα.
Μια πιο ρεαλιστική αποτύπωση της διπλής ανθρώπινης φύσης, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί για πρώτη φορά και επιστημονικά, έχουμε στο έργο του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον «Η παράξενη ιστορία του δρ. Τζέκυλ και του μίστερ Χάιντ» (1886). Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας Άγγλος γιατρός που ζει και εργάζεται στο βικτοριανό Λονδίνο, ο δρ. Τζέκυλ, αναπτύσσει μέσα από την έρευνα του ένα φάρμακο για να διαχωρίσει την καλή από την κακή πλευρά του εαυτού του. Το αποτέλεσμά όμως είναι να διχοτομήσει τον εαυτό του σε δύο προσωπικότητες, με τον βίαιο, χωρίς αναστολές και γεμάτο πάθη μίστερ Χάιντ να κυριαρχεί ενίοτε καθολικά. Έτσι, καθώς η επικράτηση της μίας ή της άλλης περσόνας υπερβαίνει την βούληση του δρ. Τζέκυλ, ανεξέλεγκτα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν. Στο τέλος, ο γιατρός κλειδώνεται στο εργαστήριό του και στέλνει τους υπηρέτες του σε αναζήτηση ενός φάρμακου, αλλά όταν τελικά τον βρίσκουν μέσα στο εργαστήριο διαπιστώνουν ότι έχει αυτοκτονήσει, αφήνοντας πίσω του ένα γράμμα που αποκαλύπτει πως ο Χάιντ και εκείνος ήταν ο ίδιος άνθρωπος.
ψυχή μου ακόμα!». Έτσι, μια νύχτα, γυρίζοντας σπίτι ύστερα από μια κακή πράξη, θα παρατηρήσει στο πορτραίτο την πρώτη αλλαγή: δύο μικρές ρυτίδες στις άκρες των χειλιών δίνουν έναν τόνο σκληράδας στο στόμα. Από τότε ο πίνακας επωμίζεται τις συνέπειες της ηλικίας και της εμπειρίας, ενώ ο Ντόριαν αποδεσμεύεται από τις συνέπειες των σκληρών και διεφθαρμένων πράξεών του, παραμένοντας νέος και όμορφος, ελεύθερος να αμαρτάνει όσο επιθυμεί. Όταν επιτέλους αποφασίζει να γίνει καλός και να καταστρέψει τον πίνακα, έρχεται ο θάνατος. Καταλαβαίνοντας πως ο πίνακας είναι η κρυφή του συνείδηση, καρφώνει ένα μαχαίρι στον καμβά και οι ρόλοι αντιστρέφονται: η εικόνα ξαναβρίσκει την νεότητά της και ο Ντόριαν πεθαίνει, όπως είναι στην πραγματικότητας, ένας έκφυλος γέρος. Ας αναφέρουμε επίσης ένα ακόμη ενδιαφέρον διήγημα, στο οποίο οι πτυχές της συνείδησης και της αντίληψης του ατόμου διερευνώνται μέσα από μια ψυχολογική εκδοχή του σωσία. Ο Χένρι Τζέιμς θα γράψει το «Η χαρούμενη γωνιά» στα 1909 με ήρωα έναν Αμερικανό εστέτ που μόλις έχει επιστρέψει από ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Φτάνοντας στο σπίτι του, αντιλαμβάνεται ότι αυτό κατοικείται από τον άνθρωπο που θα ήταν ο ίδιος αν είχε παραμείνει στην Αμερική και είχε γίνει ένας πλούσιος μεγιστάνας. Παραφυλάει αυτόν τον άλλο του εαυτό, με τους περίεργους τρόπους, και τελικά όταν τον συναντά, παραλύει από τον τρόμο: ο δυνητικός εαυτός του μπορεί να είναι πανίσχυρος αλλά είναι και ένας απαίσιος άνθρωπος, ένα ανθρώπινο τέρας.
Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι, μέσα από αυτή την διαδικασία, ο λογοτέχνης εγκαινίασε πρώτος την έννοια του εαυτού ως μιας εσωτερικής και άγνωρης για την κοινωνία αντικειμενικότητας. Αυτός ο αληθινός, εσωτερικός εαυτός είναι διαφορετικός από εκείνον που εμφανίζεται στις συναναστροφές με τους άλλους, και ο δημιουργός έχει ανάγκη τα εργαλεία της τέχνης του για να τον αναδείξει… Κι έτσι ο Μπόρχες παίρνει την έννοια του «διπλού» και την προσαρμόζει στην υπόθεση της γραφής, χωρίζοντας τον εαυτό του σε δύο κομμάτια: Ο άλλος, εκείνος που ονομάζεται Μπόρχες, είναι αυτός στον οποίο συμβαίνουν διάφορα πράγματα… Μ’ αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφική τέχνη του 18ου αιώνα, η γεύση του καφέ και η πρόζα του Στίβενσον, ο άλλος συμμερίζεται τις προτιμήσεις μου αυτές, αλλά με έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός θεατρίνου. Θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστώ ότι οι σχέσεις μας είναι εχθρικές – εγώ ζω, αφήνομαι να ζω, για να μπορεί ο Μπόρχες να πλέκει την λογοτεχνία του, και τούτη η λογοτεχνία δικαιολογεί την ζωή μου. Δεν χάνω τίποτα αν παραδεχτώ ότι κατάφερε να
Ο δημιουργός ως «άλλος»
Αντίθετα από την ιστορία του Στίβενσον, μέσα από τον δρόμο της τέχνης και μιας ιδιαίτερης μαγείας φαίνεται να γίνεται ο διαχωρισμός του εαυτού στο αριστούργημα του Όσκαρ Ουάιλντ «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» (1891). Ο Ντόριαν Γκρέυ είναι ένας εικοσάχρονος νεαρός, που η σπάνια ομορφιά του θα παρακινήσει τον φίλο του, ζωγράφο Μπάζιλ Χόλγουορντ, να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του. Αντικρίζοντας για πρώτη φορά την μαγεία του εαυτού του, μέσα από την ματιά του καλλιτέχνη, ο Γκρέυ θα κάνει ασυλλόγιστα μια ευχή: «Ω, αν ήταν δυνατό εγώ να έμενα πάντα νέος, όπως είμαι τώρα, και μονάχα το πορτραίτο ν’ άλλαζε και να γερνούσε. Γι’ αυτό θά ’δινα καθετί στον κόσμο! Ναι, θά ’δινα και την
Δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα στην έννοια του doppelganger όπως εμφανίζεται στην λογοτεχνία χωρίς να αναφέρουμε το περίφημο κείμενο του Χόρχε Λούις Μπόρχες με τίτλο «Ο Μπόρχες κι εγώ», μέσα από το οποίο έχουμε μια εξομολογητική παρουσίαση του διττού προσωπείου που συνήθως ενυπάρχει σε κάθε δημιουργικό πνεύμα. Κατεξοχήν οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, είναι εκείνοι που κατέχουν μυστικές ταυτότητες, μυστικές δυνάμεις, που διαθέτουν πολύ περισσότερο πλούτο απ’ όσο δείχνουν. Και όσο για τους λογοτέχνες, αυτοί παίζουν τουλάχιστον δύο ρόλους, γιατί η απλή πράξη της γραφής χωρίζει ένα άτομο στα δύο. Από την μία, έχουμε το πρόσωπο που υπάρχει έξω από την διαδικασία της γραφής, με τις καθημερινές και συνηθισμένες ασχολίες, και από την άλλη έχουμε εκείνον τον άλλο, τον μυστηριώδη και διφορούμενο, που μοιράζεται το ίδιο σώμα, το καταλαμβάνει τις κατάλληλες ώρες και το χρησιμοποιεί για να γράφει.
23
γράψει ορισμένες σελίδες που στέκουν, αλλά οι σελίδες αυτές δεν μπορούν να με σώσουν. Κατά τ’ άλλα, είμαι καταδικασμένος να χαθώ οριστικά, και μονάχα κάποια δική μου στιγμή θα επιβιώσει μέσα στον άλλο. Σιγά-σιγά του παραχωρώ τα πάντα, αν και έχω πλήρη επίγνωση της διεστραμμένης του συνήθειας να παραποιεί και να μεγαλοποιεί τα πάντα… Έτσι η ζωή μου είναι μία φυγή, και χάνω τα πάντα, και τα πάντα ανήκουν στην λήθη ή στον άλλο. Δεν ξέρω ποιός από τους δυο μας γράφει αυτή την σελίδα… Διαβάστε την προσωπική ιστοσελίδα του Δημήτρη Αργασταρά στην ηλεκτρονική διεύθυνση argastaras.blogspot.com.